1.

Γιαννακόπουλος Ἰωήλ (Ἀρχιμανδρίτης)

«Ὑμεῖς ἐστέ τὸ ἅλας τῆς γῆς˙ ἐὰν δὲ τὸ ἅλας μωρανθῇ, ἐν τίνι ἀλισθήσεται; εἰς οὐδὲν ἰσχύει ἔτι εἰ μὴ βληθῆναι ἔξω καὶ καταπατεῖσθαι ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων. Ὑμεῖς ἐστέ τὸ φῶς τοῦ κόσμου. Οὐ δύναται πόλις κρυβῆναι ἐπάνω ὄρους κειμένη. Οὐδὲ καίουσι λύχνον καὶ τιθέασιν αὐτὸν ὑπὸ τὸν μόδιον, ἀλλ’ ἐπὶ τὴν λυχνίαν καὶ λάμπει πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ. Οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν Πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς».

Θέμα: Χριστιανικὸς χαρακτὴρ

Τὸ σοφὸν στόμα τοῦ Κυρίου φροντίζει διὰ ποικίλων τρόπων νὰ εἰσαγάγῃ εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ ἀνθρώπου τὰς θείας ἀληθείας. Τοῦτο πράττει ἄλλοτε διὰ θαυμάτων, ἵνα δὶ’ αὐτῶν δώσῃ ἐγκυρότητα εἰς τὴν ἀποστολήν του καὶ ἄλλοτε διὰ παραβολῶν, παρομοιώσεων καὶ ἀλληγοριῶν, ἵνα εἰσαγάγῃ εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ πλέον ἀγραμμάτου τὰς θείας ἀληθείας. Ὅπως τὸ καλὸν σῶμα, ὅταν ἔχῃ ὡραῖον ἔνδυμα, εἶναι ὡραῖον, κατὰ παρόμοιον τρόπον, ὅταν αἱ ὡραῖαι ἰδέαι ἐνδύωνται διὰ καλῶν ἐκφράσεων, παραβολῶν, εἶναι ὡραιόταται.

Ὁ Κύριος τὰς παραβολὰς καὶ ἀλληγορίας ἐκλέγει ἀπὸ τὴν ἀγροτικήν, κοινωνικὴν καὶ οἰκογενειακὴν ζωήν, ἵνα λαμβάνῃ εἰκόνας κοινάς καὶ γίνῃ ἀντιληπτὸς ὑπὸ μορφωμένων καὶ μή. Τρεῖς ἐκ τῶν πολλῶν ἄλλων ἀλληγοριῶν, τὰς ὁποίας ἐκλέγει καὶ χρησιμοποιεῖ ὁ Κύριος, εἶναι καὶ αἱ τοῦ ἀνωτέρω Εὐαγγελίου. Παρομοιάζει δηλαδὴ τοὺς χριστιανοὺς ὡς φῶς, ὡς ἅλας, ὡς πόλιν περίβλεπτον. Ἐπὶ λέξει. «Ὑμεῖς ἐστὲ τὸ φῶς τοῦ κόσμου, ὑμεῖς ἐστὲ τὸ ἅλας τῆς γῆς, ὑμεῖς ἐστὲ πόλις ἐπάνω ὄρους κειμένη», λέγει ὁ Κύριος. Ἂς ἴδωμεν λοιπὸν ποῖαι αἱ ἰδιότητες τῶν τριῶν αὐτῶν συμβόλων τοῦ φωτὸς τοῦ ἅλατος καὶ τῆς πόλεως καὶ δεύτερον ποίας ἠθικάς τῶν πιστῶν ἰδιότητας συμβολίζουσιν.

Α΄. Ἐκ τοῦ Εὐαγγελίου: Φῶς, ἅλας, πόλις.

Τὸ φῶς. Δὲν ὑπάρχει καθαρώτερον πρᾶγμα ἀπὸ τὸ φῶς. Λάβετε μίαν λάμπαν ἠλεκτρικὴν οἱασδήποτε ἐντάσεως. Ἀσφαλῶς θὰ ἴδητε πόσην καθαρότητα ἔχει τὸ φῶς ἰδίως κατὰ τὴν νύκτα. Λάβετε ἐπίσης μίαν λάμπαν ὄχι ἠλεκτρικήν, ἀλλὰ ἀπὸ ἐκείνας τοῦ παλαιοῦ καιροῦ, ἡ ὁποία καίει μὲ πετρέλαιον καὶ φυτίλιον. Ἴσως νὰ παρατηρήσετε ἀκαθαρσίαν εἰς τὸ πετρέλαιον, εἰς τὸ φυτίλι, εἰς τὸν σκελετὸν τῆς λάμπας. Παρ’ ὅλα αὐτὰ πόσον καθαρὸν τὸ φῶς, ἡ λαμπάδα ἡ τρεφόμενη ἀπὸ τόσην ἀκαθαρσίαν ! Τὸ ἴδιον δύνασθε νὰ παρατηρήσητε εἰς τοὺς ἀκόμη ἀκάθαρτους λύχνους τοῦ χωρίου. Ἡ τροφὴ τοῦ φωτὸς ἀκάθαρτος, τὸ τρεφόμενον φῶς καθαρόν!

Τὸ φῶς ὄχι μόνον εἶναι τὸ καθαρότερον ἀλλὰ καὶ τὸ φωτεινότερον πρᾶγμα. Φωτεινὸν δὲ αὐτὸ δεικνύει τὰς ἀκαθαρσίας καὶ καθαρότητας τῶν ἄλλων πραγμάτων, τὰ ὁποῖα πλησιάζουν εἰς αὐτό. Τὸ φῶς δεικνύει μέχρι τῶν τελευταίων λεπτομερειῶν τὰς καθαρότητας καὶ ἀκαθαρσίας, ἐπὶ ἐκείνων ὅπου αἱ ἀκτῖνες τῶν προσπίπτουν. Ὥστε τὸ φῶς εἶναι καθαρὸν δὶ’ ἑαυτό, φωτεινὸν διὰ τοὺς ἄλλους!

Τὸ ἅλας. Τὸ ἁλάτι ἔχει τὴν ἰδιότητα καὶ ἱκανότητα νὰ διεισδύῃ εἰς τὰ φαγητά, ἐπὶ τῶν ὁποίων τίθεται, καὶ νὰ διαποτίζῃ μέχρι τοῦ τελευταίου μορίου, ἐὰν εἶναι ἀνόργανος οὐσία, ὡς τὸ ὕδωρ, μέχρι τοῦ τελευταίου κυττάρου, ἂν εἶναι ὀργανικὴ οὐσία, ὡς αἱ τροφαί. Διαποτίζον ὅμως οὕτω ὁλόκληρον τὸ φαγητὸν κάμνει αὐτὸ περισσότερον εὔγεστον, περισσότερον νόστιμον. Ἀλλὰ ἐνῷ εἶναι διεισδυτικώτατον στοιχεῖον καὶ θὰ ἐπερίμενε κανεὶς νὰ ἐπιφέρῃ τὴν διάλυσιν καὶ ἀποσύνθεσιν, τοὐναντίον! Τὸ ἅλας εἶναι ὄχι μόνον διεισδυτικὸν ἀλλὰ καὶ συνεκτικὸν τῶν τροφῶν, ἐπὶ τῶν ὁποίων τίθεται, προλαμβάνει τὴν σαπίλαν. Διά νὰ προφυλάξωμεν λ.χ. τὸ κρέας ἐκ τῆς ἀποσυνθέσεως, εἰς τὴν ὁποίαν τείνει, τὸ ἀλατίζομεν. Διά νὰ προφυλάξωμεν τὸν τυρὸν κ.λ.π. οὐσίας ἀπὸ τὴν διάλυσιν, τὰς ἁλατίζομεν. Ὥστε τὸ ἁλάτι ἔχει τὰς ἰδιότητας νὰ διαποτίζῃ, νὰ νοστιμεύῃ τὰς τροφὰς ἐπὶ τῶν ὁποίων τίθεται, ἀλλὰ καὶ νὰ συγκρατῇ μερικῶν ἐξ αὐτῶν τὴν ἀποσύνθεσιν. Μὲ ὀλίγα λόγια τὸ ἅλας εἶναι διεισδυτικὸν καὶ συνεκτικὸν τῶν τροφῶν μας. Τὸ ἁλάτι εἰς περίπτωσιν κατὰ τὴν ὁποίαν χάσῃ τὴν στυφτικὴν τοῦ ἰδιότητα, περιφρονεῖται καταπατούμενον ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων ὡς ἄχρηστον.

Ὁ Κύριος ὅμως φέρει πλὴν τῶν ἀνωτέρω καὶ τὴν πόλιν τὴν ἐπάνω ὄρους κειμένην. Ὅπως εἰς τὸ φῶς δὲν δύναται τίποτε νὰ κρυφθῇ, οὕτω καὶ ἡ ἐπὶ τοῦ ὄρους κειμένη πόλις εἶναι περίβλεπτος εἰς πάντας. Ὅλοι οἱ διαβᾶται ὑψώνουσι τὸ βλέμμά των πρὸς αὐτήν. Ὁ πρὸς αὐτὴν κατευθυνόμενος διαβάτης γνωρίζει πόθεν ἔρχεται καὶ ποῦ ὑπάγει, δὲν πελαγοδρομεῖ. Βαδίζει ἐπὶ τοῦ ἀσφαλοῦς, διότι βλέπει τὸν ἀντικειμενικὸν σκοπόν, πρὸς τὸν ὁποῖον κατευθύνεται.

Ὁ Κύριος παρομοιάζει τοὺς χριστιανοὺς ὡς φῶς, ἅλας, πόλιν περίβλεπτον. Εἴδομεν τὰς ἰδιότητας τῶν συμβόλων τούτων. Ἂς ἴδωμεν τώρα καὶ τὰ δι’ αὐτῶν συμβολιζόμενα.

Β΄. Ἐκ τῆς ζωῆς. Ὁ χαρακτὴρ τοῦ πιστοῦ.

Εἴπομεν, ὅτι αἱ συμβολιζόμεναι ἰδιότητες εἶναι: Καθαρότης καὶ φωτεινότης τοῦ φωτός, διεισδυτικότης καὶ συνεκτικότης τοῦ ἅλατος, τὸ περίβλεπτον τῆς πόλεως. Τοιοῦτος πρέπει νὰ εἶναι καὶ ὁ Χριστιανός. Καθαρός! Ἔργα, λόγια, βλέμματα, ἀκούσματα, λογισμοὶ τοῦ χριστιανοῦ πρέπει νὰ εἶναι καθαροί, πεντακάθαροι. Δὲν πρέπει ὁ Χριστιανὸς νὰ ἐπιτρέπῃ εἰς τὸν ἑαυτόν του νὰ ἐκστομίζῃ λόγους ἀπρεπεῖς, δὲν πρέπει νὰ ἐπιτρέπῃ νὰ εἰσέρχωνται εἰς τὸν λογισμὸν του σκέψεις κατὰ τοῦ ἄλλου μοχθηραί, δὲν ἐπιτρέπεται νὰ βλέπῃ ἐκεῖ, ὅπου τὸ μόλυσμα θὰ τοῦ λερώσῃ τὴν ψυχήν, δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἀκούῃ λόγια μοχθηρὰ ἤ προσβάλλοντα τὴν αἰδημοσύνην. Μὲ ἕνα λόγον πρέπει νὰ καθαρίσῃ γλῶσσαν, μάτια, αὐτιά, χεῖρας καὶ πόδας.

Καθοριζόμενος οὕτω ὁ Χριστιανὸς καὶ γενόμενος φῶς, θὰ φωτίζῃ τοὺς ἄλλους. Οἱ ἄλλοι φωτιζόμενοι θὰ εἶναι εἰς θέσιν νὰ βλέπουν τὰς ἀκαθαρσίας των. Τὸ καλὸν παράδειγμα, τὰ συνετὰ λόγια ἔχουν τόσην δύναμιν καὶ τόσον φῶς, ὥστε θὰ χρησιμεύσουν ὡς καθρέπτης τῶν ἄλλων ἀνθρώπων.Θὰ ξεδιπλώνωνται ἐμπρὸς εἰς τὴν φωτιστικὴν αὐτὴν δύναμιν οἱ πλέον κρυφὲς δίπλες τῆς ψυχῆς. Οἱ Χριστιανοὶ πρέπει νὰ εἶναι φῶς καὶ καθρέπτης διὰ τοὺς ἄλλους μέσα στὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας. Ὅπως δηλαδὴ τὸ βράδυ προκειμένου νὰ ἴδῃ τις τὸν ἑαυτὸν του ἔχει ἀνάγκην καθρέπτου καὶ φωτός, οὕτω καὶ ὁ Χριστιανὸς πρέπει νὰ εἶναι φῶς καὶ καθρέπτης εἰς τοὺς ἄλλους.

Ἀλλὰ ἐν ᾧ τὸ καλὸν παράδειγμα εἶναι τὸ διεισδυτικώτερον εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ ἄλλου εἶναι καὶ τὸ συνεκτικώτερον. Αὐτὸ ὡς τὸ ἅλας θὰ συγκράτησῃ καὶ θὰ σύνδεσῃ τὴν οἰκογένειαν μεταξύ της, τὸν πατέρα μὲ τὸ παιδί, τὸ παιδὶ μὲ τὸν πατέρα, τὸν ἀδελφὸν μὲ τὸν ἀδελφόν, τὸν φίλον μὲ τὸν φίλον, τὴν φίλην μὲ τὴν φίλην. Θὰ συνδέῃ καὶ θὰ νοστιμεύῃ τοὺς δεσμοὺς τῆς κοινωνίας, τῆς οἰκογενείας, τῆς φιλίας, συγγενείας κ.λ.π. ὅπως τὸ ἁλάτι νοστιμεύει τὰ φαγητά. Οἱ χριστιανοὶ ἔχουν τὴν δύναμιν καὶ ἀποστολὴν νὰ προφυλάξουν τὴν κοινωνίαν ἀπὸ τὴν σαπίλαν, ὅπως τὸ ἁλάτι προφυλάσσει τὰ φαγητὰ ἀπὸ τὴν σῆψιν.

Ὅπως ὅμως τὸ ἁλάτι, ὅταν χάσῃ τὴν ἁλιστικὴν του δύναμιν, ἀπορρίπτεται καὶ ὑπὸ οὐδενὸς ἄλλου ἁλατίζεται, κατὰ παρόμοιον τρόπον ὁ Χριστιανὸς διδάσκαλος, ὅταν χάσῃ τὴν φωτιστικήν του δύναμιν πρὸς τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ὑπὸ οὐδενὸς ἄλλου φιλοσοφικοῦ συστήματος δύναται νὰ ἱκανοποιηθῇ καὶ ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων περιφρονεῖται.

Οἱ Χριστιανοὶ εἶναι «πόλις ἐπάνω ὄρους κειμένη», διότι αὐτοὶ θὰ φωτίζουν, θὰ ἐμπνέουν, θὰ κατευθύνουν τὸν κόσμον καὶ εἶναι ἀδύνατον νὰ κρυβῶσιν. Ἑπομένως πρέπει νὰ προσέχωσι πολὺ εἰς τὸν ἑαυτὸν των. Διὰ τὸν αὐτὸν λόγον ὁ Κύριος παρομοιάζει τοὺς μαθητάς του πρὸς λύχνον, ὁ ὁποῖος δὲν σκεπάζεται ὑπὸ οἰκιακοῦ σκεύους, «τοῦ μοδίου» (Ρωμαϊκοῦ μέτρου σιτηρῶν 1/6 τοῦ Ἕλλην. μεδίμνου) ἀλλὰ τίθεται εἰς τὴν λυχνίαν, τὸν λυχνοστάτην, ἵνα φωτίζῃ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ οἴκου. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον ὁ καλὸς Χριστιανὸς γίνεται πολικὸς ἀστήρ, κατευθεντήριος γραμμὴ τοῦ περιβάλλοντος, εἰς τὸ ὁποῖον ζῇ, εἰς τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς ὁποίους συναναστρέφεται. Ὁσονδήποτε καὶ ἂν κρύβῃ οὗτος τὰς ἀρετάς του, οἱ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι τὸν περιβάλλουν, ὀσφραίνονται τὸ κρυφὸν ἄρωμα, τὸ ὁποῖον πνέει καὶ γίνεται περίβλεπτος σἄν τὴν πόλιν τὴν ἐπὶ τοῦ ὄρους κειμένην. Τέλος ὁ Κύριος συνιστᾷ, ὅτι σκοπὸς ὅλων αὐτῶν εἶναι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ, «ὅπως ἂν ἴδωσι τὰ καλὰ ὑμῶν ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν Πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς».

Διδακτικώτατον παράδειγμα χριστιανικοῦ φωτός, τὸ ὁποῖον ἔγινε σκότος καὶ χριστιανικοῦ ἅλατος, τὸ ὁποῖον ἠχρηστεύθη εἶναι ὁ μάρτυς Σαπρίκιος. Οὗτος συνεδέετο φιλικώτατα μετὰ ἄλλου τινὸς κληρικοῦ ὀνομαζόμενου Νικηφόρου. Ἡ φιλία των ὅμως ἔπειτα ἀπὸ ἔτη ἔσπασε. Κηρύσσεται ὁ διωγμὸς τῶν Χριστιανῶν ἐπὶ Βαλεριανοῦ. Ὁ Σαπρίκιος συλλαμβάνεται καὶ ὁδηγεῖται εἰς φρικτὰ μαρτύρια. Ὁ Νικηφόρος σπεύδει, γονατίζει ἐνώπιόν του καὶ ζητεῖ συμφιλίωσιν μαζί του. Ὁ Σαπρίκιος ἀρνεῖται. Ὁδηγεῖται εἰς τὸ μαρτύριον ὁ Σαπρίκιος καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ ἀρνῆται τὴν συμφιλίωσιν μετὰ τοῦ Νικηφόρου. Ὅταν ἦτο ἕτοιμος ὁ δήμιος νὰ καταφέρῃ τὴν μάχαιραν, ὁ Σαπρίκιος δειλιάζει καὶ ἀρνεῖται τὸν Χριστὸν ὑποσχόμενος νὰ θυσιάσῃ εἰς τὰ εἴδωλα. Βλέπων ὁ Νικηφόρος τοῦτο σπεύδει αὐτὸς ὁμολογῶν, ὅτι εἶναι χριστιανὸς καὶ λαμβάνει τὸν στέφανον τοῦ μαρτυρίου Πόσον φῶς καὶ ἅλας ἦτο ὁ Νικηφόρος, πόσον σκότος καὶ ἀνάλατος ἐφάνη ὁ Σαπρίκιος!

Ἡ συμπλήρωσις τοῦ Νόμου γενικῶς (Ματθ. 5,17—20)

«Μὴ νομίσητε, ὅτι ἦλθον καταλῦσαι τὸν νόμον ἤ τοὺς προφήτας. Οὐκ ἦλθον καταλῦσαι, ἀλλὰ πληρῶσαι. Ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, ἕως ἂν παρέλθῃ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, ἰῶτα ἕν ἤ μία κεραία οὐ μὴ παρέλθῃ ἀπὸ τοῦ νόμου, ἕως πάντα γένηται».

Νόμος ἐνταῦθα, ὁ ὁποῖος δὲν θὰ παρέλθῃ, εἶναι ὁ ὑπὸ τοῦ Εὐαγγελίου συμπληρωθείς παλαιὸς νόμος τῶν προφητῶν καὶ τοῦ Μωϋσέως. Ὁ Κύριος συνεπλήρωσε τοὺς προφήτας πληρώσας δὶ’ ἔργων, ὅσα ἐκεῖνοι προεφήτευσαν περὶ Αὐτοῦ. Ἐπλήρωσε δὲ τὸν νόμον τοῦ Μωϋσέως συμπληρώσας αὐτόν, ὡς θὰ ἴδωμεν κατωτέρω λεπτομερῶς, ἐκριζῶν τὰς ἀφορμάς τῶν παθῶν. Ὅ,τι οἱ ἄλλοι ὁ Μωϋσῆς δηλαδὴ καὶ οἱ προφῆται ὡς σκιὰν ἀφῆκαν, ἐσκιαγράφησαν, ὁ Κύριος ἐζωγράφησε συμπληρώσας τὴν σκιὰν διὰ τῶν χρωμάτων. Ὁ ζωγράφος δὲν καταλύει τὴν σκιαγραφίαν ἀλλὰ συμπληροῖ. Οὕτω καὶ ὁ Χριστός. Ὅπως ὁ σπόρος ὁ πεσῶν εἰς τὴν γῆν δὲν ἀνανεοῦται, ἂν πρῶτον δὲν φθαρῇ, κατὰ παρόμοιον τρόπον ὁ εὐαγγελικὸς νόμος εἶναι ἄνθος καὶ κορωνὶς τοῦ παλαιοῦ νόμου, τοῦ σπόρου ἐκείνου, ὁ ὁποῖος ἀποσυνετέθη. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον ὁ παλαιὸς νόμος ἐξευγενίζεται, γίνεται αἰώνιος συμπληρούμενος ὑπὸ τοῦ Εὐαγγελικοῦ νόμου.

«Ἰῶτα» εἶναι ἡ ἰδικὴ μας ὑπογεγραμμένη καὶ «κεραία» εἶναι ὁ ἰδικὸς μας τόνος εἰς τὰς λέξεις. Ἑπομένως τὰ πλέον νομιζόμενα ἀσήμαντα εἰς τὰ λόγια τοῦ Κυρίου θὰ ἐκπληρωθῶσι θὰ ἐφαρμοσθῶσιν ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Χριστιανῶν. Ἐὰν δὲν ἐφαρμοσθῶσι, θὰ τιμωρηθῶσιν οἱ παραβᾶται. «Ὃς ἐὰν οὖν λύσῃ μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων καὶ διδάξῃ οὕτω τοὺς ἀνθρώπους, ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ὃς δ’ ἂν ποίησῃ καὶ διδάξῃ, οὗτος μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν».

Ὁ Κύριος βεβαιοῖ, ὡς εἴπομεν, ὅτι δὲν καταργεῖ ἀλλὰ συμπληροῖ τὸν Ἑβραϊκὸν νόμον διὰ τοῦ Εὐαγγελίου δίδων τόνον καὶ εἰς τὰ μικρὰ ἁμαρτήματα. Ὅταν θὰ ἀδιαφορήσῃ τις διὰ τὰς μικρᾶς ἁμαρτίας, θὰ ἀδιαφορήσῃ δὶ’ αὐτὸν ὁ Θεός. Δὲν πρόκειται περὶ ἀθετήσεως τῶν μικρῶν ἐντολῶν ἐκ συναρπαγῆς στιγμιαίας ἀλλὰ περὶ συστηματικῆς παραγνωρίσεως, ὥστε νὰ διδάσκῃ τὴν παραγνώρισιν ταύτην ὡς ἀλήθειαν. Ἵνα μὴ νομίσωμεν ὅμως, ὅτι ὁ μὴ προσέχων τὰς ἐλαχίστας ἐντολάς τοῦ συμπληρωθέντος Ἑβραϊκοῦ νόμου «ἐλάχιστος κληθήσεται» ἤτοι θὰ ἀξιωθῇ μὲν τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ θὰ εἶναι ἐλάχιστος, θ’ ἀπολαμβάνῃ μικράν δόξαν, ὁ Κύριος συνεχίζει, «Λέγω γὰρ ὑμῖν, ἐὰν μὴ περισσεύσῃ ἡ δικαιοσύνη ὑμῶν πλεῖον τῶν γραμματέων καὶ φαρισαίων, οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν». Πρέπει ἡ ἀρετή μας νὰ εἶναι μεγαλύτερα τῶν Γραμματέων καὶ Φαρισαίων, ἐκ τῶν ὁποίων οἱ μὲν Φαρισαῖοι προσεῖχον εἰς τὰς παραδόσεις, οἱ δὲ γραμματεῖς εἰς τὸ γράμμα τοῦ νόμου. Ὁ χριστιανὸς θὰ προσέχῃ εἰς τὰς ῥίζας τῶν κακιῶν. Ἑπομένως ἡ συμπλήρωσις αὕτη τοῦ Παλαιοῦ νόμου συνίσταται εἰς τὴν προσθήκην μεγαλυτέρων ἀρχῶν καὶ ὁ παραβὰς αὐτάς ἐκ συστήματος δὲν θὰ ἀξιωθῇ τῆς χαρᾶς τοῦ Θεοῦ.

Ποίαν ἀξίαν ἔχει ἡ μικρὰ ἁμαρτία, τὴν ὁποίαν περιφρονοῦμεν, ἐνῷ ὁ Κύριος συνιστᾷ προσοχὴν καὶ εἰς αὐτήν, φαίνεται ἀπὸ τὸ ἑξῆς: Ἡ βασίλισσα Σεμίραμις παρεκάλεσε τὸν βασιλέα τῶν Ἀσσυρίων νὰ τῆς ἐπιτρέψῃ νὰ βασιλεύσῃ καὶ αὐτὴ ἐπὶ χρόνον τινά. Ἐκεῖνος δὲν ἤθελεν. Ἡ Σεμίραμις τὸν παρεκάλεσε νὰ βασιλεύσῃ μίαν μόνον ἡμέραν. Ὁ βασιλεὺς ἀρνεῖται. Ἡ Σεμίραμις κλαίουσα παρακαλεῖ νὰ βασιλεύσῃ μίαν μόνην ὥραν. Ὁ βασιλεὺς καμφθείς ἀπὸ τὰ δάκρυά της καὶ τὴν μικράν αἴτησιν της ἐπιτρέπει. Ἡ Σεμίραμις γινομένη βασίλισσα διατάσσει νὰ ἀποκεφαλίσουν τὸν βασιλέα. Αὐτὸ καὶ ἔγινεν. Κατόπιν ἡ Σεμίραμις βασιλεύει διὰ πάντα. Ἔτσι εἶναι καὶ ἡ ἁμαρτία. Ὁσονδήποτε μικρὰ καὶ ἂν εἶναι ἔχει μεγάλας συνεπείας.

2.

Οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ εἶναι φῶς τοῦ κόσμου

Ἰωὴλ Φραγκᾶκος (Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας)

Ἡ Ἐκκλησία μας σήμερα γιορτάζει τοὺς Πατέρες ποὺ ἔλαβαν μέρος στὴν τετάρτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἡ ὁποία ἀσχολήθηκε καὶ ἀποφάνθηκε ὁριστικὰ γιὰ τὴν ἕνωση τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ. Τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ποὺ διαβάζεται σήμερα στοὺς Ναοὺς εἶναι ἀφιερωμένο σ’ αὐτοὺς καὶ εἶναι ἀπὸ τὴν ἐπὶ τοῦ Ὄρους Ὁμιλία τοῦ Κυρίου μας. Ὁ Θεάνθρωπος ὀνομάζει τοὺς μαθητὲς Του φῶς τοῦ κόσμου. Ἂς δοῦμε πιὸ ἀναλυτικὰ τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Χριστοῦ.

Τὸ παράδειγμα τοῦ φωτὸς τί ὑπονοεῖ;

Ὁ Κύριος χρησιμοποίησε γιὰ τοὺς μαθητὲς Του τὸ παράδειγμα τοῦ ἁλατιοῦ (Ματθ. 5,13) καὶ τοῦ φωτός. Τὸ παράδειγμα τοῦ φωτὸς εἶναι τὸ ὑψηλότερο. Ὅταν λέγει πὼς ἡ πόλη ποὺ εἶναι πάνω στὸ βουνό, δὲν μπορεῖ νὰ κρυφτεῖ, θέλει νὰ τοὺς τονίσει «ἀκρίβειαν τοῦ βίου, καθαρὴ ζωή», λέγει ὁ Χρυσόστομος. Τοὺς διαπαιδαγωγεῖ νὰ εἶναι ἐναγώνιοι στὴ ζωή τους, νὰ ἔχουν στραφεῖ τὰ μάτια ὅλων τῶν ἀνθρώπων πάνω τους καὶ νὰ ἀγωνίζονται ἐνώπιον ὅλης τῆς οἰκουμένης.

Ὁ Χριστὸς ἄναψε τὸ φῶς τῆς χάριτός Του μέσα μας. Ἡ δική μας προσπάθεια εἶναι νὰ διατηρήσουμε τὸ φῶς αὐτὸ ἄσβεστο. Ἡ λαμπρότητα τῆς ζωῆς μας ἔχει ἐπίδραση στοὺς ἄλλους. Ἀπόλυτο φῶς εἶναι ὁ Χριστὸς ποὺ μάλιστα εἶπε γιὰ τὸν ἑαυτό Του, πὼς εἶναι “τὸ φῶς τοῦ κόσμου” (Ἰω. 8,12). Φῶς καὶ φωστῆρες εἶναι μὲ σχετικὴ ἔννοια καὶ οἱ πιστοὶ καὶ οἱ ἅγιοι. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει: “διότι κάποτε ἤσασταν στὸ σκοτάδι, τώρα ὅμως ποὺ πιστεύετε στὸν Κύριο, εἶστε στὸ φῶς· νὰ ζεῖτε λοιπὸν σὰν ἄνθρωποι ποὺ ἀνήκουν στὸ φῶς.” (Ἐφ. 5,8). Ὁ ἴδιος θὰ πεῖ σὲ ἄλλη του ἐπιστολὴ γιὰ τοὺς πιστοὺς πὼς εἶναι “σὰν λαμπερὰ ἀστέρια στὸν κόσμο, μένοντας σταθεροὶ στὸ εὐαγγέλιο ποὺ δίνει ζωὴ” (Φιλιπ. 2,15-16).

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ φῶς τοῦ κόσμου

Πράγματι ὁ Κύριος εἶναι φῶς, ποὺ ὁδηγεῖ τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν πλάνη στὴν ἀλήθεια, ἀπὸ τὴν ἁμαρτία στὴν ἀρετή, ποὺ φωτίζει τὸ ἡγεμονικὸ (τὸ νοῦ) τοῦ ἀνθρώπου. Ἐπίσης τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ τὸ κάνουν κι οἱ πιστοί. Ἕνας σύγχρονος θεολόγος θὰ τὸ πεῖ αὐτὸ χαρακτηριστικά: Ἡ σωτηρία δὲν εἶναι μιὰ ἁπλὴ ἀτομικὴ ὑπόθεση, οὔτε περιορίζεται σὲ κάποιο στενὸ κύκλο “ἐκλεκτῶν”, ἀλλὰ προσφέρεται σ’ ὅλο τὸν κόσμο. Ἡ σωτηρία δὲν εἶναι ἕνα εἶδος πνευματικότητας, ἀλλὰ εἶναι ἡ ἀντίθεση σὲ κάποιο δαιμονικὸ κατεστημένο, στὸ σκοτάδι καὶ στὴν ἀποσύνθεση.

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ φῶς τοῦ κόσμου. Αὐτὸ σημαίνει τὴν καθολικὴ καὶ παγκόσμια εὐθύνη της, ἀλλὰ καὶ τὴν εὐθύνη τοῦ καθενός μας. Δὲ ζοῦμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας ἢ γιὰ ἕναν ὁρισμένο κύκλο ἐθνικό, ἰδεολογικό, θρησκευτικὸ· ζοῦμε γιὰ τὰ ἀδέλφια μας παντοῦ πάνω στὴ γῆ, ὅσο κι ἂν διαφέρουν ἀπὸ μᾶς κι ὅσο κι ἂν μᾶς ἀντιμάχονται. Ὁ Χριστὸς εἶχε πεῖ στοὺς μαθητὲς του τὸ ἑξῆς σπουδαῖο παράγγελμα· “καὶ θὰ γίνετε δικοί μου μάρτυρες στὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ σὲ ὅλη τὴν Ἰουδαία καὶ Σαμάρεια καὶ ὥς τὰ πέρατα τῆς γῆς” (Πράξ. 1,8). Μέχρι καὶ στὸ τελευταῖο μέρος τῆς γῆς ὀφείλουμε νὰ ἀνάψουμε τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἠσαΐας ἀναφέρεται στὸν Πατέρα ποὺ ἀπευθύνεται στὸ Μεσσία καὶ τοῦ λέγει· “Ἰδοὺ δέδωκά σε εἰς διαθήκην γένους, εἰς φῶς ἐθνῶν τοῦ εἶναι σε εἰς σωτηρίαν ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς” . Τὸ φῶς τῶν ἐθνῶν, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός, ὀφείλει ἡ Ἐκκλησία μὲ τοὺς πιστοὺς νὰ τὸ μεταδώσει στὰ πέρατα τῆς γῆς. Οἱ πνευματικοὶ ἄνθρωποι ποὺ καθαρίζουν συνέχεια τὸν ἑαυτό τους μὲ πόνους γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ποὺ ταπεινώνουν τὴ σάρκα τους μὲ διάφορες ἀσκήσεις, ποὺ μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴ μελέτη γεμίζουν τὸ νοῦ τους μὲ φῶς, αὐτοὶ ποὺ γνώρισαν «τοὺς λόγους τῶν ὄντων» καὶ ξεπέρασαν κάθε αἴσθηση τοῦ κόσμου, αὐτοὶ μποροῦν νὰ κηρύξουν τὸ Χριστὸ καὶ νὰ μεταδώσουν τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου, λέγει ὁ ὅσιος Νικήτας. Πρὸς αὐτοὺς ἀπευθύνεται ὁ Κύριος, ὅταν λέει:” Σεῖς εἶστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου” (Ματθ. 5,14).

Τὸ χρέος τῶν πιστῶν

Μεγάλη εἶναι ἡ εὐθύνη τῶν πνευματικῶν ταγῶν τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀλλὰ καὶ τῶν ἁπλῶν πιστῶν στὴ διάδοση τοῦ εὐαγγελικοῦ μηνύματος. Ἐπίσκοποι, κληρικοί, λαϊκοὶ ποὺ γνώρισαν τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τὸ βίωσαν, μεταδίδουν καὶ στοὺς ἄλλους τὸ βίωμά τους. Ἀντίθετα, ἐὰν αὐτοὶ ποὺ εἶναι ταγμένοι νὰ στέκονται «ἐπὶ τὴν λυχνίαν» δείχνουν ἀδυναμία πρὸς τὴν πίστη, τότε καθυστερεῖ ὁ εὐαγγελισμὸς τῶν ἀνθρώπων καὶ γίνεται μάλιστα καὶ σκανδαλισμὸς στὶς ψυχές τους. Οἱ ἁμαρτίες μας καὶ ἡ κακὴ προσωπική μας ζωὴ ἐνεργεῖ ἀρνητικὰ στοὺς ἀνθρώπους ποὺ δὲν γνώρισαν τὸ Χριστό. Ἂς φροντίσουμε νὰ ἔχουμε συνέπεια λόγων καὶ πράξεων, ὥστε νὰ ἀνάπτεται συνεχῶς τὸ σωτήριο φῶς τῆς διδασκαλίας τοῦ Κυρίου σ’ ὅλη τὴ γῆ.

3.

Τιμὴ καὶ εὐθύνη

Λαμπρόπουλος Βαρνάβας (Ἀρχιμανδρίτης)

Εἶναι κοινὸ μυστικὸ ὅτι ἀκόμη καὶ ὁ πιὸ μικρὸς ἔπαινος γιὰ ὑπαρκτὰ ἢ συνήθως ἀνύπαρκτα χαρίσματά μας ἀποτελεῖ σχεδὸν πάντοτε ἀφορμὴ ἐπάρσεως καὶ κενοδοξίας. Ἂς φαντασθοῦμε τί θὰ γινόταν, ἂν ἀκούγαμε κάποιον νὰ μᾶς λέει: «Ἐσεῖς εἶσθε τὸ φῶς τοῦ κόσμου». Μᾶλλον δὲν θὰ ὑπῆρχε μεγαλύτερης πειρασμὸς κενοδοξίας, ἂν ὄχι κίνδυνος νὰ «ἀρρωστήσουν» τὰ μυαλά μας.

Προτροπὴ σὲ κενοδοξία ἢ σὲ ἀγώνα;

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος διαβάζει στὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ τὰ σχετικὰ λόγια του Χριστοῦ πρὸς τοὺς μαθητές του, καὶ τὸν ρωτάει: «Τί οὖν; Πρὸς ἐπίδειξιν ἡμᾶς κελεύεις ζῆν καὶ πρὸς φιλοτιμίαν;» Λοιπόν, δὲν τὸ πιστεύω! Μᾶς προτρέπεις νὰ ζοῦμε μὲ σκοπὸ τὴν ἐπίδειξη καὶ γιὰ νὰ μᾶς τιμοῦν οἱ ἄλλοι; Καὶ ὁ θεόπνευστος ἑρμηνευτὴς τῆς Γραφῆς βάζει τὸν Χριστὸ νὰ μᾶς ἀπαντήσει: «Ὄχι, βέβαια. Δὲν ἐννοῶ κάτι τέτοιο. Δὲν σᾶς εἶπα: Κάνετε ἐπίδειξη τῶν κατορθωμάτων σας· ἀλλὰ σᾶς εἶπα: «Ἂς λάμψει τὸ φῶς σας· ποὺ σημαίνει: ἀγωνιστεῖτε νὰ εἶναι πολλὴ ἡ ἀρετὴ σας· ἀνάψτε δυνατὰ τὴ φλόγα τῆς καρδιά σας καὶ ἔτσι φροντίστε νὰ γίνει λαμπρὸ τὸ παράδειγμά σας. Διότι, ὅταν γίνει τόσο φωτεινὴ ἡ ἀρετὴ ἑνὸς ἀνθρώπου, δὲν μπορεῖ νὰ μείνει κρυμμένη, ἔστω κι ἂν μὲ μύριους τρόπους προσπαθεῖ αὐτὸς νὰ τὴν κρύψει».

Μὲ ἄλλα λόγια, ὁ Χριστὸς λέγοντας πρῶτα στοὺς Ἀποστόλους του καὶ ἔπειτα σὲ μᾶς «ἐσεῖς εἶσθε τὸ φῶς τοῦ κόσμου», ὄχι μόνο δὲν ἀπευθύνει ἔπαινο, ἀλλὰ καὶ μιλάει ἐπιτακτικά: «Προσέξτε καλά. Ἐγὼ σᾶς μετέδωσα τὸ φῶς μου. Τὸ φῶς εἶναι δικό μου. Ἐγὼ εἶμαι ἡ πηγὴ τοῦ φωτός. Ἀλλὰ τὸ νὰ μείνει ἀναμμένο μέσα σας, εἶναι δικό σας χρέος· τῆς ὑμετέρας γενέσθω σπουδῆς· ἐσεῖς πρέπει νὰ κοπιάσετε γι’ αὐτό. Ἐσεῖς πρέπει νὰ προσθέτετε συνεχῶς λάδι στὸ καντήλι τῆς καρδιά σας μὲ τὴ σταθερὴ ἄσκηση τῶν ἀρετῶν. Καὶ ὅσο θὰ δυναμώνει αὐτὸ τὸ φῶς μου στὴ ζωή σας, ὅσο τὰ ἔργα σας θὰ γίνονται πιὸ φωτεινὰ ἐξαιτίας τῶν δικῶν μου δωρεῶν, τόσο θὰ εἶναι ἀδύνατο νὰ κρυφτοῦν, ὅσο κι ἂν -σωστὰ- ἐπιδιώκετε τὴν ἀφάνεια. Καὶ τότε θὰ γίνονται ἀφορμή, βλέποντάς τα ὁ κόσμος, νὰ δοξάζει ὄχι ἐσᾶς ἀλλὰ τὸν Πατέρα σας, ποὺ εἶναι στὸν οὐρανό, τὴ μοναδικὴ πηγὴ τοῦ ἀληθινοῦ φωτὸς καὶ κάθε ἀγαθοῦ».

«Σοὶ πρέπει δόξα…»

Δὲν εἶναι λίγες οἱ περιπτώσεις, ποὺ ἡ ἀκτινοβολία τῆς φωτεινῆς ζωῆς ἀληθινῶν χριστιανῶν ὁδήγησε ἀνθρώπους ἀπὸ τὸ σκοτάδι στὸ φῶς. Ὁ Μέγας Παχώμιος, ἐνῶ ἦταν γιὸς εἰδωλολατρῶν, ἄρχισε νὰ ἀναζητεῖ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ παρακινημένος ἀπὸ τὴ φιλόξενη προσφορὰ τροφῆς ἐκ μέρους χριστιανῶν τῆς Αἰγύπτου, ὅταν ἦταν νεοσύλλεκτος στρατιώτης. Καὶ ὁ γεμάτος ἀγάπη χαιρετισμὸς «σωθείης, καματηρέ» τοῦ ἁγίου Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου ἔκανε ἕναν ἱερέα τῶν εἰδώλων νὰ ζητήσει νὰ γίνει ὄχι μόνο χριστιανὸς ἀλλὰ καὶ μοναχός. Τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ ἀκτινοβολεῖ ἀκόμη καὶ στὶς θεωρούμενες «λεπτομέρειες» τῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων, ποὺ ἔγιναν ἀληθινὰ δοχεῖα τοῦ θείου φωτός.

Αὐτὴ τὴ διδασκαλία γιὰ τὸν φωτισμὸ τοῦ κόσμου τὴν σφραγίζει ὁ Χριστὸς μὲ δύο κορυφαῖες ἀλήθειες: τὴ δική του κατὰ φύσιν ἰσοτιμία μὲ τὸν ἐπουράνιο Πατέρα καὶ τὴ δική μας κατὰ χάριν υἱοθεσία. Ὁ ἐπουράνιος Θεὸς Πατέρας εἶναι φῶς τοῦ κόσμου ἐξίσου μὲ τὸν κατὰ φύσιν Μονογενή του Υἱό. Κι ἐμεῖς, παίρνοντας αὐτὸ τὸ φῶς ἀπὸ τὸν Χριστὸ μποροῦμε νὰ γίνουμε κατὰ χάριν παιδιὰ τοῦ Ἐπουράνιου Πατέρα· καὶ ἀκτινοβολώντας το στοὺς ἄλλους νὰ ἀποτελέσουμε ἀφορμὴ δοξολογίας του.

Ἡ «πλήρωσις» τοῦ Νόμου

Τὶς μεγάλες αὐτὲς ἀλήθειες τὶς χρησιμοποιεῖ ὁ Χριστὸς σὰν τὸ ἰδανικὸ ὑπόβαθρο, γιὰ νὰ μιλήσει γιὰ ἕνα κομβικὸ θέμα: τὴ σχέση του μὲ τὸν Μωσαϊκὸ Νόμο. Κατ’ ἀρχήν, ὡς ἰσότιμος καὶ ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα του εἶναι ἐξίσου Νομοδότης καὶ κύριος τοῦ Νόμου, ὅσο καὶ ὁ Πατέρας του. Ὅταν, λοιπόν, ἔγινε ἄνθρωπος, δὲν θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ καταλύσει τὸν Μωσαϊκὸ Νόμο. Δύο φορὲς τὸ τονίζει ἐδῶ ὅτι δὲν ἦλθε γιὰ νὰ τὸν καταλύσει. Καὶ ἀργότερα, ἀποστομώνοντας αὐτοὺς ποὺ τὸ ἀμφισβητοῦσαν, θὰ ρωτήσει: «Τὶς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περὶ ἁμαρτίας;» (Ἰωάν. 8,46). Καὶ ὄχι ἁπλῶς σὲ τίποτε δὲν παρέβη τὸν Νόμο, ἀλλὰ ἦλθε γιὰ νὰ τὸν «πληρώσῃ»· νὰ τὸν συμπληρώσει.

Πῶς συμπλήρωσε τὸν Νόμο καὶ τοὺς προφῆτες; Ἀπαντάει ὁ ἑρμηνευτὴς Εὐθύμιος Ζιγαβηvός: «Τοὺς μὲν προφῆτες ἐπλήρωσε μὲ τὸ νὰ ἐκπληρώσει ὅλα ὅσα προφήτευσαν γι’ Αὐτόν. Τὸν δὲ Νόμο, ἀφενὸς μὲ τὸ νὰ μὴν παραβεῖ τίποτε τὸ νόμιμο, ἀφετέρου μὲ τὸ νὰ προσθέσει σ’ αὐτὸν ὅσα ὑπολείπονταν. Διότι ἐνῶ ὁ νόμος ἐμπόδιζε καὶ ἀπαγόρευε τὰ ἀποτελέσματα τῶν ἁμαρτημάτων, ὁ Χριστὸς ἐμπόδισε καὶ τὶς ἀρχὲς καὶ ρίζες τους· ὅπως γιὰ παράδειγμα τὴν ὀργή, ποὺ μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει καὶ σὲ φόνο ἢ τὰ αἰσχρὰ βλέμματα ποὺ τίκτουν μοιχεία».

Αὐτὲς τὶς καινούργιες συμπληρωματικὲς ἐντολὲς γιὰ τὴν ἐκκοπὴ τῶν ριζῶν, ὁ Χριστὸς εἶπε ὅτι πολλοὶ θὰ τὶς θεωρήσουν «ἐλάχιστες» καὶ θὰ τὶς καταφρονήσουν, προτρέποντας κι ἄλλους σὲ τέτοια περιφρόνηση. «Ἐλάχιστοι» ὅμως θὰ θεωρηθοῦν κι αὐτοὶ στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, δηλαδὴ θὰ κολαστοῦν! Ἀντίθετα, ὅσοι κατανοήσουν τὴ σημασία αὐτῶν τῶν ἐντολῶν, τὶς τηρήσουν καὶ παρακινήσουν κι ἄλλους νὰ τὶς τηροῦν, αὐτοὶ θὰ δοξαστοῦν στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Αὐτοὶ θὰ εἶναι πραγματικὰ τὸ φῶς τοῦ κόσμου.

4.

Μία ἀδιάσπαστη ἁλυσίδα εἶναι ἡ Ἐκκλησία

Διονύσιος Ψαριανός (Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (+))

Ἡ Ἐκκλησία γιορτάζει καὶ τιμᾶ τὴν ἱερὴ μνήμη τῶν ἁγίων καὶ θεοφόρων Πατέρων τῆς τετάρτης καὶ μαζὶ τῶν ἄλλων τεσσάρων οἰκουμενικῶν Συνόδων, τῆς δεύτερης, τρίτης, πέμπτης καὶ ἕκτης. Ἡ μνήμη τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς πρώτης οἰκουμενικῆς Συνόδου ἑορτάζεται στὴν ἕκτη Κυριακὴ μετὰ τὸ Πάσχα, καὶ ἡ μνήμη τῶν ἀγίων Πατέρων τῆς ἑβδόμης Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἑορτάζεται μία Κυριακὴ μέσα στὸ μήνα Ὀκτώβριο.

Ἡ τέταρτη οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἔγινε στὰ 451 χρόνια μετὰ τὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ στὴ Χαλκηδόνα τῆς Βιθυνίας. Ἐκεῖ συνάχθηκαν 630 Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ καταδίκασαν τὸν ἀρχηγὸ τῆς αἵρεσης τοῦ μονοφυσιτισμοῦ Εὐτυχῆ καὶ τοὺς ὀπαδούς του. Μονοφυσιτισμὸς εἶναι ἡ αἵρεση καὶ ἡ πλανεμένη διδασκαλία, ποὺ παραδέχεται τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ μόνο ὡς Θεό. Ἡ Σύνοδος δογμάτισε ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι Θεάνθρωπος, τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος, κι ὅπως τὸ ψάλλουμε στὸ Δοξαστικό τοῦ Ἑσπερινοῦ στὸν πλ. δ’ ἦχο, «διπλοῦς τὴν φύσιν, ἀλλ’ οὐ τὴν ὑπόστασιν».

Ἀφήνουμε τὰ περισσότερα κι ἐρχόμαστε στὴν εὐαγγελικὴ περικοπή, ποὺ διαβάζεται στὴ θεία Λειτουργία. Στὴν περικοπὴ αὐτή, ποὺ εἶναι ἀπὸ τὴν «ἐπὶ τοῦ ὄρους» ὁμιλία, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὁμιλεῖ γιὰ τὴ θέση τῶν χριστιανῶν στὸν κόσμο, ὅτι εἶναι μία θέση ξεχωριστὴ καὶ φανερή, ὑπεύθυνη δηλαδὴ καὶ καθοδηγητική. Αὐτὸ ἰσχύει βέβαια πολὺ περισσότερο γιὰ τοὺς ἱεροὺς ποιμένες τῶν χριστιανῶν, ποὺ εἶναι καὶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, στὴ μνήμη τῶν ὁποίων καὶ διαβάζεται αὐτὴ ἡ περικοπή. Ἂς ἀκούσουμε ὅμως ἄλλη μία φορά, τώρα στὴ δική μας ἁπλὴ γλώσσα, τὰ θεῖα καὶ σωτήρια λόγια τοῦ θείου διδασκάλου Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Εἶπε ὁ Κύριος στοὺς μαθητές του. «Ἐσεῖς εἴσαστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου. Δὲν μπορεῖ νὰ κρυφτεῖ μία πόλη, ποὺ εἶναι χτισμένη πάνω στὸ βουνό· οὔτε ἀνάβουν τὸ λύχνο καὶ τὸν βάζουν κάτω ἀπὸ τὸ καυκί, ἀλλὰ τὸν τοποθετοῦν στὸ λυχνοστάτη καὶ φέγγει σ’ ὅλο τὸ σπίτι. Ἔτσι νὰ λάμψει καὶ τὸ δικό σας φῶς μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους, γιὰ νὰ δοῦν τὰ καλά σας ἔργα καὶ νὰ δοξάσουν τὸν Πατέρα σας, ποὺ εἶναι στοὺς οὐρανούς. Νὰ μὴ σᾶς περάσει ἀπὸ τὸ νοῦ πὼς ἦλθα γιὰ νὰ καταργήσω τὸ Νόμο ἢ τοὺς Προφῆτες. Δὲν ἦλθα γιὰ νὰ τὰ καταργήσω, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὰ πραγματοποιήσω. Σᾶς βεβαιώνω πὼς ὅσο στέκει ὁ κόσμος ἕνα γιώτα ἤ μία γραμμὴ δὲν θὰ καταργηθεῖ ἀπὸ τὸ νόμο. Ὅποιος λοιπὸν θὰ καταργήσει καὶ μία ἀπὸ τὶς πιὸ μικρὲς ἐντολὲς αὐτοῦ τοῦ νόμου καὶ θὰ γίνει ἔτσι κακὸς δάσκαλος στοὺς ἀνθρώπους, θὰ κριθεῖ κι αὐτὸς μὲ τὸ ἴδιο μέτρο τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως. Μὰ ὅποιος θὰ τὶς τηρήσει καὶ θὰ διδάξει ἔτσι τοὺς ἄλλους, αὐτὸς θὰ τιμηθεῖ πολὺ τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως».

Οἱ ἱεροὶ καὶ θεοφόροι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ τήρησαν στὸ βίο τους τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὸ κήρυξαν στοὺς ἀνθρώπους. Τὸ κήρυξαν ὄχι μόνο μὲ τὸ λόγο, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ βίο τους. Αὐτὸ ἐννοοῦμε, ὅταν λέμε Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τοὺς ἐπισκόπους, ἱερεῖς καὶ μοναχούς, ποὺ ἀνάμεσα στοὺς χριστιανοὺς διακρίθηκαν γιὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου τους καὶ γιὰ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία τους. Τὰ δύο αὐτά, ἡ ἁγιότητα καὶ ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία, πρέπει νὰ πηγαίνουν μαζί, κι ἂν εἶναι νὰ λείψει ἕν’ ἀπὸ τὰ δύο, καλύτερα νὰ λείψει ἡ διδασκαλία μὲ τὰ λόγια. Τί νὰ τὴν κάνεις τὴ διδασκαλία χωρὶς τὴν ἁγιότητα; Τί ἀξία ἔχει ἡ ἐπιστήμη χωρὶς τὴν ἀρετή; Τί ὠφελεῖ ἡ θεολογία χωρὶς τὴν εὐσέβεια;

Μὰ ὁ Θεὸς νὰ μᾶς δίνει πάντα πρῶτα ἀρετὴ κι ὕστερα λόγο· περισσότερη προθυμία γιὰ νὰ τηροῦμε τὶς ἐντολές του καὶ λιγότερη σπουδὴ γιὰ νὰ διδάσκουμε τοὺς ἀνθρώπους. Γι’ αὐτὸ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶπε· «ὃς ἂν ποιήσῃ καὶ διδάξῃ…»· ὅποιος δηλαδὴ θὰ ἐφαρμόσει πρῶτα στὸν ἑαυτό του τὸ Εὐαγγέλιο κι ὑστέρα θὰ τὸ κηρύξει στοὺς ἄλλους. Αὐτός, κι ἂν δὲν εἶναι σοφὸς στὰ γράμματα, κι ἂν δὲν ἔχει τὸ χάρισμα τοῦ λόγου, ὅμως μὲ τὸ παράδειγμά του διδάσκει. Κι εἶναι ἀλήθεια πὼς τὸ καλὸ παράδειγμα διδάσκει καλύτερα ἀπὸ τὸ πιὸ εὔγλωττο καὶ σοφὸ κήρυγμα. Αὐτὸ θὰ πεῖ πὼς διδάσκαλος τοῦ Εὐαγγελίου δὲν εἶναι μόνο ὅποιος ἔχει στὴν ἐκκλησία τὸν τίτλο καὶ τὴ θέση τοῦ ἱεροκήρυκα, ἀλλὰ κι ὁ κάθε χριστιανὸς μὲ τὸ βίο του.

Τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι ζωή. Κι αὐτὸ ποὺ λέμε κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι πρῶτα ἀπ’ ὅλα ἐνάρετος βίος, σύμφωνα μὲ τὸ Εὐάγγελο ἤ, γιὰ νὰ τὸ ποῦμε ἀλλιώτικα, προσωπικὴ μαρτυρία Ἰησοῦ Χριστοῦ. Στὴν Ἐκκλησία ὅλα εἶναι ζωντανά, ὅλα εἶναι προσωπικά, ὅλα εἶναι μαρτυρία. Ὁ οὐράνιος Πατέρας εἶναι πρόσωπο, ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος εἶναι πρόσωπο, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι πρόσωπο, οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι εἶναι πρόσωπα, κι ἐμεῖς εἴμαστε πρόσωπα. Ὅλα εἶναι συνείδηση καὶ ἐλευθερία. Ἡ ὀρθόδοξη πίστη μας δὲν εἶναι κήρυγμα καὶ μάθημα θεωρητικό· εἶναι λόγος τοῦ Θεοῦ, ζωντανὸς ὁ ἴδιος καὶ ζωντανεμένος στὸ βίο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἁγίων. Μέσα στὸ κόσμο ἡ Ἐκκλησία εἶναι σὰν μία πόλη, χτισμένη ψηλὰ στὸ βουνό· δὲν μπορεῖ νὰ κρυφτεῖ καὶ τὴν βλέπουν οἱ ἄνθρωποι γύρω-γύρω. Εἶναι ἀκόμα σὰν τὸ λυχνάρι, ποὺ τὸ ἀνάβουν καὶ τὸ βάζουν ψηλὰ γιὰ νὰ φέγγη σ’ ὅλο τὸ σπίτι. Ἡ πόλη ἐπάνω στὸ βουνὸ εἶναι ὁ βίος, τὸ λυχνάρι τοποθετημένο ψηλά, εἶναι ἡ διδασκαλία. Πρῶτα ὁ βίος καὶ τὸ παράδειγμα κι ὑστέρα ὁ λόγος καὶ ἡ διδασκαλία. Μέσα στὸ βίο εἶναι ὁ λόγος καὶ μέσα στὸ παράδειγμα ἡ διδασκαλία. Ἡ φωνὴ τῶν ἔργων εἶναι ἠχηρότερη ἀπὸ τὰ λόγια καὶ ὁ βίος διδάσκει καλύτερα ἀπὸ τὸ εὐγλωττότερο κήρυγμα.

Μὰ ποιὰ εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἡ πόλη ἡ χτισμένη ἐπάνω στὸ βουνό; Εἶναι τάχα μόνο οἱ κληρικοί; Γιατί ἔτσι νομίζουν πολλοί. Γι’ αὐτοὺς μόνο ὁμιλεῖ στὸ Εὐαγγέλιο ὁ Ἰησοῦς Χριστός; Μεγάλη τιμὴ θὰ ἦταν γιὰ τοὺς κληρικοὺς νὰ εἶναι αὐτοὶ μόνο ἡ Ἐκκλησία· μεγάλη τιμή, μὰ καὶ μεγάλο κι ἀσήκωτο βάρος. Ἀλλὰ καὶ μεγάλη ἀδικία γιὰ τοὺς λαϊκούς. Ἐκκλησία ὅμως εἴμαστε ὅλοι μας, ὁ κλῆρος καὶ ὁ λαός· οὔτε μόνο οἱ κληρικοί, ἱεροκρατία, οὔτε μόνο οἱ λαϊκοί, λαϊκοκρατία. Οἱ κληρικοὶ πηγαίνουν μπροστὰ καὶ οἱ λαϊκοὶ ἀκολουθοῦν· οἱ κληρικοὶ εἶναι οἱ πνευματικοὶ ποιμένες, καὶ οἱ λαϊκοὶ τὰ λογικὰ πρόβατα τῆς ποίμνης τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ λόγος ἴσως καὶ νὰ προσκρούει στὶς δημοκρατικὲς ἀντιλήψεις τῶν συγχρόνων ἀνθρώπων, ἀλλὰ εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς Ἐκκλησίας προφητική, ποὺ τὴν μεταχειρίζεται κι ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς στὴν παραβολὴ τοῦ καλοῦ ποιμένα. Οἱ κληρικοὶ σηκώνουν πολλὰ βάρη κι ἔχουν μεγάλες εὐθύνες στὴν Ἐκκλησία, καὶ τὸ πρῶτο ποὺ ζητοῦν ἀπὸ τοὺς λαϊκοὺς εἶναι νὰ τοὺς ἀκολουθοῦν. Γιατί ἡ Ἐκκλησία ἐδῶ στὴ γῆ ἔχει πάντα πόλεμο κι ὅταν ὁ στρατηγός, ποὺ εἶναι ὁ ποιμένας, πηγαίνει στὸν πόλεμο χωρὶς στρατιῶτες, τότε πῶς θὰ πολεμήσει; Νὰ μὴν τὰ φορτώνουμε λοιπὸν ὅλα στοὺς ἱερεῖς μας, ἂν κι ἐκεῖνοι πρέπει νὰ σηκώνουν περισσότερα, ἀλλ’ ὁ καθένας μας νὰ ξέρει τὰ χρέη καὶ τὶς εὐθύνες του στὴν Ἐκκλησία. Ὁ καθένας μας πρέπει νὰ ἔχει νὰ δείξει παράδειγμα, γιατί ὁ καθένας εἶναι δάσκαλος καὶ κήρυκας τῆς πίστεως.

Παραπονιέται ὁ πατέρας κι ἡ μητέρα πὼς δὲν ἀκοῦνε τὰ παιδιά· στὸν καιρὸ μας αὐτὸ εἶναι τὸ παράπονο ὅλων τῶν γονέων. Τὰ βάζεις μὲ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὰ βάζεις μὲ τὸ σχολεῖο. Μὲ τὴν κοινωνία καλὰ κάνεις καὶ δὲν τὰ βάζεις, γιατί ἡ κοινωνία σήμερα εἶναι ἕνα ἀπρόσωπο σύνολο ἀτόμων. Ἡ Ἐκκλησία λοιπὸν καὶ τὸ σχολεῖο θὰ σὲ ρωτήσουν• «Ἐσὺ ὁ πατέρας καὶ ἡ μητέρα, μὲ ποιὸν τρόπο διδάξατε τὰ παιδιά σας; μὲ ποιὸ παράδειγμα καὶ μὲ ποιὸ λόγο; Τί βλέπουν καὶ τί ἀκοῦνε τὰ παιδιά σας μέσα στὸ σπίτι σας; Ὅ,τι βλέπουν ἐκεῖνο κάνουν κι ὅ,τι ἀκοῦν ἐκεῖνο μαθαίνουν». Τὸ σπίτι τοῦ κάθε χριστιανοῦ εἶναι μία Ἐκκλησία κι εἶναι σὰν καὶ νὰ γίνεται ἐκεῖ μέσα θεία Λειτουργία. Τὰ παιδιά, ποὺ γεννιοῦνται κι ἀνατρέφονται, ἡ ἀγάπη κι ἡ στοργή, ἡ προσευχὴ κι ἡ ἐργασία, ἡ οἰκονομία καὶ ἡ τάξη, ὅλα αὐτὰ εἶναι ἡ Θεία Λειτουργία στὸ σπίτι τοῦ κάθε χριστιανοῦ. Κι ἀπ’ ὅλα αὐτὰ βγαίνει τὸ μεγάλο κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου· ὅλα αὐτὰ εἶναι τὸ φῶς τῆς πίστεως, ποὺ τὸ βλέπουν οἱ ἄνθρωποι καὶ δοξάζουν τὸ Θεό.

Ὁ δογματικὸς ὄρος, ἡ πράξη δηλαδὴ ποὺ ὑπέγραψαν οἱ ἅγιοι Πατέρες στὴν τέταρτη οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἀρχίζει μὲ τὴ φράση· «Ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι…», δηλαδὴ ἀκολουθώντας τοὺς ἁγίους Πατέρες. Αὐτὴ εἶναι ἡ γραμμὴ τῆς Ὀρθοδοξίας· οἱ Ἀπόστολοι ἀκολουθοῦν τὸ Χριστό· οἱ Πατέρες ἀκολουθοῦν τοὺς Ἀποστόλους, κι ἐμεῖς ἀκολουθοῦμε τοὺς Πατέρες. Μία ἀδιάσπαστη ἁλυσίδα εἶναι ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τὸ Χριστὸ ἕως ἐμᾶς. Αὐτὴ τὴ γραμμὴ ἂς κρατήσουμε κι ἐμεῖς. Ἂς μείνουμε πιστοὶ κι ἀφοσιωμένοι στὴν Ἐκκλησία, γιὰ νὰ εἴμαστε μὲ τοὺς Πατέρες, μὲ τοὺς Ἀποστόλους καὶ μὲ τὸ Χριστό. Ὅποιος εἶναι μὲ τὸ Χριστὸ εἶναι μὲ τὸ Θεό· ὅποιος εἶναι μὲ τὸ Θεὸ ἔχει ζωὴ αἰώνια. Ἀμήν.

5.

Θεολογία γεγονότων (Τίτ. γ 8-15)

Λαμπρόπουλος Βαρνάβας (Ἀρχιμανδρίτης)

Μία ἐπιφανειακὴ ἀνάγνωση τοῦ σημερινοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος δίνει τὴν ἐντύπωση μίας στείρας ἠθικολογίας. Δύο φορὲς ὁ Ἀπόστολος ἐπαναλαμβάνει τὴν προτροπὴ νὰ μάθουν οἱ πιστοὶ νὰ προΐστανται σὲ καλὰ ἔργα, θεωρώντας τα ὡς δεῖγμα πνευματικῆς καρποφορίας· καὶ μία φορὰ τοὺς συνιστᾶ νὰ ἀποφεύγουν τοὺς αἱρετικοὺς «μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν».

Ἀληθινὸς ἢ μόνο χρήσιμος;

Εὔλογα προκύπτει ἕνα ἐρώτημα ποὺ συχνὰ τίθεται ἀπὸ πολλούς: «Γιὰ ποιὸ λόγο νὰ εἶμαι χριστιανός, καὶ δὴ ὀρθόδοξος ποὺ πρέπει νὰ ἀποφεύγω τοὺς αἱρετικούς, ἀφοῦ μπορῶ καὶ χωρὶς τὴν ἔνταξή μου στὴν Ἐκκλησία νὰ εἶμαι ἕνας πολὺ καλὸς ἄνθρωπος; Μήπως δὲν ὑπάρχουν ἄνθρωποι ἑτερόδοξοι, ἐτερόθρησκοι ἢ καὶ ἄθεοι, ποὺ ἔχουν πλούσια καρποφορία σὲ καλὰ ἔργα;». Προφανῶς, ὅποιος κάνει ἕνα τέτοιο ἐρώτημα, εἶναι σὰν νὰ λέει: «Δὲν μὲ ἐνδιαφέρει ἂν ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ἀλήθεια ἢ ὄχι. Τὸ μόνο ποὺ μὲ ἐνδιαφέρει εἶναι πόσο μὲ βοηθάει νὰ εἶμαι καλὸς ἄνθρωπος. Κριτήριό μου δὲν εἶναι ἡ ἀλήθειά του, ἀλλὰ ἡ χρησιμότητά του». Ὅμως ἡ ἀξία τοῦ Χριστιανισμοῦ δὲν ἔγκειται μόνο στὸ ὅτι εἶναι χρήσιμος. Ἡ χριστιανικὴ πίστη δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνα σύστημα ἠθικῆς. Ὁ κορυφαῖος ὀρθόδοξος θεολόγος π. Γεώργιος Φλορόφσκι τονίζει: «Ἡ ὀρθόδοξη πίστη εἶναι θεολογία γεγονότων». Εἶναι μαρτυρία γεγονότων. Ἂν τὰ γεγονότα, γιὰ τὰ ὁποῖα ὁ Χριστιανισμὸς δίνει μαρτυρία, εἶναι μυθεύματα, τότε κανένας εἰλικρινὴς ἄνθρωπος δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ θέλει νὰ τὸν πιστέψει, ὅσο χρήσιμος κι ἂν τοῦ ἦταν.

Καὶ ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος, στὴ σημερινὴ περικοπή, συνιστᾶ στὸν Τίτο νὰ μιλάει στοὺς πιστοὺς μὲ βεβαιότητα καὶ κύρος γι’ αὐτὰ ποὺ τοῦ ἔγραψε στὸ μόλις προηγούμενο τμῆμα τῆς ἐπιστολῆς, δὲν ἀναφέρεται σὲ ἠθικὰ παραγγέλματα, ἀλλὰ στὸ γεγονὸς τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας. Δηλαδή, στὸ ὅτι σὲ ἱστορικὸ χρόνο καὶ τόπο ἑνώθηκαν στὸ Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἡ θεία μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἀσύγχυτα καὶ ἀχώριστα. Ὁ Χριστός, χωρὶς νὰ πάψει ποτὲ νὰ εἶναι τέλειος Θεός, ἔγινε καὶ τέλειος ἄνθρωπος «χωρὶς ἁμαρτίες». Ἔτσι κατέστη δυνατὸ ὄχι ἁπλῶς νὰ γίνουμε καλύτεροι ἄνθρωποι ἀλλὰ νὰ ἀνακαινιστοῦμε, νὰ γίνουμε καινούργιοι ἄνθρωποι καὶ νὰ κληρονομήσουμε τὴν αἰώνια ζωή. Αὐτὴ τὴ σωτήρια ἀλήθεια τὴ διετράνωσαν οἱ ἅγιοι Πατέρες ποὺ συνεκρότησαν τὴν Δ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο στὴ Χαλκηδόνα. Σήμερα γιορτάζουμε τὴ μνήμη τους. Μέσα σὲ δεκαέξι συνεδρίες, τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 451 μ.Χ., κατέληξαν σὲ ὁμόφωνες ἀποφάσεις μετὰ ἀπὸ γόνιμες συζητήσεις.

Αἵρεση: χωρισμὸς ἀπὸ τὸν Θεὸ

Αὐτὲς οἱ συζητήσεις, βέβαια, δὲν εἶχαν καμία σχέση μὲ τὶς ἀνόητες συζητήσεις, τὶς ὁποῖες ὁ ἀπόστολος Παῦλος συνιστᾶ τὸ Τίτο νὰ ἀποφεύγει. Πρόκειται γιὰ «μωρὲς ζητήσεις» (Τίτ. 3,9), ποὺ κατέληγαν σὲ μάταιες φιλονικίες καὶ διαμάχες γύρω ἀπὸ ζητήματα τοῦ ἰουδαϊκοῦ νόμου. Τὶς προκαλοῦσαν ἰουδαΐζοντες χριστιανοί, προσκολλημένοι στὸ γράμμα τοῦ νόμου, ποὺ ἐπέμεναν νὰ κρατοῦν σὲ ἰσχὺ τὸν ἀτελῆ καὶ προδρομικὸ αὐτὸ νόμο στὴν ἐποχὴ τοῦ τέλειου εὐαγγελικοῦ νόμου καὶ τῆς φανέρωσης τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας. Αὐτό, φυσικά, ὁδηγοῦσε -ἂν ὄχι σὲ ἀκύρωση- ἔστω σὲ ἀλλοίωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Ὁδηγοῦσε τελικὰ σὲ αἵρεση.

Ἑπομένως «αἵρεση» γιὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο καὶ γιὰ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι ἁπλῶς μία θεωρητικὴ διαφωνία. Εἶναι λανθασμένος τρόπος ζωῆς. Ἔστω κι ἂν ἐξωτερικὰ μπορεῖ νὰ εἶναι μία ἠθικὰ ἄψογη ζωή, εἶναι ψευδὴς ζωή, γιατί εἶναι ἀποκομμένη ἀπὸ τὴ σώζουσα ἀλήθεια καὶ τὴν ἑνότητα τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς ζοῦσαν πολὺ αὐστηρὴ καὶ ἠθικὰ ἄμεμπτη ζωή. Ὁ Χριστὸς ὅμως εἶπε ὅτι τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσης θὰ ἀκούσουν τὸ «οὐκ οἶδα ὑμᾶς» ἄνθρωποι, ποὺ ὄχι μόνο ἔζησαν ἠθικὴ ζωή, ἀλλὰ καὶ ἀξιώθηκαν «ἐν τῷ ὀνόματί του» καὶ νὰ προφητευόσουν, καὶ νὰ ἐκβάλουν δαιμόνια, καὶ νὰ κάνουν πολλὰ θαύματα (Ματθ. 7,22-23).

Αὐτὰ εἶχε στὸν νοῦ του ὁ ἀββὰς Ἀγάθων τοῦ Γεροντικοῦ, ὁ ὁποῖος -ἐνῶ δέχθηκε ἀδιαμαρτύρητα τὶς κατηγορίες ὅτι εἶναι «πόρνος, ὑπερήφανος, φλύαρος καὶ κατάλαλος»- ὅταν τὸν εἶπαν «αἱρετικό», ἀντέδρασε καὶ εἶπε: «Δὲν εἶμαι αἱρετικός». Καὶ ὅταν τὸν ρώτησαν «διατὶ τὸν λόγον τοῦτον οὐκ ἐβάστασας;», Τοὺς ἀπάντησε: «Τὰ πρῶτα, τὰ χρεώνω τὸ ἑαυτό μου καὶ προκαλοῦν ὠφέλεια στὴν ψυχή μου, τὸ δὲ αἱρετικὸς εἶναι χωρισμὸς ἀπὸ τὸν Θεό· καὶ δὲν θέλω νὰ χωριστῶ ἀπὸ τὸν Θεό». Γιὰ τὸν ἀββᾶ Ἀγάθωνα «χωρισμὸς ἀπὸ τὸν Θεὸ» δὲν εἶναι χωρισμὸς ἀπὸ μία ὑποκειμενικὴ ἀντίληψη περὶ Θεοῦ, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ σώζουσα ἀλήθεια τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ χωρισμὸς ἀπὸ τὴν ὄντως Ζωή.

Ἡ εὐθύνη τῆς ἔνταξης στὴν Ἐκκλησία

Ἕνας τέτοιος θανάσιμος χωρισμὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία δὲν πρέπει νὰ ἀφήνει ἀδιάφορο τὸν ποιμένα, ὁ ὁποῖος ὀφείλει μὲ ἐπανειλημμένες νουθεσίες νὰ προσπαθεῖ νὰ ἐπαναφέρει τὸν πλανηθέντα στὴ μάνδρα τῆς σωτηρίας. Τὸ ὅριο τῶν δύο προσπαθειῶν, ποὺ θέτει ὁ Ἀπόστολος, προφανῶς δὲν πρέπει νὰ ἐκληφθεῖ κατὰ γράμμα. Ἡ μεταστροφὴ τοῦ ἁγίου Αὐγουστίνου σίγουρα δὲν ἦταν καρπὸς δύο νουθεσιῶν τῆς ἁγίας Μόνικας. Καὶ ὁ Ἑβραῖος γιατρὸς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου δὲν ἔγινε χριστιανὸς μὲ δύο μόνο προσπάθειες τοῦ Ἁγίου. Ὁ Παῦλος θέλει ἁπλῶς νὰ τονίσει ὅτι ὁ ἔμπειρος ποιμένας ἔχει τὴ διάκριση νὰ καταλάβει πότε πλέον πρέπει νὰ σταματήσει τὶς ἀπόπειρες «ἐπισυναγωγῆς» τοῦ πλανωμένου ἢ τοῦ ἐκπεσόvτος, γιὰ νὰ μὴ «δέρνει ἀέρα», κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο. Τότε, βέβαια, αὐτὸς ποὺ ἐπιμένει στὴν πλάνη του γίνεται αὐτοκατάκριτος, γιατί δὲν ἔχει πιὰ τὴ δικαιολογία ὅτι κανεὶς δὲν τὸν συμβούλευσε.

Ἑπομένως, κάθε ἄλλο παρὰ ἀπόσπασμα ἀπὸ ἐγχειρίδιο ἠθικῆς εἶναι τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα, ἀφοῦ μᾶς θυμίζει ὅτι σκοπὸς τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι ἁπλῶς ἡ ἠθική μας βελτίωση, ἀλλὰ ἡ ἐνσωμάτωσή μας στὴ μία Ἐκκλησία του, δηλαδὴ ἡ κατὰ χάριν θέωση καὶ αἰώνια σωτηρία μας, γιὰ τὴν ὁποία εἴμαστε ἀπόλυτα ὑπεύθυνοι.

6.

Κυριακή των Αγίων Πατέρων της Δ΄Οικουμενικής Συνόδου – Μικροπράγματα;

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ: Τίτ.3,8-15

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ: Ματθ. 5,14-19

Ἡ Ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α τι­μᾷ σή­με­ρα τούς ἁ­γί­ους Πα­τέ­ρας τῆς Δ΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου, τούς ἀ­νυ­πο­χώ­ρη­τους ἐ­κεί­νους ἀ­γω­νι­στάς τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας μας πού δι­ε­κή­ρυ­ξαν ξε­κά­θα­ρα καί ἀ­νυ­πο­χώ­ρη­τα τήν ἀ­λή­θεια τῆς πί­στε­ως ἐ­ναν­τίων στούς δι­α­στρε­βλω­τάς τῆς πί­στε­ως αἱ­ρε­τι­κούς μο­νο­φυ­σί­τες. Στό Εὐ­αγ­γε­λι­κό ἀ­νά­γνω­σμα ὁ Κύ­ριος μᾶς δι­α­κη­ρύτ­τει σα­φῶς: δέν ἔ­χου­με δι­καί­ω­μα νά πα­ρα­θε­ω­ροῦ­με καμ­μί­α ἀ­λή­θεια τῆς πί­στε­ως καμ­μί­α ἐν­το­λή τοῦ Χρι­στοῦ.

Ἄς δοῦ­με λοι­πόν σή­με­ρα ὅ­τι δέν ὑ­πάρ­χουν ἐ­λά­χι­στες ἐν­το­λές καί ὅ­τι ἡ παραθεώρισι μιᾶς ἐντολῆς ὁδηγεῖ σέ παραθεώρησι πολλῶν ἄλλων.

1. «Ε­ΛΑ­ΧΙ­ΣΤΕΣ» ΕΝ­ΤΟ­ΛΕΣ;

Ὁ Κύ­ριός μας μᾶς ξε­κα­θα­ρί­ζει στό ση­με­ρι­νό ἱ­ε­ρό εὐ­αγ­γέ­λιο ὅ­τι δέν ὑ­πάρ­χουν μι­κρές καί με­γά­λες ἐν­το­λές. Γιά νά μᾶς ξε­κα­θα­ρί­σει ὁ Κύ­ριος ὅ­τι ὅ­λες οἱ ἐν­το­λές ἔ­χουν τήν θέ­σι τους, μᾶς προ­ει­δο­ποι­εῖ: Ἐ­κεῖ­νος πού θά πα­ρα­βεῖ ἔ­στω καί μί­α ἀ­πό τίς ἐν­το­λές του ἐ­κεῖ­νες πού θά θε­ω­ρή­σει πώς εἶ­ναι μι­κρές, καί δι­δά­ξει τούς ἄλ­λους ἀν­θρώ­πους νά τίς πε­ρι­φρο­νοῦν, θά εἶ­ναι ἀ­νά­ξιος νά κλη­ρο­νο­μή­σει τή βα­σι­λεί­α τῶν Οὐ­ρα­νῶν. Θά πρέ­πει ἐ­δῶ βέ­βαι­α νά ξε­κα­θα­ρί­σου­με ὅ­τι ὁ Κύ­ριος δέν λέ­ει πώς θά πά­ει στήν κό­λα­σι ὅ­ποι­ος ἀ­πό ἀ­δυ­να­μί­α ἤ ἀ­προ­σε­ξί­α ἤ αἰφ­νι­δια­σμό ἔ­πε­σε σέ κά­ποι­ο ἁ­μάρ­τη­μα καί κα­τό­πιν με­τε­νό­η­σε. Ἀλ­λά ὅ­ποι­ος συ­νει­δη­τῶς θε­ώ­ρη­σε ὅ­τι ἡ συγ­κε­κρι­μέ­νη πα­ρά­βα­σι δέν ἀ­πο­τε­λεῖ σο­βα­ρή ἁ­μαρ­τί­α. Ὅ­ταν λοι­πόν ὁ ἄν­θρω­πος πε­ρι­φρο­νεῖ τήν ἐν­το­λή τοῦ Θε­οῦ ἐ­πει­δή τήν θε­ω­ρεῖ μι­κρή καί ἄ­νευ ση­μα­σί­ας καί τήν πα­ρα­βαί­νει συ­νει­δη­τῶς καί δί­νει ἔ­τσι πα­ρά­δειγ­μα καί γιά τούς ἄλ­λους, τό­τε ἡ κα­τα­δί­κη του θά εἶ­ναι ἀ­να­πό­φευ­κτη.

Τό συμ­πέ­ρα­σμα εἶ­ναι ὅ­τι ὅ­λες οἱ ἐντολές εἶ­ναι ἱ­ε­ρές καί πρέ­πει νά τίς ἐ­φαρ­μό­ζου­με. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος μᾶς λέει ὅτι «ἐλαχίστας αὐτάς ἐκάλεσε καίτοι οὕτω μεγάλας καί ὑψηλάς οὔσας». Καί ὅ­ποι­ος πε­ρι­φρο­νεῖ κά­ποι­ες ἐν­το­λές τοῦ Θε­οῦ πού τίς θε­ω­ρεῖ μι­κρές, ἀ­πορ­ρί­πτει τόν Κύ­ριό μας ὡς ἀ­λά­θη­το νο­μο­θέ­τη, ὡς θε­άν­θρω­πο Κύ­ριο. Καί κα­θι­στᾶ τόν ἑ­αυ­τό του νο­μο­θέ­τη σο­φό­τε­ρο καί ἀ­νώ­τε­ρο τοῦ Θε­οῦ. Εἶ­ναι παράλογο καί μό­νο νά τό σκε­φθεῖ κα­νείς. Τό θέ­μα αὐ­τό βέ­βαια δέν ἀ­φο­ρᾶ μό­νο τούς αἱ­ρε­τι­κούς οἱ ὁ­ποῖ­οι δι­έ­στρε­ψαν κά­ποι­ες ἀ­λή­θει­ες τῆς πί­στε­ως, ἀλ­λά ἀ­φο­ρᾶ ὅ­λους μας. Δι­ό­τι οἱ πι­στοί χρι­στια­νοί σή­με­ρα δέν κιν­δυ­νεύ­ου­με τό­σο ἀ­πό τούς αἱ­ρε­τι­κούς, τούς ὁ­ποί­ους γνω­ρί­ζου­με καί προ­φυ­λασ­σό­μα­στε ἀ­πό αὐ­τούς, ἀλ­λά ἀ­πό μιά ἄλ­λη με­γά­λη πα­γί­δα. Ποι­ά εἶ­ναι αὐ­τή;

2. Α­ΠΟ ΤΑ ΜΙ­ΚΡΑ ΣΤΑ ΜΕ­ΓΑ­ΛΑ

Τό με­γα­λύ­τε­ρο κίν­δυ­νο μᾶς τόν λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάν­νης ὁ Δαμασκηνός: «οἱ τῶν μικρῶν ὑπερορῶντες πα­θῶν καί ἁμαρτημάτων, τά μείζοντα ἐπεισάγουσι». Ὅ­ταν ἀ­μνη­στεύ­ου­με καί πε­ρι­φρο­νοῦ­με με­ρι­κές ἐν­το­λές τοῦ Θε­οῦ, σι­γά σι­γά, χω­ρίς νά τό κα­τα­λα­βαί­νου­με θά ὁ­δη­γη­θοῦ­με σέ με­γά­λες ἀ­βα­ρί­ες καί πτώ­σεις. Δι­ό­τι ὅλες οἱ ἐντολές τοῦ Θε­οῦ ἔ­χουν μί­α ἀλ­λη­λο­ε­ξάρ­τη­ση. Ὅ­ταν πα­ρα­βαί­νει κα­νείς μί­α, μα­θαί­νει νά φι­μώ­νει τήν συ­νεί­δη­σή του, νά κλεί­νει τ’­αὐ­τιά του στήν φω­νή τοῦ Θε­οῦ. Πα­ράλ­λη­λα ὁ δι­ά­βο­λος πα­ρου­σιά­ζει ὅ­λες τίς ἁ­μαρ­τί­ες ὡς ἀ­σή­μαν­τες μέ­χρι νά τίς ἐ­πι­τε­λέ­σου­με. Στή συ­νέ­χεια ὅ­μως μᾶς ρί­χνει ἀ­πό τό κα­κό στό χει­ρό­τε­ρο.

Ἄς ἀ­να­φέ­ρου­με με­ρι­κά πα­ρα­δείγ­μα­τα. Λέ­νε πολ­λοί: Τά βα­σι­κά νά προ­σέ­χου­με· μή κυτ­τᾶ­με τίς λε­πτο­μέ­ρει­ες. Εἶ­ναι σπου­δαῖ­ο νά πῶ ἕ­να ψε­μα­τά­κι, ἕ­να λό­γο ἀ­πρε­πῆ; Νά κά­νω μιά μι­κρή πα­ρα­νο­μί­α στήν ἐρ­γα­σί­α μου; Νά μήν προ­σέ­ξω γιά λί­γο τά μά­τια μου στήν τη­λε­ό­ρα­ση; Νά μή τη­ρή­σω κά­τι μι­κρό πού μοῦ εἶ­πε ὁ πνευ­μα­τι­κός; Δέν εἶ­ναι ἁ­μαρ­τί­α ἕνα «τσιγαράκι», ἕνα «ποτηράκι», λίγο ξε­νύ­χτι. Καί σι­γά σι­γά ξε­θω­ριά­ζουν πνευ­μα­τι­κῶς, ὁ­δη­γοῦν­ται ἀ­πό τήν κο­σμι­κό­τη­τα στήν ἀ­πο­στα­σί­α. Διότι ὅπως μᾶς λέγει ὁ ἅ­γι­ος Ἐφραίμ ὁ Σύ­ρος, «μικρά ἀμέλεια τίκτει μεγάλην ἁμαρτίαν». Τά μι­κρά σφάλ­μα­τα εἶ­ναι ἡ ρί­ζα τῶν με­γά­λων. Ὅ­σοι δι­έ­πρα­­ξαν με­γά­λα καί φο­βε­ρά ἐγ­κλή­μα­τα κά­πο­τε ξε­κί­νη­σαν ἀ­πό μι­κρά πα­ρα­στρα­τή­μα­τα.

Μά­λι­στα συμ­βαί­νει συ­χνά στις μέ­ρες μας καί κά­ποι­οι χρι­στια­νοί νά πα­ρα­κι­νοῦν καί νά πεί­θουν τούς ἄλ­λους νά ἀ­δι­α­φο­ρή­σουν γι­ά κά­ποι­ες ἐν­το­λές ἐ­πει­δή δῆ­θεν σή­με­ρα αὐ­τές δέν ἔ­χουν τό­ση ση­μα­σί­α, δέν μπο­ροῦν νά ἐ­φαρ­μο­σθοῦν. Ἤ ψά­χνουν νά βροῦν δι­και­ο­λο­γί­ες γιά νά κα­θη­συ­χά­σουν τήν συ­νεί­δη­σί τους. Ἔ­τσι κά­νουν ὅ­λοι σή­με­ρα, λέ­νε. Ἤ πο­λύ χει­ρό­τε­ρα ἄλ­λοι πε­ρι­φρο­νοῦν κά­ποι­ες ἐν­το­λές τοῦ Θε­οῦ μέ τό κα­κό πα­ρά­δειγ­μά τους. Ὅ­ταν μά­λι­στα κα­τέ­χουν μί­α θέ­σι στήν κοι­νω­νί­α, ἐ­ξα­σκοῦν χει­ρό­τε­ρη ἐ­πί­δρα­σι.

*­**

Ἀ­δελ­φοί, τό ὅ­τι ἡ κοι­νω­νί­α μας σή­με­ρα πα­ρα­παί­ει, ὀ­φεί­λε­ται στό ὅ­τι σι­γά σι­γά οἱ ἐ­χθροί τῆς πί­στε­ως κα­τά­φε­ραν νά ἀμ­βλύ­νουν λί­γο λί­γο τίς συ­νει­δή­σεις καί τά ἠ­θι­κά αἰ­σθη­τή­ρια τῆς κοι­νω­νί­ας μας. Καί βλέ­πει κα­νείς στήν πα­τρί­δα μας πό­σο ἔ­χει ἀλ­λά­ξει τό­σο ρα­γδαῖ­α σέ δι­ά­στη­μα λί­γων δε­κα­ε­τι­ῶν ἡ νο­ο­τρο­πί­α καί ἡ ζω­ή τῶν πολ­λῶν ἔ­πει­τα ἀ­πό στα­δια­κούς ἀ­πό μι­κρούς καί ἀ­δι­ό­ρα­τους συμ­βι­βα­σμούς. Στῶ­μεν κα­λῶς, στῶ­μεν με­τά φό­βου. Ἄς μᾶς ποῦν φα­να­τι­κούς. Καμ­μί­α ὑ­πο­χώ­ρη­σι στίς ἐν­το­λές τοῦ Χρι­στοῦ καί στίς ἀλήθειες τῆς πί­στε­ως. Στό δόγμα καί τό ἦθος ἐκπτώσεις δέν γίνο­ν­ται.

Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”