1.

Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΩΝ ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΩΝ

Από τον δάσκαλο Κων.νο Οικονόμου.

Τό ευαγγελικό ανάγνωσμα πού διαβάστηκε σήμερα στήν θεία Λειτουργία, αναφέρθηκε στό θαύμα πού έκανε ο Χριστός στήν χώρα τών Γεργεσηνών, όταν θεράπευσε δύο δαιμονισμένους. Θά επιμείνουμε σέ δύο σημεία πού πρέπει ιδιαιτέρως νά προσέξουμε.

Τό πρώτον είναι αυτό πού έχει σχέση μέ τόν δαίμονα. Μέ τήν λέξη αυτή δηλώνεται ο διάβολος, ο οποίος είναι ιδιαίτερο πρόσωπο καί προηγουμένως ήταν άγγελος, αλλά μέ τήν υπερηφάνειά του έγινε άγγελος τής κακίας, διάβολος πού διαβάλλει συνεχώς τόν Θεό στούς ανθρώπους καί τούς ανθρώπους στόν Θεό.

Στήν περικοπή πού ακούσαμε σήμερα γράφεται ότι πολλοί δαίμονες εισήλθαν μέσα στό σώμα δύο δυστυχισμένων ανθρώπων καί ομιλούσαν μέσα από αυτούς. Έτσι, έχουμε μιά συνάντηση τού Χριστού μέ τούς δαίμονες. Δέν υπάρχει καμμιά σχέση μεταξύ αυτών, όπως τό είπαν οι ίδιοι: «Τί ημίν καί σοί, Ιησού Υιέ τού Θεού;» (Ματθ. η’, 29). Μάλιστα, υπάρχει τεράστια διαφορά. Ο Χριστός είναι αγάπη, ενώ οι δαίμονες διακατέχονται από μίσος πρός τούς ανθρώπους καί τήν κτίση. Ο Χριστός είναι η αλήθεια, ενώ οι δαίμονες είναι πνεύματα τής πλάνης. Ο Χριστός ευεργετεί τούς ανθρώπους, ενώ οι δαίμονες τούς κακοποιούν.

υπάρχουν καί οι δαιμονισμένοι άνθρωποι, εκείνοι πού τούς αφήνουν νά εισέρχονται μέσα στήν ψυχή καί τό σώμα τους. Στήν συγκεκριμένη περίπτωση, δηλαδή στήν σημερινή ευαγγελική περικοπή, φαίνεται ότι οι δαίμονες είχαν εισέλθει καί μέσα στόν εγκέφαλο τών ανθρώπων εκείνων, σκέπτονταν καί ομιλούσαν αντί εκείνων. Είναι φοβερό νά βλέπη κανείς ένα τέτοιο θέαμα. Ο άνθρωπος, τό ωραιότερο δημιούργημα τού Θεού, νά γίνεται δούλος τών δαιμόνων, υποχείριο σκοτεινών πνευμάτων, έρμαιο τών παθών! Η είσοδος τών δαιμόνων μέσα στόν άνθρωπο γίνεται μέ τούς λογισμούς, οι οποίοι μετατρέπονται σέ επιθυμίες καί καταλήγουν σέ αμαρτίες καί πάθη. Τά πάθη είναι οι κακοήθεις πνευματικοί όγκοι στόν ψυχικό οργανισμό. Μέ τίς αμαρτίες καί τά πάθη ο διάβολος αποκτά κυριαρχία πάνω στόν άνθρωπο, καταργεί τήν πνευματική ελευθερία του καί τόν απομακρύνει από τόν Θεό. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης θά γράψη ότι κάθε ένας πού αμαρτάνει είναι από τόν διάβολο, είναι παιδί τού διαβόλου.

Μετά τη θαυματουργική θεραπεία των δαιμονισμένων, έχουμε την περίεργη αντίδραση των κατοίκων της πόλης: Παρά την τόσο συγκλονιστική αποκάλυψη της θεότητας του Ιησού, παρά το θαύμα της θεραπείας των δύο δαιμονισμένων, ο λαός της πόλης αντί να δεχτεί τον Χριστό, όπως άλλοτε οι Σαμαρείτες, Του ζητάνε να εγκαταλείψει τα όρια της πόλης τους. Αντί να Του ζητήσουν να τους βοηθήσει θεραπεύοντας τους ασθενείς, όπως συνέβαινε σε κάθε τόπο από τον οποίο περνούσε, Του ζητάνε να φύγει χωρίς χρονοτριβή. Η στάση τους αυτή δεν μπορεί να ερμηνευτεί, παρά ως γεγονός πνευματικής τύφλωσης και αναλγησίας. Παρόλο που έχουν μπροστά τους το θαύμα, αδυνατούν να πιστέψουν στον Χριστό. Φαίνεται πως πιο πολύ τους ενόχλησε ο χαμός των χοίρων, των οποίον σημειωτέον η εκτροφή απαγορευόταν από το Μωσαϊκό νόμο, αντί να τους συνετίσει και να τους οδηγήσει σε μετάνοια. Με τον τρόπο που συμπεριφέρονται αποδεικνύουν ότι μπορεί να μην διακατέχονται από δαιμόνια, αλλά είναι συντεταγμένοι με τα έργα του σκότους, είναι συμβιβασμένοι με την αμαρτία και την ανομία, και δεν επιθυμούν την πνευματική τους θεραπεία, ούτε να αλλάξουν τρόπο ζωής. Διότι, αν δέχονταν τον Χριστό στην πόλη τους, αν Τον δέχονταν στην καρδιά τους, έπρεπε να μετανοήσουν και να ακολουθήσουν την διδασκαλία του Ευαγγελίου.

Μη μας ξενίζει όμως το παράδειγμα των Γαδαρηνών. Ακούμε συχνά γύρω μας ανθρώπους να λένε, “αν δεν δω ένα θαύμα, δεν πιστεύω”, οι οποίοι στην ουσία αναζητούν άλλοθι για την δική τους απιστία έναντι του Θεού. Παρόλο που το θαύμα προϋποθέτει την πίστη, όπως βλέπουμε σε όλα όσα έκανε ο Χριστός, υπάρχουν ωστόσο περιπτώσεις θαυμάτων, σαν το σημερινό, που προσφέρονται για εκείνους που θέλουν να ενισχύσουν την πίστη τους. Κι όμως, ακόμα κι αν συμβεί στους ίδιους, στην πραγματικότητα δεν είναι διατεθειμένοι να πιστέψουν, γιατί δεν είναι διατεθειμένοι να αλλάξουν τρόπο ζωής. Και για τον λόγο αυτό, επειδή δεν μπορούν πλέον να δικαιολογηθούν, αρνούνται τον ίδιο το Χριστό και Τον εξορίζουν εντελώς από τη ζωή τους.

Αλλά και στη δική μας, χριστιανική καθημερινότητα, συχνά δημιουργούμε στεγανά, είτε στον “προσωπικό” είτε στον εργασιακό μας χώρο, από τα οποία θεωρούμε ότι μπορούμε να περιορίσουμε τον Χριστό και να συμπεριφερθούμε όπως οι άλλοι των ανθρώπων. Αυτός είναι και ένας από τους μεγαλύτερους πειρασμούς της εποχής μας, το να θεωρούμε δηλαδή ότι τα θρησκευτικά μας καθήκοντα αρχίζουν και τελειώνουν μέσα στο Ναό, είτε τις στιγμές που μόνοι μας προσευχόμαστε. Και όλες τις άλλες ώρες, σαν τους Γαδαρηνούς, επιδιδόμαστε σε ασχολίες από τις οποίες απουσιάζει το πνεύμα του Θεού.

Ας προσέξουμε, λοιπόν, τους εαυτούς μας, ενώ μέσα στο Ναό δοξολογούμε τον Θεό, βγαίνοντας από εδώ να μη γίνουμε σαν τους αφιλόξενους και αντίθεους ανθρώπους της σημερινής περικοπής.

2.

Ἡ ἐλευθερία ἀπὸ τὴ δύναμη τοῦ κακοῦ.

Καραβιδόπουλος Ἰωάννης (Καθηγητής Πανεπιστημίου)

Κεντρικὸς στόχος τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς ποὺ διαβάζεται τὴν Ε’ Κυριακὴ Ματθαίου εἶναι ἡ ἀνάδειξη τῆς μεσσιανικῆς δυνάμεως τοῦ Ἰησοῦ. Μὲ τὴ δράση τοῦ Ἰησοῦ μέσα στὸν κόσμο, μὲ τὴ σταύρωση καὶ τὴν ἀνάστασή του καὶ ἐν συνέχειᾳ μὲ τὴν ἵδρυση τῆς Ἐκκλησίας καταργεῖται τὸ καταστροφικὸ ἔργο τῶν δαιμόνων, ἐλευθερώνεται ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν κυριαρχία τους καὶ ἀρχίζει μία νέα ἐποχὴ γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα.

Δείγματα τῆς νέας αὐτῆς ἐποχῆς εἶναι καὶ οἱ θεραπεῖες δαιμονιζομένων, ἀνθρώπων δηλ. ποὺ ἔπασχαν ἀπὸ κάποιο ψυχικὸ νόσημα ὀφειλόμενο στὴν ἐπήρεια δαίμονος.

Περιγράφοντας τοὺς δύο ἀσθενεῖς τῆς διηγήσεώς μας μὲ σύγχρονους ὅρους καὶ βοηθούμενοι ἀπὸ τὶς παράλληλες διηγήσεις τοῦ ἴδιου γεγονότος ἀπὸ τοὺς ἄλλους εὐαγγελιστὲς —οἱ ὁποῖοι ὁμιλοῦν περὶ θεραπείας ἑνὸς δαιμονιζομένου (Μάρκ. 5, 1-20 καὶ Λουκ. 3, 26-39)— μποροῦμε νὰ ἐπισημάνουμε τὰ ἑξῆς χαρακτηριστικά τους:

α) Ἦταν κοινωνικὰ ἀπροσάρμοστοι, ἐφόσον ἔμεναν στὰ μνήματα, θεωρούμενοι ὡς ἐπικίνδυνοι («χαλεποὶ λίαν»,

β) Κατέχονταν ἀπὸ τὴ μανία τῆς ἐπιθετικότητος — «ὥστε μὴ ἰσχύειν τινα παρελθεῖν διὰ τῆς ὁδοῦ ἐκείνης»,

γ) Εἶχαν ἐσωτερικὴ διάσπαση τῆς προσωπικότητος — «λεγεὼν ὄνομά μοι, ὅτι πολλοὶ ἐσμεν».

δ) κυριαρχοῦνταν ἀπὸ τὴν τάση τῆς αὐτοκαταστροφῆς — «κατακόπτων ἑαυτὸν λίθοις».

Εἶναι πράγματι ἄθλια ἡ εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου τοῦ ὑποταγμένου στὴ δύναμη τοῦ σατανᾶ. Γιατί ἡ παρουσία αὐτοῦ σημαίνει τὴν ἀπώλεια καὶ τὴν καταστροφὴ τῶν πάντων, ἀπὸ τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου μέχρι τῶν ζώων, στὰ ὁποῖα μόλις μπῆκαν οἱ δαίμονες, κατὰ τὴ διήγησή μας, σκόρπισαν τὸν ὄλεθρο, γιὰ νὰ φανεῖ ἔτσι ἄλλη μία φορὰ πὼς ὁ σατανᾶς σκορπᾶ τὴν καταστροφὴ ἀπ’ ὅπου περάσει.

Κι ἡ ἐποχή μας, μολονότι δὲν συμμερίζεται τὴν ἀντίληψη τῶν χρόνων τῆς Κ. Διαθήκης γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ἀσθένεια ὡς ὀφειλόμενη στὴν ἐπήρεια τῶν δαιμόνων, ἔχει νὰ παρουσιάσει τόση ποικιλία περιπτώσεων κυριαρχίας τοῦ δαιμονικοῦ στοιχείου στὴ ζωὴ τῶν ἀτόμων καὶ τῶν κοινωνιῶν, ὥστε νὰ μὴ μπορεῖ νὰ ἀμφιβάλει κανεὶς γιὰ τὴ βοώσα παρουσία καὶ φθοροποιὸ δράση του. Κι ὅποιος ἀμφιβάλλει, ἂς θυμηθεῖ τὸν πετυχημένο στίχο τοῦ γάλλου ποιητῆ Baudelaire ὅτι «ἡ πιὸ ἔξυπνη πονηριὰ τοῦ διαβόλου εἶναι νὰ μᾶς πείθει ὅτι δὲν ὑπάρχει». Βέβαια, ὅποιος ἀναζητᾶ τὸ σατανᾶ στὶς ἀνθρωπομορφικὲς ἢ μᾶλλον τερατόμορφες παραστάσεις προηγουμένων ἐποχῶν, δὲν θὰ τὸν βρεῖ πουθενὰ καὶ θὰ πλανᾶται μὲ τὴν ἐντύπωση πὼς δὲν ὑπάρχει, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα τὸ κακὸ ἔχει τόσες φθοροποιὲς καὶ ὀλέθριες ἐκδηλώσεις μέσα στὴ ζωή, ποὺ ἀποτελεῖ μόνιμη παγίδα καὶ μάλιστα γιὰ τὸν πιὸ ἀνύποπτο καὶ ἀπροειδοποίητο ἄνθρωπο.

Ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ μέσα στὸν κόσμο διὰ τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ κηρύγματος τοῦ εὐαγγελίου σημαίνει τὴ νίκη τῆς καλωσύνης ἐπὶ τῆς κακίας, τῆς ἀγάπης ἐπὶ τοῦ μίσους, τῆς ζωῆς ἐπὶ τοῦ θανάτου. Ὅταν οἱ χριστιανοὶ συγκεντρώνονται στὴν Ἐκκλησία, λέγει ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος, γιὰ νὰ μετάσχουν στὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, συντρίβονται οἱ δαιμονικὲς δυνάμεις —πράγμα τὸ ὁποῖο σημαίνει ὅτι ἡ κοινωνία τῆς ἀγάπης ἐξασφαλίζει στὸν ἄνθρωπο τὸν καθαρὸ ἀέρα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ μακριὰ ἀπὸ κάθε δαιμονικὴ ἐπιρροή. Ἴσως στὴ φράση τῶν δαιμόνων πρὸς τὸν Ἰησοῦ, ποὺ διασώζει ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος στὴ διήγησή μας, «τί ἡμῖν καὶ σοί, Ἰησοῦ υἱὲ τοῦ Θεοῦ; ἦλθες ὧδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς;» καὶ ἰδίως στὸ «πρὸ καιροῦ» τῆς φράσεως αὐτῆς πρέπει νὰ ἀναγνωρίσουμε τὴ συντριβὴ τοῦ κακοῦ ἤδη πρὸ τοῦ τέλους τῆς ἱστορίας μέσα στὴν Ἐκκλησία.

Κι ἕνα ἀκόμη σημεῖο ἀπὸ τὸ τέλος τῆς διηγήσεως πρέπει νὰ προσελκύσει τὴν προσοχή μας. εἶναι ἡ πληροφορία ὅτι οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς ἦλθαν νὰ συναντήσουν τὸν Ἰησοῦ, γιὰ νὰ τὸν παρακαλέσουν νὰ ἐγκαταλείψει τὸ ἔδαφός τους. Ὁ φόβος μπροστὰ στὴ δύναμη τοῦ Ἰησοῦ δὲν τοὺς ὁδηγεῖ στὴν ἀναγνώριση τῆς μεσσιανικῆς ἐξουσίας του καὶ στὴ δοξολογία τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ στὴν ἀρνητικὴ τοποθέτηση ἀπέναντί του. Μὴ μπορώντας νὰ ἐκτιμήσουν τὴν προσφορὰ τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὴν ἐπιτελεσθεῖσα θεραπεία τῶν ἀσθενῶν καὶ φοβούμενοι μήπως ὑποστοῦν καὶ ἄλλες ὑλικὲς ζημίες, ὅπως ἡ καταστροφὴ τῆς ἀγέλης τῶν χοίρων, ζητοῦν τὴν ἀπομάκρυνση τοῦ Ἰησοῦ.

Τὸ ὑλικὸ συμφέρον τυφλώνει πολλὲς φορὲς τὸν ἄνθρωπο καὶ δὲν τοῦ ἐπιτρέπει νὰ δεῖ καθαρότερα τὸ πνευματικό του συμφέρον, τὸν κάνει νὰ προτιμᾶ τὴν ὑποδούλωση στὴ δαιμονικὴ δύναμη παρὰ τὴν ἐλευθερία ποὺ προσφέρει ὁ Θεός.

Τὸ μήνυμα τῆς περικοπῆς εἶναι ἕνα μήνυμα ἐλευθερίας ἀπὸ τὴ δαιμονικὴ κυριαρχία. Ἐὰν τὸ οἰκονομικὸ συμφέρον, ἡ κοινωνικὴ συμβατικότητα ἢ ἄλλοι παράγοντες ἐμποδίζουν τὸν ἄνθρωπο νὰ δεχθεῖ τὴ θεία δωρεά, τότε παραμένει αἰχμάλωτος τῶν φθοροποιῶν δυνάμεων, ἔχοντας τὴν ψευδαίσθηση ὅτι αὐτὲς εἶναι ἀνύπαρκτες, ἀφοῦ δὲν βρίσκει τὶς μορφὲς τους ὅπως τὶς συνέλαβαν ἄλλες προηγούμενες ἐποχές, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα αὐτὲς τὸν καταδυναστεύουν.

3.

 Ἡ θεραπεία τῶν Γεργεσηνῶν.

Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))

Στό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Πόσο οἰκεία μᾶς εἶναι αὐτή ἡ ἱστορία. Κάθε φορὰ πού τή διαβάζουμε, ἀνακαλύπτουμε ξανά κάτι πού ἀγγίζει τήν καρδιά μας ἤ φωτίζει μέ ἕνα νέο φῶς τό νοῦ μας. Καί σήμερα θά ἤθελα νά στρέψω τήν προσοχή σας σέ τρία χαρακτηριστικά σημεῖα αὐτοῦ τοῦ κειμένου.

Τό πρῶτο εἶναι ἡ συμπεριφορά τοῦ δαιμόνων, τῶν δυνάμεων τοῦ κακοῦ, στά θύματά τους. Οἱ δυνάμεις τοῦ κακοῦ δέν ἔχουν ἄλλο σκοπό ἤ ἐπιθυμία ἀπό τό νά κυριέψουν ἕνα ζωντανό πλάσμα, νά τό κάμουν νά ὑποφέρει καί νά ἐκπληρώνει τό θέλημά τους. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μᾶς διδάσκουν ὅτι οἱ δαίμονες δέν δροῦν ἄμεσα στόν κόσμο· αὐτό πού μποροῦν νά κάνουν εἶναι νά σκλαβώνουν τά ἀνθρώπινα ὄντα καί νά τά χρησιμοποιοῦν γιά νά κάμουν τό κακό. Ἔτσι σ’ αὐτό ἀποσκοποῦσαν αὐτές οἱ δυνάμεις τοῦ κακοῦ: νά σκλαβώσουν αὐτούς τούς ἄνδρες καί νά τούς κάνουν ὄργανο καταστροφῆς καί συνάμα νά ὑποφέρουν.

Ὅταν ὁ Χριστός τούς διέταξε νά ἀφήσουν τά θύματά τους ἔκραξαν μέ φωνή μεγάλη, ζητώντας ἕνα μέρος νά καταφύγουν, ἕνα μέρος ὅπου θά μποροῦσαν νά διαμείνουν καί νά κάμουν τό καταστροφικό τους ἔργο. Καί ὁ Κύριος τοὺς ἐπέτρεψε νά πᾶνε στούς χοίρους. Οἱ χοῖροι, γιά τούς Ἑβραίους, συμβόλιζαν τήν ἀκαθαρσία· τό αἴτημά τους νά κατοικήσουν ἐκεῖ ἦταν ἕνα σημεῖο προφανές γιά τόν καθένα πού μποροῦσε νά καταλάβει – καί κάθε Ἑβραῖος καταλάβαινε – ὅτι ἦταν τόσο ἀκάθαρτοι ὅσο τά πιό βρώμικα ἀπό τά ζῶα. Ἀλλά αὐτό πού ἀκολούθησε μετά, ἦταν μία ἀπόδειξη γιά τούς ἀνθρώπους τοῦ τί συμβαίνει ὅταν ἐπιτρέπουμε στόν ἑαυτό μας νά καταληφθεῖ ἀπό τό κακό, ὅταν ἐπιτρέπουμε στά πάθη νά ἀποκτήσουν ἰσχύ ἐπάνω μας- στό μίσος, στή λαγνεία, στή ζήλεια, καί σ’ ὅλα τά πάθη τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος. Ὑπό τήν ἐξουσία τῶν παθῶν, εἴμαστε καταδικασμένοι νά καταστραφοῦμε, ὅπως αὐτό τό κοπάδι πού ὁδηγήθηκε στό χαμό.

Θά πρέπει αὐτό νά τό θυμόμαστε, ἐπειδή δέν συνειδητοποιοῦμε πάντα πόσο πολύ εἴμαστε ἀγκιστρωμένοι στήν δύναμη αὐτῶν τῶν πραγμάτων πού κυβερνοῦν τήν ζωή μας: συμπάθειες, ἀντιπάθειες, μίση, μνησικακίες. Δέν εἴμαστε μοναχά ὑπό τό κράτος τῶν παθῶν αὐτῶν, ἀλλά δουλεύουμε στό κακό ὄντας ὑποταγμένοι στήν δύναμή του. Καί ἡ προειδοποίηση εἶναι ξεκάθαρη : ἐάν μόνο ἐπιτρέψουμε στό κακό νά κυριαρχήσει στή ζωή μας, αὐτό θά σημάνει τὸν θάνατο· ὄχι ἕναν φυσικό θάνατο, ἀλλά μιὰ ὁλοκληρωτική, τραγική ἀλλοτρίωση ἀπ’ ὅ,τι σημαίνει ἡ ζωή: ἀπό τόν Θεό, ἀπό τήν ἀγάπη, ἀπό τήν ὀμορφιά, ἀπό κάθε νόημα ζωῆς. Δέν μποροῦμε νά πάψουμε νά ὑπάρχουμε, ἀλλά ζοῦμε μέσα ἀπό μία ὕπαρξη χωρίς ζωή, χωρίς περιεχόμενο – ἕνα ἀδειανό κοχύλι, καί ἀκόμη ἕνα μαρτύριο.

Σέ ἀντίθεση μέ αὐτό, βλέπουμε τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, νά ἐνδύεται τήν ἀνθρώπινη σάρκα. Αὐτός εἶναι ὁ Δημιουργός, αὐτός εἶναι ὁ Κύριος, ὁ Σωτήρας ὅλου τοῦ κόσμου, ἔχει ξεχάσει τά πάντα, ὅλη τήν κτήση, γιά νά δώσει προσοχή μόνο σ’ αὐτούς τούς δύο ἄνδρες πού ἔχουν ἀνάγκη νά σωθοῦν, πράγματι εἶναι διατεθειμένος ν’ ἀφήσει ἐνενήντα ἐννέα δίκαιους, ἐνάρετους ἀνθρώπους πού δέν Τόν χρειάζονται ἐκείνη τήν στιγμή, γιά νά δώσει ὅλη τήν προσοχή, τήν ζωή Του, ὅλη Του τήν δύναμη, προκειμένου νά σώσει αὐτούς τούς δύο ἀνθρώπους. Μπορεῖ νά δεῖ, μπροστά στίς ἀνάγκες ὅλου τοῦ κόσμου, κάθε προσωπική ἀνάγκη καί νά ἀνταποκριθεῖ μέ ὅλη τήν ἀγάπη Του, μέ συμπόνια, μέ ὅλη τήν κατανόηση καί μέ τήν Θεική Τοῦ δύναμη πού σώζει καί θεραπεύει.

Ὑπάρχει μία τρίτη ὁμάδα ἀνθρώπων πού βλέπουμε νά ἐνεργοῦν σ’ αὐτήν τήν ἱστορία· εἶναι οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς. Γνώριζαν τήν ἀπελπιστική κατάσταση αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων· τούς εἶπαν τί ἔκαμε σ’ αὐτούς ὁ Κύριος, τούς εἶπαν ποιός ἦταν ὁ ἀφέντης τους, ὁ βασανιστής τους· δέν θά ὄφειλαν νά ἔρθουν νά δοξάσουν τόν Κύριο καί νά Τόν εὐχαριστήσουν ποὺ λύτρωσε τούς δύο ἄνδρες ἀπό τήν ἐξουσία τοῦ κακοῦ; ΟΧΙ! Αὐτό πού εἶδαν στήν πράξη τοῦ Χριστοῦ, ἦταν ὅτι στερήθηκαν τό κοπάδι τῶν χοίρων. Τί σήμαινε γι’ αὐτούς ἡ ζωή, ἡ ὑγεία, ἡ σωτηρία αὐτῶν τῶν δύο ἀνθρώπων; Στεροῦνταν ὅ,τι τούς ἦταν σημαντικό, περισσότερο ἀπό τήν ἀνθρώπινη ζωή, καί ζήτησαν ἀπό τόν Κύριο νά φύγει ἀπό τά σύνορά τους, ἐπειδή δέν ἤθελαν νά ριψοκινδυνέψουν ἄλλο ἕνα θαῦμα πού θά τούς στοίχιζε. Τί τραγική – ὄχι τερατώδης, ἀλλά τραγική ἀντίθεση ἀνάμεσα στήν στάση τοῦ Θεοῦ καί τήν στάση αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων.

Ἄς σκεφθοῦμε καί ἄς ρωτήσουμε τούς ἑαυτούς μας, ποῦ βρισκόμαστε ; Φυσικά τό πρῶτο πράγμα πού θά ποῦμε, «ὅτι εἴμαστε μέ τό μέρος τοῦ Θεοῦ» – δέν εἶναι ἀλήθεια. Ὅταν ὑπάρχει μία τραγική ἀνάγκη καί ἡ ἀξία τῆς βοήθειας δέν θά εἶναι ἴσως γιά μᾶς μιὰ καταστροφή, ἀλλά πόνος ἤ ἀπώλεια, τί θά διαλέγαμε; Ἄς προβληματιστοῦμε σχετικά μέ αὐτό: εἴμαστε στ’ ἀλήθεια μέ τό μέρος τοῦ Χριστοῦ πού μπορεῖ νά συγχωρέσει ὅλο τόν κόσμο, ἐξαιτίας τῆς συμπόνιας πού διαπερνᾶ τήν καρδιά Του, ἤ – ἐπιτρέπουμε στήν καρδιά μας νά συγκινηθεῖ γιά μιὰ στιγμή καί τότε ὑπολογίζοντας ξανά τό τίμημα, νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τήν ἀνάγκη;

Ἄς συλλογιστοῦμε· ἐπειδή κάθε μία ἀπό αὐτές τίς ἱστορίες, κάθε παραβολή, κάθε εἰκόνα, κάθε ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι γιά μᾶς μία πρόκληση: Ποῦ βρίσκεσαι; Ποιός εἶσαι; Ὁ δαιμονισμένος τῆς παραβολῆς· σέ τί βαθμό; Ἕνας ὀπαδός τοῦ Χριστοῦ ἕτοιμος νά λησμονήσει τά πάντα γιά μιὰ ἀπελπιστική ἀνάγκη; Ἤ ἴσως ἕνας ἀπό ἐκείνους πού λένε στόν Χριστό: Φύγε, φύγε μακρυά – Διαταράσσεις τήν εἰρήνη μας, τήν ἁρμονία τῆς ζωῆς μας καί τήν ἀσφάλειά μας;

Ἄς ἀναλογιστοῦμε σέ βάθος· ὄχι μόνο νά σκεφτοῦμε, ἄς πάρουμε τίς ἀποφάσεις μας καί ἄς ἐνεργήσουμε. Ἀμήν.

4.

Ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὶς δαιμονικὲς δυνάμεις.

Καραγιάννης Νικάνωρ (Ἀρχιμανδρίτης)

Τὴ θριαμβευτικὴ νίκη καὶ τὴν ἀδιαμφισβήτητη κυριαρχία τοῦ Θεοῦ πάνω στὶς ἀντίθετες δυνάμεις παρουσιάζει ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ μέσα ἀπὸ τὸ θαῦμα τοῦ Χριστοῦ στοὺς δαιμονισμένους τῶν Γεργεσηνῶν. Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ ἀναδεικνύει τὴ λυτρωτικὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἐλευθερώνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὶς δαιμονικὲς δυνάμεις, οἱ ὁποῖες τὸν βασανίζουν, τὸν ταλαιπωροῦν καὶ τὸν καταδυναστεύουν.

Ὁ Χριστὸς καὶ οἱ δαιμονισμένοι

Ἡ κατάσταση τῶν δαιμονισμένων ἦταν φρικτὴ καὶ ἐξαιρετικὰ τραγική. Ἐμφανίζονται κοινωνικὰ ἀπροσάρμοστοι, ἐφόσον ἔμεναν στὰ μνήματα, θεωρούμενοι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους «χαλεποὶ λίαν», δηλαδὴ πολὺ ἐπικίνδυνοι. Καὶ αὐτό, γιατί κατέχονταν ἀπὸ τὴ μανία τῆς ἐπιθετικότητας, «ὥστε μὴ ἰσχύειν τινα παρελθεῖν διὰ τῆς ὁδοῦ ἐκείνης», τόσο ποὺ κανένας δὲν τολμοῦσε νὰ περάσει ἀπὸ τὸν δρόμο ἐκεῖνο. Οἱ ἄλλοι Εὐαγγελιστὲς συμπληρώνουν στὶς παράλληλες διηγήσεις τους γιὰ τὸ ἴδιο γεγονὸς καὶ ἄλλα χαρακτηριστικὰ τῶν δυστυχισμένων αὐτῶν ἀνθρώπων. Μᾶς λένε, λοιπόν, ὅτι εἶχαν ἐσωτερικὴ διάσπαση τῆς προσωπικότητάς τους: «λεγεὼν ὄνομά μοι, ὅτι πολλοὶ ἐσμεν», τὸ ὄνομά μου εἶναι λεγεών, γιατί εἴμαστε πολλοὶ (Μκ. 5,9). Πράγματι, οἱ δαιμονικὲς δυνάμεις διαιροῦν καὶ διασποῦν τὸν ἄνθρωπο. Τὸν ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ κομματιάζουν τὴν ὕπαρξή του. Ὁ ἄνθρωπος γίνεται μάζα ποὺ κυριαρχεῖται ἀπὸ ἀνεξέλεγκτες δυνάμεις. Ἀλλὰ καὶ ἡ τάση τῆς αὐτοκαταστροφῆς ἀποτελεῖ ἕνα ἀκόμη σύμπτωμα τῶν δαιμονισμένων: «κατακόπτων ἑαυτὸν λίθοις», κατακοβόταν μὲ πέτρες (στ. 5). Αὐτὸ σημαίνει ὅτι καθετὶ ποὺ ὑποτάσσεται στὴ δαιμονικὴ δύναμη διαλύεται καὶ καταστρέφεται, ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο μέχρι καὶ τὰ ζῶα στὰ ὁποῖα, μόλις μπῆκαν οἱ δαίμονες σκόρπισαν τὸν ὄλεθρο.

Ὁ Χριστὸς ἦρθε, βέβαια, στὸν κόσμο, γιὰ νὰ λύσει τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου. Θὰ μποροῦσε νὰ τονισθεῖ ὅτι ἡ δαιμονοπληξία καὶ οἱ ψυχικὲς ἀσθένειες συνδέονται πιὸ καθαρὰ μὲ τὸ γεγονὸς τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς παρουσίας τοῦ κακοῦ στὸν κόσμο. Κάποιες φορὲς ὅλα αὐτὰ παρουσιάζονται σὰν μιὰ προσωπικὴ ἐχθρικὴ δύναμη πάνω στὸν ἄνθρωπο, ποὺ δηλητηριάζει τὴ ζωή του καὶ δημιουργεῖ μιὰ μορφὴ κυριαρχίας ἐπάνω του. Σὲ μιὰ τέτοια ἀνθρώπινη συμφορὰ καὶ ἀπόγνωση φαίνεται καθαρὰ ἡ κυριαρχία καὶ ἡ καταδυνάστευση τοῦ διαβόλου.

Σύγχρονες μορφὲς δαιμονισμοῦ

Ἀπὸ τὸν ὀρθολογιστὴ ἄνθρωπο τῶν καιρῶν μας τίθεται ἕνα ἐρώτημα ποὺ προκαλεῖ τὴ χριστιανική μας συνείδηση. Εἶναι δυνατὸν στὴν ἐποχὴ τῆς καταπληκτικῆς προόδου καὶ ἀνάπτυξης, τῶν πρωτοφανῶν τεχνολογικῶν ἐπιτευγμάτων καὶ ἐπιστημονικῶν ἁλμάτων νὰ μιλᾶμε ἀκόμη γιὰ δαίμονες καὶ δαιμονισμένους; Ὁ θετικιστὴς ἄνθρωπος δὲν συμμερίζεται πλέον τὶς ἀντιλήψεις ἄλλων ἐποχῶν, ποὺ θεωροῦσαν τὴν ἀρρώστια ἐπήρεια τῶν πονηρῶν πνευμάτων. Ἀλλὰ ὅποιος ἀμφισβητεῖ τὴν ὕπαρξη τοῦ διαβόλου καὶ τὴν ἀρνητικὴ καὶ φθοροποιὸ ἐπίδρασή του στὴ ζωή μας, ἂς μὴν ξεχνᾶ τὸν στίχο τοῦ ποιητῆ ποὺ λέει ὅτι «ἡ πιὸ πετυχημένη πονηριὰ τοῦ διαβόλου εἶναι νὰ μᾶς πείθει ὅτι δὲν ὑπάρχει». Σίγουρα, δὲν θὰ βροῦν τὸν διάβολο ὅσοι τὸν ψάχνουν ἀκόμη στὶς τερατόμορφες παραστάσεις ἄλλων ἐποχῶν, γιὰ νὰ τοὺς φοβίσει καὶ νὰ τοὺς τρομάξει.

Δυστυχῶς, ὅμως, αὐτὸς ὑπάρχει καὶ κρύβεται πάντοτε μέσα στὴ δύναμη τοῦ πολύμορφου κακοῦ ποὺ μᾶς βασανίζει καὶ μᾶς ταλαιπωρεῖ, ποὺ μᾶς τυραννᾶ καὶ μᾶς καταδυναστεύει. Ὁ ἀδιάφορος πνευματικὰ ἄνθρωπος, ἀνυποψίαστος στὴν παρουσία τοῦ διαβόλου καὶ εὐάλωτος στὴν πανουργία του, παρασύρεται. Ἐδῶ ἡ ποικιλία τῶν μορφῶν καὶ τῶν εἰδῶν, τῶν περιπτώσεων καὶ τῶν ἐκδηλώσεων τοῦ δαιμονικοῦ στοιχείου στὴ ζωὴ μας εἶναι κραυγαλέα. Ἡ οὐσία τοῦ δαιμονικοῦ στοιχείου εἶναι ἡ ἄρνηση τῆς ζωῆς, ἡ καταστροφὴ καὶ ὁ μηδενισμός της. Ὅ,τι ἐκμηδενίζει τὴ ζωὴ εἶναι ψέμα. Ἐδῶ ἀνήκει ὁ διάβολος, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀνθρωποκτόνος καὶ «ὅταν λαλῇ τὸ ψεῦδος, ἐκ τῶν ἰδίων λαλεῖ, ὅτι ψεύστης ἐστι καὶ ὁ πατὴρ αὐτοῦ», ὅταν λέει ψέματα ἐκφράζει τὸν ἑαυτό του, γιατί εἶναι ψεύτης καὶ πατέρας τοῦ ψεύδους (Ἰω. 8,44). Ἡ βία, τὸ μίσος, ἡ αὐτοκαταστροφή, τὸ παράλογο τῆς ζωῆς, ἡ σύγχρονη εἰδωλολατρία εἶναι μορφὲς δαιμονισμοῦ στὴ ζωή μας, γιὰ νὰ μὴν ἀναφερθοῦμε στὶς φανερὲς καὶ κραυγαλέες ἐκδηλώσεις τοῦ διαβόλου, πού, ἂν καὶ ἀλλάζουν μορφή, παραμένουν πάντα στὴν οὐσία ἴδιες, σατανολατρεία, μαγεία, μαντεία καὶ ἄλλα παρόμοια.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὅ,τι εἶναι ἡ ζωὴ καὶ προάγει τὴ ζωὴ εἶναι ἀλήθεια. Μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή. Δὲν φθάνει, ὅμως, μόνο νὰ ἀναγνωρίσουμε τὴ δύναμή Του (αὐτὸ τὸ ἔκαναν καὶ οἱ δαίμονες), ἀλλὰ νὰ αἰσθανθοῦμε τὴν ἀγάπη Του καὶ νὰ ἀνταποκριθοῦμε σὲ αὐτήν, γιὰ νὰ ζήσουμε καὶ νὰ σωθοῦμε. Ἀμήν.

5.

 Ἡ θεραπεία τῶν δύο δαιμονισμένων.

Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))

Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ Εὐαγγέλια, πρὶν ἀπὸ τὴν περικοπὴ ποὺ διαβάσαμε σήμερα γιὰ τὴν θεραπεία τῶν δύο δαιμονισμένων Γεργεσηνῶν, ὑπάρχει μιὰ μικρὴ ἱστορία γιὰ τὸν Χριστὸ ποὺ διασχίζει τὴν θάλασσα τῆς Γαλιλαίας μὲ τοὺς μαθητές Του. Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ τους, ξεσπάει μιὰ θύελλα. Καὶ σύμφωνα μὲ τὸ Εὐαγγέλιο ὁ Χριστὸς κοιμόταν ἥσυχα, μὲ τὸ κεφάλι Του ἀκουμπισμένο σὲ ἕνα προσκέφαλο. Καὶ οἱ Ἀπόστολοι φώναξαν, ὄχι ὅπως σὲ μιὰ προσευχή, ἀλλὰ μὲ ἀγανάκτηση: «Δὲν σὲ νοιάζει ποὺ χανόμαστε;» Ὁ Χριστὸς ξύπνησε, σηκώθηκε καὶ ἀφοῦ τοὺς κοίταξε λυπημένα, τοὺς εἶπε: «Ὦ, ὀλιγόπιστοι». Ἔπειτα στράφηκε πρὸς τὴν καταιγίδα καὶ τὴν διέταξε νὰ κοπάσει.

Αὐτὸ δὲν συμβαίνει συχνὰ καὶ σ’ ἐμᾶς; Νοιώθουμε ὅτι κινδυνεύουμε, ἔχουμε ἀνάγκες, στρεφόμαστε στὸν Θεό, ἀπαιτοῦμε τὴν προσοχή Του, θέλουμε τὰ πράγματα νὰ γίνουν ὅπως ἐμεῖς ἐπιλέγουμε – καὶ ἐπικρατεῖ σιωπή· ὁ Θεὸς φαίνεται νὰ κοιμᾶται. Καὶ ὑποπτευόμαστε ὅτι δὲν νοιάζεται, ὅτι εἶναι ὅπως ὁ Χριστὸς ποὺ κοιμᾶται εἰρηνικά, μὲ ἀκουμπισμένο τὸ κεφάλι σ’ ἕνα προσκέφαλο, ἐνῶ ἐμεῖς τὰ πλάσματά Του, κλαῖμε, θρηνοῦμε μέσα στήν ἀγωνία μας…

Ὑπάρχει κάτι ποὺ μποροῦμε νὰ μάθουμε ἀπὸ αὐτό; Ναί, δὲν βρισκόμαστε στὴ θάλασσα, σὲ μιὰ βάρκα, οὔτε ὑπάρχει φυσικὴ καταιγίδα· ὑπάρχουν καταιγίδες γύρω καὶ μέσα μας καὶ στρεφόμαστε στὸν Θεό, ἐπειδὴ θέλουμε νὰ λύσει τὸ πρόβλημά μας. Καὶ ὁ Χριστὸς εἶχε πεῖ καιρὸ πρὶν ὅτι ἄν ἔχετε πίστη ὅσο ὁ κόκκος ἑνὸς σιναπιοῦ, θὰ μπορούσατε νὰ μετακινήσετε βουνά… Εἶναι ὅτι δὲν ἔχουμε πίστη οὔτε σὰν τὸ κόκκο ἑνός σιναπιοῦ; Εἶναι ὅτι δὲν ἔχουμε πίστη καὶ συνεπῶς δὲν ἔχουμε οὔτε κουράγιο, οὔτε ἀντίληψη- οὔτε κουράγιο νὰ ἀντιμετωπίσουμε τὴν καταιγίδα καὶ ἀντίληψη γιὰ νὰ δοῦμε μέσα ἀπό αὐτὴν τὶς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ; Ναί, ὁ Κύριος εἶπε στὸν Προφήτη Ἡσαία: «Οἱ ἐνέργειές μου δὲν μοιάζουν μὲ τὶς δικές σου, ὅπως οἱ σκέψεις μου δὲν εἶναι ὅμοιες μὲ τὶς δικές σου! Οἱ ἐνέργειές μου εἶναι πιὸ σπουδαῖες ἀπὸ τὶς δικές σου, ὅπως εἶναι καὶ οἱ σκέψεις μου» Δὲν μάθαμε κάτι ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο, ἀπὸ τὴν ζωή μας μέσα σ’ αὐτὴν τὴν παράξενη κοινότητα ποὺ καλοῦμε Ἐκκλησία, ὅπου Θεὸς καὶ ἄνθρωπος στέκονται ὁ ἕνας δίπλα στὸν ἄλλον; Δὲν συνειδητοποιοῦμε ὅτι ὅταν στηριζόμαστε στὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ μποροῦμε νὰ βρεθοῦμε ἀντιμέτωποι μὲ τὴν καταιγίδα, ὅτι δὲν χρειαζόμαστε ἕνα θαῦμα, μοναχὰ τὴν πίστη μας; Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη εἰκόνα.

Καὶ μετὰ ἀκολουθεῖ μιὰ ἄλλη εἰκόνα ἀπὸ τὸ σημερινὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα. Ὁ Χριστὸς ἔρχεται στὸν τόπο ὅπου βρίσκονται οἱ δαιμονισμένοι· ἐκεῖ, δὲν μένει ἀδρανής, οὔτε παθητικὸς παρατηρητής, οὔτε εἶναι ἀπών: ἐνεργεῖ, θεραπεύει τοὺς δαιμονισμένους· καὶ τὶ συμβαίνει, ποιὰ εἶναι ἡ ἀνταπόκριση τῶν ἀνθρώπων σ’ αὐτὸ τὸ θαῦμα; Εἶναι τρομοκρατημένοι ἐπειδὴ ἔχουν δεῖ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ νὰ ἐκδηλώνεται μὲ τέτοιον τρόπο, ὥστε γεμίζουν μὲ φόβο, ὄχι μὲ δέος. Καὶ ζητοῦν ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ φύγει: Ἄφησε τὴν χώρα μας, φύγε μακρυά!… Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Χριστὸς ἔχει δράσει, ἔχει θεραπεύσει, ὅτι ἔχει σώσει τοὺς ἄνδρες, δὲν ἔχει καμία ἀξία· αὐτὸ ποὺ ἔχει σημασία εἶναι ὅτι πρέπει νὰ πληρώσουν τὸ τίμημα γι’ αὐτὸ τὸ θαῦμα μὲ τὴν ἀπώλεια τῶν χοίρων τους.

Δὲν πρόκειται γιὰ κάτι ποὺ συμβαίνει καὶ σ’ ἐμᾶς; Ζητᾶμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ ἔρθει στὴ ζωή μας· καὶ ξαφνικὰ ἀνακαλύπτουμε ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἔρχεται ὅπως ἐμεῖς Τὸν θέλουμε! Δὲν ἔρχεται στὴν ζωή μας ἁπλὰ γιὰ νὰ κανονίσει τὰ πράγματα σύμφωνα μὲ τὴ δική μας γνώμη· μεταβάλλει τὴν νεκρὴ τάξη τῆς ζωῆς μας σ’ ἕνα χάος ποὺ κυοφορεῖ ἐνδεχόμενες καταστάσεις – ἀλλὰ αὐτὸ δὲν τὸ θέλουμε! Θέλουμε ὅ,τι εἴχαμε πρίν: μιὰ ταχτοποιημένη ζωή, χωρὶς προβλήματα, χωρίς να συμβαίνει κάτι σπουδαῖο, οὔτε κάτι τραγικό.

Τὴν προηγούμενη ἑβδομάδα διαβάσαμε τὴν ἱστορία τοῦ ἑκατόνταρχου στὸν ὁποῖο εἶπε ὁ Χριστός: «Θὰ ἔλθω στὸ σπίτι σου νὰ θεραπεύσω τὸν ὑπηρέτη σου». Καὶ ἐκεῖνος εἶπε: «Ὄχι, Κύριε, δὲν χρειάζεται νὰ ἔλθεις, σ’ ἐμπιστεύομαι, ἀρκεῖ ἕνας λόγος σου – καὶ ὅλα θὰ εἶναι καλά». Ὁ Χριστὸς δὲν χρειάζεται νὰ ἔλθει· καὶ στὴν ζωή μας, πόσες φορὲς δὲν ἔχει μιλήσει: Ὁλόκληρο τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀπευθύνεται σ’ ἐμᾶς· τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι γραμμένο ἀπὸ λόγια ποὺ μποροῦν νὰ μᾶς δώσουν τὴν αἰώνια ζωή. Θυμᾶστε τὴν περικοπή, ὅπου ὁ Κύριος μίλησε μὲ ἀκατανόητα λόγια σ’ ἐκείνους ποὺ βρίσκονταν γύρω Του καὶ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς μαθητές Του ἔφυγαν· καὶ ἀφοῦ στράφηκε πρὸς τοὺς δώδεκα, τοὺς εἶπε: «Καὶ ἐσεῖς πρόκειται νὰ μὲ ἀφήσετε;» – καὶ ὁ Πέτρος εἶπε, «Ὄχι – ποῦ νὰ πᾶμε; Τὰ λόγια σου εἶναι λόγια ζωῆς αἰωνίου». Ὁ Χριστὸς δὲν μίλησε ποτὲ γιὰ τὴν αἰώνια ζωή, ποτὲ δὲν τὴν περιέγραψε· ὁ λόγος Του ἦταν τέτοιος ποὺ ἀφύπνησε ἐκείνους ποὺ τὸν ἄκουσαν, ποὺ εἶχαν τ’ αὐτιὰ τῆς ψυχῆς ἀνοιχτά, ποὺ εἶχαν τὴν καλὴ θέληση ν’ ἀκούσουν . «Πὲς ἕναν λόγο – καὶ ὁ ὑπηρέτης μου θὰ θεραπευτεῖ», ὁ Χριστὸς μιλᾶ: γιατί ἐμεῖς, οἱ δούλοι Του, δὲν θεραπευόμαστε; Ἐπειδὴ δὲν θέλουμε νὰ ἀκούσουμε.

Πιὸ πρίν, σὲ μιὰ ἄλλη περίπτωση, κάποιος ἄλλος εἶχε πεῖ στὸν Κύριο, «Ἄφησέ με – εἶμαι ἀνάξιος». Ὁ Πέτρος, βλέποντας τὴ θαυματουργικὴ ἁλίευση τῶν ψαριῶν στὴν θάλασσα τῆς Γαλιλαίας, εἶπε: «Ἄφησε τὴν βάρκα μου, Κύριε, εἶμαι ἀνάξιος, ἁμαρτωλός». Ἔχουμε πεῖ ποτὲ τέτοια λόγια; Νοιώσαμε ποτὲ ὅτι δὲν ἀξίζουμε νὰ μᾶς ἐπισκεφθεῖ ὁ Κύριος, νὰ κατοικήσει κάτω ἀπὸ τὴν στέγη τοῦ σπιτιοῦ μας, νὰ εἶναι πραγματικὰ γιὰ μᾶς ἕνας ὑπηρέτης, ποὺ θὰ κάνει πράγματα, ἐπειδὴ τὰ ἔχουμε ἀνάγκη;

Δὲν εἶναι ὁ ἴδιος τρόπος ποὺ ἀνταποκρινόμαστε στὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου; Ἄς σκεφτοῦμε τὸν Πέτρο, τὸ δέος ποὺ ἔνοιωσε ἐπειδὴ εἶχε δεῖ τὶς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ καὶ ἄς σκεφτοῦμε ἐκείνους τοὺς ἀνθρώπους ποὺ εἶδαν τὴν θεραπεία τῶν δαιμονισμένων. Εἶπαν: «Φύγε Κύριε» – ἀλλά πόσο διαφορετικὰ τὸ εἶπαν! Ἐμεῖς ποιοὶ εἴμαστε: Ὁ Πέτρος, ἤ οἱ Γεργερσηνοί;

Καὶ πάλι, ὅταν ἀγωνιοῦμε, ὅταν βρισκόμαστε σὲ ἀνάγκη – ἔχουμε τὴν πίστη νὰ ποῦμε: «Μὲ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ ποὺ μὲ στηρίζει, μπορῶ νὰ ἀντιμετωπίσω τὴν ἀγωνία μου, ἤ τὴν θύελλα», ἤ στρεφόμαστε στὸν Θεὸ καὶ λέμε: «Σῶσε με! Δὲν εἶμαι ἕτοιμος νὰ ὑπομείνω αὐτὴν τὴν ἀγωνία».

Ἄς τὰ συλλογιστοῦμε ὅλα αὐτά· ἐπειδὴ κάθε λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ σωτηρία μας, ἐὰν τὸν ἀκοῦμε, ἐὰν ἀνταποκρινόμαστε σ’ αὐτόν. Ἄς προσέξουμε – πέρα ἀπ’ αὐτὰ γιὰ τὰ ὁποῖα σᾶς ἔχω μιλήσει, μελετῆστε τὰ κείμενα, συλλογιστεῖτε, ἀνακαλύψτε μέσα σὲ αὐτὰ ὅ,τι ἐγὼ δὲν ἔχω καταλάβει. Ἀλλά στὴ συνέχεια ὅλοι μας, στὸ βαθμὸ ποὺ θὰ τὰ ἔχουμε κατανοήσει, πέρα ἀπὸ τὴ δύναμή μας, χάρη στὸ πνεῦμα καὶ τὴν δύναμη τοῦ Χριστοῦ, ἄς ζήσουμε σύμφωνα μὲ τὰ λόγια Του. Ἀμήν.

6.

Ρῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ.

Λαμπρόπουλος Βαρνάβας (Ἀρχιμανδρίτης)

Ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος περιγράφει τοὺς δύο δαιμονισμένους, ποὺ συνάντησε ὁ Χριστὸς στὴ χώρα τῶν Γεργεσηνῶν, μὲ τὶς λέξεις «χαλεποὶ λίαν», δηλαδὴ «πολὺ φοβεροὶ καὶ ἐπικίνδυνοι»· τόσο ἐπικίνδυνοι, ὅπου δὲν μποροῦσε κάποιος νὰ περάσει ἀπὸ τὸ μέρος ὅπου ζοῦσαν.

Ἡ χειρότερη δαιμονοπληξία

Ὅμως σ’ αὐτὸ ποὺ ἔχει λεχθεῖ, ὅτι ἡ μεγαλύτερη ἐπιτυχία τοῦ διαβόλου εἶναι νὰ πείθει τὸν ἄνθρωπο ὅτι δὲν ὑπάρχει, θὰ ἔπρεπε νὰ προστεθεῖ ὅτι μία ἐξίσου ἐπιτυχημένη παραπλάνηση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν διάβολο εἶναι ἡ ἀντίληψη ὅτι δαιμονόπληκτος εἶναι μόνον αὐτὸς ποὺ κυλιέται στὴ γῆ βγάζοντας ἀφροὺς ἀπὸ τὸ στόμα καὶ τρίζοντας τὰ δόντια.

Ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας παρουσιάζει ὡς δαιμονόπληκτο τὸν κάθε ἄνθρωπο, ποὺ ἑκούσια ὑποδουλώθηκε σὲ κάποιο πάθος, ὅσο μικρὸ κι ἂν φαίνεται. Γιατί, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, «καὶ τὸ σπουργίτι, ἔστω κι ἂν δὲν ἔχει πιαστεῖ ὁλόκληρο, ἀλλὰ μόνο ἀπὸ τὸ ποδαράκι του στὴν παγίδα ποὺ τοῦ ἔστησαν, βρίσκεται ὅμως στὴν ἐξουσία ἐκείνου ποὺ ἔστησε τὴν παγίδα». Καὶ ἄλλου, ἀναφερόμενος ὁ Ἅγιος στὴν περίπτωση τοῦ ἀνθρώπου ποὺ πιάνεται στὴν παγίδα ὄχι ἀπὸ τὸ πόδι ἀλλὰ ἀπὸ τὴν τσέπη του, δηλαδὴ στὸν φιλάργυρο, λέει: «Στὴν περίπτωση τῶν δαιμονισμένων τῶν Γεργεσηνῶν οἱ δαίμονες ὑποχώρησαν στὸ πρόσταγμα τοῦ Κυρίου καὶ βγῆκαν ἀμέσως ἀπὸ τὰ σώματα τῶν ἀνθρώπων. Ὁ ὑποδουλομένος ὅμως στὴ φιλαργυρία, οὔτε στὸ πρόσταγμα τοῦ Χριστοῦ ὑποχωρεῖ, ὄχι ἐπειδὴ εἶναι ἰσχυρότερες τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς ποτὲ δὲν μᾶς φρονηματίζει χωρὶς τὴ θέλησή μας».

Καὶ καταλήγει ὁ Ἅγιος Χρυσόστομος: «Ἐγὼ θὰ προτιμοῦσα νὰ ζῶ μὲ χίλιους δαιμονισμένους, παρὰ μὲ ἕναν ποὺ ὑποφέρει ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀρρώστια τῆς φιλαργυρίας. Τί παρόμοιο μποροῦν νὰ κάνουν ὅλοι μαζὶ οἱ δαιμονισμένοι μὲ αὐτὸ ποὺ τόλμησε νὰ κάνει ὁ Ἰούδας; Ἂν κάποιος μποροῦσε νὰ δεῖ καθαρὰ τὸν δαίμονα ποὺ βρίσκεται μέσα σὲ ἕναν τέτοιο ἄνθρωπο, θὰ διαπίστωνε ὅτι εἶναι πολὺ πιὸ ἄγριος καὶ μανιώδης ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ βγῆκαν ἀπὸ τοὺς δαιμονισμένοι τῶν Γεργεσηνῶν».

Ποιὸς τοὺς ξεκουράζει καὶ ποιὸς τοὺς τυραννεῖ;

Ἑπομένως, ἡ κεντρικὴ πύλη εἰσόδου τῶν δαιμόνων στὸν ἄνθρωπο δὲν εἶναι τὰ ματιάσματα, οἱ κατάρες ἤ τὰ μάγια ποὺ τοῦ κάνουν -ἤ συνήθως νομίζει ὅτι τοῦ κάνουν- οἱ ἄλλοι, ἀλλὰ ἡ ἐκ μέρους του καταφρόνηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ· ἡ ἀντικατάσταση τοῦ «γενηθήτω τὸ θέλημά σου» μὲ τὸ «γενηθήτω τὸ θέλημά μου». Τότε, μάλιστα, δίνουμε στὸν διάβολο «ἄδεια διακοπῶν». Ἡ μεγαλύτερη ἀφορμὴ ξεκούρασης γιὰ τὸν διάβολο εἶναι τὸ νὰ κάνουμε ἐκεῖνα τὰ θελήματά μας, ποὺ δὲν συμφωνοῦν μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γιατί τότε, ὅπως λέει καὶ ὁ ἀββὰς Ποιμένας, «παύουν νὰ μᾶς πολεμοῦν οἱ δαίμονες, ἀφοῦ δαίμονες γίνονται τὰ ἴδια τὰ θελήματά μας. Καὶ αὐτὰ μᾶς τυραννοῦν καὶ μᾶς θλίβουν».

Οἱ δαίμονες τυραννοῦνται, θλίβονται καὶ ἐκδιώκονται μόνο ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὄχι μόνο φεύγουν γεμάτοι τρόμο, ἀλλὰ ζητοῦν τὴν ἄδειά του ἀκόμα καὶ γιὰ νὰ μποῦν σὲ χοίρους. Τόσο ἀνύπαρκτη εἶναι ἡ ἐξουσία τους πάνω στὰ πλάσματα τοῦ Θεοῦ, καὶ πολὺ περισσότερο στὰ λογικὰ πλάσματα τοῦ Θεοῦ, ποὺ τὸν ἀγαποῦν καὶ ἐλεύθερα ἐπιλέγουν νὰ ἀναζητοῦν τὴν παντοδύναμη προστασία του. Ἄρα, μετὰ τὸν Θεό, τὸ μεγαλύτερο φόβητρο τῶν δαιμόνων εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ποὺ χαίρεται νὰ ἐπαναλαμβάνει τὸ ψαλμικό: «Πάντοτε βλέπω τὸν Κύριο νὰ στέκεται στὰ δεξιά μου, γιὰ νὰ μὴ σαλευθῶ ἀπὸ κανέναν κίνδυνο ἡ φόβο» (Ψαλμ. 15,8).

Ἀντίθετα, ὅσο πιὸ πολὺ ὁ ἄνθρωπος ἀρέσκεται νὰ κυλιέται στὸν βόρβορο τῶν ἁμαρτωλῶν ἡδονῶν, ὅσο πιὸ «χοιρώδης» -κατὰ τὸν χρυσορρήμονα Ἰωάννη- γίνεται, τόσο πιὸ «εὐεπιχείρητος» καὶ εὐάλωτος καταντάει στὶς δαιμονικὲς ἐνέργειες, ἔστω κι ἂν δὲν καταλήξει τελείως δαιμονόπληκτος.

Τρυφὴ ἡ κόλαση;

Ἕνα παρόμοιο βόλεμα στὸν βοῦρκο τῶν παθῶν τῆς φιληδονίας καὶ τῆς φιλαργυρίας ἔκανε καὶ τοὺς κατοίκους τῶν Γεργεσηνῶν νὰ μὴν ἀντέχουν τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ στὴν περιοχή τους. Καί, ἀντὶ νὰ τὸν κρατήσουν ὅσο μποροῦσαν περισσότερο κοντὰ τους εὐχαριστώντας τον ποὺ ἀπάλλαξε ἀπὸ τὴ δαιμονικὴ τυραννία τοὺς δύο πατριῶτες τους, πῆγαν καὶ τὸν παρεκάλεσαν νὰ φύγει. Ἡ λυτρωτικὴ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἀντὶ νὰ τοὺς φωτίζει, τοὺς ἔκαιγε. Καί, φυσικά, γι’ αὐτό, δὲν ἔφταιγε ὁ Χριστός!

Ὁ ἀββὰς Ἰσαὰκ ὁ Σύρος λέει ὅτι «ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δίνεται ἀδιάκριτα σὲ ὅλους. Ἐνεργεῖ ὅμως κατὰ δύο τρόπους: Τοὺς μὲν ἁμαρτωλοὺς κολάζει, τοὺς δὲ δικαίους εὐφραίνει». Καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ἐξηγεῖ: «Ὁ Θεὸς κανέναν δὲν κολάζει. Ἀλλὰ ὁ καθένας ἔχει τὴν ἐλευθερία καὶ τὴν εὐθύνη νὰ κάνει τὸν ἑαυτὸ του δεκτικὸ ἢ ὄχι τῆς μετοχῆς καὶ τῆς κοινωνίας τοῦ Θεοῦ.

Ὅποιος ἐλεύθερα ἐπιλέγει νὰ δεχθεῖ τὴ χάρη καὶ τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ, ζεῖ τὸν Θεὸ ὡς ἀπερίγραπτη χαρὰ καὶ τρυφὴ· ἐνῶ, ἀντίθετα, ὅποιος ἐλεύθερα ἐπιλέγει νὰ κλείσει τὴν πόρτα στὸν Θεό, ζεῖ τὸν Θεὸ ὡς ἀφόρητη κόλαση».

Ὁ Χριστὸς σεβάστηκε ἀπόλυτα τὸ «εὐγενὲς» αἴτημα τῶν Γεργεσηνῶν. Μπῆκε στὸ πλοῖο καὶ πέρασε στὸ ἀπέναντι μέρος τῆς λίμνης, στὴν Καπερναούμ. Ἐμεῖς, περιφρονώντας τὶς ὀλέθριες εὐγένειες τῶν Γεργεσηνῶν, ἂς τολμᾶμε νὰ καλοῦμε τὸν Χριστὸ ὅσο πιὸ συχνὰ μποροῦμε, ὄχι ἁπλῶς νὰ μένει στὸν τόπο μας, ἀλλὰ νὰ ἐνθρονίζεται στὴν καρδιὰ καὶ στὸ σῶμα μας, ἐπαναλαμβάνοντας τὴν προσευχὴ ποὺ κάνουμε πρὶν ἀπὸ τὴ θεία Μετάληψη: «Προσέρχομαι σὲ σένα, Χριστέ, παίρνοντας θάρρος ἀπὸ τὴν πολλή σου ἀγαθότητα, γιὰ νὰ μὴ γίνω θυριάλωτος ἀπὸ τὸν νοητὸ λύκο, τὸν διάβολο, ἀπέχοντας γιὰ μεγάλο διάστημα ἀπὸ τὴ θεία σου Κοινωνία».

7.

«Τι ημίν και συ, Ιησού υιέ του Θεού; Ήλθες ώδε προ καιρού βασανίσαι ημάς;»

Μέσα από το διπλό ερώτημα των δύο δαιμονισμένων των Γεργεσηνών, προβάλλει μια τριπλή ομολογία. Πρώτον, το έργο των δαιμόνων δεν ταυτίζεται, δεν συμπίπτει με το έργο του Χριστού. Δεύτερον, ομολογούν και αναγνωρίζουν ότι ο Χριστός είναι «Υιός του Θεού». Και τρίτον, αναγνωρίζουν ότι η δύναμη του Χριστού είναι, όχι μόνο μεγαλύτερη από τη δική τους, αλλά και ότι το καταστροφικό τους έργο θα έχει τέλος και μάλιστα, ίσως και πιο νωρίς από αυτό που περίμεναν. Όμως δεν κάνουν καμιά προσπάθεια για διόρθωση.

Κατά τον Απόστολο Πέτρο ο διάβολος, είναι «αντίδικος», είναι αντίπαλος του ανθρώπου και «περιφέρεται σαν λιοντάρι που βρυχάται ζητώντας κάποιον να καταβροχθίσει»(Α’ Πέτρ.ε’8).Κατά τον Ευαγγελιστή Ιωάννη: «Απαρχής ο διάβολος αμαρτάνει». «Από την αρχή ο διάβολος παραβαίνει τον νόμο του Θεού». Παράλληλα όμως, μας αποκαλύπτει και τον σκοπό του ερχομού του Χριστού στον κόσμο, λέγοντας ότι: «Εις τούτο εφανερώθη ο Υιός του Θεού ίνα λύση τα έργα του διαβόλου» (Α’Ιωάν.γ’8). «Γι’αυτόν τον λόγο ο Υιός του Θεού ήρθε στον κόσμο για να καταστρέψει τα έργα του διαβόλου».

Ο διάβολος, λοιπόν, είναι πολέμιος του ανθρώπου, το δε έργο του είναι καταστροφικό, γεγονός που επιβεβαιώνει το σημερινό Ευαγγέλιο. Ο διάβολος, κυρίαρχος πια στους δύο ανθρώπους, τους καθιστά επιθετικούς για τους άλλους ανθρώπους, ώστε να μην περάσει κανένας από εκείνον τον δρόμο. Με όψη φοβερή και με αντικοινωνική συμπεριφορά είχαν σαν κατοικία τους τα μνήματα. Το ότι δε, το έργο τους ήταν καταστροφικό, επιβεβαιώνεται από την παράκληση τους. «Αν είναι να μας διώξεις, άφησέ μας να πάμε στο κοπάδι των χοίρων». Και όλο το κοπάδι των χοίρων όρμησε και γκρεμίστηκε στη λίμνη και πνίγηκαν μέσα στα νερά».

Όμως, παρά το ότι οι δαίμονες εγκατέλειψαν τους δύο ανθρώπους, αμέσως μετά την άδεια και ταυτόχρονα, μετά την εντολή του Χριστού «υπάγετε», πηγαίνετε, εντούτοις, συνέχισαν το καταστροφικό τους έργο. Επειδή δε η ζωή των κατοίκων των Γεργεσηνών, βρισκόταν σε πλήρη αντίθεση με τον νόμο του Θεού, οι δαίμονες τους προκάλεσαν τρόμο και παράλληλα τους έπεισαν ότι η παρουσία του Χριστού, ως Θεού, μόνο ζημιά μπορεί να προκαλέσει. Για τούτο, αντί να συναισθανθούν την παρανομία τους, αντίθετα, όπως ακούσαμε στο σημερινό Ευαγγέλιο: «Βγήκε τότε όλη η πόλη να συναντήσει τον Χριστό, κι όταν τον είδαν, τον παρακάλεσαν να φύγει από την περιοχή τους».

Διπλή παράκληση, λοιπόν, με διαφορετικό περιεχόμενο, αλλά με κυρίαρχο στοιχείο τον φόβο. Στην πρώτη περίπτωση, τα δαιμόνια παρακαλούν τον Χριστό να τους επιτρέψει να φύγουν και να πάνε στο κοπάδι των χοίρων. Στη δεύτερη περίπτωση, «πάσα η πόλις», το σύνολο των κατοίκων της πόλης παρακαλούν τον Χριστό να φύγει από την περιοχή τους. Ιδιαίτερα αδικαιολόγητη η συμπεριφορά των κατοίκων των Γεργεσηνών. Και τούτο γιατί, αντί να ευχαριστήσουν τον Χριστό για τη θεραπεία δύο συνανθρώπων τους και το σημαντικότερο, το ότι τους απάλλαξε από τον καθημερινό κίνδυνο, αντίθετα του ζητούν να απομακρυνθεί από την περιοχή τους. Πολλές φορές, μέχρι και σήμερα, το υλικό συμφέρον τυφλώνει  ανθρώπους και λαούς, με αποτέλεσμα να παρακάμπτουν το νόμο του Θεού, τις ηθικές αξίες και να περιφρονούν ακόμα και την ανθρώπινη ζωή. Αν περιοριστούμε σε πρόσφατες συρράξεις, όπου και οι παρενέργειες εξακολουθούν να είναι αισθητές, μέσα από τις καταστροφές πόλεων και υποδομών, ιδιαίτερα δε των χιλιάδων νεκρών και εκατομμυρίων προσφύγων, τότε θα διαπιστώσουμε ότι η ζημιά που έχει προκληθεί είναι ανεπανόρθωτη. Και τούτο γιατί, ό,τι καταστρέφει ανθρώπινες ζωές και δε σέβεται ηθικές αξίες, παραδόσεις λαών, καθώς και τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, ιδιαίτερα είναι καταστροφικό. Νωπές ακόμα οι πληγές στην Κύπρο μας με τη συνεχιζόμενη εισβολή και κατοχή, τον εποικισμό, και κατ’ επέκταση και τη δημογραφική αλλαγή. Προκλητική ακόμα, η εδώ και 46 χρόνια αδιάφορη, έως και εχθρική στάση της λεγόμενης «Χριστιανικής» Ευρώπης, καθώς και της «Χριστιανικής» Δύσης.

Κατ’ επέκταση, τέτοιες ενέργειες αμαυρώνουν την ιστορία και τον πολιτισμό του ανθρώπου, ακόμα δε δυσφημούν και τον Χριστιανισμό, όταν οι ενέργειες αυτές προέρχονται από τα λεγόμενα «Χριστιανικά» κράτη. Άνθρωποι απλοί ή και άνθρωποι με εξουσία που ενεργούν, όπως πιο πάνω, μέσα από την όλη στάση και συμπεριφορά τους, που εξουθενώνουν ή και εξοντώνουν τους άλλους ανθρώπους και τους άλλους λαούς, αυτοί ουσιαστικά διασύρουν το όνομα του Θεού. Κατά τον Απόστολο Παύλο, «Το όνομα του Θεού δι’ αυτών βλασφημείται εν τοις έθνεσι»(Ρωμ.β’24).

Το σημερινό θαύμα φανερώνει το μέγεθος της τραγωδίας του ανθρώπου, που αντιδρά κατά τρόπο παράδοξο στην παρέμβαση του Θεού. Γιατί, απαλλάσσει τον εαυτό του από όλα τα κακά, καθώς και το ενδεχόμενο να φέρει ο ίδιος οποιαδήποτε ευθύνη, ενώ για όλα τα κακά θεωρεί υπεύθυνο τον Θεό. Συχνά ακούονται και από μας ερωτήματα όπως: «Γιατί σε μένα;» «Τι του έκανα εγώ του Θεού και με βασανίζει;».

Αντί των πιο πάνω και ίσως και άλλων ερωτημάτων, ας αναρωτηθούμε, είτε για τυχόν δική μας ευθύνη, είτε και την αναζήτηση του λόγου αυτής της «παιδαγωγίας» από μέρους του Θεού. Ιδιαίτερα όμως, ας σταθούμε στο ελπιδοφόρο μήνυμα του σημερινού Ευαγγελίου. Ένα μήνυμα απελευθέρωσης από πάθη και δαιμονικές εξαρτήσεις. Ακόμα ότι κανένα οικονομικό συμφέρον ή και άλλοι παράγοντες δε θα πρέπει να σταθούν εμπόδιο στο να αναγνωρίσουμε και ιδιαίτερα στο να αποδεχθούμε τη δωρεά του Θεού, που αφορά τη σωτηρία του καθενός μας.

Αδελφοί μου, η μεγαλύτερη τραγωδία των Γεργεσηνών δεν ήταν η οικονομική καταστροφή που υπέστησαν με τον πνιγμό των χοίρων. Η μεγαλύτερη τραγωδία τους ήταν, ότι αγνόησαν την παρουσία του Χριστού και τη μοναδική ευκαιρία που τους πρόσφερε για μετάνοια και σωτηρία. Γιατί, όπως είπε ο Ίδιος ο Χριστός, «ο Θεός δεν έστειλε τον Υιό Του στον κόσμο για να καταδικάσει τον κόσμο, αλλά για να σωθεί ο κόσμος δι αυτού» (Ιωάν.γ’17). Δυστυχώς, κατά τον Ευαγγελιστή Ιωάννη: «Το φως ήρθε στον κόσμο, οι άνθρωποι όμως, αγάπησαν περισσότερο το σκοτάδι παρά το φως, γιατί οι πράξεις τους ήταν πονηρές»(Ιωάν.γ’19). Όμως εμείς, ας επιβεβαιώσουμε ότι οι πράξεις μας μπορούν να σταθούν στο φως και ότι αυτές είναι, όχι μόνο έκφραση της αγάπης και της υπακοής μας στο Θεό, αλλά παράλληλα ότι αυτές είναι το δικό μας ευχαριστώ στη δική Του αγάπη. Αμήν.

Θεόδωρος Αντωνιάδης