Λαμπρόπουλος Βαρνάβας (Ἀρχιμανδρίτης)
Διακεκριμένος κριτικὸς λογοτεχνίας μιλώντας κάποτε γιὰ σύγχρονο ποιητὴ εἶπε: «Ἡ βαθύτερη ἀρρώστια του εἶναι ἡ ἀρρώστια τῶν περισσοτέρων ἀπὸ τοὺς λογίους μας. Ἀπὸ ἐγωκεντρισμὸ πάσχουν ὅλοι. Καὶ δὲν θέλουν νὰ καταλάβουν, πὼς ὁ κόσμος θὰ ἐξακολουθήσει νὰ ὑπάρχει καὶ ὕστερα ἀπὸ αὐτούς. Τὴν ἀφανὴ συμβολὴ στὴ ζωὴ δὲν θέλουν οὔτε νὰ τὴν ἀκούσουν. Καὶ ὅμως ἡ ζωὴ χρωστάει τὰ ἴδια, ἂν μὴ περισσότερα, στοὺς ἀφανεῖς καὶ ταπεινούς, ὅσα καὶ στὶς προσωπικότητες».
Θανατηφόρα οἰδήματα ὑψηλοφροσύνης
Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, ποὺ τιμοῦμε σήμερα, σὲ ἀντίθεση πρὸς τοὺς «σοφούς τοῦ αἰῶνος τούτου», οὔτε πίστεψαν, οὔτε ἔνιωσαν ποτὲ ὅτι εἶναι «προσωπικότητες». Ἔχοντας ἐγκολπωθεῖ τὰ λόγια τοῦ Διδασκάλου τους «εἴ τις θέλει πρῶτος εἶναι, ἔσται πάντων ἔσχατος», καθὼς καὶ τὸ «ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται», μίσησαν τὸν ἐγωκεντρισμό. Γι’ αὐτό, πρώτιστη ἀγωνία τους ἦταν ἀφενὸς νὰ προλαβαίνουν τὴν ἀνάπτυξη οἰδημάτων ὑψηλοφροσύνης στὰ μέλη τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀφετέρου νὰ τοὺς καλλιεργοῦν τὴν ἀγάπη γιὰ τὴν ὑψοποιὸ ταπείνωση. Φυσικὰ ἡ καλλιέργεια αὐτὴ δὲν γινόταν μόνο μὲ λόγια, ἀλλὰ κυρίως μὲ τὸ φωτεινό τους παράδειγμα.
Τέτοια ἀνησυχητικὰ συμπτώματα εἶχαν ἐμφανιστεῖ σὲ χριστιανοὺς τῆς Κορίνθου, οἱ ὁποῖοι ἐκαυχῶντο ὁ ἕνας ἐναντίον τοῦ ἄλλου, ὁ καθένας γιὰ τὸν διδάσκαλό του καὶ γιὰ τὰ ὑπαρκτὰ ἢ μὴ χαρίσματά τους. Ἔτσι δημιουργοῦσαν προσωποπαγεῖς φατρίες, ποὺ τοὺς ἀπομάκρυναν ἀπὸ τὴ σταυρικὴ πορεία τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ φαίνεται ὅτι τὰ «οἰδήματα» αὐτὰ εἶχαν τόσο ἐπικίνδυνα μεγαλώσει, ὥστε ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀναγκάστηκε νὰ χρησιμοποιήσει τὴν αἰχμηρὴ γλῶσσα τῆς εἰρωνείας, μήπως καταφέρει νὰ τὰ σπάσει. «Μπράβο σας», τοὺς λέει· «τώρα πιά, ὄχι μόνο εἴσαστε χορτάτοι καὶ πλούσιοι στὰ πνευματικά, ἀλλὰ καὶ -χωρὶς ἐμᾶς, τοὺς ἐξαρχῆς δασκάλους σας- κατακτήσατε τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Μὲ ἄλλα λόγια: «Ὄχι ἁπλῶς γίνατε προσωπικότητες, ποὺ χωρὶς ἐσᾶς ὁ κόσμος δὲν πάει πουθενά, ἀλλὰ γίνατε καὶ συμβασιλεῖς μὲ τὸν Χριστό».
«Οἱ ἔσχατοι ἔσονται πρῶτοι»
Καὶ ἀμέσως μετά, σὰν νὰ τοὺς λέει «ἐλᾶτε τώρα νὰ σᾶς δείξω ποιὰ βασιλεία ἀπολαμβάνουμε κι ἐμεῖς οἱ Ἀπόστολοι», τοὺς «προσγειώνει» ἀπότομα μὲ τὴ σημερινὴ ἀποστολικὴ περικοπή, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν πιὸ καθαρὴ καὶ ἀντικειμενικὴ εἰκόνα τῆς ζωῆς τῶν ἁγίων Ἀποστόλων· σ’ αὐτὴν ἀποτυπώνεται ἡ ἀληθινὴ δόξα τους σὲ ὅλο της τὸ μεγαλεῖο. Πρόκειται βέβαια γιὰ μία δόξα καὶ γιὰ ἕνα μεγαλεῖο ποὺ περιγράφονται μὲ τὶς λέξεις: «ἔσχατοι, θανατοποινίτες, περιφρονημένοι, ἀσθενεῖς, γυμνοί, πεινασμένοι, διψασμένοι, κουρασμένοι, κολαφιζόμενοι, ὑβριζόμενοι, συκοφαντούμενοι, σκουπίδια τοῦ κόσμου καὶ ἀκάθαρτα ἀποβράσματα τῆς κοινωνίας» (Α’ Κορ. 4,10-13).
Καὶ «ἀπολαμβάνουν» ὅλες αὐτὲς τὶς «τιμές», τὴ στιγμὴ ποὺ οἱ Κορίνθιοι καὶ οἱ ἀνὰ τοὺς αἰῶνες ὁμόφρovές τους θέλουν νὰ θεωροῦνται καὶ νὰ τιμῶνται ὡς «φρόνιμοι ἐν Χριστῷ, ἰσχυροὶ καὶ ἔνδοξοι». Ρίζα αὐτῆς τῆς φιλοδοξίας, ποὺ ὅλοι μας λίγο-πολὺ ἔχουμε, κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο, εἶναι ὅτι «κάναμε τὸν κόσμο καὶ τὴ γνώμη του ἀφεντικὸ μας· καὶ μάλιστα ἀφεντικὸ σκληρό, πραγματικὸ τύραννο. Δὲν χρειάζεται νὰ μᾶς διατάξει, γιὰ νὰ ὑπακούσουμε· ἀρκεῖ νὰ καταλάβουμε τί θέλει, κι ἀμέσως ὑποκύπτουμε χωρὶς διαταγή. Τόσο πολὺ τὸν ὑπολογίζουμε. Ὁ Θεὸς καθημερινά μᾶς νουθετεῖ καὶ δὲν τὸν ἀκοῦμε· τὸν κόσμο ὅμως τὸν ὑπακοῦμε σὲ ὅλα».
Προφανῶς αὐτὸ συμβαίνει ἐπειδὴ γιὰ τὸν κόσμο «δόξα» σημαίνει ἐπευφημίες καὶ χειροκροτήματα, ἔπαινοι καὶ τιμές, ἐνῶ γιὰ τὸν Χριστὸ «δόξα» εἶναι μόνο ἡ ἄκρα ταπείνωση τοῦ Σταυροῦ. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι τὴν πρώτη λέξη στὴν περιγραφὴ τῆς ζωῆς τῶν Ἀποστόλων, τὴ λέξη «ἔσχατοι», ποὺ ἀποτελεῖ καὶ περίληψη ὅλων τῶν ἄλλων χαρακτηρισμῶν, ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει ὅτι τοὺς τὴ χάρισε ὡς «ἀπόδειξη» καὶ παράσημο δόξας ὁ ἴδιος ὁ Χριστός· Ἐκεῖνος τοὺς ἀνέβασε στὸν θρόνο τοῦ «ἔσχατου». Χάριν Ἐκείνου ὑπέστησαν ὅλες τὶς ταπεινώσεις ποὺ ἀναφέρονται στὸν κατάλογο. Τὸ τονίζει καὶ ὁ Χρυσορρήμων: «Δὲν εἶπε ὅτι ἁπλῶς ἐμεῖς εἴμαστε ἔσχατοι, ἀλλὰ ὅτι ὁ Θεὸς μᾶς ἔκανε ἔσχατους». Καὶ τὸ σπουδαιότερο καὶ -κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη- μεῖζον εἶναι ὅτι ὅλες τὶς ταπεινώσεις καὶ κακοπάθειες οἱ Ἀπόστολοι τὶς ὑπομένουν, ὅπως καὶ ὁ Χριστός, ὄχι δυσανασχετώντας ἀλλὰ «ἀγαλλόμενοι» καὶ ἀμείβοντας μὲ εὐεργεσίες τοὺς διῶκτες τους.
Πατέρες μὲ μητρικὲς ὠδίνες
Ἴσως δὲν θὰ ὑπῆρχε πιὸ ἀποτελεσματικὸ ἀντίδοτο γιὰ τὸ θανατηφόρα διογκωμένο καὶ «πεφυσιωμένο» φρόνημα τῶν Κορινθίων· καὶ εἶναι φανερὸ ὅτι ὁ ἔμπειρος ἰατρὸς Παῦλος θέλει νὰ τὸ χρησιμοποιήσει ὡς φάρμακο καὶ ὄχι γιὰ νὰ τοὺς ἐξουθενώσει, διότι ἀμέσως μετὰ τὴ θεραπευτικὴ ὀξύτητα τῆς εἰρωνείας του, ἀφήνει νὰ ἐκδηλωθεῖ τὸ γεμάτο στοργὴ πατρικό του φίλτρο: «Δὲν θέλω μ’ αὐτὰ ποὺ σᾶς γράφω νὰ σᾶς ντροπιάσω», τοὺς λέει, «ἀλλὰ σὰν παιδιά μου ἀγαπητά σᾶς συμβουλεύω. Μπορεῖ νὰ ἔχετε πολλοὺς παιδαγωγοὺς καὶ δασκάλους ἐν Χριστῷ· ἕναν ὅμως πατέρα ἔχετε: ἐμένα· ἐγὼ μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου σᾶς γέννησα πνευματικά».
Γιὰ τὸν τοκετὸ αὐτὸ θὰ μιλήσει καὶ ἀλλοῦ ὁ Παῦλος καὶ θὰ πεῖ ὅτι πρόκειται γιὰ τοκετό, καὶ μάλιστα ἐπαναλαμβανόμενο τοκετὸ («πάλιν»), μὲ πραγματικὲς ὠδίνες «ἄχρις οὗ μορφωθῇ Χριστὸς» στὶς καρδιὲς τῶν πιστῶν (Γαλ. 4,19). Πρόκειται δὲ γιὰ ὠδίνες πολὺ φοβερότερες τῶν φυσικῶν ὠδίνων, διότι «ἐκεῖ μὲν τῆς σαρκὸς ὁ πόνος», ἐνῶ ἐδῶ τὴν ἴδια τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς «καταξαίνουσι», ἐξηγεῖ πάλι τὸ χρυσὸ στόμα τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ «γιὰ νὰ μὴν ἀμφιβάλλεις», συνεχίζει ὁ ἅγιος Πατήρ, «ποιός, ποτέ, χάριν τῆς σωτηρίας τῶν παιδιῶν του εὐχήθηκε νὰ ὑπομείνει ὁ ἴδιος γέεννα καὶ νὰ εἶναι ἀνάθεμα ἀπὸ Χριστοῦ;».
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ μπορεῖ κανεὶς νὰ κατηγορήσει τὸν ἀπόστολο Παῦλο γιὰ ὑπερηφάνεια, ὅταν προτρέπει ἐμᾶς, τὰ παιδιά του, μὲ τὰ λόγια: «Παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς, μιμηταί μου γίνεσθε»; Ποιὸ ἴχνος ἐγωκεντρισμοῦ μπορεῖ νὰ ἔχει μείνει σὲ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι πρῶτα ἐκεῖνος ἔχει γίνει «μιμητὴς Χριστοῦ»;