1.
«οὐδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν» «τίς δέ ἐξ ὑμῶν μεριμνῶν δύναται προσθεῖναι ἐπί τήν ἡλικίαν αὐτοῦ πῆχυν ἓνα;»
Δύο σημαντικά μηνύματα μας προσφέρει το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα, αγαπητοί μου αδελφοί. Το πρώτο: η συνέπεια στη ζωή μας. Αν είσαι χριστιανός πρέπει στην πράξη, να ζεις ως χριστιανός.
«οὐδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν»
Κανένας δεν μπορεί να έχει δυο αφεντικά και να υπηρετεί και τα δυο, το ίδιο καλά. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση: «Θεῷ δουλεύειν ἤ μαμωνᾷ». Ή είσαι πιστός χριστιανός ή όχι. Αν είμαστε προσκολλημένοι στον πλούτο και τα υλικά αγαθά, έχοντας τα, ως πρώτη προτεραιότητα στη ζωή μας, σημαίνει ότι απομακρυνόμαστε από τον Θεό. Περιορίζεται το ενδιαφέρον μας για την τήρηση των εντολών του Θεού. Ασχολούμαστε αποκλειστικά με την φροντίδα της καλύτερης καθημερινής μας ζωής. Επιζητούμε να αποκτούμε πλούτο, αξιώματα και θέσεις. Ιδιαίτερα μάς απασχολεί σε χρόνο, χρήμα αλλά και κόπο η εμφάνισή μας. Επιζητούμε πιεστικά κάποτε, την εκτίμηση του κόσμου, και επαναλαμβάνω, διαθέτοντας για όλα αυτά εκτός από τον πολύτιμο μας χρόνο και άφθονο χρήμα. Και το κακό είναι ότι ποτέ δεν ικανοποιούμαστε με ο,τιδήποτε και οσαδήποτε, αν αποκτήσουμε. Πάντα νιώθουμε, ότι κάτι μας λείπει. Κάτι που κάποιος άλλος το έχει. Συνεπώς δύσκολο να μας μείνει χρόνος, να ασχοληθούμε με τον εαυτό μας, την ψυχή μας. Κι αυτό, γιατί όλες μας οι φροντίδες, είναι τόσο χρονοβόρες και βασανιστικές, που δεν μας αφήνουν περιθώρια για ενδιαφέροντα και θέματα πνευματικά.
Ζητούμε και έχουμε, αγαπητοί μου, περισσότερα από όσα έχουμε ανάγκη, ενώ ανησυχούμε, αν δεν τα αποκτήσουμε. Πολλές φορές οι σκέψεις μας, η συνεχής φροντίδα μας, μας βασανίζουν. Τα σχέδιά μας, φαίνονται άπιαστα. Ξεχνούμε τον εαυτό μας. Ξεχνούμε ακόμη και τις υποχρεώσεις μας στην οικογένειά μας, για την οποία ισχυριζόμαστε ότι αγωνιζόμαστε. Αλλά ξεχνούμε και τους άλλους γύρω μας. Των οποίων την παρουσία και τις ανάγκες, αγνοούμε. Είμαστε παράλογα και απόλυτα προσκολλημένοι, στις σχεδιαζόμενες κατακτήσεις μας. Και όμως λέμε ότι είμαστε χριστιανοί. Ερχόμαστε στην εκκλησία, ανάβουμε το κερί μας, κάνουμε τον σταυρό μας. Και μένουμε ήσυχοι με τη συνείδησή μας, ότι με τα τυπικά αυτά, είμαστε εντάξει. Δυστυχώς μας λείπει η ουσία, αγαπητοί μου. Η συνέπεια στη ζωή μας. Δεν είναι αρκετό το κερί, ο σταυρός και ο σε αραιά διαστήματα, εκκλησιασμός μας. Η προσκόλληση στα υλικά αγαθά, είναι υπερβολή. Φυσικά, στο αναγκαίο μέτρο, δεν πρέπει να τα αρνούμαστε, γιατί είμαστε άνθρωποι. Τα έχουμε ανάγκη για την επιβίωσή μας. Αλλά σαν υποχρέωση, για την επιβίωσή μας. Δεν πρέπει να γίνουν ο αποκλειστικός σκοπός της ζωής μας.
Ο άνθρωπος δεν είναι μόνο σάρκα. Είναι και πνεύμα. Έχουμε αθάνατη ψυχή, την οποία πρέπει να επιμελούμεθα. Κι έπειτα, σ’ αυτόν τον κόσμο, είμαστε προσωρινοί, επισκέπτες. Η ψυχή, όμως, θα εξακολουθήσει να υπάρχει. Γι’ αυτήν, λοιπόν, είναι ανάγκη να φροντίσουμε, με τις οδηγίες, που ο θείος λόγος, μάς έχει δώσει. Η τήρηση των εντολών του Θεού, στον οποίο και μόνον υπακούουμε είναι απαραίτητη για να είμαστε πραγματικοί χριστιανοί, με συνέπεια στη ζωή μας.
Και σε απόλυτη σχέση με το προηγούμενο, ένα δεύτερο μήνυμα:
«τίς δέ ἐξ ὑμῶν μεριμνῶν δύναται προσθεῖναι ἐπί τήν ἡλικίαν αὐτοῦ πῆχυν ἓνα;»
Για να φανερώσει την πραγματική ανθρώπινη αδυναμία μας, και την ανόητη φροντίδα μας, για πράγματα άπιαστα, λέγει ο Κύριος: Ποιος από εσάς όσο κι αν φροντίσει, μπορεί να αυξήσει το ανάστημά του, κατά έναν πήχυ ακόμη; Σαφής και πραγματική η αδυναμία μας για πολλά, που θέλουμε να πετύχουμε, κι ακόμη μεγαλύτερη, για να αποφύγουμε φυσικά φαινόμενα, θεομηνιές. Ωστόσο θα ήταν παράλογο, να αδιαφορούμε τελείως για τις καθημερινές υλικές μας ανάγκες. Είναι υποχρέωσή μας να διατηρούμε τη ζωή μας, την υγεία μας. Για τον εαυτό μας, για την οικογένειά μας, για όλους εκείνους για τους οποίους έχουμε υποχρέωση, δεσμευόμαστε. Αλλά η υποχρέωσή μας, να καλύψουμε τις υλικές μας ανάγκες, δεν θα μετατραπεί σε βασανιστική φροντίδα, που θα μας απασχολεί νυχθημερόν. Με πρόγραμμα, να αφήσουμε χώρο και χρόνο για μελέτη, για μόρφωση και απόκτηση γνώσεων, για την ικανοποίηση των πνευματικών μας αναγκών. Θα εντάξουμε στα σχέδιά μας την επιτυχία, την συνολική πνευματική μας ανάπτυξη. Να προσφέρουμε παράλληλα τις γνώσεις και ικανότητές μας και στους γύρω μας, την κοινωνία που ζούμε. Αλλά πάντοτε έχοντας υπόψη μας, ότι μόνοι μας, πολύ λίγα μπορούμε να πετύχουμε. Τονίζεται στην περικοπή που ακούσαμε: «τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ, οὐ σπείρουσιν οὐδέ θερίζουσιν….. καί ὁ Πατήρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά» και «καταμάθετε τά κρίνα τοῦ ἀγροῦ πῶς αὐξάνει, οὐ κοπιᾷ οὐδέ νήθει». Λέγει ο Κύριος: βλέπετε τα πτηνά που δεν σπείρουν, δεν θερίζουν και όμως ο Θεός τα τρέφει. Και τα κρίνα που φυτρώνουν στα χωράφια, μεγαλώνουν χωρίς να κοπιάζουν ή να γνέθουν.
Αν, λοιπόν, ο Θεός φροντίζει για πτηνά και φυτά, είναι δυνατόν να παραλείψει, τη φροντίδα για την κορωνίδα της δημιουργίας, τον άνθρωπο; Εμπιστοσύνη, λοιπόν, αγαπητοί μου, στον Θεό, που αγαπά και φροντίζει για τα δημιουργήματά Του. Οι δυσκολίες της ζωής, είναι πολλές, καθημερινές, σοβαρές και απροσδόκητες. Πολεμικές συγκρούσεις και εχθρικές επιβουλές. Σε Κείνον, θα στραφούμε! Πρόσφατα, δεχτήκαμε και μια πρωτόγνωρη θανατηφόρο επιδρομή, μια παγκόσμια ανελέητη επιδημία. Φάνηκε η παντελής αδυναμία μας, σ’ αυτόν τον επικίνδυνο, αόρατο και ύπουλο εχθρό. Μετέβαλε άρδην τον τρόπο της ζωής, τις συνήθειές μας, τα σχέδια και τα προγράμματά μας. Και τα αθώα θύματα, πάμπολλα. Πιστεύετε ότι είναι δυνατόν, ο Θεός να εγκαταλείψει το πλάσμα Του; Γι᾽αυτό θα συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε, να ζούμε. Δε θα σταματήσουμε να φροντίσουμε για όλα. Πάντοτε όμως με πίστη και εμπιστοσύνη και θερμή προσευχή στον Κύριο. Και με τη βοήθεια και προστασία Του, θα γίνει το θέλημά Του. Και η κατάληξη που ακούσαμε στο τέλος της σημερινής περικοπής, σαν συμπέρασμα που προβάλλει σαν ο στόχος: «Ζητεῖτε δέ πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καἰ τἠν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καἰ πάντα ταῦτα προστεθήσεται ὑμῖν.» Πρώτα-πρώτα στοχεύουμε να πετύχουμε την κληρονομία της βασιλείας του Θεού, κι έπειτα όλα αυτά θα ακολουθήσουν, θα τα έχουμε. Ας μην αδημονούμε, λοιπόν. Να μην ανησυχούμε! Έχουμε δίπλα μας τον Κύριο και Θεό μας. Τι ζητά από εμάς; Να ακολουθούμε τις οδηγίες Του, με συνέπεια, στη ζωή μας. Κατά απόλυτη προτεραιότητα: Να τηρούμε τις εντολές Του! Και τέλος: «γενηθήτω τό θέλημά Του!»
Δ.Γ.Σ.
2.
Εὐαγγέλιο Κυριακῆς Γ Ματθαίου
Τζεβελέκας Δωρόθεος (Ἀρχιμανδρίτης)
«ἐάν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ἦ, ὅλον τό σῶμα σου φωτεινόν ἔσται»
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι τρεπτός. Μπορεῖ νά ἀνέλθει μέχρι τήν ἕνωσή του μέ τόν Θεό («ἠλάττωσας αὐτόν βραχύ παρ΄ἀγγέλοις»), μπορεῖ, ὅμως, νά κατέλθει μέχρι τήν πλήρη ἐξαχρείωση, νά ὁμοιωθεῖ μέ τούς δαίμονες καί νά γίνει χειρότερος τῶν ζώων.
Ἔχοντας, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος τήν προίκα τοῦ αὐτεξουσίου καλεῖται νά πραγματώσει τό καθ’ὁμοίωσιν, νά γίνει θεοειδής, νά ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό. Σέ αὐτή τήν διαδικασία, τήν πνευματική, δηλαδή, ἐνηλικίωση, ὁ ἄνθρωπος ὀφείλει νά ἀξιολογήσει τίς προτεραιότητες τῆς ζωῆς του καί νά πορευθεῖ μέ βάση τίς ἐπιλογές του. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος νά προσανατολίσει τήν ζωή του καί ὁ Θεός σέβεται τήν ἐλευθερία του.
Στό κέντρο λοιπόν τῆς ὕπαρξής του, στόν «λύχνο τοῦ σώματος», τόν ὀφθαλμό τῆς ψυχῆς, πού ἐδῶ νοεῖται ὁ νοῦς, πρέπει νά κατοικήσει ὁ Θεός. Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου νά γίνει «λύχνος τοῖς ποσίν μου καί φῶς τοῖς τρίβοις μου»( Ψαλμ. 118, 105).
Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά θεωρήσει ὡς τήν πρώτη ἀγάπη τῆς ζωῆς του τόν Θεό. Ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό ὑπερβαίνει τήν ἀγάπη πρός κάθε τι γήινο εἴτε αὐτό εἶναι ἡ οίκογένεια, ὁ πλοῦτος, ἡ δόξα, εἴτε εἶναι ὁποιαδήποτε ἄλλη ἀγάπη. Αύτό ὀφείλει νά εἶναι μία ἥρεμη ἀπόφαση στόν νοῦ τοῦ ἄνθρώπου. Ó ἄνθρωπος μεγαλώνει τά παιδιά του προκειμένου νά τούς ἐμφυτεύσει τόν Χριστό, ἡ ἀγάπη τῶν συζύγων εἶναι πρός δόξαν Θεοῦ, ἡ μεταξύ μας ἀγάπη εἶναι ἡ ἐν Χριστῶ ἀγάπη. Ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά δημιουργήσει μία πραγματικότητα ἔξω ἀπό τόν Θεό, αὐτό θά ἦταν εἰδωλολατρεία καί ἔμπαιγμός τῶν δαιμόνων. Ὁ ἄνθρωπος μεγαλώνει ἡλικιακά σύμφυρτος μέ τίς ἡδονές καί γι αύτό, κατά τόν Ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, δυσκολεύεται νά ἀποποιηθεῖ τό κριτήριο τῆς ἰδιοτέλειας, «τῆς ἡδονῆς καί τῆς ὀδύνης» κατά τόν Ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή ἐφόσον ὁ νοῦς καταδυναστεύεται ἀπό τίς αἰσθήσεις στήν πρώτη νεότητα τοῦ ἀνθρώπου( Γρηγόριος Νύσσης , 8η ὁμιλία στόν Ἐκκλησιαστή). Ἐνηλικιούμενος πνευματικά ὁ ἄνθρωπος θά συνειδητοποιήσει ὅτι δέν εἶναι τό κέντρο τοῦ σύμπαντος, ὅτι ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα εἶναι μία ὁλότητα καί ὡς ἐκ τούτου καθένας εἶναι συνυπεύθυνος γιά τόν ἄλλο, ὅτι τὀ «ὅντως ἐφετόν» εἶναι ὁ Θεός, ἡ πηγή κάθε ἀγαθότητος.
Ὅταν, λοιπόν, ὁ λύχνος τοῦ σώματος, ἤτοι ὁ νοῦς, εἶναι καθαρός δηλαδή δέν εἶναι ὑποταγμένος στήν δουλεία τῶν κτισμάτων, τότε ὅλο τό σῶμα, ὅλη ἡ ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου εἶναι φῶς. Ὅταν ὁ νοῦς ἐγκαταλείψει τόν Θεό τότε σκοτίζεται καί προσκολᾶται στήν ἁμαρτία καί ὁ ἄνθρωπος λόγω τῆς τρεπτότητάς του ὁδηγεῖται στόν θάνατο τῆς ψυχῆς. Γι αὐτό εἶναι ἀπαραίτητη ἡ κατά τούς Πατέρες ἡ «φυλακή (δηλαδή ἐπιφυλακή) τοῦ νοός». Ὁ νοῦς εἶναι ἡ ἡγεμονική δύναμη τῆς ψυχῆς. Ἅλλωστε στους Ἁγίους ἡ ψυχή, κατά τούς Πατέρες, γίνεται ὅλη νοῦς καί αὐτές οἱ Ἀγγελικές δυνάμεις ὀνομάζονται νόες. Ὁμοίως, κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος «μοναχός εἶναι ἔκσταση τοῦ νοός». Ὁ διάβολος κατά τόν Ἅγιο Παΐσιο τόν Ἁγιορείτη δέν μπορεῖ νά βλάψει τόν ἄνθρωπο. Μπορεῖ ὅμως νά τοῦ ὑποβάλει στόν νοῦ μιά ἁμαρτωλη ἰδέα καί ὅταν ὁ ἄνθρωπος συγκατεθεῖ νά τόν ὁδηγήσει σέ πτώση.
Εἶναι φανερό τό πόσο ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ἔχει τόν νοῦν του σέ ἐγρήγορση. Ὁ κόσμος σήμερα ἀλλά καί σέ κάθε ἐποχή εἶναι γεμᾶτος άνθρώπινες θεωρίες καί ἐπινοήσεις καί λανθασμένα συστήματα ἀξιῶν πού ὁδηγοῦν σέ σύγχυση. Στίς μέρες μας η τηλεὀραση εἶναι ἡ θύρα είσόδου στόν νοῦ τῶν ἀνθρώπων κάθε εἴδους πλάνης καί ἁμαρτίας. Προκειμένου νά ἀντισταθεῖ ὁ ἅνθρωπος ὀφείλει νά ἀπαρνηθεῖ τό πνεῦμα τοῦ κόσμου καί νά ἐνστερνισθεῖ τό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας.(«Τοίνυν ἐξερχόμεθα πρός αὐτόν ἔξω τῆς παρεμβολῆς τόν ὀνειδισμόν αὐτοῦ φέροντες» Ἐβρ. 13,13). Ἁπαραίτητη εἶναι ἡ προσευχή γιά τόν ἀγωνιζόμενο Χριστιανό καί ἱδίως ἡ νοερά προσευχή, ἡ εὐχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με». Ἡ εὐχή έπαναφέρει τόν σωστό προσανατολισμό στήν ψυχή τοῦ ἀνθρὠπου, καί ὀδηγεῖ στήν εἴσοδο τοῦ νοῦ στήν καρδιά, δηλαδή στήν ἀποκατάσταση τῆς διασπασμένης ἀπό τό προπατορικό ἁμάρτημα ἑνότητας τῆς ψυχῆς. Ἡ προσευχή δέν εἶναι πολυτέλεια οὔτε προσφέρομε χάρη στόν Θεό μέ αύτήν. Εἶναι ἀναγκαιότητα, τροφή τῆς ψυχῆς καί ὁδηγεῖ στήν κάθαρση τῆς ψυχῆς καί τόν φωτισμό τοῦ ἐσκοτισμένου νοός. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι θεραπευτήριο καί διαθέτει μέ τόν θεσμό τοῦ πνευματικοῦ Πατέρα, τό μυστήριο τῆς μετάνοιας-ἐξομολόγησης καί τή Θεία Εύχαριστία τά μέσα γιά τήν θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου. Ἐπίσης, ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ χῶρος ὀπου πραγματοποιεῖται ὁ σκοπός τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, ἡ θέωση.
Στόν κόσμο συγκρούονται δύο πνεύματα: τόν πνεῦμα τοῦ κόσμου καί τό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας. Στήν Ἐκκλησία, πού εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἄνθρωπος βρίσκει τήν λύτρωση, τό νόημα τῆς ζωῆς, τήν «δικαίωση» κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο, τῆς ὕπαρξής του.
3.
Φῶς τοῦ σώματος εἶναι ὁ ὀφθαλμός
Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))
Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Συναντᾶμε τὸν κόσμο, τὸν γνωρίζουμε μέσα ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις μας· καὶ μὲ τὶς αἰσθήσεις δὲν ἔχουμε μόνο ἐπίγνωση τοῦ κόσμου, ἀλλά ὑπάρχουμε κιόλας σ’ αὐτόν. Ὅλες οἱ αἰσθήσεις μᾶς φέρνουν σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν κόσμο τῶν πραγμάτων γύρω μας, ἀλλὰ ἐπίσης μᾶς δημιουργοῦν ἄμεσα συναισθήματα καὶ ἐντυπώσεις ποὺ κάποιες φορὲς μᾶς ἀλλοιώνουν πολὺ βαθειά.
Ἡ ὅραση μας, γιὰ τὴν ὁποία μιλᾶ ὁ Κύριος στὸ Εὐαγγέλιο Του, εἶναι ὁ μόνος δρόμος ἀπὸ τὸν ὁποῖο μποροῦμε νὰ ἔχουμε ἐπίγνωση τοῦ κόσμου μὲ ἠρεμία, μὲ πλήρη κατάπαυση ὅλων τῶν δυνάμεων τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ ἐπίσης ὑπὸ τὴν προυπόθεση, ὅπως ὁ Κύριος τὸ θέτει, ὁ ὀφθαλμὸς μας νὰ εἶναι ἁπλός, νὰ εἶναι φῶς, ποὺ θὰ ἐπιτρέπει νὰ εἰσέρχεται στὴν συνείδηση μας μόνο τὸ φῶς.
Ἕνας ἀπὸ τοὺς σύγχρονους Ἄγγλους συγγραφεῖς μᾶς δίνει δύο εἰκόνες ποὺ πιστεύω θὰ μᾶς ἐπιτρέψουν νὰ κατανοήσουμε κάτι ἀπὸ αὐτὸ τὸ κείμενο τοῦ Εὐαγγελίου· στὸ μυθιστόρημα του “All Hallows’ Eves”, ὁ Τσάρλς Οΐλιαμς μᾶς παρουσιάζει μιὰ νέα γυναῖκα ποὺ πεθαίνει σ’ ἕνα ἀτύχημα, καί τῆς ὁποίας ἡ ψυχὴ σταδιακὰ βρίσκει τὸν δρόμο πρὸς ἕναν νέο κόσμο.
Βρίσκει τὸν ἑαυτὸ της νὰ στέκεται στίς ὄχθες τοῦ Τάμεση· κοιτᾶ τὰ νερά, καὶ ξαφνικὰ βλέπει τὰ νερὰ, ὅπως δὲν τὰ εἶχε δεῖ ποτὲ στὸ παρελθόν, ὅταν ἡ ψυχή της ἦταν ἕνα μὲ τὸ σῶμα· τότε ἔνοιωθε μιὰν ἀποστροφὴ γιὰ αὺτὰ τὰ μαῦρα, βρώμικα, γλοιώδη νερά, γιατὶ στὴν φαντασία της συνδέονταν ἄμεσα μὲ τὶς αἰσθήσεις καὶ τὶς ἐντυπώσεις.
Ἀλλά τώρα ἡ ψυχή της εἶναι ἐλεύθερη ἀπὸ τὸ σῶμα, καὶ κοιτάζει τὰ νερὰ τοῦ Τάμεση ἐλεύθερα, ὅπως εἶναι, σάν ἕνα γεγονός· βλέπει τὰ νερὰ σὰν αὐτὸ ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι, τὰ νερὰ ἑνὸς ποταμοῦ, ποὺ διασχίζει μιὰ μεγάλη πόλη, μαζεύοντας ὅλη τὴν βρωμιά της καὶ παρασύροντάς την μακριά. Κι ἐπειδὴ δὲν νοιώθει πιὰ τὴν φυσικὴ ἀποστροφὴ τοῦ σώματος ποὺ εἶχε πρίν, οὔτε τῆς φαντασίας, ἡ ψυχὴ της, μέσα ἀπὸ τὴν ἀδιαφάνεια αὐτῶν τῶν νερῶν, μπορεῖ νὰ δεῖ σὲ αὐτὰ ἕνα νέο, ἀκόμα πιὸ καινούργιο βάθος· πιὸ βαθειὰ ἀπ’ αὐτὴν τὴν ἐπιφανειακὴ πυκνότητα, ἀνακαλύπτει ἕνα στρῶμα καθαρότερου νεροῦ, μιά ἡμιδιαφάνεια, καὶ πιὸ βαθιὰ – ἕνα διάφανο στρῶμα καὶ στὸν πυρήνα αὐτῶν τῶν νερῶν ποὺ διασχίζουν τὴν μεγάλη πόλη- κι αὐτή ἡ πόλη καλεῖται νὰ ὀνομαστεῖ μιὰ μέρα ἡ π ό λ η τοῦ Θεοῦ – βλέπει ἕνα ρεῦμα ἀπὸ ἀπίστευτα λαμπερὰ νερά· τὸ νερὸ τῆς αἰώνιας ζωῆς, τὸ ἀρχέγονο νερὸ τῆς δημιουργίας, τὸ νερὸ γιὰ τὸ ὁποῖο μίλησε ὁ Χριστός στὴν Σαμαρείτιδα. Ἐπειδή ἦταν ἐλεύθερη ἀπό κάθε προσωπικὴ ἀπέχθεια καὶ ἀντίδραση, ἡ νεκρὴ γυναῖκα μπόρεσε νὰ δεῖ μέσα ἀπὸ τὸ ἐπιφανειακὸ σκοτάδι, τὰ αὐξανόμενα στρώματα φωτός.
Ἐπειδὴ ἐμπλεκόμαστε συνεχῶς σὲ καταστάσεις ποὺ ἔχουν σὰν κέντρο τὸν ἑαυτό μας, καταφέρνουμε νὰ βλέπουμε μέσα ἀπὸ ἐπίπεδα φωτός, ἕνα σκοτάδι, τὸ ὁποῖο κάποιες φορές δημιουργοῦμε ἤ φανταζόμαστε· ἐπειδὴ τὸ βλέμμα μας εἶναι σκοτεινό, βλέπουμε σκοτάδι καὶ εἴμαστε ἀνίκανοι νὰ δοῦμε τὸ βάθος, τὴν διαύγεια καὶ τὴν λάμψη.
Μιάν ἄλλη εἰκόνα ποὺ βρίσκουμε στὸ ἴδιο βιβλίο εἶναι ἀκόμα πιὸ τραγική. Αὐτὴ ἡ νέα γυναῖκα βλέπει τὸν ἑαυτὸ της νὰ βρίσκεται σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς μεγάλες γέφυρες· ξέρει ὅτι αὐτὴ ἡ γέφυρα δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἄδεια, ὅτι ἄνθρωποι περπατοῦν, λεωφορεῖα τρέχουν, ὑπάρχει ζωή τριγύρω, κι ὅμως δὲν βλέπει καὶ δὲν ἀντιλαμβάνεται τίποτα, ἐπειδὴ ἔχει χωριστεῖ ἀπὸ τό σῶμα της. Μπορεῖ τώρα νὰ δεῖ μόνο ἐκεῖνα τὰ πράγματα, κι ἐκεῖνους τοὺς ἀνθρώπους μὲ τοὺς ὁποίους συνδεόταν ἀγαπητικά, κι ἐπειδὴ δὲν εἶχε ἀγαπήσει παρά μόνο τὸν ἄνδρα της, εἶναι τυφλὴ σὲ ὁτιδήποτε ἄλλο γύρω της, ὑπάρχει μονάχα ἕνα κενό, τίποτα.
Καὶ μόνο ὅταν σταδιακὰ ἀποκτᾶ ἐπίγνωση, μέσα ἀπὸ τὴ μικρὴ ἀγάπη ποὺ εἶχε στὴ ζωή της καὶ μέσα ἀπὸ τὴ σχέση μὲ τὴ μοναδική της ἀγάπη, ὅσο μικρὴ κι ἄν ἦταν, τῆς σχέσης της μὲ ἄλλα πρόσωπα καὶ πράγματα ποὺ τῆς ἦταν ἀγαπητά, ἀρχίζει να βλέπει.
Αὐτός δὲν εἶναι κι ὁ τρόπος πού ζοῦμε; Ζοῦμε μέσα στὸ φῶς καὶ δὲν βλέπουμε τίποτα παρὰ σκιές ποὺ διαβαίνουν ἤ τὸ κενό· πόσες φορὲς ἕνας ἄνθρωπος περνᾶ ἀπὸ τὴ ζωή μας χωρὶς ν’ ἀφήσει κανένα ἴχνος; Περνᾶ ἀπαρατήρητος, παρόλο ποὺ ἔχει μιὰ ἀνάγκη, ἤ μιά ὀμορφιά ποὺ λάμπει· ἀλλὰ ἐπειδή δὲν εἶχε σχὲση μὲ μᾶς, ἡ καρδιά μας δεν βρῆκε κάτι γιὰ ν’ ἀνταποκριθεῖ, κι ἐμεῖς εἴμαστε σὲ μιὰ ἐρημιά, ἀκόμα κι ὅταν μᾶς περιβάλλει πλοῦτος.
Αὐτὸ φαίνεται καὶ στὸν τρόπο ποὺ κοιτᾶμε, δὲν βλέπουμε τίποτα, γιατὶ μόνο ἡ ἀγάπη μᾶς ἀποκαλύπτει τὰ πράγματα· καὶ πάλι μποροῦμε νὰ βλέπουμε μ’ ἕνα σκοτεινὸ καὶ ἁμαρτωλὸ τρόπο· πόσο συχνὰ δίνουμε κακὴ ἑρμηνεία σ΄ αὐτὰ ποὺ βλέπουμε; Ἀντί νὰ τὰ δοῦμε ὅπωςεἶναι, τὰ ἐξετάζουμε μὲ γνώμονα τὴν σκοτεινὴ ψυχὴ μας καὶ τὴ διεστραμμένη ἐμπειρία μας. Πόσο συχνά παρερμηνεύουμε τὶς πράξεις καὶ τὰ λόγια τῶν ἀνθρώπων, γιατὶ τὰ βλέπουμε μὲ ματιὰ ποὺ εἶναι ἤδη σκοτεινή.
Ὅμως, τὰ λόγια τοῦ Κυρίου σήμερα μᾶς καλοῦν νὰ δείξουμε μιὰ στάση ἐξαιρετικὰ προσεκτική ὡς πρὸς τὸν τρόπο ποὺ κοιτάζουμε καὶ βλέπουμε. Πρέπει νὰ θυμόμαστε ὅτι ἄν δὲν βλέπουμε τίποτα αὐτὸ προέρχεται πολὺ συχνὰ ἀπὸ τὴν τυφλότητα μας, ἄν βλέπουμε κακό, αὐτό ὀφείλεται στὸ σκοτάδι μέσα μας, ἄν νοιώθουμε μιάν ἀποστροφή ἀπέναντι σὲ πράγματα, συμβαίνει συχνά λόγω τοῦ τρόπου πού ἑστιάζουμε τὴ ζωὴ μας γύρω ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας καὶ δὲν μποροῦμε νὰ δοῦμε μὲ ἠρεμία, μὲ καθαρότητα καρδιᾶς. Γιατὶ τελικά, δὲν βλέπουμε μόνο μὲ τὰ μάτια μας ποὺ μεταφέρουν ἐντυπώσεις, βλέπουμε ἐπίσης καὶ μὲ τὴν καρδιὰ ποὺ μπορεῖ νὰ δεῖ τὸν Θεὸ μόνο ὅταν εἶναι καθαρή, κι ὄχι μόνο τὸν Θεὸ στὴν μυστηριακή Του ὕπαρξη, ἀλλά τὸν Θεό μέσα ἀπὸ τὴν χάρη καὶ τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὴν εὐλογία. Ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος λέει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει καθαρὴ ματιὰ καὶ καθαρὴ καρδιὰ δὲν βλέπει πλέον τὸ σκοτάδι στὸν κόσμο, γιατὶ αὐτὸ τὸ σκοτάδι ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ τὴν λάμψη τῆς θείας Χάριτος ποὺ ἐνεργεῖ καὶ ἀναπαύεται σ’ ὅλα τὰ πράγματα, ὅσο σκοτεινὰ κι ἄν φαίνονται.
Ἄς πάρουμε τουλάχιστον αὐτὸ τὸ μάθημα ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο. Ἄς φροντίζουμε νὰ βλέπουμε μὲ καθαρότητα, νὰ ἑρμηνεύουμε μὲ καθαρότητα καρδιᾶς καὶ νὰ ἐνεργοῦμε μέ ἀγάπη μέσα μας, καὶ τότε θὰ εἴμαστε ἱκανοί νὰ διακρίνουμε ἐλεύθερα τὴν διαύγεια καί τὴν λαμπρότητα τοῦ κόσμου, καὶ νὰ τὴν ἀγαπήσουμε, νὰ τὴν ὑπηρετήσουμε, καὶ νὰ βρισκόμαστε στὸν τόπο ποὺ μᾶς παραχώρησε ὁ Κύριος, εὐλογώντας στό ὄνομα Του, πιστεύοντας, ἐλπίζοντας, δίχως ποτὲ νὰ σταματήσουμε ν’ ἀγαπᾶμε, ἀκόμα κι ὅταν ἀγάπη σημαίνει νὰ θυσιάζουμε τὴν ζωή μας, εἴτε τὴ ζωὴ τοῦ παλαιοῦ Ἀδὰμ ποὺ πρέπει νὰ πεθάνει γιὰ νὰ ζήσει ὁ νέος Ἀδάμ, ἤ διαφορετικὰ, τὴ ζωή τοῦ Νέου Ἀδάμ ποὺ δίνει τὴ ζωή του γιὰ νὰ μπορέσει ὁ κόσμος καὶ οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι νὰ ζήσουν. Ἀμήν.
4.
Ἡ ἐλπίδα τοῦ χριστιανοῦ (Ρωμ. ε΄1-10)
Καραβιδόπουλος Ἰωάννης (Καθηγητής Πανεπιστημίου)
«Ἀδελφοί, ἀφοῦ ὁ Θεὸς μᾶς ἔσωσε ἐπειδὴ πιστέψαμε, οἱ σχέσεις μας μ’ αὐτὸν ἀποκαταστάθηκαν μὲ τὴ μεσολάβηση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς μᾶς ὁδήγησε μὲ τὴν πίστη στὸ χῶρο αὐτῆς τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ, στὴν ὁποία εἴμαστε στερεωμένοι, καὶ καυχόμαστε γιὰ τὴν ἐλπίδα τῆς συμμετοχῆς μας στὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Μὰ δὲν σταματᾶ ἐκεῖ ἡ καύχησή μας· καυχόμαστε ἀκόμα καὶ στὶς δοκιμασίες, γιατί ξέρουμε καλὰ πὼς οἱ δοκιμασίες ὁδηγοῦν στὴν ὑπομονή, ἡ ὑπομονὴ στὸ δοκιμασμένο χαρακτήρα, κι ὁ δοκιμασμένος χαρακτήρας στὴν ἐλπίδα. Κι ἡ ἐλπίδα τελικὰ δὲν ἀπογοητεύει. Μαρτυρεῖ γι’ αὐτὸ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν ὁποία τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ μᾶς δόθηκε, γέμισε καὶ ξεχείλισε τὶς καρδιές μας. Γιατί ὁ Χριστός, παρ’ ὅλο ποὺ ἤμασταν ἀκόμη ἀνίκανοι νὰ κάνουμε τὸ καλό, πέθανε γιά μᾶς, τοὺς ἀσεβεῖς ἀνθρώπους, στὸν προκαθορισμένο καιρό. Δύσκολα θὰ ‘δινε κανεὶς τὴ ζωὴ του ἀκόμα καὶ γιὰ ἕναν δίκαιο ἄνθρωπο. Ἴσως ἀποφάσιζε κανεὶς νὰ πεθάνει γιὰ κάποιον καλὸ ἄνθρωπο. Ὁ Θεὸς ὅμως ξεπερνώντας αὐτὰ τὰ ὅρια ἔδειξε τὴν ἀγάπη του γιά μᾶς, γιατί ἐνῶ ἐμεῖς ζούσαμε ἀκόμα στὴν ἁμαρτία, ὁ Χριστὸς ἔδωσε τὴ ζωή του γιά μᾶς. Τώρα, λοιπόν, ἀφοῦ ὁ Θεὸς μᾶς ἀπάλλαξε ἀπὸ τὴν καταδίκη, μὲ τὴ μεσολάβηση τοῦ σταυρικοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ, πολὺ περισσότερο ὁ ἴδιος θὰ μᾶς σώσει κι ἀπὸ τὴ μέλλουσα ὀργή. Παρ’ ὅ,τι ἤμασταν ἐχθροὶ μὲ τὸν Θεό, μᾶς συμφιλίωσε μαζί του ὁ σταυρικὸς θάνατος τοῦ Υἱοῦ του· πολὺ περισσότερο τώρα ποὺ συμφιλιωθήκαμε, ἡ ζωή του θὰ μᾶς χαρίσει τὴ σωτηρία» (Ρωμ.5,1-10).
Σὲ ὅλες τὶς ἐποχές, κι ὄχι μόνο στὴ δική μας, ὁ ἄνθρωπος πίστεψε στὴ μεγάλη ἀξία τῶν ἔργων καὶ ἐπιτευγμάτων του. Πίστεψε πὼς μπορεῖ νὰ κατορθώσει τὰ πάντα. Ἀκόμη καὶ ἡ περιοχὴ τῆς θρησκευτικῆς ζωῆς δὲν ἀπετέλεσε ἐξαίρεση. Ὁ Ἀπ. Παῦλος στὴν περικοπή τῆς πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολῆς, ποὺ παραθέσαμε παραπάνω καὶ ποὺ διαβάζεται τὴν Κυριακὴ (Γ΄ Ματθαίου) στὴ Θεία Λειτουργία, ἀντιμετωπίζει εἴτε Ἰουδαίους ποὺ νομίζουν ὅτι σώζονται τηρώντας τὸν Νόμο τοῦ Μωυσῆ καὶ καυχῶνται γι’αὐτό, εἴτε Ἕλληνες-Ἐθνικοὺς ποὺ βλέπουν τὶς ἀρετές τους σὰν τὸ μεγαλύτερο κατόρθωμά τους. Σὲ ὅλους αὐτοὺς τονίζει τὴν ἀκόλουθη ἀλήθεια: Ἡ σωτηρία δὲν μπορεῖ νὰ προέρχεται ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ ἀνθρώπου ὅσο σπουδαῖα καὶ ἀξιοζήλευτα κι ἂν εἶναι αὐτά, ἀλλ’εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ ποὺ προσφέρεται, ὄχι ὡς ὀφειλὴ γιὰ τὰ ἔργα τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλ’ ὡς Χάρη, ποὺ γίνεται πραγματικότητα μὲ τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Τὴν Χάρη αὐτὴ τὴν ἀποδέχεται ὁ ἄνθρωπος μὲ πίστη καὶ εὐγνωμοσύνη.
Τὰ ἔργα τοῦ ἀνθρώπου δημιουργοῦν μέσα του μία αὐτοπεποίθηση, μία καύχηση ποὺ ὁ Ἀπ. Παῦλος τὴν χαρακτηρίζει ὡς «σαρκική», ὄχι μὲ τὴ διαρχικὴ ἔννοια τῆς ἀνθρωπολογικῆς διακρίσεως τοῦ ἀνθρώπου σὲ ψυχὴ καὶ σῶμα ἢ σάρκα, ἀλλὰ μὲ τὴν ἔννοια τῆς ὑποταγῆς του στὴ δύναμη τῆς ἐγωκεντρικῆς αὐτοπεποιθήσεως ποὺ δὲν ἀφήνει περιθώρια σὲ θεϊκὴ δύναμη ποὺ ὑπερβαίνει τὶς ἀνθρώπινες δυνατότητες. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος γίνεται ὁ ἄξονας γύρω ἀπὸ τὸν ὁποῖο περιστρέφονται τὰ πάντα, ἀφήνοντας πολὺ λίγο χῶρο, ἢ πολλὲς φορὲς καὶ καθόλου γιὰ τὸν Θεό, τοῦ ὁποίου ἡ ὕπαρξη δικαιολογεῖται μόνο γιὰ νὰ ἀναγνωρίσει τὴ σπουδαιότητα τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ φαρισαϊκὸ αὐτὸ πνεῦμα κατακεραύνωσε ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς (ἰδίως στὴν παραβολὴ τοῦ τελώνη καὶ φαρισαίου) καὶ στὴ συνέχεια ὁ Ἀπ. Παῦλος μὲ τὶς ἐπιστολές του.
Ἡ «δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ» – μία ἔκφραση ποὺ συνηθίζει ὁ Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν καὶ ποὺ δηλώνει τὴ σώζουσα ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τὴν ἐνσαρκωμένη στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ – ἀποδεικνύει ἀνώφελη κάθε ἐλπίδα τοῦ ἀνθρώπου νὰ σωθεῖ μόνος του χωρὶς τὸν Χριστό, χωρὶς τὴ Χάρη τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας, χωρὶς τὴν ἀναπλαστικὴ δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κι ἂς μὴ σκεφτεῖ κανεὶς ὅτι αὐτὸ μειώνει τὴν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου. Ἀπεναντίας τὴν ἐπαυξάνει, γιατί τὸν κάνει κύριο ἀποδέκτη καὶ περιεχόμενο τῆς λυτρωτικῆς θείας οἰκονομίας. Ἐπειδὴ δὲ ἀκριβῶς ἡ σωτηρία προέρχεται ὄχι ἀπὸ τὸν ἀσθενικὸ ἀνθρώπινο κόσμο ἀλλὰ ἀπὸ τὸν δυνατὸ Θεὸ φέρει τὴν ἐγγύηση τῆς βεβαιότητας καὶ αὐθεντικότητας. Κι ἡ ἐλπίδα γιὰ ἕνα καλύτερο ἐνδοκοσμικὸ ἀλλὰ καὶ ἐσχατολογικὸ μέλλον δὲν εἶναι κενὴ περιεχομένου προσπάθεια νὰ ἀγκιστρωθεῖ ὁ ἀπεγνωσμένος ἄνθρωπος ἀπὸ κάπου, ἀλλ’ ἔχει βέβαιο ἀντίκρισμα. Εἶναι τελικὰ «ἐλπίδα ποὺ δὲν ἀπογοητεύει», κατὰ τὴν ὁρολογία τοῦ Παύλου, γιατί προέρχεται ἀπὸ «τὸν Θεὸ τῆς ἐλπίδας» (Ρωμ. 15,13). Νὰ γιατί ὁ Ἀπόστολος στὴν ἴδια ἐπιστολή, τὴν πρὸς Ρωμαίους, ἀπὸ τὴν ὁποία εἶναι παρμένη ἡ σημερινὴ περικοπή, συνιστᾶ στοὺς ἀναγνῶστες του χαρὰ γι’ αὐτὴν τὴν ἐλπίδα καὶ συγχρόνως ὑπομονὴ γιὰ τὶς προσωρινὲς θλίψεις: «Ἡ ἐλπίδα νὰ σᾶς δίνει χαρά. Νὰ ἔχετε ὑπομονὴ στὶς δοκιμασίες. Νὰ ἐπιμένετε στὴν προσευχὴ» (Ρωμ.12,12).
Τέλος, ἡ ἐλπίδα δὲν εἶναι ἕνα περιφερειακὸ στοιχεῖο τῆς χριστιανικῆς πίστεως ἀλλὰ τὸ κέντρο της. Ἀφαιρώντας κανεὶς τὴν ἐλπίδα ἀπὸ τὸν Χριστιανισμὸ τὸν ἀποδυναμώνει στὸ σύνολό του. Γιατί ἡ ἐλπίδα δὲν ἀποτελεῖ τὸ τελευταῖο ἀποκοῦμπι τοῦ χριστιανοῦ ἀφοῦ ἐξαντληθοῦν ὅλα τὰ ἄλλα, ἀλλὰ ἡ πρώτη καὶ οὐσιαστικὴ δύναμή του.