1.

Μελέτιος Καλαμαρᾶς (Μητροπολίτης Νικοπόλεως καί Πρεβέζης)

Ὁμιλία στὸ εὐαγγέλιο τῆς Β΄ Κυριακῆς τοῦ Ματθαίου ποὺ ἀναφέρεται στὴν κλήση τῶν μαθητῶν (Ματθ. 4, 18-23)

Διασκευασμένη ὁμιλία πού ἔγινε στήν Νέα Κερασοῦντα στίς 26/6/2011.

Τό ξεκίνημα

Ὁ Χριστός ἦλθε νά μᾶς διδάξει τήν ἐπιστροφή στόν Πατέρα κι’ αὐτό ἀκριβῶς δείχνει ἡ ἐνέργειά του νά βαπτισθεῖ ἀπό τόν ἅγιο Ἰωάννη, πού δίδασκε τήν μετάνοια.

Βαπτίσθηκε δηλαδή ὁ Χριστός, γιά νά μᾶς ἀφήσει μέ τό ζωντανό αὐτό παράδειγμά του ὑπόμνηση, ὅτι χρειάζεται νά ἀλλάξουμε μυαλά. Νά τοποθετηθοῦμε ἀπέναντι στό Θεό πρῶτα, στόν ἑαυτό μας καί στή ζωή διαφορετικά. Καί ἀφοῦ βαπτίσθηκε στόν Ἰορδάνη, δίπλα στήν Ἱερουσαλήμ, ἔφυγε ὁ Κύριος καί πῆγε στήν Γαλλιλαία.

Ἡ Γαλιλαία ἦταν ἡ πιό ὑποβαθμισμένη, ἠθικά, πνευματικά καί κοινωνικά περιοχή τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ Ἰσραήλ. Οἱ Ἑβραῖοι τῆς Ἱερουσαλήμ θεωροῦσαν τούς Γαλιλαίους «ὑπόκοσμο». Γι’ αὐτό ὅταν κάποτε ρώτησαν γιά τόν Χριστό: «ἀπό πού εἶναι αὐτός;» καί κάποιοι εἶπαν «ἀπό τήν Γαλιλαία», ἀποφάνθηκαν οἱ φαρισαῖοι: «Καλός ἄνθρωπος ἀπό τήν Γαλιλαία, δέν εἶναι δυνατόν».

Δέν θυμόντουσταν ὅτι ὁ Χριστός γεννήθηκε στήν Βηθλεέμ.

Ἐπῆγε λοιπόν ὁ Χριστός στή Γαλιλαία, δίδασκε, θεράπευε καί ἐκήρυττε.

Τί ἔλεγε;

«Μετανοεῖτε ἤγγικεν ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν».

Τί σημαίνει «μετανοεῖτε»; Ἀλλάξτε μυαλά. Πάψτε νά σκέπτεσθε ὅπως μέχρι τώρα. Ποῦ τά ἔλεγε αὐτά;

Σέ μιά περιοχή πού βασίλευε ἡ ἁμαρτία καί οἱ διαστροφές. Ἡ πλεονεξία καί ἡ καταφρόνηση τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ. Καί γι’ αὐτό, παρατηροῦντο ἐκεῖ οἱ χειρότερες ἀταξίες καί ἁμαρτωλές καταστάσεις, πού ἄνθρωποι εὐλαβεῖς, δέν τίς ἔπιαναν οὔτε στό στόμα τους.

Ἐκεῖ πῆγε ὁ Κύριος. Καί ἐκτός ἀπό τό κήρυγμά του «μετανοεῖτε», ἔκανε καί μιά ἄλλη ἐνέργεια. Βλέποντας κάποιους ἀνθρώπους τούς ἔλεγε:

-Ἀφεῖστε αὐτά πού κάνετε. Ἐλᾶτε κοντά μου. Μιμηθεῖτε με. Περπατᾶτε γιά νά φθάσετε στόν Πατέρα τόν ἐπουράνιο, ἀγαπώντας τό θέλημά του· ἀλλάζοντας μυαλά· ἀφήνοντας τήν ἁμαρτία καί τόν κόσμο.

Γνώρισες τόν Χριστό; Πᾶρε ἀπόφαση

Τό Εὐαγγέλιο πού ἀκούσαμε σήμερα, λέγει ὅτι βρῆκε ὁ Χριστός δύο νέους ἄνδρες, τόν Ἀνδρέα καί τόν Πέτρο καί τούς κάλεσε νά τόν ἀκολουθήσουν. Ἐκεῖνοι ἄφησαν ἀμέσως τόν πατέρα τους καί τήν περιουσία τους. Τήν βάρκα τους καί τά δίχτυα τους μέ τά ὁποῖα ζοῦσαν. Γι’ αὐτούς ὅλος ὁ κόσμος ἦταν τό καραβάκι τους, τά δίχτυα τους καί ἕνα σπιτάκι. Τά ἄφησαν ὅλα γιά νά πᾶνε κοντά στόν Χριστό. Νά ζήσουν γιά τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Ἀπό ἐκείνη τήν ἡμέρα -τό ξέρομε παρακολουθώντας τή ζωή τους μέσα στό εὐαγγέλιο- οἱ δυό αὐτοί ἄνθρωποι ἀκολούθησαν τόν Χριστό γιά πάντα. Ἐδῶ στή γῆ σέ διάφορες περιπέτειες. Ἀλλά ἡ τελική κατάληξη τους ἦταν στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Δοξάστηκαν μέ δόξα θεϊκή.

Τό ἴδιο ἔκανε καί γιά δυό ἄλλους νέους. Τόν Ἰωάννη καί τόν Ἰάκωβο.

-Ἐλᾶτε μαζί μου, τούς εἶπε. Ἐλᾶτε κοντά μου. Ὁ δρόμος αὐτός εἶναι. Ὄχι νά κάνει ὁ καθένας ὅτι τοῦ ὑπαγορεύει τό μυαλό του, ἡ σάρκα του, τά συναισθήματά του, ἀλλά ὅτι τοῦ ὑπαγορεύει τό θέλημα τοῦ Πατέρα μας «τοῦ ἐν οὐρανοῖς».

Πρέπει νά τόν θεραπεύσομε τόν ἄνθρωπο ἀρχίζοντας ἀπό τόν ἑαυτό μας. Ἐλᾶτε κοντά μου νά γίνομε ἁλιεῖς ἀνθρώπων. Νά τούς μαζέψομε, ὄχι ὅπως μαζεύουν οἱ ψαράδες τά ψάρια, γιά τό τηγάνι, ἀλλά νά τούς μαζέψομε γιά τήν αἰώνια ζωή. Γιά τή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.

Ὁ Ἰωάννης καί ὁ Ἰάκωβος τόν ἀκολούθησαν.

Τί σημαίνει αὐτό;

Ὁ ἄνθρωπος ἔχει μυαλό. Κρίση. Ἔχει βούληση. Προτιμᾶ καί ἐπιλέγει. Ἔχει καί πράξη. Προηγεῖται τό μυαλό, γιά νά δεῖ τί θέλει νά κάνει. Νά σκεφθεῖ λίγο, ποῦ θά τόν βγάλει, ἄν συνεχίσει νά πορεύεται «ὅπως πάει ὁ ὅλος ὁ κόσμος», καί ὅπως ὁ ἴδιος βάδιζε μέχρι τώρα…

Ζυγίζει τά πράγματα καί λέει:

-Ἐκεῖ νά πάω ἤ ἐκεῖ; Τί προτιμῶ;

Ζωή γιά τήν κοιλιά, γιά τήν τσέπη, γιά τίς αἰσχρότητες, πού μερικοί τίς ἔχουν σέ προτεραιότητα;

Ἤ ζωή γιά τήν ἀγάπη, τήν καλωσύνη, τήν εἰρήνη τῆς ψυχῆς, πού διδάσκει ὁ Πατέρας μας ὁ ἐν οὐρανῷ; Καί νά κάνω ἕναν ἀγώνα γιά τήν Βασιλεία του, πρῶτα γιά μένα, καί μετά γιά κάποιον ἄλλο; Μέ τό παράδειγμά μου κυρίως. Ἄς εἶμαι ὁ φτωχότερος καί ὁ μικρότερος ἀπό ὅλους.

Μετά τίς σκέψεις αὐτές, ὁ ἄνθρωπος, κάνει τήν ἐπιλογή του μέ τόν τόν ἐσωτερικό του κόσμο, γιά τό πῶς θά συνεχίσει νά ζεῖ.

Τό δίδαγμα τῶν θαυμάτων

Ποιός δέν τό ξέρει, ὅτι μερικά γεροντάκια καί μερικές γριούλες εἶναι οἱ μεγαλύτεροι κήρυκες τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν;

Καί ποιός δέν τό ξέρει, ὅτι κάποια παιδιά στήν ἡλικία τῶν 18 καί τῶν 20 χρόνων, εἶναι κήρυκες τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ἀφοῦ κάνουν τόν σταυρό τους, ὄχι μόνο πάνω στό σῶμα τους, ἀλλά ἐπάνω στήν καρδιά τους καί λένε:

-Ὄχι ζωή ὅπως τήν θέλει ὁ κόσμος. Ἀλλά ὅπως τήν θέλει ὁ Θεός. Μέ σεμνότητα, μέ ἐγκράτεια, μέ εὐσέβεια. Καί μέ ἀφοσίωση στό Θεό.

Μά ἐπειδή αὐτά εἶναι λίγο δύσκολα γιά τό μυαλό καί τήν ἀπόφαση τοῦ ἀνθρώπου, κατέβηκε ὁ Χριστός καί ἔδειξε τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ «ἐν δυνάμει».

Τί ἔβρισκε στή Γαλιλαία; Ἀρρώστειες, κακίες, δαιμόνια. Νά ἕνας παράλυτος…

Γιατί ἔφτειαξε ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο;

Παράλυτος νά εἶναι ἤ γεμάτος ὑγεία; Στό σῶμα, στήν ψυχή καί στό πνεῦμα;

Ἕνας ἔχει Ἀλτσχάιμερ. Παρέλυσε ὄχι μόνο τό σῶμα του, μά καί τό μυαλό του. Πόσες ἄλλες καταστάσεις βλέπομε, πού καί μόνο νά τίς σκεφθεῖ κανείς τόν πιάνει κατάθλιψη;

Καί λέμε κάνοντας τόν Σταυρό μας: «οὔτε στό χειρότερο ἐχθρό μου Κύριε, τέτοια πράγματα. Ἐλέησε τόν κόσμο σου». Ἀλλά νά. Στέκει ὁ Χριστός δίπλα στόν παράλυτο, καί τοῦ λέει: «Σήκω, συχωρεμένες οἱ ἁμαρτίες σου». Μά ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν εἶναι ἀποκλειστικά ζήτημα τοῦ Θεοῦ.

Καί ὁ Χριστός συνεχίζει:

-Σήκω παιδί μου καί περπᾶτα, γιά νά καταλάβουν αὐτοί πού τά μετρᾶνε ὅλα μέ τό ὑποδεκάμετρο καί μέ τό ζύγι, ὅτι ἦλθε ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Καί ὁ ἄνθρωπος ὑπακούοντας, ἤ μᾶλλον μέ τήν δύναμη τοῦ λόγου τοῦ Χριστοῦ, ἔγινε καλά.

Αὐτά τί ἦταν;

Ἦταν μιά δύναμη πού ἔκανε τόν ἄνθρωπο νά λέει:

-Τοῦτο, (τό μυαλό) δέν τά ξέρει ὅλα. Ἡ σκέψη μας ὅπως τήν κάνομε, δέν ἔχει ἀξία μπροστά στή σοφία τοῦ Θεοῦ, ἀπό τήν στιγμή πού βλέπομε τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ καί τήν Βασιλεία του στόν κόσμο. Θεραπεύει τόν παράλυτο, ἀνασταίνει τόν πεθαμένο ἐδῶ καί τέσσερες μέρες Λάζαρο. Δέν ἰσχύει ἡ λογική τοῦ ἀνθρώπου μπροστά στή λογική τοῦ Θεοῦ.

Ἐγώ διαλέγω τήν λογική τοῦ Θεοῦ, καί θέλω νά προχωρήσω μέ τήν λογική τοῦ Θεοῦ, μά θέλω καί δύναμη γιά νά τήν ἀκολουθήσω. Γιά νά κάνω ἀπό δῶ καί πέρα ζωή πιό ἤρεμη, πιό ἥσυχη· εὐλαβή. Μακρυά ἀπό πάθη καί ἁμαρτίες. Ἔξω ἀπό τή διάθεση πού λέει: «Ὅλους νά τούς ἔχεις παιχνιδάκια στά χέρια σου. Γιά τίς δικές σου ὀρέξεις».

Ὄχι! Τό θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅτι εἶναι παιδιά του ὅλοι. Ἐγώ σάν παιδί τοῦ Θεοῦ, θά τούς ἀγαπῶ. Καί θά θέλω νά τούς ὑπηρετήσω ὅλους. Μέ ἀγάπη. Σάν μικρότερος. Τότε ὁ ἄνθρωπος γίνεται εἰκόνα τοῦ Θεοῦ.

Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἀδελφός τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ὄχι μόνο καλές σκέψεις

Αὐτό εἶναι τό μήνυμα πού ἔφερε ὁ Κύριος μας, μέ τήν κλήση τῶν τεσσάρων ἀποστόλων.

Ναί. Πῆγαν κοντά του, μά δέν ἔπαυσαν νά εἶναι ἄνθρωποι ὅπως ἦταν μέχρι τότε. Δέν εἶχαν ἀλλάξει ἀκόμη. Τί ἄλλαξαν; Μυαλά. Κρίση. Ὅλος ὁ ἄλλος ἄνθρωπος ἦταν ὁ παληός ἄνθρωπος.

Δέν ἀρκεῖ μόνο νά ἀλλάξεις σκέψη. Πρέπει νά ἁρπάξεις τόν ἑαυτό σου μέ χέρια ἀτσάλινα, καί νά πεῖς σέ κάθε μέλος τοῦ σώματος σου: «Ἀπό δῶ καί πέρα, στό σωστό δρόμο».

Τό ἴδιο νά πεῖς στήν καρδιά καί στόν νοῦ σου. Στήν γλώσσα, στά μάτια, στά αὐτιά.

Ὁ Χριστός πού κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό στή γῆ, γιά νά μᾶς γλυτώσει ἀπό τόν θάνατο, ἀπό τόν διάβολο, ἀπό τά πάθη, πού φέρνουν ἐδῶ στή γῆ τήν διάλυση, καί στήν αἰώνια ζωή τήν αἰώνια ἀπώλεια, αὐτός ὁ Χριστός μᾶς εἶπε:

«Πρώτη ἐνέργεια σας νά εἶναι ἡ ἀπόφαση: Ναί, θέλω νά ἀκολουθήσω τόν Χριστό στό δρόμο του πρός τήν Βασιλεία τοῦ Πατέρα μας τοῦ ἐν οὐρανοῖς».

Ἡ ἀρχή της πνευματικῆς ζωῆς

Ἔπειτα νά κάνω αὐτό πού πρέπει, γιά νά ὑποταχθῶ στό νόμο τοῦ Θεοῦ. Νά ψάξω νά τόν βρῶ, νά τόν διαβάσω, νά τόν κατανοήσω, νά γεμίσει ἡ καρδιά μου καί ἡ σκέψη μου μέ τόν νόμο τοῦ Θεοῦ. Καί νά σφίγγω τήν καρδιά μου, νά σφίγγω τόν ἑαυτό μου, γιά νά τηρῶ τό ἅγιο τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Τί γίνεται ὅταν τό κάνομε;

Ὅταν ἀκολουθοῦμε τόν δρόμο τοῦ κόσμου τούτου, ἀπό τό πρωί μέχρι τό βράδυ ταραχή καί κακία. Καί ἡ συνείδηση συνέχεια φωνάζει:

-Δέν ντρέπεσαι τόν ἑαυτό σου; Τόν Θεό δέν τόν ντρέπεσαι, τόν ἑαυτό σου, δέν τόν κοιτάζεις ποτέ στόν καθρέφτη πού λέγεται «τό θέλημα τοῦ Θεοῦ»; Δέν ἔχεις τό θάρρος νά τόν κοιτάξεις; Πῶς ζεῖς;

Ὅταν ὅμως βάλομε ὁδηγό μας τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, παίρνομε ἕνα ψαλιδάκι καί ψαλιδίζομε κάθε τόσο ἀπό λίγο –μιά τρίχα ἔστω ἀπό τίς κακίες μας, καί μετά ἀπό λίγο βρισκόμαστε νά ἔχομε μιά ἀγγελική κατάσταση.

Γιατί; Γιατί κάθε φορά πού ὁ ἄνθρωπος κάνει ἕνα ἐλάχιστο γιά τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, λέει τό λογικό του:

-Αὐτό τό κατόρθωσες. Γιατί νά μή κατορθώσεις καί ἐκεῖνο; Λίγη καλή θέληση χρειάζεται. Προσπάθησε καί τό ἔφτασες.

Γι’ αὐτό λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες: Ποιό εἶναι τό πιό εὔκολο ξεκίνημα γιά τήν πνευματική ζωή; Λίγη νηστεία καί προσευχή. Αὐτό εἶναι!

Παρασκευή σήμερα, λές. Δέν εἶναι ἀνάγκη νά φᾶμε κρέας οὔτε τυριά. Τό κατάφερα νά περάσω μέ νηστίσιμα. Πῶς δηλαδή; Ἔπρεπε νά εἶμαι σάν τό γατάκι πού ἅμα τοῦ δώσεις ψάρι τρελλαίνεται; Ἄνθρωπος εἶμαι.

Ἀπό ἐκεῖ καί πέρα, ἔμαθες πῶς εἶσαι δυνατός καί ξεκινᾶς νά πολεμᾶς τό ὁποιοδήποτε πάθος. Τοῦ σώματος, τῆς καρδιᾶς καί τοῦ πνεύματος. Καί τό νικᾶς.

Ἔτσι μᾶς δίδαξε ὁ Χριστός νά πορευόμαστε. Αὐτό ἔκαναν οἱ μαθητές του. Στήν ἀρχή, ἀνθρωπάκια ἦταν. Κοντά του, μέρα μέ τήν ἡμέρα ἔγιναν ἄγγελοι. Ἤ μᾶλλον καλύτεροι ἀπό τούς ἀγγέλους. Θέλει κουβέντα, ὅτι ὁ ἅγιος ἀπόστολος Ἰωάννης ἦταν καλύτερος ἀπό τούς ἀγγέλους μέ τήν ἀγάπη, τήν ἁγνότητα καί τήν σεμνότητα πού εἶχε;

Αὐτό γίνεται ἄνθρωπος κοντά στόν Χριστό.

Νά μᾶς ἀξιώσει ὁ Θεός!

Καί νά μᾶς φωτίζει, νά μᾶς ἐλεεῖ, νά μᾶς προφυλάσσει ἀπό τίς λαθεμένες ἀξιολογήσεις. Ἀμήν.

2.

Τὸ κάλεσμα τῶν Ἀποστόλων

Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))

Ἀπὸ μιὰ ἑνοριακὴ ὁμιλία τῆς 5ης Δεκεμβρίου 1972.

Εἶναι βασικὸ γιὰ ἐμᾶς νὰ κατανοήσουμε τὴ σχέση ποὺ ὑπάρχει ἀνάμεσα στὸν Χριστὸ καὶ τοὺς ἀποστόλους. Ἄν μελετᾶτε τὸ Εὐαγγέλιο, θὰ δεῖτε ὅτι οἱ Ἀπόστολοι καὶ ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς γεννήθηκαν καὶ ἔζησαν στὴν ἴδια περιοχή. Ὁ Χριστὸς ἦρθε νὰ ζήσει σὰν παιδὶ στὴν Ναζαρέτ∙ οἱ Ἀπόστολοι ἔζησαν ὅλοι γύρω ἀπὸ τὸν τόπο Του. Δὲν γνωρίζουμε τίποτα ἀπὸ τὰ νεανικὰ χρόνια αὐτῶν τῶν ἀνδρῶν, ἀλλὰ ἄν σκεφτοῦμε ὅτι ἡ Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας βρισκόταν σὲ ἀπόσταση μικρότερη τῶν 4 μιλίων ἀπὸ τὴν Ναζαρέτ, ὅτι ὅλες οἱ πόλεις καὶ τὰ χωριὰ, ὅπου ὁ Πέτρος, ὁ Ἀνδρέας, ὁ Ἰωάννης καὶ ὁ Ἰάκωβος καὶ οἱ ἄλλοι μαθητὲς ἔζησαν, βρίσκονταν γύρω ἀπὸ τὸ ἴδιο μέρος, μποροῦμε νὰ φανταστοῦμε ὅτι εἶχαν συναντήσει δεῖ καὶ ἀκούσει τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ ὡς παιδὶ καὶ ὡς νέο.

Δὲν γνωρίζουμε κάτι γιὰ τὴν ἐπιρροὴ τῆς προσωπικότητας Του, καθὼς μεγάλωνε ἁρμονικὰ εἰς ἄνδρα τέλειον, ἀπὸ ἀπόψεως πνευματικῆς σοφίας καὶ ἀρετῆς, ἀλλὰ ὑπῆρχαν μεταξύ τους δεσμοὶ οἰκειότητας. Οἱ μαθητὲς τοῦ Ἰωάννη, ὁ Ἀνδρέας καὶ ὁ Ἰωάννης, ἦταν μαθητὲς ἑνὸς ἐξαδέλφου τοῦ Κυρίου. Ὁ Ἰάκωβος ἦταν ἀδελφὸς τοῦ Ἰωάννη, ὁ Πέτρος ἦταν ἀδελφὸς τοῦ Ἀνδρέα. Ὅταν πρῶτοι συνάντησαν τὸν Χριστὸ, ἀναζήτησαν τοὺς φίλους τους Ναθαναήλ καὶ Φίλιππο. Ἀκόμα τὰ λόγια τοῦ Ναθαναήλ: «Μπορεῖ κάτι καλὸ νὰ προέλθει ἀπὸ τὴν Ναζαρέτ;» δὲν εἶναι παράξενα. Τι θὰ ἔλεγε ὁ κάθενας μας, ἄν τοῦ ἔλεγαν ὅτι ὁ Θεὸς ὁ ἴδιος ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ζεῖ σ’ἕνα χωριὸ 4 μίλια μακριὰ ἀπὸ τὸ χωριό του;

Καὶ ἔπειτα ὑπάρχει μιὰ ὁλόκληρη πορεία ποὺ μποροῦμε ν’ ἀκολουθήσουμε στὰ Εὐαγγέλια, ὅπου μπορεῖ κάποιος νὰ δεῖ πῶς σταδιακὰ οἱ μαθητὲς ἀνακαλύπτουν τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, πῶς σταδιακά ἔρχεται πιὸ κοντὰ τους. Καὶ μιὰ μέρα, ἡ σχέση τους μαζί Του εἶναι τέτοια ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ Τὸν ἀφήσουν ἀκόμα καὶ καὶ ἄν τὸ ἤθελαν. Ὅταν οἱ περισσότεροι μαθητές Του τὸν ἐγκατέλειψαν, ὁ Κύριος εἶπε στοὺς δώδεκα: «Θὰ φύγετε κι ἐσεῖς;» κι ὁ Πέτρος ἀπάντησε: «Ποῦ νὰ πᾶμε; Τὰ λόγια Σου εἶναι λόγια ζωῆς αἰωνίου». Αὐτὴ ἡ σχέση ἀνάμεσα στοὺς μαθητές καὶ τὸν Χριστὸ, ποὺ ἴσως ἄρχισε μέσα ἀπο τὴ φιλία,κατόπιν ἐξελίχθηκε σὲ θαυμασμὸ, γιὰ ν’ἀναπτυχθεῖ σὲ σχέση ἀνάμεσα στοὺς μαθητὲς μὲ τὸν Διδάσκαλο καθ’ὁδὸν πρὸς τὸν Καίσαρα Φίλιππο, ἀναγνωρίζεται καὶ ὁμολογεῖται ἀπὸ ἕναν ἀπ’ αὐτοὺς ὡς δῶρο τοὺ Θεοῦ: «Εἶσαι ὁ Χριστὸς, ὁ Υἱὸς τοῦ Ζωντανοῦ Θεοῦ».

Εἶναι μιὰ τόσο βαθιὰ, τόσο τέλεια, τόσο ὁλοκληρωμένη σχέση, ἔτσι ποὺ ὅταν ἀκόμα ὁ τρόμος τοὺς συνέχει, δὲν μποροῦν νὰ Τὸν ἀφήσουν. Ὅταν ὁ Χριστὸς λέει στοὺς μαθητὲς Του ὅτι πηγαίνει στὴ Βηθανία, ἐπειδὴ πέθανε ὁ Λάζαρος, οἱ μαθητές Τοῦ λένε: «Ἐπιστρέφεις στὴν Ἰουδαία; Δὲν σκοπεύουν νὰ σὲ σκοτώσουν;» Κι ἕνας λέει: «Ἄς πᾶμε καὶ ἄς πεθάνουμε μαζὶ Του». Καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ Θωμᾶς, ἐκεῖνος ποὺ τόσο συχνὰ λογίστηκε σὰν ἄπιστος. Ὄχι, δὲν ἦταν ἄπιστος. Ἦταν ἕτοιμος νὰ ζήσει καὶ νὰ πεθάνει μὲ τὸν Διδάσκαλο του, ἀλλὰ δὲν εἶναι προετοιμασμένος νὰ δεχτεῖ μὲ εὐκολία τὰ νέα τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ, μ’ ὅ,τι συνεπάγεται τὸ ζωηφόρο μήνυμα αὐτῆς, χωρίς νὰ εἶναι σίγουρος – ἐπειδὴ ὅταν ὁ Χριστὸς πέθανε στὸν Σταυρὸ, οἱ μαθητές Του σκορπίστηκαν φοβισμένοι γιὰ νὰ κρυφτοῦν, καὶ ὅμως ἦταν δεμένοι μ’ Ἐκεῖνον ὡς τὰ μύχια τῆς καρδιᾶς, τοῦ νοῦ καὶ τῆς ψυχῆς τους, ἔνοιωθαν ὅτι ἡ Ζωή ἔπαψε νὰ ὑπάρχει στὸν κόσμο, στὴν ζωή τους. Αὐτὸ μᾶς συμβαίνει ὅταν κάποιο ἀγαπητό πρόσωπο πεθαίνει. Τότε ἀνακαλύπτουμε ὅτι ἐπειδὴ πέθανε, κάθε τι, ρηχό, τετριμμένο, μικρό, πολὺ ἀσήμαντο, γιὰ νὰ εἶναι τόσο σημαντικὸ ὅσο ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος, χάνει κάθε νόημα. Ἀπομακρυνόμαστε ἀπ’ αὐτὸ, γινόμαστε τόσο σπουδαῖοι ὅσο ὁ τρόπος ποὺ ἀντιλαμβανόμαστε τὴ ζωὴ καὶ τὸ θάνατο.

Αὐτὸ εἶναι ποὺ τοὺς συνέβη, ἀλλὰ τότε δὲν ὑπῆρχε ζωὴ, ὑπῆρχε μόνο ἔνας καταστρεπτικὸς,συντριπτικὸς θάνατος. Δὲν μποροῦσαν πιὰ νὰ ζοῦν, ἐπειδὴ ἡ Ζωὴ εἶχε φύγει ἀπὸ τὴ ζωή τους, ἀλλὰ μποροῦσαν νὰ συνεχίσουν νὰ ὑπάρχουν. Κι ὅμως ξαφνικὰ ἀνακάλυψαν ὅτι ὁ Χριστὸς ἦταν ζωντανός καὶ ὅτι μποροῦσαν νὰ ζοῦν καὶ ἀκόμη περισσότερο, ὅτι, κατὰ ἕνα μυστηριώδη τρόπο, ἐπειδὴ εἶχαν πεθάνει τόσο βαθιὰ καὶ ὁλοκληρωτικά μέσα ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἑνότητα μαζί Του, μποροῦσαν, μέσα ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἑνότητα – τὴ δική Του καὶ μαζὶ τὴ δική τους- νὰ εἶναι ζωντανοὶ, ἀλλὰ ζωντανοὶ μὲ ἀδιάσειστη τὴ βεβαιότητα ὅτι κανένας θάνατος δὲν μπορεῖ πλέον νὰ τοὺς ἀποκλείσει ἀπὸ τὴ ζωή, καμιὰ μορφὴ θανάτου∙ ὁ θάνατος εἶχε ἠττηθεῖ. Αὐτὸ εἶναι ποὺ ψάλλουμε τὸ Πάσχα, αὐτὸ διακηρύττουμε ὡς Εὐαγγέλιο. Ἡ ζωὴ ἔχει θριαμβεύσει, ὁ θάνατος δὲν ἔχει δύναμη ἐπάνω μας· τὸ σῶμα μας δὲν ἔχει τὴ δύναμη νὰ μᾶς νικήσει ὅταν θὰ πεθάνει. Αὐτὴ εἶναι μία ἀπὸ τὶς κύριες μαρτυρίες τῶν ἀποστόλων· δὲν ἦταν ἁπλὰ τόσο πιστοὶ ὥστε νὰ εἶναι ἕτοιμοι νὰ πεθάνουν, ἀλλὰ ἦταν τόσο βέβαιοι ἀπὸ μιὰν ἐσωτερικὴ βεβαιότητα, ἀπὸ τὴν αἰωνιότητα ποὺ ἀναβλύζει ἀπὸ μέσα τους, ἀπὸ τὴ νίκη μέσα τους τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, ὅτι δὲν ὑπάρχει πλέον θάνατος. Κάποιος μπορεῖ εἰρηνικὰ ν’ ἀφήσει ὅ,τι εἶναι ἐφήμερο, καθὼς λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Γιὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο θάνατος δὲν σημαίνει ὅτι ἀπεκδύεται τὴν ἐφήμερη ζωή, σημαίνει ὅτι ζεῖ τὴν αἰωνιότητα, τὴν αἰωνιότητα ποὺ πραγματοποιεῖται ἤδη ἀπὸ τώρα, ὅπως ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ, ἀγωνιζόμενος νὰ τὴν κάνει πραγματικότητα σ’ αὐτὸ ποὺ ἀποκαλεῖ σῶμα τῆς ἁμαρτίας.

3.

Ἡ κλήση τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου

Καραγιάννης Νικάνωρ (Ἀρχιμανδρίτης)

Ὁ Χριστὸς ἀναζητᾶ καὶ καλεῖ τοὺς πρώτους μαθητὲς Του «παρὰ τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας», μέσα σὲ ἕνα περιβάλλον καθημερινὸ καὶ ἁπλό, μὲ ἐλεύθερο φυσικὸ ὁρίζοντα. Οἱ πρῶτοι στοὺς ὁποίους ἀπευθύνεται εἶναι ἄνθρωποι τοῦ καθημερινοῦ μόχθου, γνήσιοι καὶ ἀληθινοὶ καί, ὡς ἐκ τούτου, ἀνεπιτήδευτοι, ἂν καὶ μὲ διαφορετικὴ ἰδιοσυγκρασία μεταξύ τους.

Ἡ κλήση τοῦ Χριστοῦ

Ὁ Θεὸς μᾶς καλεῖ στὴν ὕπαρξη, ἐπειδὴ μᾶς ἀγαπᾶ, πρὶν ἀκόμη μᾶς δημιουργήσει, γι’ αὐτὸ καὶ μᾶς γνωρίζει, πρὶν μᾶς φέρει στὴ ζωή. Αὐτὸς ποὺ μᾶς καλεῖ εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Χριστός. Δὲν μᾶς καλεῖ στὴν ὕπαρξη, γιὰ νὰ γεννηθοῦμε καὶ νὰ πεθάνουμε, ἀλλὰ γιὰ νὰ ζήσουμε καὶ νὰ σωθοῦμε, δηλαδὴ γιὰ νὰ ἑνωθοῦμε μαζί Του σὲ μία ἀτέλειωτη ζωή. Ἡ κλήση τοῦ Χριστοῦ στὸ γεγονὸς τῆς Ἐκκλησίας, στὴν πραγματικότητα τῆς σωτηρίας, εἶναι ἕνα μυστήριο, ἔργο τοῦ θελήματος καὶ τῆς πρόγνωσης τοῦ Θεοῦ. «Οὐχ ὑμεῖς με ἐξελέξασθε, ἀλλ’ ἐγὼ ἐξελεξάμην ὑμᾶς» (Ἰω. 15,16), δὲν μὲ διαλέξατε ἐσεῖς, ἀλλὰ ἐγὼ σᾶς διάλεξα. Αὐτὸ τὸ κάλεσμα ἀπευθύνεται στὸν κάθε ἄνθρωπο ξεχωριστά, μὲ διαφορετικὸ τρόπο, ἀλλὰ μὲ κοινὸ σκοπό, τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ Θεὸς μᾶς διαλέγει καὶ μᾶς ἐκλέγει, ὅταν Ἐκεῖνος μᾶς καλεῖ, σέβεται τὴν ἰδιαιτερότητα τῆς προσωπικότητάς μας. Δὲν παραβλέπει τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς εἶναι μοναδικὸς καὶ ἀνεπανάληπτος. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν καταργεῖ τὴν ἐλευθερία μας, δὲν μᾶς ἰσοπεδώνει καὶ δὲν μᾶς ἐξισώνει, γιατί ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ δὲν κατασκευάζει πανομοιότυπους ἁγίους.

Μέσα στὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας καλούμαστε νὰ χωρέσουμε ὅλοι, κλειστοὶ καὶ ἀνοιχτοὶ τύποι χαρακτήρων, πρόσχαροι καὶ σοβαροί, ἐπιεικεῖς καὶ αὐστηροί, εὐαίσθητοι καὶ δυναμικοί, ὅποιοι καὶ ἂν εἴμαστε ἐμεῖς, ὅποιοι καὶ ἂν εἶναι oι ἄλλοι, oἱ διαφορετικοὶ ἀπὸ ἐμᾶς. Οἱ μαθητὲς δέχθηκαν ἀμέσως τὴν κλήση τοῦ Χριστοῦ, ἀνταποκρίθηκαν αὐθόρμητα καὶ ὁλοκληρωτικά. Γιατί, ἄραγε; Ἐπειδὴ ἦταν καλοπροαίρετοι ἄνθρωποι. Ἡ ἀπάντησή τους στὴν κλήση τοῦ Χριστοῦ ἦταν πράξη ὑπακοῆς.

Ἐμπιστεύθηκαν τὸν Χριστὸ καὶ παραδόθηκαν στὸ θέλημά Του καὶ στὴν ἀγάπη Του. Ἐδῶ, λοιπόν, ὁ δρόμος πρὸς τὸν Χριστὸ εἶναι ἕνας καὶ μοναδικός, ἡ ὑπακοὴ στὴν κλήση Του.

Ἡ κλήση τοῦ Θεοῦ εἶναι πάντα βαθύτατα προσωπική. Ἀγγίζει τὸ κέντρο τοῦ ἑαυτοῦ μας, τὸν πυρήνα τῆς ὕπαρξής μας. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι μία νεφελώδης φιλοσοφία οὔτε μία ἀκατανόητη, ὑψηλὴ καὶ φλύαρη θεολογία, ὅπως, δυστυχῶς, κάποτε τὸν παραμορφώνουμε καὶ τὸν κακοποιοῦμε ἐμεῖς. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ἔχει πάντοτε ἀμεσότητα μὲ τὰ ἐνδιαφέροντα καὶ τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἀναφέρει πολλὲς φορὲς τὸ Εὐαγγέλιο. Ἀρκεῖ νὰ θυμηθοῦμε ὅτι στοὺς ἀκροατές Του ποὺ σκέφτονται τὸν θερισμό, μιλᾶ γιὰ τὸν πνευματικὸ θερισμό. Στὴ Σαμαρείτιδα ποὺ πῆγε γιὰ νερὸ στὸ πηγάδι, κάνει λόγο γιὰ τὸ «ὕδωρ τὸ ζῶν». Στοὺς ψαράδες ποὺ τοὺς ἀπασχολεῖ ἡ ἐργασία τους, τοὺς μιλᾶ γιὰ μία διαφορετικὴ παράδοξη καὶ θαυμαστὴ ἁλιεία.

Ἡ ἀπάντηση στὴν κλήση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐλευθερία

«Οἱ δὲ ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν τὸν Χριστό». Ἐγκατέλειψαν τὰ πάντα καὶ ἀκολούθησαν τὸν Χριστό. Δὲν ἦταν μὲ κανέναν καὶ μὲ τίποτε στὸν κόσμο τόσο δεμένοι ὅσο μπόρεσαν νὰ δεθοῦν μὲ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ παραδοθοῦν στὴν ἀγάπη Του. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅποιος ἀκολουθεῖ πραγματικὰ τὸν Χριστὸ δὲν προτρέχει οὔτε στέκεται μακριά του, ἀλλὰ ἀπελευθερώνεται ἀπὸ κάθε δέσμευση μὲ πρόσωπα, πράγματα καὶ καταστάσεις καὶ ζεῖ μιὰ καινούργια πραγματικότητα. Βιώνει τὴν ἐσωτερικὴ ἐλευθερία, ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴν ἀκλόνητη πίστη καὶ βεβαιὸτητα ὅτι ἔχει βρεῖ τὴν ἀλήθεια ποὺ ἐλευθερώνει ἀπὸ ὅλα ὅσα καθημερινὰ τὸν περικυκλώνουν.

Πράγματι, ὅσο ὡριμάζουμε καὶ ὁλοκληρωνόμαστε ἐσωτερικά, συνειδητοποιοῦμε ὅτι ἡ πολυσυζητημένη ἐλευθερία τὴν ὁποία ὁ κόσμος ἐπιδιώκει καὶ ὁ πολιτισμὸς προβάλλει ὡς βασικὸ σύνθημα εἶναι ἐξωτερική, σχετικὴ καὶ περιορισμένη. Γιατί εἴμαστε αἰχμάλωτοι τῶν περιστάσεων καὶ τῶν συνθηκῶν μέσα στὶς ὁποῖες ζοῦμε, τῆς κληρονομικότητας καὶ τῆς ἰδιοσυγκρασίας μας, τοῦ περιβάλλοντός μας, ἀλλὰ καὶ ὁτιδήποτε ἄλλου μᾶς δεσμεύει καὶ μᾶς ὑποτάσσει σ’ αὐτό. Ἄλλωστε, δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ὅτι δὲν εἴμαστε ἐλεύθεροι στὰ σύνορά τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Κανεὶς δὲν μᾶς ρωτᾶ πότε, ποῦ καὶ ἀπὸ ποιοὺς θὰ ἔρθουμε στὴ ζωή, ἀλλὰ οὔτε πότε, ποῦ καὶ μὲ ποιὸ τρόπο θὰ φύγουμε ἀπὸ αὐτὴν.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, μόνο ὅταν θεληματικὰ ὑποταχθοῦμε στὴν κλήση τοῦ Χριστοῦ, μποροῦμε νὰ ἀπελευθερωθοῦμε ἀπὸ κάθε δουλεία στὴν ὁποία εἴμαστε φυλακισμένοι, γιὰ νὰ ζήσουμε τὴν «ἐλευθερία τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ». Ἀμήν.

4.

Ἡ κλήση τῶν μαθητῶν

Ἰωὴλ Φραγκᾶκος (Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας)

«Ἐκάλεσεν αὐτοὺς»

Στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ὁ Χριστὸς προσκαλεῖ τοὺς τέσσερις πρώτους μαθητὲς νὰ Τὸν ἀκολουθήσουν, τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἀνδρέα ἀλλὰ καὶ τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη, τοὺς ἀδελφούς. Στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια δυὸ φορὲς φαίνεται νὰ καλεῖ ὁ Χριστὸς τοὺς μαθητὲς αὐτούς. Ἡ πρώτη κλήση ἦταν δοκιμαστική, ἐνῶ ἡ δεύτερη ὁριστικὴ καὶ γίνεται στὸ χρονικὸ διάστημα ποὺ ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς εἶχε δολοφονηθεῖ ἀπὸ τὸν Ἡρώδη. Ἡ σημερινὴ κλήση ποὺ περιγράφεται στὸ ἀνάγνωσμα εἶναι ἡ δεύτερη, ποὺ ὅπως εἴπαμε εἶναι καὶ ἡ ὁριστική.

Ἡ ποιότητα ζωῆς τῶν Ἀποστόλων

Τί ἄνθρωποι ἦταν αὐτοὶ οἱ ψαράδες ποὺ κάλεσε ὁ Κύριος γιὰ νὰ γίνουν μαθητές του; Ἦταν ἄνθρωποι ταπεινοί, ἀγράμματοι καὶ ἀφανεῖς κοινωνικά. Δὲν ἀνῆκαν στὴν τάξη τῶν Φαρισσαίων καὶ τῶν νομικῶν. Ὁ Βασίλειος ὁ Σελευκείας παρατηρεῖ: «ζητώντας ὁ Κύριος ἀνθρώπους νὰ παιδεύσουν τὴν οἰκουμένη παρέβλεψε πόλεις, δήμους καὶ βασιλεῖες. Ἀπεστράφη τοὺς ἀνθρώπους τοῦ πλούτου, τοὺς ρήτορες, «ἐμίσησε κράτος ρητόρων»… «Ὁ Κύριος μὲ τὸν τρόπο τῆς κλήσεως τῶν πρώτων εἶναι σὰν νὰ ἔλεγε στοὺς ἀνθρώπους: «ἁλιεῖς, οὐ βασιλέας ζητῶ». Ὁ Ματθαῖος γράφει πὼς ὁ Κύριος τοὺς βρῆκε «ἐν τῷ πλοίῳ μετὰ Ζεβεδαίου τοῦ πατρὸς αὐτῶν καταρτίζοντας τὰ δίκτυα αὐτῶν» (Ματθ. 4,21). Διόρθωναν τὰ δίχτυά τους «μὴ δυνάμενοι ὠνήσασθαι ἕτερα», δηλ. δὲν μποροῦσαν νὰ ἀγοράσουν ἄλλα, κατὰ τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο. Ἦσαν ἄνθρωποι ποὺ εἶχαν ἀγάπη μεταξύ τους. Ὅλοι μαζὶ ψάρευαν, ὅλοι μαζὶ διόρθωναν τὰ δίχτυα. Πατέρας καὶ παιδιὰ ἐργαζόντουσαν μαζὶ κι εἶχαν χαρακτηριστικὸ γνώρισμα «τὸ ἀπὸ δικαίων τρέφεσθαι πόνων», νὰ τρέφονται μὲ τὸν ἱδρώτα καὶ τὸν κόπο τους (Χρυσόστομος). Μπορεῖ νὰ μὴν εἶχαν μόρφωση ἀλλὰ τοὺς διέκρινε ἡ ἀρετὴ τῆς ἀγάπης. Ἕνας σύγχρονος θεολόγος θὰ προσθέσει πὼς ὁ Κύριος δὲν κάλεσε ἀνέργους στὸ ἔργο τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῶν λαῶν, ἀλλ’ ἀνθρώπους ποὺ ἐργάζονταν. Τὰ παράτησαν ὅλα, γιατί εἶχαν ἐμπιστοσύνη στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.

Ἡ κλήση τῶν μαθητῶν δείχνει τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ

Αὐτοὺς ποὺ περιφρονοῦσε ὁ κόσμος, αὐτοὺς διάλεξε γιὰ Ἀποστόλους Του ὁ Κύριος.Ὁ Παῦλος τὸ σημειώνει αὐτὸ χαρακτηριστικά: «Τὰ μωρά τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεός, ἵνα καταισχύνῃ τὰ ἰσχυρὰ» (Α’ Κορ. 1,27). Αὐτοὺς ἐπέλεξε ὁ Κύριος, γιὰ νὰ φανεῖ στὸν κόσμο πὼς ἡ διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου δὲν ἦταν ἀποτέλεσμα δυνάμεως καὶ σοφίας ἀνθρώπινης, ἀλλ’ ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς δυνάμεως καὶ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, «ὅπως μὴ καυχήσηται πᾶσα σὰρξ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ» (ὅπ.π. στίχ. 29). Ἡ ἀνταπόκριση τῶν μαθητῶν εἶναι αὐθόρμητη καὶ ὁλοκληρωτική. «Ἄφησαν τὰ δίχτυα, τὰ πλοῖα καὶ τὸν πατέρα αὐτῶν» (Ματθ. 4,22) καὶ τὸν ἀκολούθησαν. Δὲν εἶχαν δεῖ ἀπὸ τὸ Χριστὸ μεγάλα θαύματα ἢ δὲν ἄκουσαν σπουδαίους λόγους κι ὅμως ἀντελήφθησαν καὶ κατανόησαν τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου καὶ θυσίασαν τὰ πάντα γι’ Αὐτόν.

Οἱ πιστοὶ μόνο μὲ τὸ Χριστὸ δένονται ἄρρηκτα

Ὁ Χριστιανὸς δὲν πρέπει νὰ δένεται μὲ κανένα πράγμα ἢ πρόσωπο τῆς παρούσης ζωῆς τόσο, ὅσο μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Τὸν πρῶτο λόγο στὴ ζωή μας τὸν ἔχει ὁ Κύριος. Δὲν μᾶς προτρέπει ἡ Ἐκκλησία μας νὰ ἐγκαταλείψουμε τὰ σπίτια μας, τὰ ὑπάρχοντά μας καὶ τὶς οἰκογένειές μας. Θέλει ὅμως περισσότερο ἀπὸ τὰ ὑλικὰ καὶ τὰ ἀγαπημένα μας πρόσωπα νὰ ἀγαπᾶμε τὸ Χριστό. Νὰ ἔχουμε ζωντανὴ σχέση μὲ τὸ Χριστό. Ὁ σύνδεσμός μας μὲ τὸν Ἰησοῦ νὰ μὴν περιορίζεται σὲ μία διανοητικὴ σχέση, σ’ ἕνα ἰδεολόγημα. Νὰ εἶναι ζωντανὸς καὶ νὰ ἐκφράζεται στὴν προσευχή, στὴ συμμετοχή μας στὰ μυστήρια καί, ἂν παραστεῖ ἀνάγκη, στὴ δημόσια ὁμολογία καὶ στὴ θυσία ὁρισμένων προσφιλῶν μας πραγμάτων.

Στὶς ἡμέρες μας ἀνθεῖ ἡ ἁλιεία τῶν ἀνθρώπων γιὰ διαφόρους σκοπούς. Ἁλιεύονται μὲ πολλὴ τέχνη ἄνθρωποι, γιὰ νὰ ἐξυπηρετήσουν πολιτικούς, κοινωνικούς, ἰδεολογικούς, παραθρησκευτικοὺς κι ἀκόμα καὶ αἰσχροὺς σκοπούς. Ἀνθεῖ στὶς ἡμέρες μας μία στρατολόγηση ποὺ διακρίνεται γιὰ τὴν ἰδιοτέλεια καὶ τὸ κέρδος. Παρουσιάζονται πολλοὶ «μεσσίες» μὲ ἀξιώσεις ὑποταγῆς σ’ αὐτοὺς ἐκ μέρους τῶν ἀνθρώπων. Οἱ προσωπικὲς φιλοδοξίες εἶναι στὴν ἡμερήσια διάταξη. Ζητᾶμε ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀφοσίωση καὶ ὑπακοὴ γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουμε τὰ πάθη μας ποὺ πολλὲς φορὲς εἶναι καὶ ποταπά. Μόνον ἡ ὑπακοὴ στὸ Χριστὸ ὠφελεῖ τὸν ἄνθρωπο πολλαπλῶς. Τὸν κάνει εἰρηνικὸ ἀπέναντι στοὺς ἄλλους, χωρὶς μικροσυμφέροντα καὶ ὑλικὲς ἀπολαβές. Τὸν καταξιώνει ὡς ἄνθρωπο καὶ ἀναδεικνύει τὰ χαρίσματά του καὶ τὶς ἀρετές του. Τὸν προάγει στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ ζήσει αἰώνια κοντὰ στὸ Χριστὸ ποὺ ἀγάπησε ὁλοκληρωτικὰ καὶ ἐγκάρδια.

5.

Ὁ ἐσωτερικὸς κριτὴς τοῦ ἀνθρώπου, Ρωμ.2,10-16

Καραβιδόπουλος Ἰωάννης (Καθηγητής Πανεπιστημίου)

Κυριακὴ Β΄Ματθαίου

Ἡ ἀποστολικὴ περικοπὴ τῆς Κυριακῆς Β΄ Ματθαίου ἀπὸ τὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολὴ τοῦ Ἄπ. Παύλου εἶναι σὲ μετάφραση ἡ ἀκόλουθη:

«Ἀδελφοί, δόξα, τιμὴ καὶ εἰρήνη προσμένουν ὅποιον κάνει τὸ καλό, πρῶτα τὸν Ἰουδαῖο ἀλλὰ καὶ τὸν ἐθνικό· γιατί ὁ Θεὸς δὲν κάνει διακρίσεις. Ἔτσι, λοιπόν, ὅσοι ἁμάρτησαν χωρὶς νὰ ξέρουν τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, θὰ καταδικαστοῦν ὄχι μὲ κριτήριο τὸν νόμο. Κι ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὅσοι ἁμάρτησαν γνωρίζοντας τὸν νόμο, θὰ δικαστοῦν μὲ κριτήριο τὸν νόμο. Γιατί στὸ θεϊκὸ δικαστήριο δὲν δικαιώνονται ὅσοι ἄκουσαν ἁπλῶς τὸν νόμο ἀλλὰ μόνο ὅσοι τήρησαν τὸν νόμο. Ὅσο γιὰ τὰ ἄλλα ἔθνη, ποὺ δὲν γνωρίζουν τὸν νόμο, πολλὲς φορὲς κάνουν ἀπὸ μόνοι τους αὐτὸ ποὺ ἀπαιτεῖ ὁ νόμος. Αὐτὸ δείχνει πώς, ἂν καὶ δὲν τοὺς δόθηκε ὁ νόμος, μέσα τους ὑπάρχει νόμος. Ἡ διαγωγὴ τους φανερώνει πὼς οἱ ἐντολὲς τοῦ νόμου εἶναι γραμμένες στὶς καρδιές τους· καὶ σ’ αὐτὸ συμφωνεῖ καὶ ἡ συνείδησή τους, ποὺ ἡ φωνὴ της τοὺς τύπτει ἢ τοὺς ἐπαινεῖ, ἀνάλογα μὲ τὴ διαγωγή τους. Ὅλα αὐτὰ θὰ γίνουν τὴν ἡμέρα ποὺ ὁ Θεὸς θὰ κρίνει διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τὶς κρυφὲς σκέψεις τῶν ἀνθρώπων, ὅπως λέει τὸ εὐαγγέλιό μου» (Ρωμ.2,10-16).

Ὁ Ἄπ. Παῦλος στὴν περικοπὴ αὐτή τῆς πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολῆς θίγει τὸ θέμα τῆς καθολικότητας καὶ βεβαιότητας τῆς τελικῆς κρίσης τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὸν δικαιοκρίτη καὶ ἀμερόληπτο Θεό. Ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς εἶχε τὸν Νόμο ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς στὸν Μωυσῆ στὸ ὄρος Σινὰ καὶ ὁ νέος λαός, ἡ Ἐκκλησία, ἔχει τὸν εὐαγγελικὸ Νόμο τῆς Χάρης ποὺ δίδαξε ὁ Χριστός. Τὸ ἐρώτημα ποὺ θέτουν πολλοὶ χριστιανοὶ εἶναι: Καλά, οἱ Ἰσραηλίτες καὶ οἱ Χριστιανοὶ ἔχουν τὸν Νόμο τους, ὅμως τὸ ὑπόλοιπο μέρος τῆς ἀνθρωπότητας – ποὺ εἶναι κι αὐτὸ δημιούργημα τοῦ Θεοῦ – μὲ ποιὸ κριτήριο θὰ ἀντιμετωπισθεῖ στὴν τελικὴ κρίση; Θὰ ἀδικηθεῖ ἐπειδὴ δὲν γνώρισε τὸν Νόμο τοῦ Θεοῦ; ἢ μήπως γι’αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο θὰ τύχει εὐμενοῦς κρίσης; Πολλοὶ φιλόσοφοι καὶ θεολόγοι ἀπὸ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες μέχρι σήμερα τόνισαν τὴν ἀπεριόριστη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ποὺ δὲν συμβιβάζεται μὲ ὁποιαδήποτε σκέψη τιμωρίας καὶ διατύπωσαν τὴν ἄποψη ὅτι ὁ πανάγαθος Θεὸς θὰ δώσει γενικὴ ἄφεση ἁμαρτιῶν σὲ ὅλους. Βέβαια κανένας ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ θέσει ὅρια στὴν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ ἢ νὰ τὴν περιορίσει σὲ ὁρισμένους μόνο καλοὺς χριστιανοῦ, διότι οἱ βουλὲς τοῦ θεοῦ εἶναι ἀνεξιχνίαστες. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ὅμως ἂς μὴ λησμονοῦμε ὅτι ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν ὁμιλεῖ μόνο γιὰ τὴν ἀγάπη ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ.

Ἂς δοῦμε τώρα καὶ τὴν ἀπάντηση τοῦ Ἀπ. Παύλου στὴν παραπάνω περικοπή. Ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτεται στὴν ἀνθρωπότητα κυρίως διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῆς διδασκαλίας του, τῶν θαυμάτων, τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀνάστασης, Ἀποκαλύπτεται ὅμως καὶ διὰ τῶν δυνατοτήτων ποὺ ἔδωσε στοὺς ἀνθρώπους κατὰ τὴ δημιουργία τους. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ἕνα ἀδέκαστο κριτὴ μέσα τους ποὺ λέγεται συνείδηση, ἡ ὁποία ἐλέγχει ἢ ἐπιδοκιμάζει τὶς διάφορες πράξεις τους, ὥστε νὰ αἰσθάνονται «θλίψη» καὶ «στενοχώρια», ὅταν διαπράττουν τὸ κακὸ ἢ «δόξα» καὶ «τιμὴ» καὶ «εἰρήνη», ὅταν ἐνεργοῦν τὸ καλό. Ἔτσι, σὲ κάθε ἄνθρωπο μπορεῖ νὰ διαπιστώσει κανεὶς τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ μέσα του.

Ἴσως παρατηρήσει κανεὶς ὅτι μία τέτοια διδασκαλία εἶχαν ἤδη διατυπώσει οἱ Στωικοὶ φιλόσοφοι. Αὐτὸ εἶναι σωστό, γιατί ὁ Θεὸς φώτισε πολλοὺς ἀνθρώπους καὶ στὰ προχριστιανικὰ χρόνια νὰ φθάσουν ψηλαφώντας τὴν ἀλήθεια. Τοὺς ἔδωσε κατὰ τὸν φιλόσοφο καὶ μάρτυρα Ἰουστίνο τὸν «σπερματικὸ λόγο». Ἡ διαφορὰ ὅμως τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας ἀπὸ τὴ στωικὴ εἶναι:

α) ὅτι ἡ συνείδηση δὲν εἶναι αὐτονόητο φυσικὸ δεδομένο ἀλλὰ δῶρο τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο,

β) ὅτι σχετίζεται ὄχι μὲ ἕνα ἀκαθόριστο Θεὸ ποὺ συγχέεται πανθεϊστικὰ μὲ τὴ φύση ἀλλὰ μὲ ἕναν προσωπικὸ Θεὸ ἀγαθὸ καὶ δίκαιο, καὶ τέλος

γ) τὸ ἔργο τῆς συνείδησης τελεῖ σὲ σχέση μὲ τὴν τελικὴ κρίση, ὅπως γράφει ὁ Ἀπ. Παῦλος στὴ σημερινὴ περικοπή.

Βέβαια ὅλα αὐτὰ δὲν γράφονται ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο μὲ σκοπὸ νὰ οἰκοδομηθεῖ μία «φυσικὴ θεολογία», ἢ μία φιλοσοφία περὶ τοῦ «ἄγραφου νόμου τῆς συνείδησης», ἀλλὰ γράφονται μὲ ἐνδιαφέρον ἱεραποστολικό, μὲ σκοπὸ νὰ ἀφυπνιστοῦν οἱ ἐθνικοὶ ἀκροατὲς τοῦ χριστιανικοῦ κηρύγματος καὶ ξεκινώντας ἀπὸ τὴν ὁλοφάνερη παρουσία τοῦ Θεοῦ μέσα τους νὰ προχωρήσουν στὸ νὰ ἀναγνωρίσουν αὐτὸν τὸν Θεό, ὅπως τὸν ἀποκάλυψε στὸν κόσμο ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Γράφονται ἐπίσης καὶ πρὸς τοὺς γεμάτους αὐτοπεποίθηση Ἰουδαίους ἀλλὰ καὶ πρὸς Χριστιανοὺς ποὺ βλέπουν ὅλους τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους σὰν μάζα ἀπωλείας, ὥστε νὰ καταλάβουν ἐπιτέλους ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι βρίσκονται κάτω ἀπὸ τὴ δίκαιη κρίση τοῦ Θεοῦ.

Αὐτὸ τὸ τελευταῖο εἶναι ποὺ χρειάζεται νὰ ὑπογραμμιστεῖ στὴν ἐποχή μας. Ὅσο κι ἂν αἰσθάνεται παντοδύναμος καὶ αὐτάρκης ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος μὲ τὶς ἐπιστημονικές του γνώσεις καὶ τὴν τεχνικὴ ἐξέλιξη, τὰ σκοτεινὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του, οἱ μύχιοι λογισμοὶ καὶ οἱ κρυφὲς ἐπιθυμίες του βρίσκονται ἀνὰ πάσα στιγμὴ κάτω ἀπὸ τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος δὲν κρίνεται ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ τεχνικὰ κατορθώματά του – ποὺ σὲ τελικὴ ἀνάλυση ἀποτελοῦν πραγματοποίηση τῆς ἐντολῆς τοῦ Δημιουργοῦ «πληρώσατε τὴν γῆν καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς» (Γεν. 1,28) – ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἐσωτερικὴ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς του, ὅπως αὐτὴ ἐξωτερικεύεται σὲ πράξεις ἀγάπης πρὸς τὸν συνάνθρωπο.

6.

«Οι δε ευθέως αφέντες τα δίκτυα ηκολούθησαν αυτώ»

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ: Ρωμ. β΄10-16

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ: Ματθ. δ΄18-23

«Οι δε ευθέως αφέντες τα δίκτυα ηκολούθησαν αυτώ»

Στην κλήση των τεσσάρων Αποστόλων Πέτρου, Ανδρέου, Ιακώβου και Ιωάννου, αναφέρεται το σημερινό Ευαγγέλιο. Περπατώντας ο Ιησούς στη θάλασσα της Γαλιλαίας τους συνάντησε να ασχολούνται με την ψαρική τέχνη. Ο Πέτρος κι ο Ανδρέας έριχναν τα δίκτυα στη θάλασσα. Δεν πρόλαβαν να τα ανασύρουν κι έπεσαν πρώτοι αυτοί στα δίχτυα της αγάπης του Θεού. «Δεὐτε οπίσω μου και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων» τους είπε ο Διδάσκαλος. Χωρίς δεύτερο λόγο εκείνοι, την ίδια στιγμή, άφησαν τα δίκτυα «και ηκολούθησαν αυτώ».

Οι άλλοι δυο, ο Ιάκωβος κι ο Ιωάννης μαζί με τον πατέρα τους Ζεβεδαίο ήταν μέσα στο πλοίο τους και μπάλωναν τα δίκτυα. Κι αυτούς κάλεσε ο Ιησούς. «Οι δε ευθέως αφέντες το πλοίον και τον πατέρα αυτών ηκολούθησν αυτώ». Για τον Χριστό εγκατέλειψαν πατέρα, οικογένεια, περιουσία, πατρίδα, επάγγελμα.

Μαγνητισμένοι από το θείο πρόσωπο του Χριστού ένοιωσαν στην ψυχή τους μια δύναμη να τους ελκύει κοντά Του. Δεν υπολόγισαν ούτε συγγενείς, ούτε περιουσίες. Παρέδωσαν στα χέριά Του τη ζωή τους. Τον ακολούθησαν πιστά κι όλοι τους, για χάρη Του μαρτύρησαν και θυσιάστηκαν ηρωικά. Κάτω από συνθήκες σκληρές, περιόδευσαν γη και θάλασσα, για να διασώσουν το φως της αλήθειας και της αγάπης. Επανειλημμένα κινδύνεψαν για το Ευαγγέλιο του Χριστού. Ποιος μπορεί να διηγηθεί τις θλίψεις και τα δεσμά, τους αγώνες και τους κόπους, τους μόχθους και τις αγρυπνίες, τις κακοπάθειες και τα ναυάγια, που υπέμειναν για τη σωτηρία του κόσμου! Από αλιείς ιχθύων, έγιναν αλιείς ανθρώπων! Από άσημοι και μικροί αναβιβάστηκαν στους θρόνους της τιμής από τους οποίους μαζί με τον Χριστό θα κρίνουν «τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ».

Ρητή και συγκεκριμένη υπήρξε η διαβεβαίωση του Ιησού: «Υμείς οι ακολουθήσαντες μοι, εν τη παλιγγενεσία, όταν καθίση ο υιός του ανθρώπου επί θρόνου δόξης αυτού, καθίσεθε και υμείς επί δώδεκα θρόνους κρίνοντες τας δώδεκα φυλάς του Ισραήλ. Και πας ος άφηκεν οικίας ή αδελφούς ή αδελφάς, ή πατέρα ή μητέρα, ή γυναίκα ή τέκνα, ή αγρούς ένεκεν του ονόματός μου, εκατονταπλασίονα λήψεται και ζωήν αιώνιον κληρονομήσει» (Ματθ. ιθ’ 28-29).

Αξιοθαύμαστη είναι η ανταπόκριση των Αποστόλων στο κάλεσμα του Χριστού. Εκείνο όμως που την καθιστά περισσότερο θαυμαστή, είναι η λέξη «ευθέως». Αμέσως, χωρίς να υπολογίσουν τα υπέρ και τα κατά, χωρίς να τακτοποιήσουν τις οικογενειακές τους υποθέσεις, χωρίς να αποχαιρετήσουν συγγενείς και φίλους. Απαρνήθηκαν τον εαυτό τους και ακολούθησαν τον Χριστό με εμπιστοσύνη. Απογυμνώθηκαν από κάθε γήινο, πρόσκαιρο, κι ενδύθηκαν την ουράνια δόξα. Εγκατέλειψαν τους κατά σάρκα συγγενείς και ακολούθησαν τον μοναδικό πατέρα, αδελφό και φίλο, τον Θεάνθρωπο (Ιωάν ιε’ 15 Ματθ. ιβ’ 50). Και όλα αυτά αποφασίστηκαν «εν ριπή οφθαλμού». Όταν ομιλεί ο Θεός, ο άνθρωπος πρέπει να υπακούει. Μάλιστα όταν τον καλεί στον δρόμο της σωτηρίας, δεν πρέπει να χρονοτριβεί, αλλά «ευθέως» να ανταποκρίνεται στην κλήση. Το παρόν είναι δικό μας, το μέλλον δεν γνωρίζουμε αν θα μας ανήκει: «έρχεται νυξ ότε ουδείς δύναται εργάζεσθαι» (Ιωάν. θ΄ 4). Σήμερα έχουμε υγεία και μπορούμε να εργαστούμε για τη δόξα του Θεού. Ίσως αύριο χάσουμε τη δύναμη. Σήμερα έχουμε τα μέσα και τον τρόπο, αύριο ίσως να χάσουμε τις ευκαιρίες.

 Ο Χριστός συνεχίζει και σήμερα να μας προσκαλεί στη Βασιλεία της αγάπης και της ειρήνης. Μας προτρέπει να αφήσουμε τις αδυναμίες και τα πάθη και να Τον  ακολουθήσουμε. Μεσ’ από τα γεγονότα της ζωής μας απευθύνει διαρκώς προσκλήσεις. Εμείς τι θα κάνουμε; Θα μείνουμε προσκολλημένοι στα γήινα και θα χάσουμε τα ουράνια; ή θα απαρνηθούμε τα τερπνά του κόσμου και θα Τον ακολουθήσουμε;

 Είναι αλήθεια, ότι όσοι πιστεύουμε στον Χριστό, θέλουμε να είμαστε κοντά Του. Από την άλλη, όμως, πλευρά, δειλιάζουμε να περιφρονήσουμε εκείνα που κρατούν δέσμιο το πνεύμα μας στη γη, Αποτέλεσμα αυτής της καταστάσεως είναι η αναβολή. Αναγνωρίζω ότι πρέπει να αλλάξω πορεία. Σήμερα, όμως, αδυνατώ λόγω πολλών περιστάσεων. Αύριο, σε λίγο καιρό. «Μη αναβάλλου επιστρέψαι προς Κύριον» λέγει ο ιερός Χρυσόστομος «μηδέ ανάμενε ημέραν εξ ημέρας, μήποτε, ως μέλλεις, εκτιβής». Σήμερα ένιωσες σκίρτημα μετάνοιας; Σήμερα σπεύσε στον πνευματικό να εξομολογηθείς. Σήμερα συναισθάνθηκες την αμαρτωλότητά σου κι άκουσες τη φωνή του Χριστού να σε προσκαλεί; Μην αναβάλλεις. Σκέψου, ότι η συνήθεια της αμαρτίας από την συνεχή επανάληψη γίνεται τόσο ισχυρή, ώστε καταλαμβάνει μέσα σου θέση φύσεως. Όπως οι ταπεινοί ψαράδες της Γαλιλαίας έτσι και συ «ευθέως» ακολούθησε τον Σωτήρα Χριστό. Μη λησμονείς, ότι το σήμερα είναι δικό σου. Τώρα που έχεις θέληση, τώρα που έχεις δυνάμεις, τώρα που έχεις τα λογικά σου, ανταποκρίσου στην κλήση του Ιησού. Ίσως αύριο να είναι πολύ αργά.

 Αν υπάρχουν ευσεβείς που δεν έχουν στην ψυχή τους χαρά και ικανοποίηση για τη ζωή που κάνουν, τούτο συμβαίνει, γιατί δε ζουν γνήσια την ευσέβεια τους. Οι άνθρωποι αυτοί, έχουν ανακατέψει την πίστη με πολλή υποκρισία και φιλοσοφία και κοσμικό φρόνημα. Έχουν καταντήσει τυπολάτρες κι ευσεβιστές με εξωτερικά μόνο γνωρίσματα ευσέβειας, χωρίς αντίκρισμα και περιεχόμενο. Φυσικό είναι να υποφέρουν εσωτερικά, γιατί είναι διχασμένοι. Μπορεί να τηρούν όλους τους τύπους να αναγνωρίζονται στην εφαρμογή των χριστιανικών καθηκόντων τους, να είναι πρώτοι σε κάθε προσκλητήριο της Εκκλησίας. Παρά ταύτα, όμως, μένουν ανικανοποίητοι, σαστισμένοι, χωρίς τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος χωρίς χαρά, αγάπη, πίστη, πραότητα, ειρήνη, υπομονή, γιατί τους λείπει το θεμέλιο της πνευματικής ζωής, η αυτογνωσία. Έχουν πλούσια φυλλωσιά χωρίς καρπούς, σαν την άκαρπη συκή. Η ευσέβεια της Εκκλησίας μας βρίσκεται στα Συναξάρια, στα τροπάρια και στα ιερά εικονίσματα. Οι βίοι των αγίων βοηθούν τον πιστό να ζήσει την εν Χριστώ ζωή. Τα τροπάρια εκφράζουν τα συναισθήματα χαράς για τις δωρεές του Θεού. Οι σεπτές εικόνες απεικονίζουν τη δόξα των αγίων.

Αδελφοί,

Ο Χριστιανός που στηρίζεται στα πρότυπα των αγίων και που βαδίζει πάνω στα δικά τους ίχνη, είναι πραγματικά ευσεβής. Διαβάζοντας το συναξάρι, ψάλλοντας τα κατορθώματα των αγίων και ατενίζοντας τις δοξασμένες τους μορφές, εναρμονίζει τη ζωή του με τη δική τους ζωή και ακολουθεί το δικό τους δρόμο. Αποκορύφωμα και πλήρωμα κάθε ευσεβούς ζωής είναι και παραμένει πάντοτε «το μέγα της ευσεβείας μυστήριον» δηλ. η Θεία Ευχαριστία με τη μετάληψη της οποίας ο πιστός ενώνεται με το Θεό και την Εκκλησία. Όσοι θέλουν να γνωρίσουν και να ζήσουν την Ορθόδοξη ευσέβεια ας μαθητεύσουν στο μοναδικό σχολείο της Εκκλησίας, όπου βιώνεται η αγιότητα και διδάσκεται η πρακτική. Στην Εκκλησία δεν έχουν θέση οι θεωρίες αλλά τα πρόσωπα και τα γεγονότα. Ας ενώσουμε, λοιπόν, τη δική μας ζωή με τη ζωή των αγίων κι ας γίνουμε μαθητές εκείνων που έκαναν την πράξη «θεωρίας επίβαση».

Γεώργιος Σαββίδης