Από τον Βασίλειο Χ. Στεργιούλη.
Η πανδημία του κορονοϊού, όπως είναι γνωστό, επέφερε ανατροπή στην καθημερινότητα μας. Άλλαξε συνήθειες και τρόπους ζωής.
Έκρινε την οργάνωση και δομή της ως τώρα ζωής και της κοινωνίας. Την ανθρωπιά και το φιλότιμο μας, όπως θα έλεγε ο Άγιος των ημερών μας Παΐσιος ο Αγιορείτης.
Πολλά τα περιστατικά που σχετίζονται με τον καταστροφικό ιό και τις ολέθριες συνέπειες του. Ανεπιθύμητη η ανάμνησή τους. Προκαλεί απέχθεια και αποστροφή
Ζήσαμε αναγκαστικά τόσον καιρό ως έγκλειστοι. Ως ιδιότυπα φυλακισμένοι στις κατοικίες μας ακολουθώντας το σύνθημα-προτροπή «μένουμε σπίτι». Περιορίσαμε τις εξόδους μας από αυτό για τα πλέον επείγοντα και απαραίτητα (τρόφιμα, φάρμακα, είδη καθαριότητος και υγιεινής).
Για κάποιους βέβαια υπήρξε ευκαιρία επιθυμητή αυτός ο εγκλεισμός. Μπόρεσαν να ασχοληθούν και να τακτοποιήσουν τα του οίκου τους. Να δουν την οικογένεια τους, που ως τότε έμοιαζε ξενοδοχείο ύπνου και φαγητού. Να ζήσουν όλοι μαζί πιο αρμονικά και ανθρώπινα.
Για τους πολλούς όμως ο αναγκαστικός εγκλεισμός στο σπίτι ήταν αληθινό μαρτύριο. Ασφυκτιούσαν και αδημονούσαν πότε να ‘ρθει η ώρα άρσης των περιοριστικών μέτρων.
Αποτέλεσμα του αναγκαστικού εγκλεισμού τους ήταν η νευρικότητα, οι ενδοοικογενειακές τριβές και συγκρούσεις, η κατάθλιψη. Συχνή ήταν η έκφραση πολλών: θα αποφύγουμε την προσβολή της πανδημίας, αλλά θα μας συνοδεύει η κατάθλιψη. Λέγεται πως την περίοδο του εγκλεισμού στα σπίτια αυξήθηκε η κατανάλωση των ηρεμιστικών.
Έλειψε και η γλυκιά παρηγοριά της θρησκείας, αφού έκλεισαν ακόμη και οι ναοί. Έκλεισαν ακριβώς τότε που τους είχαμε περισσότερο ανάγκη. Γιατί που αλλού ν’ ακουμπήσει σε δύσκολες ώρες η ψυχή, αν όχι στον Θεό, στην Εκκλησία και στην αγιαστική της χάρη δια των μυστηρίων;
Στερηθήκαμε την κατάνυξη της Μεγάλης Εβδομάδας. Το υπέροχο πνευματικό της τοπίο. Ακόμη και τον ήχο της γλυκόλαλης καμπάνας. Τον πένθιμο της Μεγάλης Παρασκευής και τον χαρμόσυνο της Αναστάσεως. Γι’ αυτό αυθόρμητο ήταν το ξέσπασμα, η έξοδος όλων στα μπαλκόνια και στις αυλές των σπιτιών με αναμμένα κεριά τη νύχτα της Αναστάσεως, όταν ακούστηκε ο αναστάσιμος παιάνας: «Χριστός ανέστη εκ νεκρών…». Φίλος, απόμαχος της θέμιδος, σχολιάζοντας το γεγονός, τόνιζε με νόημα πως: «Τίποτε δεν χάθηκε. Υπάρχει ακόμη ελπίδα».
Συμφώνησα μαζί του. Και τη συμφωνία αυτή ήρθε να την επιβεβαιώσει σχόλιο στο διαδίκτυο, που αναφέρεται στις θετικές και φιλότιμες σκέψεις γερόντος Ιταλού 93 ετών, που νόσησε από τον covid 19. «Όταν αποθεραπεύθηκε και επρόκειτο να βγει από το νοσοκομείο, πληροφορήθηκε ότι για την νοσηλεία του στη Μ.Ε.Θ. και συγκεκριμένα για την χρήση του αναπνευστήρα όφειλε στο νοσοκομείο 5.000 ευρώ για κάθε μέρα. Ο γέροντας άρχισε να κλαίει και οι γιατροί που νόμισαν ότι στενοχωρήθηκε για το μεγάλο ποσόν, προσπάθησαν να τον παρηγορήσουν. Τότε εκείνος απάντησε: « Δεν κλαίω για τα χρήματα που χρωστάω. Μπορώ να πληρώσω όλο το ποσόν. Κλαίω γιατί ανέπνεα τον αέρα του Θεού 93 χρόνια και ποτέ δεν τον πλήρωσα, ούτε καν Τον έχω ευχαριστήσει γι’ αυτό».
Τα δάκρυα του γέροντα στέλνουν το αισιόδοξο μήνυμα σε όλους μας ότι δεν χάθηκαν τα πάντα. Ότι υπάρχει ακόμη ελπίδα για τον κόσμο μας.
Μπορεί η ως τώρα ζωή και η οργάνωση της κοινωνίας να οδηγεί στην αποχριστιανοποίηση και απανθρωποίηση, στηριγμένη στην απολυτοποίηση του ορθού λόγου, της «φωτισμένης» χωρίς Θεό επιστήμης και στον υλισμό που παγώνει και ξηραίνει τις καρδιές.
Όμως υπάρχει ακόμη ελπίδα, γιατί υπάρχει αντίσταση. Υπάρχουν άνθρωποι, που αντιστέκονται στο κατακλυσμιαίο αυτό κύμα. Άνθρωποι, που συνειδητοποιούν την αλήθεια του Θεού και ατενίζουν τη ζωή κάτω από το πρίσμα της αιωνιότητος. Άνθρωποι που αντιλαμβάνονται και διδάσκουν ότι κόσμος χωρίς Θεό είναι μέρα χωρίς ήλιο.