Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης.

Γέροντα, εἴπατε σὲ κανέναν ὅτι θὰ γίνη πόλεμος; Ἔτσι ἀκούσαμε. Εἶναι ἀλήθεια;

– Ἐγὼ δὲν λέω τίποτε καὶ ὁ κόσμος λέει ὅ,τι θέλει. Καὶ νὰ ξέρω κάτι, ποῦ νὰ τὸ πῶ;

– Τί βάρβαρο πράγμα, Γέροντα, ὁ πόλεμος!

– Ἂν οἱ ἄνθρωποι δὲν εἶχαν αὐτὴν τὴν … “εὐγένεια” τῆς ἁμαρτίας, δὲν θὰ ἔφθαναν σ’ αὐτὸ τὸ βάρβαρο. Πιὸ βάρβαρο ἀκόμη εἶναι ἡ ἠθικὴ καταστροφή. Διαλύονται ψυχικὰ καὶ σωματικὰ οἱ ἄνθρωποι. Μοῦ ἔλεγε κάποιος: “Λένε γιὰ τὴν Ἀθήνα, “ζούγκλα-ζούγκλα” καὶ κανεὶς δὲν φεύγει ἀπὸ ‘κεῖ! Ὅλοι “ζούγκλα” τὴν λένε καὶ ὅλοι στὴν ζούγκλα μαζεύονται”. Πῶς ἔχουν γίνει οἱ ἄνθρωποι! Σὰν τὰ ζῶα! Τὰ ζῶα ξέρετε τί κάνουν; Στὴν ἀρχὴ μπαίνουν στὸν σταῦλο, κοπρίζουν, οὐροῦν… Μετὰ ἀρχίζει νὰ χωνεύη ἡ κοπριά. Μόλις ἀρχίζη νὰ χωνεύη, αἰσθάνονται μιὰ ζεστασιά. Δὲν τὰ κάνει καρδιὰ νὰ φύγουν ἀπὸ τὸν σταῦλο, ἀναπαύονται. Ἔτσι καὶ οἱ ἄνθρωποι, θέλω νὰ πῶ, νιώθουν τὴν ζεστασιὰ τῆς ἁμαρτίας, καὶ δὲν τοὺς κάνει καρδιὰ νὰ φύγουν. Καταλαβαίνουν ὅτι βρωμάει, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ζεστασιὰ ἐκείνη δὲν τοὺς κάνει καρδιὰ νὰ φύγουν. Νά, ἂν μπῆ τώρα ἕνας μέσα στὸν σταῦλο, δὲν μπορεῖ νὰ ἀντέξη ἀπὸ τὴν μυρωδιά. Ὁ ἄλλος ποὺ εἶναι συνέχεια στὸν σταῦλο δὲν ἐνοχλεῖται, ἔχει συνηθίσει πλέον.

– Γέροντα, μερικοὶ λένε: “Μήπως μόνο σήμερα ἁμαρτάνει ὁ κόσμος; Καὶ στὴν Ρώμη παλιὰ τί γινόταν!…”

– Μὰ στὴν Ρώμη ἦταν εἰδωλολάτρες στὸ κάτω-κάτω. Καὶ αὐτὰ ποὺ λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (1) ἦταν γιὰ τοὺς εἰδωλολάτρες ποὺ εἶχαν βαπτισθῆ, ἀλλὰ εἶχαν κακὲς συνήθειες. Νὰ μὴν παίρνουμε γιὰ παράδειγμα τὸν ξεπεσμὸ ἀπὸ κάθε ἐποχή. Σήμερα τὴν ἁμαρτία τὴν ἔκαναν μόδα. Βλέπεις, ὀρθόδοξο ἔθνος ἐμεῖς καὶ πῶς εἴμαστε! Πόσο μᾶλλον οἱ ἄλλοι! Καὶ τὸ κακὸ εἶναι ποὺ οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι, ἐπειδὴ ἡ ἁμαρτία ἔχει γίνει μόδα, ἂν δοῦν ἕναν νὰ μὴν ἀκολουθῆ τὸ ρεῦμα τῆς ἐποχῆς, νὰ μὴν ἁμαρτάνη, νὰ εἶναι λίγο εὐλαβεῖς, τὸν λένε καθυστερημένο, ὀπισθοδρομικό. Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι τὸ νὰ μὴν ἁμαρτάνουν τὸ θεωροῦν προσβολὴ καὶ τὴν ἁμαρτία τὴν θεωροῦν πρόοδο. Αὐτὸ εἶναι τὸ χειρότερο ἀπὸ ὅλα. Ἂν οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι ποὺ ζοῦν στὴν ἁμαρτία τουλάχιστον τὸ ἀναγνώριζαν, θὰ τοὺς ἐλεοῦσε ὁ Θεός, Ἀλλὰ δικαιολογοῦν τὰ ἀδικαιολόγητα καὶ ἐγκωμιάζουν τὴν ἁμαρτία. Αὐτὸ εἶναι καὶ ἡ μεγαλύτερη βλασφημία κατὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴν ἁμαρτία νὰ τὴν θεωροῦν πρόοδο καὶ τὸ ἠθικὸ νὰ τὸ λένε κατεστημένο. Γι’ αὐτὸ ἔχουν μεγάλο μισθό, μεγάλη ἀξία, αὐτοὶ ποὺ ἀγωνίζονται στὸν κόσμο καὶ διατηροῦν καθαρὴ ζωή.

Παλιά, ἂν ἕνας ἦταν διεστραμμένος ἢ μέθυσος, ντρεπόταν νὰ βγῆ στὴν ἀγορά, γιατί θὰ τὸν περιφρονοῦσαν. Ἤ μία, ἂν ἦταν λιγάκι παραστρατημένη, δὲν τολμοῦσε νὰ βγῆ ἔξω. Καὶ ἦταν κατὰ κάποιο τρόπο αὐτὸ ἕνα φρένο. Σήμερα, ἂν εἶναι ἕνας σωστός, μιὰ κοπέλα λ.χ. ἂν ζῆ μὲ εὐλάβεια, λένε: “Βρέ, ποῦ ζῆ αὐτή!” Ἀλλὰ καὶ γενικά, ἂν οἱ κοσμικοὶ ἔκαναν μία ἁμαρτία, οἱ καημένοι, αἰσθάνονταν τὴν ἁμαρτωλότητά τους, ἔσκυβαν καὶ λίγο τὸ κεφαλάκι τους καὶ δὲν εἰρωνεύονταν ἕναν ποὺ ζοῦσε πνευματικά, ἀντίθετα τὸν καμάρωναν. Τώρα οὔτε ἐνοχὴ αἰσθάνονται οὔτε σεβασμὸς ὑπάρχει. Τὰ ἰσοπέδωσαν ὅλα. Ἂν ἕνας δὲν ζῆ κοσμικά, τὸν κοροϊδεύουν.