1.
Ἳνα ἓν ὦσιν»
Να είμαστε όλοι ενωμένοι, αγαπημένοι, χωρίς διαφορές μεταξύ μας. Ήταν η επιθυμία του Κυρίου και η προσευχή προς Πατέρα Του, για τους οπαδούς Του. Η σημερινή Κυριακή, αγαπητοί μου αδελφοί, είναι αφιερωμένη στη μνήμη των 318 εμπνευσμένων πατέρων της Εκκλησίας μας που συνήλθαν στη Νίκαια το 325 μ.Χ.
Έχει ήδη συμπληρώσει τρεις αιώνες ζωής από την ίδρυσή της, η Χριστιανική Εκκλησία. Βασική προέλευση των πιστών της νέας θρησκείας είναι στην αρχή οι Ιουδαίοι. Το κήρυγμα των αποστόλων ξεκινά, πάντοτε σχεδόν, στα πρώτα χρόνια, από τους καχύποπτους αμφισβητίες Ισραηλίτες, στις Εβραϊκές Συναγωγές. Ωστόσο η εντολή του Κυρίου ήταν: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἒθνη» και η προσευχή Του, «ἳνα ἓν ὦσιν». Να είναι όλοι αγαπημένοι, ενωμένοι, και η αλήθεια του ευαγγελίου να διαδοθεί σε όλο τον κόσμο. Γι’ αυτό και πολύ σύντομα, το ευαγγέλιο του Χριστού, προωθήθηκε από τους αποστόλους και κυρίως από τον απόστολο Παύλο, στο πλατύ ακροατήριο των Ελλήνων εθνικών, όπως ονομάζονταν οι ειδωλολάτρες. Ήταν ένα πρόθυμο προβληματισμένο, ακροατήριο με χαρακτηριστική βαθιά θρησκευτικότητα. Σύντομα πλαταίνει το ακροατήριο και η αποδοχή της νεοσύστατης θρησκείας, που είναι σαφώς αποστασιοποιημένη από την Ιουδαϊκή και ανατρεπτική της ειδωλολατρίας. Η δύσκολη, μέχρι ακατανόητη για κάποιους, αλήθεια του ευαγγελίου του Χριστού, αλλά και η δογματική της βάση, επέτρεψαν να φανούν ποικίλες, καλοπροαίρετες στην αρχή, ερμηνευτικές απόψεις, οι αιρέσεις. Αυτή τη διχαστική δογματική κατάσταση, αντίθετη προς την επιθυμία του Κυρίου, «ἳνα ἓν ὦσιν», αναλαμβάνουν οι 318 Πατέρες της Εκκλησίας μας, αγαπητοί μου, να αντιμετωπίσουν και να θεραπεύσουν με το πρώτο μέρος του Συμβόλου της Πίστεώς μας. Λύνουν τα πρώτα δογματικά προβλήματα. Πρέπει πλέον η Εκκλησία να αφιερωθεί στην εμβάθυνση της πίστης και τη μεταφορά των ευαγγελικών εντολών στην καθημερινή πρακτική ζωή. Γιατί ο Χριστιανισμός, αγαπητοί μου, δεν είναι μια απλά θεωρητική φιλοσοφία, αλλά είναι καθοριστική τρόπου ζωής. Ο μονοθεϊστικός Ιουδαϊσμός, προσκολλημένος στο πλήθος των νομικών διατάξεων, εθελοτυφλοί και επειδή δεν αναγνωρίζει τον Ιησού, ώς Χριστό, εξακολουθεί να περιμένει τον Μεσσία. Ωστόσο ο Χριστός, που δεν αναγνωρίζουν τη μεσσιανική Του ιδιότητα, δεν ήλθε για να καταργήσει τον Μωσαϊκό Νόμο, αλλά να τον συμπληρώσει. «Οὐκ ἦλθον καταλῦσαι ἀλλά πληρῶσαι». Κύρια και βασική εντολή του Κυρίου είναι, η ενοποιητική δύναμη της αγάπης. Θρησκεία της αγάπης, χαρακτηρίζεται ο Χριστιανισμός. Προσευχή Του; Ακούσαμε την προσευχή του Κυρίου, στην σημερινή ευαγγελική περικοπή, «ἵνα πάντες ἓν ὦσιν». Να είμαστε όλοι ένα, ενωμένοι, αγαπημένοι, κάτω από την απέραντη αγάπη του Θεού μας. Και αυτή, η ειλικρινής, ανυπόκριτη, ανιδιοτελής και αμερόληπτη αγάπη, είναι η ουσιώδης διαφορά, τόσο από την Ιουδαϊσμό, όσο και από την ειδωλολατρία. Ανατροπή γενική, επιβάλλει στον θεωρητικό και πρακτικό τρόπο ζωής, την καθημερινότητα, ο μονοθεϊσμός και η αγάπη του Χριστού. Ξαφνιάζει τον ειδωλολάτρη Έλληνα, η θεία ιδιότητα του Ιησού. Ενοχλεί τον Ιουδαίο, που εξακολουθεί να περιμένει τον Μεσσία και πιστεύει στο «ὀφθαλμόν ἀντί ὀφθαλμοῦ». Αλλά και για τους δυο, το ευαγγέλιο της αγάπης και της σωτηρίας, επιβάλλει πλήρη αναθεώρηση ηθών και ηθικής, αρχών, της σχέσης μεταξύ των ανθρώπων, σχέσης με το ανώτατο ον, τον Θεό.
Αλλά, αγαπητοί μου αδελφοί, αυτή η ενοποιητική ιδιότητα και δύναμη της αγάπης, δεν είναι μια απλή συναισθηματική κατάσταση, ένα ανώδυνο, εύκολο παράγγελμα. Η ανυπόκριτη αγάπη, που απευθύνεται στον πλησίον μας χωρίς διάκριση, χωρίς προσδοκία ανταπόδοσης, απαιτεί παραμερισμό προσωπικών συμφερόντων και επιθυμιών. Η αγάπη είναι προσφορά. Μπορεί να είναι ένας συγχαρητήριος λόγος για μια επιτυχία, όπου πρέπει να καταπιέσουμε τον εγωισμό ή τη ζήλεια μας, για να τον πούμε. Μπορεί να είναι η λεκτική ή και πρακτική συμμετοχή στη λύπη ή τα προβλήματα του άλλου, που αποτυπώνει την ύπαρξη και την εκδήλωση ενδιαφέροντος, αγάπης. Ο ειλικρινής, παρηγορητικός λόγος. Είναι ακόμη η προσφορά υλικών αγαθών αναγκαίων στον πλησίον μας, από το περίσσευμά μας, αλλά, και εδώ πιθανόν προκύπτει πρόβλημα, και από το υστέρημά μας. Αυτό είναι θυσία, από τα αγαθά μας, που με κόπο αποκτήσαμε, είναι εκδήλωση αγάπης. Και σημειώνει η Γραφή, «δανείζει Θεῷ, ὅ ἐλεῶν πτωχόν». Είναι ίσως από αγαθά, που τα έχουμε ανάγκη, αλλά βλέπουμε ότι ο άλλος τα έχει στερηθεί. Είναι περιπτώσεις που θα χρειαστεί να κοπιάσουμε για χάρη του πλησίον μας. Να απασχοληθούμε, να εργαστούμε μαζί του, για να αντιμετωπίσει δύσκολες καταστάσεις, που βιώνει ανήμπορος, μόνος και αβοήθητος. Τέλικά, αγαπητοί μου, όλα αυτά που θα προσφέρουμε στον πλησίον μας, είναι η βάση, το θεμέλιο, όπου θα οικοδομηθεί το οικοδόμημα της ενότητας, της αγάπης. Αυτό για το οποίο προσευχήθηκε ο Κύριός μας: «Ἵνα ἕν ὦσιν». Πιστοί στον Ένα και μοναδικό Θεό και τη μοναδική θεία αλήθεια. Όλοι οι χριστιανοί να ενωθούμε, με την απόλυτη ενότητα που χαρακτηρίζει τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδας. Ένωση λοιπόν όλων των χριστιανών. «Ὑπέρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως», προσευχόμαστε κατά τη θεία λειτουργία. Όλοι οι άνθρωποι πρέπει να ενωθούμε, που οπωσδήποτε έχουμε έναν κοινό Πατέρα και Δημιουργό.
Δ.Γ.Σ
2.
Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας
Καραβιδόπουλος Ἰωάννης (Καθηγητής Πανεπιστημίου)
Ἡ περικοπὴ ποὺ διαβάζεται τὴν Κυριακὴ τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (325 μ.Χ.), ἀποτελεῖ μέρος τῆς λεγόμενης «Ἀρχιερατικῆς Προσευχῆς» τοῦ Ἰησοῦ, τῆς προσευχῆς δηλ. ποὺ ἀπηύθυνε ὁ Ἰησοῦς πρὸς τὸν Θεὸ Πατέρα λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ πάθος του καὶ ποὺ περιέχεται ὁλόκληρη στὸ κεφ. 17 τοῦ κατὰ Ἰωάννην εὐαγγελίου.
Σ’ αὐτὴ τὴν προσευχὴ κυριαρχοῦν δύο βασικὰ θέματα: (1) ἡ «δόξα» τοῦ Ἰησοῦ καὶ (2) ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.
1. Γιὰ νὰ κατανοήσει κανεὶς τὴν ἔννοια τῆς «δόξας» στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο, πρέπει νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴν ἀρχαιοελληνικὴ καὶ νεοελληνικὴ ἔννοια τῆς δόξας. Ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη εἶναι ἡ λαμπρότητα καὶ τὸ μεγαλεῖο του Θεοῦ, ὅπως φανερώνεται στὸν κόσμο μὲ τὰ θαυμαστὰ γεγονότα ποὺ ἐπιτελεῖ, ὅπως ἡ διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς Θάλασσας καὶ ἄλλες ἐκδηλώσεις τῆς λαμπρῆς ἀκτινοβολίας του. Στὴν Καινὴ Διαθήκη ὁ Χριστὸς φέρει ὅλα τὰ χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ Θεοῦ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης κι ὅταν «σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν», τότε εἶναι ποὺ «ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ» (Ἰω. 1,14). Ὅλη ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἰδίως τὰ θαύματά του ἀποκαλύπτουν τὴ δόξα του.
Ἀποκορύφωμα τῆς δόξας του εἶναι, ὅσο κι ἂν αὐτὸ φαίνεται ἐκ πρώτης ὄψεως παράξενο, ὁ σταυρός του. Ὁ σταυρὸς ὅμως δὲν ἀντιμετωπίζεται ὡς ἀνεξάρτητο ἀπὸ τὴν ἀνάσταση γεγονός. Σταυρὸς καὶ Ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ ἀποτελοῦν ἑνιαῖο γεγονὸς ποὺ φανερώνει τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν κόσμο. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία χαρακτηρίζεται πολλὲς φορὲς ἀπὸ ξένους θεολόγους ὡς ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀναστάσεως. Δὲν πρέπει ὅμως νὰ λησμονοῦμε ὅτι εἶναι καὶ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Σταυροῦ, ὄχι μόνο διότι ἡ πορεία τῆς μέσα στὸν κόσμο ὑπῆρξε σταυρική, ἀλλὰ καὶ διότι στὴ λειτουργική της ζωὴ δεσπόζει τόσο ὁ σταυρὸς ὅσο καὶ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. «Τὸν Σταυρόν σου Χριστὲ προσκυνοῦμεν καὶ τὴν ἁγίαν σου Ἀνάστασιν ὑμνοῦμεν καὶ δοξάζομεν», ὁμολογοῦμε σὲ ὅλη τὴν περίοδο τοῦ Πεντηκοσταρίου.
2. Ὁ Μέγας Ἀρχιερέας Ἰησοῦς Χριστὸς στὴν Ἀρχιερατική του προσευχὴ (Ἰω. κεφ 17) ἔχει συγκεντρωμένο τὸ ἐνδιαφέρον του στὸ ἔργο ποὺ ἄρχισε μέσα στὸν κόσμο καὶ ποὺ θὰ συνεχίσουν οἱ μαθητές του. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ ἔργο, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ ἡ Ἐκκλησία καὶ δι’ αὐτῆς ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου, παρακαλεῖ τὸν Θεὸ Πατέρα.
Οἱ μαθητές του ποὺ εἶναι οἱ πρῶτοι ἡγέτες τῆς Ἐκκλησίας δὲν προέρχονται ἀπ’ αὐτὸν τὸν κόσμο ἀλλ’ ἀπὸ τὸν Θεὸ («Σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς δέδωκας»), ζοῦν ὅμως καὶ δροῦν μέσα στὸν κόσμο, ὁ ὁποῖος ἔχει σὰν χαρακτηριστικά του τὴν ἁμαρτία, τὴ φθορά, τὴ διάσπαση. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ θεμελιωτὴς τῆς Ἐκκλησίας, τώρα ποὺ πλησιάζει ἡ ὥρα τῆς «δόξας» του – καὶ ἡ δόξα αὐτὴ εἶναι ὁ σταυρὸς καί, ὅπως ἤδη σημειώσαμε, συνάμα ἡ ἀνάσταση καὶ ἡ ἐπιστροφὴ στὸν Θεὸ Πατέρα – παρακαλεῖ ἰδιαίτερα: «Ἅγιε Πατέρα, διατήρησέ τους στὴν πίστη μὲ τὴ δύναμη τοῦ ὀνόματός σου πού μοῦ χάρισες γιὰ νὰ μείνουν ἑνωμένοι ὅπως ἐμεῖς» (στίχ. 11).
Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας βρίσκεται στὸ ἐπίκεντρο τῶν σκέψεων καὶ τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ, ἑνότητα κατὰ τὸ πρότυπο τῆς ἑνότητας Πατέρα καὶ Υἱοῦ, κατὰ τὸ πρότυπό της Ἁγίας Τριάδας («καθὼς ἡμεῖς»). Ἐὰν ἡ διάσπαση καὶ τὸ κομμάτιασμα τοῦ κόσμου σὲ ἀλληλομισούμενες ὁμάδες εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας, δηλ. τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπὸ τὸν Θεό, ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ ἀπόδειξη τῆς θείας καταγωγῆς καὶ προελεύσεώς της. Μόνο ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ μπροεῖ νὰ «συνάξει σὲ μία ἑνότητα τὰ διασκορπισμένα παιδιὰ τοῦ Θεοῦ» (Ἰω 11,52· μόνο ὁ Χριστὸς μπορεῖ νὰ κάνει «τοὺς δύο ἀντιμαχόμενους κόσμους ἕνα λαὸ» [«τὰ ἀμφότερα ἓν»] (Ἐφ. 2, 14)· μόνο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἡ ἐνοποιὸς ἀρχὴ καὶ ἡ συνεκτικὴ δύναμη τῶν ἀνθρώπων, εἶναι αὐτὸ πού, κατὰ τὸν ὑμνογράφο, «ὅλον συγκροτεῖ τὸν θεσμὸν τῆς Ἐκκλησίας». Ὁ Τριαδικὸς Θεός, μὲ ἄλλα λόγια, εἶναι ὁ ἐγγυητὴς καὶ τὸ θεμέλιο τῆς «μίας, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας».
Ἐφόσον ὅμως ἡ Ἐκκλησία ζεῖ καὶ δρᾶ μέσα στὸν κόσμο, ὁ κίνδυνος τῆς διαιρέσεως ὑπάρχει πάντοτε, κίνδυνος ποὺ ὀφείλεται στὸν πειρασμὸ τοῦ συμβιβασμοῦ τῶν χριστιανῶν μὲ τὶς φθοροποιὲς δυνάμεις αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ὅταν ὅμως ὁ κάθε χριστιανὸς ἀποβλέπει στὴ «δόξα» πρὸς τὴν ὁποία ἀπέβλεπε καὶ ὁ Χριστός, δηλ. στὴν ὁδὸ τοῦ πάθους καὶ τῆς θυσίας γιὰ τὸν ἀδελφό, ὅταν εἶναι συνδεδεμένος μὲ τὴν κεφαλὴ τοῦ σώματος, τὸν Χριστό, καὶ μὲ τοὺς πιστοὺς ποὺ εἶναι τὰ ἄλλα μέλη τοῦ σώματος, σύμφωνα μὲ τὴν εἰκόνα ποὺ συνηθίζει νὰ χρησιμοποιεῖ γιὰ τὴν Ἐκκλησία ὁ Ἀπ. Παῦλος· τότε ἡ «ζωὴ ἡ αἰώνιος», γιὰ τὴν ὁποία γίνεται λόγος στὴν Ἀρχιερατικὴ Προσευχὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο γενικότερα, ἀρχίζει ἤδη ἀπὸ τώρα καὶ ἡ χαρὰ τῶν πιστῶν ἔχει «ὅλην τὴν πληρότητά της» (Ἰω.17,13).
Ἄνθρωποι μὲ τὰ χαρακτηριστικὰ αὐτὰ ὑπῆρξαν οἱ 318 Πατέρες τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ποὺ τιμᾶ σήμερα ἡ Ἐκκλησία τὴ μνήμη τους καὶ ποὺ μὲ τοὺς ἀγῶνες τους κατὰ τῶν αἱρετικῶν συνετέλεσαν στὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Γιατί ἡ αἵρεση σημαίνει διάσπαση, ἀποκοπὴ ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ἡ σύνδεση μὲ τὸν Χριστὸ καὶ ἡ τροφοδοσία ἀπὸ τὸ ζωοποιὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐξασφαλίζουν τὴν ἑνότητα.
3.
Κυριακὴ τῶν Πατέρων
Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος
«Αὐτά εἶπεν ὁ Ἰησοῦς καί ἐσήκωσε τούς ὀφθαλμούς του εἰς τόν οὐρανόν καί εἶπε.Πάτερ, ἦλθεν ἡ ὥρα, δόξασε τόν Υἱόν σου, διά νά σέ δοξάσῃ καί ὁ Υἱός σου».
1. «Αὐτός πού ἐφαρμόζει τάς ἐντολάς σου καί τάς διδάσκει», λέγει, «αὐτός θά ὀνομασθῇ μέγας εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 5,19). Καί πολύ εὔλογα· διότι τό νά φιλοσοφῇ κανείς μέ λόγια εἶναι εὔκολον, ἐνῷ τό νά παρουσιάζῃ μέ ἔργα αὐτά πού λέγει, εἶναι γνώρισμα ἀνθρώπου γενναίου καί μεγάλου. Διά τοῦτο καί ὁ Χριστός, ὁμιλῶν περί ἀνεξικακίας, ἀναφέρει τόν ἑαυτόν του, προτρέπων ἀπό αὐτόν νά λαμβάνωμεν τά παραδείγματα. Διά τοῦτο καί μετά ἀπό αὐτήν τήν παραίνεσιν, ἔρχεται εἰς τήν προσευχήν, διδάσκων ἡμᾶς κατά τάς δοκιμασίας, ἀφήνοντες κατά μέρος ὅλα, νά καταφεύγωμεν εἰς τόν Θεόν. Ἐπειδή δηλαδή εἶπεν, «Εἰς τόν κόσμον θά ἔχετε θλῖψιν» (Ἰω. 16,33), καί ἐνέβαλεν ἀνησυχίαν εἰς τάς ψυχάς των, μέ τήν προσευχήν ἀνιστᾷ πάλιν τό φρόνημά των· διότι μέχρι τότε τόν ἐπρόσεχαν ὡσάν ἄνθρωπον. Καί δι’ ἐκείνους κάμνει τά ἴδια, ὅπως ἀκριβῶς καί εἰς τήν περίπτωσιν τοῦ Λαζάρου, καί λέγει τήν αἰτίαν, ὅτι δηλαδή «Τό εἶπα διά τό παρευρισκόμενον πλῆθος, διά νά πιστεύσουν ὅτι σύ μέ ἀπέστειλες» (Ἰω. 11,42).
Ναί, λέγει· ἀλλά διά μέν τούς Ἰουδαίους ἐγίνοντο αὐτά πολύ εὔλογα, διά ποῖον λόγον ὅμως ἐγίνοντο καί διά τούς Μαθητάς; Καί διά τούς Μαθητάς ἐγίνοντο κατά πολύ φυσικόν λόγον· διότι αὐτοί, πού μετά ἀπό τόσα ἔλεγον, «Τώρα γνωρίζομεν ὅτι ὅλα τά γνωρίζεις» (Ἰω. 16,30), ἐχρειάζοντο περισσότερον ἀπό ὅλους τήν ἐπιβεβαίωσιν. Ἄλλωστε δέ οὔτε προσευχήν ὀνομάζει ὁ εὐαγγελιστής τό πρᾶγμα, ἀλλά τί λέγει; «Ἐσήκωσε τούς ὀφθαλμούς του εἰς τόν οὐρανόν», καί ἀποκαλεῖ αὐτό μᾶλλον συνομιλίαν μέ τόν Πατέρα. Ἐάν δέ εἰς ἄλλην περίπτωσιν τήν ὀνομάζῃ προσευχήν, καί δείχνει αὐτόν ἄλλοτε μέν νά γονατίζῃ, ἄλλοτε δέ νά ὑψώνῃ τούς ὀφθαλμούς εἰς τόν οὐρανόν, μή θορυβηθῇς· μέ αὐτά διδασκόμεθα τό ἀκατάπαυστον τῆς προσευχῆς, ὥστε καί ὅταν ἱστάμεθα νά βλέπωμεν ὄχι μόνον μέ τούς ὀφθαλμούς τῆς σαρκός, ἀλλά καί τῆς διανοίας, καί διά νά γονατίζωμεν συντρίβοντες ἔτσι τή καρδίαν μας· διότι ἦλθεν ὁ Χριστός, ὄχι μόνον διά νά μᾶς δείξῃ τόν ἑαυτόν Του, ἀλλά καί νά μᾶς διδάξῃ τήν ἀνεκδιήγητον ἀρετήν. Αὐτός δέ πού διδάσκει πρέπει νά διδάσκῃ ὄχι μόνον μέ λόγια, ἀλλά καί μέ τά ἔργα. Ἄς ἀκούσωμεν λοιπόν τί λέγει ἐδῶ. «Πάτερ, ἦλθε ἡ ὥρα, δόξασε τόν Υἱόν σου, διά νά σέ δοξάσῃ καί ὁ Υἱός σου».
Πάλιν μᾶς δείχνει ὅτι δέν ἔρχεται εἰς τόν Σταυρόν χωρίς τήν θέλησίν Του. Διότι πῶς δέν θά ἤρχετο μέ τήν θέλησίν του αὐτός πού καί εὔχεται αὐτό νά συμβῇ καί δόξαν ὀνομάζει τό πρᾶγμα, ὄχι μόνον αὐτοῦ πού θά ἐσταυρώνετο, ἀλλά καί τοῦ Πατρός; Καί πράγματι ἔτσι ἔγινε· καθ’ ὅσον δέν ἐδοξάσθη μόνον ὁ Υἱός, ἀλλά καί ὁ Πατήρ· διότι πρίν ἀπό τόν σταυρόν οὔτε οἱ Ἰουδαῖοι τόν ἐγνώριζον (διότι λέγει «Ὁ Ἰσραήλ δέν μέ ἐγνώρισεν» (Ἠσ. 1,3), μετά ὅμως τόν Σταυρόν ὅλη ἡ οἰκουμένη ἔτρεξε κοντά Του. Ἔπειτα λέγει καί τόν τρόπον τῆς δόξης, καί πῶς θά τόν δοξάσῃ. «Σύμφωνα μέ τήν ἐξουσίαν πού τοῦ ἔδωσες ἐπί ὅλων τόν ἀνθρώπων, ὥστε νά μή χαθῇ κανείς ἀπό αὐτούς πού τοῦ ἔδωσες». Διότι τό νά εὐεργετῇ πάντοτε, ἀποτελεῖ δόξαν διά τόν Θεόν. Τί σημαίνει δέ «Καθώς ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός»; Κατ’ ἀρχήν δείχνει ὅτι τό κήρυγμά του δέν περιορίζεται μόνον μεταξύ τῶν Ἰουδαίων, ἀλλ’ ἐπεκτείνεται καί εἰς ὅλην τήν οἰκουμένην καί προετοιμάζει τήν κλῆσιν τῶν ἐθνικῶν. Ἐπειδή δηλαδή εἶπεν, «Μή πηγαίνετε πρός τούς ἐθνικούς» (Ματθ. 10,5), πρόκειται εἰς τήν συνέχειαν νά εἰπῇ, «Πηγαίνετε καί κάμετε μαθητάς μου ὅλα τά ἔθνη» (Ματθ. 28,19), δείχνει, ὅτι καί ὁ Πατήρ τό θέλει αὐτό· καθ’ ὅσον αὐτό ἐσκανδάλιζε πάρα πολύ τούς Ἰουδαίους, ἀλλά καί τούς μαθητάς· διότι οὔτε μετά ἀπό αὐτά ἠνείχοντο εὔκολα νά ἐπικοινωνοῦν μέ τούς ἐθνικούς, μέχρι ὅτου ἔλαβον τήν διδασκαλίαν τοῦ Πνεύματος· καθ’ ὅσον δέν ἐγίνετο αὐτό μικρόν σκάνδαλον εἰς τούς Ἰουδαίους. Μετά λοιπόν τήν τόσον μεγάλην ἐπίδειξιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐλθών ὁ Πέτρος εἰς τά Ἰεροσόλυμα, μόλις κατώρθωσε νά διαφύγῃ τάς κατηγορίας, ὅταν ἀνέφερε τά σχετικά μέ τήν σινδόνα (Πράξ. κεφ.11). Τί σημαίνει δέ, «Ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός»; Πότε λοιπόν, θά ἐρωτήσωμεν τούς αἱρετικούς, ἔλαβεν αὐτήν τήν ἐξουσίαν; πρίν πλάσῃ αὐτούς ἤ ἀφοῦ τούς ἔπλασεν; Διότι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος λέγει μετά τήν Σταύρωσιν καί τήν Ἀνάστασιν. Τότε δηλαδή λέγει.«Μοῦ ἐδόθη κάθε ἐξουσία» (Ματθ. 28,18), «πηγαίνετε καί κάμετε μαθητάς μου ὅλα τά ἔθνη» (Ματθ. 28,19).
Τί λοιπόν; δέν εἶχεν ἐξουσίαν ἐπί τῶν ἰδικῶν του ἔργων, ἀλλ̉ ἔδωσε μέν ἐξουσίαν εἰς αὐτούς, ὁ ἴδιος δέ μετά τό γεγονός αὐτό δέν εἶχεν ἐξουσίαν ἐπ’ αὐτῶν; (Καί ὅμως φαίνεται ὅλα αὐτός νά τά κάμνῃ καί κατά τήν παλαιάν ἐποχήν, ἄλλους μέν τιμωρῶν ἐπειδή ἡμάρτανον, ἄλλους ἐπιστρέφοντας νά τούς διορθώνῃ· διότι λέγει· «δέν θά κρύψω ἀπό τόν υἱόν μου Ἀβραάμ, αὐτό πού πρόκειται νά κάμω» (Γεν. 18,17), ἄλλους δέ ἐκτελοῦντας τάς ἐντολάς του νά τούς τιμᾷ)· ἔπειτα, τότε μέν εἶχεν ἐξουσίαν, μετά δέ τήν ἔχασε καί πάλιν τήν ξαναέλαβεν; Καί ποῖος δαίμων θά ἦτο δυνατόν νά εἰπῇ αὐτά; Ἐάν δέ εἶναι ἡ ἴδια ἐξουσία καί τότε καί τώρα (διότι λέγει. «Ὅπως ἀκριβῶς ὁ Πατήρ ἀνιστᾷ τούς νεκρούς καί τούς ζωοποιεῖ, ἔτσι καί ὁ Υἱός του ζωοποιεῖ ὅποιους θέλει» (Ἰω. 5,21)· τί σημαίνει αὐτό πού ἐλέχθη; Ἐπρόκειτο νά στείλῃ αὐτούς εἰς τά ἔθνη· διά νά μή νομίσουν λοιπόν αὐτό ὡς καινοτομίαν ἐπειδή ἔλεγε. «Δέν ἀπεστάλην δι’ ἄλλο τίποτε, παρά διά τά χαμένα πρόβατα τοῦ οἴκου Ἰσραήλ» (Ματθ. 5,24), δείχνει ὅτι αὐτό εἶναι ἐπιθυμητόν καί εἰς τόν Πατέρα. Ἐάν δέ τό λέγῃ αὐτό μέ πολύ ταπεινά λόγια, δέν εἶναι καθόλου ἀξιοθαύμαστον· διότι ἔτσι καί ἐκείνους ἐπαίδευε τότε καί τούς μετά ταῦτα, καί, ὅπως προανέφερα, πάντοτε μέ τήν ὑπερβολικήν χρῆσιν ταπεινῶν ἐκφράσεων ἔπειθε πάρα πολύ ὅτι τά λόγια Του αὐτά ἐλέγοντο ἀπό συγκατάβασιν.
2. Τί σημαίνει δέ «πάσης σαρκός»; Διότι, βέβαια, δέν ἐπίστευσαν ὅλοι. Καί ὅμως, ὅσον ἐξηρτᾶτο ἀπό Αὐτόν, ὅλοι ἐπίστευσαν· ἄν δέ δέν ἐπρόσεχαν εἰς τά λεγόμενά Του, ἡ κατηγορία δέν ἀνήκει εἰς τόν διδάσκαλον, ἀλλ̉ εἰς ἐκείνους πού δέν ἐδέχθησαν τά λόγια του. «Ὥστε νά δώσῃ ζωήν αἰώνιον εἰς τόν καθένα ἀπό ἐκείνους πού τοῦ ἔδωσες». Ἐάν δέ καί ἐδῶ ὁμιλῇ ἀνθρωπινώτερα, μή θαυμάσῃς· διότι τό κάμνει αὐτό καί διά τούς λόγους πού ἔχομεν εἰπεῖ, καί διότι ἀποφεύγει πάντοτε ὁ Ἴδιος νά λέγῃ κάτι τό σπουδαῖον διά τόν ἑαυτόν Του, ἐπειδή αὐτό θά προσέκρουεν εἰς τήν σκέψιν τῶν ἀκροατῶν του, ἀφοῦ εἰς τήν ἀρχήν δέν ἐφαντάζοντο τίποτε τό ὑψηλόν περί αὐτοῦ. Ὁ Ἰωάννης λοιπόν, ὅταν ὁμιλῇ ἀπό μόνος του, δέν κάμνει τό ἴδιον, ἀλλά ἐκφράζεται κατά ὑψηλότερον τρόπον, λέγων τά ἑξῆς. «Ὅλα δι’ αὐτοῦ ἔγιναν, καί τίποτε δέν ἔγινε χωρίς αὐτόν» (Ἰω. 1,3), καί ὅτι «ἦτο ζωή» (Ἰω. 1,4), καί ὅτι «ἦτο φῶς» (Ἰω. 1,9), καί ὅτι «ἦλθεν εἰς τούς ἰδικούς του» (Ἰω.1,11)· ὄχι ὅτι δέν θά εἶχεν ἐξουσίαν, ἐάν δέν ἐλάμβανεν, ἀλλ̉ ὅτι καί εἰς ἄλλους ἔδωσεν «ἐξουσίαν νά γίνουν τέκνα τοῦ Θεοῦ» (Ἰω. 1,12). Καί ὁ Παῦλος ὁμοίως τόν ὀνομάζει ἴσον μέ τόν Θεόν (Φιλιπ. 2,6). Αὐτός ὅμως παρακαλεῖ τόν Πατέρα ἀνθρωπινώτερον, λέγων τά ἑξῆς. «Διά νά δώσω ζωήν αἰώνιον εἰς τόν καθένα πού μοῦ ἔδωσες. Αὐτή δέ εἶναι ἡ αἰώνιος ζωή, τό νά γνωρίσουν ἐσένα ὡς τόν μόνον ἀληθινόν Θεόν καθώς καί τόν Ἰησοῦν Χριστόν πού ἔστειλες εἰς τόν κόσμον». Τό «Μόνον ἀληθινόν Θεόν» τό λέγει πρός διάκρισιν ἀπό τούς μή πραγματικούς θεούς· καθ’ ὅσον ἐπρόκειτο νά στείλῃ αὐτούς εἰς τά ἔθνη. Ἐάν ὅμως δέν τό δεχθοῦν μέ αὐτό καί μόνον ἀρνοῦνται τόν Υἱόν ὡς ἀληθινόν Θεόν, προχωροῦντες δέ ἔτσι θ’ ἀρνηθοῦν καί ὅτι εἶναι Θεός· καθ̉ ὅσον λέγει. «Δέν ζητεῖτε τήν τιμήν πού προέρχεται ἀπό τόν μόνον Θεόν» (Ἰω. 5,44).
Τί λοιπόν; Δέν εἶναι ὁ Υἱός Θεός; Ἐάν δέ ὁ Υἱός εἶναι Θεός καί ὀνομάζεται μόνος τοῦ Πατρός, εἶναι φανερόν ὅτι εἶναι καί ἀληθινός καί ὀνομάζεται μόνος ἀληθινός. Τί δέ; ὅταν ὁ Παῦλος λέγῃ, «Ἤ μόνος ἐγώ καί ὁ Βαρνάβας;» (Α´ Κορ. 14,6), ἆρά γε ἀρνεῖται τόν Βαρνάβαν; Καθόλου· διότι τό «μόνος» χρησιμοποιεῖται πρός διάκρισιν ἀπό ἄλλους. Ἐάν δέ δέν εἶναι ἀληθινός Θεός, πῶς εἶναι ἀλήθεια; (Ἰω. 14,6) διότι ἡ ἀλήθεια δέν διαφέρει τοῦ ἀληθινοῦ. Τί θά εἰποῦμεν ὅτι δέν εἶναι κἄν ἄνθρωπος; Κατά τόν ἴδιον τρόπον, ἐάν ὁ Υἱός δέν εἶναι ἀληθινός Θεός πῶς εἶναι Θεός; πῶς ἐμᾶς μᾶς κάμνει θεούς καί υἱούς, χωρίς νά εἶναι ἀληθής; Ἀλλά δι’ αὐτά ἐλέχθησαν εἰς ἐσᾶς λεπτομερέστερον εἰς ἄλλους λόγους, διά τοῦτο ἄς προχωρήσωμεν εἰς τήν συνέχειαν. «Ἐγώ σέ δόξασα ἐπάνω εἰς τήν γῆν». Καλῶς εἶπεν, «Ἐπί τῆς γῆς»· διότι εἰς τόν οὐρανόν εἶχε δοξασθῆ, ἔχων καί εἰς τήν φύσιν Του τήν δόξαν καί προσκυνούμενος ὑπό τῶν Ἀγγέλων. Δέν ὁμιλεῖ λοιπόν δι’ ἐκείνην τήν δόξαν, πού εἶναι συνηνωμένη μέ τήν οὐσίαν Του (διότι ἐκείνην τήν δόξαν, καί ἄν ἀκόμη κανείς δέν τόν δοξάσῃ, ἐξακολουθεῖ νά τήν ἔχει πλήρη), ἀλλ̉ ὁμιλεῖ δι̉ αὐτήν πού προέρχεται ἀπό τήν λατρείαν τῶν ἀνθρώπων. Ὥστε λοιπόν τό «δόξασόν με» ἔχει αὐτήν τήν σημασίαν.
Καί διά μάθῃς ὅτι αὐτόν τόν τρόπον τῆς δόξης ἐννοεῖ, ἄκουσε τά ἐν συνεχείᾳ. «Τό ἔργον τό ἐτελείωσα πού μοῦ ἔδωσες νά κάνω»· μολονότι βέβαια ἀκόμη τό ἔργον του εὑρίσκετο εἰς τήν ἀρχήν, μᾶλλον δέ οὔτε εἰς τήν ἀρχήν. Πῶς λοιπόν λέγει, «ἐτελείωσα»; Ἤ ἐννοεῖ ὅτι ἔκαμα ὅ,τι ἐξηρτᾶτο ἀπό ἐμένα, ἤ ὀνομάζει ὡς νά ἔγινεν ἐκεῖνο πού ἐπρόκειτο νά γίνῃ ἤ αὐτό πού κυρίως ἠμποροῦμεν νά εἰποῦμεν, ὅτι τό πᾶν ἦτο πλέον τετελεσμένον, ἐφ’ ὅσον εἶχε τοποθετηθῆ ἡ ρίζα τῶν ἀγαθῶν, ἀπό τήν ὁποίαν ὁπωσδήποτε κατ̉ ἀνάγκην ἐπρόκειτο νά προέλθουν οἱ καρποί καί ὅτι θά ἦτο παρών καί συνηνωμένος μέ ἐκείνους πού θά ἤρχοντο εἰς τό μέλλον. Διά τοῦτο πάλιν λέγει μέ τρόπον συγκαταβατικόν. «Αὐτό πού μοῦ ἔδωσες». Διότι, ἐάν βέβαια ἐπερίμενε νά ἀκούσῃ καί νά μάθῃ, θά ἀπεῖχον αὐτά πολύ ἀπό τήν δόξαν του· τό ὅτι λοιπόν αὐτό τό ἔκαμε μέ τήν θέλησίν Του εἶναι φανερόν ἀπό πολλά. Ὅπως, ὅταν λέγῃ ὁ Παῦλος ὅτι «τόσον πολύ μᾶς ἠγάπησεν, ὥστε νά παραδώσῃ τόν ἑαυτόν του πρός χάριν μας» (Ἐφ. 5,2), καί «ἐταπείνωσε τόν ἑαυτόν του, λαβών μορφήν δούλου» (Φιλιπ. 2,7), καί πάλιν· «Ὅπως ἀκριβῶς μέ ἠγάπησεν ὁ Πατήρ μου καί ἐγώ ἠγάπησα ἐσᾶς» (Ἰω. 5,9). «Δόξασέ με, Πάτερ, μέ τήν δόξαν ἐκείνην πού εἶχα πρίν ἀκόμη ὁ κόσμος ἔλθῃ εἰς τήν ὕπαρξιν». Καί ποῦ εἶναι ἐκείνη ἡ δόξα; Ἔστω λοιπόν ὅτι πλησίον τῶν ἀνθρώπων πολύ εὔλογα ἦτο χωρίς δόξαν ἐξ αἰτίας τῆς ἐνδυμασίας Του, πῶς ζητεῖ νά δοξασθῇ πλησίον τοῦ Θεοῦ; Τί λοιπόν ἐννοεῖ ἐδῶ; Ἐδῶ ὁ λόγος γίνεται περί τοῦ ἔργου τῆς θείας οἰκονομίας· διότι ἀκόμη δέν εἶχε δοξασθῆ ἡ ἀνθρωπίνη φύσις του οὔτε εἶχεν ἀπολαύσει ἀφθαρσίας, οὔτε εἶχε λάβει μέρος εἰς τόν βασιλικόν θρόνον. Διά τοῦτο δέν εἶπεν, «Ἐπί τῆς γῆς», ἀλλά «πλησίον σου».
3. Αὐτήν τήν δόξαν θά ἀπολαύσωμεν καί ἡμεῖς κατά τό ἰδικόν μας μέτρον, ἐάν εἴμεθα προσεκτικοί. Διά τοῦτο καί ὁ Παῦλος λέγει. «Ἐάν βέβαια πάσχωμεν μαζί του, διά νά δοξασθῶμεν μαζί του» (Ρωμ. 8,17). Ἑπομένως εἶναι ἄξιοι μυρίων δακρύων ἐκεῖνοι πού, ἄν καί ὑπάρχει ἔμπροσθέν των τόση δόξα, ἐξ αἰτίας τῆς ὀκνηρίας των καί τῆς ἀδιαφορίας των προκαλοῦν κακά εἰς τόν ἑαυτόν των, καί, ἐάν δέν ὑπῆρχε γέεννα, θά ἦσαν ἀθλιώτεροι ἀπό ὅλους, καθ̉ ὅσον, ἐνῷ ἠμποροῦν νά βασιλεύσουν καί νά δοξασθοῦν μαζί μέ τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, ἀποστεροῦν τόν ἑαυτόν των ἀπό τόσα ἀγαθά· διότι, ἐάν ἐχρειάζετο νά κατασφαγοῦν, ἐάν ἐχρειάζετο νά ὑποστοῦν μυρίους θανάτους, ἐάν ἐχρειάζετο νά παραδώσουν ἀπείρους ψυχάς καί τόσα ἄλλα σώματα καθημερινῶς, δέν ἔπρεπε νά ὑποστοῦν ὅλα αὐτά χάριν τῆς τόσον μεγάλης δόξης; Τώρα ὅμως οὔτε τά χρήματα περιφρονοῦμεν, τά ὁποῖα ἀργότερον θά τά ἀποχωρισθοῦμεν καί χωρίς νά τό θέλωμεν· δέν περιφρονοῦμεν τά χρήματα, πού μᾶς περιβάλλουν μέ ἀμέρτητα κακά, καί πού μένουν ἐδῶ καί δέν εἶναι ἰδικά μας (διότι διαχειριζόμεθα ἐκεῖνα πού δέν εἶναι ἰδικά μας καί ἄν ἀκόμη τά ἔχωμεν ἀπό πατρικήν κληρονομίαν)· ὅταν ὅμως καί γέεννα ὑπάρχῃ καί σκώληξ αἰώνιος καί ἄσβεστον πῦρ καί τρυγμός τῶν ὀδόντων, εἰπέ μου, πῶς θά τά ὑποφέρωμεν αὐτά;
Μέχρι πότε θά εἴμεθα ἀπρόσεκτοι καί θά δαπανῶμεν τό πᾶν εἰς καθημερινάς διαμάχας καί φιλονεικίας καί λόγους ἀνωφελεῖς, τρέφοντες τήν γῆν, παχαίνοντας τό σῶμα, καί ἀδιαφοροῦντες διά τήν ψυχήν, διά μέν τά ἀναγκαῖα μή κάμνοντες κανένα λόγον, διά δέ τά περιττά καί ἀνώφελα δεικνύοντες πολλήν φροντίδα; Καί οἰκοδομοῦμεν μέν λαμπρούς τάφους καί ἀγοράζομεν πολυτελεῖς οἰκίας καί ἀκολουθούμεθα ἀπό ἀγέλας παντός εἴδους ὑπηρετῶν καί ἐπινοοῦμεν διαφόρους οἰκονόμους, ἀγρῶν, οἰκιῶν, διαχειριστάς χρημάτων καί καθιστῶντες ἄρχοντες ἀρχόντων, διά δέ τήν ψυχήν μας πού ἔχει μείνει τελείως ἔρημη δέν δείχνομεν καμμίαν φροντίδα. Καί ποῖο θά εἶναι τό τέλος αὐτῶν; δέν γεμίζομεν μίαν γαστέρα; Δέν ἐνδύομεν ἕνα σῶμα; διατί τόσος πολύς θόρυβος δι’ αὐτά τά πράγματα; Διατί τέλος πάντων ὅλα αὐτά καί διατί τήν ψυχήν πού ἐλάβομεν τήν κατασφαγιάζομεν, τήν κατασπαράσσομεν μέ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τάς φροντίδας, ἐπινοοῦντες φοβεράν δουλείαν διά τούς ἑαυτούς μας; Διότι ἐκεῖνος πού ἔχει ἀνάγκην ἀπό πολλά, εἶναι δοῦλος πολλῶν, καί ἄν ἀκόμη φαίνεται ὅτι εἶναι κυρίαρχος αὐτῶν. Διότι καί τῶν ὑπηρετῶν δοῦλος εἶναι ὁ κύριος καί δημιουργεῖ ἄλλον μεγαλύτερον τρόπον ὑπηρεσίας.καί κατ’ ἄλλον τρόπον δέ εἶναι δοῦλος, διότι δέν τολμᾷ χωρίς ἐκείνους νά μεταβῇ εἰς τήν ἀγοράν οὔτε εἰς τό λουτρόν, οὔτε εἰς τόν ἀγρόν, ἐνῷ αὐτοί πολλές φορές παντοῦ πηγαίνουν χωρίς τόν κύριόν των. Ἀλλ̉ ὁ θεωρούμενος ὅτι εἶναι κύριος, ἄν δέν εἶναι παρόντες οἱ δοῦλοι, δέν τολμᾷ νά βγῇ ἀπό τήν οἰκίαν, ἀλλά καί ἄν ἀκόμη συμβῇ νά βγῇ μόνος ἀπό τήν οἰκίαν, θεωρεῖ τόν ἑαυτόν του ὅτι εἶναι διά γέλια.
Ἴσως μερικοί μᾶς γελοῦν πού λέγομεν αὐτά, ἀλλ̉ ὅμως ἀκριβῶς δι’ αὐτό θά ἦσαν ἄξιοι μυρίων δακρύων· διότι διά νά διαπιστώσῃς ὅτι αὐτό εἶναι δουλεία, θά σέ ἐρωτοῦσα εὐχαρίστως· ἤθελες νά εἶχεις τήν ἀνάγκην ἐκείνην πού θά ἔθετε τήν τροφήν εἰς τό στόμα σου ἤ θά προσέφερε τό ποτήρι εἰς τά χείλη σου; Δέν θά ἐθεωροῦσες αὐτήν τήν ὑπηρεσίαν ἀξίαν δακρύων; Τί δέ, ἐάν ἐχρειάζεσο μερικούς διά νά σέ βαστάζουν διαρκῶς διά νά βαδίζῃς, δέν θά ἐθεωροῦσες ἐξ αἰτίας αὐτοῦ τόν ἑαυτόν σου ἐλεεινόν καί ἀθλιώτερον ἀπό ὅλους; Λοιπόν καί τώρα τέτοιαι ἔπρεπε νά εἶναι οἱ διαθέσεις σου· διότι καθόλου δέν διαφέρει, εἴτε νά παθαίνει αὐτά κανείς ἀπό ἄλογα ζῶα εἴτε ἀπό ἀνθρώπους. Τί δέ, εἰπέ μου, δέν διαφέρουν ὡς πρός αὐτό οἱ ἄγγελοι ἀπό ἡμᾶς, τό ὅτι δηλαδή δέν ἔχουν τήν ἀνάγκην των ὅσων ἔχομεν ἡμεῖς; Λοιπόν, ὅσον ὀλιγωτέραν ἔχομεν τήν ἀνάγκην, τόσον περισσότερον πλησιάζομεν πρός ἐκείνους, ὅσον δέ περισσοτέραν, τόσον περισσότερον καταπίπτομεν εἰς αὐτόν τόν φθαρτόν βίον. Καί διά νά μάθῃς ὅτι αὐτά ἔχουν ἔτσι, ἐρώτησε τούς γέρους ποῖον βίον μακαρίζουν, ἐκεῖνον πού ἦσαν τότε ὑποδουλωμένοι εἰς αὐτόν ἤ ἐκεῖνον πού εἶναι σήμερα κυρίαρχοι αὐτοῦ; Διότι ἀκριβῶς δι’ αὐτό ἀνεφέραμεν ἐκείνους, ἐπειδή ἐκεῖνοι πού εἶναι μεθυσμένοι ἀπό τά τῆς νεότητος οὔτε κἄν γνωρίζουν τό ὑπερβολικόν μέγεθος τῆς δουλείας. Τί δέ, αὐτοί πού πάσχουν ἀπό πυρετόν μακαρίζουν τόν ἑαυτόν των, ὅταν αἰσθάνονται μεγάλην δίψαν καί πολλήν πεῖναν καί ἔχουν ἀνάγκην ἀπό πολλά ἄλλα ἤ ὅταν ἀποκτήσουν τήν ὑγείαν των καί ἀπαλλαγοῦν ἀπό τήν ἐπιθυμίαν; Βλέπεις ὅτι παντοῦ εἶναι ἐλεεινόν καί ξένον πρός τήν φιλοσοφίαν καί ἐπέκτασις τῆς δουλείας καί τῆς ἐπιθυμίας τό νά ἔχῃ κανείς ἀνάγκην ἀπό πολλά πράγματα;
Διατί λοιπόν μέ τήν θέλησίν μας μεγαλώνομεν τήν ἀθλιότητα εἰς τόν ἑαυτόν μας; Διότι εἰπέ μου, ἐάν ἦτο δυνατόν νά κατοικῇς χωρίς στέγην καί τοίχους καί χωρίς νά βλάπτεσαι καθόλου, δέν θά ἐπροτιμοῦσες περισσότερον αὐτό; Διά ποῖον λόγον λοιπόν ἐπεκτείνεις τά γνωρίσματα τῆς ἀσθενείας; Δέν μακαρίζομεν δι’ αὐτό τόν Ἀδάμ, ἐπειδή δέν εἶχεν ἀνάγκην ἀπό τίποτε, οὔτε ἀπό οἰκήματα, οὔτε ἀπό ἐνδύματα; Ναί, λέγει· ἀλλά τώρα εἴμεθα ὑπό τό κράτος τῆς ἀνάγκης. Διατί λοιπόν αὐξάνομεν τήν ἀνάγκην; Διότι, ἐάν πολλοί περικόπτουν πολλά καί ἀπό τά ἀναγαῖα (ἐννοῶ τούς δούλους, τά οἰκήματα καί τά χρήματα), ποίαν δικαιολογίαν θά ἠμπορούσαμεν νά ἔχωμεν, ὑπερβαίνοντες τήν ἀνάγκην; Μέ ὅσον περισσότερα περιβάλλεσαι, τόσον περισσότερον δουλικώτερος γίνεσαι· διότι ὅσον περισσότερα χρειάζεσαι, τόσον περισσότερον μειώνεις τήν ἐλευθερίαν σου· καθ̉ ὅσον ἡ μέν πλήρης ἐλευθερία συνίσταται εἰς τό νά μή ἔχωμεν καμμίαν ἀνάγκην, ἐνῷ ἐκείνη πού ἀκολουθεῖ αὐτήν συνίσταται εἰς τό νά ἔχωμεν τήν ἀνάγκην ὀλίγων πραγμάτων, τήν ὁποίαν ἔχουν οἱ ἄγγελοι πρό πάντων καί οἱ μιμηταί αὐτῶν, ὅμως τό νά τό κατορθώσουν αὐτό ἄνθρωποι πού μένουν μέσα εἰς θνητόν σῶμα σκέψου πόσον μεγάλον ἔπαινον ἔχει αὐτό τό πρᾶγμα. Αὐτό ἔλεγε καί ὁ Παῦλος γράφων πρός τούς Κορινθίους.«Ἐγώ δέ σᾶς λυποῦμαι» (Α´ Κορ. 7,28), καί «Διά νά μή ὑποφέρουν αὐτοί εἰς τήν ζωήν» (Αὐτόθι). Διά τοῦτο ὀνομάζονται χρήματα, διά νά τά χρησιμοποιοῦμεν ὅπου χρειάζονται, ὄχι διά νά τά φυλάσσωμεν καί νά τά κρύπτωμεν μέσα εἰς τήν γῆν· διότι αὐτό δέν δείχνει ὅτι τά ἀπεκτήσαμεν, ἀλλ̉ ὅτι αὐτά ἀπέκτησαν ἡμᾶς· καθ’ ὅσον ἐάν πρόκειται αὐτό νά σκεπτώμεθα, πῶς αὐτά νά τά κάνωμεν πολλά καί ὄχι διά νά τά ἀπολαύσωμεν εἰς τά ἀναγκαῖα πράγματα, ἀνετράπη ἡ τάξις, καί ἐκεῖνα κατέκησαν ἡμᾶς καί ὄχι ἡμεῖς ἐκεῖνα.
Ἄς ἀπαλλαγῶμεν λοιπόν ἀπό αὐτήν τήν φοβεράν δουλείαν· καί ἄς γίνωμεν κάποτε ἐλεύθεροι. Διατί ἐπινοοῦμεν διά τούς ἑαυτούς μας ἀπείρους καί διαφόρων εἰδῶν δεσμούς; Δέν σοῦ ἀρκεῖ ὁ δεσμός τῆς φύσεως καί ἡ ἀνάγκη τῆς ζωῆς καί τό πλῆθος τῶν ἀπείρων πραγμάτων, ἀλλά πλέκεις καί ἄλλα δίκτυα διά τόν ἑαυτόν σου καί δένεις μέ αὐτά τά πόδια σου; Καί πότε θά σκεφθῇς καί θά φροντίσῃς, διά τόν οὐρανόν καί θά ἠμπορέσῃς νά ἀνεβῇς πρός τό ὕψος ἐκεῖνο; Πρέπει λοιπόν νά θελήσῃ κανείς, νά θελήσῃ νά κόψῃ αὐτά τά σχοινιά διά νά ἠμπορέσῃ νά φροντίσῃ διά τήν οὐράνιον πόλιν· τόσα πολλά ἄλλα ἐμπόδια ὑπάρχουν, πού διά νά τά νικήσωμεν ὅλα πρέπει νά ἀρκούμεθα εἰς τά ὀλίγα· διότι ἔτσι θά φροντίσωμεν καί διά τήν αἰώνιον ζωήν μέ τήν χάριν καί φιλανθρωπίαν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἰς τόν Ὁποῖον ἀνήκει ἡ δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
4.
Κυριακὴ μεταξὺ Ἀναλήψεως καὶ Πεντηκοστῆς
Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))
Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, ὁ Κύριος μας Ἰησοῦς Χριστὸς εἶπε στοὺς Ἀποστόλους Του ὅτι ὁ χωρισμὸς ἦταν κοντά, ὅτι ἐπρόκειτο νὰ πάει στὸν Θεὸ καὶ Πατέρα Του, ὅπως θὰ ἔλεγε ξανὰ στὶς γυναῖκες ποὺ ἦρθαν στὸν τάφο. Καὶ ὅταν οἱ καρδιὲς τους λυπήθηκαν στὴν ἰδέα ὅτι δὲν θὰ Τὸν δοῦν πιὰ ξανὰ, εἶπε: «Οἱ καρδιὲς σας εἶναι λυπημένες καὶ ὅμως θὰ πρέπει νὰ χαίρεστε γιὰ μένα, γιατὶ γυρίζω στὸν πατέρα Μου». Μά, πρόσθεσε «δὲν θὰ σᾶς ἀφήσω ὀρφανοὺς, θὰ σᾶς στείλω τὸ Πνεῦμα τό Ἅγιο ποὺ ἐκπορεύεται ἀπὸ Τὸν Πατέρα καὶ θὰ σᾶς τὰ διδάξει ὅλα. Ἔτσι βρισκόμαστε τώρα ἐδῶ, ἐνῶ εἴμαστε ἀκόμη στὸ φῶς Τῆς ἀνάληψης.
Ο Ἀπόστολος Παῦλος θλιβόταν ποὺ ἔπρεπε νὰ ζεῖ στὸν κόσμο καὶ νὰ φέρει τὴν ἀνθρώπινη σάρκα. Εἶπε: «Γιὰ μένα ζωὴ εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ ὁ θάνατος θὰ εἶναι κέρδος, εὐλογία, γιατὶ ὅσο φέρουμε τὴν ἀνθρώπινη σάρκα, εἴμαστε χωρισμένοι ἀπό τὸν Χριστό». Κι ὅμως αὐτὸς ὁ χωρισμὸς δὲν εἶναι ὁλοκληρωτικός, δὲν εἴμαστε χωρισμένοι ἀνεπανόρθωτα, δὲν εἴμαστε χωρισμένοι δἰχως ἐλπίδα ἀπὸ τὸν Χριστὸ ἄν Τὸν προσμένουμε μὲ λαχτάρα, ἄν Τὸν ἀγαπᾶμε, ὅπως ὁ Ἅγιος Παῦλος ποὺ λαχταροῦσε τὸν θάνατο γιὰ νὰ εἶναι γιὰ πάντα μὲ Αὐτόν, γιατὶ σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεση Του τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἦλθε τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τὸ ὁποῖο ὀνομάζουμε «ὁ Παράκλητος», ποὺ στὶς ἀρχαῖες γλῶσσες ἔχει εὐρύτερη σημασία, σημαίνει αὐτὸν ποὺ παρηγορεῖ, ποὺ φέρνει χαρά. Ἡ παρουσία Του ὄντως μπορεῖ νὰ μᾶς παρηγορήσει γιὰ τὸν χωρισμό μας ἀπὸ τὸν Χριστὸ, διότι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, μόνο ἄν ζοῦμε σύμφωνα μὲ τὸ εὐαγγέλιο, ἄν γίνουμε – ὄχι μόνο στὰ λόγια, ἤ στὴ φαντασία μας – μὰ στὴν πραγματικότητα, μὲ τὰ ἔργα καὶ τὴν σκέψη, τὴν καρδιὰ και τὴν ὕπαρξη μας, μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, τότε κατοικεῖ μέσα μας. Γινόμαστε ναὸς Του καὶ μιλάει σ’ ἐμᾶς, εἴτε μὲ ἀνέκφραστους ἀναστεναγμοὺς, εἴτε μὲ αὐτὴν τὴν θαυμάσια σαφήνεια, ἡ ὁποία μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ὀνομάσουμε «Πατέρα» τὸν Θεὸ τῶν Οὐρανῶν, γιατὶ ἐν Χριστῷ καὶ μὲ τὴ δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γίναμε παιδιά τοῦ Ζωντανοῦ Θεοῦ.
Ἅρα ὁ χωρισμὸς ἀπὸ τὸν Χριστὸ εἶναι ἕνας χωρισμὸς ἀπὸ τὸν χῶρο ποὺ ζοῦμε εἶναι μιὰ ἀπώλεια τῆς συγκινητικῆς, θαυμάσιας γνωριμίας μὲ τὴν ἀνθρωπότητα, ὅπως τὴν γνωρίζουμε στὴ γῆ, μὰ εἶναι ἕνα καινούργιο ξεκίνημα μιᾶς νὲας ἀνακάλυψης τοῦ Χριστοῦ, ὄχι μόνο τοῦ ἀναστημένου, ἀλλὰ τοῦ ἀναληφθέντος Χριστοῦ, τοῦ Χριστοῦ, ποὺ σύμφωνα μὲ τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο, λαμπρύνθηκε μὲ τὴ δόξα, τὴν λάμψη ποὺ ἀνῆκε σ’ Αὐτὸν πρὸ αἰώνων, τὴ λάμψη, τὴν λαμπρότητα, τὸ μεγαλεῖο τῆς Θεότητας. Καὶ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ποὺ συναντᾶμε στὴν προσευχὴ, ποὺ ἀνακαλύπτουμε μέσω τῶν Ἱερῶν Μυστηρίων, μὲ τὸν ὁποῖο μποροῦμε νὰ ἑνωθοῦμε στὴ ζωὴ μόνο μέσα ἀπὸ τὴν πίστη, εἶναι ὁ Χριστὸς γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Παῦλος μᾶς λέει: «Δὲν γνωρίζουμε πλέον τὸν Χριστὸ ὡς πρὸς τὴν σάρκα, δὲν τὸν ἀγγίζουμε ὅπως ὁ Θωμᾶς, δὲν τὸν βλέπουμε καὶ δὲν τὸν ἀκοῦμε, ὅπως ἔκαναν οἱ Απόστολοι καὶ οἱ γυναῖκες καὶ τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ, μὰ γνωρίζουμε Tὸν Χριστὸ ἐν Πνεύματι, τὸν ἀναστημένο καὶ ἀναληφθέντα Χριστὸ ποὺ εἶναι παντοῦ, ὅπου δύο ἤ τρεῖς εἶναι συνηγμένοι, ποὺ βρίσκεται παντοῦ, ὅταν μιὰ μοναχικὴ ψυχὴ καλεῖ σὲ βοήθεια, ὅταν μιὰ ζωὴ Τοῦ ἀφιερώνεται.
Ἔτσι λοιπὸν ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ τὸ μυστήριο ἑνὸς χωρισμοῦ ποὺ εἶναι νίκη, ἑνός χωρισμοῦ ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ σὲ μιὰ νέα γνώση, μιὰ νέα ἀνακάλυψη τοῦ Χριστοῦ . Ἡ Θεότητα Του δὲν εἶναι πλέον καλυμμένη σ’ἐμᾶς ἀπὸ τὴν Ἀνθρώπινη Του παρουσία, μᾶς ἀποκαλύπτεται σὰν Θεὸς ἀπαστράπτων, ὄχι μόνο μέσα ἀπὸ τὴν Θεότητα Του, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη Του ὑπόσταση. Κι ἔτσι συμβαίνει συνέχεια ὅταν οἱ ἄνθρωποι συναντιοῦνται σὲ ἀνθρώπινο ἐπίπεδο καὶ μετὰ ἀνακαλύπτουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο ἐν Ἁγίω Πνεύματι, μιὰ ἀνακάλυψη ποὺ κάνει τὴν ἀνθρωπότητα νὰ λάμπει μέσα στὸ φῶς τῆς αἰωνιότητας.
Ἄς εὐφρανθοῦμε στὴν γιορτὴ τῆς ἀναλήψεως, καὶ ἄς θυμηθοῦμε ὅτι σὲ μιὰ ἑβδομάδα θὰ στεκόμαστε ἐδῶ, ἐνθυμούμενοι τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ὄχι μόνο ὡς γεγονὸς τοῦ παρελθόντος, ἀλλὰ φέρνοντας τὸ ξανὰ πίσω, ἐπειδὴ εἴμαστε παρόντες στὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καθὼς οἱ Ἀπόστολοι Τοῦ προσφέρθηκαν στὸ Ὑπερῶο σχεδὸν πρὶν 2000 χρόνια. Μὰ γιὰ νὰ τὸ κάνουμε αὐτό πρέπει νὰ εἴμαστε μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, νὰ εἴμαστε δικοί Του, πρέπει νὰ εἴμαστε πιστοὶ στὸν λόγο τοῦ κηρύγματος Του, πρέπει νὰ ἀκολουθήσουμε τὸ παράδειγμα ποὺ μᾶς ἔδωσε, πρέπει ἀληθινὰ νὰ εἴμαστε στὸν κόσμο ὅπου ζοῦμε μιὰ σαρκωμένη παρουσία Τοῦ Χριστοῦ καὶ ναὸς τοῦ Πνεύματος, ἐμπροσθοφυλακὴ τῆς Βασιλείας τῶν oὐρανῶν .
Ἄς ἀφιερώσουμε τὴν ἐρχόμενη ἐβδομάδα στὴν προετοιμασία τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἐρευνώντας τὴ ζωὴ μας, ἀπορρίπτοντας σκόπιμα καὶ ἀποφασιστικὰ κάθε τι ποὺ μᾶς καθιστᾶ ἀνάξιους τῆς κλίσης μας. Ἄς προετοιμαστοῦμε νὰ ἔλθουμε ἐλεύθεροι, ἀνοιχτοι, γιὰ νὰ γεμίσουμε ἀπὸ τὸ Πνεῦμα, ἔτσι ποὺ ἴσως γίνουμε ἀληθινὰ, μὲ ὁλοένα αὐξανόμενο τρόπο, ναοὶ τῆς παρουσίας Του. Ἀμήν.
5.
Ἡ Δόξα καὶ τὸ Ὄνομα τοῦ Θεοῦ
Καραγιάννης Νικάνωρ (Ἀρχιμανδρίτης)
«Ἐγὼ σὲ ἔδοξασα ἐπὶ τῆς γῆς…». Στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς τῶν Ἁγίων Πατέρων διαβάζουμε ἕνα ἀπόσπασμα τῆς συγκλονιστικῆς προσευχῆς τοῦ Χριστοῦ στὸ ὑπερῶο τῆς Ἱερουσαλὴμ μετὰ τὸ Μυστικὸ Δεῖπνο. Σ’ αὐτὴ τὴν προσευχή, ἡ ὁποία εἶναι ἕνας διάλογος τοῦ Υἱοῦ μὲ τὸν Πατέρα, ἀκοῦμε μεταξὺ ἄλλων ὅτι ὁ Χριστὸς δόξασε τὸν Θεὸ καὶ ἀποκάλυψε τὸ ὄνομά Του στοὺς ἀνθρώπους: «ἐγνώρισα αὐτοῖς τὸ ὄνομά σου καὶ γνωρίσω».
Ἡ ἔννοια τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ
Πολλὲς φορὲς μέσα στὴν Ἁγία Γραφὴ γίνεται λόγος γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ποιὰ ὅμως, ἄραγε, εἶναι ἡ ἔννοια αὐτῆς τῆς δόξας; Ἡ ἀπάντηση εἶναι σαφὴς καὶ κατηγορηματική. Ἔστω καὶ ἂν ἡ δημιουργικὴ κυριαρχία τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἀπόλυτη παντοδυναμία Του ἀποτελοῦν στοιχεῖα τῆς δόξας Του, αὐτὴ κορυφώνεται στὴν ὑπέρτατη προσφορὰ τῆς ἀγάπης Του. Ἡ κατεξοχὴν δόξα Του βρίσκεται στὴ σταυρική Του θυσία. Τὸ ἀπόλυτο μεγαλεῖο Του στὶς τραγικὲς καὶ ὁριακὲς στιγμὲς τοῦ Πάθους. Τὸ ὕψος τῆς ταπείνωσής Του στὶς ὧρες τοῦ ἔσχατου ἐξευτελισμοῦ στὴν κορυφὴ τοῦ Γολγοθᾶ. Ἕνας σύγχρονος θεολόγος ὑπογραμμίζει ὅτι «ἡ δόξα τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου εἶναι ἡ ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου ἀποδοχὴ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καί, ἑπομένως, ἡ κοινωνία καὶ ἡ ἕνωσή του μὲ τὸν Θεό, δηλαδὴ ἡ σωτηρία». Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ πιστοὶ καλούμαστε στὸν ἀγώνα τῆς σωτηρίας σὲ μία ἄλλου εἴδους δόξα.
Ἡ τάση τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴ δόξα εἶναι ἔμφυτη, ἀφοῦ ὅλοι εἴμαστε πλασμένοι γι’ αὐτή. Ὅμως ἡ ἁμαρτία, ὡς διεστραμμένη κατεύθυνση ὕπαρξης καὶ ζωῆς, μᾶς ὁδηγεῖ σὲ ἐσφαλμένο δρόμο. Ἔτσι, λοιπόν, ἀναζητοῦμε τὴν καταξίωση τῆς προσωπικῆς καὶ τῆς κοινωνικῆς μας ζωῆς μὲ ἀθέμιτα μέσα, καταδικασμένοι στὴ ματαιότητα καὶ τὸ κενό. Ἡ ἐπιδίωξη τῆς ἀναγνώρισης καὶ τῆς ἐπιβεβαίωσής μας ἀπὸ τοὺς ἄλλους εἶναι ματαιοφροσύνη, ἀφοῦ ἀποδεικνύεται, ἂν ὄχι ψεύτικη, σίγουρα, ὅμως, σχετικὴ καὶ φευγαλέα. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ἐπιμένει νὰ ἀνατρέπει τὴ λογική μας. Μᾶς λέει ὅτι ὑψωνόμαστε κάθε φορὰ ποὺ θυσιαζόμαστε. Δοξαζόμαστε κάθε φορὰ ποὺ μαθαίνουμε νὰ ὑπομένουμε πειρασμούς, συκοφαντίες, ἀδικίες. Καταξιωνόμαστε κάθε φορὰ ποὺ συγχωροῦμε, κάθε φορὰ ποὺ σταυρώνουμε τὸν ἑαυτό μας καὶ τὰ πάθη του.
Τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ
«Ἐφανέρωσά σου τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις». Γιὰ τοὺς Ἰουδαίους ἡ κυρίαρχη ἔννοια τοῦ Θεοῦ ἦταν ἐκείνη τοῦ Δημιουργοῦ καὶ Παντοκράτορος. Ὁ Χριστὸς ἀποδεικνύεται Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ἔτσι φανερώνει τὸν Θεὸ Πατέρα Του. Ὁ Πατέρας δοξάζεται διὰ τοῦ Υἱοῦ. Ἡ φανέρωση τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ Πατέρα εἶναι ἡ φανέρωση στὸν κόσμο τοῦ μυστηρίου τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Τὸ μυστήριο τῆς κοινωνίας καὶ τῆς ἀγάπης τῶν προσώπων, ποὺ ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία μας. Αὐτὸ τὸ μυστήριο διατύπωσαν μὲ προσευχὴ καὶ ὑπερασπίσθηκαν μὲ ἀγῶνες και δάκρυα οἱ Πατέρες τῆς πρώτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου (325 μ.Χ.), ποὺ σήμερα τιμοῦμε.
Ὁ Θεὸς εἶναι ὁ «Ὤν», ὁ κατεξοχὴν ὑπάρχων. Τὰ πάντα ὑπάρχουν καὶ παίρνουν πνοὴ ζωῆς ἀπὸ Αὐτόν. Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε αὐτοὶ ποὺ ὑπάρχουμε «κατ’ εἰκόνα» Ἐκείνου ποὺ εἶναι τὸ πρωτότυπο. Εἴμαστε αὐτοὶ ποὺ ἀντλοῦμε δύναμη ἀπὸ τὴ χάρη Του. Εἴμαστε παιδιά Του, υἱοὶ καὶ θυγατέρες Του, «κεκλημένοι» νὰ ζήσουμε καὶ νὰ πορευθοῦμε στὴν καινούργια ζωὴ τῆς χάριτος τοῦ Χριστοῦ, ὤστε «ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν». Κάθε φορὰ ποὺ γνωρίζουμε τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, γνωρίζουμε τὸν ἑαυτό μας. Ἀπαντᾶμε στὸ ἐρώτημα ποιοὶ εἴμαστε καὶ γιατί ὑπάρχουμε. Τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ φανερώνει τὸ ἀληθινὸ πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου. Ἀφοῦ ὁ Θεὸς εἶναι Μυστικός, αὐτὸ σημαίνει ὅτι καὶ ὁ ἄνθρωπος ἔχει μυστικὰ βάθη. Δὲν εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος τῆς ὕπαρξής του, ἀλλὰ ὁ Θεὸς εἶναι τὸ Α καὶ τὸ Ω τῆς ὀντότητάς του. Ἀφοῦ ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας στὴ φύση ἀλλὰ τριαδικὸς στὰ πρόσωπα, ἔχει δηλαδὴ κοινωνία προσώπων, αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει χωρὶς κοινωνία, σχέση, ἐπικοινωνία καὶ ἀγάπη.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἡ γνώση καὶ ἡ ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι ἕνα ἐξωτερικὸ καθῆκον ἡ μιὰ θρησκευτικὴ δοξασία. Εἶναι θεμελιώδης ἀλήθεια ὕπαρξης καὶ νοήματος ζωῆς ποὺ μᾶς φανέρωσε ὁ Χριστὸς καὶ πρέπει νὰ ἐμπιστευόμαστε. Ἂς μὴν ξεχνᾶμε τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ Πατέρα μας, γιατί τότε ξεχνᾶμε τὸ ἀληθινό μας πρόσωπο, καὶ ἔτσι, ἄγνωστοι γιὰ τὸν ἴδιο μας τὸν ἑαυτό, χανόμαστε στὰ δαιδαλώδη μονοπάτια τοῦ κόσμου καὶ στὸ λαβύρινθο τῶν ποικίλων θεωριῶν καὶ ἀδιεξόδων του.
6.
Ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση στὴν Ἀνάληψη
Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))
Ἡ περίοδος τοῦ Πάσχα ἔφτασε στὸ τέλος της. Ἡ ἡμερα τῆς ἀπόδοσης τοῦ Πάσχα εἶναι ἡ μέρα ποὺ ἀκούσαμε γιὰ τελευταία φορὰ τὶς πανηγυρικὲς Ἀναστάσιμες ψαλμωδίες. Τὸ Πάσχα ὅμως, τὸ θαῦμα τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ θὰ παραμείνει μαζί μας. Ὅλα ἐκεῖνα ποὺ μᾶς χαροποίησαν τὴ βραδιά τοῦ Πάσχα, ἡ ἔκσταση γιὰ τὸ ἀδειανὸ μνημεῖο, γιὰ τὴ σωματικὴ ἔγερση τοῦ Χριστοῦ, γιὰ τὴν ἐμφάνισή Του στοὺς μαθητὲς – καὶ σ’ ἐμᾶς – μέσα στὴ δόξα, τὴ νίκη καὶ τὸ θρίαμβο παραμένουν μαζί μας παρὰ τὸ ὅτι τώρα ὁ Κύριος ἀνεβαίνει στοὺς οὐρανούς.
Ἡ Ἀνάληψη εἶναι μιὰ μυστηριώδης γιορτή: εἶναι μιὰ γιορτὴ στὴν ὁποία γιορτάζουμε ἕνα χωρισμό.
Τὸ βράδυ πρὶν ἀπὸ τὸ Σταυρικό Του θάνατο ὁ Χριστὸς εἶπε στοὺς μαθητές Του ὅτι θὰ τοὺς συνέφερε ἂν Ἐκεῖνος ἔφευγε, διότι τότε θὰ τοὺς ἔστελλε τὸν Παράκλητο, τὸ Πνεῦμα τὸ ὁποῖο θὰ τοὺς ὁδηγοῦσε στὴν ἀλήθεια (Ἰω. 16.7-16). Ἡ χαρὰ τοῦ χωρισμοῦ: χαρὰ γιὰ τὸ ὅτι ὁ Χριστὸς ἀνεβαίνει τώρα στὸν Πατέρα γιὰ νὰ καθίσει στὰ δεξιὰ τῆς θεϊκῆς δόξας• χαρὰ καὶ γιὰ τοὺς ἑαυτούς μας διότι ἔχοντας ὁ Χριστὸς ἀναστηθεῖ σωματικά, σωματικὰ καὶ θὰ ἀναληφθεῖ καί, ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἂν θέλουμε νὰ γνωρίσουμε τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴ δόξα ποὺ ἔχει σπαρεῖ μέσα του θὰ πρέπει νὰ κοιτάξουμε ψηλὰ στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ κι ἐκεῖ θὰ δοῦμε καθισμένο στὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ Πατέρα τὸν Ἄνθρωπο Ἰησοῦ Χριστό, τὸν ἐνσαρκωμένο Γιὸ τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴν Ἀνάσταση καὶ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου τὸ ἀνθρώπινο γένος ἔχει εἰσέλθει στὸ ἴδιο τὸ μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδας. Ὁ ἄνθρωπος Ἰησοῦς εἶναι καὶ Θεός μας.
Νὰ ὅμως ποὺ ἐνῶ χαιρόμαστε γιὰ τὸ τρόπαιο τοῦ Κυρίου, γιὰ τὸ δοξασμὸ τοῦ ἀνθρώπου, παραμένουμε ταυτόχρονα σὰν ὀρφανοὶ πάνω στὴ γῆ ὅπως καὶ οἱ πρῶτοι μαθητές, ὅπως καὶ ὅλοι οἱ μαθητὲς κατὰ τὴ διάρκεια τῶν αἰώνων. Ὅσο καιρὸ εἴχαμε ἀνάμεσά μας τὸ Χριστό, ὅπως τὸ λέει καὶ τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο, ἦταν Ἐκεῖνος τὸ Φῶς μας. Τώρα βρίσκουμε τοὺς ἑαυτούς μας στὸ ἡμίφως ἤ τὸ σκοτάδι τῶν προσωπικῶν μας ζωῶν· στὸ ζόφο τοῦ ἐπίγειου ἀνθρώπινου πεπρωμένου.
Ὁ Χριστὸς ὅμως ὑποσχέθηκε ὅτι δὲ θὰ μᾶς ἄφηνε ὀρφανούς, ὅτι θὰ μᾶς ἔστελνε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸν Παράκλητο, γιὰ νὰ μᾶς διδάξει τὴν πᾶσα ἀλήθεια παίρνοντάς την ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ τὸ Λόγο καὶ τὴν Πράξη ( Ἰω. 16. 13, 15). Ὁ Παράκλητος εἶναι Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἔρχεται γιὰ νὰ μᾶς βεβαιώσει ἐμπειρικὰ ὅτι ὁ Ἀναστὰς καὶ Ἀναληφθεὶς Χριστὸς εἶναι πράγματι ὁ Κύριός μας καὶ ὁ Θεός μας ὅτι εἶναι πράγματι ἐνθρονισμένος στὰ δεξιὰ τοῦ Πατέρα, ταυτόχρονα ὅμως, σύμφωνα μὲ τὴ δική Του θαυμαστὴ ὑπόσχεση καὶ μαζί μας μέχρι τὰ τέλη τῶν αἰώνων. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κατευθύνει τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου φέρνοντας τὴ σωτηρία, τὴ μεταμόρφωση, ὁδηγώντας μας στὸν τελικὸ θρίαμβο, μερικοὶ διαισθάνονται τὴν παρουσία Του καὶ ἄλλοι δὲν Τὸν βλέπουν καὶ δὲν Τὸν γνωρίζουν. Καὶ ἡ νίκη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ δική μας σωτηρία. Ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ ἀνθρώπου μέσα σὲ ὅλη του τὴ δόξα.
Γιὰ νὰ ἔλθει ὅμως σ’ ἐμᾶς τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ σὰν ὁ Παράκλητος, πρέπει ἐμεῖς νὰ νιώθουμε θλιμμένοι καὶ ὀρφανεμένοι μὲ τὴν ἀναχώρηση τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἐπειδὴ δὲ νιώθουμε μὲ ἀρκετὴ ἔνταση τὴ μοναξιά μας χωρὶς τὸ Χριστό, ποὺ ἡ ἀντίληψη τῆς θαυμαστῆς παρουσίας τοῦ Πνεύματος εἶναι τόσο σπάνια, τόσο ἀσθενική, τόσο ξέβαθη. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει: «Ἐμοὶ τὸ ζῆν Χριστὸς καὶ τὸ ἀποθανεῖν κέρδος» (Φιλιπ. 1. 2.1). Ἔτσι θὰ ‘πρεπε νὰ νιώθαμε καὶ ἐμεῖς, καὶ νὰ χαιρόμαστε ποὺ μιὰ μέρα θὰ φύγουμε ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸ καὶ θὰ εἰσέλθουμε στὴν αἰωνιότητα. Ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται ὁ ἀγαπημένος μας Σωτήρας Χριστὸς μέσα στὴ δόξα Του. Τότε πραγματικὰ ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος θὰ ἦταν γιὰ μᾶς Παράκληση, ἀγαλλίαση, ἐλπίδα, ἕνα τρόπαιο ἤδη ἀπὸ τώρα μέσα στὴν αἰωνιότητα ἡ ὁποία μᾶς ἔρχεται ἀήττητη καὶ θαυμαστή.
7.
Τὸ Πανάγιον Ὄνομα τοῦ Θεοῦ
Ἰωὴλ Φραγκᾶκος (Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας)
«Ἐφανέρωσά σου τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις»
Τὸ ὄνομα ἐκφράζει τὴν ὑπόληψη, τὴ φήμη, τὴ δόξα. «Καὶ εὐλογήσω σε καὶ μεγαλυνῶ τὸ ὄνομά σου, καὶ ἔσῃ εὐλογητὸς” (Γεν. 12,2), εἶπε ὁ Θεὸς στὸν Ἀβραάμ. Τὸν Ἐπίσκοπο Περγάμου τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο τὸν ἐγκωμιάζει λέγοντας πὼς «κρατεῖς τὸ ὄνομά μου καὶ οὐκ ἠρνήσω τὴν πίστιν μου» (Ἀποκ. 2,13). Στὸν ἀγωνιστὴ ὁ Θεὸς θὰ τοῦ δώσει ψῆφο ποὺ θὰ εἶναι γραμμένο ὄνομα «καινὸν» (ὅπ. π. στίχ.17). Στὴν ἀρχιερατικὴ προσευχὴ τοῦ Κυρίου ἀκοῦμε πὼς ἀποκάλυψε τὸ ὄνομα τοῦ Πατέρα Του στοὺς ἀνθρώπους, ἢ λέγει: «ἐγνώρισα αὐτοῖς τὸ ὄνομά σου καὶ γνωρίσω» (Ἰωάν. 17,26).
Ποιὸ εἶναι τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ;
Ἕνας σύγχρονος θεολόγος γράφει πὼς μετὰ τὴν Ἀνάσταση καὶ τὴν Πεντηκοστὴ τὸ μυστήριο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ θὰ ἀποκαλυπτόταν πλήρως. Ἡ ἀρχιερατικὴ προσευχὴ εἶναι ἡ ἔνθεος ἀνάπτυξη τοῦ δόγματος τοῦ Τραδικου θεοῦ. Εἶναι ἡ φανέρωση τῆς ζωαρχικῆς Τριάδος. Ἡ θεότητα ἔχει μία οὐσία καὶ τρία πρόσωπα, δηλ. τὸν ἀγέννητο Πατέρα, τὸν Υἱὸ ποὺ γεννᾶται ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Πατέρα. Χρονικῶς ὅμως δὲν ἔχουν διαφορὰ τὰ τρία Πρόσωπα. Στὸ πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ φανερώθηκε καὶ ὁ Πατέρας. Ὁ Υἱὸς εἶναι σοφία, ὅσιος, ἄκακος, οἰκτίρμων, ἅγιος, ἀγαθός. «Ἐγνώσθη ταῦτα ὑπάρχων καὶ ὁ γεννήσας αὐτόν», δηλ. ἀποκαλύφθηκε πὼς αὐτὲς τὶς ἐνέργειες τὶς ἔχει κι ὁ Πατέρας ποὺ ὑπερφυῶς Τὸν γεννᾶ, λέγει κάποιος ἀπὸ τοὺς πατέρες. Οἱ Ἰουδαῖοι γνώριζαν τὸ Θεό, ἀλλὰ δὲν Τὸν γνώριζαν ὡς Πατέρα, μᾶλλον ὡς Δημιουργὸ Τὸν γνώριζαν. Ὁ Υἱὸς φανέρωσε τὸν Πατέρα, καὶ μὲ τὰ λόγια καὶ μὲ τὰ ἔργα ἔκανε τὸν ἑαυτὸ Του γνώριμο σὲ ὅλους. Ἐπειδή, λοιπόν, ὁ Χριστὸς ἀπέδειξε τὸν ἑαυτὸ Του Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, παράλληλα καὶ «Πατέρα ἐκεῖνον συναπεδείκνυε», δηλ. φανέρωσε καὶ τὸν Πατέρα Του, γράφει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος. Δοξάζεται ὁ Πατέρας διὰ τοῦ Υἱοῦ.
Οἱ πατέρες φανέρωσαν τὸ ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ
Σήμερα γιορτάζουμε τὴν πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἡ ὁποία διατράνωσε τὸ μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος, δηλ. «Πατρὸς καὶ Υἱοῦ καὶ Πνεύματος Ἁγίου μίαν οὐσίαν ἐδογμάτισαν καὶ φύσιν», ὅπως λέγει τὸ γνωστὸ τροπάριο. Ὅλοι αὐτοὶ οἱ Ἅγιοι ποὺ συναθροίσθηκαν στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας, ἦσαν ἀγωνιστὲς καὶ ὁμολογητὲς τῆς πίστεως. Ἄλλοι εἶχαν ἀκρωτηριασθεῖ στοὺς διωγμοὺς ἀπὸ τοὺς ἀσεβεῖς καὶ ἀνόμους βασιλεῖς. Σὲ ἄλλους εἶχαν κόψει τὰ νεῦρα, σὲ ἄλλους εἶχαν ἐξορύξει τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ σ’ ἄλλους εἶχαν ἀκρωτηριάσει ἄλλα μέλη τοῦ σώματος. Ὅλα αὐτὰ γιὰ τὴν ὁμολογία τῆς πίστεως πρὸς τὸ Χριστό. Αὐτὸ τὸ Πανάγιο ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ὑπερασπίσθηκαν μέχρις αἵματος καὶ ἐξορίας. Ὁ ἅγιος Ἀλέξανδρος, ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας, λέγει πὼς πολέμησαν «τὸ χριστομάχον ἐργαστήριον» τοῦ Ἀρείου μὲ ὅλη τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς τους. Τὰ στίγματα τοῦ Κυρίου ποὺ ἔφεραν στὸ σῶμα τους, ἦταν γιὰ νὰ μὴ σβησθεῖ ἢ μωμηθεῖ τῆς Ἁγίας Τριάδος τὸ ὄνομα ποὺ μᾶς φανέρωσε ὁ Χριστός. Δὲν ἦταν ἁπλῶς σύνοδος Ἐπισκόπων, ἀλλὰ δῆμος μαρτύρων, θὰ λέγαμε τὸ προσωπικὸ ὀρθόδοξο ἦθος τους ξεκινοῦσε ἀπὸ τὴν πίστη στὰ ὀρθὰ δόγματα. Στὴ ζωὴ τους δόγμα καὶ ἦθος πήγαιναν μαζί.
Σήμερα καλλιεργεῖται ὁ δογματικὸς ἀποχρωματισμὸς
Σήμερα καλλιεργεῖται, ὅπως εἶπε ἕνας θεολόγος, ὁ δογματικὸς πιετισμὸς (εὐσεβισμός). Ἡ εὐσέβεια ὅλων τῶν Χριστιανῶν, ἀνεξαρτήτως ποῦ ἀνήκουν, δὲν ἐκπορεύεται ἀπὸ τὰ δόγματα τῆς πίστεως. Δὲν ἔχουν τὰ βιώματα καὶ τὴν ἄσκηση καὶ τὴ ζωὴ τῆς σωστῆς πίστεως. Μάλιστα καλλιεργεῖται καὶ ἡ ἀντίληψη νὰ εἴμαστε καλοὶ ἄνθρωποι κι ὅλα τὰ ἄλλα δὲν ἔχουν καὶ πολλὴ σημασία. Καλλιεργεῖται ἡ ἀτομικὴ ἠθικὴ κι ὄχι τὸ ὀρθόδοξο ἦθος ποὺ εἶναι συνδεδεμένο μὲ τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως. Τὸ πρωτεῖο τῆς ἀφηρημένης ἀγάπης εἰς βάρος τῶν δογμάτων. Διαφέρουμε ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς ὄχι τόσο σὲ ἀφηρημένες διατυπώσεις, ἀλλὰ στὴν ἔμπρακτη πίστη. Τὰ δόγματα κρύβουν τὴν ἀλήθεια τῆς προσωπικῆς μας σχέσεως μὲ τὸ Θεὸ μέσα στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή. Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ τὰ ἀγνοοῦμε καὶ νὰ περιοριζόμαστε σ’ ἕνα τρόπο ζωῆς ποὺ μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸν βρεῖ καὶ σὲ πολλοὺς αἱρετικούς.
Ἀδελφοί μου,
Ὅποιος ἀποκόπτεται ἀπὸ τὴν ἄμπελο τῆς Ἐκκλησίας, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ζωντανός. Αὐτὴν τὴν οὐσιαστικὴ σχέση μὲ τὴ χάρη τοῦ Τριαδικοῦ θεοῦ νὰ ἐπιδιώξουμε, γιὰ νὰ εἴμαστε πάντα ζωντανοί.
8.
Ἀποστολικῶν παραδόσεων φύλακες
Λαμπρόπουλος Βαρνάβας (Ἀρχιμανδρίτης)
Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ νὰ τιμήσουμε τὴ μνήμη τῶν 318 Πατέρων, ποὺ συνεκρότησαν τὴν Πρώτη Ἁγία καὶ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τὸ 325 στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας. Ἐκεῖ διατράνωσαν τὴν ὀρθὴ πίστη στὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ, καταδικάζοντας τὴ βλάσφημη αἵρεση τοῦ Ἀρείου. Τὸ ὅτι ὁ Υἱὸς εἶναι ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα, δηλαδὴ εἶναι καὶ αὐτὸς τέλειος Θεός, ἀποτελεῖ θεμελιῶδες δόγμα τῆς πίστης μας, τὸ ὁποῖο στηρίζεται καὶ στὴ μαρτυρία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἐμπεριέχεται στὴν ἀρχιερατική του προσευχή. Ἀπόσπασμα αὐτῆς τῆς προσευχῆς, ποὺ ἔκανε ὁ Χριστὸς μετὰ τὰ τελευταῖα λόγια πρὸς τοὺς μαθητές του στὸν Μυστικὸ Δεῖπνο, εἶναι τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα.
Ἄνω ἐν θρόνῳ, κάτω ἐν τάφῳ
Ὁ Χριστὸς μαρτυρεῖ γιὰ τὴν ἀλήθεια ὅτι εἶναι ὁμοούσιος, συvάvαρxος καὶ συναΐδιος μὲ τὸν Πατέρα του, ὅτι ὑπῆρχε πάντοτε ὅπως καὶ ὁ Πατέρας του, πρὶν νὰ δημιουργηθεῖ ὁ χρόνος, «πρὸ πάντων τῶν αἰώνων». Καὶ τώρα ποὺ τελειώνει ἡ ἐπίγεια ἀποστολή του, ζητάει ἀπὸ τὸν Πατέρα του νὰ τὸν δοξάσει καὶ ὡς ἄνθρωπο μὲ τὴ δόξα ποὺ εἶχε κοντά του, προτοῦ νὰ δημιουργηθεῖ ὁ κόσμος. Αὐτὴ ἡ δόξα θὰ φανεῖ ἰδιαίτερα μὲ τὴ λαμπρή του Ἀνάσταση καὶ μὲ τὴν ἔνδοξη Ἀνάληψή του, ὅταν καθήσει καὶ μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση του στὰ δεξιὰ τοῦ θρόνου τοῦ Πατέρα του.
Ὅμως ἐξίσου «δόξα» του θεωρεῖ ὁ Χριστὸς καὶ τὴ σταυρική του θυσία, τὴν ἕως θανάτου ὑπακοὴ στὸν Πατέρα του καὶ ἀγάπη του γιά μᾶς. Γι’ αὐτὸ λέει: «Ἦλθε ἡ ὥρα. Δόξασε τὸν Υἱό σου, Πατέρα, γιὰ νὰ σὲ δοξάσει καὶ ὁ Υἱός σου». Ἔτσι δείχνει ὁλοκάθαρα ὅτι πορεύεται πρὸς τὸν σταυρὸ ὄχι ἀκούσια ἀλλὰ μὲ τὴ θέλησή του. Γιατί, «πόσο πιὸ ἔντονα θὰ μποροῦσε νὰ τὸ δείξει αὐτὸ» -ἀναρωτιέται ὁ Χρυσόστομος- «παρὰ μὲ τὸ νὰ εὔχεται γι’ αὐτὸ καὶ νὰ τὸ Θεωρεῖ δόξα του»;
Ἄξιοι τῆς κλήσεως
Ἰδιαίτερη μνεία στὴν ἀρχιερατική του προσευχὴ κάνει ὁ Χριστὸς γιὰ τοὺς μαθητές του. Πρόκειται γιὰ ἀναφορά, ἡ ὁποία προεκτείνεται καὶ στοὺς «ἀποστολικῶν παραδόσεων ἀκριβεῖς φύλακες» ἁγίους Πατέρες. Παρακαλεῖ τὸν Πατέρα του νὰ τοὺς διαφυλάττει ἑνωμένους μὲ αὐτὸν καὶ μεταξύ τους, ὥστε νὰ εἶναι ἕνα σῶμα, ὅπως Ἐκεῖνος καὶ ὁ Πατέρας του εἶναι ἕνα, ἔχοντας τὴν ἴδια φύση καὶ οὐσία.
Ἡ φράση «δὲν σὲ παρακαλῶ γιὰ τὸν κόσμο ἀλλὰ γιὰ ἐκείνους πού μοῦ ἔδωσες» δὲν πρέπει νὰ ἑρμηνευτεῖ ὡς μεροληψία. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς λέει ὅτι «ὁ Θεὸς θέλει ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ σωθοῦν» καὶ ὅτι «δὲν ὑπάρχει προσωποληψία στὸν Θεό». Ἁπλῶς ἐδῶ προσεύχεται γιὰ τὴν Ἐκκλησία· προσεύχεται, δηλαδή, νὰ μὴ χαλάσει «ἡ ζύμη ποὺ θὰ ζυμώσει ὅλο τὸ ψωμὶ» ἢ «τὸ ἁλάτι τῆς γῆς» ποὺ θὰ νοστιμίσει τὸν κόσμο καὶ δὲν θὰ τὸν ἀφήσει νὰ σαπίσει. Καὶ σὲ μία τέτοια προσευχὴ εἶναι ἀναγκαία ἡ διάκριση τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸν κόσμο τῆς ἀπιστίας καὶ τῆς ἁμαρτίας.
Ἐξάλλου καὶ ἡ τόσο ἐπαναλαμβανόμενη φράση «αὐτοὺς πού μοῦ ἔδωσες» δὲν πρέπει νὰ ὁδηγήσει στὴν παρεξήγηση ὅτι ὁ Θεὸς -ἐπίσης μεροληπτικὰ- ἐπέλεξε κάποιους, καὶ μάλιστα χωρὶς τὴ θέλησή τους, γιὰ νὰ τοὺς κάνει μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος πάλι, ἐξηγεῖ ὅτι ὁ Θεὸς κάλεσε καὶ δόξασε αὐτοὺς ποὺ ἤξερε ἀπὸ πρὶν ὅτι ἐλεύθερα θὰ τὸν ἀγαπήσουν. Μόνον ἐλεύθερα μπορεῖ κάποιος νὰ γίνει ἄξιος τῆς κλήσεως τοῦ Θεοῦ.
«Ἐπ’ ἐλευθερίᾳ ἐκλήθητε»
Καὶ μόνον ἐλεύθερα μπορεῖ νὰ χάσει αὐτὴ τὴν τιμὴ καὶ νὰ χαθεῖ κι ὁ ἴδιος, ὅπως ὁ Ἰούδας. Ὁ Χριστὸς τὸν ὀνόμασε «υἱὸ τῆς ἀπωλείας», διότι «ὁ ἴδιος μὲ τὴ θέλησή του ἢ μᾶλλον μὲ τὴ μοχθηρία του καὶ τὴν ἀνοσιότητά του ὁδήγησε τὸν ἑαυτό του στὴν ἀπώλεια» (ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας). Τὸ «ἀπώλετο… ἵνα ἡ Γραφὴ πληρωθῇ» δὲν σημαίνει ἐκπλήρωση σκοποῦ. «Πρόκειται γιὰ ἰδιωματισμὸ τῆς Γραφῆς», λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, «ποὺ θέτει ὡς τελικὸ αἴτιο τὴν ἐλεύθερη ἔκβαση τοῦ πράγματος».
Ἴσως καὶ κάτι ἀκόμα ἀπὸ αὐτὴ τὴν προσευχὴ τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ νὰ ἠχεῖ λίγο παράξενα στ’ αὐτιά μας: «Ὁλοκλήρωσα», λέει, «τὸ ἔργο πού μοῦ ἀνέθεσες νὰ κάνω». Σίγουρα τὸ ἔργο ποὺ ἀνέλαβε ὁ Χριστός, ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου, δὲν ἔχει ὁλοκληρωθεῖ. Εἶναι ἕνα ἔργο ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ὁλοκληρωθεῖ μονόπλευρα, μόνο ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Χριστοῦ. Χρειάζεται καὶ τὴ δική μας συνεργασία.
Ἐκεῖνος ἔβαλε «τὴ ρίζα τῶν ἀγαθῶν» στὸ χωράφι τῶν καρδιῶν μας, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Χρυσορρήμων, ἀλλὰ ἡ καρποφορία ἐξαρτᾶται καὶ ἀπὸ τὴ δική μας πρόθυμη δουλειά. Τὸ ἔργο ποὺ «ἐτελείωσε» ὁ Χριστὸς εἶναι ὅτι ἐδόξασε τὸν Πατέρα του μὲ τὴν τέλεια ὑπακοὴ στὸ θέλημά του καὶ ὅτι ἐφανέρωσε τὸ ὄνομά του στοὺς ἀνθρώπους. Μᾶς ἀποκάλυψε δηλαδὴ ὅτι, ὅπως καὶ ὁ ἴδιος, ἔτσι καὶ ὁ Πατέρας του εἶναι δημιουργός τοῦ κόσμου, φῶς καὶ ζωή μας, νικητὴς τοῦ θανάτου, ἅγιος καὶ γεμάτος τόση ἀγάπη γιά μᾶς, ὥστε ἔστειλε τὸν Υἱό του γιὰ νὰ μᾶς σώσει.
Ἡ τέλεια χαρὰ τῆς σωτηρίας, ποὺ κι Ἐκεῖνος εὔχεται στὸν Πατέρα του νὰ γευθοῦμε, προϋποθέτει τὴν ἐκ μέρους μας ἐλεύθερη οἰκειοποίηση αὐτῆς τῆς δωρεᾶς.
9.
Ὁ ἀποχαιρετισμός
Λαμπρόπουλος Βαρνάβας (Ἀρχιμανδρίτης)
«Ἡ τελετὴ τοῦ ἀποχαιρετισμοῦ» εἶναι ὁ τίτλος βιβλίου, ποὺ ἀναφέρεται στὰ τελευταῖα χρόνια ζωῆς καὶ «προσφορᾶς» ἑνὸς σύγχρονου ὑπαρξιστῆ φιλοσόφου, γραμμένο ἀπὸ τὴ σύντροφό του. Βάζουμε εἰσαγωγικὰ στὴ λέξη «προσφορά», γιατί ἡ «φιλοσοφία τοῦ μηδενός», ποὺ εἰσηγεῖται καὶ γενικότερα ὅλο τὸ ἔργο του, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ «βρόμικα λύματα ποὺ ἐκβράζει ἕνας ἀγωγὸς ἀποχέτευσης»· ἔτσι τὰ χαρακτηρίζει πρώην ὁμόφρων φίλος του, ὁ ὁποῖος μετεστράφη στὴν Ὀρθοδοξία καὶ βαπτίσθηκε στὸ Ἅγιο Ὄρoς. Αὐτὴ τὴν αἴσθηση δυσώδους ἀπαισιοδοξίας ἀποκομίζει ὅποιος διαβάζει τὸ βιβλίο αὐτό, μὲ τὸ ὁποῖο μᾶς ἀποχαιρέτησε ὁ φιλόσοφος.
Ἡ διαθήκη τοῦ ἀποστόλου Παύλου
Τελείως διαφορετικὴ εἶναι ἡ αἴσθηση ποὺ δίνει ἡ σκηνὴ τοῦ ἀποχαιρετισμοῦ, ποὺ περιγράφεται στὴ σημερινὴ ἀποστολικὴ περικοπή. Πῶς νὰ μὴν εἶναι γεμάτη ἀπὸ τὴν εὐωδία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅταν σ’ αὐτὴν ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀποχαιρετᾶ τοὺς πρεσβυτέρους τῆς Ἐφέσου καὶ μαζὶ μὲ αὐτοὺς οὐσιαστικὰ ὅλους τοὺς ἀνὰ τοὺς αἰῶνες ἀποδέκτες τοῦ κηρύγματός του. Αὐτὸς ὁ ἀποχαιρετιστήριος λόγος του δὲν εἶναι μόνο ὁ ἐπίλογος τῆς διδασκαλίας του, ἀλλὰ καὶ μία ὑπέροχη ἐπιτομὴ καὶ περίληψή της· θὰ λέγαμε ὅτι εἶναι ἡ διαθήκη τοῦ Πρωτοκορυφαίου Ἀποστόλου.
Σὲ μία διαθήκη, τὸ νὰ ἀναφέρεται κάποιος στὰ περιουσιακὰ στοιχεῖα ποὺ κληροδοτεῖ, σαφῶς δὲν θεωρεῖται ἀξιόμεμπτη περιαυτολογία. Ἔτσι κι ἐδῶ ὁ Παῦλος, ἀναφέροντας συνοπτικὰ τὴν περιουσία τῆς καρδιᾶς του καὶ τὸν πλοῦτο τῆς ποιμαντικῆς του πείρας, χρησιμοποιεῖ μία γλώσσα ποὺ σὲ ἕναν ἐπιπόλαιο ἀκροατὴ θὰ ἄφηνε τὴν ὑπόνοια ὅτι ὁ Ἀπόστολος καυχησιολογεῖ. «Μὴν τὸ θεωρήσετε αὐτὸ κομπασμό», μᾶς προλαβαίνει ὁ ἱερὸς Χρυσοστομος· «ἐξάλλου ὁ Ἀπόστολος, γιὰ νὰ βεβαιώσει τὰ λεγόμενά του, ἐπικαλεῖται τὴ μαρτυρία τῶν ἀκροατῶν του· ἐκεῖ φαίνεται ἡ ἀρετὴ τοῦ διδασκάλου, ὅταν ἔχει μάρτυρες τῶν κατορθωμάτων του, τοὺς ἴδιους τοὺς μαθητές του».
Μὲ αἴσθημα εὐθύνης
Τὸ πρῶτο «κατόρθωμα» τοῦ ποιμένος καὶ διδασκάλου Παύλου, ποὺ πρέπει νὰ κληρονομήσουν οἱ μαθητές του, εἶναι τὸ νὰ προσέχουν πρῶτα τὸν ἑαυτό τους. Ὁ γνήσια ταπεινὸς Ἀπόστολος, γιὰ νὰ μὴν κινδυνέψει ποτὲ νὰ ἀκούσει τὸ «δάσκαλε ποὺ δίδασκες…», «δουλαγωγοῦσε» τὸ σῶμα του, ζώντας μὲ αὐστηρὴ ἐγκράτεια καὶ ἄσκηση. Μόνο μὲ τέτοιες προϋποθέσεις μπορεῖ ὁ ποιμένας νὰ προσέχει σωστὰ καὶ τὸ ποίμνιό του. Μόνο, «ὅταν ἐαυτοῖς προσέχετε, τότε καὶ τὸ ποίμνιον κερδαίνει», θὰ ἑρμηνεύσει ὁ ἀληθινὸς ἀσκητὴς Χρυσορρήμων. Καὶ ἡ εὐθύνη αὐτὴ εἶναι ἀνυπολόγιστα μεγάλη, ὅταν ἀναλογισθεῖ κανεὶς ὅτι, γιὰ νὰ σωθεῖ καὶ νὰ γίνει κτῆμα τοῦ Χριστοῦ αὐτὸ τὸ ποίμνιο, χύθηκε ἀφειδῶς τὸ Ἄχραντο Αἷμα του.
Τὴν ἀκριβοπληρωμένη αὐτὴ «μάνδρα» τῶν λογικῶν προβάτων -προειδοποιεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος- θὰ τὴν ἀπειλήσουν «λύκοι βαρεῖς», οἱ ὁποῖοι, ἐπειδὴ θὰ ἐμφανίζονται ὑπὸ τὸ ἔνδυμα τοῦ ποιμένα, θὰ εἶναι ἰδιαίτερα ἐπικίνδυνοι. Εἶναι θλιβερὸ ὅτι πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ψευδοδιδασκάλους θὰ προέρχονται ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας: «Σφόδρα βαρύ, ὅταν ὁ πόλεμος εἶναι ἐμφύλιος», θρηνεῖ ὁ Χρυσόστομος. Οἱ ποιμαντικὲς ἐπιστολὲς τοῦ Παύλου ἐπιβεβαιώνουν τὴν ἀλήθεια αὐτῶν τῶν προβλέψεων. Ἰδιαίτερα τραγικὸ εἶναι ὅτι ἕξι ἀπὸ τοὺς «λαλοῦντες διεστραμμένα», θὰ ἦταν ἀπὸ τὴν Ἔφεσο, πρὸς τοὺς πρεσβυτέρους τῆς ὁποίας μιλάει τώρα ὁ Ἀπόστολος. Καὶ ὁ ἐγωισμὸς τους φάνηκε στὸ ὅτι εἶχαν βασικὸ στόχο νὰ δημιουργήσουν δικούς τους ὀπαδοὺς καὶ ὄχι μαθητὲς τοῦ Κυρίου.
«Παρατίθεμαι ὑμᾶς τῷ Θεῷ»
Ἐδῶ ἀναγκάζεται ὁ Παῦλος νὰ θυμίσει τὸ κύριο «κατόρθωμά» του, τὴν καρδιὰ τῆς ποιμαντικῆς του, ἡ ὁποία συνίστατο σὲ τριπλῆ θυσία: δάκρυα πόνου καὶ προσευχῆς, πολύωρη καθημερινὴ φροντίδα καὶ ἐξατομικευμένη ἐνασχόληση μὲ τὸν καθένα. Ὅλα αὐτὰ ὅμως δὲν εἶχαν σκοπὸ τὴ δική του προβολή, ἀλλὰ τὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ. Ἐξάλλου, χωρὶς τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸν λόγο τῆς Χάριτός του τίποτε δὲν θὰ μποροῦσε νὰ θεμελιωθεῖ καὶ νὰ οἰκοδομηθεῖ. Γι’ αὐτὸ καὶ φεύγοντας ὁ Παῦλος, δὲν νιώθει ὅτι μετὰ ἀπὸ αὐτὸν θὰ ἔρθει «ὁ κατακλυσμός». Ἔτσι τώρα ἐμπιστεύεται τοὺς χριστιανοὺς στὸν Θεό, στὸν μόνο ποὺ μπορεῖ νὰ συνεχίσει τὴν οἰκοδομή τους στὴν πίστη καὶ νὰ τοὺς χαρίσει τὴν κληρονομία τῆς Βασιλείας του.
Τελευταῖος θησαυρὸς τῆς διαθήκης τοῦ Ἀποστόλου καὶ ἀξιομίμητο «κατόρθωμά» του εἶναι ἡ ἀνιδιοτέλεια καὶ ἀφιλαργυρία του. Ἦταν φυσικό, αὐτὴν ποὺ ὁ ἴδιος θεωροῦσε «ρίζα ὅλων τῶν κακῶν», νὰ τὴν πολεμήσει δυναμικά, καταστέλλοντας ἀκόμη καὶ τὴν ἐπιθυμία γιὰ κάθε ὑλικό. Ὁ Χρυσορρήμων Ἰωάννης, ἐξίσου ἔνθερμος ἐχθρός τῆς φιλαργυρίας, θὰ ἑρμηνεύσει: «Δὲν εἶπε δὲν μοῦ δώσατε τίποτε ὑλικό, ἀλλὰ οὔτε ἐπεθύμησα τίποτε. Κι αὐτὸ ὅμως δὲν εἶναι τόσο μεγάλο, ὅσο τὸ ὅτι στὶς ἀνάγκες τὶς δικές του καὶ τῶν συνοδῶν τοῦ ὑπηρέτησαν τὰ ροζιασμένα χέρια του». Θὰ ἅρμοζε οἱ ἄλλοι νὰ τὸν συντηροῦν, γιὰ νὰ κάνει ἀπερίσπαστα τὸ πολύμοχθο ποιμαντικό του ἔργο· ἀλλὰ μᾶς ἀφήνει καὶ σ’ αὐτὸ φωτεινὸ παράδειγμα αὐταπάρνησης καὶ θυσίας, ὥστε νὰ μὴν ὑπάρξει οὔτε ἡ παραμικρὴ ἀφορμὴ σκανδάλου γιὰ κανέναν.
Ἡ ὑπογραφὴ σ’ αὐτὴ τὴν πολύτιμη διαθήκη τοῦ ἀποστόλου Παύλου δὲν θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ γονυκλινὴς προσευχή· προσευχὴ γεμάτη ταπείνωση καὶ εὐλάβεια· προσευχὴ στὸν χορηγό τῆς Καινῆς Διαθήκης, τῆς ὁποίας μικρὸ ἀντίγραφο εἶναι καὶ ἡ διαθήκη τοῦ Ἀποστόλου του.