“Ω, εάν έδινε και σε μένα ο Θεός τη φλογερή γλώσσα των αποστόλων, θα σας ζέσταινα με την πίστη στην ανάσταση των νεκρών, θα ύψωνα τις καρδιές σας από το βάθος της αμφιβολίας και της απελπισίας και θα φώτιζα τα μάτια σας, ώστε μέσα από τα κρύα και σκοτεινά σύννεφα του θανάτου να δείτε το αιώνιο φως της ζωής!
Τι φλογερή γλώσσα έλαβαν οι απόστολοι όταν είδαν με τα μάτια τους το Δάσκαλο τους μετά τον θάνατο – αυτή είναι η απόδειξή τους…
Αυτοί δεν αποδεικνύουν το ορατό γεγονός με τίποτα, αλλά το βεβαιώνουν μ’ όλη τους τη ζωή και την εργασία. Αφιερώνουν όλη τους τη ζωή στο κήρυγμα εκείνου που είδαν τα μάτια τους.
Εξαιτίας αυτού εγκαταλείπουν τις εστίες τους, τις οικογένειές τους, την πατρίδα τους και εκτίθενται σε φοβερές απαξιώσεις, διώκονται , υπομένουν τα φοβερότατα βασανιστήρια και για χάρη του στο τέλος πεθαίνουν.
Εάν οι απόστολοι ισχυρίζονταν την ανάσταση του Χριστού από τους νεκρούς και γι’ αυτό τον ισχυρισμό έπαιρναν μαρμάρινα παλάτια δίπλα στον Ηρώδη στα Ιεροσόλυμα ή το επάγγελμα του συγκλητικού στη Ρώμη, αμέσως ο ισχυρισμός τους θα έδειχνε ψεύτικος.
Όμως, το κήρυγμά τους παίρνει όψη αλήθειας από τη στιγμή, που ξεκινούν γι’ αυτό τους το κήρυγμα να θυσιάζουν τις περιουσίες τους, το χρόνο, τους φίλους, την υγεία και την ευτυχία τους.
Όταν πρώτη φορά οι απόστολοι μίλησαν περί του αναστημένου Χριστού, οι άνθρωποι γελούσαν και τους αποκαλούσαν μεθυσμένους.
Όταν μίλησαν δεύτερη φορά, οι άνθρωποι δεν γελούσαν, αλλά μπόρεσαν να τους αποκαλέσουν πληρωμένους. Όταν οι άνθρωποι τους έβαλαν στα μαρτύρια και πάλι άκουσαν τα ‘ίδια λόγια από το στόμα τους, τότε άρχισαν να σκέφτονται.
Και μόλις είδαν οι άνθρωποι ότι ούτε το αίμα τους δεν λυπούνται να χύσουν προκειμένου να μιλήσουν περί αναστάσεως, τους πίστεψαν.
Όχι η λογική αλλά το αίμα των μαρτύρων απέδειξε την ανάσταση του Χριστού…
Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, «Αργά βαδίζει ο Χριστός»
Περί αναστάσεως νεκρών, Γιά τους φοβισμένους από το θάνατο και απαράκλητους από τη ζωή.