Βασίλειος Γοντικάκης (Ἀρχιμανδρίτης)

Κάποιες στιγμές, ὄντας κανεὶς μόνος στὸ Ἅγιον Ὅρος, δηλαδὴ ὄντας μαζὶ μὲ ὅλο τὸν κόσμο, καταλαβαίνει αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ ἄσωτος υἱός: “Πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῶ ἀπόλλυμαι…” (Λουκ. ιε’, 17). Πόσος πλοῦτος ὑπάρχει στὴν παράδοσί μας, πόση ἐλευθερία, πόση δυνατότητα νὰ χαροῦμε τὴ ζωή μας, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ἐμεῖς πεινᾶμε καὶ ὑποφέρουμε.

Στὸ Ἅγιον Ὅρος ἔρχονται πολλοὶ θρησκευόμενοι, ποὺ δὲν νιώθουν τίποτε. Κι ἔρχονται πολλοὶ ἄσχετοι, οἱ ὁποῖοι συγκλονίζονται. Κι ἔρχονται καὶ πολιτικοί… Πολλοὶ θρησκευόμενοι ἐξ ἐπαγγέλματος δὲν καταλαβαίνουν. Πολλοὶ ἀνήσυχοι συγκλονίζονται. Οἱ περισσότεροι πολιτικοὶ δὲν καταλαβαίνουν τίποτε. Καὶ λές: “Τί γίνεται μὲ τὴν Ἑλλάδα, τί γίνεται μὲ τὴν Εὐρώπη;”… Ἔχει, λοιπόν, ἕνα χρέος μεγάλο, ὁ Ἕλληνας, σήμερα: τὸ νὰ εἶναι ὀρθόδοξος. Ἐκεῖ ἔχομε κάποιες δυνατότητες, ποὺ δὲν ἔχουν οἱ ἄλλοι, καὶ ὀφείλομε ἁπλῶς νὰ εἴμαστε αὐτό, ποὺ λέει ἡ παράδοσί μας.

Θυμᾶμαι μιά φορά, ποὺ εἶχα πάει στὴν Κρήτη, σ’ ἕνα χωριό, στὰ Ἀνώγεια, εἶχαν ἔλθει κάποιες γριὲς γιὰ ἐξομολόγησι, καὶ ὅταν τελείωσαν, μοῦ λέει μιά γριὰ μιάν εὐχή: “Νὰ χαίρεσαι τὸν σταυρό σου”. Μετὰ ἦλθε μιά ἄλλη γριά: “Νὰ χαίρεσαι τὸν σταυρό σου”. Κι ἐγὼ παραξενεύτηκα καὶ λέω: “Μὰ τί εἶναι αὐτὴ ἡ εὐχή;”. Καὶ μοῦ λένε: «Ἔτσι τὸ λέμε ἐδῶ. Γιὰ κάποιο γονιό, μάνα ἤ πατέρα, λέμε: “Νὰ χαίρεσαι τὰ παιδιά σου”, γιατί ἡ χαρὰ τῶν γονιῶν εἶναι τὰ παιδιά τους. Ὅταν κανεὶς εἶναι παπὰς τοῦ λέμε: “Νὰ χαίρεσαι τὴν ἱεροσύνη σου”. Κι ὅταν κανεὶς εἶναι καλόγερος ἤ καλόγρια τοῦ λέμε: “Νὰ χαίρεσαι τὸν σταυρό σου”».

Αὐτὴ ἡ εὐχή, “νὰ χαίρεσαι τὸ σταυρό σου”, νομίζω ὅτι εἶναι ἕνα πρᾶγμα τόσο μεγάλο καὶ τόσο βαθύ, ποὺ θυμίζει θεολογία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ ὁμολογητοῦ. Καὶ λέω: “Πῶς μπόρεσα, γεννημένος στὴν Κρήτη, νὰ μεγαλώσω καὶ νὰ ζήσω ἐρήμην τῆς Κρήτης καὶ ἐρήμην τῆς παραδόσεώς μας;”… Μᾶς ἔχουν κάνει ἀλλοδαποὺς στὸν τόπο μας…

Σᾶς φέρνω σὰν παράδειγμα τὸν ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλό. Αὐτὸν τὸν ἕνα, τὸν μέγα, τὸν σίφουνα, ὁ ὁποῖος κατέβηκε στὸ κήρυγμα μιά στιγμή, ποὺ ὅλος ὁ κόσμος εἶχε ἀπογοητευθῆ. Κι ἔσωσε τὸν ἑλληνισμό, ἐκείνη τὴν περίοδο τὴν δύσκολη, ποὺ χωριὰ ὁλόκληρα εἶχαν ἐξισλαμισθῆ. Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος ἁπλός, ἀδύναμος, θὰ ἔλεγα δειλός, γι’ αὐτὸ ἦταν πάντολμος κι ἔλεγε: “Ἐγώ, ἀδελφοί μου, δὲν εἶμαι ἱκανός, ὄχι νὰ σᾶς μιλήσω, ἀλλὰ οὔτε νὰ προσκυνήσω τὰ ποδάρια σας, γιατί βλέπω ὅτι εἶστε βαπτισμένοι καὶ μυρωμένοι. Ἀλλ’ ἐπειδὴ βρίσκεται τὸ γένος μας σ’ αὐτὴν τὴν ἀνάγκη, γι’ αὐτὸ εἶπα νὰ κατέβω κάτω καὶ νὰ πῶ μερικὰ λόγια, ὅ,τι ξέρω”.

Ἔλεγε πάλι: “Κοιτάξτε, δὲν ἔχω τίποτε δικό μου. Ἕνα ράσο ἔχω κι αὐτὸ τὸ ἔχω γιὰ σᾶς. Ὅλα ὅ,τι ἔχω εἶναι γιὰ σᾶς. Κι ἔχω ἕνα σκαμνί, στὸ ὁποῖο πατῶ ἐπάνω. Καὶ τὸ σκαμνὶ αὐτό, ἄλλοι τὸ λένε θρόνο, ἄλλοι τὸ λένε σκαμνί. Νὰ σᾶς πῶ τί εἶναι; Δὲν εἶναι οὔτε σκαμνί, οὔτε θρόνος, ἀλλὰ εἶναι ὁ τάφος μου. Καὶ μέσα ἀπὸ αὐτὸν τὸν τάφο μιλάει ὁ νεκρὸς ἐαυτός μου. Κι ἂν ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ σᾶς πῶ τίποτε, μὲ σώζει αὐτός, ποὺ μπορεῖ νὰ διδάξη ὅλη τὴν οἰκουμένη, τοὺς ἀρχιερεῖς, τοὺς βασιλεῖς καὶ ὅλο τὸν κόσμο”.

Ἐδῶ φαίνεται ἡ παρουσία τοῦ ἀνθρώπου διὰ τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Γιατί δὲν ἦταν ἕνας καλόγερος, ἀλλ’ ἦταν ἕνας ἀληθινὸς ἄνθρωπος καὶ δι’ αὐτοῦ μιλοῦσε ὅλη ἡ Ἐκκλησία. Δὲν ἔκανε αὐτὸς νεωτερισμούς, δὲν ἔλεγε ἐξυπνάδες, ἀλλὰ δι’ αὐτοῦ μίλησε ὅλη ἡ παράδοσι. “Εἶμαι ἀδύνατος καὶ ἀνίκανος νὰ φιλήσω τὰ ποδάρια σας”, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά: “Ὁ νεκρὸς ἑαυτός μου μπορεῖ νὰ διδάξη ὅλον τὸν κόσμο”. Αὐτὴ εἶναι ἡ δύναμι τῆς πίστεώς μας.

Ἐπίσης ἔλεγε: “Ἐὰν τυχὸν κανεὶς ἀδίκησε κάποιον -εἴτε αὐτὸς εἶναι ρωμιός, εἴτε εἶναι τοῦρκος, εἴτε εἶναι ἑβραῖος, εἴτε εἶναι φράγκος- ὅ,τι πῆρε, ὅ,τι ἔδωσε, νὰ τὸ γυρίση πίσω. Γιατί τὸ ἄδικο δὲν εὐλογεῖται”. Βλέπετε ὅτι ἦταν ξεκάθαρος καὶ δὲν ἔλεγε: “Κοιτάξτε, τώρα εἶναι μία περίοδος δύσκολη. Ὅλοι σᾶς κλέβουν, κλέψτε κι ἐσεῖς”. Ὄχι. “Πρέπει νὰ τὸ γυρίσετε πίσω”. Καὶ ἡ ἐντιμότης του εἶναι ποὺ σώζει τὴν ὅλη ὑπόθεσι.

Εἶναι αὐτός, ὁ ὁποῖος ἔλεγε: “Νὰ μὴν ἔχετε ὄπλα. Νὰ τὰ δώσετε καὶ νὰ κάνετε ὑπακοὴ στοὺς ζαπιτάδες (:χωροφύλακες). Καὶ σ’ αὐτοὺς ποὺ ζητοῦν τὰ δοσίματα, νὰ δίνεται τὰ δοσίματα”. Κι ἔτσι καὶ οἱ τοῦρκοι εἶπαν ὅτι αὐτὸς εἶναι καλὸς ἄνθρωπος. Ἀλλ’ αὐτός, ποὺ ἦταν καλός, “τοὺς ἔκλεισε τὸ σπίτι”. Ἀκριβῶς γιατί αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, ὁ ἀληθινός, δὲν εἶχε βάσανα, ἀλλὰ χάρηκε τὴν ζωή του. Ὅπως εἶχε εἰπῆ σ’ ἕνα χωριό: “Ἦλθα ἐδῶ πέρα καὶ σᾶς ἀπήλαυσα”… Αὐτὸ ποὺ εἶπε “σᾶς ἀπήλαυσα”, μοῦ θυμίζει μιά εὐχὴ τοῦ Εὐχελαίου, ποὺ λέει ὁ ἱερεύς: “Εὐχαριστῶ” τὸν Θεόν, ποὺ προχώρησα στὰ ἐνδότερα τοῦ Θυσιαστηρίου τοῦ “ἀπολαῦσαι τῆς Θείας Λειτουργίας”.

Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ζώντας στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ νιώθοντας τὴν δύναμι τῆς πίστεώς μας, κάποια δύσκολη στιγμὴ βγῆκε ἔξω κι ἔσωσε τὸ γένος ὁλόκληρο. Κι ἐνῶ ἦταν τόσο ταπεινὸς καὶ ἔνοιωθε ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ φιλήση τὰ ποδάρια τοῦ ἄλλου, ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ἔνοιωθε ὅτι: “Κοιτάξτε, αὐτὰ πού σᾶς λέω εἶναι λόγια τοῦ Θεοῦ. Ἄν κατέβαινε ὁ Θεός, θὰ σᾶς ἔλεγε τὰ ἴδια”, καί: “Ὁ νεκρὸς ἑαυτός μου μπορεῖ νὰ διδάξη ὅλον τὸν κόσμο”.

Ἔτσι ὅταν ἔφτασε ἡ στιγμὴ τοῦ μαρτυρίου του († 1779), ὅταν τὸν πρόδωσαν οἱ ἑβραῖοι, γιατί πολὺ τοὺς “χτύπαγε”, ἐπειδὴ χαλοῦσαν τὴν ἀργία τῆς Κυριακῆς, ἐκεῖνος εἶπε: “Μὴ μὲ δέσετε. Δὲν ἀντιστέκομαι. Ὁ θάνατός μου εἶναι μέσα στὸ πρόγραμμα τῆς ζωῆς μου”. Κι ἔτσι παρέδωσε τὸ πνεῦμα του καὶ μπῆκε στὴν αἰωνιότητα, καὶ μένει μαζί μας. Καὶ ὅπου πέρασε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς ἔχουν ὑψώσει ἕναν σταυρό, γιατί ἔπεσε ἕνα ἀστροπελέκι κι ἔχει διαλύσει τὰ πάντα, κι ἔχει ἁγιάσει τὰ πάντα…

Σήμερα ὅλοι βασανιζόμαστε, τὸ καταλαβαίνω. Κι ὅταν λέμε “βασανιζόμαστε”, σημαίνει ὅτι ἔχομε μιά ὑγεία μέσα μας. Βασανίζεται ὅλος ὁ κόσμος, ἀλλ’ ἐλευθερώνεται ζώντας μόνο μέσα στὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Εἶναι μακάριοι κι εὐλογημένοι οἱ βασανισμένοι, γιατί ὑπάρχει δυνατότης νὰ ἀναπαυθοῦν. Καὶ εἶναι μακάριοι οἱ διψασμένοι, γιατί μποροῦν νὰ ξεδιψάσουν. Ἐὰν δὲν ὑπῆρχε ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἐὰν δὲν ὑπῆρχε ἡ λογικὴ κι ἡ χάρις τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ καὶ τῶν Ἁγίων μας, θὰ ἤμασταν καταδικασμένοι σ’ ἕνα βάσανο.

Πρὸ καιροῦ ἤμουν στὴν Ἀμερική, καὶ μοῦ ἔκανε ἐντύπωσι πόσο τὰ πράγματα εἶναι πλούσια, πόσο οἱ δρόμοι τεράστιοι, πόσο τὰ σπίτια σὰν ζωγραφιά, μὲ τὸ σπίτι, τὸ γρασίδι, τὰ δέντρα, τὰ αὐτοκίνητα… Ἀλλ’ ὅταν εἶδα μερικοὺς ἀνθρώπους, ἔνοιωσα πὼς μέσα σ’ αὐτὴ τὴν τάξι καὶ τὴν καθαριότητα, ἐκεῖ ποὺ δὲν λείπει τίποτε, λείπουν ὅλα. Καὶ ὅλα μιά στιγμὴ εἶναι ἄοσμα, ἄγευστα καὶ ἄχρωμα, ἀφοῦ μοῦ εἶπαν κάποιοι ὅτι, ἐνῶ τὰ εἶχαν ὅλα, δὲν εἶχαν διάθεσι γιὰ ζωὴ καὶ ἤθελαν νὰ “τελειώσουν”…

Βλέπει κανεὶς ὅτι αὐτὴ ἡ λογική, ποὺ ἔχομε πολλὲς φορὲς καὶ λέμε “νὰ ἀνεβάσωμε τὸ βιοτικὸ ἐπίπεδο, νὰ μποῦμε στὴν Εὐρώπη γιὰ νὰ ἔχωμε ἕνα νόμισμα, νὰ εἴμαστε πλούσιοι, κτλ”, δὲν βγάζει πουθενά. Γιατί ὁ ἄνθρωπος εἶναι κάτι τὸ παράξενο, ποὺ δὲν χορταίνει μὲ τὰ πλούτη. Κι ἂν τοῦ λύσης ὅλα τὰ προβλήματα, ἤ νομίζεις ὅτι τοῦ τὰ λύσης, τότε εἶναι ποὺ μπῆκες στὸ ἄλυτο πρόβλημα. Λ.χ. οἱ Σουηδοί, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἴσως τὸ ἀνώτερο βιοτικὸ ἐπίπεδο στὴν Εὐρώπη, εἶναι αὐτοὶ ποὺ αὐτοκτονοῦν περισσότερο. Γιατί, ἐνῶ νομίζουν ὅτι τὰ ἔχουν ὅλα, δὲν ἔχουν τίποτε.

Ὁ ἄνθρωπος, λοιπόν, εἶναι ἕνα παράξενο ὄν, ποὺ ὅταν πλησιάση αὐτὸν τὸν παράδεισο τὸν κοσμικό, νοιώθει ὅτι δὲν τοῦ λέει τίποτε. Ἐνῶ ἂν κανεὶς ἔχη μέσα του τὴ φλόγα τοῦ Θεοῦ, ἂν τυχὸν θυσιάζεται γιὰ τὸν ἄλλον κι ἂν τυχὸν ζεῖ ὅπως ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, κι ἂν ἔχη ταπείνωσι, τότε εἶναι μέσα στὸν παράδεισο. Τότε καμμιὰ ἐπίθεσι, καμμιὰ κόλασι δὲν μπορεῖ νὰ τὸν βλάψη. Τότε συμβαίνει αὐτὸ ποὺ λέει ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος ὅτι “ἀποκτᾶ κανεὶς δυνατὸ στομάχι καὶ χωνεύει κάθε μιά τροφή”. Κάθε μιά δυσκολία τοῦ κάνει καλὸ καὶ ὁ ἴδιος ὁ θάνατος τοῦ κάνει καλό.

Ὁ ἄνθρωπος, ξέρετε, ζητᾶ τὴν ἐπιτυχία, ζητᾶ τὴν πρόοδο. Θέλει λ.χ. ἕνα παιδὶ νὰ τελειώση τὸ δημοτικό, τὸ γυμνάσιο, τὸ λύκειο, νὰ πάη στὸ πανεπιστήμιο καὶ νὰ προχωρήση. Ἐν συνέχειᾳ ἂν τυχὸν ἀξιωθῆ νὰ πάρη καὶ τὸ βραβεῖο Νόμπελ, συνεχίζει νὰ πεινᾶ καὶ νὰ διψᾶ γιὰ πρόοδο.

Ὅπως λέει ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ νέος Θεολόγος: “Ἐπιποθῶ τοῦ πλείονος καὶ πάντοτε στενάζω”. “Ἐπιποθῶ”, θέλω, ποθῶ συνεχῶς καὶ περισσότερο, καὶ διαρκῶς στενάζω. Ὁ ἄνθρωπος -εἴτε πιστεύει, εἴτε δὲν πιστεύει, αὐτὸ εἶναι ἄλλο θέμα- ἔχει μέσα του τὴν πνοὴ τοῦ Θεοῦ. Καὶ λέγει ὁ ἅγιος Συμεών, ὅτι “ὑπάρχει μιά μικρὴ χαρά, ποὺ περιγελᾶ τὸν θάνατο”. Κι ἂν τυχὸν ὅλα τὰ κερδίσωμε καὶ δὲν κερδίσωμε ἐκείνη τὴ χαρά, ποὺ περιγελᾶ τὸν θάνατο, τότε εἴμαστε ἐξ ἴσου ἀποτυχημένοι, εἴτε εἴμαστε πλούσιοι, εἴτε φτωχοί, εἴτε γραμματισμένοι, εἴτε ἀγράμματοι.

Τώρα ποὺ μπαίνομε στὴν Εὐρώπη, αὐτὸ ποὺ δὲν χρειάζεται νὰ κάνωμε, γιατί εἶναι ἁμαρτία πρὸς τὴν παράδοσί μας καὶ ταυτόχρονα ἀδικοῦμε καὶ τοὺς εὐρωπαίους, εἶναι τὸ νὰ μιλᾶμε τὴν γλῶσσα καὶ νὰ ἔχωμε τὴν λογική τῆς Εὐρώπης. Ἡ Εὐρώπη εἶναι πλούσια καὶ ταυτόχρονα εἶναι πάρα πολὺ φτωχή. Ὁ δυτικὸς πολιτισμὸς εἶναι πολὺ προχωρημένος καὶ ταυτόχρονα εἶναι μέγας ἐπαρχιωτισμός. Μέσα ἐδῶ στὴν παράδοσί μας ὑπάρχει κάτι, ἂν θέλετε κάτι τὸ τρελλό, τὸ μωρὸ -αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: “Τὰ μωρά τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεός”- κάτι τὸ φτωχό, κάτι τὸ ἀνύπαρκτο, ποὺ τὰ διαλύει ὅλα καὶ δίνει σημασία καὶ ἀξία στὸν ἄνθρωπο.

Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς λέει ὅτι ὁ καθένας εἶναι “ἐν σμικρῷ Ἐκκλησία”. Γι’ αὐτὸ ἐὰν τυχὸν ἐμεῖς διαβάσωμε τὸν βίο, τὴν πολιτεία καὶ τὶς διδαχὲς τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, τὰ καταλαβαίνομε, ἐπειδὴ ἔχομε γεννηθῆ μέσα σ’ αὐτὴν τὴν παράδοσι. Ἐὰν τὰ διαβάση κάποιος ἄλλος, ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς πλούσιους εὐρωπαίους, ποὺ τυχαίνει νὰ τὰ ἔχουν ὅλα καὶ συγχρόνως νὰ τοὺς λείπουν ὅλα, δὲν θὰ καταλάβη αὐτὴ τὴν λογική.

Γι’ αὐτό, νομίζω, ὅτι τὸ χρέος μας εἶναι νὰ τραφοῦμε μὲ αὐτὴ τὴν λογική, τὴν ὀρθόδοξη, καὶ νὰ χαροῦμε τὴν ζωή μας, νὰ χαροῦμε τὶς δυσκολίες μας, νὰ χαροῦμε – ἂν θέλετε – τὸν θάνατόν μας, δηλαδὴ νὰ γίνωμε σὰν τὴν χαρὰ ποὺ ξεπερνᾶ τὸν θάνατο. Καὶ μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο, νοιώθομε ὅτι πράγματι ὁ Θεός, “καλὰ λίαν ἐποίησε” τὰ πάντα. Καὶ σ’ αὐτὴ τὴν περίπτωσι ἐξοφλοῦμε καὶ τὸ χρέος, ποὺ ἔχομε πρὸς ὅλους. Καὶ πρὸς τοὺς εὐρωπαίους καὶ πρὸς τοὺς ἀμερικάνους, καὶ πρὸς τοὺς πολιτισμένους καὶ πρὸς τοὺς ἀπολίτιστους, γιατί ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: “Ἕλλησι τε καὶ βαρβάροις ὀφειλέτης εἰμί”.

Σὰν παράδειγμα σᾶς φέρνω πάλι τὸν ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλό. Ἕνας ἄνθρωπος μπορεῖ ν’ ἀπολαύση τὴν ζωή του, μόνο ἂν τυχὸν ἀποφασίση νὰ τὴν θυσιάση γιὰ τοὺς ἄλλους. Καὶ νὰ τυχὸν αὐτὸ γίνη, τότε ἀπὸ τώρα μπαίνει στὴν αἰωνιότητα καὶ μπορεῖ νὰ καταλάβη τί σημαίνει ὅτι “ὁ Θεὸς εἶναι Τριαδικός, ὅτι εἶναι τρία πρόσωπα καὶ συγχρόνως εἶναι ἕνας Θεός”. Καὶ μπορεῖ νὰ καταλάβη τί σημαίνει, ὅτι “ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἑνότης ἡ Τριαδική, ἡ ὁποία ἱερουργεῖται μέσα ἐδῶ”. Μπορεῖ νὰ καταλάβη τί σημαίνει, ὅτι “ὁ ἄλλος εἶναι ὁ ἑαυτός μου”. Ἐνῶ ἀντίθετα, ἐὰν τυχὸν ἐγὼ φροντίζω μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό μου, τότε πνίγω τὸν ἑαυτό μου, γιατί τὸν χωρίζω ἀπὸ τοὺς ἄλλους.

Γι’ αὐτὸ λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης ὅτι “μπορεῖ νὰ εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ κάθε ἕνας ἄνθρωπος, ἀλλὰ ταυτόχρονα ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος εἶναι μία εἰκόνα τοῦ Θεοῦ”. Καὶ γι’ αὐτό: “Εἷς ἄνθρωπος κατονομάσει τὸ πᾶν”. Ἕνας ἄνθρωπος εἶναι ὁλόκληρο τὸ γένος, ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία. Κι ἂν τυχὸν κανεὶς ζῆ μὲ τὸ παράδειγμα τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, τότε νοιώθει ὅτι, ὄντας ἐλάχιστος καὶ μὴ ὄντας ἄξιος νὰ φιλήση τὰ πόδια τοῦ ἄλλου, ταυτόχρονα εἶναι μεγάλος καὶ δυνατός, γιατί ὁ νεκρὸς ἑαυτὸς του μπορεῖ νὰ κηρύξη καὶ νὰ διδάξη ὅλον τὸν κόσμο. Ὁπότε, αὐτὸς ὁ συνδυασμὸς τῆς ἀδυναμίας καὶ τῆς δυνάμεως, τῆς ἡσυχίας, θὰ ἔλεγα, τὸ νὰ μείνω μόνος καὶ νὰ εἶμαι μαζὶ μὲ ὅλους τους ἄλλους, εἶναι ἕνα δῶρο ποὺ δίνει ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Θυμᾶμαι μιά γριὰν ἑλληνίδα, ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολι, στὴν Μασσαλία. Δούλευε σ’ ἕνα ἑστιατόριο. Ἐγέρασε καὶ πῆρε σύνταξι κι ἔμενε στὸ σπίτι της. Κάποτε μοῦ εἶπε: «Πολλοὶ μὲ λυποῦνται τώρα καὶ μοῦ λένε: “Κυρά-Κατίνα, τί κάνεις τώρα μόνη σου;” Ἀλλ’ ἐγὼ θέλω νὰ σᾶς πῶ ὅτι, τώρα ποὺ εἶμαι μόνη μου, περνῶ τὴν καλύτερη περίοδο τῆς ζωῆς μου, γιατί συνέχεια λέω τὴν εὐχή: “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με”, καὶ ταυτόχρονα διαβάζω βίους ἁγίων».

Ἔτσι βλέπομε, ἀπὸ τὴν μιά μεριά, ἕναν ποὺ τὰ ἔχει ὅλα, (σπίτια τέλεια, αὐτοκίνητα τῆς τελευταίας τεχνολογίας, κτλ.), καὶ νὰ μὴν ἔχη ὄρεξι νὰ ζήσει. Καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη, τὴν κυρά-Κατίνα, ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολι διωγμένη, νὰ ἔχη πεθάνει ὁ ἄντρας της, νὰ μένη μόνη σ’ ἕνα δωματιάκι καὶ νὰ νοιώθη ὅτι βρίσκεται μέσα στὸν παράδεισο. Αὐτὸ εἶναι ποὺ χαρίζει ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Δηλαδή, ὄχι μόνο μπορεῖ κανεὶς νὰ χαρῆ εὐαίσθητα καὶ σωστὰ τὶς εὐλογίες τῆς ζωῆς, ἀλλ’ εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχη μέσα του αὐτὴν τὴν εὐαισθησία καὶ τὴν χαρά, ἡ ὁποία περιγελᾶ τὸν θάνατο καὶ ἡ ὁποία κάνει τὶς δυσκολίες, τὰ γεράματα καὶ τὸν θάνατο, μεγάλη εὐλογία…