1.
Μία μοναδική συνάντηση!
1. ΤΟ ΑΘΑΝΑΤΟ ΝΕΡΟ
Ὁ Κύριός μας ἔπειτα ἀπό μεγάλη ὁδοιπορία φθάνει κατάκοπος μέσ’τό καταμεσήμερο κοντά στήν πόλι τῆς Σαμαρείας Συχάρ. Καθώς οἱ μαθηταί φεύγουν στήν πόλι γιά νά ἀγοράσουν τρόφιμα, ὁ Κύριος κάθεται μόνος του πλάϊ σ’ ἕνα πηγάδι πού πρίν ἀπό αἰῶνες εἶχε ἀνοίξει ὁ Ἰακώβ. Σέ λίγο ἡ ἀπόλυτη ἡσυχία διακόπτεται καθώς πλησιάζει ἐκεῖ μιά γυναῖκα Σαμαρείτιδα μέ τή στάμνα της γιά νά πάρῃ νερό. Ξαφνιάζεται κυριολεκτικά ὅταν ἀκούῃ τόν Κύριο νά τῆς ζητᾷ λίγο νερό γιά νά πιῇ· γι’ αὐτό καί ἀμήχανη τόν ρωτᾶ μέ ἀπορία:
– Πῶς ἐσύ ἕνας Ἰουδαῖος ζητᾶς ἀπό ἐμένα, μιά Σαμαρείτιδα νά σοῦ δώσω νερό; (Διότι οἱ Ἑβραῖοι καί οἱ Σαμαρεῖτες εἶχαν μεγάλη ἔχθρα μεταξύ τους).
– Ἐάν γνώριζες, ἀπαντᾶ ὁ Κύριος, τήν δωρεά τοῦ Θεοῦ καί ποιός σοῦ ζητᾶ νερό, ἐσύ θά μοῦ ζητοῦσες νά σοῦ δώσω νερό τρεχούμενο πού δέν στερεύει ποτέ.
– Κύριε, λέγει ἔκπληκτη ἡ Σαμαρείτιδα, ἐσύ οὔτε δοχεῖο ἔχεις καί τό πηγάδι εἶναι βαθύ. Ἀπό ποῦ λοιπόν ἔχεις τό τρεχούμενο νερό; Καί ἡ ἀπάντησι τοῦ Χριστοῦ μας ἀκατανόητη καί συγκλονιστική: Κάθε ἄνθρωπος πού πίνει ἀπ’ τό νερό αὐτό τοῦ πῆγαδιοῦ, θά διψάσῃ καί πάλι. Ἐκεῖνος ὅμως πού θά πιῇ ἀπό τό νερό πού ἐγώ θά τοῦ δώσω, δέν θά διψάσῃ ποτέ, ἀλλά τό νερό αὐτό θά γίνῃ μέσα του πηγή ὕδατος πού θά ἀναβλύζῃ διαρκῶς καί θά τοῦ μεταδίδῃ αἰώνιο ζωή.
Καί ἡ γυναῖκα μέ λαχτάρα τοῦ λέγει: – Δός μου Κύριε, ἀπ’ αὐτό τό νερό, γιά νά μήν διψῶ πλέον καί νά μήν ἀναγκάζομαι νά ἔρχωμαι ἐδῶ γιά νά βγάζω νερό.
Ἡ κρίσιμη στιγμή λοιπόν ἔχει φθάσει καί ὁ Κύριος μέ μία ἀπροσδόκητη προτροπή ξυπνᾶ τή ναρκωμένη συνείδησί της: – Πήγαινε, τῆς λέγει, στόν ἄνδρα σου κι ἐλᾶτε μαζί γιά πάρετε αὐτό τό νερό. Ἡ γυναῖκα τώρα ἀμήχανη ἀρχίζει νά καταλαβαίνῃ πώς ὁ Κύριος κινεῖται στούς μυστικούς κόσμους τῆς ζωῆς της γι’ αὐτό καί προσπαθεῖ νά ξεφύγῃ. – Δέν ἔχω ἄνδρα, ἀπαντᾷ.
– Καλά εἶπες πώς δέν ἔχεις ἄνδρα, ἐπιβεβαιώνει ὁ Κύριος. Διότι ἕως τώρα πέντε ἄνδρες εἶχες, ἀλλά καί αὐτόν πού τώρα ἔχεις δέν εἶναι νόμιμος σύζυγός σου. Εἶναι ἀλήθεια αὐτό πού εἶπες.
ΑΣ ΔΙΑΚΟΨΟΥΜΕ ὅμως ἐδῶ γιά λίγο τήν εὐαγγελική διήγησι, γιά νά ἐπικεντρώσουμε τήν προσοχή μας σέ μία μεγάλη ἀλήθεια, πού ἀνέπτυξε ὁ Κύριος πρός τήν Σαμαρείτιδα καί πρός ὅλους ἐμᾶς· ὅτι ὁ Κύριος χαρίζει στούς πιστούς του νερό ἀθάνατο πού δέν στερεύει ποτέ, πού ξεδιψᾶ γιά πάντα, πού μεταδίδῃ ζωή αἰώνιο. Δέν πρόκειται βέβαια γιά τό ἀθάνατο νερό τῶν παραμυθιῶν καί τῶν θρύλων. Ἀλλά γιά κάτι ἀληθινό, γνήσιο καί ὑπερφυσικό. Τό ἀθάνατο νερό τῆς ζωῆς πού μόνον ὁ Θεός μᾶς προσφέρει, μᾶς ἐξηγοῦν οἱ ἱεροί Πατέρες, εἶναι ἡ Χάρις ἡ ἀκατάβλητη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἶναι τά νάματα νέας ζωῆς πού πλημμυρίζουν τήν ψυχή μας ἰδιαιτέρως ὅταν προσερχόμαστε στά ζωοπάροχα μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας καί κυρίως στήν Ἱερά Ἐξομολόγησι καί τή Θεία Κοινωνία.
Ὅμως ἐδῶ θά πρέπει νά προσέξουμε κάτι πολύ σημαντικό γιά τό θέμα μας. Ὁ Κύριος δέν προσφέρει αὐτό τό νερό στήν Σαμαρείτιδα, ἀκόμη καί ὅταν αὐτή μέ πόθο τό ζητᾷ. Ἀλλά πρῶτα τῆς λέγει νά φωνάξῃ τόν ἄνδρα της, τήν βοηθᾷ δηλαδή νά ἔλθῃ πρῶτα σέ συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός της. Καί μᾶς διδάκει ἔτσι ὁ Κύριός μας πώς δέν προσφέρει τό νερό αὐτό τῆς ζωῆς ἀμέσως, ἀκόμη καί ὅταν τοῦ τό ζητήσουμε, ἀλλά θέλει πρῶτα νά ἀποκτήσουμε ἐπίγνωσι τῆς ἁμαρτωλότητος καί ἀναξιότητός μας· καί ταυτόχρονα νά ἐκτιμήσουμε τό μεγαλεῖο τῆς θείας δωρεᾶς. Ἀλλιῶς κινδυνεύουμε νά μένουμε γιά πάντα διψασμένοι καί ἄδειοι, ἐνῶ γύρω μας τόσοι ἄλλοι θά ξεδιψοῦν ἀπό τό νερό αὐτό τῆς ἀθανασίας· ὅπως τό ἔκανε καί ἡ Σαμαρείτιδα στή συνέχεια τῆς ζωῆς της.
2. ΦΤΕΡΑ ΣΤΑ ΠΟΔΙΑ
Ἡ Σαμαρείτιδα λοιπόν ἔκπληκτη μπροστά στίς συνταρακτικές αὐτές ἀποκαλύψεις τοῦ Χριστοῦ διαισθάνεται ὅτι δέν ἔχει ἐμπρός της ἕναν τυχαῖο ἄνθρωπο. Γι’ αὐτό καί ὁμολογεῖ συγκλονισμένη: Κύριε, καταλαβαίνω ὅτι εἶσαι προφήτης. Πές μου, λοιπόν, ποῦ εἶναι σωστό νά λατρεύῃ κανείς τόν Θεό, ἐδῶ στό ὄρος Γαριζείν, ὅπως τόν λατρεύουν οἱ πατέρες μας Σαμαρεῖτες, ἤ στά Ἱεροσόλυμα, ὅπως λέτε ἐσεῖς οἱ Ἰουδαῖοι;
– Πίστεψέ με, τῆς ἀποκρίνεται ὁ Κύριος, φθάνει μιά νέα ἐποχή, πού οὔτε στό ὄρος Γαριζείν οὔτε στά Ἱεροσόλυμα, θά λατρεύετε ἀποκλειστικά τόν Θεό. Διότι ὁ Θεός εἶναι πνεῦμα, καί αὐτοί πού τόν λατρεύουν θά πρέπει νά τόν κάνουν αὐτό «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ» μέ ἀφοσίωσι ψυχῆς καί ἐπίγνωσι.
Ἡ Σαμαρείτιδα τώρα ἔχοντας πλέον σαγηνευθῆ ἀπό τά φοβερά καί παράξενα λόγια τοῦ Κυρίου λέγει:
– Γνωρίζω Κύριε, ὅτι ἔρχεται ὁ Μεσσίας, ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος θά μᾶς τά ἐξηγήσῃ ὅλα.
«Ἐγώ εἰμί, ὁ λαλῶν σοι». Ἐγώ εἶμαι ὁ Μεσσίας πού περιμένεις, τῆς ἀποκαλύπτει ὁ Κύριος.
Ἐκείνη ὅμως τή στιγμή ὁ διάλογος διακόπτεται, διότι ἔφθασαν οἱ μαθηταί, οἱ ὁποῖοι ἐξεπλάγησαν βλέποντας τόν Κύριο νά συνομιλῇ μέ μία γυναῖκα, κάτι πού οἱ ραββίνοι ἀπό περιφρόνησι ἐπιμελῶς τό ἀπέφευγαν.
Ἡ Σαμαρείτιδα ὅμως καταγοητευμένη ἀπό τή συναρπαστική αὐτή συνομιλία της, ἄφησε τή στάμνα της ἐκεῖ στό πηγάδι καί ἄρχισε νά τρέχῃ στήν πόλι καί νά φωνάζοντας στούς συμπολίτες της. – Ἐλᾶτε νά δῆτε ἕναν ἄνθρωπο μοναδικό, πού ξέρει ὅλα τά μυστικά τῆς ζωῆς μου, μήπως εἶναι αὐτός ὁ Μεσσίας;..
Σέ λίγο ἄρχισαν νά καταφθάνουν οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως ἐκεῖ στό πηγάδι γιά νά δοῦν τόν Κύριο. Τόσο μάλιστα ἐνθουσιάστηκαν ἀπό τή διδασκαλία του, ὥστε τοῦ ζήτησαν μέ θέρμη καί ἔμεινε στήν πόλι τους δύο ἡμέρες. Ἔλεγαν μάλιστα στήν γυναῖκα ὅτι τώρα δέν πιστεύουμε μόνον ἐπειδή ἐσύ μᾶς μίλησες γι’ Αὐτόν ἀλλά ἐπειδή οἱ ἴδιοι διαπιστώσαμε ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Σωτήρ τοῦ κόσμου, ὁ Χριστός.
***
ΜΟΝΑΔΙΚΗ ἦταν πραγματικά ἡ συνάντησι τῆς Σαμαρείτιδος μέ τόν Κύριο ἐκεῖνο τό καταμεσήμερο στό πηγάδι τῆς Συχάρ. Ἀλλά καί ἀποφασιστική γιά τή ζωή της. Πῶς ἄλλαξαν ὅλα μέσα σέ λίγες στιγμές! Συνάντησε τόν Κύριο, ἀντίκρυσε τήν θεϊκή του μορφή, γοητεύτηκε ἀπό τά ὑπέροχα λόγια του, ἄκουσε τίς φοβερές του ἀποκαλύψεις, αἰσθάνθηκε ὅτι ἔχει μπροστά της τόν Μεσσία. Τίποτε πλέον δέν μπορεῖ νά τήν συγκρατήσῃ. Ὁ Χριστός ἔβαλε φωτιά στήν ψυχή της κι αὐτή φτερά στά πόδια της. Δέν σκέφτεται πλέον οὔτε τή στάμνα της, οὔτε τήν προηγούμενη ἁμαρτωλή ζωή της. Αὐτή ἕνα μόνο ζεῖ, ἕνα μόνο τήν συγκλονίζει: Εἶδε τόν Μεσσία. Καί θέλει νά τό πῇ αὐτό σ’ ὅλους τούς συμπολῖτες της, σ’ ὅλο τόν κόσμο. Κι ἀλλάζει ζωή. Γίνεται πλέον ἡ Ἁγία Φωτεινή ἡ ἰσαπόστολος. Καί, ὅπως μᾶς λέει ἡ παράδοσι, κηρύττει τόν λατρευτό της Κύριο στά πέρατα τοῦ κόσμου· φθάνει μέχρι τήν Ἀφρική καί τή Ρώμη. Καί γι’ Αὐτόν θυσιάζει ἀκόμη καί τή ζωή της μαζί μέ τίς πέντε ἀδελφές της καί τούς δύο γιούς της.
Σέ κάποιο ἄλλο πνευματικό πηγάδι κι ἐμεῖς ἀσφαλῶς αἰσθανθήκαμε τή παρουσία τοῦ Κυρίου στή ζωή μας, γευθήκαμε τήν ἀγάπη του, μᾶς συνεπῆρε ἡ μορφή του. Ἄς ἀφήσουμε λοιπόν κι ἐμεῖς τίς στάμνες τῶν βιοτικῶν μας μεριμνῶν κι ἄς τρέξουμε στούς γύρω μας νά ἐκδηλώσουμε τήν ἀμέτρητη χαρά μας γι’ αὐτό τό θαῦμα πού ζήσαμε, γιά τήν ὑπέροχη ζωή πού ζοῦμε κοντά στόν Χριστό μας. Ἡ Ἁγία Φωτεινή μᾶς δίνει τό παράδειγμα. Οἱ διψασμένοι ἀμέτρητοι γύρω μας…
Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”
2.
«ΕΘΑΥΜΑΣΑΝ ΟΤΙ ΜΕΤΑ ΓΥΝΑΙΚΟΣ ΕΛΑΛΕΙ»
(Θεολογικό σχόλιο στην Κυριακή της Σαμαρείτιδος)
ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού
Η πέμπτη Κυριακή από του Πάσχα είναι αφιερωμένη σε μια σημαντική γυναίκα της Καινής Διαθήκης, στην αγία Φωτεινή τη Σαμαρείτιδα. Αυτή η γυναίκα, ούσα αμαρτωλή και «αιρετική» (κατά τους Ιουδαίους), αξιώθηκε να γίνει συζητητής του Κυρίου, ο Οποίος της αποκάλυψε ύψιστες αλήθειες, τις οποίες δεν είχε αποκαλύψει, εισέτι, ούτε στους μαθητές Του.
Η Σαμάρεια ήταν πόλη, αλλά και ονομασία περιοχής, στα βορειοανατολικά της Παλαιστίνης. Απείχε περί τα 45 χιλιόμετρα από την Ιερουσαλήμ και είχε ιδρυθεί από τον βασιλιά Αμβρί, τον 10ο π. Χ. αιώνα. Καταλήφτηκε πολλές φορές από βασιλείς της Δαμασκού και άλλους από ειδωλολατρικούς λαούς. Τον 2ο π. Χ. αιώνα καταστράφηκε και ανοικοδομήθηκε από τον Ρωμαίο ανθύπατο Γυβίνιο και τον Ηρώδη το Μέγα και γι’ αυτό είχε μετονομαστεί σε Σεβάστεια ή Σεβαστή, προς τιμήν του Καίσαρος. Εκτός από την πόλη Σαμάρεια στην περιφέρεια της Σαμάρειας υπήρχαν και άλλες πόλεις όπως η Καισάρεια και η Συχέμ, όπου βρισκόταν ένα σημαντικό μνημείο για τους Ισραηλίτες, το φρέαρ του πατριάρχη Ιακώβ, το οποίο άνοιξε για να ποτίσει την οικογένειά του και τα ποίμνιά του. Οι Σαμαρείτες ήταν ισραηλιτικής καταγωγής, αλλά, λόγω των ιστορικών περιπετειών, αποκόπηκαν ενωρίς από τις υπόλοιπες φυλές. Λόγο ότι είχαν αναμειχθεί με τους ειδωλολάτρες, είχαν υιοθετήσει πολλές από τις συνήθειες τους και κατά συνέπεια είχαν διαφοροποιηθεί κυρίως από τους Ιουδαίους, οι οποίοι τους μισούσαν και τους αποστρέφονταν με βδελυγμία. Κύριο χαρακτηριστικό των Σαμαρειτών ήταν ότι είχαν μεταθέσει την ιερότητα του ναού της Ιερουσαλήμ στο όρος Γαριζίν, όπου πίστευαν ότι κατοικεί ο Θεός και προσέτρεχαν εκεί να προσευχηθούν.
Ο Κύριό μας Ιησούς Χριστός ήρθε στον κόσμο να σώσει ολόκληρο ανθρώπινο γένος και όχι μόνο τους Ιουδαίους, όπως αντιλαμβάνονταν εκείνοι λαθεμένα το πρόσωπο του Μεσσία. Γι’ αυτό και περιόδευσε σε περιοχές που κατοικούσαν μη Ιουδαίοι. Σε μια από τις περιοδείες Του ανέβηκε, με τους μαθητές του, και στη Σαμάρεια να κηρύξει και εκεί το ευαγγέλιο της σωτηρίας. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός πως στις παραβολές Του αναφέρθηκε κάποιες φορές στους Σαμαρείτες, παρουσιάζοντάς τους ως ηθικά ανώτερους από τους Ιουδαίους (Λουκ.10,25-37).
Έφτασαν κάποιο ζεστό μεσημέρι στη Συχέμ και στάθμευσαν στο ιστορικό πηγάδι του Ιακώβ. Οι μαθητές Του είχαν πάει στην πόλη για να αγοράσουν προμήθειες. Ο Χριστός είχε μείνει μόνος και διψασμένος στο στόμιο του πηγαδιού, περιμένοντας κάποιον να έρθει με δοχείο άντλησης, διότι το πηγάδι ήταν βαθύ, περίπου 35 μέτρα βάθος, να του δώσει νερό να ξεδιψάσει.
Κάποια στιγμή ήρθε μια γυναίκα Σαμαρείσσα να αντλήσει νερό. Ο Κύριος της ζήτησε να του δώσει νερό, υποσχόμενος ότι θα της έδινε σε αντάλλαγμα το «ζωντανό νερό» να μην διψάσει ποτέ πια. Εκείνη εξέφρασε την απορία της, πως ήταν δυνατόν ένας «ορθόδοξος» Ιουδαίος να ζητά χάρη από μια «αιρετική» Σαμαρείτισσα. Αυτή ήταν η αφορμή για να προκαλέσει συζήτηση μαζί της. Ως Θεός γνώριζε ότι η γυναίκα εκείνη είχε δεκτική ψυχή για να καρποφορήσει ο λόγος Του, διότι έμελλε να γίνει η ευαγγελιστής των ομοεθνών της. Γι’ αυτό έπιασε μαζί της υψηλού θεολογικού χαρακτήρα συζήτηση, αποκαλύπτοντάς της υψηλές αλήθειες, τις οποίες δεν ήταν ώριμοι να ακούσουν, ούτε οι μαθητές Του. Επίσης της ανάγγειλε ότι είναι ο αναμενόμενος Μεσσίας και πως ήρθε μαζί Του η νέα μεσσιανική εποχή. Ακόμα της αποκάλυψε, για πρώτη φορά, την πνευματική φύση του Θεού και την πνευματική και αληθινή λατρεία Του και πως έφτασε το τέλος στις θρησκευτικές αντιλήψεις του κόσμου, είτε αυτές είναι ιουδαϊκές, είτε σαμαρειτικές, είτε εθνικές. Πως έφτασε ο
πολυπόθητος καιρός κατά τον οποίο θα λατρεύεται ο Θεός «εν πνεύματι και αληθεία» (Ιωάν.4,23).
Η γυναίκα αυτή ήταν αμαρτωλή. Άλλαζε τους άνδρες και ζούσε έκλυτη ζωή. Αυτό όμως δεν στάθηκε εμπόδιο στο Χριστό να πιάσει συζήτηση μαζί της και να της αποκαλύψει τα μυστήρια της σωτηρίας. Δεν ήταν άλλωστε η μόνη αμαρτωλή στον κόσμο, διότι, «πάντες ήμαρτον και υστερούνται της δόξης του Θεού» (Ρωμ.3,23). Ο Χριστός δεν ήρθε στον κόσμο να αναζητήσει δικαίους, αλλά αμαρτωλούς, να τους καλέσει σε μετάνοια (Λουκ.5,31). Γι’ αυτό και συναναστρέφονταν με αμαρτωλούς, πόρνες και τελώνες, κάτι που σκανδάλιζε σφόδρα τους ηθικιστές Ιουδαίους (Λουκ.7,34). Δεν είναι πια πρόβλημα αυτή καθ’ εαυτή η αμαρτία, αλλά η αμετανοησία, η εμμονή στην αμαρτία. Παραδείγματα προς μίμηση δεν είναι οι «ηθικοί» Φαρισαίοι, όπως ήταν στην ιουδαϊκή κοινωνία, αλλά οι μετανοημένοι τελώνες, πόρνες, ληστές και οι λοιποί αμαρτωλοί.
Οι μαθητές του Κυρίου, όταν επέστρεψαν, «εθαύμασαν ότι μετά γυναικός ελάλει» (Ιωάν.4,26). Δεν πίστευαν στα μάτια τους, βλέποντας τον διδάσκαλό τους να συζητά με μια γυναίκα Σαμαρείτισσα «αιρετική». Δεν μπορούσαν να καταλάβουν ότι ο Χριστός, ήρθε στον κόσμο για να λυτρώσει ολόκληρο το ανθρώπινο γένος και όχι να εξυπηρετήσει τους εθνικισμούς και μεγαλοϊδεατισμούς των ομοφύλων Του και γι αυτό στράφηκε και προς τους «αιρετικούς» Σαμαρείτες, να τους αναγγείλει το μήνυμα της σωτηρίας. Δε μπορούσαν να διανοηθούν ότι διάλεξε μια γυναίκα να διαλεχτεί μαζί της, στο στόμιο ενός πηγαδιού, αποκαλύπτοντάς της τα μυστήρια του Θεού και τον πνευματικό τρόπο προσέγγισής Του από τους ανθρώπους. Είχαν την πεποίθηση πως η γυναίκα δεν είχε ιδιαίτερη αξία, δεν της επιτρεπόταν να ασχολείται με τέτοια θέματα. Ήταν ανώφελη κάθε συζήτηση με αυτή, αφού δε θα μπορούσε ποτέ να κηρύξει, διότι κάθε μαρτυρία της γυναίκας θεωρούνταν αναξιόπιστη.
Ο Χριστός όμως ήρθε να αλλάξει και αυτές τις νοοτροπίες. Να δώσει σε όλα τα ανθρώπινα πρόσωπα την αρμόζουσα αξία τους, ανεξάρτητα από το φύλο, την καταγωγή, την κοινωνική και εθνική καταγωγή. Γκρέμισε όλα τα στεγανά, που είχε θέσει η αμαρτία. Έδωσε την αξία που στερούταν η γυναίκα, εμπράκτως (και) στο πρόσωπο της Σαμαρείτιδος, δίνοντάς της το ύψιστο προνόμιο να είναι ο πρώτος άνθρωπος ο οποίος πληροφορήθηκε ευθέως και ξεκάθαρα ότι Αυτός είναι ο αναμενόμενος Μεσσίας. Η φύση της ως γυναίκα και μάλιστα αμαρτωλή, δε στάθηκε εμπόδιο να της αποκαλυφθούν από το Χριστό τα μυστήρια του Θεού.
Αυτό είναι ένα από τα πολλά παράξενα και ακατανόητα, στους διαχρονικούς ορθολογιστές, συμβάντα της ζωής του Χριστού. Λογικά θα περίμενε κανείς την υψηλή αυτή θεολογική συζήτηση να την κάνει με τους Γραμματείς, τους Φαρισαίους και το ιουδαϊκό ιερατείο και όχι με μια άσημη, και εγνωσμένης ηθικής ελευθεριότητας γυναίκα. Αλλά όμως «τα μωρά του κόσμου εξελέξατο ο Θεός ίνα τους σοφούς καταισχύνη, και τα ασθενή του κόσμου εξελέξατο ο Θεός ίνα καταισχύνη τα ισχυρά» (Α΄Κορ.1,27), αφού «ουκ έγνω ο κόσμος δια της σοφίας τον Θεόν» (Α΄Κορ,1,21). Προτίμησε αυτήν, διότι, ως Θεός, διείδε ότι στην ψυχής της σιγόκαιγε η ελπίδα της σωτηρίας, από τον ερχόμενο Μεσσία, τον οποίο περίμενε εναγωνίως, σε αντίθεση με την θρησκευτική και πολιτική ιουδαϊκή ηγεσία, η οποία τον περίμενε ως έναν εγκόσμιο λαμπρό και ισχυρό βασιλιά και τίποτε περισσότερο. Γι’ αυτό και Τον σταύρωσαν, όταν είδαν ότι δεν εκπλήρωσε τις φθηνές προσδοκίες τους. Εδώ βλέπουμε το υπέρτατο μεγαλείο της χριστιανικής διδασκαλίας, η οποία δεν «χωρά» στα υπερφίαλα μυαλά των σοφών του κόσμου, αλλά στις ταπεινές καρδιές.
Στο πρόσωπο της αγίας Φωτεινής καταξιώθηκε η γυναικεία φύση, η οποία βρισκόταν στο απόλυτο περιθώριο στον προχριστιανικό κόσμο και συνεχίζει να
βρίσκεται, στον σύγχρονο εξωχριστιανικό. Ο λόγος Του καρποφόρησε στην ψυχή της και η ως τότε η αμαρτωλή και ταπεινή αυτή γυναίκα αναδείχτηκε θερμός κήρυκας του Ευαγγελίου στους ομοφύλους της και αλλαχού, ώστε η Εκκλησία μας να της προσδώσει τον υπέρτατο τιμητικό τίτλο της ισαποστόλου. Είναι η κατοπινή αγία Φωτεινή, σωστό φωτεινό ορόσημο στην πορεία του κόσμου προς τη σωτηρία.
Τελειώνοντας, μπορούμε να φανταστούμε με ποιους «συνομιλεί» σήμερα ο Χριστός. Προφανώς όχι με τους σύγχρονους μεγαλορρημονούντες «θεολόγους», ιδιαίτερα με όσους διαστρέφουν το λόγο Του, με τον γνωστή άνυδρη και ξύλινη «θεολογία» τους, την οποία διατυπώνουν, με ακαταλαβίστικους συλλογισμούς και φιλοσοφικούς όρους, για να κάμουν επίδειξη γνώσεων και να καταστούν ως «σημαίνοντες θεολόγοι». Τέτοια παραδείγματα έχει να μας παρουσιάσει πάμπολλα η μεσαιωνική αιρετική σχολαστική «θεολογία», αλλά και η σύγχρονη προτεσταντική, η οποία επιχειρεί μέσω της «θεολογίας» να καταρρίψει την πίστη στο Θεό! Δε «συνομιλεί» με τους θιασώτες της λεγομένης Οικουμενικής Κινήσεως, του διαχριστιανικού και διαθρησκειακού συγκρητισμού, οι οποίοι σχετικοποιούν την σώζουσα αλήθεια της Εκκλησίας και αναβιβάζουν σε «σώζουσες αλήθειες» τις αιρετικές δοξασίες των αιρετικών και αλλοθρήσκων, ως δήθεν «διαφορετικές παραδόσεις και πίστεις», τις αιρετικές τους κοινότητες σε «εκκλησίες» και τις θρησκείες σε «διαφορετικούς τρόπους αναγωγής στον ίδιο Θεό». Δε «συνομιλεί» με τη σύγχρονη διανόηση, η οποία κλεισμένη στα στεγανά της, δεν έχει να προσφέρει τίποτε το ουσιαστικό στον σημερινό άνθρωπο, ο οποίος αντιμετωπίζει σοβαρή κρίση ταυτότητας και βιώνει πρωτοφανή υπαρξιακή αγωνία. Δεν «συνομιλεί» με τους ισχυρούς του κόσμου, οι οποίοι τον εκθρόνισαν και στη θέση Του θρόνιασαν την ανθρώπινη ματαιοδοξία. Με ποιους λοιπόν «συνομιλεί»; Αναμφίβολα, με ταπεινούς στην καρδιά, κληρικούς, μοναχούς και λαϊκούς, των οποίων ο απλοϊκός λόγος είναι αγνή και αυθεντική θεολογία, διότι είναι ξεχείλισμα πίστεως και αγάπης προς Αυτόν και προς τους αδελφούς τους!
3.
Η ΠΡΟΘΕΣΗ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ
«Ἑξαπέστειλαν Βαρνάβαν διελθεῖν ἕως Ἀντιοχείας. Ὅς παραγενόμενος καί ἰδών τήν χάριν τοῦ Θεοῦ ἐχάρη, καί παρεκάλει πάντας τῇ προθέσει τῆς καρδίας προσμένειν τῷ Κυρίῳ» (Πράξ. 11, 22-23)
«Η εκκλησία των Ιεροσολύμων έστειλε τον Βαρνάβα να πάει στην Αντιόχεια. Αυτός, όταν έφτασε εκεί και είδε το έργο της χάριτος του Θεού, χάρηκε και τους συμβούλευε όλους να μένουν αφοσιωμένοι στον Κύριο με όλη τους την καρδιά»
Μία φράση με λεπτές αποχρώσεις καταγράφει το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων. Ο απόστολος Βαρνάβας αποστέλλεται στην εκκλησία της Αντιόχειας, εκεί όπου οι χριστιανοί αρχίζουν να αυξάνουν και ως προς τον αριθμό και ως προς τον ζήλο, σε μια πόλη που θα μπορούσε κάποιος να την χαρακτηρίσει με σημερινούς όρους ως το Παρίσι της Ανατολής. Δεν ήταν μόνο ο πλούτος. Ήταν το πολιτιστικό επίπεδο, η αρχοντιά και η παιδεία, ένα αίσθημα ανωτερότητας έναντι των άλλων, που την ξεχωρίζει, μια πόλη αριστοκρατική η οποία αρχίζει να νιώθει στα σπλάχνα της τον σπόρο του χριστιανισμού να καρποφορεί. Ο Βαρνάβας συμβουλεύει όλους «τῇ προθέσει τῆς καρδίας» να παραμένουν αφοσιωμένοι στον Χριστό.
«Τῇ προθέσει τῆς καρδίας». Δεν είναι μόνο ο ζήλος, η αφοσίωση της καρδιάς που γίνεται ζητούμενο σε μία πίστη, σ’ ένα έργο, σε έναν αγώνα, σε μία σχέση. Είναι και η πρόθεση της καρδιάς. Ο σκοπός της. Το μικρό ίχνος από το οποίο ξεκινά η γέννα του συναισθήματος, της ιδέας, της επιθυμίας, της απόφασης. Είναι το αφανές, που κάποτε δεν το συνειδητοποιούμε ούτε οι ίδιοι ότι μας ωθεί να σκεφτούμε, να επιθυμήσουμε, να πράξουμε. Είναι το κατά βάθος μας. Και είναι τόσο σημαντικό. Η πρόθεση της καρδιάς είναι η αλήθεια μας. Είναι ό,τι μας παροτρύνει. Συνήθως σκεπάζουμε αυτή την αφετηρία. Την ωραιοποιούμε, τη βαφτίζουμε, την ταυτίζουμε με άλλες προθέσεις. Θέλουμε το καλό του άλλου, θέλουμε το καλό το δικό μας. Συχνά κρύβεται η ιδιοτέλεια, η οποία είναι η πρώτη σκέψη μας. Ο εγκλωβισμός στο ατομικό καλό, το οποίο προηγείται. Κάποτε κρύβεται η επιβίωσή μας. Κάποτε η δόξα μας. Και μεταμορφώνεται η ιδιοτέλεια σε έγνοια για το σύνολο, σε μία «δήθεν» νοοτροπία. Και γίνεται στάση ζωής, με την οποία προσπαθούμε να ξεγελάσουμε τόσο τον εαυτό μας όσο, κυρίως, τους άλλους ότι έχουμε καλές προθέσεις. Τι και ποιον αγαπούμε; Εκεί είναι η απάντηση της καρδιάς.
«Τῇ προθέσει τῆς καρδίας». Η πρώτη-πρώτη σκέψη μας αποτυπώνει τον χαρακτήρα μας. Το ποιοι είμαστε. Την παιδεία μας. Κάποτε τις φιλοδοξίες μας. Το αν η αγάπη είναι το κίνητρό μας. Είναι αποτύπωση της ελευθερίας μας έναντι του Θεού και έναντι του κόσμου και του πλησίον. Είναι η επιλογή του καλού ή του κακού. Είναι η πρόταξη του εγώ, μιας απαίτησης αυτόφωτου και άρνησης της αγάπης του Θεού που γίνεται για μας ετεροκαθορισμός. Είναι η ποιότητα της συνείδησής μας. Είναι το νόημα ζωής που έχουμε. Κι αυτό υφίσταται εξ άκρας συλλήψεως. Από τα γονίδια μας, αλλά και από τον τρόπο που ο ομφάλιος λώρος μας μάς ταΐζει τροφή και νοήματα, συναισθήματα και ήχους, αξίες και όνειρα. Είναι η μάνα και ο πατέρας μας που μας αφήνουν το στίγμα τους. Αλλά είναι και το τι θα προσθέσουμε. Πώς θα διαμορφώσουμε σταδιακά αυτό το ίχνος της καρδιάς μας. Αν αρχίσουμε να ακούμε το τραγούδι του Θεού εντός μας και κάνουμε τη βούλησή μας, το θέλημά μας όχι «γνωμικό», αλλά «φυσικό». Γνωμικό είναι το θέλημα στο οποίο το εγώ προΐσταται. Φυσικό είναι το θέλημα στο οποίο η αγάπη που μας εμφύτευσε ο Θεός κάνει το εγώ να σέβεται, να παραμερίζει ως προτεραιότητα, να οικειοποιείται, να χαίρεται.
«Τῇ προθέσει τῆς καρδίας». Την διαμορφώνουν τα πάθη μας. Ό,τι ριζώνει στην καρδιά μας και γίνεται ιδιοτέλεια. Γίνεται συμφέρον. Γίνεται φιλοδοξία. Φιλαυτία. Φιληδονία. Γίνεται επιβίωση και φόβος για τον πλησίον. Γίνεται αίσθημα μηδενισμού της ύπαρξης μετά θάνατον και απόφαση ότι επειδή «μια ζωή την έχουμε», πρέπει εδώ και τώρα» όλα να γίνουν δικά μας. Και τότε η γνώμη γίνεται η μόνη αλήθεια. Και η φυσική μας στροφή προς τον Θεό, το θέλημά Του που είναι εγγεγραμμένο στις καρδιές μας, παύει να έχει αξία, διότι το ταυτίζουμε με την απουσία της ευχαρίστησης. Ενώ η σχέση με τον Θεό, κάποτε σταυρωμένη, κάποτε αναστημένη, είναι πεπληρωμένη χαράς, εμείς απαιτούμε το άμεσο, το στιγμιαίο, το δεδομένο της σκέψης και της επιθυμίας μας. Δεν αφήνουμε τον χρόνο στην εμπιστοσύνη της πίστης, αλλά τα θέλουμε δικά μας όλα, να τα ελέγχουμε και να τα διαμορφώνουμε. Δεν είναι το πρόβλημα το να αγωνιζόμαστε για ό,τι ονειρευόμαστε. Είναι η απαίτηση ότι όλοι μας χρωστούνε, ακόμη κι ο Θεός ο ίδιος, και ότι ο κόσμος πλάστηκε μόνο για μας. Το ίδιο και οι άλλοι.
«Τῇ προθέσει τῆς καρδίας». Είναι μυστήριο η καρδιά. Ό,τι ο κόσμος δεν θέλει να αποδεχτεί ως τρόπο ύπαρξης. Το μυστήριο υπερβαίνει την εκλογίκευσή του. Την αισθησιοκρατία. Τις αποδείξεις. Θα αρκούσε ο σεβασμός στην εμπειρία της συγχώρησης, στην άρνηση της δικαίωσης που πολλοί άνθρωποι έχουν επιδείξει στους αιώνες. Ο σεβασμός στην απόφαση για νηστεία. Για αφιέρωση στον Θεό και υπέρβαση της σάρκας. Ο σεβασμός στην ελευθερία. Στην αγάπη που δεν λογαριάζει συμφέρον. Όλα αυτά τα βιώματα της χριστιανικής πίστης, τα βιώματα των Αγίων αποκαλύπτουν προθέσεις καρδιάς που παλεύει να μη νικηθεί από τη εγωτική ιδιοτέλεια. Από τον πειρασμό είτε του πονηρού είτε των άλλων που σπρώχνουν στα πάθη ως ευχαρίστηση. Αποκαλύπτουν καρδιές που προτίμησαν να παραιτηθούν και από την ίδια την ζωή, αποδεχόμενες το μαρτύριο, τόσο του αίματος όσο και της συνειδήσεως, για να μας αφήσουν παρακαταθήκη το Ευαγγέλιο της αγάπης και της αλήθειας. Και μία ελευθερία που γίνεται μακαρισμός. Από τις καθημερινές σχέσεις, από το λίγο έως το παν.
«Τῇ προθέσει τῆς καρδίας». Σε έναν κόσμο που βλέπει μόνο το προφανές, ας παλέψουμε να δούμε το ίχνος του αληθινού εαυτού μας στην καρδιά μας. Τον θησαυρό μας. Και αν θέλουμε να πιστεύουμε, ας διαλέξουμε την προσμονή του Χριστού με όλες μας τις δυνάμεις. Μπορεί να είναι κάποτε φτωχές και ανεπαρκείς. Εκείνος όμως στηρίζει τους ταπεινούς. Τους έχοντας την ελπίδα στο πρόσωπό Του. Αυτούς που μέσα στην Εκκλησία γνωρίζουν να αντέχουν και παρακαλούν γι’ αυτά που δεν μπορούν. Κάποτε για όλα, διότι νιώθουμε την ανεπάρκειά μας.
Κύριε, δος μας το ίχνος της καρδιάς μας να ξεκινά από αγάπη για Σένα, για τον άλλον. Να ξεκινά από την πίστη στην Ανάσταση. Και κάθε σκέψη, έργο, συναίσθημα, επιθυμία να αγιάζονται με την προσμονή Σου!
Χριστός Ανέστη!
Κέρκυρα, 17 Μαΐου 2020, Της Σαμαρείτιδος.
π.Θεμιστοκλής Μουρτζανός
4.
Ύδωρ πνευματικό (Κυριακή της Σαμαρείτιδος)
Αδελφοί χριστιανοί, Χριστός Ανέστη!
Η σημερινή περικοπή του ιερού Ευαγγελίου [1] μάς διηγείται την συνάντηση του Χριστού με την Σαμαρείτιδα και τον μεταξύ τους διάλογο.
Όπως διάλεξε πρώτα στις μυροφόρες γυναίκες να φανερώσει την Ανάστασή του, έτσι και σήμερα επιλέγει μια γυναίκα, και μάλιστα αιρετική για τους ορθόδοξους Ιουδαίους, και τής αποκαλύπτει απερίφραστα ότι είναι ο Χριστός, δηλαδή ο Μεσσίας που ανέμενε ο Ισραήλ.
Είχε βαδίσει ο Χριστός με τους μαθητές του προς μία πόλη της Σαμαρείας που ονομάζονταν Συχάρ. Φτάσανε το μεσημέρι κι έστειλε τους μαθητές να αγοράσουν τροφές, ενώ ο εκείνος κάθισε δίπλα σε ένα πηγάδι που είχε χτίσει ο Ιακώβ. Σε λίγο πλησίασε η Σαμαρείτιδα, με την στάμνα της, για να αντλήσει νερό. Τότε ο Χριστός τής ζήτησε να τού προσφέρει νερό και στην απορία της, πώς αυτός, Ιουδάιος ων, καταδέχτηκε να μιλήσει σε μια γυναίκα Σαμαρείτιδα, έδραξε της ευκαιρίας να της μιλήσει για το πνευματικό ύδωρ που ο ίδιος δίνει στις καρδιές των ανθρώπων και γίνεται πηγή, η οποία αναβλύζει διαρκώς μέσα τους και τούς δροσίζει και τούς παρέχει την αιώνιο ζωή.
-Κύριε, δώσε μου τούτο το νερό, τού λέει, για να μη διψώ και να μην έρχομαι εδώ να αντλώ.
-Πήγαινε φώναξε τον άνδρα σου, τής λέει, κι έλα εδώ.
– Δεν έχω άνδρα, τού απαντά, και ο Χριστός της λέει:
-Σωστά απάντησες, γιατί πέντε άνδρες είχες και αυτός που έχεις τώρα δεν είναι άντρας σου. Δεν επαναστατεί η Σαμαρείτιδα στην αποκάλυψη αυτή, αλλά με ταπεινό φρόνημα αναγνωρίζει ότι μόνο ένας άνθρωπος του Θεού, ένας προφήτης θα μπορούσε να το πει αυτό ενώ δεν την γνωρίζει. Γι αυτό και δράττεται της ευκαιρίας και ρωτά τον Χριστό πού πρέπει να προσκυνείται ο Θεός, μιας που οι Ιουδαίοι έλεγαν στον ναό του Σολομώντα ενώ οι Σαμαρείτες τον λάτρευαν στο παρακείμενο βουνό.
-Γυναίκα, πίστεψέ με, τής απαντά, θα έλθει ώρα που ο Θεός θα προσκυνείται αλλά όχι σε τούτο το βουνό ούτε στα Ιεροσόλυμα. Σείς προσκυνείτε αυτό που δεν γνωρίζετε, εμείς προσκυνούμε αυτό που γνωρίζουμε, ότι δηλαδή η σωτηρία προέρχεται από τους Ιουδαίους. Αλλά θα έλθει ώρα, τώρα δα, που οι αληθινοί προσκυνητές θα προσκυνήσουν τον πατέρα με πνεύμα και με αλήθεια, γιατί ο Θεός είναι πνεύμα και όσοι τον προσκυνούν πρέπει να τον προσκυνούν με πνεύμα και με αλήθεια.
-Γνωρίζω, τού λέει η γυναίκα, ότι έρχεται ο Μεσσίας ο λεγόμενος Χριστός, κι όταν έλθει εκείνος θα μάς τα αναγγείλει όλα.
-Εγώ είμαι, που σού μιλώ, τής απαντά ο Ιησούς. Ήλθαν στο μεταξύ οι μαθητές, απόρησαν που μιλούσε με μια γυναίκα, αλλά δεν τόλμησαν να τόν ρωτήσουν τίποτα. Άφησε η Σαμαρείτιδα την στάμνα στο πηγάδι κι ετρεξε και φώναξε όλη την πόλη, και πίστεψαν πολλοί στον λόγο του Ιησού και ομολογούσαν ότι αυτός είναι ο Χριστός, ο σωτήρ του κόσμου.
«Εγώ είμαι ο σωτήρ του κόσμου», μάς λέει σήμερα ο Χριστός απευθυνόμενος στην γυναίκα και στους λοιπούς Σαμαρείτες, και μάς διδάσκει την αληθινή λατρεία του τριαδικού Θεού, του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Γιατί, όπως ο ίδιος έχει πει, «Ἐγώ εἰμί ἡ ὁδός, καί ἡ ἀλήθεια, καί ἡ ζωή». Προσκυνείται επομένως ο Πατήρ εν Αγίω Πνεύματι και εν Υιώ, ο οποίος προσέλαβε την ανθρώπινη φύση, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, και σταυρώθηκε και αναστήθηκε για την δική μας σωτηρία.
Η Ανάσταση του Χριστού είναι η αλήθεια της πίστεώς μας, και σημαίνεται διά των μυστηρίων, τα οποία τελεσιουργεί η χάρις του Αγίου Πνεύματος. Γιατί η τριπλή κατάδυση κατά το Βάπτισμα δεν είναι άλλο από την συμμετοχή στην τριήμερο ταφή και Ανάσταση του Χριστού, και η Θεία Ευχαριστία, η οποία τελείται για να μεταλαμβάνουμε όλοι το σώμα και το αίμα του Χριστού, είναι η ένωσή μας με τον Σωτήρα και λυτρωτή του κόσμου, με την πηγή της ζωής και της αθανασίας.
Ο άγιος Αμφιλόχιος επίσκοπος Ικονίου, αναφερόμενος στο θέμα των ιερών μυστηρίων της Εκκλησίας, μάς εξηγεί πρώτα ότι Σαμαρείτης στην εβραϊκή γλώσσα σημαίνει φύλακας του νόμου. Κι όμως, οι κατ΄ όνομα φύλακες του νόμου δεν προσκυνούσαν τον Θεό στα Ιεροσόλυμα, όπως όριζε ο Μωσαϊκός νόμος, και κατηγορούσαν μάλιστα ως παραβάτες τους Ιουδαίους. Και συνεχίζει:
«Ποιός δεν γνωρίζει τους Σαμαρείτες που βρίσκονται ανάμεσά μας; Εκείνους που αποστασιοποιήθηκαν από την την Ιερουσαλήμ, δηλαδή από την Εκκλησία του Χριστού, εκείνους που νομοθέτησαν να μην προσφέρονται στην Ιερουσαλήμ μήτε απαρχές μήτε προσευχές, μήτε να ακροώνται τις γραφές ή τις διδασκαλίες που παραδίδουν στις εκκλησιές οι ποιμένες εν Αγίω Πνεύματι, αλλά είναι χωρισμένοι και παντελώς ξένοι από τον λαό του Θεου, ονομάζοντας ψευδώς τον εαυτό τους με σεμνά ονόματα…
Βαπτίστηκαν στην Εκκλησία από τους ιερείς του Θεού, μετά το βάπτισμα τραφήκανε με το σώμα και με το αίμα του Χριστού. Άραγε, φυλάσσουν αυτές τις παραδόσεις; Ένα από αυτά εάν κανείς αρνηθεί, όλα τα αρνήθηκε. Άραγε φυλάσσουν και τα τρία, το βάπτισμα, το σώμα, το αίμα; Ένας ιερέας σού έδωσε την τριάδα των μυστηρίων και δεν δύνασαι να κρατείς το ένα και να αφήνεις το άλλο· αν ήταν άλλος εκείνος που σε βάπτισε και άλλος που σού έδωσε το σώμα και άλλος το αίμα, θα μπορούσες να πεις ότι «Οι δύο αληθινά μού παρέδωσαν, ο δε τρίτος με ενέπαιξε».
Τώρα όμως από έναν ιερέα δέχτηκες όλα τα μυστήρια‧ εάν τόν αναγνωρίζεις ως ιερέα του Χριστού, φύλασσε τα μυστήρια, για να μη γίνεις παραβάτης· αν δεν τον αναγνωρίζεις ως ιερέα, κατηχούμενο τον λες και αλλότριο του ονόματος του Χριστού, άρα κάπου αλλού ούτε καν βαπτίστηκες. Και όπως όποιοι βλαστημούν τον Υιό, ασεβούν στον Πατέρα και στο Άγιο Πνεύμα, και ομοίως όσοι απιστούν στο Άγιο Πνεύμα, απιστούν στον πανάγιο Πατέρα και στον πανάγιο αυτού Υιό τον Ιησού Χριστό, το ίδιο συμβαίνει και με την τριάδα των μυστηρίων. Εάν κανείς ένα από αυτά αθετήσει, και τα τρία αθέτησε· εάν επομένως αθέτησες τα μυστήρια του Χριστού και αποστασιοποιήθηκες από την Εκκλησία, δικαίως οφείλεις να ονομάζεσαι παραβάτης»[2].
Ας πορευόμαστε, αδελφοί χριστιανοί, με πίστη στα λόγια που σήμερα αποκάλυψε στην Σαμαρείτιδα ο Ιησούς Χριστός, ότι δηλαδή είναι ο σωτήρας του κόσμου, ο οποίος παρέχει την ζωή και την Ανάσταση, και ας μετέχουμε με πίστη στο μέγα μυστήριο της σωτηρίας μας, μεταλαμβάνοντας ανελλιπώς, εν πίστει και εξομολογήσει καρδίας, το άχραντο σώμα και το τίμιο αίμα του Χριστού, «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν αἰώνιον». Αμήν.
***
1. Ιω. δ’ 5-42. 2. Αγ. Αμφιλοχίου Ικονίου, Κατά αιρέσεων.
Γραπτό κήρυγμα ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ,ΠΑΞΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΠΟΝΤΙΩΝ ΝΗΣΩΝ Ι7-5 2020
5.
Κυριακή τῆς Σαμαρείτιδος
Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος.
Σήμερα ὁ Χριστὸς διαλαλεῖ σὲ μᾶς τοὺς ἄθλους τῆς Σαμαρείτιδος καὶ πρέπει τὸ φτωχὸ πλοιάριο τοῦ λόγου μου νὰ διαπλεύση τὸ πέλαγος τῶν κατορθωμάτων της. Βλέπω τὴν πίστη της καὶ θέλω νὰ φτιάξω τὸ ἐγκώμιό της καὶ μαζί σας νὰ ἐπαινέσω τὴν φτωχιὰ καὶ τὴν πλούσια, τὴν πόρνη καὶ τὴν ἀπόστολο, τὴν ἄσωτη καὶ τὴν πιστή, τὴν πολύγαμο καὶ πολυδύναμη, αὐτὴ ποὺ πολλοὺς ἐμόλυνε καὶ ποὺ τὸν μονογενῆ γιὸ τοῦ Θεοῦ ὑπηρέτησε. Αὐτὴ ποὺ μολύνθηκε καὶ καθαρίστηκε, ποὺ δίψασε κι ἐπιθύμησε νερὸ ζωντανό, καὶ κληρονόμησε τὰ νάματα τῆς χάρης τοὐρανοῦ.
Τί λέει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ποὺ βροντερὰ φανέρωσε τὰ ἄρρητα μυστήρια; Φτάνει ὁ Ἰησοῦς σὲ μιὰ πόλη τῆς Σαμαρείας, ποὺ λέγεται Συχάρ, καὶ στὸ μέρος ποὺ ὁ Ἰακώβ ἔδωσε στὸ γιό του τὸν Ἰωσήφ. Ἦταν ἐκεῖ τὸ πηγάδι τοῦ Ἰακώβ, κουρασμένος λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὴν ὁδοιπορία κάθισε πάνω στὸ χεῖλος τοῦ πηγαδιοῦ. Ἦταν ἡ ἕκτη ὥρα περίπου. Ἦρθε μιὰ γυναῖκα ἀπ’ τὴ Σαμάρεια νὰ βγάλη νερό. Τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς, δός μου νὰ πιῶ. Οἱ μαθηταί του εἶχαν φύγει στὴν πόλη γιὰ ν’ ἀγοράσουν τρόφιμα. Κουρασμένος ὁ Ἰησοῦς.
Τί λέει λοιπὸν ὁ Ἡσαΐας ὁ προφήτης; Ὁ Θεὸς, ὁ μέγας δὲν θὰ πεινάση, οὔτε θὰ διψάση οὔτε θὰ κοπιάση. Οὔτε τὸ βάθος τῆς σοφίας του θὰ βρεθῆ. Ἀλλὰ καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος γράφει γι’ αὐτὸν στὸ εὐαγγέλιό του: Κι ἀφοῦ νήστεψε σαράντα μέρες καὶ σαράντα νύχτες ἔπειτα ἐπείνασε. Ἔτσι κι ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὅπως ἄκουσες πρὶν ἀπὸ λίγο λέει. Κουρασμένος ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὴν ὁδοιπορία κάθισε στὸ χεῖλος τοῦ πηγαδιοῦ.
Ἦταν ἡ ἕκτη ὥρα τῆς ἡμέρας. Ὁ ἕνας λέει ὅτι ἐπείνασε, ὁ ἄλλος ὅτι ἐκοπίασε κι ὁ προφήτης Ἡσαΐας ἐμπνευσμένος ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα δηλώνει ὅτι ὁ Θεὸς ὁ μέγας οὔτε θὰ πείναση, οὔτε θὰ διψάση, οὔτε θὰ κοπιάση. Οὔτε θὰ βρεθῆ τὸ βάθος τῆς σοφίας του. Πῶς θὰ γίνη δυνατὸ νὰ διασωθῆ ἡ ὁμοφωνία τῶν Εὐαγγελίων καὶ τῆς προφητείας; Ἐπειδὴ ἡ οἰκονομία τοῦ μεγάλου Θεοῦ οἰκονομήσε γιὰ τὸ Σωτῆρα μας ἕνα διπλὸ καὶ παράδοξο συνδυασμὸ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου κατὰ τὴν εὐχαρίστηση καὶ τὸ θέλημά του, γι’ αὐτὸ ὁ προφήτης ἐξαγγέλλει τὴ δύναμη καὶ τὸ μεγαλεῖο τῆς θεότητας, ἐνῷ οἱ ἀπόστολοι καὶ εὐαγγελιστές δείχνουν ἀληθινὴ τὴν οἰκονομία τοῦ σώματος. Κουρασμένος λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὴν ὁδοιπορία καθόταν ἔτσι πάνω στὸ πηγάδι.
Ἦταν περίπου ἕκτη ὥρα. Ἔρχεται μιὰ γυναῖκα ἀπὸ τὴ Σαμάρεια νὰ ἀντλήση νερὸ καὶ ὁ Ἰησοῦς τῆς λέει· δῶσε μου νὰ πιῶ. Οἱ μαθηταὶ του εἶχαν φύγει στὴν πόλη γιὰ ν’ ἀγοράσουν τρόφιμα καὶ ἡ Σαμαρείτισσα τοῦ εἶπε· Πῶς ἐσὺ ποὺ εἶσαι Ἰουδαῖος ζητεῖς νὰ πιῆς ἀπὸ μένα ποὺ εἶμαι Σαμαρείτισσα;
Εἶναι ἀνάγκη, ἀγαπητοὶ, νὰ ἐξετάσωμε γιατὶ ὥρισε καὶ τὸν τόπο καὶ τὴν ὥρα καὶ τὴν ἀπουσία τῶν μαθητῶν. Τὸν τόπο, κάθισε κοντὰ στὸ πηγάδι· τὴν ὥρα, ἦταν περίπου ἡ ἕκτη ὥρα· τὴν ἀπουσία τῶν μαθητῶν, οἱ μαθηταὶ του εἶχαν πάει στὴν πόλη γιὰ νὰ ἀγοράσουν τρόφιμα. Γιὰ ποιὸν λόγο ἀνάφερε τὸν τόπο; Ἐπειδὴ ὑπῆρχε πνευματικὸ θήραμα πῆγε στὸ μέρος αὐτό, γιὰ νὰ τὸ συλλάβη. Δὲν βλέπεις τὶ κάνουν οἱ ψαράδες; Δὲν ἀνεβοκατεβαίνουν σὲ κάθε μεριὰ τῆς θάλασσας ἀλλὰ σ’ ὥρισμένο μέρος ποὺ ξέρουν ὅτι ὑπάρχουν ψάρια. Γιατὶ αὐτὰ πηγαίνουν περισσότερο σὲ ὡρισμένα σημεία.
Ἔτσι κι ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς, ὁ μέγας Θεὸς τῆς προφητείας, σὰν Θεὸς ἐγνώριζε, ὅτι ἐκεῖ μποροῦσε νὰ πιάση τὸ θήραμά του, τὴ Σαμαρείτισσα. Σὰν τοὺς ψαράδες ποὺ διαλέγουν τὸν τόπο καὶ ψαρεύουν ἔτσι κι ὁ Χριστὸς ἦρθε στὸ μέρος ὅπου μποροῦσε νὰ συλλάβη τὴ Σαμαρείτισσα καὶ χρησιμοποιῶνας αὐτὴ νὰ ἐπιτύχη πλούσιο ψάρεμα ἀπὸ ἀνθρώπους. Γι’ αὐτὸ ἀνέφερε τὸν τόπο. Γιατὶ ὅμως ἀνέφερε καὶ τὴν ὥρα; κουρασμένος ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὴν ὁδοιπορία κάθισε ἔτσι στὰ χείλη τοῦ πηγαδιοῦ.
Ἦταν ἡ ἕκτη ὥρα περίπου. Ἄκουσε λοιπόν, ἀγαπητέ, καὶ γιὰ τὴν ὥρα. Μιὰ φτωχιὰ ἦταν ἡ Σαμαρείτισσα, ποὺ ζοῦσε ἀπὸ τὴ δουλειὰ τῶν χεριῶν της. Φτωχιά μὲ λίγους οἰκονομικοὺς πόρους, ὄχι ὄμως καὶ στὴν εὐσέβεια τῆς ψυχῆς. Ξυπνοῦσε λοιπὸν καὶ καταγινόταν μὲ τὸν ἀργαλειὸ γιὰ νὰ κερδίση τὴν ζωή της. Ἀλλὰ τὴν ἕκτη ὥρα ποὺ ὅλοι ξεκουράζοταν τότε ἐκείνη ἔπαιρνε τὴ στάμνα της καὶ τὴ γέμιζε. Ἤξερε λοιπὸν ὁ παντογνώστης Κύριος ὅτι τὴν ὥρα ποὺ οἱ ἄλλοι ξεκουράζοταν ἐκείνη ἦταν ἀπασχολημένη μὲ τὸ κουβάλημα τοῦ νεροῦ. Καὶ γι’ αὐτὸ τὴν ἕκτη ὥρα πῆγε ὁ Κύριος, τότε ποὺ ἤξερε ὅτι ἐρχόταν γιὰ νερὸ καὶ μποροῦσε νὰ συλλάβη αὐτὸ τὸ πνευματικὸ θήραμα.
Καὶ γιὰ ποιό λόγο ὁ Κύριος ἀπομάκρυνε τοὺς μαθητάς του; Τὸ Εὐαγγέλιο λέγει ὅτι οἱ μαθηταὶ του εἶχαν φύγει στὴν πόλη γιὰ ν’ ἀγοράσουν τρόφιμα. Ἡ γυναῖκα ἦταν φτωχιά καὶ ἀξιολύπητη, ὅπως προηγουμένως εἴπαμε καὶ δὲν θὰ εἶχε τὸ θάρρος ν’ ἀντικρύση τόσους πολλούς, ποὺ τριγύριζαν τὸν Ἰησοῦ. Κι ἄν ἔβλεπε τὸ ἀξίωμα τοῦ δασκάλου, τοὺς μαθητὰς γύρω-γύρω, τὸν δάσκαλο, τοὺς διδασκομένους, τὸν κόσμο, τὴν τάξη, τὸ ἀξίωμα, τὸ ντύσιμο, τὴν ἐπισημότητα θὰ ἔφευγε ἀμέσως καὶ θὰ χανόταν τὸ θήραμα. Δὲν θὰ τολμοῦσε νὰ πλησιάση καὶ τὸ ψάρι δὲν θὰ μπλεκόταν στὰ δίχτυα, δὲ θὰ πιανόταν, θὰ ξέφευγε.
Γι’ αὐτὸ ἔστειλε τοὺς μαθητὰς στὴν πόλη. Τοὺς εἶπε, πᾶτε κι ἀγοράσετε τροφές. Σεῖς πᾶτε ν’ ἀγοράσετε. Ἐγὼ ἔχω ἄλλο φαγητό. Δική μου τροφὴ εἶναι νὰ κάνω τὸ θέλημα ἐκείνου, ποὺ μὲ ἔστειλε καὶ νὰ ὁλοκληρώσω τὸ ἔργο του. Σεῖς τὰ σαρκικά, ἐγὼ τὰ πνευματικά· σεῖς ἀγοράσετε, ἐγὼ σᾶς ἀπελευθέρωσα ἀγοράζοντάς σας.
Ὁ Χριστὸς σᾶς ἐλευθέρωσε ἀγοραζοντάς σας ἀπὸ τὴν κατάρα τοῦ νόμου, ἀφοῦ ἔγινε γιὰ σᾶς κατάρα, λέγει «τὸ σκεῦος τῆς ἐκλογῆς», ὁ Παῦλος. Μὲ τὸ νερὸ θέλω νὰ συλλάβω αὐτὸ τὸ πνευματικὸ ἁλίευμα. Ἔμαθες γιατὶ ἀναφέρεται καὶ ὁ τόπος καὶ ἡ ὥρα καὶ ἀπουσία τῶν μαθητῶν. Ἀνάγκη τώρα νὰ μιλήσωμε γιὰ τοῦτα.
Ἔρχεται μιὰ γυναῖκα ἀπὸ τὴ Σαμάρεια νὰ βγάλη νερό. Ἔρχεται ἡ Σαμαρείτισσα τὴν ἕκτη ὥρα ν’ ἀντλήση νερό, ἀφοῦ σταμάτησε τὸ ὑφάδι της, γιὰ νὰ πάρη νερὸ τὴν ὥρα τῆς ξεκούρασης καὶ ὅπως πολλὲς φορὲς ἀνάφερα τὴν ἕκτη ὥρα. Τοῦτο γιατὶ καὶ ὅταν ἡ Εὔα πάτησε τὴν ἐντολὴ ἦταν ὥρα ἕκτη περίπου. Γι αὐτὸ καὶ Σαμαρείτισσα σώθηκε στὸ πηγάδι αὐτὴν τὴν ἕκτη ὥρα. Ἦρθε ἡ Σαμαρείτισσα ν’ ἀντλήση νερὸ καὶ βλέπει τὸν Ἰησοῦ σὰν κάποιο ξένο καὶ μόνο, σὰν ὁδοιπόρο ποὺ ἤθελε ν’ ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τὸν κάματο, καθισμένο κοντὰ στὸ πηγάδι. Εἶδε ἕναν περιφρονημένο ἄνθρωπο καὶ δὲν τὸν λογάριασε καθόλου. Αὐτὸς ὅμως ὁ Θεός, ποὺ ὄλα τὰ γνωρίζει πρὶν δημιουργηθοῦν, ἀφοῦ εἶδε τὸν θησαυρὸ τῆς πίστης ποὺ ἔκρυβε ἡ γυναῖκα τῆς εἶπε «δῶσε μου νὰ πιῶ».
Ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς, καθισμένος κοντὰ στὸ πηγάδι ζητᾶ νὰ πιῆ μὴ θέλοντας νὰ πιῆ ἀλλὰ νὰ δώση. Δῶσε μου νὰ πιῶ, γιὰ νὰ σοῦ δώσω νὰ πιῆς νερὸ ἀφθαρσίας. Γιατὶ ἐγὼ διψῶ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Διψῶ ὄχι γιὰ νὰ πιῶ ἀλλὰ γιὰ νὰ ποτίσω. Μιμήθηκα τὸν πατέρα μου· λέει ὁ Θεὸς στὸν Ἀβραάμ. Δῶσέ μου τὸ γιό σου, πρόσφερέ μου τὸν Ἰσαάκ, τὸ γιό σου τὸν ἀγαπητό, τὸ μονάκριβο. Κάνε μου τον ὁλοκαύτωμα στὸ βουνὸ ποὺ θὰ σοῦ δείξω. Δὲν τὸ εἶπε αὐτό, ἐπειδὴ ἤθελε νὰ πάρη τὸ παιδὶ ἀλλὰ ἐπειδὴ ἤθελε νὰ χαρίση τὸ δικὸ του στὴν οἰκουμένη.
Γράφει ὁ γιὸς τῆς βροντῆς ὁ θεσπέσιος Ἰωάννης: Τόσον ἀγάπησε τὸν κόσμο ὁ Θεός, ὥστε ἔδωσε τὸ μονάκριβό του γιὸ γιὰ νὰ μὴ χαθῆ ὅποιος πιστέψη σ’ αὐτὸν παρὰ νὰ ζήση αἰώνια. Δῶσε μου τὸ μονογενῆ σου γιὰ νὰ χαρίσω στὸν κόσμο τὸν ἀληθινὸ Μονογενῆ. Θυσίασε τὸ γιό σου, ὄχι γιὰ νὰ τὸν θυσιάσης ἀλλὰ γιὰ νὰ θυσιάσω τὸ γιό μου τὸν Μονογενῆ γιὰ σωτηρία τοῦ κόσμου, σὲ μιὰ θυσία ζωντανή, καλόδεχτη, ἅγια. Ὅμοια κι ἐδῶ· δῶσε μου νὰ πιῶ, ὄχι γιὰ νὰ πιῶ ἀλλὰ νὰ ποτίσω.
Καὶ τοῦ λέει ἡ γυναῖκα· πῶς σὺ ποὺ εἶσαι Ἰουδαῖος ζητᾶς νὰ πιῆς ἀπὸ μένα τὴ Σαμαρείτισσα; Δὲν ὑπάρχουν σχέσεις ἀνάμεσα σὲ Ἰουδαίους καὶ Σαμαρεῖτες. Ἡ γυναῖκα μίλησε μὲ ἀκριβεια. Σ’ αὐτὰ δείχνει τὴν φιλοτιμία της ἡ πόρνη. Σ’ αὐτὰ ἀποδεικνύει τὴν τήρηση τοῦ νόμου. Τέτοιο εἶναι τὸ γένος τῶν Σαμαρειτῶν. Σὲ πορνεῖες μολύνονται καὶ μὲ τὸ νερὸ πιστεύουν καὶ νομίζουν ὅτι καθαρίζονται. Πῶς σὺ Ἰουδαῖος ζητᾶς νὰ πιῆς ἀπὸ μένα τὴν Σαμαρείτισσα. Δὲν συναναστρέφονται οἱ Ἰουδαῖοι τοὺς Σαμαρεῖτες. Τὴν ψυχὴ ὁλόκληρη τὴν κάνουν ἕνα στίγμα καὶ θαρροῦν ὅτι καθαρίζουν τὸ σῶμα.
Ἔτσι κι ἡ Σαμαρείτισσα. Τὴν ψυχή της εἶχε βουτηγμένη στὶς πορνεῖες καὶ φιλονικεῖ γιὰ τὴν πόση λίγου νεροῦ. Καὶ ὁ Ἰησοῦς δὲν τὴν ἀποστόμωσε, δὲν τῆς εἶπε ἐγὼ εἶμαι Θεὸς ἀπὸ Θεό· ἐγὼ στερέωσα τὸν οὐρανὸ καὶ θεμελίωσα τὴ γῆ καὶ φιλονικεῖς γιὰ τὸ νερὸ καὶ τὴν πόση του καὶ μάλιστα σύ, γυναῖκα μολυσμένη ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες; Τῆς εἶπε τοῦτο· Ἄν ἐγνώριζες τὴν δωρεὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ σοῦ λέει «δῶσε μου νὰ πιῶ», θὰ γύρευες ἐσὺ ἀπ’ αὐτὸν καὶ θὰ σοῦ ἔδινε νερὸ ζωντανό.
Εἶδες πῶς σιγὰ-σιγὰ τῆς ξεσήκωσε τὴν ἐπιθυμία λέγοντάς της «ἄν ἤξερες τὴ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ και ποιός εἶναι αὐτὸς ποὺ σοῦ λέγει δῶσε μου νὰ πιῶ, θὰ τοῦ γύρευες ἐσὺ καὶ θὰ σοῦ ἔδινε νερὸ ζωντανό». Κι ἡ γυναῖκα παρατηρεῖ: Κύριε μήτε κουβὰ ἔχεις καὶ τὸ πηγάδι εἶναι βαθύ· ἀπὸ ποῦ λοιπὸν ἔχεις καὶ μάλιστα νερὸ ζωντανό; Μήπως εἶσαι σὺ πιὸ μεγάλος ἀπὸ τὸν πατέρα μας Ἰακώβ, ποὺ μᾶς ἔδωκε αὐτὸ τὸ πηγάδι, ἀπ’ ὅπου ἤπιε καὶ αὐτὸς καὶ τὰ παιδιά του καὶ τὰ κοπάδια του; Εἶχε μεγάλη φαντασία ἡ γυναῖκα γιὰ τὸν Πατριάρχη Ἰακώβ (προσέξετε μὲ ἀκρίβεια) εἶχε μεγάλο σεβασμὸ γιὰ τὸν Ἰακώβ ἡ Σαμαρείτισσα κι εἶχε μεγάλη ἰδέα γι’ αὐτὸν τὸν πατριάρχη καὶ δίκαια· γιατὶ ἦταν ὁ πατέρας τῶν δώδεκα πατριαρχῶν· γιατὶ οἱ δώδεκα φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ κατάγονται ἀπὸ τὸν Ἰακώβ. Ἀκόμα ἐπειδὴ πάλεψε μὲ τὸ Θεὸ καὶ ἀποδείχτηκε δυνατός, ὥστε κι ὁ Θεὸς νὰ τοῦ πῆ· «Ἄφησέ με γιατὶ ἄρχισε νὰ ξημερώνη». Ὁ Θεὸς πάλευε μὲ τὸν ἄνθρωπο καὶ τοῦ ἔλεγε. Ἄφησέ με γιατὶ εἶσαι φίλος μου κι ἄρχισε νὰ ξημερώνη. Κι αὐτὸς τοῦ εἶπε· δὲν θὰ σὲ ἀφήσω ἄν δὲ μ’ εὐλογήσης.
Τί σημαίνει αὐτὸ καὶ ποιὸ τὸ νόημα τῆς πάλης τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο παρὰ ὅτι ἔμελλε νὰ ντυθῆ τὴν ἀνθρώπινη σάρκα καὶ τί τοῦ εἶπε ὁ Θεός; Δὲν θὰ σὲ λένε πιὰ Ἰακώβ ἀλλὰ Ἰσραήλ γιατὶ ἔδειξες δύναμη στὴ πάλη σου μὲ τὸν Θεὸ καὶ θὰ φανῆς δυνατὸς στὴν πάλη σου μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Εἶχε λοιπὸν ἡ γυναίκα μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν πατριάρχη. Γι’ αὐτὸ ἔλεγε στὸν Κύριο. Μήπως εἶσαι μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν πατέρα μας Ἰακώβ ποὺ μᾶς ἔδωσε τὸ πηγάδι κι ἤπιε ἀπ’ αὐτὸ καὶ ὁ ἴδιος καὶ τὰ παιδιά του καὶ τὰ κοπάδια του. Πρόσεξε τώρα τὴ σοφία τοῦ Κυρίου· πρόσεξε τὴν καλωσύνη τοῦ διδασκάλου.
Δὲν τῆς εἶπε «Ναί, ἐγὼ εἶμαι μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν πατέρα σας Ἰακώβ· οὔτε τῆς εἶπε, ὅπως εἶπε στοὺς Ἰουδαίους, ἐγὼ ὑπάρχω πρὶν ἀπὸ τὴ γέννηση ὁ Ἀβραὰμ ἤ σᾶς βεβαιώνω ὅτι πολλοὶ βασιλιάδες καὶ δίκαιοι μαζὶ καὶ προφῆτες ἐπιθύμησαν νὰ δοῦν αὐτὰ ποὺ βλέπετε ἐσεῖς καὶ δὲν τὰ εἶδαν. Τίποτ’ ἀπ’ αὐτὰ δὲν λέει στὴν γυναίκα, μόνο διακόπτει τὴν πάλη τὴ σχετικὴ μὲ τὸν πατριάρχη καὶ φανερὰ κάνει τὴ μάχη ἰσχυρότερη. Γιατὶ ἄν τῆς ἔλεγε ναί, εἶμαι μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν Ἰακώβ, γιατὶ ἐκεῖνος ἀπὸ μένα δέχτηκε τὴν εὐλογία κι ἐγὼ τοῦ τὴν ἔδωσα ἀμέσως ἐκείνη μπορεῖ νὰ ἔπαιρνε δρόμο καθὼς δὲν θὰ μποροῦσε ν’ ἀντικρύση τέτοιο ὕψος ἀποκαλύψεων.
Τίποτε ἀπ’ αὐτὰ δὲν τῆς εἶπε, ἀλλὰ μὲ τὰ φαινόμενα κάνει τὸ πρᾶγμα σαφὲς καὶ ἀκαταμάχητο. Τῆς εἶπε καθένας ποὺ πίνει ἀπ’ αὐτὸ τὸ νερὸ θὰ διψάση πάλι· ὅποιος ὅμως πιῆ ἀπὸ τὸ νερὸ ποὺ θὰ τοῦ δώσω ἐγὼ δὲ θὰ διψάση στὸν αἰῶνα. Ἀλλὰ τὸ νερὸ ποὺ θὰ τοῦ δώσω ἐγώ, θὰ γίνη μέσα του πηγὴ νεροῦ ποὺ σκιρτᾶ πρὸς τὴν ἀθανασία. Ἀναφέρθηκαν τὰ πρόσωπα τοῦ Ἰακὼβ καὶ τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλὰ ἄφησε τὴν πάλη γιὰ τὰ πρόσωπα καὶ στρέφεται στὴν πάλη ἀνάμεσα στὰ φαινόμενα νερὰ καὶ στ’ ἀφανῆ χαρίσματα.
Ἄν ἔλεγε «ναί, εἶμαι μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν Ἰακώβ», ἀμέσως ἐκείνη θὰ ἔφευγε καὶ θὰ πήγαινε στὴν πόλη, θὰ ξεγλυστροῦσε πρὶν ἀπὸ τὴν ἀπάντηση καὶ πρὶν μιλήση θὰ ἔφτανε στὴν πόλη λέγοντας· τοῦτος δὲν εἶναι στὰ καλά του, εἶναι δαιμονισμένος, ἕνας τρελλός, εἶναι ἕνας ξένος ποὺ τὸν χτύπησε φρενίτης, εἶν’ ἕνας καταφρονεμένος, ἰσχυρίζεται πῶς εἶναι μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν πατέρα μας, πιὸ πολὺ ἀπὸ ἐκεῖνον πολὺ ἔγινε πατέρας τῶν δώδεκα φυλῶν τοῦ Ἰσραήλ, ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ πῆρε τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ ἀποδήμησε φτωχὸς καὶ γύρισε πλούσιος ἀπὸ οἰκονομία Θεοῦ. Ἀλλὰ κατέβαινε στὸ ἐπίπεδο τῆς γυναίκας ὁ Χριστὸς καὶ ὑποχωροῦσε στὴν ἀδυναμία τῆς γυναίκας γιὰ νὰ τὴν ἀνεβάση λίγο-λίγο στὸ ὕψος τῶν δυνατῶν.
Ἄκουσε προσεκτικὰ τί κάνουν οἱ ψαράδες. Ρίχουν τὸ ἀγκίστρι στὴ θάλασσα κι ὅταν ἀντιληφθοῦν ὅτι πιάστηκε ψάρι, δὲν τὸ τραβοῦν πρὸς τὰ πάνω ἀμέσως, ἀλλὰ ὑποχωροῦν στὴν ἀρχὴ γιὰ νὰ καταπιῆ ὁλότελα κι ἀνυποψίαστα τὸ δόλωμα. Κι ὅταν καταλάβουν ὅτι ἔχει δεχθῆ τὸ ἀγκίστρι στὰ σπλάχνα μέσα καὶ στὸ βάθος τῆς καρδιᾶς τότε μὲ δύναμη τραβοῦν πρὸς τὰ πάνω τὸ ψάρι αὐτοὶ ποὺ πρῶτα ἦσαν ὑποχωρητικοί. Τό ἴδιο ἔκαμε καὶ ὁ Χριστὸς μὲ τὴν γυναῖκα.
Δὲν φανέρωσε σ’ αὐτὴν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὴν ὀμορφιὰ τῆς θεότητος οὔτε τῆς ἔδωσε ὑποσχέσεις γιὰ μεγάλα ἀγαθά, οὔτε τῆς ἀνακοίνωσε ὅτι ἦταν αὐτὸς ποὺ ἔπλασε τὸν Ἰακώβ. Ἀλλὰ ἄναψε τὴν ἐπιθυμία τῆς ψυχῆς της, λέγοντάς της: καθένας ποὺ πίνει ἀπ’ αὐτὸ τὸ νερό, θὰ διψάση πάλι· ὅποιος ὅμως πιῆ ἀπ’ τὸ νερὸ ποὺ θὰ δώσω ἐγὼ δὲ θὰ διψάση στὸν αἰῶνα. Ἀλλὰ τὸ δικό μου νερὸ θὰ γίνη πηγὴ ποὺ σκιρτᾶ πρὸς τὴν ἀθανασία. Ἄφησε τὴν πάλη τῶν προσώπων καὶ ἦρθε στὴν ἀφθονία τῶν χαρισμάτων ἤ μᾶλλον δείχνει τὴν ὑπεροχὴ τους μέσα στὰ ἴδια τὰ πράγματα. Κι ἡ γυναίκα τοῦ λέει: Κύριε, δῶσε μου αὐτὸ τὸ νερό, νὰ μὴ διψῶ, οὔτε νὰ ἔρχωμαι νὰ βγάζω ἀπὸ τὸ πήγαδι.
Εἶδες πῶς ἀμέσως ἐπίστεψε πώς τὸ νερὸ ποὺ δίνει ὁ Χριστὸς δὲν ἐπιτρέπει τὴ γέννηση τῆς δίψας; Κύριε, δῶσε μου αὐτὸ τὸ νερὸ νὰ μὴ διψῶ οὔτε νὰ ἔρχωμαι ἐδῶ νὰ βγάζω ἀπ’ τὸ πηγάδι. Τῆς ξύπνησε λίγο-λίγο τὴν ἐπιθυμία γιὰ τὰ πνευματικὰ νάματα. Πίστεψε πώς ἦταν νερὸ ποὺ τὸ ἔπινες καὶ δὲν ξαναδιψοῦσες. Ποὺ τὸ ἔπινες καὶ ἐξαφανιζόταν τὸ χειρόγραφο τῶν ἁμαρτημάτων. Δῶσε μου Κύριε τὸ νερό, νὰ μὴ διψῶ καὶ νὰ μὴν ἔρχωμαι ἐδῶ νὰ τὸ βγάζω ἀπὸ τὸ πηγάδι. Τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς: Πήγαινε, φώναξε τὸν ἄνδρα σου κι ἔλα. Ἄν ἔχης σύντροφο τῆς ζωῆς σου, ἄς γίνη καὶ στὴν πίστη σου σύντροφος. Μὴν παίρνης μόνη σου τὴ δωρεὰ τῶν πνευματικῶν χαρισμάτων.
Πήγαινε καὶ φώναξε τὸν ἄνδρα σου κι ἔλα. Γι αὐτὸ ἦρθα στὴ γῆ, ὄχι γιὰ νὰ σώσω μόνο τὴν Εὔα στὸ πρόσωπο τῆς ἀειπάρθενης Μαρίας καὶ Θεοτόκου ἀλλὰ γιὰ νὰ ξανακαλέσω καὶ τὸν ἄνδρα πίσω στὸ παράδεισο μὲ τὸ πάθος μου. Πήγαινε, φώναξε τὸν ἄνδρα σου κι ἔλα.
Κι ὁ Παῦλος ὀ δάσκαλος τῆς οἰκουμένης μὲ τὴν ἴδια σκέψη γράφοντας στοὺς Κορινθίους ἔλεγε. «Ποῦ ξέρεις γυναῖκα ἄν δὲ σώσης τὸν ἄνδρα σου». Ἄς γυρίσουμε σ’ αὐτὰ ποὺ μᾶς ἀπασχολοῦν. Πήγαινε φώναξε τὸν ἄνδρα σου κι ἔλα. Τότε λέει ἡ γυναίκα: Δὲν ἔχω ἄνδρα. Ἄρχισε ἡ γυναίκα νὰ ξεσκεπάζη τὶς ἁμαρτίες της. Ἄρχισε νὰ ἐξομολογῆται καὶ νὰ λέη δὲν ἔχω ἄνδρα. Καλὰ εἶπες, τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς, δὲν ἔχω ἄνδρα. Εἶχες πέντε καὶ αὐτὸς ποὺ ἔχεις τώρα δὲν εἶναι ἄνδρας σου. Αὐτὸ τὸ εἶπες ἀληθινό.
Τί σημαίνει αὐτό; Εἶχες πέντε ἄνδρες κι αὐτὸ ποὺ ἔχεις τώρα δὲν εἶναι ἄνδρας σου. Ἡ γυναῖκα εἶχε κάμει πέντε συζύγους καὶ πέθαναν· ὕστερ’ ἀπ’ αὐτοὺς ἔγινε πόρνη. Γι’ αὐτὸ κανεὶς δὲν ἤθελε νὰ τὴν πλησιάση σὰ νόμιμη γυναῖκα. Κι αὐτὴ μὴ μπορῶντας νὰ χαλιναγωγίση τῆς ὁρμές της, εἶχε κρυφὰ αὐτὸν ποὺ πόρνευε μαζί της. Καὶ δὲν ἦταν γνωστὴ οὔτε ἀναγνωρισμένη πόρνη, συζοῦσε κρυφά μὲ κάποιον. Ἐνόμιζε ὅτι ὁ Χριστὸς, σὰν ἄνθρωπος μποροῦσε νὰ πλανηθῆ καὶ τοῦ ἔλεγε, ὅτι δὲν ἔχω ἄνδρα. Ὁ Χριστὸς, ποὺ γνωρίζει τὰ κρυφὰ τῆς καρδιᾶς καὶ τὰ πάντα πρὶν ἀκόμη γίνουν, τῆς λέει: Καλὰ εἶπες ὅτι δὲν ἔχω ἄνδρα· ἔλαβες πέντε κι αὐτὸς ποὺ ἔχεις τώρα δὲν εἶναι σύζυγός σου. Αὐτὸ τὸ εἶπες ἀληθινά.
Τοῦ λέει ἡ γυναίκα. Κύριε, νομίζω πὼς εἶσαι προφήτης. Οἱ πατέρες μας τελοῦν τὴ λατρεία τους σ’ αὐτὸ τὸ βουνὸ καὶ σεῖς οἱ Ἰουδαῖοι λέτε, ὅτι ὁ τόπος τῆς λατρείας εἶναι τὰ Ἱεροσόλυμα. Ποιὸν προφήτη ἐννοεῖς γυναίκα; Αὐτὸν γιὰ τὸν ὁποῖον ἔγραψε ὁ Μωϋσῆς· ὅτι κάποιον προφήτη σὰν κι ἐμένα γιὰ χάρη σας θὰ παρουσιάση ὁ Κύριος ὁ Θεὸς ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς σας ἤ κάποιον ἄλλο; Αὐτὸν γυναῖκα ἐννοεῖς ὅτι
ξεσκεπάζει τὰ κρυφὰ τῆς καρδιᾶς. Ἀφοῦ εἶδε νὰ γίνεται ἡ ἀποκάλυψη τῶν ἁμαρτημάτων της ἀπὸ τὸν Κύριο, διαπιστώνει· Κύριε νομίζω πὼς εἶσαι προφήτης. Ἦταν τὸ ἴδιο σὰν νἄλεγε τὴ φράση τοῦ Δαυίδ· καθάρισέ με ἀπὸ τὶς μυστικὲς ἁμαρτίες μου.
Καθόταν ὁ Θεὸς καὶ μιλοῦσε μὲ τὴ γυναίκα. Τί πολλὴ φιλανθρωπία. Αὐτὸς ποὺ κάθεται στὶς ράχες τῶν χερουβείμ συνομιλεῖ μὲ μίαν πόρνη. «Νομίζω πώς εἶσαι προφήτης». Οἱ πατέρες μας ἔκαναν τὴ λατρεία τους σ’ αὐτὸ τὸ βουνὸ καὶ σεῖς ὑποστηρίζετε ὅτι ὁ τόπος τῆς λατρείας εἶναι στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἡ πόρνη ἀνοίγει συζήτηση δογματικὴ κι ἀφοῦ νόμισε ὅτι ὁ Κύριος εἶναι προφήτης δὲν ρώτησε τίποτε βιοτικό. Τὸν παραδέχτηκε σὰν Κύριο καὶ δὲν ζήτησε χρηματικὴ περιουσία. Τὸν παραδέχεται Κύριο καὶ δὲν ζητᾶ τίποτα παραπάνω ἀπὸ τὴν ἐπιβεβαίωση τῆς προγονικῆς πίστης. Οἱ πατέρες μας προσκυνοῦσαν σ’ αὐτὸ τὸ βουνὸ καὶ σεῖς ὑποστηρίζετε ὅτι ὁ τόπος ποὺ πρέπει νὰ προσκυνοῦμε εἶναι στὰ Ἱεροσόλυμα. Γιατὶ στὸ βουνὸ ἐκεῖνο τὸ Σώμωρ, ὁ Ἀβραὰμ πρόσφερε στὸ Θεὸ θυσία τὸ γυιό του καὶ στὰ Ἱεροσόλυμα ὁ Ἰακώβ κατεβαίνοντας στὸ Λάβαν ἀπὸ τὴ Συρία εἶδε στ’ ὄνειρό του τὴ σκάλα ποὺ ἔφτανε ἀπὸ τὴ γῆ ὡς τὸν οὐρανὸ καὶ πάλεψε μὲ τὸ Θεό. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔλεγε «ὁ Θεὸς μοῦ παρουσιάστηκε στὴ Λούσα».
Γι’ αὐτὸ ἡ γυναίκα καταπιάνεται μὲ δόγματα καὶ λέει: «Νομίζω Κύριε, πὼς εἶσαι προφήτης. Οἱ πατέρες μας προσκύνησαν σ’ αὐτὸ τὸ βουνὸ καὶ σεῖς ὑποστηρίζετε ὅτι στὰ Ἱεροσόλυμα εἶναι ὁ τόπος ποὺ πρέπει νὰ προκυνοῦμε. Κι ὁ Κύριος ἀπαντᾶ μὲ τὴν ἀντάξια σοφία του. Ἐπειδὴ αὐτὴ τὸν θεωροῦσε Ἰουδαῖο κι ἐκείνη ἦταν Σαμαρείτισσα δὲν θέλησε ν’ ἀπαντήση στὴν ἐρώτησή της γιὰ νὰ μὴ διαψεύση τὸ λόγο καὶ νὰ μὴν πεισμώση τὴ γυναῖκα. Γιατὶ δὲν ἐπιδίωκε τιποτ’ ἄλλο παρὰ ἤθελε νὰ ὁδηγήση τὴ γυναῖκα στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας καὶ γι’ αὐτὸ δὲν τῆς ἔδωσε κάποια ἀπότομη ἀπάντηση, γιὰ νὰ μὴ διαψεύση καὶ νὰ μὴν ντροπιάση τὴ Σαμαρείτισσα.
Ἄν τῆς ἔλεγε ὅτι στὰ Ἱεροσόλυμα εἶναι ὁ τόπος τῆς λατρείας, ὅπως εἶχε ὁρίσει στοὺς Ἱσραηλῖτες ὁ Μωυσῆς, θὰ τὴν ἔκανε νὰ πεισματωθῆ. Ἐπειδὴ ὅπως εἴπαμε, κρατοῦσε μιὰ παλιὰ ἰδέα γιὰ τὸ ὅρος στὰ Σίκιμα, ὅτι σ’ αὐτὸ εἶχε λάβει ὁ Ἀβραάμ ἐντολὴ ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ θυσιάση τὸν Ἰσαάκ. Κι ἄν πάλι ἀπὸ θέληση συγκαταβάσεως ἔλεγε ὅτι αὐτὸ εἶναι τὸ ὄρος καὶ καλὰ κάμετε σ’ αὐτὸ τὴ λατρεία σας, πάλι θὰ ἦταν ψεύτικη βεβαίωση.
Γι’ αὐτὸ ἀφοῦ ἄφησε καὶ τὰ δύο αὐτὰ καθοδηγεῖ τὴ γυναῖκα στὴν πνευματικώτερη λατρεία καὶ τῆς λέει: Γυναῖκα, πίστεψέ με, ὅτι ἔρχεται στιγμὴ καὶ εἶναι καὶ τώρα, ὁπότε οὔτε σ’ αὐτὸ τὸ βουνό, οὔτε στὰ Ἱεροσόλυμα δὲ θὰ προσκυνήσουν τὸ Θεό, ἀλλὰ οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ θὰ τοῦ ἀποδώσουν λατρεία πνευματικὴ καὶ ἀληθινή. Τέτοιους προσκυνητὰς ζητεῖ ὁ Πατέρας. Ὁ Θεὸς εἶναι πνεῦμα καὶ οἱ προσκυνηταί του πρέπει νὰ τοῦ ἀποδίδουν λατρεία πνευματικὴ καὶ ἀληθινή.
Βλέπετε διδασκαλία ἔξοχη, βλέπετε σοφία δασκάλου ἐφευρετικοῦ. Γυναίκα, πίστεψε τὸ λόγο μου. Προσέξετε πὼς οἰκοδομεῖ τὴν πίστη τῆς γυναίκας. Προσέξετε πὼς λίγο-λίγο ἀνεβάζει ἀνάλαφρα τὴν φυσή της στὸν οὐρανό. Χωρὶς νὰ λογαριάζη τὴν περιβολὴ τῆς πόρνης, γίνεται διάκονος τῆς ψυχικῆς της σωτηρίας. Γιατὶ δὲν ἦρθε νὰ καλέση σὲ μετάνοια τοὺς δίκαιους ἀλλὰ τοὺς ἁμαρτωλούς. Γιατὶ κατέβηκε στὸν κόσμο γιὰ τὸ ἀπολωλὸς πρόβατο, ἀφοῦ ἔκλινε τοὺς οὐρανοὺς καὶ ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος, μένοντας συνάμα αὐτὸς ποὺ ἦταν, χωρὶς νὰ στερήση τὸν ἑαυτὸ του ἀπὸ τὸν πατρικὸ κόλπο. Γυναίκα, πίστεψέ με, ἔρχεται στιγμὴ καὶ εἶναι καὶ τώρα, ὁπότε οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταί, θ’ ἀποδώσουν στὸν πατέρα λατρεία πνευματικὴ κι ἀληθινή. Γιατὶ τέτοιους θέλει ὁ Θεὸς ἐκείνους ποὺ τὸν λατρεύουν. Ὁ Θεὸς εἶναι πνεῦμα κι αὐτοὶ ποὺ τὸν προσκυνοῦν πρέπει νὰ τοῦ προσφέρουν λατρεία πνευματικὴ καὶ ἀληθινή.
Δὲν περιορίζεται σὲ λόγια ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἁπλώνεται παντοῦ ἡ ἐπίγνωση τῆς Θείας Χάρης. Δὲν οἰκειοποιοῦνται πιὰ Ἰουδαῖοι καὶ Σαμαρεῖτες τὸ σύμβολο τοῦ νόμου. Γιατὶ αὐτοὶ ποὺ προσκυνοῦν τὸ Θεὸ πρέπει νὰ προσφέρουν λατρεία πνευματική καὶ ἀληθινή. Ὄχι λατρεία μὲ ὁλοκαυτώματα ξένα ἀπὸ μᾶς, μόσχους καὶ κριάρια. Ὄχι πιὰ περιτομὴ καὶ τήρηση τοῦ Σαββάτου. Ὄχι Ναὸς τοῦ Σολομῶντος καὶ βωμὸς καὶ τράγος ἀποδιοπομπαῖος κι ἅγια τῶν ἁγίων. Ὄχι πιὰ σκιὰ τοῦ νόμου καὶ λατρεία καὶ Σάββατα ποὺ ἔχουν διαψευσθῆ. Γιατὶ τὶς πρωτομηνιὲς σας καὶ τὰ Σάββατα, λέει ὁ Θεὸς μὲ τὸ στόμα τοῦ προφήτου, καὶ τὴ μεγάλη ἡμέρα δὲν τὰ ἀνέχομαι. Τὴ νηστεία καὶ τὴ σχόλη σας τὶς μισεῖ ἡ ψυχή μου. Οἱ προσκυνηταὶ θὰ πρέπει νὰ τοῦ προσφέρουν λατρεία ἀληθινή. Ὅλα ἐκεῖνα σὰ σκιὰ ἔχουν περάσει. Τὰ παλιὰ πέρασαν, ὅλα τώρα ἔγιναν καινούργια. Ἄλλαξε ἡ σειρὰ τῶν πραγμάτων. Δὲν ἐπιτρέπω νὰ συγκεντρώνωνται σ’ ἕνα τόπο αὐτοὶ ποὺ λατρεύουν τὸν Θεό. Τὰ δῶρα τῆς σωτηρίας θέλω νὰ τὰ ἐπεκτείνω σ’ ὅλη τὴν οἰκουμένη. Ἡ λαλιά τους ἁπλώθηκε σ’ ὅλη τὴ γῆ, σ’ ὅλη τὴν οἰκουμένη. Πνεῦμα εἶναι ὁ Θεὸς κι αὐτοὶ ποὺ τὸν προσκυνοῦν πρέπει νὰ τοῦ προσφέρουν λατρεία πνευματικὴ καὶ ἀληθινή.
Τοῦ λέει ἡ γυναίκα· Ξέρω ὅτι ἔρχεται ὁ Μεσσίας ποὺ λέγεται Χριστός. Ὅταν ἔρθη ἐκεῖνος, θὰ μᾶς τὰ φανερώση ὅλα. Ἡ πόρνη φιλοσοφεῖ ζητήματα πνευματικά, φέρνει στὸ στόμα της τὶς Θεῖες Γραφές. Κι ἄν τὸ σῶμα της ἔχη βουτυχθῆ στὴν ἀκαθαρσία τῆς πορνείας, ἡ ψυχή της ἔχει καθαρισθῆ μὲ τὴν ἀναφορὰ καὶ τὴν ἀνάγνωση τῶν Θείων Γραφῶν. Ξέρω ὅτι ἔρχεται ὁ Μεσσίας. Μεσσίας σημαίνει ὁ ἀλειμμένος. Γιὰ τοῦτο ἡ γυναῖκα λέει, προσδοκῶ τὸν ἀλειμμένον, αὐτὸν ποὺ ἡ σάρκα του θὰ ἀλειφθῆ μὲ τὴ Θεότητα. Ἐκεῖνος ὅταν ἔρθη θὰ μᾶς, τὰ φανερώση ὅλα. Ἰδοὺ πνευματικὴ προκοπή, ἰδοὺ πόρνη ποὺ τὰ γνωρίζει ὅλα. Προσέξετε πῶς ἀπὸ τὰ βάθη τῆς γῆς πέταξε στοὺς οὐρανούς. Μεσσία ἀποκαλεῖ τὸν Χριστὸ ποὺ ἀποστέλλεται καὶ ἀναμένεται, ἐκεῖνον ποὺ ἔρχεται γιὰ τὴν σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου, καὶ εἶναι προφήτης καὶ κύριος.
Δὲν τὸν χαρακτηρίζει πιὰ Ἰουδαῖο, δὲν κάνει διάκριση στὸ νὰ τοῦ δώση νερό, δὲν τοῦ λέει πιά· πῶς σὺ Ἰουδαῖος, ζητᾶς νὰ πιῆς ἀπὸ μένα τὴ Σαμαρείτισσα; Δὲν συναναστρέφονται οἱ Σαμαρεῖτες μὲ τοὺς Ἰουδαίους, ἀλλὰ τοῦ λέει· Κύριε, βλέπω πὼς εἶσαι προφήτης. Καὶ πάλι ἀσχολεῖται μὲ δόγματα. Οἱ πατέρες μας στὸ βουνὸ τοῦτο προσκύνησαν καὶ σεῖς ὑποστηρίζεται ὅτι εἶναι στὰ Ἱεροσόλυμα ὁ τόπος ποὺ πρέπει νὰ προσφέρεται ἡ λατρεία. Προσέξετε πῶς ἁρπάζει τὴ δωρεὰ τῶν πνευματικῶν χαρισμάτων. Προσέξετε πὼς ὅλα τὰ ἐκθέτει μὲ τεκμηρίωση ἀπὸ τὴ Γραφή. Ξέρω ὅτι ἔρχεται ὁ Μεσσίας, ποὺ τὸν λένε Χριστό· ὅταν ἔρθη αὐτὸς θὰ μᾶς τὰ φανερώση ὅλα. Αὐτὸν ἀναζητῶ, αὐτὸν προσδοκῶ, αὐτὸν περιμένω νὰ ὑποδεχθῶ. Τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς, ἐγὼ ποὺ σοῦ μιλῶ εἶμαι. Μεγάλα καὶ παράδοξα θαύματα. Αὐτὸ ποὺ σὲ πολλοὺς ἀποστόλους ἔκρυψε στὴν πόρνη ἀποκαλύπτει φανερά.
Στοῦ Κλεόπα δὲν φανερώθηκε στοὺς ἀποστόλους. Ἀλλὰ ὅταν ἄνοιξε τὰ μάτια τους, ἐξαφανίστηκε, ἀπὸ μπροστά τους. Κι εἶπαν οἱ μαθηταί· Δὲν εἴχαμε φωτιὰ στὴν καρδιὰ μας, καθὼς μᾶς μιλοῦσε στὸ δρόμο καὶ μᾶς ἐξηγοῦσε τὶς Γραφές; Δὲν φανέρωσε τὸν ἑαυτὸ του σ’ ἐκείνους, ἐνῶ στὴ γυναίκα λέει, Ἐγὼ εἶμαι ποὺ σοῦ μιλῶ. Αὐτὸ μόνο στὸν Παῦλο τὸ ἔκαμε, ποὺ ἀνέβηκε ὡς τὸν τρίτο οὐρανό, καὶ ἁρπάχθηκε ὡς τὸν παράδεισο, κι ἄκουσε ἀνείπωτους λόγους κι ἔπιασε στὰ δίχτυα του τὴν οἰκουμένη. Αὐτὸ τὸ ἔκαμε πιὸ μπροστὰ στὴν Σαμαρείτισσα. Στὸν Παῦλο ὁλοκάθαρα τὸ φανέρωσε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ τοῦ εἶπε: «Σαῦλε, Σαῦλε, γιατὶ μὲ καταδιώκεις; Εἶναι σκληρὸ γιὰ σένα νὰ λακτίζης τὰ καρφιά. Καὶ ὁ Σαῦλος ρώτησε· ποιὸς εἶσαι Κύριε; Κι Ἐκείνος ἀποκρίθηκε: Εἶμαι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς, ποὺ σὺ κυνηγᾶς». Αὑτὸ τὸ λέει τώρα στὴν Σαμαρείτισσα: «Εἶμαι ἐγὼ ποὺ σοῦ μιλῶ».
Στὸ μεταξὺ ἔρχονται οἱ μαθητὲς καὶ τὸν βρίσκουν νὰ μιλᾶ μὲ τὴ γυναίκα. Ἀπόρησαν ποὺ μιλοῦσε μὲ γυναίκα. Αὐτὸς ποὺ συμβασιλεύει μὲ τὸν Πατέρα τὴν ἀτελείωτη βασιλεία, μιλοῦσε μόνος σὲ μιὰ γυναῖκα μόνη. Ἐκείνη ὅμως ἄφησε τὴ στάμνα της καὶ μπῆκε στὴν πόλη. Ἄφησε τὴ στάμνα της, γιατὶ γέμισε μὲ τὰ ζωντανὰ νερὰ καὶ ἀφοῦ μπῆκε φώναξε στοὺς πολῖτες: Ἐλᾶτε νὰ δῆτε κάποιον ποὺ μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα. Μήπως εἶναι αὐτὸς ὁ Χριστός; Ἐλᾶτε νὰ δῆτε κάποιον.
Δὲν εἶπε, ἐλᾶτε νὰ δῆτε τὸν Θεὸ ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, γιὰ νὰ μὴ νομίσυν οἱ ἄνθρωποι ὅτι παραφρόνησε. Γιὰ νὰ μὴν ποῦν οἱ ἄνθρωποι ὅτι αὐτὴ εἶναι τρελλή. Πότε εἶδε κανεὶς τὸν Θεὸ νὰ περπατᾶ; Πότε εἶδε κανένας τὸν Θεὸ νὰ συναναστρέφεται μὲ τοὺς ἀνθρώπους; Ἐλᾶτε νὰ δῆτε κάποιον ποὺ μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα. Τοὺς ξυπνᾶ τὴν ἐπιθυμία νὰ βγοῦν καὶ νὰ πιαστοῦν. Ὅπως πιάστηκε στὸ δίχτυ, θέλει νὰ πιάση. Εἶδε ἕνα Ἰουδαῖο κι ἔχασε ἡ ἴδια στὴν ἀντίληψη τοῦ Κυρίου κι ὁδηγεῖ τοὺς ἄλλους νὰ φτάσουν ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο στὸν Θεό.
Πόρνη μὲ συνείδηση ἀποστόλου ποὺ ἔγινε ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους πιὸ δυνατή. Γιατὶ οἱ ἀπόστολοι περίμεναν νὰ συμπληρωθῆ ὁλόκληρη ἡ Θεία Οἰκονομία καὶ τότε ἄρχισαν τ’ ἀποστολικά τους κηρύγματα. Ἡ πόρνη ὅμως πρὶν ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση εὐαγγελίζεται τὸν Χριστό. Ἐλᾶτε νὰ δῆτε κάποιον ποὺ μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα. Διαλαλῶ τὰ ἁμαρτήματά μου, γιὰ νὰ ὁδηγήσω σᾶς. Γιὰ νὰ δῆτε σεῖς τὸν Θεὸ ποὺ ἔφτασε στὸν κόσμο, πομπεύω τὰ σφάλαμτά μου. Κι ἄς προσκυνιέται ὁ Χριστὸς ποὺ δὲν ἀποστρέφεται τοὺς ἁμαρτωλούς. Ἐλᾶτε νὰ δῆτε κάποιον ποὺ μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα. Μήπως αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός;
Πρόσεξε τὴ σοφία τῆς γυναίκας, πρόσεξε τὴν εὐγνωμοσύνη τῆς πόρνης. Ἕνα ἁμαρτημα τῆς εἶπε ὁ Χριστός, τὴν πορνεία μονάχα, κι ἐκείνη ἄφησε τὴ στάμνα κι ἔτρεξε στὴν πόλη λέγοντας. Ἐλᾶτε νὰ δῆτε κάποιον ποὺ μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα. Κηρύττει αὐτὸν ποὺ γνωρίζει τὰ πάντα, κηρύττει πιὸ μεγαλόφωνα ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους. Δὲν τὸν εἶδε νὰ σηκώνεται ἀπὸ τοὺς νεκρούς, δὲν εἶδε τὸν τετραήμερο Λάζαρο νὰ ξαναπροσκαλῆται ἀπὸ τὸν τάφο, δὲν εἶδε τὸ θάνατο νὰ φυλακίζεται, δὲν εἶδε τὴ θάλασσα νὰ χαλιναγωγῆται μὲ τὰ λόγια. Δὲν εἶδε τὸν πλάστη τοῦ Ἀδὰμ στὴν περίπτωση τοῦ τυφλοῦ ν’ ἀναπληρώνη μὲ πηλὸ τὸ φυσικὸ ἐλάττωμα, ὅμως τὸν κεραμουργὸ τοῦ παραδείσου διαλαλοῦσε μὲ τὸ λόγο της. Ἐλᾶτε νὰ δῆτε κάποιον ποὺ μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα. Κι ἀπὸ τὴν πόλη ἐκείνη τῶν Σαμαρειτῶν πίστεψαν σ’ αὐτὸν πολλοὶ ἀπὸ τὰ λόγια τῆς γυναίκας, ποὺ μαρτυροῦσε ὅτι «μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα».
Ἄς μιμηθοῦμε κι ἐμεῖς αὐτὴ τὴ Σαμαρείτισσα καὶ χωρὶς νὰ νιώθουμε παράλογη ἐντροπὴ γιὰ τὰ ἁμαρτήματά μας, νὰ φοβώμαστε τὸν Θεό. Τώρα ὅμως βλέπω νὰ γίνεται τὸ ἀντίθετο· δὲν φοβόμαστε αὐτὸν ποὺ πρόκειται νὰ μᾶς κρίνη, ἀλλὰ τρομάζομε αὐτοὺς ποὺ δὲν μποροῦν νὰ μᾶς βλάψουν σὲ τίποτα καὶ φοβόμαστε μὴ μᾶς προσβάλλουν. Γι αὐτὸ τιμωρούμαστε γι’ αὐτὰ ποὺ φοβόμαστε.
Αὐτὸς ποὺ ντρέπεται νὰ φανερώση τ’ ἁμαρτήματα του σὲ ἄνθρωπο, δὲν ντρέπεται ὅμως νὰ τὰ πράξη μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ, καὶ δὲν θέλει νὰ ὁμολογήση καὶ νὰ μετανοήση, θὰ θεατριστῆ ἐκείνη τὴ μέρα ὄχι μπροστὰ σ’ ἕνα καὶ σὲ δύο, ἀλλὰ στὰ μάτια ὅλης τῆς οἰκουμένης. Ἄς συνομιλήσωμε λοιπὸν μὲ τὸν Χριστό, γιατὶ καὶ τώρα ἀνάμεσά μας στέκεται καὶ μᾶς μιλᾶ μὲ τὸ στόμα τῶν προφητῶν καὶ τῶν ἀποστόλων.
Ἄς τὸν ἀκούσωμε καὶ ἄς τὸν πιστέψουμε. Ὡς πότε θὰ ζοῦμε στὰ χαμένα. ὅταν ξοδέψουμε ἄσκοπα τὸ χρόνο ποὺ μᾶς δόθηκε, θὰ πᾶμε γιὰ νὰ λάβουμε τὴν ἔσχατη τιμωρία, γιὰ τὴν ἄσκοπη δαπάνη. Γι’ αὐτὸ μᾶς ἔφερε ὁ Θεὸς σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ καὶ μᾶς ἔβαλε λογικὴ ψυχή, ὄχι γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε μόνο τὴ ζωὴ αὐτὴ ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐργασθοῦμε ὅλοι γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῆς μέλλουσας ζωῆς. Γιατὶ τ’ ἄλογα μόνο χρησιμοποιοῦνται στὴ παροῦσα ζωή. Κι ἐμεῖς γι’ αὐτὸ ἔχουμε ἀθάνατη ψυχή, γιὰ νὰ πράξουμε ὅλα μὲ σκοπὸ τὴν ἐκεῖ ζωή, γιὰ νὰ λάμψουμε ἐκεῖ, γιὰ νὰ συμμετάσχουμε στὸ χορὸ τῶν ἀγγέλων, γιὰ νὰ εἴμαστε κοντὰ στὸ βασιλιὰ γιὰ πάντα, στοὺς ἄφθαρτους αἰῶνες.
Γι αὐτὸ ἔχει γίνει ἀθάνατη ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα θὰ ξαναγίνη πάλι. Κι ἄν εἶσαι προσηλωμένος στὰ γήϊνα, ἐνῶ εἶσαι προωρισμένος γιὰ τὸν οὐρανό, κατάλαβε πόσο βαριὰ ὑβρίζεις τὸ δωρητή, ὅταν ἐκεῖνος σοῦ προτείνη τὰ ὑψηλὰ καὶ σὺ δὲν τὰ πολυλογαριάζεις καὶ τὰ ἀλλάζης μὲ τὰ γήινα. Γι’ αὐτὸ καὶ μᾶς ἀπείλησε μὲ τὴ γέενα, ἀφοῦ τὸν περιφρονοῦμε. Γιὰ νὰ μάθης ἐκεῖ πόσα πολλὰ καλὰ ἔχεις στερήσει τὸν ἑαυτό σου. Ἀλλὰ ποτὲ νὰ μὴ συμβῆ νὰ δοκιμάσης τὴν κόλαση. Παρὰ ἀφοῦ εὐαρεστήσουμε, μακάρι νὰ ἐπιτύχουμε τὰ αἰώνια ἀγαθά μὲ τὴ χάρη καὶ τή φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σ’ αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη καθὼς καὶ στὸν Πατέρα μαζί καὶ τὸ ἅγιο καὶ ζωοπάροχο πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.
6.
Περὶ τῆς Σαμαρείτιδος
Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς
Καί ὅτι πρέπει νά καταφρονοῦμε τά παρόντα
Ὅλην αὐτήν τήν περίοδο πού διανύομε τώρα, ἐπεκτεινομένη σέ πενήντα ἡμέρες, ἑορτάζομε τήν ἀπό τούς νεκρούς ἀνάστασι τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος μας ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, δεικνύοντας μέ αὐτή τήν παράτασι τήν ὑπεροχή της ἀπέναντι στίς ἄλλες ἑορτές. ῎Αν καί βέβαια αὐτή ἡ περίοδος τῶν ἡμερῶν περιλαμβάνει καί τήν ἐπέτειο μνήμη τῆς ἐπανόδου στούς οὐρανούς, ἀλλά καί αὐτή δεικνύει τή διαφορά τοῦ ἀναστάντος Δεσπότου πρός τούς ἀνθρώπους ἐκείνους πού κατά καιρούς ἔχουν ἀναβιώσει. Πραγματικά ὅλοι ὅσοι ἀναστήθηκαν ἀπό τούς νεκρούς ἀναστήθηκαν ἀπό ἄλλους καί, ἀφοῦ ἀπέθαναν πάλι, ἐπέστρεψαν στή γῆ.ὁ δέ Χριστός, ἀφοῦ ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς, δέν κυριεύεται πλέον καθόλου ἀπό τόν θάνατο.διότι μόνο αὐτός, ἀφοῦ ἀνέστησε τόν ἑαυτό του τήν τρίτη ἡμέρα, δέν ἐπέστρεψε πάλι στή γῆ, ἀλλά ἀνέβηκε στόν οὐρανό, καθιστώντας τό φύραμά μας πού εἶχε λάβει ὁμόθρονο μέ τόν Πατέρα ὡς ὁμόθεο. Γι᾿ αὐτό εἶναι ὁ μόνος πού ἔγινε ἀρχή τῆς μελλοντικῆς ἀναστάσεως ὅλων καί ὁ μόνος πού κατέστη ἀπαρχή τῶν νεκρῶν καί πρωτότοκος ἀπό τούς νεκρούς καί πατέρας τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Καί ὅπως ὅλοι, ἁμαρτωλοί καί δίκαιοι, ἀποθαίνουν στόν ᾿Αδάμ, ἔτσι στόν Χριστό θά ζωοποιηθοῦν ὅλοι, ἁμαρτωλοί καί δίκαιοι, ἀλλ᾿ ὁ καθένας στήν τάξι του.ἀπαρχή εἶναι ὁ Χριστός, ἔπειτα οἱ ὀπαδοί τοῦ Χριστοῦ κατά τήν παρουσία του, ἔπειτα οἱ τελευταῖοι, ὅταν καταργήση κάθε ἀρχή καί ἐξουσία καί δύναμι καί θέση ὅλους τούς ἐχθρούς του κάτω ἀπό τά πόδια του. Τελευταῖος ἐχθρός πού θά καταργηθῆ εἶναι ὁ θάνατος (Α´ Κορ. 15,22 ἑἑ), κατά τήν κοινή ἀνάστασι, μέ τήν ἐσχάτη σάλπιγγα.διότι πρέπει τό φθαρτό τοῦτο στοιχεῖο νά ἐνδυθῆ ἀφθαρσία καί τό θνητό τοῦτο νά ἐνδυθῆ ἀθανασία (Α´ Κορ. 15,53).
Τέτοια δωρεά μᾶς προσφέρει ἡ ἀνάστασις τοῦ Κυρίου, καί γι᾿ αὐτό μόνο αὐτήν ἑορτάζομε μέ τόση διάρκεια σάν ἀθάνατη καί ἀνώλεθρη καί ἀΐδια, προεικονίζοντας μέ αὐτά καί τήν μέλλουσα μακαριότητα τῶν ἁγίων, ἀπό τήν ὁποία ἔχει ἐξαφανισθῆ κάθε ὀδύνη, λύπη καί στεναγμός. ὑπάρχει δέ σ᾿ αὐτήν εὐφροσύνη καί πανήγυρις ἐνθουσιώδης καί ἀναλλοίωτη. διότι ἐκεῖ εἶναι πραγματικά ἡ κατοικία τῶν εὐφραινομένων. Γι᾿ αὐτό ἡ χάρις τοῦ Πνεύματος ἐνομοθέτησε πρίν ἀπό τίς ἡμέρες αὐτές νά τελοῦμε τήν ἱερά τεσσαρακοστή μέ νηστεία καί ἀγρυπνία καί μέ προσευχή καί κάθε εἶδος ἀσκήσεως τῶν ἀρετῶν. Μέ τήν τεσσαρακοντάδα τῶν ἡμερῶν δεικνύει ὅτι σ᾿ αὐτόν τόν αἰῶνα ἡ ζωή τῶν σωζομένων δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μετάνοια καί θεοφιλής βίος.μέ τήν πεντηκοστή δέ αὐτή, πού διανύομε τώρα, ἐπιδεικνύει τήν ἄνεσι καί ἀπόλαυσι πού θά ὑποδεχθῆ αὐτούς πού ἔζησαν ἐδῶ ἐναγωνίως γιά τόν Θεό.
Γι᾿ αὐτό ἐκείνη μέν εἶναι τεσσαρακοστή, ἔχει συνακόλουθη τήν μνήμη τῶν σωτηρίων παθῶν καί μετά τήν ἑβδόμη ἑβδομάδα λαμβάνει τήν λύσι τῆς νηστείας.αὐτή δέ σάν πεντηκοστή συμπεριλαμβάνει καί τήν ἀπό τή γῆ μετάθεσι στόν οὐρανό καί τήν κατάβασι καί διάδοσι τοῦ θείου Πνεύματος. Διότι αὐτός ἐδῶ ὁ αἰών εἶναι ἑβδοματικός καί συνίσταται ἀπό τέσσερις ἐποχές καί μέρη καί στοιχεῖα καί γι᾿ αὐτούς πού σ᾿ αὐτόν καθιστοῦν τούς ἑαυτούς των κοινωνούς τῶν παθημάτων τοῦ Χριστοῦ ἐπιφέρει τήν ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς, πού ἀρχίζει ἀπό τήν ὀγδόη καί καταλήγει στήν ὀγδόη καί ἀφοῦ ξεπεράση τήν ἑβδομάδα καί τήν τετρακτύ, διά τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου καί τῆς ἔπειτα ἀπό αὐτήν ἀναλήψεως παριστάνει τήν μέλλουσα ἀνάστασι τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καί τήν κατ᾿ αὐτήν ἀνύψωσι τῶν ἀξίων στά σύννεφα πρός τήν θεία συνάντησι καί στήν συνέχεια τήν συνύπαρξι καί ἀνάπαυσι μέ τόν Θεό στούς αἰῶνες.
Αὐτή λοιπόν θά ἔλθη στόν καιρό της. ῾Ο δέ Κύριος κηρύττοντας τό εὐαγγέλιο τῆς βασιλείας πρίν ἀπό τό πάθος καί δεικνύοντας στούς μαθητάς ὅτι δέν θά γίνη μόνο ἀνάμεσα στούς ᾿Ιουδαίους ἡ ἐκλογή τῶν ἀξίων τῆς πίστεως καί τῆς ἀπό αὐτόν προτεινομένης ἀΐδιας κληρονομίας ἀλλά καί ἀνάμεσα στούς ᾿Εθνικούς, κατά τήν σήμερα ἀναγινωσκομένη στήν ἐκκλησία περικοπή τοῦ εὐαγγελίου (᾿Ιω. 4,5-30) “ἔρχεται σέ μιά πόλι τῆς Σαμαρείας, πού λέγεται Σιχάρ, πλησίον τοῦ τόπου πού ἔδωσε ὁ ᾿Ιακώβ στόν υἱό του ᾿Ιωσήφ. ᾿Εκεῖ ἦταν ἡ πηγή τοῦ ᾿Ιακώβ”. Πηγή φυσικά ὀνομάζει τό φρέαρ, διότι εἶχε ὕδωρ πηγαῖο, ὅπως θά φανῆ ἀπό τήν συνέχεια τοῦ λόγου.ἦταν δέ τοῦ ᾿Ιακώβ, ἐπειδή ἐκεῖνος τό εἶχε ἀνοίξει. ῾Ο δέ τόπος πού ἔδωσε ὁ ᾿Ιακώβ στόν ᾿Ιωσήφ εἶναι τά Σίκημα. Διότι εἶπε πρός αὐτόν, ὅταν ἔπνεε τά ἔσχατα στήν Αἴγυπτο καί ἔκαμε διαθήκη. “᾿Ιδού ἐγώ πεθαίνω, ἐνῶ ἐσᾶς θά σᾶς ἐπαναφέρη ὁ Θεός ἀπό αὐτή τή γῆ στή γῆ τῶν πατέρων μας. ᾿Εγώ δίδω τά Σίκημα κατ᾿ ἐξαίρεσι ἀπό τούς ἀδελφούς σου σέ σένα, τά ὁποῖα ἔλαβα ἀπό τούς ᾿Αμορραίους μέ τό ξίφος καί τό τόξο μου”. Γι᾿ αὐτό τά μέν Σίκημα κατοικοῦνταν ὕστερα ἀπό τήν φυλή τοῦ ᾿Εφραίμ, ὁ ὁποῖος ἦταν πρωτότοκος υἱός τοῦ ᾿Ιωσήφ, τόν δέ τόπο γύρω ἀπό αὐτά κατοικοῦσαν οἱ δέκα φυλές τοῦ ᾿Ισραήλ, τίς ὁποῖες ἐκυβέρνησε ὁ ἀποστάτης ῾Ιερουβοάμ.
᾿Αφοῦ δέ αὐτοί προσέκρουσαν στόν Θεό πολλές φορές καί ἐγκαταλείφθηκαν ἀπό αὐτόν πολλές φορές, ὕστερα ἔγιναν ὅλο τό γένος αἰχμάλωτοι, ὁπότε ἀντί αὐτῶν ὁ ἡγέτης τῶν ᾿Ασσυρίων ἐγκατέστησε στόν τόπο ἔθνη πού συνάθροισε ἀπό διάφορα μέρη καί τούς ὠνόμασε Σαμαρεῖτες ἀπό τό ὄρος Σομόρ. ῞Οπως δέ ὁ ᾿Ιακώβ περνώντας ἀπό ἐκεῖ ὑπέταξε τά Σίκημα, καθώς λέγει ἡ ἱστορία, ἔτσι περνώντας ὁ Χριστός τώρα ὑπέταξε τή Σαμάρεια. ᾿Αλλά ἐκεῖνος μέν τό ἔκαμε, ὅπως λέγει ὁ ἴδιος, μέ τήν ρομφαία καί τό τόξο του, δηλαδή πρός ἐξολόθρευσι καί καταστροφή τῶν παλαιῶν κατοίκων, ὁ δέ Χριστός μέ λόγο καί διδασκαλία, δηλαδή γιά σωτηρία.“διότι ὁ ᾿Ιησοῦς”, λέγει, “κουρασμένος ἀπ᾿ τήν ὁδοιπορία, ἐκαθόταν ἔτσι δίπλα στό πηγάδι.ἡ ὥρα ἦταν περίπου ἕκτη”.
Καί ἡ ὥρα καί ὁ κόπος καί ὁ τόπος ἐπέβαλλαν νά καθήση καθένας πού ἔχει σῶμα σάν τό δικό μας. Θέλοντας λοιπόν νά ἐπιβεβαιώση τοῦτο καί προβλέποντας τό μελλοντικό κέρδος, ἐκαθόταν, λέγει, ἔτσι δίπλα στό πηγάδι, δηλαδή ἀφελῶς κάτω, μόνος του σάν ἕνας ὁδοιπόρος ἀπό τούς πολλούς, διότι οἱ μαθηταί του εἶχαν φύγει στήν πόλι, γιά ν᾿ ἀγοράσουν τροφές. Καθώς λοιπόν ἐκαθόταν ἔτσι μόνος του δίπλα στό πηγάδι, ἔρχεται μιά γυναῖκα ἀπό τήν Σαμάρεια νά πάρη νερό. ῾Ο δέ Κύριος, ὡς ἄνθρωπος διψώντας καί βλέποντας νά ἔρχεται κάποια ἀνθρωπίνως διψῶσα, γιά νά σταματήση τή δίψα της, ὡς Θεός δέ βλέποντας καί τήν καρδιά της νά διψᾶ γιά σωτήριο ὕδωρ, χωρίς ὅμως νά γνωρίζη αὐτόν πού μπορεῖ νά τῆς τό προσφέρη, ἐπείγεται ν᾿ ἀποκαλύψη τόν ἑαυτό του στήν ποθοῦσα ψυχή, διότι ποθεῖ καί αὐτός τούς ποθοῦντας κατά τά γεγραμμένα, ἀρχίζει δέ ἀπό ἐκεῖ πού θά γίνη εὐπρόσδεκτος.καί τῆς λέγει, “δός μου νερό νά πιῶ”. Αὐτή δέ, καθώς ἦταν εὐφυής καί ἀντελήφθηκε καί ἀπό μόνο τή στολή καί τό σχῆμα καί τήν ἔκδηλη ἐξωτερική κοσμιότητα ὅτι εἶναι ᾿Ιουδαῖος καί φύλακας τοῦ νόμου, εἶπε, θαυμάζω πῶς ζητεῖς ἀπό Σαμαρείτιδα νερό, ἐνῶ οἱ ᾿Ιουδαῖοι δέν ἐπικοινωνοῦν μέ τούς Σαμαρεῖτες ὡς ἐθνικούς. ῾Ο δέ Κύριος. παίρνοντας ἀπό αὐτό ἀφορμή, ἀρχίζει νά ἀποκαλύπτη τόν ἑαυτό του πρός αὐτήν λέγοντας.“ἄν ἐγνώριζες τήν δωρεά τοῦ Θεοῦ καί ποιός εἶναι αὐτός πού σοῦ λέγει, δός μου νά πιῶ νερό, ἐσύ θά τοῦ ἐζητοῦσες καί θα σοῦ ἔδινε ζωντανό ὕδωρ”.
Βλέπεται ἐπιβεβαίωσι περί τοῦ ὅτι, ἄν ἐγνώριζε, θά ἐζητοῦσε ἀμέσως καί θά ἐγινόταν μέτοχος πραγματικά ζωντανοῦ ὕδατος, ὅπως ἔπραξε καί ἀπήλαυσε ὅταν ἔμαθε ὕστερα, ἐνῶ τό συνέδριο τῶν ᾿Ιουδαίων, πού ἐρώτησαν κι᾿ ἔμαθαν σαφῶς, ἔπειτα ἐσταύρωσαν τόν Κύριο τῆς δόξης (Α’ Κορ 2,8); ᾿Αλλά ποιά εἶναι ἡ δωρεά τοῦ Θεοῦ; “διότι”, λέγει, “ἄν ἐγνώριζες τή δωρεά τοῦ Θεοῦ”. Γιά ν᾿ ἀφήσωμε τά ἄλλα, καί μόνο τοῦτο, τό ὅτι ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός δέν βδελύσσεται τούς θεωρουμένους ἀπό τούς ᾿Ιουδαίους βδελυκτούς καί ἀκοινωνήτους ἀκόμη καί γιά ἕνα ποτήρι νερό, πόσο μεγάλη δωρεά καί χάρις δέν εἶναι; Τό δέ νά τούς θεωρῆ τόσο ἀγαπητούς, ὥστε ὄχι μόνο νά δέχεται τά διδόμενα ἀπό αὐτούς, ἀλλά νά μεταδίδη σ᾿ ἐκείνους ἀπό τά ἴδια τά θεῖα χαρίσματά του (τί λέγω τά χαρίσματα; Διότι προσφέρει τόν ἑαυτό του καί καθιστᾶ τούς πιστούς σκεύη δεκτικά τῆς θεότητός του, ἀφοῦ, ὅπως προβλέποντας ἐπαγγέλλεται, δέν εἶναι δυνατό νά ἔχουν ἀλλιῶς μέσα τους πηγή, πού νά τρέχη στήν αἰώνια ζωή), ποιός νοῦς θά τό καταλάβη; Ποιός λόγος θά ἐκφράση τό ὑπερβάλλον τῆς δωρεᾶς;
῾Η Σαμαρεῖτις, ἐπειδή δέν κατάλαβε ἀκόμη τό μεγαλεῖο τοῦ ζωντανοῦ ὕδατος, πρῶτα μέν ἀπορεῖ, ἀπό πού θά εὕρη τό ὕδωρ πού ὑπόσχεται ὁ συνομιλητής, ἀφοῦ κουβᾶ δέν ἔχει καί τό πηγάδι εἶνα βαθύ. ῎Επειτα ἐπιχειρεῖ νά τόν συγκρίνη μέ τόν ᾿Ιακώβ, τόν ὁποῖο ἀποκαλεῖ καί πατέρα, ἐξυμνώντας τό γένος ἀπό τόν τόπο, καί ἐξαίρει τό νερό τοῦ πηγαδιοῦ, μέ τή σκέψι ὅτι δέν μπορεῖ νά εὑρεθῆ καλύτερο ἀπό αὐτό. ῞Οταν δέ ἄκουσε τόν Κύριο νά λέγει ὅτι “τό ὕδωρ πού θά σοῦ δώσω ἐγώ, θά γίνη γιά τόν δεχόμενο πηγή πού τρέχει πρός αἰώνια ζωή”, ἄφησε λόγο ψυχῆς πού ποθεῖ καί ὁδηγεῖται πρός τήν πίστι, ἀλλά δέν μπόρεσε ἀκόμη νά κυττάξη καθαρά πρός τό φῶς.“δός μου”, λέγει, “Κύριε, τό ὕδωρ τοῦτο, γιά νά μήν διψῶ κι᾿ οὔτε νά ἔρχωμαι ἐδῶ νά παίρνω”. ῾Ο δέ Κύριος, θέλοντας ἀκόμη νά ἀποκαλύπτεται λίγο λίγο, τήν προστάσσει νά φωνάξη καί τόν ἄνδρα της. Καθώς δέ ἐκείνη, κρύβοντας τή διαγωγή της καί συγχρόνως σπεύδοντας νά πάρη τό δῶρο, ἔλεγε, “δέν ἔχω ἄνδρα”, ἀκούει πόσους ἄνδρες εἶχε δικούς της ἀπό παιδί καί ἐλέγχεται ὅτι τώρα ἔχει ἄνδρα πού δέν εἶναι δικός της.δέν στενοχωρεῖται ὅμως ἀπό τόν ἔλεγχο, ἀλλά ἀμέσως, ἀντιληφθεῖσα ὅτι εἶναι προφήτης ὁ συνομιλητής, ἐπιλαμβάνεται ὑψηλοτέρων ζητημάτων.
Βλέπεται πόση εἶναι ἡ μακροθυμία καί ἡ φιλομάθεια τῆς γυναικός; Διότι, λέγει, “οἱ πατέρες μας προσκύνησαν στό ὄρος τοῦτο καί σεῖς λέγετε ὅτι ὁ τόπος ὅπου πρέπει νά προσκυνοῦμε εἶναι στά ᾿Ιεροσόλυμα”. Βλέπετε πόση συλλογή εἶχε στήν διάνοιά της καί πόση γνώσι τῆς Γραφῆς εἶχε; Πόσοι τώρα ἀπό τούς γεννημένους πιστούς καί τροφίμους τῆς ᾿Εκκλησίας ἀγνοοῦν ὅ,τι ἐγνώριζε ἡ Σαμαρεῖτις, ὅτι οἱ πατέρες μας, ὁ ᾿Ιακώβ δηλαδή καί οἱ ἀπό αὐτόν πατριάρχες, προσκύνησαν τόν Θεό στό ὄρος τοῦτο; Αὐτήν τή γνῶσι καί τήν βαθειά μελέτη τῆς θεόπνευστης Γραφῆς δεχόμενος ὁ Χριστός σάν ὀσμή εὐωδίας, ἐπέμεινε συζητώντας εὐχαρίστως μέ τή Σαμαρείτιδα. ῞Οπως δηλαδή, ἄν ἐπάνω στούς ἄνθρακες τοποθετήσης κάτι εὔοσμο, ἐπαναφέρεις καί συγκρατεῖς τούς πλησιάζοντας, ἄν ὅμως βάλης κάτι βαρύ καί δύσοσμο, τούς ἀπωθεῖς καί τούς ἀπομακρύνεις, ἔτσι καί στήν διάνοια.ἄν ἔχεις ἱερά μελέτη καί σπουδή, καθιστᾶς τόν ἑαυτόν σου ἄξιον θείας ἐπιστασίας, διότι αὐτή εἶναι ἡ ὀσμή εὐωδίας πού ὀσφραίνεται ὁ Κύριος.ἄν ὅμως τρέφης μέσα πονηρούς καί ρυπαρούς καί γηίνους λογισμούς, ἀπομακρύνεσαι ἀπό τήν θεία ἐπιστασία, καθιστώντας τόν ἑαυτό σου ἄξιον τῆς ἀποστροφῆς, ἀλλοίμονο, τοῦ Θεοῦ. Διότι “δέν θά παραμείνουν παράνομοι ἀπέναντι στούς ὀφθαλμούς σου”, λέγει πρός τόν Θεό ὁ ψαλμωδός προφήτης (Ψαλμ. 5,5). ᾿Αφοῦ ὁ νόμος διατάσσει “νά μνημονεύης διαπαντός τόν Κύριο τόν Θεό σου, ὅταν κάθεσαι καί ὅταν βαδίζης, ὅταν εἶσαι ξαπλωμένος καί ὅταν εἶσαι ὄρθιος”, τό δέ εὐαγγέλιο λέγει, “ἐρευνᾶτε τίς Γραφές”, διότι σ᾿αὐτές θά εὑρῆτε ζωή αἰώνια (᾿Ιω. 5,39), καί ὁ ἀπόστολος παραγγέλει, “νά προσεύχεσθε ἀδιαλείπτως” (Α´ Θεσσ. 5,17), αὐτός πού ἀσχολεῖται ἐπίμονα μέ γηίνους λογισμούς εἶναι ὁπωσδήποτε παράνομος, πολύ περισσότερο αὐτός πού ἀσχολεῖται μέ πονηρούς καί ρυπαρούς.
᾿Αλλά πότε προσκύνησαν τόν Θεό σ᾿ αὐτό τό ὄρος οἱ πατέρες μας; ῞Οταν ὁ πατριάρχης ᾿Ιακώβ, ἀποφεύγοντας τόν φοβερό ἀδελφό του ᾿Ησαῦ καί πειθαρχώντας στίς συμβουλές τοῦ πατρός ᾿Ισαάκ, ἀνεχώρησε πρός τή Μεσσοποταμία καί ὅταν ἐπανῆλθε ἀπό ἐκεῖ μέ γυναῖκες καί τέκνα. Κατά τήν ἐπάνοδο, ὅταν ὁ ᾿Ιακώβ ἔπηξε σκηνές σ᾿ αὐτόν περίπου τόν τόπο, ὅπου ὡμιλοῦσε ὁ Κύριος μέ τήν Σαμαρείτιδα, μετά τό ἐπεισόδιο τῆς Δείνας καί τήν ἅλωσι τῶν Σικήμων, τοῦ εἶπε ὁ Θεός, ὅπως γράφεται στή Γένεσι.“σήκω καί πήγαινε στήν Βαιθήλ καί κατασκεύασε ἐκεῖ θυσιαστήριο στόν Θεό πού σοῦ ἐμφανίσθηκε ὅταν ἀπέδρασες ἀπό τήν παρουσία τοῦ ἀδελφοῦ σου ᾿Ησαῦ”. Μετά τά λόγια αὐτά ὁ ᾿Ιακώβ ἐσηκώθηκε καί ἀνέβηκε στό παρακείμενο ὄρος καί οἰκοδόμησε ἐκεῖ, λέγει, θυσιαστήριο καί ἐκάλεσε τό ὄνομα τοῦ τόπου Βαιθήλ. διότι ἐκεῖ τοῦ ἐμφανίσθηκε ὁ Θεός. Γι᾿ αὐτό λέγει ἡ Σαμαρεῖτις ὅτι οἱ πατέρες μας προσκύνησαν στό ὄρος τοῦτο, ἀκολουθώντας τούς ἀρχαίους ἐκείνους.διότι οἱ σχετικές διατάξεις γιά τόν ναό τῶν ᾿Ιεροσολύμων ἐνομοθετήθηκαν ὕστερα. Καί ἐπειδή βέβαια ὁ τόπος ἐκεῖνος ὠνομάσθηκε ἀπό τόν ᾿Ιακώβ οἶκος Θεοῦ, διότι τοῦτο σημαίνει τό ὄνομα Βαιθήλ ἑρμηνευόμενο, αὐτή ἀπορεῖ ποθώντας νά μάθη, πῶς δέν λέγετε ὅτι ἐκεῖ εἶναι μᾶλλον ὁ οἶκος τοῦ Θεοῦ, ἀλλά στά ᾿Ιεροσόλυμα, ὅπου νομίζετε ὅτι πρέπει νά θυσιάζετε καί νά προσκυνῆτε τόν Θεό. ῾Ο δέ Κύριος, ὁλοκληρώνοντας ἤδη τόν σκοπό τῶν λόγων του καί προφητεύοντας περί τῆς γυναικός, ὅτι θά εἶναι τέτοια καθώς τήν ζητεῖ καί τήν δέχεται ὁ Θεός, καί ἀποκρινόμενος πρός τούς λόγους της λέγει, “γυναῖκα, πίστευσέ με, ὅτι ἔρχεται ὥρα, ὁπότε οὔτε στό ὄρος τοῦτο οὔτε στά ᾿Ιεροσόλυμα θά προσκυνῆτε τόν Πατέρα”, καί ἔπειτα ἀπό λίγο, “τέτοιους ζητεῖ ὁ Θεός αὐτούς πού τόν προσκυνοῦν”.
Βλέπετε ὅτι καί γι᾿ αὐτήν βεβαιώνει ὅτι θά γίνη τέτοια, ὅπως τήν θέλει ὁ Θεός, καί ὅτι θά προσκυνῆ τόν ῞Υψιστο Πατέρα, ὄχι τοπικῶς ἀλλά εὐαγγελικῶς, (διότι πρός αὐτήν ἀπευθύνεται ὁ λόγος ὅτι οὔτε στό ὄρος τοῦτο οὔτε στά ᾿Ιεροσόλυμα θά προσκυνῆτε τόν Πατέρα), συγχρόνως δέ προαναγγέλλει σ᾿ αὐτήν φανερά καί τήν μετάθεσι τοῦ νόμου; Διότι, ἀφοῦ θά μετατεθῆ ἡ προσκύνησις, ἀναγκαίως θά γίνη μετάθεσις καί τοῦ νόμου.
᾿Αλλά καί τό ἐνδιάμεσο κείμενο “σεῖς προσκυνεῖτε ὅ,τι δέν γνωρίζετε, ἐμεῖς προσκυνοῦμε, ὅ,τι γνωρίζομε, ὅτι ἡ σωτηρία εἶναι ἀπό τούς ᾿Ιουδαίους”, εἶναι ἀπόκρισις πρός τόν λόγο ἐκείνης, ἀλλά συγχρόνως ἀποτελεῖ συνέπεια τῶν λόγων του. Διότι λέγει ὅτι κατά τοῦτο ἐμεῖς οἱ ᾿Ιουδαῖοι (διότι τοποθετεῖ καί τόν ἑαυτό του μ᾿ ἐκείνους, ἀφοῦ κατά σάρκα εἶναι ἀπό ἐκείνους).ἐμεῖς λοιπόν, λέγει, πού δέν διαψεύδομε τό ὄνομα, ἀλλά γνωρίζομε τά ἰδικά μας, κατά τοῦτο διαφέρομε στήν προσκύνησι ἀπό σᾶς τούς Σαμαρεῖτες, ὅτι γνωρίζομε πώς ὁρίζεται νά τελῆται στήν ᾿Ιουδαία ἡ προσκύνησις γιά τόν λόγο ὅτι ἀπό τούς ᾿Ιουδαίους θά προέλθη ἡ σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου, δηλαδή θά ἔλθη ὁ Χριστός. ᾿Επειδή δέ δέν πρόκειται νά ἔλθη στό μέλλον, διότι ἦταν αὐτός ὁ ἴδιος, δέν εἶπε ὅτι ἡ σωτηρία θά εἶναι ἀπό τούς ᾿Ιουδαίους, ἀλλ᾿ ὅτι εἶναι. “᾿Αλλά ἔρχεται ὥρα”, λέγει, “καί εἶναι τώρα”. Καί αὐτά εἶναι προφητικά.τό ἔρχεται χρησιμοποιήθηκε διότι δέν ἐτελέσθηκε ἀκόμη, ἀλλά θά τελεσθῆ, τό δέ “τώρα εἶναι”, χρησιμοποιήθηκε ἐπειδή τήν ἔβλεπε ἔτοιμη νά πιστεύση σύντομα καί νά προσκυνῆ πνευματικῶς καί ἀληθῶς.“ἔρχεται λοιπόν”, λέγει, “ὥρα, καί τώρα ἀκριβῶς εἶναι, ὁπότε οἱ ἀληθινοί προσκυνηταί θά προσκυνοῦν τόν Πατέρα κατά Πνεῦμα καί ἀλήθεια”.διότι ὁ ὕψιστος καί προσκυνητός Πατήρ, εἶναι Πατήρ αὐτοαληθείας, δηλαδή τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ, καί ἔχει Πνεῦμα ἀληθείας, τό Πνεῦμα τό ἅγιον, καί αὐτοί πού τόν προσκυνοῦν κατ᾿ αὐτούς, τό πράττουν διότι ἔτσι πιστεύουν καί διότι ἐνεργοῦνται δι᾿ αὐτῶν. Διότι, λέγει ὁ ἀπόστολος, τό Πνεῦμα εἶναι αὐτό διά τοῦ ὁποίου προσκυνοῦμε καί διά τοῦ ὁποίου προσευχόμαστε (Βλ. Ρωμ. 8,26), καί “κανείς δέν ἔρχεται πρός τόν Πατέρα παρά μόνο δι᾿ ἐμοῦ”, λέγει ὁ μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ (᾿Ιω. 14,6).
Αὐτοί λοιπόν πού προσκυνοῦν ἔτσι κατά τό Πνεῦμα καί τήν ἀλήθεια τόν ὕψιστο Πατέρα, αὐτοί εἶναι οἱ ἀληθινοί προσκυνηταί. ᾿Αφοῦ δέ ἐξέβαλε καί τά ᾿Ιεροσόλυμα καί τήν Σαμάρεια, γιά νά μή νομίση κανείς ὅτι πρόκειται νά εἰσαχθῆ ἀντί γι᾿ αὐτά ἄλλος τόπος, στήν συνέχεια ἀπομακρύνει πάλι τόν ἀκροατή ἀπό κάθε σωματική ἔννοια καί τόπο καί προσκύνησι, λέγοντας, “Πνεῦμα εἶναι ὁ Θεός, καί αὐτοί πού τόν προσκυνοῦν πρέπει νά προσκυνοῦν κατά Πνεῦμα καί ἀλήθεια”, δηλαδή ἐννοώντας τόν ἀσώματο ἐντελῶς ἔξω ἀπό σώματα.διότι ἔτσι θά τόν ἰδοῦν καί ἀληθινῶς παντοῦ μέσα στό Πνεῦμα καί τήν ᾿Αλήθειά του. ῾Ως πνεῦμα δηλαδή πού εἶναι ὁ Θεός εἶναι ἀσώματος, τό δέ ἀσώματο δέν εὑρίσκεται σέ τόπο οὔτε περιγράφεται μέ τοπικά ὅρια. ῾Επομένως αὐτός πού λέγει ὅτι ὁ Θεός πρέπει νά προσκυνῆται μόνο στά ὅρια τῶν ᾿Ιεροσολύμων ἤ τοῦ ὄρους τῆς Σαμαρείας ἤ σέ κάποιον ἄλλο ἀπό τούς πανταχοῦ στή γῆ καί τόν οὐρανό τόπους, δέν ὁμιλεῖ ἀληθῶς οὔτε προσκυνεῖ ἀληθῶς. ᾿Αλλά ὡς ἀσώματος ὁ Θεός δέν εἶναι πουθενά, ὡς Θεός δέ εἶναι πανταχοῦ.ἐάν ὑπάρχη ὄρος ἤ τόπος ἤ κτιστό πρᾶγμα, ὅπου δέν ὑπάρχει ὁ Θεός, πάλι θά εὑρεθῆ νά περιγράφεται σέ κάτι.εἶναι λοιπόν πανταχοῦ καί σέ ὅλα ὁ Θεός. Πῶς λοιπόν πανταχοῦ καί σέ ὅλα; ῾Ως περιεχόμενος ὄχι ἀπό μέρος ἀλλά ἀπό τό σύμπαν; ῎Οχι βέβαια, διότι πάλι θά εἶναι σῶμα. ῾Επομένως, ὡς συνέχων καί περιέχων τό πᾶν, αὐτός εἶναι στόν ἑαυτό του, πανταχοῦ καί ἐπάνω ἀπό τό σύμπαν, προσκυνούμενος ἀπό τούς ἀληθινούς προσκυνητάς κατά τό Πνεῦμα καί τήν ᾿Αλήθειά του.
Πανταχοῦ λοιπόν, ὄχι μόνο τῆς γῆς ἀλλά καί τῶν ὑπεράνω τῆς γῆς, θά προσκυνηθῆ ὁ Θεός ἀπό τούς ἔτσι πιστεύοντας ἀληθῶς καί θεοπρεπῶς, Πατήρ ἀσώματος καί κατά τόν χρόνο καί τόπο ἀόριστος, στό ἅγιο καί ἀΐδιο Πνεῦμα καί στόν συνάναρχο Υἱό καί Λόγο, πού εἶναι ἡ ἐνυπόστατη ἀλήθεια τοῦ Πατρός. Βέβαια καί ἡ ψυχή καί ὁ ἄγγελος εἶναι ἀσώματα, δέν εἶναι σέ τόπο, ἀλλά δέν εἶναι πανταχοῦ, διότι δέν συνέχουν τό σύμπαν ἀλλά ἔχουν ἀνάγκη τοῦ συνέχοντος, ἑπομένως καί αὐτά εἶναι στόν συνέχοντα καί περιέχοντα τό σύμπαν, ὁριζόμενα ἀπό αὐτόν καταλλήλως. ῾Η ψυχή ὅμως, συνέχοντας τό σῶμα μέ τό ὁποῖο ἐκτίσθηκε μαζί, εἶναι πανταχοῦ τοῦ σώματος, ὄχι ὡς εὑρισκομένη σέ τόπο οὔτε περιεχομένη σέ σῶμα, ἀλλά ὡς συνέχουσα καί περιέχουσα αὐτό, ἀφοῦ ἔχει καί τοῦτο κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ.
῾Η δέ Σαμαρεῖτις, καθώς ἄκουσε ἀπό τόν Χριστό αὐτά τά ἐξαίσια καί θεοπρεπῆ λόγια, ὅτι ὁ Θεός πουθενά δέν πρέπει νά προσκυνῆται ἀληθινά, παρά μόνο κατά τό Πνεῦμα καί τήν ᾿Αλήθειά του, ὅπως ἡ στό ῏Ασμα τῶν ᾿Ασμάτων ψυχή πού νυμφεύεται τόν Θεό, ἀναπτερωμένη ἀπό τή φωνή τοῦ νυμφίου τῆς ἀφθαρσίας, μνημονεύει τόν προσδοκώμενο καί ποθούμενο καί, κρυφά ἀκόμη, παρόντα νυμφίο, λέγοντας. “γνωρίζω ὅτι ὁ Μεσσίας, ὁ λεγόμενος Χριστός, ἔρχεται.ὅταν ἔλθη ἐκεῖνος θά μᾶς τά διδάξη ὅλα”. Βλέπετε πώς ἦταν ἑτοιμοτάτη γιά τήν πίστι, ὅτι πλησιάζει ἤδη ὁ προσδοκώμενος, καί γεμάτη ἐλπίδα; ῏Αρα δέν ἐταίριαζε νά εἰπῆ καί αὐτή κατά τόν Δαβίδ, “ἕτοιμη εἶναι ἡ καρδιά μου, Θεέ, ἕτοιμη εἶναι ἡ καρδιά μου, θά τραγουδήσω καί θά ψάλω κατά τήν δόξα μου” (Ψαλμ. 56,8).
᾿Από πού θά ἐγνώριζε τοῦτο μέ τόση βεβαιότητα καί ἀσφάλεια καί θά εἶχε τήν ψυχική διάθεσι γι᾿ αὐτό, ἄν δέν εἶχε μελετήσει τά προφητικά βιβλία μέ ἄκρα σύνεσι; Γι᾿ αὐτό εἶχε καί τόν νοῦ τόσο μετάρσιο, ἀφοῦ εἶχε γεμίσει ἀπό τήν θεία κατοχή.ὥστε ἐμένα, καθώς βλέπω τώρα μέ χαρά τόν σφοδρό πνευματικό πόθο τῆς Σαμαρείτιδος αὐτῆς πρός τόν Χριστό, μοῦ ἔρχεται νά εἰπῶ πάλι γι᾿ αὐτήν τά λόγια τοῦ Ἄσματος ἐκείνου, “ποιά εἶναι αὐτή πού προβάλλει σάν ἡ αὐγή, ὡραία σάν ἡ σελήνη, ἐκλεκτή σάν ὁ ἥλιος;” (῏Ασμα 6,10). Διότι, ἀφοῦ ἐξαγγέλλει ὅτι σέ λίγο θά φανῆ ὁ νοητός ἥλιος τῆς δικαιοσύνης Χριστός καί ὑποδηλώνει ὅτι δι᾿ αὐτῆς ἀρχίζει ἡ ᾿Εκκλησία τῶν ἐθνῶν, σάν νά ἀνεβαίνη ἀπό ἱερά κολυμβήθρα, τήν πηγή ἐπάνω στήν ὁποία ἐστεκόταν, καθώς κατηχεῖτο ἀπό τόν Σωτῆρα, τήν βλέπω νά προβάλλη σάν πολυέραστος ὄρθρος. Εἶναι δέ ὡραία σάν ἡ σελήνη, ἐπείδη φέγγει, ἄν καί ἐπικρατεῖ ἡ νύκτα τῆς ἀσεβείας ἀκόμη.ἐκλεκτή δέ σάν ὁ ἥλιος, γι᾿ αὐτό ὠνομάσθηκε Φωτεινή ἀπό τόν Σωτῆρα καί καταγράφηκε καί αὐτή στόν κατάλογο τῶν μελλόντων νά λάμψουν σάν ὁ ἥλιος κατά τό εὐαγγέλιο, ἐπειδή ἐπεσφράγισε τόν ὑπόλοιπο φωτοειδῆ βίο της μέ μακάριο καί μαρτυρικό τέλος, καί τώρα δέ ἀνεγνώρισε τόν Χριστό ὡς ἀληθινό Θεό καί τόν ἐξύμνησε τελείως ὡς Θεό, καί ὅ,τι εἶπε αὐτός ὕστερα στούς μαθητάς περί τοῦ συμφυοῦς καί ὁμοτίμου Πνεύματος, ὅτι, θά ἔλθη ἐκεῖνος, θά διδάξη ὅλη τήν ἀλήθεια, τοῦτο λέγει προλαβαίνοντας καί αὐτή περί αὐτοῦ, “ὅταν ἔλθη ἐκεῖνος θά μᾶς τά διδάξη ὅλα” (᾿Ιω. 15,26).
᾿Αλλά μόλις τήν εἶδε νά εἶναι τέτοιας λογῆς ὁ νοητός νυμφίος Χριστός, λέγει πρός αὐτήν ἀπροκαλύπτως, “ἐγώ εἶμαι πού σοῦ ὁμιλῶ”. ᾿Εκείνη δέ γίνεται ἀμέσως ἐκλεκτή πραγματικά εὐαγγελίστρια καί ἀφήνοντας τήν ὑδρία καί τρέχοντας πρός τήν πόλι τούς πείθει μέ τά λόγια καί τούς ὁδηγεῖ πρός τήν πίστι τοῦ φανέντος, λέγοντας “ἔλθετε νά ἰδῆτε ἄνθρωπο, πού μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκαμα.μήπως αὐτός εἶναι ὁ Χριστός;”. ῾Ομιλεῖ δέ ἔτσι ὄχι ὅτι ἔχει κάποια ἀμφιβολία, ἀλλά διότι πιστεύει ὅτι καί οἱ ἄλλοι θά πληροφορηθοῦν καλύτερα μέ τή θέα καί θά πεισθοῦν εὐχερέστερα διά τῆς συνομιλίας πρός τόν Κύριο, ὅπως καί στήν πρᾶξι συνέβηκε.
᾿Εγώ καί τά προηγούμενα ἀνέπτυξα συνοπτικῶς, ἀλλά καί τή συνέχεια τῶν εὐαγγελικῶν λόγων θά παραλείψω τώρα, διότι βλέπω ὅτι ἡ ὥρα σᾶς βιάζει πρός τίς ἀνάγκες τοῦ βίου καί τά ἔργα τοῦ βίου. ᾿Αλλά σεῖς προσέξατε αὐτήν τήν Σαμαρείτιδα. μόλις ἄκουσε τά εὐαγγελικά λόγια, πού ἀνακοινώνομε κι᾿ ἐμεῖς πρός τήν ἀγάπη σας, ἀμέσως κατεφρόνησε ὅλες τίς ἀνάγκες τοῦ σώματος. ῎Αφησε ἀμέσως καί τή στάμνα καί τήν οἰκία, καί, τρέχοντας στήν πόλι καί παρασύροντας τούς Σαμαρεῖτες, ἐπανῆλθε πάλι μαζί μέ αὐτούς πρός τόν Χριστό.διότι τό, “ἔλθετε νά ἰδῆτε”, τοῦτο ἀκριβῶς σημαίνει, “ἀκολουθήσατέ με καί θά σᾶς ὁδηγήσω καί θά σᾶς δείξω τόν ἀπό τούς οὐρανούς Σωτῆρα πού ἦλθε στόν κόσμο”.
῎Ετσι προέτρεψε τότε ἐκείνους καί τούς παρουσίασε στόν Χριστό. ἐμᾶς δέ τώρα μέ τήν ἐγκατάλειψι τῆς οἰκίας καί τῆς στάμνας διδάσκει νά θεωροῦμε προτιμότερη ἀπό τίς βιοτικές ἀνάγκες τήν ὠφέλεια ἀπό τή διδασκαλία, τήν ὁποία ὁ Κύριος ὠνόμασε ἀγαθή μερίδα πρός τήν Μάρθα τοῦ εὐαγγελίου, ὑπερασπίζοντας τήν Μαρία πού παρακολουθοῦσε τόν λόγο (Λουκ. 10,42). ᾿Εάν δέ πρέπει νά περιφρονοῦμε τά ἀναγκαῖα, πόσο περισσότερο τά ἄλλα; ῎Αλλωστε τί σέ βιάζει πρός τά ἐκεῖ καί σέ ἀπομακρύνει ἀπό τά ὠφέλιμα ἀκούσματα; ᾿Επιμέλεια οἴκου καί παιδιῶν καί γυναίκας; Οἰκεῖο ἤ συγγενικό πένθος ἤ χαρά; ᾿Αγορά κτημάτων ἤ πώλησις; Χρῆσις ὅλων τῶν ὑπαρχόντων σου ἤ μᾶλλον κατάχρησις; ᾿Αλλ᾿ ἄκουσε μέ σύνεσι τά ἀποστολικά διδάγματα. “῾Ο καιρός, ἀδελφοί εἶναι συνεσταλμένος στό ἑξῆς, ὥστε καί ὅσοι ἔχουν γυναῖκες νά εἶναι σάν νά μή ἔχουν καί ὅσοι κλαίουν σάν νά μή κλαίουν καί ὅσοι χαίρονται σάν νά μή χαίρωνται καί ὅσοι ἀγοράζουν σάν νά μή κατέχουν καί ὅσοι χρησιμοποιοῦν τόν κόσμο τοῦτο σάν νά μήν τόν παραχρησιμοποιοῦν.διότι τό σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου παρέρχεται” (Α´ Κορ. 7,29).
Τί σημαίνει ὅτι “ὁ καιρός εἶναι συνεσταλμένος”; Σύντομος ὁ βίος, πλησίον ὁ θάνατος, φθαρτός ὁ κόσμος αὐτός, ἄλλος εἶναι ἐκεῖνος πού μένει παντοτινά.ἐμᾶς δέ μᾶς παραπέμπει πρός ἐκεῖνον μέ ἀσφάλεια ἡ καταφρόνησις τοῦ παρόντος κόσμου, ἡ ἑτοιμασία γιά ἐκεῖνον τόν μέλλοντα, ἡ κατά τό δυνατό διαβίωσις ἀπό ἐδῶ σύμφωνα μ᾿ ἐκείνη τή διαγωγή καί ἡ κατά δύναμι ἀποφυγή τῶν ἐπιβλαβῶν τοῦ παρόντος βίου. ῞Οπως δέ ὅταν γίνεται πυκνά ἐπιδρομή ἐχθρῶν στά ἐκτός τῆς πόλεως, ἔχομε τούς ἀγρούς σάν νά μή τούς ἔχωμε καί τόν περισσότερο καιρό, φεύγοντας ἀπό ἐκείνους, καθόμαστε μέσα σέ ἀσφάλεια, κι᾿ ἄν οἱ ἐχθροί ἀναχωρήσουν γιά λίγο, χρησιμοποιοῦμε σύντομα τούς περιπάτους ἐμπρός ἀπό τό ἄστυ, χωρίς κατάχρησι, διότι βλέπουμε τόν καιρό τῆς χρήσεως συνεσταλμένο.ἔτσι καί αὐτόν τόν κόσμο παραινεῖ ὁ ἀπόστολος νά τόν χρησιμοποιοῦμε ἀλλά νά μήν τόν παραχρησιμοποιοῦμε.διότι βλέπει τούς ἀοράτους ἐχθρούς νά ἐπεμβαίνουν δεινῶς καί τήν ἀπειλή τῆς φθορᾶς. “παρέρχεται”, λέγει, “τό σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου”. ᾿Αλλ᾿ ὅμως, ἐπειδή τά παρόντα δέν ὑφίστανται οὐσιωδῶς ἀλλ᾿ ἀποτελοῦν σχηματισμό, καί γίνονται μέν ἀλλά δέν εἶναι, φαινόμενα γιά λίγο καί παρερχόμενα, κι᾿ ἄν θελήση κανείς νά τά κατέχη, δέν θά μπορέση ποτέ, σάν σκιά θερινῆς ἄγονης νεφέλης πού διώκεται ἀπό ἄνεμο καί παρέρχεται γρήγορα, ἡ παραίνεσις παρέρχεται γιά νά γίνη φανερά ἡ πρόθεσις τοῦ καθενός καί γιά νά δώση σημεῖο τῆς ἐπιγνώσεως τῶν ἀπό τόν Θεό διαταγμάτων.διότι κι᾿ ἄν θελήση κανείς νά τά κατέχη, ὅπως εἶπα, τά παρόντα δέν εἶναι καθεκτά, κι᾿ αὐτό διττῶς.ὄχι μόνο ὁ κόσμος αὐτός παρέρχεται, ἀλλά κι᾿ ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς, πού χρησιμοποιοῦμε αὐτόν τόν κόσμο, μερικές φορές παρέρχεται καί πρίν ἀπό τά ἐγκόσμια πού ἔχει στή διάθεσί του. Κάθε ἄνθρωπος παρέρχεται σάν νά βαδίζη ὁδόν, πού κι᾿ αὐτή κινεῖται πολυειδῶς καί παρέρχεται ἀπό αὐτόν, καί συμβαίνει ἕνα ἀπό τά δύο, ἤ τόν προφθάνει ἡ ὁδός καί ὅσα κατεῖχε δέν μπορεῖ πλέον νά τά κατέχη ἤ αὐτός προφθάνει καί δέν μπορεῖ πλέον νά κατέχη τά τοῦ βίου.διότι, ἀφοῦ εἶναι θνητός ὁ ἄνθρωπος, εἶναι συνημμένος μέ τά τοῦ βίου, πού εἶναι καί αὐτά τρεπτά. ῎Η λοιπόν ὡς συνημμένος μέ τά τρεπτά τρέπεται πολυτρόπως κι᾿ ἔχασε ὅσα κατεῖχε, πλοῦτο ἴσως, λαμπρότητα, εὐθυμία, ἤ πεθαίνοντας προφθάνει νά ἐπιφέρη στόν ἑαυτό του κεφαλαιωδέστερη τροπή καί ἀναχωρεῖ γυμνός, ἐγκαταλείποντας τά τωρινά ἀγαθά του καί τίς ἐλπίδες γι᾿ αὐτά. ῎Ισως σέ παιδιά, ἀλλά ποιά εἶναι ἡ εὐχαρίστησι καί ἀπ᾿ αὐτό; Αὐτός μέν δέν ἔχει πλέον καμμιά αἴσθησι τῶν ἐδῶ πραγμάτων, τά δέ παιδιά θά πέσουν μέ τόν ἴδιο ἤ ἄλλον τρόπο.
Τό τέλος λοιπόν τῶν προσκολλημένων σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο εἶναι πάντοτε συμφορά, ἀφοῦ τελικῶς ἐκφέρονται γυμνοί καί ἐγκαταλείπουν ὅλα τά ἐδῶ ἀγαπητά πράγματα. Σέ ὅσους δέ περιφρονοῦν τά πράγματα τοῦ κόσμου τούτου καί ζητοῦν νά μάθουν περί τοῦ μέλλοντος κόσμου καί σπεύδουν νά πράττουν αὐτά πού θά συντελέσουν γιά ἐκεῖνον, ὁ θάνατος, ὅταν ἔρχεται δέν ἐπιφέρει ζημία, ἀλλά μᾶλλον τούς μεταφέρει ἀπό τοῦτα τά μάταια καί ρευστά, πρός ἀνέσπερη ἡμέρα, πρός ἄφθαρτη τρυφή, πρός ἀΐδια δόξα, πρός τά πραγματικά ὑπάρχοντα καί ἀναλλοιώτως διαμένοντα.
Αὐτά εἴθε νά ἐπιτύχωμε ὅλοι ἐμεῖς, μέ τήν χάρι καί φιλανθρωπία αὐτοῦ πού ἔκλινε τούς οὐρανούς καί κατέβηκε ὑπέρ ἡμῶν, ὄχι ἕως ἐμᾶς, ἀλλά καί ἕως τίς ἔγκλειστες στά καταχθόνια ψυχές.καί πού ἀπό ἐκεῖ ξανανέβηκε δι᾿ ἀναστάσεως καί ἀναβιώσεως καί προσέφερε σ᾿ ἐμᾶς τόν φωτισμό καί τή γνῶσι καί τήν ἐλπίδα τῶν οὐρανίων καί ἀϊδίων, στά ὁποῖα εἶναι δεδοξασμένος στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.
7.
Πνεῦμα ὁ Θεός (Ἰω. δ, 5-42)
Καραγιάννης Νικάνωρ (Ἀρχιμανδρίτης)
«Πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν». Εἶναι πανθομολογούμενο ὅτι ὁ διάλογος τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴ Σαραρείτιδα εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ βαρυσήμαντους ποὺ διαβάζουμε στὰ Εὐαγγέλια. Ἐδῶ ἐπικεντρώνεται τὸ βάθος καὶ ἡ οὐσία τῆς χριστιανικῆς λατρείας.
Ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Σαμαρείτιδα
Ὁ Χριστὸς πηγαίνει ἀπὸ τὴν Ἰουδαία στὴ Γαλιλαία. Ἀλλὰ «ἔδει δὲ αὐτὸν διέρχεσθαι διὰ τῆς Σαμαρείας» (Ἰω. 4,4), ἔπρεπε ὅμως νὰ περάσει ἀπὸ τὴ Σαμάρεια, μᾶς λέει τὸ Εὐαγγέλιο. Καὶ αὐτό, ὄχι γιατί ἦταν ὁ μόνος δρόμος ποὺ μποροῦσε νὰ χρησιμοποιήσει, θὰ μποροῦσε νὰ πάει καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ὄχθη τοῦ Ἰορδάνη. Ὅμως ἔπρεπε ὁπωσδήποτε o Χριστὸς νὰ περάσει ἀπὸ τὴ Συχάρ, γιὰ νὰ συναντήσει τὴ Σαμαρείτιδα. Αὐτὸ τὸ «ἔδει», δηλαδὴ αὐτὸ τὸ «ἔπρεπε» τῆς ἀνεξιχνίαστης βουλῆς τοῦ Θεοῦ, ἔστω καὶ ἂν σὲ μᾶς φαίνεται τυχαῖο, ἀπροσδόκητο καὶ ἀπρόοπτο, στὶς ποικίλες περιστάσεις καὶ τὰ γεγονότα τῆς καθημερινῆς μας ζωῆς εἶναι ἡ «μυστικὴ μέθοδος» ποὺ ὁ Θεὸς ἀκολουθεῖ, γιὰ νὰ μᾶς συναντήσει.
Ὁ Χριστὸς ἤθελε νὰ συναντήσει τὴ Σαμαρείτιδα «πλησίον τοῦ χωρίου ὅ ἔδωκεν Ἰακὼβ Ἰωσὴφ τῷ υἱῷ αὐτοῦ» (Ἰω. 4,5), κοντὰ στὸ χωράφι ποὺ εἶχε δώσει ὁ Ἰακὼβ στὸ γιὸ του Ἰωσήφ. Οἱ Σαμαρεῖτες, μέσα στὶς αἱρετικὲς θρησκευτικές τους προτιμήσεις, ἦταν προσκολλημένοι στὶς δύο αὐτὲς βιβλικὲς μορφές, τὸν Ἰακὼβ καὶ τὸν Ἰωσήφ. Ἰουδαῖοι καὶ Σαμαρεῖτες βρίσκονταν σὲ μία διαρκῆ διαμάχη καὶ ἀντιπάθεια λόγῳ τῶν θρησκευτικῶν τους διαφορῶν. Αὐτὸ δὲν ἐμπόδισε τὸν Χριστό, κουρασμένο ἀπὸ τὴν ὁδοιπορία, νὰ καθίσει στὸ πηγάδι τοῦ Ἰακὼβ καὶ νὰ περιμένει, γιὰ νὰ συναντήσει τὴ Σαμαρείτιδα. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι πράγματι ὁ Θεὸς μᾶς ἀναζητᾶ, ἔρχεται πάντοτε καὶ μᾶς περιμένει στὸ δικό μας χῶρο, στὶς συνθῆκες τῆς δικῆς μας ζωῆς, στὶς ἀσχολίες καὶ τὰ ἐνδιαφέροντά μας, στὰ γεγονότα, στὶς ἐμπειρίες καὶ τὰ βιώματα τῆς καθημερινότητάς μας.
Πνευματικὴ λατρεία
Ἄραγε, ποῦ βρίσκεται ὁ Θεὸς καὶ ποῦ πρέπει νὰ Τὸν προσκυνοῦμε; Αὐτό, οὐσιαστικά, εἶναι τὸ ἐρώτημα ποὺ θέτει ἡ Σαμαρείτιδα στὸν Χριστό. Μία γυναίκα ἡ ὁποία μέσα στὴν ἁπλότητά τnς καὶ τὴν ἠθική της ἀταξία ἐκφράζει τὴ διαχρονικὴ πανανθρώπινη ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ. Σ’ αὐτὴ τὴν ἀναζήτηση ἡ ἀπάντηση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἐπαναστατική. Ὁ Θεὸς εἶναι πνεῦμα καὶ τὸ «πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ» (Ἰω. 3,8). Ὁ Θεὸς βρίσκεται παντοῦ, μέσα μας καὶ γύρω μας. Ὁ κόσμος ποὺ ζοῦμε εἶναι διάχυτος ἀπὸ τὶς ἐνέργειές Του καὶ ἡ πραγματικότητά μας διαποτισμένη ἀπὸ τὴν παρουσία Του. Τὸ μυστήριό Του εἶναι μία ἀλήθεια ποὺ μᾶς ἀπελευθερώνει ἀπὸ τὸ νόμο καὶ τὶς σκιές, τὰ σύμβολα καὶ τὶς τυπικὲς διατάξεις. Κάθε φορὰ ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἀνταποκρίνεται στὴν ἀπαίτηση τοῦ Χριστοῦ νὰ λατρεύει τὸν Θεὸ «ἐν πνεύματι καὶ ἀλήθειᾳ», γκρεμίζει μέσα του ὅλα τὰ εἴδωλα τῆς θρησκείας καὶ κάθε ἰδεολογίας ποὺ δημιουργεῖ μέσα στὴν ἱστορία, ἀλλὰ καὶ στὴν καθημερινή του ζωή. Συνειδητοποιεῖ ὅτι ἡ χριστιανικὴ πίστη καὶ λατρεία εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι μία ἀκόμη «ἀνακάλυψη» τοῦ ἀνθρώπου.
Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι μία θρησκεία δίπλα στὶς ἄλλες, ἔστω καὶ ἡ καλύτερη. Γιατί ὅπου θρησκεία, κάθε εἰκασία, δοξασία καὶ πεποίθηση τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὸν θεό. Καθετὶ ποὺ δημιουργεῖ ὁ ἄνθρωπος μέσα του γιὰ τὸν θεό. Γιὰ ἕναν θεὸ ποὺ ὁ ἄνθρωπος σκέφτεται, φαντάζεται καὶ ἐπινοεῖ μέσα στὶς φοβίες καὶ τὶς ἀνασφάλειές του. Ὅπου ὅμως Ἐκκλησία, ἡ φανέρωση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, ἡ ἐκδήλωση τῆς θυσιαστικῆς καὶ λυτρωτικῆς Του ἀγάπης γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ ἡ ἐμπειρία τῆς παρουσίας τῆς δύναμης καὶ τῆς σώζουσας χάριτός Του. Ἡ ἱστορία τοῦ χριστιανισμοῦ καὶ ἡ καθημερινὴ πράξη μαρτυρεῖ πάντοτε τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία. Τὴν ἀποτυχία νὰ λατρεύουμε τὸν Θεὸ «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ».
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, στὸ διαρκῆ ἀγώνα τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς συχνὰ παραμορφώνουμε καὶ ἀλλοιώνουμε τὸ ἀληθινὸ νόημα τῆς χριστιανικῆς πίστης καὶ λατρείας. Ἐγκλωβισμένοι, περιορίζουμε καὶ ἐξαντλοῦμε τὴ θρησκευτικότητά μας σὲ ἐξωτερικοὺς τύπους καὶ κανόνες. Ὑποτασσόμαστε τυφλὰ στὸ «γράμμα» διατάξεων καὶ νόμων. Ἀδιαφοροῦμε καὶ προδίδουμε τὸ «πνεῦμα» ὅλων αὐτῶν ποὺ ἡ Ἐκκλησία καθιέρωσε, γιὰ νὰ μᾶς βοηθοῦν καὶ ὄχι νὰ μᾶς αἰχμαλωτίζουν. Ἡ πληθώρα τῶν τυπικῶν διατάξεων καὶ κανόνων μὲ τοὺς ὁποίους εἶναι δομημένη ἡ χριστιανική μας ζωὴ ἀπαιτοῦν διάκριση, σύνεση καὶ φωτισμό, γιὰ νὰ μὴν ἐκφυλίζονται σὲ τυπολατρία, ἀλλὰ νὰ ἀποτελοῦν ἀλήθεια ποὺ γεμίζει καὶ σώζει τὰ πάντα. Ἀμήν.
8.
Ἀληθινοὶ Προσκυνητὲς τοῦ Θεοῦ (Ἰω. δ, 5-42)
Ἰωὴλ Φραγκᾶκος (Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας)
«Προσκυνήσουσι τῷ Πατρὶ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ»
Ὑπῆρχε μία διαμάχη μεταξὺ Ἰουδαίων καὶ Σαμαρειτῶν. Δὲν ἦταν συγγενεῖς λαοί. Ἡ Σαμάρεια ἦταν ἐξ’ ὁλοκλήρου ξένη περιοχὴ μὲ τὸν ἐθνικὸ βίο τοῦ Ἰσραήλ. Οἱ Σαμαρεῖτες πῆραν τὸ ὄνομά τους ἀπὸ τὸ ὄρος Σομόρ. Τὸν ἀληθινὸ Θεὸ τὸν θεωροῦσαν τοπικὸ θεό, ἐνῶ παράλληλα πίστευαν καὶ σὲ ἄλλους εἰδωλολατρικοὺς θεούς. Οἱ Ἰσραηλίτες ἀπέφευγαν μὲ ἀποστροφὴ τοὺς Σαμαρεῖτες καὶ οἱ ραββινικὲς ἐντολὲς ἦταν νὰ μὴν ἔχουν οἱ Ἰουδαῖοι οὐδεμία σχέση μὲ τοὺς κατοίκους τῆς Σαμάρειας. Στὴν περιοχὴ αὐτὴ σταμάτησε ὁ Χριστὸς νὰ ξεκουρασθεῖ καὶ πιὸ εἰδικὰ στὴν πόλη Συχὰρ κοντὰ στὴν πηγὴ τοῦ Ἰακώβ. Στὸ χῶρο ἔκανε διάλογο μὲ μία γυναίκα Σαμαρείτιδα.
Ὁ διάλογος τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴ Σαμαρείτιδα
Ἡ Σαμαρείτιδα ἀπὸ τὶς ἐρωτήσεις καὶ τὴν ἔκπληξη ποὺ δοκίμασε ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, φαίνεται πὼς ἦταν μία ἁπλοικὴ γυναίκα, ἀγράμματη καὶ ἀμαθής. Ἀκόμη φαίνεται πὼς δὲν εἶχε καὶ καλὴ βιοτή. Παρ’ ὅλα αὐτά, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, ἦταν ἄνθρωπος ποὺ ἐπιθυμοῦσε νὰ μάθει τὴν τελειότερη γνώση γιὰ τὸ θεό. Μεταξὺ ἄλλων ὁ Κύριος ἔθιξε τὸ θέμα τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ. Βέβαια τόνισε πὼς ὁ Σαμαρειτικὸς τρόπος λατρείας τοῦ θεοῦ εἶναι σφαλερός, ἐνῶ ὁ Ἰουδαϊκὸς ὁ ὀρθός. Οἱ Ἰουδαῖοι καὶ οἱ Σαμαρεῖτες νόμιζαν πὼς μὲ τὰ θυμιάματα, τὶς θυσίες, τὶς περιτομές, τὸ Ναὸ ἢ τὸ ὄρος Γαρειζίν, τοὺς σωματικοὺς καθαρμοὺς κ. ἄ. εὐαρεστοῦν τὸ θεό. Ἔρχεται ὁ Κύριος καὶ λέγει πὼς ὁ θεὸς εἶναι Πνεῦμα, δηλαδὴ ἄϋλος καὶ οἱ προσκυνητὲς πρέπει νὰ Τὸν λατρεύουν πνευματικά. Ὁ θεὸς δὲν θεραπεύεται μὲ τὴν ὕλη, γι’ αὐτὸ καὶ ἀνάλογη εἶναι καὶ ἡ λατρεία στὸ πρόσωπό Του. Ὅλοι οἱ καθαρμοὶ καὶ οἱ περιτομὲς εἶναι σκιές, ἐνῶ ἡ ἀλήθεια εἶναι ἡ πνευματικὴ λατρεία. Ὁ Εὐθύμιος Ζιγαβηνὸς γράφει πὼς πνευματικὴ λατρεία εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη. Ἄλλος ἑρμηνευτὴς θὰ πεῖ πὼς ἀληθινὴ λατρεία εἶναι ἡ ὀρθότητα τῶν δογμάτων καὶ τὰ κατορθώματα τῆς ἀρετῆς.
Ποῦ βρίσκεται ὁ Θεός;
Ποῦ εἶναι ὁ Θεὸς καὶ ποῦ πρέπει νὰ τὸν προσκυνοῦμε; Ὁ Θεὸς εἶναι παντοῦ καὶ μέσα μας. Ὁ θεὸς εἶναι πνεῦμα καὶ τὸ πνεῦμα «ὅπου θέλει πνεῖ» (Ἰωάν. 3,8). Ὅλος ὁ κόσμος πλέει μέσα στὶς ἐνέργειες τοῦ θεοῦ. Ἄλλωστε τὸ Πνεῦμα τοῦ θεοῦ «ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ ὕδατος» (Γέν. 1,2) καὶ τῆς ἀβύσσου. Ὁ θεὸς εἶναι «πανταχοῦ παρὼν καὶ τὰ πάντα πληρῶν». Ὁ Θεοφάνης ὁ Κεραμεὺς σημειώνει πὼς τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς στὴ Σαμαρείτιδα γιὰ τὴν ἀληθινὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ, σημαίνουν πὼς θὰ ἔλθει καιρός, κατὰ τὸν ὁποῖον «οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ οὐκ ἐν ἀφωρισμένῳ τόπῳ, ἀλλὰ πανταχόθεν προσοίσουσιν τὴν προσκύνησιν τῷ πανταχοῦ παρόντι θεῷ», δηλαδὴ οἱ ἀληθινοὶ προσκυνητὲς ὄχι σὲ κάποιον εἰδικὸ τόπο, ἀλλὰ παντοῦ καὶ σ’ ὅλα τὰ μέρη τῆς γῆς θὰ προσφέρουν τὴν προσκύνηση στὸν πανταχοῦ παρόντα θεό. Μέσα στὰ δύο τελειωτικὰ στοιχεῖα τοῦ ἀνθρώπου ποὺ εἶναι ἡ πράξη καὶ ἡ θεωρία, θὰ λατρεύεται ὁ Θεός.
Ἡ Σαμαρείτιδα εἶναι ἔλεγχος τῶν ραθύμων
Ἐὰν μιὰ γυναίκα Σαμαρείτιδα δείχνει τόση σπουδὴ καὶ τόση ἐπιμέλεια καὶ προθυμία γιὰ νὰ μάθει κάτι χρήσιμο γιὰ τὴν πνευματική της ζωὴ καὶ παραμένει πλησίον τοῦ Κυρίου, ἂν καὶ ἀγνοοῦσε ποιὸς εἶναι, καταλαβαίνουμε τί πρέπει νὰ κάνουμε ἐμεῖς. Ἐμεῖς γνωρίζουμε ποιὸς εἶναι ὁ Ἰησοῦς, ποὺ βρίσκεται, ποὺ προσφέρει τὸν ἑαυτὸ Του κ.λ.π. Πάντοτε νὰ Τὸν ἀναζητοῦμε χωρὶς ὀκνηρία. Στοιχειώδη πράγματα ἀγνοοῦμε γύρω ἀπὸ τὴν πνευματική μας ζωή. Πολλοὶ ἀπὸ μᾶς δὲ γνωρίζουμε ποιὸ θεὸ λατρεύουμε. Τί εἶναι Ἐκκλησία; Πῶς θὰ σωθοῦμε; Ἡ μετάνοια τί χαρακτηριστικὰ ἔχει καὶ πολλὰ ἄλλα. Ἡ γυναίκα αὐτή, ἂν καὶ ἁμαρτωλή, εἶχε ἐπιθυμία νὰ μάθει τὴν ἀληθινὴ λατρεία τοῦ θεοῦ. Ἐμεῖς ἔχουμε τὸ ἴδιο ἐνδιαφέρον νὰ μάθουμε τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ τὸ Εὐαγγέλιο;
Ἀδελφοί μου,
Ἐὰν ἐνδιαφερόμαστε νὰ μάθουμε κάτι, θὰ γνωρίζαμε πὼς ἡ ἀληθινὴ λατρεία εἶναι πνευματική. «Τιμήσατε τὸν Θεὸν πλέον τῆς συνηθείας», γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ θεολόγος. Δὲ μᾶς σώζουν τὰ εὐλαβῆ ἔθιμα, ἀλλὰ ἡ ὁλόψυχη καὶ μὲ ἐπίγνωση πνευματικὴ λατρεία τοῦ θεοῦ.
9.
Κυριακὴ τῆς Σαμαρείτιδος
Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))
Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ, καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ὅταν ἡ Σαμαρείτιδα ἐπέστρεψε βιαστικά στὴν πόλη της καὶ κάλεσε ὅλους ὅσους ζοῦσαν κοντά της νὰ δοῦν τὸν Χριστό, εἶπε: «Ἐλᾶτε! ἐδῶ εἶναι ἕνας ἄνθρωπος πού μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔχω κάνει!» Καὶ τὰ πλήθη συνέρρευσαν, κι ἄκουσαν ὅσα ὁ Χριστὸς εἶχε νὰ πεῖ.
Κάποιες φορές σκεφτόμαστε, πόσο εὔκολο ἦταν γι’ αὐτὴν τὴν γυναίκα νὰ πιστέψει καὶ πόσο εὔκολο τῆς ἦταν, μετὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν συγκλονιστικὴ ἐμπειρία, νὰ στραφεῖ στοὺς ἄλλους καὶ νὰ πεῖ: «Ἐλᾶτε! Ἀκοῦστε κάποιον ποὺ μιλᾶ ὅπως κανένας ἄλλος δὲν μίλησε ποτέ, κάποιον, ποὺ χωρὶς μιὰ δική μου λέξη εἶδε στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μου, στὸ σκοτάδι τῆς ζωῆς μου καὶ γνώριζε τὰ πάντα.
Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν εἶναι κάτι ποὺ μπορεῖ νὰ συμβεῖ στὸν καθένα μας. Ὁ Χριστός δὲν τῆς εἶπε κάτι πολὺ ἰδιαίτερο. Τῆς εἶπε ποιὰ ἦταν· ποιὰ ἦταν ἡ ζωή της, πῶς τὴν ἔβλεπε ὁ Θεός. Ἀλλὰ αὐτὸ μπορεῖ νὰ μᾶς τὸ λέει κάθε μέρα στὴ ζωή μας, ὄχι σὰν μιὰ μυστική ἐμπειρία, ὄχι ὅπως συμβαίνει σὲ κάποιους ἁγίους, ἀλλὰ μὲ τὸν ἁπλούστερο δυνατὸ τρόπο.
Ἄν στραφοῦμε στὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὸ διαβάζουμε κάθε μέρα, ἤ τὸ διαβάζουμε μιὰ φορὰ γιὰ λίγο ἀλλὰ μὲ πνεῦμα ἀνοιχτὸ ποὺ δὲν τὸ ἔχουμε πάντα, πιθανὸν νὰ σκεφτοῦμε ὅτι ὁ Χριστὸς κρατάει μπροστά μας ἕναν καθρέφτη στὸν ὁποῖο βλέπουμε τοὺς ἑαυτούς μας ὅπως εἶναι: εἴτε μὲ μιὰ ἀγαλλίαση ἀπὸ αὐτὸ ποὺ βλέπουμε, ἤ ἀντίθετα, συγκλονισμένοι ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι εἴμαστε τόσο διαφορετικοὶ ἀπ’ αὐτὸ ποὺ φαίνεται ἤ ποὺ φανταζόμαστε ὅτι εἴμαστε.
Ὁ Χριστὸς εἶπε στὴ Σαμαρείτιδα: Φώναξε τὸν ἄνδρα σου! Κι αὐτὴ εἶπε: «Δὲν ἔχω ἄνδρα.» Κι ὁ Χριστὸς ἀπάντησε: «Εἶπες τὴν ἀλήθεια. Εἶχες πέντε ἄνδρες κι ἐκεῖνος ποὺ ἔχεις τώρα δὲν εἶναι ἄνδρας σου περισσότερο ἀπὸ ὁποιονδήποτε ἄλλο.»
Κάποιοι πνευματικοὶ συγγραφεῖς ἔχουν σχολιάσει αὐτό τὸ ἐδάφιο λέγοντας ὅτι ὁ Χριστὸς ἤθελε να τῆς πεῖ: Ναί, εἶχες δεθεῖ μὲ ὅλα ὅσα οἱ πέντε αἰσθήσεις σοῦ ἔδιναν, καὶ διαπίστωσες ὅτι σὲ καμία δὲν βρῆκες ἱκανοποίηση, πληρότητα. Καὶ τώρα ὅ,τι σοῦ ἔχει ἀπομείνει εἶναι ὁ ἑαυτός σου, τὸ σῶμα, τὸ μυαλό σου καὶ αὐτό, δίχως πιὰ νὰ σὲ ἱκανοποιοῦν οἱ πέντε αἰσθήσεις σου, σοῦ δίνει αὐτήν τὴν πληρότητα χωρὶς τὴν ὁποία δὲν μπορεῖς να ζήσεις.
Δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ μᾶς λέει ὁ Χριστός στὸ Εὐαγγέλιο, ὅταν μᾶς παρουσιάζει αὐτὸ ποὺ μποροῦμε νὰ εἴμαστε, ὅταν μᾶς καλεῖ σ’ αὐτὸ τὸ μεγαλεῖο, ποὺ εἶναι τὸ δικό μας μέσα ἀπὸ τὸ Θεικὸ κάλεσμα· τὸ μεγαλεῖο ποὺ ὁ Παῦλος περιγράφει, καλώντας μας νὰ φτάσουμε «εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» – νὰ γίνουμε ἄνθρωποι ὅπως Ἐκεῖνος, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ὅπως ὁ Χριστὸς εἶναι πραγματικὸς ἄνθρωπος πλήρης ἀπὸ τὴν σχέση Του μὲ τὸν Θεό.
Ἔτσι λοιπόν, ἄς μάθουμε ἀπὸ αὐτὴν τὴ γυναίκα ὅτι προσπαθήσαμε νὰ βροῦμε τρόπους γιὰ νὰ δεχθοῦμε τὸ μήνυμα τούτου τοῦ κόσμου καὶ νὰ ὁλοκληρωθοῦμε, καὶ νὰ ἀνακαλύψουμε ὅτι τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς γεμίσει, γιατὶ ἡ ψυχὴ τοῦ άνθρώπου εἶναι πιὸ βαθιὰ ἀπὸ τὰ ὑλικὰ καὶ τὰ ψυχολογικά πράγματα – μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ γεμίσει αὐτὸ τὸ βάθος. Ἄν μπορούσαμε μόνο νὰ τὸ συνειδητοποιήσουμε, θὰ βρισκόμασταν ἀκριβῶς στὴν θέση τῆς Σαμαρείτιδας. Δὲν μᾶς χρειάζεται νὰ συναντήσουμε τὸν Χριστὸ στὸ πηγάδι· τὸ πηγάδι, βεβαίως εἶναι τὸ Εὐαγγέλιο, ὁ τόπος ἀπ’ ὅπου ἴσως πηγάζει τὸ ὕδωρ τῆς ζωῆς – ὄχι ἕνα πραγματικὸ πηγάδι, ἐκεῖνο τὸ πηγάδι εἶναι ἕνα σύμβολο. Τὸ νερὸ ποὺ θὰ πιοῦμε εἶναι διαφορετικό.
Ἄς μιμηθοῦμε αὐτὴ τὴ γυναίκα, ἄς συνέλθουμε, ἄς συνειδητοποιήσουμε ὅτι δὲν ὁλοκληρωθήκαμε ἀπὸ ὅλα ὅσα ἔχουν δεσμεύσει τὴν ζωή μας· κι ἄς ἀναρωτηθοῦμε: «Ποιὸς εἶμαι σὲ σχέση μὲ τὸ ὅραμα τοῦ Θεοῦ;» Καὶ μετὰ μποροῦμε νὰ πᾶμε στοὺς ἄλλους καὶ να ποῦμε: Συνάντησα κάποιον ποὺ κρατοῦσε ἕναν καθρέφτη μπροστὰ στὰ μάτια μου, καὶ εἶδα τὸν ἑαυτό μου ὅπως εἶμαι, καὶ εἶπε γιὰ μένα: ἔλα καὶ δές! Ἔλα – κι ἄκουσέ Τον! … Καὶ ἄλλοι θὰ ἔρθουν, θ’ ἀκούσουν, καὶ θὰ γυρίσουν νὰ μᾶς ποῦν: Δὲν εἶναι πλέον ἡ μαρτυρία σας ποὺ μᾶς ἔκανε νὰ πιστέψουμε – εἴδαμε μὲ τὰ μάτια μας, ἀκούσαμε μὲ τ’ αὐτιά μας, γνωρίσαμε. Πιστεύουμε. Ἀμήν.