Σὲ δέκα ἡμέραις περάσοντας τοὺς ἔγραψα εἷς τὸ Λεοντάρι, ὅτι «νὰ ἔλθητε νὰ πιάσουμε τὸ Βαλτέτσι». Καὶ τότε ξεκίνησε ὁ Μπεϊζαντές, οἱ Πετροβαῖοι καὶ Μεσσήνιοι 1200, Παπατσώνης. Ἐπῆγα καὶ ἐγὼ εἷς τὸ Βαλτέτσι, τοὺς λέγω: «Νὰ φτειάσετε τὰ ταμπούρια κλειστά· εἷς τὴν ἄκρη τοῦ χωριοῦ ἦτον μία ἐκκλησιά, νὰ γένη ταμπούρι, καθὼς καὶ δυὸ καταράχια, ποὺ… ἐδιαφέντευαν τὸ χωριό, ὀποῦ ἂν ἔλθουν οἱ Τοῦρκοι νὰ κλεισθῆτε μέσα». Μοῦ ἀπεκρίθησαν ἐκεῖνοι: «Χανόμεθα». – «Ἐσεῖς κλεισθῆτε καὶ ἐγώ σας ἔρχομαι μεντάτι, σᾶς παίρνω εἷς τὸν λαιμό μου». Ἐκείνη τὴν ἴδια ὥρα, ὅπου ἠμεῖς ἐφτειάναμε αὐτό, ἦλθεν ὁ Κεχαϊᾶς μὲ 4000 εἷς τὴν Βοστίτσα ἀπὸ τὰ Γιάννινα, ἔκαψε τὴν Βοστίτσα, ἐπέρασε εἷς τὰ Μαῦρα λιθάρια ἀτουφέκιστος, ἔκαψε τὴν Κόρινθο. Ὁ Φλέσσας ἔκαψε τὰ σπίτια τοῦ Κιαμὴλ μπέη· ἔκαψε τὸ Ἄργος ὁ Κεχαϊᾶς, ἐπέρασε ἀπὸ τὸ Τουρνίκι, ἐμβῆκε εἷς τὴν Τριπολιτσά. Μπαίνοντας εἷς Τριπολιτσά, τοῦ ἱστόρησαν τὸν πόλεμον τὸν πρῶτον του Βαλτετσιοῦ – ποὺ ἐκυνηγήσαμεν τοὺς Ρωμαίους καὶ ἐπαινέματα τούρκικά· του εἶπαν οἱ παλιοὶ Τοῦρκοι: «Ἧσσον Ῥοῦσσοι, τοὺς κυνηγήσαμεν εἷς τὸν κάμπον τοῦ Σινάνου, ἐπροσκύνησαν». Τὸ αὐτὸ σχέδιον ἤθελον νὰ κάμουν.

Ὁ Κεχαϊᾶς, καλὰ τερτιπλῆς καὶ πολεμικός, κάνει ἕνα σχέδιον καὶ στέλνει τὸν Ρουμπὴ ἀπὸ τὰ Μπαρδούνια ἐπὶ κεφαλῆς μὲ 5000 νὰ πάγη ‘ς τὸ Βαλτέτσι νὰ κυνηγήση τοὺς Ἕλληνας· καὶ στέλνει καὶ 1500 χωριστὰ διὰ νυκτὸς γιὰ νὰ πιάσουν τὰ ὄπισθεν τοῦ Βαλτετσιοῦ, ποὺ ἂν τσακισθοῦν οἱ Ἕλληνες, καθὼς τὴν πρώτην φορᾶν, νὰ τοὺς κτυπήσουν· καὶ ἀτὸς τοῦ παίρνει 2000 καβαλαραίους εἷς τὰ ὄπισθεν τοῦ Βαλτετσιοῦ· τὸ ὁμοίως νὰ ἀκολουθήσει ὅταν τσκίσουνε οἱ Ἕλληνες· καὶ 1000 βάνει εἷς τὸ Καλογεροβούνι διὰ νὰ ἀντισταθοῦν εἷς τὸ στράτευμα τῶν Βερβενιῶν, ἂν κινήσει μεντάτι. Τὸ ἕνα στράτευμα, ὁποῦ ἤμουν, εἷς τὸ Χρυσοβίτσι εἶχε 800, καὶ τὸ μὲν στράτευμα τῆς Πιάνας μὲ τὸ Δ. Κολιόπουλο μὲ 700· τὸν Κανέλο Δεληγιάννη τὸν εἴχαμεν ἔφορον μὲ ἄλλους τέσσαρους γιατί ἔβαλα ἐφορία νὰ οἰκονομοῦν τὰ στρατεύματα. Τὴν αὐγὴν ὅπου ἐκίνησαν οἱ Τοῦρκοι διὰ τὸ Βαλτέτσι οἱ βάρδιαις ἦτον διὰ νυκτὸς ἀπερασμέναις εἷς ταὶς τοποθεσίες. Ἐγὼ ἐκοιμόμουν εἷς τὸ Βαλτέτσι, ἐγευμάτιζα εἷς τὴν Πιάνα καὶ ἐδείπναγα εἷς τὸ Χρυσοβίτσι καὶ ἐπεριφερόμουν ‘ς τὰ τρία ὀρδιὰ καὶ ἔντεσα ἐκείνη τὴν ἡμέρα νὰ εἶμαι εἷς τὸ Χρυσοβίτσι. Εἷς τὴν Πάνω Χρέπα, ἀπάνω ἀπὸ τὴν Τριπολιτσά, εἴχαμε βάρδιαις καὶ ἔδιδαν εἴδηση, πόθεν πᾶνε οἱ Τοῦρκοι. Ἐκείνην τὴν ἠμέρα μας ἔκαναν σινιάλο, ὅτι οἱ Τοῦρκοι πᾶνε εἷς τὸ Βαλτέτσι· – μᾶς ἔκαμαν φωτιαῖς ὅτι οἱ Τοῦρκοι πᾶνε εἷς τὸ Βαλτέτσι. Εὐθὺς ἐκίνησα μὲ τοὺς 800 καὶ ἔκαμα διαταγὴ ν’ ἀκολουθήσουν κ’ οἱ ἄλλοι· ὅσο νὰ ἔλθουν οἱ Τοῦρκοι εἷς τὸ Βαλτέτσι, ἐφθάσαμεν καὶ ἠμεῖς.

Ἄνοιξε ὁ πόλεμος τοῦ Βαλτετσιοῦ. Τοὺς ‘δικούς μας τοὺς πολιόρκησαν οἱ 5000. Ἀνοίγοντας τὸ τουφέκι ἐφθάσαμεν καὶ ἠμεῖς εἷς ταῖς πλάτες τῶν Τοῦρκων, ρημάξαμε μία μπαταριὰ νὰ ἐμψυχωθοῦν οἱ μέσα, καὶ οἱ μέσα ἐχάρηκαν καὶ ἔρρηξαν κ’ ἐκεῖνοι, ἔρρηξαν καὶ οἱ Τοῦρκοι, ἔγεινε κρότος μεγάλος. Οἱ Τοῦρκοι, οἱ ἐμπροστιναὶς φύλαξες περίμεναν νὰ φύγουν οἱ Ἕλληνες, καρτερώντας δυὸ ὥραις καὶ ἀκούοντας φρικτὸ πόλεμον ὀπίσω, ἐπείκιασαν ὅτι οἱ Ἕλληνες ἐκλείσθησαν καὶ πολεμᾶν? ἦρθαν κ’ ἐκεῖνοι εἷς τὴν πολιορκίαν τῶν Ἑλλήνων, ?πιασαν ἕνα καταράχι δέκα μπαϊράκια καὶ ἐμπόδιζαν τὴν κοινωνᾶν μας μὲ τοὺς μέσα. Ἠμεῖς οἱ 800 ἐδυναμώσαμεν τὸν τόπον γιὰ νὰ μᾶς πάρουν τὰ ὀπίσθια οἱ Τοῦρκοι. Ὁ Κεχαϊᾶς ἐκαρτέρεσε κι αὐτός, δὲν εἶδε τίποτες, ἦλθε εἷς τὸ Βαλτέτσι μὲ δυὸ κανόνια. Πολεμοῦν οἱ Ἕλληνες οἱ κλεισμένοι· ἔφθασε καὶ ὁ Κολιόπουλος, ἔκλεισε τὸ Ρουμπὴ μὲ τοὺς 5000 καὶ δὲν εἶχε ἀνταπόκριση μὲ τοὺς ἄλλους Τούρκους· τοὺς ἔβαλε (ὁ Ρουμπής) τὸ κανόνι, πλὴν δὲν τοὺς ἔκανε ζημία· ὁ πόλεμος ἐστάθη σφοδρὸς ὅλην τὴν ἡμέραν. Οἱ Τοῦρκοι ἐπρόσμεναν μὲ τὰ ψηφώματα νὰ ἀδειάσουν τὸ Βαλτέτσι οἱ κλεισμένοι, καὶ ἠμεῖς ἀκαρτερούσαμεν νὰ φύγουν οἱ Τοῦρκοι. Τὸ βράδυ παίρνω μερικοὺς καὶ πάγω εἷς τὸ καταράχι ὅπου ἦτον οἱ σημαῖες τῶν Τουρκῶν· ἐπῆγα κοντά, τοὺς τουφέκισα, μὲ δίδουν τέσσερα τουφέκια· – οἱ Ἕλληνες ὀπίσω δὲν ἐκατάλαβαν – : «Ζωντανοὺς θὰ σᾶς πιάσω, ἐγὼ εἶμαι Κολοκοτρώνης». – «Τί εἶσαι σύ?» – «Ὁ Κολοκοτρώνης». Ἄδειασαν τὸν τόπον· τότε ἐμβήκαμε εἷς τὸ Βαλτέτσι, ἐδόσαμε φυσέκια, ψωμί, ὅτι ἀναγκαία ἦτον εἷς ἐκείνους. Εἷς ταὶς δυὸ ὧρες τῆς νυκτὸς ἦλθαν 200 εἰδικοί μας καὶ ἔρρηξαν μία μπαταριά, ἐνομίζαμεν ὅτι εἶναι Τοῦρκοι, καὶ ἦτον Ἕλληνες. Ἐξενυκτίσαμε καὶ τὰ δυὸ μέρη, ὁ ἕνας πὼς θὰ φύγη ὁ ἄλλος. Ἐξημερώσαμεν εἷς τὸν πόλεμον. Βάνω τὸ κιάλι καὶ τηράω, βλέπω τοὺς Τούρκους εἷς ἕνα μέρος, ὁ Ρουμπὴς ἦτον ἀποκλεισμένος. Τὴν αὐγὴ ὁ Κεχαϊᾶς ἔβαλε τὸ κανόνι εἷς τὸ ταμπούρι τοῦ Μπεϊζαντὲ τοῦ Ἠλία· τὸ κανόνι προσπέρναε τὸ ταμπούρι τοῦ Ἠλία καὶ ἔπερνε τὸ ταμπούρι τοῦ Ῥουμπῆ. Ἂν τὸ χαμήλωνε θὰ τὸν ἔπαιρνε.

Ὁ Ῥουμπῆς ἐστεναχωρήθη νὰ γυρίση μὲ γιουρούσι, ἀνάμεσα τῶν δυὸ ταμπουριῶν τῶν Ἑλλήνων. Ἐπείκιασα ὅτι θέλει νὰ φύγη· τὸν ἐζυγώσαμε κοντά· κάνει γιουρούσι ὁ Ρουμπὴς – ἀπὸ τὴν τρομάρα τοὺς ἀφίνουν τουφέκια· πέφτουν ἀνάμεσα τῶν δυό, τοῦ σκοτώνουν ὦς 300, ἠμεῖς ἀπὸ πίσω. Ἐπέσαμεν ἀπὸ κοντά, ἐπετάχθησαν καὶ οἱ κλεισμένοι Ἕλληνες, τοὺς μάσαμεν μπλαστοί, τοὺς μονομεριάσαμεν, τοὺς ἀκολουθούσαμεν, Οἱ Ἕλληνες ἔπεσαν εἷς τὰ λάφυρα καὶ εἷς τους σκοτωμένους καὶ δὲν ἀκολουθοῦσαν μὲ προθυμία. Ὁ Νικηταρᾶς ἔντεσε νὰ εἶναι εἷς Βέρβενα μὲ 800, ἔρχεται, δὲν ἔφθασε εἷς ὥρα, τοὺς ἐκυνηγήσαμεν ἔως ποὺ τοὺς ἐβγάλαμε εἷς τὸν κάμπον. Ἐκεῖνος ὁ πόλεμος ἐστάθη ἡ εὐτυχία τῆς Πατρίδος· ἂν ἐχαλιώμεθα ἐκινδυνεύαμεν νὰ κάμωμε ὀρδὶ πλέον.

Ὁ Μπεϊζαντὲς εἷς τὸ καταράχι, καὶ εἷς τὴν ἐκκλησία ἄνθρωποι τοῦ Μπεϊζαντὲ – ὁ Μητροπέτροβας εἷς τὸ ἄλλο καταράχι, ἄλλο ταμπούρι εἶχαν οἱ Λεονταρίταις. Ὁ Κολιόπουλος εἴχεν ἀποκλεισμένον τὸ Ῥουμπῆ. – Ὅλοι ὁμοῦ ἐκυνηγήσαμεν τὸν ἐχθρόν.

Δώδεκα δεκατρεῖς Μαΐου ἦτον.

23 ὦρες ἐβάσταξε ὁ πόλεμος.

Ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἦτον Παρασκευὴ καὶ ἔβαλα λόγον, ὅτι: «Πρέπει νὰ νηστεύσωμεν ὅλοι διὰ δοξολογίαν ἐκείνης τῆς ἡμέρας, καὶ νὰ δοξάζεται αἰώνας αἰώνων ἐως οὐ στέκει τὸ ἔθνος, διατὶ ἦτον ἡ ἐλευθερία τῆς Πατρίδος».

12 Μαΐου 1821 – Ἡ μάχη τοῦ Βαλτετσίου

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.

Η μάχη του Βαλτετσίου (12-13 Μαΐου 1821) θεωρείται ως μία από τις πιο αποφασιστικές μάχες της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, που οδήγησε στην Άλωση της Τριπολιτσάς.

Προετοιμασίες για τη μάχη

Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Τριπολιτσάς, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης οργάνωσε στρατόπεδα στα υψώματα γύρω από την πόλη. Έτσι στις 16 Απριλίου 1821 διέταξε την οχύρωση τεσσάρων λόφων δίπλα στο χωριό Βαλτέτσι.

Ταυτόχρονα, οι Τούρκοι, που ήταν κλεισμένοι στην Τριπολιτσά, με αγωνία περίμεναν βοήθεια από τον Χουρσίτ, που βρισκόταν στα Γιάννενα και πολεμούσε τον Αλή Πασά. Ο Χουρσίτ έστειλε ισχυρό στράτευμα με επικεφαλής τον Κιοσέ Μεχμέτ, ο οποίος το χώρισε σε δύο τμήματα. Στο πρώτο ηγήθηκε ο ίδιος με τον Ομέρ Βρυώνη, με 14.000 στρατό[1] και κατευθύνθηκε ανατολικά. Το δεύτερο, που αποτελείτο από 3.500 Αλβανούς,[2] κατευθύνθηκε προς τη δυτική Ελλάδα, υπό την ηγεσία του Κεχαγιάμπεη Μουσταφά.

Ο στρατός του Κεχαγιάμπεη πέρασε το Αντίρριο χωρίς απώλειες. Πέρασε από την Πάτρα, πυρπόλησε τη Βοστίτσα[2] (Αίγιο) και στη συνέχεια έλυσε τις ελληνικές πολιορκίες σε Κόρινθο[3] και Άργος[4], για να μπει,τελικά,στην Τριπολιτσά[5]

Η πρώτη μάχη, 24 Απριλίου 1821

Ο Αναγνωσταράς πολεμά τους Τούρκους στο Βαλτέτσι

Στις 24 Απριλίου, ο Κεχαγιάμπεης βγήκε από την Τρίπολη με 4.000 άνδρες και επιτέθηκε στο Βαλτέτσι. Οι ολιγάριθμοι υπερασπιστές του υποχώρησαν, χάνοντας ζώα και προμήθειες. Η μάχη συνεχίστηκε βόρεια του χωριού όπου ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης είχε βρεθεί σε πολύ δύσκολη θέση. Σε βοήθειά του έσπευσε ο Δημήτρης Πλαπούτας χτυπώντας τους Τούρκους από τα νώτα. Οι Τούρκοι αναγκάστηκαν σε υποχώρηση και ο Κολοκοτρώνης τους κυνήγησε μέχρι το χωριό Μάκρη.

Μετά τη μάχη, το στρατόπεδο ανασυγκροτήθηκε ταχύτατα με φρουρά 1.000 ανδρών και επικεφαλής τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη. Δημιουργήθηκαν εκ νέου ταμπούρια και κατέφθασαν ενισχύσεις. Στο πρώτο ταμπούρι βρέθηκαν ο Ηλίας και ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης με όλους τους Μανιάτες. Στο δεύτερο ο Μητροπέτροβας, ο Παπατσώνης, ο Κεφάλας, ο Γιάννης Μαυρομιχάλης, ο Παναγιώτης Κατριβάνος από το Ίσαρι Μεγαλόπολης και ο Θανάσης Δαγρές από τη Βρωμόβρυση Μεσσηνίας, με τους στρατιώτες τους. Στο τρίτο ο Ηλίας και ο Νικήτας Φλέσσας, ο Σιώρης, ο Νικηταράς και πολλοί Λιονταρίτες και Γορτύνιοι.

Η δεύτερη μάχη, 12-13 Μαΐου 1821

Τα χαράματα της 12ης Μαΐου, ο Κεχαγιάμπεης βγήκε από την Τρίπολη με 10.000 Τουρκαλβανούς με προορισμό την Καλαμάτα. Κάποιοι Βαρδουνιώτες,με σκοπό τη λαφυραγωγία και με αρχηγό τον Βαρδουνιώτη Ρουμπή, αντιλήφθηκαν την παρουσία Ελλήνων στο Βαλτέτσι, άρχισαν τις αψιμαχίες μαζί τους, για να προστεθούν στη συνέχεια και οι άλλοι.[6] Τότε κατέφθασε ο Κολοκοτρώνης, αφού ειδοποιηθηκε, με 700 άνδρες. Ο Ρουμπής, που βρέθηκε πλέον περικυκλωμένος, ζήτησε ενίσχυση από τον κεχαγιάμπεη που μέχρι τότε παρακολουθούσε τη μάχη επικεφαλής 3.000 ιππέων.

Το απόγευμα έφτασε ο Δημήτρης Πλαπούτας και ο Κανέλλος Δεληγιάννης με 700 άνδρες[6]. Η μάχη συνεχίστηκε μέχρι τη νύχτα χωρίς να υποχωρεί καμία πλευρά. Τα ξημερώματα της 13ης Μαΐου, οι Τούρκοι ξεκίνησαν νέα επίθεση[6].

Το τέλος της μάχης

Μετά από 4 ώρες μάχης[7] και ενώ ο Ρουμπής κινδύνευε, ο Κεχαγιάμπεης διέταξε υποχώρηση. Βλέποντας αυτήν την κίνηση, ο Κολοκοτρώνης ξεκίνησε γενική αντεπίθεση. Έτσι οι Τούρκοι τράπηκαν σε άτακτη φυγή, πετώντας τα όπλα τους.

Συνολικά οι Τούρκοι είχαν 300 νεκρούς και πάνω από 500 τραυματίες[7][8] ενώ οι Έλληνες μόλις 2[7]. Ανάμεσα στα λάφυρα των επαναστατών ήταν πολλά τουφέκια, 1 πυροβόλο και 8 σημαίες[7]. Η μάχη υπήρξε καθοριστική για το ηθικό των αντιμαχομένων. Οι Έλληνες, οι οποίοι πολέμησαν για πρώτη φορά κάτω από σωστή οργάνωση, πήραν θάρρος συνειδητοποιώντας την ανωτερότητά τους έναντι των Τούρκων, ενώ οι δεύτεροι κατάλαβαν ότι η επανάσταση ήταν κάτι σοβαρότερο από μία απλή εξέγερση ολιγάριθμων Ελλήνων.[8] Ο Κανέλλος Δεληγιάννης περιγράφει τη μάχη με τα παρακάτω λόγια:

Αυτή η ένδοξος νίκη ήταν η κρίσις της Ελληνικής Επαναστάσεως και εις αυτήν χρεωστείται η ανεξαρτησία της πατρίδος καθ’ ότι ενεθάρρυνε και εμψύχωσε τους Έλληνας.

Η μάχη του Βαλτετσίου περιγράφεται και στο παρακάτω δημοτικό τραγούδι:

“Τι έχεις, καημένε κόρακα, που σκούζεις και φωνάζεις;

Μήπως διψάς για αίματα, για τούρκικα κεφάλια;

Πέρασε από τα Τρίκορφα και σύρε στο Βαλτέτσι,

όπου είν’ ο τόπος δυνατός και δυνατά ταμπούρια,

εκεί θα βρεις τα αίματα, τα τούρκικα κεφάλια,

Τρία μπαϊράκια κίνησαν από μέσα από τη χώρα,

το ένα πάει στα Τρίκορφα, τ’ άλλο στους Αραχαμίτες,

κι αυτός ο Κεχαγιάμπεης πηγαίνει στο Βαλτέτσι.

Ο Κυριακούλης του μιλάει κι ο Μπεζαντές του λέει:

“Πού πας, βρε Κεχαγιάμπεη, τ’ Αλή πασά κοπέλι;

Εδώ δεν είναι Κόρινθος, δεν είναι Πέρα Χώρα,

δεν είναι τ’ αργίτικα κρασιά, του Μπέλεση τα κριάρια.

Εδώ είν’ ορδή Καρύταινας, μανιάτικο ντουφέκι,

Κολοκοτρώνης αρχηγός με το Μαυρομιχάλη”.

Αφήστε τα ντουφέκια σας και βγάλτε τα σπαθιά σας

βάλτε τους Τούρκους εμπροστά, σαν πρόβατα, σαν γίδια”.

Παραπομπές

Σπηλιάδης, Νικόλαος (1851). Απομνημονεύματα. Αθήνα: Χ.Ν.Φιλαδελφέως, σελ. 133.

Σπηλιάδης, Νικόλαος (1851). Απομνημονεύματα. Αθήνα: Χ.Ν.Φιλαδελφέως, σελ. 133.

Σπηλιάδης, Νικόλαος (1851). Απομνημονεύματα. Αθήνα: Χ.Ν.Φιλαδελφέως, σελ. 134.

Σπηλιάδης, Νικόλαος (1851). Απομνημονεύματα. Αθήνα: Χ.Ν.Φιλαδελφέως, σελ. 135.

Σπηλιάδης, Νικόλαος (1851). Απομνημονεύματα. Αθήνα: Χ.Ν.Φιλαδελφέως, σελ. 137.

Σπηλιάδης, Νικόλαος (1851). Απομνημονεύματα. Αθήνα: Χ.Ν.Φιλαδελφέως, σελ. 145.

Σπηλιάδης, Νικόλαος (1851). Απομνημονεύματα. Αθήνα: Χ.Ν.Φιλαδελφέως, σελ. 146.

Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τ. ΙΑ΄, σ.119.