1.

«Κύριε, άνθρωπον ουκ έχω» (Ιωάν. ε’7)

 Δυο βασικά μηνύματα προβάλλουν μέσα από το άκουσμα ή τη μελέτη του σημερινού Ευαγγελίου. Πρώτον, ότι υπάρχει όχι μόνο ατομική αλλά και κοινωνική παραλυσία με βασική αιτία την αμαρτία. Δεύτερον, ότι ο Χριστός έρχεται για να προσφέρει ολοκληρωμένη ψυχοσωματική θεραπεία στον άνθρωπο, προσφέροντάς του τη δυνατότητα να βγει από τα αδιέξοδα στα οποία οδηγήθηκε εξαιτίας της αμαρτίας.

 Έτσι, στη διαχρονική κραυγή «άνθρωπον ουκ έχω», ο Χριστός θέτει στον άνθρωπο την ερώτηση: «θέλεις υγιής γενέσθαι;» Αν η απάντηση είναι ναι, τότε υπάρχει δυνατότητα. Γιατί, μπορεί να μην υπάρχει διαθέσιμος άνθρωπος για οποιαδήποτε βοήθεια, όμως είναι διαθέσιμος «ο Υιός του Ανθρώπου». Ο Χριστός, είναι πάντοτε παρών για να παρηγορήσει, αλλά και ιδιαίτερα για να προσφέρει την αναγκαία θεραπεία, τόσο του σώματος, όσο και της ψυχής.

 Ο Χριστός, ως Θεός, προσφέρει τη δυνατότητα, δημιουργεί τις προϋποθέσεις, προσφέρει τη Χάρη Του, όμως αφήνει το περιθώριο επιλογής στον άνθρωπο. Και αυτή η επιλογή, σαν πράξη ελευθερίας και ιδιαίτερα πίστεως, είναι απόδειξη όχι μόνο της αποδοχής, αλλά και της δικής του συνεισφοράς στο έργο της σωτηρίας του. Ακόμα θα είναι και η καλύτερη απόδειξη της αποδοχής του Χριστού ως Θεού.

 Άρα, μέσα από το «θέλεις» προσφέρει τη δυνατότητα του «μπορείς». Και τούτο γιατί, όπως ομολογεί ο Ίδιος ο Χριστός, «ήλθεν ο Υιός του Ανθρώπου ζητήσαι και σώσαι το απολωλός» (Λουκ.ιθ’10). Αν δε σε αυτή την αναζήτηση αποδεχθεί ο άνθρωπος την προσφορά του «Υιού του Ανθρώπου», τότε έχει τη δυνατότητα της θεραπείας και κατ’ επέκταση και της σωτηρίας.

Όταν ο Χριστός, λοιπόν, ήλθε στα Ιεροσόλυμα δεν επισκέφθηκε τα ανάκτορα, ούτε και πήγε κατ’ ευθείαν στον ναό. Πρώτα απ’ όλα πέρασε από το πρόχειρο Νοσοκομείο της πόλης, την κολυμβήθρα της Βηθεσδά. Όπως ακούσαμε και στο σημερινό Ευαγγέλιο, «εκεί βρίσκονταν πολλοί άρρωστοι, τυφλοί, κουτσοί, παράλυτοι, που περίμεναν να αναταραχθεί το νερό γιατί, από καιρό σε καιρό, ένας άγγελος Κυρίου κατέβαινε στη δεξαμενή κι ανατάραζε τα νερά. Όποιος έμπαινε πρώτος, μετά την αναταραχή του νερού, αυτός γινόταν καλά, όποια κι αν ήταν η αρρώστια που τον ταλαιπωρούσε».

Το έκτακτο αυτό γεγονός, αλλά και η δυνατότητα της θεραπείας μόνο σε έναν άνθρωπο, που πρώτος θα έμπαινε στο ταραγμένο νερό, επέβαλλε την παραμονή στον χώρο εκείνο για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ανάμεσά τους βρισκόταν κι ένας άρρωστος, που για τριανταοχτώ χρόνια ήταν παράλυτος. Όταν τον είδε ο Χριστός και γνωρίζοντας πως ήταν άρρωστος για πολύ καιρό, τον ρώτησε: «Θέλεις να γίνεις καλά;» «Κύριε, άνθρωπον ουκ έχω», απάντησε ο παράλυτος.

Απρόσμενη απάντηση για ένα τόσο πολυσύχναστο χώρο, όσο και για ένα μακροχρόνιο ασθενή. Γιατί, ο καθένας, είτε προσπερνούσε αδιάφορα, είτε ενδιαφερόταν μόνο για τον δικό του άνθρωπο. Ανεξάρτητα αν η απάντηση του  παραλύτου ήταν κραυγή γνώσης ή απόγνωσης, πέραν από τα αρνητικά διακρίνουμε σ’ αυτήν και θετικά στοιχεία. Πρώτον είναι ευγενής, γιατί απαντά με σεβασμό στον συνομιλητή του. Δεύτερον δεν φέρεται εχθρικά ούτε και στους συνανθρώπους του. Φαίνεται ότι η πολύχρονη ασθένεια του (38 χρόνια) τον οδήγησε όχι μόνο στη μετάνοια, αλλά και στην άσκηση των αρετών, όπως της πίστεως στον Θεό, της υπομονής και της επιμονής και ιδιαίτερα της συγκατάβασης απέναντι στον συνάνθρωπο.

 Η ασθένεια πέραν από τον πόνο και την απόγνωση μπορεί να λειτουργήσει θεραπευτικά για τον άνθρωπο και μέσα από την αναγνώριση των λαθών του ,να στραφεί προς τον Θεό εναποθέτοντας την πίστη και την ελπίδα του σ’ Αυτόν. Με τον τρόπο αυτό η ασθένεια ενεργεί λυτρωτικά, αφού επαναφέρει τον άνθρωπο κοντά στον Θεό στον οποίο και παραδίδεται απόλυτα. Κι αν ακόμα η ασθένεια εξακολουθεί να είναι «συγκάτοικος» του ανθρώπου, αφού δεν οδηγήθηκε στη θεραπεία ή την πλήρη θεραπεία, όσο και αν ακούγεται παράδοξο, ο άνθρωπος αισθάνεται μέσα του απόλυτη γαλήνη. Μια γαλήνη που πηγάζει από την αίσθηση της παρουσίας του Θεού και που επαναλαμβάνεται σαν υπενθύμιση: «αρκεί σοι η χάρις μου, η γαρ δύναμις μου εν ασθενεία τελειούται» (Β’Κορ.ιβ’9). «Σου αρκεί η Χάρη μου, γιατί η δύναμή μου φανερώνεται στην πληρότητα της μέσα σ’ αυτή την αδυναμία σου».

Και, όταν ο πόνος της ασθένειας επισκιασθεί από τη χαρά της παρουσίας του Θεού, τότε μπορεί ο άνθρωπος να επαναλαμβάνει τους λόγους του Αποστόλου Παύλου: «Με περισσότερη ευχαρίστηση, λοιπόν, θα καυχηθώ για τις ταλαιπωρίες μου, για να κατοικήσει μέσα μου η δύναμη του Χριστού».(Β’Κορ. ιβ’9).Ακόμα μέσα από την ασθένεια μπορεί να αισθάνεται και να ομολογεί, όπως και ο Απόστολος Παύλος: «Όταν γαρ ασθενώ τότε δυνατός ειμί».(Β’Κορ. ιβ’10).

Αυτή η δύναμη δεν είναι δική μας .Κατά τον Απόστολο Πέτρο: «Πάντα ημίν της Θείας δυνάμεως αυτού». «Η Θεία δύναμη του μας τα δώρισε όλα όσα μας χρειάζονται για τη ζωή μας και τη λατρεία του Θεού, με τη βαθιά γνώση εκείνου που μας κάλεσε με τη δόξα του και τα θαυμαστά του έργα» (Β’Πέτρ.α’3).

Αδελφοί μου, οδυνηρή η κραυγή του παραλύτου «άνθρωπον ουκ έχω». Όμως η κραυγή γίνεται ακόμα πιο οδυνηρή όταν δεν έχω τον «Υιόν του Ανθρώπου». Γιατί, μόνος δεν είναι μόνο αυτός που δεν έχει κανένα κοντά του, αλλά ιδιαίτερα μόνος είναι εκείνος που έχει αποξενωθεί από τον Θεό. Μόνος είναι ακόμα εκείνος που δεν ξέρει να αγαπά. Η μοναξιά σπάζει μόνο με την αγάπη. Και τούτο γιατί, η αγάπη φέρνει τον άνθρωπο πιο κοντά στην απόλυτη αγάπη, που είναι ο Θεός. Απομάκρυνση από τον Θεό της αγάπης οδηγεί τον άνθρωπο, σαν άλλο άσωτο «εις χώραν μακράν» και κατ’ επέκταση σε παρόμοιες ή και χειρότερες καταστάσεις, όπως αυτή του παραλύτου. Η σημερινή σύσταση του Χριστού προς τον θαραπευμένο παράλυτο είναι ξεκάθαρη: «Βλέπεις, έχεις γίνει καλά, από δώ και πέρα μην αμαρτάνεις για να μην πάθεις τίποτε χειρότερο». Γιατί, σε τελική ανάλυση, η αμαρτία, είτε δική μας, είτε των άλλων ,αποτελεί άρνηση προσφοράς αγάπης στον Θεό, τον συνάνθρωπο ή και τον, ίδιο τον εαυτό μας, με οδυνηρό αποτέλεσμα την εκκόλαψη της μοναξιάς. Ας αποφύγουμε την αμαρτία. Ας επενδύσουμε στην αγάπη για να μην αισθανθούμε ποτέ αυτή τη μοναξιά. Αμήν.

Θεόδωρος Αντωνιάδης

2.

Ἀρρώστια καὶ μοναξιά (Ἰω. 5, 1-15)

Καραγιάννης Νικάνωρ (Ἀρχιμανδρίτης)

Ὁ Χριστὸς ἀνεβαίνει στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ βρίσκεται σὲ ἕνα ἱερὸ καὶ θαυματουργὸ τόπο, τὴν κολυμβήθρα Βηθεσδά. Ἐκεῖ συναντᾶ γιὰ ἄλλη μία φορὰ τὴν ἀρρώστια καὶ τὴν ἀνθρώπινη ἀνάγκη γιὰ βοήθεια, παρηγοριὰ καὶ θεραπεία. Στὸ διάλογό Του μὲ τὸν παράλυτο μαθαίνουμε ὅτι ἡ ἀρρώστια του ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς γιὰ τριάντα ὀχτὼ ὁλόκληρα χρόνια ἦταν κατάκοιτος. Ὁ Χριστὸς «γνοὺς ὅτι πολὺν χρόνον ἤδη ἔχει, λέγει αὐτῷ· θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι;».

Ἡ καρτερία στὴν ἀσθένεια καὶ ἡ ἀνοχὴ τῶν ἄλλων

Ἡ θαυματουργικὴ θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ στὴ Βηθεσδὰ εἶναι μία ἀπὸ τὶς πολλὲς θεραπεῖες ποὺ περιγράφουν τὰ Εὐαγγέλια. Κάθε φορά, ὅμως, ποὺ τὴ διαβάζουμε καλούμαστε μεταξὺ ἄλλων νὰ ἐμβαθύνουμε στὸ πρόβλημα τῆς ἀνθρώπινης ἀρρώστιας, ὀδύνης καὶ μοναξιᾶς, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀνάγκης γιὰ κατανόηση καὶ συμπαράσταση. «Ἄνθρωπον οὐκ ἔχω», δὲν ἔχω ἄνθρωπο νὰ μὲ καταλαβαίνει, νὰ μοῦ συμπαρασταθεῖ, νὰ μὲ βοηθήσει. Τὴν ἴδια κραυγὴ ἐπαναλαμβάνουν ἀναρίθμητοι ἄνθρωποι ἀνάμεσά μας. Κάποτε, μάλιστα, καὶ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι μὲ πικρὸ παράπονο γιὰ τὸ πρόβλημά μας. Τὸ παράπονο ἀπέναντι στὴν ἀδιαφορία τῶν ἄλλων κρύβει μέσα του θλίψη, πόνο, ἀδικία, πικρία, δυσαρέσκεια, ἴσως, ἀκόμη, καὶ θυμὸ γιὰ τὴ σκληρότητα τῶν ἄλλων γύρω μας. Ἀνορθώνει ἕνα τεῖχος ποὺ μᾶς ἀπομονώνει ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἀφοῦ δὲν μᾶς καταλαβαίνουν καὶ δὲν συμπάσχουν μαζί μας. Βέβαια, στὴν πραγματικότητα, κάθε φορὰ ποὺ παραπονιόμαστε ἐμεῖς ὀρθώνουμε ἕνα ἀδιαπέραστο τεῖχος ἀπὸ τὴν ἀδυναμία μας νὰ ἐπικοινωνήσουμε μὲ τοὺς ἄλλους καὶ νὰ τοὺς ἀποδεχθοῦμε ὅπως ἀκριβῶς εἶναι.

Στὴν περίπτωση τοῦ παραλυτικοῦ ὑπάρχει μία εἰδοποιὸς διαφορά. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς φαίνεται ὅτι εἶχε μεγάλη ὑπομονὴ γιὰ τὴ μακροχρόνια ἀρρώστια ποὺ τὸν ταλαιπωροῦσε. Δοκιμάζει, ὅμως, ἀμέτρητες ἀπογοητεύσεις. Ἐνῶ «ἄγγελος κατὰ καιρὸν κατέβαινεν ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ, καὶ ἔταρασσε τὸ ὕδωρ», καὶ κάθε φορὰ «ὁ πρῶτος ἐμβὰς μετὰ τὴν ταραχὴν τοῦ ὕδατος ὑγιὴς ἐγίνετο», αὐτὸς ἔμενε μὲ τὸ παράπονο ὅτι «ἄλλος πρὸ αὐτοῦ καταβαίνει» καὶ θεραπεύεται. Τὰ χρόνια περνᾶνε καὶ αὐτὸς ἐξακολουθεῖ νὰ προσδοκᾶ καὶ νὰ περιμένει. Νὰ ἀνανεώνει τὴν ἐλπίδα του γιὰ ἄλλη μία εὐκαιρία.

Ὅμως ὁ παραλυτικὸς ἦταν ἀνεκτικὸς καὶ μακρόθυμος καὶ μὲ τὴν ἀνάλγητη ἀπάθεια καὶ ἐγωιστικὴ ἀδιαφορία τῶν ἄλλων. Τριάντα ὀχτὼ χρόνια καθηλωμέvος στὸ κρεβάτι τοῦ πόνου εἶχε κατανοήσει καὶ εἶχε ἀποδεχθεῖ τοὺς ἀνθρώπους ὅπως ἀκριβῶς ἦταν, σκληρούς, ἀδιάφορους καὶ ἀνάλγητους. Εἶχε συμφιλιωθεῖ μὲ τὴ δοκιμασία τῆς ἀρρώστιας του. Ζοῦσε τὶς συνέπειες τῆς ἁμαρτίας, ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ νιώθει μέσα στὴ μοναξιὰ του «ἀπερριμένος», ἄχρηστος, ξεχασμένος καὶ περιφρονημένος. Καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ πιὸ τρομακτικὸ αἴσθημα ποὺ μπορεῖ νὰ νιώσει κάποιος. Καὶ ὅμως, ὁ παραλυτικὸς δὲν φωνάζει. Δὲν διαμαρτύρεται ἐναντίον τῶν ἄλλων. Δὲν κρίνει καὶ δὲν καταδικάζει τοὺς γύρω του. Μέσα στὴν ἀδυναμία καὶ τὴ δυστυχία του δὲν στρέφεται κατὰ τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν παραλογίζεται. Μὲ τὴν καρτερικὴ ἀντιμετώπιση τῆς ἀσθένειάς του καὶ τὴν ἐπιείκειά του πρὸς τοὺς ἄλλους ἄνοιξε τὴν καρδιά του νὰ δεχθεῖ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Περίμενε τὴν ἐπίσκεψη τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.

Ἡ ὑπερνίκηση τῆς μοναξιᾶς

Οἱ συνθῆκες τῆς ζωῆς μας καὶ ἡ ὀργάνωση τῆς κοινωνίας μας ἐπιβεβαιώνουν τὴ φράση τοῦ λογοτέχνη: «ποτὲ ἄλλοτε οἱ στέγες τῶν σπιτιῶν δὲν ἦταν τόσο κοντὰ ὅσο σήμερα, ἀλλὰ καὶ ποτὲ ἄλλοτε οἱ καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων δὲν ἦταν τόσο μακριὰ ὅσο σήμερα». Αὐτὴ ἡ αἴσθηση τῆς τρομερῆς μοναξιᾶς τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου ἐπιτείνεται στὶς δύσκολες ὧρες τοῦ πόνου, τῆς ἀρρώστιας καὶ τῶν ποικίλων δυσχερειῶν τῆς ζωῆς. Τότε ὁ ἄνθρωπος πνίγεται μέσα στὴν ἀπομόνωσή του καὶ ἐπαναλαμβάνει τὸ λόγο τοῦ ἀρχαίου φιλοσόφου «ἄνθρωπον ζητῶ», ἀφοῦ, σὰν τὸν παραλυτικό, «ἄνθρωπον οὐκ ἔχω». Ὁ ὑμνογράφος τῆς Ἐκκλησίας ζωντανεύει τὸ διάλογο τοῦ παραλυτικοῦ μὲ τὸν Χριστό, ἀνανεώνει τὴν πίστη μας καὶ μᾶς γεμίζει παρηγοριὰ καὶ ἐλπίδα. Στὸ ἄκουσμα τῆς φράσης τοῦ παραλύτου «ἄνθρωπον οὐκ ἔχω», παρουσιάζει τὸν Χριστὸ νὰ τοῦ ἀπαντᾶ «διὰ σὲ ἄνθρωπος γέγονα, καὶ λέγεις ἄνθρωπον οὐκ ἔχω;».

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, στὴν κάθε μοναξιά μας ἂς καλλιεργοῦμε τὸν ἑαυτό μας. Ἂς συναισθανόμαστε τότε περισσότερο τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, ποὺ μᾶς κατανοεῖ πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸν κάθε ἄνθρωπο, ποὺ μᾶς συμπαραστέκεται καὶ συμπάσχει μαζί μας. Ἂς στρέφουμε τὸ βλέμμα μας σὲ Ἐκεῖνον, γιὰ νὰ ὑπερνικοῦμε τὴ μοναξιὰ λέγοντάς του «ἐλθὲ ὁ Μόνος πρὸς μόνον, ὅτι μόνος εἰμὶ καθάπερ ὁρᾶς»- ἔλα ἐσὺ ποὺ εἶσαι Μοναδικὸς σὲ ἐμένα ποὺ εἶμαι μοναχικός, γιατί βλέπεις πὼς εἶμαι μόνος. Ἀμήν.

3.

Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ στήριγμα τῶν ἀνθρώπων

Ἰωὴλ Φραγκᾶκος (Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας)

«Καὶ εὐθέως ἐγένετο ὑγιὴς ὁ ἄνθρωπος»

Παρατηρώντας τὰ Εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα βλέπουμε πὼς τὰ περισσότερα καὶ μάλιστα τὰ μεγάλα θαύματα τὰ ἔκανε ὁ Χριστὸς κατὰ τὶς μεγάλες ἡμέρες τῶν Ἰουδαίων. Τὸ ἴδιο συνέβαινε καὶ μὲ τὴ διδασκαλία Του. Τὴν ἐκφωνοῦσε συνήθως στὶς μεγάλες γιορτές, ποὺ συνέρρεε πολὺς κόσμος. Στὶς γιορτὲς τοῦ Πάσχα, τῆς Σκηνοπηγίας, τῆς Πεντηκοστῆς κ.λ.π. στὰ Ἱεροσόλυμα ποὺ ἦταν ἡ μητρόπολη τῶν Ἰουδαίων, μαζευόταν πολὺς κόσμος. Ὅπως ἐπίσης συναθροιζόντουσαν καὶ πολλοὶ ἄρρωστοι ποὺ εἶχαν τὴν ἐλπίδα τους, ὅτι μπορεῖ ὁ Θεὸς νὰ τοὺς κάνει καλά. Ἡ ἐπιθυμία τῶν ἀσθενῶν νὰ γίνουν καλά, δὲν ἦταν τόσο μεγάλη, ὅσο ἦταν μεγάλη ἡ θέληση τοῦ Χριστοῦ νὰ τοὺς κάνει καλά.

Ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ ὑπῆρξε εὐεργετικὴ σ’ ὅλους

Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας γράφει πὼς «ὅπου ἂν φανῇ ὁ Ἰησοῦς, ἐκεῖ καὶ ἡ σωτηρία», δηλαδὴ ὅπου θὰ φανεῖ ὁ Χριστός, ἐκεῖ εἶναι καὶ ἡ σωτηρία. Μπῆκε μέσα στὸ σπίτι τοῦ Ζακχαίου κι ὁ ἀρχιτελώνης μετανόησε. Εἰσῆλθε στὸ τελωνεῖο τοῦ Ματθαίου καὶ ἀμέσως μετατρέπει τὸν ἄνδρα καὶ τὸν κάνει Εὐαγγελιστή. Θάπτεται ἀνάμεσα στοὺς νεκροὺς καὶ ἐγείρονται οἱ νεκροί. Κατεβαίνει στὸν Ἅδη καὶ ζωοποιοῦνται οἱ κάτοικοί του. Χαρίζει τὸ φῶς στοὺς τυφλούς, τὴν ἀκοὴ στοὺς κωφοὺς καὶ περιέρχεται τὶς κολυμβῆθρες, ὅπως τὴν Βηθεσδά, καὶ θεραπεύει τὸν Παράλυτο. Ἐὰν ἐμβαθύνουμε περισσότερο, θὰ λέγαμε πὼς ὁ Χριστὸς γίνεται ἄρτος στοὺς πεινῶντες, ὕδωρ, ποὺ κρύβει μέσα του τὴ ζωή, στοὺς διψῶντες, ἀνάσταση στοὺς νεκρούς, ἰατρὸς στοὺς νοσοῦντες, ἡ ἀπολύτρωση τῶν ἁμαρτωλῶν.

Ὅλα αὐτὰ τὰ πραγματοποιεῖ γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. «Ἐμὸν βρῶμά ἐστιν ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με καὶ τελειώσω αὐτοῦ τὸ ἔργον» (Ἰωάν. 4,34), θὰ τονίσει ὁ ἴδιος γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ἂς ποῦμε καὶ μία ἔκφραση ποὺ τὴ χρησιμοποιεῖ ὁ Ἰωσὴφ ὁ Βρυέννιος. Ὅλοι θὰ ἔχουμε ἀκούσει τὴ λέξη ἀλήτης. Ἀλήτης στὴν κυριολεξία σημαίνει ὁ περιπλανώμενος, ὁ πλάνης, ὁ ἀνέστιος. Ἀργότερα στὰ νεότερα χρόνια πῆρε τὴν ἔννοια τοῦ κακοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Ἰωσὴφ θὰ πεῖ πὼς ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ «δι’ ἐμὲ ἀλήτης γεγονώς», δηλαδὴ αὐτὸς ποὺ περιπλανήθηκε ἀπ’ ἐδῶ κι ἀπ’ ἐκεῖ καὶ ἔκανε τὰ πάντα γιὰ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο.

Ὁ Χριστὸς ἔδινε περισσότερα ἀπ’ ὅ,τι τοῦ ζητοῦσαν

Πράγματι ὁ Χριστὸς ἔδινε πιὸ πολλὰ ἀπ’ ἐκεῖνα ποὺ ζητοῦσαν οἱ ἄνθρωποι. Π.χ. Ὁ σημερινὸς παραλυτικὸς βλέποντας τὸν Ἰησοῦ ἀπὸ πάνω του ἴσως σκέφθηκε καὶ ἤλπιζε περισσότερο πὼς τὸ πιὸ πιθανὸ ἦταν νὰ τὸν βοηθοῦσε ὁ Κύριος νὰ πέσει μέσα στὸ νερὸ κατὰ τὸν ἁγιασμὸ τῶν ὑδάτων, ὅταν θὰ ταραζόντουσαν τὰ νερά. Πιθανῶς στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ νὰ ἔβλεπε κάποιον ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς του, ποὺ τὸν εἶχαν λησμονήσει.Ὁ παράλυτος ἤθελε ἕνα καὶ ὁ Κύριος τοῦ ἔδωσε δέκα. Τὸν ἔκανε καλά, τόσο καλά, ὥστε αὐτὸς ποὺ τριάντα ὀκτὼ ὁλόκληρα χρόνια δὲν μποροῦσε νὰ κουνηθεῖ, τώρα νὰ σηκώνει τὸ κρεββάτι του καὶ νὰ φεύγει μπροστὰ στὰ ἔκπληκτα μάτια ὅλων. Ἔχουμε κι ἄλλες τέτοιες περιπτώσεις. Ὁ κάθε ἄρρωστος, κατὰ τὸν ἅγιο Κύριλλο, ἔστω κι ἂν τὸν εἶχαν ἐγκαταλείψει οἱ πάντες, «ἔσχεν βοηθὸν Υἱὸν τοῦ θεοῦ τὸν μονογενῆ».

Ἡ Ἐκκλησία συνεχίζει τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ

Ὁ Ἰησοῦς εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς ποὺ δὲ σταματᾶ ποτέ. Ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος φέρνει τὸ παράδειγμα τῆς κολυμβήθρας. Μέσα στὴν κολυμβήθρα τῆς Ἐκκλησίας ὄχι ἕνας καὶ δύο, ἀλλ’ ὁλόκληρη ἡ Οἰκουμένη κι ἂν μπεῖ, θὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὶς ἀρρώστιες τῆς ἁμαρτίας. Ὄχι μία φορὰ τὸ χρόνο, ἀλλὰ κάθε μέρα θεραπεύει τοὺς ἀσθενεῖς ἀπὸ τὶς ψυχικὲς ἀρρώστιες. Ἡ χάρη τοῦ θεοῦ δὲ δαπανᾶται ποτέ. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ κοινὸς τρόπος καθάρσεως τῶν ἀνθρώπων. Μὲ τὴ μετάνοια, τὴν ἐξομολόγηση καὶ μὲ τὴ θεία Εὐχαριστία καθαριζόμαστε ἀπὸ τὰ πολυπληθῆ καὶ πολυειδῆ πάθη μας. Ὀφείλουμε νὰ δώσουμε τὴ διάθεσή μας καὶ τὸν ἑαυτό μας στὸ Χριστὸ ποὺ ψάχνει εὐκαιρίες νὰ μᾶς θεραπεύσει. Στὸν καθένα μας ἀκούγεται ἡ ἐρώτηση τοῦ Σωτῆρος «θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι;» (Ἰωάν. 5,6). Στὸ φιλάργυρο, στὸν ἐγωιστή, στὸν ἐνεργούμενο ἀπὸ τὸ πονηρὸ πάθος τοῦ θυμοῦ ἢ τῆς πορνείας ἢ τῆς μνησικακίας ἀπευθύνεται τὸ ἐρώτημα τοῦ Χριστοῦ. Βεβαίως ὀφείλουμε νὰ ἀνταποκριθοῦμε ὁλοκάρδια στὴν πρόσκλησή Του καὶ νὰ μὴν ἐξοικειωθοῦμε μὲ μία χρονίζουσα κατάσταση ἀθλιότητας καὶ ἁμαρτίας. Νὰ ἀποκολληθοῦμε ἀπὸ τὰ πράγματα ἐκεῖνα ποὺ μᾶς κρατοῦν παράλυτους πνευματικά. Νὰ ἀφήσουμε τὸ θεὸ νὰ ἐνεργήσει ἀνεμπόδιστα, γιατί ἡ ἁμαρτωλὴ θέλησή μας παρεμποδίζει τὴ χάρη Του.

Ἀδελφοί μου,

Ἡ σωτηρία μας ἂς εἶναι ἡ πολυχρόνια ἐπιθυμία μας, ὥστε νὰ καταξιώσουμε τὴν ὕπαρξή μας καὶ νὰ βροῦμε τὴν ὄντως ζωὴ τοῦ Χριστοῦ.

4.

Ὁμιλία εἰς τὴν Κυριακὴ τοῦ Παραλύτου

Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος

Στό χρυσωρυχεῖο οὔτε τήν πιό ἀσήμαντη φλέβα δέν θά δεχόταν νά περιφρονήση κανένας κι ἄς προξενῆ πολύν κόπο ἡ ἔρευνά της. Ἔτσι καί στίς θεῖες Γραφές δέν εἶναι χωρίς βλάβη νά προσπεράσης ἕνα γιῶτα ἤ μιά κεραία. Ὅλα πρέπει νά ἐξετάζωνται. Τό ἅγιο Πνεῦμα τά ἔχει πεῖ ὅλα καί τίποτα δέν εἶναι ἀνάξιο σ̉ αὐτές. Πρόσεξε λοιπόν τί λέει ὁ Εὐαγγελιστής κι ἐδῶ: Αὐτό πάλι ἦταν τό δεύτερο σημεῖο πού ἔκανε ὁ Ἰησοῦς, πηγαίνοντας ἀπό τήν Ἰουδαία στήν Γαλιλαία. Καί δέν πρόσθεσε βέβαια ἔτσι ἁπλᾶ τή λέξη «δεύτερο», ἀλλά τονίζει ἀκόμα περισσότερο τό θαῦμα τῶν Σαμαρειτῶν. Δείχνει ὅτι, μόλο πού ἔγινε καί δεύτερο σημεῖο, δέν εἶχαν φτάσει ἀκόμα στό ὕψος ἐκείνων πού τίποτα δέν εἶδαν (τῶν Σαμαρειτῶν) αὐτοί πού ἔχουν δεῖ πολλά καί θαυμάσει.

Ὕστερ̉ ἀπ̉ αὐτά ἦταν ἑορτή τῶν Ἰουδαίων. Ποιά ἑορτή; Ἡ ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς, νομίζω, καί ἀνέβηκε ὁ Ἰησοῦς στά Ἱεροσόλυμα. Συστηματικά τίς γιορτές βρίσκεται στήν πόλη. Ἀπ̉ τή μιά γιά νά φανῆ πώς ἑορτάζει μαζί τους, ἀπ̉ τήν ἄλλη γιά νά τραβήξη κοντά του τόν ἁπλό λαό. Γιατί αὐτές τίς μέρες γινόταν περισσότερη συρροή τῶν πιό ἁπλῶν. Ὑπάρχει στά Ἱεροσόλυμα ἡ προβατική κολυμβήθρα, Βηθεσδά μέ τό Ἑβραϊκό ὄνομά της, μέ πέντε στοές. Σ̉ αὐτές ἦσαν πεσμένοι ἄρρωστοι πλῆθος – κουτσοί, τυφλοί, ξηροί, πού περίμεναν τήν ταραχή τοῦ νεροῦ. Τί σημαίνει αὐτός ὁ τρόπος τῆς θεραπείας; Τίνος μυστηρίου κάνει ὑπαινιγμό; Αὐτά δέν ἔχουν γραφῆ ἁπλᾶ καί τυχαῖα ἀλλά εἰκονίζει καί ὑποτυπώνει ὅσα ἀνάγονται στό μέλλον. Μ̉ αὐτόν τόν τρόπο, τόν ὑπερβολικά παράξενο, ὅταν συνέβαινε ὁλότελα ἀπροσδόκητα, δέ θά κατάστρεφε μέσα στίς ψυχές τῶν πολλῶν τή δύναμη τῆς πίστης.

Ποιό εἶναι λοιπόν αὐτό πού εἰκονίζει; Σκόπευε νά δώση τό βάπτισμα πού ἔχει πολλή δύναμη καί μεγάλη χάρη.τό βάπτισμα πού ἀποπλύνει ὅλες τίς ἁμαρτίες καί ζωοποιεῖ τούς νεκρούς. Ὅπως λοιπόν σέ εἰκόνα, προδιαγράφονται αὐτά στήν κολυμβήθρα καί σέ πολλά ἄλλα. Καί πρῶτα ἔδωσε τό νερό πού βγάζει τά στίγματα τῶν σωμάτων καί πού δέν εἶναι μιάσματα ἀλλά φαίνονται, ὅπως τά μολύσματα ἀπό κηδεῖες, ἀπό λέπρα καί ἄλλα τέτοια. Καί πολλές ἄλλες θεραπεῖες στήν Παλαιά Διαθήκη θά μποροῦσε κανείς νά δῆ πού πραγματοποιήθησαν μέ νερό, γι̉ αὐτό τό λόγο. Ἀλλά ἄς μποῦμε στό θέμα μας. Πρῶτα λοιπόν ὅπως εἶπα πρωτύτερα, μολυσμούς σωματικούς κι ἔπειτα διάφορες ἄλλες ἀσθένειες κάνει νά θεραπεύωνται μέ νερό. Γιατί θέλοντας ὁ Θεός νά μᾶς ὁδηγήση κοντύτερα στή δωρεά τοῦ βαπτίσματος δέν θεραπεύει τούς μολυσμούς μονάχα ἀλλά καί ἀσθένειες. Γιατί οἱ πλησιέστερες πρός τήν ἀλήθεια εἰκόνες καί σχετικά μέ τό βάπτισμα καί τό πάθος καί τά ἄλλα ἦσαν καθαρώτερες ἀπό τίς παλαιότερες. Γιατί ὅπως οἱ κοντινοί τοῦ βασιλιᾶ δορυφόροι εἶναι λαμπρότεροι ἀπό τούς πιό μακρινούς, ἔτσι γίνεται καί σχετικά μέ τούς τύπους.

Κι ὁ ἄγγελος καταβαίνοντας ἀνατάραζε τό νερό καί τοῦ ἔδινε θεραπευτική δύναμη, γιά νά μάθουν οἱ Ἰουδαῖοι ὅτι πολύ περισσότερο ὁ Κύριος τῶν ἀγγέλων μπορεῖ νά θεραπεύση ὅλα τά νοσήματα τῆς ψυχῆς. Ἀλλά ὅπως ἐδῶ ἡ θεραπευτική δύναμη δέν ἦταν φυσική ἰδιότητα τοῦ νεροῦ, γιατί τότε θά ἐκδηλωνόταν ἀδιάλειπτα, ἀλλά παρουσιαζόταν μέ τήν ἐνέργεια τοῦ ἀγγέλου, ἔτσι καί πάνω σ̉ ἐμᾶς δέν ἐνεργεῖ ἁπλᾶ τό νερό ἀλλά ὅταν δεχτῆ τή χάρη τοῦ Πνεύματος τότε διαλύει ὅλες τίς ἁμαρτίες. Γύρω ἀπ̉ αὐτή τήν κολυμβήθρα κοίτονταν ἕνα μεγάλο πλῆθος ἄρρωστοι τυφλοί, κουτσοί, λεπροί πού περίμεναν τήν ταραχή τοῦ νεροῦ καί τότε ἡ ἀσθένεια γινόταν ἐμπόδιο σ̉ ἐκεῖνον πού ἤθελε νά θεραπευτῆ. Μά τώρα εἶναι κύριος ὁ καθένας νά προσέλθη. Γιατί δέν ἀναταράζει κάποιος ἄγγελος ἀλλά εἶναι τῶν πάντων ὁ Κύριος αὐτός πού τά ἐκτελεῖ ὅλα καί δέν εἶναι δυνατό νά πῆ ὁ ἀσθενής«μόλις πάω νά κατεβῶ, ἄλλος κατεβαίνει πρίν ἀπό μένα». Ἀλλά, κι ἄν ἔρθη ὅλη ἡ οἰκουμένη, ἡ χάρη δέν ξοδεύεται, οὔτε ἡ ἐνέργεια δαπανᾶται ἀλλά ἴδια καί ἀπαράλλακτη μένει ὅπως πρῶτα. Κι ὅπως οἱ ἡλιακές ἀκτῖνες καθημερινά δίνουν τό φῶς τους καί δέν δαπανῶνται οὔτε λιγοστεύει ἡ λάμψη τους ἀπό τήν ἄφθονη παροχή των, ἔτσι καί πολύ περισσότερο ἡ ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος, δέν ἐλαττώνεται μ̉ ὅλο τό πλῆθος πού τήν ἀπολαμβάνει.

Αὐτό συνέβαινε, μέ τό σκοπό ἐκεῖνοι πού ἔμαθαν ὅτι εἶναι δυνατό μέ τό νερό νά θεραπευτοῦν πολλά σωματικά νοσήματα καί ἀσκήθηκαν στή γνώση αὐτή πολύν καιρό, νά πιστέψουν εὔκολα ὅτι μπορεῖ νά θεραπεύση καί νοσήματα τῆς ψυχῆς. Καί γιατί τέλος πάντων ὁ Ἰησοῦς ἄφησε ὅλους τούς ἄλλους καί ἦρθε σ̉ αὐτόν, πού εἶχε τριάντα ὀχτώ χρόνια καί γιατί τόν ρώτησε ἄν θέλη νά γίνη ὑγιής. Ὄχι γιά νά μάθη, αὐτό ἦταν περιττό, ἀλλά γιά νά δείξη τήν ὑπομονή τοῦ παραλυτικοῦ καί γιά να καταλάβωμε ὅτι γι̉ αὐτό ἄφησε τούς ἄλλους καί πῆγε σ̉ αὐτόν. Κι ὁ ἀσθενής τοῦ ἀποκρίθηκε καί τοῦ εἶπε:«Κύριε δέν ἔχω κάποιον νά μέ βάλη στήν κολυμβήθρα, ὅταν ταραχθῆ τό νερό. Κι ἐνῶ πηγαίνω ἐγώ, κατεβαίνει ἄλλος πρίν ἀπό μένα». Γι̉ αὐτό ρώτησε, ἄν θέλη νά γίνη γερός. Γιά νά πληροφορηθοῦμε αὐτά τά πράγματα. Δέν τοῦ εἶπε θέλεις νά σέ κάμω καλά; – Γιατί δέν φανταζόταν ἀκόμα τίποτα σπουδαῖο γι̉ αὐτόν – ἀλλά θέλεις νά γίνης καλά; Ξαφνιάζεται ὁ καρτερικός παράλυτος. Ἔχοντας τριάντα ὀχτώ ἔτη τήν ἀσθένεια καί κάθε χρόνο ἐλπίζοντας ὅτι θά γλύτωνε ἀπ̉ αὐτή, ἔμενε μόνιμα ἐκεῖ καί δέν ἀπομακρυνόταν. Χωρίς τήν καρτερία του ἄν ὄχι τά περασμένα, δέν θά ἦσαν ἱκανά τά μέλλοντα νά τόν ἀπομακρύνουν ἀπό κεῖ;

Σκέψου σέ παρακαλῶ πῶς ἦταν φυσικό καί οἱ ἄλλοι ἄρρωστοι νά εἶναι ἥσυχοι. Γιατί μήτε ἡ ὥρα δέν ἦταν φανερή πού ταραζόταν τό νερό. Καί στό κάτω-κάτω οἱ κουτσοί καί οἱ κουλλοί μποροῦσαν νά παρατηρήσουν. Οἱ τυφλοί ὅμως πού δέν ἔβλεπαν; Ἴσως τό καταλάβαιναν ἀπό τό θόρυβο. Ἄς νιώσωμε λοιπόν, ἀγαπητοί μου, ντροπή καί ἄς στενάξωμε γιά τήν πολλή ἀδιαφορία μας. Τριάντα ὀχτώ χρόνια ἔμεινε στό ἴδιο μέρος ἐκεῖνος καί, μ̉ ὅλο πού δέν πετύχαινε ὅ,τι ἤθελε, δέν ἀπομακρυνόταν. Καί δέν πετύχαινε ὄχι ἀπό ἀδιαφορία δική του ἀλλά γιατί τόν ἐμπόδιζαν καί τόν παραμέριζαν οἱ ἄλλοι. Καί ὅμως δέν ἀπογοητευόταν. Ἐμεῖς ὅμως δέκα ἡμέρες, ἄν μείνωμε κάπου καί παρακαλέσωμε γιά κάτι χωρίς νά πετύχουμε στό τέλος βαρυόμαστε νά δείξωμε τόν ἴδιο ζῆλο. Καί στούς ἀνθρώπους κάποτε μένουμε κοντά τόσο διάστημα ὑποφέροντες τίς ταλαιπωρίες τῆς ἐκστρατείας καί ἐκτελώντας ἐργασίες δουλοπρεπεῖς, χωρίς νά ἐκπληρώνεται πολλές φορές ἡ ἐλπίδα μας. Στόν Κύριο ὅμως τό δικό μας, ὅπου θά πάρωμε ὁπωσδήποτε μεγαλύτερη ἀπό τούς κόπους μας ἀμοιβή – ἡ ἐλπίδα, γράφει, δέν ἀπογοητεύει – δέν θέλομε νά μείνωμε κοντά του μέ τό ζῆλο πού πρέπει.

Πόση τιμωρία ἁρμόζει σ̉ αὐτή τή στάση; Ἀκόμη κι ἄν δέν ἦταν δυνατό νά πάρουμε τίποτα, αὐτή τήν ἀδιάκοπη συνομιλία μαζί του δέν ἔπρεπε νά τήν θεωροῦμε ἄξια ἄπειρων ἀγαθῶν; Ἀλλά εἶναι κουραστική ἡ ἀδιάκοπη προσευχή; Ἀλλά καί ποιά ἀρετή δέν εἶναι κοπιαστική; Κι αὐτή εἶναι ἡ μεγάλη ἀπορία: ὅτι μαζί μέ τήν κακία κληρώθηκε ἡ εὐχαρίστηση, ἐνῶ μέ τήν ἀρετή ὁ πόνος. Πολλοί ἀναζητοῦν τήν αἰτία. Μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός ἀπ̉ τήν ἀρχή ζωή ἐλεύθερη ἀπό φροντίδες καί κόπους. Ἡ ἀργία ὡδήγησε στή διαστροφή καί χάσαμε τόν παράδεισο. Γι̉ αὐτό ἔκαμε ἐπίπονη τή ζωή μας, σάν νά δικαιολογοῦνταν στό γένος τῶν ἀνθρώπων λέγοντας.σᾶς ἔβαλα μέσα στήν τρυφή, ἀλλά ἡ ἀπιστία σᾶς ἔκαμε χειρότερους. Γι̉ αὐτό διέταξα νά δοκιμάζετε τόν πόνο καί τόν ἱδρῶτα. Ἐπειδή ὅμως οὔτε αὐτός ὁ πόνος δέν συγκράτησε τόν ἄνθρωπο, μᾶς ἔδωσε νόμο μέ πολλές ἐντολές βάζοντάς μας, ὅπως στό δύσκολο ἄλογο, δεσμά καί χαλινάρια. Τό ἴδιο κάνουν καί οἱ ἀλογοδαμαστές. Γι̉ αὐτό εἶναι ἐπίπονη ἡ ζωή μας. Ἡ ζωή ἡ χωρίς κόπο συνήθως διαφθείρει. Ἡ φύση μας δέν δέχεται τήν ἀργία, εὔκολα κλίνει στήν κακία. Ἄς ὑποθέσωμε ὅτι δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό κόπους ὁ φρόνιμος καί ἐνάρετος γενικά, ἀλλά ἐπιτυγχάνουν τό κάθε τι ἀκόμα καί κοιμισμένοι. Τήν ἄνεση πού θά προέκυπτε ποῦ θά τή χρησιμοποιούσαμε; Ὄχι στήν ἀνοησία καί τήν ὑπερηφάνεια;

Ἀλλά γιατί ἔχει συζευχθῆ μέ τήν κακία πολλή εὐχαρίστηση καί μέ τήν ἀρετή πολύς κόπος καί ἱδρῶτας; Καί τί χάρη θά εἶχε καί τί μισθό θά ἔπαιρνε, ἄν τό πρᾶγμα δέν ἦταν κοπιαστικό; Ἔχω νά σᾶς δείξω πολλούς πού ἀποστρέφονται ἐκ φύσεως τό γάμο καί τόν ἀποφεύγουν μέ σιχαμάρα. Αὐτούς θά τούς ποῦμε φρόνιμους καί θά τούς στεφανώσωμε καί θά τούς ἀνακηρύξωμε πανηγυρικά; καθόλου. Γιατί ἡ σωφροσύνη εἶναι ἐγκράτεια καί ὑπερίσχυση πάνω στίς ἡδονές ὕστερα ἀπό μάχη. Καί τά πολεμικά τρόπαια εἶναι λαμπρότερα, ὅταν οἱ ἀγῶνες εἶναι σκληροί, ὄχι ὅταν οἱ ἀντίπαλοι δέν ἀντιστέκονται. Εἶναι πολλοί νωθροί ἀπό τή φύση. Αὐτούς δέ θά τούς ποῦμε ἐνάρετους.

Γιαυτό ὁ Χριστός ἀναφέροντας τρεῖς τρόπους εὐνουχισμοῦ τούς δύο τούς ἀφήνει ἀβράβευτους καί τόν ἕναν μόνο βραβεύει μέ τή βασιλεία. Σᾶς λέω καί γιατί χρειάζεται ἡ κακία. Ποιός ἄλλος εἶναι ὁ δημιουργός τῆς κακίας ἀπό τή θεληματική ἀδιαφορία; Κι οἱ ἀγαθοί ἔπρεπε νά εἶναι μόνοι. Ποιό εἶναι τό γνώρισμα τοῦ ἀγαθοῦ, ἡ νηφαλιότητα καί ἡ ἀγρυπνία ἤ ὁ ὕπνος καί τό ροχαλητό; Καί γιατί φαινόταν γιά ἀγαθό τό νά ἐπιτυγχάνης χωρίς κόπο; Φέρνεις ἐνστάσεις πού θά ἔφεραν ζωντανά καί λαίμαργοι καί ἄνθρωποι πού νομίζουν Θεό τήν κοιλιά τους. Ἀποκρίσου μου ὅτι αὐτοί εἶναι λόγοι ἀδιαφορίας. Ἄν ὑπάρχη βασιλέας καί στρατηγός, κι ἐνῶ ὁ βασιλιάς κοιμᾶται καί μεθᾶ, ὁ στρατηγός μέ ταλαιπωρίες τήν ἕκτη ὥρα στήνει τά τρόπαια, σέ ποιόν θά ἀπέδιδες τήν νίκη; Καί ποιός χάρηκε τή χαρά τῆς νίκης;

Βλέπεις ὅτι ἡ ψυχή κλίνει σ̉ ἐκεῖνον μέ τόν ὁποῖον κοπίασε; Γι̉ αὐτό καί τήν ἀπόκτηση τῆς ἀρετῆς τή συνώδεψε μέ κόπους, ἐπειδή ἤθελε νά ἐξοικειώση τήν ψυχή μ̉ αὐτή. Γι̉ αὐτό τήν ἀρετή κι ἄν ἀκόμα δέν τήν πραγματοποιήσωμε τή θαυμάζομε, ἐνῶ τήν κακία μ̉ ὅλη τή γλυκύτητα τήν καταδικάζομε. Κι ἄν ἐρωτήσης, γιατί δέ θαυμάζομε πιό πολύ τούς ἐκ φύσεως ἀγαθούς ἀπό ἐκείνους πού εἶναι ἀγαθοί μέ τήν θέλησή τους; Ἐπειδή εἶναι δίκαιο νά προτιμᾶται αὐτός πού κοπιάζει. Καί γιά πιό λόγο τώρα κοπιάζομε; Ἐπειδή τήν ἔλλειψη τοῦ κόπου δέν τήν ἐκρατήσαμε ὅπως ἔπρεπε. Κι ἄν τό καλοεξετάση κανένας, ἡ ἀργία πάντα μᾶς ἔβλαψε καί δημιούγησε πολύν κόπον. Κι ἄν θέλης, ἄς κλείσουμε κάποιον σ̉ ἕνα σπίτι κι ἄς ἱκανοποιοῦμε μόνο τή λαιμαργία του, χωρίς νά τόν ἀφήνουμε οὔτε νά βαδίζη οὔτε στήν ἐργασία νά τόν βγάζουμε. Ἀλλά ἄς χαίρεται τό φαγητό καί τόν ὕπνον καί ἄς γλεντᾶ ἀδιάκοπα. Ὑπάρχει ἀθλιώτερη ζωή ἀπ̉ αὐτήν; Εἶναι ἄλλο ὅμως νά ἐργάζεσαι καί ἄλλο νά κοπιάζης. Ἦταν στό χέρι μας τότε νά ἐργαζώμαστε χωρίς κόπους. Μά εἶναι δυνατό; Βέβαια εἶναι, κι αὐτό θέλησε ὁ Θεός, ἀλλά δέν τό ἐβαστάξαμε ἐμεῖς. Γι̉ αὐτό μᾶς ἔβαλε νά καλλιεργοῦμε τόν Παράδεισο, ὁρίζοντάς μας τήν ἐργασία χωρίς νά ἀναμείξη τόν κόπο. Γιατί βέβαια ἄν ὁ ἄνθρωπος κοπίαζε ἀπό τήν ἀρχή δέν θά πρόσθετε ἔπειτα τόν κόπο σάν τιμωρία. Γιατί εἶναι δυνατόν νά ἐργάζεται κανείς καί νά μήν κοπιάζει, ὅπως οἱ ἄγγελοι.

Γιά νά πεισθῆτε ὅτι ἐργάζονται, ἀκοῦστε τί λέγει: Μποροῦν μέ τή δύναμή τους νά ἐκτελέσουν τό λόγο του. Τώρα ἡ ἔλλειψη τῆς δυνάμεως προξενεῖ πολλή κούραση.τότε ὅμως αὐτό δέ γινόταν. Αὐτός πού μπῆκε στήν περίοδο τῆς ἀναπαύσεώς του, ἀναπαύθηκε λέει, ἀπό τά ἔργα του, ὅπως ἀπό τά δικά του ὁ Θεός. Ἐδῶ δέν ἐννοεῖ ἀργία ἀλλά ἔλλειψη κόπου. Γιατί ὁ Θεός καί τώρα ἀκόμη ἐργάζεται καθώς λέγει ὁ Χριστός.Ὁ πατέρας μου ὡς τώρα ἐργάζεται κι ἐργάζομαι κι ἐγώ. Γι̉ αὐτό συμβουλεύω ἀφοῦ ἐγκαταλείψεται κάθε ἀδιαφορία νά ζηλέψετε τήν ἀρετή. Γιατί ἡ εὐχαρίστηση τῆς κακίας εἶναι σύντομη ἐνῶ ἡ λύπη παντοτινή.τῆς ἀρετῆς ἀντίθετα, ἀγέραστη εἶναι ἡ χαρά καί πρόσκαιρος ὁ κόπος. Ἡ ἀρετή ξεκουράζει τόν ἐργάτη της καί πρίν ἀπό τή βράβευσή του, συντηρῶντας τον μέ τίς ἐλπίδες, ἐνῶ ἡ κακία τιμωρεῖ τόν δικό της ἐργάτη, πιέζοντας τή συνείδηση καί τρομοκρατῶντας την καί προδιαθέτοντας σέ ὑποψία ἐναντίον ὅλων. Κι αὐτά βέβαια ἀπό πόσους κόπους καί ἱδρῶτες εἶναι χειρότερα.

Κι ἄν στή θέση τους ὑπῆρχε μόνο εὐχαρίστηση, τί χειρότερο ὑπάρχει ἀπό τήν εὐχαρίστηση αὐτή; Τήν ἴδια ὥρα φανερώνεται καί μαραμένη χάνεται καί φεύγει πρίν τήν πιάση κανένας, κι ἄν πῆς τήν ἀπόλαυση τῶν σωμάτων ἤ τοῦ γλεντιοῦ ἤ τῶν χρημάτων.δέν παύουν νά γερνοῦν καθημερινά. Κι ὅταν ἡ ἡδονή συνεπάγεται κόλαση καί τιμωρία, ποιός θά ἦταν πιό ἀξιολύπητος ἀπό αὐτούς πού τήνἐπιδιώκουν;

Ἄς τά ξέρωμε αὐτά κι ἄς ὑποφέρωμε τά πάντα γιά χάρη τῆς ἀρετῆς. Γιατί ἔτσι θά χαροῦμε καί τήν ἀληθινή ἀπόλαυση μέ τή χάρη καί τή φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μαζί μ̉ ἐκεῖνον καί στόν Πατέρα καί στό ἅγιο Πνεῦμα ἄς εἶναι ἡ δόξα στούς αἰῶνες. Ἀμήν.

5.

Κυριακὴ τοῦ παραλύτου

Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))

Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ πατρὸς καὶ τοῦ υἱοῦ, καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Πόσο τραγικὴ εἶναι ἡ σημερινὴ ἱστορία ἀπὸ τὴ ζωή τοῦ Χριστοῦ. Ἕνας ἄνθρωπος ἦταν παράλυτος γιὰ χρόνια. Βρισκόταν ξαπλωμένος σὲ μικρὴ ἀπόσταση ἀπό τὴν πηγὴ τῆς θεραπείας του, κι ὅμωςὁ ἴδιος δὲν εἶχε τήν δύναμη νὰ καταδυθεῖ στὸ νερό τοῦ καθαρισμοῦ. Καὶ κανείς, μὰ κανείς δὲν βρέθηκε ὅλα αὐτά τά χρόνια νά τοῦ δείξει συμπόνια. Ἄλλοι ἔσπευδαν νὰ εἶναι πρῶτοι γιὰ νὰ θεραπευτοῦν. Ἄλλοι ποὺ συνδέονταν μαζί τους μὲ δεσμοὺς ἀγάπης ἤ φιλίας τοὺς βοηθοῦσαν γιὰ νὰ θεραπευτοῦν. Ἀλλά οὔτε ἕνας δὲν εἷχε ρίξει μιὰ ματιὰ σ’ αὐτόν τὸν ἄνδρα ποὺ γιὰ χρόνια λαχταροῦσε τὴν θεραπεία καὶ δὲν ἦταν ἰκανός νὰ βρεῖ τὴ δύναμη νὰ θεραπευτεῖ.

Ἄν ὑπῆρχε ἔστω κι ἕνας, ἄν μόνο μιὰ καρδιὰ ἀνταποκρινόταν μὲ συμπόνια, αὐτός ὁ ἄνθρωπος θὰ ἦταν ὑγιὴς πολλά-πολλά χρόνια νωρίτερα. Καθὼς κανείς, οὔτε ἕνας δὲν βρέθηκε νά τοῦ δείξει συμπόνια, τὸ μόνο πού τοῦ ἀπέμεινε- θὰ ἔλεγα τὸ μόνο ποὺ εἷχε- καί τὸ λέω αὐτὸ μὲ μιὰ αἴσθηση τρόμου- ἧταν ἡ ἄμεση παρέμβαση τοῦ Θεοῦ.

Περιστοιχιζόμαστε ἀπό ἀνθρώπους ποὺ βρίσκονται σὲ ἀνάγκη, δὲν εἶναι μόνο ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν κάποια παράλυση καὶ χρειάζονται βοήθεια. Ἀλλά τόσοι ἄλλοι ποὺ ἔχουν παραλύσει μέσα τους, καὶ ποὺ χρειάζονται νὰ συναντήσουν κάποιον νά τοὺς βοηθήσει. Ψυχικὰ παράλυτοι εἶναι ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν τρομάξει ἀπό τὴν ζωή, γιατὶ ἦταν γι’ αὐτούς ἀντικείμενο τρόμου ἀπὸ τότε ποὺ γεννήθηκαν: γονεῖς χωρὶς εὐαισθησία, ἄκαρδοι, βίαιο περιβάλλον. Πόσοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἤλπιζαν, ὅταν ἦταν ἀκόμα μικροί, ὅτι κάτι θὰ ὑπάρχει γι’ αὐτούς στὴ ζωή. Ἀλλὰ ὄχι. Καμμιὰ συμπόνοια, καμμιὰ φιλία . Δέν ὑπῆρχε τίποτα. Κι ὅταν προσπάθησαν νὰ δεχθοῦν παρηγοριὰ καὶ στήριξη, δὲν ἔλαβαν κάτι. Κάθε φορά ποὺ πίστευαν ὅτι μποροῦσαν νὰ κάνουν κάτι τοὺς ἔλεγαν, «Μην προσπαθεῖς, δεν καταλαβαίνεις ὅτι εἶσαι ἀνίκανος γι’ αὐτό;» Καὶ ἔνοιωθαν ὅλο καὶ πιὸ μειονεκτικοί.

Πόσοι ἄνθρωποι ἦταν ἀνήμποροι νὰ ζήσουν, ἐπειδὴ ἦταν σωματικὰ ἀσθενεῖς, ὄχι ἐπαρκῶς δυνατοί. Ἀλλὰ βρέθηκε κάποιος νά τοὺς δώσει ἕνα χέρι βοηθείας; Βρῆκαν κάποιον νά τοὺς νοιώσει βαθειά, ὥστε νὰ βγεῖ ἀπο τὴν πορεία του γιά νὰ βοηθήσει; Καί πόσοι εἶναι τρομοκρατημένοι ἀπὸ τὴν ζωή τους και βιώνουν καταστάσεις βίας, φόβου, βαναυσότητας… Ἀλλὰ ὅλα αὐτὰ δὲν θὰ τοὺς εἶχαν πληγώσει, ἄν ὑπῆρχε κάποιος νά σταθεῖ δίπλα τους καὶ νὰ μὴν τοὺς ἐγκαταλείψει.

Ἑπομένως, ὅλοι μας, ἔχουμε γύρω μας ἀνθρώπους ποὺ βρίσκονται στὴν κατάσταση ποὺ βρισκόταν ὁ παραλυτικός. Ἄν ἐξετάσουμε τὸν ἑαυτό μας, θά δοῦμε ὅτι πολλοὶ ἀπό ἐμᾶς εἴμαστε ψυχικὰ παράλυτοι, ἀνίκανοι νὰ ἐκπληρώσουμε τὶς φιλοδοξίες τῶν ἀνθρώπων δίπλα μας· ἀνίκανοι γι’ αὐτὸ ποὺ λαχταροῦσαν νὰ εἶναι, ἀνίκανοι νὰ διακονήσουμε τοὺς ἄλλους μέ τὸν τρόπο ποὺ μιλάει ἡ καρδιά τους ἀνήμποροι νά κάνουμε ὁ,τιδήποτε γιὰ ὅ,τι προσδοκοῦσαν, γιατὶ ὁ φόβος, ἡ συντριβή ἔχει κυριαρχήσει στὴ ζωή τους.

Καί ὅλοι, ὅλοι μας εἴμαστε ὑπεύθυνοι γιά τὸν καθένα. Εἴμαστε ἀμοιβαῖα ὑπεύθυνοι ὁ ἕνας γιά τὸν ἄλλο· γιατί ἄν κοιτάξουμε δεξιὰ ἤ ἀριστερά μας, πόσα ξέρουμε γιά τοὺς ἀνθρώπους ποὺ βρίσκονται δίπλα μας; Ξέρουμε πόσο εἶναι συντετριμμένοι; Πόσο πόνο ἔχουν στὴν καρδιά τους; Πόση ἀγωνία ὑπῆρξε στὴν ζωή τους; Πόσες χαμένες ἐλπίδες, πόσος φόβος κι ἀπόρριψη καὶ περιφρόνηση, ποὺ νά τοὺς ἔχουν κάνει νὰ περιφρονοῦν τοὺς ἑαυτούς τους, ἀνίκανους ἀκόμα καὶ γιὰ αὐτοσεβασμό- πόσο μᾶλλον νὰ ἔχουν τὸ κουράγιο νὰ κάνουν ἕνα βῆμα πρός τὴν θεραπεία, τὴν θεραπεία γιά τὴν ὁποία μιλᾶ τὸ εὐαγγέλιο σ’ αὐτὸ τὸ εδάφιο ;

Ἄς προβληματιστοῦμε. Ἄς κοιτάξουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο κι ἄς ἀναρρωτηθοῦμε: Πόση ἀδυναμία κρύβει ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος; Πόσος πόνος ἔχει συσσωρευτεῖ στὴν καρδιά του; Πόσος φόβος γιὰ τὴ ζωή – ποὺ ζωὴ εἶναι ὁ πλησίον μου, οἱ ἄνθρωποι ποὺ εἶναι ἡ ἴδια ἡ ζωή,- ἔχει κυριεύσει τήν ὕπαρξή μου;

Ἄς κοιτάξουμε τὸν ἄλλο μὲ κατανόηση, μὲ προσοχή. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἐκεῖ. Μπορεῖ νά θεραπεύσει, ναί. Ἀλλά ἔχουμε εὐθύνη γιά τὸν ἄλλο ἄνθρωπο, ὑπάρχουν τόσοι τρόποι μέ τοὺς ὁποίους μποροῦμε νά γίνουμε τά μάτια τοῦ Χριστοῦ ποὺ βλέπουν ὅσους ἔχουν ἀνάγκη, τ’ αὐτιά Του ποὺ ἀκοῦν τὶς κραυγές, τὰ χέρια Του πού στηρίζουν καὶ θεραπεύουν ἤ ποὺ κάνουν δυνατή τὴ θεραπεία ἑνὸς ἀνθρώπου.

Ἄς κοιτάξουμε αὐτή τὴν παραβολὴ μὲ νέα ματιά· ὄχι μέ τὴν σκέψη ὅτι αὐτὸς ὁ ταλαίπωρος ἄνθρωπος, πρὶν δύο χιλιάδες χρόνια ἦταν τόσο τυχερός ποὺ ὁ Χριστὸς ἔτυχε νὰ βρίσκεται κοντά του, γιὰ νὰ κάνει τελικὰ αὐτὸ ποὺ θὰ εἶχε κάνει ὁ πλησίον. Ἄς κοιτάξουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο κι ἄς ἔχουμε συμπόνια, ἐνεργὴ συμπόνια· ἐπίγνωση· ἀγάπη, ἄν μποροῦμε. Καί τότε αὐτὴ ἡ παραβολή, δὲν θά μᾶς ἔχει μιλήσει καὶ δὲν θὰ ἔχει σχετιστεῖ μάταια με τὴ ζωή μας. Ἀμήν.

Χριστὸς Ἀνέστη! Ἀληθῶς Ἀνέστη!

6.

Ἀνάσταση ἄταφου νεκροῦ

Λαμπρόπουλος Βαρνάβας (Ἀρχιμανδρίτης)

Ὁ μετὰ τὴν τριήμερη ταφὴ του ἀναστὰς ἐκ νεκρῶν Χριστὸς ἔρχεται σήμερα νὰ ἀναστήσει ἕναν ἐπὶ τριάντα ὀκτὼ ἔτη «ἄταφο νεκρό». Φαίνεται λίγο ὑπερβολικὸ τὸ «ἐπιτίμιο» τοῦ παραλύτου, ὁ ὁποῖος -ὅπως ἀποκάλυψε ὁ Χριστὸς- παιδαγωγοῦνταν γιὰ τὶς ἁμαρτίες του. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος θὰ σχολιάσει διδάσκοντας: «Ποῦ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ λένε εἶναι ἄδικο γιὰ μία στιγμὴ ποὺ σκότωσα καὶ γιὰ λίγες στιγμὲς ποὺ μοίχευσα, νὰ κολάζομαι γιὰ πάντα; Τί νὰ πεῖ κι αὐτός, ὁ παράλυτος, ποὺ δὲν ἁμάρτησε τόσα χρόνια, ὅσα κολαζόταν; Κι ὅμως πέρασε μία ζωὴ σὲ τιμωρία. Γιατί τὰ ἁμαρτήματα δὲν κρίνονται ἀπὸ τὴ διάρκειά τους ἀλλὰ ἀπὸ τὴ φύση καὶ τὴ βαρύτητά τους».

«Ἄνθρωπον οὐκ ἔχω!»

Σίγουρα θὰ εἶχε φτάσει πολὺ κοντὰ στὴν ἔσχατη ἀπελπισία ὁ ἐπὶ τόσα χρόνια παράλυτος. Ἔτσι πιστεύει καὶ ὁ ὑμνωδός, ὅταν τοῦ βάζει στὸ στόμα τὰ λόγια: «Τί κερδίζω ἀπὸ τὸ νὰ συνεχίζω νὰ ζῶ; Τάφος μου ἔγινε τὸ κρεβάτι μου». Ἀπὸ ὅ,τι φαίνεται, ὅμως, ἀπὸ τὴν πολύχρονη «ταφὴ» του εἶχε τεράστιο κέρδος. Εἶχε ἀποκτήσει ἀξιοθαύμαστη ὑπομονὴ καὶ μακροθυμία· τόση, πού, ὄχι μόνο δὲν δυσανασχέτησε μὲ τὴν ἐρώτηση τοῦ Χριστοῦ «θέλεις νὰ γίνεις καλά;», ὄχι μόνο δὲν τοῦ ἀπάντησε -κατὰ τὸν Χρυσορρήμονα- «γιὰ νὰ μὲ κοροϊδέψεις ἦρθες καὶ νὰ γελάσει εἰς βάρος μου;» ἀλλά, ἀντίθετα, «πράως καὶ μετ’ ἐπιεικείας πολλῆς» τοῦ ἀπάντησε: «Κύριε, δὲν ἔχω ἄνθρωπο, ὥστε -ὅταν ταραχθεῖ τὸ νερὸ- νὰ μὲ βάλει στὴν κολυμβήθρα».

Ἂς ἀφήσουμε κι ἐδῶ τὸν ὑμνωδὸ νὰ «ξεπεράσει» τὸν εὐαγγελιστὴ μὲ τὴν -κάθε ἄλλο παρὰ λυρικὴ- ἀπόδοση τῆς ἀπάντησης τοῦ Χριστοῦ: «Γιὰ σένα ἔγινα ἄνθρωπος. Γιὰ σένα ἐνδύθηκα ἀνθρώπινη σάρκα· κι ἐσὺ λὲς ἄνθρωπο δὲν ἔχω; Σήκω! Πάρε καὶ τὸ κρεβάτι σου καὶ περπάτα». Τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ δὲν σημαίνουν: «Ἄνθρωπο ζητᾶς; Νά! Βρέθηκα ἐγὼ καὶ θὰ σὲ βοηθήσω».

Οὔτε ἁπλῶς ἤθελε νὰ τοῦ πεῖ: «Τί σὲ νοιάζει; Ἐγὼ Θεὸς εἶμαι καὶ θὰ σὲ θεραπεύσω». Ὁ Χριστός, καὶ σὲ αὐτὸ τὸ θαῦμα του, δὲν εἶναι μόνο ὁ γιατρὸς μιᾶς ἀνθρώπινης ἀρρώστιας. Εἶναι ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ Θεάνθρωπος, ποὺ ἦρθε νὰ «μαρτυρήσῃ τῇ ἀληθείᾳ». Καὶ ἡ ἀληθινὴ σημασία τῶν λόγων του εἶναι: «Ἐγώ, ὁ μονογενὴς Υἱoς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἔγινα καὶ ἄνθρωπος, γιὰ νὰ δώσω τὴ δυνατότητα καὶ σὲ σένα καὶ σὲ κάθε ἄνθρωπο νὰ ἀνακαινιστεῖτε. Νὰ γίνετε καινούργιοι ἀνθρωποι· καινὴ κτίσις. Νὰ γίνετε, ὄχι ἁπλῶς καλοὶ ἄνθρωποι, ἀλτρουιστές, ποὺ θὰ βοηθᾶτε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ἀλλὰ κατὰ χάριν τέκνα μου καὶ συγκληρονόμοι τῆς Βασιλείας μου».

Σταθερὴ μετάνοια

Αὐτή, βέβαια, ἡ ἀνακαίνιση δὲν ἐπιβάλλεται ἐξαναγκαστικά. Εἶναι μόνο καρπὸς τῆς ἐλεύθερης συνεργασίας τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου μὲ τὸν Χριστό. Ἡ ἀρχὴ της εἶναι τὸ ἅγιο Βάπτισμα. Καὶ εἶναι ἀξιοπρόσεκτο ὅτι ἀμφότεροι, ἑρμηνευτὲς καὶ ὑμνογράφοι τῆς Ἐκκλησίας, συνδέουν τὴν κολυμβήθρα τῆς Βηθεσδὰ μὲ τὴν ἁγία κολυμβήθρα τοῦ Βαπτίσματος: «Ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ τῇ Προβατικῇ ποτὲ ἄγγελος κατήρχετο καὶ ἕναν ἰᾶτο κατὰ χρόνον· Βαπτίσματί δὲ θείῳ νῦν καθαίρει ἄπειρα πλήθη ὁ Χριστός».

Ἡ διὰ τοῦ Βαπτίσματος, ὅμως, κάθαρση, λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν μας χρειάζεται συνεχῆ ἀνανέωση. Χρειάζεται ὄχι περιστασιακὴ ἀλλὰ σταθερὴ μετάνοια. Εἶναι κρίμα, ἕνα «οἰκοδόμημα», ποὺ γιὰ νὰ ἀποκτήσει γερὰ θεμέλια χρειάστηκαν -ἂς ποῦμε- τριάντα ὀκτὼ χρόνια σκληρῆς δουλειᾶς, νὰ καταρρεύσει ἀπὸ τὴν ὑποτροπὴ στὴν ἁμαρτία μιᾶς στιγμῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς προειδοποιεῖ μὲ τὴ φιλανθρωπία του τὸν πρώην παράλυτο, ποὺ μόλις στάθηκε στὰ σωματικὰ καὶ πνευματικά του πόδια, νὰ μὴν ἁμαρτήσει ξανά, γιὰ νὰ μὴ βιώσει ξανὰ στὸ μέλλον μία νέα δοκιμασία.

Πῶς τιμοῦμε τὸ Σάββατο;

Ἡ θεραπεία τοῦ παραλύτου καὶ ἡ μεταφορὰ τοῦ κρεβατιοῦ του ἡμέρα Σάββατο σκανδάλισαν τοὺς ἀθεράπευτα «παράλυτους» Ἰουδαίους. Ἡ ἐξαιτίας τῆς ὑποκρισίας τους πνευματικὴ παραλυσία δὲν τοὺς ἄφηνε νὰ «περπατήσουν» παραπέρα ἀπὸ τὴν κατὰ γράμμα ἑρμηνεία τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου καὶ νὰ καταλάβουν ὅτι ἡ οὐσιαστικὴ τιμὴ πρὸς τὸ Σάββατο ἦταν «ἡ ἀγαθοποιΐα καὶ ἡ τῶν κακῶν ἀποχή». Ἔτσι ἐπέμεναν στὴν ἑκούσια τύφλωσή τους, μὴ θέλοντας νὰ δοῦν τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ παραλύτου καὶ νὰ δοξάσουν τὸν Θεό. Πολὺ περισσότερο, δὲν ἤθελαν νὰ καταλάβουν ὅτι Αὐτός, ποὺ εὐεργετοῦσε τοὺς ἀνθρώπους τὸ Σάββατο, ἦταν καὶ ὁ νομοθέτης καὶ Κύριος τοῦ Σαββάτου. Καὶ θὰ ἐπιδιώξουν νὰ τὸν φονεύσουν, «φαινομενικὰ μὲν ἐπειδὴ δῆθεν καταργοῦσε τὸ Σάββατο, στὴν οὐσία ὅμως ἐπειδὴ τὸν φθονοῦσαν, γιατὶ ξεσκέπαζε τὴν ὑποκρισία τους» (Ἅγιος Θεοφύλακτος).

Ἐμεῖς, ἂς ἁγιάζουμε ὄχι μόνο τὰ Σάββατα, ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρη τὴ ζωή μας μὲ τὴν κατάπαυση τῶν πονηρῶν ἔργων καὶ τὴ σταθερή μας μετάνοια, ἐπαναλαμβάνοντας τὴν κατανυκτικὴ προσευχὴ ποὺ μᾶς χαρίζει τὸ κοντάκιο τῆς ἑορτῆς: «Ὅπως καὶ στὸν παράλυτο μὲ τὴ θεϊκή σου παρουσία, ἀνάστησε, Κύριε, καὶ σὲ μένα τὴν -ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν μου- φοβερὰ παράλυτη ψυχή μου. Ἔτσι, ἀφοῦ σταθῶ στὰ πόδια μου, θὰ μπορῶ νὰ δοξάζω τὴν εὐσπλαχνία καὶ τὴν παντοδυναμία σου».

7.

 Κυριακὴ τοῦ Παραλύτου

Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))

Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ἀκούσαμε σήμερα στὸ Εὐαγγέλιο γιὰ ἕναν ἄνδρα ποὺ γιὰ τριάντα χρόνια ἦταν παράλυτος. Τὸ μοναδικὸ πράγμα ποὺ τὸν χώριζε ἀπὸ τὴν θεραπεία ἦταν ἡ δυνατότητα νὰ φθάσει τὸ νερὸ ποὺ ὁ ἄγγελος τάραζε μιὰ φορά τὸν χρόνο. Τριάντα χρόνια εἶχε προσπαθήσει νὰ θεραπευτεῖ, ἀλλὰ κάποιος ἄλλος ἦταν πιὸ γρήγορος ἀπὸ αὐτὸν καὶ προλάβαινε νὰ θεραπευτεῖ. Πόσοι ἄνθρωποι ὑπάρχουν τώρα στὸν κόσμο, πόσοι ὑπῆρχαν καὶ θὰ ὑπάρχουν στὸν κόσμο μας ποὺ χρήζουν θεραπείας, ποὺ ἔχουν παραλύσει ἀπὸ τὸν φόβο, ἀπὸ τὸ κάθε τι ποὺ μᾶς ἐμποδίζει νὰ κινηθοῦμε μὲ τόλμη καὶ σκοπὸ πρὸς τὴν πληρότητα τῆς ζωῆς; Πόσοι; Καὶ ποιοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ θὰ τοὺς πάρουν καὶ θα τοὺς βοηθήσουν νὰ θεραπευθοῦν ἀντὶ νὰ τὸ ἐπιδιώξουν γιὰ τοὺς ἴδιους; Ἄς στραφοῦμε καὶ ἄς δοῦμε τὸν ἑαυτό μας, ὄχι ὁ ἕνας τὸν ἄλλον ἀλλὰ τὸν ἑαυτό μας. Τὶ ἔχουμε μάθει ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο;

Ὁ Χριστὸς λέγει ὅτι ὅποιος δὲν εἶναι ἕτοιμος νὰ προσφέρει τὴ ζωή του γιὰ τὸν πλησίον του δὲν ἔχει πραγματική ἀγάπη, καὶ πλησίον, καθώς εἶναι σχεδὸν ξεκάθαρο ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο, δὲν εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶμε, ἐκεῖνος ποὺ εἶναι κοντά μας, ἀλλὰ εἶναι ὁποιοσδήποτε μᾶς χρειάζεται. Θέστε στὸν ἑαυτό σας αὐτὸ τὸ ἐρώτημα. Ὑπάρχει ἕνας ἀριθμὸς ἀνθρώπων γύρω σας ποὺ θὰ πίστευαν, ποὺ μὲ χαρὰ θὰ ἄρχιζαν μιὰ νέα ζωή, ποὺ θὰ εὐλογοῦσαν ἐσᾶς καὶ τὸν θεό ποὺ θὰ τοὺς ἔδιναν κουράγιο νὰ κινήσουν τὰ πνευματικά τους πόδια ποὺ εἶναι δεμένα. Καὶ ἄς ρωτήσουμε τοὺς ἑαυτούς μας, τὶ κάνουμε, τὶ ἔχουμε κάνει, τὶ μποροῦμε νὰ κάνουμε γιὰ νὰ τοὺς βοηθήσουμε;

Τὰ νερὰ τῆς Κολυμβήθρας τοῦ Σιλωάμ εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τῆς θεραπευτικῆς Του δύναμης. Ὅταν ὁ Θεὸς ἔρθει κοντά, ὅταν συνειδητοποιήσουμε ὅτι βρίσκεται ἐκεῖ, κοντά μας, κοιτάζουμε γύρω μας γιὰ νὰ δοῦμε ποιὸς Τὸν χρειάζεται περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι ἐμεῖς; Ὄχι. Ὁρμᾶμε μπροστὰ, θέλουμε νὰ εἴμαστε ἐκεῖνοι ποὺ θὰ καθίσουμε στὰ πόδια Του, εἴμαστε ἐκεῖνοι ποὺ ἐπιθυμοῦμε ν’ ἀγγίξουμε τὸ κράσπεδο τοῦ ἐνδύματός Του καὶ νὰ θεραπευθοῦμε, εἴμαστε ἐκεῖνοι- καὶ αὐτὸ εἶναι ἀκόμα χειρότερο,- ποὺ ἐπιθυμοῦμε νὰ θεωρούμαστε μαθητές καὶ σύντροφοί Του ἔτσι ποὺ οἱ ἄνθρωποι ἴσως νὰ μᾶς κοιτάζουν καὶ νὰ θαυμάζουν, ν’ ἀποροῦν καὶ κάποιες φορὲς σχεδὸν νὰ λατρεύουν ἐμᾶς τοὺς συντρόφους τοῦ Ἰησοῦ, τοὺς φίλους τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος.

Ποιὸς ἀπὸ ἐμᾶς εἶναι προετοιμασμένος νὰ παραμερίσει, νὰ μείνει ἀφανὴς, ἤ μᾶλλον νὰ βοηθήσει κάποιον ἄλλον νὰ προχωρήσει μπροστὰ ἀντὶ, ὅταν ξέρουμε ὅτι θὰ εἴμαστε κατά κάποιον τρόπο οἱ χαμένοι, – ἐπειδή ἄν τὸ κάνουμε αὐτὸ, θὰ ἔχουμε χάσει ὅ,τι νομίζαμε ὅτι ἐπιθυμούσαμε, ἀλλὰ θὰ ἔχουμε γίνει μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἔδωσε τὴ ζωή Του γιὰ νὰ ζήσουν οἱ ἄλλοι.

Ἄς προβληματιστοῦμε πάνω στὴν παραβολή αὐτή. Δὲν εἶναι ἁπλὰ μιὰ παλιὰ ἱστορία γιὰ πράγματα ποὺ ἔγιναν πρὶν δύο χιλιάδες χρόνια, εἶναι κάτι ποὺ συμβαίνει κάθε μέρα καὶ εἴμαστε ἐκεῖνοι ποὺ ὁρμοῦν μπροστὰ καὶ ἐμποδίζουν ἅλλους νὰ καταδυθοῦν στὰ ἰαματικὰ νερὰ τοῦ Σιλωάμ.

Ἄς ἀκούσουμε τὸν Θεῖο Ἅγιο Ἰωάννη, τὸν δάσκαλο τῆς ἀληθινῆς ἀγάπης, ἄς ἑτοιμαστοῦμε νὰ θυσιάσουμε κάθε τι ποὺ περιμένουμε μὲ λαχτάρα, κάθε τι ποὺ ἐπιθυμοῦμε γιὰ νὰ τὸ ἔχει κάποιος ἄλλος, νὰ τοῦ δοθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό, ἄς ἕτοιμαστοῦμε νὰ πληρώσουμε τὸ τίμημα γιὰ νὰ βροῦν τὴν ἐλευθερία ἄλλοι ἄνθρωποι, τὴν ζωὴ σὲ κάθε ἐπίπεδο, ἀκόμα στὸ πιὸ ἁπλὸ ποὺ εἶναι τὸ φαγητὸ καὶ τὸ κατάλυμα καὶ ἡ ζεστασιὰ ἑνὸς προσεχτικοῦ βλέμματος ἤ ἑνὸς τρυφεροῦ, διακριτικοῦ λόγου. Ἄς ἀπελευθερωθοῦμε, καὶ τὸτε πόσοι θὰ σωθοῦν, θὰ σωθοῦν ἀπὸ τὴν πείνα, ἀπὸ τὴν ἔλλειψη στέγης, θὰ σωθοῦν ἀπὸ τὴν κυριαρχία ἄλλων, ἀπὸ κάθε τι ποὺ δεσμεύει καὶ βάζει σὲ δεσμὰ τὴ ζωή. Ἄς γίνουμε ὅ,τι ἦταν ὁ Χριστὸς- Ἐκεῖνος ποὺ ἐλευθερώνει στὸ ὄνομα τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς ζωῆς. Ἀμήν.

8.

Ἕνας παράδοξος στρατηγός

Λαμπρόπουλος Βαρνάβας (Ἀρχιμανδρίτης)

«Οἱ καρποὶ τῆς ἐπιθεώρησης ἑνὸς στρατηγοῦ» θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ὁ τίτλος τῆς σημερινῆς ἀποστολικῆς περικοπῆς. Τὸν δανειζόμαστε ἀπὸ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο, ποὺ ἑρμηνεύοντάς την λέει: «Σὰν κάποιος στρατηγὸς ποὺ ἐπιθεωρεῖ τὶς τάξεις τοῦ στρατεύματος, ἔτσι καὶ ὁ Πέτρος περιέρχεται ὅλα τὰ μέρη ὅπου κηρύχθηκε τὸ Εὐαγγέλιο, γιὰ νὰ διαπιστώσει ποιὸ μέρος ἦταν συγκροτημένο, ποιὸ ἦταν σὲ τάξη πορείας, ποιὸ χρειαζόταν περισσότερο τὴν παρουσία του». Διότι, τί ἄλλο παρὰ «στρατιῶτες Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Β’ Τιμ. 2,3) ἦταν οἱ νεοφώτιστοι χριστιανοί, «ὁπλῖται παρατάξεως Κυρίου», ποὺ στρατολογήθηκαν γιὰ νὰ πολεμήσουν ὄχι τοὺς συνανθρώπους τοὺς ἀλλὰ τὰ πάθη τους, τὴν κάθε εἴδους πλάνη καὶ «τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου» δαίμονες;

«Σὲ θεραπεύει ὁ Χριστὸς»

Ἡ ἀρρώστια, βέβαια, καὶ ὁ θάνατος εἶναι ἐχθροὶ πιὸ ὁρατοὶ γιὰ τὸν νηπιόφρονα ἄνθρωπο, ἔστω κι ἂν εἶναι λιγότερο ἐπικίνδυνοι ἀπὸ τοὺς προηγούμενους. Καὶ ἐπειδὴ δὲν πάει κανεὶς κατευθεῖαν ἀπὸ τὸ νηπιαγωγεῖο στὸ πανεπιστήμιο, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἀπόστολος Πέτρος στηρίζει ἐδῶ τους «νεοσυλλέκτους» στὴν πίστη μὲ τὰ «παχυλὰ» καὶ χειροπιαστὰ σημεῖα τῆς θεραπείας ἑνὸς παραλύτου καὶ τῆς ἀνάστασης μιᾶς νεκρῆς.

Τὸ πρῶτο θαῦμα ἔγινε στὴ Λύδδα. Ὁ ἄρρωστος λεγόταν Αἰνέας καὶ ἦταν κατάκοιτος ὀκτὼ χρόνια. Ὁ παράλυτος τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς ἦταν ἀσθενὴς τριάντα ὀκτὼ χρόνια. Οἱ δύο θεραπεῖες ἔχουν ὅμως καὶ κοινὰ σημεῖα: α) Καὶ στὶς δύο Γιατρὸς ἦταν ὁ Χριστός. Ἡ πρώτη ἔγινε μὲν μὲ μεσιτεία τοῦ ἀποστόλου Πέτρου· γιὰ νὰ μὴν γίνει ὅμως παρανόηση ὡς πρὸς τὸν αὐτουργὸ τῆς θεραπείας, προλαβαίνει ὁ Ἀπόστολος καὶ ξεκαθαρίζει: «Αἰνέα, σὲ θεραπεύει ὁ Χριστός». β) Τὸ δεύτερο κοινὸ σημεῖο εἶναι ὅτι καὶ στὶς δύο δὲν ζητήθηκε ἀπὸ τοὺς ἀσθενεῖς ὁμολογία πίστης πρὶν ἀπὸ τὴ θεραπεία. Ὁ ἅγιος Πέτρος, κατὰ τὸν Χρυσορρήμονα, μιμεῖται τὸν Διδάσκαλό του, ὁ Ὁποῖος ὅταν ἄρχισε τὰ θαύματα δὲν ζητοῦσε πίστη.

Καὶ ὁ Ἀπόστολος μπορεῖ νὰ μὴ ζήτησε πίστη, ἀλλὰ ζήτησε ἀπὸ τὸν παράλυτο, ἀφοῦ σηκωθεῖ, νὰ στρώσει μόνος του τὸ κρεβάτι του. Δὲν εἶναι ἀσήμαντη ἡ λεπτομέρεια. Προφανῶς ὁ πρῶτος λόγος ἦταν νὰ γίνει ἐμφανὴς ἡ τέλεια θεραπεία. Οἱ ἑρμηνευτές, ὡστόσο, ἐπισημαίνουν καὶ δεύτερο λόγο: Ἐπειδὴ ὁ Θεὸς κάνει τὸ μέγιστο καὶ τὸ ὑπερφυσικό, δὲν πρέπει νὰ σταυρώνουμε τὰ χέρια καὶ νὰ περιμένουμε σὲ ὅλα οὐρανοκατέβατες λύσεις. Ἐμεῖς πρέπει νὰ κάνουμε μὲ εὐθύνη καὶ συνέπεια τὸ μικρὸ ἢ καὶ ἐλάχιστο ποὺ ταιριάζει στὶς δυνάμει μας. Τὸ θαῦμα εἶναι ἀφύπνιση γιὰ δουλειά, καὶ ὄχι ἀφορμὴ γιὰ ραθυμία καὶ ἐπανάπαυση.

Ἡ πληρότητα τῶν ἀγαθῶν ἔργων

Ἄσπονδος ἐχθρός τῆς ραθυμίας ἦταν ἡ Ταβιθά, στὴν ὁποία τέλεσε τὸ δεύτερο θαῦμα του ὁ ἀπόστολος Πέτρος· γι’ αὐτὸ καὶ ἦταν «πλήρης ἀγαθῶν ἔργων καὶ ἐλεημοσυνῶν». Σίγουρα ἡ φράση αὐτὴ τοῦ ἀποστολικοῦ κειμένου ἀποτελεῖ, κατὰ τὸν ἅγιο ’Ἰωάννη, μεγάλο ἐγκώμιο γιὰ τὴν Ταβιθά. Ἡ ἴδια, προφανῶς, ἔκρυβε τὶς ἀγαθοεργίες της· δὲν μποροῦσαν ὅμως νὰ μείνουν κρυφὲς μετὰ τὸν θάνατό της. Ὅταν πῆγε ἐκεῖ ὁ Πέτρος καλεσμένος ἀπὸ τὴ γειτονικὴ Λύδδα, ἄκουσε καὶ εἶδε τὸν πιὸ γλαφυρὸ ἐπικήδειο ἔπαινο: χῆρες ἔκλαιγαν δείχνοντας τὰ ροῦχα ποὺ τοὺς εἶχε φτιάξει ἡ Ταβιθά. Ἦταν ἡ πιὸ δυνατὴ μαρτυρία γιὰ τὴ μεγάλη ἀγάπη καὶ ἐλεημοσύνη της· μία ἐλεημοσύνη πού, κατὰ τὴν Ἁγία Γραφή, «γλιτώνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν θάνατο» (Τωβ. 12,9). Δὲν χρειαζόταν, λοιπόν, νὰ τὸν παρακαλέσουν νὰ τὴν ἀναστήσει· τὸ καλοῦσε καὶ τὸ φώναζε ἡ ἴδια ἡ ἀρετή της. Καὶ ὁ ἀπόστολος Πέτρος, ἀφοῦ γονάτισε καὶ προσευχήθηκε, τῆς ξαναχάρισε τὴ ζωή. Ἐδῶ δὲν ἦταν ἀρκετὴ ἡ σκιά του γιὰ τὸ θαῦμα. Γονάτισε δίνοντας «δεῖγμα ἐπιτεταμένης εὐχῆς». «Δὲν ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς ὅλα τὰ θαύματα νὰ γίνονται μὲ τὴν ἴδια εὐκολία», θὰ παρατηρήσει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. «Αὐτὸ ὠφελοῦσε καὶ τοὺς ἀποστόλους, γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ὁποίων δὲν ἔπαψε νὰ φροντίζει ὁ Θεός». Πολὺ περισσότερο ὠφελεῖ ἐμᾶς, διδάσκοντάς μας τὴ σημασία τῆς ἐπιμονῆς, τῆς ὑπομονῆς καὶ τοῦ σωματικοῦ κόπου στὴν προσευχή.

Ἡ ἀρετὴ τῆς ἐλεημοσύνης

Στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἔλειψαν ψυχὲς ποὺ μιμήθηκαν τὶς ἀρετὲς τῆς ἁγίας Ταβιθᾶ. Κορυφαῖο παράδειγμα στὴ σχετικὰ νεώτερη περίοδο εἶναι ἡ ἁγία Φιλοθέη ἡ Ἀθηναία, ἡ ὁποία δὲν ζέστανε μόνο μὲ ροῦχα καταδιωγμένες γυναῖκες μέσα στὴν παγωνιὰ τῆς σκλαβιᾶς, ἀλλὰ σφράγισε μὲ τὸν μαρτυρικό της θάνατο, τὴν ἀγωνία καὶ τὴ φροντίδα της νὰ περιφρουρήσει τὴν τιμὴ καὶ τὴν ἀξιοπρέπειά τους. Ἀλλὰ καὶ σήμερα, ποὺ «ἐψύγη ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν», ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ ζήλεψαν τὴν Ἁγία τῆς Ἰόππης. Ἀξιομνημόνευτη εἶναι ἡ ἀναφορὰ ποὺ κάνει σύγχρονος ἱερέας καὶ ψυχίατρος στὴ μακαριστὴ γιαγιά του: «Στὴν κηδεία της πολλοὶ ἄγνωστοι ἐμφανίστηκαν καὶ μιλοῦσαν γι’ αὐτὴ μὲ εὐγνωμοσύνη· ὅπως ἐκείνη ἡ ἡλικιωμένη κυρία, ποὺ ἔλεγε ὅτι ἡ γιαγιὰ συνέχισε νὰ τὴ δέχεται στὸ σπίτι της, ὅταν ὅλοι τὴν ἀπέφευγαν, γιατί ἀπέκτησε ἕνα ἐξώγαμο παιδί, λίγο μετὰ τὸν πόλεμο, καὶ τὴ θεωροῦσαν πόρνη. Διηγιόταν, ἀνάμεσα στὰ δάκρυά της, πῶς τῆς ἔβαζε τσάντες μὲ τρόφιμα κάτω ἀπὸ τὸ παλτό, παρακαλώντας τη νὰ μὴν τὸ μάθει κανείς».

Ὁ παράδοξος, λοιπόν, γιὰ τὰ ἀνθρώπινα μάτια «στρατηγὸς» ἀπόστολος Πέτρος, ἐνῶ ἀπὸ τὴ μία ἐπιβάλλει στὸν Ἀνανία καὶ στὴ Σαπφείρα τὸ πιὸ αὐστηρὸ καὶ ἀμετάκλητο ἐπιτίμιο, ἀπὸ τὴν ἄλλη θεραπεύει ἕναν παράλυτο καὶ χαρίζει «τιμητικὴ ἄδεια» ἐπιστροφῆς στὴ ζωή, στὴν Ταβιθά. Μὲ τέτοιες ποιμαντικὲς στρατηγικές, Ἐκεῖνος ποὺ τοῦ ἐμπιστεύθηκε τὴν ποίμνη του, εὐδοκοῦσε νὰ αὐξάνεται ὁ ἀριθμὸς τῶν πιστευόντων στὸ ὄνομά του.

9.

Ὁ Βασιλέας Χριστὸς

Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))

Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Σὲ μία ἀπὸ τὶς ὁμιλίες του ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυστόστομος λέει ὅτι ὁ καθένας ποὺ εἶναι προικισμένος μὲ δύναμη, μπορεῖ νὰ κυβερνήσει, μόνο ὅμως ἕνας βασιλιὰς μπορεῖ νὰ πεθάνει γιὰ τὸν λαό του. Κι αὐτὸ διακηρύσσεται τόσο ὑπέροχα καὶ τραγικὰ στὴ ζωὴ τοῦ Θεοῦ ποὺ γίνεται ἄνθρωπος, στὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Λέει τὸ Εὐαγγέλιο ὅτι οἱ κυβερνῆτες τῆς γῆς ὑποτάσσουν τοὺς λαοὺς τους, τοὺς κυβερνοῦν μὲ δύναμη ἀλλὰ μᾶς καλεῖ νὰ γίνουμε διαφορετικοὶ κυβερνῆτες, νὰ προσφέρουμε τὴ ζωή μας στοὺς ἀνθρώπους γιὰ νὰ μπορέσουν ν’ ἀκολουθήσουν τὸ παράδειγμα τῆς νέας ζωῆς ποὺ τοὺς δίνεται ἀπελευθερωμένοι ἀπὸ τὸν φόβο, τὴν ἁμαρτία καὶ τὸ κακό.

Κι ὅμως, γιὰ νὰ γίνει αύτὸ ὑπάρχει μιὰ προϋπόθεση. Σκεφτόμαστε κι ἐλπίζουμε ὅτι ἐπειδὴ εἴμαστε χριστιανοὶ κατ’ ὅνομα, μποροῦμε νὰ μετέχουμε στὴ δόξα Του, ἀλλὰ ὑπάρχει μία προϋπόθεση. Θυμᾶστε πώς ὁ Χριστὸς, καθὼς πορευόταν πρὸς τὴν Σταύρωση, μίλησε στοὺς μαθητές Του καθ’ ὁδὸν πρὸς τὸν Φίλιππο Καίσαρα γιὰ τὸ ἐπερχόμενο πάθος του. Τὸ περιέγραψε μὲ λεπτομέρεια, προσπάθησε νὰ κάνει τοὺς Ἀποστόλους νὰ νοιώσουν τὸν τρόμο γιὰ ὅ,τι ἔμελλε νὰ συμβεῖ κι ὅτι Ἐκεῖνος, ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ἔμελλε νὰ πεθάνει. Καὶ ἡ τελευταία του λέξη ἦταν ὅτι θὰ ἀνασταινόταν. Καὶ οἱ Ἀπόστολοι, κατὰ ἕνα τρόπο ἴσως ἀδιανόητο, ἄκουσαν μόνο τὰ τελευταῖα Του λόγια, τὰ λόγια ποὺ ὑπόσχονταν τὴ νίκη καὶ τὴ δόξα Του, τὴ νίκη καὶ τὴν ἐλευθερία τους, τὴ δόξα τους ἐπειδὴ ἦταν οἱ μαθητὲςΤου καὶ αὐτοὶ ποὺ Τὸν ἀκολούθησαν ἀπὸ τὴν ἀρχή. Καὶ ὅταν ἦλθαν στὸν Ἰησοῦ καὶ Τοῦ εἶπαν: «Ὅταν δοξαστεῖς, ἄφησε μας νὰ καθίσουμε στὰ δεξιὰ καὶ στὰ ἀριστερὰ τοῦ θρόνου τῆς δόξης Σου», ἔγινε σαφὲς στὸν Ἰάκωβο, τὸν Ἰωάννη καὶ τὴ μητέρα τους. Εἶχαν ξεχάσει, δὲν ἄκουσαν, δὲν κατανόησαν ὅτι ὁ Χριστὸς τοὺς εἶχε μιλήσει γιὰ τὸ τίμημα τῆς δόξας Του. Αὐτὸ ποὺ κατάλαβαν μόνο ἦταν ἡ μελλοντικὴ δόξα.

Δὲν εἴμαστε τὶς περισσότερες φορὲς τὸ ἴδιο κουφοὶ μὲ τοὺς Ἀποστόλους, τὸ ἴδιο τυφλοί, τὸ ἴδιο ἀπερίσκεπτοι; Μὲ αὐτὸ ποὺ εἶπαν ὁ Ἰωάννης καὶ ὁ Ἰάκωβος ἦταν σὰν νὰ ἔλεγαν: «Κύριε, γιὰ σένα ὁ σταυρός, ἀλλὰ γιὰ ἐμᾶς – ἡ νίκη». Ἀλλὰ δὲν διαφέρει ὁ τρόπος ποὺ σκεφτόμαστε; Δὲν συμπεραίνουμε ὅτι τώρα ποὺ ὁ Χριστὸς ἔχει πεθάνει καὶ ἀναστηθεῖ, μποροῦμε νὰ ξεχάσουμε τὴ σταύρωση Του καὶ νὰ σκεφτόμαστε μόνο τὴν ἐνθρόνιση Του στὰ δεξιὰ τῆς δόξης τοῦ Πατρός; Ἀλλὰ ὅταν ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωάννης ἦλθαν πρὸς Αὐτὸν μὲ λόγια ἐλπίδας, τὶ τοὺς εἶπε ὁ Χριστὸς; Τοὺς εἶπε: «Εἶστε ἕτοιμοι νὰ πιεῖτε τὸ ποτήρι ποὺ θὰ πιῶ; Εἶστε ἕτοιμοι νὰ βαπτιστεῖτε στὸ δικό μου βάπτισμα;» ποὺ μπορεῖ νὰ ἑρμηνευτεῖ ἀπὸ τὰ Ἑλληνικὰ, «Εἶστε ἕτοιμοι νὰ καταδυθεῖτε στὸ δικὸ Μου μαρτύριο;».

Αὐτὰ τὰ λόγια ἀπευθύνει στὸν καθένα μας ὁ Χριστὸς. Δὲν φτάνει νὰ σκεφτοῦμε ὅτι ὁ Κύριος μὲ τὸν σταυρό καὶ τὸ πάθος Του, μὲ τὸν τρόμο ἀπὸ ἕναν θάνατο ἀδύναμο καὶ τὴν κάθοδο Του στὸν ἅδη, κέρδισε γιὰ λογαριασμό μας τὴν ἐλευθερία, τὴ νίκη καὶ τὴν ἐλπίδα τῆς δόξας; Ἄν ἀνήκουμε στὸν Χριστό, πρέπει νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ πιοῦμε τὸ ποτήρι τοῦ μαρτυρίου Του καὶ νὰ καταδυθοῦμε στὸ μαρτύριο Του, μὲ ἄλλα λόγια, νὰ ζήσουμε στὴ γῆ μὲ τοὺς δικοὺς Του ὅρους, τοὺς ὅρους τῆς θυσιαστικῆς ἀγάπης, χάριν τῆς ὁποίας ἔγινε Ἄνθρωπος καὶ πέθανε στὸν Σταυρὸ γιὰ νὰ ἔχουμε ἐμεῖς ζωή. Αὐτὴ εἶναι ἡ πρόκληση ποὺ ἔφερε ἡ βασιλεία Του. Ναί, εἶναι Βασιλιὰς, ἐπειδὴ ὁ Βασιλιὰς δίνει τὴ ζωή του γιὰ τὸν λαό του.

Εἴμαστε πραγματικὰ λαός Του, ἀλλὰ ἄν εἶναι ἀλήθεια ὅτι σταλθήκαμε στὸν κόσμο σὰν ἐμπροσθοφυλακὴ τῆς Βασιλείας Του, γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε τὴν ἑρμηνεία μιᾶς Ἐπιστολῆς τοῦ Ἀποστόλου, πρέπει νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ κατακτήσουμε τὸν κόσμο γιὰ τὸν Χριστὸ ὅπως Ἐκεῖνος, νὰ πληρώσουμε το ἴδιο τίμημα, ὄχι νὰ προσδοκοῦμε ὅτι ὁ θάνατος ἀνῆκε σ’ Ἐκεῖνον, καὶ σ’ ἐμᾶς ἡ νίκη.

Ἄν τὸ βάπτισμα μας εἶναι γνήσιο καὶ ὄχι τυπικό ἤ ἕνα ἁπλὸ γεγονὸς τῆς ζωή μας, ὁ καθένας μας και ὅλοι μαζι, εἴμαστε προέκταση τῆς σαρκωμένης παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, εἴμαστε τὸ σῶμα Του, καθὼς μᾶς ὀνομάζει ὁ Παῦλος καὶ οἱ Γραφές. Κι ἄν εἴμαστε τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἐμεῖς ὡς Ἐκκλησία καὶ κάθε μέλος της, εἴμαστε τὸ σῶμα ποὺ κομματιάστηκε γιὰ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ κόσμου, εἴμαστε ὁ ἀμνὸς ποὺ θυσιάζεται, σταλθήκαμε στόν κόσμο γιά νὰ πεθάνουμε γιὰ τὴ σωτηρία του. Πάνω ἀπ’ ὅλα νὰ νεκρωθεῖ μέσα μας ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος, ν’ ἀπαρνηθοῦμε τὸν ἑαυτό μας, νὰ στρέψουμε τὸ βλέμμα μας πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸτε, ἐπειδὴ θὰ ἔχουμε ἀκολουθήσει τὸ δικό Του βλέμμα καὶ τὰ δικὰ Του ἴχνη, θὰ πᾶμε πίσω στοὺς ἀνθρώπους, σ’ ἐκείνους ποὺ Τὸν χρειάζονται, ποὺ εἶναι χαμένοι. Καλούμαστε, ὅπως ὁ Χριστὸς νὰ σηκώσουμε στοὺς ὥμους τὸν πλησίον καὶ νὰ τὸν κουβαλήσουμε, ὅπως ὁ Κύριος ἔφερε τὸν Σταυρὸ Του, ἄν χρειαστεῖ – νὰ πεθάνουμε γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ πλησίον μας ποὺ ἴσως ἀνθρώπινα νὰ εἶναι ἐχθρὸς μας, ἀντίπαλος, διώκτης, ἐκεῖνος ποὺ ἀδιαφορεῖ γιὰ τὸν Θεὸ καὶ γιὰ μᾶς καὶ πράγματι, γιὰ τὸ μέλλον του. Μόνο ἄν προετοιμαζόμαστε ν’ ἀναλάβουμε τὴν εὐθύνη τοῦ κόσμου μὲ τοὺς ὅρους τοῦ Χριστοῦ, τότε θὰ εἴμαστε λαός Του, ὄχι ἄν διδάσκουμε ἁπλὰ ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Θεὸς μας, ὁ Βασιλιὰς μας, ὁ Σωτῆρας μας.

Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο κοινωνοῦμε μ’ Ἐκεῖνον. Ἀλλὰ ἄν ζοῦμε ἐν Χριστῷ καὶ ὁ Χριστὸς ζεῖ μέσα μας, ὁ καθένας πρέπει νὰ πραγματοποιήσει στὴ ζωὴ του, στὸ μέτρο τῶν δυνατοτήτων του, αὐτὸ ποὺ Ἐκεῖνος ἔκανε – ποὺ ἔδωσε τὴ ζωὴ Του γιὰ τοὺς ἄλλους, γιὰ νὰ ἐλευθερωθοῦν, ν’ ἀναγεννηθοῦν, γιὰ νὰ ξεκινήσουν μιὰ νέα ζωή. Τότε θὰ ἔχουμε κάνει πράξη αὐτὸ ποὺ χαρακτηρίζει ἕναν βασιλιά· θὰ ἔχουμε προσφέρει τη ζωή μας σ’ ἐκείνους ποὺ ἀγαπήθηκαν ἀπὸ τὸν Θεὸ σὲ βαθμὸ ποὺ νὰ γίνει ἄνθρωπος καὶ νὰ πεθάνει ἐπάνω στὸν Σταυρό. Ἄν δὲν εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ ἀνταποκριθοῦμε στὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ: «Εἶστε ἕτοιμοι νὰ πιεῖτε τὸ ποτῆρι ποὺ θὰ πιῶ, νὰ καταδυθεῖτε στὸ μαρτύριο Μου;», ἡ ζωή μας δὲν ἀνταποκρίνεται στὶς ὑποσχέσεις τοῦ βαπτίσματος μας ἐπειδὴ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν Ἐπιστολὴ του πρὸς Ρωμαίους λέει ὅτι μέσα ἀπὸ τὸ βάπτισμα καταδυόμαστε στὸν δικό Του θάνατο γιὰ ν’ ἀναστηθοῦμε μαζί Του εἰς ζωήν αἰώνιον. Ἀλλὰ ὁ θάνατος μας δὲν θὰ πρέπει νὰ εἶναι μόνο συμβολικός, ἐνῶ ἐλπίζουμε ὅτι ἡ ζωή θὰ εἶναι ἀληθινή. Ὁ θάνατος μας πρέπει νὰ εἶναι ἀληθινὸς, ἡ προσφορά τοῦ ἑαυτοῦ μας, νὰ μάθουμε ν΄ ἀγαπᾶμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, τὸν γείτονα, τὸν χαμένο, τὸν διώκτη, τὸν ἐχθρό, νὰ τὸν ἀγαπήσουμε καθὼς εἶπε ὁ Χριστός: «Κανένας δὲν ἔχει μεγαλύτερη ἀγάπη ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ προσφέρει τὴ ζωή του γιὰ τὸν πλησίον του».

Αὐτὸ εἶναι τὸ μήνυμα τῆς γιορτῆς τοῦ Βασιλέως Χριστοῦ. Εἶναι Βασιλιὰς ἐπειδὴ μᾶς πρόσφερε τὴ ζωή Του. Καὶ ἄν ζεῖ μέσα μας κι ἐμεῖς μέσα Του, αὐτὸς εἶναι ὁ προορισμὸς μας στὴ γῆ – νὰ προσφέρουμε τὴ ζωή μας. Ἀμήν.

10.

Ο παράλυτος και η Ανάσταση (Κυριακή του Παραλύτου)

Αδελφοί χριστιανοί, Χριστός Ανέστη!

Η σημερινή περικοπή του ιερού Ευαγγελίου [1] μάς διηγείται το θαύμα της ιάσεως του παραλύτου, το οποίο έκανε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός πολύ πριν από το Πάθος και την ανάστασή του.

 Ανέβηκε, μάς λέει ο Ιησούς στα Ιεροσόλυμα και στην πύλη που ονομάζονταν προβατική, υπήρχε μια δεξαμενή νερού με πέντε στοές, στις οποίες βρίσκονταν πλήθος ασθενών, τυφλών, κουτσών και τα λοιπά, γιατί από καιρού εις καιρόν άγγελος Κυρίου τάραζε τα νερά και όποιος προλάβαινε και έμπαινε πρώτος θεραπεύονταν. Ο Χριστός πλησίασε έναν παράλυτο, ο οποίος ταλαιπωρούνταν επί τριάντα οκτώ έτη, και τόν ρωτά:

 -Θέλεις να γίνεις υγιής;

 -Κύριε, τού λέει, δεν έχω άνθρωπο, ώστε όταν ταραχτεί το νερό να με βάλει στην δεξαμενή, και καθώς έρχομαι άλλος προλαβαίνει πριν από μένα.

 -Σήκω, τού απαντά ο Ιησούς, σήκωσε το κρεβάτι σου και περπάτα, κι αμέσως θεραπεύτηκε ο άνθρωπος, σήκωσε το κρεβάτι του και περπατούσε.

Ήταν δε ημέρα Σάββατο, και οι Ιουδαίοι έλεγαν στον θεραπευμένο ότι δεν επιτρέπεται να κουβαλά κρεβάτια το Σάββατο.

-Εκείνος που με έκανε υγιή, τούς αποκρίθηκε, μού είπε να σηκώσω το κρεβάτι και να περπατήσω. Δεν ήξερε όμως να απαντήσει και ποιός ήταν αυτός που τον θεράπευσε, γιατί εν τω μεταξύ ο Χριστός είχε χαθεί μέσα στο πλήθος. Συναντήθηκαν αργότερα στο ιερό, και τού λέει ο Ιησούς:

-Ιδού, έγινες υγιής, μην αμαρτάνεις άλλο, για να μη σού συμβεί τίποτα χειρότερο. Έφυγε ο άνθρωπος, πήγε στους Ιουδαίους και τούς είπε ότι ο Ιησούς τον θεράπευσε.

 Η τοποθέτηση του αναγνώσματος αυτού στην σειρά των Κυριακών της αναστάσιμης περιόδου, μάς υπαγορεύει την ερμηνεία του με τρόπο αλληγορικό. Πέρα δηλαδή από το προφανές μήνυμα ότι ο θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός είναι ο ιατρός των ψυχών και των σωμάτων μας, στο πρόσωπο του παραλύτου συγκεφαλαιώνεται όλη η ανθρωπότητα και η ιστορία της πτώσεως και της αναστάσεως του ανθρώπου. Η Ιερουσαλήμ συμβολίζει την Άνω Ιερουσαλήμ, την

Βασιλεία του Θεού, τον πάλαι και ες αεί Παράδεισο. Εξαιτίας της αμαρτίας ο άνθρωπος εξορίστηκε από τον Παράδεισο, ασθένησε πνευματικά και σωματικά, αφού έχασε το μεγάλο δώρο της αθανασίας, περιπλανήθηκε σε τόπους άγονους και στην κοιλάδα του κλαυθμώνος, όπως χαρακτηρίστηκε ο βίος του πεπτωκότος ανθρώπου.

 Αλλά ο Θεός δεν άφησε τα πρόβατα της λογικής του ποίμνης να χαθούν εντελώς. Κι αν έβαλε τα Χερουβείμ με πύρινες ρομφαίες να φυλάσσουν την πύλη του Παραδείσου, άλλη θύρα, την προβατική, άνοιξε στην άνω Ιερουσαλήμ.

«Ἐγώ εἰμί ἡ θύρα» των προβάτων, μάς λέει ο Χριστός, «δι’ ἐμοῦ ἐάν τις εἰσέλθῃ σωθήσεται‧ καί εἰσελεύσεται, καί ἐξελεύσεται, καί νομήν εὑρήσει» [2]. Και σημάδεψε την θύρα αυτή ο Θεός, θέτοντας πρό των πυλών της μια όαση αναψυχής, για να ξεδιψούν οι άνθρωποι από την πνευματική ξηρασία και ενίοτε να λαμβάνουν την εξ’ ύψους δύναμη και να εισέρχονται στην πνευματική Ιερουσαλήμ και στο ιερό, δοξολογούντες τον Θεό. Ήταν οι δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης, και οι πέντε στοές συμβολίζουν την Πεντάτευχο, δηλαδή τον Μωσαϊκό Νόμο.

 Σαν ήλθε όμως το πλήρωμα του χρόνου, έρχεται ο Χριστός, ο επίγειος άγγελος και ο ουράνιος άνθρωπος, προσφέρεται και θεραπεύει τον άνθρωπο, τον μη έχοντα άνθρωπο, και ανασταίνει το ανθρώπινο γένος από την φθορά της αμαρτίας, και μάς εισάγει όλους στην άνω Ιερουσαλήμ, την οποία πλέον έχει εγκαθιδρύσει πρώτα από όλα μέσα μας. «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστίν» [3], μάς λέει, δηλαδή προσέξτε, σάς απάλλαξα από τον θάνατο, δεν ανακαλώ τις αμαρτίες σας, σάς απονέμω χάρη, σάς παρέχω το φως της Αναστάσεως. Προσέξτε και μην αμαρτάνετε πλέον, για να μη σάς συμβεί κάτι χειρότερο, γιατί η δεύτερη πλάνη είναι χειρότερη από την πρώτη.

 Καθώς διανύουμε, αδελφοί χριστιανοί, την πάμφωτο περίοδο του Πεντηκοσταρίου, και ψάλλουμε με περισσή χαρά το «Χριστός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν θανάτῳ θάνατον πατήσας, καί τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωήν χαρισάμενος», λουσμένοι από το ανέσπερο φως της Αναστάσεως του Κυρίου και Θεού μας Ιησού Χριστού, τούτη η λέξη, το «Κύριος», ας μη μείνει μόνο στα χείλη μας αλλά ας γίνει τρόπος της σκέψης μας, η οποία θα καθορίζει και τα βήματά μας. Γιατί αν αναγνωρίζουμε τον Χριστό ως Κύριό μας, τότε, αδελφοί, δεν μάς απομένει παρά να υπακουμε στις εντολές του, οι οποίες συνοψίζονται στην μία εντολή της αγάπης: Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου, και τον πλησίον σου ως εαυτόν, και αγαπάτε τους εχθρούς ημών.

Πρότυπο της αγάπης αυτής έχουμε τον αναστάντα Κύριό μας, ο οποίος μάς καλεί κάθε ημέρα, κάθε στιγμή της ζωής μας να τόν ακολουθούμε, ως πρόβατα λογικά της λογικής του ποίμνης, στον ασφαλή και σωτήριο δρόμο και στη Βασιλεία του, συγκληρονόμους της οποίας και αδελφούς του ονόμασε όλους μας. Αμήν.

—————–

1. Ιω. ε’ 1-15.  2. Βλ. Ιω. ι’-ια´. 3. Λουκ. ιζ’ 21.

Από το γραπτό κήρυγμα της ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ  ΚΕΡΚΥΡΑΣ,ΠΑΞΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΠΟΝΤΙΩΝ ΝΗΣΩΝ/10.5.2020