Χριστὸς Ἀνέστη!
Νὰ σκεφτεῖ καὶ μόνο ὡς λογισμό, κάποιος κάτι άσχημο και προσβλητικό γιὰ τὴν Θεία Κοινωνία, Αὐτὸ Το Σῶμα καὶ Το Αἷμα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἶναι μεγίστη Βλασφημία. Φοβοῦμαι καὶ μόνο τὴν σκέψη.
Ἀσπασμὸς τῶν Εἰκόνων: Ἡ 7ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἀπαντᾶ γιὰ τὶς Εἰκόνες, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλα τὰ ἀντικείμενα πού ὀφείλουμε ἀσπασμοῦ. Ἄν θεωρῶ ὅτι ἀσπάζομαι τήν ἐπιφάνεια μέ τὸ κραγιὸν ἤ τὸ λίπος τῶν χειλέων τῶν νωριτέρων ἀσπασμῶν καὶ ὄχι τὸ Ἱστορηθὲν στὴν ἁγία Εἰκόνα Πρόσωπο, εἶμαι κάποιας ἄλλης πίστεως καὶ δὲν μοῦ ἐπιτρέπεται νὰ προσάψω τὴν εὐθύνη μεταδόσεως στὴν Ἁγία Εἰκόνα ἤ στὸν Ναὸ, ἀλλὰ στην προαίρεσίν μου. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι δὲν καθαρίζονται ἐπαρκῶς καὶ συχνότατα, ὄχι διά τὸν φόβο τῆς ἀσθενείας, ἀλλὰ διὰ τὸν σεβασμὸ στὸ εἰκονιζόμενο Πρόσωπο νὰ μην περιέχει στὴν ἐπιφάνεια ὑποδοχῆς ἀσπασμῶν, τα στίγματα χειλέων, ἤ Στον «ἁγιάσαντα»* τον Ναόν.
Το χέρι τοῦ Ἱερέως ἤ τοῦ Ἀρχιερέως, ὅταν διακονεί στὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἀλλὰ καὶ νῦν καὶ ἀεὶ, δὲν εἶναι δικὸ μας· εἶναι τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν τὸ ἀσπάζεται κάποιος, ἀσπάζεται τὴν Ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ. Τα δικά μᾶς χέρια δανείζονται στὸν Ἴδιο Τον Χριστὸ πού εἶναι ὁ προσφέρων καὶ προσφερόμενος καὶ προσδεχόμενος καὶ διαδιδόμενος πού μελίζει καὶ διαμερίζει τὸν Ἀμνὸ τοῦ Θεοῦ, Αὐτὸ τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ!! Εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι μεταφορέας ἀσθενειῶν; Μέγιστη βλασφημία καὶ μόνο νὰ τὸ σκεφτοῦμε.
Ἡ πυκνὴ ἤ ἀραιὴ συνάθροιση ἐν τῷ Ναὼ: Εἶναι δυνατὸν νὰ διαβάζουμε στὴν Ἀκολουθία τῶν Ἐγκαινίων Ἱεροῦ Ναοῦ που οι Ἀρχιερεῖς μας τελούν, τὰ φοβερὰ ἐκεῖνα λόγια πού οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἐν Αγίω Πνεύματι κατέγραψαν, καὶ νὰ θεωροῦμε ὅτι θὰ μεταδοθεῖ ἀσθένεια – ἀκόμη καὶ λέπρα ἤ πανώλη – ἂν βρίσκομαι κοντὰ ἤ δίπλα σε κάποιον μη ἀσθενή, καὶ θὰ τοῦ μεταδώσω τὴν ἀσθένειὰ μου; Μὰ, δὲν μεσολαβεῖ μεταξὺ ἐμοῦ καὶ ἐκείνου τὸ Πανάγιο Πνεῦμα πού πλημυρίζει κάθε σπιθαμὴ τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ;
Δὲν ψάλλουμε στὴν ἀκολουθία αὐτὴ: «Τοῦτον τὸν Οἶκον ὁ Πατὴρ ὠκοδόμησε· τοῦτον τὸν Οἶκον ὁ Υἱὸς ἐστερέωσε· τοῦτον τὸν Οἶκον τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἀνεκαίνισε, τὸ φωτίζον, καὶ στηρίζον καὶ ἁγιάζον»*; Εἰσερχόμαστε στὸ Ναὸ «δεόμενοι ἁγιασθεῖναι»*
Δὲν γονατίζουμε ὅλοι μας κάποια στιγμὴ καὶ πάλι ὁ Ἀρχιερέας λέει: «…κατάπεμψον τὸ πανάγιὸν Σου Πνεῦμα καὶ ἁγίασον τὸν Οἶκον τοῦτον· πλήρωσον αὐτὸν φωτὸς ἁϊδίου· αἱρέτισον αὐτὸν εἰς κατοικίαν Σὴν· ποίησον αὐτὸν σκήνωμα δόξης Σου·…. Κατάστησον αὐτὸν λιμένα χειμαζομένων, ἰατρεῖον παθὼν, καταφυγὴν ἀσθενῶν, δαιμόνων φυγαδευτήριον, ἐν τῷ εἶναι τοὺς ὀφθαλμοὺς Σου ἀνεωγμένους επ΄αυτόν ἡμέρας καὶ νυκτὸς καὶ τὰ ὦτα Σου προσέχοντα εἰς τὴν δέησιν τῶν ἐν φόβω Σου καὶ ευλαβεία ἐν αυτὼ εισιόντων…»*;
Τι σχέση μπορεῖ νὰ ἔχει ἕνας Ναὸς μὲ ἕνα κομμωτήριο ἤ ἕνα παντοπωλεῖο ἤ μία τράπεζα ἤ μία ἐφορία ἤ ὁποιονδήποτε ἄλλο κλειστὸ ἤ ἀνοικτὸ χῶρο; Καμία σχέση ἐκεῖνοι οἱ χῶροι μὲ τὸν Ἱερὸ Ναὸ.
Ὁ κάθε Ἱερὸς Ναὸς «ἐγκαινίζεται τῷ τιμίω καὶ ζωηρρύτω Αἵματι, τῆς ἀχράντου καὶ ἀκηράτου πλευρὰς, τοῦ σαρκωθέντος ἐκ τῆς Ἁγίας Παρθένου, Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν»*… καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο λέμε (καὶ ἄρα πιστεύουμε) ὅτι ὁ Ναὸς «τῷ σὼ τιμίω ἐκ πλευρὰς ζωηφόρου, Αἵματι ραντίζεται»* γι αὐτὸ καὶ πρέπει καὶ μποροῦν «ἀθροισθεῖσαι τῶν πιστῶν αἵ χορεῖαι»* χωρὶς νὰ ὑπάρχει οὔτε κατὰ διάνοια πιθανότητα μετάδοσης τῆς ὁποιασδήποτε ἀσθενείας. Ἄν ἐμεῖς, κλήρος και λαὸς τοῦ Θεοῦ δὲν εἴμαστε πεπεισμένοι γι’ αὐτὸ, πὼς θὰ βοηθηθούν οἱ ὀλιγόπιστοι ἤ καὶ ἀσεβεῖς ἄρχοντες και λαός μας; Μα ο κάθε Ναός «Οὐ ψάμμον ἀλλὰ Χριστὸν θεμέλιον ἔχουσα»*.
Δὲν παρακαλοῦμε ὅλοι μαζὶ, κατὰ τὴν ὥρα τῶν Ἐγκαινίων, ἐκ στόματος τῶν Ἀρχιερέων μας που μᾶς ἔχουν ὅλους στὴν καρδιακὴ τοὺς ἀγκάλη, ἐκεῖ στὴν εἴσοδο τοῦ Ναοῦ, πρὶν ἀκόμη εἰσέλθει κανεὶς στό Ναό: «Δέσποτα Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ καταστήσας ἐν οὐρανοῖς τάγματα καὶ στρατιὰς Ἀγγέλων καὶ Ἀρχαγγέλων, εἰς λειτουργίαν τῆς σὴς δόξης, ποίησον, σὺν τὴ Εισόδω ἡμῶν, εἴσοδον ἁγίων Ἀγγέλων γενέσθαι, συλλειτουργούντων ἡμῖν (γιὰ ἀρχιερεῖς καὶ ἱερεῖς), καὶ συνδοξολογούντων (γιὰ ὅλο τὸ λαὸ) τὴν σὴν ἀγαθότητα»*;
Δὲν πιστεύουμε ὅτι μπαίνουμε μὲ συνοδεία Ἀγγέλων ἐντὸς τοῦ Ναοῦ;
Δὲν δεόμασθε πάλι ὅλοι μαζὶ λέγοντας ἐκ στόματος Ἀρχιερέων: «Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ καὶ ταύτην τὴν δόξαν τοῖς ὑπὲρ σοῦ ἁθλήσασιν ἁγίοις Μάρτυσι δωρησάμενος, τὸ σπείρεσθαι ἐν πάση τὴ γῆ τὰ Λείψανα αὐτῶν ἐν τοῖς ἁγίοις Οἴκοις Σου, καὶ καρποὺς ἰαμάτων βλαστάνειν· …»*;
Ἱάμματα βλαστάνουν μέσα στοὺς Ναοὺς μας και ὄχι ἀσθένειες!
Οὔτε ἡ ἀνάγκη, οὔτε ὁ φόβος, οὔτε ἡ δῆθεν ἔγνοια γιὰ τὸν συνάνθρωπο – ὑγιὴ ἤ ἀσθενὴ – οὔτε ὁ ἐκβιασμός, οὔτε ἡ ἀπειλὴ ἦταν ἡ αἰτία γιὰ τὴν πικρὴ ἀπόφαση παύσεως τῶν Ἀκολουθιῶν καὶ σφραγίσεως τῶν Ναῶν μας. Μη γένοιτο!!! Ὅλοι οἱ Ἅγιοὶ καὶ Μάρτυρὲς μας, ἂν σκεφτόταν τον ὁποιοδήποτε ἐκβιασμό, ὁποιαδήποτε ἀπειλὴ ἤ ἀνάγκη τους, ἤ ἀνάγκη και ἔγνοια κάποιων ἄλλων, θὰ ἦταν τώρα στὸν Οὐρανό; [(Ματθ. 8,22) «ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ἀκολούθει μοι, καὶ ἄφες τοὺς νεκροὺς θάψαι τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς»] Δὲν θυσίασαν τὴν ὁποιαδήποτε ἀνάγκη, δική τους ἤ ἄλλων, ἀκόμη καὶ τὴν ζωὴ τοὺς για τὸν Ἅγιο Τριαδικὸ Θεὸ ὥστε σήμερα ἐμεῖς νὰ ἀπολαμβάνουμε τὰ Τίμια Λείψανὰ τοὺς ἐπὶ τῶν ὁποίων στερεώνουμε τοὺς Ἱεροὺς Ναοὺς μας;
Ὁ Χῶρος τοῦ Ναοῦ δεν εἶναι «Καινός»*; Δεν εἶναι «Οὐρανός»*; Δεν εἶναι σκηνὴ ἀχειροποίητος «ὑπὲρ χρυσίον λάμπουσαν»* πού ἐκεῖ συναθροίζονται ὅλοι οἱ ἐν δυνάμει ναοὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος;. Εἶναι χώρος βέβαια γι’ αὐτὸ καὶ γίνεται ἁγιασμένος και καινὸς ἀμετάκλητα ἀκριβῶς τὴν στιγμὴ πού οἱ Ἀρχιερεῖς μας, τελοῦν τὴν ακολουθία (Μυστήριο!) τῶν Ἐγκαινίων τῶν Ναῶν μας καὶ παραμένει ἔτσι μέχρι 2ἂς Παρουσίας τοῦ Κυρίου μας, ἐκτὸς ἂν συληθεῖ ἀπὸ αἱρετικοὺς ἤ ἀλλοθρήσκους. Οἱ ἄλλοι ὅλοι Ναοί, οἱ ἔμψυχοι, γίναμε μὲν Ναοί Ἁγίου Πνεύματος ἐν δυνάμει κατὰ τὸ Μυστήριο τοῦ βαπτίσματος καὶ Χρίσματος, ἀλλὰ λόγω τῆς ἐλευθερίας μας, λερωνόμαστε καὶ ἀσθενοῦμε ἐκ τῆς προαιρέσεὼς μας, καὶ ὄχι ἐκ τῶν ἁγιασθέντων χώρων ἤ ἀντικειμένων, ἀσθενοῦμε καὶ ἀρρωσταίνουμε ἐκ τῶν ἐπιλογῶν καὶ ἀποφάσεὼν μας που περιφρονοῦν τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι ἐκ τοῦ ἀσπασμοῦ ἤ τῆς συναθροίσεως ἐντὸς τῶν Ἁγιασμένων Ναῶν μας.
Μας Περιμένει ὅμως ὁ Φιλεύσπλαχνος Ἅγιος Τριαδικὸς Θεὸς ὅλους μας, νὰ καταστήσουμε ἑαυτοὺς Ναοὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος από «δυνάμει» σε «ἐνεργείᾳ», με το νὰ Του δείχνουμε τὴν «μεμεριμνημένη καὶ ἀληθῶς ἐναργὴ» μετάνοιὰ μας γιὰ νὰ ἀξιωθοῦμε ὅλοι τῆς Οὐρανίου Βασιλείας Του.
Μακάρι ὅλοι μας, μὲ ὁδηγὸ μας τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ τὶς ἐντολὲς Του, Κληρικοὶ καὶ Λαϊκοὶ, νὰ γίνουμε «μιμηταὶ τῶν Ἁγίων Μαρτύρων»*, καθώς και «τὸν ἀγώνα τὸν καλὸν ἀγωνίσασθαι, καὶ τόν δρόμον τῆς εὐσεβείας τελέσαι καὶ τὴν πίστην τῆς ἀληθοῦς ὁμολογίας φυλάξαι»*.
Γένοιτο!
Ἀληθῶς Ἀνέστη!
π. Ἀ.Κ.
* ἀπὸ τὴν ἀκολουθία τῶν Ἐγκαινίων στὸ Μέγα Εὐχολόγιο.