
1.
Ἀπιστία καὶ θεία συγκατάβαση
Καλλιακμάνης Βασίλειος (Καθηγητοῦ Τμήματος Θεολογίας Α.Π.Θ. )
α) Ἡ θεία συγκατάβαση ὡς συνέχεια τοῦ μυστηρίου τῆς θείας κένωσης δὲν περιορίζεται στὸν Σταυρὸ καὶ τὴν ταφή. Συνεχίζεται καὶ μετὰ τὴν Ἀνάσταση. Ὁ ἀναστὰς Κύριος δὲν ἦλθε νὰ ἐπιβάλει βιαίως τὸ χαρμόσυνο μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως στοὺς ἀνθρώπους. Οὔτε τοὺς ὑποχρέωσε νὰ τὸ ἀσπασθοῦν ἀπροϋπόθετα. Ἀποδέχεται καὶ ὡς δοξασμένος Κύριος νὰ γίνει ἀντικείμενο ἔρευνας. Ἀναγνωρίζει στὸν Θωμᾶ τὴ λογικὴ ἀδυναμία νὰ πιστέψει καὶ συγκαταβαίνει γιὰ μία ἀκόμη φορὰ στὴν ἀνθρώπινη ἀμφισβήτηση.
β) Ἂς δοῦμε ὅμως συνοπτικὰ τὸ περιεχόμενο τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου, ὅπως περιγράφεται ἀπὸ τὸν εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη (Ἰωάν. 20.19-29). Μετὰ τὴ σταύρωση καὶ τὴν ταφὴ τοῦ Ἰησοῦ οἱ μαθητὲς σκορπίστηκαν καὶ φόβος κατέλαβε τὶς ψυχές τους. Ὁ διδάσκαλός τους εἶχε θανατωθεῖ μὲ ἀτιμωτικὸ θάνατο. Καὶ οἱ ἴδιοι κινδύνευαν ἀπὸ τὴ μήνη τῶν γραμματέων καὶ Φαρισαίων. Συγχρόνως μὲ δυσπιστία ἄκουγαν τὶς διαβεβαιώσεις τῶν μυροφόρων γυναικῶν, ὅτι εἶδαν τὸν ἀναστημένο Κύριο.
γ) Κι ἐνῶ οἱ μαθητὲς τὸ ἑσπέρας τῆς Κυριακῆς ἦταν συναγμένοι στὸ ὑπερῶο «διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων», καὶ παρότι οἱ πόρτες ἦταν κλειστές, παρουσιάστηκε ὁ Κύριος καὶ τοὺς λέγει: «Ἡ εἰρήνη νὰ εἶναι μαζί σας». Ταυτόχρονα τοὺς ἔδειξε τὰ χέρια καὶ τὴν πλευρά του. Οἱ μαθητὲς χάρηκαν ποὺ εἶδαν τὸν Κύριο. Στὴ συνέχεια φύσηξε στὰ πρόσωπά τους λέγοντας: «Λάβετε Πνεῦμα ἅγιον, ἐὰν συγχωρήσετε τὶς ἁμαρτίες κάποιου τοῦ εἶναι συγχωρημένες· ἂν δὲν τὶς συγχωρήσετε, θὰ μείνουν ἀσυγχώρητες». Ὁ Θωμᾶς δὲν ἦταν μαζί τους ὅταν ἦλθε ὁ Ἰησοῦς. Τοῦ εἶπαν οἱ ἄλλοι μαθητές: «Εἴδαμε τὸν Κύριο». Ἐκεῖνος ἀπαντᾶ: «Ἐὰν δὲν δῶ στὰ χέρια του τὸ σημάδι ἀπὸ τὰ καρφιὰ καὶ δὲν βάλω τὸ δάκτυλό μου σὲ αὐτὰ καὶ δὲν βάλω τὸ χέρι μου στὴν πλευρά του, δὲν θὰ πιστέψω».
δ) Ὕστερα ἀπὸ ὀκτὼ ἡμέρες ἦταν πάλι οἱ μαθητὲς συναγμένοι στὸ σπίτι καὶ ὁ Θωμᾶς μαζί τους. Ἔρχεται ὁ Χριστός, κι ἐνῶ οἱ πόρτες ἦταν κλειστές, στάθηκε στὸ μέσον καὶ τοὺς εἶπε: «Ἡ εἰρήνη νὰ εἶναι μαζί σας». Ἔπειτα λέγει στὸν Θωμᾶ: «Φέρε τὸ δάκτυλό σου ἐδῶ καὶ κοίταξε τὰ χέρια μου καὶ φέρε τὸ χέρι σου καὶ βάλε το στὴν πλευρά μου καὶ μὴ γίνου ἄπιστος ἀλλὰ πιστός». Ὁ Θωμᾶς ἀποκρίθηκε: «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου».
ε) Τὸ πρῶτο μέρος τοῦ εὐαγγελίου, ποὺ ἀναφέρεται στὴν ἐμφάνιση στοὺς μαθητὲς ἐκτός τοῦ Θωμᾶ, ἀναγινώσκεται σὲ διάφορες γλῶσσες στὸν ἑσπερινό τῆς Ἀγάπης τοῦ Πάσχα. Ὅταν κάποιος ζεῖ τὸ μυστήριο τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ἡ καρδιὰ του γεύεται τὴ σταυροαναστάσιμη ἐμπειρία αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη νὰ τὴν ἐκφράσει καὶ πρὸς τοὺς ἔξω. Ἔτσι τὸ φῶς τῆς λαμπρῆς ἐκχέεται καὶ σὲ ἄλλους λαούς, φυλὲς καὶ γλῶσσες. Τηρεῖται, ἔστω συμβολικὰ μὲ τὸν τρόπο αὐτό, ἡ ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ πρὸς τοὺς μαθητὲς νὰ κηρύξουν τὴν Ἀνάσταση «εἰς πάντα τὰ ἔθνη». Ἡ βεβαιότητα γιὰ τὴν ἀλήθεια καθιστᾶ ἀναγκαία τὴ μαρτυρία της πρὸς κάθε ἄνθρωπο καλῆς προαίρεσης. Στὰ λειτουργικὰ βιβλία περιλαμβάνεται τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο καὶ στὰ τουρκικὰ καὶ ἀπαγγέλλονταν ἐμμελῶς στὰ μέρη τῆς Μ. Ἀσίας, ὅπου προφανῶς ἔρχονταν καὶ τὸ ἄκουγαν Τοῦρκοι ἀλλὰ καὶ κρυπτοχριστιανοί.
στ) Ὁ ἀπόστολος Θωμᾶς ἀποτέλεσε στὸ διάβα τῶν αἰώνων τὸ σύμβολο τοῦ «ἀπίστου». Ὅμως, ὁ Θωμᾶς δὲν ἦταν ἄπιστος. Ἦταν εἰλικρινὴς ἀναζητητὴς τῆς ἀλήθειας. Ἡ ἀμφισβήτησή του ἦταν γνήσια. Δὲν εἶχε ἰδεολογικὸ ὑπόβαθρο καὶ ἀντιχριστιανικὸ πνεῦμα. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς ἀνταποκρίνεται καὶ διαλύει τὶς ἀμφιβολίες του. Φανερώνεται καὶ δὲν ἀρνεῖται νὰ ψηλαφηθεῖ ἀπὸ τὸν «ἄπιστο» μαθητή του. Τὰ λειτουργικὰ κείμενα κάνουν λόγο γιὰ «καλὴ ἀπιστία» τοῦ Θωμᾶ, διότι αὐτὴ γέννησε τὴ βέβαιη πίστη. Στὸ τέλος τοῦ εὐαγγελίου φαίνεται ὁ Κύριος νὰ ἐπιτιμᾶ τὸν Θωμᾶ. «Ἐπειδὴ μὲ εἶδες, πίστεψες», τοῦ λέει. «Μακάριοι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν μὲ εἶδαν καὶ ὅμως πίστεψαν». Ἔτσι μακαρίζονται οἱ χριστιανοὶ ὅλων τῶν αἰώνων, ποὺ ἀποδέχονται καὶ βιώνουν τὸ κήρυγμα τῆς Ἀναστάσεως.
ζ) Ἴσως κάποιος ἀναρωτηθεῖ: Γιατί ὁ ἀναστημένος Χριστὸς ἐπέλεξε νὰ ἐμφανισθεῖ στοὺς μαθητές, τὸν Θωμᾶ καὶ τὶς μυροφόρες καὶ δὲν παρουσιάσθηκε κατευθείαν στοὺς σταυρωτές του, γιὰ νὰ πιστέψουν καὶ ἐκεῖνοι; Στὸ ἐρώτημα αὐτὸ ἀπαντᾶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ἂν ὑπῆρχε ἐλπίδα νὰ τοὺς ἑλκύσει στὴν πίστη, δὲν θὰ ἀμελοῦσε νὰ φανερωθεῖ σὲ ὅλους. Κι αὐτὸ τὸ ἀπέδειξε ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου, ποὺ ἦταν τέσσερις μέρες νεκρὸς καὶ τὸν ἀνέστησε μπροστὰ στὰ μάτια ὅλων. Παρὰ ταῦτα, ὄχι μόνο δὲν ἑλκύσθηκαν στὴν πίστη, μὰ ἐξαγριώθηκαν ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ, ὥστε ἤθελαν νὰ σκοτώσουν καὶ αὐτὸν καὶ τὸν Λάζαρο». Τέλος, τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ «ἄπιστος» μαθητὴς θυσίασε μαρτυρικὰ τὴ ζωή του, γιὰ νὰ μεταφέρει τὸ ἐλπιδοφόρο ἀναστάσιμο μήνυμα στὰ βάθη τῆς Ἀνατολῆς, ἀποτελεῖ μία ἀκόμη μαρτυρία τῆς Ἀνάστασης καὶ δικαιώνει τὴ θεία συγκατάβαση.
2.
Καρποὶ τῆς Ἀνάστασης
Λαμπρόπουλος Βαρνάβας (Ἀρχιμανδρίτης)
Τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα τῆς σημερινῆς Κυριακῆς τοῦ Θωμᾶ δὲν εἶναι ἄσχετο μὲ τὸ ἑορταζόμενο γεγονὸς τῆς ὑπὸ τοῦ Ἀποστόλου ψηλαφήσεως τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ. Προφανῶς ἀνάμεσα στὰ χέρια τῶν Ἀποστόλων ποὺ τελοῦσαν θαύματα στὴ Στοὰ τοῦ Σολομῶντος ἦταν καὶ ἡ «φιλοπράγμων δεξιὰ» τοῦ Θωμᾶ ποὺ «ἐξηρεύνησε τὴν ζωοπάροχον πλευρὰν» τοῦ Χριστοῦ. Μόνο ποὺ ἡ θαυμαστὴ «ἐξερεύνησις» εἶχε γίνει σὲ ἕναν κλειστὸ χῶρο καὶ ἐνώπιον λίγων φοβισμένων μαρτύρων, ἐνῶ οἱ καρποὶ αὐτῆς τῆς πιστοποίησης, τὰ θαύματα τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, γίνονταν στὸν δημόσιο ἀνοικτὸ χῶρο τῆς Στοᾶς. Τώρα πλέον οἱ πρώην δειλοὶ μαθητὲς κήρυτταν μὲ παρρησία καὶ θάρρος τὴν καινούργια διδαχή.
Θαύματα ἀπὸ «ἁλιεῖς καὶ ἰδιῶτες»
Ἀπὸ τὴ μία ὁ φόβος ποὺ εἶχε προκαλέσει ἡ πρόσφατη διὰ θανάτου τιμωρία τῆς ὑποκριτικῆς καὶ πονηρῆς συμπεριφορᾶς τοῦ Ἀνανία καὶ τῆς Σαπφείρας, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ ἔκπληξη καὶ ὁ θαυμασμὸς γιὰ τὰ ὑπερφυσικὰ γεγονότα ποὺ τελοῦσαν οἱ Ἀπόστολοι, δὲν ἄφηναν πιὰ τὸ περιθώριο σὲ κανέναν μὴ πιστὸ νὰ φερθεῖ μὲ καταφρόνηση πρὸς τοὺς μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ. Κανεὶς δὲν τολμοῦσε νὰ τοὺς ἀπαξιώσει μὲ τὸν εὔκολο χαρακτηρισμὸ «ἀγράμματοι ψαράδες». Ὅπως ἐπισημαίνει καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, «σὲ τόσο σύντομο διάστημα εἶχαν γίνει τόσα καὶ τόσο μεγάλα ὑπὸ τοῦ ἁλιέως καὶ ἰδιώτου», ἐννοώντας τὸν Πρωτοκορυφαῖο τους ἀπόστολο Πέτρο. Γι’ αὐτὸ ὁ πολὺς λαὸς τοὺς τιμοῦσε καὶ τοὺς ἐγκωμίαζε, καὶ συνεχῶς αὔξανε ὁ ἀριθμὸς τῶν πιστῶν.
Ἡ ὑπεροχὴ τοῦ ἀποστόλου Πέτρου δὲν περιοριζόταν μόνο στὴν ἡγετική του θέση ἀνάμεσα στοὺς Ἀποστόλους ἀλλὰ καὶ στὴ θαυματουργική του δράση· ἐδῶ πλέον ξεπέρασε καὶ τὸν Δοτήρα τοῦ ἰαματικοῦ χαρίσματος, τὸν Χριστό, ἐπαληθεύοντας τὴν προφητεία του: «Ὅποιος πιστεύει σὲ μένα, θὰ κάνει ὄχι μόνο τὰ ἔργα ποὺ κάνω ἐγώ, ἀλλὰ καὶ μεγαλύτερα». Τὸ νὰ ἀκουμπήσει κάποιος τὴν ἄκρη τοῦ ἱματίου τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ θεραπευθεῖ, συνέβη μὲ τὴν αἱμορροοῦσα. Τὸ νὰ φέρνουν ὅμως τοὺς ἀσθενεῖς σὲ κρεβάτια καὶ φορεῖα καὶ νὰ τοὺς βγάζουν στὶς πλατεῖες ὅπου θὰ περνοῦσε ὁ ἀπόστολος Πέτρος πιστεύοντας ὅτι καὶ μόνο ἡ σκιά του νὰ ἔπεφτε πάνω τους θὰ θεραπεύονταν, «τοῦτο ἐπὶ Χριστοῦ οὐ γέγονεν», βεβαιώνει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος.
Γιατί τότε καὶ ὄχι σήμερα;
Αὐθόρμητα ἴσως δημιουργεῖται τὸ ἐρώτημα: «Γιατί σήμερα δὲν γίνονται, ἂν ὄχι τέτοια, ἔστω τόσα θαύματα, ὅσα τότε;». Προφανῶς τότε ἦταν ἐπιτακτικὴ ἡ ἀνάγκη νὰ στερεωθεῖ ἡ πίστη τῶν πρώτων μελῶν τῆς νεογέννητης Ἐκκλησίας. Ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος κλείνει τὸ εὐαγγέλιό του γράφοντας ὅτι μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι «ἐκήρυξαν πανταχοῦ, τοῦ Κυρίου συνεργοῦντος καὶ τὸν λόγον βεβαιοῦντος διὰ τῶν ἐπακολουθούντων σημείων». Καί, ναὶ μέν, τὰ θαύματα ἐπισφραγίζουν καὶ βεβαιώνουν τὴν ἀλήθεια τοῦ κηρύγματος· ὅμως ἡ Ἐκκλησία ποτὲ δὲν εἶδε τὰ θαύματα σὰν ἕνα ἀποτελεσματικὸ «περίστροφο στὸν κρόταφο», γιὰ νὰ πιστέψουν οἱ ἄπιστοι. Γι΄ αὐτὸ καὶ ποτὲ δὲν ἄφησε ἡ Ἐκκλησία τὰ θαύματα νὰ γίνουν βασικὸ στοιχεῖο τῆς ποιμαντικῆς της. Ἐξάλλου, ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου, τὰ θαύματα ἔχουν πολὺ περιοριστεῖ. Μάλιστα ὁ ἱερὸς Πατήρ, ἀπαντώντας στὴν ἐρώτηση «γιατί σήμερα δὲν γίνονται θαύματα;», λέει ὅτι αὐτὸ συμβαίνει «οὐχὶ ἀτιμάζοντος ἡμᾶς τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ σφόδρα τιμῶντος». Δὲν εἶναι, λέει, ἐγκατάλειψη Θεοῦ ἡ μείωση τῶν θαυμάτων ἀλλὰ τιμὴ ἀπὸ τὸν Θεό. Καὶ ἐξηγεῖ ὅτι παλαιότερα γίνονταν περισσότερα θαύματα ἐπειδὴ «οἱ ἄνθρωποι εἶχαν πιὸ παχυλὴ καὶ ὑπνώττουσα διάνοια· ἦταν πιὸ ἀνόητοι· καὶ μόνο τὰ σωματικὰ καὶ χειροπιαστά τοὺς πτοοῦσαν καὶ τοὺς ξυπνοῦσαν σὲ γόνιμο προβληματισμό».
Καὶ αὐτὸ συνέβαινε ὄχι μόνο μὲ τοὺς «προσφάτως τῶν εἰδώλων ἀπηλλαγμένους» ἀλλὰ καὶ μὲ τοὺς νηπιόφρονες Ἰουδαίους, ποὺ ἀνάγκασαν καὶ τὸν ἀπόστολο Παῦλο νὰ διστάζει νὰ τοὺς προσφέρει «στερεὰ τροφὴ» καὶ νὰ τοὺς «ποτίζει γάλα» ὡς «ἔτι σαρκικοὺς» (Α’ Κορ. 3,2). Ἡ πρόσληψη καὶ ἡ «πέψη» τῶν «ρημάτων τῆς αἰωνίου ζωῆς» ἀπαιτοῦν πνευματικὴ ὡριμότητα καὶ κατανάλωση φαιᾶς οὐσίας. Ἀντίθετα, ἡ θαυματολογία δὲν ζητάει κόπο. Ἀκόμη καὶ ὁ σύγχρονος φιλόσοφος καὶ σημειολόγος Οὐμπέρτο Ἔκο τὸ ἐπισημαίνει, ὅτι ὁπωσδήποτε εἶναι πολὺ πιὸ «βολικὸ νὰ μιλᾶς στὸν ἄλλο γιὰ τὴν κεραυνοβόλο δράση ἑνὸς θαύματος», παρὰ νὰ ἱδρώνεις μελετώντας συστηματικὰ τὴ Βίβλο καὶ παλεύοντας μὲ τὰ ἐρωτήματα γιὰ τὴν ἀξιοπιστία της.
Τὸ πιὸ «ἐνοχλητικὸ κήρυγμα»
Ἡ κατεξοχὴν «στερεὰ τροφὴ» ποὺ προσέφεραν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ἦταν τὸ περὶ ἀναστάσεως κήρυγμα· γιὰ τοὺς καλοδιάθετους ποὺ «πεινοῦσαν καὶ διψοῦσαν τὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ» ἦταν τροφὴ «βεβαιοῦσα καρδίαν»· γιὰ τοὺς ὑλόφρονες καὶ χορτασμένους ἀπὸ αὐτοδικαίωση Σαδδουκαίους ἦταν ὄχι ἁπλῶς κάτι ἀχώνευτο, ἀλλὰ ἀγκάθι ποὺ τοὺς ἐνοχλοῦσε τὴ συνείδηση· μία συνείδηση ποὺ τὴν εἶχαν σὲ «χειμερία νάρκη», ἀφοῦ δὲν πίστευαν σὲ ἀνάσταση καὶ σὲ λογοδοσία.
«Φυσικὴ» λοιπὸν ἀντίδραση τῶν Σαδδουκαίων ἦταν νὰ φυλακίσουν τοὺς Ἀποστόλους, oι ὁποῖοι ἐξάλλου εἶχαν παρακούσει καὶ τὴν πρὸ καιροῦ (Πράξ. 4,18) ἐντολὴ τῶν πρεσβυτέρων νὰ πάψουν νὰ μιλᾶνε γιὰ τὸν Χριστό. Ὅμως Αὐτὸς ποὺ τοὺς ὑποσχέθηκε ὅτι «ἐγὼ θὰ εἶμαι μαζί σας πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» ἔστειλε ἄγγελό του καὶ τοὺς ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὴ φυλακὴ ἐνθαρρύνοντάς τους νὰ συνεχίσουν νὰ κηρύττουν τὸν «ἐλευθερωτὴν τῶν ψυχῶν ἡμῶν»· Ἐκεῖνον ποὺ μὲ τὴν Ἀνάστασή του μᾶς ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὴν αἰώνια φυλακὴ τοῦ ἅδη καὶ τοῦ θανάτου.
3.
Ἡ καινούργια κτίση
Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))
Τηροῦμε σήμερα τὴ μνήμη τοῦ Ἀποστόλου Θωμᾶ. Ὅλοι τὸν θυμοῦνται σὰν τὸ πρόσωπο τὸ ὁποῖο ἀμφισβήτησε τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὅταν τοῦ μίλησαν γι’ αὐτὴν οἱ ἄλλοι μαθητὲς σπάνια ὅμως ρωτοῦμε τοὺς ἑαυτοὺς μας τί ἄνθρωπος ἦταν καὶ ποιοὶ λόγοι τὸν ἔκαναν νὰ ἀμφιβάλλει.
Ἂν ἐξαιρέσουμε τὴν ἐκλογή του σὲ ἀπόστολο ἀπὸ τὸ Χριστό, ὁ Ἅγιος Θωμᾶς ἀναφέρεται μόνο δύο φορὲς στὰ Εὐαγγέλια. Ἡ πρώτη ἀναφορὰ εἶναι πολὺ σημαντικὴ (Ἰω. 11. 7- 16): Ὅταν ὁ Χριστὸς λέει στοὺς μαθητές Του ὅτι πρέπει νὰ ἐπιστρέψει στὴν Ἰουδαία γιὰ νὰ ἀναστήσει τὸ φίλο Του Λάζαρο ἀπὸ τοὺς νεκροὺς ἐκεῖνοι προσπαθοῦν νὰ Τὸν πείσουν νὰ μείνει μακριὰ ἀπὸ τὴν ἐπικίνδυνη καὶ φονικὴ Ἱερουσαλὴμ καὶ μόνο ὁ Θωμᾶς λέει: «ἄγωμεν καὶ ἡμεῖς ἵνα ἀποθάνωμεν μετ’ αὐτοῦ». Ἦταν διατεθειμένος, πρὶν ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ὅταν οἱ μαθητὲς ἔβλεπαν στὸν Κύριο ἁπλῶς ἕνα δάσκαλο, νὰ πεθάνει μαζί Του ἀπὸ ἀγάπη καὶ ἀφοσίωση. Ἦταν ἕτοιμος ἁπλῶς νὰ πεθάνει, ὄχι νὰ ἐπιδιώξει ὁ,τιδήποτε, μόνο νὰ μοιραστεῖ τὸ ριζικό Του.
Αὐτὸς λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἦταν ἕτοιμος μὲ τόση ἀφοσίωση νὰ μοιραστεῖ μὲ τὸ Χριστὸ καὶ τὸ θάνατο ρωτᾶ τοὺς ἄλλους μαθητὲς λέγοντας: «Εἶναι δυνατό;» Λένε στὸ Θωμᾶ πὼς ἔχουν δεῖ τὸν ἀναστημένο Χριστὸ κι ἐκεῖνος δὲν μπορεῖ νὰ τὸ πιστέψει. Γιὰ ποιὸ λόγο; Μήπως γιὰ τὸ λόγο ὅτι πρὶν ἀπὸ τὴν Πεντηκοστή, πρὶν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κατέβει στοὺς Ἀποστόλους ἐκεῖνοι παρέμεναν οἱ ἴδιοι δειλοὶ ἄνθρωποι, συχνὰ ἀνίκανοι νὰ κατανοήσουν, συχνὰ ἀμφιρρεπεῖς, ὅπως ὑπῆρξαν καὶ στὸ παρελθόν; Πῶς μποροῦσε νὰ πιστέψει ὅταν ἡ μόνη ἔνδειξη γιὰ τὴν Ἀνάσταση ἦταν τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι χαιρόντουσαν χωρὶς νὰ ἔχουν γίνει καθόλου διαφορετικοὶ ἀπ’ αὐτὸ ποὺ πάντοτε ὑπῆρξαν; Γιὰ νὰ μπορέσει νὰ δεχτεῖ τὰ νέα τῆς Ἀνάστασης χρειαζόταν μία ἀπόδειξη πέρα ἀπὸ τὰ χαρούμενα λόγια τῶν ἀποστόλων διότι καταλάβαινε ὅτι ἂν ὁ Χριστὸς εἶχε ἀναστηθεῖ τότε τὸ κάθε τι στὸν κόσμο εἶχε ἀλλάξει, ὅτι δὲν ἦταν ὁ θάνατος ἀλλὰ ἡ ζωὴ ποὺ εἶχε τὸν τελευταῖο λόγο, ὅτι ἡ τελικὴ νίκη δὲν ἀνῆκε στὸν ἄνθρωπο ἀλλὰ στὸ Θεό, ὅτι εἶχε ὑπερισχύσει ἡ ἀγάπη, ὄχι τὸ μίσος. Καταλάβαινε ὅτι ὁ κόσμος θὰ ‘πρεπε νὰ εἶχε γίνει καινούριος ἐφ’ ὅσον ὁ Θεὸς τὸν εἶχε ἐπισκεφθεῖ καὶ μεταμορφώσει ἀπὸ κόσμο ἄσκοπης, κάποτε πολύχρονης μὰ παροδικῆς ζωῆς σὲ κόσμο αἰωνιότητας.
Ὅταν εἶδε μπροστά του λοιπὸν τὸ Χριστὸ ὁ Θωμᾶς πίστεψε διότι ὁ Λυτρωτὴς ἀκτινοβολοῦσε μὲ τὸ φῶς τῆς αἰωνιότητας, διότι στεκόταν μπροστὰ στοὺς μαθητὲς Του ὄχι σὰν ὁ Ἰησοῦς τῆς Ναζαρὲτ ποὺ ὑπῆρξε δάσκαλός τους ἀλλὰ σὰν ὁ ἐγερθεὶς Κύριος μέσα στὴν ἰσχὺ καὶ τὴ δόξα τῆς Ἀνάστασής Του, καὶ παρ’ ὅλα αὐτά, μὲ χέρια καὶ πόδια καὶ πλευρὰ τρυπημένα ἀπὸ τὰ καρφιὰ καὶ τὴ λόγχη.
Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δὲ μετακινεῖ τὴν τραγωδία ἀπὸ τὴ ζωή. Ὁ Χριστὸς ἦλθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ σηκώσει ὁλόκληρη τὴν τραγωδία του καὶ νὰ τὴ μεταμορφώσει σὲ νίκη, ὅσο ὅμως παραμένει ἔστω καὶ ἕνας ἁμαρτωλὸς πάνω στὴ γῆ θὰ παραμένει καὶ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ τὸ σῶμα τοῦ Ἐσταυρωμένου. Ἴσως νὰ στέκεται ἀπέναντι μας ἔτσι ἀκριβῶς καὶ στὴν αἰωνιότητα κι αὐτὸ γιατί ἡ σταύρωσή Του εἶναι τὸ σημάδι τῆς ἀπεριόριστης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.
Ὅταν ὁ Θωμᾶς Τὸν εἶδε, τὸν Ἐσταυρωμένο Χριστὸ μέσα στὴ δόξα τῆς Ἀνάστασης, Τὸν προσκύνησε καὶ πρόφερε τὰ λόγια τῆς τελικῆς, θριαμβευτικῆς ἀπόδειξης τὰ ὁποῖα ὀφείλουμε νὰ μεταφέρουμε σ’ ὁλόκληρο τὸν κόσμο: «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου». Πῶς ὅμως νὰ μπορέσουν οἱ ἄνθρωποι στοὺς ὁποίους μιλοῦμε γιὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, στοὺς ὁποίους ἀναγγέλλουμε ὅτι ἔχει ἐγερθεῖ, ὅτι εἶναι Θεός, ὅτι ἔχει βγεῖ νικητής, πῶς νὰ μπορέσουν νὰ πιστέψουν ἄν, ὅπως τότε οἱ ἀπόστολοι, μποροῦμε μόνο νὰ χαιρόμαστε γιὰ τὴ δική μας ἐμπειρία χωρὶς νὰ μποροῦμε νὰ ἐπιδείξουμε τὴ δύναμη ἤ τὴ δόξα τῆς Ἀνάστασης; Ἐμεῖς ποὺ πιστεύουμε στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὀφείλουμε νὰ γίνουμε καινὸ ἔθνος, ἄνδρες καὶ γυναῖκες οἱ ὁποῖοι πιστεύουν στὴ ζωή, τὴν αἰώνια ζωή, ποὺ ἤδη νιώθουν τὸ θρίαμβο κατὰ τοῦ θανάτου, διότι ἔχοντας γευτεῖ τὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ ζοῦμε πιὰ – θὰ’πρεπε νὰ ζούσαμε – τὴν αἰώνια ζωὴ τοῦ ἐγερθέντος, τὴ θεϊκὴ ζωή.
Δὲ θὰ φοβούμασταν τότε τὸ θάνατο ἤ τὸ μαρτύριο, δὲ θὰ φοβούμασταν τίποτα στὸν κόσμο διότι τὴ ζωὴ ἐκείνη κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς τὴν πάρει. Θὰ πορευόμασταν τότε στὸ δρόμο τῆς ζωῆς γεμάτοι σφρίγος ὡς νικητὲς καὶ ὡς πειστικοὶ μάρτυρες τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ ἐφ’ ὅσον οἱ ἄλλοι θὰ ἔβλεπαν σ’ ἐμᾶς ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν μάθει νὰ ἀγαπᾶνε, ἔστω κι ἂν χρειαστεῖ νὰ θυσιάσουν τὴν ἐπίγεια ζωή, ποὺ ἔχουν μάθει νὰ πιστεύουν στὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν τρόπο ποὺ ὁ Θεὸς γνωρίζει νὰ τὸν πιστεύει, νὰ ἐλπίζουν γιὰ τὰ πάντα καὶ νὰ ὑπερνικοῦν τὸ κάθε τι μὲ τὸ νὰ δίνουν ἀνεπιφύλακτα τὸν ἑαυτό τους στὴν εὐφροσύνη καὶ τὴ νίκη τοῦ Κυρίου.
4.
Ὁ Ἅγιος Θωμᾶς
Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))
Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς εἶναι γνωστὸς, ὡς Ἄπιστος. Καὶ τὸ ὄνομα Ἄπιστος, συκοφαντεῖ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ ἀπεῖχε πολὺ ἀπὸ τὸ νὰ εἶναι ἄπιστος στὸν Διδάσκαλο καὶ Κύριό Του.
Ὅταν ὁ Χριστὸς ἔφυγε ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ, ἐπειδὴ οἱ Ἐβραῖοι ἤθελαν νὰ Τὸν δολοφονήσουν, ἔμαθε γιὰ τὴν ἀρρώστεια καὶ τὸν θάνατο τοῦ Λαζάρου· στράφηκε στοὺς μαθητές Του καὶ εἶπε, « Ἄς ἐπιστρέψουμε πίσω στὴν Ἱερουσαλήμ γιὰ νὰ τὸν κάνουμε καλὰ, νὰ τὸν φέρουμε πίσω στὴ ζωή.» Καὶ ὁ καθένας ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους ἔλεγε, «Θέλουν νὰ σὲ σκοτώσουν καὶ ἐπιστρέφεις ἐκεῖ;» Μόνο ὁ Θωμᾶς εἶπε στοὺς φίλους του Ἀποστόλους, «Ἄς πᾶμε μαζί Του καὶ νὰ πεθάνουμε μ’ Αὐτὸν». Αὐτὸς δὲν εἶναι ὁ λόγος ἑνὸς ἄπιστου, κάποιου ποὺ εἶναι διχασμένος ἀνάμεσα στὴν πίστη καὶ στὴ λογική. Εἶναι τὰ λόγια κάποιου ποὺ εἶναι ὁλοκληρωτικὰ ἀφιερωμένος στὸν δάσκαλο του, ποὺ εἶναι ὁλοκληρωτικὰ πιστὸς καὶ δοσμὲνος σ’ Αὐτὸν.
Τὶ συνέβη τότε, τὴν ἡμὲρα ποὺ ὁ Χριστὸς παρουσιάστηκε στοὺς μαθητὲς Του μετὰ ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση Του, ὅταν ἀπουσίαζε ὁ Θωμᾶς; Τὶ συνέβη, ὤστε ὅταν ἐπέστρεψε σ’ αὐτοὺς καὶ ἄκουσε τὰ νὲα τῆς Ἀνάστασης, κοίταξε γύρω καὶ εἶπε, «Θὰ πιστέψω μόνο ἄν τὸ διαπιστώσω ὁ ἴδιος, ἄν μπορῶ νὰ – ψηλαφίσω – τὴν Ἀνάσταση τοῦ Διδασκάλου, τοῦ Κυρίου, ποὺ εἶδα σταυρωμένο καὶ νεκρὸ.» Τί συνέβει, γιατὶ δὲν πίστεψε στὰ λόγια τους;
Πιστεύω, ἐπειδὴ εἶχαν μιὰ χαρά ὅλο ἐνθουσιασμό, ἀλλὰ τίποτα ἰδιαίτερο δὲν εἶχε συμβεῖ σὲ αὐτοὺς. Ναί, χάρηκαν ποὺ ὁ Χριστὸς τοὺς εἶχε ἐπισκεφτεῖ, ποὺ ἦταν ἀνάμεσα τους, ποὺ ἦταν ζωντανός˙ ἀλλὰ παρέμειναν οἱ ἴδιοι. Ἐκεῖνος εἶχε ἀλλάξει, ἐκεῖνοι ὄχι. Μὀνο ὅταν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τοὺς ἐπισκίασε, ἔγιναν καινούργια πλάσματα, καινούργιοι ἄνθρωποι, νέοι μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεως. Ἐπειδὴ τότε, οἱ ἄνθρωποι ὅταν τοὺς συνάντησαν, τοὺς κοίταξαν τοὺς ἄκουσαν, καὶ εἶδαν ἀνθρώπους ποὺ ἀπ’ αὐτὸν ἤδη τὸν κόσμο ἀπέπνεαν τὴν αἰώνια ζωή.
Ὁ C. S. Lewis σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ γραπτά του εἶπε, ὅτι ὅταν οἱ ἄνθρωποι εἶδαν τοὺς Ἀποστόλους, τοὺς κοίταξαν καλὰ καὶ εἶπαν, «κοιτᾶξτε, τὰ ἀγάλματα μεταμορφώθηκαν σὲ ζωντανοὺς ἀνθρώπους.» Ναί, ὅλοι μας εἴμαστε, μποροῦμε κάλλιστα νὰ εἴμαστε, σὰν ἀγάλματα. Ἀλλὰ καλούμαστε νὰ γίνουμε ζωντανοὶ ἄνθρωποι. Καλούμαστε, ὅλοι μας, νὰ γίνουμε μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεως, τῆς ζωῆς, τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ, τῆς νίκης τοῦ Θεοῦ.
Ἀλλὰ οἱ ἄνθρωποι μποροῦν νὰ ποῦν, ὅταν μᾶς συναντοῦν – ἐμένα κι ἐσένα- , «Ναί, εἶναι ἀλήθεια· ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε, ἐπειδὴ αὐτὴ ἡ γυναίκα, αὐτὸ τὸ παιδί, αὐτὸς ὁ ἄνδρας εἶναι ζωντανοὶ μὲ μιὰ ζωὴ ποὺ δὲν ὑποπτευόμουνα, μιὰ ζωὴ ποὺ δὲν μποροῦσα νὰ φανταστῶ»; Ὄχι μιὰ ζωὴ μὲ τὴν ἔννοια μόνο τοῦ ἐνθουσιασμοῦ, ἀλλὰ μὲ μιὰ ἔνταση θεϊκῆς ζωῆς μέσα μας. Καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ ζητούμενο γιὰ τὸν καθένα μας. Πρέπει νὰ εἴμαστε σὲ θέση νὰ γίνουμε φορεῖς αὐτῆς τῆς ζωῆς ὄχι μὲ λέξεις, ἀλλὰ κάπως διαφορετικά.
Θυμᾶμαι ἀπὸ παλιὰ μιὰ ἱστορία ἀπὸ τὴ νιότη μου. Ἕνας πολὺ ἀξιόλογος κήρυκας προσκλήθηκε νὰ δώσει ἕνα μάθημα στὰ παιδιὰ τοῦ κατηχητικοῦ σχολείου. Μίλησε ὑπέροχα. Ἐμεῖς, οἱ νέοι ἀρχηγοί, στηριζόμασταν στὸν τοῖχο, ἀκούγοντας μὲ θαυμασμὸ τὰ ὅσα εἶπε. Ἀλλὰ ὅταν τελείωσε ἡ ὁμιλία, ὁ Καθηγητὴς Ζάντερ κάλεσε ἕνα μικρὸ ἀγόρι ἑπτὰ χρονῶν καὶ τοῦ εἶπε, «Λοιπὸν, πῶς ἦταν;» Καὶ τὸ μικρὸ ἀγόρι εἶπε, «Ὤ, ἦταν διασκεδαστική· ἀλλὰ τί κρίμα ποὺ ὁ Πατέρας δὲν πιστεύει ὅ,τι λέει.»
Δὲν ἦταν ἀλήθεια. Ἀλλὰ ἡ ἀπάντηση τῶν παιδιῶν προῆλθε ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι αὐτὸς ὁ ἱεροκήρυκας συνήθιζε νὰ μιλάει σὲ ἐνήλικες μ’ ἕνα πνευματικὸ ἐπίπεδο. Δὲν ἔβαζε τὴν καρδιά του σὲ ὅσα ἔλεγε, ἐπιχειρηματολογοῦσε, καὶ δὲν εἶχε ἀγγίξει τὰ παιδιά. Καὶ τὰ παιδιὰ νόμισαν ὅτι δὲν ἐννοοῦσε τὰ ὅσα εἶπε, ἐπειδὴ ὅ,τι εἶπε δὲν σήμαινε γι’ αὐτά κάτι.
Δὲν συμβαίνει τὸ ἴδιο καὶ μ’ ἐμᾶς ὅταν μιλᾶμε γιὰ τὴν πίστη μας; Γιὰ τὴν αἰώνια ζωή; Γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία; Μποροῦν οἱ ἄνθρωποι νὰ μᾶς κοιτάζουν καὶ νὰ λένε: «Ναί, εἶναι ἀλήθεια, ἐπειδὴ μπορῶ νὰ δῶ ὅτι δὲν εἶναι πλέον ἄγαλμα, ἕνα κομμάτι ξύλο, ἕνα κομμάτι πέτρα. Εἶναι ζωντανὸς, ζεῖ μέσα του τὴν αἰώνια ζωή.» Καὶ αὐτὸ εἶναι πρόκληση γιὰ μᾶς. Πρέπει νὰ μάθουμε ὅλοι νὰ θέτουμε ἐρωτήματα γιὰ τὸν ἑαυτό μας σ’ ἐμᾶς τοὺς ἴδιους, καὶ νὰ ρωτᾶμε: γνωρίζω ὅτι ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε; Ὄχι ἀπ’ αὐτὰ ποὺ ἀκοῦμε, ὄχι ἀπὸ βιβλία, ὄχι ἀπὸ ἄλλους, ἀλλὰ ἀπὸ μιὰ ἐσωτερικὴ ἐμπειρία. Ζῶ μέσα μου τὴν αἰωνιότητα, ἤ ὄχι; Ἐὰν ναί, τότε οἱ λόγοι μου θὰ εἶναι λόγοι ζωῆς καὶ δύναμης. Ὅταν ὁ Χριστὸς μίλησε στοὺς μαθητές Του, καθὼς μᾶς λέει ὁ Θεῑος Ἅγιος Ἰωάννης, τὸ πλῆθος ἔφυγε, καὶ ὁ Χριστὸς εἶπε, «Πρόκειται νὰ φύγετε κι ἐσεῖς;» Καὶ ὁ Πέτρος, μιλώντας ἐξ ὀνόματος ὅλων, εἶπε, «Ποῦ νὰ πᾶμε; Τὰ λόγια Σου εἶναι λόγια ζωῆς αἰωνίου.» Δὲν ἦταν περιγραφὴ τῆς αἰώνιας ζωῆς, δὲν ἐπρόκειτο γιὰ μιὰ ὁμιλία ποὺ εἶχαν διαβάσει. Ἀλλὰ κάθε λόγος Του ἦταν ζωή, καὶ φορέας ζωῆς· ὅταν μιλοῦσε, ξυπνοῦσε στὸν καθένα τους τὸν πόθο γιὰ τὴν αἰώνια ζωή.
Ἔτσι θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι οἱ λόγοι μας, ἡ παρουσία μας, ἡ μαρτυρία μας στὸν κόσμο. Ἄς τὸ συλλογιστοῦμε, ἐπειδὴ εἴμαστε ὑπεύθυνοι γιὰ τὸν κόσμο ποὺ ζοῦμε. Εἴμαστε πραγματικὰ ζωντανοί, ἤ ἁπλὰ ἕνα κομμάτι ἑνὸς κόσμου ποὺ ἔχει χάσει τὸ δρόμο του; Ἀμήν.
5.
Ἡ δυσπιστία τοῦ Θωμᾶ
Καραγιάννης Νικάνωρ (Ἀρχιμανδρίτης)
Μία ἀπὸ τὶς χαρακτηριστικότερες ἐμφανίσεις τοῦ Ἀναστημένου Χριστοῦ στοὺς τρομοκρατημένους μέχρι τότε μαθητὲς Του εἶναι αὐτὴ ποὺ μᾶς περιγράφει τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα. Ὅμως ὁ Χριστὸς ἐπεμβαίνει προσωπικά· «ἐν μέσῳ ἔστη εἰρήνην παρέχων αὐτοῖς», διαλύει τὶς φοβίες τῶν μαθητῶν Του καὶ βοηθᾶ τὸν Θωμᾶ νὰ ὑπερβεῖ τὶς ἀναστολές του.
Δισταγμοὶ καὶ ἀμφιβολίες τῆς πίστης
Ὁ Θωμᾶς κλονισμένος καὶ ταραγμένος μέσα στὴν ἀπομόνωση (δὲν βρισκόταν μὲ τοὺς ἄλλους μαθητὲς) καὶ τὴν κατάθλιψή του, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπερνικήσει τὶς ἀναστολὲς καὶ τὶς ἐπιφυλάξεις του γιὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου του. Ὅμως ὁ Ἀναστημένος Χριστὸς ἐμφανίζεται ἀνάμεσα σὲ ὅλους μαζί τους μαθητές Του, γιὰ νὰ πιστεύσει πραγματικὰ ὁ ἕνας. Δὲν ἐλέγχει τὴ δυσπιστία του. Δὲν κρίνει τὴ στάση του, δὲν καταδικάζει τὴ συμπεριφορά του. Ὁ Θεὸς δοκιμάζει τὶς ἀντοχές μας στὶς ὁριακὲς στιγμὲς τοῦ πόνου, τῆς ἀδυναμίας, τῆς κόπωσης καὶ τῆς ἐξάντλησης. Βέβαια, ὁ Θεὸς γνωρίζει τὰ ὅριά μας, ἁπλῶς ἐμεῖς στὶς δύσκολες στιγμὲς συνειδητοποιοῦμε τὴν ὀλιγοπιστία μας. Αὐτὸ δὲν ἐμποδίζει τὸν Θεὸ νὰ ἀποκαλύπτεται μὲ ἀγάπη σὲ κάθε καλοπροαίρετο ἄνθρωπο. Νὰ φανερώνει καὶ νὰ προσφέρει τὰ σημάδια τῆς μυστικῆς Του παρουσίας καὶ ἐνέργειας σὲ ὅποιον ἀναζητᾶ νὰ Τὸν ψηλαφήσει, δηλαδὴ σὲ ὅποιον οἰκοδομεῖ τὴν πίστη του στὴν ἐμπειρία καὶ στὸ πνευματικὸ βίωμα. Μᾶς ἐκπλήσσει ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ στὸν Ἀπόστολο Θωμᾶ «φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου». Ὁ Χριστὸς ἔρχεται στὸν ἰδιαίτερο χῶρο τῆς ψυχῆς μας, στὶς νοοτροπίες καὶ τὶς ἀντιλήψεις μας, κάποτε ἀκόμη καὶ στὶς ἀμφιβολίες καὶ τοὺς δισταγμούς μας. Ἐδῶ ὁ ἐγωισμὸς μας συντρίβεται. Ἡ ἀλαζονικὴ λογική μας, ποὺ νομίζει ὅτι μόνο αὐτὴ μπορεῖ νὰ προσεγγίσει καὶ νὰ κατακτήσει τὴ γνώση καὶ τὴν ἀλήθεια, ταπεινώνεται καὶ τότε αὐθόρμητα παραδινόμαστε ὁλόψυχα «ἐν πίστει» στὴν ἀγαπώσα ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ.
Ἡ φυλακὴ τῆς λογικῆς
«Ἐὰν μὴ ἴδω οὐ μὴ πιστεύσω». Κάποτε ὁ λόγος αὐτὸς γιὰ τὴ λογικὴ καὶ τὴ διανόηση τοῦ κόσμου τούτου γίνεται ἕνας πειρασμὸς ποὺ ἐγκλωβίζει τὸν ἄνθρωπο σὲ μία ἀναλήθεια. Σὲ ἕνα τρομακτικὸ ψέμα, σὲ ἕναν δαιμονικὸ πειθαναγκασμό, ποὺ ἰσχυρίζεται ὅτι ὑπάρχει μόνο ὅ,τι οἱ αἰσθήσεις του ἀντιλαμβάνονται, ὅ,τι βλέπει, ὅ,τι παρατηρεῖ, ὅ,τι ἀποδεικνύει μὲ τὶς ἔρευνες καὶ τὰ πορίσματά του. Σὲ ἕνα τέτοιο ἐπιστημονικὸ κοσμοείδωλο ἡ λογικὴ θεοποιεῖται σὰν τὸ μοναδικὸ μέσο γιὰ τὴ γνώση καὶ τὴν ἀλήθεια. Τὰ αἰσθήματα καὶ οἱ εὐαισθησίες, οἱ πνευματικὲς ἐμπειρίες καὶ τὰ ἀποκαλυπτικὰ βιώματα, ἡ πίστη καὶ τὸ θαῦμα παραμερίζονται καὶ ἐμπαίζονται. Ἡ οὐσία τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης παραμένει ἄγνωστη. Τὸ νόημα τῆς ζωῆς καὶ τοῦ προορισμοῦ γεμίζουν ἀπὸ ἀντιφάσεις, κενά, ἀπορίες καὶ ἀναπάντητα ἐρωτήματα. Ὁ κόσμος τοῦ πνεύματος μικραίνει καὶ φτωχαίνει πολύ. Γίνεται ρηχός, ἐπιφανειακὸς καὶ ἐπίπεδος. Γιὰ τὸν ὀρθολογιστὴ ἄνθρωπο ποὺ αὐτάρεσκα καυχᾶται γιὰ τὴν ἐπιστημοσύνη του, οἱ διαστάσεις τοῦ ὕψους καὶ τοῦ βάθους ἰσοπεδώνονται. Ἡ καθημερινότητα πολλῶν ἀνθρώπων μᾶς πείθει γι’ αὐτό. Καμία πνευματικὴ ἀνάβαση, ἀναζήτηση καὶ ἀναφορὰ στὸ μυστήριο τῆς πραγματικότητας τοῦ Θεοῦ. Καμία ἐνδοσκόπηση, καμία αὐτογνωσία, κανένας ἐσωτερικὸς ἀγώνας μὲ τὸν «ἔσω τῆς καρδίας κρυπτόμενον ἄνθρωπον».
Ἀναρίθμητοι ἄνθρωποι βυθίζονται στὶς ἀμφιβολίες καὶ παγιδεύονται στὴν ἀπιστία ποὺ ὁδηγεῖ στὸ κενό τῆς ζωῆς. Ἔχουν μία ὑπερτροφικὴ αὐτοπεποίθηση ὅτι μποροῦν νὰ καταλάβουν τὰ πάντα. Ἀπορρίπτουν τὴν πίστη, γιατί δὲν θέλουν νὰ ἀναθεωρήσουν τὶς ἰδέες τους καὶ τὴ ζωή τους. Ἐνῶ μποροῦν, δὲν θέλουν νὰ πιστέψουν, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν ἀπόστολο Θωμᾶ, πού, ἐνῶ ἤθελε νὰ πιστέψει, δὲν μποροῦσε. Γιατί ἐκεῖνος, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἄρνηση καὶ τὴν προκατάληψη τοῦ κάθε ἀπίστου, μέσα ἀπὸ τοὺς δισταγμοὺς καὶ τὶς ἀμφιβολίες του ἀναζητοῦσε νὰ ψηλαφήσει. Ἀναζητοῦσε τὰ σημάδια τῆς προσωπικῆς ἐμπειρίας τοῦ Θεοῦ, προσωπικὰ ὄχι ἐγωκεντρικά, γι’ αὐτὸ καὶ πρὶν ἀκουμπήσει τὸ ἀναστημένο σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἀναφώνησε «ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου».
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἐμβαθύνει στὴν ἐμπειρία τῆς πίστns, ὅταν γράφει «ἔμαθον ἀφ’ ὧν εἶδον μὴ λογοθετεῖν· ἔμαθον ἀφ’ ὧν ἐψηλάφησα προσκυνεῖν, μὴ ζυγομαχεῖν· ἕνα Κύριον καὶ Θεὸν ἐπίσταμαι, τὸν Δεσπότην Χριστόν…»• δηλαδή, πιστεύω στὰ μάτια μου καὶ στὰ χέρια μου καὶ μὲ δίδαξαν νὰ μὴν κρίνω, ψηλάφησα καὶ ἔμαθα νὰ προσκυνῶ καὶ ὄχι νὰ φιλονικῶ, ἕναν Κύριο καὶ Θεὸ γνωρίζω, τὸν Δεσπότη Χριστό. Ἂς εἶναι καὶ γιὰ ἐμᾶς μία διαρκὴς ἐμπειρία καὶ ὁμολογία πίστης. Ἀμήν.
6.
Μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες
Λαμπρόπουλος Βαρνάβας (Ἀρχιμανδρίτης)
Σήμερα, Κυριακή τοῦ Θωμᾶ, -λένε μερικοὶ χαριτολογώντας- «γιορτάζουν οἱ ἄπιστοι». Σίγουρα ἡ κάθε εἴδους ἀπιστία δὲν εἶναι δὰ καὶ ἀρετὴ γιὰ νὰ τὴ χαιρόμαστε καὶ νὰ πολυχρονίζουμε αὐτοὺς ποὺ τὴν ἔχουν. Ὅσο κι ἂν κάποια τροπάρια θεωροῦν «καλὴ» τὴν ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ, δὲν παύει νὰ εἶναι ἐλάττωμα. Ἔτσι τὴ χαρακτηρίζει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ ὁποῖος – ἀναφερόμενος στὸν εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη- λέει: «Κοίτα, πόσο φιλαλήθεις εἶναι οἱ ἀπόστολοι, ποὺ δὲν κρύβουν τὰ ἐλαττώματα οὔτε τὰ δικά τους οὔτε τῶν ἄλλων, ἀλλὰ τὰ καταγράφουν μὲ πολλὴ εἰλικρίνεια».
Μακροθυμεῖ ψηλαφώμενος
Καὶ γι’ αὐτὸ ἐπισημαίνει ὅτι ἡ προτροπὴ τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὸν Θωμᾶ νὰ τὸν ψηλαφήσει καὶ νὰ μὴν εἶναι ἄπιστος ἀλλὰ πιστός, δὲν ἀποτελεῖ ἁπλῶς μία σύσταση ἀλλὰ ἐπίπληξη. «Σφόδρα ἐπιτιμητικῶς», λέει, «τοῖς ρήμασιν ἐχρήσατο». Καὶ ἄλλος ἑρμηνευτής, ὁ Ζιγαβηνός, παρατηρεῖ ὅτι δίκαια βγῆκε κατηγορούμενος ὁ Θωμᾶς, διότι δὲν πίστεψε τοὺς «συμμαθητές» του, τοὺς πιὸ ἀξιόπιστους μάρτυρες Ἀνάστασης. Βέβαια καὶ οἱ ἄλλοι μαθητὲς δὲν πίστεψαν τὶς μυροφόρες, ὅταν τοὺς εἶπαν ὅτι πρῶτες συνάντησαν τὸν ἀναστημένο Χριστό.
Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς συνεχίζει καὶ μετὰ τὴν Ἀνάστασή του νὰ συγκαταβαίνει στὰ ἐλαττώματα τῶν μαθητῶν του· καὶ τοὺς παρουσιάζεται, γιὰ νὰ τοὺς στηρίξει στὴ ὀρθὴ πίστη. Καὶ τὸν ἕνα, ποὺ ἔλειπε τὴν πρώτη φορὰ ποὺ τοὺς ἐμφανίστηκε, τὸν ἀφήνει ὀκτὼ μέρες «νὰ ἀκούει τὰ ἴδια ἀπὸ τοὺς μαθητές, ὥστε νὰ ἀνάψει περισσότερο ὁ πόθος του νὰ τὸν δεῖ», λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Καὶ ξαναπαρουσιάζεται, γιὰ νὰ βεβαιώσει κι αὐτὸν γιὰ τὴν Ἀνάστασή του: «Παραγίνεται, ἵνα διασώση καὶ τὸν ἕνα». Καὶ δὲν περιμένει νὰ τοῦ τὸ ζητήσει ὁ Θωμᾶς, ἀλλὰ «Αὐτὸς προλαβὼν» τὸν καλεῖ νὰ τὸν ψηλαφήσει.
«Ἐννόησον τοῦ Δεσπότου τὴν φιλανθρωπίαν»! καταλήγει θαυμάζοντας ὁ Χρυσόστομος. Κι ἐμεῖς μαζί του ψάλλουμε: «Φιλάνθρωπε, μέγα καὶ ἀνείκαστον τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου, ὅτι ἐμακρoθύμησας ὑπὸ ἀποστόλου ψηλαφώμεvoς».
Ἡ καλὴ ἀπιστία
Σίγουρα ἡ ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ διαφέρει ἀπὸ τὶς πολλῶν διαβαθμίσεων καὶ ποικίλων αἰτιολογήσεων ἀπιστίες, ποὺ μποροῦμε νὰ συναντήσουμε στὸν σημερινὸ κόσμο. Ὁ Θωμᾶς εἶχε πιστέψει ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Μεσσίας. Εἶχε δυναμώσει τὴν πίστη του μὲ τὴν καθημερινὴ συναναστροφὴ μαζί του, μὲ τὴν ἀκρόαση τοῦ κηρύγματός του καὶ μὲ τὴν ἐμπειρία τῆς θείας του δύναμης, ποὺ φανερωνόταν στὰ τόσα θαύματά του. Τὸν ἐμπιστευόταν καὶ τὸν ἀγαποῦσε τόσο, ὥστε καταλαβαίνοντας ὅτι πηγαίνει γιὰ τελευταία φορὰ στὰ Ἱεροσόλυμα, εἶπε: «Ἂς πᾶμε κι ἐμεῖς νὰ πεθάνουμε μαζί του».
Ὅμως τὰ γεγονότα κύλησαν ἀλλιῶς. Ὁ Θωμᾶς μετὰ τὴ σύλληψη τοῦ Χριστοῦ τὸν ἐγκατέλειψε μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους μαθητὲς καὶ κρύφτηκαν ἀπὸ φόβο.
Ἔνιωσε βαθιὰ ἀπογοήτευση καὶ διάψευση τῶν ἐλπίδων του. Ποῦ εἶναι «ὁ μέλλων λυτροῦσθαι τὸν Ἰσραήλ»; Ὁ σταυρὸς καὶ ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ γκρέμισαν τὴν πίστη του στὴ θεότητά του. Γι’ αὐτό, ὅταν οἱ ἄλλοι μαθητὲς τοῦ εἶπαν ὅτι τὸν εἶδαν Ἀναστημένο, νιώθοντας λίγο δύσκολο νὰ θεωρήσει «λῆρον -παραλήρημα- τὰ ρήματα» δέκα συμμαθητῶν του, «συμβιβάστηκε» νὰ ζητήσει ὄχι μόνο νὰ τὸν δεῖ κι ἐκεῖνος, ἀλλὰ καὶ νὰ τὸν ψηλαφήσει.
Προϋπόθεση τῆς πίστης
Σήμερα δὲν εἶναι λίγοι ἐκεῖνοι ποὺ -καὶ θαύματα νὰ δοῦν- δὲν πιστεύουν. Λίγο ὁ ἐκκoσμικευμέvoς τρόπος ζωῆς, λίγο τὰ πάθη τους, λίγο ἡ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὴ λογικὴ καὶ στὴ δῆθεν παντοδυναμία τῆς ἐπιστήμης, τοὺς ἔχουν τόσο τυφλώσει, ὥστε -ὅπως εἶπε ὁ πατριάρχης Ἀβραὰμ στὸν πλούσιο τῆς παραβολῆς- «καὶ ἀναστημένο ἐκ νεκρῶν νὰ δοῦν, οὔτε τότε θὰ πιστέψουν».
Ὑπάρχει ὅμως καὶ ἡ πολὺ συνηθισμένη ἀπιστία τοῦ ὑποκριτῆ «πιστοῦ», ὁ ὁποῖος -σύμφωνα μὲ τὸν προφήτη Ἠσαΐα- «τιμάει τὸν Θεὸ μόνο μὲ τὰ χείλη, ἐνῶ ἡ καρδιὰ του πόρρω ἀπέχει ἀπὸ Αὐτόν». Αὐτὸς εἶναι -κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο- «ὁ ἀκροατὴς τοῦ νόμου», ποὺ δὲν φρόντισε νὰ γίνει καὶ «ποιητὴς τοῦ νόμου» τοῦ Θεοῦ. Κοιτάχτηκε λίγο στὸν καθρέφτη τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ -ὅπως μᾶς λέει ὁ ἀδελφόθεoς ἅγιος Ἰάκωβος- εἶδε τὶς ἐλλείψεις του, ἀλλὰ ἀπομακρύνθηκε καὶ ξέχασε πῶς ἦταν.
Μόνο ἂν κάποιος κάνει σταθερὴ ἀναφορά του καὶ φρόνημά του τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀληθινὰ ἐλευθερώνουν τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, μπορεῖ νὰ γίνει ποιητὴς τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀποκτήσει γνήσια καὶ σταθερὴ πίστη σ’ Αὐτόν. Τότε δὲν ἔχει ἀνάγκη, οὔτε νὰ δεῖ μὲ τὰ σωματικά του μάτια οὔτε νὰ ψηλαφήσει τὸν ἀναστημένο Χριστό. Ἔχει ζήσει τὴ δύναμη τῆς Ἀνάστασής του στὴν προσωπική του ζωή, γιατί -μὲ τὸν ἀγώνα τῆς μετανοίας του- συσταυρώθηκε, συνετάφη καὶ συνανέστη μὲ τὸν Χριστό. Καὶ ἔτσι ἀξιώθηκε τοῦ μακαρισμοῦ: «Μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύασαντες»!
7.
Ἡ Κυριακή τοῦ Θωμᾶ
Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))
Σήμερα τιμᾶμε τὸν Ἀπόστολο Θωμᾶ. Πολλοὶ συχνὰ τὸν θυμόμαστε μοναχὰ σὰν τὸν ἄπιστο Θωμᾶ· στὴν πραγματικότητα εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀμφέβαλλε γιὰ τὰ νέα ποὺ τοῦ μετέφεραν οἱ ὑπόλοιποι Ἀπόστολοι ὅταν τοῦ εἶπαν : Ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε! Τὸν εἴδαμε ζωντανό!
Ἀλλὰ δὲν εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀμφέβαλλε σ’ ὅλη τὴ ζωή του ἢ ποὺ παρέμεινε ἄπιστος στὸ μυστήριο τῆς Θεϊκῆς ἀποκάλυψης τοῦ Κυρίου. Πρέπει νὰ θυμηθοῦμε ὅτι ὅταν οἱ Ἀπόστολοι καὶ ὁ Κύριος ἔμαθαν ὅτι ἀρρώστησε ὁ Λάζαρος, ὁ Κύριος τοὺς εἶπε: Ἂς ἐπιστρέψουμε στὰ Ἱεροσόλυμα. Στὰ λόγια τοῦ Κυρίου οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι ἀπάντησαν: Ἀλλὰ οἱ Ἰουδαῖοι θέλουν νὰ σὲ σκοτώσουν ἐκεῖ, γιατί θὰ πρέπει νὰ ἐπιστρέψουμε; Μονάχα ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς ἀπάντησε: Ἂς Τὸν ἀκολουθήσουμε καὶ ἂς πεθάνουμε μαζὶ μ’ Ἐκεῖνον. Ἦταν προετοιμασμένος ὄχι μόνο νὰ εἶναι στὰ λόγια μαθητής Του, ὄχι μόνο νὰ Τὸν ἀκολουθήσει ὅπως ἕνας μαθητὴς ἀκολουθεῖ τὸν δάσκαλό του, ἀλλὰ νὰ πεθάνει μαζί Του, ὅπως ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἀποφασίζει νὰ πεθάνει μὲ τὸν φίλο του καὶ ἐὰν χρειαστεῖ χάριν τοῦ φίλου του. Ἂς θυμηθοῦμε λοιπὸν τὸ μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς του, τὴν πίστη καὶ τὴν ἀκεραιότητα τοῦ χαρακτήρα του.
Τί συνέβη ὅμως ὅταν μετὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ οἱ Ἀπόστολοι ἀνήγγειλαν σ’ αὐτὸν ποὺ μονάχα αὐτὸς δὲν εἶχε δεῖ τὸν Κύριο, ὅτι ἀντίκρισαν πραγματικὰ τὸν ἀναστάντα Χριστό; Γιατί δὲν πίστεψε τὰ λόγια τους; Γιατί ἀμφέβαλλε; Γιατί εἶπε ὅτι χρειαζόταν ἀποδείξεις, ἁπτὲς ἀποδείξεις; Ἐπειδὴ ὅταν τοὺς ἀντίκρισε τοὺς εἶδε χαρούμενους μὲ ὅ,τι εἶδαν, ἦταν χαρούμενοι ποὺ ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν πιὰ νεκρός, ποὺ ἦταν ζωντανός, χαρούμενοι γιὰ τὴν νίκη ποὺ εἶχε κερδηθεῖ. Καὶ ὅμως παρατηρώντας τους δὲν εἶδε σὲ αὐτοὺς καμία ἀλλαγή. Ἦταν οἱ ἴδιοι, μόνο ποὺ ἦταν γεμάτοι ἀπὸ χαρὰ ἀντὶ γιὰ φόβο. Καὶ ὁ Θωμᾶς τοὺς εἶπε : Μόνο ἐὰν Τὸν δῶ, μόνο ἐὰν γίνω μάρτυρας τῆς Ἀναστάσεως θὰ μπορέσω νὰ πιστέψω.
Δὲν εἶναι τὸ ἴδιο ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς πεῖ κάποιος ποὺ μᾶς συναντᾶ;
Πρὶν λίγες ἡμέρες ὁμολογήσαμε μὲ πάθος, μὲ εἰλικρίνεια καὶ μὲ πίστη τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου καὶ τὸ πιστεύουμε μὲ ὅλο μας τὸ εἶναι· καὶ ὅμως, ὅταν μᾶς συναντοῦν οἱ ἄνθρωποι στὸ σπίτι, στὸν δρόμο, στὸν χῶρο τῆς ἐργασίας μας, μᾶς βλέπουν καὶ ἀναρωτιοῦνται: Ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι, τί τοὺς συνέβη;
Οἱ Ἀπόστολοι εἶχαν δεῖ τὸν ἀναστάντα Κύριο, ἀλλὰ ἡ Ἀνάσταση δὲν ἤτανε γι’ αὐτοὺς βίωμα, δὲν σήμαινε γι’ αὐτοὺς τὸ πέρασμα ἀπὸ τὸν θάνατο στὴν αἰώνια ζωή. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ σέ μᾶς· ἐὰν ἑξαιρέσουμε τοὺς ἁγίους, ποὺ ὅταν τοὺς συναντάει κάποιος ἀντιλαμβάνεται ὅτι τὸ μήνυμα ποὺ φέρουν εἶναι ἀληθινό.
Τί ὑπάρχει στὸ δικό μας μήνυμα ποὺ δὲν ἀκούγεται; Ἐπειδὴ μιλᾶμε ἀλλὰ δὲν εἴμαστε αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ εἴμαστε. Θὰ ἔπρεπε νὰ διαφέρουμε τόσο ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ δὲν ἔχουν νοιώσει τὴν ἐμπειρία τοῦ ζωντανοῦ, ἀναστημένου Χριστοῦ, ποὺ μοιράστηκε μὲ μᾶς τὴ ζωή Του, ποὺ μᾶς ἔστειλε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως, σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ C. S. Lewis, διαφέρει ἕνα ἄγαλμα ἀπὸ ἕναν ἄνθρωπο. Ἕνα ἄγαλμα μπορεῖ νὰ εἶναι μεγαλοπρεπές, λαμπρό, ἀλλὰ εἶναι πέτρα. Ἕνας ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ μᾶς συγκινεῖ λιγότερο ἐξωτερικά, εἶναι ὅμως ζωντανός, εἶναι μία μαρτυρία ζωῆς.
Ἂς ἐξετάσουμε τοὺς ἑαυτούς μας καὶ ἂς ἀναρωτηθοῦμε σὲ ποιὰ κατάσταση βρισκόμαστε, γιατί οἱ ἄνθρωποι ποὺ συναντᾶμε δὲν καταλαβαίνουν ὅτι ἀποτελοῦμε μέλη τοῦ σώματος τοῦ ἀναστημένου Κυρίου καὶ ναοὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Γιατί;
Ὁ καθένας μας ἔχει νὰ δώσει τὴ δική του ἀπάντηση σ’ αὐτὴν τὴν ἐρώτηση. Ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς ἂς ἐξετάσει τὸν ἑαυτό του καὶ ἂς ἑτοιμαστεῖ νὰ ἀπαντήσει μὲ βαθειὰ συνείδηση, ἂς κάνουμε ὅ,τι εἶναι ἀναγκαῖο γιὰ ν’ ἀλλάξουμε τὴ ζωή μας, ἔτσι ποὺ οἱ ἄνθρωποι ποὺ μᾶς συναντοῦν, ὅταν θὰ μᾶς βλέπουν, θὰ λένε: Δὲν ἔχουμε ξανασυναντήσει τέτοιους ἀνθρώπους, ἔχουν κάτι ποὺ δὲν τὸ ἔχουμε δεῖ σὲ κανέναν ἄλλον. Τί εἶναι αὐτό; Καὶ θὰ μπορέσουμε νὰ τοὺς ἀπαντήσουμε ὅτι εἴμαστε φορεῖς τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ. Εἴμαστε μέλη τοῦ σώματός Του. Μέσα ἀπὸ ἐμᾶς ἐνεργεῖ ἡ ζωὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἴμαστε ναός Του. Ἀμήν.
8.
Ὁμιλία εἰς τὸν Ἀπόστολον Θωμᾶν
Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος
Ἔρχομαι ἐπειγόντως νὰ καταβάλω τὴν ὀφειλή μου. Διότι, ἂν καὶ εἶμαι πτωχός, βιάζομαι νὰ ἀποσπάσω ὁπωσδήποτε τὴν εὐγνωμοσύνη σας. Εἶχα δώσει ὑπόσχεση νὰ φανερώσω τὴν ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ, καὶ τώρα ἔρχομαι νὰ τὴν ἐκπληρώσω.
Ἡ πρόθεσίς μου εἶναι νὰ ἐξοφλῶ πρῶτα τὶς παλαιότερες ὀφειλές, γιὰ νὰ μὴ μὲ πιέζουν οἱ τόκοι ποὺ συγκεντρώνονται. Συνεργασθεῖτε μαζί μου στὴν καταβολὴ τοῦ χρέους, καὶ ἱκετεύσετε τὸν Θωμᾶ νὰ εὐλογήση τὰ χείλη μου μὲ τὴν ἁγία δεξιά του, μὲ τὴν ὁποίαν ἤγγισε τὴν πλευρὰ τοῦ Δεσπότου, ὥστε νὰ νευρώση τὴν γλώσσα μου, γιὰ νὰ σᾶς ἐξηγήσω αὐτὰ ποὺ ποθεῖτε. Καὶ ἐγώ, ἐνθαρρυνόμενος μὲ τὶς πρεσβεῖες τοῦ Ἀποστόλου καὶ μάρτυρος Θωμᾶ, διακηρύττω τὴν ἀρχικὴν ἀμφιβολία καὶ τὴν τελικὴν ὁμολογία του, ἡ ὁποία ἔγινε κρηπὶς καὶ Θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ὅταν εἰσῆλθε ὁ Σωτὴρ κεκλεισμένων τῶν θυρῶν ἐκεῖ ὅπου εἶχαν συγκεντρωθῆ οἱ μαθηταί του καὶ ἐξῆλθε πάλι μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ἀπουσίαζε μόνον ὁ Θωμᾶς. Ἦταν κι αὐτὸ ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας, ὥστε ἡ ἀπουσία τοῦ μαθητοῦ νὰ γίνη πρόξενος περισσοτέρας ἀσφαλείας καὶ βεβαιότητος. Διότι, ἐὰν παρευρίσκετο ὁ Θωμᾶς, δὲν θὰ ἀμφέβαλλε. Καὶ ἂν δὲν ἀμφέβαλλε, δὲν Θὰ ζητοῦσε νὰ περιεργασθῆ. Ἐὰν δὲν ζητοῦσε, δὲν θὰ ψηλαφοῦσε. Καὶ ἐὰν δὲν ψηλαφοῦσε, δὲν θὰ ἀνεκήρυττε τὸν Χριστὸ Κύριον καὶ Θεόν. Ἐὰν δὲν τὸν εἶχε ἀποκαλέσει Κύριον καὶ Θεόν, ἐμεῖς δὲν θὰ εἴχαμε διδαχθῆ νὰ τὸν δοξολογοῦμε μὲ τὸν τρόπον αὐτόν. Ὥστε καὶ μὲ τὴν ἀπουσία του ὁ Θωμᾶς μᾶς ποδηγέτησε πρὸς τὴν ἀλήθεια” καὶ μὲ τὴν παρουσία του ὕστερα μᾶς ἐβεβαίωσε περισσότερο στὴν πίστη.
Ἔλεγαν λοιπὸν οἱ μαθηταί, ὅταν ἦλθε ἀργοπορημένος: «Ἑωράκαμεν τὸν Κύριον», εἴδαμε αὐτὸν ποὺ εἶπε: «ἐγὼ εἰμὶ τὸ φῶς τοῦ κόσμου». Εἴδαμε αὐτὸν ποὺ εἶπε: «ἐγὼ εἰμὶ ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀλήθεια». Εἴδαμε τὴν ἀλήθεια τῶν λόγων νὰ λάμπη μέσα στὰ γεγονότα. Εἴδαμε αὐτὸν ποὺ εἶπε: «μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἐγείρομαι», καὶ βλέποντας τὴν ἀνάσταση, ἐπροσκυνήσαμε τὸν ἀναστάντα. Τὸν ἀκούσαμε ποὺ μᾶς εἶπε: «εἰρήνη ὑμῖν», καὶ μεταστρέψαμε τὴν ζάλη τῆς λύπης σὲ γαλήνια εὐφροσύνη. Ἀντικρίσαμε τὰ χέρια του ποὺ ἐδέχθησαν τὶς αἰχμὲς τῶν καρφιῶν, τὰ χέρια ποὺ κατηγοροῦν τὴν λύσσα τῶν θεομάχων θηρίων. Ἀντικρίσαμε τὰ χέρια ποὺ μᾶς ὕφαναν τὴν ἀφθαρσία, ἀντικρίσαμε καὶ τὴν πλευρὰν ποὺ φανερώνει λαμπρότερα ἀπὸ κάθε κήρυκα τὴν εὐσπλαχνία τοῦ πληγωμένου. Αὐτὴν τὴν πλευρὰ τὴν ὁποίαν ὑμνοῦν οἱ ἄγγελοι καὶ εὐλαβοῦνται οἱ πιστοὶ καὶ φρίττουν οἱ δαίμονες. Ὑποδεχθήκαμε καὶ ἐμφύσημα θεῖον ἀπὸ τὸ θεῖον στόμα του, ἐμφύσημα πνευματικόν, ἐμφύσημα ποὺ σκορπίζει κάθε χάρη. Ἐχειροτονηθήκαμε ἀπὸ τὸν Κύριο, κύριοι της ἀφέσεως τῶν πλημμελημάτων. Ἀποκτήσαμε καὶ τὸ δικαίωμα νὰ κρίνωμε τοὺς ἁμαρτωλούς, ἀφοῦ μᾶς ἔδωσε αὐτὴν τὴν ἐντολή: «ἂν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς. Ἂν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται». Τέτοια λόγια εἴχαμε τὴν βαθειὰ χαρὰ νὰ ἀκούσωμε ἀπὸ τὸν Σωτήρα, τέτοιες δωρεὲς ἀπολαύσαμε. Διότι δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ μὴν πλουτήσωμε, ἀφοῦ εὑρήκαμε πλούσιον Δεσπότη. Ἀλλὰ μόνο σὺ ἔμεινες πτωχός, ἀφοῦ ἀπουσίαζες.
Καὶ τί τοὺς εἶπεν ὁ Θωμᾶς; Εἴδατε τὸν Κύριο; Καλῶς. Αὐτὸν λοιπὸν ποὺ εἴδατε, νὰ τὸν σέβεσθε περισσότερο. Αὐτὸν ποὺ παρατηρήσατε, μὴν παύσετε νὰ τὸν κηρύττετε. Ἐγὼ ὅμως «ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χείρα μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω». Καὶ σεῖς δὲν θὰ εἴχατε πιστεύσει ἐὰν πρῶτα δὲν ἐβλέπατε. Ἔτσι κι ἐγώ, ἐὰν δὲν ἴδω, δὲν θὰ πιστεύσω.
Μεῖνε, Θωμᾶ, σταθερὸς στὸν πόθο σου αὐτόν, διατήρησε τὸν ζῆλο σου, ὥστε βλέποντας ἐσὺ νὰ βεβαιωθῆ ἡ ψυχή μου. Ζήτησε μὲ ἐπιμονὴ αὐτὸν ποὺ εἶπε: «Ζητεῖτε καὶ εὑρήσετε». Μὴν παύσης νὰ ἐρευνᾶς εἰλικρινῶς, ἐὰν δὲν εὕρης τὸν θησαυρὸ ποὺ ζητεῖς. Μὴν παύσης νὰ κρούης τὴν θύρα τῆς ἀναντιρρήτου γνώσεως, μέχρι νὰ σοῦ τὴν ἀνοίξη αὐτὸς ποὺ εἶπε: «κρούετε, καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν». Ἀγαπῶ τὸν διχασμὸ τῶν λογισμῶν σου, ἐπειδὴ ἀναιρεῖ κάθε διχασμό. Ἀγαπῶ τὴν φιλομάθειά σου ἐπειδὴ καταλύει κάθε φιλονεικία. Χαίρομαι νὰ σὲ ἀκούω πολλὲς φορὲς νὰ λέγης: «ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, οὐ μὴ πιστεύσω». Διότι μὲ τὸ νὰ ἀπιστῆς ἐσύ, ἐγὼ μαθαίνω νὰ πιστεύω. Σκάπτοντας ἐσὺ μὲ τὴν δικέλλα τῆς γλώσσης τὸ θεῖον σῶμα, ἐγὼ ἀκόπως θερίζω τὸν καρπὸ καὶ τὸν συλλέγω γιὰ μένα.
Ἐὰν δὲν ἰδῶ μὲ τὰ ἴδιά μου τὰ μάτια τὶς πληγὲς τὶς ὁποῖες ἄνοιξαν οἱ ἀσεβεῖς στὰ ἁγιά του χέρια, δὲν πρόκειται νὰ συγκατατεθῶ στοὺς λόγους σας. Ἐὰν δὲν βάλω τὸ ἴδιο μου τὸ δάκτυλο στὰ κοιλώματα τῶν καρφιῶν, δὲν θὰ δεχθῶ τὴν καλή σας ἀγγελία. Ἐὰν δὲν κρατήσω μὲ τὸ χέρι μου τὸ ἴδιο τὴν πλευρὰ τοῦ εὑρισκομένου πέραν ἀπὸ κάθε ὑποψία μάρτυρος τῆς Ἀναστάσεως, δὲν ἠμπορῶ νὰ πιστεύσω στὸ δόγμα σας. Διότι κάθε λόγος γίνεται ἰσχυρὸς καὶ βέβαιος, ἂν δεχθῆ τὴν συνηγορία ἀπὸ τὰ γεγονότα. Καὶ κάθε λόγος ποὺ στερεῖται τὴν ἀπὸ τὰ ἔργα μαρτυρία, ἐξαφανίζεται στὸν ἀέρα. Ἔχω νὰ κηρύξω στοὺς ἀνθρώπους τὰ θαύματα τοῦ Διδασκάλου. Πῶς λοιπὸν θὰ διηγηθῶ μὲ λόγια ἐκεῖνα ποὺ δὲν παρέλαβα μὲ τοὺς ὀφθαλμούς μου; Πῶς θὰ πείσω τοὺς ἀπίστους νὰ πιστεύσουν αὐτὰ τὰ ὁποῖα οὔτε ἐγὼ ἔχω παρακολουθήσει; Νὰ εἰπῶ στοὺς Ἰουδαίους καὶ στοὺς Ἕλληνες ὅτι εἶδα τὸν Κύριό μου νὰ σταυρώνεται, δὲν τὸν εἶδα ὅμως ἀναστημένο, παρὰ μόνον ἤκουσα; Καὶ ποῖος δὲν θὰ περιπαίξη τὰ λόγιά μου; Ποῖος δὲν θὰ περιφρονήση τὸ κήρυγμά μου; Ἄλλο εἶναι ἡ ἀπαγγελία λόγων, καὶ ἄλλο ἡ ἐμπειρία τῶν πραγμάτων.
Αὐτοὺς τοὺς ἀμφιβόλους λογισμοὺς εἶχεν ὁ Θωμᾶς, ὅταν μετὰ ἀπὸ ὀκτὼ ἡμέρες ἐπαρουσιάσθη πάλιν ὁ Κύριος στοὺς συνηθροισμένους μαθητάς του. Ἄφησε πρῶτα τὸν Θωμᾶ, κατὰ τὶς ἡμέρες ποὺ παρεμβάλλονται, νὰ κατηχηθῆ ἀπὸ τοὺς συμμαθητάς του, παραχωρώντας ἔτσι νὰ ἀναφλεγῆ ἀπὸ τὴν δίψα τῆς συναντήσεώς του. Καὶ ὅταν ἡ ψυχὴ του ἄναψε ἀπὸ τὸν σφοδρὸ πόθο τῆς θέας, τότε, τὴν κατάλληλη στιγμή, ὁ ποθούμενος ἀπεκαλύφθη σ’ αὐτὸν ποὺ τὸν ποθοῦσε. Καὶ τὸ ἔκανε αὐτὸ μὲ τὸν ἴδιον τρόπον, ὅπως πρίν, κεκλεισμένων τῶν θυρῶν, καὶ πάλι, ὅπως τὴν πρώτη φορά, τοὺς εἶπε: «εἰρήνη ὑμῖν», γιὰ νὰ ταυτισθῆ τὸ γεγονὸς μὲ τὸ θαῦμα, γιὰ νὰ βεβαιώση τὴν ἀναγγελία τῶν Ἀποστόλων καὶ γιὰ νὰ παραστήση τὴν ἀκρίβεια τῆς δευτέρας ἐπισκέψεώς του. «Εἶτα λέγει τῷ Θωμᾶ. Φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε, καὶ ἴδε τὰς χεῖρας μου». Ὦ ὕψος ἀπεράντου φιλανθρωπίας! Ὦ πέλαγος ἀμετρήτου συγκαταβάσεως! Δὲν ἐπερίμενε τὴν προσέλευση τοῦ μαθητοῦ, δὲν ἀνέμεινε νὰ προσέλθη αὐτὸς ποὺ εἶχε ἀνάγκη, νὰ παρακαλέση καὶ νὰ ἐπιτύχη αὐτὸ ποὺ ἤθελε. Δὲν τὸν ἐστέρησε οὔτε γιὰ λίγο ἀπὸ τὴν ἐκπλήρωση τῆς ἐπιθυμίας, ἀλλὰ αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ ποθούμενος προσείλκυσε κοντὰ του διὰ τῆς βίας τὸν ἐραστήν, ὁ ἴδιος ἔσυρε μὲ τὴν φωνή, στὴν πληγὴ τὸ δάκτυλο αὐτοῦ ποὺ τὴν ποθοῦσε, ὁ ἴδιος μὲ τὴν Δεσποτική του γλώσσα ἐτράβηξε τὸ δουλικὸ χέρι λέγοντας σ’ αὐτόν: «φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖρας μου».
Ἤκουσα, Θωμᾶ, ἀπὼν ὡς ἄνθρωπος, παρὼν ὅμως ὡς Θεός, αὐτὰ τὰ ὁποῖα εἶπες στοὺς ἀδελφούς σου. Ἤμουν μαζί σας κατὰ τὴν θεότητα, ἂν καὶ ἀποχωρισμένος κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα. Θέλεις νὰ σοῦ ὑπενθυμίσω τὰ λόγια σου; Δὲν εἶπες: «ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω»; Ἀπὸ τὰ χείλη σου δὲν ἐξῆλθαν τὰ λόγια αὐτά; Αὐτὰ τὰ λόγια δὲν ἐκφράζουν τοὺς λογισμούς σου; Γι’ αὐτὰ λοιπὸν ἦλθα πάλι, γιὰ τὰ ὁποῖα ἀμφιβάλλεις. Γι’ αὐτὸ ἦλθα πάλι κοντά σας, εἶμαι ἐδῶ γι’ αὐτὰ ἀκριβῶς ποὺ ἐπιθυμεῖς.
Γιὰ σὲ τὸν ἕνα ἦλθα καὶ τώρα κοντά σου, ἐγὼ ποὺ κατῆλθα ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς γιὰ τὸ πλανώμενο πρόβατο, χωρὶς νὰ ἐγκαταλείψω τοὺς οὐρανούς. Μὴ λοιπὸν διστάσης νὰ μάθης αὐτὰ ποὺ ποθεῖς, μὴν ἐντραπῆς νὰ περιεργασθῆς αὐτὰ ποὺ ἐπιζητεῖς. Μὴν ἀποφύγης νὰ βάλης τὸ δάκτυλό σου ἐπάνω στὰ ἴδιά μου τὰ χέρια. Ἀνέχομαι καὶ τὰ περίεργα δάκτυλα, ὅπως ἀνέχθηκα καὶ τὰ καρφιά. Ὑπομένω τὴν περιέργεια τοῦ φίλου, ὅπως ὑπέμεινα τὴν ἐπίθεση τῶν ἐχθρῶν.
Ὅταν ἐσταυρώθηκα ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, δὲν ἠγανάκτησα, καὶ δὲν θὰ ὑποφέρω τὴν δική σου ἔρευνα; «Φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖρας μου», ποὺ ἐτραυματίσθησαν γιὰ σᾶς, γιὰ νὰ θεραπευθοῦν τὰ τραύματα τῶν ψυχῶν σας. «Ἴδε τὰς χεῖρας μου» καὶ ἀναλογίσου ἂν εἶμαι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἑκουσίως ἐσταυρώθη ἢ μήπως κάποιος ἄλλος; «Ἴδε τὰς χεῖρας μου», ποὺ ἄφησα νὰ διατηρήσουν τὰ σύμβολα τῆς ἰουδαϊκῆς μανίας, ὥστε ὅταν μὲ τὴν συνηθισμένη ἀναίδειά τους οἱ Ἰουδαῖοι κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως, μοῦ εἰποῦν ὅτι ἐμεῖς, Κύριε, δὲν σὲ ἐσταυρώσαμε, τότε θὰ δείξω σ’ αὐτοὺς ποὺ μὲ ἐπολέμησαν τὰ χέρια μου μὲ τὰ ἀποτυπώματα τῶν πληγῶν, καὶ θὰ ἐντροπιάσω τοὺς Ἰουδαίους μόλις μὲ ἀντικρύσουν. Κοίτα τὰ χέρια μου καὶ μὴ νομίσης ὅτι ἡ ἀλήθεια τῆς Ἀναστάσεως εἶναι φαντασία. Κράτα τὰ χέρια αὐτὰ ὡς ὁμήρους της ἰδικῆς σας ἀναγεννήσεως. Κράτα τὰ χέρια αὐτὰ ὡς ἄγκυρα ποὺ ἀνειλκύσθη ἀπὸ τὸν βυθὸ τοῦ Ἅδου.
Μὴ φοβηθῆς κανένα βιοτικὸν χειμώνα, καμμία ζάλη κοσμικὴ μὴ σὲ τρομάξη, μὴ φοβηθῆς τοὺς ἀντιθέτους ἀνέμους, μὴ φροντίσης καθόλου γιὰ τὶς καταιγίδες καὶ τοὺς σκοπέλους τῆς θαλάσσης τῶν ἐχθρῶν. Πλεῦσε μὲ θάρρος τὸ πέλαγος τοῦ βίου, πλεῦσε κρατώντας δυνατὰ τὴν ἄγκυρα τοῦ πνεύματος, πλεῦσε προσέχοντας στὸν οὐρανὸ σὰν σὲ λιμάνι, πλεῦσε φοβούμενος μόνο τῆς ἰδικῆς μου ἀρνήσεως τὸ ναυάγιο. Περιγέλασε τὸν θάνατον ὡς νεκρό, περίπαιξε τὴν φθορὰν ὡς ἀνίσχυρη, χαιρέτισε τὸν ὑπὲρ ἐμοῦ θάνατον ὡς ἀρχὴν ἐσωτερικῆς ζωῆς καὶ «φέρε τὴν χεῖρά σου, καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου…». Ἄντλησε μὲ τὸ χέρι σου ἀπὸ τὴν κρήνην αὐτὴν τῆς ζωῆς τὸ νάμα ποὺ ποθεῖς καὶ παρηγόρησε τὴν δίψα σου. «Φέρε τὴν χαρά σου, καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου», τοποθέτησε τὸ χέρι σου μέσα στὸ ἰατρεῖο τῆς φύσεως καὶ ἀπόβαλε τὸ δηλητήριο τῆς προαιρέσεώς σου. Ἀνέχομαι ἄγγιγμα χεριοῦ ποὺ μὲ ἀγαπᾶ, ἐγὼ ποὺ ἐδέχθην τὴν πληγὴ τῆς λόγχης.
«Φέρε τὴν χεῖρά σου, καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου», ὥστε νὰ ἠμπορῆς νὰ λέγης σὲ ὅσους ἀντιστέκονται στὴν ἀλήθεια, ὅτι μετὰ τὴν Ἀνάσταση μὲ εἶδες καὶ μὲ ἐξέτασες καὶ μὲ ἐψηλάφησες μὲ ἀκρίβεια. «Φέρε τὴν χεῖρά σου, καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου», διότι γιὰ σὲ τὴν διετήρησα ἔτσι, ἐγὼ ὁ ὁποῖος ἐθεράπευσα τὰ σώματα καὶ τὶς ψυχὲς τῶν ἄλλων, προγνωρίζοντας ὡς Θεὸς ὅτι θὰ θελήσεις νὰ τὴν ἰδῆς σ’ αὐτὴν τὴν κατάσταση, ὥστε βλέποντας σὺ τὰ ἴχνη τοῦ πάθους τῆς σαρκός μου, νὰ θεραπεύσης τὸ πάθος τῆς ψυχῆς σου. «Φέρε τὴν χεῖρα σου, καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου» τὴν ὁποίαν ἐφύλαξα ἔτσι ὅπως τὴν βλέπεις, ὥστε, ὅταν ἐπανέλθω ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς καὶ καθίσω Κριτὴς ζώντων καὶ νεκρῶν, νὰ ἰδοῦν οἱ Ἰουδαῖοι ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν τους νὰ φανερώνωνται τὰ ἔργα τῆς κακῆς ἐργασίας τους, καὶ νὰ γίνουν αὐτοκατάκριτοι. «Καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός». Εἶναι κακὸν ἡ ἀπιστία. Βυθίζει τὸν νοῦν. Ἡ πίστις τὸν ἐξυψώνει στὸν οὐρανό. Ἡ ἀπιστία τυφλώνει τὴν ψυχὴ” ἡ πίστις φωτίζει τοὺς λογισμούς. Ἡ ἀπιστία καὶ τὰ ἀόρατα τὰ βλέπει καθαρά. Ὁ ἄπιστος ἔχει πλήρη ἄγνοια. «Μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός». Ἀποδίωξε τὸ νέφος τῆς ἀπιστίας καὶ κοίτα τὶς καθαρὲς ἀκτίνες τῆς πίστεως. Πάρε ὅλα τὰ ἐφόδια γιὰ νὰ γίνης ἄξιος Ἀπόστολος τῆς θεότητός μου.
Γίνε ὅπως πρέπει νὰ εἶναι ἐκεῖνος ποὺ συνανεστράφη μαζί μου, καὶ εἶχε τὶς ἐμπειρίες ποὺ εἶχες ἐσύ. Ὁμοίως μὲ τοὺς ἄλλους Ἀποστόλους ἐκλήθης, ὁμοίως μὲ αὐτοὺς ἐτιμήθης, ὁμοίως μὲ αὐτοὺς ἐξοπλίσου. Τὰ ἴδια μὲ ἐκείνους εἶδες καὶ σύ, σοῦ ἐνεπιστεύθην σὰν φίλο ὅλο μου τὸ μυστήριο, ὅπως καὶ σ’ αὐτούς. Ὁμοίως μὲ αὐτοὺς κήρυττε τὴν δύναμή μου. Μὴν εἰπῆς πάλι γιὰ δευτέρα φορά: «ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, οὐ μὴ πιστεύσω». Ὅσον εἶμαι μαζί σας, ὅπως θέλης ἠμπορεῖς νὰ μὲ περιεργασθῆς. Ὅσον ἔχεις κοντά σου τὸ οὐράνιον κλῆμα, ἐξερεύνησε ὅλους τους κλάδους καὶ τὰ σταφύλια του. Θὰ ἀνεβῶ στοὺς οὐρανοὺς ἀπὸ ὅπου ἦλθα στὴν γῆ, θὰ ἀνέλθω ἐκεῖ ὅπου εἶμαι, θὰ ἀνέλθω ὡς πρὸς τὴν ἀνθρωπίνη μου φύσιν ἐκεῖ ἀπὸ ὅπου συγκατέβην γιὰ χάρη σας ὡς πρὸς τὴν θεότητα. Θὰ ἀνέλθω μὲ τοῦτο τὸ σῶμα, ἐγὼ ποὺ χωρὶς αὐτὸ ἔχω ἐκδημήσει ἀπὸ ἐκεῖ, ἀλλὰ δὲν ἔπαψα νὰ παραμένω ἐκεῖ. Θὰ ἀνέλθω μὲ τὴν ἰδικὴ σας φύση πρὸς τὸν πατρικὸν κόλπο, ἐγὼ ποὺ εὑρίσκομαι στοὺς κόλπους τοῦ Πατρός. Διότι ἐξεπλήρωσα τὸ ἔργο γιὰ τὸ ὁποῖον ἔκαμα ὅλον αὐτὸν τὸν δρόμο.
Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ Θωμᾶς ἤγγισε τὰ δεσποτικὰ χέρια καὶ τὴν θεία πλευρά, καὶ ἐκυριεύθη ἀπὸ δειλία καὶ χαρὰ μὲ τὴν θέα αὐτῶν ποὺ ἐπεθύμησε, κινεῖ εὐθὺς τὴν γλώσσα πρὸς ὑμνωδίαν ἀναφωνώντας πρὸς τὸν Κύριον: «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου». Σὺ εἶσαι ὁ Κύριος καὶ Θεός, σὺ εἶσαι καὶ ἄνθρωπος καὶ φιλάνθρωπος, σὺ εἶσαι ἀξιοθαύμαστος καὶ παράδοξος ἰατρὸς τῆς φύσεως. Δὲν ἀποκόπτεις μὲ νυστέρι τὰ παθήματα, δὲν καυτηριάζεις μὲ φωτιὰ τὶς πληγές, δὲν ἀντλεῖς ἀπὸ τὰ βότανα τὴν ἰσχὺ τῶν φαρμάκων, δὲν ἐπιδένεις μὲ ἐπιδέσμους ὁρατοὺς τὰ πάσχοντα τραύματα. Διαθέτεις ἀοράτους ἐπιδέσμους εὐσπλαχνίας, οἱ ὁποῖοι ἀοράτως τονώνουν τὰ καταπονημένα μέλη. Ἔχεις λόγον ὀξύτερον ἀπὸ τὸ μαχαίρι, ἔχεις διδασκαλία πιὸ δυνατὴ ἀπὸ τὴν φωτιά, ἔχεις βλέμμα πιὸ προσιτὸ ἀπὸ βάλσαμο. Ὡς δημιουργός, χωρὶς δαπάνη καὶ ἀντίτιμο, ἁγιάζεις τὸ δημιούργημά σου. Ὡς πλάστης, χωρὶς νὰ κοπιάσης, μεταπλάττεις τὰ πλάσματά σου. Σὺ ἐκαθάρισες λεπροὺς μὲ τὸ θέλημά σου, σὺ ἔκαμες χωλοὺς νὰ τρέχουν, σὺ ἔδωσες στοὺς παραλύτους νὰ σηκώσουν τὰ κρεβάτια τους, σὺ ἐπρόσταξες ἐκ γενετῆς τυφλοὺς νὰ ξεπλύνουν τὸ σκοτεινό τους κάλυμμα, σὺ ἐξώρισες τοὺς δαίμονες ἀπὸ τὰ πλάσματά σου, σὺ συνελήφθης μὲ τὴν θέλησή σου ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, σὺ ἔπαθες τὰ πάντα ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους ἑκουσίως πρὸς χάριν μου. «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου». Ἀνεγνώρισα τὸν Δεσπότη μου, ἀνεγνώρισα τὸν ἁλιέα μου καὶ φύλακα, τὸν Βασιλέα καὶ Κύριό μου. «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου». Πιστεύω, Κύριε, στὴν οἰκονομία σου, πιστεύω στὴν συγκατάβασή σου, πιστεύω στὴν πρόσληψη τῆς φύσεώς μου, πιστεύω στὸν προσκυνητὸν Σταυρόν σου, πιστεύω στὰ Πάθη τῆς σαρκός σου, πιστεύω στὸν τριήμερόν σου θάνατο, πιστεύω στὴν Ἀνάστασίν σου. Πλέον δὲν ἐξετάζω. Πιστεύω, δὲν φιλολογῶ. Πιστεύω, δὲν ζυγίζω. Πιστεύω, δὲν περιεργάζομαι. Πιστεύω στοὺς ὀφθαλμούς μου καὶ στὰ χέρια μου. Αὐτὰ ποὺ εἶδα μὲ ἐδίδαξαν νὰ μὴ φιλολογῶ. Ἔμαθα ἀπὸ αὐτὰ τὰ ὁποῖα ἐψηλάφησα νὰ προσκυνῶ καὶ ὄχι νὰ συγκρίνω μὲ ἀνθρώπινα μέτρα καὶ σταθμά. Ἕναν Κύριον καὶ Θεὸν γνωρίζω μόνον, τὸν Δεσπότην Χριστό, ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ Κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.
9.
Ο Χριστός στη ζωή μας
1. Ο ΧΡΙΣΤΟΣ, Η ΧΑΡΑ ΜΑΣ
Εἶναι βράδυ τῆς φωτοφόρου ἡμέρας τῆς Ἀναστάσεως καί οἱ μαθηταί τοῦ Κυρίου τρομοκρατημένοι ἀπό τά συγκλονιστικά γεγονότα τῆς Παρασκευῆς καί τή μανία τῶν Ἰουδαίων εἶναι κλεισμένοι στό ὑπερῶο τῆς Ἱερουσαλήμ. Ἀλλά ξαφνικά μέσα στήν ἀφόρητη θλίψι καί τή νεκρική σιγή, χωρίς νά ἀνοίξουν οἱ θύρες, ἐμφανίζεται ὁ Κύριος Ἰησοῦς στό κέντρο τῶν μαθητῶν καί τούς λέει: «Εἰρήνη ὑμῖν». Κατόπιν τούς δείχνει τά πληγωμένα χέρια καί πόδια του καί τήν πλευρά του γιά νά πεισθοῦν ὅτι δέν βλέπουν φάντασμα ἀλλά τόν διδάσκαλό τους πού πέθανε πάνω στό σταυρό καί ἀναστήθηκε.
Πόσο χάρηκαν οἱ μαθηταί πού εἶδαν τόν Κύριο, ἀλλά καί πόσο φοβήθηκαν ἀπό τήν θαυμαστή αὐτή παρουσία. Γι’ αὐτό καί ὁ Κύριος τούς ξαναλέει: «Εἰρήνη ὑμῖν». Μή φοβᾶσθε. Ὅπως μέ ἔστειλε ὁ Πατέρας μου στόν κόσμο κι ἐγώ τώρα ἀποστέλλω ἐσᾶς νά συνεχίσετε τό ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων. Καί φυσώντας στά πρόσωπά τους τούς εἶπε: Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιο. Ὅσες ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων συγχωρεῖτε θά συγχωροῦνται καί ἀπό τόν Θεό. Ὅσες ὅμως δέν συγχωρεῖτε δέν θά συγχωροῦνται ἀπό τό Θεό.
ΠΟΣΟ χάρηκαν οἱ μαθηταί πού εἶδαν τόν Κύριο! Πόσο γρήγορα ἄλλαξαν οἱ διαθέσεις τους! Ἐπί τρεῖς ἡμέρες ἀβάσταχτη ἦταν ἡ θλίψι τους μετά τή φοβερή εἴδησι τοῦ φρικτοῦ θανάτου τοῦ Κυρίου. Ἔβρεχαν μέ δάκρυα τά πρόσωπά τους καθώς θυμόταν τίς συγκλονιστικές στιγμές τριῶν ἐτῶν μέ τόν Κύριο. ῞Ομως μέσα στό βαθύ σκοτάδι τῆς θλίψεως, πόσο ἄλλαξαν ὅλα τόσο ξαφνικά. Ἔρχεται καί πάλι ὁ Κύριος στή ζωή τους. Καί ὁ ἀβάσταχτος πόνος τους τώρα μετατρέπεται σέ ἀπροσμέτρητη χαρά. Μετά τή σκοτεινή καί πυκνή καταιγίδα ἀνέτειλε καί πάλι τό Φῶς στήν ψυχή τους.
Αὐτή ἡ πραγματικότητα ἐπαναλαμβάνεται πολλές φορές καί στή δική μας ζωή. Πόση θλίψι γευόμαστε κι ἐμεῖς, ὅταν αἰσθανόμαστε κάποτε τόν Κύριο νά ἀπουσιάζῃ ἀπό τή ζωή μας! Εἴμαστε πλασμένοι νά ζοῦμε μέ τόν Χριστό καί γιά τόν Χριστό. Μόνο κοντά του μποροῦμε νά ἀναπνεύσουμε, νά βροῦμε τή χαρά, τή σωτηρία, τό χορτασμό τῆς ψυχῆς μας.
Ἄς ἀγωνισθοῦμε λοιπόν νά ἔχουμε τόν Κύριο διαρκῶς στή ζωή μας. Νά εἴμαστε ἑνωμένοι μυστηριακῶς μαζί του. Ὁ Χριστός νά κατευθύνῃ τή σκέψι μας, τίς ἐπιθυμίες μας, τίς ἐνέργειές μας, τά βιώματά μας. Κάθε παλμός τῆς καρδιᾶς μας νά χτυπᾶ γιά Ἐκεῖνον. Κάθε ἡμέρα νά μᾶς συνδέει πιό συνειδητά καί οὐσιαστικά μαζί Του. Ἀλλιῶς θά μελαγχολοῦμε μέσα στή δυσπιστία μας, ὅπως συνέβη καί μέ τόν ἀπόστολο Θωμᾶ στή συνέχεια τοῦ ἱεροῦ εὐαγγελίου.
2. Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΣΥΓΚΑΤΑΒΑΙΝΕΙ ΣΤΗ ΔΥΣΠΙΣΤΙΑ ΜΑΣ
Ὁ Θωμᾶς λοιπόν, ἕνας ἀπό τούς δώδεκα Ἀποστόλους, ὁ ὁποῖος λεγόταν καί δίδυμος, ἀπουσίαζε ὅταν ἦλθε ὁ Κύριος. Καθώς λοιπόν ἐπέστρεψε τοῦ ἔλεγαν οἱ ἄλλοι μαθηταί μέ ἐνθουσιασμό καί συγκίνησι: Εἴδαμε τόν Κύριο, φανερώθηκε μπροστά μας! Ἀλλά ὁ Θωμᾶς μελαγχολικά καί δύσπιστα τούς ἔλεγε. Ἐάν δέν δῶ μέ τά μάτια μου τά σημάδια τῶν καρφιῶν στά χέρια του καί δέν βάλω τό δάκτυλό μου στήν λογχισμένη πλευρά του «οὐ μή πιστέυσω».
Ἀπό τότε πέρασαν ὀκτώ ἡμέρες. Οἱ μαθηταί εἶναι πάλι συγκεντρωμένοι στό ἴδιο σπίτι ὅπως καί τήν προηγούμενη φορά. Τώρα ὅμως εἶναι καί ὁ Θωμᾶς μαζί τους. Οἱ θύρες τοῦ σπιτιοῦ κλειστές. Καί ξαφνικά ὁ Κύριος ἔρχεται καί πάλι μαζί τους καί τούς εὔχεται νά ἔχουν εἰρήνη. Καί ἀμέσως λέγει στό Θωμᾶ: Ἔλα Θωμᾶ, φέρε τό δάκτυλό σου ἐδῶ καί ψηλάφησε τά χέρια μου, βάλε τό χέρι σου στήν πλευρά μου «καί μή γίνου ἄπιστος ἀλλά πιστός». Καί ὁ δυσπιστος Θωμᾶς τώρα μέ θαυμαστή ἔκρηξι χαρᾶς καί πίστεως κάνει μιά μοναδική ὁμολογία: «Ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου». Πιστεύω, Κύριε, ὅτι δέν εἶσαι μόνον ἕνας μεγάλος προφήτης ἀλλά ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου. Καί ὁ Κύριος τοῦ ἀποκρίνεται: Πίστευσες ἐπειδή μέ εἶδες! Εἶναι περισσότερο εὐτυχεῖς ἐκεῖνοι οἱ πιστοί, οἱ ὁποῖοι θά μέ πιστεύουν χωρίς νά μέ δοῦν μέ τά μάτια τους, ὅπως μέ εἶδες ἐσύ.
Θαυμαστό πραγματικά τό γεγονός τῆς ἐμφανίσεως τοῦ Κυρίου στόν Θωμᾶ. Ὅμως ὁ Κύριος ἔκανε καί πολλά ἄλλα θαύματα, τά ὁποῖα ὁ ἱερός εὐαγγελιστής δέν κατέγραψε στό εὐαγγέλιό του. Τά ἐλάχιστα πού κατέγραψε, τά ἔγραψε γιά νά πιστεύσουμε ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί Λυτρωτής τοῦ κόσμου καί ἔτσι νά κληρονομήσουμε τήν αἰώνιο ζωή.
Ο ΥΙΟΣ τοῦ Θεοῦ λοιπόν καί βασιλεύς τῶν ἀπάντων πόσο ταπεινώνεται καί συγκαταβαίνει στήν ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ! Ἔρχεται ἀναστημένος στό ὑπερῶο, ἀποκαλύπτεται καί προτείνει τά χέρια του καί τήν πλευρά του, γιά νά μήν ἀφήσῃ τόν Θωμᾶ στήν δυσπιστία του καί στήν δυστυχία του.
Μήπως ὅμως τό ἴδιο δέν γίνεται καί μέ ὅλους μας κάθε φορά πού βασανιζόμαστε μέσα στήν δυσπιστία καί τή μελαγχολία μας, ὅταν θλίψεις μεγάλες καί προβλήματα μᾶς διαλύουν. Στίς συνταρακτικές αὐτές στιγμές τῆς ζωῆς μας πού ὁρμητικά τά κύματα τῶν ἀμφιβολιῶν μᾶς ἀναστατώνουν, ὁ Κύριος δέν μᾶς ἀποστρέφεται, οὔτε ἀγανακτεῖ μέ τίς διακυμάνσεις μας. Ἀλλά καθώς ἐμεῖς ζαλιζόμαστε μέσα στίς ἀμφιταλαντεύσεις μας, ἐμφανίζεται ξαφνικά στή βαρυχειμωνία τῆς ταραγμένης ζωῆς μας καί μᾶς φέρνει τήν ἄνοιξι τῆς πίστεως. Αὐτό ὅμως πού ὁπωσδήποτε μᾶς ζητᾶ ὁ Χριστός γιά νά παρουσιασθῇ στήν δύσπιστη ψυχή μας εἶναι νά ἔχουμε εἰλικρινῆ διάθεσι νά τόν γνωρίσουμε, γνήσια ἐπιθυμία νά τόν συναντήσουμε.
Ἄς ἀναζητοῦμε λοιπόν τόν Κύριο μέ εἰλικρινῆ πόθο καθημερινά στή ζωή μας. Καί Ἐκεῖνος θά μᾶς ἀποκαλύπτεται μέ ποικίλους τρόπους, μέ εὐεργεσίες καί δωρεές, μέ τή χάρι του καί τήν ἀγάπη του. Καί ἡ ζωή μας θά πλημμυρίζῃ χαρά καθώς θά ψηλαφοῦμε τήν παρουσία του δίπλα μας. Καί θά ξεσποῦμε μέ ἐνθουσιασμό στήν ὁμολογία: «ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου».
Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”