Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης.
«Εὐλογητός ὁ Θεός» (Λουκ. 1, 68). Ἄς ἐπαινέσομε σήμερα τόν Μονογενῆ Θεό τόν δημιουργό τῶν οὐρανίων, αὐτόν πού ἔσκυψε πάνω στίς μυστικές λαγόνες τῆς γῆς καί μέ τίς φωτοφόρες ἀκτίνες του φώτισε ὅλη τήν οἰκουμένη. Ἄς ὑμνήσομε σήμερα τήν ταφή τοῦ Μονογενοῦς, τήν ἀνάσταση τοῦ Νικητῆ, τή χαρά τοῦ κόσμου, τή ζωή τῶν λαῶν (Ἰω. 16, 20. Λουκ. 2, 10). Ἄς ὑμνήσομε σήμερα αὐτόν πού φόρεσε τήν ἁμαρτία (Β´ Κορ 5, 21). Ἄς εὐφημήσομε σήμερα τόν Θεό Λόγο, πού ντρόπιασε τή σοφία τοῦ κόσμου (Α´ Κορ. 1, 20), ἐπιβεβαίωσε τήν ἀναγγελία τῶν προφητῶν, συγκέντρωσε τήν ὁμάδα τῶν ἀποστόλων, διάδωσε τήν κλήση τῆς Ἐκκλησίας καί τή χάρη τοῦ Πνεύματος. Γιατί νά, ἐμεῖς πού κάποτε ἤμαστε ξένοι ἀπό τήν ἐπίγνωση τοῦ Θεοῦ (Ἐφ. 2, 13.19), γνωρίσαμε τό Θεό καί ἐκπληρώθηκε ὅ,τι ἔχει γραφεῖ: «θά θυμηθοῦν καί θά στραφοῦν στόν Κύριο ὅλα τά πέρατα τῆς γῆς καί θά πέσουν νά τόν προσκυνήσουν ὅλες οἱ φυλές τῶν λαῶν» (Ψαλμ. 21, 28).
2. Τί θά θυμηθοῦν; Τήν παλαιά πτώση, τή νέα ἀνάσταση, τήν ἀρχαία παράβαση καί τήν κατοπινή διόρθωση, τό θάνατο τῆς Εὔας, τή γέννηση τῆς Παρθένου, τήν ἀποκατάσταση τῶν λαῶν, τή συγχώρηση τῶν ἁμαρτωλῶν, τήν προαναγγελία τῶν προφητῶν, τό κήρυγμα τῶν ἀποστόλων, τήν ἀναγέννηση ἀπό τήν κολυμβήθρα (Ἰω. 5, 1-30), τήν ἐπανεγκατάσταση στόν Παράδεισο, τήν ἐπιστροφή τῶν οὐρανῶν, τόν δημιουργό πού ἀναστήθηκε, ἐκεῖνον πού ἀπέθεσε ὅσα δέν τοῦ ταίριαζαν, ἐκεῖνον πού μέ τή θεϊκή μεγαλοσύνη του ξαναέχυσε σάν μέταλλο τό φθαρτό σέ ἀφθαρσία. Καί ποιά ἀπέθεσε πού δέν τοῦ ταίριαζαν; Ἐκεῖνα πού εἶπε ὁ Ἠσαΐας· «τόν εἴδαμε», λέει, «καί δέν εἶχε οὔτε εἶδος οὔτε κάλλος, ἀλλά τό πρόσωπό του ἦταν ἀτιμασμένο καί στεροῦσε ὡς πρός τήν ὡραιότητα ἀπό ὅλων τῶν ἀνθρώπων» (Ἠσ. 53, 2-3).
3. Πότε ἦταν ταπεινωμένος; Ὅταν συναναστρεφόταν μέ τούς ἀλιτήριους Ἰουδαίους καί τόν ἀποκαλοῦσαν Σαμαρείτη καί δαιμονισμένο (Ἰω. 8, 48)· ὅταν ὁ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης καί τά γεννήματα τοῦ σκότους κρατοῦσαν τόν ἀχώρητο γιά νά τόν θανατώσουν. Δέν ἔλεγε ἀδικαιολόγητα ὁ Ἰωάννης γι᾿ αὐτούς· «γεννήματα ἐχιδνῶν· ποιός σᾶς συμβούλεψε νά ξεφύγετε τήν μελλοντική ὀργή;» (Ματθ. 3, 7). Γιατί πραγματικά ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ θά μείνει ἐπάνω τους.
4. Πότε ἦταν ταπεινωμένος; Ὅταν ἀντιμετώπιζαν τό βλαστό τῆς ἐπιείκειας μέ ραπίσματα καί ζητοῦσαν ἀπαντήσεις μέ ὅρκους ἀπό αὐτόν πού εἶναι δικαστής τῶν ὅρκων (Μάρκ. 14, 65).
5. Πότε ἦταν ταπεινωμένος; Ὅταν δίκαζαν τό δικαστή καί ἔκριναν τόν κριτή τοῦ κόσμου, ὅταν ὁ δοῦλος ρωτοῦσε καί ὁ Κύριος σώπαινε, τό φῶς ἡσύχαζε καί τό σκοτάδι γαυριοῦσε, τό πλάσμα ἔδειχνε θρασύτητα καί ὁ Δημιουργός ἔδειχνε ὑπομονή.
6. Πότε ἦταν ταπεινωμένος; Ὅταν οἱ ταῦροι χτυποῦσαν μέ τά κέρατα καί ὁ μόσχος στεκόταν, ὅταν τό λιοντάρι βρυχιόταν καί οἱ ταῦροι κοίταζαν ἀγέρωχοι, ὅπως ἔχει γραφτεῖ· «μέ περικύκλωσαν πολλά μοσχάρια καί μέ τριγύρισαν ταῦροι καλοθρεμμένοι· ἄνοιξαν τό στόμα τους καταπάνω μου σάν λιοντάρι ἁρπαχτικό» (Ψαλμ. 21, 12).
7. Πότε ἦταν ταπεινωμένος; Ὅταν ἀλυχτοῦσαν τά σκυλιά καί ὁ ἀφέντης ἔδειχνε ἀνοχή, ὅταν οἱ λύκοι εἶχαν βγεῖ γιά ν᾿ ἁρπάξουν καί τό πρόβατο ἦταν παρόν ἐκεῖ. Ὅταν ὁ ληστής δεχόταν πρόσκληση στή ζωή, ἐνῶ ἡ ζωή τοῦ κόσμου συρόταν στό θάνατο, ὅταν ἔβγαζαν τίς ἄτακτες καί θεοκτόνες ἐκεῖνες φωνές «ἆρον, ἆρον, σταύρωσον αὐτόν. Τό αἷμα του ἐπάνω σ᾿ ἐμᾶς καί τά παιδιά μας» (Ἰω. 19, 15. Ματθ. 27, 25), οἱ φονιάδες τοῦ Κυρίου καί τῶν προφητῶν, οἱ θεομάχοι, οἱ μισόθεοι, οἱ ὑβριστές τοῦ νόμου, οἱ πολέμιοι τῆς χάριτος, οἱ ἐχθροί τῆς πίστης τῶν πατέρων, οἱ συνήγοροι τοῦ διαβόλου, τά γεννήματα τῶν ἐχιδνῶν, οἱ ψιθυριστές, οἱ καταλαλητές, ἐκεῖνοι πού εἶχαν βουτηγμένο τό νοῦ τους στό σκοτάδι, ἡ ζύμη τῶν Φαρισαίων (Ματθ. 16, 6. Μάρκ. 8, 15. Λουκ. 12, 1), τό συνέδριο τῶν δαιμόνων, οἱ μιαροί, οἱ πάμφαυλοι, οἱ λιθοβολιστές, οἱ μισόκαλοι. Καί δικαιολογημένα φώναζαν, «ἆρον, ἆρον, σταύρωσον αὐτόν». Γιατί τούς καταπλάκωνε ἡ παρουσία τῆς θεότητας μέ σάρκα καί τούς δυσαρεστοῦσε ὁ ἔλεγχος γιά τόν τρόπο ζωῆς τους. Εἶναι συνήθεια πάγια τῶν ἁμαρτωλῶν νά μισοῦν τή συναναστροφή τῶν δικαίων.
8. Πότε ἦταν ταπεινωμένος; Ὅταν τόν φραγγέλωσαν καί βασάνιζαν τό Ἅγιο σῶμα ἐκείνου πού ὑπέφερε θεληματικά τά πάθη, γιά νά θεραπεύσει τίς παλιές πληγές τῶν ἁμαρτημάτων μας· ὅταν σήκωσε στούς ὤμους του τό ξύλο τοῦ σταυροῦ τό τρόπαιο κατά τοῦ διαβόλου· ὅταν ἔβαζαν στεφάνι ἀπό ἀγκάθια σ᾿ ἐκεῖνον πού στεφανώνει ὅσους πιστεύουν σ᾿ αὐτόν· ὅταν φόρεσαν τήν πορφύρα σ᾿ αὐτόν πού χαρίζει ἀφθαρσία σέ ὅσους ἀναγεννιοῦνται μέ νερό καί Πνεῦμα Ἅγιο (Ἰω. 3, 5. Ματθ. 27, 48)· ὅταν κάρφωσαν στό ξύλο αὐτόν πού εἶναι Κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου.
9. Πότε ἦταν ταπεινωμένος; Ὅταν οἱ στρατιῶτες θριάμβευαν περιπαίζοντας τόν Κύριο τῆς στρατιᾶς τῶν οὐρανῶν.
10. Πότε ἦταν ταπεινωμένος; Ὅταν ἔδεσαν στό καλάμι σπόγγο γεμάτο μέ ξίδι καί τόν πότιζαν δίνοντας χολή, αὐτόν πού τούς ἔριξε τό μάννα σά βροχή (Ἐξ. 16, 13-15)· ὅταν ἔσπαζαν οἱ πέτρες καί σκιζόταν τό καταπέτασμα τοῦ ναοῦ κατάπληκτα ἀπό τό θράσος τῶν ἀλιτηρίων· ὅταν ὁ ἥλιος πενθοῦσε καί φοροῦσε τό σκότος σάν πένθιμο σάκκο πενθώντας τήν πτώση τῶν Ἰουδαίων· γιατί ἡ ἡμέρα θρηνοῦσε τίς συμφορές τῶν Ἰουδαίων, ὅταν ἡ ζωή ἦταν κρεμασμένη ἀνάμεσα στούς ληστές καί ὁ ἕνας τόν χλεύαζε καί τόν κατηγοροῦσε, ἐνῶ ὁ ἄλλος μέ τή μετάνοιά του λήστευε τόν Παράδεισο (Λουκ. 23, 39-43).
11. Πότε ἦταν ταπεινωμένος; Ὅταν τό σῶμα παραδινόταν γιά τήν ταφή.
12. Πότε ἦταν ταπεινωμένος; Ὅταν οἱ στρατιῶτες φύλαγαν καί ἡ γῆ ἔκρυβε αὐτόν πού στήριξε τή γῆ πάνω στά νερά (Γεν. 1, 9)· ὅταν οἱ ἀπόστολοι κρύβονταν μή μπορώντας νά ὑποφέρουν τόν ὄγκο τῶν πειρασμῶν.
13. Ἀλλά πρόσεχε, ἀγαπητέ, τά θαύματα τοῦ Θεοῦ καί τά κατορθώματα τῆς χαρᾶς μετά τό πάθος. Ὁ περιφρονημένος μεταβαλλόταν σέ ἔνδοξο καί ἡ χαρά τοῦ κόσμου ἀνασταίνεται ἄφθαρτη μαζί μέ τό σῶμα. Τότε εἶχε ὠδίνες ἡ γῆ καί κυοφόρησε ἡ ἡμέρα καί ὁ θάνατος ἀπέβαλε τή ζωή τῶν ὅλων.Δέν ἦταν δυνατό νά κρατήσει ὁ θάνατος Ἐκεῖνον πού κρατεῖ τά πάντα μέ τό λόγο του.
14. Ἄς ἑορτάσομε λοιπόν τήν τριήμερη ἀνάσταση πού ἔγινε πρόξενος αἰώνιας ζωῆς. Γιατί, ὅπως ἡ Θεοτόκος Μαρία δέ δοκίμασε παρθενικές ὠδίνες κόρης ἀνύμφευτης, ἀλλά μέ τή θέληση τοῦ Θεοῦ καί τή χάρη τοῦ Πνεύματος γέννησε τόν Δημιουργό τῶν αἰώνων, τόν Θεό Λόγο τοῦ Θεοῦ, ἔτσι καί ἡ γῆ ἀπό τίς λαγόνες της, ἀποφεύγοντας τίς ὠδίνες τοῦ θανάτου (Πράξ. 2, 24), ἄφησε ἐλεύθερο, ὅταν διατάχτηκε τόν Κύριο τῶν Ἰουδαίων· γιατί δέν μποροῦσε νά κατέχει ἕνα σῶμα πού εἶχε γίνει φορέας ἀθανασίας. Φέροντας λοιπόν στό νοῦ ὁ προφήτης Δαβίδ τήν ἀποκατάσταση τοῦ μεγαλείου, τήν κατάργηση τοῦ θανάτου, τήν ἐλευθερία ὅσων ἦταν κάποτε δοῦλοι, φωνάζει καί λέει· «ὁ Κύριος ἔγινε βασιλιάς, φόρεσε τό μεγαλεῖο του» (Ψαλμ. 92, 1).
15. Ποιό μεγαλεῖο ντύθηκε; Τήν ἀφθαρσία, τήν ἀθανασία, τή σύναξη τῶν ἀποστόλων, τό στεφάνι τῆς Ἐκκλησίας. Δέν προδίδει πιά ὁ Ἰούδας, δέν ἀπειλεῖ ὁ Καϊάφας, δέν ἁρματώνεται ὁ Ἡρώδης γιά τό φόνο τῶν παιδιῶν, δέν δικάζει ὁ Πιλάτος, οὔτε φυλακίζουν οἱ Ἰσραηλίτες. Τό φθαρτό ἔγινε ἄφθαρτο κι Ἐκεῖνος πού τόν θεωροῦσαν ἁπλό ἄνθρωπο μόνο, ἀποδείχτηκε Θεός ἀληθινός. Γι᾿ αὐτό φωνάζομε κι ἐμεῖς· «ποῦ εἶναι, θάνατε, τό κεντρί τῆς δύναμης; Ποῦ εἶναι, ἅδη, ἡ νίκη σου;» (Α´ Κορ. 15, 55). «Ὁ Κύριος ἔγινε βασιλιάς, ντύθηκε μεγαλεῖο, ντύθηκε καί ζώστηκε δύναμη» (Ψαλμ. 92, 1). Δύναμη ἐννοεῖ τήν οἰκονομία τῆς ἔνσαρκης παρουσίας του, γιατί δέν εἶναι τίποτα δυνατότερο ἀπό αὐτήν· μέ τό σῶμα του ὁ ἀσώματος νίκησε τούς δαίμονες, μέ τό σταυρό ὑποδούλωσε τίς ἀντίπαλες δυνάμεις.
16. Ἐπειδή δηλαδή στήν ἀρχή ἡ ἁμαρτία συγκλόνιζε τή γῆ, ἀφοῦ ἀναστήθηκε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός ὅπως προεῖπε, τή στερέωσε μέ τό ξύλο τοῦ σταυροῦ, γιά νά μήν βαδίζει στόν γκρεμό τῆς ἀπώλειας οὔτε νά τήν δέρνουν οἱ ἄνεμοι τῆς πλάνης. Καί μάρτυρα τοῦ λόγου μας ἄς φέρουμε τόν μακάριο Παῦλο πού λέει τά ἑξῆς· «πρέπει τοῦτο τό φθαρτό νά ντυθεῖ ἀφθαρσία καί τό θνητό αὐτό νά ντυθεῖ ἀθανασία» (Α´ Κορ. 15, 53). Γι᾿ αὐτό κι ὁ ψαλμωδός λέει· «ἕτοιμος εἶναι ὁ θρόνος σου ἀπό τότε, ἐσύ ὑπάρχεις ἀπό τόν αἰώνα» (Ψαλμ. 92, 2) καί «ἡ βασιλεία σου εἶναι βασιλεία αἰώνια, πού δέ θά καταλυθεῖ» (Δαν. 7, 14). Καί πάλι.«ἡ βασιλεία σου εἶναι βασιλεία ὅλων τῶν αἰώνων» (Ψαλμ. 144, 13)· καί πάλι· «ὁ Κύριος ἔγινε βασιλιάς, ἄς ἀναγαλλιάσει ἡ γῆ, ἄς εὐφρανθοῦν νησιά πολλά» (Ψαλμ. 96, 1), γιατί σ᾿ αὐτόν ἀνήκει ἡ δόξα καί ἡ δύναμη στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.