Κάθε φορά που ξεκινά μια ξεχωριστή για την πνευματική ζωή περίοδος του χρόνου, αλλά και στη κοσμική πραγματικότητα ο χριστιανός αναρωτιέται για την μοναξιά του.
Δεν είναι οι πολλοί που νηστεύουν, δεν είναι οι πολλοί που εκκλησιάζονται, που αναζητούν τον Θεό ως προτεραιότητα στην ζωή τους.
Δεν είναι οι πολλοί που προσπαθούν να πορευθούν με γνώμονα το Ευαγγέλιο, την αγάπη, την ανοχή, την συγχώρεση. Κάποτε και εντός της οικίας του ο χριστιανός βιώνει ένα είδος μοναξιάς. Τον ανέχονται, τον αγαπούν, αλλά δεν τον κατανοούν.
Μπορεί ο κόσμος γενικά να μην ασχολείται με την προσπάθεια του χριστιανού να εφαρμόσει τις επιταγές της πίστης, καθώς η τελευταία για τους πολλούς είναι έθιμο και συνήθεια, ωστόσο, ακόμη και στους καιρούς της αδιαφορίας, ο χριστιανός παραμένει υπό γωνίαν. Δεν βλέπουν οι άλλοι τον αγώνα του, αλλά τα παραπτώματά του, πραγματικά ή κατά τον λογισμό τους. Κι αν ο ίδιος δεν δίνει δικαίωμα, θα βρούνε αφορμή στην εκκλησιαστική πραγματικότητα να κρίνουν, να απορρίψουν, να διαμαρτυρηθούν, να λοιδορήσουν.
Ο χριστιανός προφανώς και μπορεί να χρησιμοποιήσει δύο λόγους του Χριστού. Ο ένας είναι ότι «όποιος πράττει φαύλα, μισεί το φως διότι ελέγχεται από το φως» (Ιωάν. 3, 20). Και ο χριστιανός κλήθηκε να λάμπει ως φως με τα έργα και τις σκέψεις του ενώπιον των ανθρώπων, ώστε να βλέπουν τα καλά του έργα και να δοξάζουν τον Θεό τον εν ουρανοίς. Εδώ όμως δεν δοξάζουν τον Θεό, αλλά Τον
απορρίπτουν και μαζί και τον χριστιανό, διότι τους θυμίζει τι δεν έχουν κάνει ή τι κάνουν που τους οδηγεί μακριά από τον Θεό.
Ο δεύτερος λόγος είναι το ότι «στον κόσμο θα έχετε θλίψη, αλλά να έχετε θάρρος, διότι εγώ νίκησα τον κόσμο» (Ιωάν. 16,33). Η μεγαλύτερη θλίψη βεβαίως δεν είναι για τον χριστιανό η απόρριψή του από τον κόσμο, αλλά η απόρριψη του Θεού. Οι άνθρωποι δεν έχουν βρει την πατρότητα της αγάπης που νοηματοδοτεί την ζωή, κάνει την μοναξιά να φεύγει, διότι η πίστη δίνει υπόσταση στην ελπίδα της παρουσίας του Θεού (Εβρ. 11,1) και ταυτόχρονα κάνει αληθινό αυτό που δεν φαίνεται με τα μάτια του σώματος!
Οι άνθρωποι νομίζουν ότι μέσα στον πολιτισμό που μοιάζει να μοιράζει ζωή, αλλά στην πράξη απλά ξεγελά τον θάνατο, απορρίπτοντας την πίστη μπορούν να είναι ελεύθεροι.
Η μοναξιά του χριστιανού δεν είναι σημερινή κατάσταση. Είναι νόμος της πνευματικής ζωής. Άλλωστε, κατά βάθος, ο άνθρωπος είναι «αυτός και ο Θεός». Την μοναξιά την σπάει η αγάπη για τον πλησίον, ιδίως γι’ αυτόν που δεν καταλαβαίνει την χαρά της πίστης, γι’ αυτόν που σπεύδει να ειρωνευτεί, να απορρίψει, να επιτεθεί. Η αγάπη γίνεται προσευχή. Συγκατάβαση. Υπομονή. Μακροθυμία. Και ο Θεός ευλογεί.
Η γενιά των παιδιών μας και των εγγονών μας, αν θέλει να παραμείνει στην πίστη, θα αισθανθεί αυτήν την μοναξιά ακόμη περισσότερο. Ας μην φοβηθούμε. Δυνατός είναι ο Χριστός! Η εμπειρία της χριστιανικής ζωής δεν ζητά δικαίωση στον κόσμο, αλλά είναι πορεία προς την όντως Ζωή. Ας ενισχύσουμε το φρόνημά τους. Και ας επιχειρήσουμε, μέσα στην εκκλησιαστική πραγματικότητα, η οποία συχνά απέχει από την μορφή της κοινότητας ως οικογένειας, αλλά εξακολουθεί να υπάρχει, να συναντιόμαστε στην θεία λειτουργία, στην παρέα, στην προσευχή, στην δήλωση της ελπίδας!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»
στο φύλλο της Τετάρτης 26ης Φεβρουαρίου 2020