Το πιο καταστροφικό ελάττωμα είναι η φιλαυτία – Ο άνθρωπος οφείλει να είναι συγκρατημένος στις εκδηλώσεις του.

Ο Αθηναίος (βλ. ΠΛ Νομ 631b–632d) τόνισε ότι οι πολίτες οφείλουν να ρυθμίζουν τη συμπεριφορά τους με γνώμονα την αλήθεια, διότι αυτή γεννά στην ψυχή την πίστη, τη δικαιοσύνη και την αποστροφή για την αδικοπραγία, ενώ επισήμανε ότι η αδικία προέρχεται από την αμάθεια και είναι δυνατόν να θεραπευτεί με τη διδασκαλία. Και συνεχίζει:

Το πιο μεγάλο απ’ όλα τα κακά είναι έμφυτο στις περισσότερες ψυχές των ανθρώπων, κι ο καθένας τους το συγχωρεί στον εαυτό του και δεν προσπαθεί να βρει κανένα μέσο για να ξεφύγει απ’ αυτό. Είναι αυτό που λένε ότι κάθε άνθρωπος είναι από τη φύση του φίλαυτος και ότι είναι δικαιολογημένο να είναι τέτοιος. Στην πραγματικότητα όμως, η υπερβολική αγάπη για τον εαυτό μας γίνεται πάντοτε η αιτία όλων των σφαλμάτων. Αυτός δηλαδή που αγαπά τυφλώνεται από το αντικείμενο της αγάπης του, ώστε να κρίνει κακώς τα δίκαια και τα καλά και τα ωραία, επειδή νομίζει ότι πρέπει να τιμά περισσότερο την ατομικότητά του από την αλήθεια. Εκείνος όμως που φιλοδοξεί τουλάχιστο να γίνει μεγάλος δεν πρέπει να υπεραγαπά ούτε τον εαυτό του, ούτε τα δικά του, αλλά τα δίκαια, είτε έτυχε να τα πράξει ο ίδιος, είτε κάποιος άλλος. Απ’ αυτό το ίδιο σφάλμα προήλθε και το ότι όλοι θεωρούν σοφία την αμάθειά τους. Και για τούτο, ενώ δεν ξέρουμε τίποτε, για να χρησιμοποιήσω αυτήν την έκφραση, νομίζουμε πως τα ξέρουμε όλα, και, επειδή δεν εμπιστευόμαστε στους άλλους αυτά που δεν ξέρουμε εμείς, αναγκαζόμαστε να τα κάνουμε λανθασμένα οι ίδιοι. Πρέπει, επομένως, κάθε άνθρωπος να αποφεύγει να αγαπά υπερβολικά τον εαυτό του, και να επιδιώκει να βρίσκει πάντοτε τον καλύτερό του, χωρίς να νιώθει καμιά ντροπή κάμνοντας αυτό που είπαμε.

Κάποια όμως πράγματα που έχουν μικρότερη σημασία από τα παραπάνω και τα λέμε πολλές φορές, δεν είναι λιγότερο χρήσιμα από εκείνα και πρέπει να τα λέμε, υπενθυμίζοντάς τα στον εαυτό μας. Όπως δηλαδή εκεί που εκρέει κάτι, πρέπει πάντοτε αντίστροφα να εισρέει κάτι καινούργιο έτσι και η ανάμνηση είναι η εισροή όταν η φρόνηση έχει εκρεύσει. Γι’ αυτό, λοιπόν, πρέπει να αποφεύγουμε και τα υπερβολικά γέλια και τα υπερβολικά δάκρυα, να συμβουλεύει δε κάθε άνθρωπος τον άλλο να είναι συγκρατημένος στη μεγάλη χαρά και στη μεγάλη λύπη και να προσπαθεί να είναι αξιοπρεπής, αφού ο δαίμονας που ρυθμίζει τα πεπρωμένα μας μένει απαθής και στις μεγάλες ευτυχίες και στις μεγάλες δυστυχίες (γιατί οι δαίμονες είναι αντίθετοι σε μερικές πράξεις που σημαδεύουν υψηλούς στόχους και ξεπερνούν το κανονικό μέτρο). Να ελπίζει επίσης ότι ο θεός με τα δώρα που χαρίζει πάντα, στους ενάρετους τουλάχιστο, θα ελαφρώσει το βάρος των κόπων που πέφτουν στο κεφάλι του και από μεγαλύτερους θα τους κάμει μικρότερους, θα μεταβάλει δε προς το καλύτερο την τωρινή κατάσταση. Όσον αφορά όμως τα αντίθετα από αυτά αγαθά θα του έρχονται πάντοτε με τη βοήθεια της καλής του τύχης. Μ’ αυτές λοιπόν, τις ελπίδες πρέπει να ζει ο καθένας και με τις υπομνήσεις όλων αυτών των πραγμάτων χωρίς να είναι φειδωλός σε τίποτε, αλλά πάντοτε και στις διασκεδάσεις και στις μελέτες του να τα υπενθυμίζει ξεκάθαρα και στον εαυτό του και στους άλλους.

Πρωτότυπο Κείμενο

Πάντων δὲ μέγιστον κακῶν ἀνθρώποις τοῖς πολλοῖς ἔμφυτον ἐν ταῖς ψυχαῖς ἐστιν, οὗ πᾶς αὑτῷ συγγνώμην ἔχων [731e] ἀποφυγὴν οὐδεμίαν μηχανᾶται· τοῦτο δ’ ἔστιν ὃ λέγουσιν ὡς φίλος αὑτῷ πᾶς ἄνθρωπος φύσει τέ ἐστιν καὶ ὀρθῶς ἔχει τὸ δεῖν εἶναι τοιοῦτον. τὸ δὲ ἀληθείᾳ γε πάντων ἁμαρτημάτων διὰ τὴν σφόδρα ἑαυτοῦ φιλίαν αἴτιον ἑκάστῳ γίγνεται ἑκάστοτε. τυφλοῦται γὰρ περὶ τὸ φιλούμενον ὁ φιλῶν, ὥστε τὰ δίκαια καὶ τὰ ἀγαθὰ καὶ τὰ καλὰ κακῶς [732a] κρίνει, τὸ αὑτοῦ πρὸ τοῦ ἀληθοῦς ἀεὶ τιμᾶν δεῖν ἡγούμενος· οὔτε γὰρ ἑαυτὸν οὔτε τὰ ἑαυτοῦ χρὴ τόν γε μέγαν ἄνδρα ἐσόμενον στέργειν, ἀλλὰ τὰ δίκαια, ἐάντε παρ’ αὑτῷ ἐάντε παρ’ ἄλλῳ μᾶλλον πραττόμενα τυγχάνῃ. ἐκ ταὐτοῦ δὲ ἁμαρτήματος τούτου καὶ τὸ τὴν ἀμαθίαν τὴν παρ’ αὑτῷ δοκεῖν σοφίαν εἶναι γέγονε πᾶσιν· ὅθεν οὐκ εἰδότες ὡς ἔπος εἰπεῖν οὐδέν, οἰόμεθα τὰ πάντα εἰδέναι, οὐκ ἐπιτρέποντες δὲ [732b] ἄλλοις ἃ μὴ ἐπιστάμεθα πράττειν, ἀναγκαζόμεθα ἁμαρτάνειν αὐτοὶ πράττοντες. διὸ πάντα ἄνθρωπον χρὴ φεύγειν τὸ σφόδρα φιλεῖν αὑτόν, τὸν δ’ ἑαυτοῦ βελτίω διώκειν ἀεί, μηδεμίαν αἰσχύνην ἐπὶ τῷ τοιούτῳ πρόσθεν ποιούμενον. Ἃ δὲ σμικρότερα μὲν τούτων καὶ λεγόμενα πολλάκις ἐστίν, χρήσιμα δὲ τούτων οὐχ ἧττον, χρὴ λέγειν ἑαυτὸν ἀναμιμνῄσκοντα· ὥσπερ γάρ τινος ἀπορρέοντος ἀεὶ δεῖ τοὐναντίον ἐπιρρεῖν, ἀνάμνησις δ’ ἐστὶν ἐπιρροὴ φρονήσεως ἀπολει[732c] πούσης. διὸ δὴ γελώτων τε εἴργεσθαι χρὴ τῶν ἐξαισίων καὶ δακρύων, παραγγέλλειν δὲ παντὶ πάντ’ ἄνδρα, καὶ ὅλην περιχάρειαν πᾶσαν ἀποκρυπτόμενον καὶ περιωδυνίαν εὐσχημονεῖν πειρᾶσθαι, κατά τε εὐπραγίας ἱσταμένου τοῦ δαίμονος ἑκάστου, καὶ κατὰ τύχας οἷον πρὸς ὑψηλὰ καὶ ἀνάντη δαιμόνων ἀνθισταμένων τισὶν πράξεσιν, ἐλπίζειν δ’ ἀεὶ τοῖς γε ἀγαθοῖσι τὸν θεὸν ἃ δωρεῖται πόνων μὲν ἐπιπιπτόντων [732d] ἀντὶ μειζόνων ἐλάττους ποιήσειν τῶν τ’ αὖ νῦν παρόντων ἐπὶ τὸ βέλτιον μεταβολάς, περὶ δὲ τὰ ἀγαθὰ τὰ ἐναντία τούτων ἀεὶ πάντ’ αὐτοῖς παραγενήσεσθαι μετ’ ἀγαθῆς τύχης. ταύταις δὴ ταῖς ἐλπίσιν ἕκαστον χρὴ ζῆν καὶ ταῖς ὑπομνήσεσι πάντων τῶν τοιούτων, μηδὲν φειδόμενον, ἀλλ’ ἀεὶ κατά τε παιδιὰς καὶ σπουδὰς ἀναμιμνῄσκοντα ἕτερόν τε καὶ ἑαυτὸν σαφῶς.