Γέρων Νίκων (Νέα Σκήτη)

Ἡ πάλη μὲ τοὺς λογισμοὺς.

Οἱ ἄνθρωποι σκέπτονται περισσότερο ἀπὸ ὅσο ἀναπνέουν. Σὲ μία ἀναπνοὴ μποροῦμε νὰ κάνουμε χίλιες σκέψεις, καὶ αὐτὸ εἶναι κάτι ποὺ δὲν τὸ σκεπτόμαστε. Δὲ σκεπτόμαστε ὅτι οἱ σκέψεις ποὺ κάνουμε σχηματίζουν τὸν χαρακτήρα μας, διαμορφώνουν τὴν προσωπικότητά μας, οἱ σκέψεις ποὺ κάνουμε μᾶς δίνουν τὴν ταυτότητά μας καὶ παρουσιάζουν αὐτὸ ποὺ εἴμαστε, σὲ τέτοιο σημεῖο ποὺ ἕνας Ἀμερικανὸς φιλόσοφος λέει: “εἶστε αὐτὸ ποὺ σκέπτεστε”.

Ὁλόκληρη ἡ ζωὴ μας εἶναι ἀποτέλεσμα τῶν σκέψεών μας, μποροῦμε μὲ τὶς σκέψεις μας γιὰ παράδειγμα νὰ ἀλλάξουμε τὸ μέλλον μας, τὸ μέλλον μας δὲν εἶναι δεδομένο, δὲν ὑπάρχει γραφτό, δὲν ὑπάρχει κισμέτ, ἐμεῖς θὰ ἀποφασίσουμε ποιὸ θὰ εἶναι τὸ μέλλον μας. Μὲ τὶς σκέψεις μας μποροῦμε νὰ κάνουμε καὶ τὸν Θεὸ νὰ ἀλλάξει τὸ μέλλον ποὺ εἶχε κατὰ νοῦ Του γιά μᾶς.

Ὅσο ἀπίστευτο καὶ νὰ ἀκούγεται αὐτό, ὅσο ἐξωφρενικὸ καὶ νὰ ἀκούγεται, εἶναι ἡ ἴδια ἡ διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Τὸ βλέπουμε γιὰ παράδειγμα στὴν ἱστορία τοῦ Ἰωνᾶ καὶ τῆς Νινευί. Μία πόλη μεγάλη ἁμάρτησε, ὁ Θεὸς ἀποφασίζει νὰ καταστρέψει τὸν λαὸ αὐτό. “Νινευί καταστραφήσεται”.

Πῆρε μία ἀπόφαση, αὐτὸ θὰ εἶναι τὸ μέλλον τῆς Νινευί. Πηγαίνει ὁ Ἰωνᾶς κηρύσσει μετάνοια καὶ μετανοοῦν οἱ Νινευίτες κι ἀλλάζει καὶ ὁ Θεὸς τὴν γνώμη Του. “Και μετενόησεν ὁ Θεός” λέει ἐπὶ λέξῃ ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ ὅλος ὁ κόσμος σώθηκε. Τί μπορεῖ νὰ κάνει μία ἀλλαγὴ στὶς σκέψεις μας, πῶς προετοιμάζει τὸ μέλλον μας.

Νὰ κάνουμε μία διάκριση: Ἄλλο εἶναι ἡ σκέψη, ἄλλο εἶναι ὁ λογισμός. Πολλὲς φορὲς ταυτίζονται· λέμε μοῦ ‘ρθε μία σκέψη ἔχω ἕναν λογισμό. Τὸ ἴδιο εἶναι, ἀλλὰ στὴν κυριολεξία ὁ λογισμὸς εἶναι ἡ σκέψη ποὺ ἐπιμένει, ὄχι μία σκέψη ποὺ πέρασε ἁπλῶς καὶ ἔφυγε.

Εἶναι μία σκέψη ποὺ ἔρχεται, ξανάρχεται, μᾶς ἐνοχλεῖ, ἐπιμένει, αὐτὴ τὴν σκέψη τὴν λέμε λογισμό. Καὶ εἶναι φοβερὴ ἡ δύναμή τους αὐτῶν τῶν λογισμῶν, αὐτῶν τῶν σκέψεων, ὄχι μόνο στὴ ζωή μας στὸ παρὸν ἢ στὸ μέλλον, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ στὸ σῶμα μας. Γιὰ παράδειγμα πῶς μπορεῖ μία σκέψη νὰ ἐπηρεάσει τὸ σῶμα μας:

Μία σκέψη, ἤμουνα σὲ ἕνα μοναστήρι, ἕνας πατέρας δὲν μποροῦσε μὲ τίποτα νὰ φάει ταχίνι, τοῦ ἄρεσε ὅμως ὁ χαλβάς. Καὶ ἔτρωγε καὶ ξετρελαινόταν. Καὶ ἕνας ἄλλος ἀπόρησε καὶ λέει: “καλὰ πῶς γίνεται ἐσένα ποὺ δὲ σοῦ ἀρέσει τὸ ταχίνι νὰ σοῦ ἀρέσει ὁ χαλβάς”; Καὶ λέει ὁ πατέρας αὐτός: “Γιατί, τί σχέση ἔχει ὁ χαλβὰς μὲ τὸ ταχίνι;” “Μὰ ὁ χαλβὰς ἀπὸ τὸ ταχίνι φιάχνεται!” Μόλις τὸ ἄκουσε αὐτό, ἄρχισε νὰ κάνει ἐμετό. Πῶς ἡ σκέψη ἐπέδρασε στὸ σῶμα!

Εἶναι ἕνας ψυχίατρος στὴν Ἀθήνα, πολὺ καλός, πνευματικοπαίδι ἑνὸς πολὺ γνωστοῦ ἀρχιμανδίτου, ὁ ὁποῖος εἶχε μία κυρία μὲ ἕνα τρομερὸ ψυχολογικὸ πρόβλημα. Χάριν ἐκείνης φέρνει κάτι δύσκολα χάπια, σπάνια, πανάκριβα ἀπὸ τὴν Ὁλλανδία, τῆς τὸ ἐξήγησε: “Πρόσεξέ τα, ἐφάρμοσε ἀκριβῶς αὐτὰ ποὺ θὰ σοῦ πῶ. Δὲν εἶναι εὔκολο νὰ ξαναβροῦμε, δὲν εἶναι θέμα χρημάτων, δὲν εἶναι εὔκολο νὰ ξαναβροῦμε, θὰ τὰ πάρεις ἔτσι κι ἔτσι κι ἔτσι.”

Ἐκείνη τὸν εὐχαρίστησε συγκινημένη ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ ἰατροῦ ποὺ ἐνδιαφέρθηκε γιὰ ἐκείνη τόσο πολύ, εἰδικὰ γιὰ τὴν περίπτωσή της, πῆρε τὰ χάπια ἀκριβῶς ὅπως τῆς εἶπε ὁ γιατρός, καὶ ἔγινε καλά. Ἔγινε καλὰ καὶ δόξασε καὶ τὸν Θεὸ καὶ πῆγε νὰ εὐχαριστήσει καὶ τὸν γιατρὸ γιατί ἡ ἀσθένεια αὐτὴ τὴν βασάνιζε πάνω ἀπὸ 10 χρόνια, καὶ χάρις σὲ αὐτὰ τὰ χάπια ἔγινε καλά. Ποιὸ εἶναι τὸ θέμα; Ὅτι αὐτὰ τὰ χάπια ἤτανε ἁπλὲς καραμέλες. Δὲν ἤτανε χάπια, βλέπετε τί κάνει ἡ σκέψη;

Βλέπετε πόσο ἐπιδρᾶ στὸ σῶμα ἡ σκέψη; Τὸ ἀτύχημα εἶναι ὅτι δὲν ἐπιδρᾶ πάντα θετικὰ σὰν τὴν περίπτωση αὐτήν. Νὰ σᾶς πῶ ἕνα ἄλλο περιστατικό, πέρα γιὰ πέρα ἐξωφρενικὸ καὶ πέρα γιὰ πέρα ἀληθινό, μετὰ ἂν θέλετε νὰ σᾶς πῶ καὶ τὸ ὄνομα τοῦ γιατροῦ.

Λέει ὁ γιατρός: Κάποιος συγγενής μου πῆγε σὲ μία κρυσταλλοσκόπο, ἡ ὁποία τοῦ εἶπε ὅτι ἡ καρδιά του ἔχει πρόβλημα, καὶ θὰ πέθαινε στὴν ἑπόμενη πανσέληνο. Ὁ συγγενής μου ἦταν εὐτυχισμένος, ὑγιής, γεμάτος ζωντάνια. Ἀλλὰ εἶχε μεγάλη ἐμπιστοσύνη σὲ αὐτὴ τὴν κρυσταλλοσκόπο ἡ ὁποία εἶχε μεγάλη φήμη. Ἔβλεπε ἕνα κρύσταλλο καὶ ἔλεγε τί ἐπρόκειτο νὰ συμβεῖ στὸν κάθε ἄνθρωπο. Καὶ πολλὰ ἀπὸ αὐτὰ βγαίνανε ἀληθινὰ κι εἶχε κερδίσει τὴν ἐμπιστοσύνη του. Ἡ τελευταία τώρα τοῦ ἔκανε μία τελευταία ὑποβολὴ καὶ ἐκεῖνος δέχθηκε τὸν λογισμό.

Τρομοκρατήθηκε καὶ τὸ μυαλὸ του κόλλησε σὲ μία σκέψη ὅτι πρόκειτο νὰ πεθάνει κατὰ τὴν ἑπόμενη Πανσέληνο, ἄρχισε μάλιστα λέει νὰ μιλᾶ σὲ ὅλους, ἑτοίμασε τὰ κληρονομικά του, ἔκανε καὶ τὴν διαθήκη του κι ἡ φοβερὴ αὐτὴ ὑποβολὴ πραγματοποιήθηκε ἐπειδὴ τὴν πίστεψε ἀπόλυτα. Πέθανε, πέθανε χωρὶς νὰ ἔχει τίποτα! Αὐτὴ εἶναι ἡ δύναμη τῶν λογισμῶν καὶ γιὰ τὸ καλὸ καὶ γιὰ τὸ κακό.

Οἱ λογισμοὶ εἶναι τριῶν εἰδῶν νὰ τοὺς ξεχωρίσουμε: Εἶναι οἱ λογισμοὶ οἱ δικοί μας, οἱ σκέψεις οἱ δικές μας, αὐτὲς ποὺ κάνει τὸ ἀνθρώπινο μυαλό. Εἶναι οἱ λογισμοί, οἱ σκέψεις ποὺ μᾶς φέρνει ὁ διάβολος. Λέμε γιὰ παράδειγμα: “Μοῦ ‘ρθε μία σκέψη” Δὲν φαντάζεται κανεὶς πόσο κυριολεκτεῖ πολλὲς φορὲς ὅταν λέει αὐτὴ τὴν φράση. Πραγματικά σοῦ ‘ρθε, πραγματικὰ κάποιος στὴν ἔφερε.

Ὁ διάβολος εἶναι πνεῦμα καὶ σὰν πνεῦμα ποὺ εἶναι, μπορεῖ καὶ ἀκουμπάει μέσα στὸ μυαλό μας σκέψεις. Εἶναι λοιπὸν σκέψεις δικές μας ποὺ μποροῦμε καὶ τὶς κάνουμε ἐμεῖς, σκέψεις ποὺ τὶς κάνει ὁ διάβολος, καὶ σκέψεις – λογισμοὶ ποὺ τοὺς στέλνει ὁ καλὸς Θεός. Πῶς θὰ μπορέσουμε τώρα νὰ τοὺς ξεχωρίσουμε, ὥστε νὰ μποροῦμε νὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὶς δικές μας σκέψεις καὶ τὶς σκέψεις ποὺ μᾶς στέλνει ὁ Θεὸς καὶ νὰ ἀπορρίψουμε τὶς σκέψεις ποὺ μᾶς στέλνει ὁ διάβολος;

Πῶς θὰ κάνουμε αὐτὴ τὴ διάκριση στοὺς συλλογισμούς; Εἶναι πολὺ ἁπλό, δὲ μποροῦμε νὰ τὴν κάνουμε, μὲ τίποτα δὲ μποροῦμε νὰ ξεχωρίσουμε ποιὲς εἶναι οἱ σκέψεις οἱ δικές μας, ποιὲς εἶναι τοῦ Θεοῦ καὶ ποιὲς εἶναι ἀπὸ τὸν διάβολο. Χρειάζεται μεγάλη ἐξάσκηση, χρειάζεται μεγάλος ἀγώνας, οἱ Πατέρες τῆς ἐκκλησίας λένε ὅτι τὸ χάρισμα τῆς διακρίσεως τῶν λογισμῶν εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀρετή.

Τότε λοιπὸν πῶς θὰ δεχθοῦμε τοὺς λογισμοὺς τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ ζήσουμε καὶ πῶς θὰ ἀπορρίψουμε τοὺς λογισμοὺς τοὺς κακούς τοὺς δικούς μας ἢ τοῦ διαβόλου γιὰ νὰ μὴ χαθοῦμε; Γενικὰ δεχόμαστε τοὺς καλοὺς λογισμοὺς καὶ ἀπορρίπτουμε τοὺς κακούς.

Φαίνεται ἁπλό, δὲν εἶναι. Διότι ἀμέσως προκύπτουν δύο προβλήματα:

Πρῶτον, πῶς ἀντιμετωπίζεται καὶ ἀπορρίπτεται ἕνας κακὸς λογισμός, καὶ

Δεύτερον ὅταν ἕναν καλὸ λογισμό μᾶς τὸν φέρνει ὁ διάβολος; Πῶς θὰ ξέρουμε ὅτι εἶναι ἀπὸ τὸν διάβολο γιὰ νὰ τὸν ἀπορρίψουμε;

Γιατί ὅλοι ξέρουμε, πέρασε ὁ καιρὸς ποὺ ὁ διάβολος ἐρχότανε μὲ κέρατα καὶ οὐρά, τώρα ἔχει μεταλλαχθεῖ, ξέρει νὰ μεταμφιέζεται, ἔρχεται σὰν μία ὡραία ἰδέα, σὰν ἕνας ἄνθρωπος μὲ χαρίσματα, σὰν πολιτικὸς μὲ εὐγλωττία, σὰν ἕνας ἐκκλησιαστικὸς ποὺ θὰ σὲ συναρπάσει μὲ τὶς ὁμιλίες του.

Πῶς θὰ καταλάβουμε ὅτι πίσω του σὲ μία τέτοια περίπτωση βρίσκεται ὁ διάβολος. Ὅταν ὁ λογισμὸς εἶναι κακὸς ἐντάξει τὸν ἀπορρίπτουμε, ὅταν ὅμως ἔρχεται ἔτσι σὰν καλὴ σκέψη; Καὶ εἶναι ἀπὸ τὸν διάβολο; Τί θὰ κάνουμε; Γιατί λέει καὶ ἡ Ἁγία Γραφή: (ἔστιν ὁδός, ἢ δοκεῖ παρὰ ἀνθρώποις ὀρθὴ εἶναι, τὰ δὲ τελευταῖα αὐτῆς ἔρχεται εἰς πυθμένα ἅδου )“ Ἔστιν ὀδαὶ ἔτι δοκοῦσαι ἀγαθαὶ τὰ δὲ ἔσχατα αὐτῶν εἰς πυθμένα Ἅδου”.

Φαίνονται δρόμοι ποὺ τοὺς ξεκινᾶς καὶ εἶναι ὡραῖο καὶ καλὸ καὶ στὸ τέλος σὲ περιμένει ὁ θάνατος. Πῶς θὰ τὸ καταλάβουμε αὐτὸ ὥστε νὰ μὴν ξεκινήσουμε αὐτὸν τὸν καλὸ δρόμο, ποὺ θὰ μᾶς ὁδηγήσει στὸν θάνατο; Γιὰ τὸ πρῶτο, πῶς θὰ ἀντιμετωπίσουμε καὶ θὰ ἀπορρίψουμε ἕναν κακὸ λογισμό, θὰ σᾶς δώσω ἕνα μικρὸ σχέδιο, ἕνα σχέδιο ἐξέλιξης τοῦ λογισμοῦ, ποὺ εἶναι ἁπλὸ γιὰ νὰ μπορεῖτε νὰ τὸ θυμάστε.

Ὁ κάθε λογισμὸς ἔχει μία ἐξέλιξη. Γιὰ παράδειγμα, περνᾶμε ἔξω ἀπὸ ἕνα πορνεῖο, ἢ βλέπουμε ἕνα πορτοφόλι, μᾶς ἔρχεται ὁ λογισμός, ἔμπα ἢ πάρ’ το. Αὐτὸ τὸ στάδιο τῆς σκέψης τοῦ λογισμοῦ λέγεται προσβολή. Μᾶς προσβάλει, ἐπιτίθεται, μᾶς χτυπάει. Ἐσὺ τὴν ἀπορρίπτεις τὴν σκέψη, λές: ὄχι δὲν θὰ μπῶ. Δὲ θὰ τὸ βάλω στὴν τσέπη μου τὸ πορτοφόλι ποὺ βρῆκα. Ὁ λογισμὸς ξανὰ ἐπιμένει, ἔμπα νὰ δεῖς πῶς εἶναι, μπορεῖ νὰ ‘ναι καμιὰ καλή. Τὸ πορτοφόλι φαίνεται φουσκωμένο, δὲ θὰ ἔχασε καὶ πολλὰ αὐτὸς ποὺ τὸ ἔχασε. Φαίνεται νὰ τὰ ‘χει. Ξαναδιώχνεις τὸ λογισμό, θὰ πεῖς: ὄχι. Ξανάρχεται ὁ λογισμός. Τὸ πρῶτο ἦταν ἡ προσβολή. Δὲν ἔχουμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εὐθύνη γιὰ αὐτὴ τὴν ἄσχημη σκέψη ὅσο ἁμαρτωλὴ καὶ νὰ εἶναι γιὰ αὐτὸν τὸν ἄσχημο λογισμό. Ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εἴμαστε ἀθῶοι. Μετὰ ὁ λογισμὸς ἔρχεται – τὸν διώχνουμε, ἔρχεται – τὸν διώχνουμε.

Τὸ δεύτερο στάδιο, εἶναι ἡ πάλη. Παλεύουμε μὲ τὸν λογισμό, γιὰ τὸ πρῶτο δὲν εἴμαστε ὑπεύθυνοι γιὰ τὴν προσβολή, γιὰ τὴν πάλη ὄχι μόνο δὲν εἴμαστε ὑπεύθυνοι ἀλλὰ θὰ στεφανωθοῦμε ἀπὸ τὸν Θεό. Θὰ πάρουμε μισθὸ ἀπὸ τὸν Θεό, ἐπειδὴ παλεύουμε διώχνουμε τὸν λογισμό, κάτι ποὺ πολλὲς φορὲς εἶναι ἐπώδυνο γιά μᾶς, γιατί θέλουμε νὰ κάνουμε αὐτὸ ποὺ μᾶς σπρώχνει ἡ ἐπιθυμία μας καὶ μᾶς τραβάει ὁ λογισμὸς καὶ ἐμεῖς γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ δὲν θὰ τὸ κάνουμε. Θὰ ‘χουμε μισθὸ ἀπὸ τὸ Θεό. Ἀπὸ αὐτὴ τὴν πάλη θὰ σωθοῦμε.

Ἐὰν τώρα ἀρχίσουμε μέσα στὸ μυαλό μας νὰ τὸ συζητᾶμε καὶ νὰ λέμε: Ἐντάξει θὰ μπῶ, νὰ τὴν δῶ μπορεῖ νὰ ‘ναι καμιὰ καλή, δὲ θὰ κάνω τίποτα νὰ δῶ ἁπλῶς πῶς εἶναι καὶ θὰ βγῶ, ἢ θὰ πάρω τὸ πορτοφόλι καὶ θὰ κάνω καὶ καμιὰ ἐλεημοσύνη, πολλὰ ἔχει μέσα, θὰ κρατήσω κάτι λίγα, θὰ κάνω καὶ ἕνα καλό.

Προσέξετε ἀπὸ αὐτὸ τὸ στάδιο καὶ μετὰ ἀρχίζει ἡ ἐνοχή μας. Δὲν εἴμαστε ἀκόμα ἔνοχοι, ἀρχίζει ἡ ἐνοχή, λέγεται συνδυασμός, προσπαθοῦμε νὰ μπαλώσουμε τὰ πράγματα, προσπαθοῦμε νὰ δικαιολογήσουμε τὰ πράγματα, ἀπὸ ἐκεῖ ἀρχίζει ἡ ἐνοχή μας. Ἡ ἀρχή, ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ θὰ ποῦμε: “Θὰ μπῶ”, ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ θὰ ποῦμε: “Τὸ πῆρα καὶ τὸ ἔβαλα στὴν τσέπη”, τελείωσε ἡ ἱστορία. Ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εἴμαστε ἔνοχοι.

Δὲν ἔχει σημασία ἂν δὲν μποῦμε μέσα ἂν μποῦμε ἢ ἂν θὰ τὸ πάρουμε ἢ ὄχι. Αὐτὸ πιὰ ἐξαρτᾶται ἀπὸ ἐξωτερικοὺς παράγοντες. Μπορεῖ νὰ περάσει κάποιος, νὰ μᾶς δεῖ, μᾶς βλέπει, νὰ ντραποῦμε καὶ νὰ φύγουμε. Νὰ μὴ μποῦμε στὸ πορνεῖο. Δὲν ἔχει σημασία, τὸ κακὸ μέσα στὸ μυαλὸ μας ἔχει γίνει. Αὐτὰ εἶναι τὰ τέσσερα στάδια τοῦ λογισμοῦ, ἡ προσβολή, ἡ πάλη, ὁ συνδυασμὸς καὶ ἡ συγκατάθεση.

Ἀπὸ τὴν συγκατάθεση ξεκινᾶνε ὅλα, δὲν ὑπάρχει κακὸ ποὺ κάνετε, ποὺ κάνουμε, ἐὰν δὲν ἔχουμε συμφωνήσει πρῶτα μέσα στὸ μυαλό μας νὰ τὸ κάνουμε, ἂν δὲν ἔχουμε συγκατατεθεῖ νὰ τὸ κάνουμε. Λίγα εἶναι τὰ κακά, λίγα εἶναι τὰ ἐγκλήματα, λίγες εἶναι οἱ ἁμαρτίες ποὺ κάνουμε ἀπὸ ἀπροσεξία ἐπειδὴ ἤμασταν ἀφηρημένοι, ἐπειδὴ μᾶς βρῆκε ὁ διάβολος ἀπρόσεκτους. Τὶς περισσότερες φορὲς ἔχουμε συμφωνήσει μέσα μας νὰ κάνουμε τὸ κακὸ καὶ τὸ κάνουμε.

Ἐὰν λοιπὸν δὲν γίνει μέσα μας τὸ κακὸ δὲ θὰ γίνει ποτὲ οὔτε ἔξω μας. Αὐτὸ ἐννοοῦσε ὁ Χριστὸς ὅταν ἔλεγε, ὅτι ὅποιος δεῖ γυναίκα «τοῦ ἐπιθυμῆσαι αὐτήν, ἤδη ἐμοίχευσε αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ». Γι’ αὐτὸ λέει στὴ Γραφὴ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ: “ὁ μισῶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, ἀνθρωποκτόνος ἐστι” αὐτὸς ποὺ μισεῖ τὸν ἀδελφό του τὸν ἔχει σκοτώσει μέσα του. Θὰ κριθεῖ σὰ δολοφόνος, καὶ μιλᾶνε οἱ πατέρες τῆς ἐκκλησίας περὶ τοῦ φθόνου τοῦ δυνάμει φόνου.

Ὅταν φθονεῖς κάποιον, ὅταν ζηλεύεις κάποιον, ἤδη μέσα σου τὸν ἔχεις σκοτώσει, εἶναι ἐν δυνάμει φόνος. Γι’ αὐτὸ ἐπέμενε ὁ Χριστός, καθαρίστε πρῶτα τὸ μέσα τοῦ ποτηριοῦ καὶ θὰ ‘ναι καθαρὸ καὶ τὸ ἀπέξω. Διαφορετικὰ ὅσο καλοὶ καὶ νὰ φαινόμαστε ἀπέξω λέει, θὰ ‘σαστε σὰ τοὺς τάφους, ποὺ λάμπουνε, ἀστράφτουν ἀπὸ τὰ μάρμαρα ἀπ’ ἔξω καὶ ἀπὸ μέσα εἶναι σκουλήκια κόκκαλα καὶ ἀράχνες.

Γὶ αὐτὸ δίνουμε τόση μεγάλη σημασία στοὺς λογισμούς. Εἴπαμε τὰ στάδια τοῦ λογισμοῦ, εἶναι τέσσερα. Θὰ ποῦμε καὶ τέσσερις τρόπους ἀντιμετώπισης. Αὐτὰ ὅλα μπορεῖ νὰ διανθιστοῦνε καὶ νὰ διακλαδωθοῦνε. Μένουμε ἁπλῶς σὲ ἕνα σκελετὸ καὶ αὐτὰ ποὺ λέμε εἶναι ἐντελῶς τηλεγραφικά. Ἁπλῶς ἕνα σχεδιάγραμμα γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ τὸ θυμόμαστε, πῶς θὰ ἀντιμετωπίσουμε τὸν λογισμό. Τὸν ἀποκρούουμε ἐξ ἀρχῆς. Νὰ μὴν ἀφήνουμε εὐκαιρία νὰ πιάσει ρίζα μέσα μας. Μόλις μᾶς ἔλθει ὁ λογισμὸς τὸν διώχνουμε ἀμέσως ὅταν φαίνεται ὅτι εἶναι κακός. Ὅταν ξέρεις ὅτι εἶναι κακός, διώξετον ἀμέσως. Πρὶν δυναμώσει μέσα σου. Εἶναι σὰν νὰ ξέρεις ὅτι ἔρχεται τώρα κάποιος δολοφόνος νὰ σὲ σκοτώσει καὶ χτυπᾶ τὴν ἐξώπορτα τοῦ κήπου, τὴν ἐξώπορτα τοῦ σπιτιοῦ. Ἐὰν δὲν τοῦ ἀνοίξεις, εἶναι πολὺ μακρυά. Εἶσαι ἀσφαλισμένος. Ἂν τὸν ἀφήσεις νὰ περάσει τὴν ἐξώπορτα καὶ ἀρχίσει νὰ χτυπᾶ τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ, ἔχει πλησιάσει πιὸ πολύ.

Τώρα γιὰ νὰ τὸν διώξεις πρέπει νὰ τὸν βγάλεις καὶ ἀπὸ τὴν αὐλή. Ἂν τοῦ ἀνοίξεις καὶ τὴν πόρτα κι ἀνέβει ἐπάνω κι ἀρχίσει νὰ χτυπᾶ τὴν πόρτα τοῦ δωματίου ποὺ εἶσαι, ἀπὸ κεῖ καὶ μετὰ εἶναι ἀκόμα πιὸ δύσκολο νὰ τὸν βγάλεις ἔξω. Ἂν τοῦ ἀνοίξεις καὶ τὴν πόρτα καὶ ἀρχίσεις νὰ παλεύεις ἀκόμα πιὸ δύσκολο.

Τὸ ἴδιο γίνεται καὶ μὲ μία ἀρρώστια. Σοὺ λέει ὁ γιατρός: Εἶσαι στὴν ἀρχὴ τῆς ἀρρώστιας σου, πάρε αὐτὰ τὰ χάπια, μία μικρὴ θεραπεία. Κάνεις ὑπακοὴ σώζεσαι. Δὲν κάνεις; Χειροτερεύεις, θὰ χρειαστεῖς περισσότερα χάπια, περισσότερη ἀντιβίωση περισσότερη θεραπεία. Δὲ θὰ τὴν κάνεις καὶ αὐτή; Θὰ φτάσεις στὴν ἐγχείρηση. Δὲν ξέρεις ἂν θὰ ζήσεις στὸ τέλος. Γι’ αὐτὸ ἐξ ἀρχῆς ὅταν ξέρουμε ὅτι κάτι εἶναι κακὸ δὲν ἔχουμε δικαιολογία, τὸ διώχνουμε ἀμέσως. Δὲν σκεπτόμαστε ἄσχημα, δὲν δεχόμαστε κακοὺς συλλογισμούς, κακὲς σκέψεις.

Ναί, ἀλλὰ τὸ θέμα εἶναι, πῶς θὰ γίνει;

Κοιτάξτε, θέλει ἐξάσκηση. Ὅπως τὰ μαθαίνουμε ὅλα, μὲ ἐξάσκηση, μὲ ἐπιμονή, λίγο λίγο. Νὰ μάθουμε νὰ εἴμαστε ξύπνιοι νὰ μὴν εἴμαστε ἀφηρημένοι. Μᾶς μιλάει κάποιος. Τί μᾶς λέει τώρα; Νὰ προσέχουμε! Φεύγει τὸ μυαλό μας; Νὰ τὸ ξαναφέρουμε. Ξεχάστηκα, ἔχασα κάτι ποὺ εἶπε. Ὅπου εἶναι τὸ σῶμα μας νὰ εἶναι καὶ τὸ μυαλό μας. Ὄχι νὰ ‘ναι ἀλλοῦ τὸ σῶμα, ἀλλοῦ ἐμεῖς, κι ἀλλοῦ τὸ μυαλό.

Ἦταν ἕνας κομμουνιστής, φανατικός. Τοῦ εἴχανε σκοτώσει οἱ δεξιοὶ μάνα, πατέρα, τοῦ ‘χανε βιάσει τὴν ἀδελφούλα του 9 χρονῶν, τὴν ἐσφάξανε μετά, ἐσφάξανε τὰ ἀδέλφια του… “Το ὄνειρό μου ἤτανε (λέει) νὰ σκοτώσω ἕνα χωροφύλακα καὶ μετὰ ἂς πεθάνω, νὰ μὴν πεθάνω ἂν δὲ σκοτώσω ἕναν χωροφύλακα, ἕναν ἀστυνόμο”.

Τρεπτὰ τὰ ἀνθρώπινα, ἄλλαξαν τὰ πράγματα, γίνεται πιστὸς χριστιανός. Γίνεται μοναχός, ἔρχεται στὸ Ἅγιον Ὄρος. Τὸ σῶμα, ἦρθε, τὸ μυαλό; “Ποῦ ἤμασταν σήμερα ἀγόρι μου;” τόνε ρώταγε ὁ Γέροντάς του. “Ἄχ, νὰ Γέροντα, ἤμασταν μὲ τὸν Λένιν καὶ τὴν Κρούπσκαγια, τὴν γυναίκα τοῦ Λένιν καὶ κηρύσσαμε τὰ ἰδεώδη τοῦ κομουνισμοῦ στὸ τάδε μέρος”. Γέλαγε ὁ γέροντας. “Λέγε τὴν εὐχὴ παιδί μου: Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ, ἐλέησέ με”, νὰ μαζεύεται τὸ μυαλό.

Μετὰ ἀπὸ μία ἑβδομάδα: “Πῶς πᾶμε ἀγόρι μου; ποῦ εἶναι τὸ μυαλό;” “-Ἔ, νὰ Γέροντα, εἴμαστε στὴν Ἑλλάδα, διορθώνουμε τὴν Ἑλλάδα, δὲν ἔπρεπε νὰ γίνουν αὐτά, σ’ αὐτὴ τὴν σύναξη τῶν ἀριστερῶν ποὺ ἔγινε ἐκεῖ, ἔπρεπε νὰ πάρουν ἄλλες ἀποφάσεις”. Γέλαγε ὁ Γέροντας.

Μετὰ ἀπὸ λίγο: “Πῶς πᾶμε ἀγόρι μου;” “-Ἄ! γέροντα στὴν Οὐρανούπολη ἔχουμε φτάσει”.

“-Πῶς πᾶμε ἀγόρι μου;” “-Ἄ! Γέροντα, ἡ Ἐπιστασία δὲν ἔκανε σωστὰ ποὺ πῆρε αὐτὴ τὴν ἀποφαση”.

Τὸ μυαλὸ εἶχε ἀρχίσει καὶ εἶχε μπεῖ στὸ ὄρος. Τὰ μοναστήρια ἔπρεπε νὰ σκεφθοῦν διαφορετικά, διόρθωνε τὸ Ὄρος τώρα, τακτοποιοῦσε τὰ τοῦ Ὄρους.

Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρό: “Πῶς πᾶμε ἀγόρι μου;” “-Ἔ! Νά, ἐδῶ στὴν Σκήτη τριγυρνᾶμε Γέροντα”.

Σιγὰ – σιγά. Δὲν μποροῦμε νὰ μαζέψουμε ξαφνικὰ τὸ μυαλό μας, καὶ νὰ εἶναι στὴν θέση του.

Ὅταν μία ὁλόκληρη ζωὴ τὸ ἔχουμε μάθει νὰ φεύγει καὶ ὅταν τὸ ἀφήνουμε συνέχεια νὰ φεύγει, γίνεται συνήθεια, κι ὅταν θὰ ‘ρθει ἡ ὥρα στὴν προσευχή, ἢ ὅταν θὰ πρέπει νὰ κάνουμε μία πνευματικὴ ἐργασία, νὰ χρειαστεῖ νὰ διαβάσουμε κάτι καὶ νὰ μᾶς μείνουνε αὐτὰ ποὺ θὰ διαβάσουμε, θὰ πρέπει νὰ τὰ προσέξουμε. Ἔ! Δὲν συμμαζεύεται αὐτὴ τὴν ὥρα τὸ μυαλὸ ὅταν ὅλη τὴν ἡμέρα γυρνάει καὶ μαζεύει σαβούρα καὶ σκουπίδια.

Γι’ αὐτὸ σιγὰ – σιγὰ ἀπὸ τὸ πρωὶ ποὺ ξεκινᾶ, τὸ μυαλὸ στὴν θέση του. Ποῦ εἶμαι; Εἶμαι ἐδῶ. Τί κάνω; Κάνω αὐτὴ τὴ δουλειά. Εἶναι σημαντικὸ ποὺ τραβᾶς τὸ μυαλὸ στὸ ἐδῶ καὶ στὸ τώρα. Καὶ γίνεται ἐξάσκηση καὶ γίνεται συνήθεια καὶ τελικὰ μαθαίνει τὸ μυαλό. Αὐτὰ εἶναι πράγματα ποὺ τὰ ξέρουμε. Τὰ ζοῦμε καὶ ξέρουμε ὅτι εἶναι ἔτσι. Καὶ εἶναι τόσο ἁπλὰ ποὺ μπορεῖτε καὶ ἐσεῖς νὰ τὰ διαπιστώσετε ὅτι εἶναι ἔτσι.

Ναὶ, ἀλλὰ τί θὰ σκεφτόμαστε; Τὸ μυαλὸ δὲ μπορεῖ νὰ μένει ἄδειο. Κάτι πρέπει νὰ σκέπτεται. Δὲ μποροῦμε νὰ σκεπτόμαστε τώρα συνέχεια αὐτὸ τὸ φύλο χαρτιοῦ. Κάτι πρέπει νὰ σκεφτόμαστε. Τί θὰ κάνουμε; Ἁπλούστατα δὲ θὰ γεμίζουμε τὸ μυαλὸ μὲ χίλια δύο.

Δὲ μπορεῖ τὸ μυαλὸ νὰ μένει ἀκίνητο, δὲ μπορεῖ νὰ μένει ἀργό. Θέλει κάτι νὰ σκέπτεται, Ὑπάρχει μία ἰνδικὴ παροιμία, γιὰ τὸ πῶς θὰ σκεπτόμαστε μόνο καλά: Ἐὰν μέσα σὲ ἕνα δωμάτιο βάλεις ἕναν ἐλέφαντα, δὲ χωράει τίποτα ἄλλο. Ὑπερβολὴ ἀλλὰ πολὺ χαρακτηριστική. Λένε οἱ πατέρες τῆς ἐκκλησίας: Μελέτα καλὰ γιὰ νὰ μὴν μελετήσεις κακά. Σκέψου καλὰ γιὰ νὰ μὴν σκέπτεσαι κακά. Δὲς καλὰ γιὰ νὰ μὴν βλέπεις ἄσχημα. Ἄκουγε καλὰ γιὰ νὰ μὴν ἀκοῦς ἄσχημα. Δὲ μπορεῖ τὸ μυαλὸ νὰ μένει ἀκίνητο. Θέλει τροφή, δουλεύει. Θὰ τοῦ δώσεις καλά, γιὰ νὰ μὴ μένει χῶρος γιὰ ἄσχημα. Αὐτὸς εἶναι ὁ δεύτερος τρόπος. Λέει δὲ μία εὐχὴ στὴν Θεία Μετάληψη ποὺ τὴν διαβάζουμε πρὶν κοινωνήσουμε: “θᾶψον μου διὰ τῶν ἀγαθῶν λογισμῶν τὰ πονηρὰ διαβούλια”.

Δὲ μπορεῖ νὰ μείνει τὸ μυαλὸ ἀκίνητο. Μὲ ἀγαθοὺς λογισμοὺς θὰ θάβουμε τοὺς λογισμοὺς τοῦ πονηροῦ, θὰ τοὺς πετᾶμε, δὲ θὰ τοὺς ἀφήνουμε νὰ χωρέσουνε.

Ὁ πρῶτος τρόπος ἦταν ἡ ἀπόκρουση, μιᾶς ἐξ ἀρχῆς.

Ὁ δεύτερος νὰ μὴν ἀφήνουμε χῶρο.

Ὁ τρίτος νὰ ἀποφεύγουμε τὶς αἰτίες ποὺ γεννᾶνε τοὺς συλλογισμούς.

Κοιτάξτε, δὲ μποροῦμε νὰ λέμε ὅτι δὲ θὰ σκέπτομαι πορνικά, σαρκικὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ νὰ κοιτᾶμε τσόντες. Καὶ νὰ χαζεύουμε στὰ περίπτερα καὶ νὰ κοιτᾶμε τηλεόραση, σὲ ὧρες ποὺ ξέρουμε τί θὰ δοῦμε, καὶ μετὰ νὰ λέμε θὰ κρατᾶμε τὸ μυαλὸ καθαρό. Θὰ ἀποφεύγουμε τὶς αἰτίες ποὺ γεννᾶνε τοὺς ἄσχημους λογισμούς, ποὺ μᾶς κυριαρχοῦνε καὶ ἐμεῖς θέλουμε νὰ τοὺς διώξουμε.

Δὲ μπορεῖς νὰ λές: Δὲ θὰ σκέπτομαι ἄσχημα, θὰ σκέπτομαι καλά, ὅταν ἀκοῦς ἄσχημα τραγούδια. Θὰ κολλήσουν μέσα στὸ μυαλό σου. Θὰ ἀποφεύγεις ἀπὸ τοὺς χώρους ποὺ εἶναι ἡ αἰτία τοῦ κακοῦ. Λέει κάτι ὡραῖο ἡ Γραφὴ στὴν περίπτωση τῶν Σοδόμων καὶ Γομόρων ποὺ εἶπε ὁ Θεὸς στὸν Λώτ, φύγε ἀπὸ τὰ Σόδομα καὶ τὰ Γόμορα. Δὲ τοῦ εἶπε μόνο “φύγε ἀπὸ τὰ Σόδομα καὶ τὰ Γόμορα”. “Μακρυά! (τοῦ λέει), νὰ ἀνεβεῖς ἀπάνω στὰ βουνά! οὔτε στὰ περίχωρα, γιὰ νὰ σωθεῖς”.

Εἶχε πάει ἕνα ναρκομανάκι στὸν πατέρα Παϊσιο καὶ τοῦ λέει: “τί νὰ σοῦ κάνω ρέ, εἶσαι σὰν αὐτὸν ποὺ θέλει νὰ κόψει τὸ τσιγάρο καὶ γυρνᾶς γύρω-γύρω ἀπὸ τὸ περίπτερο”, δὲ θὰ πάρει μία δὲ θὰ πάρει δυὸ τὴν τρίτη θὰ πάρει. Θὰ φεύγεις καὶ ἀπὸ τοὺς τόπους ποὺ θὰ γεννᾶνε τὸ κακὸ σὲ σένα, ὄχι μόνο νὰ προσέχεις τοὺς λογισμούς.

Λένε οἱ πατέρες, “Φεῦγε καὶ σώζου”. Ὅταν ἤμουνα φοιτητὴς ἑτοιμαζόμασταν νὰ πᾶμε νὰ δοῦμε ἕνα ἔργο, αἰσχρό. Λέω σὲ κάποιον ἄλλονε. “Θάρθεις;” Μοῦ λέει: “-Ὁ Χριστὸς θὰ πήγαινε;” “-τί εἶπες;” τοῦ λέω. “-Νά, ὅταν θέλω νὰ πάω κάπου, λέω: Θὰ πήγαινε ὁ Χριστὸς ἐκεῖ ποὺ θέλω νὰ πάω; καὶ βλέπω. Ἂν ἡ συνειδησή μου θὰ πήγαινε, πηγαίνω καὶ ἐγώ”. Εἶχα μείνει κόκκαλο, εἶχε βρεῖ ἕνα τρόπο γιὰ νὰ ἀποφεύγει τοὺς τόπους ποὺ εἶχαν τὶς παγίδες.

Εἶναι ἁπλὰ τὰ πράγματα, ἁπλῶς θὰ τὰ μάθουμε, θὰ τὰ θυμόμαστε καὶ θὰ τὰ βάλουμε στὴν πράξη. Αὐτὸς εἶναι, ὁ τρίτος τρόπος: Ἡ ἀποφυγὴ τῶν αἰτιῶν.

Κοιτάξτε τώρα: “Θέλουμε”, εἶναι τὸ πρόβλημα, “ἀλλὰ δὲν μποροῦμε”. Θέλουμε νὰ ἀποκρούουμε ἀμέσως τὸν λογισμό, ἀλλὰ δὲν μποροῦμε. Θέλουμε νὰ ἀποφύγουμε τοὺς τόπους ποὺ θὰ μᾶς ὁδηγήσουν στὶς πτώσεις, ἀλλὰ δὲ μποροῦμε. Θέλουμε νὰ σκεπτόμαστε καλὰ γιὰ νὰ μὴ σκεπτόμαστε κακά, ἀλλὰ δὲ μποροῦμε.

Λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: “πάντα ἰσχύω” (ὅλα τὰ μπορῶ). Πῶς τὰ μπορεῖς ὅλα; Τὸ ἀνθρώπινο μυαλὸ ἔχει μία πείρα 100 χρόνων, παραπάνω δὲν ἔχει, γιατί πεθαίνουμε. Ὁ διάβολος ἔχει μία πείρα αἰώνων. Πῶς θὰ τὰ βγάλουμε πέρα; πῶς μπορεῖ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος; “Πάντα ἰσχύω, (λέει), ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντι με Χριστῷ”. Ὅταν μοῦ δίνει δύναμη ὁ ἴδιος ὁ Χριστός.

Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς εἶπε: «Ἄνευ ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδὲν» τίποτα δὲ μποροῦμε νὰ κάνουμε, χωρὶς τὴν βοήθεια τοῦ Χριστοῦ. Καὶ μόνο ποὺ θὰ ξεκινήσουμε νὰ πᾶμε στὸν πνευματικό, κόψαμε τὰ πόδια τοῦ διαβόλου. Διαβάζει ὁ παπὰς συγχωρητικὴ εὐχή; Ἐξαφανίσθηκε. δὲν μποροῦμε νὰ ταπεινωθοῦμε στὸν ἀέρα.

Δὲν ἔχει νόημα ἡ ταπείνωση ποὺ κάνουμε μόνοι μας. Σημασία ἔχει ὅταν ταπεινωνόμαστε ἐνώπιον κάποιου ἄλλου γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ τηρήσουμε τὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ.

Πάνω στὴν πράξη θὰ δεῖτε ἂν αὐτὰ εἶναι ἀλήθεια ἢ ὄχι, πάνω στὴν πράξη, ὅπως ἅμα ἔφτανε τώρα δύο χιλιάδες χρόνια τόσα ἑκατομμύρια ἄνθρωποι, μπορεῖτε νὰ τὰ διαπιστώσετε καὶ ἐσεῖς.

Εἴπαμε προηγουμένως πὼς πέρασε ὁ καιρὸς ποὺ ὁ διάολος ἐρχότανε μὲ κέρατα καὶ οὐρά. Τώρα ἔρχεται σὰν ὡραία σκέψη, σὰν σωστὸς λογισμός. Ἔτσι ὅπως σᾶς ἀνέφερα προηγουμένως μὲ τὴν ἀπόκρουση, μὲ τὸ νὰ μὴν ἀφήνουμε χῶρο, μὲ τὸ νὰ ἀποφεύγουμε τὶς αἰτίες καὶ μὲ τὰ μυστήρια τῆς ἐκκλησίας, γλιτώνουμε ἀπὸ τὸν λογισμὸ ποὺ φαίνεται ὅτι εἶναι, ποὺ ξέρουμε ὅτι εἶναι κακός.

Ἀλλὰ ὅταν ἔρχεται σὰν καλὸς λογισμὸς καὶ εἶναι διάολος; Ὅταν ἔρχεται σὰν καλὸς φίλος, καὶ εἶναι διάολος; Ἐκεῖ πῶς θὰ τὸ καταλάβω; Ἀδελφοί μου ὑπάρχουνε πολλὰ εἴδη δαιμονίων, καὶ ὑπάρχουνε δύο εἴδη δαιμονισμοῦ. Μὲ δύο τρόπους κυριαρχεῖ ὁλοκληρωτικὰ ὁ διάβολος σὲ κάποιον.

Ὑπάρχουν δαιμόνια χοντρά, τὸ δαιμόνιο τῆς λαιμαργίας, τῆς πορνείας, τῆς φιλαργυρίας, δὲν εἶναι πάντα φυσικὸ ὅτι αἰσθανόμαστε. Σὲ ἕνα γειτονικό μου μοναστήρι ἦταν ἕνας πατέρας, ξαφνικὰ ἄρχισε νὰ τρώει, καὶ νὰ τρώει, καὶ νὰ τρώει, καὶ νὰ τρώει δέκα ὁλόκληρα καρβέλια ψωμὶ τὴν ἡμέρα. Δὲν ἦταν χοντρός. Ποῦ πηγαίνανε; Δέκα ὁλόκληρα ψωμιὰ τὴν ἡμέρα ποῦ πηγαίνανε;

Τὸν πιάνουνε οἱ πατέρες ἀρχίζουν νὰ τοῦ διαβάζουν ἐξορκισμούς, σὲ μία ἑβδομάδα ἔγινε καλά, κι αὐτὸς ποὺ μὲ 10 καρβέλια δὲ χόρταινε, τώρα χόρταινε μὲ δύο φέτες. Μποροῦμε νὰ ποῦμε πολλὰ πάνω σὲ αὐτὰ τὰ θέματα. Δαιμόνιο τῆς πορνείας, δαιμόνιο τοῦ θυμοῦ, δαιμόνιο τῆς λαιμαργίας, εἶναι χονδρὰ δαιμόνια.

Καὶ ὑπάρχουνε δαιμόνια πρίγκιπες, ἄρχοντες, ξυράφια. Ἀλίμονο σὲ ὅποιον πέσει στὰ χέρια τους, δὲν τὸν γλυτώνει τίποτα. Ἂν δὲν κάνει ὁ Θεὸς προσωπικὰ ἕνα θαῦμα γι’ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο δὲ γλυτώνει μὲ τίποτα. Ὅπως εἶναι τὸ δαιμόνιο τῆς ὑπερηφάνειας, τὸ δαιμόνιο τῆς αἱρέσεως, τὸ δαιμόνιο τῆς πλάνης. Δέχεται ὁ ἄλλος ὁ πλανεμένος νὰ τοῦ βγάλεις τὸ δέρμα, δὲ τοῦ βγάζεις τὴν πλάνη του μὲ τίποτα.

Σᾶς εἶπα ὅτι ὑπάρχουνε δύο εἴδη δαιμονισμοῦ. Ὁ ἕνας τρόπος δαιμονισμοῦ εἶναι νὰ πιάσει ὁ διάβολος τὸ μυαλό σου, νὰ κυριαρχήσει στὴν σκέψη σου καὶ νὰ δέχεσαι ὅ,τι λογισμό σοῦ ἔρχεται. Ἔτσι δαιμονίζονται ὅσοι ἔχουνε πολὺ μυαλό, ὅσοι εἶναι πολὺ ἔξυπνοι, ὅσοι εἶναι προικισμένοι πολύ, ἐπειδὴ πέφτουν καὶ σὲ μεγάλη ὑπερηφάνεια.

Κυριάρχει ὁ διάβολος στὸ μυαλὸ τους ὁλοκληρωτικὰ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα ὅλες τους τὶς σκέψεις τὶς δέχονται σὰν ἀληθινές, τὶς δέχονται σὰν σωστές, καὶ τὸ φοβερὸ εἶναι ὅτι δὲν τὸ καταλαβαίνουν. Ὅλοι οἱ ἄλλοι καταλαβαίνουνε ὅτι δὲν πάει καλά, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἴδιο. Εἶναι ἡ εὐφυία τοῦ διαβόλου αὐτή, ἡ πονηριὰ τοῦ διαβόλου, δὲν εἶναι ἔξυπνος ὁ διάβολος. Ἂν ἦταν ἔξυπνος θὰ εἶχε μετανοήσει καὶ θὰ εἶχε σωθεῖ, αὐτὴ εἶναι ἡ πονηριὰ τοῦ διαβόλου.

Λέει ὁ Ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Σύρος, πόσο σοφὸς εἶναι ὁ ἐχθρός, δὲ μὲ δένει μὲ δεσμὰ ποὺ ἐγὼ μισῶ, μὲ δένει μὲ δεσμὰ πού μοῦ ἀρέσουνε καὶ χαίρομαι δεμένος. Νὰ ‘σαι νικημένος, νὰ ‘σαι σκλαβωμένος σὲ κάτι καὶ νὰ χαίρεσαι κι ὄλας. Ἐκεῖ εἶναι ἡ πονηριὰ τοῦ διαβόλου, ὅταν ὁ διάβολος ἔρχεται σὰν χάρισμα, σὰν ἀρετή, ντυμένος μὲ τὸ ἔνδυμα τῆς ἐλευθερίας, εἶμαι ἐλεύθερος νὰ κάνω ὅτι θέλω.

Γι’ αὐτὸ σᾶς εἶπα πιὸ μπροστά, ἂν δὲν κάνει ὁ Θεὸς κάποιο θαῦμα, ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει δαιμονιστεῖ ἔτσι, ποὺ ἔχει κυριαρχηθεῖ τὸ μυαλό του ἀπὸ τὸν διάβολο, δὲν γλυτώνει ποτὲ καὶ δὲ μπορεῖ νὰ τὸ καταλάβει. Ἕναν μόνο ξέρω, ἕναν συγγραφέα ὁ ὁποῖος τὸ κατάλαβε καὶ δὲ μποροῦσε νὰ κάνει τίποτα.

Δὲ μπορεῖς νὰ κάνεις τίποτα, δὲ ξέρεις τί θὰ πεῖ (λέει κάπου), νὰ κάθεται ἕνας μαῦρος πάνω στὸ μυαλό σου καὶ νὰ μὴ πηγαίνεις ἐκεῖ ποὺ θὲς ἐσύ, ἀλλὰ νὰ σὲ πηγαίνει ἐκεῖ ποὺ θέλει ἐκεῖνος. Δὲ μποροῦσε νὰ κάνει τίποτα. Ὅταν φτάσει ὁ ἄνθρωπος νὰ δαιμονισθεῖ ἔτσι, σημαίνει ὅτι ἔχει δώσει μεγάλο δικαίωμα στὸν διάβολο.

Τὸ ἀποτέλεσμα ποιὸ ἤτανε; Νὰ τὸν πείσει ὁ διάολος ὅτι ἦταν ὁ νέος μεσσίας τῆς ἀνθρωπότητος, ὅτι θὰ σώσει τὴν ἀνθρωπότητα. Ἕνας τόσο ἔξυπνος ἄνθρωπος, τὸ δέχθηκε. Καὶ ἔφτασε στὸ σημεῖο νὰ γράφει σὲ ἕναν ἀρχιμανδρίτη στὴν Ἀμερική. Ἔχω τὰ γράμματά του: “Γιὲ τῆς βροντῆς, ἂς ἑτοιμαζόμαστε, πρέπει χωρὶς ἄλλο νὰ ἱδρύσουμε ἐκκλησίες, στὰ διάφορα μέρη. Εἴμαστε τρεῖς, δὲν πειράζει”. Μία παρέα, αὐτὸς ὁ ἀρχιμανδρίτης καὶ ἕνας ἄλλος ἀκόμα, θὰ ἱδρύανε τὴν ἐκκλησία του. Δὲ πειράζει ποὺ εἴμαστε τρεῖς, ὁ Χριστὸς ἤθελε δώδεκα, πιὸ ἀδύνατος ὁ Χριστὸς χρειαζόταν πιὸ πολλοὺς νὰ τὸν βοηθήσουνε. Ἐμένανε μοῦ φτάνετε ἐσεῖς οἱ δύο.

Τέτοιο πείραγμα, λέει: “Ἐσὺ ἵδρυσε ἕνα τάγμα στὴν Ἀμερική, ἐγὼ ἱδρύω ἕνα στὸ Βερολίνο καὶ τὴν Πολωνία, τὶς πρῶτες ἐκκλησίες. Εἶναι καὶ ὁ Λευτέρης ὁ τρίτος, οἱ ἀποστολικὲς πορεῖες θὰ ἀρχίσουν, οἱ ἀγῶνες, τὰ μαρτύρια, μία Οἰκουμενικὴ Σύνοδο σὲ δύο τρία χρόνια πρέπει νὰ γίνει”.

Προσέξετε γιὰ νὰ γίνει ἡ πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, νὰ μαζευτοῦν δηλαδὴ ἀπὸ ὅλη τὴν οἰκουμένη οἱ ἐπίσκοποι, καὶ νὰ συζητήσουν τὴν πρώτη αἵρεση τοῦ Χριστιανισμοῦ χρειάσθηκαν τριακόσια χρόνια, ἀλλὰ ἡ θρησκεία τοῦ ταλαίπωρου αὐτουνοῦ ἐδῶ ἦταν τόσο ἀνώτερη ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ, ἡ φιλοσοφία του τόσο βαθύτερη, ποὺ σὲ τρία χρόνια κι ὅλας θὰ τὸν εἴχανε παρανοήσει.

Ποὺ σημαίνει ὅτι ἀφοῦ λέει σὲ τρία χρόνια θέλω οἰκουμενικὴ σύνοδο, σὲ τρία χρόνια θὰ ἔχει ἁπλωθεῖ τὸ κήρυγμά του σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη, θὰ ‘χαν γίνει σὲ ὅλο τὸν κόσμο ἐκκλησίες, θὰ ὑπῆρχαν ἱερεῖς σὲ ὅλον τὸν κόσμο δικοί του, ἐπίσκοποι, μητροπολίτες σὲ ὅλον τὸν κόσμο δικοί του, καὶ σὲ τρία χρόνια θὰ τὸν εἴχανε παρανοήσει κι ὅλας, καὶ θὰ ἔπρεπε σὲ τρία χρόνια νὰ γίνει οἰκουμενικὴ σύνοδος.

Καὶ λές: Εἶναι στὰ καλά του; Εἶναι στὰ καλά του; Ἀνόητος εἶναι; Ἀπ’ τοὺς ἐξυπνότερους ἀνθρώπους ποὺ ἔχει γνωρίσει ἡ Ἑλλάδα καὶ ὁ κόσμος. Πῶς ἔφτασε σὲ τέτοιο κατάντημα; Τὸ φαινόμενο οἱ πατέρες τῆς ἐκκλησίας καὶ εἰδικά τῆς ἐρήμου τὸ λένε αἰχμαλωσία. Ὅταν αἰχμαλωτίζει ὁ διάολος τὸ μυαλό σου, ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα ξόφλησες. Δὲ μπορεῖς νὰ κάνεις τίποτα, σὲ κάνει ὅ,τι θέλει.

Γι’ αὐτὸ δὲ θὰ μένουμε μόνοι μας, μὲ τὶς ἀπόψεις μας καὶ μὲ τὶς σκέψεις μας. Νὰ τὰ συζητᾶμε νὰ συμβουλευόμαστε. Νὰ μὴ προσπαθοῦμε νὰ ἐπιβάλλουμε τὴν ἄποψή μας στὸν ἄλλον μὲ τὴν βία. Νὰ ἀκοῦμε τὸν ἄλλον, μὴν ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στὸν λογισμό μας. Νὰ μάθουμε νὰ ὑποχωροῦμε, νὰ δεχόμαστε συμβουλές.

Θὰ πηγαίνουμε καὶ θὰ ἐξομολογούμαστε. Θὰ τὰ λέμε στὸν Πνευματικὸ καὶ ἐκεῖ ἁπλὰ χωρὶς πολλὰ λόγια, καὶ νὰ μάθουμε νὰ ἀκοῦμε καὶ τὶς συμβουλὲς τοῦ πνευματικοῦ. Λέει ἡ Γραφή: “Ἀνὴρ ἀσύμβουλος ἐαυτῷ πολέμιος”. Ἄνθρωπος ποὺ δὲν ρωτάει εἶναι ἐχθρός τοῦ ἑαυτοῦ του, δὲ χρειάζεται ἄλλον ἐχθρό. Ἀρκεῖ νὰ μὴν ρωτᾶς, καὶ ἔχεις τὸν ἐχθρὸ ποὺ θὰ σὲ καταστρέψει. “Ἀνὴρ ἀσύμβουλος ἐαυτῷ πολέμιος”.

Ὁ διάβολος δὲ φοβᾶται οὔτε τὴν ἐξυπνάδα μας, οὔτε τὶς γνώσεις μας. Ἔχει περισσότερες. Οὔτε τὶς ἀρετὲς μας φοβᾶται, ἔχει περισσότερες. Μία δὲν ἔχει κι αὐτὴ τὸν σκοτώνει καὶ μὲ αὐτὴν σωζόμαστε. Ποιὰ ἀρετὴ δὲν ἔχει, κι αὐτὴ τὸν σκοτώνει;

Μιὰ φορὰ κατάφερα κάτι καὶ πάω ὅλο καμάρι στὸν γέροντά μου. Μόλις μὲ εἶδε ἐκεῖνος κατάλαβε ὅτι κάποια πεπονόφλουδα πάτησα, καὶ πρὶν προλάβω νὰ τοῦ πῶ πολλὰ – πολλά μοῦ λέει:

Γιατί νὰ καυχηθοῦμε ἐμεῖς ἀγόρι μου; Γιὰ τί πράγμα νὰ περηφανευτοῦμε; Ἐπειδὴ νηστεύουμε; Τρῶμε λίγο; Ὁ διάολος νηστεύει πιὸ πολὺ ἀπό μᾶς, δὲν τρώει ποτέ. Ἐπειδὴ ἀγρυπνᾶμε, ξυπνοῦμε τὴν νύχτα; Κοιμόμαστε λίγο; Ὁ διάολος ξαργυπνᾶ πιὸ πολὺ ἀπὸ ἐμᾶς, δὲ κοιμᾶται ποτέ. Ἐπειδὴ ἐγκρατευόμαστε; Παρθενεύουμε καὶ εἴμαστε καθαροί; Ὁ διάβολος εἶναι πιὸ παρθένος ἀπὸ ἐμᾶς. Γιατί καὶ νὰ θέλει νὰ πορνεύσει δὲ μπορεῖ, εἶναι πιὸ παρθένος ἀπό μᾶς, δὲν ἔχει σῶμα.

Καὶ μοῦ ἔπεσαν τὰ αὐτιά. Ὅ,τι ἀρετὲς καὶ νὰ ἀποκτήσουμε τὶς ἔχει καὶ ὁ διάολος. Ὅσες ἀρετὲς καὶ νὰ ἀποκτήσουμε, τὶς ἀρετὲς ποὺ εἶχε ὁ διάβολος ὅταν ἦταν ἀρχάγγελος, δὲ θὰ τὶς ἀποκτήσουμε ποτέ. Καὶ ὅλες πήγανε χαμένες, γιατί; Γιατί τοῦ ἔλλειπε μία. Αὐτὴν θὰ κοιτάξουμε νὰ ἀποκτήσουμε αὐτὴν τὴν μία ἀρετὴ γιὰ νὰ σωθοῦμε.

Καὶ νὰ ἔχετε τὸν νοῦ σας, μὴ νομίσετε ὅτι ὁ διάβολος μᾶς πολεμᾶ μόνο μὲ ἁμαρτήματα, μᾶς πολεμᾶ μὲ ἀρετὲς πιὸ πολὺ παρὰ μὲ ἁμαρτήματα. Τὰ ἁμαρτήματα τὰ βλέπουμε, μποροῦμε νὰ τὰ ἀποφύγουμε, ἀλλὰ τὶς ἀρετές μας τὶς ἀγωνιζόμαστε νὰ τὶς ἀποκτήσουμε.

Λέει ἕνας ἅγιος τῆς ἐκκλησίας: “Θέλεις νὰ νηστεύεις, σὲ βοηθάει ὁ διάβολος, θέλεις νὰ κάνεις ἐλεημοσύνες, σὲ βοηθάει ὁ διάβολος, νὰ κτίσεις ἐκκλησίες, σὲ βοηθάει ὁ διάβολος, γιατί σὲ βοηθάει; Γιατί ξέρει, ὅτι μὲ ὅλα αὐτὰ ποὺ καταφέρνουμε μπορεῖ νὰ μᾶς ρίξει στὴν ὑπερηφάνεια καὶ νὰ πᾶνε ὅλα χαμένα”. Θὰ ἔχουμε λοιπὸν αὐτὴν τὴν ἀρετὴ ποὺ δὲν ἔχει ὁ διάβολος, θὰ εἴμαστε ταπεινοί. Αὐτὸ ἀκριβῶς ἔκανε ὁ Χριστὸς καὶ τί λέει ἡ Γραφή; «Ἐταπείνωσε ἑαυτὸν γινόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, ἔκλινε οὐρανοὺς καὶ κατέβη». Θὰ γίνουμε ταπεινοί, θὰ μάθουμε νὰ ἔχουμε ταπεινὸ φρόνημα.

Νὰ ταπεινοφρονοῦμε, νὰ μὴν ταπεινολογοῦμε. Ὄχι στὰ λόγια. Στὸ φρόνημα ταπεινό, σκέψη ταπεινή, καὶ σκέψη ταπεινὴ θὰ πεῖ νὰ μὴν θεωροῦμε τοὺς ἄλλους κατώτερους ἀπὸ ἐμᾶς, νὰ μὴ θεωροῦμε τὸν ἑαυτό μας τόσο σπουδαῖο. Θὰ βλέπουμε ὅτι ἔχουμε κάποιο καλό, θὰ λέμε: “ὁ Θεός μοῦ τὸ ἔδωσε”.

Ἔχουμε χαρίσματα; “ὁ Θεός μοῦ τὰ ἔδωσε”. Κάνουμε κάτι καλό; Θὰ τὸ κάνουμε βέβαια μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ἀμέσως θὰ φυλαγόμαστε, θὰ βάζουμε μία ἀσπίδα, θὰ τὰ ρίχνουμε ὅλα στὸν Θεό. Ὅτι χάρις σὲ Ἐκεῖνον τὰ καταφέρνουμε. Κι ἔτσι φυλᾶμε τὴν ταπείνωσή μας καὶ δὲν πέφτουμε σὲ ὑπερηφάνεια.

Εἶχε ἔλθει ἕνας στὸ κελί μου καὶ μοῦ λέει: Ἀμὰν βρὲ Γέροντα ὅλα ἐσὺ τὰ κάνεις ἐδῶ μέσα;” “-Τί ἐννοεῖς;” τοῦ λέω; “-Νά, εἶπα στὸν ὑποτακτικό σου, ὡραῖο τὸ φαϊ”, “-ὁ γέροντας, ὁ γέροντας”. “Καλό αὐτὸ τὸ πράγμα”, “-ὁ γέροντας, ὁ γέροντας”. Ὅ,τι καὶ νὰ τοῦ πῶ, “ὁ γέροντας”. Ὅλα ἐσὺ τὰ κάνεις; Εἶχε πιάσει τὸ νόημα. Ἔκανε κάτι καλό; “Με τὴν εὐχὴ τοῦ γέροντά μου τὸ ἔκανα. Μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ τὸ ἔκανα”.

Αὐτὸ θὰ κάνουμε καὶ ἐμεῖς. Ὅ,τι καὶ νὰ κάνουμε θὰ ἔχουμε ταπεινὸ φρόνημα. Στὴν σκέψη μας μέσα δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ παρασταίνουμε τοὺς ταπεινούς. Καὶ στὴν πράξη θὰ εἴμαστε ταπεινοὶ ὅταν χρειάζεται. Γιὰ παράδειγμα ὅταν βλέπουμε ὅτι δημιουργεῖται μία ἔκρυθμη κατάσταση. Τσακωνόμαστε μὲ κάποιον, ὑποχωροῦμε. Ὑποχώρησε, ἂς ἔχεις δίκαιο, ὅταν δὲν εἶναι κάτι σοβαρὸ ὑποχώρησε.

Νὰ ἐλεεῖς καὶ τὴν ψυχὴ τοῦ ἄλλου. Δὲν τὸν παραδίδεις στὸν διάβολο, θέλει προσοχὴ ἐδῶ. Ἄλλο νὰ εἶσαι ταπεινὸς καὶ ἄλλο νὰ εἶσαι φοβητσιάρης, καὶ νὰ μὴν παλεύεις. Ἄλλο νὰ εἶσαι ταπεινὸς καὶ ἄλλο καρπαζοεισπράκτορας. Ὅταν δεῖς ὅτι ἐσὺ ὑποχωρεῖς, ὑποχωρεῖς, ὑποχωρεῖς καὶ ὁ ἄλλος τὸ βλέπει αὐτό, καὶ τοῦ ἔχουν πάρει τὰ μυαλὰ ἀέρα καὶ θὰ σοῦ ἀνέβει καὶ στὸ σβέρκο, τότε θὰ σταθεῖς στὰ πόδια σου καὶ θὰ τὸν βάλεις στὴν θέση του.

Δὲ σημαίνει ὅτι δὲ θὰ εἶσαι ταπεινός. Θὰ τὸ προσέξουμε αὐτό. Ὄχι μὲ τὴν πολλὴ ὑποχωρητικότητά μας νὰ γινόμαστε αἰτία νὰ ἁμαρτάνει ὁ ἄλλος. Εἶναι φορὲς ποὺ θὰ ὑποχωροῦμε καὶ θὰ εἴμαστε ταπεινοί, ἐπειδὴ εἴμαστε ταπεινοὶ ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν ἄλλον, κι εἶναι φορὲς ποὺ θὰ στεκόμαστε στὰ πόδια μας καὶ θὰ βάζουμε τὸν ἄλλον στὴν θέση του, καὶ πάλι θὰ εἴμαστε ταπεινοί.

Τὸ παράδειγμα μᾶς τὸ δίνει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ὁ Χριστὸς δὲ δίδαξε μόνο μὲ τὰ λόγια του. Δίδαξε καὶ μὲ τὴν ζωή του. Ὅταν τὸν εἴχανε συλλάβει καὶ τὸν χτυποῦσαν, τὸν εἴχανε κάνει ἕνα ματωμένο κουρέλι ἀπὸ τὰ χτυπήματα, καὶ θὰ σταυρωνόταν. Θὰ τὸν παραδίδανε στὸν σταυρό, πάει καὶ ἕνας στρατιώτης καὶ τοῦ δίνει ἕνα χαστούκι.

Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς τί εἶχε πεῖ; Ἂν σὲ χαστουκίσουνε στὸ ἕνα μάγουλο, ἐσὺ γύρνα καὶ τὸ ἄλλο. Τοῦ δίνει ἕνας στρατιώτης τὸ χαστούκι, γύρισε καὶ τὸ ἄλλο μάγουλο; Δὲ τὸ γύρισε! Γιατί; Ἀφοῦ εἶχε πεῖ ὅταν σὲ χτυπᾶνε ἀπὸ τὸ ἕνα μάγουλο γύρνα καὶ τὸ ἄλλο. Δὲν τὸ γύρισε ὁ ἴδιος, ἀλλὰ γυρνᾶ καὶ λέει στὸν στρατιώτη: “Ἄν σοῦ ἔκανα κάτι ἄσχημο, μαρτύρησον περὶ αὐτοῦ, διαφορετικὰ γιατί χτυπᾶς;”.

Τί ἤθελε νὰ μᾶς δείξει μὲ αὐτό; Ἀκριβῶς αὐτό. Εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν δεχόταν τὸ χαστούκι ἀφοῦ δέχθηκε τὸν σταυρό; Τὸ χαστούκι τὸν πόνεσε; Τὰ καρφιὰ δέχθηκε, καὶ τὴν λόγχη δέχθηκε καὶ ἕνα τέτοιο μαρτυρικὸ θάνατο δέχθηκε, γιὰ νὰ μᾶς δείξει αὐτὸ ἀκριβῶς: Ἄλλο ταπεινὸς ἄλλο δειλός. Νὰ τὸ ἔχουμε αὐτὸ κατὰ νοῦ μας.

Θὰ εἴμαστε ταπεινοὶ καὶ θὰ ξέρουμε ταυτόχρονα καὶ νὰ ἀγωνιζόμαστε. Ξαναγυρνᾶμε πάλι, νὰ μὴ ξεχνᾶμε τὴν δύναμη ποὺ ἔχουνε οἱ σκέψεις μας εἴπαμε. Νὰ μὴ ξεχνᾶμε ποτὲ τὴν περίπτωση τοῦ διαβόλου. Λέει ὁ προφήτης Ἠσαΐας ὅτι μὲ τὴν σκέψη του ἔγινε διάβολος. “Σὺ εἶπας ἐν τῆ διανοίᾳ σου” (λὲς μὲς τὸ μυαλό σου). Σκέφθηκες: “εἰς τὸν οὐρανὸ ἀναβήσσομαι ἐπάνω τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ στήσω τὸν θρόνον μου, ἀναβήσσομαι ἐπάνω τῶν νεφῶν, ἔσομαι ὅμοιος τῷ Ὑψίστῳ.

Καὶ ἡ πτώση τοῦ διαβόλου ἔγινε πρὶν δημιουργηθεῖ ὁ κόσμος. Ὁ Θεὸς δὲν εἶχε πλάσει ἀκόμα τὸν ἄνθρωπο, ὁ διάολος δὲ σκότωσε κανένα. Ποιὸν νὰ σκοτώσει ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχε κανένας; Δὲν ὑπῆρχαν ἄνθρωποι, δὲν ἔχει πεῖ ψέματα σὲ κανέναν, δὲ κορόιδεψε κανέναν δὲν εἶχε δημιουργηθεῖ ὁ κόσμος.

Πρῶτα ἔγινε ἡ δημιουργία τοῦ πνευματικοῦ κόσμου, καὶ ἡ πτώση τοῦ Ἑωσφόρου καὶ μετὰ δημιουργήθηκε ὁ ὑλικὸς κόσμος. Μόνο λοιπὸν μὲ τὴν σκέψη του ἔγινε διάβολος. Τί δύναμη ἔχουνε οἱ σκέψεις!

Ἀπέναντι ἀπὸ τὴν σκήτη ποὺ μένω σὲ μία κορυφὴ ψηλά, μόλις ποὺ φαίνεται ἕνα κελί, Τὸ εἶχε ἕνας πνευματικὸς παλιά, ἐπιτρέψετέ μου νὰ σᾶς διαβάσω παραλείποντας πάρα πολλά, κάτι ἐντυπωσιακὸ ποὺ ἔγινε σὲ αὐτὸ τὸ κελί. Τὸν πνευματικὸ τὸν λέγανε παπα–Σάββα. Στοὺς τόσους ποὺ ἐξομολογοῦσε ὁ παπα-Σάββας λέει τὸ κείμενο, ἤτανε καὶ ἕνας Ρουμάνος διάκονος.

Νεαρὸς ἀκόμη ἦρθε στὸν Ἄθω καὶ ἡσύχαζε κάπου στὴν ἔρημο ὄχι καὶ πολὺ μακρυὰ ἀπὸ τὴν Ἁγία Ἄννα, (πρὶν ἀρκετὰ χρόνια αὐτό). “Πνευματικέ μου, (τοῦ λέει μία μέρα ὁ διάκονος περίλυπος), μὴ ξεχάσεις νὰ μνημονεύσεις αὔριο στὴν λειτουργία τὴν μητέρα μου ποὺ ἔχει τὰ τρίτα της”. (Πέθανε δηλαδὴ πρὶν τρεῖς μέρες).

Καὶ τοῦ λέει χωρὶς νὰ δείξει τώρα τὴν ἀγωνία του ὁ πνευματικός: “Γιὰ πές μου παιδί μου: Ἡ μητέρα σου ἔχει αὔριο τὰ τρίτα της, δηλαδὴ πέθανε προχθές. Πέθανε στὴν Ρουμανία. Πῶς ἐσὺ σὲ δυὸ μέρες πληροφορήθηκες τὸν θάνατό της;” Μεσολάβησε λίγη σιγή, δὲν ὑπῆρχαν τηλέφωνα δὲν εἶχαν τηλέφωνα, ὅπως ἐγὼ στὴν σκήτη μου, δὲν ἔχουμε ρεῦμα. Δὲν εἴχανε τηλέφωνα.

“Πῶς τὸ ἔμαθα;” Ἄρχισε νὰ λέει δειλὰ ὁ διάκονος. “Να, μοῦ τὸ εἶπε…” “-Ποιός σοῦ τὸ εἶπε;” “-Μοῦ τὸ εἶπε ὁ φύλακας ἄγγελός μου”. “-Ὁ φύλακας ἄγγελός σου; Ἔχεις δεῖ τὸν ἄγγελό σου;” “-Ἀξιώθηκα νὰ τὸν δῶ. Δὲν εἶναι μία καὶ δύο φορές, εἶναι τώρα δύο χρόνια μοῦ παρουσιάζεται καὶ μὲ συντροφεύει στὴν προσευχή. Λέμε μαζί τοὺς χαιρετισμοὺς, κάνουμε μετάνοιες, ἀνοίγουμε πνευματικὲς συζητήσεις”.

Ἐκεῖνο τὸ “δύο χρόνια”, πίκρανε πολὺ τὸν παπα-Σάββα. “-Καὶ γιατί παιδί μου τόσο καιρὸ δὲ μοῦ ἀνέφερες τίποτα;” “-Μοῦ εἶπε ὁ ἄγγελος πὼς δὲν εἶναι ἀπαραίτητο”. “-Παιδί μου εἶσαι βέβαιος πὼς εἶναι ἄγγελος τοῦ Θεοῦ αὐτὸς ποὺ σοῦ ἐμφανίζεται;” “-Βέβαιος; Βεβαιότατος γέροντά μου, μὰ προσευχόμαστε μαζί, κάνουμε καθημερινῶς χίλιες μετάνοιες, συζητοῦμε γιὰ τὴν μέλλουσα ζωή, γιὰ τὸν Παράδεισο, ὁ φύλακας ἄγγελός μου εἶναι”.

Ὁ διάκονος φαινόταν ἀμετάπειστος. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ τὸν ἔκανε δεκτικὸ ἦταν ἡ ἐμπιστοσύνη του στὸν θεοφώτιστο πνευματικό του. Ἀλλὰ πάλι ἔλεγε πῶς μπορεῖ ὁ δαίμονας νὰ μὲ ἐνισχύσει στὴν προσευχή; Αὐτὸς πολεμεῖ τοὺς προσευχομένους. Μετὰ ἀπὸ πολλά, συμφώνησαν νὰ καταφύγουν σὲ μερικὲς δοκιμασίες, νὰ δοκιμάσουν τὸν φύλακα ἄγγελο.

“Ζήτησέ του μόλις ξανάρθει (λέει ὁ παπα-Σάββας) νὰ πεῖ τό: “Θεοτόκε Παρθένε” , ἀκόμη πές του νὰ κάνει τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ”. Τὰ πράγματα ὅμως δὲν ἦταν τόσο ἁπλά. Ὅταν δύο ὁλόκληρα χρόνια σὲ ἔχει ὁ πονηρὸς τυλιγμένο στὴν πλάνη, τότε καὶ τὰ μάτια σου, καὶ τὰ αὐτιά σου τὰ πλανεύει καὶ φαντάζεσαι πὼς ἀκοῦς τὸ Θεοτόκε Παρθένε καὶ νομίζεις ὅτι τὸν βλέπεις νὰ κάνει τὸν σταυρό του καὶ νὰ σταυροκοπιέται.

Στὴν ἑπόμενη ἐπίσκεψη ὁ διάκονος μὲ κάποια ἱκανοποίηση ἀνάγγειλε στὸν πνευματικό: “Γέροντά μου τὰ πράγματα ἔχουν ὅπως σοῦ τὰ ἔλεγα εἶναι ἄγγελος τοῦ Θεοῦ, εἶναι ὁ φύλακας ἄγγελός μου. Καὶ τὸ Θεοτόκε Παρθένε τὸ εἶπε καὶ τὸν σταυρό του τὸν ἔκανε”.

Παραλείπω, οἱ ἅγιοι καὶ οἱ ἄγγελοι ξέρουνε τί σκεπτόμαστε. Προσέξετε, ὁ διάβολος δὲν ἔχει τὶς δυνάμεις ποὺ νομίζουμε. Μὴ τοῦ δίνουμε μεγαλύτερη ἀξία ἀπὸ ὅση ἔχει, ἔχει τρομερὰ μειονεκτήματα, τρομερὰ μεῖον, Δὲ θὰ ἀναφερθοῦμε σὲ τίποτε ἄλλο τώρα, μόνο σὲ αὐτό, τὸ ὅτι δὲν ξέρει τί σκεπτόμαστε.

Προσέξετέ το αὐτό, οἱ ἄγγελοι ξέρουν τί σκεπτόμαστε. Οἱ ἅγιοι, ὄχι μόνο ὅσοι ἔχουν φύγει στὸν οὐρανὸ ἀλλὰ καὶ ὅσοι εἶναι ἀνάμεσά μας, μόλις μᾶς δοῦνε, ξέρουνε τί σκεπτόμαστε. Ὁ διάβολος δὲν τὸ ξέρει.

Τότε τί συμβαίνει μὲ τὶς σκέψεις; Μᾶς ἀφήνει μία σκέψη. Δὲν ξέρει ὅτι τὴν δεχθήκαμε. Ἂν δεῖ ὅτι ἀλλάζουμε τὸ πρόγραμμα τότε καταλαβαίνει ὅτι τὴν δεχθήκαμε. Μᾶς βάζει μία σαρκικὴ σκέψη. Δὲ ξέρει ἂν τὴν δεχθήκαμε. Ὅταν ἀρχίζει καὶ βλέπει ὅτι ἀνεβαίνει ὁ σφυγμός μας ὅτι ἀρχίζουμε καὶ ἀλλάζουμε τὰ σχέδιά μας, τότε καταλαβαίνει ὅτι τὴ δεχθήκαμε.

Δὲ ξέρει τί σκεπτόμαστε. Εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ μεγάλα του μειονεκτήματα. Γιὰ τὰ ἄλλα θὰ ποῦμε μία ἄλλη φορά. Τοῦ λέει τώρα ὁ πνευματικὸς ὁ παπα-Σάββας: “Πρόσεξε τί θὰ κάνουμε: Ἐγὼ αὐτὴ τὴ στιγμή, ἀκριβῶς αὐτὴ τὴ στιγμὴ κάτι θὰ σκεφθῶ (σκέφθηκε κάτι εἰς βάρος τοῦ διαβόλου), καὶ τὸ ἀφήνω κρυφό, μέσα μου. Ἐσὺ τὸ βράδυ θὰ ζητήσεις ἀπὸ τὸν ἄγγελο νὰ σοῦ πεῖ. Ἂν τὸ βρεῖ τότε χωρὶς ἀμφιβολία εἶναι ἄγγελος ἀπὸ τὸν Θεό. Καὶ νὰ ἔρθεις νὰ μὲ ἐνημερώσεις”.

Γυρίζοντας ὁ διάκονος στὴν καλύβη του, κάτι σάλευε μέσα του, κάτι σὰν ἀγωνία, κάτι σὰ δυσάρεστη προαίσθηση. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ θαύμαζε καὶ τὴν σπουδαία ἰδέα τοῦ πνευματικοῦ. Ἡ ὑπόθεση θὰ περνοῦσε τὴν κρίσιμη φάση της. Μόλις ζητήθηκε τὴν νύχτα ἀπὸ τὸν ἄγγελο ἡ λύση τοῦ προβλήματος, κάποια δυσδιάκριτη ταραχή, αὐλάκωσε τὸ φωτεινὸ πρόσωπό του. Φάνηκε νὰ σαστίζει.

“Μα ἀγαπητέ μου πάτερ, γιατί ἐσὺ ἀνώτερος ἄνθρωπος νὰ ἐνδιαφέρεσαι γιὰ τοὺς λογισμοὺς ἑνὸς παπᾶ; Αὐτὸ εἶναι κατάντημα, φτωχὲς ἐπιθυμίες. Δὲ προτιμᾶς νὰ σοῦ δείξω ἀπόψε τὴν κόλαση, τὸν παράδεισο, τὴν δόξα τῆς Κυρίας Θεοτόκου;” Ὁ διάκονος ποὺ κάτι ἄρχισε νὰ ὑποψιάζεται ἐπέμεινε στὸ θέμα τους. “-Κάνω ὑπακοὴ στὸν πνευματικό μου, νὰ μοῦ πεῖς τί σκεφθηκε”. Ὁ ἄγγελος μὲ μερικοὺς ἑλιγμοὺς προσπάθησε νὰ μεταφέρει ἀλλοῦ τὴν συζήτηση.

Ὁ διάκονος ὅμως μὲ ἐπιμονὴ τὸν μετέφερε στὸ θέμα. Ἄλλωστε οἱ τεχνικὲς αὐτὲς ὑπεκφυγὲς δὲ τοῦ προξενοῦσαν καλὴ ἐντύπωση. “Νὰ μοῦ πεῖς τί σκέφθηκε ὁ πνευματικός. Τὸ θέμα εἶναι ἁπλό! Γιατί ἀποφεύγεις; Τὸ ἀγνοεῖς;” “-Πρόσεξε διάκο, μὲ τὸν μικροπρεπῆ τρόπο πού μοῦ συμπεριφέρεσαι κινδυνεύεις νὰ χάσεις τὴν εὔνοιά μου”. “-Δὲ ξέρω, σοῦ ζητῶ κάτι τὸ εὔκολο. Γνωρίζεις ἢ ὄχι ἐπιτέλους, τί σκέφθηκε ὁ πνευματικός;”

Τὴν ὥρα αὐτὴ πετάχτηκε τὸ λαμπερὸ προσωπεῖο. Μία φρικτὴ μορφὴ ἀποκαλύφθηκε καὶ σὰν ἀπὸ στόμα θηρίου ἀκούσθηκαν τὰ λόγια: “-Νὰ χαθεῖς ἄθλιε, αὔριο τέτοια ὥρα στὴν κόλαση καὶ στὴν φωτιά, θὰ σὲ κάψουμε καὶ θὰ σὲ καταστρέψουμε, αὔριο αὐτὴ τὴν ὥρα”. Καὶ ὁ διάκονος ἔμεινε μόνος του καὶ σωστὸ ἐρείπιο. Ὅλη ἡ γλυκύτητα τῶν ὀπτασιῶν δύο χρόνια τώρα δὲν ἀντιστάθμιζε τὴν τωρινή του πικρία.

Ἐὰν δὲν τὸν στήριζαν ἀπὸ μακρυὰ οἱ προσευχὲς τοῦ πνευματικοῦ ποὺ ξαγρυπνοῦσε καὶ παρακαλοῦσε γιὰ αὐτόν, θὰ εἶχε παραδώσει τὸ πνεῦμα του. Πέρασαν ἀρκετὲς ὧρες ὥσπου νὰ συνέλθει καὶ νὰ σταθεῖ στὰ πόδια του. Ἡ καλύβη του πιὰ δὲν τὸν χωροῦσε. Πουθενὰ δὲν ἔβλεπε ἀσφάλεια παρὰ μόνο κοντὰ στὸν πνευματικό. Σ’ ὅλη τὴν διαδρομὴ βούιζε στὰ αὐτιά του ἡ ἀπειλή: “Αὔριο τέτοια ὥρα στὴν κόλαση”. Κι ὁ τρόμος τὸν διαπερνοῦσε μέχρι τὸ μεδούλι.

Ἔφτασε ὅπως ἔφτασε ὡς τὴν καλύβη τῆς ἀναστάσεως. Ἔπιασε τὸ ράσο τοῦ πνευματικοῦ καὶ δὲν τὸ ἄφηνε οὔτε στιγμή, καὶ τὴν ὥρα ποὺ ἔπρεπε νὰ κοιμηθεῖ ἐκεῖνος λίγο, δίπλα του ὁ τρομοκρατημένος διάκονος. “Μὴ φοβᾶσαι παιδί μου, ἠρέμησε!”, “-Πῶς νὰ μὴ φοβηθῶ πνευματικέ μου, ποὺ πλησιάζει ἡ ὥρα; πλησιάζει ἡ ὥρα ποὺ θὰ μὲ πάρουνε! Χριστέ μου σῶσε με!” Καὶ πράγματι τὴν καθορισμένη ὥρα, δέχθηκε βίαια ἐπίθεση τῶν πονηρῶν πνευμάτων.

Τί κραυγὲς τρόμου καὶ ἀπελπισίας ἦταν αὐτές! “Σῶσε με πνευματικέ μου, χάνομαι! Μὲ παίρνουν! Σῶσε με!” Γονατίζει ὁ παπα-Σάββας καὶ γεμάτος πόνο καὶ δάκρυα, δέεται στὸν Κύριο νὰ λυπηθεῖ τὸν δοῦλο του καὶ νὰ ἐπιτιμήσει τοὺς πονηροὺς δαίμονες. Εἰσακούσθηκε ἡ δέησή του. Καὶ ὁ ταλαίπωρος διάκονος σώθηκε ἀπὸ στόματος λέοντος.

Παραλείπω, μὲ τὸν χρόνο καὶ τὴν καθοδήγηση τοῦ παπα-Σάββα ὁ Ρουμάνος διάκονος ἠρέμησε. Ἡ πνευματική του ζωὴ πῆρε καλὴ ἐξέλιξη, χειροτονήθηκε ἀργότερα καὶ ἱερέας, καὶ διακρινόταν πάντα γιὰ τὴν εὐλάβειά του. Ὡστόσο ἐκεῖνα τὰ χρόνια τῆς πλάνης τοῦ ἄφησαν κάποια δυσάρεστα ἴχνη. Ὁ διάβολος εἶχε ἀποκτήσει πάνω του δικαιώματα. Δωρεὰν θὰ τοῦ προσέφερε τόσα ἀπολαυστικὰ ὁράματα; Ἔτσι σὲ ὅλη τὴν κατοπινὴ ζωή του, ἐταλαιπωρεῖτο ἀπὸ διαφόρους ἐνοχλητικοὺς πειρασμούς, ὅλοι οἱ διακριτικοὶ πατέρες διέβλεπαν σὲ αὐτοὺς τὸ κατάλοιπο τῆς διετοῦς ἐκείνης συνεργασίας μὲ τὸν ἄγγελο ποὺ δὲν ἦταν ἄγγελος.

Ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, δὲν ἔχουμε ἄλλη εὐκαιρία γιὰ νὰ κερδίσουμε τὴν ζωὴ καὶ τὴν σωτηρία μας ἀπὸ αὐτὴν ποὺ μᾶς δίνεται τώρα. Δὲν ἔχουμε ἄλλη ζωή, μόνον αὐτὴν ἐδῶ. Καὶ εἶναι κρίμα νὰ χαθοῦμε. Ὁ καλὸς Θεὸς μᾶς ἔχει δώσει τὰ πάντα γιὰ τὴν σωτηρία μας. Μπορεῖ ὁ διάβολος σήμερα νὰ ἔχει τόσα ὅπλα στὴν διάθεσή του, ποὺ ποτὲ ἄλλοτε δὲν τὰ εἶχε. Ἀλλὰ καὶ οἱ χριστιανοὶ γιὰ πρώτη φορὰ ἔχουνε τόσα ὅπλα νὰ ἀμυνθοῦν ποὺ ποτὲ ἄλλοτε ἄλλοτε δὲ τὰ εἴχαμε. Ποτὲ ἄλλοτε ἕνας χριστιανὸς δὲν εἶχε ραδιοφωνικοὺς σταθμοὺς χριστιανικοὺς ὅπως ἔχουμε σήμερα. Ποτὲ ἄλλοτε δὲ κυκλοφοροῦσαν τόσα βιβλία χριστιανικά, καὶ πνευματικά, ὄχι θεολογικά, χριστιανικὰ πνευματικὰ ποὺ μᾶς ὠφελοῦν στὴν καθημερινή μας ζωή.

Ποτὲ ἄλλοτε δὲν εἴχαμε τόσα. Ποτὲ ἄλλοτε δὲν ὑπῆρχαν τόσες κασέτες, νὰ μπορεῖ κάποιος νὰ ἀκούσει κάτι πνευματικό, κάποια συμβουλὴ κάτι πατερικὸ καὶ νὰ ὠφεληθεῖ. Ἔχει ὁ διάβολος ἐξοπλίσει τοὺς δικούς του, ἔχει καὶ ὁ καλὸς Θεὸς ἐξοπλίσει τοὺς δικούς του. Ἔχουμε τὰ πάντα γιὰ νὰ σωθοῦμε, καὶ πάνω ἀπὸ ὅλα ἔχουμε τὰ μυστήρια τῆς ἐκκλησίας μας.

Μὴν ἀπομακρυνόσαστε ἀπὸ τὴν ἐνορία σας. Μὴν ἀπομακρυνόσαστε ἀπὸ τὸ πετραχήλι τοῦ παπᾶ. Μὲ τόσα ποὺ ἔχουμε, δὲν ἔχουμε δικαιολογία νὰ πᾶμε στὴν κόλαση. Μόνο ἀπὸ τὴν τεμπελιά μας θὰ πᾶμε στὴν κόλαση, ἀπὸ τίποτε ἄλλο. Καὶ λέει καὶ ἕνας πατέρας: Μὲ τόσα ποὺ ἔχουμε, πιὸ εὔκολα πᾶμε στὸν Παράδεισο παρὰ στὴν κόλαση, (λέει). Πρέπει νὰ κουραστεῖς περισσότερο γιὰ νὰ πᾶς στὴν κόλαση, στὸν Παράδεισο πᾶς εὐκολότερα.

Θὰ προσέξουμε αὐτὸ τὸ πράγμα, Ὅλα ξεκινᾶνε μέσα ἀπὸ τὸ μυαλό μας. Ἀπὸ πουθενὰ ἀλλοῦ. Ὁ διάβολος ἔχει τόση δύναμη ὅση ἐμεῖς τοῦ δίνουμε. Γιατί ἄλλους τοὺς κάνει ὅ,τι θέλει καὶ σὲ ἄλλους δὲ μπορεῖ νὰ κάνει τίποτα. Γιατί σοφοὺς σὰν αὐτὸν ποὺ σᾶς ἀνέφερα προηγουμένως, τοὺς ἀνεβαίνει στὸ κεφάλι καὶ τοὺς κάνει νὰ λένε τέτοιες βλακεῖες καὶ νὰ γελάει ὅλος ὁ κόσμος εἰς βάρος τους καὶ αὐτοὶ νὰ μὴ καταλαβαίνουν τίποτα. Καὶ νὰ λέει: Θέλω ἐκκλησιές, θέλω οἰκουμενικὲς συνόδους. Καὶ ὅλοι νὰ γελᾶνε καὶ ἐκεῖνος νὰ μὴν καταλαβαίνει.

Λοιπὸν λέει ἕνας ἁγιορείτης γέροντας: “Εἰς τὸ ὑπερῶον ἐσυνάχθησαν οἱ Ἀπόστολοι καὶ ἐδέχθηκαν τὴν ἐπέλευση τοῦ Παναγίου Πνεύματος”. Λέει ἡ Ἁγία Γραφὴ ὅτι οἱ Ἀπόστολοι πρὶν τὴν Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ ἦταν μαζεμένοι στὸ ὑπερῶον. Τὸ ὑπερῶον ἦταν τὸ πιὸ ψηλὸ μέρος ἑνὸς σπιτιοῦ. Πῶς λέμε τὸ ρετιρέ; Τὸ πιὸ ψηλὸ μέρος ἑνὸς σπιτιοῦ εἶναι τὸ ὑπερῶο.

Καὶ λέει ὁ γέροντας ἐδῶ: “Εἰς τὸ ὑπερῶο αὐτὸ τὸ πνευματικὸ ποὺ λέγεται νοῦς, (ὁ νοῦς μας εἶναι στὸ πιὸ ψηλὸ σημεῖο τοῦ σώματος). Ἐκεῖ ὅπως μαζεύθηκαν οἱ ἀπόστολοι στὸ πιὸ ψηλὸ σημεῖο τοῦ σπιτιοῦ καὶ δέχθηκαν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἐδῶ σὲ αὐτὸ τὸ ὑπερῶο καὶ μεῖς, (ποὺ λέγεται νοῦς καὶ ἔχει τὴν εἰκόνα τοῦ μεγάλου νοῦ), ἐκεῖ δεχόμεθα καὶ ἐμεῖς τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ἀπὸ ἐδῶ ἐξαρτᾶται ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος, ὁ Παράδεισος καὶ ἡ κόλαση, ἡ ἀφετηρία πρὸς τὰ πάνω ἢ πρὸς τὰ κάτω. Ἱερὸ ἐργαστήριο νὰ καταστήσουμε τὸν νοῦ. Ἀπὸ ἐδῶ ξεκινοῦν ὅλα. Νὰ λέμε μία προσευχὴ ποὺ ἀναφέρεται γιὰ τὴν Παναγία μας στὴν θεία μετάληψη: “Παναγία Δέσποινα τὸ φῶς τῆς ἐσκοτισμένης μου ψυχῆς” λέει ἀρκετὰ καὶ λέει: “καὶ δῷς ἀνάκλησιν ἐν ταῖς αἰχμαλωσίαις τῶν λογισμῶν μου” νὰ ξαναμαζεύω πάλι τοὺς λογισμούς μου, πού μοῦ τοὺς αἰχμαλωτίζει ὁ διάβολος.

Λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: “Τὸ λοιπὸν ἀδελφοί, ὅσα ἐστὶν ἀληθῆ, ὅσα εἶναι ἀληθινά, ὅσα σεμνά, ὅσα δίκαια, ὅσα ἁγνά, ἤτις ἀρετή, ὅσα ἐνάρετα, ταῦτα λογίζεσθε, αὐτὰ νὰ σκέφτεσθε”. Καὶ νὰ ποῦμε μαζὶ μὲ τὸν ψαλμωδό: “καὶ πνεύματι ἡγεμονικῷ στήριξόν με”.

Ἀμήν! Νὰ εὔχεσθε.

π. Νίκων:

Ἂν κάποιος θέλει νὰ ρωτήσει κάτι μετὰ χαρᾶς. Τὰ πράγματα εἶναι ἁπλά. Ὅπως ἄλλοι τὰ καταφέρανε μποροῦμε καὶ ἐμεῖς.

Ἀπὸ τὸ κοινό: Κάθε λογισμό, τὸ “Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν, με” πιάνει ἂν κάνεις τὸν σταυρό σου καὶ τὸ πεῖς αὐτὸ ἀπὸ μέσα σου; Πιάνει; τὰ σκορπάει ὅλα;

π. Νίκων:

Ναί, ἐξαρτᾶται. Ὅτι εἶναι ἕνα ὅπλο, δὲν εἶναι ἁπλὸ ὅπλο. Τὸ Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ, ἐλέησέ με, δὲν εἶναι ἁπλῶς ὅπλο ἐναντίον τοῦ διαβόλου. Προσέξετε, εἶναι πυρηνικὴ βόμβα. Τινάζει τὸν διάβολο, τὸν ἐξαφανίζει. Εἶναι μιὰ τρομερὰ συμπυκνωμένη, εἶναι μιὰ τρομερὰ δυνατὴ εὐχή. Μέσα της κλείνει ὅλες τὶς προσευχές, ξέρετε γιατί;

Εἶναι ἕνα μυστήριο, λέει ἡ Γραφὴ ὅτι ὅταν θὰ γίνει ἡ δευτέρα παρουσία τοῦ Χριστοῦ θὰ ἐμφανισθεῖ στὸν οὐρανὸ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐνώπιον τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ (λέει), πᾶν γόνυ κάμψει ἐπουρανίων ἐπιγείων καὶ καταχθονίων. Αὐτὸ εἶναι ἕνα μυστήριο, τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Θὰ γονατίσει μπροστὰ στὸ ὄνομα αὐτὸ τὸ γόνατο τῶν ἐπουρανίων, οἱ ἄγγελοι θὰ γονατίσουν οἱ ἄνθρωποι θὰ γονατίσουν, καὶ τῶν ὑποχθονίων καὶ οἱ διάβολοι θὰ λυγίσουν μπροστὰ σὲ αὐτὸ τὸ ὄνομα.

Λέει ἡ γραφὴ (πάλι ὁ Ἀπόστολος): “Δὲν ὑπάρχει ἄλλο ὄνομα μὲ τὸ ὁποῖο θὰ σωθοῦμε, καὶ ἐμεῖς τί κάνουμε; Λέμε αὐτὸ τὸ ὄνομα. Λέμε: “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, τὸ ὄνομά Σου ὀνομάζομεν” λέει, “Θεὸ ἄλλον ἐκτὸς ἀπὸ Ἐσένα δὲ γνωρίζουμε τὸ ὄνομά σου ὀνομάζομεν”. Εἶναι κάτι τὸ ὁποῖο προσπαθεῖ ὁ διάβολος νὰ μᾶς πείσει νὰ μὴν τὸ κάνουμε.

Ὁ διάβολος δὲν φοβᾶται ἂν πιστεύουμε στὸν Θεό. Προσέξετε τὸ αὐτό: Ὅση πίστη νὰ ἔχεις δὲ σώζεσαι, δὲ σώζεσαι ἂν πιστεύεις στὸν Θεό. Ὁ διάβολος σκοτώνεται ἐμεῖς σωζόμαστε ἀπὸ τί; Ὅταν πιστεύουμε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Θεός. Δὲν ἔχουμε ἄλλον Θεό. Ἐκεῖ εἶναι τὸ σκάνδαλο γιὰ τὸν διάβολο. Γίνονται θεολογικὰ συνέδρια στὸ ἐξωτερικὸ μὲ χριστιανούς, (θὰ καταλήξω ἐκεῖ), θεολογικὰ συνέδρια μὲ χριστιανοὺς στὸ ἐξωτερικὸ ποὺ συμφωνοῦν, (“χριστιανοὶ” τώρα) νὰ μὴν ἀναφέρουν τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ γιὰ νὰ μὴν προσβληθοῦν καὶ οἱ βουδιστὲς καὶ οἱ ἰνδουιστὲς καὶ ὅποιοι ἄλλοι συμμετέχουν στὸ συνέδριο.

Πῶς τρέμει ὁ διάβολος τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ! Καὶ ἐμεῖς λέμε ὀνομάζουμε τὸν Χριστὸ Κύριο, αὐτὸ τὸ ὁποῖο ὁ διάβολος προσπαθεῖ νὰ σὲ πείσει νὰ μὴ τὸ κάνεις. Κατ’ ἀρχὴν δὲ θέλει νὰ σκέφτεσαι τὸν Χριστό. Μετά σοῦ λέει: “Τὸν σκέπτεσαι; σκέψου τον σὰν ἕναν μεγάλο μύστη. Σὰν μία ἀπὸ τὶς ἐνσαρκώσεις τοῦ Βούδα, σὰν ἕναν μεγάλο ποιητὴ σὰν ἕνα μεγάλο φιλόσοφο, σάν, σάν, σάν, ὄχι Κύριο”. Καὶ ἐμεῖς τώρα λέμε “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ”.

Καὶ τί ἀκόμα; “Ελέησόν με”. Ἐλεημοσύνη ποιὸς ζητάει; Ἕνας ζητιάνος. Δηλαδὴ ταπεινώνεσαι; Τὸν πέθανες! Γι’ αὐτὸ ἐμεῖς ἐπιμένουμε στὸ “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με”. Τώρα κάνουμε τὸν σταυρό μας – δὲν τὸν κάνουμε, δὲν ἔχει καμιὰ σημασία, ὅταν ἔχουμε μέσα στὴν καρδιά μας τὸν διάβολο, εἶναι ἀστεῖο νὰ κάνουμε τὸν σταυρό μας. Δὲ μᾶς σώζει, εἶναι ἀσήμαντο. Τὸ σημαντικὸ εἶναι νὰ ἔχουμε τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ στὸ μυαλό μας.

Εἶναι πυρηνικὴ βόμβα, στὴν πράξη θὰ τὰ δεῖτε αὐτά. Στὴν πράξη, ἁπλὰ πραγματάκια εἶναι αὐτά. Θὰ κατεβεῖτε τώρα, θὰ δεῖτε, θὰ ἀρχίσετε νὰ περπατᾶτε, κανεὶς δὲ μπορεῖ νὰ σᾶς ἐμποδίσει νὰ λέτε ἀπὸ μέσα σας: “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με”.

Τί σᾶς ἐμποδίζει; Τί σᾶς στοιχίζει; Τίποτα! Ὅλες οἱ ἄλλες προσευχὲς χρειάζονται μιὰ ἡσυχία, ἕναν τόπο ἤρεμο, λίγες εἰκόνες, τὸ ἀπόδειπνο, τὸν ἑσπερινό, κάποια βιβλία, αὐτὴ τὴν προσευχὴ μποροῦμε νὰ τὴν λέμε πάντοτε. Περπατᾶς; μπορεῖς νὰ τὸ λές, ὁδηγᾶς τὸ αὐτοκίνητό σου; μπορεῖς νὰ τὸ λές. Ξεκινῆστε καὶ ἡ ἴδια ἡ προσευχὴ θὰ σᾶς μάθει τὰ πάντα.

Στὴν πράξη τὰ μαθαίνουμε αὐτὰ, ὄχι μὲ τὰ λόγια. Τώρα τὰ λόγια ἔτσι ποὺ σᾶς τὰ λέω μπορεῖ νὰ σᾶς φαίνονται ὡραῖα νὰ χαιρόσαστε τὴν ὥρα ποὺ τὰ ἀκοῦτε. Ὅταν θὰ ἔρθει ἡ ὥρα τοῦ πειρασμοῦ θὰ σᾶς χτυπήσει ὁ διάολος κάτω σὰν χταπόδι καὶ δὲν θὰ σᾶς μείνει τίποτα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ σᾶς λέω.

Τί θὰ σᾶς μείνει; Ὅ,τι βάλατε ἐσεῖς στὴν πράξη καὶ τὸ μάθατε ἐσεῖς προσωπικά. Αὐτὸ δὲ μπορεῖ νὰ σᾶς τὸ μετακινήσει κανένας. Ἔτσι θὰ γνωρίσετε ἂν εἶναι ἀλήθεια ὅλα αὐτὰ καὶ ἔτσι γνωρίζουμε ὅλη τὴν ἀλήθεια τοῦ χριστιανισμοῦ. Ἂν εἶναι ἀλήθεια αὐτὰ ποὺ μᾶς εἶπε ὁ Χριστὸς ἢ ὄχι. Ἀπὸ τὴν ζωὴ τους τὰ ἔχουν μάθει οἱ ἄνθρωποι καὶ τὰ ἔχουν κρατήσει μέχρι σήμερα. Ὄχι γιατί τοὺς τὰ λένε οἱ παπάδες καὶ οἱ καλόγεροι.

Οἱ ἴδιοι οἱ ἄνθρωποι τὰ ζοῦνε καὶ μᾶς τὰ λένε. Τὸ τί ἔχουμε ἀκούσει ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ ζοῦνε στὸν κόσμο δὲ μπορεῖ νὰ τὸ βάλει τὸ μυαλό σας. Καὶ ἐπειδὴ ἀκριβῶς εἶναι θέμα ζωῆς, γι’ αὐτὸ ὅλοι μποροῦμε νὰ σωθοῦμε, δὲν εἶναι θέμα ἐξυπνάδας ἢ μόρφωσης ἢ γνώσεων. Γι’ αὐτὸ ἔχουμε ἀγράμματους ποὺ εἶναι ἅγιοι. Δὲν ἔχουν βγάλει τὸ δημοτικὸ καὶ λέμε: “Ἅγιε τοῦ Θεοῦ πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν” καὶ ἔχουμε μορφωμένους ποὺ δὲν ξέρουν τί λένε καὶ τί τοὺς γίνεται.

Ἁπλὰ πράγματα εἶναι, μὲ ἁπλὰ πράγματα θὰ πᾶμε στὸν Παράδεισο, καὶ μὲ ἁπλὰ πράγματα θὰ πᾶμε στὴν κόλαση.

Ἐρώτηση ἀπὸ τὸ κοινό:

Ἤθελα νὰ ρωτήσω: Λέμε αὐτὰ τὰ λόγια Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με, ὅμως δὲν εἴμαστε συγκεντρωμένοι αὐτὴ τὴν ὥρα, ἁπλὰ λέμε τὰ λόγια. Δὲν τὰ πιστεύουμε πραγματικά;

π. Νίκων:

Τί γίνεται; Τὸ ὅτι δὲν πιστεύουμε πραγματικά, ὄχι δὲν εἶναι [θέμα], ἁπλὰ εἶναι λίγη ἡ πίστη μας. Ὅλα ἔχουνε κάποια μέτρα. Αὐξάνουνε. Ἔ!, στὴν ἀρχὴ εἴμαστε λίγο ταπεινοί, θὰ ἀγωνιζόμαστε, ταπεινωνόμαστε περισσότερο, περισσότερο, περισσότερο. Εἴμαστε λίγο ἐλεήμονες, ἔ, στὴν ἀρχὴ δίνουμε κάτι λίγο, βλέπουμε ὅτι βοηθήσαμε τὸν ἄλλον, χαιρόμαστε πιὸ πολύ, πιὸ πολύ, πιὸ πολύ. Νηστεύουμε στὴν ἀρχὴ λίγο, μετὰ περισσότερο, ὅλα αὐξάνουν, ἔτσι εἶναι καὶ ἡ πίστη μας.

Μὴ σᾶς στεναχωρεῖ ὅτι ἡ πίστη σας κλονίζεται, ὅτι εἶναι λίγη. Ἐσεῖς αὐτὰ τὰ λίγα ποὺ πιστεύετε βάλτε τα στὴν πράξη, καὶ θὰ δεῖτε πάνω στὴν πράξη τέτοια πράγματα ποὺ θὰ αὐξηθεῖ ἡ πίστη σας. Θὰ δυναμώσει ἡ πίστη σας καὶ τότε θὰ κάνετε περισσότερα πράγματα. Καὶ θὰ αὐξηθεῖ ἀκόμα περισσότερο ἡ πίστη σας.

Τώρα ὅταν λέτε Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με καὶ τὸ μυαλὸ φεύγει καὶ λέμε μόνο τὰ λόγια, δὲ πειράζει, εἶναι αὐτὸ τὸ λίγο ποὺ μποροῦμε νὰ κάνουμε. Κάντε το, νὰ γίνει μιὰ καλὴ συνήθεια. Καὶ θὰ δεῖτε ὅτι σιγὰ – σιγὰ θὰ διαπιστώσετε ὁρισμένα πράγματα. Σὰ κάτι ποὺ σᾶς εἶπα πιὸ μπροστά, ὅτι δὲ μπορεῖτε νὰ λέτε Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ, ἐλέησέ με καὶ νὰ τσακώνεσαι μὲ τὸν ἄλλον.

Ὅταν τὸ βράδυ θὰ συγκεντρωθεῖς νὰ πεῖς μὲ τὴν ἡσυχία σου Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησέ με, ἀκριβῶς αὐτὸς ὁ τσακωμὸς θὰ σοῦ ἔρθει στὸ μυαλὸ. Δὲ μπορεῖς νὰ λὲς Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησέ με, καὶ νὰ βλέπεις περιοδικὰ ποὺ δὲν πρέπει. Ὅταν σταθεῖς τὸ βράδυ νὰ πεῖς τὴν προσευχὴ πρὶν ξαπλώσεις, μιςὴ ὥρα, ἕνα τέταρτο, θὰ τὸ κανονίσεις αὐτὸ μὲ τὸν πνευματικό σου.

Δὲ μπορεῖς νὰ καθίσεις νὰ πεῖς τὴν εὐχὴ συγκεντρωμένος. Θὰ σοῦ φέρει στὸ μυαλὸ τὰ περιοδικὰ ποὺ εἶδες, ἡ ἴδια ἡ προσευχή. Θὰ σὲ μάθει πῶς νὰ ζεῖς, πῶς νὰ φέρεσαι, πῶς νὰ σκέπτεσαι. Γι’ αὐτὸ ξεκινῆστε νὰ λέτε αὐτὸ τὸ Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησέ με. Ἡ ἴδια ἡ εὐχὴ θὰ σᾶς διδάξει πολλὰ ἄλλα ποὺ δὲν μπορεῖτε νὰ φανταστεῖτε τώρα.

Καὶ ὕστερα εἴμαστε καὶ Χριστιανοί, γι’ αὐτὸ καὶ λέμε Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησέ με. Θὰ πᾶμε στὴν ἐκκλησία, θὰ ἀκούσουμε καὶ κάτι ἄλλο ποὺ θὰ μᾶς ὠφελήσει. Νά, τώρα πῶς βρισκόμαστε ἐδῶ; θὰ μπορούσαμε νὰ εἴμαστε ὁπουδήποτε ἀλλοῦ. Καὶ εἴμαστε μαζεμένοι σὰν μία οἰκογένεια καὶ λέμε αὐτὰ ποὺ λέμε. Ξεκινῆστε, κάποιοι ἀπό σᾶς, δὲ λένε: “τὸ ταξίδι γιὰ τὴν Κίνα ξεκινάει μὲ τὸ πρῶτο βῆμα”; Κάνετε τὸ πρῶτο βῆμα. Στὴν πράξη θὰ τὸ δεῖτε.

Ἐρώτηση ἀπὸ τὸ κοινό:

Φορᾶς σταυρό, κάνεις κομποσχοίνι, λὲς Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με, καὶ ἐπιμένουν ἀκόμα περισσότερο. Γίνεται αὐτὴ ἡ πρώτη φάση ποὺ εἴπατε: Σοῦ ἔρχεται ἡ ἰδέα, ἕνας λογισμὸς στὸ μυαλὸ -καὶ σὺ τὸ πολεμᾶς- τὴ διώχνεις ἀμέσως καὶ ἐπανέρχεται δριμύτερη ἀκόμα. Τί γίνεται;

π. Νίκων:

Τὸ νὰ ἐπανέρχεται δὲ μᾶς ἐνδιαφέρει. Τί σημασία ἔχει; Δὲ μᾶς ἐνοχλεῖ αὐτό, δὲν μᾶς πειράζει καθόλου αὐτὸ καὶ μὲ πιὸ ἁπαλὴ δύναμη νὰ ἔλθει καὶ μὲ περισσότερη δύναμη νὰ ἔλθει, ἐμεῖς θὰ τὸν διώχνουμε. Αὐτὸ ποὺ μποροῦμε νὰ κάνουμε ἐμεῖς εἶναι ἡ πάλη. Ἐὰν θὰ νικήσουμε τὸν λογισμὸ ἢ ὄχι, ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ.

Μᾶς νικάει ὁ θυμὸς ἐμεῖς πολεμᾶμε: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησέ με. Κάποιος μᾶς νευριάζει. Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησέ με. Ὁ θυμὸς φουντώνει μέσα μας. Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησέ με. Δὲ νικᾶμε τὸν θυμό, δὲν πειράζει, θὰ συνεχίσουμε τὸν ἀγώνα. Ἐὰν θὰ νικήσουμε τὸν θυμὸ ἢ ὄχι δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ ἐμᾶς. Ἀπὸ ἐμᾶς ἐξαρτᾶται ὁ ἀγώνας ποὺ θὰ κάνουμε.

Λέει τὸ γεροντικὸ γιὰ τὸν Ἀββᾶ Ἀπολλώ. Εἶχε τὸ πάθος τῆς ὀργῆς, τοῦ θυμοῦ. Δέκα τέσσερα χρόνια παρακαλοῦσε (λέει) τὸν Θεὸ νὰ πάρει ἀπὸ πάνω του αὐτὸ τὸ πάθος. Δεκατέσσερα ὁλόκληρα χρόνια. Ὄχι ἕνα μήνα, ὄχι δύο μῆνες, ὄχι ἕνα χρόνο, δεκατέσσερα ὁλόκληρα χρόνια. Καὶ ἐμεῖς θέλουμε μόλις ξεκινᾶμε νὰ τὰ καταφέρουμε κι ὄλας; Δὲν θὰ ἀπογοητευόμαστε, δὲν θὰ τὸ βάζουμε κάτω. Θὰ κάνουμε τὸν διάβολο νὰ σκάσει. Δεκατέσσερα ὁλόκληρα χρόνια καὶ τελικὰ ἔγινε αὐτὸ ποὺ παρακαλοῦσε.

Καὶ λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος (προσέξτε το καὶ αὐτό), πολλὲς φορὲς παρακαλᾶμε τὸν καλὸ Θεὸ νὰ μᾶς δώσει κάτι καὶ προσευχόμαστε καὶ προσευχόμαστε καὶ δὲ μᾶς τὸ δίνει ὁ Θεός. Καὶ προσευχόμαστε καὶ ἐπιμένουμε στὴν προσευχὴ καὶ δὲ τὸ δίνει ὁ Θεός. Καὶ ἐμεῖς ποὺ ἐπιμένουμε στὴν προσευχὴ τελικὰ (λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης) ὁ Θεὸς μᾶς παραχωρεῖ, μᾶς χαρίζει αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο προσευχόμαστε, καὶ ἔχουμε ὠφεληθεῖ περισσότερο ἀπὸ τὴν προσευχὴ ποὺ κάναμε παρὰ ἀπὸ αὐτὸ ποὺ κερδίσαμε. Πολλὲς φορὲς ἐπίτηδες ὁ Θεὸς δὲ στέλνει τὴν χάρη του γιὰ νὰ καταφέρουμε κάτι, γιὰ νὰ ἐπιμείνουμε στὸν ἀγώνα.

Αὐτὸ εἶναι ποὺ μποροῦμε νὰ κάνουμε καὶ αὐτὸ θὰ κάνουμε, προσευχὴ καὶ προσοχὴ ὅσο μποροῦμε. Προσοχὴ καὶ προσευχή. Καὶ τὰ δύο. Ὄχι ἐνσυνείδητα νὰ μὴ προσέχουμε. Ἄλλο τὸ νὰ προσευχόμαστε καὶ τὸ μυαλὸ νὰ φεύγει καὶ νὰ τὸ ξαναμαζεύουμε, καὶ ἄλλο νὰ λέμε μὲ τὸ στόμα τὰ λόγια καὶ νὰ μὴ μᾶς ἐνδιαφέρει ποῦ γυρνάει τὸ μυαλό. Ὄχι, ἐκεῖ δὲ θὰ σωθοῦμε ποὺ φεύγει τὸ μυαλό.

Θὰ σωθοῦμε ὅταν φεύγει τὸ μυαλὸ καὶ ἐμεῖς τὸ ξαναμαζεύουμε, κι αὐτὸ ξαναφεύγει καὶ ἐμεῖς τὸ ξαναμαζεύουμε. Ὁ διάβολος δὲ θὰ σταματήσει νὰ μᾶς πολεμάει ποτέ. Λέει μία ἀπὸ τὶς προσευχὲς τῆς θείας μεταλήψεως ποὺ τὶς διαβάζουμε πρὶν πᾶμε νὰ κοινωνήσουμε: “Πρὸ τῶν πυλῶν τοῦ ναοῦ Σου παρέστηκα καὶ τῶν δεινῶν λογισμῶν οὐκ ἀφίσταμαι”. Ἔχω ἔλθει μπροστὰ στὴν ὡραία πύλη ἀνοίγω τὸ στόμα μου νὰ κοινωνήσω καὶ τὸ μυαλό μου δὲ καθαρίζει ἀπὸ τὶς σκέψεις.

Καὶ αὐτὰ τὰ λέει ἕνας ἅγιος!

Ἔ, τί! Θέλετε ἐσεῖς ἀποτελέσματα ἀπὸ τώρα ἀκόμα δὲ ξεκινήσαμε; “Πρὸ τῶν πυλῶν τοῦ ναοῦ Σου παρέστηκα καὶ τῶν δεινῶν λογισμῶν οὐκ ἀφίσταμαι”. (Κι ἀπὸ τοὺς φοβεροὺς λογισμοὺς δὲ γλυτώνω). Δὲν ἔχει σημασία, δὲν θὰ τὸ βάλουμε κάτω. Θὰ ἀγωνιστοῦμε. Γι’ αὐτὸ ὀνομάζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος “στρατιώτη” τὸν Χριστιανὸ ποὺ ἀγωνίζεται.

Πόλεμος γίνεται. Ὁ διάολος τὰ ὅπλα του ἐμεῖς τὰ ὅπλα μας. Ὁ διάολος τὶς ἐπιθέσεις του ἐμεῖς τὶς δικές μας. Ποιανοῦ θὰ περάσει; Τὸ ἔχει χάσει τὸ παιχνίδι πρὸ πολλοῦ. Ἁπλῶς κοιτάει νὰ δεῖ πόσους περισσότερους μπορεῖ νὰ κερδίσει.