1.
Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))
Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς ψαλμούς, διαβάζουμε τὰ παρακάτω: Ἐκεῖνοι ποὺ ἔσπειραν μὲ δάκρυα στὰ μάτια, θὰ θερίσουν μὲ χαρά.. Ἐὰν στὴ διάρκεια τῶν ἑβδομάδων ποὺ προετοιμαζόμαστε γιὰ τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα εἴδαμε κάθε τι ἄσχημο καὶ ἀνάξιο ποὺ ὑπάρχει μέσα μας νὰ καθρεφτίζεται στὶς παραβολὲς τοῦ Εὐαγγελίου, ἐὰν σταθήκαμε ἐνώπιον τῆς κρίσης τῆς συνείδησής μας καὶ τοῦ Θεοῦ, τότε πραγματικὰ ἔχουμε σπείρει μὲ δάκρυα τὸν δρόμο γιὰ τὴν σωτηρία μας. Καὶ ὅμως ὑπάρχει ἀκόμα χρόνος ἐπειδὴ ἀκόμα καὶ ὅταν εἰσερχόμαστε στὴν περίοδο τοῦ θερισμοῦ, ὁ Θεὸς μᾶς δίνει παράταση· καθὼς προχωροῦμε προοδευτικὰ πρὸς τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πρὸς τὴν Ἡμέρα τῆς Ἀνάστασης, μποροῦμε ἀκόμα, κάθε στιγμή, μὲ πρόσωπο πρὸς τὴν νίκη τοῦ Θεοῦ, νὰ στραφοῦμε σὲ Ἐκεῖνον μὲ εὐγνωμοσύνη καὶ μὲ συντετριμμένη καρδιά, καὶ νὰ ποῦμε: «Κύριε, ἴσως εἶμαι ὁ ἐργάτης τῆς ἑνδεκάτης ὥρας, ἀλλὰ δέξου με ὅπως ὑποσχέθηκες!»
Τὴν προηγούμενη ἑβδομάδα γιορτάσαμε τῆς γιορτὴ τοῦ Θριάμβου τῆς Ὀρθοδοξίας, τὴν ἡμέρα ποὺ ἡ ἐκκλησία διακήρυξε ὅτι εἶναι σωστὸ νὰ ἁγιογραφοῦμε τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Δὲν ἦταν μία δήλωση σὲ σχέση μὲ τὴν τέχνη, ἦταν μία βαθιὰ θεολογικὴ διακήρυξη τῆς Ἐνσάρκωσης. Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη μᾶς εἶπε ὅτι δὲν μπορεῖ ὁ Θεὸς νὰ ἀντιπροσωπευθεῖ ἀπὸ καμία εἰκόνα, ἐπειδὴ εἶναι ἕνα ἀπύθμενο μυστήριο· δὲν εἶχε κἄν ὄνομα ἐκτὸς ἀπὸ τὸ μυστηριῶδες ὄνομα ποὺ μόνο ὁ Ἀρχιερέας γνωρίζει. Ἀλλὰ στὴν Καινὴ Διαθήκη μάθαμε καὶ γνωρίζουμε ἀπὸ τὴν ἐμπειρία μας ὅτι ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, ὅτι ἡ πληρότητα τῆς Θεότητας ἔχει ὑποταχθεῖ καὶ εἶναι ἀκόμα ὑποταγμένη γιὰ πάντα στὴν ἀνθρώπινη σάρκα· καὶ γι’ αὐτὸ ὁ Θεὸς ἔχει ἀνθρώπινο ὄνομα: Ἰησοῦς καὶ ἔχει ἀνθρώπινο πρόσωπο ποὺ μποροῦν νὰ ἀναπαραστήσουν οἱ εἰκόνες. Ἑπομένως ἡ εἰκόνα εἶναι μία διακήρυξη τῆς βεβαιότητάς μας ὅτι ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος· καὶ ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ ἐπιτύχει μία ἔσχατη, ἔνδοξη, τραγικὴ ἑνότητα μέ μᾶς, νὰ γίνει ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς ὥστε νὰ μποροῦμε νὰ γίνουμε ἕνα ἀπὸ τὰ παιδιά Του. Καὶ ἔτσι θὰ μπορούσαμε ἤδη τὴν περασμένη ἑβδομάδα νὰ χαροῦμε· καὶ νὰ γιατί μία ἑβδομάδα πρίν, ὅταν προετοιμαζόμασταν νὰ συναντήσουμε αὐτὸ τὸ θαῦμα, αὐτὸ τὸ θαῦμα τῆς Ἐνσάρκωσης, διακριτικά, μὲ ἕναν τρόπο ποὺ δὲν μποροῦν σχεδὸν τὰ αὐτιά μας νὰ συλλάβουν, ἡ Ἐκκλησία ἔψαλλε τὸν κανόνα τοῦ Πάσχα: Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν! – ἐπειδὴ δὲν πρόκειται γιὰ μία ὑπόσχεση γιὰ τὸ μέλλον, εἶναι μία βεβαιότητα τοῦ παρόντος, ποὺ μᾶς ἀνοίγετε σὰν μιὰ πόρτα νὰ εἰσέλθουμε μέσω τοῦ Χριστοῦ, τῆς Θύρας ὅπως καλεῖ τὸν ἑαυτό Του, στὴν αἰωνιότητα.
Καὶ σήμερα θυμόμαστε τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἑνὸς ἀπὸ τοὺς μεγάλους Ἁγίους τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ ὁποῖος διακήρυξε, μέσα ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῶν ἀσκητῶν καὶ ὅλων τῶν πιστῶν, ὅτι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι ἕνα κτιστὸ Δῶρο – εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ποὺ μᾶς ἑνώνει μὲ τὸν ἑαυτό Του ὥστε νὰ μᾶς διαπνέει ἡ παρουσία Του, ὥστε σταδιακά, ἐὰν μοναχὰ τὸν δεχτοῦμε, ἂν Τοῦ ἀνοιχτοῦμε, νὰ γίνουμε διάφανοι ἢ τουλάχιστον σχεδὸν διάφανοι στὸ φῶς Του, ὥστε νὰ γίνουμε ἀρχικὰ καὶ ὁλοένα πιὸ πολὺ μέτοχοι τῆς Θεϊκῆς Του φύσης.
Αὐτὸ δὲν ἀποτελεῖ ἁπλὰ μία ὑπόσχεση· εἶναι μία βεβαιότητα ποὺ ἔχουμε ἐπειδὴ αὐτὸ συνέβη σὲ χιλιάδες ἀνθρώπους ἄνδρες καὶ γυναῖκες ποὺ προσκυνοῦμε ὡς Ἁγίους τοῦ Θεοῦ: ἔγιναν μέτοχοι τῆς Θεϊκῆς φύσεως, εἶναι γιὰ μᾶς μία ἀποκάλυψη καὶ μία βεβαιότητα γιὰ ὅ,τι καλούμαστε νὰ εἴμαστε καὶ νὰ γίνουμε.
Καὶ σήμερα ἕνα ἀκόμα βῆμα μᾶς ὁδηγεῖ στὴν χαρά, στὴν δόξα τοῦ Πάσχα. Σὲ μία ἑβδομάδα θὰ ὑμνήσουμε τὸν Σταυρὸ- τὸν Σταυρὸ ποὺ ἦταν τρόμος γιὰ τοὺς ἐγκληματίες, καὶ ἔχει γίνει τώρα σημεῖο νίκης καὶ σωτηρίας, διότι γιὰ μᾶς ἡ ἀγάπη τοῦ Σταυροῦ δὲν ἔχει μέτρο, δὲν ἔχει ὅρια, εἶναι τόσο βαθιὰ ὅσο ὁ Θεός, ἀγκαλιάζει τὰ πάντα ὅπως ὁ Θεός, καὶ εἶναι πράγματι τόσο τραγικὰ νικηφόρα ὅπως ὁ Θεὸς εἶναι τὸ ἴδιο τραγικὸς καὶ νικηφόρος, ποὺ προκαλεῖ δέος, ποὺ ἀκτινοβολεῖ τὸ ἤρεμο, εὐφρόσυνο φῶς ποὺ ψάλλουμε στὸν Ἑσπερινό.
Ἂς ἑτοιμαστοῦμε νὰ συναντήσουμε τοῦτο τὸ γεγονός, τὸ ὅραμα τοῦ Θεοῦ, νὰ τὸ προσέξουμε, καὶ νὰ δοῦμε σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο τῆς Θεϊκῆς ἀγάπης, μία νέα δυνατὴ βεβαιότητα τῆς σωτηρίας μας· καὶ ὅταν ὁ χορὸς ψάλλει τούτη τὴ φορὰ πιὸ δυνατὰ τὸν κανόνα τῆς Ἀνάστασης, ἂς κατανοήσουμε ὅτι βῆμα – βῆμα ὁ Θεὸς μᾶς ὁδηγεῖ σὲ μία νίκη ποὺ Ἐκεῖνος ἔχει κερδίσει, καὶ ποὺ θέλει νὰ μοιραστεῖ μαζί μας.
Καὶ τότε θὰ προχωρήσουμε· θὰ ἀκούσουμε τὸν Ἅγιο ποὺ μᾶς διδάσκει πῶς νὰ δεχτοῦμε τὴν χάρη ποὺ προσφέρει ὁ Θεός, πῶς νὰ γίνουμε ἀντάξιοί Του· καὶ μὲ ἕνα ἀκόμα βῆμα – θὰ δοῦμε τὴν νίκη τοῦ Θεοῦ στὸ πρόσωπο τῆς Ἁγίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας καὶ θὰ φθάσουμε στὸ κατώφλι τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας. Ἀλλὰ ἂς θυμηθοῦμε ὅτι βρισκόμαστε τώρα σὲ μία νέα περίοδο, μία ἐποχὴ ποὺ μᾶς ἀποκαλύπτεται, ποὺ καλούμαστε νὰ τὴν ἐνδυθοῦμε, νὰ ἀνταποκριθοῦμε σ’ αὐτὴν μὲ εὐγνωμοσύνη, μία εὐγνωμοσύνη ποὺ θὰ μᾶς μεταμορφώσει σὲ νέους ἀνθρώπους- καὶ νὰ ἀνταποκριθοῦμε ἐπίσης μὲ χαρά! Καὶ μία χαρὰ γεμάτη ἀπὸ δάκρυα σὲ ἀπάντηση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, μία χαρὰ ποὺ εἶναι μία ἀξιόπιστη ἀπάντηση στὴν Θεϊκὴ ἀγάπη. Ἀμήν!
2.
Ἡ χώρα τῶν θαυμάτων
Λαμπρόπουλος Βαρνάβας (Ἀρχιμανδρίτης)
Σχετικά πρόσφατα ξαναμεταφέρθηκε στήν μεγάλη ὀθόνη τό κλασικό ἔργο τοῦ Λούις Κάρολ «Ἡ Ἀλίκη στήν χώρα τῶν θαυμάτων». Μιλώντας γιά τήν ταινία ὁ σκηνοθέτης της, Τίμ Μπάρτον, εἶπε ἀνάμεσα στά ἄλλα καί τά ἑξῆς ἐνδιαφέροντα:
«Τό ‘ταξίδι’ τῆς Ἀλίκης εἶναι ἕνα ταξίδι, πού ὅλοι πρέπει νά κάνουμε. Ἡ ‘Χώρα τῶν Θαυμάτων’ βρίσκεται μέσα μας, καί μᾶς περιμένει νά τήν ἀνακαλύψουμε. Πρόκειται γιά ἕνα ταξίδι ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ: ‘Ποιός εἶμαι; Ποῦ πηγαίνω; Τί πραγματικά θέλω;’ Καί σ’ αὐτό τό ταξίδι χρειαζόμαστε ὅλο καί περισσότερο ΦΩΣ! Κανείς δέν μπορεῖ νά παριστάνει ὅτι δῆθεν ὅλα μέσα του εἶναι φωτεινά. Ὅποιος ἰσχυρίζεται κάτι τέτοιο, καί ἐπιμένει, εἶναι ἐπικίνδυνος! Ἀποτελεῖ … κινούμενη ὡρολογιακή βόμβα, πού κάποτε θά ἐκραγῆ!
»Ἀντίθετα, ὅποιος καταλαβαίνει τό σκοτάδι πού κουβαλάει μέσα του, μοῦ φαίνεται πιό ΑΓΝΟΣ καί πιό ΥΓΙΗΣ!…»
* * *
Τήν Δευτέρα Κυριακή τῶν Νηστειῶν γιορτάζουμε τήν μνήμη ἑνός ὄντως ΥΓΙΟΥΣ καί ΑΓΝΟΥ ἀνθρώπου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἦταν ἕνα πολύ δυνατό καί κοφτερό μυαλό. Καί τό ἀξιοποίησε, κοπιάζοντας νά ἀποκτήσει τήν πιό συγκροτημένη μόρφωση – γιά τά δεδομένα τῆς ἐποχῆς του. Ἔπαιζε στά δάχτυλα ὅλη τήν κλασσική ἑλληνική γραμματεία. Καί μάλιστα σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε κάποτε σέ μιά φιλοσοφική συζήτηση μπροστά στόν αὐτοκράτορα, ἕνας τόσο μεγάλος σοφός, ὁ Θεόδωρος Μετοχίτης ἐνθουσιάστηκε μέ τήν σοφία τοῦ νεαροῦ τότε Γρηγορίου, καί ξέσπασε μέ τά λόγια: «Ἄν ἦταν ἐδῶ ὁ Ἀριστοτέλης, θά σέ ἐπαινοῦσε καί θά σέ καμάρωνε!»…
Ὅμως, τά μυαλά τοῦ ἁγίου Γρηγορίου δέν … πῆραν ἀέρα! Ἤξερε ὅτι ἡ κατά κόσμον σοφία, ὅσο μεγάλη κι ἄν εἶναι, ἐλάχιστα φωτίζει τόν ἄνθρωπο, γιά νά βρῆ τό ἀληθινό νόημα τῆς ζωῆς. Χρειάζεται μιά ἄλλη πηγή Φωτός, γιά νά φωτίσει τά ἐσωτερικά μας σκοτάδια. Χρειάζεται τό Ἀληθινό Φῶς τοῦ Χριστοῦ!
Γι’ αὐτό, ὅταν πῆγε νά ἀσκηθῆ στό Ἅγιον Ὄρος, ἡ συνεχής προσευχή του ἦταν: «Κύριε, φώτισόν μου τό σκότος! Φώτισόν μου τό σκότος!» Μέ αὐτή τήν προσευχή του ἀναγνώριζε ὅτι, παρ’ ὅλη τήν τεράστια μόρφωσή του, «κουβαλοῦσε μέσα του σκοτάδι»! Καί διακήρυττε ὅτι:
στήν ἀληθινή αὐτογνωσία, φτάνουμε ΜΟΝΟ μέ τό ΦΩΣ τοῦ Χριστοῦ·
τήν «Χώρα τῶν Θαυμάτων», πού κρύβουμε μέσα μας, μποροῦμε νά τήν ἀνακαλύψουμε ΜΟΝΟ μέ τό ΦΩΣ τοῦ Χριστοῦ·
τό πιό μεγάλο ΘΑΥΜΑ, πού μποροῦμε νά ζήσουμε μέσα μας, εἶναι ὁ ΦΩΤΙΣΜΟΣ τοῦ Χριστοῦ·
τελικά ὁ ἄνθρωπος γίνεται ΑΛΗΘΙΝΟΣ, ΑΓΝΟΣ καί ΥΓΙΗΣ, ὅταν καταλάβει ὅτι δέν εἶναι αὐτόφωτος ἀλλά ΕΤΕΡΟΦΩΤΟΣ!
* * *
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος, βέβαια, δέν ἀρκέστηκε σέ ὡραῖες διακηρύξεις καί διαπιστώσεις. Ἔδειξε στήν πράξη, μέ τήν συνεπῆ ἀσκητική του ζωή καί τήν ὑπακοή του στόν Χριστό, ὅτι:
1. χρειάζεται καί τό … δικό μας τό «χεράκι», γιά νά γυρίσει ὁ «διακόπτης» καί νά ἀνάψει τό Φῶς τοῦ Θεοῦ μέσα μας·
2. πρέπει νά μή φοβόμαστε νά ἀνοίξουμε τά «παράθυρα», γιά νά μπῆ μέσα μας τό ΦΩΣ τό ΑΛΗΘΙΝΟ, ὅσο κι ἄν δείξει βρώμικο καί ἀκατάστατο τό «δωμάτιο» τῆς ψυχῆς μας·
3. ἀξίζει νά κουραστοῦμε λιγάκι στό καθάρισμα τοῦ «δωματίου» μας, καί νά συνεχίσουμε μέ τήν διαρκῆ ΜΕΤΑΝΟΙΑ νά τό κρατᾶμε καθαρό, ὥστε νά χαιρόμαστε πάντοτε τό ΦΩΣ τοῦ Χριστοῦ νά πλημμυρίζει τήν ζωή μας.
Μόνον ἔτσι θά ἀπολαμβάνουμε τήν Ἀληθινή Χώρα τῶν Θαυμάτων, πού εἶναι ἡ ΟΛΟΦΩΤΗ ἁγία μας Ἐκκλησία.
3.
Ἁμαρτία καὶ ἀρρώστεια- Λύτρωση καὶ θεραπεία
Καραγιάννης Νικάνωρ (Ἀρχιμανδρίτης)
«Τέκνον ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου». Ἡ φράση αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ στὸν παραλυτικό τῆς Καπερναοὺμ συνδέει τὴν ἀρρώστια μὲ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴ συγχώρηση μὲ τὴ θεραπεία. Γι’ αὐτὸ ὁ Χριστὸς πρῶτα θεραπεύει τὸ κέντρο καὶ τὴ ρίζα τῆς ἀρρώστιας, δηλαδὴ τὴν ἁμαρτία καὶ στὴ συνέχεια προσφέρει τὴ σωματικὴ θεραπεία. Αὐτὴ ἡ θεραπεία εἶναι ἡ ἀπόδειξη ὅτι «ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐξουσίαν ἔχει ἐπὶ τῆς γῆς ἀφιέναι ἁμαρτίας». Ἂν δὲν ὑπάρχει μία τέτοια σχέση καὶ συνάφεια μεταξύ τῆς συγχώρησης καὶ τῆς θεραπείας, τότε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ παραμένουν ἀκατανόητα, μετέωρα καὶ χωρὶς συνοχή. Ὁ Χριστὸς κηρύττει ὡς νικητὴς τῆς ἁμαρτίας, αἴρει καὶ παραμερίζει τὸ βάρος της καὶ θεραπεύει τὰ συμπτώματά της, ἕνα ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶναι καὶ ἡ ἀρρώστια.
Χριστιανικὴ διδασκαλία καὶ ἐπιστήμη
Ὅμως ὅλα αὐτὰ ἀκούγονται παράδοξα καὶ προκαλοῦν τὴ λογική τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἀντίθετα μὲ τὸ ἐπιστημονικό του κοσμοείδωλο. Σὲ κανένα ἰατρικὸ βιβλίο δὲν φαίνεται ἡ σχέση τῆς ἁμαρτίας μὲ τὴν ἀρρώστια, οὔτε βέβαια τῆς θεραπείας μὲ τὴ σωτηρία. Ὡστόσο κανεὶς γιατρὸς δὲν μπορεῖ νὰ ἀρνηθεῖ ὅτι ἡ ἁμαρτία, ὡς καταπάτηση τῶν νόμων τῆς ζωῆς καὶ τῶν ὁρίων τῆς φύσεως, ἀποτελεῖ ξένο σῶμα στὸν ὀργανισμὸ τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι βάρος τὸ ὁποῖο πιέζει τὴν ψυχή, ἀμβλύνει τὴν ἀντοχή της καὶ ὁδηγεῖ στὴν ψυχικὴ καὶ σωματικὴ ἀσθένεια καὶ μέσα ἀπ’ αὐτὴ στὸ βιολογικὸ θάνατο. Συμπεραίνει λοιπὸν κανεὶς ὅτι τὸ φυσικὸ κακὸ προέρχεται ἀπὸ τὸ ἠθικό, ποὺ εἶναι ἡ ρίζα ὅλων τῶν πόνων καὶ τῶν θλίψεων τοῦ κόσμου.
Ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν ἐξετάζει τὰ ἐξωτερικὰ αἴτια ποὺ προκαλοῦν μία ἀσθένεια. Δὲν ἀσχολεῖται μὲ τὰ βιολογικὰ αἴτια καὶ τοὺς ἰατρικοὺς τρόπους θεραπείας, τοὺς ὁποίους ἐπιβάλλεται νὰ ἐρευνᾶ ἡ ἐπιστήμη βελτιώνοντας τὴ φυσικὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ πίστη δὲν ὑποκαθιστᾶ τὴν ἐπιστήμη, οὔτε ἡ ἐπιστήμη καταργεῖ τὴν πίστη, γι’ αὐτὸ καὶ στὴν πραγματικότητα δὲν συγκρούονται ποτέ. Ὅταν καὶ οἱ δύο λειτουργοῦν σωστά, βοηθοῦν τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀνορθώνεται ἀπὸ τὴν πτώση. Ἡ ἐπιστήμη, ὡς δυνατότητα τοῦ ἀνθρωπίνου νοῦ, εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔχει βέβαια κάποια ὅρια. Ὅμως πέρα καὶ πάνω ἀπὸ αὐτὰ τὰ ὅρια ἀρχίζει ὁ ἀπέραντος χῶρος τῆς πίστεως. Ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ ἐμβαθύνει στὴ ρίζα τοῦ πόνου, τῆς ἀρρώστιας καὶ τοῦ θανάτου ποὺ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴ διατάραξη τῆς σχέσεως τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Ἐδῶ βρίσκεται ἡ ἀπάντηση στὸ πῶς προῆλθε τὸ κακὸ στὸν κόσμο καὶ στὸ πῶς μπορεῖ νὰ ἀντιμετωπισθεῖ ὀντολογικά.
Ὁ ἄνθρωπος μπροστὰ στὴν ἀρρώστια καὶ τὴ θεραπεία
Ὁ Χριστὸς δὲν μιλᾶ πουθενὰ γιὰ τὴν οὐσία τῆς ἁμαρτίας, τὴν προϋποθέτει ὅμως στὸ κήρυγμά του σὰν μιὰ φοβερὴ καθημερινὴ πραγματικότητα ποὺ ἐμποδίζει τὴν ἐπικράτηση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ὅσο διαρκεῖ ὁ σημερινὸς κόσμος, ἡ ἀνθρωπότητα θὰ συνεχίζει νὰ ὑφίσταται τὶς συνέπειες τῆς ἁμαρτίας, μία ἀπὸ τὶς ὁποῖες εἶναι καὶ ἡ ἀσθένεια. Ἡ ἁμαρτία γίνεται πρόξενος θλιβερῶν συνεπειῶν γιὰ ὅλους μας ἀνεξαιρέτως. Ὅλοι γνωρίζουμε πόσο συχνὰ δοκιμάζεται ἡ ζωή μας ἀπὸ τὸ ἄγχος, τὴν ἀγωνία, τὸ φόβο, τὴν ἀνασφάλεια, τὴν ἐσωτερικὴ διάσπαση καὶ διάσταση· μία πνευματικὴ καὶ σωματικὴ κατάσταση ἀρρώστιας καὶ φθορᾶς. Μόνο μέσα σ’ αὐτὴ τὴν ὀπτικὴ κατανοοῦμε τὴν ἐσωτερικὴ σχέση τῆς ἁμαρτίας μὲ τὴν ἀρρώστια, κατὰ τὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ ἀποστόλου Παύλου.
Ὁ Χριστός, καθὼς συναντᾶ τὸν ἄνθρωπο, ζεῖ τὰ δεινὰ καὶ τὴν τραγωδία ποὺ προκαλεῖ τὸ κακὸ στὴ ζωή του. Μὲ τὴ διδασκαλία καὶ τὰ θαύματά Του τὸν ἀπελευθερώνει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν θεραπεύει ἀπὸ τὴν ἀρρώστια. Τοῦ προσφέρει τὴ δυνατότητα νὰ ὑπερνικήσει τὸ κακὸ ποὺ εἶναι ριζωμένο μέσα του καὶ ἀποτυπώνεται γύρω του. Ἡ θεραπεία τῶν ἀσθενειῶν καὶ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου συνυπάρχουν στὸ ἔργο καὶ τὴν ἀποστολὴ τοῦ Κυρίου. Ἡ σώζουσα δύναμη τῆς πίστεως καὶ ἡ θεραπευτικὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ διοχετεύεται στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴ μεταμορφώνει.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἡ ἀρρώστια παραμένει μία μεταπτωτικὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου. Γι’ αὐτὸ καὶ κάθε θεραπεία, εἴτε εἶναι καρπὸς τῆς θαυματουργικῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ εἴτε εἶναι ἀποτέλεσμα τῶν κατορθωμάτων τῆς ἐπιστήμης, εἶναι μία νίκη τοῦ ἀνθρώπου ἐνάντια στὴ φθορά. Ἕνα ἀκόμη βῆμα, γιὰ νὰ παραταθεῖ τὸ θαῦμα τῆς ζωῆς πάνω στὸ θάνατο μέχρι τὴν ὁριστικὴ ἐκμηδένισή του μετὰ τὴν κοινὴ ἀνάσταση στὴν αἰωνιότητα. Ἀμήν.
4.
Ἡ θεραπεία τοῦ Παραλύτου ἐν Καπερναούμ
Γιαννακόπουλος Ἰωήλ (Ἀρχιμανδρίτης)
(Ματθ. 9,1-8. Μάρκ. 2.1-12. Λουκ.. 5,17-26)
Ὁ Κύριος συνεκρούσθη ἐν Ἱερουσαλήμ μετά τῆς ἱερατικῆς τάξεως πρώτην φοράν κατά τό πρῶτον Πάσχα τοῦ δημοσίου Του βίου καί κατόπιν ἐν τῇ ὑπαίθρῳ χώρᾳ τῆς Ἰουδαίας μετά τῶν Φαρισαίων, ὅτε εὑρίσκετο ἐν τῇ Αἰνών μετά τῶν μαθητῶν Του πλησίον τοῦ Ἰορδάνου. Ἡ θεραπεία ὅμως τοῦ παραλυτικοῦ ἐν Καπερναούμ καί ἡ κλῆσις τοῦ Λευΐ θά παράσχωσιν εἰς τούς Γραμματεῖς καί Φαρισαίους τήν ποθητήν τῶν εὐκαιρίαν νά συγκρουσθῶσι καί ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ μέ τόν Ἰησοῦν. Αὕτη ἔγινεν οὕτως.
Ὁ Κύριος μετά τήν ἐπάνοδόν Του ἐκ τῆς χώρας τῶν Γεργεσηνῶν κατά τόν Ματθαῖον ἤ μετά τήν πρώτην μεγάλην περιοδείαν ἀνά τήν Γαλιλαίαν καί ἑπομένως μετά τήν θεραπείαν τοῦ λεπροῦ κατά τόν Μᾶρκον καί Λουκᾶν—τό δεύτερον πιθανώτερον—«εἰσῆλθεν εἰς Καπερναούμ δι’ ἡμερῶν καί ἠκούσθη, ὅτι εἰς οἶκον ἐστί»· ἔρχεται εἰς Καπερναούμ κρυφίως ὅπου ἔμεινεν ἡμέρας τινας χωρίς νά γίνῃ ἀντιληπτός ὑπό τοῦ λαοῦ καί εἰσέρχεται εἴς τινα οἶκον, ἴσως τοῦ Πέτρου. Ἡ κρυφή αὕτη εἴσοδος τοῦ Ἰησοῦ εἰς Καπερναούμ σκοπεῖ, ὡς φαίνεται, τήν διόρθωσιν τῶν παρά τήν θέλησίν Του παρά τοῖς Ἰουδαίοις διά τῆς ἀδιακρισίας τοῦ λεπροῦ ἐξαφθεισῶν πολιτικῶν Μεσσιακῶν ἰδεῶν. Ἀλλά δέν ἠδυνήθη νά διαφύγῃ καί ἐκεῖ τήν προσοχήν τοῦ λαοῦ ὁ Ἰησοῦς, οὔτε δέ καί ἦτο πρέπον νά διατηρῇ Ἑαυτόν πάντοτε ἐν ἀφανείᾳ, ἀφοῦ ὁ σκοπός Αὐτοῦ ἦτο ἡ δημοσία ἀποπεράτωσις τοῦ ἔργου Του. Ἐκεῖ λοιπόν μετά τινας ἡμέρας ἐγένετο γνωστός. «Συνήχθησαν πολλοί» ἄνθρωποι «ὥστε μηκέτι χωρεῖν μηδέ τά πρός τήν θύραν» ἦτο τόσος ὁ συνωστισμός, ὥστε ὄχι μόνον ἐντός τῆς οἰκίας δέν ὑπῆρχε χῶρος κενός ἀλλά οὔτε καί εἰς τήν θύραν «καί ἐλάλει αὐτοῖς τόν λόγον» ἐκήρυττε τόν λόγον τοῦ Θεοῦ. Μεταξύ τῶν ἀκροατῶν, οἵτινες εἶχον πληρώσει ὅλον τόν χῶρον τοῦ ἰσογείου καί πτωχικοῦ σπιτιοῦ ἦσαν «καθήμενοι Φαρισαῖοι καί νομοδιδάσκαλοι, οἵ ἦσαν ἐληλυθότες ἐκ πάσης κώμης τῆς Γαλιλαίας καί Ἰουδαίας καί Ἱερουσαλήμ» οἱ «Νομοδιδάσκαλοι» ἤτοι Γραμματεῖς καί Φαρισαῖοι ἦλθον ἐκ πολλῶν πόλεων τῆς Γαλιλαίας, Ἰουδαίας καί Ἱερουσαλήμ.Ὁ σκοπός τῶν Γραμματέων καί Φαρισαίων, ὡς φαίνεται ἐκ τῶν ἑπομένων, ἦτο νά εὕρωσιν εὐκαιρίαν νά κατηγορήσωσι τόν Ἰησοῦν.
Ἐνῶ λοιπόν ὁ Κύριος ἐκήρυττε καί «δύναμις Κυρίου ἦν εἰς τό ἰᾶσθαι αὐτούς» καί δύναμις τοῦ Θεοῦ ἦτο ἡ ὁποία ἐθεράπευε τούς ἀσθενεῖς, ὁ δέ λαός συνωστίζετο νά ἀκούσῃ Αὐτόν, αἴφνης «ἔρχονται πρός Αὐτόν, παραλυτικόν φέροντες, αἰρόμενον ὑπό τεσσάρων». Φέρεται ἄνθρωπος παραλυτικός ἐπί φορείου ὑπό τεσσάρων ἀνθρώπων. Οἱ τέσσαρες οὗτοι ἄνδρες ἐζήτησαν κατ’ ἀρχάς «εἰσενεγκεῖν καί θεῖναι ἐνώπιον Αὐτοῦ» νά εἰσέλθουν εἰς τόν οἶκον καί νά τοποθετήσουν τόν παράλυτον εἰς τούς πόδας τοῦ Ἰησοῦ «καί μή εὑρόντες ποίας εἰσενέγκωσιν αὐτόν» μή εὑρόντες διά ποίας ὁδοῦ νά εἰσαγάγωσιν αὐτόν ἕνεκεν τοῦ συνωστισμοῦ τοῦ ὄχλου, ἀνεβίβασαν αὐτόν διά τῆς ἐξωτερικῆς κλίμακος τῆς φερούσης εἰς τό δῶμα εἰς τό κοινῶς λιακωτό. Ἡ στέγη δηλαδή εἰς τά σπίτια τῆς Παλαιστίνης τότε ἦτο ἐπίπεδος κατεσκευασμένη μέ κλάδους ἤ καλάμια καί ἕνα στρῶμα λάσπης. Ἐνιαχοῦ και ἐνίοτε ἔφερεν αὕτη καί κεραμίδια, ὡς ἐν τῇ προκειμένῃ περιπτώσει· «ἀναβάντες ἐπί τό δῶμα ἀπεστέγασαν τήν στέγην καί ἐξορύξαντες, διά τῶν κεράμων χαλῶσι τόν κράββατον, ὅπου ὁ παραλυτικός κατέκειτο˙ καθῆκαν αὐτόν σύν τῷ κλινιδίῳ εἰς τό μέσον ἔμπροσθεν τοῦ Ἰησοῦ. Ἀναβιβάσαντες δηλαδή οἱ τέσσαρες τόν παράλυτον ἐπί τοῦ δώματος τῆς ὀροφῆς καί ἐπισημάναντες ἐκ τῆς φωνῆς τοῦ κηρύττοντος, κάτωθεν ποίου μέρους τῆς στέγης εὑρίσκεται ὁ λαλῶν Ἰησοῦς, ἀπεστέγασαν τό μέρος ἐκεῖνο τῆς στέγης τόσον, ὅσον θά ἐχρειάζετο νά διέλθῃ τό ξυλοκράβατον, ἐπί τοῦ ὁποίου εὑρίσκετο ἀκίνητος ὁ παράλυτος. Μετά ταῦτα κατεβίβασαν διά τῆς ὀπῆς ταύτης τόν ἀσθενῆ ἐμπρός εἰς τά πόδια τοῦ Ἰησοῦ. Ἡ πρᾶξις αὕτη τῶν τεσσάρων αὐτῶν φορέων τοῦ κραββάτου καί ἡ συγκατάθεσις τοῦ παραλυτικοῦ εἰς τοῦτο δεικνύουσι πίστιν πρός τόν Σωτῆρα θερμήν καί ἡ ἀνταμοιβή δέν θά βραδύνῃ νά δοθῇ εἰς αὐτούς ὑπό τοῦ Σωτῆρος.
Ὁ Κύριος ἰδών τήν πίστιν τοῦ παραλυτικοῦ καί τῶν βασταζόντων, οἱ ὁποῖοι ὑπεβλήθησαν εἰς τόν κόπον τῆς διά τῆς στέγης καταβιβάσεως τοῦ ἀσθενοῦντος εἰς τά πόδια Του, καί διαγνώσας τήν ἠθικήν αἰτίαν τῆς παραλυσίας καί τήν δειλίαν τοῦ προκειμένου παραλυτικοῦ, ἄν θά συγχωρηθῇ διά τάς ἁμαρτίας του, συγχωρεῖ ἐν πρώτοις τήν ρίζαν τοῦ κακοῦ ἐκείνου, τήν ἁμαρτίαν λέγων: «Θάρσει τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου». Θάρρος, τέκνον μου! Συγχωροῦνται αἱ ἁμαρτίαι σου. Εἰς τό ἄκουσμα τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ παραλυτικοῦ «Ἦσαν δέ τινες τῶν γραμματέων ἐκεῖ καθήμενοι καί διαλογιζόμενοι ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν», μερικοί ἐντόπιοι Γραμματεῖς καί Ἱεροσολυμῖται Φαρισαῖοι, οἱ ὁποῖοι εὑρίσκοντο ἐκεῖ, ἐσκανδαλίσθησαν καί ἤρχισαν νά σκέπτωνται περί τοῦ Ἰησοῦ «τίς ἐστίν οὗτος, ὅς λαλεῖ βλασφημίας; τίς δύναται ἀφιέναι ¨ἁμαρτίας, εἰ μή μόνος ὁ Θεός;». Τίς εἶναι οὗτος, ὁ ὁποῖος βλασφημεῖ ὡς ἀφαιρῶν τό δικαίωμα τοῦ συγχωρεῖν ἁμαρτίαις ἀπό τόν Θεόν, εἰς τόν ὁποῖον μόνον ἀνήκει, καί ἴδιον ποιῶν αὐτό; Τήν σκέψιν των αὐτήν δέν ἐτόλμησαν βεβαίως νά ἐκφράσωσι καί δημοσίᾳ, διότι τό πρόσωπον τοῦ Ἰησοῦ ἐβάρυνεν εἰς τάς συνειδήσεις τῶν ἀκροατῶν λόγῳ τῶν προηγουμένων θαυμάτων Του.
Ὁ Κύριος ὅμως «ἐπιγνούς τῷ πνεύματι αὐτοῦ» ἀναγνώσας διά τοῦ ἰδίου πνεύματος, μόνος του, τάς πονηράς αὐτῶν σκέψεις, ὡς Θεός πού ἦτο, καί ἀποδεικνύων διά τῆς γνώσεως ταύτης τοῦ ἐσωτερικοῦ των κόσμου, ὅτι εἶναι καρδιογνώστης Θεός ἅμα δέ ἐλέγχων τήν κακίαν των λέγει εἰς αὐτούς˙ «τί ταῦτα διαλογίζεσθε ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν;» διατί σκέπτεσθε σκέψεις πονηράς διά τό ἄτομόν Μου; «Τί ἐστί εὐκοπώτερον» τί εἶναι εὐκολώ-τερον νά εἴπω; «ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι ἤ εἰπεῖν ἔγειρον ἆρον τόν κραββατόν σου και περιπάτει;» Βεβαίως εὔκολα καί δύσκολα ἀμφότερα. Εὔκολα μέν, ἄν περιορισθῶμεν εἰς τό«εἰπεῖν», δύσκολα ὅμως ἄν ἀποβλέψωμεν εἰς τά γεγονότα εἰς τήν πραγματοποίησιν. Τό πρῶτον ἀσφαλῶς δι’ ἕνα ἀπατεῶνα εἶναι εὐκολώτερον, διότι ἡ πραγματοποίησις τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν ὡς ἀόρατος εἶναι καί ἀνεξέλεγκτος. Ἐνῷ ὅμως τό δεύτερον, ἡ θεραπεία τοῦ παραλύτου δύναται νά ἐλεγχθῇ διά τῆς πραγματοποιήσεως ἤ μή. Ὥστε ἄν ἐγώ εἶμαι δυνατός εἰς τό δεύτερον, τό ὁρατόν, εἰς τήν ἀποκατάσταοιν δηλαδή τῆς ὑγείας τοῦ προκειμένου παραλυτικοῦ, θά εἶμαι ἀξιόπιστος καί διά τό πρῶτον, τήν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν, διά τήν ὁποίαν σκανδαλίζεσθε. Ὁ Κύριος ἀναμένει ἐπί τι χρονικόν διάστημα ἀπάντησιν ἀπό τούς Γραμματεῖς καί Φαρισαίους. Ἀλλά οὗτοι σιωπῶσιν ἐκπλαγέντες ἴσως ἐκ τῆς διαγνώσεως τοῦ ψυχικοῦ των κόσμου ὑπό τοῦ Ἰησοῦ.
Κατόπιν ἀπευθύνεται πάλιν πρός αὐτούς καί λέγει˙ «ἵνα δέ εἰδῆτε, ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἀφιέναι ἐπί τῆς γῆς ἁμαρτίας, λέγει τῷ παραλυτικῷ˙ Σοί λέγω, ἔγειραι καί ἆρον τόν κράββατόν σου καί ὕπαγε εἰς τόν οἶκον σου». Διά νά μάθετε, ὅτι ἐγώ ὡς Υἱός ἀνθρώπου ἔχω λάβει τήν ἐξουσίαν (ὡς Θεός τήν ἔχω) τοῦ νά συγχωρῶ ἁμαρτίας ἐπί τῆς γῆς – μετά τήν ἀνάστασιν ἔλαβεν ἐξουσίαν ἐπί γῆς καί οὐρανοῦ – λέγει τῷ παραλυτικῷ ἔγειρε, λάβε τόν κραββατόν σου καί περιπάτει˙ «παραχρῆμα ἀναστάς ἐνώπιον αὐτῶν, ἄρας ἐφ’ ᾧ κατέκειτο, ἀπῆλθεν εἰς τόν οἶκον αὐτοῦ, δοξάζων τόν Θεόν». Πάραυτα ὁ παράλυτος ἔγινεν ὑγιής καί λαβών τόν κραββατόν ἐπ’ ὤμων ὡς σημεῖον τοῦ θαύματος μετέβη εἰς τόν οἶκον του διελθών διά τοῦ πλήθους ὑμνῶν τόν Θεόν. Τοῦτο ἀπεστόμωσε χωρίς νά πείσῃ ὅμως τούς Γραμματεῖς καί Φαρισαίους. Εἰς τόν λαόν δέ ἔκαμε μεγάλην,ὡς ἦτο ἑπόμενον κατάπληξιν, ὥστε «ἔκστασις ἔλαβεν ἅπαντας» ἐξεπλάγησαν ὅλοι «καί ἐδόξαζον τόν Θεόν καί ἐπλήσθησαν φόβου, ἐδόξαζον τόν Θεόν καί ἐφοβήθησαν πολύ «λέγοντες, ὅτι εἴδομεν παράδοξα σήμερον». Παράδοξα ἀπίστευτα πράγματα εἴδομεν σήμερον. «Οὕτως οὐδέποτε εἴδομεν». Τοιαῦτα πράγματα οὐδέποτε εἴδομεν.
«Οἱ ὄχλοι ἐφοβήθησαν». Φόβος δέ θρησκευτικός προερχόμενος ἐκ τῆς συγχωρήσεως ἁμαρτιῶν καί ἐκ τῆς συναισθήσεως τῆς ἁμαρτωλῆς των καταστάσεως ἐμπρός εἰς τήν ἐνσάρκωσιν τῆς θείας δικαιοσύνης κατέλαβε τόν λαόν. Ὁ φόβος ὅμως αὐτός δέν ἦτο μόνος, συνωδεύετο καί ὑπό δοξολογίας τοῦ Θεοῦ. «Και ἐδόξασαν τόν Θεόν τόν δόντα ἐξουσίαν τοιαύτην τοῖς ἀνθρώποις». Καί ἐδόξασαν τόν Θεόν, διότι ἔδωκε τοιαύτην δύναμιν εἰς ἄνθρωπον, τόν Ἰησοῦν.
Θέμα: Ὁ Κύριος εἶναι φῶς, ἔλεγχος, θεραπεία
Τρεῖς εἶναι ἐκεῖνοι, μετά τῶν «ὁποίων ἔρχεται εἰς ἐπαφήν ὁ Χριστός κατά τό Εὐαγγέλιον τοῦ παραλυτικοῦ. Εἶναι ὁ λαός, τόν ὁποῖον διδάσκει, οἱ Φαρισαῖοι τούς ὁποίους ἐλέγχει καί ὁ παράλυτος, τόν ὁποῖον θεραπεύει. Καί εἰς τούς τρεῖς αὐτούς ὁ Κύριος ἀποκαλύπτει τόν ἑαυτόν τους κατά τρεῖς διαφόρους τρόπους, διότι τόν μεν λαόν φωτίζει, τούς δέ Φαρισαίους ἐλέγχει, τόν δέ παραλυτικόν θεραπεύει. Ἄς ἴδωμεν τό φῶς, τόν ἔλεγχον και τήν θεραπείαν τοῦ Κυρίου καί κατόπιν τόν ἑαυτόν μας ὑπό τά τρία αὐτά πράγματα:
Αον˙ Ὁ Χριστός κατά τήν Εὐαγγελικήν περικοπήν. Τό κήρυγμα τοῦ Κυρίου πρός τόν λαόν δεν ἦτο κήρυγμα ἀστρονομικόν ψυχολογικόν ἤ ἄλλο τι ἱκανοποιοῦν τήν γνῶσιν. Ὁ Κύριος δια τοῦ κηρύγματός Του ὡδήγει τούς ἀκροατάς Του εἰς συναίσθησιν τοῦ ἑαυτοῦ των. Εἰς συναίσθησιν τοῦ ἑαυτοῦ των ὁδηγεῖ καί ὁ ἔλεγχος πρός τούς Φαρισαίους. «Τί διαλογισμοί ἀναβαίνουσιν ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν;» λέγει ὁ Κύριος πρός τούς Φαρισαίους, οἱ ὁποῖοι ἐσκέπτοντο βλασφήμους σκέψεις κατά τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός ἐλέγχων τάς πονηράς σκέψεις τῶν Φαρισαίων ἀποκαλύπτει αὐτάς. Μέ τήν ἀποκάλυψιν αὐτῶν κάμνει τάς σκέψεις ταύτας περισσότερον αἰσθητάς εἰς τούς Φαρισαίους.
Ὁ Κύριος δέν φωτίζει μόνον διά τοῦ λόγου Του καί δέν ἐλέγχει μόνον τούς Φαρισαίους, ἀλλά θεραπεύει καί τόν παραλυτικόν. Καί ἡ θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ εἶναι ἕνα ξεσκέπασμα τοῦ ἑαυτοῦ του εἰς τά μάτια τοῦ ἰδίου καί εἰς τά μάτια τῶν ἄλλων. Τό ξεσκέπασμα αὐτό γίνεται κατά τόν ἑξῆς τρόπον. Ὁ παράλυτος, οἱ Φαρισαῖοι καί ὁ κόσμος ἐνόμιζον, ὅτι ὁ παράλυτος ἦτο ἀσθενής μόνον σωματικῶς. Ὁ Κύριος ὅμως λέγων εἰς αὐτόν ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι πρῶτον καί ἔπειτα ἆρον τόν κράββατόν σου καί περιπάτει, δεικνύει, ὅτι ὁ παράλυτος δέν ἦτο ἀσθενής μόνον κατά τό σῶμα. Ἐκτός αὐτοῦ θεραπεύων πρῶτον τήν ἁμαρτίαν καί ἔπειτα τήν παραλυσίαν δεικνύει, ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι ἡ αἰτία τῆς παραλυσίας ἡ δέ παραλυσία εἶναι τό ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας. Τήν διπλήν νόσον τοῦ παραλυτικοῦ καί τήν προτεραιότητα τῆς ψυχικῆς νόσου ἀπό τήν σωματικήν ἠγνόουν ὄχι μόνον ὁ λαός καί οἱ Φαρισαῖοι ἀλλά καί ὁ ἴδιος ὁ παραλυτικός. Ὁ Κύριος ὅμως τώρα διά τῆς θεραπείας ξεδιπλώνει τό νόσημα τοῦ παραλυτικοῦ εἰς τά μάτια ὅλων.
Καί οἱ τρεῖς οὗτοι τρόποι, διά τῶν ὁποίων ὁ Κύριος ξεδιπλώνει τάς συνειδήσεις τῶν ἀνθρώπων ἔχουσι μεγάλην σχέσιν μεταξύ των. Τό φῶς δηλαδή τοῦ κηρύγματός Του πρός τόν λαόν εἶναι ταυτοχρόνως ἔλεγχος καί θεραπεία. Ὁ ἔλεγχός Του πρός τούς Φαρισαίους εἶναι ταυτοχρόνως φῶς καί θεραπεία. Ἡ θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ εἶναι ἐπίσης ταυτοχρόνως φῶς καί ἔλεγχος. Φῶς μέν, διότι δεικνύει τήν σχέσιν ψυχικῆς καί σωματικῆς νόσου, εἶναι δέ καί ἔλεγχος, διότι φαίνεται, ὄτι ἐκ τῶν ¨ἁμαρτιῶν του ἔγινε παράλυτος.
Βον’. Ὁ Χριστός εἰς τήν ζωήν μας. Πόσα διδάγματα ! Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου εἶναι καί δι’ ἡμᾶς φῶς, ἔλεγχος καί θεραπεία καί ἰδού πῶς. Καί ἡμεῖς ἐντοπίζομεν τό κακόν πρός τά ἔξω. Νεῦρα, ἰδιοσυγκρασία, κοινωνία, πρόγονοι καί αὐτός ὁ ἴδιος ὁ Θεός προβάλλονται ὡς φορεῖς τοῦ κακοῦ μας. Θυμώνω, διότι ἔχω νεῦρα, λέγει τις. Ἔχω νεῦρα, διότι εἶμαι ζωηρός, ἔχω ἰδιοσυγκρασίαν αἱματώδη λέγουν ἄλλοι. Εἶμαι κακός, διότι μέ ἀναγκάζει τό περιβάλλον. Ὁ ἀδελφός, ὁ ἐξάδελφος, ὁ ἀνεψιός, ὁ συνάδελφος, ὁ προϊστάμενος μέ ἀναγκάζουν νά εἶμαι κακός. Κλέπτω, ὁρκίζομαι, ὀργίζομαι κατακρίνω, διότι ἡ κοινωνία ἐχάλασεν ἰσχυρίζεταί τις. Πλήν αὐτῶν οἱ γονεῖς μου, ὁ πάππος μου, ἡ μάμη μου, οἱ πρόγονοί μου μοῦ μετέδωκαν τό κακόν πού ἔχω, δέν πταίω ἐγώ δικαιολογοῦνται τινές. Αὐτή εἶναι ἡ φύτρα μου ἡ ρίζα μου. Ἄλλοι ὅμως προχωροῦν ἀκόμη μακρύτερα καί λέγουσι. Διατί ὁ Θεός νά μᾶς δημιουργήσῃ κατ’ αὐτόν τόν τρόπον; Ἰδού οἱ νέοι Φαρισαῖοι καί παράλυτοι.
Ὁ λόγος ὅμως τοῦ Κυρίου εἴδομεν, ὅτι εἶναι φῶς ἔλεγχος καί θεραπεία, διότι ἐνετόπισε τό κακόν τοῦ παραλυτικοῦ, τῶν Φαρισαίων ἐντός αὐτῶν. Καί πράγματι! Τό κακόν εἶναι μέσα μας καί ὄχι ἔξω καί ἰδού πῶς. Εἶναι ἀληθές, ὅτι ὑπάρχουν ἄνθρωποι κακοί, ὑπάρχει κληρονομική διάθεσις ὀλεθρία, ὑπάρχει Σατανάς. Εἶναι δέ τόσον τό ἐκτός ἡμῶν κακόν μεγάλον, ὥστε ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὀνομάζει αὐτό κοσμοκράτορα τοῦ αἰώνος τούτου. Παρ’ ὅλα ὅμως αὐτά μένει μέσα μας ἕνα περιθώριον μικρόν ἤ μέγα ἀναλόγως τοῦ ἀτόμου, εἰς τό ὁποῖον κινεῖται ἐλευθέρως ὁ ἄνθρωπος καί εἶναι ὑπεύθυνος διά τάς πράξεις του. Μέ τήν ἐλευθερίαν ταύτην ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἀνώτερος τῶν ζῴων.
Καί ἑπομένως σύ, ὁ ὁποῖος προφασίζεσαι ὅτι τά νεῦρα σου εἶναι ἡ αἰτία τοῦ θυμοῦ σου, διατί δεν φροντίζεις μέ τήν θέλησίν σου καί τήν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ νά κατηρεμήσῃς; Ὑπῆρξαν ἄνθρωποι εὑερέθιστοι, οἱ ὁποῖοι διά τῆς θελήσεως των ἔγιναν ἀγνώριστοι. Λέγεις, ὅτι πταίει ἡ κοινωνία, εἰς τήν ὁποῖαν ζῇς. Ἀπάτη ! Κοινωνία εἶσαι σύ καί ἐγώ. Ἐάν αὐτό τό εἴπωμεν ὅλοι μας, ὅτι δηλαδή πταίει ἡ κοινωνία, ποῖος θά εἶναι τό θῦμα, καί ποῖος ὁ δράστης; Ποῖος πταίει, ὥστε ἐγώ νά εἶμαι θῦμα, ἀφοῦ καί ἐγώ εἶμαι μέλος τῆς κοινωνίας; Λέγεις πταίει ἡ κληρονομικότης. Ποῖος ὅμως ἐφυλακίσθη, διότι ὁ πάππος του ἦτο διαρρήκτης; Τέλος θέτεις τά πάντα ὡς αἴτιον τοῦ κακοῦ εἰς τόν Θεόν. Πόση ἀναίδεια!
Ὁ Χριστός ὅμως εἶναι φῶς, ἔλεγχος καί θεραπεία μέ τό κήρυγμά Του, σέ φωτίζει, δεν πταίουν τά νεῦρα σου ἀλλά τά πάθη σου. Δέν πταίει ἡ κοινωνία ἀπό τήν ὁποῖαν ἐπηρεάζεσαι, ἀλλά πταίεις σύ, διότι δέν ἐπηρεάζεις τόν κύκλον τῆς κοινωνίας σου.Ὁ Κύριος σέ φωτίζει, ὅτι ὅσην κληρονομικότητα καί ἐάν ἔχῃς, ἔχει τόσην δύναμιν ὁ Χριστός, ὥστε ἀπό τό ἀγκάθι δύναται νά ἐξέλθῃ ρόδον, ἀπό γονεῖς κακούς δύναται νά ἐξέλθῃ καλόν τέκνον. Ἔχει τόσον φῶς ὁ Χριστός, ὥστε λέγει εἰς σέ ὅ,τι εἶπε καί εἰς τούς Φαρισαίους «ἵνα τί διαλογισμοί ἀναβαίνουσι ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν;» Διατί δηλαδή σκέπτεσαι κακά ἐναντίον ὅλων τῶν ἄλλων καί τόσον πολύ κολακεύεις τόν ἑαυτόν σου;
Ταῦτα πάντα δέν εἶναι μόνον φῶτα εἶναι ἔλεγχος καί θεραπεία. Ὅταν λέγῃς, ὅτι πταίουν τά νεῦρα σου, ἄρα πταίει ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος σου ἔδωσε τά νεῦρα! Ὅταν λέγῃς, ὅτι ὅλοι οἱ ἀλλοι πταίουν, νεῦρα, περιβάλλον καί αὐτός ἀκόμη ὁ Θεός, δέν πταίεις ὅμως σύ, δέν ἀντιλαμβάνεσαι, ὅτι εἶσαι πωρωμένος ἄνθρωπος; Ὅταν λέγῃς, ὅτι εἶναι ἡ φύτρα σου κακή καί δέν δύνασαι νά γίνῃς καλός, δέν καταλαβαίνεις, ὅτι ὁμολογεῖς, ὅτι εἶσαι ἀνεπίδεκτος προόδου; Δέν ὑπάρχει μεγαλύτερα διά σέ αὐτοκαταδίκη, χειροτέρα πνευματική ἀγχόνη ! Ὁ ἔλεγχος αὐτός θά σοῦ γίνη σωτήριος. Θά πόνεσῃς, ὅταν ἀκούσῃς ὅτι εἶσαι ἔνοχος καί ὅτι τό κακόν εἶναι μέσα σου. Θά ἱδρώσης, ὅταν ἀποφασίσῃς νά νικήσῃς τό ἐξωτερικόν καί ἐσωτερικόν κακόν μέ τήν θέλησίν σου. Ὅταν ὅμως πονέσης καί ἱδρώσῃς, τότε μόνον θά θεραπευθῇς. Θεραπεία χωρίς ἔλεγχον καί πόνον δέν εἶναι δυνατόν νά γίνῃ. Ἑπομένως ἰδού πῶς ὁ λόγος τοῦ Κυρίου εἶναι φῶς ἔλεγχος καί θεραπεία εἰς τόν λαόν εἰς τούς Φαρισαίους εἰς τόν παράλυτον καί εἰς ἡμᾶς τούς σημερινούς Φαρισαίους καί παραλύτους.
Διδακτικώτατον παράδειγμα, κατά τό ὁποῖον φαίνεται πῶς ὁ Χριστός εἶναι φῶς, ἔλεγχος και θεραπεία τῆς ψυχῆς μας εἶναι τό κάτω γεγονός. Τό 1050 μ. χ. ὁ Λανφράγκ ἦτο σπουδαστής τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν περίφημος, παρημέλει ὅμως τήν σωτηρίαν τῆς ψυχῆς του. Ἡμέραν τινά διήρχετο δάσος τι καί ἔπεσεν εἰς χεῖρας λῃστῶν, οἱ ὁποῖοι, ἀφοῦ ἔδεσαν τάς χεῖρας του ὄπισθεν καί τά μάτια διά παχέος ὑφάσματος καί ἀφῄρεσαν ὅ,τι χρήματα εἶχε, τόν ἀφῆκαν μέ δεμένα μάτια καί χέρια καί ἔφυγον. Εἰς τήν στενοχωρίαν του αὐτήν ὁ Λανφράγκ ἐπεκαλέσθη τήν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποῖα δέν ἄργησε νά ἔλθῃ. Ἐκεῖ πλησίον ὑπῆρχε Μοναστήριον. Ὁ Λανφράγκ πίπτει εἰς τά ὄμματα τῶν Μοναχῶν, οἱ, ὁποῖοι πλησιάζουσι, λύουσι χεῖρας καί ὀφθαλμούς καί ὀδηγοῦσιν αὐτόν εἰς τό Μοναστήριον. Ἐκεῖ βλέπει τόν ἡγούμενον νά κτίζῃ τόν φοῦρνον τῆς Μονῆς μόνος του. Συγκινεῖται, γίνεται μοναχός καί ἐξελίσσεται εἰς τόν περίφημον Ἀρχιεπίσκοπον τῆς Κανταβρυγίας. Ὁ ἔλεγχος τῶν λῃστῶν ἄνοιξε τά μάτια τῆς ψυχῆς του, ὅταν ἦσαν δεμένα μέ τό παχύ πανί, ὥστε νά ἴδῃ τό φῶς, τόν Θεόν καί νά θεραπευθῇ ἡ ἀμέλειά του, ὅταν ὡδηγήθη εἰς τό Μοναστήριον.
Ἄs φωτισθῶμεν, ἄς ἐλεγχθῶμεν ἀπό τόν λόγον τοῦ Κυρίου, ἵνα θεραπευθῶμεν. Ἀμήν.
5.
Ἡ ἀληθινὴ σωτηρία
Λαμπρόπουλος Βαρνάβας (Ἀρχιμανδρίτης)
Δεινὸ γυμναστὴ μᾶς προβάλλει σήμερα ἡ Ἐκκλησία, τὸν πρωταθλητὴ τῆς πίστης ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, γιὰ νὰ μᾶς ἐνθαρρύνει στὴν ἄσκηση τῶν ἀρετῶν μέσα στὸ «στάδιο» τῆς μεγάλης Σαρακοστῆς. Τὸ βεβαιώνει καὶ ἕνα τροπάριο τῆς ἀκολουθίας του λέγοντας: «Ἡ ἀφυπνιστικὴ γλώσσα τῆς διδασκαλίας σου ἠχώντας στὰ αὐτιὰ μας διώχνει ἀπὸ τὶς ψυχές μας τὴ ραθυμία».
Δημιουργὸς καὶ ἀναλλοίωτος
Ἐξίσου ὅμως ἀφυπνιστικὴ εἶναι καὶ ἡ γλώσσα τοῦ ἀποστόλου Παύλου στὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα. Μᾶς καλεῖ νὰ διώξουμε τὸ σκοτάδι τῆς ἀμέλειας καὶ νὰ ἐργαζόμαστε μὲ ἐπιμέλεια γιὰ τὴ σωτηρία μας. Καὶ ὁδηγεῖ ὄντως τὴν ψυχὴ σὲ πηχτὸ σκοτάδι ἡ ἀμέλεια, ὅπως τὸ ἐπισημαίνει καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης. Ἑρμηνεύοντας ὁ Ἅγιος τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ «ἔρχεται νύχτα ποὺ κανεὶς δὲν θὰ μπορεῖ νὰ ἐργάζεται», λέει: «Ἡ νύχτα ποὺ ἔρχεται δὲν εἶναι τόσο τὰ χρόνια τοῦ ἀντίχριστου ἢ ἡ αἰώνια κόλαση, ὅσο ἡ καθημερινὴ ἀμέλεια τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ». Ἄρα δὲν εἶναι κάτι μελλοντικό, ἀλλὰ κάτι ποὺ ξεκινάει ἀπὸ σήμερα· ἀπὸ κάθε μέρα. Καὶ αὐτὴ ἡ ἀμέλεια μᾶς προετοιμάζει γιὰ τὴν ἀνυπόφορη καὶ ὀλέθρια ἀπραξία ποὺ θὰ ἐπικρατεῖ καὶ στὰ ἄλλα δύο.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, γιὰ νὰ μᾶς ἐνθαρρύνει στὸν ἀγώνα κατὰ τῆς ἀμέλειας, μᾶς προβάλλει τὸ μεγαλεῖο τῆς σωτηρίας ποὺ μᾶς χαρίζει ὁ Χριστός. Προηγουμένως ὅμως τονίζει δύο μεγάλες ἀλήθειες γιὰ τὸ Πρόσωπο τοῦ Σωτήρα μας: Πρῶτα ὅτι εἶναι Δημιουργὸς καὶ Κύριος τῆς ἄλογης κτίσης καὶ ἔπειτα ὅτι εἶναι Δημιουργὸς καὶ Κύριος τῶν ἐπουρανίων ἀγγελικῶν δυνάμεων, αὐτῶν τῶν ἀνώτερων ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο λογικῶν κτισμάτων. Καὶ χρησιμοποιεῖ ἕναν ὑπέροχο τρόπο γιὰ νὰ διατυπώσει τὶς ἀλήθειες γιὰ τὴν ταυτότητα τοῦ Μεσσία: Δανείζεται χωρία ἀπὸ τοὺς ψαλμούς, ὅπου μὲ γλαφυρὴ ποιητικὴ γλώσσα παρουσιάζεται νὰ μιλάει ὁ Θεὸς-Πατὴρ πρὸς τὸν Μονογενῆ του Υἱό.
Τὴ μαρτυρία ὅτι ὁ Μεσσίας Χριστὸς εἶναι συνάναρχος καὶ συvδημιουργὸς ὅλης τῆς Κτίσης μὲ τὸν Πατέρα του τὴ λαμβάνει ἀπὸ τὸν ἑκατοστὸ πρῶτο ψαλμὸ (στ. 25-27). Ἐκεῖ ἰδιαίτερα τονίζεται ἡ ὑπεροχὴ τοῦ Σωτήρα Χριστοῦ ἀπέναντι στὴν ἄλογη κτίση, ἀφοῦ εἶναι Δημιουργός της. Καὶ ἡ μὲν κτίση παλιώνει καὶ φθείρεται, γιὰ νὰ ἀλλάξει καὶ νὰ δώσει τὴ θέση της σὲ «καινούργιους οὐρανοὺς καὶ καινούργια γῆ» (Β’ Πέτρ. 3,13)· ὁ Χριστὸς ὅμως μένει ἀναλλοίωτος στοὺς ἀτελεύτητους αἰῶνες. Ὅσο «δὲν εἶναι μικρὴ παρηγοριά», λέει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος, «τὸ νὰ ξέρουμε ὅτι μᾶς περιμένει καινούργια κατοικία», πολὺ περισσότερό μᾶς παρηγορεῖ τὸ ὅτι σὲ ὅλες τὶς ἄστατες περιστάσεις τῆς ζωῆς μας ἔχουμε σταθερὸ στήριγμά μας τὸν πάντοτε ἀναλλοίωτο Σωτήρα Χριστό.
Ὑπεράνω τῶν ἀγγέλων καὶ Νικητὴς
Τὴ μαρτυρία γιὰ τὴ δεύτερη ἀλήθεια, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἀσύγκριτα ἀνώτερος ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους, τὴ λαμβάνει ὁ Ἀπόστολος ἀπὸ τὸν ἑκατοστὸ ἔνατο ψαλμὸ (στ. 1). Ἐδῶ ἡ ὑπεροχὴ τοῦ Μεσσία ἀπέναντι στὰ ἀγγελικὰ τάγματα ἀναδεικνύεται ἀπὸ τὸ ὅτι εἶναι πάντοτε σύvθροvος μὲ τὸν ὁμοούσιο Πατέρα του· ὄχι μόνο πρὶν ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν ἐνανθρώπησή του. Τώρα μάλιστα, μετὰ τὴν Ἀνάληψή του, ὁ Πατέρας του ἔχει θέσει ὅλους τοὺς ἐχθρούς του, τὸν διάβολο δηλαδὴ καὶ τοὺς ὁμόφροvές του, ἡττημένους καὶ συντετριμμένους «κάτω ἀπὸ τὰ πόδια τοῦ Υἱοῦ του». Ἡ διατύπωση αὐτή, κατὰ τοὺς ἑρμηνευτές, δὲν σημαίνει βέβαια ὅτι αὐτὸ δὲν μποροῦσε νὰ τὸ κάνει ὁ Υἱός· ἁπλῶς τονίζει τὴν ταυτότητα γνώμης Πατρὸς καὶ Υἱοῦ καὶ τὴν τιμὴ τοῦ Πατρὸς πρὸς τὸν Υἱό, ὁ Ὁποῖος πλέον ἐνδεδυμένος καὶ μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση του συνεχίζει νὰ συμβασιλεύει μὲ τὸν Πατέρα του. Μήπως εἶναι μικρὴ ἡ ἐνθάρρυνση καὶ ἡ ἀσφάλεια ποὺ μᾶς χαρίζει ἡ βεβαιότητα αὐτῆς τῆς συντριπτικῆς νίκης κατὰ τῶν ἐχθρῶν της σωτηρίας μας;
Τὴ δόξα αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ δὲν τὴν ἔχουν οἱ ἄγγελοι. Δὲν συμβασιλεύουν μὲ τὸν Θεό. Μόνο λειτουργοῦν δοξολογώντας τον καὶ διακονοῦν τὴ σωτηρία μας. «Πόσο μεγάλη εἶναι ἡ φροντίδα τοῦ Θεοῦ γιὰ ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους», θαυμάζει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος, «νὰ βάλει ἀγγέλους, δηλαδὴ ἀνώτερους ἀπὸ ἐμᾶς, νὰ μᾶς διακονοῦν σ’ αὐτὸ τὸ ὑψηλὸ ἔργο». Στὰ συναξάρια τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας ἀναφέρονται ὄχι σπάνια μεταστροφὲς στὴ θεογνωσία ἀλλοθρήσκων, ἐπειδὴ εἶδαν ἀγγέλους νὰ προστατεύουν τοὺς χριστιανούς. Ἐνδεικτικὰ ἀναφέρουμε τὴν περίπτωση τοῦ μουσουλμάνου Μουςᾶ, γιοῦ τοῦ πασᾶ τῆς Παραμυθιᾶς, ὁ ὁποῖος ἐπισκεπτόμενος στὴ φυλακὴ τὸν ἅγιο νεομάρτυρα Ἀναστάσιο (1750) καὶ βλέποντας δύο ἀστραπόμορφους ἀγγέλους νὰ τὸν φρουροῦν, ὁδηγήθηκε στὴν πίστη καὶ ἀργότερα ἔγινε καὶ μοναχός.
Ἀξιοκατάκριτη καὶ ὀλέθρια ἀμέλεια
Αὐτός, λοιπόν, ὁ πάνω ἀπὸ κάθε λογικὴ καὶ ἄλογη κτίση συvδημιουργὸς καὶ σύvθροvος μὲ τὸν Ἐπουράνιο Πατέρα Υἱoς τοῦ Θεοῦ καὶ Κύριος τοῦ κόσμου, ἦρθε καὶ μᾶς μίλησε καὶ μᾶς κήρυξε τὴ δική του σωτηρία. Ὄχι πλέον μέσω ἀγγέλων ἢ προφητῶν, ὅπως στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἀλλὰ αὐτοπροσώπως. Καὶ τὸ κήρυγμά του μᾶς τὸ μετέφεραν ἀνόθευτο οἱ αὐτόπτες καὶ αὐτήκοοι μάρτυρες τῆς ζωῆς του, οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, καὶ ἔπειτα οἱ διάδοχοί τους ἅγιοι Πατέρες. Γι’ αὐτή, βέβαια, τὴ σωτηρία ὁ Χριστὸς ὄχι μόνο μίλησε, ἀλλὰ καὶ θυσιάστηκε· ἔγινε ὁ ἴδιος Σωτήρας μας.
Καὶ δὲν μᾶς ἔσωσε ἀπὸ τὴν τυραννία τῶν Αἰγυπτίων ἢ ἄλλων ἐπίγειων ἐχθρῶν, ὅπως τὸν παλαιὸ Ἰσραήλ. Ἡ σωτηρία ποὺ μᾶς χάρισε ὁ Χριστὸς εἶναι ἀσύγκριτα ἀνώτερη ἀπὸ ἐκείνη τὴ σωτηρία. Ἡ ἐν Χριστῷ σωτηρία εἶναι, κατὰ τὸν ἅγιο Χρυσόστομο, «θανάτου κατάλυση καὶ διαβόλου ἀπώλεια». Οὔτε μᾶς ξανάδωσε ἁπλῶς κάποια προσωρινὴ Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας, ἀλλὰ μᾶς χάρισε «οὐρανῶν βασιλείαν καὶ ζωὴν αἰώνιον».
Πόσο, ἄραγε, ἀξιοκατάκριτος θὰ εἶναι ὅποιος ἀμελήσει νὰ ἐργαστεῖ μὲ προσοχὴ καὶ φιλότιμο καὶ νὰ συνεργαστεῖ μὲ τὸν Σωτήρα Χριστὸ γιὰ μία «τέτοιων διαστάσεων» σωτηρία; Μία σωτηρία πού, ἂν τὸ θελήσουμε, μπορεῖ νὰ κάνει κι ἐμᾶς κατὰ χάριν σύνθρονους καὶ συμβασιλεῖς μὲ ὅλη τὴν ἁγία Τριάδα.
6.
Ἡ διπλῆ παραλυσία
Λαμπρόπουλος Βαρνάβας (Ἀρχιμανδρίτης)
Ἂν κάποιος ἄρρωστος πάει στὸν γιατρό, καὶ ὁ γιατρὸς τὸν ὑποδεχθεῖ μὲ τὰ λόγια «σοῦ συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες», εἶναι φυσικὸ νὰ τὸ θεωρήσει ἐμπαιγμό. Σίγουρα ὁ ἄρρωστος θὰ σκεφτεῖ: «Μᾶλλον σὲ λάθος ἄνθρωπο ἦρθα».
Γιατρὸς καὶ Θεὸς
Στὴ σημερινὴ ὅμως εὐαγγελικὴ περικοπὴ βλέπουμε ὅτι αὐτοὶ ποὺ μετέφεραν τὸν παράλυτο ἦταν τόσο σίγουροι ὅτι ἦρθαν στὸν κατάλληλο ἄνθρωπο, ὥστε, ὅταν διαπίστωσαν ὅτι δὲν μποροῦσαν νὰ μποῦν λόγω συνωστισμοῦ, ἔκαναν τὸ πρωτάκουστο: Χάλασαν τὴ στέγη καὶ τὸν κατέβασαν μπροστὰ στὸν Χριστὸ ἀπὸ τὰ κεραμίδια.
Προφανῶς, αὐτὴ ἡ πίστη τοὺς ἔκανε νὰ μὴ θεωρήσουν ἐμπαιγμὸ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὸν παράλυτο: «Τέκνον, σοῦ συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες». Καὶ ἔτσι, σὲ ἀντίθεση μὲν πρὸς τοὺς σκανδαλισθέντες γραμματεῖς, ἀλλὰ σὲ συμφωνία μὲ ὅλους τοὺς ἀληθινὰ «ζητοῦντας τὸ πρόσωπον τοῦ Θεοῦ Ἰακώβ», ἄρχισαν νὰ καταλαβαίνουν ὅτι ὁ Χριστὸς στὸν ὁποῖο ἦρθαν, δὲν εἶναι μόνο γιατρὸς σωμάτων, ἀλλὰ καὶ ψυχῶν. Μπορεῖ νὰ θεραπεύσει καὶ τὶς δύο παραλύσεις, «τὴν διπλὴν πάρεσιν· τὴν μὲν ἀπὸ τῶν ἁμαρτημάτων, τὴν δὲ ἀπὸ τοῦ σώματος» (ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος). Ἑπομένως, αὐτὸς ὁ γιατρὸς δὲν εἶναι μόνο ἄνθρωπος ἀλλὰ καὶ Θεός· ἀφοῦ, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ὑπερφυσικὴ θεραπεία τῆς σωματικῆς παραλυσίας, δίνει δύο ἀκόμη τεκμήρια τῆς θεότητάς του: Πρῶτον, τὸ ὅτι γνωρίζει τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Μόνο ὁ Θεὸς γνωρίζει τὰ ἐσώτερα τοῦ καθενός. «Σὺ μονώτατος oἶδας τὴν καρδίαν πάντων υἱῶν ἀνθρώπων», λέει ἡ Ἁγία Γραφὴ (Γ’ Βασ. 8,39). Καὶ δεύτερον, τὸ ὅτι μπορεῖ νὰ συγχωρεῖ ἁμαρτίες, ἀφοῦ μόνο ὁ Θεὸς ἔχει τέτοια ἐξουσία: «Ἐγὼ εἰμὶ ὁ ἐξαλείφων τὰς ἀvoμίας σου καὶ οὐ μὴ μνησθήσομαι», λέει ὁ προφήτης Ἠσαΐας (43,25).
Δὲν εἶναι ἡ μοναδικὴ φορὰ ποὺ ὁ Χριστὸς ἔδειξε ὅτι ἡ παράλυση τοῦ σώματος μπορεῖ νὰ εἶναι συνέπεια τῆς παράλυσης τῆς ψυχῆς. Μετὰ τὴ θεραπεία τοῦ παραλύτου τῆς Βηθεσδά, ὅταν τὸν ξανασυνάντησε στὸν ναό, τοῦ εἶπε: «Βλέπεις, τώρα ἔγινες καλά. Πρόσεξε ἀπὸ δῶ καὶ πέρα νὰ μὴν ἁμαρτάνεις πιά, γιὰ νὰ μὴν πάθεις τίποτε χειρότερο» (Ἰω. 5,14).
Ἡ πιὸ ἐπικίνδυνη ἀρρώστια
Καὶ μπορεῖ μὲν ἡ ἀσθένεια τοῦ σώματος νὰ μὴν εἶναι πάντοτε ἀποτέλεσμα ἁμαρτιῶν τοῦ ἀσθενοῦντος, ὅπως στὴν περίπτωση τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ (Ἰω. 9,1-3), ὅμως ἡ «παραλυσία» τῆς ψυχῆς ὀφείλεται πάντοτε στὶς ἁμαρτίες τοῦ ἀνθρώπου. Πρόκειται γιὰ μία παραλυσία, ἡ ὁποία, ἐπειδὴ ἀκριβῶς μᾶς στερεῖ τὴ δυνατότητα νὰ «περπατήσουμε» πρὸς τὸν Θεό, ἀποβαίνει θανατηφόρα, ἀφοῦ μπορεῖ νὰ μᾶς χωρίσει ὁριστικὰ ἀπὸ Αὐτόν. Ξεκινάει ἀπὸ ραθυμία καὶ συνεχὴ ἀναβλητικότητα γιὰ τὴν ἐργασία τῶν θείων ἐντολῶν καὶ ἀργὰ ἢ γρήγορα καταλήγει στὴν πλήρη ἀδιαφορία γιὰ τὴ σωτηρία μας.
Τὸ ἔλεος ὅμως τοῦ Θεοῦ «μᾶς καταδιώκει» καὶ συχνὰ παραχωρεῖ θλίψεις γιὰ νὰ τὸν θυμηθοῦμε. «Ἐν θλίψει, Κύριε, ἐμνήσθην σου· ἐν θλίψει μικρᾷ ἡ παιδεία σου ἡμῖν» (Ἠσ. 26,16). Μόνο ποὺ τὸν θυμόμαστε μόνο ὡς ἰατρὸ τοῦ σώματος. Ἡ παραλυσία τῆς ψυχῆς μᾶς κάνει νὰ βλέπουμε Αὐτὸν καὶ τὴν Ἐκκλησία του σὰν ὀμπρέλα, γιὰ νὰ προστατευθοῦμε στὸν καιρὸ τῶν θλίψεων, τὴν ὁποία συνήθως κλείνουμε καὶ βάζουμε στὴν ἄκρη, μόλις περάσει ἡ «μπόρα».
Ἔτσι ἡ οὐσιαστικὴ παραλυσία μας παραμένει ἀθεράπευτη. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς σπεύδει νὰ θυμίσει στὸν παράλυτο τῆς Καπερναούμ, ὅτι πρῶτα ἔχει ἀνάγκη τὴ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν του καὶ τὴ θεραπεία του ἀπὸ τὰ πάθη, καὶ ἔπειτα τὴ θεραπεία τοῦ σώματος.
Εἶναι ἀξιοπρόσεκτο ὅτι αὐτὴ τὴν ποιμαντικὴ ἀκολούθησαν οἱ Ἅγιοι, ἀκόμη καὶ ὅταν εἶχαν νὰ ἀντιμετωπίσουν ἀλλόθρησκους ἀσθενεῖς. Ὅταν κάποτε ἕνας Τοῦρκος στὴν Καβάγια τῆς Ἀλβανίας ζήτησε ἀπὸ τὸν ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλὸ νὰ τὸν θεραπεύσει ἀπὸ ἀνίατη ἀρρώστια, ὁ Ἅγιος τοῦ ζήτησε πρῶτα νὰ τοῦ ὑποσχεθεῖ ὅτι θὰ σταματήσει νὰ μεθάει καὶ ὅτι θὰ δώσει ἐλεημοσύνη στοὺς φτωχοὺς τὸ ἕνα δέκατο τῆς περιουσίας του. Ἡ «πληρωμὴ» τοῦ Τούρκου γιὰ τὴ σωματική του θεραπεία θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι ὁ σταθερὸς ἀγώνας του νὰ θεραπευθεῖ ἀπὸ τὰ πάθη τῆς φιληδονίας καὶ τῆς φιλαργυρίας.
Θεραπεία μὲ αἰώνιες διαστάσεις
Ὁ Χριστὸς δὲν ἦρθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ κάνει καλὰ ὅλους τοὺς σωματικὰ ἀσθενεῖς. Δὲν ἦρθε γιὰ νὰ μᾶς δώσει μία ἁπλὴ παράταση τῆς βιολογικῆς μας ζωῆς. Ἦρθε γιὰ νὰ μᾶς καθαρίσει ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μας καὶ νὰ μᾶς χαρίσει τὴν αἰώνια ζωή, ποὺ δὲν ἀπειλεῖται οὔτε ἀπὸ ἀρρώστιες οὔτε ἀπὸ τὸν θάνατο. Καὶ αὐτὴ ἡ αἰώνια ζωή, ὅπως μᾶς ἀποκάλυψε ὁ Χριστὸς στὴν ἀρχιερατική του προσευχή, εἶναι νὰ γνωρίσουμε καὶ νὰ πιστέψουμε στὸν μόνο ἀληθινὸ Θεὸ καὶ στὸν Υἱό του, ποὺ τὸν ἔστειλε γιὰ νὰ σώσει τὸν κόσμο (Ἰω. 17,3).
Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία στὴν αὐριανὴ ἀκολουθία τῆς Τριθέκτης (Δευτέρα Γ’ Νηστειῶν) μᾶς καλεῖ μὲ τὸ τροπάριο τῆς προφητείας νὰ παρακαλέσουμε τὸν Χριστό: «Ἐπειδὴ εἴμαστε ἀσθενεῖς καὶ παράλυτοι ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μας, θεράπευσε τὰ συντρίμμια τῆς ψυχῆς μας, Φιλάνθρωπε Κύριε, ἐσὺ ποὺ εἶσαι ὁ γιατρὸς τῶν ψυχῶν μας καὶ γνωρίζεις καλὰ τὴν καρδιά μας».
7.
«Ιδών δε ο Ιησούς την πίστιν αυτών λέγει τω παραλυτικώ. Τέκνον αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου»
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ: Εβρ. α’ 10 – β’3
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ: Μάρκ. β’ 1 -12
«Ιδών δε ο Ιησούς την πίστιν αυτών λέγει τω παραλυτικώ. Τέκνον αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου».(Μάρκ. β’ 5)
Ο Χριστός, όταν άρχιζε το δημόσιο κήρυγμά Του, ξεκινούσε με την πρόσκληση «Μετανοείτε», αλλά και την αποκάλυψη ότι «ήγγικε η βασιλεία των ουρανών». (Ματθ. δ’ 17). Μέσα από την πρόσκληση «Μετανοείτε», αποκαλυπτόταν, από τη μια η τραγικότητα στην οποία οδηγήθηκε ο άνθρωπος, εξαιτίας της αμαρτίας, και από την άλλη η προσφορά σ’ αυτόν της δυνατότητας να βγει από αυτό το αδιέξοδο και με τη δική του συνεισφορά, τη μετάνοια. Ή δική του μετάνοια θα ήταν η απάντηση στην αποδοχή του αγαθού μηνύματος της βασιλείας του Θεού , που είναι η αγάπη, αλλά και η ικανότητα να τον βγάλει από τα όποια αδιέξοδά του.
Αγαθό, λοιπόν, το μήνυμα της βασιλείας του Θεού. Είναι μήνυμα αγάπης που έρχεται σαν βάλσαμο να απαλύνει τον πόνο και στη συνέχεια να προσφέρει ριζική θεραπεία. Μια θεραπεία ψυχοσωματική, που όχι απλά θα τον επαναφέρει στην αρχική του κατάσταση, αλλά και θα τον οδηγήσει στην παραπέρα τελείωση, με τελική κατάληξη το «καθ’ ομοίωσιν Θεού».
«Τέκνον, αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου». Ο Χριστός τον προσφωνεί «Τέκνον», παιδί μου, για να τονίσει όχι μόνο στον παράλυτο του σημερινού Ευαγγελίου, αλλά και σε κάθε αμαρτωλό άνθρωπο ότι παρά την αμαρτωλότητά του εξακολουθεί να τυγχάνει της στοργής και της αγάπης του Θεού. Παράλληλα με την αγάπη Του λειτουργεί θεραπευτικά, αφού του αποκαλύπτει μεν, ως αιτία της παραλυσίας του τις αμαρτίες του, αλλά την ίδια στιγμή του προσφέρει και τη θεραπεία, λέγοντας του «Παιδί μου, σου συγχωρούνται οι αμαρτίες σου».
Με το «αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου», ο Χριστός χτυπά τη ρίζα όλων των κακών, την αμαρτία. Παράλληλα αποκαλύπτει ότι, ο Ίδιος ως Θεός, έχει τη δυνατότητα όχι μόνο να συγχωρεί αμαρτίες, αλλά και να προσφέρει πλήρη ψυχοσωματική θεραπεία. Κατ’επέκταση ενθαρρύνει τον άνθρωπο να απευθύνεται σ’ Αυτόν και ότι τον προσμένει σαν στοργικός Πατέρας για να τον στηρίξει, για να τον ανορθώσει και για να του αναγγείλει την ευχάριστη είδηση της θεραπείας.
Όμως δεν φτάνει μόνο η μετάνοια και η επιστροφή. Χρειάζεται ακόμα και η πίστη, που δημιουργεί τη βεβαιότητα ότι ο Θεός μπορεί και να συγχωρεί αμαρτίες, αλλά και να θεραπεύει κάθε ασθένεια. Μια πίστη που δεν εκφράζεται τυπικά ή θεωρητικά, ούτε και σταματά στο πρώτο εμπόδιο. Μια πίστη που ξεπερνά τα όρια της «λογικής», χωρίς να είναι παράλογη. Μια πίστη που προσπερνά δυσκολίες και κινδύνους και ιδιαίτερα το «εγώ». Η πίστη που δεν σταματά μόνο στη βεβαιότητα, αλλά προχωρά ακόμα περισσότερο και γίνεται «ενεργουμένη», τότε γίνεται ωραιότερη και πιο συμπαθητική.
Αντίθετα αν η πίστη παραμείνει τυπική και άγονη καταντά νεκρή. «Η πίστις χωρίς των έργων νεκρά εστίν»( Ιακ. β’ 20 ) ,υπογραμμίζει ο Απόστολος Ιάκωβος. Αλλά και ο Απόστολος Παύλος διαβεβαιώνει ότι «και εάν έχω πάσαν την πίστιν ώστε όρη μεθιστάνειν αγάπην δε μη έχω, ουδέν ειμί» Α’ Κορ.ιγ’ 2). Δηλαδή, «κι αν έχω ακόμα όλη την πίστη, έτσι που να μετακινώ βουνά αλλά δεν έχω αγάπη είμαι ένα τίποτα».
Η πίστη χωρίς αγάπη, είναι αναξιόπιστη και άποκρουστική, αλλά και επικίνδυνη. Ακόμα γίνεται εγωιστική και κάποτε επιθετική και υποκριτική, όπως αυτή των Γραμματέων του σημερινού Ευαγγελίου και για την οποία επικρίθηκαν από τον Χριστό. Γιατί, ενώ συνωστίζονταν για να τον ακούσουν, την ίδια στιγμή τον αμφισβητούσαν και αρνούνταν να παραδεχτούν ότι είναι Θεός και ως Θεός μπορούσε να κάνει θαύματα και να συγχωρεί αμαρτίες.
Σε πλήρη αντίθεση με τους Γραμματείς βρέθηκαν οι τέσσερις που μετέφεραν τον παράλυτο. Στο πρόσωπό τους, αλλά και μέσα από τις διαδοχικές ενέργειές τους ο Χριστός διέκρινε την πραγματική τους πίστη. Όπως ακούσαμε και στο σημερινό Ευαγγέλιο: «Ιδών ο Ιησούς την πίστιν αυτών λέγει τω παραλυτικώ. Τέκνον αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου”.
Η πίστη, όταν είναι αληθινή εμπιστεύεται τον Θεό και αποδέχεται το θαύμα χωρίς να το διερευνά. Η πίστη γκρεμίζει κάθε εμπόδιο που θα βρεθεί μπροστά της. Το μόνο αξεπέραστο εμπόδιο είναι εκείνο του εγωισμού, όπως διαπιστώσαμε σήμερα και στους Γραμματείς. Και τούτο γιατί, ο εγωισμός κρατά τον άνθρωπο μακριά από το Θεό, αφού τον μόνο που πιστεύει και εμπιστεύεται είναι τον εαυτό του. Ο ίδιος εγωισμός, αρνείται την ύπαρξη της αμαρτίας, με αποτέλεσμα ο άνθρωπος να μένει αδιόρθωτος. Κάτι που δυστυχώς συμβαίνει και σε μας σήμερα, αφού αρνούμαστε τη δυνατότητα αλληλεπίδρασης μεταξύ της αμαρτίας και της ψυχοσωματικής ασθένειας ,χωρίς να σημαίνει ότι και κάθε ασθένεια οφείλεται στην αμαρτία.
Όμως την ίδια στιγμή δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε ότι η αμαρτία έχει γίνει ένα με τη φύση μας. Κατά τον Απόστολο Παύλο: « φτάνω πια στο σημείο να μη διαπράττω εγώ ο ίδιος το κακό, αλλά η αμαρτία που έχει εγκατασταθεί μέσα μου» (Ρωμ.ζ’ 17).
Αδελφοί μου, όσο κι αν η αμαρτία βασιλεύει μέσα μας, αλλά και μέσα στον κόσμο, δημιουργώντας μας μιαν καταθλιπτική κατάσταση, εντούτοις η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να κρατήσει για πάντα. Γιατί, αυτά τα δεδομένα τα άλλαξε ο Χριστός προσφέροντάς μας και με τη Σταυρική Του θυσία μια καινούργια κατάσταση θεραπείας και λυτρώσεως. Αρκεί να την αναζητήσουμε, όπως έκαναν σήμερα και οι τέσσερις που μετέφεραν τον παράλυτο, προτάσσοντας την πίστη και παραμερίζοντας όλα τα εμπόδια. Παρήγορο, λοιπόν, κι ελπιδοφόρο το μήνυμα που προσφέρει σήμερα ο Χριστός σε όσους καταφεύγουν με πίστη σ’ Αυτόν. «Τέκνον αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου». Αυτό το αγαθό μήνυμα της Βασιλείας του Θεού που αποτελεί και πρόσκληση για μετάνοια, ας το αποδεχθούμε. Με τη Χάρη του Θεού και τη δύναμη της πίστεως μας θα τα καταφέρουμε.
Θεόδωρος Αντωνιάδης