Ὁ πλησίον μου, ἡ σωτηρία μου.
Ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα προβλήματα τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας τά τελευταία χρόνια ἀποτελεῖ ἡ διαστρέβλωση πού ὑφίσταται ἡ ὀρθόδοξη ἐσχατολογία, ὁ προφητικός λόγος δηλαδή περί τῶν ἐσχάτων. Κι εἶναι σύνηθες τό φαινόμενο ἄνθρωποι ἄπειροι πνευματικά, χωρίς ἐπίγνωση τοῦ τί σημαίνει Ορθοδοξία καί ποιά ἡ μεγαλειώδης οὐσία της, νά σπεύδουν νά ἐνασχοληθοῦν συστηματικά, χωρίς τίς ἀπαραίτητες πνευματικές προϋποθέσεις, μέ ὅ,τι ἔχει καταγραφεῖ εἴτε ὡς λόγος τοῦ Κυρίου, εἴτε ὡς λόγος κάποιου Ἀποστόλου ἤ Ἁγίου, σέ σχέση μέ τά ἔσχατα τοῦ κόσμου.
Μάλιστα, κύριο χαρακτηριστικό τῶν περισσοτέρων εἶναι ὅτι χωρίς νά ἔχουν μελετήσει πότε τά Εὐαγγέλια, τίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, τίς Ἐπιστολές τοῦ Παύλου καί τῶν λοιπῶν Ἀποστόλων, δηλαδή χωρίς νά ἔχουν ἔστω παρεμπιπτόντως ἀσχοληθεῖ μέ τά βασικά κείμενα τοῦ Χριστιανισμοῦ, προσκολλῶνται στήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη, διεκδικώντας τό δικαίωμα νά ἀναλύουν καί νά ἑρμηνεύουν αὐθεντικά ἕνα βιβλίο «κατεσφραγισμένον σφραγῖσιν ἑπτά», γιά τό ὁποῖο ἕνας ἀπό τούς μεγαλύτερους ἑρμηνευτές τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁμολόγησε τήν ἀπόλυτη ἀνικανότητά του νά προχωρήσει στήν ἀνάλυσή του!
Υποβολή
Ἐπειδή δέ οἱ περιγραφόμενες εἰκόνες στήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη καί τά ἐν γένει ἐσχατολογικά κείμενα τῆς Ἐκκλησίας μας, εἶναι ἐναργέστατες καί παραστατικότατες, ἔχουν τήν ἱκανότητα, ἰδίως ὅταν ἀναπαράγονται ἐπιπόλαια, νά προκαλοῦν τόν φόβο καί νά ἐξάπτουν τήν φαντασία. Καταστρατηγεῖται ἔτσι τό γεγονός πώς ἡ Ἐκκλησία δέν χρησιμοποιεῖ τόν φόβο ὡς ποιμαντικό της ἐργαλεῖο, οὔτε θέλει ἀπό φόβο νά πορεύεται ὁ ἄνθρωπος πρός τόν Θεό καί νά οἰκοδομεῖ μιά ἐξ ἀνάγκης σχέση μαζί Του.
Περαιτέρω, παραθεωρεῖται ὁ σκοπός γιά τόν ὁποῖο μᾶς δόθηκαν αὐτά τά κείμενα, ὁ ὁποῖος εἶναι νά προειδοποιηθοῦμε οἱ χριστιανοί ὅτι θά συμβοῦν μέσα στήν ἀνθρώπινη ἱστορία πολλά καί φοβερά, στά πλαίσια ἑνός μανιασμένου πολέμου ἐναντίον ταῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί τῆς ἀληθινῆς πίστης. Στό τέλος ὅμως, ὡς αἰώνιος βασιλιάς θά νικήσει ὁ Χριστός, κι ὅσοι μείνουν πιστοί σέ Αὐτόν θά «συμβασιλεύσουν καί συνδιαιωνίσουν».
Ἡ κρίση
Ἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή παρουσιάζει αὐθεντικό λόγο τοῦ Κυρίου μας περί τῶν ἐσχάτων. Γιατί σήμερα αὐτό τό κείμενο; Διότι προηγήθηκαν πολλές περικοπές μέ κορυφαῖες τίς δύο προηγούμενες, τοῦ Τελώνη καί τοῦ Φαρισαίου καί τοῦ Ἀσώτου υἱοῦ, οἱ ὁποῖες παρουσιάζοντας γλαφυρά τή θεία ἀγάπη, μπορεῖ νά μᾶς ὁδηγήσουν στό νά παραθεωρήσουμε τή θεία δικαιοσύνη. Περιγράφεται, λοιπόν, ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο θά μᾶς κρίνει ὁ Θεός, γιά νά κατανοήσουμε ὅτι κανείς δέν ξεφεύγει ἀπό τή θεία δίκη, ἀλλά καί γιά νά προβληματιστοῦμε γόνιμα, γιά τό μόνο γεγονός πού ἀποτελεῖ ἀφορμή ἀνησυχίας, ὄχι ἀγωνίας, στήν ψυχή τοῦ κάθε ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ, τό πῶς θά σταθεῖ ἐνώπιον τοῦ φοβεροῦ κριτηρίου καί θά δώσει «τήν καλήν ἀπολογίαν».
Ποιό τό παράξενο στήν κρίση τοῦ Θεοῦ; Πουθενά δέν γίνεται λόγος περί ἁμαρτιῶν καί παραπτωμάτων, ἀλλά φαίνεται τά πάντα νά ἐξαρτῶνται ἀπό τή στάση τοῦ καθενός μας ἔναντι τοῦ ἄλλου, τοῦ ἐμπερίστατου ἀνθρώπου, τοῦ πλησίον. Καί μάλιστα μέ τήν ἔντονη διαβεβαίωση τοῦ Κύριου πώς ὅ,τι κάνουμε στόν ἀδελφό μας, τό κάνουμε προσωπικά στόν Κύριο. «Ἐμοί ἐποιήσατε».
Τό τραῦμα καί ἡ θεραπεία
Γιατί δέν γίνεται λόγος περί ἁμαρτίας; Ἄς θυμηθοῦμε τό πῶς συντελέστηκε τό προπατορικό ἁμάρτημα καί εἰσῆλθαν ἡ ἁμαρτία καί ὁ θάνατος στόν κόσμο. Ὁ ἀρχεκακος ὄφις ἀπομονώνει τήν Εὔα καί τήν παρασύρει σέ συζήτηση μαζί του. Ἡ Εὔα ἀντί νά καλέσει τόν Ἀδάμ, ὥστε ἑνωμένο τό ἀνθρώπινο γένος νά ἀντιμετωπίσει τήν πειρασμική προσβολή, συνεχίζει μόνη της ἕνα διάλογο μέ κύριο χαρακτηριστικό τήν ἀλλοίωση τῆς ἀντίληψης τοῦ ἀνθρώπου περί τοῦ ἀγαθοῦ Θεοῦ καί τῆς σκοπιμότητας τοῦ νόμου του. Ἡ ἀρχή τῆς ἁμαρτίας ἦταν ἡ διάσπαση τῆς ἑνότητας τῶν Πρωτοπλάστων, τῆς συνάφειας τοῦ ἄνδρα καί τῆς γυναίκας, τῆς ἀγαπητικῆς ἐξάρτησης τοῦ ἑνός ἀπό τόν ἄλλο! Φυσική λοιπόν, ἦταν ἡ συνέχεια καί ἐξέλιξη τῆς ἁμαρτίας, ὅταν ἡ Εὕα καί πάλι μόνη της ἀγνοώντας τόν Ἀδάμ καί ἀκυρώνοντας τήν παρουσία του, ὄχι μόνον γεύεται τόν καρπό τοῦ δένδρου τοῦ «γνῶναι καλόν ἡ κακόν», ἀλλά πορεύεται στή συνέχεια πρός αὐτόν καί τόν ὑποτάσσει προσφέροντάς του τόν ἴδιο καρπό καί προστάζοντας τον: «Φάγε»! Πρίν ἁμαρτήσουν ἐνάντιόν του Θεοῦ οἱ Πρωτόπλαστοι, ἁμάρτησαν ὁ ἕνας ἐναντίον τοῦ ἄλλου. Καί πρίν ὁλοκληρωθεῖ ἡ προσβολή ἐναντίον του Θεοῦ, εἶχε συντελεστεῖ ἡ προσβολή ἐναντίον τοῦ ἀνθρώπου.
Αὐτή ἡ διάσταση τῆς ἁμαρτίας ἔρχεται νά θεραπεύσει ἡ σημερινή περικοπή, χωρίς κἄν νά μιλάει γιά ἁμαρτία! Ἀντιστρέφει τή διαδικασία τῆς πτώσης καί προτάσσει τό γεγονός τῆς ἀγαθῆς πορείας τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν ἄνθρωπο, ὡς ἀπαρχή καί ἐπιβεβαίωση τῆς ἀγαθῆς του πορείας πρός τόν Θεό Πάτερα. Ὅποιος συντηρεῖ τή διάσταση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν ἄνθρωπο, δέν μπορεῖ νά ἰσχυρίζεται ὅτι εἶναι ἑνωμένος μέ τόν Θεό. Ἀντίθετα, ὅποιος νοιάζεται καί πορεύεται ἀγαπητικα πρός τόν ἄνθρωπο, καλύπτει καί τήν ἀπόσταση πού τόν χωρίζει ἀπό τόν Θεό! Γι’ αὐτό καί ὡς ὑπέροχο συμπέρασμα, ὁ μαθητής τῆς ἀγάπης γράφει: «Ἄν πεῖ κανείς ὅτι ἀγαπῶ τόν Θεό καί ταυτόχρονα μισεῖ τόν ἀδελφό του, αὐτός εἶναι ψεύτης. Διότι ὅποιος δέν ἀγαπᾶ τόν ἀδελφό του, τόν ὁποῖον βλέπει, πῶς εἶναι δυνατό ν΄ ἀγαπᾶ τόν Θεό ποῦ δέν Τόν ἔχει δεῖ πότε;» (Α’ Ἰω. 4,20). Αὐτή εἶναι ἡ προοπτική τῆς ἐνασχόλησής μας μέ τά ἔσχατα, ἡ ἀγάπη πρός τόν πλησίον ὡς μέτρο τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό!