1.
Η ασωτία.
Του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου.
Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΣΟΦΙΑ: Κατά το Σόλωνα ο απότομος πλουτισμός μπορεί να οδηγήσει στην ασωτία: “Η χόρταση γεννά την ύβριν, όταν πολλά πέσουν πλούτη, σε ανθρώπους που δεν έχουνε το νου τους μετρημένο”. Και αλλού γενικεύει: “Ο πλούτος φέρνει τον κορεσμό και ο κορεσμός την ύβριν”. Όπου ύβρις εννοείται η αλαζονία που γεννάται από την ασωτία με κατάληξη την πτώση. Σ’ αυτό το συλλογισμό συμφωνεί και ο Πλούταρχος: “Ουδέποτε απορία (έλλειψη) χρημάτων εγέννησεν ασωτίαν”. Κατά τον Πλάτωνα: “Η ζωή που έχει στο μερτικό της την εγκράτεια, είναι πιο ευχάριστη από εκείνη όπου βρίσκονται η ασωτία”.
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΟΡΟΥ: «Άσωτος» είναι ο άνθρωπος που ζει έκλυτη ζωή, ο διεφθαρμένος, αυτός που σπαταλά χρήματα για να ζήσει μιά τέτοια ζωή, αυτός που φέρνει συμφορά στον εαυτόν του, στην οικογένεια του και στην ευρύτερη κοινωνία. Τελικά ο «άσωτος» είναι αυτός που σου δίνει την εντύπωση ότι δεν έχει ελπίδα σωτηρίας, αυτός που θα φτάσει τελικά σε απελπισία και απόγνωση. Έτσι η ασωτία εκφράζεται ως υπερβολική στροφή προς τις υλικές απολαύσεις, που την συνοδεύει η σπατάλη. Πολλές φορές συμβαίνει να έχουμε όλα τα καλά και τ’ αγαθά του κόσμου και πάλι να μη είμαστε ευχαριστημένοι, όπως ο άσωτος υιός του Ευαγγελίου.
Ο ΑΣΩΤΟΣ ΥΙΟΣ: Στο πρόσωπο του άσωτου της Παραβολής αναγνωρίζουμε τον άνθρωπο εκείνο που με την αμαρτία αποκόπτεται από το Θεό. Η παρουσία του Θεού ενοχλεί και πιέζει τον άσωτο. Νομίζει ότι ο Θεός του κάνει τη ζωή μονότονη και κουραστική. Έτσι προσπαθεί να βγάλει από την σκέψη του τον Θεόν εξορίζοντάς τον από την καρδιά του. Βλέπει την ελευθερία ως ασυδοσία. Ο άσωτος λησμονεί ότι η πραγματική ελευθερία συνδέεται με το δεσμό της αγάπης. Γι’ αυτό και δεν εμπιστεύεται τον Θεό, ούτε την οικογένεια του. Εμπιστεύεται τις δικές του δυνάμεις. Η αυτονομία κι η αυτάρκεια του εκφράζουν και αλαζονεία, την πηγή κάθε αμαρτίας. Ο άσωτος επιλέγει μια νέα “προοπτική” που τον οδηγεί σε στέρηση και μοναξιά. Τελικά μακριά από την αγάπη προς την οικογένεια του γίνεται και άσημος. Τότε αρχίζει να συναισθάνεται την προσωπική του ενοχή, παραδεχόμενος την αποτυχία της επιλογής του. Η παραδοχή είναι σημαντική γιατί μπορεί να φθάσει κανείς στη συνειδητοποιήση, αλλά ο εγωισμός να μη τον αφήνει να προχωρήσει σε παραδοχή ενοχής. Ο άσωτος παραδέχεται την ενοχή του και η στροφή του προς την μετάνοια εκδηλώνεται με την επιλογή μιας νέας προοπτικής. Η επιλογή θεμελιώνεται στη παραδοχή της αναξιότητάς του. Γι’ αυτό και ζητεί να γίνει ισότιμος με υπηρέτη του πατέρα του. Ο άσωτος μετανοεί πραγματικά γιατί δεν ζητά να γίνει πάλι υιός αλλά δούλος, επειδή η πλήρης συναίσθηση της ενοχής του τον κάνει ταπεινό. Ο άσωτος γύρισε στο σπίτι του πατέρα του όταν «ήλθε εις εαυτόν», επειδή είχε καλές κι άριστες αναμνήσεις από το σπίτι του. Θυμήθηκε στην ερημιά του την αγάπη και τις θυσίες του πατέρα και γύρισε να τις ξαναζήσει. Αν είχε κακές αναμνήσεις δεν θα γύριζε. Όσοι έχουμε την ευθύνη της δημιουργίας περιβάλλοντος, στην οικογένεια, στην κοινωνία, στην Εκκλησία, στο Σχολείο πρέπει να προσέξουμε. Το περιβάλλον που δημιουργούμε πρέπει να έχει τέτοια μορφή που να κάνει και τον άσωτον της εποχής μόλις «έλθη εις εαυτόν», να το θυμάται και να ξαναγυρίζει στο σπίτι του για να βρει στοργή. Πολλές φορές άνθρωποι διά μέσου των αιώνων έχουν τη τάση να συμπεριφέρονται ως αμετανόητοι άσωτοι. Αλλά μακρυά από την μετάνοια, ακολουθούν δρόμο καταστροφής, της απώλειας, του Ιούδα. Η αμετανοησία του ανθρώπου, που εκφράζεται ως άρνηση στη κλήση του Θεού για σωτηρία, αποτελεί κατά τους Πατέρες το περιεχόμενο της βλασφημίας κατά του αγίου Πνεύματος.
Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΤΗΣ ΤΗΣ “ΑΣΩΤΙΑΣ”: Με βάση την συμπεριφορά του αμετανόητου άσωτου ανθρώπου μπορούμε να μιλήσουμε και για την ασωτία της εποχής μας, που εκφράζεται με την άδικη κατανομή της παγκόσμιας παραγωγής αγαθών. Το 5% του πληθυσμού της γης νέμεται το 95% της παγκόσμιας παραγωγής. Η αδικία αυτή αποτελεί ταυτόχρονα και οξύμωρο σχήμα, γιατί το το 5% του πληθυσμού συμβαίνει να είναι σχεδόν όλοι χριστιανοί. Το αποτέλεσμα της σύγχρονης “χριστιανικής” ασωτίας, είναι: To ένα τρίτο των παιδιών της Αφρικής υποσιτίζονται. Ακόμη ετησίως: “13 εκατομμύρια παιδιά πεθαίνουν στις αναπτυσσόμενες χώρες, από αφυδάτωση, λιμό, κ.ά, στερούμενα αγαθών που έχουν τα παιδιά των χριστιανών. 300.000 παιδιά τυφλώνονται από έλλειψη βιταμίνης Α. Στην Ασία 1.000.000 παιδιά, εκπορνεύονται από πλούσιους Ευρωπαίους και Αμερικανούς “χριστιανούς” τουρίστες. Γύρω στα 10.000.000 παιδιά υποφέρουν από aids λόγω ανευθυνότητας των ενηλίκων. 10.000.000 παιδιά είναι ορφανά, επειδή οι γονείς τους πεθαίνουν από φτώχεια και ασθένειες, ενώ 130.000.000 παιδιά δεν έχουν τη δυνατότητα να φοιτούν σε Σχολείο. Οι περισσότεροι θάνατοι των παιδιών θα μπορούσαν να προληφθούν με χορήγηση βασικών εμβολίων που κοστίζουν μόλις 15 ευρώ ανά παιδί. Τέλος στον Τρίτο κόσμο 1.5 δισεκατομμύρια άνθρωποι δεν έχουν τη δυνατότητα να γευθούν καθαρό νερό και 2 δισεκατομμύρια δεν έχουν πρόσβαση σε συστήματα υγιεινής.” (Γιούνισεφ). Η ασωτία της εποχής μας θα περιορισθεί με την μετάνοια των ασώτων ανθρώπων της κοινωνίας και την ισοκατανομή των αγαθών της γης. Οι “πολιτισμένοι” της Δύσης άνοιξαν τις χωματερές, αδειάζοντας το γάλα στους δρόμους και πετώντας τους καρπούς της παραγωγής τους σε σκουπιδότοπους. Η ασωτία της Δύσης δεν είναι απλώς μια κοινωνική αδικία σε βάρος συνανθρώπων μας, που στερούνται όσα οι άλλοι πετάνε και κατασπαταλούν, είναι μια ασωτία που οδηγεί στην καταστροφή αυτούς που αδικούνται. Η ασωτία είναι η αμαρτία σε όλες της τις μορφές. Είναι σκλαβιά για τον άνθρωπο. Όποιος πιάστηκε στο δόκανό της έχει έναν άγριο και βάρβαρο δυνάστη, που τον εξαναγκάζει να κάνει αξιοκατάκριτα έργα. Ο δυνάστης αυτός είναι αδίστακτος και ανηλεής για τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος χάνοντας τον σεβασμό και την αγάπη στον Θεό και το συνάνθρωπο φτάνει στην ασωτία.
ΑΣΩΤΙΑ ΚΑΙ ΑΠΟΓΝΩΣΗ: Χειρότερη συνέπεια είναι η απόγνωση. Είναι το αμάρτημα που περιέχει όλα τα άλλα. Είναι καρπός αμετανοησίας. Η παραδοχή του λάθους δρόμου οδηγεί στην αλλαγή ζωής και στην ελευθερία από την αμαρτία. Η αμετανοησία όμως δεν επιτρέπει στον άνθρωπο να συνέλθει και η απόγνωση κλείνει κάθε δρόμο αληθινής επιστροφής και μετάνοιας. Ακόμα όμως και στην έσχατη κατάπτωση υπάρχουν και τότε περιπτώσεις επιστροφής και διόρθωσης. Αυτό συμβαίνει όταν στην πικρή του μεταμέλεια ο άνθρωπος δεν εγκαταλείπει τον εαυτό του στην απόγνωση. Συνέρχεται και αποφασίζει να επιστρέψει. Τότε αρχίζει η πορεία του προς την σωτηρία. Μετάνοια είναι το αίσθημα την ανακούφισης που νοιώθει ο άνθρωπος στην καρδιά του. Είναι νοσταλγία επιστροφής, ελπίδα σωτηρίας.
“ΤΙΜΗΤΕΣ” ΑΣΩΤΙΑΣ: Υπάρχουν όμως και οι “δίκαιοι”, που προβάλλουν τον εαυτό τους σαν κριτή του κάθε ανθρώπου. Αυτοί είναι απάνθρωποι και σκληροί απέναντι στους αμαρτωλούς. Μπορεί να είναι όντως δίκαιοι, πειθαρχικοί και εργατικοί. Αν όμως τους λείπει η αγάπη, τότε η πίστη τους μετατρέπεται σε άγριο και ανεξέλεγκτο φανατισμό και η ελπίδα τους σε ψυχρό υπολογισμό. Η ελεημοσύνη τους καταντά απλή επίδειξη «προς το θεαθήναι». Όλη η ζωή τους είναι μια υποκρισία.
ΕΠΙΜΥΘΙΟ: Η χάρη του Θεού δωρίζεται και γίνεται αποδεκτή από όποιον θέλει να την δεχτεί. Περιμένει ο Θεός το ελάχιστο της προσπάθειας του ανθρώπου, την μετάνοια. Και την αλλαγή την δίνει ο ίδιος, σαν δώρο της χαράς και της αγάπης Του για τον αμαρτωλό που διεσώθη. Το να μην υπολογίζουμε τόσο στα ασήμαντα δικά μας έργα αλλά στην άπειρη χάρη και αγάπη του Θεού μας οδηγεί στο Θεό, όπου υπάρχει για όλους σωτηρία, χαρά και ευφροσύνη.
konstantinosa.oikonomou@gmail.com www.scribd.com/oikonomoukon
Βιβλιογρ. Μητρ. Ζιμπάμπουε και Αγκόλας. Σεραφείμ Κυκκώτη, Η ασωτία της εποχής μας.
2.
Μετάνοια: ἐπιστροφὴ ἀπὸ τὴν ἐξορία τοῦ κόσμου.
Καραγιάννης Νικάνωρ (Ἀρχιμανδρίτης)
Ἡ εὐαγγελικὴ παραβολὴ τοῦ ἀσώτου μέσα ἀπὸ τὸν παραστατικὸ λόγο της ἀπεικονίζει τὸ μυστήριο τῆς ἀνομίας τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ τὸ μεγαλεῖο τῆς ἀποδοχῆς καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Μὲ τρόπο ἀξεπέραστο παρουσιάζει τὴν πτώση καὶ τὴ μετάνοια τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ἀποστασία του καὶ τὴν ἐπιστροφή του.
Ἡ περιπλάνησή μας στὸν κόσμο
Ὁ νεώτερος γιὸς «ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν». Ὁ ἄσωτος γιός, μᾶς λέει τὸ ἱερὸ κείμενο, ἔφυγε καὶ ἐγκατέλειψε τὸ σπίτι του πηγαίνοντας σὲ μακρινὴ καὶ ξένη χώρα. Τὸ συμβολικὸ βάθος αὐτῆς τῆς εἰκόνας εἶναι σπουδαῖο. Ὅσο καὶ ἂν μᾶς φαίνεται παράξενο, ἡ ζωὴ μας σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο εἶναι ἀποδημία, εἶναι ἐξορία σὲ ξένη χώρα. Καὶ αὐτὸ γιατί ἡ περιπλάνησή μας στὸν κόσμο ἀναποδογυρίζει τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ. Συσκοτίζει τὴ σκέψη μας καὶ διαβρώνει τὶς πνευματικές μας εὐαισθησίες. Ἀνατρέπει τὰ σταθερὰ μέτρα καὶ κριτήρια μὲ τὰ ὁποῖα ζυγίζουμε τὰ πράγματα τοῦ κόσμου καὶ ἀξιολογοῦμε τὶς προτεραιότητες τῆς ζωῆς.
Ζοῦμε σ’ ἕναν κόσμο ποὺ εἶναι ἀνίκανος νὰ ἀναγνωρίσει καὶ νὰ ἐμπιστευθεῖ τὸν Θεὸ ὡς δημιουργὸ καὶ σωτήρα του, ὅπως μᾶς βεβαιώνει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης. «Ἐν τῷ κόσμῳ ἦν, καὶ ὁ κόσμος δι’ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω», δηλαδὴ ὁ Χριστὸς ἦρθε καὶ ἦταν μέσα στὸν κόσμο καὶ ἐξαιτίας του δημιουργήθηκε ὁ κόσμος, ὅμως «ὁ κόσμος» δὲν τὸν ἀναγνώρισε. Ἡ διαδρομὴ τῆς ζωῆς μας γίνεται ἐξορία ὅταν διαπιστώνουμε ὅτι αὐτὸς ὁ κόσμος, δημιουργημένος ἀπὸ τὸν Θεό, παραδίδεται καὶ κυριαρχεῖται ἀπὸ τὸν «ἄρχοντα τοῦ αἰῶνος τούτου». Τὸ φρόνημα τοῦ κόσμου διαστέλλεται καὶ διαχωρίζεται ἀπὸ τὸ φρόνημα τοῦ Θεοῦ μὲ μία κάθετη διαχωριστικὴ γραμμή, καθὼς «ὅστις φίλος εἶναι τοῦ κόσμου ἐχθρός τοῦ Θεοῦ καθίσταται».
Ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος ζεῖ σὲ μία ἐξορία καὶ ἀποξένωση ἀπὸ τὸν Θεὸ καθὼς σπαταλᾶ τὰ ποικίλα χαρίσματά του ἀσώτως, χωρὶς ὅρους καὶ ὅρια. Ζεῖ σὰν νὰ μὴν ὑπάρχει Θεός, σὰν νὰ μὴν ἦρθε ὁ Χριστὸς στὴ γῆ καὶ τότε ἡ τραγωδία τῆς ἐξορίας του γίνεται πιὸ πικρή. Στὴν προσπάθειά του νὰ γευθεῖ καὶ νὰ ἀπολαύσει τὸν πλοῦτο τῆς ζωῆς, νὰ κατακτήσει καὶ νὰ ἀποκτήσει πολλά, συνήθως τὸ πληρώνει ἀκριβά.
Ἡ ἐπιστροφὴ στὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ Πατέρα
Τὸ πατρικὸ σπίτι γίνεται ὁ τύπος καὶ ἡ εἰκόνα τῆς ἀληθινῆς ζωῆς καὶ κοινωvίας τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ στὴ βασιλεία Του. Ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ ἐμπειρία τῶν Ἁγίων μᾶς βεβαιώνουν γιὰ αὐτὴ τὴν πραγματικότητα. Μᾶς προτρέπουν γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ ἀπὸ τὸ ἀδιέξοδο τῆς ἐξορίας τοῦ ἀσώτου. Ἡ εὐαγγελικὴ παραβολὴ καὶ ἡ ὑμνολογία τῆς κατανυκτικῆς περιόδου ποὺ διανύουμε μᾶς βοηθοῦν νὰ ξαναδοῦμε τὴν πνευματική μας κατάσταση μέσα σ’ αὐτὴ τὴν προοπτική: «Εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθών» (Λκ. 15,17).
Ὅταν βρίσκουμε τὸν ἀληθινό μας ἑαυτό, ξαναβρίσκουμε τὸ δρόμο τοῦ γυρισμοῦ καὶ τῆς ἐπανασύνδεσής μας μὲ τὸν Θεό. Τότε ἡ μετάνοια γίνεται ἕνα βαθὺ βίωμα, μία πνευματικὴ ἐμπειρία τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ ποὺ μᾶς θεραπεύει ἀπὸ τὴν ἀρρώστια τῆς ἁμαρτίας. Τότε ὁ ἀγώνας μας ἀποκτᾶ ἄλλο νόημα καὶ δυναμική. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι, ἔστω καὶ ἂν οἱ πτώσεις καὶ οἱ ἀδυναμίες μας εἶναι πολλές, δὲν μᾶς βυθίζουν πλέον στὴν ἀπόγνωση. Ἔστω καὶ ἂν τὰ πάθη καὶ τὰ λάθη μας, εἶναι μεγάλα καὶ μᾶς ταλαιπωροῦν δὲν μᾶς τρομάζουν πιά. Οἱ ἐνοχές μας, ὅσο βαριὲς καὶ ἂν εἶναι, δὲν μᾶς ἀρρωσταίνουν ψυχικά. Ἄλλο ἔμμονες ἐνοχές, κατάθλιψη, φόβος, ἄγχος, πληγωμένος ἐγωισμός, γιὰ τὶς ἁμαρτίες καὶ τὰ λάθη ποὺ κάναμε, καὶ ἄλλο ἐσωτερικὴ συντριβή, ταπείνωση, ἀλλὰ καὶ ψυχικὴ γαλήνη ἡ ὁποία ἀπορρέει ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ποὺ μᾶς ἀποδέχεται καὶ μᾶς περιμένει ὑπερνικώντας τὴν ἁμαρτωλότητά μας.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἂν αἰσθανόμαστε «εὐτυχισμένοι ὑπαρξιακά», ἄνετοι καὶ βολεμένοι στὸν παρόντα κόσμο, τότε γιατί θὰ πρέπει νὰ ἀναζητήσουμε καὶ νὰ βροῦμε μία εὐτυχία ποὺ δὲν καταλαβαίνουμε ὅτι χάσαμε ἤ τουλάχιστον δὲν νιώθουμε ὅτι μᾶς λείπει; Ἂν δὲν νιώθουμε ἐξόριστοι καὶ ἀποξενωμένοι ἀπὸ τὴν κοινωνία τοῦ Θεοῦ, τότε γιατί θὰ πρέπει νὰ ἀγωνισθοῦμε καὶ ποῦ πρέπει ἄραγε νὰ ἐπιστρέψουμε; Ἴσως θὰ πρέπει νὰ νοσταλγήσουμε τὴ χαμένη χαρὰ στὴν ἀντίπερα ὄχθη τῆς ὄντως ζωῆς, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ ζοῦμε καὶ νὰ ὁμολογοῦμε αὐτὸ ποὺ ἔλεγε ἕνας ὀρθόδοξος μοναχός: «Πιστεύω Κύριε σὲ Ἐσένα γιατί ἔξω ἀπὸ Ἐσένα δὲν ὑπάρχει τίποτε γιὰ ἐμένα». Ἀμήν.
3.
Ἡ Παραβολή τοῦ Ἀσώτου.
Ἀντώνιος Ρωμαῖος (Ἀρχιμανδρίτης)
Ἡ παραβολή αὐτή εἶναι ἡ διατύπωση τῆς πιό μεγάλης καί τῆς πιό ὁλοκληρωμένης καμπύλης πού διαγράφει ἡ ἀνθρώπινη ἀσωτεία.
Μέσα σ’ αὐτήν τήν παραβολή ὁ Κύριος μᾶς δίνει νά κατανοήσουμε ὅλες τίς συντεταγμένες τῆς ἀνθρώπινης ἀσωτείας. Καί ὁ πρῶτος υἱός ὁ νεώτερος, θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι εἶναι τό σύμβολο τῆς ὁρατῆς, τῆς ἐμφανοῦς ἀσωτείας, ἐνῶ ὁ πρεσβύτερος υἱός εἶναι τό σύμβολο τῆς ἀφανοῦς ἀσωτείας.
Τό 15ον κεφάλαιον τοῦ κατά Λουκᾶν Εὐαγγελίου, περιλαμβάνει καί ἄλλες παραβολές, ὅπως τοῦ «ἀπολωλότος προβάτου», «τῆς ἀπωλεσθείσης δραχμῆς», τήν ὁποία ἀκολουθεῖ αὐτή τοῦ ‘Ασώτου υἱοῦ. Μέ αὐτήν τήν παραβολή ὁ Κύριος ἀπαντοῦσε στούς ἐπικριτές Του, γιατί ἦταν «φίλος τελωνῶν καί ἁμαρτωλῶν».
Ἄς πάρουμε τά πράγματα μέ τή σειρά:
Ὁ Πατέρας ἔχει δυό παιδιά. Εἶναι χαρακτηριστικό σύμβολο ὅτι τή θέση τοῦ Πατέρα παίρνει ὁ Θεός. Τά δυό παιδιά εἶναι οἱ δύο βασικές κατηγορίες τῶν ἀνθρώπων: Αὐτοί πού θέλουν νά ζοῦν χωρίς τό Θεό καί αὐτοί πού θέλουν νά ζοῦν «ἐν Θεῷ». Στήν παραβολή βέβαια ἔχουμε τό προβάδισμα τοῦ νεώτερου Υἱοῦ, ὁ ὁποῖος ζητάει ἀπό τόν Πατέρα τήν περιουσίαν πού τοῦ ἀνήκει. Ὁ Κύριος λέει ὅτι ὁ Πατέρας «διεῖλεν αὐτοῖς τόν βίον». Δέν λέει ὅτι ἔδωσε στό μικρό Υἱό αὐτό πού τοῦ ἀνῆκε, ἀλλά λέει ὅτι ἔδωσε καί στά δυό παιδιά, αὐτό πού τούς ἀνῆκε.
Ἐδῶ ἀκριβῶς ἔχουμε τή θεολογική τοποθέτηση ὅτι, ὁ Πανάγαθος Πατέρας ὅλων τῶν ἀνθρώπων προικίζει μέ τά ἴδια προσόντα ὅλους τούς ἀνθρώπους. Δίνει σέ ὅλους τό αὐτεξούσιο, τήν ἐλευθερία, δίνει τά ψυχικά, τά σωματικά καί τά πνευματικά χαρίσματα, δίνει τίς δυνατότητες -πάντοτε μέσα σέ κάποιο περιβαλλοντικό πλαίσιο, σέ κάποια χωροχρονική συντεταγμένη- δίνει τίς προϋποθέσεις στόν ἄνθρωπο νά ὑπάρξει καί νά λειτουργήσει τήν ὕπαρξή του, τήν προσωπικότητά του, μέ αὐτεξουσιότητα καί ἐλευθερία.
Ὁ ἕνας λοιπόν Υἱός παίρνει τήν περιουσία του καί φεύγει μακριά καί ἐκεῖ τήν διασκορπίζει μέ ζωή ἄσωτη, σπάταλη, ἁμαρτωλή.
Δέν μᾶς λέει ἡ παραβολή τί ἔκανε ὁ Πρεσβύτερος, ἀλλά ἀπό τήν ἐξέληξι τῆς διη γήσεως εἶναι σαφές ὅτι, ἐφόσον τοῦ ἐδόθη ἡ περιουσία τήν πῆρε, ἀλλά δέν θέλησε νά ἀποχωριστεῖ ἀπό τόν Πατέρα. Κράτησε ὁ δεύ τερος Υἱός τήν θέση πού εἶχε στήν οἰκογένεια καί νομιμόφρων, ὑποτατεταγμέ νος, ἐργατι κός καί ἐπιμελής συνέχισε νά ζεῖ μέ τόν Πατέρα στό ἴδιο σπιτικό.
‘Ενῶ ὅμως φαίνεται ἀπό τήν παραβολή ὅτι ὁ νεώτερος Υἱός φεύγει καί χωρίζεται ἀπό τόν Πατέρα, ὁ Πρεσβύτερος Υἱός δημιουργεῖ ἕναν ἄλλο χωρισμό πού δέν φαίνεται.
Ὁ Πατέρας παράλληλα δείχνει πώς ζεῖ τόν πόνο τοῦ χωρισμοῦ τοῦ νεώτερου Υἱοῦ, πώς πονάει, ἐνδιαφέρεται καί προσδοκᾶ τήν ἐπιστροφή του.
Ὁ Πρεσβύτερος Υἱός, ὅπως διαφαίνεται στή συμπεριφορά του στό τέλος τῆς παραβολῆς, ἀπορρίπτει τόν νεώτερο Υἱό. Ἀπορρίπτει τόν ἀδελφό του, τόν ξεχνάει. Ἀρχίζει νά διαφοροποιεῖ τήν συμπεριφορά του ἔναντι τοῦ ἀδελφοῦ του. Δέν συμβαδίζει μέ τόν Πατέρα στά αἰσθήματα, στό σεβασμό τῆς προσωπικότητας, στήν ἀγάπη. Κι αὐτός ὁ χωρισμός δέν φαίνεται. Αὐτή εἶναι ἡ πρώτη μορφή τῆς κρυφῆς ἀσωτείας.
Εἶναι ἀσωτεία τό ὅτι ὁ πρεσβύτερος Υἱός δέν τρέφει τά αἰσθήματα, τή σκέψη, τά φρονήματα, τή λαχτάρα, τήν ἀγωνία, τήν ἀγάπη γιά τόν ἀδελφό του. Ὅλα αὐτά δηλαδή πού τρέφει ὁ Πατέρας γιά τό νεώτερο παιδί Του.
Ὁ ἄνθρωπος χωρίς τό Θεό ἀρχίζει νά ζεῖ τή ζωή του, νά ὑπάρχει γιά τήν ἡδονή, νά τρυγᾶ τόν καρπό της μέχρι τό τέλος καί νά ἐξαντλεῖ τίς ψυχοσωματικές του δυνάμεις σ’ αὐτό τό κυνηγητό τῆς ἡδονῆς. ‘Εξαχρειώνεται καί βάζει τόν ἑαυτό του στήν κατάσταση τοῦ ὑποβαθμισμένου ὄντος, ἀκόμα πιό κάτω καί ἀπό τά ζῶα. Δέν ἔχει τή δυνατότητα νά φάει οὔτε τήν τροφή τῶν ζώων πού βόσκει.
Ὅλα αὐτά εἶναι συμβολικά καί φανερώνουν ἀκριβῶς ὅτι ὁ ἄνθρωπος πού κυνηγάει τήν ἡδονή εὐτελίζεται, μειώνεται διαρκῶς μέχρι πού ἄν δέν μετανοήσει καταστρέφεται.
«Δαπανήσαντος δέ αὐτοῦ τά πάντα… οὐδείς ἐδίδου αὐτῷ…». Μέχρι ἐδῶ διαγράφεται σ’ αὐτούς τούς στίχους ὅλη ἡ ἐξαχρείωση τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας, ἡ ὁποία θέλει νά ζήσει μακριά ἀπό τό Θεό, μέ τήν σπατάλη τῶν χαρισμάτων, σέ μιά «φιλία» μέ τούς ἀνθρώπους. Φιλία πού δέν εἶναι τίποτα ἄλλο παρά παράχρηση ἤ κατάκριση τοῦ ἑνός ἀπό τόν ἄλλο. Αὐτή ἡ φιλία δέν εἶναι βοηθητική, εὐφρόσυνη. Προκαλεῖ εὐχαρίστηση στά αἰσθητήρια, ἀλλά δέν εὐφραίνει πνευματικά, δέν παραμένει μετά ἀπό αὐτές τίς παραχρήσεις καί καταχρήσεις, δέν ἀφήνει τίποτα πού νά γεμίζει τόν ἄνθρωπο.
Ὁ Πρεσβύτερος Υἱός φαίνεται -ἀπό τήν εἰκόνα πού μᾶς δίδεται στό τέλος- ὅτι εἶναι ἄνθρωπος τοῦ μόχθου, τῆς νομιμότητας, τῆς ὑποταγῆς στό Θεό. Διατηρεῖ ἐπίσης μέσα του τήν ἐπιθυμία τῆς ἀπολαύσεως, τὴς εὐφροσύνης, ἀλλά δέν τήν φανερώνει. Δέν τήν ἀνακοινώνει. Δέν τήν διεκδικεῖ. Δέν ζητάει τίποτα ἀπό τόν Πατέρα. Τήν στερεῖται φαινομενικά ἑκουσίως· ἀλλά μέσα του τήν κρατάει ὁλοζώντανη. Εἶναι κάτι πού τό ζῆ ἔξω ἀπό τή σχέση Του μέ τόν Πατέρα. Ἐδῶ διαφαίνεται μιά ἄλλη πλευρά τῆς ἀσωτείας.
Εἶναι «ἀσωτεία» τό νά κρατᾶμε ἐπιθυμίες, θελήματα, δικαιώματα, σκέψεις, πού δέν τολμᾶμε νά ἀνακοινώσουμε στό Θεό Πατέρα, πού δέν μποροῦμε νά τά κάνουμε προσευχή.
Κι αὐτή ἡ ἀσωτεία εἶναι πολύ βαθιά μέσα μας, πού μᾶς ἐξαχρειώνει χωρίς νά τό καταλαβαίνουμε. Ἐνῶ ἡ ἄλλη πλευρά τοῦ νεώτερου Υἱοῦ εἶναι τόσο φανερή καί κραυγαλέα.
Ὁ Πρεσβύτερος Υἱός ζῆ ἔντονα αὐτή τήν κατάσταση, «τοσαῦτα χρόνια δουλεύω σοι…» κι αὐτό φανερώνεται μέ τό λόγο του. Ὄχι μόνον λοιπόν ἔχει ζωντανή αὐτή τήν ἐπιθυμία, ἀλλά μέσα στήν ἀπομόνωσή του, μέσα στήν αὐτονόμησή του τήν κρυφή, κάνει αὐτή τήν ἐπιθυμία κριτήριο γιά νά ἀναπτύξει τήν ἐπιθετικότητα ἐναντίον τοῦ Θεοῦ Πατέρα, ὅταν ἀργότερα ‘Εκεῖνος θά δείξει τή στοργή Του στόν νεώτερο Ἄσωτο Υἱό πού ἐπιστρέφει.
4.
Ἐπιστροφὴ ἀπὸ τὴν ἐξορία, (Τοῦ Ἀσώτου)
Schmemann Alexander (Protopresbyter (1921-1983))
Τὴν τρίτη Κυριακή τῆς προετοιμασίας μας γιὰ τὴ Μεγάλη Σαρακοστὴ διαβάζουμε τὴν παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου Υἱοῦ (Λουκ. 15, 11-32). Ἡ παραβολὴ τούτη μαζὶ μὲ τοὺς ὕμνους τῆς ἡμέρας αὐτῆς μᾶς παρουσιάζουν τὴ μετάνοια σὰν ἐπιστροφὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν ἐξορία.
Ὁ ἄσωτος γιός, λέει τὸ Εὐαγγέλιο, πῆγε σὲ μία μακρινὴ χώρα καὶ κεῖ σπατάλησε ὅτι εἶχε καὶ δὲν εἶχε. Μία μακρινὴ χώρα! Εἶναι ὁ μοναδικὸς ὁρισμὸς τῆς ἀνθρώπινης κατάστασης ποὺ θὰ πρέπει νὰ ἀποδεχτοῦμε καὶ νὰ τὸν οἰκειοποιηθοῦμε καθὼς ἀρχίζουμε τὴν προσέγγισή μας στὸ Θεό. Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ποτὲ δὲν εἶχε αὐτὴ τὴν ἐμπειρία, ἔστω καὶ γιὰ λίγο, ποὺ ποτὲ δὲν αἰσθάνθηκε ὅτι εἶναι ἐξόριστος ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ ζωή, αὐτὸς ποτὲ δὲ θὰ καταλάβει τί ἀκριβῶς εἶναι ὁ Χριστιανισμός. Καὶ αὐτὸς ποὺ νιώθει «σὰν στὸ σπίτι του» σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο καὶ στὴ ζωὴ τοῦ κόσμου τούτου, ποὺ ἔμεινε ἄτρωτος ἀπὸ τὴ νοσταλγία γιὰ μία ἄλλη πραγματικότητα, αὐτὸς δὲ θὰ καταλάβει τί εἶναι μετάνοια.
Ἡ μετάνοια συχνὰ ταυτίζεται μὲ μία «ψυχρὴ καὶ ἀντικειμενικὴ» ἀπαρίθμηση ἁμαρτιῶν καὶ παραβάσεων, ὅπως μία πράξη «ὁμολογίας ἐνοχῆς» ὕστερα ἀπὸ μία νόμιμη μήνυση. Ἡ ἐξομολόγηση καὶ ἡ ἄφεση ἁμαρτιῶν θεωροῦνται σὰν νὰ ἦταν δικαστικῆς φύσεως. Ἀλλὰ παραβλέπεται κάτι πολὺ οὐσιαστικὸ χωρὶς τὸ ὁποῖο οὔτε ἡ ἐξομολόγηση οὔτε ἡ ἄφεση ἔχει κάποιο πραγματικὸ νόημα ἢ κάποια δύναμη. Αὐτὸ τὸ «κάτι» εἶναι ἀκριβῶς τὸ αἴσθημα τῆς ἀποξένωσης ἀπὸ τὸ Θεό, ἀπὸ τὴ μακαριότητα τῆς κοινωνίας μαζί Του, ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ ζωὴ ὅπως τὴ δημιούργησε καὶ μᾶς τὴν ἔδωσε Ἐκεῖνος. Ἀλήθεια, εἶναι πολὺ εὔκολο νὰ ἐξομολογηθῶ ὅτι δὲν νήστεψα τὶς καθορισμένες γιὰ νηστεία μέρες, ἢ ὅτι παράλειψα τὴν προσευχή μου ἢ ὅτι θύμωσα. Ἀλλὰ εἶναι ἐντελῶς διαφορετικὸ πράγμα νὰ παραδεχτῶ ξαφνικὰ ὅτι ἔχω ἀμαυρώσει καὶ ἔχω χάσει τὴν πνευματική μου ὀμορφιά, ὅτι εἶμαι πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὸ πραγματικό μου σπίτι, τὴν ἀληθινὴ ζωὴ καὶ ὅτι κάτι πολύτιμο καὶ ἁγνὸ καὶ ὄμορφο ἔχει ἀνέλπιστα καταστραφεῖ στὴ δομὴ τῆς ὕπαρξής μου. Παρ’ ὅλα αὐτὰ ὅμως, αὐτὸ καὶ μόνο αὐτό, εἶναι μετάνοια καί, ἐπὶ πλέον, εἶναι μία βαθιὰ ἐπιθυμία ἐπιστροφῆς, ἐπιθυμία νὰ γυρίσω πίσω, νὰ ἀποκτήσω ξανὰ τὰ χαμένο σπίτι.
Ἔλαβα ἀπὸ τὸ Θεὸ θαυμαστὰ πλούτη: πρῶτα ἀπ’ ὅλα τὴ ζωὴ καὶ τὴ δυνατότητα νὰ τὴ χαίρομαι, νὰ τὴν ὀμορφαίνω μὲ νόημα, ἀγάπη καὶ γνώση: ὕστερα — μὲ τὸ Βάπτισμα — ἔλαβα τὴ νέα ζωὴ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ Χριστό, τὰ δῶρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴν εἰρήνη καὶ τὴ χαρὰ τῆς οὐράνιας Βασιλείας. Ἔλαβα τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ καὶ μέσα ἀπ’ αὐτή, τὴ δυνατότητα νὰ γνωρίσω καθετὶ καὶ τὴ δύναμη νὰ εἶμαι «τέκνον Θεοῦ». Καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ ἔχασα, τὰ χάνω καθημερινά, ὄχι μόνο μὲ τὶς «συγκεκριμένες ἁμαρτίες» καὶ τὶς «παραβάσεις» ἀλλὰ μὲ τὴν ἁμαρτία ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν: τὴν ἀπομάκρυνση τῆς ἀγάπης μου ἀπὸ τὸ Θεό, προτιμώντας τὴν «μακρινὴ χώρα» ἀπὸ τὸ ὄμορφο σπίτι τοῦ Πατέρα.
Ἡ Ἐκκλησία ὅμως εἶναι ἐδῶ παροῦσα γιὰ νὰ μοῦ θυμίζει τί ἔχω ἐγκαταλείψει, τί ἔχω χάσει. Καὶ καθώς μοῦ τὰ ὑπενθυμίζει μὲ τὸ Κοντάκιο τῆς ἡμέρας αὐτῆς, ἀναλογίζομαι ὅτι: Τῆς πατρῴας, δόξης σου, ἀποσκιρτήσας ἀφρόνως, ἐν κακοῖς ἐσκόρπισα, ὅν μοι παρέδωκας πλοῦτον· ὅθεν σοι τὴν τοῦ Ἀσώτου, φωνὴν κραυγάζω· Ἥμαρτον ἐνώπιόν σου Πάτερ οἰκτίρμον, δέξαι με μετανοοῦντα, καὶ ποίησόν με, ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου.
Καί, καθὼς ἀναλογίζομαι, βρίσκω μέσα μου τὴν ἐπιθυμία τῆς ἐπιστροφῆς καὶ τὴ δύναμη νὰ τὴν πραγματοποιήσω: «ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῶ, πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου, ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου».
Θὰ πρέπει ἐδῶ νὰ ἀναφέρουμε εἰδικὰ μία λειτουργικὴ λεπτομέρεια τῆς Κυριακῆς τοῦ Ἀσώτου. Στὸν Ὄρθρο, μετὰ τὸν γιορταστικὸ καὶ χαρούμενο ψαλμὸ τοῦ Πολυελαίου, ψέλνουμε τὸν λυπηρὸ καὶ νοσταλγικὸ 136ο ψαλμό:
Ἐπὶ τῶν ποταμῶν Βαβυλῶνος ἐκεῖ ἐκαθήσαμεν καὶ ἐκλαύσαμεν ἐν τῷ μνησθῆναι ἡμᾶς τῆς Σιὼν… πῶς ἄσομαι τὴν ὠδὴν Κυρίου ἐπὶ γῆς ἀλλότριας; ἐὰν ἐπιλάθωμαί σου Ἱερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου· κολληθείη ἡ γλῶσσά μου τῷ λαρύγγί μου, ἐὰν μὴ σου μνησθῶ, ἐὰν μὴ προανατάξωμαι τὴν Ἱερουσαλὴμ ὡς ἐν ἀρχῇ τῆς εὐφροσύνης μου.
Εἶναι ὁ ψαλμὸς τῆς ἐξορίας. Τὸν ἔψαλλαν οἱ Ἑβραῖοι κατὰ τὴ βαβυλώνια αἰχμαλωσία τους καθὼς σκέφτονταν τὴν ἱερὴ πόλη τους, τὴν Ἱερουσαλήμ. Ἀπὸ τότε ὁ ψαλμὸς αὐτὸς ἔγινε ὁ ψαλμὸς τοῦ ἀνθρώπου ποὺ συνειδητοποιεῖ τὴν ἀποξένωσή του ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ συναισθανόμενος αὐτὴ τὴν ἐξορία γίνεται πάλι ἄνθρωπος. Γίνεται ἐκεῖνος ποὺ ποτὲ πιὰ δὲ θὰ νιώσει βαθιὰ ἱκανοποίηση μὲ τίποτε στὸν «πεπτωκότα» αὐτὸν κόσμο, γιατί ἀπὸ τὴ φύση καὶ ἀπὸ τὴν κλήση του εἶναι ἕνας ἀναζητητὴς τοῦ Τέλειου. Ὁ ψαλμὸς αὐτὸς θὰ ψαλεῖ δύο ἀκόμα φορές: τὶς δύο τελευταῖες Κυριακὲς πρὶν ἀπὸ τὴ Μεγάλη Σαρακοστή· καὶ τὴν παρουσιάζει σὰν ἕνα μακρινὸ ταξίδι, σὰν μετάνοια, σὰν ἐπιστροφὴ.
5.
Ἡ Παραβολή τοῦ Ἀγαθοῦ Πατέρα.
Καραβιδόπουλος Ἰωάννης (Καθηγητής Πανεπιστημίου)
Εἶπε ὁ Κύριος αὐτή τήν παραβολή: «Κάποιος ἄνθρωπος εἶχε δύο γιούς. Ὁ μικρότερος ἀπ’ αὐτούς εἶπε στόν πατέρα του: “πατέρα, δῶσε μου τό μερίδιο τῆς περιουσίας πού μοῦ ἀναλογεῖ”· κι ἐκεῖνος τούς μοίρασε τήν περιουσία. Ὕστερα ἀπό λίγες μέρες ὁ μικρότερος γιός τά μάζεψε ὅλα κι ἔφυγε σέ χώρα μακρινή. Ἐκεῖ σκόρπισε τήν περιουσία του κάνοντας ἄσωτη ζωή. Ὅταν τά ξόδεψε ὅλα, ἔτυχε νά πέσει μεγάλη πείνα στή χώρα ἐκείνη, καί ἄρχισε κι αὐτός νά στερεῖται. Πῆγε λοιπόν κι ἔγινε ἐργάτης σέ ἕναν ἀπό τούς πολίτες ἐκείνης τῆς χώρας, ὁ ὁποῖος τόν ἔστειλε στά χωράφια του νά βόσκει χοίρους. Ἔφτασε στό σημεῖο νά θέλει νά χορτάσει μέ τά ξυλοκέρατα πού ἔτρωγαν οἱ χοῖροι, ἀλλά κανένας δέν τοῦ ἔδινε. Τελικά συνῆλθε καί εἶπε: “πόσοι ἐργάτες τοῦ πατέρα μου ἔχουν περίσσιο ψωμί, κι ἐγώ ἐδῶ πεθαίνω τῆς πείνας! Θὰ σηκωθῶ καί θά πάω στόν πατέρα μου καί θά τοῦ πῶ: πατέρα, ἁμάρτησα στόν Θεό καί σ’ ἐσένα· δέν εἶμαι ἄξιος πιά νά λέγομαι γιός σου· κᾶνε μέ σάν ἕναν ἀπό τούς ἐργάτες σου”. Σηκώθηκε, λοιπόν, καί ξεκίνησε νά πάει στόν πατέρα του.
»Ἐνῶ ἦταν ἀκόμη μακριά, τόν εἶδε ὁ πατέρας του, τόν σπλαχνίστηκε, ἔτρεξε, τόν ἀγκαλίασε σφιχτά καί τόν καταφιλοῦσε. Τότε ὁ γιός του τοῦ εἶπε: “πατέρα, ἁμάρτησα στόν Θεό καί σ’ ἐσένα καί δέν ἀξίζω νά λέγομαι παιδί σου”. Ὁ πατέρας ὅμως γύρισε στούς δούλους του καί τούς διέταξε: “βγάλτε γρήγορα τήν καλύτερη στολή καί ντύστε τον· φορέστε του δαχτυλίδι στό χέρι καί δῶστε του ὑποδήματα. Φέρτε τό σιτευτό μοσχάρι καί σφάξτε το νά φᾶμε καί νά εὐφρανθοῦμε, γιατί αὐτός ὁ γιός μου ἦταν νεκρός καί ἀναστήθηκε, ἦταν χαμένος καί βρέθηκε”. ‘Ἔτσι ἄρχισαν νά εὐφραίνονται.
»Ὁ μεγαλύτερος γιός του βρισκόταν στό χωράφι· καί καθώς ἐρχόταν καί πλησίαζε στό σπίτι, ἄκουσε μουσικές καί χορούς. Φώναξε, λοιπόν, ἕναν ἀπό τούς ὑπηρέτες καί ρώτησε νά μάθει τί συμβαίνει. Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε: “γύρισε ὁ ἀδερφός σου, κι ὁ πατέρας σου ἔσφαξε τό σιτευτό μοσχάρι, γιατί τοῦ ἦρθε πίσω γερός”. Αὐτός τότε θύμωσε καί δέν ἤθελε νά μπεῖ μέσα. Ὁ πατέρας του βγῆκε καί τόν παρακαλοῦσε, ἐκεῖνος ὅμως τοῦ ἀποκρίθηκε: “ἐγώ τόσα χρόνια σοῦ δουλεύω καί ποτέ δέν παράκουσα καμιά ἐντολή σου· κι ὅμως σ’ ἐμένα δέν ἔδωσες ποτέ ἕνα κατσίκι γιά νά εὐφρανθῶ μέ τούς φίλους μου. ‘Ὅταν ὅμως ἦρθε αὐτός ὁ γιός σου, πού κατασπατάλησε τήν περιουσία σου μέ πόρνες, ἔσφαξες γιά χάρη του τό σιτευτό μοσχάρι”. Κι ὁ πατέρας του τοῦ ἀπάντησε: “παιδί μου, ἐσύ εἶσαι πάντοτε μαζί μου κι ὅ,τι εἶναι δικό μου εἶναι καί δικό σου. Ἔπρεπε ὅμως νά εὐφρανθοῦμε καί νά χαροῦμε, γιατί ὁ ἀδερφός σου αὐτός ἦταν νεκρός κι ἀναστήθηκε, ἦταν χαμένος καί βρέθηκε”» (Λουκ. 15, 1-32).
Ἡ ὡραία παραβολή πού διαβάζεται τή δεύτερη Κυριακή του Τριωδίου καί πού ὀνομάζεται συνήθως «παραβολή τοῦ ἀσώτου ὑiοῦ», χαρακτηρίστηκε ὡς «ὁ μαργαρίτης μεταξύ τῶν παραβολῶν». Ἡ Ἐκκλησία μας, θέλοντας νά προτρέψει τούς ἀνθρώπους στή μετάνοια, ἐν ὄψει μάλιστα τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς καί τῆς Μ. Ἑβδομάδας, προβάλλει τό παράδειγμα τοῦ μετανοήσαντος «ἀσώτου υἱοῦ». Ἄς μή ξεχνοῦμε ὅμως καί τή μορφή τοῦ ἄλλου παιδιοῦ τῆς παραβολῆς, τοῦ μεγαλύτερου παιδιοῦ, πού ἐπικρατεῖ στό δεύτερο μέρος τῆς διηγήσεως. Αὐτός μᾶς θυμίζει ὁπωσδήποτε τόν Φαρισαῖο, γιά τόν ὁποῖο ἔγινε λόγος στήν περικοπή τῆς προηγούμενης Κυριακῆς: Ὅπως ὁ Φαρισαῖος, ἐπαινεῖ καί αὐτός τόν ἑαυτό του γιά τήν ἐργασία πού προσφέρει, ζητεῖ τήν ἀμοιβή του, αἰσθάνεται ὑπεροχή ἔναντι τοῦ ἀσώτου ἀδελφοῦ του καί τέλος δέν μετέχει στήν πατρική χαρά γιά τήν ἐπιστροφή καί μετάνοια τοῦ νεότερου ἀδελφοῦ. Ἀσφαλῶς σέ τέτοιους ἀνθρώπους ἀπευθυνόταν ὁ Ἰησοῦς, ὅταν ἔλεγε τήν παραβολή αὐτή, σέ ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι, ἱκανοποιημένοι ἀπό τή δική τους θρησκευτική αὐτάρκεια, δέν ἔβλεπαν τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πού ἀπευθύνεται πρός ὅλους, ἀκόμη καί πρός τούς ἁμαρτωλούς.
Βέβαια, ἡ συμπεριφορά τοῦ μεγαλύτερου παιδιοῦ ἔχει μέσα της κάτι τό πολύ ἀνθρώπινο: ἐκφράζει τήν ἀπαίτηση τοῦ εὐσεβοῦς ἀνθρώπου νά φέρεται ὁ Θεός μέ δικαιοσύνη, τιμωρώντας τόν ἁμαρτωλό καί ἀμείβοντας τόν ἐνάρετο. Βρίσκεται ὅμως μακριά ἀπό τή θρησκεία τῆς ἀγάπης πού ἀποκαλύπτει στόν κόσμο ὁ Χριστός. Αὐτήν τήν ἀγάπη ἐνσαρκώνει ἕνα πρόσωπο τῆς παραβολῆς πού δεσπόζει ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους τῆς διηγήσεως, τό πρόσωπο τοῦ καλοῦ πατέρα. Μπορεῖ στό πρῶτο μέρος τῆς διηγήσεως νά προέχει ἡ μορφή τοῦ ἀσώτου πού μετανοιωμένος ἐπιστρέφει στό πατρικό σπίτι καί στό δεύτερο μέρος ἡ μορφή τοῦ «ἐνάρετου» μεγαλύτερου παιδιοῦ. Σέ ὁλόκληρη ὅμως τή διήγηση κυριαρχεῖ ἡ μορφή τοῦ ἀγαθοῦ καί εὔσπλαγχνου πατέρα.
Ἄς φέρουμε στό νοῦ μας τά ἑξῆς σημεῖα ἀπό τή διήγηση τῆς παραβολῆς:
α. Ἤδη στήν ἀρχή τῆς διηγήσεως ὁ πατέρας, σεβόμενος τήν ἐλεύθερη ἀπόφαση τοῦ νεότερου παιδιοῦ του, ἱκανοποιεῖ τό αἴτημά του καί τοῦ δίνει τό μερίδιο τῆς περιουσίας πού τοῦ ἀνήκει.
β. Περιμένει τήν ἐπιστροφή τοῦ παιδιοῦ του. Κι ὅταν πρῶτος αὐτός τό ἀντικρίζει νά ἐπιστρέφει, τρέχει νά τό προϋπαντήσει, τό ἀγκαλιάζει καί τό «καταφιλεῖ».
γ. Δέν συζητεῖ κἄν τό αἴτημα τοῦ παιδιοῦ του νά γίνει δοῦλος στό πατρικό σπίτι, ἀλλά τό ἀποκαθιστᾶ στήν προηγούμενή του θέση, τό ντύνει, τοῦ βάζει δακτυλίδι στό χέρι καί πανηγυρίζει χαρούμενος γιά τήν ἐπιστροφή του, δίνοντας τό σύνθημα ἑνός γενικοῦ ἑορτασμοῦ γιά τό χαρούμενο γεγονός.
δ. Τήν ἴδια στοργή δείχνει στή συνέχεια καί ἀπέναντι τοῦ μεγαλυτέρου παιδιοῦ του πού δυσανασχετεῖ γιά τόν ἑορτασμό· τό παρακαλεῖ μέ ἀγάπη νά πάρει μέρος στή χαρά γιά τήν ἐπιστροφή τοῦ χαμένου ἀδελφοῦ του.
ε. Τέλος, καί στό μέρος ἀκόμη τῆς διηγήσεως, ὅπου περιγράφεται ἡ ἀσωτεία καί ἡ ἀπόφαση μετάνοιας τοῦ νεότερου παιδιοῦ, στό ὑπόβαθρο βρίσκεται ἡ μορφή τοῦ πατέρα. Θά σκεπτόταν ποτέ νά ἐπιστρέψει στό πατρικό σπίτι ὁ ἄσωτος, ἐάν μέσα στή μνήμη του δέν διατηρόταν ζωηρή ἡ γλυκιά ἀνάμνηση ἑνός πατέρα γεμάτου στοργή καί καλοσύνη;
Μετά ἀπό τή σύντομη σκιαγράφηση τῆς μορφῆς τοῦ ἀγαθοῦ πατέρα μποροῦμε νά διατυπώσουμε τό διπλό μήνυμα τῆς σημερινῆς παραβολῆς ὡς ἑξῆς:
1. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἀποτελεϊ κίνητρο γιά τή μετάνοια τοῦ ἀνθρώπου καί τήν ἐπιστροφή του στήν πατρική οἰκία, στήν κοινωνία μέ τόν Πατέρα. Ἡ παράσταση τοῦ Θεοῦ σάν ὀργισμένου τιμωροῦ ἐμβάλλει φόβο στόν ἄνθρωπο καί τόν ἀπομακρύνει περισσότερο, ἐνῶ ὁ τονισμός τῆς θείας ἀγαθότητας ἀνταποκρίνεται στή χριστιανική ἀντίληψη περί Θεοῦ καί ἐνθαρρύνει τόν ἄνθρωπο νά τόν πλησιάσει.
Καί 2. Τό ἐπίπεδο τῆς πνευματικῆς τελειότητας τοῦ χριστιανοῦ φαίνεται ἀπό τή στάση του καί τή συμμετοχή του στή χαρά τοῦ ἀδελφοῦ. Πολλές φορές μετέχει κανείς πιό εὔκολα στή θλίψη τοῦ ἄλλου, μία καί ἡ θλίψη αὐτή εὐτυχῶς δέν εἶναι δική του. Στή χαρά ὅμως δυσκολοτέρα μετέχει μέ εἰλικρίνεια, ἐπειδή ἀκριβῶς δέν εἶναι δική του. Στήν περίπτωση τῆς παραβολῆς μας ἡ χαρά γιά τή μετάνοια τοῦ ἀδελφοῦ δείχνει τό μέτρο τῆς πνευματικῆς μας ὡριμότητος.
6.
Ἡ μεγάλη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο.
Ἰωὴλ Φραγκᾶκος (Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας)
‹‹Ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν››
Ἡ παραβολὴ τοῦ ἀσώτου, ποὺ διαβάζεται σήμερα στὶς Ἐκκλησίες, χαρακτηρίζεται ἀπὸ τοὺς ἑρμηνευτὲς ὡς ἕνα μαργαριτάρι ἀνάμεσα στὶς παραβολὲς ἢ ὡς Εὐαγγέλιο ἀνάμεσα στὸ Εὐαγγέλιο. Μερικοὶ τὴν ὀνομάζουν παραβολὴ τοῦ πρεσβύτερου (μεγαλύτερου) υἱοῦ. Πράγματι, χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ στάση τοῦ πρεσβύτερου υἱοῦ, ὅταν ἦλθε στὸ σπίτι καὶ πληροφορήθηκε τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ νεότερου ἀδελφοῦ του.Δὲν ἤθελε νὰ μπεῖ καὶ κατηγοροῦσε τὸν πατέρα του ὅτι τάχα τὸν ἀδικεῖ. Ἡ κατηγορία ἑστιαζόταν στὸ ὅτι αὐτὸς δούλευε νύχτα καὶ ἡμέρα καὶ δὲν ἀμειβόταν ἐπαρκῶς, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν ἄσωτο υἱὸ ποὺ ἔφαγε τὸ βίο του μετὰ πορνῶν, καὶ στὸ τέλος, ὅταν γύρισε, ἔτυχε καὶ καλῆς ὑποδοχῆς. Ἂς δοῦμε τὸν πρεσβύτερο υἱὸ τῆς παραβολῆς.
Ποιὸς εἶναι ὁ πρεσβύτερος υἱός;
Οἱ περισσότεροι ἑρμηνευτὲς λέγουν πὼς ὁ μεγαλύτερος υἱὸς ἦσαν οἱ Φαρισαῖοι.Ἐπειδὴ οἱ τελῶνες κι οἱ ἁμαρτωλοὶ πλησίαζαν τὸν Χριστὸ καὶ Τὸν ἄκουγαν, καὶ προφανῶς μερικοὶ μετανοοῦσαν, αὐτὸ δὲν ἄρεσε στοὺς Φαρισαίους. ‹‹Διεγόγγυζον οἳ τε Φαρισαῖοι καὶ οἱ γραμματεῖς λέγοντας ὅτι οὗτος ἁμαρτωλοὺς προσδέχεται καὶ συνεσθίει αὐτοῖς›› (Λουκ.15,2). Ἡ κατηγορία αὐτὴ ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ ἦταν μόνιμη καὶ διαρκῆς, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς μὲ τέτοιου εἴδους παραβολές, ὅπως τοῦ χαμένου προβάτου καὶ τῆς χαμένης δραχμῆς, προσπάθησε νὰ τοὺς ἀλλάξει τὴν ἀντίληψη. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος γράφει πὼς ‹‹πάντα ἐστὶν φορητὰ διὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀδελφού››, δηλ. ὅλα εἶναι ἐπιτρεπτὰ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀδελφοῦ μας. Τόσο περισπούδαστη εἶναι ἡ ψυχὴ κάθε ἀνθρώπου ἀπέναντι στὸ Θεό, ὥστε νὰ θυσιάσει καὶ τὸν Υἱό Του, τὸ μόσχο τὸ σιτευτό, γιὰ τὴ σωτηρία μας.
Μία ἄλλη ἑρμηνεία τοῦ πρεσβύτερου εἶναι καὶ ἡ ἀκόλουθη. Ὁ υἱὸς αὐτὸς συμβολίζει τοὺς Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας. Οἱ Ἅγιοι αὐτοί, ποὺ βάσταξαν τὸ βάρος καὶ τὸν καύσωνα τῆς ἡμέρας καὶ ποὺ δούλεψαν στὸν ἀμπελώνα τοῦ Κυρίου ἀπ’ τὴν πρώτη ὥρα, αὐτοὶ ποὺ ὑπάκουσαν στὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ἀπαιτοῦν νὰ ἐφαρμοσθεῖ δικαιοσύνη. Νὰ ἀμείψει ὁ Θεὸς τοὺς εὐσεβεῖς ἢ νὰ καταδικάσει τοὺς ἀσεβεῖς. Οἱ Ἅγιοι μένουν κατάπληκτοι μπρὸς στὴ μεγάλη εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος συγχωρεῖ ἀμέσως αὐτοὺς ποὺ ἐπιστρέφουν μετανοώντας σ’Αὐτόν. Μάλιστα τοὺς δίνει τὰ ἴδια δῶρα ποὺ χαρίζει καὶ στοὺς Ἁγίους. Σὰν νὰ διαμαρτύρονται οἱ Ἅγιοι (παραβολικὰ βέβαια ὅλα αὐτὰ κι ὄχι πραγματικά), ποὺ ὁ Θεὸς δείχνει μία ‹‹σκανδαλιστική›› συμπεριφορὰ ἐλέους καὶ εὐσπλαχνίας στοὺς ἁμαρτωλούς. Ἀποδεικνύεται ἔτσι πὼς ἡ δικαιοσύνη τῶν ἀνθρώπων εἶναι διαφορετικὴ ἀπὸ τὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ.
Μία παρανόηση τῶν εὐσεβῶν ἀνθρώπων
Πολλὲς φορὲς οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἐργάζονται πνευματικὰ μέσα στὴν Ἐκκλησία, αἰσθάνονται μία ὑπεροχὴ ἀπέναντι στοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ δὲν μποροῦν νὰ παραδεχθοῦν πῶς μπορεῖ κι οἱ ἁμαρτωλοὶ νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ ἀλλάξουν ζωὴ καὶ στὸ τέλος νὰ σωθοῦν. Νομίζουν πὼς ἔχουν περισσότερα δικαιώματα ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἀπέναντι στὸ Θεό. Ἔχουν, λένε, κάνει καλὰ ἔργα καὶ δὲν πρόδωσαν ποτὲ τὴν ἐμπιστοσύνη τους στὸ Θεό. Ὅμως ἔρχεται ὁ Κύριος καὶ τονίζει πὼς ἡ μετάνοια εἶναι πιὸ σπουδαία ἐργασία ἀπὸ τὰ νομιζόμενα καλά μας ἔργα. Ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, λέγει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, εἶναι χάρισμα τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο καὶ δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα πολλῶν ἢ λίγων καλῶν πράξεων.
Ἄλλα τὰ μέτρα τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ κρίνει καὶ καταδικάζει σύμφωνα μὲ αὐτὰ ποὺ βλέπει, καὶ ἄλλα τὰ μέτρα τοῦ Θεοῦ. Σύμφωνα μὲ τὰ ἀνθρώπινα κριτήρια ὁ ληστὴς ἢ ἡ πόρνη ἢ ὁ τελώνης ἢ καὶ πολλοὶ ἄνθρωποι δὲν πρέπει νὰ σωθοῦν. Ὁ Θεὸς ὅμως μὲ τὴν ἀπέραντη ἀγάπη Του καὶ μὲ τὸ μέτρο τῆς δικαιοσύνης Του τοὺς σώζει. Ὁ ἀββᾶς Ἰσαὰκ ἔλεγε: ‹‹Μπορεῖ ὁ θεὸς νὰ ὀνομάζεται δίκαιος, ἀλλὰ περισσότερο εἶναι χρηστὸς καὶ ἀγαθός››. Ἀπὸ μᾶς ζητάει νὰ Τοῦ δώσουμε τὸν ἑαυτό μας. Νὰ Τοῦ δώσουμε ὅλην τὴν πνευματικὴ ἰκμάδα καὶ ζωντάνια μας. Ἕνας ἀναστεναγμὸς ἔχει μεγαλύτερη βαρύτητα, ὅταν προέρχεται ἀπὸ τὸ βάθος τῆς καρδιᾶς μας, παρὰ ἕνα δοχεῖο συναισθηματικὰ δάκρυα, ἔλεγε ὁ Γέροντας Παίσιος. Ἂς πλησιάσουμε τὸν Θεὸ μὲ ταπείνωση καὶ μὲ διάθεση συντριβῆς τοῦ ἐγωισμοῦ μας, γιὰ νὰ σωθοῦμε.
7.
Κυριακὴ τοῦ Ἀσώτου.
Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))
Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ξανὰ καὶ ξανὰ ἔχω τὴν εὐκαιρία νὰ μιλῶ γιὰ τὴν Παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου Υἱοῦ, τὴν ἱστορία τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου, καὶ κάθε φορὰ παρατηρῶ πόσο εὔκολο εἶναι αὐτὸ γιὰ μένα –ὄχι πραγματικά, ἀλλὰ φανταστικὰ – νὰ ταυτιστῶ μὲ τὸν ἁμαρτωλὸ ποὺ βρῆκε τὸν δρόμο του γιὰ τὸν Θεό, τὸν τελώνη ποὺ στάθηκε συντετριμμένος στὴν εἴσοδο τοῦ ναοῦ, ἀνίκανος ἀκόμα καὶ νὰ βαδίσει πρὸς τὸν ἱερὸ τόπο τοῦ Θεοῦ, ἢ μὲ τὸν Ἄσωτο Υἱό, ποὺ παρὰ τὴν βαριὰ ἁμαρτία του, τὴν ἀπίστευτη ἀναισθησία, τὴν σκληρότητά του, βρῆκε τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς στὴν πατρικὴ ἑστία.
Ἀλλὰ πόσο σπάνια μὲ συγκίνησε, ἔστω βιαστικά, ἡ μοίρα τοῦ Φαρισαίου, ἀπὸ τὴν μοίρα τοῦ μεγαλύτερου ἀδελφοῦ – ὅμως ὁ Θεὸς δὲν καταδίκασε κανέναν ἀπὸ τοὺς δύο. Εἶπε γιὰ τὸν τελώνη: Καὶ αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος πῆγε στὸ σπίτι του περισσότερο συγχωρεμένος, περισσότερο ἐλεημένος ἀπὸ τὸν ἄλλο. Δὲν εἶπε ὅτι ὁ Φαρισαῖος πῆγε χωρὶς νὰ τὸν συνοδεύει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὅτι ὁ Θεὸς ξέχασε τὴν πίστη του, τὴν αἴσθηση τῆς ὑπακοῆς πρὸς τὸ καθῆκον.
Καὶ πάλι σήμερα βρισκόμαστε πρόσωπο μὲ πρόσωπο μὲ τὸν μεγαλύτερο ἀδελφό. Ὅλη τὴ ζωὴ του εἶχε ζήσει στὸ πλευρὸ τοῦ πατέρα, ὅλη τὴ ζωὴ του μεριμνοῦσε γιὰ τὶς ὑποθέσεις τοῦ πατέρα του –εἶχε δουλέψει σκληρά, μὲ πίστη, ξεχνώντας τὸν ἑαυτό του, χωρὶς νὰ δίνει σημασία στὴν κούραση, χωρὶς νὰ ζητᾶ καμιὰ ἀνταμοιβή, γιατί αἰσθανόταν ὅτι ἔκανε τὸ σωστό. Στὴν πραγματικότητα ὑστεροῦσε σὲ κάτι: τοῦ ἔλειπε ἡ ζεστασιά, ἡ τρυφερότητα, ἡ χαρὰ γιὰ τὸν πατέρα. Ἀλλὰ ὑπάρχει κάτι ποὺ ἐντυπωσιάζει τόσο σ΄ αὐτὸν – ἡ πίστη του· παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ καρδιά του δὲν ἦταν φλογερή, παρέμεινε πιστός. Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν ἔλαβε καμιὰ φανερὴ ἀνταμοιβὴ ἢ ἀναγνώριση παρέμεινε πιστὸς κι ἐργαζόταν σκληρά.
Πόσο σκληροὶ εἴμαστε ὅταν σκεφτόμαστε ὅτι τοῦ ἀξίζει λίγη ἀπ’ τὴν συμπάθειά μας· ἀλλὰ πόσο λίγοι ἀπὸ ἐμᾶς μποροῦν νὰ εἶναι τόσο πιστοί, τόσο τέλεια καὶ σταθερὰ ὑπάκουοι στὸ κάλεσμα τοῦ καθήκοντος ὅπως αὐτὸς ὅταν δὲν βρίσκουμε ἀνταπόδοση, ὅταν δὲν ἀκοῦμε ἕναν ἐνθαρρυντικὸ λόγο, ὅταν δὲν παίρνουμε τὴν παραμικρὴ ἀμοιβὴ ὅπως ἔκανε ὁ πατέρας ὅσον ἀφορᾶ τὸν μεγαλύτερο υἱό, ἐπειδὴ οἱ γύρω μας, αὐτοὶ τοὺς ὁποίους ἐξυπηρετοῦμε, ποὺ δουλεύουμε σκληρά, ποὺ τὸ συμφέρον τους βρίσκεται ἀκριβῶς στὸ κέντρο τῆς ζωῆς μας, τὸ θεωροῦν δεδομένο. Δὲν εἶναι φυσικό; Δὲν εἶναι γιός μου; Δὲν εἶναι πατέρας μου; Δὲν εἶναι ἀδελφός μου; Σύζυγός μου; Φίλος μου; Δὲν σημαίνουν ὅλα αὐτὰ μία συνολικὴ δίχως ὅρια ἀφοσίωση ποὺ εἶναι ἡ δική του ἀνταμοιβή;
Πόσο σκληροὶ γινόμαστε συχνὰ στοὺς γύρω μας ποὺ τοὺς βάζουμε στὴν θέση τοῦ μεγαλύτερου ἀδελφοῦ- ποὺ ποτὲ δὲν ἀναγνωρίζουμε καὶ ποὺ πάντοτε περιμένουμε νὰ κάνουν τὸ σωστό, ἀδιαμαρτύρητα καὶ τέλεια.
Στὴν πραγματικότητα ὁ ἄσωτος υἱὸς εἶχε ζεστὴ καρδιά, εἶχε ἐπιστρέψει μὲ ραγισμένη καρδιά, ἕτοιμος νὰ ἀλλάξει, ἐνῶ ὁ ἄλλος μποροῦσε μοναχὰ νὰ συνεχίσει, νὰ περπατήσει τὴν πικρὴ πορεία του μὲ τὴν ἀμφιταλαντευόμενη πίστη του· ἐκτὸς ἂν ἀντιμετωπίζοντας τὴν συμπόνια τοῦ πατέρα, ἐκτὸς ἂν καταλάβαινε τί σήμαινε ὅτι ὁ μικρότερος ἀδελφός του ἦταν στὴν πραγματικότητα νεκρὸς καὶ ξανάζησε, ὅτι εἶχε ἀληθινὰ χαθεῖ καὶ βρέθηκε.
Ἂς σκεφθοῦμε τὸν ἑαυτό μας. Ἔχουμε ὅλοι κάποιον γύρω μας ποὺ τοῦ φερόμαστε μὲ τὴν ἴδια ψυχρότητα, ποὺ θεωροῦμε ὅτι εἶχε ὁ μεγαλύτερος υἱός, ἀλλὰ ὅλοι μας ἔχουμε κάποιον πρὸς τὸν ὁποῖο φερόμαστε ἐξίσου περιφρονητικὰ καὶ σκληρὰ ὅπως φερόταν ὁ μεγαλύτερος υἱὸς στὸν μικρότερο ἀδελφὸ ποὺ εἶχε ξεγράψει, ποὺ δὲν ἦταν ἀδελφὸς γιὰ κεῖνον· ποὺ εἶχε φανεῖ ἀγνώμων πρὸς τὸν πατέρα, ποὺ ἦταν ἀσυγχώρητος. Κι ὅμως, ἐκεῖ βρισκόταν ὁ πατέρας, τὸ θύμα τῆς ἀπόρριψης τοῦ υἱοῦ του, τὸ θύμα τῆς ἐλαφρόμυαλης συμπεριφορᾶς του, τῆς σκληρότητάς του, ποὺ τὸν συγχώρησε τρυφερὰ καὶ ὁλόψυχα.
Ἂς βροῦμε τὴ θέση μας σὲ αὐτὴν τὴν τραγικὴ καὶ ὄμορφη παραβολὴ γιατί τότε ἴσως βροῦμε τὸν δρόμο μας, εἴτε παρότι ὁ καθένας πέρα ἀπὸ τὸ νὰ εἶναι ὁ μεγαλύτερος γιός, μολονότι λιγότερο τοῦ καθήκοντος, πολὺ λιγότερο τίμιος, πολὺ λιγότερο ἀφοσιωμένος στὶς μέριμνες τοῦ πατέρα, στοὺς φίλους, στοὺς συγγενεῖς· ἢ ἴσως μποροῦμε ν΄ ἀνακαλύψουμε στὴν καρδιὰ μας μιὰ δημιουργικὴ συμπάθεια γιὰ τὸν μικρότερο γιὸ καὶ νὰ μάθουμε πρῶτα ἀπ’ αὐτὸν ὅτι δὲν ὑπάρχει κατάσταση ἡ ὁποία δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς φέρει μιὰ εἰλικρινῆ μετάνοια, μιὰ μεταστροφὴ καὶ ὅτι ὑπάρχει ἕνας τουλάχιστον – ὁ Θεὸς- καὶ προφανῶς ἕνα πρόσωπο ἢ πολλά, ποὺ εἶναι ἕτοιμα νὰ μᾶς δεχθοῦν, νὰ μᾶς ἀπολυτρώσουν, νὰ μᾶς ἐπαναφέρουν καὶ νὰ μᾶς ἐπιτρέψουν νὰ ξεκινήσουμε μαζὶ μιὰ νέα ζωὴ – μὲ τὸν πατέρα, τὸν νεότερο καὶ τὸν μεγαλύτερο υἱό. Ἀμήν.
8.
Εἰς τὴν παραβολὴν περὶ τοῦ ἀσώτου.
Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος.
Ἀεὶ μὲν, ἀδελφοὶ, τὴν τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπίαν κηρύττειν ὀφείλομεν (δι’ αὐτῆς γὰρ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν)· μάλιστα δὲ ἐν τούτῳ τῷ καιρῷ χρεωστοῦμεν τοῦτο ποιεῖν, διὰ τὴν κοινὴν ὠφέλειαν, καὶ τὴν εὐεργεσίαν τῶν μελλόντων ἐκ τῆς κολυμβήθρας ἀνατέλλειν ἀστέρων.
Καὶ γὰρ οὗτοι διὰ ταύτης ἐκλάμψουσι, καὶ ἡμεῖς δι’ αὐτῆς ἐσώθημεν καὶ σωζόμεθα ἥτις ἡμῖν ἀντὶ κληρονομίας ἐδόθη ἐκ τοῦ δημιουργοῦ Θεοῦ καὶ πατρὸς ἡμῶν.
Εἴπωμεν τοίνυν περὶ αὐτῆς, ἅπερ εἶπεν ὁ ∆εσπότης Χριστὸς, ὁ φιλάνθρωπος Υἱὸς τοῦ φιλανθρώπου Πατρὸς, ὁ μόνος ἀξιόχρεως τῆς πατρῴας οὐσίας ἐξηγητής· ἀναπτύξωμεν πᾶσαν τὴν περὶ τοῦ ἀσώτου παραβολὴν, ἵνα μάθωμεν ἐξ αὐτῆς, πῶς δεῖ προσπελάζειν τῷ ἀπροσπελάστῳ, καὶ συγγνώμην τῶν πταισμάτων αἰτεῖν.
Ἄνθρωπός τις, φησὶν, εἶχε δύο υἱούς. Παραβολικῶς ὁ Σωτὴρ, οὐ δογματικῶς διαλέγεται. ∆ιὰ τοῦτο περὶ τοῦ ἰδίου Πατρὸς ὡς περὶ ἀνθρώπου τινὸς ὁμιλεῖ, καὶ περὶ τῶν δούλων ὡς περὶ τέκνων λαλεῖ, ἵνα δείξῃ τοῦ Θεοῦ τὴν περὶ τοὺς ἀνθρώπους στοργήν.
Ἄνθρωπός τις, φησὶν, εἶχε δύο υἱούς. Τίς ἐστιν οὗτος ὁ ἄνθρωπος; Ὁ Πατὴρ τῶν οἰκτιρμῶν, καὶ Θεὸς πάσης παρακλήσεως. Τίνας δὲ εἶχε τούτους τοὺς δύο υἱούς; Τοὺς δικαίους, καὶ τοὺς ἁμαρτωλούς· τοὺς ἐμμένοντας τοῖς θείοις αὐτοῦ προστάγμασι, καὶ τοὺς παραβαίνοντας τὰς ∆εσποτικὰς ἐντολάς.
Καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ Πατρί. Καὶ τίς ἐστιν οὗτος ὁ νεώτερος υἱός; Ὁ τὴν γνώμην ἄστατον κεκτημένος, καὶ ταῖς αὔραις τῆς νεότητος ῥιπιζόμενος. Πατέρα ἐγνώρισεν ἡ φύσις τὸν πλάσαντα, εἰ καὶ μὴ ἐτίμησε προαίρεσις τὸν ποιήσαντα.
Πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. Καλῶς ᾔτησε τὰ τοῦ Θεοῦ παρὰ τοῦ Θεοῦ· ἀλλὰ κακῶς, ἅπερ ἔλαβε, κατηνάλωσε.
Καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον ὁ πατήρ. Ἔδωκεν αὐτοῖς, ὡς οἶκον ἴδιον, ὅλον τὸν κόσμον· ἔδωκεν αὐτοῖς, ὡς κτίστης, ὅλην τὴν κτίσιν· παρέσχεν αὐτοῖς σώματα καὶ ψυχὰς λογικὰς, ἵνα τῷ λόγῳ εὐλόγως χειραγωγούμενοι μηδὲν ἄλογον πράξωσιν· ἐπέστησεν αὐτοῖς τὸν ἑαυτοῦ νόμον, τὸν φυσικὸν καὶ τὸν γραπτὸν, ὡς θεῖον παιδαγωγὸν, ἵνα τούτῳ παιδαγωγούμενοι πληρώσωσι τοῦ νομοθέτου τὸ βούλημα.
Καὶ μετ’ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν πάντα ὁ νεώτερος υἱὸς (ὡς νεώτερος ἔπραξεν), ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν. Ἀπέστη ἀπὸ τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀπέστη ἀπ’ αὐτοῦ ὁ Θεός· οὐ γὰρ βιάζεται τὸν μὴ βουλόμενον δουλεύειν αὐτῷ. Γνώμης γὰρ, οὐκ ἀνάγκης, αἱ ἀρεταὶ ἅπασαι.
Ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως.Ἐκεῖ τῆς ψυχῆς ὅλον τὸν πλοῦτον ἀπώλεσεν· ἐκεῖ τέρπων καὶ τερπόμενος ἐναυάγησεν· ἐκεῖ παίζων καὶ ἐμπαιζόμενος πένης ἐγένετο· ἐκεῖ ψυχοφθόρους ἡδονὰς ἀγοράζων, καὶ γέλωτας ὠνούμενος, πατέρας δακρύων ἔλαβε· καὶ τὰς μὲν ἀρετὰς, ἃς εἶχεν, ἀπέβαλε· τὰς δὲ κακίας, ἃς οὐκ εἶχε, προσέλαβε.
∆απανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα (οὐ πέφυκε γὰρ τοῖς αἰσχρῶς βιοῦσι παραμένειν ὁ πλοῦτος τῆς χάριτος), ἐγένετο οὖν λιμὸς ἰσχυρὸς κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην.
Ὅπου γὰρ τῆς σωφροσύνης ὁ σῖτος οὐ γεωργεῖται, ἐκεῖ λιμὸς ἰσχυρός· ὅπου τῆς ἐγκρατείας ἡ ἄμπελος οὐ πεφύτευται, ἐκεῖ λιμὸς ἰσχυρός· ὅπου τῆς ἁγνείας ὁ βότρυς οὐ ληνοπατεῖται, ἐκεῖ λιμὸς ἰσχυρός· ὅπου τὸ οὐράνιον γλεῦκος οὐ βρύει, ἐκεῖ λιμὸς ἰσχυρός· ὅπου εὐφορία κακῶν, ἐκεῖ πάντως ἀφορία τῶν ἀγαθῶν· ὅπου εὐθηνία πράξεων πονηρῶν, ἐκεῖ πάντως σπάνις τῶν ἀρετῶν· ὅπου τῆς φιλανθρωπίας τὸ ἔλαιον οὐ πηγάζει, ἐκεῖ λιμὸς ἰσχυρός.
Τότε οὖν καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι. Οὐδὲν γὰρ αὐτῷ λοιπὸν ἔμεινεν, εἰ μὴ μόνον τὰ τῆς ἀκρασίας κακὰ, ἐπειδὴ ἔπραξε τὰ τῆς ἀκοσμίας κακά.
Καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης. Πολῖται δὲ τῆς χώρας ἐκείνης ἦσαν οἱ δαίμονες, ἐν ᾗ ἐτύγχανε μετανάστιος.
Καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν ὁ πολίτης ἐκεῖνος εἰς τὸν ἀγρὸν αὐτοῦ βόσκειν χοίρους. Οὕτω γὰρ τιμῶσιν οἱ δαίμονες τοὺς τιμῶντας αὐτούς· οὕτω φιλοῦσι τοὺς φιλοῦντας αὐτούς· τοιαύτας δωρεὰς χαρίζονται τοῖς πειθομένοις αὐτοῖς.
Καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων, ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι.Τί δέ ἐστιν, ἀπὸ τῶν κερατίων; Τῶν κερατίων ἡ γεῦσις γλυκεῖά ἐστιν, ἀλλ’ ὅμως καὶ σκληρὰ κατ’ αὐτό τε καὶ τραχεῖα.
Τοιαύτη γὰρ καὶ τῆς ἁμαρτίας ἡ φύσις· εὐφραίνει μὲν μικρὰ, καὶ κολάζει μεγάλα· τέρπει πρόσκαιρα, καὶ μαστίζει αἰώνια.
Εἰς ἑαυτὸν οὖν ἐλθὼν, καὶ λογισάμενος τὴν προτέραν μακαριότητα καὶ τὴν δευτέραν ἀθλιότητα, καὶ βαλὼν κατὰ νοῦν, τίς μὲν ἦν, ὅτε ἦν μετὰ τοῦ Θεοῦ καὶ πατρὸς τεταγμένος, τίς δὲ γέγονεν ὑποτεταγμένος τοῖς δαίμοσιν.
Εἰς ἑαυτὸν οὖν ἐλθὼν, εἶπε· Πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ ὧδε λιμῷ ἀπόλλυμαι; Πόσοι νῦν κατηχούμενοι κατατρυφῶσι τῶν ἁγίων Γραφῶν, τῷ λιμῷ δὲ τῶν θείων λογίων ἐγὼ συνέχομαι; ὢ πόσων ἀγαθῶν ἐμαυτὸν ἐστέρησα! ὢ πόσοις κακοῖς ἐμαυτὸν περιέβαλον! Τί γὰρ ἀφιστάμην τῆς μακαρίας ἐκείνης διαγωγῆς; τί δὲ ταύτης ἐντὸς ἐγενόμην τῆς θανατηφόρου ζωῆς; Ἔμαθον ἀφ’ ὧν ἔπαθον, μὴ ἐγκαταλιμπάνειν Θεόν· ἔμαθον κρατεῖν τὸν ἀεὶ φυλάσσοντα τοὺς κρατοῦντας αὐτόν· ἔμαθον μὴ πιστεύειν τοῖς ἀκαθάρτοις δαίμοσι, τοῖς διδάσκουσι πᾶσαν ἀκαθαρσίαν τε καὶ φθοράν.
Τί οὖν φησιν; Ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου. Ὑποστρέψω καλῶς, ὅθεν ἐξῆλθον κακῶς· ἀπέλθω πρὸς τὸν ἐμὸν πατέρα, καὶ Ποιητὴν, καὶ ∆εσπότην, καὶ κηδεμόνα, καὶ προνοητήν· καταλάβω τὸν πάλαι περιμένοντα καὶ προλαμβάνοντα τοὺς πρὸς αὐτὸν ἐπιστρέφοντας. Ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου, καὶ ἐρῶ αὐτῷ·
Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με, ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου.
Ἀρκεῖ μοι πρὸς σωτηρίαν ταῦτα τὰ ῥήματα· ἀρκεῖ μοι πρὸς τὴν πρεσβείαν τοῦ πατρός μου τὸ ὄνομα· οὐ δύναται γὰρ ὁ πατὴρ ὁ ἐμὸς, πατὴρ προσαγορευθεὶς παρ’ ἐμοῦ, μὴ φανῆναι τοῖς ἔργοις πατήρ· οὐ δύναται μὴ κινῆσαι τὰ σπλάγχνα, εὔσπλαγχνος ὤν· οὐ δύναται τὸ, Ἥμαρτον, ἀκούσας, μὴ δοῦναι συγγνώμην τοῖς ἐμοῖς ὀλισθήμασιν· οὐ δύναται τῆς ἐμῆς ἀκούσας φωνῆς, μὴ ἐπιλαθέσθαι τῆς δικαίας ὀργῆς.
Οἶδα πόσα δύναται παρ’ αὐτῷ ἡ μετάνοια· οἶδα πῶς ἰσχύει παρ’ αὐτῷ τὰ δάκρυα· οἶδα πῶς ἕκαστος ἁμαρτωλὸς πρὸς αὐτὸν ἀνανεύων, καὶ δακρύων θερμῶς, ὡς ὁ Πέτρος λαμβάνει τῶν ἁμαρτημάτων τὴν ἄφεσιν· οἶδα τοῦ Θεοῦ μου τὴν ἀγαθότητα· οἶδα τοῦ πατρός μου τὴν ἡμερότητα. Ἐλεήσει με μετανοοῦντα, ὃν οὐκ ἐκόλασεν ἁμαρτήσαντα.
Καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ. Προσέθηκε τῇ καλῇ βουλῇ τὴν πρᾶξιν τὴν ἀγαθήν. ∆εῖ γὰρ ἡμᾶς οὐ μόνον βουλεύεσθαι τὰ συμφέροντα, ἀλλὰ καὶ τὰς ἀγαθὰς ὁρμὰς δεικνύειν ταῖς πράξεσιν.
Ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος τοῦ τόπου, πλησίον δὲ ὄντος τῷ τρόπῳ, καὶ τὰς χεῖρας συνεχῶς ἐπιῤῥηγνύντος, καὶ τύπτοντος τὸ ἴδιον στῆθος, ὡς τῶν πονηρῶν λογισμῶν ὑπάρχον ἐργαστήριον, καὶ τὸ πρόσωπον προσηλοῦντος τῇ γῇ, καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀπαιτοῦντος δοῦναι συμπρεσβευτὰς τὰς τῶν δακρύων σταγόνας, καὶ προμελετῶντος τὴν ἀπολογίαν, φθάσας ἀνεβόησε φωνῇ μεγάλῃ, μετὰ δακρύων λέγων· Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου. Ἥμαρτον, οἶδα, Χριστὲ ∆έσποτα καὶ Θεέ· ἐμὰς ἁμαρτίας σὺ μόνος ἐπίστασαι· ἥμαρτον, ἐλέησον ὡς Θεὸς καὶ ∆εσπότης. Οὐκ εἰμὶ ἄξιος εἰς τὸν οὐρανὸν βλέπειν, καὶ παρακαλεῖν σε τὸν ἀγαθόν μου ∆εσπότην, γέμων μεγίστων καὶ χαλεπῶν ἐγκλημάτων· οὐκ ἔστιν ἀριθμὸς τῶν ἐμῶν ἁμαρτημάτων. Ἐλέησον ὡς ἀγαθὸς Θεὸς ὢν ἀεὶ, Ὅτι οὐκ εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου, ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου. Οὕτως ἱκετεύοντα ἐκ βάθους τῆς καρδίας εἶδεν αὐτὸν ὁ βλέπων πλημμελοῦντας, καὶ παραβλέπων ἁμαρτάνοντας, καὶ περιμένων αὐτῶν τὴν μετάνοιαν· εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ, καὶ ἐσπλαγχνίσθη. Πατὴρ γὰρ ἦν τῇ χρηστότητι, εἰ καὶ Θεὸς ὑπῆρχε τῇ φύσει
Καὶ δραμὼν ἔπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ, καὶ κατεφίλησεν αὐτόν. Οὐκ ἀνέμεινε τὸν προσκρούσαντα πλησίον ἐλθεῖν, ἀλλ’ αὐτὸς αὐτῷ προαπήντησε προθύμως. Καὶ οὐκ ἐβδελύξατο τὸν τράχηλον αὐτοῦ, ὡς ταῖς κηλῖσι τῆς ἀσωτίας κατάστικτον καὶ μεμιαμμένον· ἀλλὰ ταῖς ἀχράντοις αὐτοῦ χερσὶ περιλαβὼν κατεφίλησεν ἀπλήστως τὸν πάλαι ποτὲ ποθούμενον.
Ὢ τῆς ἀφάτου τε καὶ φοβερᾶς εὐσπλαγχνίας! ὢ παραδόξου φιλανθρωπίας! ὢ ξένων καταλλαγῶν!
Ἔπεισεν εὐθὺς τὸν Θεὸν εἰς ῥοπὴν μίαν μόνην καὶ συγκαταβῆναι τοῖς δάκρυσι, καὶ παραδραμεῖν πλῆθος τοσοῦτον. Ἐθαύμασας ἐνορῶν Θεὸν κολακεύοντα ἁμαρτωλόν; Ὢ τῆς στοργῆς τῶν σπλάγχνων τῶν πατρικῶν! ἁμαρτωλὸς ἐπὶ γῆς ἐδάκρυσε, καὶ ὁ μόνος ἀναμάρτητος οὐρανόθεν ἑαυτὸν πρὸς τὴν φιλανθρωπίαν ἐπέκλινε.
Τίς εἶδέ ποτε ἁμαρτωλὸν ὑπὸ Θεοῦ κολακευόμενον· τίς εἶδέ ποτε τὸν δικαστὴν κατάδικον θεραπεύοντα; τίς εἶδέ ποτε κατάκριτον κολακευόμενον; Ἀλλ’ ὅμως ὁ Θεὸς παρακαλεῖ, ὥς ποτε τὸν Ἰσραήλ. Λαός μου, φησὶ, τί ἠδίκησά σε, ἢ τί παρηνώχλησά σοι; Καὶ νῦν τὰ αὐτὰ γίνεται, καὶ ἐγένετο, ἐπειδὴ οὕτως εἴωθεν ὑφ’ ἑαυτοῦ νικᾶσθαι ὁ Πατὴρ τῶν οἰκτιρμῶν καὶ Θεὸς πάσης παρακλήσεως.
Οὐ μὴν ἠρκέσθη τούτοις ὁ ἄσωτος οὗτος υἱός· ἀλλὰ καὶ ἐν τοῖς τῆς μετανοίας ἀγαθοῖς ἄσωτος ὢν, οὐδὲ ἐνόμισεν αὐτῷ πρὸς τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτηθέντων τὴν τοσαύτην φιλανθρωπίαν πρὸς τὴν τελείαν σωτηρίαν ἀρκεῖν· ἀλλ’ ἅπερ ἐμελέτησεν εἰπεῖν τῷ πατρὶ, ταῦτα καὶ παρὼν διελέγετο μετὰ τοῦ πρέποντος σχήματος· πάτερ, εἴ γε ὅλως ἔξεστί μοι πατέρα σε εἰπεῖν· εἰ μὴ καὶ τοῦτο μετὰ τῶν ἄλλων μου πταισμάτων, καλῶν σε πατέρα, ἐξαμαρτάνω· εἰ μὴ ὑβρίζω τῇ κλήσει τὸ ἀνύβριστον ὄνομα· εἰ μὴ κλείει μου τὰ χείλη τὸ συνειδός· εἰ μὴ δεσμεῖ μου τὴν γλῶτταν ὁ τρόπος τῆς πράξεως· εἰ μὴ κωλύει μου τὸν λόγον ὁ βίος· δέξαι, πάτερ ἅγιε, δέησιν ῥυπαρὰν ἐκ στόματος ῥυπαροῦ.
Πάτερ κατὰ χάριν, καὶ δημιουργὲ κατὰ φύσιν, «Ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκ εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου». Ἥμαρτον, ὁμολογῶ τὰ παραπτώματά μου, οὐ κρύπτω ἅπερ βλέπεις, οὐκ ἀρνοῦμαι ἅπερ ἐπίστασαι· ὡς ὑπεύθυνος πρόκειμαι, ὡς παράνομος κατακρίνομαι· ὡς κριτὴς ἐλέησόν με.
Ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου. ∆έδοικα εἰς τὸν οὐρανὸν τὰ ὄμματά μου ἀνατεῖναι· φοβοῦμαι γὰρ τοῦ στερεώματος τὴν μορφὴν, ὡς κατηγόρου φωνήν· εὐλαβοῦμαι ἐνατενίσαι τῷ φωτὶ θεότητος, ῥυπαροὺς ἔχων τοὺς τῆς διανοίας ὀφθαλμούς.
Ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκ εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου Ἰδοὺ ἐμαυτὸν ἀνακηρύττω, ἐμαυτὸν κατακρίνω, κατ’ ἐμαυτοῦ ἀποφαίνομαι.
Οὐ δέομαι δικαστοῦ πρὸς ἀπόφασιν, οὐ δέομαι κατηγόρων πρὸς ἔλεγχον, οὐ δέομαι μαρτύρων πρὸς ἔγγραφα· ἔνδον ἔχω προκαθήμενον τὸ συνειδὸς, τὸν ἀπαραίτητον δικαστὴν ἐν τῇ ψυχῇ βαστάζω, τὸ φοβερὸν δικαστήριον· ἐν τῷ συνειδότι περιφέρω τοὺς μάρτυρας, ἐν τοῖς ἐμοῖς ὀφθαλμοῖς τοὺς κατηγόρους ἐπάγων· τὰ θέατρά μου κατηγορεῖ, αἱ ἱπποδρομίαι μου κατακράζουσιν, αἱ θεωρίαι τῶν θηριομαχούντων καταβοωσί μοι ἡ ἀσωτία θριαμβεύει με, αἱ πράξεις μου στηλιτεύουσί με, ἡ παροῦσα γυμνότης φανεροῖ με, αὐτὰ τὰ ῥάκη τῆς αἰσχύνης, ἃ περιβέβλημαι, καταισχύνει με, καὶ οὐκ εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· Ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου.
Μήτε τῆς αὐλῆς σου ἀποπέμψῃς με, ∆έσποτα, ἵνα μὴ πάλιν ὁ πολέμιος εὑρών με πεπλανημένον, ὡς αἰχμάλωτον ἀπαγάγῃ·μήτε πλησίον ἑλκύσῃς με τῆς φοβερᾶς σου καὶ μυστικὴς τραπέζης· οὐ γὰρ τολμῶ ὀφθαλμοῖς ἐναγέσιν ὁρᾷν τῶν ἁγίων τὰ ἅγια.
Ἔασόν με στῆναι μετὰ τῶν κατηχουμένων, τῶν θυρῶν τῆς ἐκκλησίας ἔνδον, ἵνα θεωρῶν τὰ ἐν αὐτῇ τελούμενα μυστήρια, ποθήσω κατὰ μικρὸν ταῦτα πάλιν ἀναλαβεῖν· ἵνα τοῖς θείοις νάμασιν ἐπαντλούμενος, ἀποσμήξω τὴν αἰσχύνην τῶν αἰσχρῶν ᾀσμάτων, τὸν ῥύπον τὸν ἐγκείμενον ταῖς ἐμαῖς ἀκοαῖς ἵνα θεωρῶν τοὺς σοὺς μαργαρίτας ἁρπαζομένους παρὰ τῶν εὐσεβῶν ἀνδρῶν, ἐπιθυμήσω κἀγὼ κτήσασθαι χεῖρας ἀξίας τῆς τούτων ὑποδοχῆς.
Ταῦτα τοῦ ἀσώτου προσκρούσαντος, καὶ μετὰ δακρύων βοῶντος, εἶπεν ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ. Πρὸς ποίους δούλους; Ἄκουε· πρὸς τοὺς ἱερεῖς καὶ λειτουργοὺς τῶν αὐτοῦ προσταγμάτων.
Ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην, καὶ ἐνδύσατε αὐτόν· ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν ἄνωθεν ὑφαντὴν, τὴν ἐκ τοῦ πνευματικοῦ πυρὸς καταρτιζομένην· ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν ἐν τοῖς ὕδασι τῆς κολυμβήθρας ὑφαινομένην. Ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν ἐκ τοῦ πνευματικοῦ πυρὸς κατασκευαζομένην, καὶ ἐνδύσατε αὐτόν. Ἐνδύσατε τὸν ἑαυτὸν ἀποδύσαντα, ἐνδύσατε τὸν νέον Ἀδὰμ, ὃν ἐγύμνωσεν ὁ διάβολος· ἐνδύσατε τὸν βασιλέα τῆς κτίσεως· κοσμήσατε τοῦτον, δι’ ὃν τὸν κόσμον ἐκόσμησα· καλλωπίσατε τοῦ υἱοῦ μου τὰ φίλτατα μέλη· οὐ φέρω γὰρ αὐτὸν ἀκαλλώπιστον καθορᾷν· οὐ φέρω τὴν ἐμὴν εἰκόνα γεγυμνωμένην καταλιπεῖν· ἐμὸν ὄνειδος ἡγοῦμαι τὸ ὄνειδος τοῦ ἐμοῦ παιδὸς, ἐμὴν δόξαν ἡγοῦμαι τούτου τὴν εὔκλειαν.
∆ότε καὶ δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ· ἵνα φορῇ τὸν ἀῤῥαβῶνα τοῦ Πνεύματος, καὶ φορῶν αὐτὸν φρουρηθῇ ὑπ’ αὐτοῦ τοῦ Πνεύματος· ἵνα τὴν ἐμὴν σφραγῖδα περιφέρων, φοβερὸς ᾖ πᾶσι τοῖς πολεμίοις τε καὶ ἐναντίοις· ἵνα πόῤῥωθεν φαίνηται, ποίου πατρός ἐστιν οὗτος υἱός.
∆ότε καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας αὐτοῦ· ἵνα μὴ πάλιν εὕρῃ ὁ ὄφις γυμνὴν τὴν πτέρναν αὐτοῦ, καὶ πατάξῃ αὐτὸν διὰ τοῦ κέντρου· ἀλλ’ ἵνα μᾶλλον αὐτὸς καταπατῇ τὴν τοῦ δράκοντος κεφαλὴν, ἵνα συντρίψῃ τοῦ πολεμίου τὰ κέντρα, καὶ ἵνα τρέχῃ τὴν κατὰ Θεὸν ὁδόν.
Καὶ ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν, θύσατε. Ποῖον μόσχον λέγει σιτευτόν; Ποῖον; Ὃν ἡ δάμαλις Μαρία παρθένος ἐγέννησεν. Ἐνέγκατε τὸν μόσχον τὸν ἀδάμαστον, τὸν μὴ δεξάμενον ἁμαρτίας ζυγὸν, τὸν παρθένον, καὶ ἐκ παρθένου, τὸν ἀκολουθοῦντα τοῖς ἀκολουθοῦσιν αὐτῷ, οὐκ ἐξ ἀνάγκης, ἀλλ’ ἑκουσίως· τὸν μὴ χρώμενον τῇ δυνάμει αὐτοῦ, μηδὲ τοῖς κέρασιν, ἀλλ’ ἑτοίμως ὑποκλίναντα τὸν ἑαυτοῦ αὐχένα τοῖς σφάττειν θέλουσι.
Θύσατε οὖν ἑκόντα θυόμενον, θύσατε τὸν ζωοποιοῦντα τοὺς θύοντας, θύσατε τὸν θυόμενον καὶ μὴ νεκρούμενον· θύσατε τὸν μελιζόμενον, καὶ τοὺς μελίζοντας αὐτὸν ἁγιάζοντα· θύσατε τὸν ἐσθιόμενον παρὰ τῶν εἰδότων αὐτὸν, καὶ μηδέποτε δαπανώμενον· θύσατε τὸν τοὺς ἐσθίοντας μακαρίους ἀπεργαζόμενον.
Καὶ φαγόντες πάντες εὐφρανθῶμεν, Ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν, καὶ ἀνέζησεν· ἀπολωλὼς ἦν, καὶ ηὑρέθη. Καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι.
Ἐπίστασθε τὴν πνευματικὴν εὐφροσύνην, οἱ ταύτης γευσάμενοι καὶ μεμνημένοι τῶν φρικτῶν μυστηρίων, τῶν λειτουργῶν τῆς θείας ἱερουργίας, τῶν μιμουμένων τὰς τῶν ἀγγέλων πτέρυγας ταῖς λεπταῖς ὀθόναις ταῖς ἐπὶ τῶν ἀριστερῶν ὤμων κειμέναις, καὶ ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ περιτρεχόντων καὶ βοώντων· Μή τις τῶν κατηχουμένων, μή τις τῶν μὴ ἐσθιόντων, μή τις τῶν κατασκόπων, μή τις τῶν μὴ δυναμένων θεάσασθαι τὸν Μόσχον ἐσθιόμενον, μή τις τῶν μὴ δυναμένων θεάσασθαι τὸ οὐράνιον αἷμα τὸ ἐκχυνόμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, μή τις ἀνάξιος τῆς ζώσης θυσίας, μή τις ἀμύητος, μή τις μὴ δυνάμενος ἀκαθάρτοις χείλεσι προσψαύσασθαι τῶν φρικτῶν μυστηρίων· εἶτα καὶ τῶν ἀγγέλων οὐρανόθεν ἐπευφημούντων καὶ λεγόντων·
Ἅγιος ὁ Πατὴρ, ὁ θελήσας τυθῆναι τὸν Μόσχον τὸν σιτευτὸν, τὸν μὴ γνόντα ἁμαρτίαν, καθώς φησιν ὁ προφήτης Ἡσαΐας· Ὃς ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ· ἅγιος ὁ Υἱὸς, ἅμα καὶ Μόσχος ὁ ἀεὶ θυόμενος ἑκὼν, καὶ ἀεὶ ζῶν· ἅγιος ὁ Παράκλητος, τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, τὸ τὴν θυσίαν τελεσιουργῆσαν.
Τούτων οὖν ἔνδον ἐπιτελουμένων ὁ πρεσβύτερος υἱὸς μακρόθεν παραγενόμενος ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν· καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα τῶν παίδων, ἐπυνθάνετο τί ἂν εἴη τοῦτο· Ἦχός τις περιεκτύπει μου τὰ ὦτα.
Ὁ δέ φησι, ∆αυῒδ ὁ προφήτης ἔνδον μελῳδεῖ· Τότε ἀνοίσουσιν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριόν σου μόσχους. Ὁ αὐτὸς πάλιν προτρέπεται τοὺς παρόντας πρὸς τὴν ἑστίασιν, καὶ λέγει· Γεύσασθε, καὶ ἴδετε, ὅτι χρηστὸς ὁ Κύριος. Παῦλος ὁ τῶν θείων μυστηρίων ἐξηγητὴς ἀναβοᾷ καὶ λέγει· Τὸ πάσχα ἡμῶν ὑπὲρ ἡμῶν ἐτύθη Χριστός. Ἡ Ἐκκλησία πανηγυρίζει εὐφραινομένη, καὶ χορεύει.
Ὁ δέ φησι πρὸς τὸν δοῦλον· Ναὶ, καὶ μὴ παρόντος ἐμοῦ ἄλλοι τὰ ἐμὰ μυστήρια παρὰ τὴν ἐμὴν ἀπουσίαν ἐν τῇ ἐμῇ αὐλῇ μερίζονται. Ναὶ, φησίν· ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει, καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν.
Ὠργίσθη δὲ πρὸς ταῦτα ὁ δίκαιος, καὶ οὐκ ἠθέλησεν εἰσελθεῖν. Ὠργίσθη ὁ δίκαιος, καὶ τοῦ φθόνου ἐγένετο δοῦλος· ὁ καταπατήσας τοῦ βίου τὰ τερπνὰ, φθόνῳ κεκράτηται. Καὶ πῶς φησιν ὁ Παῦλος λέγων· Ἐβουλόμην αὐτὸς ἐγὼ ἀνάθεμα εἶναι ἀπὸ Χριστοῦ ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν μου, τῶν συγγενῶν μου κατὰ σάρκα; Οὐχ ἵνα βάσκανον δείξῃ τὸν δίκαιον, ἀλλὰ διὰ τὴν ὑπερβολὴν οὕτω τὸν λόγον ἐσχημάτισεν ὁ Σωτήρ· ἵνα κηρύξῃ τὸν ὑπερβάλλοντα πλοῦτον τῆς χρηστότητος τοῦ Πατρὸς αὐτοῦ.
Καὶ τοῦτο δηλοῖ διὰ τῶν ἐφεξῆς. Ὁ γὰρ πατὴρ αὐτοῦ, φησὶν, ἐξελθὼν παρεκάλει αὐτόν. Ὢ σοφίας ἀῤῥήτου, ὢ προνοίας θεοφιλοῦς· καὶ τὸν ἁμαρτωλὸν ἠλέησε, καὶ τὸν δίκαιον ἐκολάκευσε· καὶ τὸν ἱστάμενον οὐκ ἀφῆκε πεσεῖν, καὶ τὸν πεσόντα ἤγειρε· καὶ τὸν πένητα πλούσιον ἀπέδειξε, καὶ τὸν πλούσιον οὐ συνεχώρησε τῷ φθόνῳ γενέσθαι πτωχόν.
Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρί· Ἰδοὺ ἐγὼ τοσαῦτα ἔτη ἔχω δουλεύων σοι, καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον·καὶ ἐμοὶ οὐκ ἔδωκάς ποτε ἔριφον, ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ· ἀλλὰ περιέρχομαι ἐν μηλωταῖς, ἐν αἰγείοις δέρμασιν, ὑστερούμενος, θλιβόμενος, κακουχούμενος. Ὅταν δὲ ὁ υἱός σου οὗτος ἦλθεν, ὁ καταφρονήσας σου, καὶ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, εὐθέως ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν· καὶ οὔτε ῥήματι ἐνεκάλεσας αὐτῷ, οὔτε σχήματι τὸ πρόσωπόν σου ἀπέστρεψας ἀπ’ αὐτοῦ· ἀλλ’ εὐθέως ἐξενοδόχησας αὐτὸν, καὶ πάσῃ τῇ στολῇ σου κατεκόσμησας, καὶ τῷ χρυσῷ δακτυλίῳ περιήστραψας, καὶ τοῖς ὑποδήμασι περιέφραξας, καὶ τὴν ἐκκλησίαν ἠνέῳξας, καὶ τὴν τράπεζαν ἐκαλλώπισας, καὶ τοὺς κρατῆρας ἐπλήρωσας, καὶ τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν κατέσφαξας, καὶ πρὸς τὴν εὐωχίαν τοὺς πιστοὺς προσεκάλεσας, καὶ τοὺς ἀγγέλους χορεύειν ἐποίησας, καὶ ξένον οὐρανοῦ καὶ γῆς συμπόσιον συνεκρότησας· καὶ τοιαύτας δωρεὰς παρέσχες τῷ καταφρονήσαντι τῆς σῆς ἀγαθότητος, καὶ τὴν εὐγένειαν καθυβρίσαντι.
Τί εἴπω πρὸς τὸ βάθος καὶ τὸ πέλαγος τῶν σῶν οἰκτιρμῶν; πῶς θαυμάσω τὴν θάλατταν τῆς σῆς γαληνότητος; Ἐλεεῖς, Κύριε, πάντας, ὅτι πάντα δύνασαι, καὶ παρορᾷς ἁμαρτήματα ἀνθρώπων εἰς μετάνοιαν.
Ὁ δὲ Πατὴρ αὐτοῦ εἶπεν αὐτῷ· Τέκνον, σὺ πάντοτε μετ’ ἐμοῦ εἶ. Σὺ τῶν ἐμῶν κόλπων οὐκ ἐχωρίσθης ποτέ· σὺ τῆς Ἐκκλησίας τῆς ἐμῆς οὐκ ἀπεσκίρτησας· σὺ ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις προσέσχες ἀεί· σὺ μετὰ τῶν ἀγγέλων ἐντυγχάνεις διαπαντός· σὺ τῷ θυσιαστηρίῳ παριστάμενος, μετὰ παῤῥησίας βοᾷς, Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου.
Οὗτος δὲ προσῆλθέ μοι κατακεκριμένος, κατῃσχυμμένος, τὸ πρόσωπον ὠθῶν εἰς τὴν γῆν, καὶ μετὰ συντετριμμένης καὶ στυγνῆς φωνῆς ἀνεβόησε· Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκ εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου.
Τί εἶχον ποιῆσαι πρὸς τὰ ῥήματα ταῦτα; ἠδυνάμην μὴ ἐλεῆσαι τὸν ἐμὸν υἱὸν προσελθόντα μοι; Σὺ δίκασον ὁ θυμούμενος. Ἀλλ’ οὐ πέφυκα, φιλάνθρωπος ὢν, ἀπάνθρωπόν τι διαπράξασθαι· οὐ δύναμαι μὴ ἐλεῆσαι, ὃν ἐγὼ ἐποίησα· οὐ δύναμαι μὴ οἰκτείρειν, ὃν ἐκ τῶν ἐμῶν σπλάγχνων ἐγέννησα. Τέκνον, σὺ πάντοτε μετ’ ἐμοῦ εἶ, καὶ τὰ ἐμὰ πάντα, σά ἐστιν· ὁ οὐρανὸς σὸς, τὸ στερέωμα σὸν, ὁ ἥλιος δᾳδοῦχος σὸς, ἡ σελήνη θεραπαίνη σὴ, οἱ ἀστέρες λαμπτῆρες σοὶ, ὁ ἀὴρ τροφεὺς σὸς, καὶ πάντα τὰ ἐναέρια σά· ἡ γῆ καὶ τὰ ἐν αὐτῇ σὰ, ἡ θάλασσα καὶ τὰ ἐν αὐτῇ σὰ, ὁ κόσμος σὸς, ἡ Ἐκκλησία σὴ, τὸ θυσιαστήριον σὸν, ὁ μόσχος ὁ σιτευτὸς σὸς, ἡ θυσία σὴ, οἱ ἄγγελοι σοὶ, οἱ ἀπόστολοι σοὶ, οἱ μάρτυρες σοί· τὰ παρόντα σὰ, τὰ μέλλοντα σὰ, ἡ ἀνάστασις σὴ, ἡ ἀθανασία σὴ, ἡ ἀφθαρσία σὴ, ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν σὴ, πάντα τὰ φαινόμενα καὶ τὰ νοούμενα σά. Μὴ τὰ σὰ ἀπήγαγον, κἀκείνῳ προσήγαγον; μὴ σὲ ἀπέδυσα, κἀκεῖνον ἐνέδυσα; οὐχὶ ἐκ τῶν ἐμῶν πραγμάτων ἐχαρισάμην τὸ ἔλεος; οὐχ ὅμοιός εἰμι καὶ σοῦ κἀκείνου πατήρ; Καὶ σὲ τιμῶ διὰ τὴν ἀρετὴν, κἀκεῖνον ἐλεῶ διὰ τὴν καλλίστην ἐπιστροφήν· καὶ σὲ ποθῶ διὰ τὴν ζωὴν, κἀκεῖνον διὰ τὴν μεταβολήν· καὶ σὲ διὰ τὴν πολιτείαν φιλῶ, κἀκεῖνον διὰ τὴν μετάνοιαν· καὶ σὲ διὰ μακροθυμίαν, κἀκεῖνον διὰ τὴν ἐν ἐμοὶ ἐπιστροφήν.
Εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναί σε ἔδει, ὅτι οὗτος ὁ ἀδελφός σου νεκρὸς ἦν, καὶ ἀνέζησεν· ἀπολωλὼς ἦν, καὶ εὑρέθη. Τίς βλέπων νεκρὸν ἀνιστάμενον, οὐκ εὐφραίνεται; καὶ τίς εὑρὼν ἃ ἀπώλεσεν, οὐκ ἀγάλλεται; ∆εῦρο καὶ σὺ, υἱέ μου, συνευφράνθητι σὺν ἡμῖν, καὶ συσκίρτησον σὺν τοῖς ἀγγέλοις, καὶ περίπτυξον σὺν ἡμῖν τὸν σὸν ἀδελφὸν, καὶ σύμψαλλε τῷ ∆αυῒδ ἐκεῖνο τὸ πνευματικὸν μέλος, τὸ πρέπον τῇ παρούσῃ πανηγύρει· Μακάριοι ὧν ἀφέθησαν αἱ ἀνομίαι, καὶ ὧν ἐπεκαλύφθησαν αἱ ἁμαρτίαι· μακάριος ἀνὴρ, ᾧ οὐ μὴ λογίσηται Κύριος ἁμαρτίαν.
Ἠκούσατε τῆς θείας παραβολῆς, καὶ τὸν ταύτης σκοπὸν ἔγνωτε, καὶ τὴν δύναμιν αὐτῆς εἴδετε· ἐμάθετε πῶς φιλάνθρωπον ἔχομεν Κύριον, πῶς ἀνεξίκακον.
Αὐτῷ τοίνυν προσφύγωμεν μετὰ καθαρᾶς καρδίας. ∆εῦτε, κοινῇ φωνῇ βοήσωμεν πρὸς αὐτόν· ∆έσποτα, Κύριε φιλάνθρωπε, μονογενὲς Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἡμάρτομεν εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκ ἐσμὲν ἄξιοι κληθῆναι υἱοί σου· ἀλλὰ θαῤῥοῦμεν τοῖς σοῖς οἰκτιρμοῖς· ἔχομεν ὅμηρα τῆς σῆς φιλανθρωπίας τὸν τίμιον σταυρὸν, ὃν ὑπέμεινας δι’ ἡμᾶς· ἔχομεν ἐγγυητὰς τῆς σῆς εὐσπλαγχνίας τήν ποτε πόρνην, καὶ τόν ποτε λῃστήν.
∆ιὰ τούτων γὰρ καὶ ἡμεῖς καὶ πάντες οἱ ἁμαρτωλοὶ προτρεπόμεθα προστρέχειν τῇ σῇ φιλανθρωπίᾳ. Ὡς ἐκείνους ἀοιδίμους καὶ μακαρίους ἀπέδειξας, Κύριε, καὶ ἡμᾶς προσπίπτοντάς σοι ἐλέησον· ὡς ἀνέστησας νεκροὺς σταυρωθεὶς, καὶ ἡμᾶς νεκρωθέντας τῇ ἁμαρτίᾳ διὰ τὴν πολλήν σου φιλανθρωπίαν ἀνάστησον, ἵνα ἀπολαύσωμεν μετὰ τῶν ἀπολυτρωσαμένων τῆς σῆς ἀναστάσεως. Ταῦτα λέγοντες, ἐπιμείνωμεν, ἵνα καὶ πρὸς ἡμᾶς εἴπῃ ὁ ∆εσπότης ἡμῶν Χριστός· Κατὰ τὴν πίστιν ὑμῶν γενηθήτω ὑμῖν.
Καὶ ὑμεῖς δὲ οἱ μέλλοντες ἀπολαύειν τῆς τοῦ βαπτίσματος δωρεᾶς, πάντα λογισμὸν ἀλλότριον ἀποῤῥίψαντες, καὶ τὰς ψυχὰς ὑμῶν εἰς τὸν οὐράνιον νυμφίον εὐθύναντες, τῆς τοῦ ἁγίου Πνεύματος χάριτος ἀπολαύσατε.
Ὁ Κύριος ἐγγὺς, μηδὲν μεριμνᾶτε. Ἐπὶ θύραις ὁ λυτρωτὴς ἐφέστηκεν, ὁ ἰατρὸς τοῖς πιστεύουσι πάρεστι, τὸ ἰατρεῖον ἠνέῳκται, τὰ φάρμακα πρόκεινται, ἡ κολυμβήθρα πάντας προσδέχεται, ἡ χάρις ἐξήπλωται, ἡ πνευματικὴ στολὴ παρὰ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐξυφαίνεται.
Μακάριοι οἱ καταξιούμενοι φορέσαι τὴν στολήν. Μόνον ὑμεῖς τῆς πίστεως τὰς λαμπάδας ἀνάψατε, καὶ τὸ ἔλαιον τῆς εὐσεβείας δαψιλῶς ἐπιβάλλετε, ἵνα νυκτὸς, ὅταν γίνηται φωνὴ λέγουσα, «Ἰδοὺ ὁ νυμφίος ἔρχεται,» ἐξέλθητε εἰς ὑπάντησιν αὐτοῦ μετὰ φαιδρῶν τῶν λαμπάδων, χορεύοντες καὶ σκιρτῶντες, καὶ βοῶντες, Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου· αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος, νῦν καὶ ἀεὶ, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.
9.
Ὁμιλία εἰς τὴν Κυριακὴν τοῦ Ἀσώτου.
Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς.
Ἰδού εὐαγγέλιο πού ἀφορᾶ στό νοῦ καί τό σῶμα τοῦ καθενός μας. Εἶναι τό εὐαγγέλιο τῆς εὐσπλαχνίας. Εἶναι ἡ θαυμαστή παραβολή τοῦ Σωτῆρος, στήν ὁποία ἀπεικονίζεται ὁλόκληρη ἡ ζωή μας. Ἡ δική μου, ἡ δική σου, τοῦ καθενός ἀνθρωπίνου ὄντος ἐπάνω στήν γῆ. Ὅλους τούς ἀφορᾶ τό σημερινό ἅγιο Εὐαγγέλιο. Ὅλους.
Ὁ ἄνθρωπος! Αὐτός ὁ θεϊκός πλοῦτος ἐπάνω στήν γῆ! Κύτταξε τό σῶμα του, τό μάτι, τό αὐτί, τήν γλώσσα. Τί θαυμαστός πλοῦτος. Τό μάτι! Ὑπάρχει τίποτε πιό τέλειο πού νά ἠμπορῇ ὁ ἄνθρωπος νά ἐπινοήσῃ σ’ αὐτόν τόν κόσμο; Κι ὅμως, τό μάτι αὐτό τό ἐδημιούργησε ὁ Κύριος, ὅπως καί τήν ψυχή καί τό σῶμα. Ἡ ψυχή μάλιστα εἶναι ὁλόκληρη ἐξ οὐρανοῦ. Ὁποῖος πλοῦτος! Τό σῶμα! Θαυμαστός θεῖος πλοῦτος πού σοῦ δόθηκε γιά τήν αἰωνιότητα καί ὄχι μόνο γιά τήν πρόσκαιρη αὐτή γήινη ζωή. Καί ψυχή δοσμένη γιά τήν αἰωνιότητα.
Ἀκούσατε τί εὐαγγελίζεται ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος σήμερα. «Τό δέ σῶμα τῷ Κυρίῳ» (Α΄ Κορ. 6, 13). Ὁ Κύριος ἔπλασε τό ἀνθρώπινο σῶμα γιά τήν αἰώνια ζωή, γιά τήν ἀθανασία, γιά τήν καθαρότητα. Τό ἔπλασε γιά τήν αἰώνια ἀλήθεια, γιά τήν αἰώνια δικαιοσύνη καί γιά τήν αἰώνια ἀγάπη: ὅπως τό σῶμα, ἔτσι καί τήν ψυχή. Ὅλα αὐτά εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ, ἀνεκδιήγητα καί μεγάλα καί πλούσια, καί –τό πιό σπουδαῖο– ἀθάνατα καί αἰώνια δῶρα τοῦ Θεοῦ.
Ἐμεῖς ὅμως οἱ ἄνθρωποι τί κάνομε μ’ ὅλα αὐτά τά δῶρα; Τί οἰκοδομοῦμε μέ αὐτά; Παραδίδουμε τό σῶμα στίς ἡδονές καί στά πάθη αὐτοῦ τοῦ κόσμου, καί τήν ψυχή στούς ἀκαθάρτους λογισμούς, τίς ἀκάθαρτες ἐπιθυμίες, τίς ἀκάθαρτες ἡδονές. Διά τῶν ἁμαρτιῶν καί ἡ ψυχή καί τό σῶμα ἀπομακρύνονται ἀπό τόν Θεό, φεύγουν ἀπό τό Θεό, φεύγουν «εἰς χώραν μακράν». Τίνος εἶναι αὐτή ἡ «μακρυνή χώρα;»
Ἀκούσατε ποῦ ὁ ἄσωτος υἱός βόσκει χοίρους. Στήν χώρα τοῦ διαβόλου. Στήν χώρα, ὅπου ὁ διάβολος ἔχει ἐξουσία πάνω στόν ἄνθρωπο διά τῶν παθῶν, διά τῶν ἁμαρτιῶν, καί τόν κρατάει σέ φρικτή τρέλλα, στόν παραλογισμό καί τήν παραφροσύνη.
Λοιπόν, ἡ ἁμαρτία; Κάθε ἁμαρτία εἶναι τρέλλα. Καί ὁ ἄνθρωπος θά εἶναι πάντα μέσα σ’ αὐτή τήν τρέλλα, μέχρις ὅτου συναντηθῆ μέ τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Καί θά συναντηθῇ μέ τήν μετάνοια.
Ἀκούσατε πῶς ὁ ἄσωτος υἱός, αἰσθανόμενος τί σημαίνει ζωή μέσα στήν ἁμαρτία, ζωή μέσα στίς ἡδονές καί τά πάθη αὐτοῦ τοῦ κόσμου, λέγει: «Πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγώ δέ λιμῷ ἀπόλλυμαι» σέ ξένη καί μακρυνή χώρα. «Ἀναστάς πορεύσομαι πρός τόν πατέρα μου». Σηκώθηκε καί πῆγε πρός τόν πατέρα. Καί ὁ οὐράνιος Πατήρ, ὁ Θεός καί Ἐλεήμων Κύριος, «ἔτι αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν καὶ ἐσπλαγχνίσθη καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν», ἐνῶ συγχρόνως ὁ υἱός μέ λυγμούς ἔλεγε: «πάτερ ἥμαρτον εἰς τόν οὐρανόν καί ἐνώπιόν σου, οὐκέτι εἰμί ἄξιος κληθῆναι υἱός σου». Ἁμάρτησα στόν οὐρανό καί σ’ ὅλα τά ἀστέρια. Ὅλα τά ἐμόλυνα μέ τό πύον τῶν παθῶν μου, καί μέ τό σκοτάδι τῶν παθῶν μου τά ἠμαύρωσα ὅλα. «Ἥμαρτον ἐνώπιόν σου»! Φεύγοντας ἀπό σένα, σέ ποιόν προσκολλήθηκα; Δίπλα σέ ποιόν ἤμουν; Τίνος χοίρους ἐγώ ἔβοσκα; Τοῦ διαβόλου! Ἐγώ διαβολοποίησα τήν ψυχή μου, τήν ὁποία ἐσύ μοῦ ἔδωσες νά γίνῃ ἁγία καί ἀθάνατη. Ἐγώ ἐβρώμισα τό σῶμα, ἐθανάτωσα τό σῶμα, ἐξαθλίωσα τό σῶμα!
Ὅταν ὁ ἄσωτος υἱός «ἦλθεν εἰς ἑαυτόν» –ἀφοῦ ἦταν ἐκτός ἐαυτοῦ, στήν τρέλλα, στίς ἡδονές καί στά πάθη αὐτοῦ τοῦ κόσμου– διά τῆς μετανοίας ἔτρεξε πρός τόν πατέρα. Καί ὁ πατέρας τόν ἀγκαλιάζει καί τόν φιλεῖ. Δέν εἶχε τελειώσει ἀκόμη ὁ υἱός τήν ἐξομολόγησί του, δέν εἶχε ἐκφράσει ἀκόμη τήν ἐπιθυμία του νά τόν δεχθῇ ὁ πατέρας του σάν δοῦλο, καί ὁ πατέρας λέγει στούς ὑπηρέτες του: «Φέρετε τήν στολή τήν πρώτη καί ἐνδύσατέ τον καί δῶστε δακτυλίδι στό χέρι του καί ὑποδήματα στά πόδια του καί ἀφοῦ φέρετε τόν μόσχο τόν σιτευτό, σφάξτε τον γιά νά φάγωμεν καί εὐφρανθῶμεν».
Γιά πιό λόγο εὐφραίνεται ὁ οὐρανός; Γιά ποιό λόγο ὁ Θεός εὐφραίνεται στόν οὐρανό; Γιά ποιό λόγο εὐφραίνονται οἱ ἄγγελοι; Σέ ποιόν ὁ Κύριος λέγει νά εὐφρανθῶμεν; Στούς ἀγγέλους!
Ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος χάθηκε μέσα στίς ἁμαρτίες, θυμήθηκε ὅτι ἦταν ἀδελφός τῶν ἀγγέλων καί ἔσπευσε πρός τόν οὐρανό. «Ἥμαρτον εἰς τόν οὐρανόν καί ἐνώπιόν Σου». Ἁμάρτησα στούς ἀγγέλους, στούς ἀρχαγγέλους. Ἐγώ ἐδιαβολοποίησα τόν ἑαυτό μου. Ἔρριξα τόν ἑαυτό μου στήν ἀγέλη τῶν χοίρων, στήν ἀγέλη τῶν παθῶν. Καί νά, τώρα εἶμαι ὅλος ξεσχισμένος, ὅλος κουρελιασμένος. Καί ἡ ψυχή καί τό σῶμα κουρελιασμένα. Ὅλα ἐξαθλιωμένα.
Λοιπόν, τί εἶναι μετάνοια; Ὁ Κύριος τρέχει νά συναντήσῃ τόν μετανοήσαντα υἱό. Τόν ἀγκαλιάζει καί τόν ἀσπάζεται καί ὅλος ὁ οὐρανός συγκινεῖται. Ὅλοι οἱ ἄγγελοι εὐφραίνονται. «Καί ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι» ἀναφέρεται στήν θαυμαστή περικοπή τοῦ Σωτῆρος. Γιά ποιό λόγο χαίρεσθε ἐσεῖς ἅγιοι ἄγγελοι, ἅγιοι ἀρχάγγελοι; Ἐσεῖς, οἱ ὁποῖοι παντοτινά πενθῆτε γιά τόν γήινο αὐτό κόσμο βλέποντας τά δικά σας πεσμένα ἀδέλφια, τούς ἀνθρώπους, πῶς πνίγονται μέσα στίς ἁμαρτίες καί τίς ἡδονές καί τά πάθη καί τούς διαφόρους θανάτους αὐτοῦ τοῦ κόσμου, γιατί εὐφραίνεσθε; «Εὐφραινόμαστε γιά τήν ἀνάστασι, τήν ζωοποίησι τοῦ νεκροῦ ἀδελφοῦ μας ἀνθρώπου, ὅτι νεκρός ἦν καί ἀνέζησε». Νεκρός ἦταν ὁ ἄσωτος υἱός, ὅταν ἦταν μακράν τοῦ Θεοῦ, τῆς πηγῆς τῆς Ζωῆς, μακρυά ἀπό τόν οὐρανό. Ἰδού, ἀνάστασις ἐκ νεκρῶν φαίνεται [ἡ ἐπιστροφή τοῦ ἀσώτου] στά μάτια ὅλων τῶν οὐρανίων δυνάμεων. Ὅλες οἱ οὐράνιες δυνάμεις γι’ αὐτό χαίρονται, «ὅτι ἀπολωλώς ἦν καί εὑρέθη». Πράγματι, ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι μέσα στίς ἁμαρτίες καί τά πάθη, χάνει τόν ἑαυτό του, δηλαδή δέν ἔχει αὐτογνωσία, εἶναι ἐκτός ἑαυτοῦ.
«Εἰς ἑαυτόν δέ ἐλθών», λέγει ὁ Σωτήρ. Ὁ ἄνθρωπος συνέρχεται, ὅταν σκεφθῇ τίνος εἶναι, δηλ. τοῦ Θεοῦ. Τό σῶμα σου τίνος εἶναι; Τοῦ Θεοῦ. Ἡ ψυχή καί αὐτή τοῦ Θεοῦ. Ὅλα δῶρα, δῶρα τοῦ Θεοῦ. Ἐγώ, ποιός εἶμαι σάν ἄνθρωπος; Τοῦ Θεοῦ, ὅλος τοῦ Θεοῦ! Τό σῶμα μου εἶναι δοξασμένο ἀπό τόν Θεό. Γι’ αὐτό τό ἐδημιούργησε ὁ Θεός, λέγει ὁ ἅγιος Ἀπόστολος στό σημερινό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα. Καί τό σῶμα γιά τόν Κύριο, καί ἡ ψυχή γιά τόν Κύριο. Δοξάζομε τόν Κύριο καί μέ τό σῶμα καί μέ τήν ψυχή. Τοῦ Θεοῦ εἶναι καί τό ἕνα καί τό ἄλλο. Μή νομίζεις ὅτι εἶναι τίποτε δικό σου, ὄχι. Ὅλα εἶναι αἰωνίως τοῦ Θεοῦ. Καί σύ εἶσαι αἰωνίως τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά τότε μόνο, ὅταν ἐσύ τό συνειδητοποιῇς.
Λοιπόν ἡ ἁμαρτία; Δέν ἐπιτρέπει ὁ διάβολος στόν ἄνθρωπο νά συναισθανθῇ ὅτι εἶναι υἱός τοῦ Θεοῦ. Ὁ διάβολος ἐξουσιάζει μέ τήν καρδιά καί δέν ἀφήνει στόν ἄνθρωπο νά σκεφθῆ τόν Θεό, νά θυμηθῆ, ὅτι εἶναι υἱός τοῦ Θεοῦ, ὅτι εἶναι πλούσιος, ἀνεκδιήγητα πλούσιος. Ὅτι αὐτός εἶναι ἀδελφός τῶν ἁγίων ἀγγέλων. Ὁ διάβολος ὅλα τά σκοτίζει, ὅλα τά ἀπομακρύνει ἀπό τόν ἄνθρωπο, τά διαστρεβλώνει, καί τοῦ δίνει ψεύτικες ἡδονές μέσω τῶν ἁμαρτιῶν. Πράγματι ἔχει δίκαιο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὅταν λέει στόν Ἅγιο Ἐπίσκοπο καί μαθητή του, Ἀπόστολο Τίτο: «ἦμεν γάρ ποτέ καί ἠμεῖς ἀνόητοι» (Τίτ γ΄, 3) Κοιτάξτε τί λέει ὁ Ἀπόστολος. Πότε Ἅγιε Ἀπόστολε; Ὑποδουλωμένοι στίς διάφορες ἐπιθυμίες καί στά διάφορα πάθη, τότε εἴμασταν τρελλοί καί ἀνόητοι.
Δέν θέλει ὁ Κύριος διά τῆς βίας νά σέ ἀναστήση ἐκ τῶν θανάτων σου, νά σέ ἁρπάξη ἀπό τήν ἁμαρτία. Ἐσύ πρέπει πρῶτος νά τό πῆς στόν ἴδιο: «Κύριε, αὐτή ἡ ἁμαρτία μέ βασανίζει. Δέν τήν θέλω, ἔχει ὅμως ἐξουσία ἐπάνω μου. Ἐλευθέρωσέ με!» Τότε γίνεται θαῦμα. Πάντα. Ποτέ ὁ Κύριος δέν ἀφήνει χωρίς ἀπάντησι τήν προσευχή, ἔστω καί τοῦ μεγαλυτέρου ἁμαρτωλοῦ. Δέν ὑπάρχει φρικτή ἁμαρτία γιά τόν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἀγρυπνεῖ ἐπάνω στή δική του συνείδηση, ἐπάνω στή ζωή του. Ξέρει ὁ ἄνθρωπος, ὅτι μετά τήν προσέλευση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο, ὅτι δέν ὑπάρχη ἁμαρτία, ἀπό τήν ὁποία ὁ Κύριος δέν μπορεῖ νά μᾶς ἐλευθερώση. Δέν ὑπάρχει ἁμαρτία, τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά νικήση, δέν ὑπάρχει ἁμαρτία, τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά διώξη. Ὁ Κύριος δίνει τήν δύναμη. Μόνο κάνε τήν ἀρχή. Μόνο ἀναβόησε, ὅπως ὁ ἄσωτος υἱός: «Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τόν οὐρανόν καί ἐνώπιόν Σου». Ὅταν ἁμαρτάνης, ἁμαρτάνης ὄχι μόνο στόν Θεό, ἀλλά σ’ ὅλα τά οὐράνια κτίσματα, σ’ ὅλα τά ἐπίγεια κτίσματα. Ἁμαρτάνεις στά πουλιά, ἁμαρτάνης στά λουλούδια, τά δένδρα. Ἁμαρτάνεις σ’ ὅλα τά ζωντανά ὄντα. Ἡ ἁμαρτία εἶναι πραγματικά φοβερή, ἄνευ τῆς μετανοίας. Τόσο φοβερή, ὥστε νά σκοτώνη καί νά ρίχνη σ’ ἑκατό θανάτους. Νά ρίχνη στήν ἀγκαλιά τοῦ διαβόλου καί στήν αἰώνια φρικωδεστάτη κόλαση. Χωρίς ἀμφιβολία. Γι’ αὐτό ὁ Θεός ἦλθε σ’ αὐτόν τόν κόσμο. Νά ἐξολοθρεύση τόν φοβερό δράκοντα, ὁ ὁποῖος λέγεται ἁμαρτία. Ἦλθε ὁ Θεάνθρωπος Κύριος Ἰησοῦς Χριστός καί μᾶς ἔδωσε ὅλα τά μέσα νά ἐξολοθρεύσομε τήν ἁμαρτία, τήν κάθε ἁμαρτία. Ἐδημιούργησε τήν Ἐκκλησία Του ἐπάνω στή γῆ καί τῆς ἔδωσε ὅλες τίς οὐράνιες δυνάμεις, γιά νά νικᾶμε καί ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ὅλες τίς ἁμαρτίες, ὅλους τους θανάτους μέσα μας καί γύρω μας.
Ὁ Κύριος μᾶς ἔδωσε τά θαυμαστά Ἅγια Μυστήρια. Τό ἅγιο Βάπτισμα, τή Θεία Κοινωνία, τά ὁποῖα ἐξολοθρεύουν τήν ἁμαρτία. Μᾶς ἔδωσε καί τίς θαυμάσιες ἀρετές, πίστη, ἐλπίδα, ἀγάπη, προσευχή, νηστεία, ἀγρυπνία, πραότητα καί ὅλες τίς ὑπόλοιπες εὐαγγελικές ἀρετές. Γι’ αὐτό δέν ὑπάρχει ἀπόγνωση στόν Χριστιανό ἄνθρωπο σ’ αὐτόν τόν κόσμο.
Ἅς ξυπνήση ὁ Ἀγαθός Θεός ὅλους τους ἀθέους, ὅλους τους ἀπίστους. Ἅς κτυπήση τόν καθένα μέ τόν κεραυνό τοῦ Οὐρανίου Ἐλέους. Μέ τόν κεραυνό τοῦ Οὐρανίου Ἐλέους μέσα στή συνείδηση, μέσα στή ψυχή. Ἅς ξυπνήση ὁ καθένας καί πορευθῆ στήν οὐράνια πατρίδα του, στήν οὐράνια τράπεζα ἀνάμεσα στούς ἁγίους ἀδελφούς του, τούς ἀγγέλους. Ἅς ζήση ἐκεῖ μαζί τους διά τῆς αἰωνίας Θείας Ἀληθείας, αἰωνίας Θείας Διακαιοσύνης καί ὅλων τῶν αἰωνίων οὐρανίων χαρῶν.
Κύριε, Σ’ εὐχαριστοῦμε γιά τό Ἅγιο Εὐαγγέλιο αὐτό. Σ’ εὐχαριστοῦμε γιά τήν ἀγαθή εἴδηση αὐτή. Γιατί δημιούργησες τόν ἄνθρωπο, νά μπορῆ νά νικήση κάθε ἁμαρτία καί κάθε διάβολο. Σέ Σένα δόξα καί εὐχαριστία, πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
10.
«Πόσοι μίσθιοι του πατρός μου περισσεύουσιν άρτων, εγώ δε λιμώ απόλυμαι».
Τι ήταν και τι έγινε! Πώς ξεκίνησε και πού κατάντησε! Το αρχοντόπουλο, παραπεταμένος χοιροβοσκός, το λαμπροστόλιστο πλουσιόπαιδο πεινασμένος κουρελής! Σπατάλησε την πατρική περιουσία. Δεν του απέμεινε τίποτε. Αν είχε τουλάχιστον έστω και κανένα ξυλοκέρατο να ξεγελάσει την πείνα του! Ήθελε να φάει και αυτός μαζί με τους χοίρους κανένα ξυλοκέρατο. Άγρυπνοι όμως οι άλλοι χοιροβοσκοί τον έδιωχναν με σκληρότητα. «Ουδείς εδίδου αυτώ». Τι ήθελε, έλεγαν, στον τόπο τους αυτός ο βρώμικος ξένος; Και εκείνος καταφρονημένος, διωγμένος και μισοπεθαμένος από την πείνα, θυμήθηκε το πατρικό του σπίτι, όχι τα πλούσια γεύματα, αλλά το χορταστικό ψωμί, που οι ημερομίσθιοι εργάτες απολάμβαναν. «Πόσοι μίσθιοι του πατρός μου, είπε, περισσεύουσιν άρτων, εγώ δε λιμώ απόλλυμαι»!
Όπου υπάρχει αμαρτία, αγαπητοί μου, εκεί πάντοτε υπάρχει στέρηση και πείνα! Όπου υπάρχει ασωτία και σπατάλη εκεί υπάρχει λιμός και γυμνότητα. Αχόρταγο τέρας η αμαρτία. Εξανεμίζει περιουσίες, κατατρώει υπολήψεις, υποσκάπτει την υγεία, αποξηραίνει την πνευματική ζωή, απογυμνώνει τον άνθρωπο από κάθε τι το καλό και στην θέση του καλού κολλά ηθικές ρυπαρότητες και ασχήμιες!
Η άσωτη ζωή φέρνει υλική στέρηση, φτώχεια, πείνα. Μήπως αυτό δεν μαρτυρεί η Ιστορία; Μήπως δεν μας το επιβεβαιώνει η καθημερινή πείρα; Δεν βλέπουμε ανθρώπους, από τον απλό μεροκαματιάρη έως τον πάμπλουτο επιχειρηματία, να σπαταλούν τα λίγα ή πολλά, που έχουν, σε αμαρτωλές απολαύσεις; Μήπως δεν ξοδεύονται τεράστιες περιουσίες σε διασκεδάσεις, σε ταξίδια, σε χαρτοπαίγνια, σε πρακτορεία στοιχημάτων, σε φανταχτερές επιδείξεις ματαιοδοξίας; Οικογένειες καταστρέφονται, σπίτια διαλύονται, άνθρωποι καταντούν ψυχικά ράκη, ανήμποροι να σηκώσουν κεφάλι και να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις της καθημερινότητας. Ας το ξαναπούμε: όπου υπάρχει ασωτία εκεί υπάρχει φτώχεια και πείνα.
Σύντροφος και συνέπεια της άσωτης ζωής είναι και μια άλλη φτώχεια, η οποία δεν είναι κατώτερη από την υλική στέρηση. Είναι η στέρηση πραγματικών φίλων, ανθρώπων εντίμων, που θα σε περιβάλλουν με ειλικρινή αγάπη, στους οποίους θα έχεις εμπιστοσύνη και θα τους βλέπεις στήριγμα σε μια σου ανάγκη. Η αμαρτία και η ασωτία δεν δημιουργεί ποτέ φίλους, δεν χαλκεύει ιερά δεσμά ειλικρινούς φιλίας και αγάπης. Και μπορεί να συμμετέχεις και συ μέσα σε μιαν τέτοια συντροφιά, και όμως να αισθάνεσαι τον εαυτό σου ξένο, μόνο και έρημο.
Και αυτό θα φανεί ακόμα καθαρότερα, αν συμβεί να φτωχύνεις, ώστε να μην μπορείς να συμμετέχεις στα έξοδα του γλεντιού, αν αρρωστήσεις, αν κάποια περιπέτεια σε ταλαιπωρήσει, εκείνοι ούτε που θα σε προσέξουν. Ούτε ίσως και θα σε σκεφτούν. Δεν βλέπουμε τι έγινε με τον άσωτο; Όσον καιρόν είχε και ξόδευε, σμήνος ολόγυρα του οι φίλοι και οι φίλες. Όταν όμως δαπάνησε τα πάντα, κανείς δεν γύρισε να τον κοιτάξει. Όλοι τον εγκατέλειψαν.
Πάντοτε αισθάνεται ο άνθρωπος την ανάγκην των φίλων. Και έχει απόλυτο δίκαιο ο σοφός Σειράχ να λέει «φίλος πιστός, σκέπη κραταιά, ο δε ευρών αυτόν εύρε θησαυρόν». Και «φίλου πιστού ουκ έστιν αντάλλαγμα» (Σοφία Σειράχ στ’ 14, 15). Αλλά αμαρτία και φιλία είναι πράγματα ασυμβίβαστα.
Υπάρχει όμως και ένας άλλος λιμός, μια άλλη φοβερή πείνα και στέρηση, που έρχεται σαν φυσική συνέπεια της ασωτίας και διαφθοράς. Είναι η πνευματική στέρηση και αγωνία. Αν το σώμα βρίσκει, ας πούμε, μερικές φτωχές απολαύσεις και ηδονές στην αμαρτία, η ψυχή, ο καθαυτό δηλαδή άνθρωπος, δεν μπορεί να ευχαριστηθεί και ικανοποιηθεί με αυτά. Αντίθετα πονά και υποφέρει.
Επιθυμεί κάτι το ανώτερο και ευγενέστερο. Ποθεί να γνωρίσει την αλήθεια, να μάθει και επιτύχει τον προορισμό του. Αισθάνεται ορμή προς τα πάνω, προς τους πνευματικούς κόσμους, ανάταση προς τον Θεό. Η ψυχή να βρει και να επικοινωνήσει με τον Δημιουργό και Πατέρα της. Συλλαμβάνει με τον δέκτη της και αισθάνεται μερικές φορές υπερκόσμιες κλήσεις. Ποθεί την ειρήνη, την γαλήνη, τη χαρά. Ποιος όμως θα ικανοποιήσει αυτή τη δίψα της; Μόνον Εκείνος, που την προκάλεσε.
Αλλά μεταξύ του Θεού και της ψυχής παρεμβάλεται η αμαρτία. Αυτή σκληρύνει την ανθρώπινη καρδιά, σκοτίζει την διάνοια, διαστρέφει την ορθή σκέψη. Εμποδίζει την χάρη και το φως του Χριστού, να λάμψουν στην ψυχή. Και έτσι ο άνθρωπος, ο αμαρτωλός άνθρωπος, μένει πνευματικά πεινασμένος και διψασμένος, μελαγχολικός και πικραμένος. Και από τα βάθη του είναι του ανέρχεται η σπαρακτική κραυγή, «λιμώ απόλλυμαι».
Αδελφοί μου,
Ας το καταλάβουμε καλά, η αμαρτία φέρνει στέρηση και πείνα, καυστική δίψα και εξαντλητικό λιμό, υλικό και προ παντός πνευματικό. Μόνον κοντά στον Χριστό, στον πλούσιο οίκο του ουρανίου Πατρός μας, υπάρχει η αληθινή ευχαρίστηση, η πραγματική χαρά και ειρήνη, ο πλήρης χορτασμός και η βαθιά ικανοποίηση.
Γεώργιος Σαββίδης