Ἀλεβιζόπουλος Ἀντώνιος (Πρεσβύτερος (+))
Ο Απόστολος Ιάκωβος κάμνει βασικήν διάκρισιν μεταξύ της σοφίας της «άνωθεν κατερχόμενης» και της «σοφίας», η οποία χαρακτηρίζεται ως «επίγειος, κοσμική, δαιμονική» (Ιάκωβος 3,15).
Ιακ. 3,15 οὐκ ἔστιν αὕτη ἡ σοφία ἄνωθεν κατερχομένη, ἀλλ᾿ ἐπίγειος, ψυχική, δαιμονιώδης.
Ιακ. 3,15 Αυτή η ανόητος υψηλοφροσύνη, ότι είσθε σοφοί, δεν είναι η θεία σοφία, που κατεβαίνει από τον ουρανόν• αλλ’ είναι σοφία επίγειος, σαρκική και εμπαθής, δαιμονική.
Η δευτέρα «σοφία» είναι εκείνη η οποία αποδεσμεύεται τελείως από τον Θεόν. Εκείνη η οποία δεν καταλήγει εις την δόξαν του Θεού αλλά εις την δόξαν του ανθρώπου χωρίς Θεόν. Δι’ αυτό και χαρακτηρίζεται ως «δαιμονιώδης» (παράβαλλε και Γένεση 3,4 και εξής).
Γεν. 3,4 καὶ εἶπεν ὁ ὄφις τῇ γυναικί· οὐ θανάτῳ ἀποθανεῖσθε·
Γεν. 3,4 Εἶπε δὲ τότε ὁ ὄφις πρὸς τὴν γυναῖκα· “δὲν θὰ ἀποθάνετε· κάθε ἄλλο.
Γεν. 3,5 ᾔδει γὰρ ὁ Θεός, ὅτι ᾗ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, διανοιχθήσονται ὑμῶν οἱ ὀφθαλμοὶ καὶ ἔσεσθε ὡς θεοί, γινώσκοντες καλὸν καὶ πονηρόν.
Γεν. 3,5 Σᾶς ἀπηγόρευσεν ὁ Θεός νὰ φάγετε ἀπό τὸ δένδρον αὐτό, διότι ἐγνώριζεν ὅτι κατά τὴν ἡμέραν, κατά τὴν ὁποίαν θὰ φάγετε, θὰ ἀνοιχθοῦν τὰ μάτια σας καὶ θὰ εἶσθε καὶ σεῖς σὰν θεοί, ὅμοιοι μὲ αὐτόν, γνωρίζοντες καλόν καὶ πονηρόν”.
Γεν. 3,6 καὶ εἶδεν ἡ γυνή, ὅτι καλὸν τὸ ξύλον εἰς βρῶσιν καὶ ὅτι ἀρεστὸν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἰδεῖν καὶ ὡραῖόν ἐστι τοῦ κατανοῆσαι, καὶ λαβοῦσα ἀπὸ τοῦ καρποῦ αὐτοῦ ἔφαγε· καὶ ἔδωκε καὶ τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς μετ᾿ αὐτῆς, καὶ ἔφαγον.
Γεν. 3,6 Τότε ἡ Εὔα παρετήρησε προσεκτικότερα τὸ ἀπηγορευμένον δένδρον, εἶδε τὸν καρπόν του ὡραῖον εἰς τὴν ὄψιν καὶ ἐσκέφθη ὅτι εὐχάριστον θὰ ἦτο νὰ δοκιμάσῃ αὐτόν. Καὶ λοιπόν ἔλαβεν ἀπό τὸν καρπόν τοῦ δένδρου αὐτοῦ, ἔφαγεν αὐτή, καὶ ἔδωσε καὶ στὸν ἄνδρα της, καὶ ἔτσι ἔφαγον καὶ οἱ δύο.
Γεν. 3,7 καὶ διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοὶ τῶν δύο, καὶ ἔγνωσαν ὅτι γυμνοὶ ἦσαν, καὶ ἔῤῥαψαν φύλλα συκῆς καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς περιζώματα.
Γεν. 3,7 Καὶ ἤνοιξαν τὰ μάτια τῶν δύο πρωτοπλάστων, ἐκατάλαβαν ὅτι ἦσαν γυμνοί σωματικῶς καὶ ψυχικῶς, ἐντράπηκαν τὴν γυμνότητά των καὶ ἔκοψαν φύλλα συκῆς, τὰ ἔρραψαν προχείρως καὶ μὲ αὐτά σὰν ποδιές ἐκάλυψαν τὴν γυμνότητά των.
Το δεύτερον είδος της «σοφίας» δεν οφείλεται εις την προσπάθειαν του ανθρώπου και δι’ αυτό διατηρείται κρυμμένη από τους «σοφούς και συνετούς» αυτού του κόσμου. Αποκαλύπτεται μόνον εις τα «νήπια» (Ματθαίος 11,25.
Ματθ. 11,25 Ἐν ἐκείνῳ τῷ καιρῷ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· ἐξομολογοῦμαί σοι, πάτερ, κύριε τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, ὅτι ἀπέκρυψας ταῦτα ἀπὸ σοφῶν καὶ συνετῶν, καὶ ἀπεκάλυψας αὐτὰ νηπίοις·
Ματθ. 11,25 Τοτε, έστρεψε τον λόγον του ο Ιησούς προς τον ουρανόν και είπε· “Σ’ ευχαριστώ και σε δοξάζω, Πατερ, που είσαι κύριος και εξουσιαστής του ουρανού και της γης, διότι απέκρυψες αυτάς τας υψίστας αληθείας από εκείνους, που νομίζουν τον εαυτόν των σοφόν και συνέτον, και εφανέρωσες αυτάς εις ανθρώπους απλοϊκούς, ως νήπια, εις αφελείς και ταπεινούς, που είχαν όμως την αγαθήν διάθεσιν να τας δεχθούν.
Λουκάς 10,21),
Λουκ. 10,21 Ἐν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἠγαλλιάσατο τῷ πνεύματι ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν· ἐξομολογοῦμαί σοι, πάτερ, κύριε τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, ὅτι ἀπέκρυψας ταῦτα ἀπὸ σοφῶν καὶ συνετῶν, καὶ ἀπεκάλυψας αὐτὰ νηπίοις· ναί, ὁ πατήρ, ὅτι οὕτως ἐγένετο εὐδοκία ἔμπροσθέν σου.
Λουκ. 10,21 Αυτήν δε την ώραν ησθάνθη ο Ιησούς βαθυτάτην και ζωηροτάτην χαράν εις την ψυχήν και την καρδίαν του και είπε• “Σε ευχαριστώ και σε δοξολογώ, Πατερ, Κυριε του ουρανού και της γης, διότι με δικαιοσύνην και αγαθότητα ενεργών, έκρυψες τας υψηλάς αυτάς αληθείας της πίστεως από εκείνους που θεωρούνται σοφοί και συνετοί, και εφανέρωσες αυτάς εις απλοϊκούς και αφελείς ανθρώπους τους μαθητάς μου, που φαίνονται σαν νήπια εμπρός στους σοφούς του κόσμου. Ναι Πατερ, διότι αυτή ήτο η αγαθή και δικαίας θέλησίς σου”.
εις τα «μωρά του κόσμου», τα «αγενή» και τα «εξουθενημένα», ώστε «κανείς άνθρωπος να μην ημπορή να καυχηθή ενώπιον του Θεού» (Α’ Κορινθίους 1,27-29).
Α Κορ. 1,27 ἀλλὰ τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἵνα τοὺς σοφοὺς καταισχύνῃ, καὶ τὰ ἀσθενῆ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἵνα καταισχύνῃ τὰ ἰσχυρά,
Α Κορ. 1,27 αλλά τουναντίον ο Θεός εδιάλεξε, δια την καλήν των διάθεσιν, τους απλοϊκούς αυτούς, τους οποίους ο κόσμος θεωρεί μωρούς, δια να καταντροπιάση έτσι τους σοφούς. Και εδιάλεξε τους αδυνάτους κατά κόσμον, δια να καταντροπιάση εκείνους που έχουν ισχύν και επιρροήν.
Α Κορ. 1,28 καὶ τὰ ἀγενῆ τοῦ κόσμου καὶ τὰ ἐξουθενημένα ἐξελέξατο ὁ Θεός, καὶ τὰ μὴ ὄντα, ἵνα τὰ ὄντα καταργήσῃ,
Α Κορ. 1,28 Και εδιάλεξεν ακόμη ο Θεός εκείνους, που έχουν άσημον κατά κόσμον την καταγωγήν, και τους περιφρονημένους εκ μέρους των ανθρώπων του κόσμου· και εκείνους που οι σοφοί και ισχυροί τους αντιπαρέρχονται με περιφρόνησιν, σαν να μη υπάρχουν καν. Τους εδιάλεξεν ο Θεός, δια να καταλύση και να αποδείξη χωρίς καμμίαν αξίαν εκείνους, τους οποίους ο κόσμος θεωρεί μεγάλους και ισχυρούς.
Α Κορ. 1,29 ὅπως μὴ καυχήσηται πᾶσα σάρξ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Α Κορ. 1,29 Και τούτο, δια να μη ημπορή να καυχηθή ενώπιον του Θεού κανείς απολύτως (ούτε οι κατά κόσμον σοφοί, διότι η σοφία των αποδεικνύεται μωρία ούτε οι πιστοί στον Χριστόν, διότι η σωτηρία των οφείλεται στον Θεόν και όχι εις αυτούς).
Όσα αναφέραμεν, μας βοηθούν να εξηγήσωμεν διατί πολλοί άνθρωποι συναντούν δυσκολίαν να παραδεχθούν τα δόγματα της Εκκλησίας μας. Τούτο συμβαίνει, διότι στηρίζονται αποκλειστικώς και μόνον εις τας ιδικάς των δυνάμεις και αναζητούν κάτι το οποίον δεν ημπορούν να «βαστάξουν» μόνον με αυτάς. Διότι, καθώς είναι φανερόν, τα πράγματα του Θεού δεν είναι δυνατόν να προσαρμοσθούν πλήρως εις τας δυνατότητας της ανθρώπινης σκέψεως. Ο Θεός δεν είναι δυνατόν να γνωρισθή από τον άνθρωπον κατά τον τρόπον κατά τον οποίον ο άνθρωπος επιθυμεί να γνωρίση τον Θεόν.
«Η σοφία», λέγει ο Σοφός Σολομών, είναι «ατμίς της του Θεού δυνάμεως και απόρροια της δόξης του Παντοκράτορος». Είναι «απαύγασμα αιωνίου φωτός και ολοκάθαρον κάτοπτρον της ενεργείας του Θεού και εικών της αγαθότητος αυτού» (Σοφ. Σολ. 7,25-26).
Σοφ Σολ. 7,25 ἀτμὶς γάρ ἐστι τῆς τοῦ Θεοῦ δυνάμεως καὶ ἀπόῤῥοια τῆς τοῦ Παντοκράτορος δόξης εἰλικρινής· διὰ τοῦτο οὐδὲν μεμιαμμένον εἰς αὐτὴν παρεμπίπτει.
Σοφ Σολ. 7,25 Διότι αυτή είναι πνοη, τρόπον τινά, του παντοδυνάμου Θεού, ολοκάθαρον απαύγασμα της δόξης του παντοκράτορας. Δια τούτο τίποτε το μολυσμένον δεν υπεισέρχεται εις αυτήν και δεν την μολύνει.
Σοφ Σολ. 7,26 ἀπαύγασμα γάρ ἐστι φωτὸς ἀϊδίου καὶ ἔσοπτρον ἀκηλίδωτον τῆς τοῦ Θεοῦ ἐνεργείας καὶ εἰκὼν τῆς ἀγαθότητος αὐτοῦ.
Σοφ Σολ. 7,26 Αυτή είναι το φωτεινόν απαύγασμα του θείου, αμεταβλήτου, αιωνίου φωτός· ολοκάθαρον κάτοπτρον της ενεργείας του Θεού, είκών και έκφρασις της αγαθότητας του Θεού.
Σοφ Σολ. 7,27 μία δὲ οὖσα πάντα δύναται καὶ μένουσα ἐν αὐτῇ τὰ πάντα καινίζει καὶ κατὰ γενεὰς εἰς ψυχὰς ὁσίας μεταβαίνουσα φίλους Θεοῦ καὶ προφήτας κατασκευάζει·
Σοφ Σολ. 7,27 Και ενώ είναι μία μόνον, δύναται να κάμη τα πάντα ως παντοδύναμος. Μένει καθ’ εαυτήν αναλλοίωτος και ανακαινίζει τα πάντα. Από γενεάς εις γενεάν μεταβαίνει και ενθρονίζεται εις ψυχάς οσίας. Παιδαγωγεί και μορφώνει φίλους Θεού και προφήτας.
Σοφ Σολ. 7,28 οὐθὲν γὰρ ἀγαπᾷ ὁ Θεὸς εἰ μὴ τὸν σοφίᾳ συνοικοῦντα.
Σοφ Σολ. 7,28 Κανένα άλλο λογικόν ον δεν αγαπά ο Θεός, ειμή μόνον εκείνο, το οποίον συγκατοικεί με την θείαν σοφίαν.
«Ποιος εγνώρισε την ιδικήν σου βουλήν, εάν δεν έδωσες εσύ σοφίαν και δεν έστειλες το Άγιόν σου Πνεύμα από τους ουρανούς;», ερωτά ο ίδιος (Σοφ. Σολ. 9,17).
Σοφ Σολ. 9,17 βουλὴν δέ σου τίς ἔγων, εἰ μὴ σὺ ἔδωκας σοφίαν καὶ ἔπεμψας τὸ ἅγιόν σου πνεῦμα ἀπὸ ὑψίστων;
Σοφ Σολ. 9,17 Ποιός εγνώρισε την ιδικήν σου βουλήν, ειμή μόνον εκείνος, στον οποίον συ έδωκες σοφίαν και έπεμψες το Αγιόν σου Πνεύμα από τους υψίστους ουρανούς;
Η ιστορία παρουσιάζει πολλά παραδείγματα ανθρώπων, οι οποίοι ηστόχησαν εις την αναζήτησιν του Θεού, επειδή εστηρίχθησαν εις τας ιδικάς των δυνάμεις και εις ανθρωπίνας δυνατότητας. Πολλοί φιλόσοφοι π. Χ. και διανοηταί προσεπάθησαν να γνωρίσουν τον Θεόν με την λογικήν των. Ήτο, λοιπόν, φυσικόν να αποτύχουν. Και άλλοι μεν κατέληξαν σε πλήρη άρνησιν του Θεού και διεκήρυξαν ότι ο Θεός δεν υπάρχει, άλλοι δε πάλιν είπον, ότι υπάρχει κάποια δύναμις, ένας Θεός απρόσωπος, ο οποίος όμως δεν έρχεται εις προσωπικήν σχέσιν με τον άνθρωπον.
Ο Θεός είναι η οδός και η αλήθεια και η ζωή (Ιωάννης 14,6).
Ιω. 14,6 λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή· οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν πατέρα εἰ μὴ δι᾿ ἐμοῦ.
Ιω. 14,6 Του λέγει ο Ιησούς· “εγώ είμαι ο ασφαλής δρόμος, που οδηγεί στον ουρανόν, εγώ είμαι η απόλυτος και καθαρά αλήθεια, που φωτίζει τον άνθρωπον δια την σωτηρίαν, εγώ είμαι η ζωή και ο χορηγός της αιωνίου ζωής δι’ όλους τους πιστούς. Κανείς δε δεν ημπορεί να έλθη προς τον Πατέρα, δια να απολαύση την αιώνιον ζωήν, παρά μόνον δια μέσου εμού.
Δεν ημπορεί, συνεπώς, να είναι μακράν, να είναι ον απρόσωπον, το οποίον δεν έρχεται εις σχέσιν με τον άνθρωπον και δεν ενδιαφέρεται δια τον κόσμον, όπως υποστηρίζουν μερικοί. «Θεός εγγίζων εγώ ειμί, λέγει Κύριος, και ουχί Θεός πόρρωθεν», εγώ είμαι ο Θεός ο οποίος ευρίσκομαι πλησίον σας, δεν είμαι ένας Θεός μακρυνός, λέγει ο Κύριος δια στόματος του προφήτου. «Δεν πληρώ τον ουρανόν και την γην»; προσθέτει (Ιερεμ. 23,23-24.
Ιερ. 23,23 Θεὸς ἐγγίζων ἐγώ εἰμι, λέγει Κύριος, καὶ οὐχὶ Θεὸς πόῤῥωθεν.
Ιερ. 23,23 Εγώ είμαι ο Θεός, που πλησιάζω τους ανθρώπους, στέκομαι κοντά των, λέγει ο Κυριος. Δεν είμαι Θεός, ο οποίος ευρίσκομαι μακράν και παρακολουθώ με αδιαφοριαν.
Ιερ. 23,24 εἰ κρυβήσεταί τις ἐν κρυφαίοις, καὶ ἐγὼ οὐκ ὄψομαι αὐτόν; μὴ οὐχὶ τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν ἐγὼ πληρῶ; λέγει Κύριος.
Ιερ. 23,24 Είναι, λοιπόν, δυνατόν να κρυφθή κανείς εις απόκρυφον μέρος και εγώ να μη τον ίδω; Μηπως εγώ με την άπειρον παρουσίαν μου δεν πληρώ τον ουρανόν και την γην; Λέγει ο Κυριος.
Παράβαλλε Δευτερονόμιο 4,7).
Δευτ. 4,7 ὅτι ποῖον ἔθνος μέγα, ᾧ ἐστιν αὐτῷ Θεὸς ἐγγίζων αὐτοῖς, ὡς Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν ἐν πᾶσιν, οἷς ἐὰν αὐτὸν ἐπικαλεσώμεθα;
Δευτ. 4,7 Διότι ποίον άλλο έθνος είναι τόσον μέγα, εφόσον πλησίον αυτού ευρίσκεται ο ίδιος ο Θεός και επικοινωνεί με αυτό, όπως Κυριος ο Θεός ημών, εις κάθε τι και δια κάθε τι, δια το οποίον θα τον επικαλεσθώμεν;
«Εγώ είμαι ο Θεός των πατέρων σας», λέγει εις τον Μωυσή, «ο Θεός του Αβραάμ, ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός του Ιακώβ» (Έξοδος 3,6.
Εξ. 3,6 καὶ εἶπεν· ἐγώ εἰμι ὁ Θεὸς τοῦ πατρός σου, Θεὸς Ἁβραὰμ καὶ Θεὸς Ἰσαὰκ καὶ Θεὸς Ἰακώβ. ἀπέστρεψε δὲ Μωυσῆς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ· εὐλαβεῖτο γὰρ κατεμβλέψαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Εξ. 3,6 Και προσέθεσεν εν συνεχεία· “εγώ είμαι ο Θεός του πατρός σου, ο Θεός του Αβραάμ, ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός του Ιακώβ”. Γεμάτος ιερόν δέος ο Μωϋσής εγύρισεν αλλού το πρόσωπον, διότι ένεκα φόβου και σεβασμού δεν ετόλμα να ρίψη τα βλέμματά του προς τον Θεόν, που ήτο ενώπιόν του.
Παράβαλλε Ματθαίος 22,32.
Ματθ. 22,32 ἐγώ εἰμι ὁ Θεὸς Ἀβραὰμ καὶ ὁ Θεὸς Ἰσαὰκ καὶ ὁ Θεὸς Ἰακώβ; οὐκ ἔστιν ὁ Θεὸς Θεὸς νεκρῶν, ἀλλὰ ζώντων.
Ματθ. 22,32 Εγώ είμαι ο Θεός του Αβραάμ και ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός του Ιακώβ; Δεν είναι ο Θεός, Θεός νεκρών, που έπαυσαν πλέον να υπάρχουν, αλλά Θεός ζωντανών, όπως είναι και οι πατριάρχαι, οι οποίοι, μολονότι απέθαναν, εξακολουθούν εν τούτοις να ζουν και θα ζουν αιωνίως”.(Και τα είπε αυτά, δια να καταδείξη την χονδροειδή άγνοιαν των Σαδδουκαίων και να καταδικάση την μωράν απιστίαν των).
Μάρκος 12,26).
Μαρκ. 12,26 περὶ δὲ τῶν νεκρῶν ὅτι ἐγείρονται, οὐκ ἀνέγνωτε ἐν τῇ βίβλῳ Μωϋσέως, ἐπὶ τοῦ βάτου πῶς εἶπεν αὐτῷ ὁ Θεὸς λέγων, ἐγὼ ὁ Θεὸς Ἀβραὰμ καὶ ὁ Θεὸς Ἰσαὰκ καὶ ὁ Θεὸς Ἰακώβ;
Μαρκ. 12,26 Ως προς δε τους νεκρούς, ότι δηλαδή θα αναστηθούν, δεν εδιαβάσατε στο βιβλίον του Μωϋσέως, εκεί όπου γίνεται λόγος δια την φλεγομένην βάτον, πως του είπεν ο Θεός; Εγώ είμαι ο Θεός του Αβραάμ και ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός του Ιακώβ;
Ο Θεός λοιπόν, ο σωτήρ του ανθρώπου, δεν ευρίσκεται μακράν του, είναι πλησίον του, μέσα του. Αποκαλύπτεται από το Πνεύμα του Θεού εις την καρδίαν του ανθρώπου (Ιωάννης 14,26.
Ιω. 14,26 ὁ δὲ παράκλητος, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν.
Ιω. 14,26 Αλλά ο Παράκλητος, το Αγιον Πνεύμα, το οποίον ο Πατήρ θα στείλη εν τω ονόματί μου (δια να επεκτείνη το έργον μου εις την οικουμένην και μεταδώση την σωτηρίαν εις τας ψυχάς των καλοπροαιρέτων) αυτός θα σας διδάξη όλα και θα σας υπενθυμίση όλα όσα σας είπα.
Α’ Ιωάννης 2,20· 27).
Α Ιω. 2,20 καὶ ὑμεῖς χρῖσμα ἔχετε ἀπὸ τοῦ ἁγίου, καὶ οἴδατε πάντα.
Α Ιω. 2,20 Αυτήν άλλως τε την γνώσιν και διάκρισιν την έχετε και σεις. Σεις έχετε πράγματι πάρει κατά την ώραν του βαπτίσματος σας πνευματικόν χρίσμα, από τον άγιον, τον Ιησούν Χριστόν. Και με τον φωτισμόν αυτόν του Πνεύματος γνωρίζετε όλα τα αναφερόμενα εις την σωτηρίαν (και ημπορείτε να διακρίνετε την πλάνην και την αίρεσιν).
Α Ιω. 2,27 καὶ ὑμεῖς, τὸ χρῖσμα ὃ ἐλάβατε ἀπ᾿ αὐτοῦ, ἐν ὑμῖν μένει, καὶ οὐ χρείαν ἔχετε ἵνα τις διδάσκῃ ὑμᾶς, ἀλλ᾿ ὡς τὸ αὐτὸ χρῖσμα διδάσκει ὑμᾶς περὶ πάντων, καὶ ἀληθές ἐστι καὶ οὐκ ἔστι ψεῦδος, καὶ καθὼς ἐδίδαξεν ὑμᾶς μενεῖτε ἐν αὐτῷ.
Α Ιω. 2,27 Και σεις έχετε το πνευματικόν χρίσμα, το Αγιον Πνεύμα με τας δωρεάς του που ελάβατε από τον Χριστόν και μένει μέσα σας. Και δι’ αυτό δεν έχετε ανάγκην να σας διδάξη κανένας άνθρωπος, αλλ’ όπως αυτό τούτο το πνευματικόν χρίσμα σας διδάσκει για όλα, και κάθε τι που διδάσκει είναι απολύτως αληθινό και δεν είναι ψευδές, και καθώς εξ αρχής σας έχει διδάξει, έτσι πρέπει να μένετε εν τω Χριστώ και να κρατήτε την αλήθειαν, που το Πνεύμα σας έχει αποκαλύψει.
Δια να γίνη αυτό, πρέπει ο άνθρωπος να παραδεχθή την αδυναμίαν του, να καθαρίση την καρδίαν του με ταπείνωσιν και μετάνοιαν και να ζητήση να του αποκαλυφθή ο Θεός. Αν δεν το πράξη, είναι καταδικασμένος να μείνη χωρίς τον ζωοδότην Θεόν, άθεος. Όλοι οι «άθεοι» δεν ανήκουν εις αυτήν την κατηγορίαν.
Μερικοί άνθρωποι, οι οποίοι ήσαν βυθισμένοι εις την αμαρτίαν και εις τα σαρκικά πάθη, ηρνήθησαν τον Θεόν, διότι η πίστις θα είχεν συνεπείας εις την καθημερινήν των συμπεριφοράν (Παροιμίες 28,5.
Παρ. 28,5 ἄνδρες κακοὶ οὐ νοήσουσι κρίμα, οἱ δὲ ζητοῦντες τὸν Κύριον συνήσουσιν ἐν παντί.
Παρ. 28,5 Οι κακοί άνθρωποι δεν ημπορούν να εννοήσουν και να εκφέρουν δίκαιον κρίσιν. Οσοι όμως επιζητούν και ευρίσκουν τον Κυριον, θα γίνουν σοφοί και θα κρίνουν ορθώς εις όλα τα ζητήματα.
Ψαλμοί 13,1).
Ψαλ. 13,1 Εἶπεν ἄφρων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ· οὐκ ἔστι Θεός. διεφθάρησαν καὶ ἐβδελύχθησαν ἐν ἐπιτηδεύμασιν, οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός.
Ψαλ. 13,1 Ο εσκοτισμένος από την αμαρτίαν μωρός και ασεβής άνθρωπος, είπεν από μέσα του, σύμφωνα με την επιθυμίαν της αμαρτωλής καρδίας του· “δεν υπάρχει Θεός”. Αυτός όμως και οι όμοιοί του διεφθάρησαν μέσα εις την αμαρτωλότητά των. Εγιναν μισητοί από τον Θεόν και από τους ευσεβείς ανθρώπους. Το κακόν διεδόθη τόσον πολύ, ώστε δεν υπάρχει κανείς, που να πράττη σήμερον το αγαθόν. Δεν υπάρχει ούτε ένας.
Αντιθέτως, όταν τον ηρνούντο η όταν εξελάμβανον αυτόν ως μακρυνόν, ως ον το οποίον δεν ενδιαφέρεται δια την ζωήν του ανθρώπου, τότε ημπορούσαν ησύχως να συνεχίσουν την άτακτον ζωήν των, χωρίς να υπάρχη κίνδυνος έλεγχου.
Ο Κύριος «ευρίσκεται από αυτούς οι οποίοι δεν εκπειράζουν αυτόν και αποκαλύπτεται εις όσους δεν απιστούν εις αυτόν», λέγει η Σοφία Σολομώντος. «Διότι οι διεστραμμένοι λογισμοί χωρίζουν από τον Θεόν και η εκπειραζομένη Παντοδυναμία απομακρύνει τους άφρονας. Η σοφία δεν θα εισέλθη εις πονηράν ψυχήν, ούτε θα κατοίκηση εις σώμα υποδουλωμένον εις την αμαρτίαν. Διότι το άγιον Πνεύμα της παιδαγωγίας αποφεύγει τον δόλον, ίσταται μακράν από πονηράς σκέψεις και απομακρύνεται όταν πλησιάζη αδικία» (Σοφ. Σολ. 1,2-5).
Σοφ Σολ. 1,2 ὅτι εὑρίσκεται τοῖς μὴ πειράζουσιν αὐτόν, ἐμφανίζεται δὲ τοῖς μὴ ἀπιστοῦσιν αὐτῷ.
Σοφ Σολ. 1,2 Διότι ο Κυριος ευρίσκεται εν μέσω των ανθρώπων, που δεν ανθίστανται στο θέλημά του. Εμφανίζεται εις εκείνους, οι οποίοι δεν απιστούν προς αυτόν.
Σοφ Σολ. 1,3 σκολιοὶ γὰρ λογισμοὶ χωρίζουσιν ἀπὸ Θεοῦ, δοκιμαζομένη τε ἡ δύναμις ἐλέγχει τοὺς ἄφρονας.
Σοφ Σολ. 1,3 Διότι τα διεστραμμένα φρονήματα και συναισθήματα της καρδίας χωρίζουν τους ανθρώπους από τον Θεόν. Και η καταφρονουμένη θεία του δύναμις τιμωρεί στον κατάλληλον καιρόν τους άφρονας καταφρονητάς της.
Σοφ Σολ. 1,4 ὅτι εἰς κακότεχνον ψυχὴν οὐκ εἰσελεύσεται σοφία, οὐδὲ κατοικήσει ἐν σώματι κατάχρεῳ ἁμαρτίας·
Σοφ Σολ. 1,4 Εις κακότροπον ψυχήν, που μηχανεύεται πάντοτε το πονηρόν, δεν θα εισέλθη η σοφία του Θεού και εις σώμα καταχρεωμένον με τας πολλάς αμαρτίας δεν θα κατοικήση η θεία σοφία.
Σοφ Σολ. 1,5 ἅγιον γὰρ πνεῦμα παιδείας φεύξεται δόλον καὶ ἀπαναστήσεται ἀπὸ λογισμῶν ἀσυνέτων καὶ ἐλεγχθήσεται ἐπελθούσης ἀδικίας.
Σοφ Σολ. 1,5 Διότι το Αγιον Πνεύμα, το οποίον παιδαγωγεί και μορφώνει τους ανθρώπους, αποφεύγει τας δολίας ψυχάς, φεύγει και ίσταται μακράν από ασυνέτους ανθρώπους, που σκέπτονται το πονηρόν και οι οποίοι θα τιμωρηθούν, όταν έλθη η ώρα να κριθούν αι αδικίαι των.
Η θεογνωσία, λοιπόν, απαιτεί καθαρότητα καρδίας και αγνότητα διαθέσεως. Ο πονηρός άνθρωπος, όπως, άλλωστε, και ο διάβολος, ο οποίος είναι η προσωποποίησις κάθε πονηρίας και κάθε πειρασμού, δεν ημπορεί ποτέ να φθάση εις την αληθινήν γνώσιν του Θεού, οσονδήποτε και εάν ερευνήση, έστω και εάν αποστηθίση ολόκληρον την Αγίαν Γραφήν.
Δια το θέμα αυτό είναι χαρακτηριστικός ο δεύτερος πειρασμός του Χριστού: Καθώς μας αναφέρει ο ευαγγελιστής, το πονηρόν πνεύμα φέρει τον Χριστόν εις το άκρον της στέγης του Ναού και του λέγει: «Εάν είσαι Υιός του Θεού, πέσε κάτω, διότι είναι γραμμένον ότι θα διάταξη τους αγγέλους να σε προσέχουν και να σε σηκώσουν εις τα χέρια, δια να μη σκοντάψη το πόδι σου εις πέτραν» (Ματθαίος 4,6.
Ματθ. 4,6 καὶ λέγει αὐτῷ· εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ, βάλε σεαυτόν κάτω· γέγραπται γὰρ ὅτι τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ ἐντελεῖται περὶ σοῦ, καὶ ἐπὶ χειρῶν ἀροῦσί σε, μήποτε προσκόψῃς πρὸς λίθον τὸν πόδα σου.
Ματθ. 4,6 Και λέγει προς αυτόν• “εάν είσαι Υιός του Θεού, ρίξε τον εαυτόν σου κάτω• διότι είναι γραμμένον, ότι ο Θεός θα δώση εντολήν στους αγγέλους προς χάριν σου και αυτοί θα σε σηκώσουν εις τα χέρια των αμέσως με προσοχήν, μήπως τυχόν και κτυπήση το πόδι σου προς κάποιον λίθον. (Τα δε πλήθη, που είναι συγκετρωμένα εις τας αυλάς του ναού, θα ίδουν το θαύμα και θα πιστεύσουν)”.
Ψαλμοί 90,11).
Ψαλ. 90,11 ὅτι τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ ἐντελεῖται περὶ σοῦ τοῦ διαφυλάξαι σε ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς σου·
Ψαλ. 90,11 Διότι ο Κυριος θα δώση εντολήν στους αγγέλους του δια σε να σε προφυλάξουν εις όλους τους δρόμους της ζωής σου.
Εδώ η διάθεσις του Σατανά δεν ήτο αγνή. Ο Σατανάς δεν εζήτει την προσωπικήν ένωσιν με τον Χριστόν, την πραγματικήν, δηλαδή θεογνωσίαν. Αντιθέτως ηθέλησε να παρασύρη τον Κύριον εις πράξιν, η οποία ήτο πονηρά, διότι δεν ήτο πράξις εμπιστοσύνης, αγάπης και υπακοής εις το θέλημα του Πατρός. Δεν ανεφέρετο εις το θείον σχέδιον, αλλά απετέλει έκφρασιν υποταγής εις το σχέδιον του Σατανά. Δι’ αυτόν τον λόγον και ο Κύριος απαντά: «Πάλιν είναι γραμμένον: Δεν πρέπει να πειράξης Κύριον τον Θεόν σου» (Ματθαίος 4,7.
Ματθ. 4,7 ἔφη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· πάλιν γέγραπται, οὐκ ἐκπειράσεις Κύριον τὸν Θεόν σου.
Ματθ. 4,7 Απάντησεν εις αυτόν ο Ιησούς• “είναι επίσης γραμμένον• Δεν θα εκθέσης τον εαυτόν σου εις κίνδυνον, δια να δικιμάσης τον Θεόν” (και να πεισθής τάχα με χειροπιαστά γεγονότα, ότι πράγματι σε αγαπά και σε προστατεύει).
Λουκάς 4,12.
Λουκ. 4,12 καὶ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς ὅτι εἴρηται, οὐκ ἐκπειράσεις Κύριον τὸν Θεόν σου.
Λουκ. 4,12 Απεκρίθη δε ο Ιησούς και του είπεν ότι “έχει λεχθή• δεν θα εκθέσης τον ευατόν σου εις κίνδυνον, δια να δοκιμάσης Κυριον τον Θεόν σου, αν θα σε προφυλάξη”.
Δευτερ. 6,16.
Δευτ. 6,16 οὐκ ἐκπειράσεις Κύριον τὸν Θεόν σου, ὃν τρόπον ἐξεπειράσατε ἐν τῷ Πειρασμῷ.
Δευτ. 6,16 Δεν θα θέσης εις πειρασμόν και δοκιμασίαν τον Κυριον, όπως ασεβώς φερόμενος επίκρανες τον Κυριον με τους γογγυσμούς σου στον τόπον εκείνον, ο οποίος ωνομάσθη δια τούτο “Πειρασμός”.
Παράβαλλε Α’ Κορινθίους 10,9.
Α Κορ. 10,9 μηδὲ ἐκπειράζωμεν τὸν Χριστόν, καθὼς καί τινες αὐτῶν ἐπείρασαν καὶ ὑπὸ τῶν ὄφεων ἀπώλοντο.
Α Κορ. 10,9 Ούτε να ζητούμεν να δοκιμάσωμεν, εάν ο Χριστός θα μας φυλάξη από τους κινδύνους της αμαρτίας και της ειδωλολατρείας, όπως και μερικοί από εκείνους επείραξαν τότε τον Θεόν και δια την παράβασίν των αυτήν απέθαναν δαγκωμένοι από τα δηλητηριώδη φίδια.
Αριθμ. 21,5-6).
Αρ. 21,5 καὶ κατελάλει ὁ λαὸς πρὸς τὸν Θεὸν καὶ κατὰ Μωυσῆ λέγοντες· ἱνατί τοῦτο; ἐξήγαγες ἡμᾶς ἐξ Αἰγύπτου, ἀποκτεῖναι ἐν τῇ ἐρήμῳ; ὅτι οὐκ ἔστιν ἄρτος οὐδὲ ὕδωρ, ἡ δὲ ψυχὴ ἡμῶν προσώχθισεν ἐν τῷ ἄρτῳ τῷ διακένῳ τούτῳ.
Αρ. 21,5 εγόγγυζον και κατεφέροντο πάλιν εναντίον του Θεού και του Μωυσέως λέγοντες· τι είναι αυτό που επάθαμεν; Μας έβγαλες από την Αίγυπτον, δια να μας θανατώσης εις την έρημον; Διότι εδώ δεν υπάρχει, ούτε ψωμί ούτε νερό. Η ψυχή μας εβαρύνθη πλέον και αηδίασε τον άνοστον και κούφιον αυτόν άρτον, το μάννα”.
Αρ. 21,6 καὶ ἀπέστειλε Κύριος εἰς τὸν λαὸν τοὺς ὄφεις τοὺς θανατοῦντας, καὶ ἔδακνον τὸν λαόν, καὶ ἀπέθανε λαὸς πολὺς τῶν υἱῶν Ἰσραήλ.
Αρ. 21,6 Ηγανάκτησεν ο Κυριος εναντίον του αχαρίστου αυτού λαού και έστειλε δηλητηριώδεις θανατηφόρους όφεις, οι οποίοι εδάγκωναν τους Ισραηλίτας, ώστε πολλοί από αυτούς απέθανον.
Όποιος, λοιπόν, δεν εκκινεί από αγνήν διάθεσιν, ποτέ δεν θα φθάση εις την θεότητα του Κυρίου και δεν θα δυνηθή να ενωθή με Αυτόν, οσονδήποτε και εάν ερευνήση, οσονδήποτε και εάν μελετήση την Αγίαν Γραφήν.
«Εδίψησεν η ψυχή μου προς τον Θεόν τον ζώντα· πότε ήξω και οφθήσομαι τω προσώπω του Θεού;»· εδίψασεν η ψυχή μου δια τον Θεόν τον ζώντα, πότε θα έλθω και θα ίδω το πρόσωπον του Θεού; (Ψαλμοί 41,3).
Ψαλ. 41,3 ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου πρὸς τὸν Θεὸν τὸν ζῶντα· πότε ἥξω καὶ ὀφθήσομαι τῷ προσώπῳ τοῦ Θεοῦ;
Ψαλ. 41,3 Μεγάλην δίψαν ησθάνθη και αισθάνεται η ψυχή μου δια σε τον αιωνίως ζώντα, τον πραγματικόν Θεόν. Ποτε λοιπόν θα αξιωθώ της χαράς να έλθω και να ίδω τον ναόν, τον ιερόν τόπον της παρουσίας σου, του Θεού μου;
Εκείνος ο οποίος θα ποθήση με την ψυχήν του τον Θεόν και θα τρέξη ως διψασμένη έλαφος εις τας πηγάς των υδάτων (Ψαλμοί 41, 2),
Ψαλ. 41,2 Ὅν τρόπον ἐπιποθεῖ ἡ ἔλαφος ἐπὶ τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων, οὕτως ἐπιποθεῖ ἡ ψυχή μου πρός σέ, ὁ Θεός.
Ψαλ. 41,2 Οπως η διψασμένη έλαφος ποθεί πολύ και τρέχει εις τας πηγάς των καθαρών υδάτων, έτσι και η ψυχή μου ποθεί σέ, ω Θεέ μου.
δηλαδή εις τον Χριστόν (Ιωάννης 4,10. 14.
Ιω. 4,10 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ· εἰ ᾔδεις τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ, καὶ τίς ἐστιν ὁ λέγων σοι, δός μοι πιεῖν, σὺ ἂν ᾔτησας αὐτόν, καὶ ἔδωκεν ἄν σοι ὕδωρ ζῶν.
Ιω. 4,10 Απήντησεν ο Ιησούς και της είπε· “εάν εγνώριζες την δωρεάν, την οποίαν ο Θεός δίδει στους ανθρώπους, και ποιός είναι αυτός που σου λέγει, δος μου να πιώ, συ θα εζητούσες από αυτόν και θα σου έδιδε πηγαίο νερό, που δεν στειρεύει ποτέ (τας ανεκτιμήτους δωρεάς του Αγίου Πνεύματος, που καθαρίζουν, δροσίζουν και ζωογονούν την ψυχήν και την κάμνουν να ανθίζη και να καρποφορή τον πλούτον των αρετών και των καλών έργων, τους πολυτίμους και ευαρέστους στον Θεόν πνευματικούς καρπούς)”.
Ιω. 4,14 ὃς δι᾿ ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ὃ δώσω αὐτῷ, γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον.
Ιω. 4,14 Εκείνος όμως που θα πιή από το νερό, το οποίον εγώ θα του δώσω, δεν θα διψάση ποτέ, αλλά το νερό, που εγώ θα του δώσω, θα μεταβληθή μέσα του εις αστείρευτον πηγήν πνευματικού ύδατος, που θα αναβλύζη πάντοτε και θα του χαρίζη αιωνίαν ζωήν”.
7,37),
Ιω. 7,37 Ἐν δὲ τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἱστήκει ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκραξε λέγων· ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω.
Ιω. 7,37 Κατά την τελευταίαν δε μεγάλην ημέραν της εορτής εστάθη ο Ιησούς και με ισχυράν φωνήν είπεν• “εάν κανείς διψά πνευματικά και αιώνια αγαθά, λύτρωσιν, ειρήνην και χαράν, ας έλθη κοντά μου και ας πίνη την αλήθειαν που προσφέρω, δια να ικανοποιηθούν έτσι οι πλέον βαθείς και ευγενείς πόθοι του.
αυτός θα λάβη το «ύδωρ το ζων» (Ιωάννης 4,10).
Ιω. 4,10 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ· εἰ ᾔδεις τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ, καὶ τίς ἐστιν ὁ λέγων σοι, δός μοι πιεῖν, σὺ ἂν ᾔτησας αὐτόν, καὶ ἔδωκεν ἄν σοι ὕδωρ ζῶν.
Ιω. 4,10 Απήντησεν ο Ιησούς και της είπε• “εάν εγνώριζες την δωρεάν, την οποίαν ο Θεός δίδει στους ανθρώπους, και ποιός είναι αυτός που σου λέγει, δος μου να πιώ, συ θα εζητούσες από αυτόν και θα σου έδιδε πηγαίο νερό, που δεν στειρεύει ποτέ (τας ανεκτιμήτους δωρεάς του Αγίου Πνεύματος, που καθαρίζουν, δροσίζουν και ζωογονούν την ψυχήν και την κάμνουν να ανθίζη και να καρποφορή τον πλούτον των αρετών και των καλών έργων, τους πολυτίμους και ευαρέστους στον Θεόν πνευματικούς καρπούς)”.
Εκείνος, ο οποίος μόνος του θα προσπαθήση να σβύση την δίψαν του, δεν θα το επιτυχή ποτέ. «Εγώ τω διψώντι δώσω εκ της πηγής του ύδατος της ζωής δωρεάν» (Αποκ. 21,6).
Αποκ. 21,6 καὶ εἶπέ μοι· γέγονεν. ἐγὼ τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος. ἐγὼ τῷ διψῶντι δώσω ἐκ τῆς πηγῆς τοῦ ὕδατος τῆς ζωῆς δωρεάν.
Αποκ. 21,6 Και μου είπε· “έχουν γίνει όλα νέα, όπως υπεσχέθην και διέταξα. Εγώ είμαι το Α και το Ω, η αρχή και το τέλος, που κλείω στον ευατόν μου όλην την δημιουργίαν, την αιτίαν και τον σκοπόν της. Εγώ, εις εκείνον που διψά την δικαιοσύνην, την ειρήνη, την αιωνίαν ζωήν, θα του δώσω δωρεάν από την πηγήν του ύδατος της αιωνίου ζωής.
«Ο διψών ερχέσθω, και ο θέλων λαβέτω ύδωρ ζωής δωρεάν» (Αποκ. 22,17.
Αποκ. 22,17 Καὶ τὸ Πνεῦμα καὶ ἡ νύμφη λέγουσιν· ἔρχου. καὶ ὁ ἀκούων εἰπάτω· ἔρχου. καὶ ὁ διψῶν ἐρχέσθω, καὶ ὁ θέλων λαβέτω ὕδωρ ζωῆς δωρεάν.
Αποκ. 22,17 Και το Πνεύμα το Αγιον και η νύμφη- Εκκλησία λέγουν· “έλα, Νυμφίε έλα”. Και καθένας, που ακούει τας προφητείας αυτάς, ας είπη• “έλα, Νυμφίε, έλα”. Και καθένας που διψά τον Νυμφίον Χριστόν και την αιωνίαν μακαριότητα ας έλθη· και όποιος θέλει, ας πάρη δωρεάν το ύδωρ της ζωής
Παράβαλλε Ησαΐας 55,1).
Ησ. 55,1 Οἱ διψῶντες, πορεύεσθε ἐφ᾿ ὕδωρ, καὶ ὅσοι μὴ ἔχετε ἀργύριον, βαδίσαντες ἀγοράσατε, καὶ φάγετε καὶ πίεσθε ἄνευ ἀργυρίου καὶ τιμῆς οἶνον καὶ στέαρ.
Ησ. 55,1 Σεις των οποίων η ψυχή διψά, πηγαίνετε στο πνευματικόν ύδωρ, που τρέχει εις την νέαν Ιερουσαλήμ· και όσοι δεν έχετε χρήματα να αγοράσετε, πηγαίνετε με θάρρος. Εκεί θα προμηθευθήτε χωρίς χρήμα, χωρίς να καταβάλλετε αντίτιμον τι, κρέατα και οίνον. Θα φάγετε και θα πίετε δωρεάν. Απόστολος Ιάκωβος κάμνει βασικήν διάκρισιν μεταξύ της σοφίας της «άνωθεν κατερχόμενης» και της «σοφίας», η οποία χαρακτηρίζεται ως «επίγειος, κοσμική, δαιμονική» (Ιάκωβος 3,15).
Ιακ. 3,15 οὐκ ἔστιν αὕτη ἡ σοφία ἄνωθεν κατερχομένη, ἀλλ᾿ ἐπίγειος, ψυχική, δαιμονιώδης.
Ιακ. 3,15 Αυτή η ανόητος υψηλοφροσύνη, ότι είσθε σοφοί, δεν είναι η θεία σοφία, που κατεβαίνει από τον ουρανόν• αλλ’ είναι σοφία επίγειος, σαρκική και εμπαθής, δαιμονική.
Η δευτέρα «σοφία» είναι εκείνη η οποία αποδεσμεύεται τελείως από τον Θεόν. Εκείνη η οποία δεν καταλήγει εις την δόξαν του Θεού αλλά εις την δόξαν του ανθρώπου χωρίς Θεόν. Δι’ αυτό και χαρακτηρίζεται ως «δαιμονιώδης» (παράβαλλε και Γένεση 3,4 και εξής).
Γεν. 3,4 καὶ εἶπεν ὁ ὄφις τῇ γυναικί· οὐ θανάτῳ ἀποθανεῖσθε·
Γεν. 3,4 Εἶπε δὲ τότε ὁ ὄφις πρὸς τὴν γυναῖκα· “δὲν θὰ ἀποθάνετε· κάθε ἄλλο.
Γεν. 3,5 ᾔδει γὰρ ὁ Θεός, ὅτι ᾗ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, διανοιχθήσονται ὑμῶν οἱ ὀφθαλμοὶ καὶ ἔσεσθε ὡς θεοί, γινώσκοντες καλὸν καὶ πονηρόν.
Γεν. 3,5 Σᾶς ἀπηγόρευσεν ὁ Θεός νὰ φάγετε ἀπό τὸ δένδρον αὐτό, διότι ἐγνώριζεν ὅτι κατά τὴν ἡμέραν, κατά τὴν ὁποίαν θὰ φάγετε, θὰ ἀνοιχθοῦν τὰ μάτια σας καὶ θὰ εἶσθε καὶ σεῖς σὰν θεοί, ὅμοιοι μὲ αὐτόν, γνωρίζοντες καλόν καὶ πονηρόν”.
Γεν. 3,6 καὶ εἶδεν ἡ γυνή, ὅτι καλὸν τὸ ξύλον εἰς βρῶσιν καὶ ὅτι ἀρεστὸν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἰδεῖν καὶ ὡραῖόν ἐστι τοῦ κατανοῆσαι, καὶ λαβοῦσα ἀπὸ τοῦ καρποῦ αὐτοῦ ἔφαγε· καὶ ἔδωκε καὶ τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς μετ᾿ αὐτῆς, καὶ ἔφαγον.
Γεν. 3,6 Τότε ἡ Εὔα παρετήρησε προσεκτικότερα τὸ ἀπηγορευμένον δένδρον, εἶδε τὸν καρπόν του ὡραῖον εἰς τὴν ὄψιν καὶ ἐσκέφθη ὅτι εὐχάριστον θὰ ἦτο νὰ δοκιμάσῃ αὐτόν. Καὶ λοιπόν ἔλαβεν ἀπό τὸν καρπόν τοῦ δένδρου αὐτοῦ, ἔφαγεν αὐτή, καὶ ἔδωσε καὶ στὸν ἄνδρα της, καὶ ἔτσι ἔφαγον καὶ οἱ δύο.
Γεν. 3,7 καὶ διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοὶ τῶν δύο, καὶ ἔγνωσαν ὅτι γυμνοὶ ἦσαν, καὶ ἔῤῥαψαν φύλλα συκῆς καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς περιζώματα.
Γεν. 3,7 Καὶ ἤνοιξαν τὰ μάτια τῶν δύο πρωτοπλάστων, ἐκατάλαβαν ὅτι ἦσαν γυμνοί σωματικῶς καὶ ψυχικῶς, ἐντράπηκαν τὴν γυμνότητά των καὶ ἔκοψαν φύλλα συκῆς, τὰ ἔρραψαν προχείρως καὶ μὲ αὐτά σὰν ποδιές ἐκάλυψαν τὴν γυμνότητά των.
Το δεύτερον είδος της «σοφίας» δεν οφείλεται εις την προσπάθειαν του ανθρώπου και δι’ αυτό διατηρείται κρυμμένη από τους «σοφούς και συνετούς» αυτού του κόσμου. Αποκαλύπτεται μόνον εις τα «νήπια» (Ματθαίος 11,25.
Ματθ. 11,25 Ἐν ἐκείνῳ τῷ καιρῷ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· ἐξομολογοῦμαί σοι, πάτερ, κύριε τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, ὅτι ἀπέκρυψας ταῦτα ἀπὸ σοφῶν καὶ συνετῶν, καὶ ἀπεκάλυψας αὐτὰ νηπίοις·
Ματθ. 11,25 Τοτε, έστρεψε τον λόγον του ο Ιησούς προς τον ουρανόν και είπε· “Σ’ ευχαριστώ και σε δοξάζω, Πατερ, που είσαι κύριος και εξουσιαστής του ουρανού και της γης, διότι απέκρυψες αυτάς τας υψίστας αληθείας από εκείνους, που νομίζουν τον εαυτόν των σοφόν και συνέτον, και εφανέρωσες αυτάς εις ανθρώπους απλοϊκούς, ως νήπια, εις αφελείς και ταπεινούς, που είχαν όμως την αγαθήν διάθεσιν να τας δεχθούν.
Λουκάς 10,21),
Λουκ. 10,21 Ἐν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἠγαλλιάσατο τῷ πνεύματι ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν· ἐξομολογοῦμαί σοι, πάτερ, κύριε τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, ὅτι ἀπέκρυψας ταῦτα ἀπὸ σοφῶν καὶ συνετῶν, καὶ ἀπεκάλυψας αὐτὰ νηπίοις· ναί, ὁ πατήρ, ὅτι οὕτως ἐγένετο εὐδοκία ἔμπροσθέν σου.
Λουκ. 10,21 Αυτήν δε την ώραν ησθάνθη ο Ιησούς βαθυτάτην και ζωηροτάτην χαράν εις την ψυχήν και την καρδίαν του και είπε• “Σε ευχαριστώ και σε δοξολογώ, Πατερ, Κυριε του ουρανού και της γης, διότι με δικαιοσύνην και αγαθότητα ενεργών, έκρυψες τας υψηλάς αυτάς αληθείας της πίστεως από εκείνους που θεωρούνται σοφοί και συνετοί, και εφανέρωσες αυτάς εις απλοϊκούς και αφελείς ανθρώπους τους μαθητάς μου, που φαίνονται σαν νήπια εμπρός στους σοφούς του κόσμου. Ναι Πατερ, διότι αυτή ήτο η αγαθή και δικαίας θέλησίς σου”.
εις τα «μωρά του κόσμου», τα «αγενή» και τα «εξουθενημένα», ώστε «κανείς άνθρωπος να μην ημπορή να καυχηθή ενώπιον του Θεού» (Α’ Κορινθίους 1,27-29).
Α Κορ. 1,27 ἀλλὰ τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἵνα τοὺς σοφοὺς καταισχύνῃ, καὶ τὰ ἀσθενῆ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἵνα καταισχύνῃ τὰ ἰσχυρά,
Α Κορ. 1,27 αλλά τουναντίον ο Θεός εδιάλεξε, δια την καλήν των διάθεσιν, τους απλοϊκούς αυτούς, τους οποίους ο κόσμος θεωρεί μωρούς, δια να καταντροπιάση έτσι τους σοφούς. Και εδιάλεξε τους αδυνάτους κατά κόσμον, δια να καταντροπιάση εκείνους που έχουν ισχύν και επιρροήν.
Α Κορ. 1,28 καὶ τὰ ἀγενῆ τοῦ κόσμου καὶ τὰ ἐξουθενημένα ἐξελέξατο ὁ Θεός, καὶ τὰ μὴ ὄντα, ἵνα τὰ ὄντα καταργήσῃ,
Α Κορ. 1,28 Και εδιάλεξεν ακόμη ο Θεός εκείνους, που έχουν άσημον κατά κόσμον την καταγωγήν, και τους περιφρονημένους εκ μέρους των ανθρώπων του κόσμου· και εκείνους που οι σοφοί και ισχυροί τους αντιπαρέρχονται με περιφρόνησιν, σαν να μη υπάρχουν καν. Τους εδιάλεξεν ο Θεός, δια να καταλύση και να αποδείξη χωρίς καμμίαν αξίαν εκείνους, τους οποίους ο κόσμος θεωρεί μεγάλους και ισχυρούς.
Α Κορ. 1,29 ὅπως μὴ καυχήσηται πᾶσα σάρξ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Α Κορ. 1,29 Και τούτο, δια να μη ημπορή να καυχηθή ενώπιον του Θεού κανείς απολύτως (ούτε οι κατά κόσμον σοφοί, διότι η σοφία των αποδεικνύεται μωρία ούτε οι πιστοί στον Χριστόν, διότι η σωτηρία των οφείλεται στον Θεόν και όχι εις αυτούς).
Όσα αναφέραμεν, μας βοηθούν να εξηγήσωμεν διατί πολλοί άνθρωποι συναντούν δυσκολίαν να παραδεχθούν τα δόγματα της Εκκλησίας μας. Τούτο συμβαίνει, διότι στηρίζονται αποκλειστικώς και μόνον εις τας ιδικάς των δυνάμεις και αναζητούν κάτι το οποίον δεν ημπορούν να «βαστάξουν» μόνον με αυτάς. Διότι, καθώς είναι φανερόν, τα πράγματα του Θεού δεν είναι δυνατόν να προσαρμοσθούν πλήρως εις τας δυνατότητας της ανθρώπινης σκέψεως. Ο Θεός δεν είναι δυνατόν να γνωρισθή από τον άνθρωπον κατά τον τρόπον κατά τον οποίον ο άνθρωπος επιθυμεί να γνωρίση τον Θεόν.
«Η σοφία», λέγει ο Σοφός Σολομών, είναι «ατμίς της του Θεού δυνάμεως και απόρροια της δόξης του Παντοκράτορος». Είναι «απαύγασμα αιωνίου φωτός και ολοκάθαρον κάτοπτρον της ενεργείας του Θεού και εικών της αγαθότητος αυτού» (Σοφ. Σολ. 7,25-26).
Σοφ Σολ. 7,25 ἀτμὶς γάρ ἐστι τῆς τοῦ Θεοῦ δυνάμεως καὶ ἀπόῤῥοια τῆς τοῦ Παντοκράτορος δόξης εἰλικρινής· διὰ τοῦτο οὐδὲν μεμιαμμένον εἰς αὐτὴν παρεμπίπτει.
Σοφ Σολ. 7,25 Διότι αυτή είναι πνοη, τρόπον τινά, του παντοδυνάμου Θεού, ολοκάθαρον απαύγασμα της δόξης του παντοκράτορας. Δια τούτο τίποτε το μολυσμένον δεν υπεισέρχεται εις αυτήν και δεν την μολύνει.
Σοφ Σολ. 7,26 ἀπαύγασμα γάρ ἐστι φωτὸς ἀϊδίου καὶ ἔσοπτρον ἀκηλίδωτον τῆς τοῦ Θεοῦ ἐνεργείας καὶ εἰκὼν τῆς ἀγαθότητος αὐτοῦ.
Σοφ Σολ. 7,26 Αυτή είναι το φωτεινόν απαύγασμα του θείου, αμεταβλήτου, αιωνίου φωτός· ολοκάθαρον κάτοπτρον της ενεργείας του Θεού, είκών και έκφρασις της αγαθότητας του Θεού.
Σοφ Σολ. 7,27 μία δὲ οὖσα πάντα δύναται καὶ μένουσα ἐν αὐτῇ τὰ πάντα καινίζει καὶ κατὰ γενεὰς εἰς ψυχὰς ὁσίας μεταβαίνουσα φίλους Θεοῦ καὶ προφήτας κατασκευάζει·
Σοφ Σολ. 7,27 Και ενώ είναι μία μόνον, δύναται να κάμη τα πάντα ως παντοδύναμος. Μένει καθ’ εαυτήν αναλλοίωτος και ανακαινίζει τα πάντα. Από γενεάς εις γενεάν μεταβαίνει και ενθρονίζεται εις ψυχάς οσίας. Παιδαγωγεί και μορφώνει φίλους Θεού και προφήτας.
Σοφ Σολ. 7,28 οὐθὲν γὰρ ἀγαπᾷ ὁ Θεὸς εἰ μὴ τὸν σοφίᾳ συνοικοῦντα.
Σοφ Σολ. 7,28 Κανένα άλλο λογικόν ον δεν αγαπά ο Θεός, ειμή μόνον εκείνο, το οποίον συγκατοικεί με την θείαν σοφίαν.
«Ποιος εγνώρισε την ιδικήν σου βουλήν, εάν δεν έδωσες εσύ σοφίαν και δεν έστειλες το Άγιόν σου Πνεύμα από τους ουρανούς;», ερωτά ο ίδιος (Σοφ. Σολ. 9,17).
Σοφ Σολ. 9,17 βουλὴν δέ σου τίς ἔγων, εἰ μὴ σὺ ἔδωκας σοφίαν καὶ ἔπεμψας τὸ ἅγιόν σου πνεῦμα ἀπὸ ὑψίστων;
Σοφ Σολ. 9,17 Ποιός εγνώρισε την ιδικήν σου βουλήν, ειμή μόνον εκείνος, στον οποίον συ έδωκες σοφίαν και έπεμψες το Αγιόν σου Πνεύμα από τους υψίστους ουρανούς;
Η ιστορία παρουσιάζει πολλά παραδείγματα ανθρώπων, οι οποίοι ηστόχησαν εις την αναζήτησιν του Θεού, επειδή εστηρίχθησαν εις τας ιδικάς των δυνάμεις και εις ανθρωπίνας δυνατότητας. Πολλοί φιλόσοφοι π. Χ. και διανοηταί προσεπάθησαν να γνωρίσουν τον Θεόν με την λογικήν των. Ήτο, λοιπόν, φυσικόν να αποτύχουν. Και άλλοι μεν κατέληξαν σε πλήρη άρνησιν του Θεού και διεκήρυξαν ότι ο Θεός δεν υπάρχει, άλλοι δε πάλιν είπον, ότι υπάρχει κάποια δύναμις, ένας Θεός απρόσωπος, ο οποίος όμως δεν έρχεται εις προσωπικήν σχέσιν με τον άνθρωπον.
Ο Θεός είναι η οδός και η αλήθεια και η ζωή (Ιωάννης 14,6).
Ιω. 14,6 λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή· οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν πατέρα εἰ μὴ δι᾿ ἐμοῦ.
Ιω. 14,6 Του λέγει ο Ιησούς· “εγώ είμαι ο ασφαλής δρόμος, που οδηγεί στον ουρανόν, εγώ είμαι η απόλυτος και καθαρά αλήθεια, που φωτίζει τον άνθρωπον δια την σωτηρίαν, εγώ είμαι η ζωή και ο χορηγός της αιωνίου ζωής δι’ όλους τους πιστούς. Κανείς δε δεν ημπορεί να έλθη προς τον Πατέρα, δια να απολαύση την αιώνιον ζωήν, παρά μόνον δια μέσου εμού.
Δεν ημπορεί, συνεπώς, να είναι μακράν, να είναι ον απρόσωπον, το οποίον δεν έρχεται εις σχέσιν με τον άνθρωπον και δεν ενδιαφέρεται δια τον κόσμον, όπως υποστηρίζουν μερικοί. «Θεός εγγίζων εγώ ειμί, λέγει Κύριος, και ουχί Θεός πόρρωθεν», εγώ είμαι ο Θεός ο οποίος ευρίσκομαι πλησίον σας, δεν είμαι ένας Θεός μακρυνός, λέγει ο Κύριος δια στόματος του προφήτου. «Δεν πληρώ τον ουρανόν και την γην»; προσθέτει (Ιερεμ. 23,23-24.
Ιερ. 23,23 Θεὸς ἐγγίζων ἐγώ εἰμι, λέγει Κύριος, καὶ οὐχὶ Θεὸς πόῤῥωθεν.
Ιερ. 23,23 Εγώ είμαι ο Θεός, που πλησιάζω τους ανθρώπους, στέκομαι κοντά των, λέγει ο Κυριος. Δεν είμαι Θεός, ο οποίος ευρίσκομαι μακράν και παρακολουθώ με αδιαφοριαν.
Ιερ. 23,24 εἰ κρυβήσεταί τις ἐν κρυφαίοις, καὶ ἐγὼ οὐκ ὄψομαι αὐτόν; μὴ οὐχὶ τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν ἐγὼ πληρῶ; λέγει Κύριος.
Ιερ. 23,24 Είναι, λοιπόν, δυνατόν να κρυφθή κανείς εις απόκρυφον μέρος και εγώ να μη τον ίδω; Μηπως εγώ με την άπειρον παρουσίαν μου δεν πληρώ τον ουρανόν και την γην; Λέγει ο Κυριος.
Παράβαλλε Δευτερονόμιο 4,7).
Δευτ. 4,7 ὅτι ποῖον ἔθνος μέγα, ᾧ ἐστιν αὐτῷ Θεὸς ἐγγίζων αὐτοῖς, ὡς Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν ἐν πᾶσιν, οἷς ἐὰν αὐτὸν ἐπικαλεσώμεθα;
Δευτ. 4,7 Διότι ποίον άλλο έθνος είναι τόσον μέγα, εφόσον πλησίον αυτού ευρίσκεται ο ίδιος ο Θεός και επικοινωνεί με αυτό, όπως Κυριος ο Θεός ημών, εις κάθε τι και δια κάθε τι, δια το οποίον θα τον επικαλεσθώμεν;
«Εγώ είμαι ο Θεός των πατέρων σας», λέγει εις τον Μωυσή, «ο Θεός του Αβραάμ, ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός του Ιακώβ» (Έξοδος 3,6.
Εξ. 3,6 καὶ εἶπεν· ἐγώ εἰμι ὁ Θεὸς τοῦ πατρός σου, Θεὸς Ἁβραὰμ καὶ Θεὸς Ἰσαὰκ καὶ Θεὸς Ἰακώβ. ἀπέστρεψε δὲ Μωυσῆς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ· εὐλαβεῖτο γὰρ κατεμβλέψαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Εξ. 3,6 Και προσέθεσεν εν συνεχεία· “εγώ είμαι ο Θεός του πατρός σου, ο Θεός του Αβραάμ, ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός του Ιακώβ”. Γεμάτος ιερόν δέος ο Μωϋσής εγύρισεν αλλού το πρόσωπον, διότι ένεκα φόβου και σεβασμού δεν ετόλμα να ρίψη τα βλέμματά του προς τον Θεόν, που ήτο ενώπιόν του.
Παράβαλλε Ματθαίος 22,32.
Ματθ. 22,32 ἐγώ εἰμι ὁ Θεὸς Ἀβραὰμ καὶ ὁ Θεὸς Ἰσαὰκ καὶ ὁ Θεὸς Ἰακώβ; οὐκ ἔστιν ὁ Θεὸς Θεὸς νεκρῶν, ἀλλὰ ζώντων.
Ματθ. 22,32 Εγώ είμαι ο Θεός του Αβραάμ και ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός του Ιακώβ; Δεν είναι ο Θεός, Θεός νεκρών, που έπαυσαν πλέον να υπάρχουν, αλλά Θεός ζωντανών, όπως είναι και οι πατριάρχαι, οι οποίοι, μολονότι απέθαναν, εξακολουθούν εν τούτοις να ζουν και θα ζουν αιωνίως”.(Και τα είπε αυτά, δια να καταδείξη την χονδροειδή άγνοιαν των Σαδδουκαίων και να καταδικάση την μωράν απιστίαν των).
Μάρκος 12,26).
Μαρκ. 12,26 περὶ δὲ τῶν νεκρῶν ὅτι ἐγείρονται, οὐκ ἀνέγνωτε ἐν τῇ βίβλῳ Μωϋσέως, ἐπὶ τοῦ βάτου πῶς εἶπεν αὐτῷ ὁ Θεὸς λέγων, ἐγὼ ὁ Θεὸς Ἀβραὰμ καὶ ὁ Θεὸς Ἰσαὰκ καὶ ὁ Θεὸς Ἰακώβ;
Μαρκ. 12,26 Ως προς δε τους νεκρούς, ότι δηλαδή θα αναστηθούν, δεν εδιαβάσατε στο βιβλίον του Μωϋσέως, εκεί όπου γίνεται λόγος δια την φλεγομένην βάτον, πως του είπεν ο Θεός; Εγώ είμαι ο Θεός του Αβραάμ και ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός του Ιακώβ;
Ο Θεός λοιπόν, ο σωτήρ του ανθρώπου, δεν ευρίσκεται μακράν του, είναι πλησίον του, μέσα του. Αποκαλύπτεται από το Πνεύμα του Θεού εις την καρδίαν του ανθρώπου (Ιωάννης 14,26.
Ιω. 14,26 ὁ δὲ παράκλητος, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν.
Ιω. 14,26 Αλλά ο Παράκλητος, το Αγιον Πνεύμα, το οποίον ο Πατήρ θα στείλη εν τω ονόματί μου (δια να επεκτείνη το έργον μου εις την οικουμένην και μεταδώση την σωτηρίαν εις τας ψυχάς των καλοπροαιρέτων) αυτός θα σας διδάξη όλα και θα σας υπενθυμίση όλα όσα σας είπα.
Α’ Ιωάννης 2,20· 27).
Α Ιω. 2,20 καὶ ὑμεῖς χρῖσμα ἔχετε ἀπὸ τοῦ ἁγίου, καὶ οἴδατε πάντα.
Α Ιω. 2,20 Αυτήν άλλως τε την γνώσιν και διάκρισιν την έχετε και σεις. Σεις έχετε πράγματι πάρει κατά την ώραν του βαπτίσματος σας πνευματικόν χρίσμα, από τον άγιον, τον Ιησούν Χριστόν. Και με τον φωτισμόν αυτόν του Πνεύματος γνωρίζετε όλα τα αναφερόμενα εις την σωτηρίαν (και ημπορείτε να διακρίνετε την πλάνην και την αίρεσιν).
Α Ιω. 2,27 καὶ ὑμεῖς, τὸ χρῖσμα ὃ ἐλάβατε ἀπ᾿ αὐτοῦ, ἐν ὑμῖν μένει, καὶ οὐ χρείαν ἔχετε ἵνα τις διδάσκῃ ὑμᾶς, ἀλλ᾿ ὡς τὸ αὐτὸ χρῖσμα διδάσκει ὑμᾶς περὶ πάντων, καὶ ἀληθές ἐστι καὶ οὐκ ἔστι ψεῦδος, καὶ καθὼς ἐδίδαξεν ὑμᾶς μενεῖτε ἐν αὐτῷ.
Α Ιω. 2,27 Και σεις έχετε το πνευματικόν χρίσμα, το Αγιον Πνεύμα με τας δωρεάς του που ελάβατε από τον Χριστόν και μένει μέσα σας. Και δι’ αυτό δεν έχετε ανάγκην να σας διδάξη κανένας άνθρωπος, αλλ’ όπως αυτό τούτο το πνευματικόν χρίσμα σας διδάσκει για όλα, και κάθε τι που διδάσκει είναι απολύτως αληθινό και δεν είναι ψευδές, και καθώς εξ αρχής σας έχει διδάξει, έτσι πρέπει να μένετε εν τω Χριστώ και να κρατήτε την αλήθειαν, που το Πνεύμα σας έχει αποκαλύψει.
Δια να γίνη αυτό, πρέπει ο άνθρωπος να παραδεχθή την αδυναμίαν του, να καθαρίση την καρδίαν του με ταπείνωσιν και μετάνοιαν και να ζητήση να του αποκαλυφθή ο Θεός. Αν δεν το πράξη, είναι καταδικασμένος να μείνη χωρίς τον ζωοδότην Θεόν, άθεος. Όλοι οι «άθεοι» δεν ανήκουν εις αυτήν την κατηγορίαν.
Μερικοί άνθρωποι, οι οποίοι ήσαν βυθισμένοι εις την αμαρτίαν και εις τα σαρκικά πάθη, ηρνήθησαν τον Θεόν, διότι η πίστις θα είχεν συνεπείας εις την καθημερινήν των συμπεριφοράν (Παροιμίες 28,5.
Παρ. 28,5 ἄνδρες κακοὶ οὐ νοήσουσι κρίμα, οἱ δὲ ζητοῦντες τὸν Κύριον συνήσουσιν ἐν παντί.
Παρ. 28,5 Οι κακοί άνθρωποι δεν ημπορούν να εννοήσουν και να εκφέρουν δίκαιον κρίσιν. Οσοι όμως επιζητούν και ευρίσκουν τον Κυριον, θα γίνουν σοφοί και θα κρίνουν ορθώς εις όλα τα ζητήματα.
Ψαλμοί 13,1).
Ψαλ. 13,1 Εἶπεν ἄφρων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ· οὐκ ἔστι Θεός. διεφθάρησαν καὶ ἐβδελύχθησαν ἐν ἐπιτηδεύμασιν, οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός.
Ψαλ. 13,1 Ο εσκοτισμένος από την αμαρτίαν μωρός και ασεβής άνθρωπος, είπεν από μέσα του, σύμφωνα με την επιθυμίαν της αμαρτωλής καρδίας του· “δεν υπάρχει Θεός”. Αυτός όμως και οι όμοιοί του διεφθάρησαν μέσα εις την αμαρτωλότητά των. Εγιναν μισητοί από τον Θεόν και από τους ευσεβείς ανθρώπους. Το κακόν διεδόθη τόσον πολύ, ώστε δεν υπάρχει κανείς, που να πράττη σήμερον το αγαθόν. Δεν υπάρχει ούτε ένας.
Αντιθέτως, όταν τον ηρνούντο η όταν εξελάμβανον αυτόν ως μακρυνόν, ως ον το οποίον δεν ενδιαφέρεται δια την ζωήν του ανθρώπου, τότε ημπορούσαν ησύχως να συνεχίσουν την άτακτον ζωήν των, χωρίς να υπάρχη κίνδυνος έλεγχου.
Ο Κύριος «ευρίσκεται από αυτούς οι οποίοι δεν εκπειράζουν αυτόν και αποκαλύπτεται εις όσους δεν απιστούν εις αυτόν», λέγει η Σοφία Σολομώντος. «Διότι οι διεστραμμένοι λογισμοί χωρίζουν από τον Θεόν και η εκπειραζομένη Παντοδυναμία απομακρύνει τους άφρονας. Η σοφία δεν θα εισέλθη εις πονηράν ψυχήν, ούτε θα κατοίκηση εις σώμα υποδουλωμένον εις την αμαρτίαν. Διότι το άγιον Πνεύμα της παιδαγωγίας αποφεύγει τον δόλον, ίσταται μακράν από πονηράς σκέψεις και απομακρύνεται όταν πλησιάζη αδικία» (Σοφ. Σολ. 1,2-5).
Σοφ Σολ. 1,2 ὅτι εὑρίσκεται τοῖς μὴ πειράζουσιν αὐτόν, ἐμφανίζεται δὲ τοῖς μὴ ἀπιστοῦσιν αὐτῷ.
Σοφ Σολ. 1,2 Διότι ο Κυριος ευρίσκεται εν μέσω των ανθρώπων, που δεν ανθίστανται στο θέλημά του. Εμφανίζεται εις εκείνους, οι οποίοι δεν απιστούν προς αυτόν.
Σοφ Σολ. 1,3 σκολιοὶ γὰρ λογισμοὶ χωρίζουσιν ἀπὸ Θεοῦ, δοκιμαζομένη τε ἡ δύναμις ἐλέγχει τοὺς ἄφρονας.
Σοφ Σολ. 1,3 Διότι τα διεστραμμένα φρονήματα και συναισθήματα της καρδίας χωρίζουν τους ανθρώπους από τον Θεόν. Και η καταφρονουμένη θεία του δύναμις τιμωρεί στον κατάλληλον καιρόν τους άφρονας καταφρονητάς της.
Σοφ Σολ. 1,4 ὅτι εἰς κακότεχνον ψυχὴν οὐκ εἰσελεύσεται σοφία, οὐδὲ κατοικήσει ἐν σώματι κατάχρεῳ ἁμαρτίας·
Σοφ Σολ. 1,4 Εις κακότροπον ψυχήν, που μηχανεύεται πάντοτε το πονηρόν, δεν θα εισέλθη η σοφία του Θεού και εις σώμα καταχρεωμένον με τας πολλάς αμαρτίας δεν θα κατοικήση η θεία σοφία.
Σοφ Σολ. 1,5 ἅγιον γὰρ πνεῦμα παιδείας φεύξεται δόλον καὶ ἀπαναστήσεται ἀπὸ λογισμῶν ἀσυνέτων καὶ ἐλεγχθήσεται ἐπελθούσης ἀδικίας.
Σοφ Σολ. 1,5 Διότι το Αγιον Πνεύμα, το οποίον παιδαγωγεί και μορφώνει τους ανθρώπους, αποφεύγει τας δολίας ψυχάς, φεύγει και ίσταται μακράν από ασυνέτους ανθρώπους, που σκέπτονται το πονηρόν και οι οποίοι θα τιμωρηθούν, όταν έλθη η ώρα να κριθούν αι αδικίαι των.
Η θεογνωσία, λοιπόν, απαιτεί καθαρότητα καρδίας και αγνότητα διαθέσεως. Ο πονηρός άνθρωπος, όπως, άλλωστε, και ο διάβολος, ο οποίος είναι η προσωποποίησις κάθε πονηρίας και κάθε πειρασμού, δεν ημπορεί ποτέ να φθάση εις την αληθινήν γνώσιν του Θεού, οσονδήποτε και εάν ερευνήση, έστω και εάν αποστηθίση ολόκληρον την Αγίαν Γραφήν.
Δια το θέμα αυτό είναι χαρακτηριστικός ο δεύτερος πειρασμός του Χριστού: Καθώς μας αναφέρει ο ευαγγελιστής, το πονηρόν πνεύμα φέρει τον Χριστόν εις το άκρον της στέγης του Ναού και του λέγει: «Εάν είσαι Υιός του Θεού, πέσε κάτω, διότι είναι γραμμένον ότι θα διάταξη τους αγγέλους να σε προσέχουν και να σε σηκώσουν εις τα χέρια, δια να μη σκοντάψη το πόδι σου εις πέτραν» (Ματθαίος 4,6.
Ματθ. 4,6 καὶ λέγει αὐτῷ· εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ, βάλε σεαυτόν κάτω· γέγραπται γὰρ ὅτι τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ ἐντελεῖται περὶ σοῦ, καὶ ἐπὶ χειρῶν ἀροῦσί σε, μήποτε προσκόψῃς πρὸς λίθον τὸν πόδα σου.
Ματθ. 4,6 Και λέγει προς αυτόν• “εάν είσαι Υιός του Θεού, ρίξε τον εαυτόν σου κάτω• διότι είναι γραμμένον, ότι ο Θεός θα δώση εντολήν στους αγγέλους προς χάριν σου και αυτοί θα σε σηκώσουν εις τα χέρια των αμέσως με προσοχήν, μήπως τυχόν και κτυπήση το πόδι σου προς κάποιον λίθον. (Τα δε πλήθη, που είναι συγκετρωμένα εις τας αυλάς του ναού, θα ίδουν το θαύμα και θα πιστεύσουν)”.
Ψαλμοί 90,11).
Ψαλ. 90,11 ὅτι τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ ἐντελεῖται περὶ σοῦ τοῦ διαφυλάξαι σε ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς σου·
Ψαλ. 90,11 Διότι ο Κυριος θα δώση εντολήν στους αγγέλους του δια σε να σε προφυλάξουν εις όλους τους δρόμους της ζωής σου.
Εδώ η διάθεσις του Σατανά δεν ήτο αγνή. Ο Σατανάς δεν εζήτει την προσωπικήν ένωσιν με τον Χριστόν, την πραγματικήν, δηλαδή θεογνωσίαν. Αντιθέτως ηθέλησε να παρασύρη τον Κύριον εις πράξιν, η οποία ήτο πονηρά, διότι δεν ήτο πράξις εμπιστοσύνης, αγάπης και υπακοής εις το θέλημα του Πατρός. Δεν ανεφέρετο εις το θείον σχέδιον, αλλά απετέλει έκφρασιν υποταγής εις το σχέδιον του Σατανά. Δι’ αυτόν τον λόγον και ο Κύριος απαντά: «Πάλιν είναι γραμμένον: Δεν πρέπει να πειράξης Κύριον τον Θεόν σου» (Ματθαίος 4,7.
Ματθ. 4,7 ἔφη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· πάλιν γέγραπται, οὐκ ἐκπειράσεις Κύριον τὸν Θεόν σου.
Ματθ. 4,7 Απάντησεν εις αυτόν ο Ιησούς• “είναι επίσης γραμμένον• Δεν θα εκθέσης τον εαυτόν σου εις κίνδυνον, δια να δικιμάσης τον Θεόν” (και να πεισθής τάχα με χειροπιαστά γεγονότα, ότι πράγματι σε αγαπά και σε προστατεύει).
Λουκάς 4,12.
Λουκ. 4,12 καὶ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς ὅτι εἴρηται, οὐκ ἐκπειράσεις Κύριον τὸν Θεόν σου.
Λουκ. 4,12 Απεκρίθη δε ο Ιησούς και του είπεν ότι “έχει λεχθή• δεν θα εκθέσης τον ευατόν σου εις κίνδυνον, δια να δοκιμάσης Κυριον τον Θεόν σου, αν θα σε προφυλάξη”.
Δευτερ. 6,16.
Δευτ. 6,16 οὐκ ἐκπειράσεις Κύριον τὸν Θεόν σου, ὃν τρόπον ἐξεπειράσατε ἐν τῷ Πειρασμῷ.
Δευτ. 6,16 Δεν θα θέσης εις πειρασμόν και δοκιμασίαν τον Κυριον, όπως ασεβώς φερόμενος επίκρανες τον Κυριον με τους γογγυσμούς σου στον τόπον εκείνον, ο οποίος ωνομάσθη δια τούτο “Πειρασμός”.
Παράβαλλε Α’ Κορινθίους 10,9.
Α Κορ. 10,9 μηδὲ ἐκπειράζωμεν τὸν Χριστόν, καθὼς καί τινες αὐτῶν ἐπείρασαν καὶ ὑπὸ τῶν ὄφεων ἀπώλοντο.
Α Κορ. 10,9 Ούτε να ζητούμεν να δοκιμάσωμεν, εάν ο Χριστός θα μας φυλάξη από τους κινδύνους της αμαρτίας και της ειδωλολατρείας, όπως και μερικοί από εκείνους επείραξαν τότε τον Θεόν και δια την παράβασίν των αυτήν απέθαναν δαγκωμένοι από τα δηλητηριώδη φίδια.
Αριθμ. 21,5-6).
Αρ. 21,5 καὶ κατελάλει ὁ λαὸς πρὸς τὸν Θεὸν καὶ κατὰ Μωυσῆ λέγοντες· ἱνατί τοῦτο; ἐξήγαγες ἡμᾶς ἐξ Αἰγύπτου, ἀποκτεῖναι ἐν τῇ ἐρήμῳ; ὅτι οὐκ ἔστιν ἄρτος οὐδὲ ὕδωρ, ἡ δὲ ψυχὴ ἡμῶν προσώχθισεν ἐν τῷ ἄρτῳ τῷ διακένῳ τούτῳ.
Αρ. 21,5 εγόγγυζον και κατεφέροντο πάλιν εναντίον του Θεού και του Μωυσέως λέγοντες· τι είναι αυτό που επάθαμεν; Μας έβγαλες από την Αίγυπτον, δια να μας θανατώσης εις την έρημον; Διότι εδώ δεν υπάρχει, ούτε ψωμί ούτε νερό. Η ψυχή μας εβαρύνθη πλέον και αηδίασε τον άνοστον και κούφιον αυτόν άρτον, το μάννα”.
Αρ. 21,6 καὶ ἀπέστειλε Κύριος εἰς τὸν λαὸν τοὺς ὄφεις τοὺς θανατοῦντας, καὶ ἔδακνον τὸν λαόν, καὶ ἀπέθανε λαὸς πολὺς τῶν υἱῶν Ἰσραήλ.
Αρ. 21,6 Ηγανάκτησεν ο Κυριος εναντίον του αχαρίστου αυτού λαού και έστειλε δηλητηριώδεις θανατηφόρους όφεις, οι οποίοι εδάγκωναν τους Ισραηλίτας, ώστε πολλοί από αυτούς απέθανον.
Όποιος, λοιπόν, δεν εκκινεί από αγνήν διάθεσιν, ποτέ δεν θα φθάση εις την θεότητα του Κυρίου και δεν θα δυνηθή να ενωθή με Αυτόν, οσονδήποτε και εάν ερευνήση, οσονδήποτε και εάν μελετήση την Αγίαν Γραφήν.
«Εδίψησεν η ψυχή μου προς τον Θεόν τον ζώντα· πότε ήξω και οφθήσομαι τω προσώπω του Θεού;»· εδίψασεν η ψυχή μου δια τον Θεόν τον ζώντα, πότε θα έλθω και θα ίδω το πρόσωπον του Θεού; (Ψαλμοί 41,3).
Ψαλ. 41,3 ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου πρὸς τὸν Θεὸν τὸν ζῶντα· πότε ἥξω καὶ ὀφθήσομαι τῷ προσώπῳ τοῦ Θεοῦ;
Ψαλ. 41,3 Μεγάλην δίψαν ησθάνθη και αισθάνεται η ψυχή μου δια σε τον αιωνίως ζώντα, τον πραγματικόν Θεόν. Ποτε λοιπόν θα αξιωθώ της χαράς να έλθω και να ίδω τον ναόν, τον ιερόν τόπον της παρουσίας σου, του Θεού μου;
Εκείνος ο οποίος θα ποθήση με την ψυχήν του τον Θεόν και θα τρέξη ως διψασμένη έλαφος εις τας πηγάς των υδάτων (Ψαλμοί 41, 2),
Ψαλ. 41,2 Ὅν τρόπον ἐπιποθεῖ ἡ ἔλαφος ἐπὶ τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων, οὕτως ἐπιποθεῖ ἡ ψυχή μου πρός σέ, ὁ Θεός.
Ψαλ. 41,2 Οπως η διψασμένη έλαφος ποθεί πολύ και τρέχει εις τας πηγάς των καθαρών υδάτων, έτσι και η ψυχή μου ποθεί σέ, ω Θεέ μου.
δηλαδή εις τον Χριστόν (Ιωάννης 4,10. 14.)
Ιω. 4,10 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ· εἰ ᾔδεις τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ, καὶ τίς ἐστιν ὁ λέγων σοι, δός μοι πιεῖν, σὺ ἂν ᾔτησας αὐτόν, καὶ ἔδωκεν ἄν σοι ὕδωρ ζῶν.
Ιω. 4,10 Απήντησεν ο Ιησούς και της είπε· “εάν εγνώριζες την δωρεάν, την οποίαν ο Θεός δίδει στους ανθρώπους, και ποιός είναι αυτός που σου λέγει, δος μου να πιώ, συ θα εζητούσες από αυτόν και θα σου έδιδε πηγαίο νερό, που δεν στειρεύει ποτέ (τας ανεκτιμήτους δωρεάς του Αγίου Πνεύματος, που καθαρίζουν, δροσίζουν και ζωογονούν την ψυχήν και την κάμνουν να ανθίζη και να καρποφορή τον πλούτον των αρετών και των καλών έργων, τους πολυτίμους και ευαρέστους στον Θεόν πνευματικούς καρπούς)”.
Ιω. 4,14 ὃς δι᾿ ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ὃ δώσω αὐτῷ, γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον.
Ιω. 4,14 Εκείνος όμως που θα πιή από το νερό, το οποίον εγώ θα του δώσω, δεν θα διψάση ποτέ, αλλά το νερό, που εγώ θα του δώσω, θα μεταβληθή μέσα του εις αστείρευτον πηγήν πνευματικού ύδατος, που θα αναβλύζη πάντοτε και θα του χαρίζη αιωνίαν ζωήν”.
7,37),
Ιω. 7,37 Ἐν δὲ τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἱστήκει ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκραξε λέγων· ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω.
Ιω. 7,37 Κατά την τελευταίαν δε μεγάλην ημέραν της εορτής εστάθη ο Ιησούς και με ισχυράν φωνήν είπεν• “εάν κανείς διψά πνευματικά και αιώνια αγαθά, λύτρωσιν, ειρήνην και χαράν, ας έλθη κοντά μου και ας πίνη την αλήθειαν που προσφέρω, δια να ικανοποιηθούν έτσι οι πλέον βαθείς και ευγενείς πόθοι του.
αυτός θα λάβη το «ύδωρ το ζων» (Ιωάννης 4,10).
Ιω. 4,10 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ· εἰ ᾔδεις τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ, καὶ τίς ἐστιν ὁ λέγων σοι, δός μοι πιεῖν, σὺ ἂν ᾔτησας αὐτόν, καὶ ἔδωκεν ἄν σοι ὕδωρ ζῶν.
Ιω. 4,10 Απήντησεν ο Ιησούς και της είπε• “εάν εγνώριζες την δωρεάν, την οποίαν ο Θεός δίδει στους ανθρώπους, και ποιός είναι αυτός που σου λέγει, δος μου να πιώ, συ θα εζητούσες από αυτόν και θα σου έδιδε πηγαίο νερό, που δεν στειρεύει ποτέ (τας ανεκτιμήτους δωρεάς του Αγίου Πνεύματος, που καθαρίζουν, δροσίζουν και ζωογονούν την ψυχήν και την κάμνουν να ανθίζη και να καρποφορή τον πλούτον των αρετών και των καλών έργων, τους πολυτίμους και ευαρέστους στον Θεόν πνευματικούς καρπούς)”.
Εκείνος, ο οποίος μόνος του θα προσπαθήση να σβύση την δίψαν του, δεν θα το επιτυχή ποτέ. «Εγώ τω διψώντι δώσω εκ της πηγής του ύδατος της ζωής δωρεάν» (Αποκ. 21,6).
Αποκ. 21,6 καὶ εἶπέ μοι· γέγονεν. ἐγὼ τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος. ἐγὼ τῷ διψῶντι δώσω ἐκ τῆς πηγῆς τοῦ ὕδατος τῆς ζωῆς δωρεάν.
Αποκ. 21,6 Και μου είπε· “έχουν γίνει όλα νέα, όπως υπεσχέθην και διέταξα. Εγώ είμαι το Α και το Ω, η αρχή και το τέλος, που κλείω στον ευατόν μου όλην την δημιουργίαν, την αιτίαν και τον σκοπόν της. Εγώ, εις εκείνον που διψά την δικαιοσύνην, την ειρήνη, την αιωνίαν ζωήν, θα του δώσω δωρεάν από την πηγήν του ύδατος της αιωνίου ζωής.
«Ο διψών ερχέσθω, και ο θέλων λαβέτω ύδωρ ζωής δωρεάν» (Αποκ. 22,17.
Αποκ. 22,17 Καὶ τὸ Πνεῦμα καὶ ἡ νύμφη λέγουσιν· ἔρχου. καὶ ὁ ἀκούων εἰπάτω· ἔρχου. καὶ ὁ διψῶν ἐρχέσθω, καὶ ὁ θέλων λαβέτω ὕδωρ ζωῆς δωρεάν.
Αποκ. 22,17 Και το Πνεύμα το Αγιον και η νύμφη- Εκκλησία λέγουν· “έλα, Νυμφίε έλα”. Και καθένας, που ακούει τας προφητείας αυτάς, ας είπη• “έλα, Νυμφίε, έλα”. Και καθένας που διψά τον Νυμφίον Χριστόν και την αιωνίαν μακαριότητα ας έλθη· και όποιος θέλει, ας πάρη δωρεάν το ύδωρ της ζωής
Παράβαλλε Ησαΐας 55,1).
Ησ. 55,1 Οἱ διψῶντες, πορεύεσθε ἐφ᾿ ὕδωρ, καὶ ὅσοι μὴ ἔχετε ἀργύριον, βαδίσαντες ἀγοράσατε, καὶ φάγετε καὶ πίεσθε ἄνευ ἀργυρίου καὶ τιμῆς οἶνον καὶ στέαρ.
Ησ. 55,1 Σεις των οποίων η ψυχή διψά, πηγαίνετε στο πνευματικόν ύδωρ, που τρέχει εις την νέαν Ιερουσαλήμ· και όσοι δεν έχετε χρήματα να αγοράσετε, πηγαίνετε με θάρρος. Εκεί θα προμηθευθήτε χωρίς χρήμα, χωρίς να καταβάλλετε αντίτιμον τι, κρέατα και οίνον. Θα φάγετε και θα πίετε δωρεάν.