1.

Πρὶν ἀπὸ λίγες ἡμέρες ἑορτάσαμε τὰ ἅγια Θεοφάνια καὶ λάβαμε ὅλοι οἱ πιστοὶ τὴ σωτήρια θεία Χάρι στὴν ἀρχὴ τοῦ νέου ἔτους. Σήμερα, Κυριακὴ μετὰ τὰ Φῶτα, στὸ Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα ποὺ διαβάσαμε, ὁ ἀπόστολος Παῦλος πληροφορεῖ τοὺς πιστοὺς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἐφέσου καὶ ὅλους ἐμᾶς τοὺς Χριστιανοὺς ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς διανέμει σὲ κάθε μέλος τῆς Ἐκκλησίας Του τὰ ποικίλα χαρίσματα, μὲ σοφία καὶ δικαιοσύνη. “Ἑνὶ ἑκάστῳ ἡμῶν ἐδόθη ἡ χάρις κατὰ τὸ μέτρον τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστού.”

1. Τὰ χαρίσματα τῶν πιστῶν

Τί ἐννοεῖ ἐδῶ ὁ Ἀπόστολος μὲ τὴ λέξη «χάρις»; Δηλώνει τὴ δωρεὰ τοῦ Χριστοῦ στοὺς ἀνθρώπους. Τὰ χαρίσματα, δηλαδή, ποὺ παρέχει πλούσια στὸν κάθε πιστό. Ἀμέτρητες εἶναι πράγματι οἱ δωρεὲς αὐτὲς τοῦ Κυρίου. Κάποιος ἔχει τὸ χάρισμα νὰ τελεῖ τὰ ἱερὰ Μυστήρια ὡς κληρικός· ἄλλος νὰ κηρύττει τὸν λόγο Του· ἄλλος τὸ χάρισμα τῆς φιλανθρωπίας· ἄλλος ἔλαβε σύνεση καὶ διάκριση γιὰ νὰ συμβουλεύει καὶ νὰ παρηγορεῖ τοὺς πονεμένους· ἄλλος ὑπομονετικὴ καρδιά· ἄλλος τὸ χάρισμα νὰ προσεύχεται θερμὰ καὶ νὰ θαυματουργεῖ. Σὲ κάποιους ὁ Θεὸς ἔδωσε πολλά, σὲ ἄλλους λιγότερα. Σὲ ὅλους ὅμως ἀνεξαιρέτως ἔχει δώσει κάποιο ἰδιαίτερο χάρισμα. Δὲν ὑπάρχει πιστὸς στὴν Ἐκκλησία χωρὶς χάρισμα!

Μπορεῖ νὰ μὴν ἔχουμε τὴ ρητορεία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἢ τὴν εὐφυΐα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ἢ τὴ σωματικὴ δύναμη τοῦ ἁγίου Χριστοφόρου. Ἔχουμε ὅμως κι ἐμεῖς κάποιο ἰδιαίτερο χάρισμα, τὸ ὁποῖο ἀκόμη κι ἂν εἶναι μικρὸ ἢ ταπεινό, εἶναι ὡστόσο μία μοναδικὴ δωρεὰ ἀπὸ τὸν δωρεοδότη Χριστό. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος μᾶς ἐφιστᾶ τὴν προσοχή: «Μὴ δὴ τὴν βουλὴν τοῦ Θεοῦ περιεργαζώμεθα, ἀλλ᾿ ὅπερ δέδωκε, τοῦτο φυλάττωμεν, κἂν μικρὸν ᾖ, κἂν ἔσχατον, καὶ πάντως εὐδοκιμήσομεν» (ΕΠΕ 24, 282). Δηλαδή, ἂς μὴν περιεργαζόμαστε τὴν ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἐκεῖνο ποὺ μᾶς ἔδωσε, ἂς τὸ προσ­έχουμε, εἴτε εἶναι μικρό, εἴτε εἶναι τὸ πιὸ ἀσήμαντο, καὶ ὁπωσδήποτε θὰ προκόψουμε.

2. Προσφορὰ στὴν Ἐκκλησία

Γιὰ ποιὸν σκοπὸ ὅμως παρέχει ὁ Κύριος τὰ χαρίσματα στοὺς πιστούς; Τὴν ἀπάντηση μᾶς τὴ δίνει στὴ συνέχεια ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «πρὸς τὸν καταρτι­σμὸν τῶν ἁγίων εἰς ἔργον διακονίας, εἰς οἰκοδομὴν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ». Δηλαδή, γιὰ νὰ καταρτίζονται οἱ Χριστιανοὶ καὶ νὰ ἐπιτελεῖται τὸ ἔργο τῆς διακονίας, μὲ τὸ ὁποῖο οἰκοδομεῖται τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ ἡ Ἐκκλησία.

Τὰ χαρίσματα, λοιπόν, παρέχονται γιὰ τὴν οἰκοδομὴ τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ τὴ δια­κονία τῶν Χριστιανῶν κι ὄχι γιὰ νὰ τὰ χρησιμοποιεῖ ὁ καθένας γιὰ προσωπικό του ὄφελος, γιὰ τὴν προβολὴ τοῦ ἑαυτοῦ του. Γι᾿ αὐτὸ ἄλλωστε καὶ ποικίλουν ἀπὸ ἄνθρωπο σὲ ἄνθρωπο, γιὰ νὰ συμπληρώνει ὁ ἕνας τὸν ἄλλον καὶ νὰ λαμπρύνεται ἔτσι ὅλο τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.

Ἔχουμε, συνεπῶς, εὐθύνη νὰ καλλιεργοῦμε τὰ χαρίσματα ποὺ μᾶς ἔδωσε ὁ Θεὸς καὶ νὰ τὰ προσφέρουμε μὲ ἀγάπη στοὺς συνανθρώπους μας. «Ἐπάναγ­κες τὸν ὑποδεξάμενον οἱανδήποτε χάριν μεταδιδόναι τῷ χρείαν ἔχοντι» (ΕΠΕ 9, 304), ὑπογραμμίζει ὁ Μέγας Βασίλειος. Δηλαδή, εἶναι ἀπαραίτητο αὐτὸς ποὺ δέχθηκε ὁποιοδήποτε χάρισμα νὰ προσφέρει σὲ ἐκεῖνον ποὺ ἔχει ἀνάγκη.

3. Ὅμοιοι μὲ τὸν Χριστὸ

Στὸ τέλος τῆς περικοπῆς ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς παρουσιάζει καὶ τὸν τελικὸ καὶ ὕψιστο προορισμό μας μέσα στὴν Ἐκκλησία. Τὰ χαρίσματα, μᾶς λέει, δίνον­ται γι᾿ αὐτὸν τὸν σκοπό: «μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ». Δηλαδή, γιὰ νὰ φθάσουμε νὰ ἀποκτήσουμε ὅλοι τὸ μέτρο τῆς πνευματικῆς ὡριμότητος καὶ τελειότητος τοῦ Χριστοῦ. Τότε ὁ ἄνθρωπος προοδεύει πνευματικά. Τότε γίνεται τέλειος, ὅταν φθάσει νὰ γίνει ὅμοιος μὲ τὸν Χριστό.

Εἶναι πράγματι συγκλονιστικὸ γιὰ τὴν πτωχή, ἀνθρώπινη διάνοιά μας τὸ ὕψος στὸ ὁποῖο μᾶς καλεῖ ὁ Κύριος νὰ ἀνέλθουμε. Μᾶς ζητᾶ νὰ ἀποκτήσουμε τὸ δικό Του πνευματικὸ ἀνάστημα, τὸ ὁποῖο ἔχει ἀσύλληπτες διαστάσεις. Μᾶς καλεῖ νὰ γίνουμε μιμητές Του· νὰ γίνουμε κατὰ Χάριν θεοί. Δὲν μᾶς θέλει δούλους καὶ ὑπηρέτες Του. Οὔτε Τοῦ ἀρκεῖ νὰ γίνουμε ἁπλῶς καλοὶ ἄνθρωποι, ἀλλὰ θέλει νὰ γίνουμε ἅγιοι! Ὁ Κύριος μᾶς θέλει συγ­κληρονόμους τῆς Βασιλείας Του. Καὶ στὸν ὕψιστο αὐτὸν προορισμὸ μᾶς ὁδηγεῖ ἡ Ἐκκλησία. Αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς ὑπάρξεώς της. Καὶ στὴν πραγματοποίηση τοῦ σκοποῦ αὐτοῦ συντελοῦν τὰ χαρίσματα ποὺ παρέχει ὁ Κύριος σὲ κάθε πιστό.

Τὸ ξεκίνημα τῆς νέας χρονιᾶς εἶναι ἰδανικὴ εὐκαιρία γιὰ νὰ ἐπανεξετάσουμε τοὺς στόχους μας καὶ νὰ πάρουμε τὴ μεγάλη ἀπόφαση, νὰ ἀνταποκριθοῦμε στὴν ὕψιστη αὐτὴ κλήση ποὺ μᾶς κάνει ὁ Κύριος. Νὰ θέσουμε, δηλαδή, σὲ πρώτη προτεραιότητα τὸν πνευματικό μας καταρτισμὸ καὶ νὰ ζοῦμε, κατὰ τὸ δυνατόν, ὅπως ἔζησε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, ὥστε νὰ γίνουμε ὅμοιοί Του καὶ ἐκλεκτὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας Του.

Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”

2.

Ἡ συμπεριφορὰ τοῦ Χριστοῦ (Ματθ. 4, 12-17)

Ἰωὴλ Φραγκᾶκος (Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας)

«Ἀκούσας δὲ ὅτι Ἰωάννης παρεδόθη, ἀνεχώρησεν εἰς τὴν Γαλιλαίαν»

Ἡ συμπεριφορὰ τοῦ Χριστοῦ ἀπέναντι στοὺς ἀνθρώπους δὲν ἦταν μονολιθική. Εἶχε μιὰ ποικιλία ἐκδηλώσεων. Ἄλλωστε ὁ Χριστὸς ἐνσαρκώθηκε καὶ φανερώθηκε στοὺς ἀνθρώπους καὶ ἔτσι ἀποκαλύφθηκε ἡ σοφία του, μὲ σκοπὸ «προτεθῆναι τὴν αὐτοῦ πολιτείαν εἰς μίμησιν», δηλαδὴ γιὰ νὰ γίνει ἡ ζωή του σὲ μᾶς πρότυπο γιὰ μίμηση, παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Ἀνάλογα μὲ τὴν κάθε περίπτωση ποὺ τοῦ παρουσιαζόταν, ἐνεργοῦσε. Ὄχι διπλωματικὰ καὶ μὲ ἰδιοτέλεια, ἀλλὰ πάντοτε ἔχοντας ὡς γνώμονα τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ἄλλοτε μιλοῦσε ταπεινὰ γιὰ τὸ πρόσωπό του κι ἄλλοτε ἀπεκάλυπτε τὴ θεότητά του. Ἄλλοτε ἐρχόταν στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ μιλοῦσε μπροστὰ σ’ ὅλο τὸν κόσμο γιὰ θέματα σοβαρότατα κι ἄλλοτε ἔφευγε καὶ κρυβόταν στὴ Γαλιλαία γιὰ νὰ ἀποφύγει τὸ φθόνο τῶν ἐχθρῶν του καὶ τὴν ἄκαιρη σύλληψή του. Μιὰ τέτοια περίπτωση εἶναι κι αὐτὴ ποὺ περιγράφει τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο.

Γιατί ἀναχώρησε ὁ Κύριος στὴ Γαλιλαία;

Ἡ ἀναχώρησή του ἔγινε μετὰ τὴ σύλληψη τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου (Ματθ. 4,12). Ἕνας λόγος εἶναι ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀπεύφευγε τὴ δημοσιότητα καὶ ἀπέβλεπε στὴν προετοιμασία τῶν μαθητῶν του γιὰ τὸ ἐπικείμενο πάθος του. Ἄλλος λόγος εἶναι ὅτι ἀκόμα δὲν εἶχε ἔλθει ἡ ὥρα του νὰ στευρωθεῖ «οὐ τὸ παθεῖν φεύγων, διὰ τοῦτο γὰρ ἐλήλυθεν, ἀλλὰ καιρὸν ἀναμένων ἐπιτήδειον εἰς τοῦτο», δηλαδὴ ὁ Κύριος δὲν ἦταν ἕνας δειλὸς ποὺ ἀπέφευγε τοὺς κινδύνους τοῦ ἔργου του, ἀλλὰ ἦταν συνετὸς καὶ ἐπεδίωκε τὸν κατάλληλο καιρὸ γιὰ νὰ σταυρωθεῖ «ἀλλὰ διὰ τοῦτο ἦλθον εἰς τὴν ὥραν ταύτην» (Ἰωάν. 12,27). Ἐὰν σταυρωνόταν γρήγορα, θὰ καταστρεφόταν μεγάλο μέρος τοῦ ἔργου του. Ἡ φυγή του δὲν ἦταν δειλία ἀλλὰ σωφροσύνη. Δὲν ἔβαζε σὲ ἄσκοπους κινδύνους τὸν ἑαυτό του.

Ἐπιτρέπονται οἱ ὑπερβολὲς στοὺς χριστιανούς;

Τὸ παράδειγμα τοῦ Κυρίου μας, ποὺ ἀπέφευγε νὰ ἐκτεθεῖ ἄσκοπα ἔχει πολλὰ νὰ μᾶς πεῖ. Τίποτε δὲν πρέπει νὰ κάνουμε μὲ διάθεση ὑπρβολῆς. Οὔτε συντηρητικοὶ νὰ εἴμαστε ἀλλὰ οὔτε καὶ φιλελεύθεροι νὰ εἴμαστε στὰ πνευματικὰ θέματα. Ἀκόμη καὶ στὶς κοσμικὲς ὑποθέσεις μας νὰ ἐνεργοῦμε συνετά. Πάντοτε νὰ ἀκολουθοῦμε τὴ μέση ὁδὸ ποὺ διατηρεῖ ἡ Ἐκκλησία μας. Νὰ ἀναφέρουμε μερικὰ παραδείγματα:

Ἂς δοῦμε τὸ παράδειγμα τῆς νηστείας. Ἄλλοι πολὺ ἄκριτα, κι ἄλλοι, ἴσως εἶναι οἱ πιὸ πολλοί, καθόλου. Ὁ ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης λέγει πὼς ὁ ἄνθρωπος ὀφείλει νὰ εἶναι «δόκιμος ζυγοστάτης», δηλαδὴ καλὴ ζυγαριά. Οὔτε τὴν ἀσιτεία νὰ ἐπικροτήσει γιατί θὰ τὸν ὁδηγήσει στὴν ἀτονία καὶ στὴν κατάρρευση, ἀλλ’οὔτε καὶ τὴν πολυφαγία γιατί θὰ τὸν ὁδηγήσει στὴν ἀσωτία. Οἱ διάφορες πνευματικὲς ἀσκήσεις τῆς ἀρετῆς νὰ εἶναι σύμμετρες μὲ τὶς δυνάμεις μας γιὰ νὰ ἔχουμε κανονικὴ πνευματικὴ πρόοδο. Πολλὲς φορὲς ἄνθρωποι ποὺ πρωτογνώρισαν τὸν Χριστό, ἔπεσαν μὲ τὰ μοῦτρα στὴν πνευματικὴ ζωὴ κι ὅταν ἔφυγε ὁ ζῆλος ξαναγύρισαν στὶς προηγούμενες συνήθειές τους κι ἔγιναν χειρότεροι «καὶ γίνεται τὰ ἔσχατα τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου χείρονα τῶν πρώτων» (Ματθ. 12,45).

Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ ἄλλα ζητήματα. Δὲν πρέπει νὰ βλέπουμε παντοῦ ἐχθρούς τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλ’ οὔτε καὶ νὰ ἀμνηστεύουμε αὐτοὺς ποὺ τὴν διαβάλλουν καὶ τὴν συκοφαντοῦν. Στὴν πνευματικὴ ζωὴ νὰ ὑπάρχει ἕνα μέτρο. Στὴ συναναστροφή μας μὲ τοὺς ἄλλους νὰ ἔχουμε διάκριση, ὥστε νὰ ἀντιληφθοῦμε ποιὸς εἶναι ὁ κατάλληλος καιρὸς γιὰ νὰ μιλήσουμε στὸν ἄλλο γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ γιὰ θέματα πνευματικά. Ἐνδέχεται ἀντὶ γιὰ νὰ κάνουμε καλὸ νὰ κάνουμε κακό.

Ἀδελφοί μου, ἂς παραδειγματισθοῦμε ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ γιὰ νὰ εἴμαστε ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ συνετοὶ καὶ σώφρονες. Ἀμήν.

3.

Ἔναρξις τοῦ κηρύγματος ἐν τῇ Γαλλιλαίᾳ

Γιαννακόπουλος Ἰωήλ (Ἀρχιμανδρίτης)

Φεβρουάριος τοῦ 28 μ.Χ. μέχρι τοῦ Πάσχα τοῦ 28 μ.Χ.

Ματθ. 4, 12-25. 8, 1 -4. 14- 17. 9,1 – 17. 13, 54-58 Μάρκ. 1, 14-2, 22. 6,1 – 6. Λουκ. 4, 14-5, 39. Ἰω. 4. 43-54

Ἡ ἐν Ἰουδαίᾳ δημοσία δρᾶσις τοῦ Κυρίου, δεδομένου ὅτι ὑπῆρχεν ἀκόμη ὁ Πρόδρομος, ἦτο ἡμιεπίσημος. Ὁ Κύριος ἀνεχώρησεν ἐκ τοῦ Ἰορδάνου, ὁποὺ ἐβάπτιζον οἱ μαθηταί του, διότι αἱ ἐπιτυχίαι του ἐφθονήθησαν ὑπὸ τῶν Φαρισαίων κατὰ τὴν ρητὴν δήλωσιν τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, ὡς εἴδομεν. Ἀναχωρήσας ἐκεῖθεν ἢ πρὸ τῆς ἀναχωρήσεώς του ἔμαθε τὴν φυλάκισιν τοῦ Προδρόμου. Τότε ἀπεφάσισε νὰ ἐξέλθῃ εἰς τὸν δημόσιον αὐτοῦ βίον ἐπισήμως πλέον. Ὡς κατάλληλον κέντρον ἐξέλεξε τὴν Γαλιλαίαν καὶ ἰδίως τὴν δυτικὴν ὄχθην τῆς λίμνης Γεννησαρέτ, τὴν Καπερναοὺμ μακρὰν τοῦ κέντρου τῶν Φαρισαίων τῆς Ἱερουσαλήμ, ἵνα κινῆται καλλίτερον μεταξὺ τοῦ πυκνοῦ καὶ μικτοῦ ἐκεῖ κόσμου.

Ἔναρξις τοῦ κηρύγματος ἐν τῇ Γαλλιλαίᾳ

Ματθ. 4,12 καὶ 17. Μάρκ. 1,14-15. Λουκ. 4,14-15.

Ἰδοὺ πῶς ἐκθέτουσιν οἱ τρεῖς Εὐαγγελισταὶ τὴν ἔναρξιν ταύτην ἐν Γαλιλαίᾳ: Κατὰ τὸν Εὐαγγελιστὴν Ματθαῖον ὁ Χριστὸς «ἀκούσας ὅτι Ἰωάννης παρεδόθη, ἀνεχώρησεν εἰς τὴν Γαλιλαίαν». Ὁμοίως καὶ ὁ Μᾶρκος «μετὰ τὸ παραδοθῆναι τὸν Ἰωάννην ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν Γαλιλαίαν». Ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς προσθέτει καί τι νεώτερον «ὑπέστρεψεν ὁ Ἰησοῦς ἐν τῇ δυνάμει τοῦ Πνεύματος εἰς τὴν Γαλιλαίαν. Πλήρης δηλαδὴ Πνεύματος Ἁγίου ὁ Κύριος ἔπειτα ἀπὸ τοὺς πειρασμούς του ἐν τῇ ἐρήμῳ ἔρχεται εἰς τὴν Γαλιλαίαν, ἵνα ἀρχίσῃ τὸ κήρυγμά Του, ὅταν ὁ Πρόδρομος παρεδόθη εἰς φυλάκισιν. Ὁ Κύριος, ὡς εἴδομεν, ἐκ τῆς Σαμαρείας μετέβη εἰς τὴν Γαλιλαίαν. Εἰς τὴν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ ταύτην δρᾶσιν τοῦ Κυρίου δὲν φαίνονται οἱ 5 — 6 μαθηταί του, τοὺς ὁποίους εἶχε μέχρι τώρα μαζί του καὶ τοὺς ὁποίους θὰ καλέσῃ ὁριστικῶς μετ’ ὀλίγον, ὅταν μεταβῇ εἰς Καπερναούμ. Πιθανώτατα ὁ Κύριος ἀποσυρθεὶς ἐπ’ ὀλίγον πρὶν ἀρχίσῃ τὸ δημόσιον ἔργον ἐν Γαλιλαίᾳ ἀπέλυσεν αὐτους ἢ ἔφυγον μόνοι των τώρα ἢ ὅταν ἤκουσαν τὴν φυλάκισιν τοῦ Προδρόμου μετὰ τὴν συζήτησιν Ἰησοῦ καὶ Σαμαρείτιδος.

«Ἀπὸ τότε ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς κηρύσσειν τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Θεοῦ». Ἀφ’ ὅτου εἰσῆλθεν ὁ Πρόδρομος εἰς τὴν φυλακήν, ὁ Κύριος ἤρχισε τὸ δημόσιον αὐτοῦ ἔργον. Δὲν ἐξῆλθε προηγουμένως, «ἵνα μὴ τὸ πλῆθος σχίζηται» κατὰ τὸν ἱερὸν Χρυσόστομον, διότι ἄλλοι θὰ ἦσαν ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ καὶ ἄλλοι ὑπὲρ τοῦ Προδρόμου. Ὁ Κύριος λέγει. «ΙΙεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ». Τὸ περιεχόμενον δηλαδὴ τοῦ κηρύγματός Του ἦτο κήρυγμα μετανοίας, ὅπως καὶ τοῦ Προδρόμου μὲ τὴν διαφορὰν ὅτι ὁ Κύριος προσθέτει «πεπλήρωται ὁ καιρὸς» ἔφθασε δηλαδὴ ὁ ὑπὸ τῶν προφητῶν προαγγελθεὶς χρόνος τῆς ἐλεύσεως τοῦ Μεσσίου καὶ ἑπομένως ἐπέρασεν ὁ παληὸς τῆς ἁμαρτίας χρόνος, ἡ παληὰ καταραμένη ἐποχή. Πόσον εὐχάριστον τὸ ἄγγελμα τοῦτο! Πλὴν τῶν ἀνωτέρω ὁ Κύριος κηρύττει τὸ «μετανοεῖτε καὶ τὸ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» τοῦ Προδρόμου καὶ τὸ ἰδικόν του «πιστεύετε ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ». Τὸ κήρυγμα τοῦτο ὀνομάζεται Εὐαγγέλιον, διότι περιέχει τὴν καλλιτέραν ἀγγελίαν, τὴν πλέον χαρμόσυνον, τὴν ὁποίαν ἤκουσεν ὁ κόσμος. Ὀνομάζεται δὲ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἢ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, διότι ἡ ἐπὶ τῆς γῆς αὐτὴ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἐπέκτασις τῶν Ἀγγέλων τοῦ Οὐρανοῦ καὶ βασιλεὺς ὁ Θεός. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον ὁ Χριστὸς συμπληρῶν τὸ κήρυγμα τοῦ Προδρόμου ἐγκρίνει τοῦτο ἀλλὰ γίνεται μελωδικώτερος αὐτοῦ. Πόσον θαυμαστὴ ἡ συνεργασία τῶν δύο μεγάλων τούτων κηρύκων! Ἐφυλακίσθη ὁ Πρόδρομος ἀλλὰ ἦλθεν ἄλλος κῆρυξ ἰσχυρότερος ἐκείνου. Ἑπομένως μὲ τὸν θάνατον ἑνὸς κήρυκος τῆς ἀληθείας ἡ ἀλήθεια δὲν βλάπτεται, διότι ἄλλος ἰσχυρότερος τοῦ πρώτου θὰ ἀναφανῇ.

«Καὶ φήμη ἐξῆλθεν καθ’ ὅλης τῆς περιχώρου περὶ αὐτοῦ». Ἡ φήμη τοῦ Χριστοῦ διεδόθη καθ’ ὅλην τὴν Γαλιλαίαν καὶ τὰ γύρω μέρη. Ἡ φήμη αὕτη τοῦ Κυρίου ὀφείλεται εἰς τὰ θαύματα, τὰ ὁποῖα ἔκαμε τὸ προηγούμενον Πάσχα ἐν Ἱερουσαλήμ. Ταῦτα ἔγιναν γνωστὰ εἰς τὴν Καπερναούμ. «Καὶ αὐτὸς ἐδίδασκεν ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν δοξαζόμενος ὑπὸ πάντων». Ὁ Κύριος ἐδίδασκεν εἰς τὰς συναγωγὰς τῶν Ἑβραίων δοξαζόμενος ὑφ’ ὅλων τῶν ἀνθρώπων.

Ἑπομένως ἐνταῦθα ἔχομεν: Τὸ περιεχόμενον τοῦ κηρύγματος τοῦ Κυρίου, τὸ ὁποῖον εἶναι ἡ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.

Θέμα: Ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν

Ὁ Κύριος ἐκήρυξε τὴν βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν. Ποία εἶναι ἡ βασιλεία αὕτη καὶ ποίαν σχέσιν ἔχει πρὸς ἡμᾶς; Διὰ νὰ ἐννοήσωμεν τὴν βασιλείαν ταύτην, πρέπει νὰ τὴν συγκρίνωμεν μὲ τὰς βασιλείας τοῦ κόσμου τούτου.

Αἱ βασιλεῖαι τοῦ κόσμου τούτου ἔχουσιν ὡρισμένην ἔκτασιν τοπικὴν καὶ χρονικήν. Καὶ συγκεκριμένως ἡ παλαιὰ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία κατελάμβανε τὴν Μεσόγειον θάλασσαν καὶ διήρκεσεν ἀπό τοῦ 750 πρὸ Χριστοῦ μέχρι τοῦ 400 περίπου μετὰ Χριστόν. Ἡ βασιλεία ὅμως τοῦ Χριστοῦ δὲν ἀρχίζει ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ τοῦ ἱδρυτοῦ της ἀλλὰ ἀπὸ τῶν προφητῶν καὶ ἀπ’ αὐτοῦ τοῦ πρωτοπλάστου Ἀδάμ, οἱ ὁποῖοι προεφήτευσαν Αὐτὸν μέχρι σήμερον 2000 ἔτη μ. Χριστόν. Ἀρχίζει ἀπὸ τὰ βάθη τῶν αἰώνων καὶ κατὰ τὴν ρητὴν διαβεβαίωσιν τοῦ Ἀρχηγοῦ της τοῦ Χριστοῦ, θὰ ὑπάρχῃ μέχρι τέλους καὶ πέραν τοῦ κόσμου τούτου. Ἡ τοπικὴ δὲ ἔκτασις τῆς βασιλείας ταύτης δὲν εἶναι ἐπὶ τῆς Μεσογείου μόνον θαλάσσης ἀλλὰ ἐφ’ ὅλης τῆς γῆς, διότι Χριστιανοὶ ὑπάρχουν εἰς ὅλον τὸν κόσμον. Ἡ βασιλεία αὕτη δὲν εἶναι ἐπὶ ὡρισμένων μόνον ἀνθρώπων τῶν Χριστιανῶν ἐν ὅλῃ τὴ γῆ, ἀλλὰ θὰ ἔλθῃ στιγμή, ὅτε «πᾶν γόνυ κάμψει καὶ πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσεται τῷ Θεῷ. Ἡ βασιλεία αὕτη δὲν ὑπάρχει μόνον ἐν τῇ γῇ ἀλλὰ καὶ ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ κυρίως ἐν τῷ οὐρανῷ, διὰ τοῦτο ὀνομάζεται βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἡ βασιλεία αὕτη ἐπεκτείνεται καὶ πέραν τῆς γῆς καὶ τοῦ οὐρανοῦ ἐν τῷ Ἅδῃ, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς ἔχει τὴν δύναμιν ὅπως «δήσῃ τὸν ἰσχυρὸν» διάβολον καὶ ἀφοῦ κατὰ τὸν Ἀπόστολον Παῦλον «ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ πᾶν γόνυ κάμψει ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθόνιων.

Πλὴν τῆς τοπικῆς καὶ χρονικῆς ἐκτάσεως τῶν βασιλειῶν τοῦ κόσμου καὶ τῆς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ, εἰς πᾶν βασίλειον ὑπάρχουν ἐσωτερικῶς μὲν νόμοι καὶ πολῖται καὶ Αὐτοκράτορες, ἐξωτερικῶς δὲ ἐχθροὶ καὶ πόλεμοι.Ἡ Ρωμαϊκὴ δηλαδὴ Αὐτοκρατορία εἶχε τοὺς νόμους της, τοὺς Ρωμαίους πολίτας καὶ τὸν Αὐτοκράτορά της. Ἐξωτερικῶς δὲ ἐχθροὺς εἶχε τοὺς Πάρθους, Πέρσας, Γότθους κ.λπ.

Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἔχει καὶ αὐτὴ τὸν νόμον της. Εἶναι τὸ Εὐαγγέλιον. Ἡ διαφορὰ μεταξὺ τοῦ νόμου τῶν Ρωμαίων τοῦ Ρωμαϊκοῦ δικαίου καὶ τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι ὅτι μὲν Ρωμαϊκὸν δίκαιον ἴσχυεν ἐκεῖ ὅπου ἐξετείνετο τὸ Ρωμαϊκὸν κράτος, τὸ Εὐαγγέλιον ὅμως ἐπὶ τῆς ἐποχῆς τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας εἶχε γίνει νόμος εἰς Πάρθους, Μήδους, Γότθους κ.λπ. Πλὴν αὐτοῦ τοὺς νόμους τῶν ἄλλων βασιλειῶν τοὺς «φκιάνουν» οἱ ἄνθρωποι, τὸ Εὐαγγέλιον ὅμως «φκιάνει» τοὺς ἀνθρώπους, ὅπως λέγει ὁ Πασκάλ. Πόση διαφορά! Οἱ πολῖται τῶν ἄλλων βασιλειῶν εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι ἄνθρωποι ψεῦται, ἅρπαγες, μοιχοί, πλεονέκται εἰδωλολάτραι κ.λπ. «Βασιλείαν ὅμως Θεοῦ οὔτε πόρνοι, οὔτε εἰδωλολάτραι οὔτε μοιχοί, οὔτε μαλακοί, οὔτε ἀρσενοκοῖται οὔτε κλέπται, οὔτε πλεονέκται οὐ μέθυσοι οὐ λοίδωροι οὐχ ἅρπαγες κληρονομήσουσι». Πολῖται τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ κατ’ ἀρχὰς ἦσαν δύο ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα κατόπιν εἷς ὁ Ἄβελ μετὰ ταῦτα οἱ ἀπόγονοι αὐτοῦ, οἱ ὁποῖοι ὠνομάζοντο υἱοὶ Θεοῦ, ἔπειτα τὸ κράτος τῶν Ἑβραίων, ἔπειτα οἱ πιστοὶ ὅλου τοῦ κόσμου καὶ τέλος οἱ ἐν Οὐρανῷ θριαμβεύοντες πιστοί. Ἑπομένως ἡ βασιλεία αὕτη ἔχει μεγάλην ἀρχαιότητα, μεγίστην πρόοδον καὶ μακαρίαν αἰωνιότητα! Πόση ὑπεροχὴ βασιλείας τοῦ Χριστοῦ καὶ ἄλλων βασιλειῶν εἰς τοὺς νόμους, τοὺς πολίτας!

Ἡ ὑπεροχὴ κορυφοῦται, ὅταν σκεφθῶμεν, τοὺς βασιλεῖς τῶν ἄλλων βασιλειῶν καὶ τὸν βασιλέα τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν τὸν ἴδιον τὸν Χριστόν, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ Βασιλεὺς τῶν βασιλέων τῆς γῆς!

Ἐπὶ πᾶσι δὲ τούτοις, ἂς μὴ λησμονῶμεν, ὅτι ὁ Χριστὸς ἐποίησε καὶ ἡμᾶς βασιλεῖς, διότι βασιλεύομεν ἐπὶ τῶν παθῶν μας. Πόσον ὑπέροχον νὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος κύριος τοῦ ἑαυτοῦ του! «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστί», λέγει ὁ Κύριος, ἤτοι ἐμπρός σας καὶ μέσα σας!

Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν ὑπερέχει μόνον εἰς νόμους, νομοθέτην καὶ πολίτας ἀλλὰ καὶ ἐχθρούς. «Οὐκ ἐστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα ἀλλὰ πρὸς τὰς Ἀρχὰς καὶ ἐξουσίας τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος» τοῦ κόσμου τούτου. Καὶ ἡ νίκη περίλαμπρος, διότι τὸν κοσμοκράτορα διάβολον δύναται νὰ νικήσῃ ὄχι μόνον ὁ ὑγιὴς διὰ τῆς δυνάμεώς του βοηθῶν τοὺς ἄλλους ἀλλὰ καὶ ὁ ἀσθενὴς ὑπομένων τὴν ἀσθένειάν του, ὄχι μόνον ὁ νέος διὰ τῶν θυσιῶν του ἀλλὰ καὶ ἡ νέα διὰ τῆς ἁγνότητός της, ὄχι μόνον ὁ μεγάλος μὲ τὴν σοφίαν του ἀλλὰ καὶ ὁ μικρὸς μὲ τὴν ἁπλότητά του, ἑπομένως πᾶς ἄνθρωπος. Πόσον ὑπέροχος εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἔχει τόσους ἐχθροὺς ἀλλὰ καὶ τόσον εὐκόλως καταβάλλει αὐτοὺς ὁ μικρότερος πολίτης της!

Ἡ ὑπεροχὴ βασιλείου Χριστοῦ καὶ βασιλείου τοῦ κόσμου τούτου ἔγκειται καὶ εἰς τὰ ἀγαθά, τὰ ὁποῖα δίδουσιν αὗται. Ἡ βασιλεία τοῦ κόσμου δίδει ἐκτάσεις γῆς, ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ οὐρανόν. Ἡ βασιλεία τῆς γῆς δίδει ἡδονήν, ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ χαράν, ἡ βασιλεία τοῦ κόσμου ἀγωνίαν, ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἀγῶνα, ἡ βασιλεία τοῦ κόσμου χρυσόν, ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἰρήνην, ἡ βασιλεία τοῦ κόσμου δίδει δύναμιν, ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εὐτυχίαν, ἡ βασιλεία τοῦ κόσμου ἀπόλαυσιν παροῦσαν, ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐλπίδα βεβαίαν, ἡ βασιλεία τοῦ κόσμου ὑποψίας κατὰ τῶν βασιλέων της, ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ πίστιν εἰς τὸν βασιλέα της. Ἡ βασιλεία τοῦ κόσμου δίδει ἄρτον, ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ τὴν ἀλήθειαν. Ἡ βασιλεία τοῦ κόσμου δίδει γλέντια, ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δίδει ἐνθουσιασμόν. Γενικὰ ἡ μὲν βασιλεία τοῦ κόσμου δίδει πρόσκαιρα καὶ ὑλικά, ἡ δὲ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δίδει κυρίως αἰώνια καὶ πνευματικά! Διὰ τοῦτο ὁ Κύριος βεβαιοῖ, ὅτι «ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου». (Ἰωαν. 18,36).

Συμπεράσματα.

Ποῖος πολίτης τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν δὲν ἀγάλλεται συναισθανόμενος, ὅτι εἶναι μέλος μίας τοιαύτης βασιλείας, ἡ ὁποία ἔχει τόσην ἔκτασιν χρονικὴν καὶ τοπικήν; Ποῖος πιστὸς δὲν φιλοτιμεῖται νὰ γίνῃ στενώτερον μέλος τῆς βασιλείας ταύτης, ὅπου δὲν ὑπάρχουσι κακοὶ ἄνθρωποι, ἀλλὰ ἅγιοι μόνον; Ποῖος πιστὸς δὲν φροντίζει νὰ γίνῃ βασιλεὺς τῶν παθῶν του, ἀφοῦ τοιαύτην τιμὴν ἔλαβεν ἀπὸ τὸν Χριστόν; Εἴδομεν, ὅτι τρομερὸν ἐχθρὸν ἔχομεν τὸν Σατανᾶν. Ποῖος δὲν θὰ προσέξῃ εἰς τὸν βίον του, ἀφοῦ ἔχει τοιοῦτον ἐχθρὸν νὰ ἀντιμετωπίσῃ; «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βιάζεται καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν», λέγει ὁ Κύριος (Ματθ. 21. 22). Εἴδομεν, ὅτι τὸν ἐχθρὸν αὐτὸν δύναται νὰ καταβάλῃ ὁ ἀσθενής, ὁ παῖς, ὁ ἀγράμματος. Ποῖος θὰ ἀπογοητευθῇ εἰς τὸν πόλεμον τοῦτον, ἀφοῦ ἀσθενεῖς, ἀγράμματοι, παιδία νικῶσιν; Εἴδομεν, ὅτι ἡ βασιλεία αὕτη δίδει χαράν, εἰρήνην, ἐλπίδα, ἐνθουσιασμόν, ὑπομονήν, ἀνάπαυσιν συνειδήσεως παροῦσαν καὶ μέλλουσαν ζωήν. Ποῖος γνωστικὸς θὰ προτιμήσῃ τὴν ὕλην ἔναντι τούτων; Ποίαν ἀξίαν ἔχει ὁ χρυσὸς ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ;

Ὁ Θεοδώριχος ὁ βασιλεὺς τῶν Γότθων γενόμενος τῷ 493 μ.Χ. κύριος τοῦ Δυτικοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους συνεκάλεσεν εἰς γενικὴν συνέλευσιν ὅλους τοὺς ἐπισήμους καὶ εὐγενεῖς τῆς Ρώμης. Μεταξὺ αὐτῶν ἦτο καὶ εἷς ζηλωτὴς Χριστιανός. Οὗτος ἰδὼν τὴν τόσην λαμπρότητα τῶν ἐπισήμων αὐτῶν κυρίων ἀνέκραξεν: Ὦ Θεέ μου, πόσον ὡραία θὰ εἶναι ἡ ἐπουράνιος Ἱερουσαλήμ! Πόση θὰ εἶναι ἡ δόξα τῶν τέκνων σου ἐν οὐρανῷ, ἀφοῦ ἐν τῇ ἐπιγείῳ βασιλείᾳ ὑπάρχει τόση λαμπρότης!

Ἰδοὺ αἱ βασιλεῖαι τοῦ κόσμου καὶ ἡ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ. Ἂς εἰσέλθωμεν εἰς τὴν βασιλείαν ταύτην τοῦ Χριστοῦ διὰ τῆς μετανοίας, ὅπως λέγει ὁ Κύριος. Ἀμήν.

4.

Ἀνοῖξτε τὰ παράθυρα τῆς ψυχῆς

Λαμπρόπουλος Βαρνάβας (Ἀρχιμανδρίτης)

Σήμερα, Κυριακὴ μετὰ τὰ Φῶτα, συμπίπτει καὶ τὸ τέλος τοῦ πανηγυρισμοῦ τῶν Θεοφανείων μὲ τὴν ἀπόδοση τῆς ἑορτῆς. «Ἐπεφάνη ὁ Σωτήρ, ἡ Χάρις, ἡ Ἀλήθεια». Φανερώθηκε ὁ Μεσσίας, γιὰ τὸν Ὁποῖο μίλησαν καὶ μᾶς προετοίμασαν οἱ Προφῆτες. Καὶ τώρα ὁ μέγιστος τῶν Προφητῶν, ὁ Τίμιος Πρόδρομος, ὁ ὁποῖος ἀξιώθηκε καὶ νὰ βαπτίσει «τὸν κηρυττόμενον», ἀφοῦ μᾶς βεβαίωσε ὅτι Αὐτὸς ποὺ βάπτισε εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, πηγαίνει νὰ σφραγίσει μὲ τὸ αἷμα του τὴν ἀλήθεια τῆς μαρτυρίας του καὶ τὸν ἀσυμβίβαστο ἀγώνα του κατὰ παντὸς ψεύδους.

Καὶ Ἀγωνοθέτης, καὶ Ἀγωνιστὴς

Τὴ σκυτάλη τώρα τὴν παραλαμβάνει ὁ ἴδιος ὁ Ἀγωνοθέτης, ὁ ὁποῖος «ἐξῆλθεν νικῶν καὶ ἵνα νικήσῃ» (Ἀποκ. 6,2) σ’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν ἀγώνα τῆς ἀληθείας κατὰ τοῦ ψεύδους, τοῦ φωτὸς κατὰ τοῦ σκότους. Καὶ ὁ Χριστὸς ἀρχίζει «τὸ τρέξιμο» ἀπὸ τὴ Γαλιλαία, μία περιοχὴ ποὺ βρισκόταν σὲ μεγαλύτερο σκοτάδι ἀπὸ τὶς καθαρὰ ἑβραϊκὲς περιοχές, λόγω τῶν ἀπίστων ἐθνικῶν ποὺ κατοικοῦσαν σ’ αὐτή. Τὸ εἶχε προφητεύσει καὶ ὁ προφήτης Ἠσαΐας ὅτι ἀπὸ ἐκεῖ θὰ ξεκινοῦσε τὸ κηρυκτικὸ του ἔργο ὁ Χριστός· ἀπὸ ἕναν λαὸ ποὺ κάθεται στὸ σκοτάδι καὶ στὴ σκιὰ τοῦ θανάτου.

Τελικά, σκοτάδι καὶ θάνατος εἶναι τὸ ἴδιο πράγμα. Δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ἀληθινὴ Ζωὴ χωρὶς τὸ ἀληθινὸ Φῶς. Καὶ σὲ μία τέτοια σκιὰ θανάτου δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει καμία πορεία, καμία κίνηση, καμία πρόοδος. Δὲν περπατοῦσαν στὸ σκοτάδι· κάθονταν στὸ σκοτάδι, ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Κι αὐτὸ δείχνει ὅτι δὲν εἶχαν καμία ἐλπίδα νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὸ σκοτάδι. Μὴ βλέποντας ποὺ νὰ περπατήσουν, εἶχαν καταλειφθεῖ ἀπὸ τὸ σκοτάδι, καταλήγει ὁ Χρυσορρήμων. Προφανῶς δὲν ὑπάρχει χειρότερο κατάντημα γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ἀπὸ τὸ νὰ ἐπιτρέψει στὸ σκοτάδι νὰ κάνει κατάληψη στὴν καρδιά του.

Μέσα σ’ ἕναν τέτοιο λαό, ποὺ ἔχει βουλιάξει στὸ σκοτάδι χωρὶς καμία ἐλπίδα, ἀνέτειλε τὸ φῶς, ὁ Χριστός. Δὲν τὸν ἀναζήτησαν αὐτοί. Ὁ ἴδιος φανερώθηκε σ’ αὐτούς, ἐξηγεῖ πάλι ὁ Χρυσόστομος. Ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος Βουλγαρίας τὸ λέει ἀκόμα πιὸ δυναμικά: Σχεδὸν τοὺς καταδίωξε τὸ Φῶς τοῦ Χριστοῦ. Τοὺς «κυνήγησε» μὲ τὴν ἀγάπη του.

Προϋποθέσεις φωτοδοσίας

Ὅμως αὐτὸ «τὸ κυνήγι», αὐτὴ ἡ καταδίωξη, σὲ καμία περίπτωση δὲν καταργεῖ τὴν ἐλευθερία τους. Τὸ Φῶς τοῦ Χριστοῦ δὲν ἐπιβάλλεται οὔτε μὲ προπαγάνδα οὔτε μὲ πλύση ἐγκεφάλου. Εἶναι διακριτικὸ κάλεσμα σὲ μετάνοια. Γλυκὸ ξύπνημα γιὰ μετοχὴ σὲ ζωὴ βασιλική.

Καὶ αὐτὸ τὸ πρῶτο κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι κάτι ριζοσπαστικὰ καινούργιο. Εἶναι ἀκριβῶς τὸ ἴδιο μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ Προδρόμου: «Μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Μέχρι τώρα τὸ κήρυττε ὁ φίλος του Νυμφίου (Ἰω. 3,29). Τώρα τὸ κηρύττει ὁ ἴδιος ὁ Νυμφίος. Τώρα τὸ κηρύττει ὁ ἴδιος ὁ Βασιλέας τῶν Οὐρανῶν. «Ἦρθα», μᾶς λέει. «Τώρα εἶμαι τόσο κοντά σας. Ἔτσι κι ἁπλώσετε τὸ χέρι σας, μὲ ἀγγίξατε. Ἦρθα, γιὰ νὰ διώξω τὸ σκοτάδι, ποὺ ἀφήσατε νὰ θρονιαστεῖ στὴν καρδιά σας. Ἐγὼ εἶμαι τὸ Φῶς τοῦ κόσμου. Ἀφῆστε με νὰ γίνω Βασιλιάς σας. Ἀφῆστε μὲ νὰ γίνω Ἐλευθερωτής σας ἀπὸ τὴν τυραννία τοῦ σκότος. Ἦρθα, ὄχι γιὰ νὰ σᾶς ἐξουσιάσω, ἀλλὰ γιὰ νὰ σᾶς κάνω συμβασιλεῖς καὶ συγκληρονόμους τῆς Βασιλείας μου. Νυμφίος σας εἶμαι. Τὴν καρδιὰ σας πολιορκῶ μὲ τὴν ἀγάπη μου. Δὲν εἶμαι δυνάστης».

Τὸ Φῶς ἐλευθερώνει ἢ σκλαβώνει;

Δυστυχῶς, ὅμως, πολλοὶ -ἐνίοτε ἴσως κι ἐμεῖς- ἀντὶ γιὰ τὸ Φῶς ἀγαπᾶμε τὸ σκοτάδι. Τὸ βόλεμά μας στὰ πονηρὰ ἔργα, στὰ ἔργα τοῦ σκότος, ὄχι μόνο μᾶς ἐμποδίζει νὰ ἀγαπήσουμε τὸ Φῶς, ἀλλὰ καὶ μᾶς κάνει νὰ τὸ φοβόμαστε· κάποτε καὶ νὰ τὸ μισήσουμε. Διότι τότε, θεωροῦμε κι ἐμεῖς τὸ Φῶς, ὅπως ὁ Καβάφης, σὰν μία νέα τυραννία. Ἔτσι λέει ὁ ποιητὴς στὸ ποίημά του «Τὰ παράθυρα». Ζώντας μέσα στὸ σκοτάδι τῶν παθῶν του, ἀπὸ τὴ μία ἀναζητάει παράθυρα πρὸς τὸ φῶς, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη τρέμει στὴ σκέψη ὅτι θὰ τὰ βρεῖ: «Μὰ τὰ παράθυρα δὲν βρίσκονται· ἢ δὲν μπορῶ νὰ τὰ βρῶ. Καὶ ἴσως καλύτερα νὰ μὴ τὰ βρῶ. Ἴσως τὸ φῶς νὰ εἶναι μία νέα τυραννία. Ποιὸς ξέρει, τί καινούργια πράγματα θὰ δείξει».

Τὴν ἴδια ἀπέχθεια γιὰ τὸ φῶς εἶχε καὶ ἡ ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη. Κι αὐτὴ ἔβλεπε τὸ φῶς σὰν τυραννία. Λέει σὲ ἕνα ποίημά της: Ὤ, χαμηλῶστε αὐτὸ τὸ φῶς. Πάρτε τὸ φῶς. Εἶναι ἡ στιγμή. Στὴ νύχτα τί ὠφελεῖ; Τὴ θέλω ὅλη δική μου. Πέρασε ἡ μέρα. Φτάνει πιά. Πάρτε τὸ φῶς. Μὲ τυραννεῖ. Φτάνει ἡ ἀπάτη μιᾶς ζωῆς. Μοῦ ἀρνεῖται τὴν ψυχή μου.

Τὸ Φῶς τοῦ Χριστοῦ, ὄχι μόνο δὲν ἀρνεῖται, ἀλλὰ καὶ μοῦ «ἐπιστρέφει τὴν ψυχή μου» (Ψαλμ. 22,3). Τῆς ξαναδίνει τὴ χαμένη της ζωὴ καὶ δύναμη. Μακάριος ὁ ἄνθρωπος ποὺ βλέπει τὸ κάλεσμα τοῦ Χριστοῦ σὲ μετάνοια σὰν ἄνοιγμα παραθύρου πρὸς τὸ Ἀληθινὸ Φῶς, σὰν ἔξοδο στὴν «ἐλευθερία τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. 8,21).

5.

Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ

Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))

Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Θὰ ἤθελα νὰ ἀρχίσω μ’ ἕνα μικρὸ ἀνάγνωσμα ἀπὸ τὸ βιβλίο τῆς Ἀποκάλυψης, κεφάλαια 21 καὶ 22: «Καὶ ἤκουσα φωνῆς μεγάλης ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ, ἡτοιμασμένην ὡς νύμφην κεκοσμημένην τῶ ἀνδρὶ αὐτῆς. καὶ ἤκουσα φωνῆς μεγάλης ἐκ τοῦ οὐρανοῦ λεγούσης· Ἰδοὺ ἡ σκηνὴ τοῦ Θεοῦ μετὰ τῶν ἀνθρώπων, καὶ σκηνώσει μετ’ αὐτῶν καὶ αὐτοὶ λαὸς αὐτοῦ ἔσονται, καὶ αὐτὸς ὁ Θεὸς μετ΄ αὐτῶν ἔσται, καὶ ἐξαλείψει ἀπ’αὐτῶν, καὶ ὁ θάνατος οὐκ ἔσται ἔτι, οὔτε πένθος, οὔτε κραυγὴ, οὔτε πόνος οὐκ ἔσται ἔτι· ὅτι τὰ πρῶτα ἀπῆλθον. Καὶ εἶπεν ὁ καθήμενος ἐπὶ τῷ θρόνῳ· ἰδοὺ καινὰ ποιῶ πάντα. Καὶ λέγει μοι· γράψον, ὅτι οὗτοι οἱ λόγοι πιστοὶ καὶ ἀληθινοὶ εἰσι. Καὶ εἶπέ μοι· γέγονεν. ἐγὼ τῷ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος. ἐγὼ τῷ διψῶντι δώσω ἐκ τῆς πηγῆς τοῦ ὕδατος τῆς ζωῆς δωρεάν. Λέγει ὁ μαρτυρῶν ταῦτα· ναὶ ἔρχομαι ταχύ. ἀμήν, ἔρχου, Κύριε Ἰησοῦ. Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ μετά πάντων τῶν ἁγίων· ἀμήν».

Αὐτὴ εἶναι σπουδαία προσδοκία, ἀλλὰ δὲν εἶναι μόνο προσδοκία. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ποὺ πρόκειται νὰ ἔλθει, ἦλθε μέ δύναμη. Ἦλθε σὲ μέρη πολλά, σὲ πολλές καρδιὲς, σὲ πολλές οἰκογένειες, μ’ ἔναν σχεδὸν ἀνεπαίσθητο τρόπο, μυστικὰ ὅπως ἔρχεται ὁ κλέφτης στὰ μέσα τῆς νύχτας. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἔφτασε μὲ δύναμη, βρίσκεται στὶς ἀνθρώπινες σχέσεις, ἀφοῦ ἀποκατέστησε ξανὰ τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο μέσα ἀπὸ μιὰ νέα διάσταση ἀγάπης, τὴν θυσιαστικὴ ἀγάπη τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρίσκεται ἐντὸς μας καὶ ἀνάμεσα μας. Τὰ πάντα βρίσκουν τὸ δρόμο τους στὶς καρδιὲς, στὸ νοῦ, στὴ ζωή, στὴ θέληση μας, κατακτώντας τὰ πάντα μέσα μας. Ἔτσι ὁ σαρκωμένος Θεὸς ἐργάζεται. Kατακτᾶ, καὶ θὰ κατακτᾶ.

Ἀλλὰ ἄν εἴμαστε λαός Του, ἄν εἴμαστε οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, καλούμαστε ὄχι μόνο δεκτικοὶ τῆς χάριτος, ὄχι μόνο νὰ μᾶς κατακτήσει, ἀλλὰ ἔχουμε τὸ προνόμιο νὰ εἴμαστε οἱ ἐκλεκτοὶ τοῦ Θεοῦ, αὐτοὶ ποὺ ὁ Θεὸς ἐπέλεξε, γιὰ νὰ ὑπηρετήσουμε τὸ σκοπό Του. Εἴμαστε ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ ποὺ μπορεῖ Ἐκεῖνος νὰ μᾶς ἐμπιστευτεῖ, ἐπειδὴ Τὸν γνωρίζουμε, ἐπειδὴ Τὸν λατρεύουμε μὲ εὐλάβεια καὶ πίστη, καὶ μπορεῖ νὰ μᾶς πεῖ «Πήγαινετε»· «θυσιαστεῖτε» καὶ νὰ πεθάνουμε· «Ζῆστε» καὶ νὰ ζήσουμε.

Καὶ στὴν καρδιὰ αὐτῆς τῆς ἀποστολῆς μας, ὑπάρχουν λόγια ποὺ ἀκούσαμε δυό φορές στὴ διάρκεια αὐτῆς τῆς ἑβδομάδας σὲ δύο ἀκολουθίες: «Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν». Καὶ ὅταν αὐτὸ γίνεται στὸ πλαίσιο τῶν ἱερῶν μας Λειτουργιῶν, μέσα στὸ κομμάτιασμα τῆς ἱστορικῆς Χριστιανοσύνης, μὲ ὀδύνη συνειδητοποιοῦμε τὸν χωρισμὸ, ἐνῶ γνωρίζαμε τὴν συγγένεια μας. Ὑπάρχει ἕνα σημεῖο ὅπου μὲ αὐτοὺς τοὺς ἀληθινοὺς λόγους, «Ποιεῖτε τοῦτο εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν», μποροῦμε νὰ εἴμαστε ἀκόμα πιὸ κοντὰ ἀπ΄ ὅσο φανταζόμαστε, ἀκόμα κι ἄν δὲν μποροῦμε νὰ κόψουμε τὸν ἄρτο, οὔτε νὰ μοιραστοῦμε τὸ ἴδιο ποτήριο; Tολμῶ νὰ πῶ πὼς εἴμαστε πολὺ πιὸ κοντὰ.

Ὅταν λέμε αὐτὰ τὰ λόγια τὴν ὥρα τῆς κλάσης τοῦ ἄρτου, σκεφτόμαστε μὲ ὅρους λειτουργικοὺς· ξεχνᾶμε ὅτι στὸν Μυστικὸ Δεῖπνο αὐτὰ τὰ λόγια καὶ αὐτὴ ἡ κίνηση ἀντιπροσώπευε κάτι περισσότερο ἀπὸ μιὰ πράξη ἀδελφοσύνης, κάτι περισσότερο ἀπὸ ἕναν τύπο. Ὁ τεμαχισμένος ἄρτος εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ ποὺ θυσιάστηκε γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου. Τὸ κοινὸ ποτήριο ἦταν εἰκόνα τοῦ αἵματός Του ποὺ χύθηκε γιὰ νὰ ἔχει ὁ κόσμος ζωή. Τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμαΤου, ἀντιπροσωπεύουν τὴ θεϊκὴ ἀγάπη ποὺ πῆρε σάρκα μὲ σκοπὸ νὰ μετέχει στὴν τραγωδία τῆς ἀνθρωπότητας μέσα ἀπὸ μιὰ πράξη τέλειας καὶ σταυρωμένης ἀδελφοσύνης γιὰ νὰ σωθεῖ ἴσως ἡ ἀνθρωπότητα. Κι αὐτὸ ἀφορᾶ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ξεκινώντας ἀπὸ τοὺς πιστοὺς, καθὼς λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος.

Πέρα ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς λειτουργικῆς πράξης, ὑπάρχει τὸ ὑπαρξιακό στοιχεῖο, ὅλα ὅσα ἀντιπροσωπεύει ἡ κλάση τοῦ ἅρτου καὶ ἡ συμμετοχή στὸ κοινὸ ποτήριο. Καὶ ἀντιπροσωπεύει τὸ γεγονὸς τῆς Ἐνσάρκωσης, ὅπου ὁ Θεὸς ἑνώνεται μὲ τὸν ἄνθρωπο καὶ στὴν πραγματικότητα μὲ ὅλον τὸν κόσμο, παίρνοντας στοὺς ὥμους Του τὸ πεπρωμένο τῆς ἀνθρωπότητας, ταυτίζοντας τὸν ἑαυτό Του ὄχι μόνο μὲ τὸ δημιούργημα Του, ἀλλὰ μὲ τὸ ἐκπεσμένο πλάσμα Του καὶ ὅλες τὶς ἀνθρώπινες καταστάσεις, ὄχι μόνο σὲ σχέση μὲ τὴ ζωή, μὲσα ἀπὸ τὸ κήρυγμα καὶ τὴν διακονία, ὄχι σέ σχέση μὲ τὸ φυσικό θανάτο, ἀλλὰ μέχρι τοῦ σημείου νὰ μοιραστεῖ μὲ τοὺς ἀνθρώπους τὴ μόνη βασική τραγωδία τῆς ἀνθρωπότητας: τὴν ἀπώλεια τοῦ Θεοῦ – «Θεέ μου, Θεὲ μου, γιατὶ μ’ ἐγκατέλειψες;» – αὐτὴ ἡ ἀπώλεια τοῦ Θεοῦ ποὺ σκοτώνει καὶ ποὺ σκοτώνεται. Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔγινε Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου ὡς πρὸς τὴν ἀνθρωπινή Του φύση. Ἀντιπροσωπεύει αὐτὴν τὴν ἀλληλεγγύη τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐμᾶς ποὺ ἐκφράζεται στὴν ἀγωνία στὸν Κῆπο τῆς Γεσθημανῆ, ὅπου ὁ Χριστὸς βρίσκεται ἀντιμέτωπος μὲ τὸν θάνατο – ἕναν θάνατο ποὺ δὲν ἔχει τίποτα κοινὸ μ’ Ἐκεῖνον. Ἐπειδὴ Ἐκεῖνος ἦταν ἡ ζωή, ὁ θάνατος δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει δύναμη ἐπάνω Του, ἐπειδὴ λέει ὅτι ὁ ἄρχοντας αὐτοῦ τοῦ κόσμου δὲν θὰ βρεῖ τίποτα σ’ Ἐκεῖνον ποὺ νὰ τοῦ ἀνῆκει. Ὁ θάνατος ποὺ ἦταν δῶρο στὴν ζωή Του, ποὺ τὸν ἀποδέκτηκε καὶ τὸν μοιράστηκε, Ἐκεῖνος ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ πεθάνει. Ἀντιπροσωπεύει τὴ Σταύρωση, τὴ φυσικὴ ἐμπειρία τοῦ ἀθάνατου ποὺ μοιράζεται τὸν θάνατο τοῦ πλάσματος Του, Ἐκεῖνος ποὺ ἦταν Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, μέσα ἀπὸ μιὰ πράξη ἀδελφοσύνης, χάνοντας τὴν ἔννοια τῆς ἑνότητάς Του μὲ τὸν Πατέρα καὶ πεθαίνοντας χάριν τῆς ἑνότητας. Αὐτὸ εἶναι ποὺ ἀντιπροσωπεύει ἡ κλάση τοῦ ἄρτου καὶ ἡ μετοχή στὸ κοινὸ ποτήριο.

Αὐτὸ πράγματι μποροῦμε νὰ κάνουμε εἰς ἀνάμνησίν Του, δίχως κανένα κομμάτιασμα στὸ ἱστορικὸ Χριστιανικὸ σῶμα. Αὐτὸ μποροῦμε νὰ κάνουμε· μποροῦμε νὰ πάρουμε τὴν εὐθύνη αὐτοῦ τοῦ τραγικοῦ κόσμου καὶ νὰ σηκώσουμε στοὺς ὥμους μας σταυρικὰ τὶς ἁμαρτίες του. Μποροῦμε νὰ ταυτιστοῦμε μὲ τὸν θάνατο αὐτοῦ ποὺ πεθαίνει καὶ τὴν ὀδύνη τοῦ πάσχοντος ἀνθρώπου, ὅπως ὁ Χριστὸς στὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. Ἀντιμέτωπος μ’ ἕναν θάνατο ξένο πρὸς Αὐτὸν, μὲ μιὰ πράξη συμπόνοιας, μὲ τὴν κυριολεκτικὴ σημασία τῆς λέξης, τῆς ἑνότητας ποὺ φτάνει μέχρι τοῦ σημείου νὰ ταυτιστεῖ καὶ νὰ μπεῖ στὴ θέση ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Μποροῦμε ν΄ ἀντιμετωπίσουμε ταυτόχρονα τὴ ζωή καὶ τὸ θάνατο – νὰ πεθάνουμε φυσικὰ, ἀλλὰ ἐπίσης νὰ πεθάνουμε χάριν τῆς ἔμπρακτης ἀγάπης, μιᾶς ὁλοκληρωτικῆς ἀπάρνησης τῶν δικαιωμάτων μας χάριν τοῦ ἄλλου.

Καὶ ἀκοῦμε τὸν λόγο ποὺ ἀπευθύνεται σ’ ἐμᾶς: «Ποιεῖτε τοῦτο εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν». Ἀκόμα κι ἄν λειτουργικὰ δὲν μποροῦμε νὰ μοιραστοῦμε τὸν ἄρτο καὶ τὸν οἶνο, μποροῦμε νὰ μοιραστοῦμε ἐξ ὁλοκλήρου αὐτὸ ποὺ ἀντιπροσωπεύει καὶ νὰ εἴμαστε ἄρρηκτα δεμένοι στὸ μυστήριο τῆς πίστης. Τὸ Ἀρνίο τοῦ Θεοῦ μερίζεται καὶ μοιράζεται, ἄν καὶ πάντα μερίζεται, δὲν διαιρεῖται, ἀκοῦμε στὴν ὀρθόδοξη λειτουργία. Αὐτὸ μποροῦμε νὰ τὸ ἐπιτύχουμε πέρα ἀπὸ κάθε χωρισμό, μέσα ἀπὸ μιὰν τέτοια ἕνωση μὲ τὸν Χριστό σ’ ἕνα σῶμα ποὺ θυσιάζεται, στὸ αἷμα ποὺ χύνεται γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου.

Πόσο ὑπέροχο νὰ τὸ ἀνακαλύψουμε αὐτό! Καὶ εἶναι πραγματικὰ καὶ ἀληθινὰ μιὰ λειτουργικὴ πράξη, διότι τὸ ἔργο τοῦ ἱερέα ἀποκτᾶ νόημα μέσα ἀπὸ τὴν προσφορὰ του καὶ ἡ παγκόσμια ἱερωσύνη σημαίνει προσφορὰ σὲ ψυχὴ καὶ σῶμα πρὸς αὐτοὺς ποὺ ἀγαπᾶμε – νὰ γίνουμε πράξη ποὺ νὰ συγκρίνεται καὶ ν’ ἀναγνωρίζεται μὲ τὴν πράξη τῆς θεϊκῆς ζωῆς, τῆς θεϊκῆς θυσίας. Θυσία σημαίνει χύνω τὸ αἷμα μου καὶ ἀνήκω ἐξ ὁλοκλήρου στὸν Θεό, σημαίνει νὰ μοιραζόμαστε τὴ ζωή Του ἐπειδὴ θὰ ἔχουμε μοιραστεῖ τὸν θάνατό Του στὴν καρδιὰ καὶ τὸ σῶμα μας.

Ἔτσι ἄς θρηνήσουμε γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἑνότητά μας δὲν μπορεῖ νὰ ἐκφραστεῖ πλήρως, ἐπειδὴ δὲν εἴμαστε ἀκόμα ὥριμοι ν’ ἀγαπήσουμε, δὲν εἴμαστε ὥριμοι νὰ καταλάβουμε. Ἀλλὰ ἄς χαροῦμε καὶ ἄς εὐχαριστήσουμε τὸν Θεὸ ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ χωριστοῦμε εἴτε ἀπὸ Αὐτὸν, εἴτε ἀπὸ κανέναν ἄλλον στὸ μυστήριο ποὺ ὁρίζεται ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἅγια τραγικὲς καὶ νικηφόρες νικητήριες λέξεις, «Ποιεῖτε τοῦτο, εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν».

Ἄς προσευχηθοῦμε. Χριστέ, ποὺ ἕνωσες τοὺς Ἀποστόλους σὲ δεσμὰ ἀγάπης, μᾶς ἕνωσες κι ἐμᾶς τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἀλλὰ πιστούς δούλους Σου, καὶ μᾶς ἕνωσες γιὰ πάντα μ’ Ἐσένα καὶ τὸν ἕνα μὲ τὸν ἄλλο. Δῶσε μας δύναμη καὶ ὑπομονὴ νὰ ἐκπληρώσουμε τὶς ἐντολὲς Σου καὶ ν’ ἀγαπᾶμε ἀληθινὰ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Ὦ Χριστέ, Θεὲ μας, μετὰ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἕνας Θεὸς, ποὺ ζεῖ καὶ βασιλεύει σ’ ἕναν κόσμο δίχως τέλος. Ἀμήν.

6.

Τὸ ὅραμα τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν

Καραγιάννης Νικάνωρ (Ἀρχιμανδρίτης)

«Ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς κηρύσσειν… ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἔστω καὶ ἂν εἶναι ἡ θεμελιώδης πολυσήμαντη ἔννοια τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας καὶ πίστεως, παραμένει θολὴ καὶ συγκεχυμένη στὴ σκέψη πολλῶν. Καὶ αὐτὸ ἐξαιτίας τῆς πληθώρας τῶν συμβολικῶν εἰκόνων μὲ τὶς ὁποῖες παρουσιάζεται στὴν Ἁγία Γραφή, ἀλλὰ καὶ τῶν ἀνάλογων ποικίλων ἑρμηνειῶν πάνω σ’ αὐτές. Ἕνας σύγχρονος ἐπίσκοπος ἀναρωτιέται: «Τί εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ; Εἶναι κάτι τωρινὸ ἤ μελλοντικό; Κάτι γήινο ἤ οὐράνιο; Κάτι ἁπτὸ καὶ συγκεκριμένο ἡ μακρινὸ καὶ ἀκαθόριστο»;

Ἡ Ἐκκλησία ὡς μυστήριο τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ

Ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ τὴν προτύπωση καὶ τὸν «προθάλαμο» τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἱερέας, ὅταν ὑψώνει τὸ Εὐαγγέλιο, διακηρύσσει πανηγυρικὰ τὴ δοξολογικὴ φανέρωση αὐτῆς τῆς βασιλείας, λέγοντας «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων». Ὅμως τί σημαίνει βασιλεία τοῦ Θεοῦ; Ποιὰ εἶναι ἡ ἔννοιά της; Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μὲ τὴν Ἁγία Γραφὴ ἀλλὰ καὶ τὴν πατερικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀγάπη γι’ Αὐτόν, ἡ ζωὴ ἐν Αὐτῷ, ἡ «καινὴ κτίσις». Εἶναι ἡ καινούργια πραγματικότητα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ τῆς προσπάθειας τοῦ ἀνθρώπου ἐντὸς αὐτῆς.

Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ περιεχόμενο τῆς αἰώνιας ζωῆς: «αὕτη ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκουσί σε» (Ἰω. 17,3). Γι’ αὐτὴ τὴν ἀληθινή, τὴν ὄντως ζωὴ δημιουργήθηκε ὁ ἄνθρωπος. Ἀπὸ αὐτὴ ξέπεσε μὲ τὴν ἁμαρτία καὶ ἔτσι ἐπικράτησε στὸν κόσμο τὸ πολύμορφο κακὸ καὶ ἡ φθορά. Ὁ κόσμος ἀρνήθηκε τὸν Θεό, ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν γύρισε τὴν πλάτη Του στὸν κόσμο, «καὶ οὐκ ἀπέστη πάντα ποιῶν ἕως ἠμᾶς εἰς τὸν οὐρανον ἀνήγαγε καὶ τὴν βασιλείαν Του ἐχαρίσω τὴν μέλλουσαν», ὅπως χαρακτηριστικὰ τονίζει ἡ εὐχὴ τῆς Ἀναφορᾶς στὴ θεία Λειτουργία. Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν εἶναι ἤδη παροῦσα, ὅμως τόσο συχνὰ σκιάζεται ποὺ μοιάζει νὰ βυθίζεται στὴ γῆ ἀπὸ πάθη, λάθη καὶ ἀδυναμίες πολλές, ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες ὅλων μας.

Ὡστόσο, ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἔχει ἕναν ἐκρηκτικὸ δυναμισμό. Ἔστω καὶ ἂν δὲν φαίνεται ἐξωτερικά, μεταμορφώνει καὶ ἀλλάζει ἐσωτερικὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ τὴν ἀποδέχεται καὶ ἀγωνίζεται γι’ αὐτή. Προσφέρεται στὸν κόσμο γιατί ὁ Χριστὸς ἔχει ἤδη ἔρθει, ἀλλὰ ἐπειδὴ θὰ ξαναέρθει, ἡ βασιλεία Του θὰ ὁλοκληρωθεῖ στὸ μέλλον. Αὐτὸ τὸ μυστήριο ἄρχισε μὲ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο, ὅπως ὁ ἴδιος εἶπε, «εἰ ἐγὼ ἐν δακτύλῳ τοῦ Θεοῦ ἐκβάλλω τὰ δαιμόνια, ἄρα ἔφθασε ἐφ’ ὑμᾶς ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ» (Λκ. 11,20). Συνεχίζεται μυστικὰ καὶ ἀθέατα ἀνάμεσά μας. Παρ’ ὅλα αὐτὰ περιμένουμε νὰ ὁλοκληρωθεῖ μὲ ὅλη τὴ δόξα καὶ τὴ λαμπρότητα στὴ δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου. Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ποὺ ἀποτελεῖ ὅραμα τῶν προφητῶν, κήρυγμα τῶν ἀποστόλων καὶ προσμονὴ τῶν πιστῶν, εἶναι προετοιμασμένη γιὰ χάρη μας «πρὸ καταβολῆς κόσμου». Δόθηκε ἀπὸ τὸν Χριστό, ὁ ὁποῖος πρόσφερε τὸν ἑαυτὸ του θυσία καὶ ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκρούς. Αὐτὸ τὸ μυστήριο τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, σὲ κάθε θεία Λειτουργία προσφέρεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία στὸν κόσμο.

Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν μέσα στὸ χρόνο

Ὁ ὁρατὸς καὶ ἀόρατος κόσμος συντονίζονται στὸν ἴδιο ἀγώνα καὶ στὴν ἴδια ἀγωνία, ὄχι γιὰ δύο διαφορετικὲς ζωές, ἀλλὰ γιὰ μία ζωὴ μὲ δύο ὄψεις καὶ μορφές. Ἀνάμεσα στὴν παραμορφωμένη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ὄψη καὶ τὴν ἀνακαινισμένη ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ κατάσταση τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Τὸ Εὐαγγέλιο τονίζει ὅτι ὁ κόσμος «τοῦ παρόντος αἰῶνος» καὶ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν συνυπάρχουν σὲ μία διαρκῆ ἔνταση καὶ ἀντιπαράθεση. Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἤδη βρίσκεται «ἐν μυστηρίῳ» στὴν Ἐκκλησία, ὅμως καλύπτεται καὶ κρύβεται.

Ὁ κόσμος τὴν ἀγνοεῖ ἤ τὴν ἀντιμάχεται, ἐνῶ ἐμεῖς συνήθως τὴν «ἐξορίζουμε» στὸ τέλος τοῦ κόσμου, ὅταν κλείσει ἡ πόρτα τῆς πανανθρώπινης ἱστορίας καὶ τῆς προσωπικῆς μας ζωῆς. Ἔτσι βέβαια δὲν τὴν αἰσθανόμαστε σὰν ὁλοκλήρωση τῆς οὐσίας τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἀποστολῆς μας. Σὰν κάτι ποὺ ὄχι ἁπλὰ πιστεύουμε ἀλλὰ καὶ πρέπει νὰ περιμένουμε καθημερινά. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἀτόνησε ἡ προσδοκία μας, δὲν νιώθουμε ὅπως οἱ πρῶτοι χριστιανοί, ὅταν ἔλεγαν «ἔλθετω ἡ βασιλεία Σου».

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, μόνο ἂν ἀνανεώσουμε τὴν προσδοκία μας γιὰ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ μποροῦμε νὰ ἀγωνιζόμαστε καὶ νὰ περιμένουμε γιὰ νὰ καταρρεύσουν στὸ οὐράνιο μέλλοντα φαντάσματα τοῦ διαβόλου καὶ νὰ ἀκουσθοῦν στὴν αἰωνιότητα οἱ ἐκρήξεις τοῦ μηδενός του. Ἀμήν.

7.

Κυριακὴ μετὰ τὰ Φῶτα (Ἐφεσ δ΄ 7-13)

Διονύσιος Ψαριανός (Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (+))

Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Πέρασαν οἱ μεγάλες ἑορτὲς καὶ μᾶς ἀφήκαν πίσω τὸν ἀντίλαλό τους. Ἀντίλαλος τῶν ἑορτῶν τῆς θείας Ἐπιφανείας, ὅπως ἀλλιῶς λέγονται στὴν ἐκκλησιαστικὴ γλώσσα οἱ ἑορτὲς τῶν Χριστουγέννων, εἶναι καὶ τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα. Μᾶς μιλάει γιὰ τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, ποὺ μὲ τὴ Γέννηση κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ στὴ γῆ κι ὕστερα πάλι μὲ τὴν Ἀνάληψή του ἀνέβηκε στὸν οὐρανό· ἐκεῖνος ποὺ ἀναλήφθηκε μὲ θεϊκὴ δόξα εἶναι αὐτὸς ποὺ τὸν εἴδαμε τώρα νὰ γεννηθῆ ταπεινὸς ἄνθρωπος. Ἂς ξανακούσουμε τὰ ἀποστολικὰ λόγια, ἐξηγημένα τώρα στὴ δική μας ἁπλοελληνικὴ γλώσσα.

Ἀδελφοί, στὸν καθέναν δόθηκε ἡ θεία χάρη, σύμφωνα μὲ τὸ μέτρο ποὺ ἔχει, ὅταν μοιράζη τὴ δωρεά του ὁ Χριστός. Γι’ αὐτὸ λέγει ὁ ψαλμός· ὅταν ἀνέβηκε ψηλά, αἰχμαλώτισε κι ἔσυρε μαζί του τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς ἔδωκε δῶρα. Κι αὐτὸ τὸ ἀνέβηκε, ποὺ λέγει, τί ἄλλο φανερώνει παρὰ πὼς κατέβηκε πρῶτα στὰ πιὸ χαμηλὰ μέρη τῆς γῆς; Ἐκεῖνος ποὺ κατέβηκε αὐτὸς εἶναι ποὺ ἀνέβηκε παραπάνω ἀπ’ ὅλους τοὺς οὐρανούς, γιὰ νὰ γεμίση μὲ τὸν ἑαυτό του τὰ πάντα. Κι αὐτὸς ἔδωκε νὰ εἶναι ἄλλοι ἀπόστολοι, ἄλλοι προφῆτες, ἄλλοι εὐαγγελιστές, ἄλλοι ποιμένες καὶ διδάσκαλοι, πρὸς τὸ σκοπὸ νὰ καταρτίζωνται oι πιστοὶ καὶ νὰ ‘ναι σὲ θέση νὰ προσφέρουν ἔμπρακτη ὑπηρεσία κι ἔτσι νὰ οἰκοδομῆται τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὥς ποὺ νὰ φτάσουμε ὅλοι νὰ ἔχουμε μία πίστη καὶ ξεκάθαρη γνώση γιὰ τὸν υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ γίνουμε ὁ καθένας σωστὸς ἄνδρας, στὰ μέτρα τῆς ὡριμότητος τῶν ἀνθρώπων τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.

Αὐτὰ εἶναι, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου σήμερα στὴ δική μας ἁπλὴ γλώσσα. Μὰ ὅπως τὸ εἴπαμε κι ἄλλη φορά, κάτω ἀπὸ τὰ ἁπλὰ λόγια τῆς θείας Γραφῆς κρύβονται πάντα μεγάλα νοήματα κι εἶναι ἀνάγκη, ὄχι μόνο νὰ ἐξηγοῦμε τὰ λόγια, μὰ καὶ νὰ τὰ ἑρμηνεύουμε, νὰ σκάβουμε δηλαδὴ σὲ βάθος, γιὰ νὰ ἀνακαλύψουμε κάθε φορὰ τὸ πνεῦμα κάτω ἀπὸ τὸ γράμμα. Γιατί, ἂν μείνουμε στὶς λέξεις καὶ στὸ γράμμα, μικρὸ κέρδος καὶ ὠφέλεια μποροῦμε νὰ ἔχουμε. Καμμιὰ φορὰ μάλιστα, ὅταν μένουμε στὶς λέξεις καὶ τὸ γράμμα, ὄχι μόνο δὲν κερδίζουμε, μὰ καὶ ζημιωνόμαστε.

Στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ἔχουμε τὸ περιστατικὸ τοῦ αἰθίοπα καὶ τοῦ Φιλίππου. Ἕνας αἰθίοπας ἐπάνω σ’ ἕνα ἁμάξι ἐπήγαινε στὸ δρόμο του καὶ διάβαζε τὸν προφήτη Ἠσαΐα· τὰ λόγια τὰ διάβαζε, μὰ τὰ νοήματα δὲν τὰ καταλάβαινε. Τότε ὁ Φίλιππος, ὄχι ἐκεῖνος ἀπὸ τοὺς δώδεκα Ἀποστόλους, ἀλλὰ ἐκεῖνος ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ Διακόνους, ὠδηγημένος ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, πλησίασε στὸν αἰθίοπα καὶ τὸν ρώτησε «Ἄρα γε γιγνώσκεις ἃ ἀναγιγνώσκεις;». Δηλαδὴ· τάχα καταλαβαίνεις αὐτὰ ποὺ διαβάζεις; Κι ὁ αἰθίοπας ἀπάντησε· «Πῶς γὰρ ἂν δυναίμην, ἐὰν μὴ τὶς ὁδηγήσῃ με;»

Δηλαδὴ· καὶ πῶς θὰ μποροῦσα νὰ καταλάβω, ἂν κάποιος δὲν μὲ ὁδηγήση;

Νὰ διαβάζουμε λοιπὸν μόνο τὶς λέξεις καὶ νὰ ξέρουμε ἔστω τὴ σημασία τους δὲν θὰ πῆ πὼς καταλαβαίνουμε πάντα καὶ τὰ νοήματα τῆς θείας Γραφῆς, ποὺ εἶναι βιβλίο θεόπνευστο καὶ πνευματέμφορο, βιβλίο δηλαδὴ γραμμένο μὲ τὴν ἔμπνευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ γεμάτο ἀπὸ τὴ ζωὴ καὶ τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μὰ τὸ Πνεῦμα τῆς θείας Γραφῆς δὲν εἶναι οἱ λέξεις· ἂν ἦσαν, τότε πῶς ἐμεῖς τολμοῦμε καὶ τὶς μεταφράζουμε στὴ δική μας γλώσσα; Οἱ λέξεις καὶ τὸ γράμμα εἶναι τὸ ὑλικὸ καὶ σαρκικὸ σῶμα τῆς θείας Γραφῆς, ὁ ἀνθρώπινος καὶ φυσικὸς τρόπος ὅπου μ’ αὐτὸν ἐκφράζεται ὁ Θεὸς καὶ μᾶς μιλάει, κάθε φορὰ στὴ γλώσσα μας καὶ ἀνάλογα μὲ τὴ νοητική μας ἀντίληψη. Μέσα σὲ τοῦτο τὸ σῶμα, παρόμοια ὅπως μέσα στὸ ἀνθρώπινο σῶμα ὑπάρχει ἡ ψυχή, εἶναι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ δίνει ζωὴ στὸ γράμμα καὶ τὰ ἁπλὰ λόγια γίνονται «ρήματα ζωῆς αἰωνίου». Γι’ αὐτὸ ὁ Χριστὸς λέγει κάπου στὸ Εὐαγγέλιο πὼς «τὸ πνεῦμα ἐστι τὸ ζωοποιοῦν, ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν». Καὶ γι’ αὐτό, ἐπειδή, διαβάζοντας ὁ καθένας καὶ καταλαβαίνοντας τὶς λέξεις, δὲν εἶναι βέβαιο πὼς κατέχει καὶ τὸ πνεῦμα, ἡ Ἐκκλησία ἑρμηνεύει τὴ θεία Γραφὴ καί, ὅπως ὁ Φίλιππος στὸν αἰθίοπα, γίνεται ὁδηγὸς στοὺς πιστούς, γιὰ νὰ βαθύνουν καὶ νὰ καταλάβουν τὰ πνευματικὰ νοήματα τοῦ θείου λόγου. Τὸ εἴπαμε κι ἄλλη φορὰ πὼς οἱ Εὐαγγελικοί, οἱ Χιλιαστὲς κι ὅλοι οἱ αἱρετικοὶ γι’ αὐτὸ πλανιῶνται, γιατί διαβάζουν μόνοι τους κι ἑρμηνεύουν τὴ θεία Γραφὴ ὅπως ὁ καθένας νομίζει καὶ θέλει.

Ὕστερα ἀπ’ ὅσα εἴπαμε ὡς ἐδῶ, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἀντὶ γιὰ ἄλλη διδαχὴ ἐπάνω στὴ σημερινὴ ἀποστολικὴ περικοπή, ἂς ἑρμηνέψουμε πλατύτερα τὰ λόγια ποὺ ἐξηγήσαμε στὴ γλώσσα μας κι ἂς βαθύνουμε στὰ πνευματικά τους νοήματα. Μᾶς λέγει ὁ Ἀπόστολος πὼς στὸν καθέναν δόθηκε ἡ θεία χάρη, σύμφωνα μὲ τὸ μέτρο τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ θὰ πῆ πὼς ὁ Χριστὸς δὲν δίνει σὲ ὅλους τὸ ἴδιο· σ’ ἄλλον δίνει πολὺ καὶ σ’ ἄλλον δίνει λίγο. Θὰ πῆς τώρα· αὐτὸ δὲν εἶναι δικαιοσύνη· καὶ πῶς μπορεῖ ὁ Χριστὸς νὰ εἶναι ἄδικος; Δικαιοσύνη ὅμως δὲν εἶναι ἡ ἰσότητα, καθὼς τὸ φωνάζουν ὅλοι στὸν καιρό μας. Δικαιοσύνη εἶναι ἡ ἀναλογία, νὰ παίρνη δηλαδὴ ὁ καθένας ὅσο τοῦ ἀξίζει. Κι αὐτὸ τὸ «ἀξίζει» δὲν εἶναι πιὰ μέτρο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ μέτρο δικό μας. Σοῦ ἀξίζει νὰ πάρης πολύ; Θὰ πάρης ἀπὸ τὸ Θεὸ πολύ. Δὲν σοῦ ἀξίζει; Θὰ πάρης λίγο ἤ καὶ θὰ χάσης κι ἐκεῖνο ποὺ ἔχεις. Γι’ αὐτὸ κάπου λέγει στὸ Εὐαγγέλιο ὁ Χριστός· «παντὶ τῷ ἔχοντι δοθήσεται». Ὅταν ἐσὺ θέλης κι εἶσαι ἄξιος νὰ πάρης ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεὸς δὲν θὰ ἀρνηθῆ, μὰ θὰ σοῦ δώση μὲ τὸ παραπάνω· «δοθήσεται καὶ περισσευθήσεται», λέγει πάλι ὁ Χριστός.

Αὐτὲς οἱ δωρεὲς καὶ τὰ πνευματικὰ χαρίσματα τοῦ Χριστοῦ εἶναι οἱ καρποὶ τοῦ θείου καὶ ἀπολυτρωτικοῦ του ἔργου, ὅπως ἀκριβῶς προφητικὰ τὸ λέγει ὁ ψαλμός. Ὅταν ἀνέβηκε ψηλὰ ὁ Χριστός, ὅταν δηλαδὴ ὑψώθηκε στὸ Σταυρὸ κι ὕστερα ἀναστήθηκε κι ἀναλήφθηκε στὸν οὐρανό, ἐλευθέρωσε τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία τοῦ Σατανᾶ, τοὺς τράβηξε μαζί του, σὰν δικούς του αἰχμαλώτους, καὶ τοὺς ἔδωκε τὰ λάφυρα τῆς νίκης του. Λάφυρα τῆς νίκης τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὰ πνευματικὰ χαρίσματα.

Αὐτὸ ὅμως τὸ «ἀνέβηκε», γιὰ τὸ Χριστό, φανερώνει πὼς πρῶτα κατέβηκε· κατέβηκε πρῶτα, ὅταν ἦρθε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ γεννήθηκε στὴ γῆ κι ὑστέρα, ὅταν μὲ τὸν θάνατό του ἔφτασε ὥς τὸν Ἅδη. Αὐτὸς λοιπὸν ποὺ κατέβηκε, αὐτὸς εἶναι καὶ ποὺ ἀνέβηκε παραπάνω ἀπὸ κάθε ἀρχὴ καὶ ἐξουσία στὴ γῆ καὶ στὸν οὐρανό. Ὥστε τώρα, ὄχι πιὰ σὰν Θεός, μὰ σὰν Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ νὰ εἶναι παντοῦ καὶ ἡ παρουσία του νὰ γεμίζη τὰ πάντα. Καὶ εἶναι αὐτὸς ποὺ ἵδρυσε στὴ γῆ τὴν Ἐκκλησία καὶ μοιράζει σ’ αὐτὴν τὰ χαρίσματα· ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία δὲν ὑπάρχουν χαρίσματα τοῦ Χριστοῦ, ὥστε ἄλλοι νὰ εἶναι ἀπόστολοι, ἄλλοι προφῆτες, ἄλλοι εὐαγγελιστές, ἄλλοι ποιμένες καὶ διδάσκαλοι.

Τὰ διάφορα λοιπὸν ἀξιώματα καὶ τὰ διάφορα ἔργα στὴν Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἀνθρώπινη ἐφεύρεση, καθὼς κάποιοι θέλουν νὰ λένε, μὰ εἶναι χαρίσματα τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τὰ χαρίσματά του ὁ Χριστὸς δὲν τὰ δίνει χωρὶς σκοπὸ γιὰ νὰ μείνουν ἀχρησιμοποίητα· τὰ δίνει γιὰ νὰ καταρτίζωνται οἱ πιστοί, ποὺ καὶ αὐτοὶ πρέπει νὰ ἔχουν ἐνεργὸ θέση καὶ ὑπηρεσία στὴν Ἐκκλησία. Ἔτσι οἰκοδομεῖται καὶ προάγεται τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὥσπου νὰ φτάσουμε ὅλοι στὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ στὴν ἐπίγνωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ θὰ εἶναι σημεῖο τῆς πνευματικῆς καὶ ἠθικῆς μας ὡριμότητος, ποὺ θὰ φανερώνη πὼς εἴμαστε πιὰ σωστοὶ καὶ τέλειοι ἄνδρες, στὰ μέτρα τῶν ἀνθρώπων τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Γιατί αὐτὸ θὰ πῆ ἀληθινὸς χριστιανός, σωστὸς καὶ ὁλοκληρωμένος ἄνθρωπος, ποὺ κάθε μέρα πλησιάζει στὸ τέλειο πρότυπο, ποὺ εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός.

Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Καὶ μὲ τὴν ἑρμηνεία καὶ ἀνάπτυξη, ποὺ ἐπιχειρήσαμε τῆς σημερινῆς ἀποστολικῆς περικοπῆς, δὲν πήγαμε πολὺ πιὸ πέρα καὶ πιὸ βαθιὰ ἀπὸ τὴν ἁπλὴ γλωσσικὴ ἐξήγηση ποὺ ἐκάμαμε στὴν ἀρχή. Πρῶτα, γιατί δὲν ἔχουμε τὸν ἀπαιτούμενο χῶρο, κι ὕστερα, γιατί δὲν εἴμαστε βέβαιοι πὼς ἀκοῦτε καὶ παρακολουθεῖτε χωρὶς κόπο. Μὰ ἔστω καὶ τόσο εἶναι ἀρκετό, γιὰ νὰ καταλάβουμε πὼς τὸ θεῖο κήρυγμα, σὰν αὐθεντικὴ ἑρμηνεία τῆς πίστεώς μας ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, εἶναι πολὺ βαρὺ καὶ ὑπεύθυνο ἔργο, καὶ γιὰ κεῖνον ποὺ κηρύττει καὶ γιὰ κείνους ποὺ ἀκοῦνε. Ἂς μείνουμε λοιπὸν γιὰ σήμερα ἐδῶ κι ἂς ἔχουμε ὅλοι μας τὸ φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τὴ χάρη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ καταλαβαίνουμε καὶ νὰ τηροῦμε στὸ βίο μας τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός. Ἀμήν.