Ἱερόθεος Βλάχος (Μητροπολίτης Ναυπάκτου)
Μεταξὺ τῶν ἁγίων Πατέρων ποὺ καταφέρθηκαν ἐναντίον τῶν ἀδίκων πλουσίων, ποὺ στηρίζονταν πάνω στὰ ὑλικὰ ἀγαθά, καὶ περιφρονοῦσαν ἤ ἀδιαφοροῦσαν γιὰ τὴν ἀδικία καὶ τὴν πείνα ποὺ ἐπικρατοῦσε στὴν κοινωνία, ἦταν καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος. Πρέπει νὰ σημειωθῆ ὅτι ὁ Μ. Βασίλειος μίλησε γιὰ τὰ καυτὰ κοινωνικὰ θέματα τῆς ἐποχῆς του, ἀφοῦ προηγουμένως ὁ ἴδιος ἔδωσε τὸ παράδειγμα. Μοίρασε στοὺς πτωχοὺς τὴν μεγάλη περιουσία ποὺ εἶχε καὶ ἔπειτα ἔγινε ἱερεὺς καὶ ἐπίσκοπός τῆς Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας. Ἔτσι δὲν μιλοῦσε ἀπὸ τὸ γραφεῖο θεωρητικά. Ὁ ἴδιος πρῶτα τὸ ἔζησε καὶ ἔπειτα δίδαξε, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ λόγος του ἦταν βροντή, ἀφοῦ προηγουμένως ὁ βίος του ἦταν ἀστραπή.
Ὁ Μ. Βασίλειος ἐργάσθηκε ποιμαντικά. Δὲν προσπάθησε νὰ μεταστρέψη τὴν ἀγανάκτηση τῶν πτωχῶν ἐναντίον τῶν πλουσίων καὶ νὰ δημιουργήση μίσος, ἀλλὰ προσπάθησε νὰ θεραπεύση τόσο τοὺς πτωχοὺς ὅσο καὶ τοὺς πλουσίους νὰ βλέπουν τὰ πράγματα διαφορετικά. Τὰ θέματα ὅταν ἀντιμετωπίζωνται ἐπιφανειακὰ δημιουργοῦν μεγαλύτερα προβλήματα. Ἔτσι μιλώντας γιὰ τὴν ἀβεβαιότητα τοῦ πλούτου καὶ ὅτι εὔκολα μεταβάλλεται, ἀφοῦ ἀλλάξουν μερικὰ κοινωνικὰ δεδομένα, στὴν συνέχεια τονίζει τὸ νὰ περιφρονοῦμε τὰ ὑλικὰ ἀγαθά. Ὅπως ἔγραψα προηγουμένως αὐτὸ τὸ κάνει γιὰ νὰ ἐργασθῆ ποιμαντικὰ στὸν λαό. Τὸ εὐκολώτερο πράγμα εἶναι νὰ γίνη κανεὶς λαοπλάνος καὶ νὰ πετάη συνθήματα ἐπιφανειακά. Τὸ δυκολώτερο εἶναι νὰ θεραπεύη τὰ πάθη… τοῦ λαοῦ.
Μὲ τὴν διδασκαλία περὶ περιφρονήσεως τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν θέλει νὰ μετατοπίση τὴν σκέψη τόσο τῶν πλουσίων ὅσο καὶ τῶν πτωχῶν ἀπὸ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, ὥστε νὰ παύσουν νὰ νομίζουν ὅτι αὐτὰ ἀποτελοῦν τὰ μόνα ἀγαθὰ πάνω στὴν γῆ. Ὁ λόγος τῆς περιφρονήσεως τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν δὲν εἶναι μανιχαϊκός, ἀλλὰ ἐντάσσεται μέσα στὴν προσπάθεια νὰ φέρη μία ἰσορροπία στὴν κοινωνία.
Πράγματι δυὸ εἶναι οἱ δυνατὲς στάσεις ποὺ μπορεῖ νὰ λάβη κανεὶς ἀπέναντι τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν. Ἡ μία εἶναι ἡ εἰδωλολατρικὴ (θεοποίησή τους) καὶ ἡ ἄλλη ἡ μανιχαϊκὴ (ἡ ἀπόρριψή τους). Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δὲν δέχονται οὔτε τὴν μία οὔτε τὴν ἄλλη, ἀλλὰ δέχονται ὅτι τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ, ποὺ πρέπει νὰ προσφέρωνται ὡς ἀντίδωρα στὸν Θεὸ καὶ στὸν συνάνθρωπο.
Ὅταν χρειάσθηκε νὰ γίνη καυστικὸς τὸ ἔκανε. Ὅταν ἔβλεπε τοὺς πλουσίους νὰ καυχῶνται γιὰ τὴν δύναμη τοῦ πλούτου τους, τότε δὲν σιώπησε. Σὲ ἕνα ἔργο του λέγει ὅτι θεωρεῖ τέλεια κοινωνία ἐκείνη ἀπὸ τὴν ὁποία ἔχει ἐξορισθῆ ἡ ἰδιότητα τῆς κτήσεως καὶ ἡ ἐναντίωση τῆς γνώμης (οἱ φιλονικίες). Ὅμως, μελετώντας ὅλη τὴν διδασκαλία τοῦ Μ. Βασιλείου, συμπεραίνουμε ὅτι δὲν κατηγοροῦσε τόσο τὴν ἰδιοκτησία ὅσο τὴν ἰδιοποίηση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν. Θέλει νὰ φιλοτιμήση τοὺς πλουσίους νὰ δίδουν ἐλεύθερα σ’ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἀνάγκη, καὶ ἔτσι νὰ ἐπικρατήση πάνω στὴν γῆ ἡ κοινοχρησία. Αὐτὴν τὴν κοινοχρησία προσπαθεῖ νὰ τεκμηριώση μὲ πολλὰ παραδείγματα.
Χρησιμοποιεῖ τὴν περίπτωση τῶν ζώων. Τὰ πρόβατα βόσκουν ἐπάνω στὰ ὅρη καὶ οἱ πολυπληθεῖς ἵπποι ἀπολαμβάνουν τὸ χορτάρι στῆς γῆς στὴν ἴδια πεδιάδα χωρὶς ἔριδες μεταξύ τους. Ἐμεῖς ὅμως ἁρπάζουμε τὰ κοινὰ καὶ ἰδιοποιούμαστε αὐτὰ ποὺ ἀνήκουν στοὺς πολλούς.
Χρησιμοποιεῖ ἐπίσης ἐπιχειρήματα φυσικά. Ἐκεῖνος, λέγει, ποὺ ἰδιοποιεῖται τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ μοιάζει μὲ τὸν θεατὴ ποὺ εἰσέρχεται πρῶτος στὸ θέατρο, τὸ καταλαμβάνει ὁλόκληρο καὶ δὲν ἀφήνει νὰ εἰσέλθη ἄλλος, ἐπειδὴ τὸ θεωρεῖ ἀπολύτως δικό του. Ἐπίσης ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος γεννιέται γυμνὸς καὶ ἐπιστρέφει στὴν γῆ γυμνός, εἶναι παράλογο νὰ ἰδιοποιῆται τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, ἐπειδὴ πρόλαβε καὶ τὰ ἀπέκτησε αὐτός.
Χρησιμοποιεῖ ἀκόμη τὸ ἐπιχείρημα τοῦ κοινωνικοῦ προορισμοῦ τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν καὶ τοῦ πλούτου. Ὁ ἄρτος, λέγει, ἀνήκει στὸν πεινασμένο, τὸ ἱμάτιο στὸν γυμνό, τὸ ὑπόδημα στὸν ἀνυπόδητο, τὸ ἀργύριο στὸν πτωχό. Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος κατακρύπτει τὰ ἀγαθὰ καὶ ἀποφεύγει νὰ ἐνδύση τὸν γυμνὸ ἤ νὰ θρέψη τὸν πεινασμένο δὲν εἶναι καλύτερος ἀπὸ τὸν λωποδύτη ποὺ γυμνώνει τὸν πεινασμένο. Τὰ ἔλεγε αὐτὰ ὁ ἅγιος γιατί στὴν ἐποχή του σὲ περίοδο πείνας οἱ πλούσιοι εἶχαν γεμάτες τὶς ἀποθῆκες.
Ἐπίσης χρησιμοποιεῖ τὸ παράδειγμα τῆς πρώτης Ἐκκλησίας στὴν ὁποία ὅλα ἦταν κοινά, ὁ βίος, ἡ ψυχή, ἡ συμφωνία, ἡ τράπεζα, ἡ ἀδελφότης καὶ ἡ ἀγάπη ἡ ὁποία μετέβαλε σὲ ἕνα τὰ πολλὰ σώματα καὶ συνήρμοζε σὲ μία ὁμόνοια τὶς διάφορες ψυχές. Αὐτὴ ἡ κοινοκτημοσύνη πρέπει νὰ ἑρμηνευθῆ ὡς κοινοχρησία.
Πέρα ἀπὸ αὐτὰ στὰ ἔργα του ὁ Μ. Βασίλειος τονίζει πολὺ τὴν ἀξία τοῦ πραγματικοῦ πλούτου, ποὺ εἶναι ἡ Χάρη τοῦ Χριστοῦ. Ὁ πλούσιος χωρὶς Χριστὸ εἶναι πάμπτωχος καὶ ὁ πτωχὸς μὲ τὸν Χριστὸ εἶναι πάμπλουτος. Οἱ ὑλικὲς ἀπολαύσεις, ἔλεγε, ἔχουν περισσότερο πόνο, παρὰ ὑλικὴ εὐχαρίστηση. Τὰ πλούτη ἔχουν τὶς ἐπιβουλές, οἱ τρυφές, οἱ χορτασμοὶ καὶ οἱ ἀδιάκοπες ἀπολαύσεις ἔχουν τὴν ποικιλία τῶν ἀσθενειῶν καὶ ἄλλα ἀκόμη πάθη. Οἱ Ἀπόστολοι εἶχαν τὸν Χριστὸ καὶ εἶχαν τὰ πάντα. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τοὺς ἁγίους.
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας προσπάθησαν νὰ λύσουν τὰ προβλήματα τῆς ἐποχῆς τους μὲ βάση τὸν Θεὸ καὶ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ συνεχῶς ἐπεδίωκαν νὰ ἀνεβάσουν τὸν νοῦ τῶν ἀνθρώπων στὸ πραγματικὸ ἀγαθό, ποὺ εἶναι ὁ Θεός.