1.
Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΔΕΙΠΝΟΥ
1. Κυριακὴ τῶν Ἁγίων Προπατόρων
Ἡ σημερινὴ Κυριακὴ εἶναι ἡ προτελευταία πρὶν ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα καὶ ὀνομάζεται Κυριακὴ τῶν Ἁγίων Προπατόρων. Κατ᾿ αὐτήν, ὅπως καὶ κατὰ τὴν ἑπόμενη, τὴν Κυριακὴ πρὸ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως, τιμοῦμε τοὺς εὐσεβεῖς ἀνθρώπους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τοὺς δικαίους, ὅπως τοὺς ἀποκαλεῖ ἡ Ἐκκλησία μας· ὅλους ἐκείνους ποὺ ἔζησαν στὴν πρὸ Χριστοῦ ἐποχὴ μὲ ἔντονη προσδοκία τοῦ Μεσσία καὶ εὐαρέστησαν σ᾿ Ἐκεῖνον μὲ τὴ ζωντανὴ πίστη τους καὶ τὴν ἀγωνιστικὴ ζωή τους, εἴτε ὑπῆρξαν κατὰ σάρκα πρόγονοι τοῦ Κυρίου εἴτε ὄχι.
Τὶς δύο αὐτὲς Κυριακὲς ἀκοῦμε τὸν βαθὺ στεναγμὸ τῶν προχριστιανικῶν γενεῶν ποὺ ἦταν δοῦλοι τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου· αἰσθανόμαστε τὸ σκίρτημα τῆς καρδιᾶς τους, τὴ βαθύτατη προσδοκία γιὰ λύτρωση, τὴν προσμονὴ τῆς ἐποχῆς τῆς Χάριτος. Ἀκοῦμε καὶ αἰσθανόμαστε· καὶ ἑτοιμαζόμαστε γιὰ τὴ μεγάλη ἑορτή. Συνειδητοποιοῦμε ὅτι ἀπὸ τὸ σπήλαιο ἀνέτειλε ὁ ἀληθινὸς Ἥλιος, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὅτι κατηύγασε τὴν ἀνθρωπότητα μὲ τὸ ἀληθινὸ φῶς, τὸ φῶς τῆς ἀλήθειας, τῆς Χάριτος, τῆς ζωῆς. Γι᾿ αὐτὸ ἂς Τὸν δοξάζουμε γιὰ τὴ γεμάτη ἀγάπη ἐπίσκεψή Του…
2. «Ὅλα εἶναι ἕτοιμα»
Στὴν Εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς ἡμέρας ἀκοῦμε τὴν Παραβολὴ τοῦ Μεγάλου Δείπνου: Κάποιος ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος συμβολίζει τὸν Θεὸ Πατέρα, ὀργάνωσε «δεῖπνον μέγα», μεγαλοπρεπὲς βραδινὸ συμπόσιο, «καὶ ἐκάλεσε πολλούς». Τὴν ὥρα τοῦ δείπνου ἔστειλε τὸν δοῦλο του γιὰ ν᾿ ἀπευθύνει τὴν πρόσκληση στοὺς καλεσμένους:
–«Ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα». Ἐλᾶτε καὶ μὴν ἀναβάλλετε, διότι ὅλα εἶναι ἤδη ἕτοιμα.
Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας ἐξηγεῖ ποιὰ εἶναι τὰ ἀγαθὰ τοῦ δείπνου, ποὺ εἶναι ἤδη ἕτοιμα: Ὁ Θεὸς Πατὴρ μέσω τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ Του, τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ἑτοίμασε γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ὕψιστα πνευματικὰ ἀγαθά, «ἁμαρτιῶν ἀπόθεσιν, Πνεύματος Ἁγίου μέθεξιν, υἱοθεσίας λαμπρότητα, βασιλείαν οὐρανῶν»· δηλαδὴ συγχώρηση ἁμαρτιῶν, συμμετοχὴ στὴν Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία ἀναγεννᾶ καὶ ἁγιάζει τὸν ἄνθρωπο, τὸ ἐξαιρετικὸ ἀξίωμα τῆς υἱοθεσίας, Βασιλεία Οὐρανῶν(*).
Ὤ, τί συμπόσιο, τί Δεῖπνο εἶναι αὐτό! Τί Χάρις, τί δωρεὲς προσφέρονται ἐκεῖ! Ἀσύλληπτες, ἀνεκτίμητες, ποὺ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ τὶς ἀπολαύσει πουθενὰ ἀλλοῦ! Αὐτὲς οἱ δωρεὲς προσφέρονται στὴν παρούσα ζωὴ μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ στὴν πληρότητά τους θὰ τὶς ἀπολαύσουν οἱ λυτρωμένοι μετὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου! Μακάριοι πράγματι καὶ πανευτυχεῖς ὅσοι θὰ παρακαθίσουν σ᾿ αὐτὸ τὸ Μέγα Δεῖπνο!
3. Ἀστήρικτες προφάσεις
Ὅμως – τί περίεργο! – οἱ προσκεκλημένοι τῆς Παραβολῆς «ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες»· ἄρχισαν μεμιᾶς, σὰν νὰ ἦταν συνεννοημένοι ὅλοι, νὰ δικαιολογοῦν τὴν ἀπουσία τους ἀπὸ τὸ δεῖπνο. Ὁ πρῶτος εἶπε: «Ἀγόρασα χωράφι καὶ ἔχω ἀνάγκη νὰ πάω νὰ τὸ δῶ»· ὁ δεύτερος: «Ἀγόρασα πέντε ζευγάρια βόδια καὶ πάω νὰ τὰ δοκιμάσω στὸ ὄργωμα»· ὁ τρίτος: «Παντρεύτηκα, καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν μπορῶ νὰ ἔλθω».
Καὶ οἱ τρεῖς αὐτὲς δικαιολογίες εἶναι τελείως ἀστήρικτες. Ἐκεῖνος ποὺ ἀγόρασε τὸ χωράφι, ὁπωσδήποτε τὸ εἶχε δεῖ πρὶν τὸ ἀγοράσει. Δὲν ἦταν τόσο ἐπεῖγον νὰ πάει νὰ τὸ ξαναδεῖ, καὶ μάλιστα τὴν ὥρα τοῦ δείπνου, ποὺ ἦταν σούρουπο. Ὁμοίως καὶ ὁ δεύτερος. Ἀλλὰ καὶ ὁ τρίτος ἦταν ἀδικαιολόγητος.
Δηλαδὴ ὁ Κύριος μὲ αὐτὲς τὶς δικαιολογίες ποὺ βάζει στὸ στόμα τῶν προσκεκλημένων θέλει νὰ δείξει ὅτι δὲν ὑπάρχει καμία ἀπολύτως εὔλογη αἰτία γιὰ νὰ ἀρνηθεῖ κανεὶς νὰ συμμετάσχει στὸ Δεῖπνο. Ὅλοι οἱ ἄλλοι στόχοι τῆς ζωῆς μας, οἱ ἐργασίες καὶ ὑποχρεώσεις μας, εἶναι πολὺ κατώτεροι ἀπὸ τὸν μεγάλο σκοπό, ἀπὸ τὴν ἐξαιρετικὴ τιμὴ ποὺ μᾶς γίνεται νὰ μᾶς καλεῖ ὁ Κύριος στὴν ἐπουράνια Βασιλεία Του, στὴ Βασιλεία τῆς αἰώνιας μακαριότητος.
Ἐπιπλέον ἂς ὑπογραμμισθεῖ ὅτι οἱ ἀσχολίες ποὺ ἀπορρόφησαν τοὺς καλεσμένους δὲν ἦταν καθεαυτὲς ἐφάμαρτες. Δὲν εἶναι ἁμαρτία νὰ ἀγοράζει κανεὶς χωράφι ἢ νὰ ἀσχολεῖται μὲ τὴ γεωργία· ὁ δὲ γάμος εἶναι εὐλογημένος ἀπὸ τὸν Θεό. Δηλώνει ὅμως μὲ αὐτὸ ὁ Κύριος ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ μείνει κανεὶς ἔξω ἀπὸ τὸν Παράδεισο καὶ ἀπὸ μὴ ἁμαρτωλὰ πράγματα: ὅταν αὐτὰ τὸν ἀπασχολοῦν περισσότερο ἀπ᾿ ὅ,τι ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς του, ὅταν ἀπορροφηθεῖ ἀπὸ τὰ γήινα, τὶς ἐπαγγελματικὲς καὶ οἰκογενειακὲς ὑποχρεώσεις του καὶ τὶς ἐπίγειες ἀπολαύσεις.
Ἡ συμπεριφορὰ τῶν πρώτων προσκεκλημένων προκάλεσε τὴ δίκαιη ὀργὴ τοῦ οἰκοδεσπότη, ὁ ὁποῖος κάλεσε ἄλλους. Αὐτοὶ ἀνταποκρίθηκαν. Ἡ Παραβολὴ κλείνει μὲ τὴν τρομερὴ προειδοποίηση: «Λέγω ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου τοῦ δείπνου». Σᾶς βεβαιώνω ὅτι κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς πρώτους προσκαλεσμένους δὲν θὰ γευθεῖ τὸ δεῖπνο μου!
Εἴμαστε κι ἐμεῖς καλεσμένοι. Ἂς ἐκτιμήσουμε τὴν πολὺ μεγάλη τιμή. Ἂς βάλουμε ὡς πρῶτο στόχο μας νὰ μετάσχουμε στὸ Μεγάλο Δεῖπνο. Ὅλες οἱ ἄλλες ἀσχολίες τῆς ζωῆς εἶναι ἀσήμαντες λεπτομέρειες…
(*) Βλ. Παν. Τρεμπέλα, Ὑπόμνημα εἰς τὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιον, ἐκδ. «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 20115, σελ. 431β.
Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”
2.
Οἱ Ἅγιοι Προπάτορες
Διονύσιος Ψαριανός (Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (+))
Καθὼς πλησιάζει ἡ μεγάλη ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων, ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει καὶ τιμᾶ τὴν ἱερὴ μνήμη τῶν ἁγίων Προπατόρων τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Προπάτορες εἶναι οἱ τρεῖς Πατριάρχες Ἀβραάμ, Ἰσαάκ, Ἰακώβ, καὶ ἀπὸ τὰ δώδεκα παιδιὰ τοῦ Ἰακὼβ ὁ Ἰούδας, ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ ὁποίου γεννήθηκε ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα νὰ πεθάνη, ὁ Ἰακὼβ κάλεσε τὰ δώδεκα παιδιά του καὶ τοὺς εἶπε· «Συναχθῆτε καὶ ἀναγγείλω ὑμῖν τί συναντήσει ὑμῖν ἐπ’ ἐσχάτου τῶν ἡμερῶν». Ἔπειτα ἄρχισε νὰ τοὺς εὐλογῆ ἕναν – ἕναν, κι ὅταν ἔφτασε στὸν Ἰούδα εἶπε· «Οὐκ ἐκλείψει ἄρχων ἐξ Ἰούδα καὶ ἡγούμενος ἐκ τῶν μηρῶν αὐτοῦ, ἕως ἂν ἔλθῃ τὰ ἀποκείμενα αὐτῷ, καὶ αὐτὸς προσδοκία ἐθνῶν». Αὐτὴ εἶναι ἡ προφητεία ὅτι ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα θὰ γεννηθῆ ὁ Χριστός.
Δὲν θὰ μείνωμε τώρα περισσότερο, ἀκολουθώντας τὴ συνέχεια τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἰούδα ὥς τὸν βασιλέα Δαβὶδ κι ὕστερα ὥς τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Γι’ αὐτοὺς ὅλους στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια εἶναι δυὸ κατάλογοι, ἕνας ὁ κατάλογος τοῦ εὐαγγελιστῆ Ματθαίου καὶ δεύτερος ὁ κατάλογος τοῦ εὐαγγελιστῆ Λουκᾶ. Ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος ἀρχίζει τὸ Εὐαγγέλιό του μὲ τὴ γενεαλογία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ· «Ἀβραὰμ ἐγέννησε τὸν Ἰσαάκ…», καθὼς ἀκοῦμε στὴ θεία Λειτουργία μία Κυριακὴ πρὶν ἀπὸ τὴν ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων. Ὅλοι ὅσων τὰ ὀνόματα ἀναφέρονται στὸν γενεαλογικὸ αὐτὸν κατάλογο, ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ ὥς τὸν Ἰούδα, ἀπὸ τὸν Ἰούδα ὥς τὸν Δαβὶδ κι ἀπὸ τὸ Δαβὶδ ὥς τὸν Ἰωσήφ, τὸν μνήστορα, εἶναι οἱ προπάτορες τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Θὰ ὁμιλήσουμε τώρα μόνο γιὰ τὸν Ἀβραάμ, ποὺ εἶναι ὁ πρῶτος ἀπὸ τοὺς Προπάτορες καὶ ὁ γενάρχης τοῦ Ἰουδαϊκοῦ ἔθνους. Ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ ἀρχίζει ἡ ἱστορία τῆς ἀπολύτρωσης τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, μετὰ τὸν ὑπαινιγμὸ καὶ τὴν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ στοὺς Πρωτοπλάστους, ἀμέσως μετὰ τὴν παρακοὴ καὶ τὴν πτώση. Δυὸ χιλιάδες χρόνια μετὰ τὴ δημιουργία καὶ τετρακόσια χρόνια μετὰ τὸν κατακλυσμό, κάλεσε ὁ Θεὸς τὸν Ἀβραὰμ καὶ τοῦ εἶπε ὅτι οἱ ἀπόγονοί του θὰ κληρονομήσουν τὴν Παλαιστίνη, θὰ γίνουν μέγα ἔθνος καὶ αὐτοὶ θὰ μεταδώσουν τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ σὲ ὅλα τὰ ἔθνη. Στὸ πρῶτο βιβλίο τῆς θείας Γραφῆς, ποὺ εἶναι ἡ Γένεση, διαβάζομε τὴν ἱερὴ ἱστορία τοῦ πατριάρχη Ἀβραάμ.
Ὁ Ἀβραὰμ εἶναι ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν ἀπόλυτη πίστη στὸ Θεό. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν θέλη νὰ ὁμιλήση γιὰ τὴν πίστη, πάντα καὶ μάλιστα στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή, φέρνει γιὰ παράδειγμα τὸν Ἀβραάμ. Θὰ περιορισθοῦμε σὲ δυὸ μόνο περιστατικὰ τῆς ζωῆς τοῦ Ἀβραάμ, στὰ ὁποῖα φαίνεται ἡ πίστη του πρὸς τὸ Θεὸ καὶ ἡ ἀδιαμαρτύρητη ὑπακοή του σὲ ὅ,τι λέγει ὁ Θεός. Στὸ δωδέκατο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου τῆς Γένεσης διαβάζομε γιὰ τὴν κλήση τοῦ Ἀβραάμ. Ὁ Θεὸς τοῦ εἶπε· «Ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καὶ ἐκ τῆς συγγενείας σου καὶ ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός σου καὶ δεῦρο εἰς γῆν ἥν ἂν σοὶ δείξω». Δὲν εἶναι μικρὸ καὶ λίγο αὐτὸ ποὺ λέγει ὁ Θεός· νὰ φύγη ἀπὸ τὸν τόπο του καὶ νὰ μὴν ξέρη ποῦ πηγαίνει. Ὁ Ἀβραάμ ἀδιαμαρτύρητα «ἐπορεύθη, καθάπερ ἐλάλησεν αὐτῷ ὁ Κύριος».
Στὸ εἰκοστὸ δεύτερο κεφάλαιο πάλι τῆς Γένεσης διαβάζομε γιὰ τὴν θυσία τοῦ Ἀβραάμ. Ὁ Θεὸς τοῦ εἶπε· «Πάρε τὸ γιό σου τὸν Ἰσαὰκ κι ἀνέβα στὸ βουνὸ ποὺ θὰ σοῦ δείξω καὶ πρόσφερε τὸν θυσία σ’ ἐμένα…» Ἡ θεία Γραφὴ λέγει ὅτι «ὁ Θεὸς ἐπείραζε τὸν Ἀβραάμ», τὸν δοκίμαζε δηλαδὴ καὶ τὸν ἔβαζε νὰ κάμη κάτι, ποὺ στὸ τέλος ὁ ἴδιος δὲν θὰ τὸ ἐπέτρεπε. Ὁ Ἀβραάμ, μὲ πίστη ποὺ χαρίζει ὑπεράνθρωπη δύναμη, πῆρε τὸν Ἰσαάκ, τὸν φόρτωσε καὶ τὰ ξύλα τῆς θυσίας κι ἀνέβηκε στὸ βουνό. Ἒχτισ’ ἐκεῖ ἕνα πρόχειρο θυσιαστήριο, ἔβαλε τὸ παιδὶ ἐπάνω στὰ ξύλα καὶ σήκωσε τὸ μαχαίρι γιὰ νὰ τὸ σφάξη. Καὶ τότε ἀκούστηκε ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ· «Μὴ ἐπιβάλης τὴν χεῖρά σου ἐπὶ τὸ παιδάριον, μηδὲ ποίησῃς αὐτῷ μηδὲν νῦν γὰρ ἔγνων ὅτι φοβῇ τὸν Θεὸν σύ, καὶ οὐκ ἐφείσω τοῦ υἱοῦ σου τοῦ ἀγαπητοῦ δι’ ἐμέ…».
Ἄλλο παράδειγμα τέτοιας πίστης καὶ ὑπακοῆς στὸ Θεὸ δὲν ὑπάρχει. Καὶ νὰ σκεφθοῦμε ὅτι ὁ Ἰσαὰκ ἦταν «υἱὸς τῆς ἐπαγγελίας», τὸ παιδὶ ποὺ γέννησε ὁ Ἀβραὰμ ἀπὸ τὴ Σάρα σὲ ἡλικία ἑκατὸ ἐτῶν, γιὰ νὰ ἐκπληρωθοῦν οἱ ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ. Ὅταν τοῦ εἶπε ὁ Θεὸς πὼς στὰ γεράματά του θὰ γέννηση παιδί, δὲν ἀπίστησε· κι ὅταν ὕστερα τοῦ εἶπε νὰ τὸ θυσιάση, πάλι δὲν ἀπίστησε, ἀλλὰ συμμορφώθηκε ἀδιαμαρτύρητα καὶ μὲ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὸ Θεό. Γιὰ τὰ δυὸ αὐτὰ περιστατικὰ τῆς ζωῆς τοῦ Ἀβραάμ, γιὰ τὰ ὁποῖα εἴπαμε, γράφει ὁ Ἀπόστολος στὸ ἑνδέκατο κεφάλαιο τῆς πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολῆς. Μὲ πίστη ὑπήκουσε ὁ Ἀβραὰμ κι ἔφυγε ἀπὸ τὸν τόπο του, «μὴ ἐπιστάμενος ποῦ ἔρχεται». Καὶ πάλι μὲ πίστη «προσενήνοχεν Ἀβραὰμ τὸν Ἰσαὰκ πειραζόμενος». Ἀμήν.
3.
Ὁ Μεγάλος Δεῖπνος.
Ἰωὴλ Φραγκᾶκος (Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας)
«Ἄνθρωπός τις ἐποίησε δεῖπνον μέγα»
Στὴν παραβολὴ αὐτὴ ποὺ ἀκούσαμε σήμερα, ὁ Θεὸς παρουσιάζεται μὲ τὴ μορφὴ ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ἔχει ἑτοιμάσει ἕνα δεῖπνο γιὰ πολλλοὺς προσκεκλημένους. Ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος μᾶς συμπληρώνει πὼς ὁ γάμος τοῦ παιδιοῦ του προκάλεσε τὸ δεῖπνο αὐτό. Ἐνῶ εἶχε καλέσει πολλούς, οἱ προσκεκλημένοι ἀρνήθηκαν τὴν πρόσκληση φέρνοντας διάφορες δικαιολογίες. Π.χ. Ἀγόρασαν κτήματα, ζῶα ἢ νυμφεύθηκαν κ. ἄ. Τότε ὁ οἰκοδεσπότης ἔφερε στὸ τραπέζι του ὄχι τοὺς ἐπώνυμους προσκεκλημένους, ἀλλὰ τὸν ἁπλὸ λαὸ ποὺ ἦταν στὶς πλατεῖες καὶ στὰ σοκάκια τῆς πόλεως, τοὺς χωλούς, τοὺς ἀναπήρους, τυφλοὺς καὶ πτωχούς, μέχρις ὅτου γέμισε τὸ σπίτι του. Μάλιστα εἶπε: «Οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου τοῦ δείπνου» (Λουκ. 14,24).
Τὰ χαρακτηριστικά τοῦ δείπνου
Μὲ τὴ λέξη «δεῖπνος» ἐννοοῦνται πολλά. Ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος γράφει πὼς ὁ Κύριος ὀνόμαζε τὸ δεῖπνο μέγα, «ἐπειδὴ καὶ μέγα τὸ τῆς σωτηρίας ἡμῶν μυστήριον», δηλ. εἶναι μεγάλο τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας μας. Τὸ τραπέζι ποὺ ἔστρωσε ὁ οἰκοδεσπότης Κύριος συμβολίζει τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Μία ἄλλη ἑρμηνεία εἶναι πὼς ὁ Κύριος ἔκανε ἕνα μεγάλο δεῖπνο, δηλ. μία οἰκουμενικὴ πανήγυρη. Ἡ ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, ἡ θυσία Του καὶ τὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας εἶναι ἡ οἰκουμενικὴ πανήγυρη, γράφει ἕνας Ἅγιος «…δέδωκεν ἡμῖν τὴν ἑαυτοῦ σάρκα φαγεῖν, ἄρτος ὤν ἐξ οὐρανοῦ καὶ ζωὴν διδοὺς τῷ κόσμῳ», μᾶς ἔδωσε νὰ φᾶμε τὴ σάρκα του, ἐπειδὴ ὁ ἴδιος εἶναι ὁ ἄρτος ποὺ κατέβηκε ἀπ’τὸν οὐρανὸ κι ἔδωσε ζωὴ στὸν κόσμο (ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας).
Ἐὰν πάρουμε τὴν εἰκόνα τοῦ γαμήλιου δείπνου ποὺ ἀναφέρει ὁ Ματθαῖος «ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ, ὅστις ἐποίησε γάμους τῷ υἱῷ αὐτοῦ›› (κεφ. 22,2), μποροῦμε νὰ ποῦμε καὶ τὶς ἑξῆς ἑρμηνεῖες: Ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ οἱ γάμοι ποὺ κλήθηκαν τόσοι πολλοὶ νὰ συμμετάσχουν σ’αὐτούς; Κατὰ τοὺς Πατέρες, γάμος εἶναι ἡ μυστικὴ συνάφεια τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν Ἐκκλησία. Ὁ ἄνθρωπος ἑνώνεται μὲ τὸ Χριστὸ μὲ τὴν πίστη στὴ γῆ αὐτὴ καὶ ὑπερφυέστατα καὶ τέλεια θὰ ἑνωθεῖ μαζί Του στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὁ λαὸς ποὺ ἑνώθηκε μὲ τὸν Κύριο, εἶναι ἡ Ἐκκλησία Του. «Νύμφη μὲν οὖν ὁ λαὸς τῶν πιστῶν, ἡ Ἐκκλησία μυστικῶς συναπτομένη διὰ πίστεως νυμφίος δὲ ὁ Χριστός» (Εὐθύμιος Ζιγαβηνός). Κάθε ψυχῆς νυμφίος εἶναι ὁ Χριστὸς νυμφώνας ὅπου γίνεται ἡ ἕνωση ἀνδρὸς καὶ γυναικός, εἶναι ὁ τόπος τοῦ βαπτίσματος, δηλ. ἡ Ἐκκλησία. Ἐδῶ δίδονται οἱ ἀρραβῶνες στὴ νύμφη, ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν καὶ ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τὰ «τελεώτερα» θὰ δοθοῦν στὸ μέλλον, ὅταν θὰ μυσταγωγήσει ὁ Χριστὸς τοὺς τελείους στὰ καλύτερα καὶ ὑψηλότερα. Ἂς σημειωθεῖ πὼς νυμφίος εἶναι μόνον ὁ Χριστός, ἐνῶ ὅλοι ὅσοι διδάσκουν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ εἶναι νυμφαγωγοί, γράφει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος. Πράγματι κανεὶς ἄλλος δὲν εἶναι δοτήρας ἀγαθῶν παρὰ μόνον ὁ Χριστός. Ὅλοι οἱ ἄλλοι εἶναι μεσίτες καὶ διάκονοι τῶν ἀγαθῶν ποὺ δίνει ὁ Κύριος.
Ἀπὸ ποῦ μᾶς κάλεσε ὁ Κύριος;
Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ παρατήρηση τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου. Ὁ Κύριος μᾶς κάλεσε ἀπὸ τὰ στενὰ τῆς ἁμαρτίας. Μέσα ἀπὸ καταστάσεις ἁμαρτωλές, ἐνῶ ζούσαμε ἀνυποψίαστοι ὅτι ὑπάρχει ἄλλη πνευματικὴ ζωή. Καθένας ἀπὸ μᾶς ἔχει νὰ διηγηθεῖ μία τέτοια ἱστορία τῆς ζωῆς του. Βέβαια ἡ πρόσκληση γίνεται ἀδιάκριτα σ’ ὅλους δηλ. ἀγαθοὺς καὶ πονηρούς, ἀλλὰ ἡ ζωὴ ὅμως αὐτῶν ποὺ κλήθηκαν στὸ δεῖπνο τοῦ Κυρίου, δὲν εἶναι «ἀνεξέταστος», ἀλλ’ ἐρευνᾶται ἐπιμελῶς ἀπ’ τὸν οἰκοδεσπότη Χριστό. Προσκλήθηκαν ὅλοι. Κάθε ἄνθρωπος ἀπὸ τὴ φύση του ἔχει κληθεῖ στὸ ἀγαθό. Ἔχει ἔμφυτο τὸ ἀγαθὸ μέσα του. Ἡ ἁμαρτία ἔκανε τὸν ἄνθρωπο πτωχό, ἀνάπηρο καὶ τυφλὸ πνευματικά. Μετὰ τὸ Χριστό, ὅσοι πιστέψαμε σ’ Αὐτόν, γίναμε εὔρωστοι καὶ ὑγιεῖς. Μᾶς κάλεσε ὁ Κύριος ἀπὸ τὰ στενὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ μᾶς ἔκανε ὁμοτράπεζους καὶ συγκληρονόμους Του. Ὅσοι δὲν τιμήσαμε τὴν πρόσκληση τοῦ Κυρίου καὶ ὅσοι παρακαθήσαμε στὸ δεῖπνο Του, ἀλλὰ δὲν ἀλλάξαμε ζωή, θὰ εἴμαστε ἀναπολόγητοι. Μᾶς δόθηκε ἡ πρόσκληση ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ συμμετάσχουμε στὸ δεῖπνο κι ἐμεῖς, κυριευμένοι ἀπὸ τὰ πάθη μας καὶ εἰδικότερα ἀπὸ τὰ πάθη τῆς φιλαργυρίας καὶ φιληδονίας, τὴν ἀπορρίψαμε, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ στερηθοῦμε τὴν πραγματικὴ ζωή.
Ἀδελφοί μου,
Δὲν βιάζει κανέναν ὁ Κύριος νὰ συμμετάσχει στὸ δεῖπνο Του. Ἀπευθύνεται στὴν προαίρεσή μας. Ἐὰν ὅμως θελήσουμε νὰ συμμετάσχουμε σ’ αὐτό, τότε ἀρχίζουν καὶ οἱ ὑποχρεώσεις μας. Ὀφείλουμε νὰ ἐργαστοῦμε μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ συμμετέχουμε στὸ μυστήριο τῆς ζωῆς, στὸ ὄντως δεῖπνο, ποὺ εἶναι ἡ Θεία Εὐχαριστία. «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες» (Ματθ. 26,27), μᾶς εἶπε ὁ Ἴδιος. Ἡ συμμετοχή μας στὸ ποτήριο τῆς ζωῆς εἶναι ἀπαραίτητη, γιὰ νὰ συμμετάσχουμε καὶ στὴ ζωὴ τοῦ Θεανθρώπου. Χριστιανὸς ποὺ δὲ συμμετέχει στὸ δεῖπνο τοῦ Κυρίου, εἶναι πνευματικὰ νεκρός. Ἂς εὐχηθοῦμε ὅλοι μας νὰ ἀνταποκριθοῦμε στὸ προσκλητήριο τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶναι καὶ ἡ σωτηρία μας.
4.
Ἡ Παραβολὴ τοῦ Δείπνου, Λουκ. ιδ΄15—24
Γιαννακόπουλος Ἰωήλ (Ἀρχιμανδρίτης)
Εἴδομεν προηγουμένως, πῶς ὡμίλησεν ὁ Κύριος εἰς τὸ δεῖπνον τοῦ Φαρισαίου. Κάποιος ὅμως «τῶν συνανακειμένων» ἐκ τῶν συνδαιτυμόνων τοῦ δείπνου ἐκείνου ἀκούσας τὰ λόγια τοῦ Κυρίου καὶ πρὸς στιγμὴν ἐνθουσιασθεὶς ἐκ τῶν λόγων τῆς ἀναστάσεως τῶν δικαίων εἶπε «μακάριος ὅστις φάγεται ἄρτον ἐν τῇ βααιλείᾳ τοῦ Θεοῦ» εὐτυχὴς δηλαδὴ εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος θ’ ἀπολαύσῃ μετὰ τοῦ Μεσσίου καὶ τῶν Πατριαρχῶν τὴν χαρὰν τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Κύριος λαβὼν ἐκ τούτου ἀφορμὴν καὶ θέλων νὰ διδάξῃ, ὅτι δὲν εἶναι ἀρκετὸν νὰ τονίζῃ τὸ μεγαλεῖον τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ νὰ δέχεται τὴν κλῆσιν πρὸς αὐτὸ καὶ ὅτι πρέπει νὰ ἀσχολούμεθα μὲ πνευματικὰ ζητήματα καὶ νὰ μὴ προσκολλώμεθα εἰς τὰ ἐπίγεια, εἶπε τὴν παραβολὴν ταύτην τοῦ Μεγάλου Δείπνου. Αὐτὴ ἔχει ὡς ἑξῆς :
«Ἄνθρωπός τις ἐποίησε δεῖπνον μέγα» κάποιος ἄνθρωπος ἔκαμε μεγάλο βραδινὸ συμπόσιον «καὶ ἐκάλεσε πολλοὺς καὶ ἀπέστειλε τὸν δοῦλον αὐτοῦ τῇ ὥρᾳ τοῦ δείπνου» κατὰ τὴν ὥραν τοῦ δείπνου «εἰπεῖν τοῖς κεκλημένοις» νὰ εἴπῃ εἰς τοὺς προσκεκλημένους˙ «ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα» ἐλᾶτε, ἄνευ βραδύτητος προετοιμασίας καὶ φαγητῶν, διότι ὅλα εἶναι ἕτοιμα. «Καὶ ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι, πάντες». Οἱ προσκεκλημένοι, ὡς ἀπὸ συμφώνου, ἠρνήθησαν ὅλοι τὴν πρόσκλησιν. «Ὁ πρῶτος εἶπεν αὐτῷ˙ ἀγρὸν ἠγόρασα καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτὸν». Πρόφασις! «ἐρωτῶ σε» σὲ παρακαλῶ «ἔχε με παρῃτημένον» ἔχε με δικαιολογημένον, διότι δὲν θὰ ἔλθω. «Καὶ ἕτερος εἶπε» ἄλλος εἶπε: «ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτὰ» ἔχω ἀνάγκην νὰ δοκιμάσω τὰ 10 βόδια, τὰ ὁποῖα ἠγόρασα εἰς δύναμιν, εὐπείθειαν, παραγωγήν˙ «ἐρωτῶ σε» σὲ παρακαλῶ «ἔχε με παρῃτημένον» ἔχε με δικαιολογημένον, διότι δὲν θὰ ἔλθω. «Καὶ ἕτερος εἶπε» ἄλλος προσκεκλημένος εἶπε: «γυναῖκα ἔγημα» ἐνυμφεύθην «καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν» καὶ διὰ τοῦτο δὲν δύναμαι νὰ ἔλθω. «Καὶ παραγενομένος» καὶ μεταβὰς «ὁ δοῦλος ἐκεῖνος ἀπήγγειλε» ἀνήγγειλε «τῷ Κυρίῳ αὐτοῦ» εἰς τὸν Κύριόν του «ταῦτα.
Τότε ὀργισθεὶς ὁ οἰκοδεσπότης εἶπε τῷ δούλῳ αὐτοῦ˙ ἔξελθε ταχέως εἰς τὰς πλατείας καὶ ρύμας» ἔβγα εἰς πλατείας καὶ στενωποὺς «τῆς πόλεως καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀναπήρους» ἤτοι τοὺς σακάτηδες καὶ συγκεκριμένως «χωλοὺς καὶ τυφλοὺς εἰσάγαγε» ὁδήγησε «ὧδε» ἐδῶ. «Καὶ εἶπεν ὁ δοῦλος˙ Κύριε, γέγονεν ὡς ἐπέταξας» ἔγινε ὅ,τι διέταξες «καὶ ἔτι τόπος ἐστὶ» καὶ ὑπάρχει κενὸς χῶρος καὶ δι’ ἄλλους. «Καὶ εἶπεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν δοῦλον˙ ἔξελθε εἰς τὰς ὁδοὺς» ἔβγα εἰς τοὺς δρόμους ἐντὸς τῆς πόλεως «καὶ φραγμοὺς» καὶ φράκτας ἐκτὸς τῆς πόλεως «καὶ ἀνάγκασον εἰσελθεῖν, ἵνα γεμισθῇ ὁ οἶκος μου. Λέγω γὰρ ὑμῖν» διότι σᾶς λέγω «ὅτι οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων» οὐδεὶς ἐκ τῶν προσκεκλημένων καὶ μὴ ἐλθόντων «γεύσεταί μου τοῦ δείπνου» θὰ φάγῃ εἰς τὸ δεῖπνον μου!
Ὁ καλέσας οὗτος ἄνθρωπος εἶναι ὁ Θεός. Δεῖπνον εἶναι ἡ χαρὰ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἐν γῇ καὶ Οὐρανῷ. Ἡ ὥρα τοῦ δείπνου εἶναι τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, κατὰ τὸ ὁποῖον ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ, ὁ Μεσσίας, διὰ τοῦ κηρύγματος καὶ τῶν θαυμάτων Του καλεῖ τοὺς ἄρχοντας τῶν Ἰσραηλιτῶν καὶ τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν, ἵνα συμμετάσχωσιν εἰς τὴν χαρὰν τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνοι ὅμως δεμένοι μὲ τὰ πάθη των καὶ τὰς ψευδεῖς Μεσσιανικὰς ἰδέας δὲν ἐδέχθησαν. Προβάλλουσι δὲ ὡς ἀφορμὰς διαφόρους ἤτοι ἀγορὰν βοῶν καὶ ἀγροῦ, γάμον ἤτοι τὴν ἀλαζονείαν διὰ τῆς ἐπιθεωρήσεως τῶν κτημάτων, τὴν πλεονεξίαν διὰ τῆς δοκιμασίας τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν βοδιῶν καὶ τὴν σαρκικὴν ἀπόλαυσιν διὰ τοῦ νωποῦ γάμου των. Πράγματι ὅμως «ἀπὸ μιᾶς αἰτίας ἤρξαντο παραιτεῖσθαι πάντες» ἀπὸ τὴν κακίαν των.
«Πλατεῖαι καὶ ρύμαι» εἶναι οἱ πλατεῖς καὶ στενοὶ δρόμοι. Ὁ Κύριος δηλαδή, ἀφοῦ ἐκάλεσε τοὺς ἄρχοντας τῶν Ἰσραηλιτῶν, τότε ἀπευθύνεται πρὸς τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν, τοὺς ἠθικῶς ἀναπήρους, χωλούς, τυφλοὺς ἤτοι τοὺς ἁμαρτωλούς. Τὸ «ἔτι τόπος ἐστὶν» δεικνύει τὴν ἀφθονίαν τῆς θείας χάριτος. «Ὁδοὶ καὶ φραγμοὶ» «οἱ ὁποῖοι εἶναι ἐκτὸς τῆς πόλεως, εἶναι οἱ ἐκτὸς τῆς Ἱερουσαλὴμ ἐθνικοί, οἱ εἰδωλολάτραι. Τὸ «ἀνάγκασον εἰσελθεῖν» δὲν θέλει νὰ δηλώσῃ, ὅτι διὰ τῆς βίας πρέπει νὰ εἰσέλθωσιν οἱ πιστοὶ εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ διὰ τῆς πειθοῦς. Ἡ πειθὼ ὅμως αὕτη πρέπει νὰ εἶναι τοιαύτη εἰς λογικὰ ἐπιχειρήματα καὶ εἰς διαγωγὴν τῶν πιστῶν κηρύκων τῆς ἀληθείας, ὥστε νὰ κάμπτωσι πειστικῶς τὰς καρδίας τῶν ἀπίστων.
Ἑπομένως ὁ Κύριος ἐκάλεσε πρῶτον τους Φαρισαίους, τοὺς ἄρχοντας τῶν Ἰουδαίων. Μετὰ ταῦτα καλεῖ τοὺς Τελώνας καὶ ἁμαρτωλοὺς ἀπὸ τὰς ρύμας, τοὺς Σαμαρείτας καὶ ἐθνικοὺς ἀπὸ τοὺς φραγμούς, ἵνα γεμισθῇ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ πιστῶν.
Θέμα: Ἡ κλῆσις μας, ἄρνησις καὶ τιμωρία.
Ἡ παραβολὴ αὕτη εἶναι εἰλημμένη ἐκ τῆς ζωῆς παρούσης καὶ μελλούσης. Πρὶν ἢ εἰσέλθωμεν εἰς τὴν ζωήν, ἂς ἀναλύσωμεν τὴν παραβολήν, ἵνα διὰ ταύτης χειραγωγηθῶμεν εἰς τὴν ζωήν.
Α’. Ἡ παραβολὴ αὕτη περιέχει τρία κύρια σημεῖα. Τὴν χαρὰν τῆς κλήσεως, τὴν ἀναιδῆ ἄρνησιν, τὴν σκληρὰν τιμωρίαν.
Καὶ πρῶτον ἡ χαρά. Πολλαὶ εἶναι αἱ χαραὶ τοῦ κόσμου. Μία ὅμως χαρὰ εἶναι ἀπὸ κοσμικῆς ἀπόψεως καὶ θείας ζωηρὰ καὶ νόμιμος, ὁ γάμος, νὰ ὑπανδρεύεσαι σὺ ἢ νὰ ὑπανδρεύῃς τὸ παιδί σου. Ἡ πρώτη χαρά, ὅταν ὑπανδρεύεσαι, εἶναι σαρκική, ἡ δευτέρα χαρά, ὅταν ὑπανδρεύῃς τὸ παιδί σου, εἶναι πνευματική. Τί περισσότερον χαρούμενον τῆς πατρικῆς καρδίας, ὅταν ὑπανδρεύῃ τὸ παιδί του! Πρὸς τὴν χαρὰν τοῦ γάμου, παρομοιάζει ὁ Κύριος τὴν χαρὰν τῶν πιστῶν, ὅταν συνδεθῶσι μὲ τὸν Χριστόν. Εἰς ἐπίμετρον τῆς χαρᾶς ταύτης εἶναι ἡ τιμὴ τῆς κλήσεως, ἡ ὁποία εἶναι ἀνάλογος τῆς ὑψηλῆς θέσεως τοῦ καλοῦντος καὶ τῆς ἐσχάτης θέσεως τοῦ καλουμένου. Ὅσον δηλαδὴ μεγάλος εἶναι ὁ καλῶν καὶ ἀσήμαντοι οἱ καλούμενοι, τόσον μεγάλη εἶναι ἡ τιμὴ τῶν καλουμένων καὶ ἑπομένως ἡ ἐκ ταύτης χαρά. Ποῖος ὁ καλῶν εἰς τὴν παραβολὴν ταύτην; Ὁ Βασιλεύς, ὁ Θεός. Ποῖοι οἱ καλούμενοι; Πρόσκαιροι ἄνθρωποι καὶ τῶν τριόδων! Μεγίστη ἑπομένως ἡ τιμὴ καὶ ἡ χαρὰ τῶν καλουμένων, τῶν πιστῶν !
Ἀλλὰ ἐκεῖνοι ἠρνήθησαν! Ἡ ἄρνησίς των ἦτο ἀναιδεστάτη! Περιφρόνησις, προφάσεις, κακοποίησις τῶν ἀπεσταλμένων. «Ἀγρὸν ἠγόρασα» ὁ εἷς, «γυναῖκα ἔγημα» ὁ ἄλλος, «ζεύγη βοῶν ἠγόρασα» ὁ τρίτος. Ἔναντι τοῦ βασιλικοῦ παλατιοῦ καὶ τοῦ διὰ τούτου σημαινομένου οὐρανοῦ μερικὰ μέτρα χωραφιοῦ! Ἔναντι τῆς χαρᾶς ὅλως οὐρανίας ἀντιβάλλεται ἡ γήινη ἡδονή. Ἔναντι τῶν συνδαιτυμόνων τοῦ οὐρανίου γάμου, τῶν ἀγγέλων, χιλιάδων καὶ μυριάδων, 5 ζεύγη βοῶν, 10 βόδια! Ἐπὶ πᾶσι δὲ τούτοις, ὅπως ἀναφέρει ἑτέρα ὁμοία πρὸς ταύτην παραβολὴ τοῦ βασιλικοῦ γάμου ( Ματθ. 22,2—10), ἡ ἐπιθετικὴ στάσις κατὰ τῶν ἀπεσταλμένων οὐχὶ ἅπαξ, ἀλλὰ κατ’ ἐπανάληψιν, οὐχὶ μόνον δι’ ὕβρεων ἀλλὰ καὶ διὰ θανάτου! Χαρὰν καλοῦνται νὰ λάβουν ὑπὸ τῶν ἀπεσταλμένων, λύπην δίδουν εἰς αὐτούς. Τιμὴν ἐκεῖνοι δίδουν, ὕβριν αὐτοὶ ἀνταποδίδουν.
Ἡ ἀναίδειά των αὕτη κορυφοῦται, ἂν σκεφθῶμεν, ὅτι ὅλα αὐτὰ ἀπευθύνονται εἰς τὸν βασιλέα, ὁ ὁποῖος ἐφάνηκε τόσον ἀγαθός, ὥστε νὰ μὴ ἐπιβαρυνθῶσι καὶ φέρωσι δαπανῶντες καὶ τὸ ἐλάχιστον διὰ γαμήλιόν τι δῶρον, καλεῖ αὐτοὺς κατὰ τὴν ὥραν τοῦ γάμου καί, ἀφοῦ ἅπαξ καὶ δὶς ἐκακοποιήθη διὰ τῶν ἀπεσταλμένων, συνεχίζει τὴν πρόσκλησιν!
Ἔναντι αὐτῶν ἔχομεν τὴν σκληρὰν τιμωρίαν. «Οὐδεὶς γεύσεταί μου τοῦ δείπνου» λέγει διὰ τοὺς ἀρνηθέντας. Διὰ δὲ τὸν εἰσελθόντα εἰς τὸν γάμον ἄνευ τοῦ οἰκείου φορέματος, διατάσσει νὰ ριφθῇ ἐκεῖ ἔνθα «ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων» ὅπως συμπληροῖ ὁ Κύριος διὰ τῆς ἐν Ματθαίῳ 22,2-10 ὁμοίας παραβολῆς. Ἀντὶ τοῦ φωτὸς τοῦ βασιλικοῦ θαλάμου καὶ κατὰ τὴν ὥραν τοῦ γάμου σκότος φυλακῆς! Ἀντὶ τῆς χαρᾶς, ὁ κλαυθμός. Ἀντὶ ὀργάνων παιζόντων κατὰ τὴν ὥραν τοῦ γάμου, ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων! Ὁποία πράγματι σκληρὰ ἀντίθεσις μεταξὺ τοῦ βιολιοῦ καὶ τοῦ ἐπ’ αὐτοῦ τριβομένου δοξαριοῦ κατὰ τὸ παίξιμον καὶ τῆς τριβῆς, τοῦ τριγμοῦ, βρυγμοῦ τῶν ὀδόντων τῆς ἄνω καὶ κάτω σιαγόνος κατὰ τὴν τιμωρίαν! Ὥστε ἡ χαρὰ ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος καὶ ὁ ἐκ τῆς ἀναιδοῦς ἀρνήσεως βρυγμὸς τῶν ὀδόντων ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος. Ἰδοὺ ἡ εἰκὼν τῆς παραβολῆς!
Βʹ. Ἐκ τῆς Ζωῆς μας: Γίνεται εἰς ἡμᾶς ὅ,τι καὶ εἰς τὴν παραβολὴν ταύτην. Ἡ κλῆσις μας εἶναι μεγάλη, ἡ ἄρνησις τρομερά, ἡ τιμωρία τραγική. Καὶ πράγματι!
Ἡ κλῆσις μας! Ὅταν ὁ φιλόσοφος Πλάτων ἀπέθνῃσκεν, ηὐχαρίστει τὸν Θεόν, διότι ἔγινεν ἄνθρωπος καὶ ὄχι γάιδαρος, Ἕλλην καὶ ὄχι βάρβαρος καὶ τρίτον ἐγεννήθη τὴν ἐποχὴν κατὰ τὴν ὁποίαν ἐγεννήθη ὁ φιλόσοφος Σωκράτης. Ποίαν χαρὰν πρέπει νὰ ἔχωμεν ἡμεῖς, διότι ἐγεννήθημεν Χριστιανοὶ καὶ ἀκούομεν ὄχι τὸν Σωκράτην, ἀλλὰ τὸν Χριστόν, τὸν ὁποῖον ἐπερίμενεν ὁ Σωκράτης; Ποίαν χαρὰν πρέπει νὰ ἔχωμεν ἡμεῖς, διότι καλούμεθα διὰ τῆς ἐξομολογήσεως, μετανοίας, Θείας Μεταλήψεως, Μελλούσης ζωῆς εἰς τὴν χαρὰν τοῦ γάμου, ὅπου ἡ ψυχή μας νυμφεύεται τὸν Χριστόν; Ποίαν χαρὰν πρέπει νὰ αἰσθανώμεθα, διότι εἰς τὴν ὑψίστην ταύτην χαρὰν μᾶς καλεῖ διὰ ποικίλων ἀγγελιοφόρων, διὰ διαφόρων τρόπων; Θρησκευτικὰ βιβλία, κηρύγματα, πόλεμοι, νόσοι, σεισμοί, κώδωνες τῶν ἐκκλησιῶν, ἐμπνεύσεις ἐσωτερικαί, παραδείγματα εὐσεβῶν καὶ τιμωρίαι ἀσεβῶν εἶναι ἀγγελιοφόροι, οἱ ὁποῖοι μᾶς καλοῦν εἰς τὴν ὑψηλὴν καὶ ποικίλην κλῆσιν τῆς χαρᾶς.
Ἔναντι τῆς ὑψηλῆς ταύτης κλήσεως, τῆς ποικίλης χαρᾶς διὰ ποικίλων μέσων, ποικίλη εἶναι καὶ ἡ ἰδική μας ἄρνησις. Οἱ μὲν προβάλλουσιν τὸ « γυναῖκα ἔγημα ». Νόμιμος καὶ παράνομος σαρκικὴ ἀπόλαυσις προβάλλονται ὡς ἐμπόδιον εἰς τὴν κλῆσιν. Καὶ πράγματι! Πῶς θὰ πλησιάσῃ ὁ παρανόμως συζῶν μετά τινος νέας εἰς τὸν Χριστόν; Ὁ δὲ νομίμως ζῶν προβάλλει ὡς πρόφαση τῆς ἀπομακρύνσεώς του ἐκ τῆς ἐκκλησίας, ὅπου γίνεται ὁ γάμος ψυχῆς καὶ Χριστοῦ, σπίτια, παιδιά, σκοτοῦρες οἰκογενειακές. Δὲν εὐκαιρῶ, λέγουν, νὰ ὑπάγω εἰς τὴν ἐκκλησίαν, διότι ἔχω τὸ σπίτι μου, τὰ παιδιά μου, λέγει ἡ γυναῖκα. Ἔχω τὸ μαγαζί μου, τὸ κυνήγι μου, λέγει ὁ ἄνδρας. Δὲν ἐξομολογοῦνται, δὲν κοινωνοῦν οὗτοι, ὥστε νὰ συμμετάσχωσι τῆς χαρᾶς τοῦ γάμου ψυχῆς καὶ Χριστοῦ, διότι αἱ σαρκικαὶ ἀπολαύσεις πνίγουν τὴν χαρὰν τοῦ Χριστοῦ εἰς τὴν ψυχήν των.
Πλὴν ὅμως τοῦ «γυναῖκα ἔγημα» τῶν σαρκολατρῶν, οἱ ὁποῖοι κατὰ πλειονότητα εὑρίσκονται εἰς τὰς πόλεις, ἔρχεται ὡς δικαιολογία «ζεύγη βοῶν ἠγόρασα καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτὰ» τῶν ἀγροτῶν, τῶν ἀνθρώπων τῆς ὑπαίθρου. Καὶ πράγματι! Ὄχι μόνον οἱ ἄνθρωποι τῶν πόλεων, ἀλλὰ καὶ οἱ ἀγρόται καὶ κτηνοτρόφοι δὲν ἐξομολογοῦνται, δὲν ἐκκλησιάζονται, δὲν κοινωνοῦν, ἀποφεύγουν δηλαδὴ τὸν γάμον αὐτὸν τῆς ψυχῆς των μετὰ τοῦ Χριστοῦ, διότι τὴν Κυριακὴν θὰ ἀσχοληθοῦν ὅπως καὶ τὰς ἄλλας ἡμέρας μὲ τὰ χοιρινά των, τὰ πρόβατά των, τὰ γαϊδούρια των, ὥστε νὰ ὁδηγήσωσιν αὐτὰ εἰς βοσκήν. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον ἀπουσιάζουν ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν των, ἀμελοῦν τὴν ἐξομολόγησιν, ἀπέχουν ἀπὸ τὴν θείαν κοινωνίαν.
Πλὴν τῶν ἀνθρώπων τῶν πόλεων μὲ τὴν σαρκολατρείαν καὶ τῶν κτηνοτρόφων τῆς ὑπαίθρου μὲ τὴν κτηνοτροφίαν, ἔρχονται ἀστοὶ καὶ ἀγρόται, οἱ ὁποῖοι εἰς τὴν κλῆσιν τῆς ἐκκλησίας ἀπαντοῦν: «ἀγρὸν ἠγόρασα καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν». Οἱ εἰς τὰς πόλεις δηλαδὴ καὶ τὰ χωρία μένοντες μεγαλοκτηματίαι τὴν Κυριακὴν θὰ εὕρωσιν ὡς κατάλληλον ἡμέραν καὶ κατὰ τὴν ὥραν τῆς θείας λειτουργίας νὰ μεταβῶσιν εἰς τὸν ἀγρόν των πρὸς ἐπίσκεψιν ἢ διὰ κυνήγι. Τὴν πρωΐαν τῆς Κυριακῆς θὰ εὕρωσιν οἱ ἄνθρωποι τῶν πόλεων νὰ ἐκδράμωσιν, ἵνα ἴδωσι κατὰ τοὺς θερινοὺς μῆνας τοὺς ἀγροὺς τῆς ὑπαίθρου. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον ἀπουσιάζουσιν ἀπὸ τὸ δεῖπνον, τὸ ὁποῖον τελεῖται διὰ τῆς θείας εὐχαριστίας εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Οἱ κώδωνες τῶν ἐκκλησιῶν κτυποῦν καὶ καλοῦν τοὺς πιστοὺς νὰ παρευρεθῶσιν εἰς τὸ δεῖπνον τῆς θείας εὐχαριστίας, ἐκεῖνοι ὅμως κωφεύουν εἰς τοὺς κώδωνας τῶν ἐκκλησιῶν καὶ τρέχουν εἰς τὰ κλάξον τῶν αὐτοκινήτων διὰ τὴν ἐκδρομήν!
Ὡς δικαιολογητικὸν οἱ ἀνωτέρω περιφρονηταὶ τοῦ δείπνου φέρουσι τὴν πρόφασιν, ὅτι δὲν εὐκαιροῦν λόγω τῶν ἀποσχολήσεών των μὲ ζῶα, παιδιά, ἐμπόριον, νὰ ἐκκλησιασθοῦν, ἐξομολογηθοῦν, κοινωνήσουν.
Ἀπαντῶ: Ὅταν ἀσθενήσῃς ἡμέρας καὶ ἑβδομάδας ἴσως καὶ μῆνας, πῶς τότε ἀφίνεις τὶς δουλειές σου; Ὅταν ἀποθάνῃς ποῦ θὰ ἀφίσης τὰς ἀσχολίας σου; Ὁ ἐκκλησιασμός σου εἶναι μία φορὰ τὴν ἑβδομάδα, ἡ νόσος σου ὅμως δυνατὸν νὰ διαρκέσῃ ἑβδομάδας, ὁ δὲ θάνατός σου πάντοτε. Ὅταν γίνῃ ἐπιστράτευσις, πῶς τὰ ἀφίνεις ὅλα καὶ φεύγεις; Φροντίζει ἡ Κυβέρνησις διὰ τὰ παιδιά σου; Μήπως καὶ ὁ Θεὸς θὰ ἀφίνῃ σε ἀπροστάτευτον, ἀφοῦ οἱ ἄνθρωποι λαμβάνουσι μέτρα διὰ τοὺς ἐπιστρατευθέντας; Ἀδικαιολόγητοι αἱ ἀρνήσεις καὶ αἱ δικαιολογίαι τούτων.
Διὰ τοῦτο ἔρχονται αἱ σκληραὶ τιμωρίαι. Ἐπειδὴ λέγεις, ὅτι δὲν εὐκαιρεῖς μίαν φορὰν τὴν ἑβδομάδα νὰ σηκώσῃς τὸ βλέμμα σου εἰς τὸν Θεόν, στέλλει ὁ Θεὸς ἀρρώστεια, διὰ τῆς ὁποίας σὲ ἐξαπλώνει ἀνάσκελα εἰς τὸ κρεβάτι σου καὶ ἐκεῖ θὰ βλέπῃς ἑβδομάδας καὶ μῆνας πρὸς τὰ ἄνω! Ἐπειδὴ προφασίζεσαι, ὅτι δὲν εὐκαιρεῖς νὰ ἐπικαλεσθῇς τὸν Θεὸν μίαν ἡμέραν τῆς ἑβδομάδος, στέλλει ὁ Θεὸς τὸν Ἀλβανικὸν πόλεμον, ὅπου ἐπὶ μῆνας ὄχι μόνον ἀπουσιάζεις ἀπὸ τὶς δουλειές σου, ἀλλὰ δὲν ἔπαυες νύχτα καὶ ἡμέραν νὰ ἐπικαλῆσαι τὸν Θεὸν καὶ τὴν Παναγίαν εἰς βοήθειάν σου. Ἐπειδὴ ἔπειτα ἀπὸ ὅλα δὲν ὑψώσαμε τὰ χέρια μας ἀπὸ ἀγάπην πρὸς τὸν Θεόν, ἦλθεν ἡ κατοχή, ἐντοπία καὶ ξένη, σοῦ ἐστραπάτσαρε τὶς δουλειές σου, τὰ βόδια σου, τὰ πρόβατά σου, τὰ χοιρινά σου, τὰ παιδιά σου, τὰ σπίτια σου καὶ μὲ τὰ πιστόλια εἰς τὰ χέρια σοῦ ἐφώναζον «ψηλὰ τὰ χέρια». Ἀφοῦ δὲν τὰ ἐσήκωνες εἰς προσευχὴν ἀπὸ ἀγάπην, ὅταν σοῦ τὸ ἔλεγεν ὁ Θεός, τὰ σηκώνεις ἀπὸ ἀνάγκην, διότι σοῦ τὸ λέγουν οἱ ἐχθροί σου.
Ἀλλὰ ἡ τιμωρία αὕτη πρόσκαιρος καὶ πρὸς συμμόρφωσιν εἶναι ἐλαχίστη ἐνώπιον τῆς πέραν τοῦ τάφου, ὅπου ἔσται ὁ βρυγμὸς καὶ ὁ τριγμὸς τῶν ὀδόντων καὶ ὅπου οὐδεὶς γεύσεται τοῦ δείπνου τῆς χαρᾶς ἐκείνης! Ὁποία τιμωρία!
Ποίαν σημασίαν ἔχει ἡ χριστιανική μας χαρὰ φαίνεται ἀπὸ τὰ ἑξῆς: Γύρω ἀπὸ τὸν Ναπολέοντα τὸν Α’ εἶχον συγκεντρωθῇ οἱ μεγαλύτεροι στρατηγοί του. Ἐρωτᾶ αὐτούς: Κύριοι γνωρίζετε, ποία εἶναι ἡ εὐτυχεστέρα ἡμέρα τῆς ζωῆς μου; Ἡ μάχη τοῦ Μαρέγκο, ἀπαντᾷ ὁ ἕνας. Ἡ νίκη εἰς τὰς Πυραμίδας, παρατηρεῖ ἕνας ἄλλος. Ἡ δόξα τοῦ Ἀούστερλιτς, διαβεβαιοῦν ἄλλοι. Ὄχι, διακόπτει ὁ Ναπολέων. Ἡ εὐτυχεστέρα ἡμέρα τῆς ζωῆς μου εἶναι ἡ ἀξέχαστη ἡμέρα ἐκείνη, κατὰ τὴν ὁποίαν ἐκοινώνησα διὰ πρώτην φοράν. Οἱ ἀξιωματικοί του ἀλληλοεκοιτάχθησαν μὲ ἔκπληξιν. Ἕνας μόνον ἐδάκρυσεν ἀπὸ συγκίνησιν. Ὁ Ναπολέων κτυπῶν αὐτὸν ἐλαφρῶς εἰς τὸν ὦμον του τοῦ λέγει. Πολὺ καλά, φίλε μου, εἶμαι εὐτυχής, διότι μὲ ἐκατάλαβες. Ἡ χαρὰ τῆς χριστιανικῆς κλήσεως ἦτο ἀνωτέρα πάσης κατακτήσεως. Πόσον βαθεῖα εἶναι ἡ χαρὰ αὕτη καὶ ἐπιπόλαιοι αἱ ἄλλαι χαραὶ τοῦ ἐγωισμοῦ!
Ἂς σκεφθῶμεν τὴν ὑψηλὴν τιμὴν τῆς κλήσεως, τὰς τιμωρίας διὰ τὴν ἄρνησίν μας καὶ ἂς μετανοήσωμεν πλησιάζοντες τὸν Χριστόν.
5.
Τὸ Δεῖπνο τῆς Βασιλείας
Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))
(Ματθ.22.1-14 καὶ Λκ. 14.16-24)
Ἂς μελετήσουμε γιὰ λίγα λεπτὰ τὴν παραβολὴ αὐτή.
Κάποιος ἄνθρωπος προσκάλεσε σὲ δεῖπνο αὐτοὺς ποὺ φαινόντουσαν νὰ εἶναι οἱ πιὸ ἀγαπημένοι φίλοι του γιὰ νὰ περάσουν λίγες ὧρες μέσα στὴ δική του χαρά. Καὶ οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ὁ ἕνας ὕστερα ἀπὸ τὸν ἄλλο περιφρόνησαν τὴν πρόσκλησή του, ὁ καθένας καὶ γιὰ τὸ δικό του λόγο. Ὁ ἕνας εἶχε ἀγοράσει ἕνα κομμάτι γῆς, εἶχε ἐγκατασταθεῖ ἐκεῖ, τὸ κατεῖχε, εἶχε γίνει ὁ ἰδιοκτήτης καὶ δὲν εἶχε πιὰ τὸν καιρὸ νὰ μοιραστεῖ τὴ χαρὰ κάποιου ἄλλου – εἶχε τὴ δική του.
Ἕνας ἄλλος εἶχε ἀγοράσει πέντε ζευγάρια βόδια καὶ εἶχε δουλειά, εἶχε ἔργο σοβαρὸ στὴ ζωή, ἦταν πολὺ ἀπασχολημένος καὶ δὲν μποροῦσε νὰ ξεχαστεῖ στὶς γιορτὲς ἑνὸς ἄλλου, νὰ κάθεται ἀργὸς στὴ χαρὰ κάποιου ἄλλου τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε πάνω στὴ γῆ τὴ δική του δημιουργικὴ ἀπασχόληση.
Κάποιος τρίτος εἶχε παντρευτεῖ, εἶχε βρεῖ τὴν προσωπική του χαρὰ καὶ δὲ γνοιαζόταν γιὰ τὴ γιορτὴ ἑνὸς φίλου.
Ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι γύρισαν τὴν πλάτη στὸ φίλο τους γιατί ὁ καθένας εἶχε βρεῖ καὶ κάτι τὸ ὁποῖο τὸν ἀπορροφοῦσε περισσότερο ἀπὸ τὴ φιλία, περισσότερο ἀπὸ τὴν ἀγάπη, περισσότερο ἀπὸ τὴν ἀφοσίωση.
Δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ δική μας ἡ μοῖρα; Ὁ Κύριος μᾶς προσκαλεῖ νὰ μοιραστοῦμε τὴν ἴδια ζωὴ μ’ Ἐκεῖνον, τὴ δική Του ζωή, τὴν αἰώνια, οὐράνια ζωὴ καὶ ἑπομένως καὶ τὴν αἰώνια εὐφροσύνη. Κι ἐμεῖς λέμε: «Ναὶ Κύριε, θὰ ἔλθουμε, θὰ ἔλθουμε ὅμως ὅταν δὲ θὰ ἔχουμε πιὰ τίποτα νὰ κάνουμε πάνω στὴ γῆ· ὅσο ὅμως ἐξακολουθεῖ νὰ ὑπάρχει μιὰ λωρίδα γῆς στὴν ὁποία εἶναι δυνατὸ νὰ προσκολληθοῦμε ἢ κάτι νὰ κάνουμε ποὺ νὰ μᾶς ἀπορροφᾶ καὶ νὰ μᾶς μεθάει, ὅσο ἔχουμε τὴ δική μας χαρά, μικρὴ ἴσως ἀλλὰ δική μας, δὲν ἐνδιαφερόμαστε γιὰ τὴ δική σου χαρά. Ὅταν θὰ ἔλθει ὁ καιρὸς ποὺ θὰ φύγουν αὐτὰ τὰ τερπνὰ ἴσως νὰ θυμηθοῦμε ὅτι μᾶς ἔχεις προσκαλέσει. Ἴσως, ὅταν τίποτα δὲ θὰ μᾶς ἔχει ἀπομείνει, νὰ ἐκμεταλλευτοῦμε αὐτὸ ποὺ ἀνήκει σὲ κάποιον ἄλλο – τὸ δικό Σου».
Δὲν εἶναι τέτοιος ὀ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ζοῦμε; Ὁ καθένας μας ἔχει δώσει τὴν καρδιά του σὲ κάτι, εἶναι μπλεγμένος καὶ μεθυσμένος μὲ κάποιο πράγμα, ὁ καθένας ἀναζητεῖ τὴ δική του εὐχαρίστηση, ἡ ζωὴ ὅμως περνᾶ καὶ ὁ Κύριος ἔχει ἔλθει πάνω στὴ γῆ γιὰ νὰ μᾶς ἀποκαλύψει τὴ δική Του χαρά. Ἦλθε μέσα στὸν κόσμο αὐτὸ καὶ τὸν ἀγάπησε τόσο ποὺ ἂν μόνο ἤμασταν μαζί Του θὰ ‘τανε ὅλος δικός μας· ὄχι πὼς θὰ τὸν θεωρούσαμε κτῆμα μας μὲ τὸν τρόπο ποὺ ὁ κτηματίας αἰσθάνεται τὴν ἰδιοκτησία τῆς γῆς ἀλλὰ μὲ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἕνας καλλιτέχνης βλέπει τὴν ὀμορφιὰ καὶ μπορεῖ νὰ χαίρεται, ἐλεύθερος ἀπὸ τὴν ἀρπακτικότητα.
Ὁ Κύριος ἔχει μπεῖ στὴ ζωὴ καὶ ἐκτελεῖ ἕνα ἔργο στὸ ὁποῖο μᾶς προσκαλεῖ νὰ συμμετάσχουμε. Τὸ ἔργο αὐτὸ εἶναι νὰ μεταμορφώσουμε τὴ ζωή, νὰ μεταμορφώσουμε τὸν κόσμο, νὰ μεταμορφώσουμε τὴ γῆ μας σὲ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Αὐτὸ ὅμως ἀπαιτεῖ μεγαλοψυχία καὶ πλατειὰ ἀγάπη, ἀπαιτεῖ τὴν ἱκανότητα νὰ θεωροῦμε σὰν δική μας φροντίδα ὄχι μόνο τὴ δική μας ἐργασία ἀλλὰ καὶ ἐκείνη τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Γιὰ νὰ γίνει τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ δικό μας ἔργο πρέπει οἱ ψυχές μας νὰ μεγαλώσουν, πρέπει νὰ μποροῦμε νὰ ξεχνᾶμε τὶς δικές μας μικρὲς ὑποθέσεις γιὰ χάρη τοῦ μεγάλου ἔργου τοῦ Θεοῦ. Ἡ κάθε καρδιὰ εἶναι γεμάτη ἀπὸ ἀγάπη γιὰ κάποιον, ὁ Κύριος ὅμως μᾶς λέει: «Ἡ καρδιὰ σας εἶναι πολὺ στενή, ἀνοῖξτε την πλατύτερα, ἀγαπῆστε συμπαθεῖς καὶ ἀσυμπαθεῖς, ἀγαπᾶτε τοὺς ἀγαπημένους σας, ἀγαπᾶτε ὅμως καὶ τοὺς ξένους, ἀγαπᾶτε μὲ ἀγάπη δοσμένη, χωρὶς ἰδιοτέλεια, ξεχνώντας τοὺς ἑαυτούς σας».
Αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι ποὺ καὶ ἐμεῖς καὶ οἱ ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι περιγράφονται στὴν παραβολὴ εἴμαστε ἀνίκανοι νὰ κάνουμε. Εἴμαστε ἀνίκανοι νὰ ξεχάσουμε τοὺς ἑαυτούς μας καὶ περιμένουμε μέχρι ποὺ νὰ μᾶς ἐγκαταλείψει ἡ ἐπίγεια χαρὰ πρὶν θυμηθοῦμε τὴ χαρὰ τοῦ οὐρανοῦ. Ἐνῶ θὰ μπορούσαμε ἤδη νὰ ζούσαμε μέσα της, ἡ ζωὴ παρέρχεται κι ἐμεῖς ἀντιπαρερχόμαστε τὴ ζωή.
Ό Κύριος λέει: «ζητεῖτε πρῶτον τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Ματθ. 6.33), δὲν προσθέτει ὅμως ὅτι ὅλα τὰ ὑπόλοιπα τότε θὰ μᾶς ἀφαιρεθοῦν. Λέει ἀντίθετα: «ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν». Εἴμαστε ἀληθινὰ ἀνίκανοι νὰ καταλάβουμε ὅτι ὁ Κύριος ἦλθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ μᾶς δώσει ζωή, περίσσεια ζωῆς ὥστε ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξη νὰ μᾶς εἶναι ἀκριβή καὶ ὄχι μόνο μιὰ ἐλάχιστη γωνιά της, ὥστε νὰ ‘ ναι δικό μας ὁλόκληρο τὸ δημιουργικὸ ἔργο τοῦ κόσμου κι ὁλόκληρο τὸ πεπρωμένο του, ὄχι ἁπλῶς τὸ κομματάκι ποὺ ἐμεῖς θὰ μπορέσουμε νὰ κατορθώσουμε κατὰ τὴ διάρκεια τῆς σύντομης ἐπίγειάς μας ζωῆς; Δὲν μποροῦμε νὰ Τὸν πιστέψουμε ὅτι ἡ ἀγάπη μας ποὺ ἀγκαλιάζει τόσο λίγους ἀνθρώπους μπορεῖ νὰ τοὺς στηρίξει τέλεια μόνο, ὅταν ξεχάσουμε τὴν ἰδιοκτησία καὶ θυμηθοῦμε τὴν ἀπεριόριστη ἐλευθερία τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ;
6.
Πρόσκληση στὸ Μυστήριο τῆς Ζωῆς (Λουκ. ιδ΄ 16-24)
Καραγιάννης Νικάνωρ (Ἀρχιμανδρίτης)
Τὸ κάλεσμα τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ μετέχει ὁ ἄνθρωπος στὸ μυστήριο τῆς ὄντως ζωῆς, μᾶς παρουσιάζει ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ παραβολὴ τοῦ μεγάλου δείπνου. Ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νὰ καθίσει στὸ τραπέζι τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ κοινωνήσει ζωὴ ἀπὸ τὴ ζωή Του, γιὰ νὰ μεταγγίσει στὸ σῶμα τοῦ κόσμου τὸ αἷμα τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ. Σὲ αὐτὸ τὸ δεῖπνο τῆς θείας Εὐχαριστίας ὁ Θεὸς πατέρας καλεῖ τὰ παιδιά του, νὰ νιώσουν καὶ νὰ βιώσουν τὴ ζωντανὴ παρουσία Του. Αὐτὸ ἐπιτυγχάνεται μέσα στὴ θεία λατρεία καὶ κατεξοχὴν στὴ θεία Λειτουργία.
Πόσο διδακτικὰ ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος αὐτὴ τὴν ἀλήθεια, ὅταν γράφει: «Εἶναι ἀνάγκη νὰ μάθουμε τὸ θαῦμα τῶν Μυστηρίων, δηλαδὴ τὴ θεία Εὐχαριστία, τί ἀκριβῶς εἶναι, καὶ γιατί μᾶς δόθηκε καὶ τί ὠφελούμαστε ἀπὸ αὐτό: Ἕνα σῶμα γινόμαστε καὶ μέλη ἐκ τῆς σαρκὸς Αὐτοῦ καὶ ἐκ τῶν ὀστέων Αὐτοῦ (…). Ὁ Κύριος σ’ αὐτὸ τὸ δεῖπνο τῆς εὐχαριστίας ἀναμειγνύει τὸν ἑαυτό Του μὲ τὸν καθένα ἀπὸ ἐμᾶς καὶ μᾶς προσφέρει τὸ Σῶμα Του καὶ γινόμαστε σύσσωμοι μὲ Αὐτὸν καὶ μᾶς κάνει ναὸ τῆς θεότητάς Του. Ἂς ἀναμειχθοῦμε μὲ τὴ σάρκα τοῦ Χριστοῦ, γιατί μὲ αὐτὴ τὴν τροφὴ ποὺ μᾶς χάρισε θέλει νὰ δείξει πόσο πολύ μᾶς ἀγάπησε». Ἐδῶ συμπυκνώνεται καὶ πραγματώνεται τὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ μυστήριο ποὺ διαχέει τὸ θαῦμα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, μιᾶς ἀγάπης ποὺ θυσιάζεται καὶ προσφέρεται διαρκῶς, γιὰ νὰ ἁγιασθεῖ, νὰ ζήσει καί, τελικά, νὰ σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος.
«Καὶ ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες»
Ὁ λόγος τῆς παραβολῆς εἶναι πράγματι προφητικὸς καὶ ἀποκαλυπτικός, γιατί στὸ δεῖπνο τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ἀντικατοπτρίζεται ἡ στάση τοῦ ἄνθρωπου κάθε ἐποχῆς. Οἱ προσκεκλημένοι, ἐνῶ ἀρχικὰ δέχονται, στὴ συνέχεια ἀποποιοῦνται τὴν πρόσκληση δίνοντας διάφορες δικαιολογίες γιὰ τὴν ἄρνησή τους. Ἐνδεχομένως, ὑποκύπτουν στὸν πειρασμό, γιὰ νὰ καλύψουν προσχηματικὰ τὴ φοβερή τους ἀδιαφορία. Ἀπορροφημένοι μέσα στὴν τύρβη τοῦ κόσμου καὶ τὴ δίνη τῆς καθημερινότητάς τους, ἐπικαλοῦνται πάντοτε τὶς ἴδιες δικαιολογίες. Ἴσως οἱ μορφὲς καὶ οἱ ἀφορμὲς νὰ εἶναι διαφορετικές, ἀλλὰ οἱ βαθύτερες αἰτίες ἴδιες: «Ἀγρὸν ἠγόρασα, καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν… ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε, καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά…». Οἱ ἀτελείωτες βιοτικὲς μέριμνες, ἡ ἀγωνία τῆς ἐργασίας, ἡ ἐξασφάλιση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν γίνονται κάποτε ἐμπόδια στὴν πρόσκληση τῆς σωτηρίας.
Καὶ αὐτό, γιατί συνήθως ὅλα αὐτὰ συνδέονται μ’ ἕνα χαρακτηριστικὸ γνώρισμα καὶ συναίσθημα, τὸ ἄγχος. Κάθε φορὰ ποὺ τὸ ἄγχος πολιορκεῖ τὸν ἄνθρωπο, ὁ χῶρος τῆς καρδιᾶς του καὶ ὁ χρόνος τῆς ζωῆς του στενεύουν ἐπικίνδυνα καὶ τότε τὸ κάλεσμα τοῦ Θεοῦ ἀπωθεῖται στὸ περιθώριο. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος τυλιχθεῖ μέσα στὸ δίχτυ τοῦ ἄγχους, ζεῖ σὲ μιὰ ἀφόρητη πίεση καὶ ἔνταση, γι’ αὐτὸ καὶ νιώθει νὰ πνίγεται. Νά, γιατί τὰ προβλήματα καὶ οἱ δυσκολίες μεγεθύνονται, οἱ ἀνασφάλειες καὶ οἱ φοβίες πολλαπλασιάζονται καί, τρέχοντας ὁ ἄνθρωπος λαχανιασμένος νὰ προλάβει τὴ ζωή, παραβλέπει καὶ προσπερνᾶ τὸν Θεό. Ὡστόσο, δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ὅτι πίσω ἀπὸ ὅλα αὐτὰ βρίσκεται ἡ ἐπιθυμία τοῦ κόσμου. Αὐτὴ ἡ ἐπιθυμία χαράσσει μιὰ διαχωριστικὴ γραμμὴ ἀνάμεσα στὸν Θεὸ καὶ τὸν κόσμο καὶ ὑψώνει ἕνα ἀδιαπέραστο τεῖχος ποὺ δὲν μᾶς ἀφήνει νὰ δοῦμε τὴν ἀλήθειά Του καὶ νὰ ἀκούσουμε τὴ φωνή Του. «Γυναῖκα ἔγημα», κάποιες ἄλλες φορὲς ἡ ἐξάρτησή μας ἀπὸ διάφορες ἀνθρώπινες σχέσεις δυσχεραίνει τὴν ἀνταπόκρισή μας στὸ κάλεσμα τοῦ Θεοῦ.
Ἐδῶ δὲν πρόκειται μόνο γιὰ τὰ αὐτονόητα οἰκογενειακὰ βάρη, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὶς προσωπικὲς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων, ποὺ σήμερα μᾶς ἀπασχολοῦν ἰδιαίτερα. Σχέσεις ποὺ, κάποτε, δὲν ἔχουν εἰλικρίνεια καὶ ἠθική. Σχέσεις ποὺ δὲν στηρίζονται στὴν ἀγάπη, ἀλλὰ στὴν ἐκμετάλλευση, καὶ ὁδηγοῦν σὲ ἀδιέξοδα πάθη, νεκρώνοντας κάθε ἐνδιαφέρον γιὰ τὸν Θεό. Γιατί κάθε ἐπικοινωνία, σχέση, καὶ σύνδεσμός μας μὲ τοὺς ἄλλους πρέπει νὰ ἔχει ὅρια. Ὅρια ἀπαραβίαστα, ποὺ ἐξασφαλίζουν τὴν ἀνεξαρτησία μας καὶ τὴν ἐσωτερική μας ἐλευθερία καὶ ἀφήνουν μέσα μας χῶρο καὶ χρόνο γιὰ τὴ σχέση μας μὲ τὸν ἑαυτό μας καὶ τὸν Θεό.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, τὸ ἴδιο κάλεσμα τοῦ Θεοῦ νὰ ζήσουμε τὴν παρουσία Του στὸ μυστήριο τῆς ὄντως ζωῆς μᾶς ὑπενθυμίζει ἡ Ἐκκλησία ἐνόψει τῶν Χριστουγέννων. Γι’ αὐτό, μὴ χανόμαστε στὴν ὁμίχλη τῶν προφάσεων τοῦ κόσμου, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ ἀκοῦμε τὴ φωνὴ τῆς κλήσης τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.
7.
Γαμήλια γιορτή (Λουκ. ιδ΄16-24)
Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003)
Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
Πόσο συχνὰ ἔχουμε ἀκούσει τὴν σημερινὴ παραβολὴ γιὰ κείνους ποὺ κλήθηκαν στὴ Γαμήλια Γιορτὴ τοῦ Βασιλιᾶ, καὶ ἀρνήθηκαν νὰ πᾶνε. Ὁ ἕνας εἶχε ἀποκτήσει ἕνα κομμάτι γῆς· νόμιζε ὅτι τοῦ ἀνῆκε· στὴν πραγματικότητα ἦταν τόσο δεμένος ποὺ δὲν μποροῦσε ν’ ἀποδεσμευτεῖ ἀπ’ αὐτὴν· ἦταν φυλακισμένος σ’ αὐτὸ ποὺ νόμιζε ὅτι τοῦ ἀνῆκε. Καὶ τὸ ἴδιο συμβαίνει μὲ ὅ,τι νομίζουμε ὅτι κατέχουμε· μᾶς ἀρκεῖ νὰ κρατᾶμε στὰ χέρια μας τὸ πιὸ ἀσήμαντο πράγμα – καὶ αὐτὸ τὸ χέρι γίνεται ξένο πρὸς ἐμᾶς· δὲν μποροῦμε πλέον νὰ τὸ χρησιμοποιήσουμε, δὲν μποροῦμε νὰ χρησιμοποιήσουμε τὸ μπράτσο μας, ὅλο τὸ σῶμα μας ἐξαρτᾶται ἀπὸ αὐτὸ ποὺ κατέχουμε ἤ φανταζόμαστε ὅτι κατέχουμε: εἴμαστε δέσμιοί του.
Ἄλλοι ἄνθρωποι ἀρνήθηκαν νὰ ἔλθουν ἐπειδὴ εἶχαν ἀγοράσει πέντε ζευγάρια βόδια: ἔπρεπε νὰ τὰ δοκιμάσουν, ἔπρεπε νὰ τελειώσουν μιὰ ἐργασία, εἶχαν ὅπως νόμιζαν μιὰν ἀποστολὴ στὴ ζωή τους, γιὰ τοῦτο τὸν λόγο δὲν εἶχαν χρόνο γιὰ ὁτιδήποτε πέρα ἀπ’ ὅ,τι ἀποτελοῦσε τὴν προσωπική τους μέριμνα.
Καὶ ὁ τελευταῖος ποὺ κλήθηκε ἀρνήθηκε νὰ πάει ἐπειδὴ ἡ καρδιά του ἦταν γεμάτη ἀπὸ τὴ χαρὰ του, ἔχοντας παντρευτεῖ, πῶς θὰ μποροῦσε νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὸν γάμο κάποιου ἄλλου; Ἦταν γεμάτος ἀπὸ τὴν δικὴ του χαρὰ – πῶς θὰ μποροῦσε νὰ συμμετέχει στὴ χαρὰ κάποιου ἄλλου;
Κι ἔτσι ὅλοι τους ἀρνήθηκαν τὸ κάλεσμα.
Τοὺτη ἡ παραβολὴ δὲν μᾶς ἀφορᾶ ἄμεσα; Ὁ καθένας μας κατέχει κάτι ποὺ θεωρεῖ τόσο σημαντικὸ ποὺ εἶναι ἕτοιμος νὰ γυρίσει τὴν πλάτη του στὸν Θεὸ – ναὶ, στὸν Θεὸ: δὲν ὐπάρχει χρόνος γιὰ προσευχή, γιὰ λατρεία. Τὴν ἴδια ὥρα ἀπορρίπτουμε ἄλλους ἀνθρώπους ποὺ μᾶς χρειάζονται, ἐπειδὴ εἴμαστε ἀπασχολημένοι μὲ τὶς δουλειὲς μας;
Καὶ πόσο συχνὰ συμβαινει νὰ εἴμαστε γεμάτοι ἀπὸ χαρὰ ἤ λύπη – ἀλλὰ ἀνήκουν σ’ ἐμᾶς, τὰ ἔχουμε κλείσει στην καρδιά μας, δὲν ἔχουμε χρόνο γιὰ τὴν λύπη ἥ τὴν χαρὰ κάποιου ἄλλου.
Ἀλλὰ τότε, τὶ θὰ πρέπει νὰ κάνουμε; Κάθε Κυριακὴ στὴν Θεία Λειτουργία ἀκοῦμε, «πᾶσαν τὴν βιοτικὴ ἀποθώμεθα μέριμναν»· σημαίνει ὅτι πρέπει νὰ ἀρνηθοῦμε τὴν γῆ ὅπου ζοῦμε, τὶς μέριμνές μας, τὶς χαρές καὶ τὶς λύπες ποὺ ἔρχονται στὸν δρόμο μας; Ὄχι!
Ἀλλὰ ὑπάρχει ἴσως μία ἀπάντηση σ’ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα στὶς γραμμὲς ποὺ προηγοῦνται τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς στὸ Ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ποὺ ἀκούσαμε σήμερα, ποὺ μᾶς λέει: Ἀναστηθήκατε μὲ τὸν Χριστό; Βρίσκεστε ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται; Εἶναι ἡ ζωή σας κρυμμένη μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ εἰς τὸν Θεό; Τὶ σημαίνει πραγματικὰ αὐτὸ γιὰ μᾶς; Σημαίνει ὅτι ἄν εἴμαστε νεκροὶ μὲ τὸν θάνατο τοῦ Χριστοῦ στὸ κάθε τι ποὺ καταστρέφει τὴν ἀγάπη, τὴν συμπόνοια, στὸ κάθε τι ποὺ ἔχει σὰν κέντρο του τὸν ἐγωισμό, ποὺ εἶναι ἀγάπη γιὰ τὸν ἑαυτό μας, ποὺ δὲν ἀφήνει χῶρο γιὰ κανέναν παρὰ γιὰ τὸν ἑαυτό μας – ἐὰν εἴμαστε νεκροὶ γιὰ ὅλα αὐτὰ, καὶ ἔχουμε ἀποδεχτεῖ τὴν ζωὴ μὲ τοὺς ὅρους τοῦ Χριστοῦ, ἕτοιμοι νὰ ζήσουμε γιὰ τοὺς ἄλλους, γιὰ τὸν Χριστὸ, νὰ ζήσουμε γιὰ τὴν χαρὰ καὶ τὴν ζωὴ ἐκείνων ποὺ βρίσκονται γύρω μας – τότε ἔχουμε ἀναστηθεῖ μαζὶ μὲ τὸν Χριστό, καὶ ἡ ζωή μας εἶναι πραγματικὰ κρυμμένη μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ εἰς τὸν Θεό, βρίσκεται στὰ ἴδια τὰ βάθη τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς θεϊκῆς ἀγάπης! Καὶ τότε μποροῦμε νὰ γυρίσουμε πρὸς τὴν γῆ· τότε, ἀντὶ νὰ κατέχουμε μποροῦμε νὰ ὑπηρετοῦμε, ἀντὶ νὰ ὑπερισχύουμε μποροῦμε νὰ προσπαθοῦμε νὰ γίνει ἡ δική μας γῆ ἐλεύθερη, μέσα ἀπὸ μιὰ πράξη ἀγάπης, ἀπὸ μιὰ πράξη εὐλάβειας, νὰ γίνει γῆ τοῦ Θεοῦ, νὰ μπορεῖ νὰ φέρει καρποὺς, ὄχι σὰν νὰ βιάζεται ἀπὸ μᾶς, σὰν νὰ ἀνήκει σὲ μᾶς μὲ τὴ βία, ἀλλὰ προσφέροντάς μας τοὺς καρπούς της μέσα ἀπὸ μιὰ πράξη σωτήριας καὶ ἀνταποδοτικῆς ἀγάπης. Τὸ ἴδιο ἰσχύει γιὰ τὰ ἔργα μας· καλούμαστε νὰ διακονήσουμε, καλούμαστε νὰ φτιάξουμε μιὰ ζωὴ ποὺ νὰ εἶναι γιὰ ὅλους πράξη ἐνδιαφέροντος, ἀγάπης, φροντίδας – τότε, ὅ,τι κάνουμε γίνεται ἔργο τοῦ Θεοῦ, ἀποκτάει νόημα καὶ δὲν μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὸν Θεὸ.
Κι ἄν ἡ χαρὰ ἔχει ἔλθει στὴν καρδιά μας, εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ· ἄν ἡ θλίψη ἔχει ἔλθει στὴν καρδιά μας, μποροῦμε νὰ τὴν παρουσιάσουμε στὸν Θεό, γιὰ νὰ γίνει ἕνα μέσα στὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας!
Ἄς προβληματιστοῦμε πάνω σ’ αὐτό! Ἄς παραμερίσουμε ὅλες τὶς μέριμνες τούτης τῆς ζωῆς, ποὺ πάει νὰ πεῖ νὰ εἴμαστε ἐλεύθεροι καὶ ὄχι φυλακισμένοι: Ὁ Χριστὸς ἦλθε νὰ μᾶς ἐλευθερώσει. Καὶ τότε ἡ γῆ καὶ ὁ μόχθος μας καὶ οἱ χαρές καὶ οἱ θλίψεις μας θὰ γίνουν κομμάτι τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Τότε πραγματικά, ἡ ζωή μας θὰ βρίσκεται κρυμμένη μὲ τὸν Χριστό στὸν Θεό, ἀλλὰ ἕναν Θεὸ ποὺ διάλεξε ν’ ἀγαπήσει τόσο τὸν κόσμο ὥστε νὰ ἐνδυθεῖ τὴν ἀνθρώπινη σάρκα, νὰ γίνει ἄνθρωπος ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, νὰ φέρει στοὺς ὤμους Του τὴν ἀνθρώπινη μοῖρα, τὴν κτιστότητα, τὴν ζωὴ σ’ ἕναν ἁμαρτωλὸ κόσμο, τὶς συνέπειες τῆς ἀνθρώπινης ἁμαρτίας, καὶ ἀκόμα τὴν ἀπώλεια τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι αὐτὸ ποὺ σκοτώνει. Καὶ ἀφοῦ, μέσα ἀπὸ μιὰ πράξη σωτηριολογικὴ καὶ λυτρωτική, τὰ ἀποδέχτηκε ὅλα, ἀναστήθηκε, καὶ ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς μπορεῖ νὰ εἰσέλθει στὴν αἰώνια ζωή, τὴ ζωὴ τῆς ἀνάστασης ἑνώνοντας τὴ ζωή του μὲ αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ. Ἀμήν.
8.
Δεῖπνον Μέγα
Λαμπρόπουλος Βαρνάβας (Ἀρχιμανδρίτης)
Πολὺ παράξενη καὶ ἀπροσδόκητη φαίνεται ἡ ἀντίδραση τῶν προσκεκλημένων στὸ δεῖπνο. Ὁ πλούσιος οἰκοδεσπότης δὲν τοὺς κάλεσε γιὰ ἕνα κέρασμα, ἀλλὰ σὲ «δεῖπνον μέγα»· καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά τοὺς τίμησε, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐπίσημη πρόσκληση, καὶ μὲ ὑπενθύμιση μέσω δούλου ὅτι «ἕτοιμα ἐστιν πάντα». Στὴ σημερινὴ ἐποχὴ εἶναι μᾶλλον βέβαιο ὅτι κανεὶς ἄνθρωπος δὲν θὰ ἀρνιόταν τέτοια εὐκαιρία πλουσίου συμποσίου καὶ —γιατί νὰ τὸ κρύψουμε;- ἄφθονης τροφῆς τῆς ματαιοδοξίας του.
Ἡ αἰτία τῆς ἄρνησης
Πρὶν ἀπὸ μερικὰ χρόνια κάποιος Ἀμερικανὸς ἑκατομμυριοῦχος, θέλοντας νὰ ἐμπαίξει αὐτὴ τὴν ἄρρωστη δίψα τῶν ἐπωνύμων γιὰ προβολή, κάλεσε περίπου χίλια ἄτομα ἀπὸ τὴν κοσμικὴ ἀφρόκρεμα τῆς Νέας Ὑόρκης σὲ δεξίωση στὸ πιὸ ἀριστοκρατικὸ ξενοδοχεῖο τῆς πόλης. Κανεὶς δὲν ἀρνήθηκε τὴν πρόσκληση. Ὅλοι τους ἦταν ἐκεῖ. Τότε, στὸ ζενὶθ τῆς εὐωχίας, ὁ οἰκοδεσπότης πῆρε ἕνα μικρόφωνο καὶ τοὺς εἶπε: «Χαίρετε! Εἶμαι αὐτὸς ποὺ σᾶς κάλεσε. Δὲν μὲ γνωρίζετε, οὔτε σᾶς γνωρίζω. Ὅμως οὔτε ἕνας ἀπὸ σᾶς δὲν ἀναρωτήθηκε “ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ ἄγνωστος ποὺ μὲ καλεῖ”. Ὅλοι σας παραβλέψατε αὐτὴ τὴ “λεπτομέρεια”, προκειμένου νὰ μὴν χάσετε μία ἀκόμη κοσμικὴ ἐκδήλωση. Αὐτὰ εἶχα νὰ σᾶς πῶ καὶ γι’ αὐτὸ σᾶς κάλεσα. Μπορεῖτε νὰ συνεχίσετε τὴ διασκέδασή σας».
Εἶναι προφανὲς ὅτι οἱ ἐπίσημοι προσκεκλημένοι τῆς σημερινῆς παραβολῆς, «οἱ ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς τῶν Ἰουδαίων καὶ ὅσοι τιμιώτεροι τοῦ πλήθους» (Ζιγαβηvός), δὲν διέφεραν καὶ πολὺ ἀπὸ τοὺς κοσμικούς τοῦ ἀναφερθέντος περιστατικοῦ. Σὲ ματαιοδοξία καὶ ὑποκρισία σίγουρα τοὺς ξεπερνοῦσαν. Ἐπιδίωκαν «τὴν πρωτοκλισίαν ἐν τοῖς δείπνοις, τοὺς ἀσπασμοὺς ἐν ταῖς ἀγοραῖς», καὶ ὅλα – ἀκόμα καὶ τὸ νὰ «μεγαλύνουν τὰ κράσπεδα τῶν ἱματίων τους»- τὰ ἔκαναν «πρoς τὸ θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις» (Ματθ. 23,5-7). Τέτοιοι, λοιπόν, ἐγωιστὲς ἄνθρωποι ἦταν ἀδιανόητο νὰ ἀρνηθοῦν πρόσκληση σὲ «δεῖπνον μέγα».
Τότε γιατί δὲν ἀνταποκρίθηκαν, καὶ μάλιστα προφασιζόμενοι λογικὲς μὲν καὶ νόμιμες, ἀλλὰ ἀνεπαρκεῖς δικαιολογίες; Ἡ ἀπάντηση βρίσκεται στὸ ὅτι δὲν τοὺς ἐνθουσίαζε τὸ ἐδεσματολόγιο. Τὰ ἕτοιμα ἐδέσματα τοῦ «μεγάλου δείπνου», κατὰ τὸν ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας, ἦταν: «Ἁμαρτιῶν ἀπόθεσις, Πνεύματος Ἁγίου μέθεξις, υἱοθεσίας λαμπρότης, βασιλεία οὐρανῶν». Εἶναι φανερὸ ὅτι ματαιοδοξίες, φιλοπρωτίες, παχυλὲς ἀντιλήψεις γιὰ μεσσιακὴ βασιλεία μὲ ἐθνικὴ εὐδαιμονία καὶ δόξα, δὲν συμπεριλαμβάνονταν στὰ προσφερόμενα «πιάτα». Γι’ αὐτὸ oι ἐπίσημοι προσκεκλημένοι ὄχι ἁπλῶς δὲν ἐνθουσιάστηκαν ἀπὸ τὴν πρόσκληση, ἀλλὰ τὴν ἄκουσαν σὰν ἐνοχλητικὴ ἀφύπνιση καὶ ἔλεγχο.
Ποιοὶ «ἀνακλιθήσονται» καὶ ποιοὶ «ἐκβληθήσονται»;
Ἔτσι ἐξηγεῖται γιατί, ὄχι μόνο ὁ Ἡρώδης, ἀλλὰ καὶ «πᾶσα Ἱεροσόλυμα ἐταράχθη», ὅταν κάποιοι ἄλλοι προσκεκλημένοι ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ἀνατολῆς τοὺς «ξύπνησαν» ρωτώντας «ποῦ ἐστιν ὁ τεxθεὶς βασιλεύς;». Μὲ ἄλλα λόγια τοὺς εἶπαν: «Τί κοιμόσαστε; Ξυπνῆστε. Ἦρθε ὁ ἴδιος ὁ Βασιλιάς, “μορφὴν δούλου λαβών”, γιὰ νὰ μᾶς πεῖ “ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα”. Τὸ τραπέζι εἶναι ἕτοιμο καὶ μᾶς περιμένει». Ἐκεῖνοι ὅμως oι «ἐπίσημοι», ποὺ νὰ καταδεχθοῦν ἀφύπνιση ἀπὸ τοὺς «κεκλημένους ἐκ τῶν ὁδῶν καὶ τῶν φραγμῶν». Καὶ γιὰ νὰ συνεχίσουν τὸν ὕπνο τους, δὲν δίστασε ὁ -ὡς μὴ ὤφελε- τρομοκρατημένος βασιλιάς τους νὰ σφάξει χιλιάδες νηπίων.
Μετὰ τὴν ἄρνηση τῶν «τιμιωτέρων» προσκεκλημένων ὁ οἰκοδεσπότης κάλεσε ἀπὸ «τὰς πλατείας καὶ τὰς ρύμας τῆς πόλεως» τοὺς Ἰουδαίους ποὺ εἶχαν «ἀσθενῆ, ἀφεγγῆ καὶ χωλεύουσαν τὴν διάνοιαν» (ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας). Τοὺς κάλεσε ὁ Χριστὸς διὰ τῶν Ἀποστόλων του: «Πορεύεσθε μᾶλλον πρὸς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ». Πολλοὶ ἀνταποκρίθηκαν. Καὶ ἐπειδὴ ὑπῆρχε ἀκόμη χῶρος, κάλεσε καὶ τοὺς ἐξ ἐθνῶν μὲ «συντονωτέραν κλῆσιν» λέγοντας στὸν σταλέντα δοῦλο: «ἀνάγκασον εἰσελθεῖν». Αὐτὴ ὅμως ἡ ἐντολὴ δὲν σημαίνει κατάργηση τῆς ἐλευθερίας τῶν καλουμένων καὶ βίαιη προσαγωγή. Ἁπλῶς δείχνει ὅτι, γιὰ νὰ πιστέψουν τὰ ἔθνη, χρειάζεται μεγαλύτερη δύναμη ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ πιὸ κοπιαστικὴ γι’ αὐτοὺς διαδρομή.
Τὸ ὅτι ἡ «διαδρομὴ» γιὰ τὰ τέκνα Ἀβραὰμ ἦταν εὐκολότερη φαίνεται χαρακτηριστικὰ στὸν βίο τοῦ ἁγίου Κωνσταντίνου τοῦ ἐξ Ἰουδαίων (26 Δεκεμβρίου). Γι’ αὐτὸν τὸν «ἀγαθὸν Ἰσραηλίτην» ἦταν ἀρκετὸ νὰ δεῖ ἕνα Χριστιανὸ νὰ σχηματίζει στὸ στόμα του τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ ἐνῶ χασμουριόταν, γιὰ νὰ νιώσει τὸ κάλεσμα τοῦ Χριστοῦ στὸ «Μέγα Δεῖπνο». Ἀναζήτησε τὴν ἀλήθεια, μεταστράφηκε καὶ ἔγινε Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας• καὶ φυσικὰ θὰ κρίνει τοὺς ὁμοεθνεῖς του, ποὺ περιφρόνησαν τὴ θεία πρόσκληση. Τὸ ἀδικαιολόγητο τῆς ἄρνησής τoυς φαίνεται καὶ ἀπὸ τὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ πρὸς τοὺς Ἀποστόλους: «Ἂν κάποιος δὲν σᾶς δεχθεῖ καὶ δὲν ἀκούσει τὰ λόγια σας, φεύγοντας τινάξτε καὶ τὴ σκόνη ἀπὸ τὰ πόδια σας». Καὶ ὁ μόνος φιλάνθρωπος Κύριος συμπλήρωσε τὰ φοβερὰ λόγια: «Τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσης, μὲ μεγαλύτερη ἐπιείκεια θὰ κριθοῦν οἱ κάτοικοι τῶν Σοδόμων καὶ τῶν Γομόρρων παρὰ αὐτοὶ ποὺ δὲν θὰ δεχθοῦν τὸ κήρυγμά σας».
Ἑτοίμασε τὸ ὑπερῶον
Ὅλα αὐτὰ δείχνουν ὅτι ἡ ἑτοιμασία τοῦ Δείπνου εἶναι ἀμφίπλευρη: καὶ ἐκ μέρους τοῦ Καλοῦντος καὶ ἐκ μέρους τῶν καλουμένων. Καὶ ὁ μὲν Οἰκοδεσπότης πολλαπλῶς καὶ συνεχῶς μᾶς βεβαιώνει ὅτι ὅσον ἀφορᾶ Ἐκεῖνον «ἕτοιμά ἐστι πάντα». Χρειάζεται ὅμως κι ἐμεῖς νὰ ἐργαστοῦμε ἐντατικὰ γιὰ τὶς δικές μας ἑτοιμασίες: νὰ εὐτρεπίσουμε τὴν ψυχή μας γιὰ νὰ ἔχουμε «ὦτα ἀκούειν» τὴν διὰ τοῦ Εὐαγγελίου πρόσκληση· νὰ καθαρίσουμε τὴν καρδιά μας ἀπὸ πάθη, γιὰ νὰ ἑτοιμαστεῖ τὸ «ἀνώγαιον» καὶ νὰ στρωθεῖ τὸ τραπέζι· καὶ νὰ ἀποκτήσουμε «στολὴν τῆς ψυχῆς» λαμπρὴ ἀπὸ ἀρετές, γιὰ νὰ μὴ μᾶς ποῦν οἱ ὑπηρέτες: «Ἑταῖρε, πῶς εἰσῆλθες ὧδε μὴ ἔχων ἔνδυμα γάμου;». Ἄραγε ποιὸς κόπος δὲν ἀξίζει, γιὰ νὰ ἀκούσει κανεὶς τὸ τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα Κρήτης: «Μακάριος ἐστιv, ὅς δύναται πιστῶς ὑποδέξασθαι τὸν Κύριον, ἀνώγαιον μὲν τὴν καρδίαν προετοιμάσας καὶ δεῖπνον τὴν εὐσέβειαν»!
9.
Η παραβολή του Μεγάλου Δείπνου
από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο
Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ: Κάποιο Σάββατο, ο Κύριος προσκλήθηκε και κάθισε στο σπίτι κάποιου Φαρισαίου για φαγητό. Εκεί ένας συνδαιτυμόνας του είπε: “Μακάριος είναι εκείνος που θα φάει γεύμα στη Βασιλεία του Θεού!”. Ο Κύριος τότε, πήρε αφορμή για να πει την παραβολή του Μεγάλου Δείπνου: “Κάποιος άνθρωπος”, είπε, “έκανε μεγάλο βραδινό συμπόσιο και κάλεσε πολλούς. Κι έστειλε το δούλο του για να πει στους προσκεκλημένους: Ελάτε, όλα πλέον είναι έτοιμα για το μεγάλο δείπνο”. Κι ενώ ο Κύριος ρωτήθηκε για γεύμα, μιλάει για δείπνο, διότι συνήθως ένα βραδινό φαγητό έχει μεγαλύτερη διάρκεια από ένα μεσημεριανό τραπέζι και έχει μεγαλύτερη ευφροσύνη. Θέλει έτσι να δείξει ότι το πανηγύρι της Βασιλείας Του και το πνευματικό, που δεν θα δημιουργεί κορεσμό, δείπνο, θα είναι ατελεύτητο και λαμπρό. Δεν μπορούμε, βεβαίως, ούτε να φαντασθούμε πώς θα είναι όλα αυτά τα ευφρόσυνα στη Βασιλεία των Ουρανών. Πώς να καταλάβουμε τι σημαίνει ότι αιωνίως θα συναναπαυόμαστε με τους δικαίους και όλες τις αγγελικές θείες δυνάμεις και θα γευόμαστε τις άπειρες πνευματικές δωρεές του Θεού; Πώς να κατανοήσουμε τι σημαίνει αιώνια αναψυχή και ευφροσύνη, τι σημαίνει πνευματικός χορτασμός των ψυχών μας στην επουράνια Βασιλεία του; Όλα αυτά που θα προσφερθούν στους “κλητούς Κυρίου” είναι αγαθά ύψιστα, ατίμητα καί αιώνια. Δηλαδή, «αμαρτιών απόθεσις, Πνεύματος Αγίου μέθεξις, υιοθεσίας λαμπρότης» (Κύριλλος Αλεξ.). Ο Θεός λοιπόν ετοίμασε για μας άπειρα και απερίγραπτα αγαθά, που δεν μπορούμε να σκεφθούμε και να συλλάβουμε. Και απευθύνεται στον καθένα μας, μέσα από τις περιστάσεις της ζωής μας, με διάφορα πρόσωπα που στέλνει στη ζωή μας, με την Εκκλησία Του και τα Μυστήριά της, με τη μελέτη και την ακρόαση του θείου λόγου, με τις θείες επισκέψεις στο νου και στην καρδιά μας, με θεία σκιρτήματα και άρρητες καρδιακές νεύσεις, καλώντας μας στη Βασιλεία Του για να μας καταστήσει αιώνια ευτυχισμένους. Μας καλεί με μία εσωτερική φωνή στη συνείδησή μας, στα μύχια των καρδιών μας. “Ελάτε”, μας λέει, “το ουράνιο δείπνο είναι έτοιμο και σας περιμένει”. Μας περιμένει δηλαδή μια ζωή αιώνια, μια κοινωνία με το Θεό και τους αγίους, ένα πανηγύρι που δεν θα τελειώσει ποτέ. Πλούσιο, λοιπόν, Δείπνο και πρόσκληση συμμετοχής σ’ αυτό, όχι μόνο γενική και καθολική, αλλά ιδιαίτερα πρόσκληση προσωπική. Όπως ένας προς έναν έχουν προσκληθεί οι άνθρωποι για να συμμετάσχουν στο Δείπνο, έτσι και ένας προς έναν προσκαλούνται για να παρακαθίσουν στο Δείπνο. Όπως η πρόσκληση ήταν προσωπική, έτσι και η συμμετοχή θα έπρεπε να ήταν απόφαση όχι μόνο προσωπική, αλλά και συνειδητή, όμως….
“ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΙΕΣ”: Δυστυχώς, η απάντηση ήταν αρνητική, αλλά και αποκαρδιωτική. Πρώτον, γιατί ήταν καθολική, αφού «ήρξαντο από μιάς παραιτείσθαι πάντες»! Ακόμη, οι προσκεκλημένοι της Παραβολής, σα συνεννοημένοι, άρχισαν να αρνούνται το κάλεσμα του οικοδεσπότη και να δικαιολογούν την απουσία τους. «Αγρόν ηγόρασα», είπε ο πρώτος «και έχω ανάγκη να πάω να το δω». Μια απάντηση που έγινε παροιμιώδης και που εκφράζει διαχρονικά την πλήρη αδιαφορία. Ο δεύτερος, για να δικαιολογήσει την άρνησή του, επικαλείται επαγγελματικούς λόγους. Και αυτοί οι επαγγελματικοί λόγοι όχι μόνο τον απορρόφησαν, αλλά και τον έκαναν άπληστο και, προ πάντων, υλόφρονα. Όχι ένα, ούτε δύο, αλλά «ζεύγη βοών ηγόρασα πέντε(!) και πορεύομαι δοκιμάσαι αυτά». Ο αριθμός «πέντε» δεν υποδηλώνει μόνο εμπορική δραστηριότητα και απληστία, αλλά ακόμη συμβολίζει την πλήρη υποταγή του ανθρώπου στις πέντε αισθήσεις. Αν ο πρώτος ήταν αδιάφορος για πνευματικά θέματα, ο δεύτερος δεν εκδηλώνει μόνο αδιαφορία, αλλά είναι και υποδουλωμένος στην ύλη, την οποίαν υπηρετεί με όλα του τα πάθη. Ο τρίτος θα προβάλει σαν δικαιολογία της άρνησής του το γάμο και την οικογένεια. Σαν άλλος Αδάμ μεταθέτει την ευθύνη των πράξεών του στη γυναίκα! «Γυναίκα έγημα». Είμαι νιόπαντρος. Δικαιολογία που φανερώνει όχι μόνο την απορρόφηση από τις οικογενειακές ανέσεις και απολαύσεις, αλλά και στο ότι οι άλλοι –γυναίκα, παιδιά, συγγενείς– τον εμποδίζουν από του να ασκήσει τα θρησκευτικά του καθήκοντα! Σαν να λέει «φταίνε άλλοι! Φταίει η γυναίκα! Φταίει η οικογένεια». Ξεχνά ότι η οικογένεια είναι η «κατ’ οίκον Εκκλησία» (Ρωμ. ιστ΄ 5). Ξεχνά ότι η οικογένεια είναι φυτώριο αγίων και εργαστήριο αρετής. Μέσα στο χώρο της οικογένειας θα καλλιεργηθεί η θρησκευτικότητα, θα θεμελιωθεί αγιότητα, καθώς και η αγάπη προς την πατρίδα και την κοινωνία. Όταν επέστρεψε ο δούλος στον κύριό του και του διηγήθηκε τα καθέκαστα, εκείνος θύμωσε και του είπε: “Βγες γρήγορα στις πλατείες και τα στενά και φέρε εδώ μέσα τους πτωχούς και τους σακάτηδες, τους χωλούς και τυφλούς”. Ύστερα από λίγο επέστρεψε πάλι ο δούλος και είπε: “Κύριε, έγινε όπως διέταξες. Υπάρχει όμως ακόμη χώρος στο σπίτι”. “Βγες λοιπόν έξω απ’ την πόλη στους δρόμους και παρακίνησε επίμονα όσους βρεις να ‘ρθουν εδώ, να γεμίσει το σπίτι μου”, του είπε ο οικοδεσπότης. Κι έκλεισε ο Κύριος την παραβολή λέγοντας: “Κανείς από τους ανθρώπους που αρνήθηκαν το κάλεσμα, δεν θα γευθεί το δείπνο μου”.
ΟΙ ΝΕΟΙ ΚΛΗΤΟΙ ΤΟΥ ΔΕΙΠΝΟΥ: Οι καλεσμένοι της παραβολής πρόταξαν τρεις διαφορετικούς λόγους για να δικαιολογήσουν την άρνησή τους. Το Δείπνο όμως δεν ματαιώθηκε, ούτε και η πρόσκληση ακυρώθηκε. Η Βασιλεία του Θεού δεν εξαρτάται από ανθρώπινη θέληση ή διάθεση, αλλά από την παρουσία του Θεού, που έχει τη δύναμη να μεταμορφώνει τον άνθρωπο και να τον ζωοποιεί. Καλεί λοιπόν τους “πτωχούς τω πνεύματι”, δηλαδή τους ταπεινούς και τους πλουτίζει με τη θεϊκή Του σοφία. Καλεί αναπήρους και τους κάνει υγιείς. Καλεί χωλούς και βαδίζουν τον ορθό δρόμο. Καλεί τυφλούς, ώστε να βλέπουν το “όντως Φως”. Η σοφία του Θεού υπερβαίνει τις ανθρώπινες αδυναμίες και η Εκκλησία, όπου το πνευματικό δείπνο της Βασιλείας του Θεού προσφέρεται σε όλους μας κάθε Κυριακή, είναι ο χώρος όπου ο άνθρωπος θεραπεύεται από κάθε πνευματική ασθένεια ή αναπηρία και μεταμορφώνεται σε τέκνο Θεού. Η πρόσκληση του Θεού είναι προσωπική και διαχρονική. Αρνήθηκαν οι Ιουδαίοι να την δεχθούν. Έτσι ο Θεός απευθύνθηκε στα έθνη. Απευθύνεται στους Χριστιανούς, το νέο Ισραήλ της Χάριτος, και πάλι λίγο πριν το γεγονός της ενανθρώπησης. Όμως, σαν Χριστιανοί, πόσοι και πόσο βιώνουμε αυτό το γεγονός; Μήπως περιοριζόμαστε στον εξωτερικό διάκοσμο, όπως οι βιτρίνες των ημερών, ή αρκούμαστε να συμμετάσχουμε στα λεγόμενα «ρεβεγιόν» για να νιώθουμε Χριστούγεννα; Αλλά και όσοι βρισκόμαστε στην Εκκλησία, ανταποκρινόμαστε στην πρόσκληση για συμμετοχή στο Δείπνο της βασιλείας του Θεού, τη Θεία Κοινωνία και απαντάμε θετικά στο «μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε»; Κι ακόμη περισσότερο, όσοι ανταποκρινόμαστε θετικά, μήπως η συμμετοχή μας στο μυστήριο της Θείας Κοινωνίας έγινε απλή συνήθεια; Πόσοι πλησιάζουμε στο μυστήριο με συναίσθηση φόβου Θεού, ή την πίστη ότι ζούμε το γεγονός της Ενανθρώπησης του Θεού και ζούμε πραγματικά τη δική μας ανάσταση; Γιατί, για να ζήσουμε την ανάσταση, πέρα από την πίστη στο Θεό και το φόβο του Θεού, πρέπει να σηκώσουμε και το δικό μας σταυρό που είναι η αγάπη. Ο Ι. Χρυσόστομος αυμβουλεύει: “εννόησον ώ άνθρωπε, ποίας μέλλεις άπτεσθαι θυσίας, ποία προσέρχεσαι τραπέζη”. Σκέψου, συ το χώμα και η στάχτη πώς μεταλαμβάνεις Αίμα και Σώμα Χριστού του Θεού! Απαραίτητη, λοιπόν, είναι ή ψυχική προετοιμασία μας πριν τη Θεία Μετάληψη. Ας μην υποτιμούμε την ασύλληπτη τιμή του, όταν πλησιάζουμε το Άγιο Ποτήριο. Ας προσερχόμαστε «ψυχαίς καθαραίς και αρρυπώτοις χείλεσι», «μετά φόβου Θεού, πίστεως καί αγάπης». Ο Ιησούς, με τη μορφή του «δούλου» της παραβολής, μας προσκαλεί και σήμερα «έρχεσθαι ότι έτοιμά εστι πάντα». Μας καλεί να μετατρέψουμε το σπήλαιο της καρδιάς μας σε νέα Βηθλεέμ απ’ όπου θα διαλαλείται η ενανθρώπηση και θα αντανακλά στην όλη μα ζωή.
ΤΟ ΜΕΓΑ ΔΙΑΚΥΒΕΥΜΑ: Αν όλοι ιεραρχούσαμε σωστά τα πράγματα και εκτιμούσαμε την πρόσκληση του Θεού, θα λέγαμε: Με καλεί ο Θεός στη Βασιλεία του. Κανένα εμπόδιο δεν μπορεί να σταθεί ικανό να μου στερήσει τον Παράδεισο. Διαφορετικά, περιφρονώντας την πρόσκληση και τη χάρη του Θεού προβάλλοντας προφάσεις που απλώς δείχνουν πόσο περισπούν και δένουν οι φροντίδες μας της ζωής, η εργασία και οι οικογενειακές μας υποχρεώσεις, κινδυνεύουμε να τη χάσουμε για πάντα. “Ο Χριστός μας προσκαλεί. Όχι από δική του ανάγκη, αλλά για να ικανοποίησει δική μας ανάγκη. Μην αρνηθούμε και εμείς την πρόσκληση. Ας ανταποκριθούμε με προθυμία κι ας τρέξουμε στο δείπνο της θείας λειτουργίας. Κι εκεί να σταθούμε με προσοχή”, συμβουλεύει ο μακαριστός Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης. Άλλωστε, κινδυνεύουμε να χάσουμε όχι κάτι μικρό, αλλά το μεγαλύτερο, το άπειρο, τον ίδιο τον Θεό. Κι αν χάσουμε τον Θεό, χάσαμε τα πάντα. Καμία πρόφαση λοιπόν να μη σταθεί εμπόδιο στο δρόμο μας προς τη Βασιλεία του Θεού. Δεν θα έχουμε καμία δικαιολογία.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: ΕΠΕ, Τ. 11, Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά, σελ. 376 κ.εξ.
“Πατερικόν Κυριακοδρόμιον, σελίς 403 κ.εξ.. Επιμέλεια: Δημήτρης Δημουλάς
Θεόδωρος Αντωνιάδης –Μητρόπολη Πάφου, Η παραβολή του Μεγ. Δείπνου.
Αυγουστίνος Ν. Καντιώτης, Άρνηση σε πρόσκληση.
Αρχ. Χ.Π.Α., “Φωνή Κυρίου”, 13 Δεκεμβρίου 1992”
konstantinosa.oikonomou@gmail.com www.scribd.com/oikonomoukon