
1.
«Υποκριτά… ταύτην θυγατέρα Αβραάμ ούσαν, ην έδησεν ο σατανάς ιδού δέκα και οκτώ έτη, ούκ έδει λυθήναι από του δεσμού τούτου τη ημέρα του σαββάτου;»
Όσο στοργικός και συμπαθής υπήρξε σήμερα ο Χριστός προς τη συγκύπτουσα, άλλο τόσο αυστηρός και επικριτικός υπήρξε προς τον αρχισυνάγωγο. Αναγνωρίζει ότι η γυναίκα πάσχει αναίτια. Η κύρτωσή της δεν ήταν αποτέλεσμα αμαρτιών της, για τούτο και δεν κάνει καμία αναφορά σε ύπαρξη αμαρτιών. Αντίθετα αναγνωρίζει ο Χριστός την ασθένειά της ως σατανική παρέμβαση «ην έδησεν ο σατανάς ιδού δέκα και οκτώ έτη» Μέσα από την παρουσία της όμως στη συναγωγή διακρίνει την πραγματική της πίστη καθώς και την ευσέβειά της σαν πράξη ελευθερίας και αγάπης προς το Θεό και όχι σαν εκπλήρωση τυπικά ενός θρησκευτικού καθήκοντος.
Δικαιολογημένα, λοιπόν, ο Χριστός επιβραβεύει τη συγκύπτουσα θεραπεύοντάς την, έστω και αν δεν το ζήτησε η ίδια. Δικαιολογημένα όμως επικρίνει με αυστηρότητα τον αρχισυνάγωγο, γιατί αρνήθηκε να διακρίνει στο θαύμα την υπερφυσική παρέμβαση του Χριστού. Αντίθετα θεώρησε τη θεραπεία σαν αποτέλεσμα εργασίας και άρα και τον Χριστό παραβάτη της αργίας του Σαββάτου.
Είναι στ’ αλήθεια παράδοξο το σκεπτικό του αρχισυνάγωγου που έλεγε: «Υπάρχουν έξι μέρες που επιτρέπεται να εργάζεται κανείς, μέσα σ’ αυτές, λοιπόν, να έρχεστε και να θεραπεύεστε και όχι το Σάββατο». Είναι πραγματικά εξωφρενικό ένας θρησκευτικός άρχοντας να υπερτιμά τον τύπον και να αγνοεί στην ουσία την αγάπη και τη συγκατάβαση του Θεού. Είναι ακόμα πιο εξωφρενικό να προβάλει τον ισχυρισμό, ότι το θαύμα γίνεται «κατά παραγγελία», φτάνει να μη γίνεται το Σάββατο και να παραβιάζεται η σημαντικότητα της αργίας αυτής της ημέρας! Είναι ακόμα πιο εξωφρενικό το να υποτιμούν τον άνθρωπο σε σχέση με τα ζώα. Αφού, για να ευεργετήσουν το βόδι τους ή το γαϊδούρι τους το λύνουν από το παχνί το Σάββατο και το πάνε για να το ποτίσουν.
Σχολιάζοντας αυτή την παραδοξότητα απάντησε ο Χριστός στον αρχισυνάγωγο: «Υποκριτή! ο καθένας σας δε λύνει το βόδι του ή το γαϊδούρι του από το παχνί το Σάββατο και πάει να το ποτίσει; κι αυτή, που είναι απόγονος του Αβραάμ, κι ο σατανάς την είχε δεμένη δεκαοχτώ χρόνια, δεν έπρεπε να λυθεί απ’ αυτά τα δεσμά το Σάββατο;».
Αν για την αποτροπή της υλικής ζημιάς επιτρέπεται να κάμει κάποιος εξαίρεση της αργίας του Σαββάτου, για να μη κινδυνεύσουν τα ζώα του, πόσο μάλλον όταν πρόκειται να ευεργετηθεί ένας αδελφός σας. Αν το πρώτο είναι ευεργεσία, τότε το δεύτερο γιατί να θεωρείται ασέβεια;
Τόσο ο Χριστός, όσο και συγκύπτουσα στέκουν με σεβασμό μπροστά στην αργία του Σαββάτου. Παρά το ότι ο Χριστός είναι και Θεός, θέλοντας να δώσει και σαν άνθρωπος το τέλειο παράδειγμα της λατρείας του Θεού και της σωστής ερμηνείας της αργίας του Σαββάτου, πηγαίνει στη συναγωγή και προσεύχεται. Συμπροσεύχεται με τους ανθρώπους και χωρίς να σταματά ως εδώ γίνεται κοινωνός των προβλημάτων τους. Έτσι, αναγνωρίζοντας την πίστη τους, εκδηλώνει την ευσπλαχνία του μέσα από τη θεραπεία όπως σήμερα της συγκύπτουσας και σε άλλη περίπτωση ενός παράλυτου. Όπως σήμερα αναγνωρισε την ανωτερότητα του ανθρώπου έναντι των ζώων, έτσι και στην περίπτωση του παράλυτου υπογράμμισε ότι: «Ένας άνθρωπος είναι πολύ ανώτερος από ένα πρόβατο. Ο νόμος, λοιπόν, επιτρέπει να κάνουμε το καλό την ημέρα του Σαββάτου» (Ματθ. ιβ΄12).
Για τούτο και ο Χριστός καθορίζει με έργα ότι «αργία του Σαββάτου» δε σημαίνει ούτε τυπική λατρεία του Θεού, αλλά ούτε και απραξία. Ο αγιασμός της έβδομης ημέρας επιτυγχάνεται, από τη μια, μέσα από τη λατρεία του Θεού και από την άλλη μέσα από την «ενεργουμένη» αγάπη.
Η αληθινή ευσέβεια δεν εκφράζεται και δεν εξαντλείται στην τυπική και κατ’ επέκταση υποκριτική εκπλήρωση των εντολών του Θεού. Η αληθινή ευσέβεια είναι πρώτιστα εσωτερική και αθόρυβη κι όταν εξωτερικεύεται, εκδηλώνεται με διπλό τρόπο, με την αγάπη προς το Θεό και την αγάπη προς τον συνάνθρωπο. «Σ’αυτές τις δύο εντολές συνοψίζεται όλος ο νόμος και οι Προφήτες», είπε ο ίδιος ο Χριστός στο νομικό (Ματθ. κβ΄40).
Μέσα από αυτή τη διπλή μορφή της αγάπης, οδηγείται ο άνθρωπος στην αληθινή γνώση του Θεού. Κατά τον ευαγγελιστή Ιωάννη, «ο μη αγαπών ουκ έγνω τον Θεόν ότι ο Θεός αγάπη εστιν» (Α΄Ιωαν. δ΄8).
Δυστυχώς ο αρχισυνάγωγος αγνόησε αυτή τη μεγάλη αλήθεια του ελέους και της αγάπης. Προσκολλήθηκε στον τύπο και μετέτρεψε την ευσέβεια από θεοφιλή σε θεομίσητη πράξη,αφού την επένδυσε με εμπάθεια,αγανάκτηση και κατ’επέκταση με υποκρισία.
Αδελφοί μου, όσοι έχουμε την ψευδαίσθηση του αρχισυναγώγου ας προσγειωθούμε. Ας επιβεβαιώσουμε την ευθύτητα και την καθαρότητα των λόγων μας με την αρμονία των έργων μας και ιδιαίτερα των έργων της αγάπης . Γιατί, αν μέσα από τη λατρεία γινόμαστε κοινωνοί των αγαθών και της χάριτος της αγάπης του Θεού, τότε μέσα από τη δική μας αγάπη ας γίνουμε συγκοινωνοί αυτών των αγαθών της αγάπης του Θεού με το συνάνθρωπο. Ας γίνουμε, λοιπόν, πειστικοί στους γύρω μας για το σεβασμό του νόμου του Θεού, μέσα από την πραγματική μας πίστη και αγάπη, που θα καθρεφτίζεται όμως στον τρόπο της καθημερινής ζωής μας. Σε ότι αφορά δε τον αγιασμό της δικής μας Κυριακής ας παραδειγματιστούμε από τη συγκύπτουσα, ιδιαίτερα όμως από τον ίδιο τον Χριστό. Αμήν.
Θεόδωρος Αντωνιάδης
2.
Η θεραπεία της συγκύπτουσας
του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου
ΤΟ ΘΑΥΜΑ: Κάποιο Σάββατο, ο Κύριος δίδασκε σε μία Συναγωγή. Ανάμεσα στο πλήθος, μία γυναίκα σκυμμένη διαρκώς με κυρτωμένο τόσο το σώμα της, που δεν μπορούσε να σηκώσει όρθιο το κεφάλι της. Βασανιζόταν η δύστυχη δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια. Όταν την είδε ο Κύριος, της φώναξε: “Γυναίκα, είσαι ελεύθερη από την αρρώστια σου”. Άπλωσε πάνω της τα χέρια Του και την ίδια στιγμή έγινε καλά, σηκώθηκε ολόρθη και δόξαζε τον Θεό για τη θεραπεία της. Έχοντας μία τόσο βασανιστική, παραμορφωτική ασθένεια, που καθιστούσε επίπονη ακόμη και τη μετακίνησή της, εντούτοις δεν απουσίαζε από τη Συναγωγή την ημέρα του Σαββάτου. Επιπλέον, παρά τη μακροχρόνια ασθένεια, δεν σκληρύνθηκε η καρδιά της, δεν έγινε άπιστη. Αντίθετα μένοντας σταθερή στην πίστη της, προσερχόταν στη Συναγωγή ποθώντας να ακούσει λόγο Θεού. Ο Χριστός δεν της ζήτησε πίστη για να κάνει το θαύμα, διότι διέκρινε την προαίρεσή της. Μάλιστα την ονόμασε «κόρη του Αβραάμ», για να αποκαλύψει την ευσέβειά της. Φαίνεται λοιπόν ότι η γυναίκα αυτή, με την ασθένειά της, είχε αποκτήσει βαθύτερη ευσέβεια και πίστη. Ήλθε στη Συναγωγή για να ωφεληθεί πνευματικά. Και ο Κύριος μαζί με την ψυχική ωφέλεια της χάρισε και τη θεραπεία του σώματος. Η γυναίκα αυτή μας διδάσκει να συμμετέχουμε στην κυριακάτικη Θεία Λατρεία. Και μάλιστα εμάς που πηγαίνουμε στους ιερούς Ναούς, όπου τελείται η φοβερή και αναίμακτη θυσία του Κυρίου μας, όπου άγγελοι, άγιοι και ο ίδιος ο Θεός είναι ανάμεσά μας.
ΦΘΟΝΟΣ: Μόλις η γυναίκα θεραπεύτηκε, τα έκπληκτα μάτια όλων στράφηκαν στον Κύριο. Ένας όμως δεν άντεχε την κατάσταση αυτή. Ο Αρχισυνάγωγος! Χωρίς να κρύψει τη ζηλοφθονία του, γεμάτος αγανάκτηση διαμαρτύρεται: “Έξι μέρες μπορούμε να εργαζόμαστε’, φώναξε. “Αυτές τις ημέρες να έρχεστε να θεραπεύεστε, κι όχι το Σάββατο(!)”. Ο Κύριος βλέποντας την υποκρισία και το φθόνο του Αρχισυναγώγου, τον ξεσκέπασε μπροστά σε όλους: “Υποκριτή”, του λέει, “ο καθένας σας την ημέρα του Σαββάτου δεν λύνει το βόδι του ή το γαϊδουράκι του από τη φάτνη και δεν το πηγαίνει να το ποτίσει;” Και το κάνει αυτό χωρίς να θεωρείται παραβάτης της αργίας του Σαββάτου. “Αυτή όμως η γυναίκα, που την έδεσε ο σατανάς με τέτοια αρρώστια, ώστε να μην μπορεί να σηκωθεί όρθια τόσα χρόνια, δεν έπρεπε να θεραπευτεί την ημέρα του Σαββάτου;” Ο εμπαθής υπέυθυνος της συναγωγής παραλογίστηκε. Μη τολμώντας να ελέγξει κατευθείαν τον Κύριο, τα έβαλε υποκριτικά με το λαό. Τους κατηγόρησε ότι παρέβαιναν το Σάββατο, ενώ καμία σχέση δεν είχε ο λαός με τη θεραπεία που έγινε. Αλλά ούτε η γυναίκα που θεραπεύτηκε παρακάλεσε τον Κύριο να τη θεραπεύσει! Ο Αρχισυνάγωγος σκοτισμένος από φθόνο εναντίον του Ιησού, όχι μόνον έκλεισε τα αυτιά του να μην ακούει την σοφία του Ιησού, όχι μόνον σφράγισε τα μάτια του να μη βλέπει την θεία ενέργεια των θαυμάτων Του, αλλά και Τον κατεδίκασε με θρασύτητα ως παραβάτην του νόμου! Πόσοι τέτοιοι όμως ευρίσκονται ακόμη και στην Εκκλησία, που κλείνουν τα μάτια τους στο Φως για να μη βλέπουν το θαύμα, και σφραγίζουν τα αυτιά τους για να μην ακούουν τις ουράνιες διδασκαλίες! Ο φθόνος παραλογίζει και εξευτελίζει τον άνθρωπο. Είναι ασθένεια που αναστατώνει τις ανθρώπινες σχέσεις. Διαλύει οικογένειες, φιλίες, καταστρέφει ψυχές. Συνεπώς εάν βλέπουμε στην ψυχή μας ίχνος, έστω, ζήλειας, μην το αφήνουμε να εξελιχθεί. Αλλά να προστρέχουμε στο έλεος του Θεού, και να ζητούμε, με την εξομολόγηση τη Χάρη του Θεού για να το καταπολεμήσουμε πριν γιγαντωθεί.
ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ: Tο πάθος της υποκρισίας στηλιτεύει ακόμη ο Κύριος. Ο Ιησούς παρουσιάσει τη θεϊκή Του δύναμη θεραπεύοντας μια γυναίκα. Το γεγονός όμως πού τάραξε τη μικρή τοπική κοινωνία και τους πνευματικούς της ταγούς, ήταν πως επιτέλεσε το θαύμα Σάββατο, ιερή ήμερα για τον Ιουδαϊσμό! Ο Κύριος επισημαίνει την υποκρισία, συγκεκαλυμμένη με το πρόσχημα της ευσέβειας, και ελέγχει αυστηρά. Ο Αγιος Μάξιμος Ομολογητής σημειώνει ότι «υποκρισία είναι η προσποίηση της φιλίας που ενεργεί με προσωπείο συμπάθειας. Φθόνος που μιμείται τα χαρακτηριστικά της αγάπης, βίος που στολίζεται από ψεύτικη αρετή». Συχνά, όμως, εμείς οι ίδιοι δείχνουμε υποκρισία στην καθημερινή μας ζωή: Όταν διδάσκουμε λόγο Θεού, ζητώντας από τους γύρω μας να ζουν κατά το θείο θέλημα ενώ εμείς οι ίδιοι υιοθετούμε εντελώς διαφορετικό τρόπο ζωής, που δε συμβαδίζει με τους λόγους μας. Υποκρισία επιδεικνύουμε όταν επιδιδόμαστε σε αγαθοεργείες προς εξασφάλιση ανθρωπίνων επαίνων και κολακείας και όχι ως έκφραση γνησίων εσωτερικών αισθημάτων. Υποκρισία έχουμε, όταν ερμηνεύουμε το θέλημα του Θεού επιφανειακά, κρατώντας τον τύπο και τηρώντας το γράμμα του νόμου και όχι βιώνοντας την ουσία. Στην υποκρισία μας ωθεί ο εγωισμός διαστρέφοντας την ουσία της πνευματικής ζωής, γι’ αυτό και ό Κύριος την πολέμησε τόσο πολύ. Η υποκρισία ακυρώνει ό,τι καλό με κόπο κατορθώνουμε. Σκανδαλίζει τους συνανθρώπους μας.
ΤΥΠΟΛΑΤΡΙΑ: Γέννημα της υποκρισίας είναι η θρησκευτική τυπολατρία. Ο Κύριος στηλιτεύει την τυπολατρία κάθε εποχής. Οι φαρισαίοι είχαν μετατρέψει τις εντολές του Νόμου σε στείρο σύστημα υποχρεώσεων και περιορισμών, και γι αυτό αντιδρούσαν με αγανάκτηση όταν ο Χριστός θεράπευε τα Σάββατα, σε σημείο να λένε ότι εφόσον δεν τηρεί το Σάββατο, δεν προέρχεται από τον Θεό! Η τυπολατρεία τούς έκανε να θεωρούν τους εαυτούς τους αυτάρκεις έναντι του Θεού. Αγανακτούν οι φαρισαίοι που ο Χριστός θαυματουργεί Σάββατο, αγανακτούν που συνομιλεί με αμαρτωλούς, αγανακτούν όταν βλέπουν τους μαθητές Του να τρώνε χωρίς να έχουν πλύνει τα χέρια τους(!), ή να μην τηρούν επακριβώς τις νηστείες. Ο Χριστός μάς δείχνει ότι πάνω από τύπους βρίσκεται η ουσία και η αλήθεια. Γι αυτό είπε χαρακτηριστικἀ ότι δεν είναι φτιαγμένος ο άνθρωπος για το Σάββατο, αλλά το Σάββατο για τον άνθρωπο. Το μήνυμα όμως του Ευαγγελίου, το κήρυγμα του Χριστού και ο τρόπος της ενανθρώπησής Του και του Πάθους Του δίνουν προτεραιότητα στην ελευθερία του ανθρώπου και στοχεύουν στην πνευματική του αποδέσμευση από τα δεσμά της αμαρτίας αλλά και τις στείρες υποχρεώσεις που καταπιέζουν. Η τυπική-μηχανιστική τήρηση θείων εντολών δεν μας προσφέρει τίποτα, αν δεν “πρωταγωνιστεί” η αγάπη προς τον πλησίον, η ευσπλαχνία και η διάθεση της προσφοράς. Σήμερα, συχνά εμείς, είτε θεωρούμε τους εαυτούς μας εντάξει έναντι του Θεού, και συνεπώς ο Θεός μάς οφείλει(!), είτε αγανακτούμε όταν κάποιοι δεν τηρούν όλα όσα εμείς τηρούμε, και προσπαθούμε να τους πειθαναγκάσουμε να ακολουθήσουν το δικό μας μοτίβο πίστης ή άσκησης.
ΤΑ ΔΕΣΜΑ: Η συγκύπτουσα του σημερινού Ευαγγελίου ήταν δεμένη 18 χρόνια σ’ αυτή την κατάσταση. Αλλά και σήμερα υπάρχουν εκατομμύρια άνθρωποι, δεμένοι-καθηλωμένοι στο κρεββάτι του πόνου και της ασθένειας, χωρίς να μπορούν να λύσουν τέτοια δεσμά. Όλοι αυτοί, που πληγωμένοι πονούν και γογγύζουν, ας πάρουν θάρρος απ’ το σημερινό θαύμα. Συχνά, τα δεσμά της αγιάτρευτης, κατά τους γιατρούς, αρρώστιας, τα λύνει ο Χριστός. Όμως υπάρχουν κι άλλα δεσμά, ευλογημένα και καταραμένα. Δεσμά του Θεού και δεσμά του σατανά. Όλοι μας ως Χριστιανοί είμαστε δεμένοι εφόσον βαφτιστήκαμε και δώσαμε υπόσχεση, πως θα ‘μαστε δούλοι Ιησού Χριστού, “αιχμάλωτοι” τού Θεού, δεμένοι με την αγάπη Του. «Συνετάχθημεν τω Χριστώ». Ευλογημένα τέτοια δεσμά. Ευλογημένα, όμως, και τα δεσμά του γάμου. Ο δεσμός του γάμου είναι ιερός και αδιάλυτος. Αν σκεφτόμασταν ότι με το γάμο δεθήκαμε, θα υποφέραμε το ζυγό, θα σηκώναμε το σταυρό της οικογενειακής ζωής άχρι θανάτου. Δεσμός ο γάμος, όχι ασύδοτη ζωή. Ευλογημένα ακόμη είναι τα δεσμά του καθήκοντος. Ο καθένας είναι δεμένος μ’ ένα καθήκον και πρέπει να το εκτελεί και όχι να εγκατάλειψει το χρέος, που έχει απέναντι σε Θεό και ανθρώπους. Άλλα ευλογημένα δεσμά τα δείχνει ο απόστολος Παύλος. Φυλακίστηκε για την αγάπη του Χριστού. Δεμένο το κορμί του, όχι η ψυχή του. Μέσα απ’ τη φυλακή γράφει: «Κακοπαθώ μέχρι δεσμών ως κακούργος» (Β’ Τιμ. β΄ 9). Στα πνευματικά του παιδιά υπενθυμίζει τα δεσμά του: «Μνημονεύετε μου των δεσμών» (Κολ. δ΄ 18). Εκατομμύρια χριστιανούς τους έδεσαν και τους οδήγησαν στο μαρτύριο και στο θάνατο. Όλα αυτά είναι τα ευλογημένα δεσμά του Θεού. Αλλά υπάρχουν και τα καταραμένα δεσμά. «Ην έδησεν ο σατανάς», έλεγε ο Κύριος για την συγκύπτουσα. Δένει ο Χριστός με την αγάπη του, μα δένει κι ο σατανάς με τα πάθη του. Τον αρχισυνάγωγο είχε δέσει ο σατανάς. Λύθηκε η συγκύπτουσα, μα ο αρχισυνάγωγος έμεινε δεμένος με δεσμά του φθόνου. Κι εμείς δεμένοι είμαστε με τα πάθη μας. Ένας δεμένος με τον παράνομο δεσμό. Πρόδωσε τον ευλογημένο δεσμό του γάμου του κι έμπλεξε στα δίχτυα της παρανομίας. Άλλος δεμένος με τη φιλοχρηματία, δεν ξεκολλάει απ’ τα “όβολα”. Άλλος με το πάθος της χαρτοπαιξίας, ξενυχτά παίζοντας περιουσίες ολόκληρες. Άλλος με τη μόδα. Ό,τι προστάζει η μόδα, όχι ό,τι λέει ο Θεός. Όταν λέει το Ευαγγέλιο, πως πρέπει να είναι σεμνά τα ρούχα των γυναικών, δυστροπούμε λέγοντας: “Δεν μας αφήνει να κάνουμε ό,τι θέλουμε”… Όταν όμως διατάζει η μόδα, τότε δεν λένε τίποτα γυναίκες και άνδρες. Άλλος είναι δεμένος με υλιστικές αντιλήψεις, με πλανεμένες κοσμοθεωρίες, με ανόητες προλήψεις, με σατανικές δεισιδαιμονίες. Όλοι είμαστε δεμένοι. Μοιάζουμε με αετό εκείνο, που του έδεσαν τα πόδια σ’ ένα βράχο. Φτεροκοπά, κάνει να πετάξει, αγναντεύει τους γαλανούς ουρανούς, αλλά μάταια. Κι εμείς, αετοί πλασμένοι να διασχίζουμε τους αιθέρες της ανώτερης πνευματικής ζωής! “Όμως, πόσα χρόνια είσαι δεμένος με ένα πάθος; με τις αμαρτίες σου; Η γυναίκα του Ευαγγελίου ήταν 18 ολόκληρα χρόνια. Εσύ πόσα χρόνια είσαι δεμένος; Όσα χρόνια κι αν είσαι δεμένος και βασανίζεσαι, μην απελπίζεσαι. Υπάρχει ο Λυτρωτής. Εκείνος, που ήρθε «ίνα λύση τα έργα του διαβόλου» (Α’ Ίωάν. γ΄8). Αυτός με το πανάγιο Αίμα του λύνει τα αμαρτήματα μας. Αυτός για τη λύση των αμαρτημάτων μας έδωσε το μυστήριο τής ‘Εξομολογήσεως. Τόπε ο ίδιος: «Όσα εάν λύσητε επί της γης, έσται λελυμένα εν τω ουρανώ» (Ματθ. 18, 18)”, συμβουλεύει ο μακαριστός Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης. Αρκετά παραμένουμε κι εμείς στα δεσμά. Καιρός να σπάσουν τα δεσμά, να συντριβούν οι αλυσίδες που μας τυλίξαν. Ας σηκώσουμε το ξίφος που συντριβει τα δεσμά, σαν το Μ. Αλέξανδρο στο Γόρδιο. Ξίφος η εξομολόγηση. Και τότε, “κάποια σταγόνα από το Αίμα του Εσταυρωμένου θα πέσει πάνω στο δεμένο κόμπο των αμαρτημάτων σου, και θα λυθεί αμέσως, θα διαλυθεί, θα εξαφανισθεί. Θ’ ακούσεις και συ: Απολέλυσαι της ασθενείας σου”. (Μητρ. Αυγουστίνος Καντιώτης).
Ο ΓΕΡΩΝ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ: https://www.youtube.com/watch?v=yAUYkpYYG5c&t=821s
3.
Ἀνόρθωσόν με, Κύριε
Λαμπρόπουλος Βαρνάβας (Ἀρχιμανδρίτης)
Ὁ Χριστὸς διδάσκοντας στὴ συναγωγὴ συναντάει μία γυναίκα, ποὺ δεκαοκτὼ ὁλόκληρα χρόνια ταλαιπωρεῖται ἀπὸ «πνεῦμα ἀσθενείας» καὶ εἶναι συγκύπτουσα. Ἡ γυναίκα δὲν πῆγε στὴ συναγωγὴ γιὰ νὰ ζητήσει τὴ θεραπεία της. Προφανῶς δὲν ἤξερε οὔτε ποιὸς ἦταν ὁ Χριστός. Πῆγε γιὰ νὰ προσευχηθεῖ καὶ νὰ δοξάσει τὸν Θεό. Ποιὸς ἄλλος θὰ δώσει «δόξαν καὶ δικαίωμα τῷ Κυρίῳ»; Μήπως «οἱ πεποιθότες ἐπὶ τῇ δυνάμει αὐτῶν καὶ ἐπὶ τῷ πλήθει τοῦ πλούτου αὐτῶν» (Ψαλμ. 48,7); Ὄχι, ἀλλὰ «ἡ ψυχὴ ἡ λυπουμένη ἐπὶ τὸ μέγεθος ὃ βαδίζει κύπτον καὶ ἀσθενοῦν, καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ οἱ ἐκλείποvτες καὶ ἡ ψυχὴ ἡ πεινῶσα δώσει σοι δόξαν καὶ δικαιοσύνην, Κύριε» (Βαροὺχ 2,17).
Ἡ παραφροσύνη τοῦ φθόνου
Μία τέτοια πονεμένη καὶ πεινασμένη ψυχή, σκυφτὴ ἀπὸ τὴν ἀρρώστια, μὲ μάτια ποὺ κουράστηκαν νὰ βλέπουν μόνο τὸ χῶμα, τὴ σπλαχνίστηκε ὁ Χριστός· καὶ χωρὶς νὰ τοῦ τὸ ζητήσει, τὴ θεράπευσε μὲ τὴ «θεοπρεπέστατη καὶ ἐξουσιαστικὴ φωνή του καὶ μὲ τὸ βασιλικό του νεῦμα» (ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξαvδρείας). Ὁ σατανᾶς ὅμως ποὺ τόσα χρόνια τὴν ταλαιπωροῦσε, διωγμένος τώρα ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ θέλοvτας νὰ μειώσει τὴ δόξα τοῦ θαύματος, «δεσμεῖ τὸν ἀρχισυνάγωγον φθόνῳ» (ἅγιος Θεοφύλακτος)· τὸν βρῆκε διαθέσιμο, γιατί ἡ ὑποκριτικὴ ζωὴ του τὸν εἶχε καταντήσει «συγκύπτοντα» πολὺ χειρότερα ἀπὸ τὴ γυναίκα. Ἐκείνη εἶχε δεσμευτεῖ ἀκούσια, ἐνῶ αὐτὸς -παρερμηνεύοντας τὸν Μωσαϊκὸ Νόμο- ἑκούσια σκύβει κάτω ἀπὸ ἀσήκωτη σωρεία τύπων ψευτοευσέβειας. Καὶ δὲν ταλαιπωρεῖ μόνο τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ «δεσμεύει φορτία βαρέα καὶ δυσβάστακτα καὶ ἐπιτίθησιν ἐπὶ τοὺς ὤμους τῶν ἀνθρώπων» (Ματθ. 23,4).
Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι τὴν ἐξωφρενικὴ σύστασή του τὴν ἀπευθύνει μόνο στὸν ὄχλο. Δὲν τολμάει νὰ στραφεῖ καθόλου στὸν Χριστό, τὸν ὁποῖο φθονεῖ πλέον ἀφάνταστα, βλέποντάς τον νὰ κερδίζει τὸν θαυμασμὸ καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη τοῦ κόσμου. Κατὰ τὴν παράλογη, λοιπόν, ἀπαίτησή του θὰ ἔπρεπε ἡ ταλαίπωρη συγκύπτουσα νὰ ἀπαντήσει στὸ σωτήριο πρόσταγμα τοῦ Κυρίου: «Ὄχι, Κύριε, εἶναι Σάββατο σήμερα καὶ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἀνορθωθῶ. Πρέπει νὰ ἀναβάλεις γιὰ αὔριο τὴ θεραπεία μου». Ὁ Χριστὸς ἐλέγχει τὸν ἀρχισυνάγωγο σὲ αὐστηρότατο τόνο. Τὸν ἀποκαλεῖ «ὑποκριτὴ» καὶ ἐπισημαίνει τὸ κατάντημά του νὰ θεωρεῖ «ἀτιμότερον τοῦ κτήνους τὸν ἄνθρωπον», ἀφοῦ τὰ ζῶα του δὲν τὰ ἀφήνει οὔτε γιὰ μία μέρα ἀπότιστα, ἐνῶ τὴν -γιὰ δεκαοκτὼ χρόνια- ἄρρωστη γυναίκα «οὐ βούλεται ἁπαλλαγῆναι τῆς ἀσθεvείας»· καὶ μάλιστα μία ψυχή, ποὺ «ὄχι τόσο ἐξαιτίας τῆς καταγωγῆς, ἀλλὰ ἐξαιτίας τῆς πίστης της εἶναι θυγατέρα τοῦ Ἀβραὰμ» (ἅγιος Κύριλλος).
«Ἁγιασμὸς τοῦ Σαββάτου» καὶ «σύνδρομο τῆς Κυριακῆς»
Φυσικὰ δὲν παρερμήνευε μόνο ὁ συγκεκριμένος ἀρχισυvάγωγoς τὸν Νόμο σχετικὰ μὲ τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου. Σὲ ὅλες τὶς περιπτώσεις ποὺ ὁ Χριστὸς τέλεσε θαῦμα τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, ἡ ἀντίδραση ἦταν τόσο ἔντονη, ὥστε «ἐδίωκον τὸν Ἰησοῦν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ ἐζήτουν αὐτὸν ἀποκτεῖναι, ὅτι ταῦτα ἐποίει ἐν σαββάτῳ» (Ἰωάν. 5,16). Ἡ πώρωση στὴν ὁποία τοὺς εἶχε ὁδηγήσει ἡ ὑποκρισία τους δὲν τοὺς ἄφηνε νὰ δεχθοῦν ὅτι «τὸ Σάββατο ἔγινε γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ ὄχι ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὸ Σάββατο», οὔτε πολὺ περισσότερο νὰ πιστέψουν ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ νομοθέτης καὶ ὁ κύριος καὶ τοῦ Σαββάτου. Γι’ αὐτὸ δὲν ἤθελαν νὰ καταλάβουν ὅτι «τὸ ἁγιάζειν τὴν ἡμέραν τῶν σαββάτων» (Ἔξοδ. 20,8) δὲν ἔχει σχέση μὲ μία στείρα καὶ τυπικὴ ἀργία «τοῦ γράμματος», ἀλλὰ μὲ τὴν ἐν Πνεύματι λατρεία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ φιλάνθρωπη ἀγαθοποιία.
Στὴ σημερινὴ ἐκκοσμικευμένη κοινωνία αὐτὰ φαίνονται μᾶλλον ἀκατανόητα. Σήμερα ἡ ἀργία τῆς Κυριακῆς, ἀποκομμένη ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ τὸ Κυριακὸ Δεῖπνο τῆς Λειτουργίας, κατάντησε ἁπλῶς μία ἄδεια μέρα, ποὺ μάταια προσπαθεῖ ὁ ἀλειτούργητος ἄνθρωπος νὰ τὴ γεμίσει μὲ διασκεδάσεις, δηλαδὴ μὲ ἄγονο διασκορπισμὸ vοὸς καὶ καρδίας. Αὐτὰ τὰ ἄγονα κενὰ ἐκδικοῦνται μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ «συνδρόμου τῆς Κυριακῆς», μίας παράξενης ἀρρώστιας, ποὺ ἐδῶ καὶ χρόνια ἔχουν παρατηρήσει ψυχίατροι σὲ ὅλο τὸν σύγχρονο κόσμο. Τὰ συμπτώματα αὐτοῦ τοῦ συνδρόμου εἶναι: πλήξη, ἀνία, τάση φυγῆς, νευρικότητα καὶ ἀπρόβλεπτα ξεσπάσματα.
Τὰ ἄνω ζητεῖτε
Ἡ βασικὴ αἰτία τοῦ κακοῦ βρίσκεται στὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος βγάζοντας τὸν Θεὸ ἀπὸ τὴ ζωὴ του ἔπαψε νὰ ζητεῖ καὶ νὰ φρονεῖ τὰ ἄνω, ὅπου «ὁ Χριστὸς ἐστιν ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ καθήμενος» (Κολ. 3,1) καὶ κατάντησε «συγκύπτων», κοιτάζοvτας μόνο τὰ χοϊκὰ καὶ τὰ γήινα. Ὁ μακαριστὸς Ρουμάνος Γέροντας Κλεόπας Ἰλίε ἀναφέρεται σὲ κάποιον ποὺ εἶχε ὑποδουλωθεῖ στὸ πάθος τῆς κλοπῆς. Κάποτε πῆγε νὰ κλέψει θημωνιὲς ἀπὸ τὸ ἀγρόκτημα ἑνὸς πλουσίου παίρνοντας μαζὶ καὶ τὴν πεντάχρονη κορούλα του, ποὺ ζητοῦσε ἐπίμονα περίπατο. Φθάνοντας στὸν τόπο τῆς κλοπῆς ἄρχισε προσεκτικὰ νὰ κοιτάζει δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ μήπως τὸν δεῖ κανένας. Τότε τὸ μικρὸ κοριτσάκι, ποὺ δὲν εἶχε καταλάβει τί γινόταν, «θείᾳ νεύσει» τοῦ λέει μὲ ἁπλότητα: «Μπαμπά, κοίταξες σὲ ὅλα τὰ μέρη, ἀλλὰ ξέχασες νὰ κοιτάξεις στὸν οὐρανό». Ἡ ἀθώα ὑπόδειξη τῆς μικρῆς τὸν συγκλόνισε καὶ τὸν ἀφύπνισε. «Παραχρῆμα ἀνωρθώθη» καὶ κατάλαβε ὅτι μόνο φρονώντας καὶ ζητώντας τὰ ἄνω, πλουτίζει ἀληθινὰ ὁ ἄνθρωπος.
Μαζὶ μὲ τὸν μετανοήσαντα κλέφτη ἂς παρακαλοῦμε τὸν Χριστὸ μὲ τὰ λόγια της Παρακλητικῆς: «Ὡς τὴν συγκύπτουσαν πρὶν ἀνόρθωσόν με, τοῦ βηματίζειν ὀρθῶς πρὸς τὰς τρίβους σου, Φιλάνθρωπε».
4.
Ἡ θεραπεία τῆς συγκυπτούσης. (Λουκ.13,10 —17)
Γιαννακόπουλος Ἰωήλ (Ἀρχιμανδρίτης)
Ἡ θεραπεία αὕτη ἐγένετο ὡς ἑξῆς: Ὀλίγον χρόνον μετὰ τὰ ἀνωτέρω, ὁ Κύριος «ἦν διδάσκων ἐν μιᾷ τῶν συναγωγῶν ἐν τοῖς Σάββασι». Κάποιο Σάββατον ὁ Κύριος ἐδίδασκεν εἰς κάποιαν Συναγωγὴν «Ἰδοὺ γυνὴ ἦν πνεῦμα ἔχουσα ἀσθενείας ἔτη δέκα καὶ ὀκτώ». Αἰφνιδίως ἐμφανίζεται μία γυναῖκα ἀσθενὴς ἐπὶ 18 ἔτη, τῆς ὁποίας ἡ νόσος προήρχετο ἐκ δαιμονικῆς ἐνεργείας. Ἡ γυνὴ αὕτη ἦτο εὐσεβής, διότι παρὰ τὴν νόσον της μετέβη εἰς τὴν Συναγωγήν, ἵνα ἀκούσῃ τὸν Θεῖον λόγον. Αὕτη «ἦν συγκύπτουσα καὶ μὴ δυναμένη ἀνακῦψαι εἰς τὸ παντελές». Ἔπασχε δηλαδὴ ἐκ ραχιτικῆς τινος νόσου, ἦτο κεκυφυῖα τὸν κορμόν, μὴ δυναμένη νὰ ἀνακύψῃ οὐδόλως τὴν κεφαλὴν ἄνω˙ ἦτο διπλωμένη εἰς τὰ δύο ἐπὶ δεκαοκτὼ ἔτη.
«Ἰδὼν αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς» εὐσπλαγχνισθεὶς αὐτὴν καὶ ἄνευ παρακλήσεώς της ἀμείβει τὴν εὐσέβειάν της, διότι παρ’ ὅλην τὴν παραμορφωτικὴν νόσον δὲν ἀπουσιάζει τῆς Συναγωγῆς «προσεφώνησε καὶ εἶπεν αὐτῇ» τὴν ἐκάλεσε καὶ τῆς εἶπε «γύναι, ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου» ἔσο ἐλευθέρα ἐκ τῆς νόσου. «Καὶ ἀπέθηκεν αὐτῇ τὰς χεῖρας» ἀκούμπησε τὰς χεῖρας Του εἰς αὐτὴν πρὸς ἐνίσχυσιν τῆς συγκυπτούσης καὶ εἰς δήλωσιν, ὅτι ἡ θεραπεία προήρχετο ἐκ τῶν παναχράντων χειρῶν Του.
«Καὶ παραχρῆμα» ἀμέσως «ἀνωρθώθη» ἐσηκώθη «καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεόν». Θεραπευθεῖσα δηλαδὴ αὕτη, ἀνακύψασα καὶ ἰδοῦσα τὸν Χριστὸν πρῶτον δοξάζει τὸν Θεὸν διὰ τὴν θεραπείαν της.
Ὁ Ἀρχισυνάγωγος, πλήρης Φαρισαϊκῶν προλήψεων, ἀγανακτεῖ ἀπὸ φθόνον διὰ τὴν θεραπείαν ταύτην κατὰ τὸ Σάββατον καὶ μὴ δυνάμενος νὰ ἀπευθυνθῇ πρὸς τὸν Ἰησοῦν ἀπ’ εὐθείας λέγει πρὸς τὸν λαὸν πομπωδῶς καὶ ἀνοήτως «ἓξ ἡμέραι εἰσίν, ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι˙ ἐν ταύταις οὖν ἐρχόμενοι, θεραπεύεσθε καὶ μὴ τῇ ἡμέρᾳ τοῦ Σαββάτου». Ἓξ ἡμέραι τῆς ἑβδομάδος εἶναι ἐργάσιμοι. Κατ’ αὐτὰς γίνονται καὶ θεραπεῖαι. Κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου ἀπαγορεύεται ἡ θεραπεία. Ἔγινε ὅμως! Εἶχε τὴν ἀπαίτησιν οὗτος ἀπὸ τὴν γυναῖκα νὰ ἀναβάλῃ τὴν ἀνόρθωσίν της διὰ τὴν ἑπομένην ἡμέραν, ἐπειδὴ ἦτο ἀργία!
Ἀπεκρίθη εἰς αὐτὸν ὁ Κύριος καὶ εἶπεν «ὑποκριτά, ἕκαστος ὑμῶν τῷ Σαββάτῳ οὐ λύει τὸν βοῦν αὐτοῦ ἢ τὸν ὄνον» κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου ὁ Ἑβραῖος δὲν λύει τὸ βόδι του ἢ τὸ γαϊδούρι του «ἀπὸ τῆς φάτνης καὶ ἀπαγαγὼν» καὶ ὁδηγὼν αὐτὸ εἰς τὴν βρύσην «ποτίζει αὐτό; ταύτην δὲ θυγατέρα Ἀβραὰμ οὖσαν» αὐτὴ ἡ ὁποία εἶναι ἄνθρωπος καὶ Ἑβραία, ἀπόγονος τοῦ Ἀβραάμ, «ἣν ἔδησεν ὁ Σατανᾶς ἰδοὺ δέκα καὶ ὀκτὼ ἔτη» τὴν ὁποίαν διὰ νόσου ἔδεσεν ὁ Σατανᾶς 18 ἔτη, «οὐκ ἔδει λυθῆναι ἀπὸ τοῦ δεσμοῦ τούτου τῇ ἡμέρᾳ τοῦ Σαββάτου;» δὲν ἔπρεπε νὰ λυθῇ τῆς νόσου ἐκ δαιμονικῆς ἐνεργείας κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου; Ὁ Κύριος ὀνομάζει τὸν Ἄρχοντα τῆς Συναγωγῆς ὑποκριτήν, διότι εἰς μὲν τὰ χείλη εἶχε τὴν εὐσέβειαν εἰς δὲ τὴν καρδίαν τὸν φθόνον. Ὁ Νόμος ἐπέτρεπε τὸ λύσιμον καὶ πότισμα τῶν ζώων κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου. Τὸ μέγεθος τοῦ συλλογισμοῦ τοῦ Κυρίου ἀφ’ ἑνὸς καὶ τῆς ὑποκρισίας καὶ τοῦ φθόνου τῶν Φαρισαίων ἀφ’ ἑτέρου φαίνεται ἐκ τῶν ἀντιθέσεων ὡς ἑξῆς: Κόρη Ἀβραὰμ ἡ μέν, ζῶον ἄλογον τὸ δέ! Δέσιμον τῆς μὲν ἦτο ἀσθένεια φρικτή, δέσιμον τοῦ ζώου ὑπὸ τοῦ ἀνθρώπου διὰ σχοινίου! Ἐπὶ δεκαοκτὼ ἔτη ἡ μὲν δεμένη εἰς τὴν ἀσθένειαν, οὔτε μίαν ἡμέραν τὸ ζῶον δεμένον! Καὶ ὅμως διὰ τὸ ζῶον παρεβαίνετο ἡ ἀργία τοῦ Σαββάτου διὰ νὰ ποτισθῇ!
«Καὶ ταῦτα λέγοντος Αὐτοῦ κατῃσχύνοντο πάντες οἱ ἀντικείμενοι Αὐτῷ καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἔχαιρεν ἐπὶ πᾶσι τοῖς ἐνδόξοις τοῖς γινομένοις ὑπ’ Αὐτοῦ». Ἡ ἐντύπωσις εἰς τὸν λαὸν ὑπῆρξε τεραστία καὶ εἰς τὰς δύο μερίδας ἐχθρικὰς καὶ φιλικὰς πρὸς τὸν Ἰησοῦν. Καὶ οἱ μὲν ἐχθρικῶς διακείμενοι ἔμειναν βωβοὶ ἀπὸ ἐντροπήν, οἱ δὲ φιλικῶς διακείμενοι ἦσαν πλήρεις χαρᾶς καὶ θαυμασμοῦ.
Θέμα: Περὶ Κατακρίσεως
Ὁ Κύριος θεραπεύει τὴν συγκύπτουσαν. Ὁ Ἀρχισυνάγωγος ὅμως τὴν ἀγαθοεργίαν ταύτην τοῦ Κυρίου θεωρήσας ὡς ἁμαρτίαν κατακρίνει Αὐτόν. Θέλων δὲ νὰ δικαιολογήσῃ τὴν κατάκρισίν του ταύτην καταφεύγει εἰς τὴν Ἁγίαν Γραφήν. «Ἓξ ἡμέραι εἰσὶν ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι…» καὶ ἔτσι δικαιολογεῖ τὴν κατάκρισίν του. Ὁ Κύριος θέλων νὰ θεραπεύσῃ τὴν κατάκρισιν τοῦ Ἀρχισυναγώγου δὲν ὁμιλεῖ ὄπισθεν τοῦ Ἀρχισυναγώγου, ἀλλὰ κατὰ πρόσωπον αὐτοῦ ἀποκαλύπτων τὴν κακίαν του διὰ τοῦ «ὑποκριτὰ» καὶ ἀνατρέπων τὴν δικαιολογίαν τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου δι’ ἄλλων Γραφικῶν χωρίων συνιστώντων τὴν διὰ λόγους ἀνάγκης εἴς τινας περιστάσεις κατάργησιν τῆς ἀργίας ταύτης.
Ἔχομεν ἑπομένως ἐνώπιόν μας τὸν Ἀρχισυνάγωγον κατακρίνοντα καὶ τὸν Κύριον ἐλέγχοντα αὐτόν. Ἔχομεν τὸν Ἀρχισυνάγωγον διαπομπεύοντα τὴν θεραπείαν τοῦ Κυρίου καὶ ἐν ἀπουσίᾳ τοῦ θύματός του, τὸν δὲ Ἰησοῦν ἀποκαλύπτοντα τὴν κακίαν αὐτοῦ. Συνεπῶς δυνάμεθα νὰ ὁμιλήσωμεν περὶ κατακρίσεως ἔχοντες ὑπ’ ὄψιν μας τὸν πρῶτον, τὸν Ἀρχισυνάγωγον, περὶ θεραπείας ταύτης ἔχοντες ὑπ’ ὄψιν μας τὸν δεύτερον, τὸν Ἰησοῦν, τὸν Σωτῆρα.
Α’. Κατάκρισις: Κατάκρισις εἶναι ἡ ἐν ἀπουσίᾳ τινὸς διαπόμπευσις τῶν κατὰ τὴν γνώμην μας κακιῶν του. Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι πάντες ἔχομεν τὰς ἀσθενεῖς μας πλευράς, τὰ σφάλματά μας καὶ ἡ κρίσις εἶναι αὐτόματος λειτουργία τοῦ μυαλοῦ μας. Ἑπομένως ἡ κατάκρισις φαίνεται ἐκ πρώτης ὄψεως θεμιτή. Ἂν δὲ λάβωμεν ὑπ’ ὄψιν μας, ὅτι εἴμεθα κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ τοῦ κρίνοντος τὸν κόσμον, θέλει φανῇ, ὅτι καὶ ἡμεῖς ὡς κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ἔχομεν τὸ δικαίωμα νὰ κρίνωμεν.
Βεβαίως τὸ δικαίωμα καὶ ἡ ἱκανότης νὰ κρίνωμεν μίαν πρᾶξιν, ἂν εἶναι καλὴ ἢ κακή, εἶναι δῶρον Θεοῦ, διότι κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον θὰ γίνωμεν ἐνάρετοι, διότι θὰ ἀποφεύγωμεν τὸ κακὸν καὶ θὰ πράττωμεν τὸ καλόν. Ἀπὸ τοῦ σημείου ὅμως τοῦ νὰ χωρίζωμεν μίαν πρᾶξιν καλὴν ἀπὸ τὴν κακὴν μέχρι τοῦ σημείου νὰ διαπομπεύωμεν τὸν πράττοντα ὑπάρχει μεγάλη διαφορά. Ἡ κατάκρισις, ἡ διαπόμπευσις τῶν κακιῶν τοῦ ἄλλου δὲν εἶναι μόνον δημοσίευσις τῶν κακιῶν τούτου, ἀλλὰ ἔκφρασις καὶ τῆς ἰδικῆς μας κακίας, εἶναι ἐμπάθεια! Τότε ἡ γλῶσσα τοῦ κατακρίνοντος γίνεται «πῦρ καὶ ὁ κόσμος τῆς ἀδικίας», κατὰ τὸν Ἀπόστολον Ἰάκωβον.
Ὁ Ἀρχισυνάγωγος κατακρίνει τὸν Ἰησοῦν ὄχι κατὰ πρόσωπον, ἀλλὰ ὄπισθεν «τῷ ὄχλῳ» ὅπως λέγει ὁ Εὐαγγελιστής. Τὸ αὐτὸ συμβαίνει καὶ παρ’ ἡμῖν. Ἡ κατάκρισις γίνεται ὄπισθεν τοῦ κατακρινομένου. Ἡ κατάκρισις εἶναι πολύμορφος, εὔκολος καὶ δικαιολογήσιμος.
Ἡ κατακρίνουσα γλῶσσα εἶναι πολύμορφος, διότι εἶναι πλήρης πάσης κακίας. Καὶ πράγματι. Ἡ γλῶσσα εἶναι φωτιά˙ Ἡ φωτιά, ὅ,τι δὲν δύναται νὰ κάψῃ, τὸ μαυρίζει. Τὸ ἴδιον κάμνει καὶ ἡ γλῶσσα, ἡ ὁποία κατακρίνει. Ἡ κατάκρισις εἶναι μῖσος, τὸ ὁποῖον σκορπίζει τὴν χολὴν τῆς καρδίας, εἰς τὰ λόγια ὅλων, εἶναι χαμερπὴς ζηλοτυπία, ἡ ὁποία πληγωμένη ἀπὸ τὰ χαρίσματα τοῦ ἄλλου, μεταβάλλει αὐτὰ εἰς ψεγάδια, εἶναι ἀπεχθὴς διπροσωπία, ἡ ὁποία ἐνῶ ἔμπροσθεν ἐπαινεῖ, ὄπισθεν ξεσχίζει. Ἡ κατάκρισις εἶναι ἐλαφρότης ἀνυπόφορος μὴ δυναμένη νὰ περιορίσῃ τὰ λόγια της, βαρβαρότης, διότι δυσφημεῖ ἀπόντας. Ἡ κατάκρισις εἶναι ἀδικία, διότι ἀφαιρεῖ τὸ πολυτιμότερον ἀγαθόν, τὴν ὑπόληψιν, εἶναι τυφλότης, διότι δὲν βλέπει τὰ ἴδια σφάλματα. Οἱ ἔπαινοί της εἶναι δηλητήριον καὶ ἡ σιωπή της φαρμάκι! Ἰδοὺ ἡ πολυμορφία τοῦ κακοῦ τούτου τῆς κατακρίσεως.
Ἀλλὰ τὸ κακόν τῆς κατακρίσεως αὐξάνει μὲ τὴν εὐκολίαν ποὺ γίνεται καὶ διαδίδεται. Εἰς ἕνα μόνον ἔμπιστόν σου ἀπεκάλυψας σὺ καὶ ἕνα μόνον ἁμάρτημα τοῦ πλησίον σου. Ὁ ἔμπιστός σου εὑρῆκε ἄλλον ἔμπιστον ἰδικόν του καὶ φανεὶς ἀδιάκριτος ὅπως καὶ σὺ ἀνεκοίνωσεν εἰς αὐτὸν τὸ ἁμάρτημα εἰς δευτέραν ἔκδοσιν ἐπηυξημένην δι’ ἀτομικῶν σχολίων, τὰ ὁποῖα ἤντλησε ἐκ τοῦ πάθους του, τοῦ συμφέροντός του. Ὁ ἰδικός σου ἔμπιστος θὰ ἔχῃ τὸν ἰδικόν του ἔμπιστον, ἐκεῖνος πάλιν τὸν γνωστόν, συγγενῆ καὶ φανερῶς ἢ ὑπὸ τύπον ἐχεμυθείας θὰ ἀνακοινώσῃ εἰς αὐτὸν τὸ κακὸν καὶ ἔτσι τὸ κακὸν ἁπλώνεται. Ὁμοιάζει σὰν μία σπίθα, σὰν ἕνα σπίρτο κατ’ ἀρχάς, τὸ ὁποῖον ἄναψε καὶ ἀργότερα μεταβάλλεται εἰς πυρκαϊὰν καὶ καίει δάση καὶ χωριά. Ὁμοιάζει σὰν ἕνα ρυάκιον κατ’ ἀρχάς, τὸ ὁποῖον δεχόμενον καθ’ ὁδὸν τὰ νερὰ ἄλλων ρυακίων, γίνεται σιγὰ — σιγὰ ποτάμι ὁρμητικόν, τὸ ὁποῖον κατακλύζει πόλεις καὶ χωριά. Τὸ ἴδιον εἶναι καὶ ἡ κατάκρισις.
Κατ’ ἀρχὰς μία ἀστειότης, μία ἐπιπολαιότης, μία ἁπλῆ ὑπόθεσις, μία ἁπλῆ σκέψις, ἕνας ἐλαφρὸς λόγος. Κατόπιν γίνεται κραυγή, κατάρα, θέμα πάντων, ὑπόθεσις γενική. Ὥστε τὸ ἕνα ἁμάρτημα ἔγινε πολλά, ὁ ἕνας σὺ ἔγιναν πολλοί. Πηγὴ ὅλων αὐτῶν; Ἡ ἀδιακρισία σου καὶ ἡ εὐκολία τοῦ κακοῦ τούτου!
Ἀλλὰ τὸ μέγεθος τοῦ κακοῦ τούτου δὲν φαίνεται μόνον ἐκ τῆς πολυμορφίας καὶ εὐκολίας του ἀλλὰ καὶ ἐκ τῆς δ ι κ α ι ο λ ο γ ί α ς. Λέγουν οἱ κατακρίνοντες δικαιολογούμενοι. Δὲν μιλοῦμεν περὶ μεγάλων ἁμαρτημάτων, ἀλλὰ περὶ μικρῶν, ὄχι διὰ νὰ σκοτώσωμέν τινα, ἀλλὰ διὰ νὰ περάσωμεν τὴν ὥραν, νὰ γελάσωμεν, νὰ διασκεδάσωμεν. Δὲν ἔχομεν, λέγουν, κακὴν διάθεσιν. Μὲ τὴν δικαιολογίαν αὐτὴν αὐξάνουν τὰ παραγεμίσματα, μεγαλοποιοῦν τὸ κακόν. Πῶς; Μὲ μορφασμούς, χειρονομίας, μειδιάματα, ὑπομειδιάματα, ἱστορίας φιλοτεχνημένας ἐπὶ παραγγελίᾳ, ὥστε νὰ ἀρέσουν. Κάμνουν νύξεις διὰ νὰ ἀνοίξωσι περισσότερον τὸ πνεῦμα τοῦ ἄλλου σὲ χίλιες δύο ὑπόνοιες, σιωπῶσιν διὰ νὰ τὸν ἀφίσωσιν νὰ ἐννοήσῃ περισσότερα ἀπ’ ὅ,τι θέλουν νὰ εἴπωσιν. Ἰδοὺ τὸ κακόν της κατακρίσεως. Ἰδοὺ ἡ πολυμορφία, ἡ εὐκολία, ἡ δικαιολογία. Πῶς θὰ θεραπευθῇ τὸ κακὸν τοῦτο;
Ἡ θ ε ρ α π ε ί α. Ὁ Κύριος, ὁ ἔνσαρκος λόγος, ἤλεγξε τὸν Ἀρχισυνάγωγον ἀποκαλύψας εἰς αὐτὸν τὴν κρυμμένην κακίαν του καὶ ἀνατρέψας τὸ δικαιολογητικὸν ἐκ τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἐπιχείρημα τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου. Καὶ ἡμεῖς, ἂν ἐπιθυμῶμεν νὰ θεραπευθῶμεν ἐκ τοῦ κακοῦ τῆς κατακρίσεως, ἂς τεθῶμεν ὑπὸ τὸ φῶς τοῦ Προφορικοῦ καὶ Γραπτοῦ λόγου τοῦ Κυρίου καὶ ἂς ἐλέγξωμεν τὴν κακίαν τῆς κατακρίσεως εἰς τὸ σαθρὸν τῶν δικαιολογιῶν.
Τ ὸ σ α θ ρ ὸ ν τ ῶ ν δ ι κ α ι ο λ ο γ ι ῶ ν: Λέγεις ὅτι ὁμιλεῖς περὶ μικρῶν ἁμαρτημάτων. Ἀπάντησις: Δὲν γνωρίζεις ὅτι ὅσο μικρότερα εἶναι τὰ σφάλματα τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὰ ὁποῖα κατακρίνεις, τόσον πονηρότερος εἶσαι, διότι δείχνεις μὲ αὐτὸ ὅτι τίποτα δὲν σοῦ διαφεύγει; Ὅ,τι κατακρίνεις σὺ τοὺς ἄλλους, εἶναι μηδαμινό, ὅ,τι μηδαμινὸν ἰδικόν σου κατακρίνουν οἱ ἄλλοι, εἶναι ἀνυπόφορον. Λέγεις ὅτι κατακρίνεις διὰ νὰ γελάσῃς, διασκεδάσῃς. Ἀπάντησις: Ποία εἶναι αὐτὴ ἡ σκληρὴ χαρά, ἡ ὁποία στάζει φαρμάκι εἰς τοὺς ἄλλους καὶ βγαίνει ἀπὸ τὴν δυστυχίαν τοῦ ἄλλου; Λέγεις ὅτι ἡ πρόθεσίς σου εἶναι ἁγνή. Ἀπάντησις: Πῶς εἶναι δυνατὸν ἡ καρδία σου νὰ εἶναι ἁγνή, τὴν στιγμὴν κατὰ τὴν ὁποίαν τὰ χείλη σου στάζουν δηλητήριον; Λέγεις ὅτι κουτσομπολεύεις, διὰ νὰ σκοτώσῃς τὴν ὥραν. Ὄχι. Σκοτώνεις τὴν πολύτιμην ὥραν, ἀλλὰ καὶ τὸν ἀδελφόν σου. Οἱ υἱοὶ τοῦ Νῶε ἐτιμωρήθησαν, διότι δὲν ἐσκέπασαν τὴν γύμνωσιν τοῦ πατρός των, ὅταν ἐκεῖνος ἐμέθυσε. Πόσον θὰ τιμωρηθῶμεν ἡμεῖς, ὄχι ὅταν δὲν σκεπάζωμεν τὴν γύμνωσιν τοῦ ἀδελφοῦ μας, ἀλλὰ ὅταν διὰ τῆς κατακρίσεως ξεσκεπάζωμεν τὴν ψυχικήν του γυμνότητα;
Ἀλλὰ θὰ σὲ ἐρωτήσω κάτι ἄλλο. Ὅλας αὐτὰς τὰς δικαιολογίας θὰ τὰς ἐθεώρεις ὡς σοβαρὰς ὄχι ὅταν σὺ ἐνεργῇς τὴν κατάκρισιν, ἀλλὰ ὅταν γίνεσαι θῦμα κατακρίσεως, ὅταν κατακρίνεσαι; Ὅταν μάθῃς, δηλαδή, ὅτι ἄλλοι ἀσχολοῦνται μὲ τὰς ἀσθενεῖς σου πλευρὰς διὰ νὰ γελάσουν ἐπιπολαίως πῶς δὲν θὰ ἀγανακτήσῃς; Ἀσφαλῶς. Διατί δὲν σέβεσαι τὴν ἀπουσίαν τοῦ ἄλλου; Ἰδοὺ ἑπομένως τὸ σαθρὸν τῶν δικαιολογιῶν σου.
Τ ό μέγεθος τοῦ κακοῦ. Δὲν εἶναι εὔκολον νὰ ἐπανορθωθῇ τὸ γενόμενον κακόν. Ἔσπειρες εἰς τοὺς ἀνέμους. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ περιμαζέψῃς τὸ σπαρὲν κακόν, διότι τοῦτο ἐμεγάλωσε καὶ ξέφυγε ἀπὸ τὰ χέρια σου. Μεγάλωσε διὰ τῶν διαφόρων ἐκδόσεων, τὰς ὁποίας θὰ ἔχῃ διερχόμενον ἀπὸ στόματος εἰς στόμα. Ἐξέφυγε ἀπὸ τὸ στόμα σου καὶ ἀπὸ τὰ χέρια σου, διότι δὲν σοῦ εἶναι δυνατὸν νὰ συναντήσῃς τὰ πρόσωπα, εἰς τὰ ὁποῖα περιῆλθε, ὥστε νὰ διορθώνῃς τὰς ἐξογκώσεις τοῦ κακοῦ, τὸ ὁποῖον ἐξεστόμισες. Πῶς θὰ περιμαζέψῃς τὰς κατὰ τῶν ἄλλων κατακρίσεις σου; Τρόπος θεραπείας τοῦ κακοῦ, τὸ ὁποῖον κατακρίνεις δὲν εἶναι τὸ κουτσομπολιό, ἀλλὰ εἴς τινας περιστάσεις ὁ ἔλεγχος. Ὁ ἔλεγχος διαφέρει τῆς κατακρίσεως, διότι γίνεται ἐνώπιον τοῦ πταίσαντος ἀδελφοῦ καὶ πρὸς διόρθωσιν αὐτοῦ. Ἐνῶ ἡ κατάκρισις γίνεται ὄπισθεν καὶ ἄνευ ὠφελείας.
Εἶναι γνωστὸν τὸ ἁπλοῦν παράδειγμα τῆς ὄρνιθος, τὸ ὁποῖον ἀνέφερε Πνευματικὸς πρός τινα ἐξομολογούμενον, ὁ ὁποῖος ἐδικαιολογεῖτο διὰ τὰς κατακρίσεις του. Κάποιος δηλαδὴ ἐξομολογούμενος ἐδικαιολόγει εἰς τὸν Πνευματικόν του τὴν κατάκρισίν του, ὅτι αὕτη δὲν ἔχει σημασίαν. Ὁ Πνευματικὸς τοῦ ἀπήντησε: Λάβε μίαν ὄρνιθα καὶ βαδίζων ἀπὸ ἑνὸς χωρίου εἰς ἄλλον ἀνὰ ἑκατὸν μέτρα ἀπόσπα, σκόρπιζε ἀνὰ ἕνα πτερὸν τῆς ὄρνιθος. Ὅταν φθάσῃς εἰς τὸ χωρίον σου, ἐπίστρεψε, εὑρὲ τὰ πτερὰ καὶ θέσε αὐτὰ εἰς τὴν θέσιν των. Ὁ ἐξομολογούμενος ἀπαντᾷ: Αὐτὸ εἶναι ἀδύνατον, διότι τὰ πτερὰ ἐξηφάνισεν ὁ ἄνεμος. Καὶ ὁ Πνευματικὸς λέγει: τὸ αὐτὸ συμβαίνει καὶ μὲ τὴν κατάκρισιν. Εἶναι ἀδύνατον νὰ περιμαζεύσῃς, ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἐσκόρπισες. Ἂς προσέχωμεν λοιπὸν τὴν κατάκρισιν.
5.
Κυριακή Ι΄ Λουκᾶ (Λουκ. ιγ΄ 10-17)
Διονύσιος Ψαριανός (Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (+))
Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,
Ὁ Θεὸς δὲν ἀγαπᾶ τίποτα πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ δὲ μισεῖ τίποτα πιὸ πολὺ ἀπὸ τὴν ὑποκρισία. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὅταν ἦταν ἐδῶ στὴ γῆ, στάθηκε ἀπέναντι σ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους γεμάτος ἀγάπη καὶ μόνο ἦταν σκληρὸς ἀπέναντι στοὺς ὑποκριτάς. Τοὺς ἁμαρτωλούς, ποὺ ἐρχότανε ζητώντας τὸ ἔλεός του, τοὺς δεχότανε μὲ καλωσύνη· τοὺς ὑποκριτάς, ποὺ ἦσαν μέσ’ ἁμαρτωλοὶ κι ἔκαναν ἔξω τοὺς ἁγίους, τοὺς ἐμαστίγωνε ἀλύπητα. Ἂς ἀκούσουμε τί μᾶς λέγει τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο.
Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἐδίδασκε ὁ Ἰησοῦς σὲ μία ἀπὸ τὶς συναγωγὲς κι ἦταν ἡμέρα Σάββατο. Κι ἦταν ἐκεῖ μία γυναίκα, ποὺ εἶχε πονηρὸ πνεῦμα κι ἦταν ἄρρωστη δεκαοκτὼ χρόνια κι ἦταν σκυφτὴ καὶ δὲ μποροῦσε νὰ σηκώση τὸ κορμὶ της καθόλου. Κι ὅταν τὴν εἶδε, ὁ Ἰησοῦς τῆς μίλησε καὶ τῆς εἶπε· Γυναίκα, εἶσαι λυμένη ἀπὸ τὴν ἀρρώστια σου· κι ἀκούμπησε ἀπάνω της τὰ χέρια του κι ἀμέσως ἐκείνη ἀνασηκώθηκε καὶ δόξαζε τὸ Θεό. Καὶ ἀποκρίθηκε ὁ ἀρχισυνάγωγος μὲ ἀγανάκτηση, γιατί τὸ Σάββατο ἔκαμε τὴ θεραπεία ὁ Ἰησοῦς, κι ἔλεγε στὸ λαό. Ἕξη ἥμερες εἶναι, ὅπου σ’ αὐτὲς πρέπει νὰ ἐργαζώμαστε, σ’ αὐτὲς λοιπὸν νὰ ‘ρχεσθε καὶ νὰ θεραπευώσαστε κι ὄχι στὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου. Τοῦ ἀποκρίθηκε λοιπὸν ὁ Κύριος καὶ εἶπε· Ὑποκριτή, ὁ καθένας σας τὸ Σάββατο δὲ λύνει τὸ βόδι του καὶ τὸν ὄνο ἀπὸ τὸ παχνὶ καὶ τὰ πάει καὶ τὰ ποτίζει; Κι αὐτὴ ἐδῶ ποὺ εἶναι κόρη τοῦ Ἀβραὰμ καὶ τὴν ἔδεσε ὁ Σατανᾶς δεκαοχτὼ χρόνια, δὲν ἔπρεπε νὰ λυθῆ ἀπὸ τοῦτο τὸ δέσιμο τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου; Κι ἐνῶ ἔλεγε τοῦτα ὁ Ἰησοῦς καταντροπιαζότανε ὅλοι οἱ ἐχθροὶ του· κι ὅλος ὁ λαὸς εἶχε χαρὰ γιὰ τὰ θαύματα ποὺ γινότανε ἀπ’ αὐτόν.
Αὐτὴ ἡ ἄρρωστη γυναίκα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ποὺ βρέθηκε κεῖνο τὸ Σάββατο στὴ συναγωγή, μᾶς εἶν’ ἕνα καλὸ παράδειγμα. Μᾶς διδάσκει πὼς κι ἐμεῖς τὴν Κυριακὴ πρέπει νὰ ἐρχώμαστε στὴν Ἐκκλησία γιὰ τὴν προσευχὴ καὶ γιὰ τὸ θεῖο κήρυγμα. Γι’ αὐτὰ τὰ δύο πῆγε στὴ συναγωγὴ ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἡ συγκύπτουσα γιὰ νὰ ‘βρη παρηγοριὰ στὴν ταλαιπωρία της. Καὶ βρῆκε πολὺ περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι περίμενε· λυτρώθηκε ἀπὸ τὴν ἀρρώστια ποὺ τὴν βασάνιζε δεκαοκτὼ χρόνια.
Θὰ πρέπει νὰ αἰσθανότανε κατάνυξη, καθὼς ἄκουε τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ νὰ διδάσκη· θὰ πρέπει νὰ καθότανε ταπεινὴ σὲ κάποια γωνιά, βασανισμένη μέσα στὴν πολύχρονη ἀρρώστια της, ζητώντας τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ κι ἕτοιμη νὰ δεχθῆ τὴ θεία χάρη. Μετὰ τὸ κήρυγμα, πλησίασε τὸ Χριστὸ κι ἐκεῖνος ποὺ τὴν εἶδε, ὄχι μόνο μὲ σκυφτὸ καὶ καμπουριασμένο τὸ κορμί της, μὰ καὶ μὲ τὴν ψυχὴ της γονατιστὴ καὶ σκυμμένη, τῆς μίλησε καὶ τῆς εἶπε· «Εἶσαι λυμένη ἀπὸ τὴν ἀρρώστια σου». Καὶ γιὰ νὰ τῆς μεταδοθῆ ἡ θεία δύναμη, ἀκούμπησε τὰ χέρια του ἐπάνω της. Κι ἐπειδὴ ὁ θεῖος λόγος τὴν ἴδια ὥρα εἶναι καὶ ἔργο, ἡ γυναίκα ἔγινε ἀμέσως καλά.
Νά, χριστιανοί μου, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πῶς φανερώνεται καὶ πῶς ξεχύνεται στὸν ἄνθρωπο. Κανένα ἐμπόδιο δὲ μπορεῖ νὰ μπῆ ἀνάμεσα στὸ Θεὸ ποὺ ζητάει τὸν ἄνθρωπο καὶ στὸν ἄνθρωπο ποὺ ζητάει τὸ Θεό. Οὔτε καὶ τὸ Σάββατο. Γιατί παραπάνω ἀπ’ ὅλα εἶναι ὁ ἄνθρωπος, παραπάνω κι ἀπὸ τὸ νόμο καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Γιατί ὁ νόμος κι οἱ ἐντολὲς καὶ τὸ Σάββατο δόθηκαν ὅλα γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ δὲν ἔγινε ὁ ἄνθρωπος γιὰ ὅλα ἐτοῦτα. Μέσα στὸ νόμο καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ ὑπάρχει ὁ ἄνθρωπος, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο· καὶ μέσα σ’ ὅλους τοὺς νόμους τῶν ἀνθρώπων πρέπει νὰ ὑπάρχη ὁ ἄνθρωπος, ἀλλιῶς εἶναι ἄδικοι οἱ νόμοι καὶ ἀπάνθρωποι. Οἱ νόμοι εἶναι γιὰ τοὺς κακούς· γιὰ νὰ μὴν ἀφίνουν τοὺς κακοὺς νὰ κάνουν τὸ κακό. Γιὰ τοὺς καλοὺς δὲν ὑπάρχουν νόμοι. Ἕνας νόμος ὑπάρχει γιὰ τοὺς καλούς, ὁ νόμος τῆς ἀγάπης. Αὐτὸς ὁ νόμος λέγει, ὄχι νὰ μὴν κάνης τὸ κακό, μὰ παντοῦ καὶ πάντα νὰ κάνης τὸ καλό. Ἐμπόδιο δὲ μπορεῖ νὰ σταθῆ στὸ νόμο τοῦ καλοῦ.
Κι ὅμως πολλὰ ἐμπόδια, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, βγαίνουνε μπροστά, γιὰ νὰ σταματήσουν τὸ καλό. Πρῶτο ἀπὸ τὰ ἐμπόδια ἐτοῦτα εἶναι ἡ ὑποκρισία. Ὑποκρισία εἶναι νὰ φαίνεσαι ἐκεῖνο ποὺ δὲν εἶσαι, νὰ λὲς πὼς ἐνδιαφέρεσαι γιὰ τὸν νόμο καὶ γιὰ τὴν ἐντολή, μὲ σκοπὸ νὰ ματαίωσης τὸ καλό. Νὰ παρασταίνης τὸ φρουρὸ τοῦ θείου νόμου, νὰ κόβεσαι καὶ γιὰ τὸν ἀνθρώπινο νόμο, νὰ κάνης ἐπανάσταση, νὰ βάζης φωτιά, νὰ ξεθεμελιώνης τὰ πάντα, γιατί σὲ πῆρε ὁ πόνος γιὰ τὸ νόμο. Πὼς χάνονται ἄνθρωποι, πὼς ἀδικιέται ἡ ἀλήθεια, πὼς σταυρώνονται ἀθῶοι, πὼς γκρεμίζονται ἱεροὶ θεσμοί, πὼς χαίρουν οἱ ἐχθροί, πὼς χορεύει ὁ διάβολος, τίποτ’ ἀπ’ ὅλα ἐτοῦτα δὲ σὲ τρομάζει.
Ὁ ἀρχισυνάγωγος, χριστιανοί μου, ἐκείνη τὴν ἡμέρα στὴν συναγωγή, γιὰ χάρη τάχα τοῦ Σαββάτου, ἦταν ἕτοιμος, ἂν μποροῦσε, νὰ σφάξη καὶ τὸ Χριστὸ καὶ τὴ συγκύπτουσα. Δὲν τὸν συγκίνησε τὸ καλὸ ποὺ γίνηκε ἐμπρὸς στὰ μάτια του. Ἐκεῖνο ποὺ τὸν ἔτρωγε μέσα του ἦταν ὁ φθόνος, μὰ σκέπαζε τὸ πάθος του μὲ τέχνη κι ἔδειχνε πὼς γνοιάζεται γιὰ τὸ Σάββατο καὶ γιὰ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Ὁποῖος δὲν τὸν ἤξερε θὰ τὸν πίστευε, μὰ ὁ Χριστὸς τὸν ξεσκέπασε καὶ τὸν ἀποστόμωσε. Τὸν εἶπε ὑποκριτή, ψεύτη δηλαδὴ καὶ θεατρίνο, ποὺ ἄλλα αἰσθανότανε κι ἄλλα ἔλεγε, ἄλλα εἶχε μέσα του κι ἄλλα ἔδειχνε στοὺς ἀνθρώπους.
Τέτοιους ὑποκριτάς, χριστιανοί, εἶναι πάντα γεμάτος ὁ κόσμος καὶ πρέπει νὰ τοὺς φυλαγώμαστε. Ἀπ’ ἔξω φαίνονται ἅγιοι καὶ μέσα τους εἶναι γεμάτοι μ’ ὅλες τὶς κακίες. Μὰ εἶναι τεχνίτες καὶ δὲν τὸ δείχνουνε· σκεπάζονται μὲ τὸ ἔνδυμα τῆς εὐσέβειας καὶ δὲν τὸ ‘χουνε γιὰ τίποτα νὰ κάμουνε κάθε κακό. Νὰ τοὺς πῆς λόγο, δὲν ἀκοῦνε· νὰ τοὺς κάμης καλό, δὲ συγκινοῦνται. Πάνω ἀπ’ ὅλα, λένε, εἶναι ὁ νόμος, οἱ ἐντολές, οἱ ἱεροὶ Κανόνες, ἡ τάξη κι ἡ ἀλήθεια. Ποιὸς τὸ ἀρνήθηκε; Μὰ ὁ νόμος κι οἱ ἐντολὲς κι οἱ Κανόνες εἶναι ὅλα γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ὅταν σκοτώνης τὸν ἄνθρωπο, τί σοῦ χρειάζεται ὁ νόμος; Ὅταν γκρεμίζης τὴν Ἐκκλησία, τί τοὺς θέλεις τοὺς κανόνες; Ὅσο γιὰ τὴν τάξη καὶ τὴν ἀλήθεια, ὅποιοι τὰ πολυφωνάζουνε αὐτὰ τὰ δυό, αὐτοὶ μήτε τὰ ξέρουν μήτε τὰ ‘μαθαν μήτε τὰ σεβάστηκαν ποτέ τους.
Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἀγάπησε ὅλους τοὺς ἁμαρτωλούς, ὅλους τοὺς κουρασμένους, ὅλους τοὺς ἀρρώστους, ὅλους τοὺς ταπεινούς, ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Μόνο τοὺς ὑποκριτὰς δὲν ἀγάπησε, γιατί δὲν τὸ ‘θελαν ἐκεῖνοι. Ἡ ἀγάπη δὲν πάει ποτὲ μαζὶ μὲ τὴν ὑποκρισία· ὅπου εἶναι ἡ ἀγάπη, δὲ μπαίνει ὑποκρισία κι ὅπου εἶναι ὑποκρισία δὲ βρίσκεις ἀγάπη. Ἐμεῖς ἂς ἔχουμε ἀγάπη μεταξὺ μας κι αὐτὸ φθάνει γιὰ νὰ δείξη πὼς ἀγαποῦμε καὶ τὸ Θεό. Ἂν σκοτωνώμαστε τάχα γιὰ τὸ Θεὸ καὶ μισοῦμε τοὺς ἀνθρώπους, εἴμαστε ὑποκριταί· στ’ ἀλήθεια μήτε τὸ Θεὸ ἀγαποῦμε, κι ἂς φωνάζουμε γιὰ τὸ νόμο του καὶ γιὰ τὶς ἐντολές του. Ὁ νόμος κι οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ κι οἱ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἀγάπη. Ἂς ἔχουμε, χριστιανοί μου, ἀγάπη, γιὰ νὰ ‘χουμε ζωὴ καὶ σωτηρία. Ἀμήν.
6.
Θαύματα τοῦ Χριστοῦ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου
Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))
Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ξανὰ καὶ ξανὰ διαβάζουμε στὸ Εὐαγγέλιο γιὰ τὴν ὀργὴ ποὺ προκάλεσε ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς πραγματοποιώντας μιὰ πράξη ἐλέους, ἕνα θαῦμα τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου. Καὶ δὲν βοηθάει σὲ κάτι ἄν θέσουμε στὸν ἑαυτό μας τὴν ἐρώτηση: Γιατί τὸ ἔκανε αὐτὸ συνεχῶς, μὲ τέτοια ἐπιμονή; Θὰ μποροῦσε νὰ εἶχε γίνει γιὰ νὰ ἀμφισβητήσει ἐκείνους ποὺ βρίσκονταν γύρω Του; Γιὰ νὰ τοὺς προκαλέσει; Θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἁπλὰ μιὰ παιδαγωγικὴ πράξη;
Πιστεύω ὅτι κρύβονται πολὺ περισσότερα στὴν πράξη Του. Ὁ Κύριος δημιούργησε τὸν κόσμο σὲ ἕξι ἡμέρες· τὴν ἕβδομη ἡμέρα ἀναπαύτηκε ἀπὸ τὸν κόπο καὶ τὸν μόχθοΤου. Ἀλλὰ τι συνέβη τότε στὸν κόσμο; Ἡ ἕβδομη ἡμέρα ἦταν ἡ μέρα ποὺ ὁ κόσμος περιῆλθε στὰ χέρια τοῦ ἀνθρώπου γιὰ νὰ τὸν ὁδηγήσει στὴν ὁλοκλήρωση του καὶ ἡ ἕβδομη ἡμέρα, τὸ Σάββατο τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ ἡμέρα τοῦ ἀνθρώπου. Ὁλόκληρη ἡ ἀνθρώπινη ἱστορία καταρέει ἐκείνη τὴν ἡμέρα. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν ἄφησε τὸν ἄνθρωπο νὰ ἐργασθεῖ μόνος του, καθὼς λέει ὁ Κύριος Ἰησοῦς στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη, «Ὁ πατὴρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται, κἀγὼ ἐργάζομαι», δείχνει τὴν ἐργασία Του στὸν Υἱό Του γιὰ νὰ τὴν ὁλοκληρώσει. Καὶ σὲ ἕνα ἄλλο ἐδάφιο μᾶς διδάσκει, μᾶς λέει ὅτι ἡ κρίση Του εἶναι ἀληθινὴ ἐπειδὴ δὲν εἶναι ἡ δική Του κρίση· ἀκούει τὰ λόγια τοῦ Πατέρα καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ κρίση ποὺ κηρύττει.
Καὶ ἔτσι, ἡ ἱστορία εἶναι ἡ ἡμέρα τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νὰ ὁδηγηθεῖ ἀπὸ τὴ σοφία, ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Συμβαίνει αὐτὸ ἐπειδὴ τόσο συχνὰ ἀναζητοῦμε τοὺς δικούς μας δρόμους, ἐπειδὴ δὲν ἀναρωτιόμαστε ποιὸς εἶναι ὁ δρόμος τοῦ Θεοῦ, πῶς ὁ κόσμος ἔχει γίνει τόσο ἄσχημος, τόσο τρομακτικὸς, καὶ τραγικός.
Ὑπάρχει ἕνα Ἑβραϊκὸ ποίημα ποὺ περιγράφει τὴν δυστυχία αὐτοῦ τοῦ κόσμου ὅπου ὁ ἄνθρωπος δὲν φέρει τὴν χαρὰ τοῦ Θεοῦ· λέει τὸ ποίημα ὅτι ὁ Ἄνθρωπος ἔπαψε νὰ πιστεύει στὸν Θεὸ καὶ ἡ ἀγάπη ἄφησε αὐτὸν τὸν κόσμο. Οἱ ἄνθρωποι κρεμάστηκαν στὰ δάση, πνίγηκαν στὶς λίμνες, στὰ ποτάμια. Ὀ Οὐρανὸς δὲν καθρεφτίζεται στὶς λίμνες, στὰ δάση· τὸ πουλὶ δὲν τραγουδάει πιὰ τραγούδια τοῦ παραδείσου, καὶ ἴδιος ὁ Προφήτης ἔγινε στὸ βάθρο του ἕνα ἁπλὸ ἄγαλμα.
Αὐτὸ δὲν ἔχουμε γίνει; Ὄχι ἀγάλματα ἀλλὰ τόσο ὅμοιοι μὲ τὴν γυναίκα τοῦ Λὼτ ποὺ στράφηκε πρὸς τὰ πίσω κι ἔγινε στήλη ἅλατος. Παραμείναμε ἁλάτι καὶ ἀκόμα εἴμαστε ἀπολιθωμένοι, ἀκίνητοι, δὲν φέρουμε εἰς πέρας τὸ ἔργο μας. Καὶ ὁ Χριστὸς μᾶς δείχνει ξανὰ καὶ ξανὰ, καθὼς ἐργάζεται μέσα ἀπὸ τὰ θαύματα Του, τὶς πράξεις τῆς ἀγάπης καὶ τῆς συμπόνιας τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, αὐτὸς ποὺ εἶναι ὁ ἀληθινὸς ἄνθρωπος, ὁ μόνος ἄνθρωπος ποὺ βρίσκεται σὲ πλήρη ἑνότητα μὲ τὸν Θεό, ποιὸς θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι ὁ ρόλος μας: νὰ ἀναλάβουμε τὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας,σὲ ὅποια περίπτωση κι ἄν βρισκόμαστε, καὶ νὰ τὴν βαστάξουμε στοὺς ὤμους μας μέσα ἀπὸ μιὰ πράξη ἀγάπης καὶ ἐλέους.
Ἕνας Δυτικὸς συγγραφέας ἔχει πεῖ ὅτι Χριστιανὸς εἶνει ἐκεῖνος στὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς ἔχει ἀναθέσει τὴν φροντίδα τοῦ κόσμου Του καὶ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Ἐκπληρώνουμε τούτη τὴ βασικὴ, κεντρικὴ ἐντολή, νοιαζόμαστε; Ἴσως νοιαζόμαστε δείχνοντας φροντίδα, ἴσως νοιαζόμαστε μὲ αὐστηρότητα, ἀλλὰ πρέπει νὰ ἔχουμε ἔννοια. Καὶ τότε, αὐτὴ ἡ ἕβδομη ἡμέρα ποὺ ὁ Θεὸς ανέθεσε μέσα ἀπὸ μιὰ πράξη ἐλέους καὶ ἀγάπης αὐτὸν τὸν κόσμο στὴν φροντίδα μας, μπορεῖ νὰ γίνει ἀκόμα ἡμέρα τοῦ Κυρίου. Καὶ ἡ Πόλη τοῦ ἀνθρώπου ποὺ χτίστηκε δίχως Θεό, ποὺ τόσο συχνὰ μοιάζει μὲ τὸν Πύργο τῆς Βαβέλ, ἴσως ἀκόμα ν’ ἀποκαλυφθεῖ καὶ νὰ πλησιάσει τὸ μεγαλεῖο καὶ τὴν ἁγιότητα τῆς Πόλης τοῦ Θεοῦ ὅπου ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ἀληθινὸς Θεὸς ἀλλὰ καὶ ἄνθρωπος, καλεῖται νὰ γίνει πολίτης, νὰ γίνει ἡ καρδιά της, ἀλλὰ ἐπίσης ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς.
Δὲν εἶναι αυτὸ τὸ κάλεσμα ἀρκετὰ σπουδαῖο; Δὲν μᾶς ἐμπνέει ἀρκετὰ ἡ πίστη τοῦ Θεοῦ σ’ ἐμᾶς; Πρόκειται ν’ ἀπορρίψουμε τὴν ἐλπίδα Του, ν’ ἀπορρίψουμε τὴν ἀγάπη Του γιὰ μᾶς ἤ γιὰ τοὺς ἄλλους; Ἤ πρόκειται νὰ μάθουμε ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ ὁ Χριστὸς ἐκπληρώνει τὸν ἀνθρώπινο προορισμό Του τὴν ἡμέρα του Κυρίου, δὲν θὰ μάθουμε ἀπὸ Αὐτὸν καὶ μαζὶ μ’ Ἐκεῖνον νὰ κτίζουμε τὸν κόσμο ποὺ ὁ Θεὸς ὀνειρεύτηκε καὶ ποὺ ἀκόμα ἀγαπᾶ μέσα στὶς θλίψεις του καὶ τόσο συχνὰ στὴν προδοσία μας!
Ἄς μάθουμε ν’ ἀγαπᾶμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον ἐνεργά, νὰ σηκώνουμε τὸ φορτίο ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου, ν’ ἀκοῦμε τὸν ζωντανὸ Θεὸ ὅταν μιλάει, ν’ ἀκοῦμε μὲ ὅλη μας τὴν ἐνέργεια, νὰ κοιτάζουμε τὸν τρόπο τῆς ζωῆς Του καὶ ἄς γίνουμε ἐκείνοι ποὺ θὰ φέρουν εἰς πέρας τὸ θέλημα Του καὶ θὰ ὁδηγήσουν τὸν κόσμο στὴν τέλεια ὀμορφιὰ ποὺ εἶναι τὸ θέλημά Του! Ἀμὴν.
7.
Τύπος καὶ Οὐσία (Λουκ. 13, 10-17)
Καραγιάννης Νικάνωρ (Ἀρχιμανδρίτης)
Μία ξεκάθαρη καὶ σαφέστατη καταδίκη τῆς θρησκευτικῆς τυπολατρίας ἀποτελεῖ ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή. Ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς μᾶς λέει ὅτι ὁ Χριστὸς θεραπεύει τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου καὶ αὐτὸ γίνεται ἀφορμὴ νὰ συγκρουστεῖ μὲ τὸν Ἰουδαϊσμὸ τῆς ἐποχῆς του, ποὺ εἶχε μετατρέψει τὶς ἐντoλὲs τοῦ Δεκαλόγου καὶ τοῦ Νόμου σὲ ἕνα στεῖρο σύστημα ὑποχρεώσεων καὶ περιορισμῶν. Ὁ παραλογισμὸς στὶς ἀντιδράσεις τοῦ θρησκευτικοῦ κατεστημένου τραγικός. Ὁ ἀρχισυνάγωγoς ἀγανακτεῖ, γιατί τὸ θαῦμα τοῦ Χριστοῦ καταργεῖ τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεό. Τὸ μήνυμα, ἑπομένως, τῆς σημερινῆς περικoπῆς μᾶς ἀγγίζει καὶ μᾶς ἀφορᾶ ὅλoυς, ἀφοῦ συχνά, ἴσως καὶ ἀσυναίσθητα, προτάσσουμε κάποιους θpησκευτικoὺς καὶ τελετουργικoὺs τύπους xωρὶς ἀντίκρισμα καρδιᾶς καὶ ζωῆς. Οἱ θεραπεῖες τοῦ Χριστοῦ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου φανερώνουν τὸ πνεῦμα τῆς ἀγάπηs καὶ τῆς ἐλευθερίας, ποὺ πρέπει νὰ ὑπάρχει πάντοτε στὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ἂν καὶ ἡ οὐσία ὑπερβαίνει τὸν τύπο, παρόλ’ αὐτὰ ὁ τύπος χρειάζεται στὸ βαθμὸ καὶ στὸ μέτρο ποὺ περιφρουρεῖ καὶ ἐκφράζει τὴν οὐσία.
Τύπος, ἀγάπη καὶ ἐλευθερία
Ἡ τυπολατρία, ὡς ροπὴ τοῦ ἀνθρώπου νὰ προσηλώνεται στοὺς τύπους καὶ νὰ ἀρνεῖται τὴν οὐσία τῶν πραγμάτων, τῶν γεγονότων καὶ τῶν καταστάσεων, ἀποτελεῖ τὴν παθολογία τῆς θρησκευτικῆς μας ζωῆς. Αὐτὴ ἡ ἀνθρώπινη τάση εἶναι μιὰ μορφὴ σκλαβιᾶς τοῦ πνεύματος, ποὺ βάζει, στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, κανόνες πάνω ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὶς ἀνάγκες του. Βέβαια, δὲν μποροῦμε νὰ διανοηθοῦμε τὴν ὁμαλὴ ὀργάνωση καὶ λειτουργία τῆς κοινωνίας, ἀλλὰ καὶ τὴ δομὴ κάθε θρησκευτικῆς ζωῆς, xωρὶς τυπικὲς διατάξεις, θεσμoὺs καὶ νόμoυς. Ἐλευθερία δὲν σημαίνει ἀσύδοτη καὶ ἀνεύθυνη παραβίαση τοῦ τύπου, ἀλλὰ προτίμηση τῆς οὐσίας, ὅταν αὐτὴ ἀχρηστεύεται ἀπὸ τὸν τύπο. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου πρέπει νὰ εἶναι φτερὰ ποὺ μᾶς ἀνεβάζουν στὴν κατὰ Θεὸ ζωὴ καὶ ὄχι βαρίδια ποὺ μᾶς καταπιέζουν καὶ πνίγουν τὴν ἐλευθερία μας καὶ τὴν ψυχή μας. Πρέπει νὰ εἶναι σκαλοπάτια, γιὰ νὰ ἀνακαλύπτουμε τὴν οὐσία τῶν πραγμάτων, καὶ ὄχι ἐμπόδια ποὺ μᾶς παγιδεύουν καὶ μᾶς κλειδώνουν στὴν τυπικότητά τους. Γιὰ τὸν θρησκευόμενο ἄνθρωπο κάθε ἐποχῆς, ὁ ἐξωτερικὸς θρησκευτικὸς τύπος εἶναι ἀπαραίτητος ἀλλὰ καὶ κρίσιμoς. Εἶναι ἡ λυδία λίθos ποὺ δοκιμάζει τὴν ἐσωτερική μας σχέση μὲ τὸν Θεό, τὸν ἑαυτό μας καὶ τοὺς ἄλλους.
Σὲ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ σημεῖο, ὅπου δὲν θέλει νὰ προχωρήσει στὸν ἀπαιτητικὸ δρόμο τῆς θυσιαστικῆς ἀγάπης ποὺ κοστίζει πολλά, κλείνεται καὶ περιχαρακώνεται στὸν ἐξωτερικὸ τύπο ποὺ δὲν κοστίζει τίποτε. Νά, γιατί ἡ τυπολατρία εἶναι ἑλκυστική, ἔστω καὶ ἂν εἶναι ὀλέθρια, ἀφοῦ ἡ στείρα εὐσέβεια εἶναι τὸ ἡμίμετρο τῆς εὔκoληs θpησκευτικότητάs μας. Ὅπου διαστρεβλώνει καὶ κακοποιεῖ τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ μένει τελικὰ μὲ τὸ ἄδειο κέλυφός της. Ἀλλὰ ἡ ἐμμονὴ στοὺς θpησκεuτικoὺς τύπους κρύβει κάτι ἀκόμη πιὸ ἀπειλητικό. Πρόκειται γιὰ μιὰ νέου εἴδους εἰδωλολατρία, ποὺ γίνεται πιὸ τρομακτική, ὅταν ἐμφανίζεται μέσα στὴν ἴδια τὴν Ἐκκλησία. Εἶναι ἡ ἀντικατάσταση τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴ φύλαξη τοῦ Σαββάτου, δηλαδὴ τοῦ κάθε ἐξωτερικοῦ τύπου. Αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ μᾶς ἀπασχολεῖ ἰδιαίτερα, γιὰ νὰ προσέχουμε, κάθε φορὰ ποὺ μπαίνουμε στὸν πειρασμὸ νὰ μένουμε στὴ μορφὴ καὶ στὸν τύπο, ἀλλὰ νὰ χάνουμε τὸ πνεῦμα καὶ τὴν ἀγάπη. Σὲ ἄλλη περίπτωση ὁ Χριστὸς εἶχε πεῖ ὅτι «τὸ Σάββατο ἔγινε γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ ὄχι ὁ ἄνθρωπoς γιὰ τὸ Σάββατο» (Μάρκ. 2,27)· καὶ δυστυχῶς σήμερα βλέπουμε τὸ θρίαμβο τοῦ «Σαββάτου» πάνω στὸν Υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸς ὁ θρίαμβos τῆς τυπoλατρίας ἐκδηλώνεται συχνὰ μὲ τὸ φανατισμὸ καὶ τὴ διάσπαση τῶν πιστῶν σὲ φατρίες, οἱ ὁπoῖες καταδικάζουν ὅλους τοὺς ἄλλouς ποὺ σκέπτονται διαφορετικὰ ἀπὸ αὐτούς. Συγκρούονται μεταξὺ τους καὶ ἐξαντλοῦν τὸ ζῆλο τους στὴν ὀρθότητα τῶν τυπικῶν διατάξεων καὶ κανονισμῶν, στὴ βαρύτητα τῶν περιορισμῶν καὶ τῶν ἀπαγορεύεων, στὴν αὐστηρότητα τοῦ ἀσκητισμοῦ καὶ τῶν κανόνων.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἂs ἀναρωτηθοῦμε, ὁ τύπος τῆς εὐσέβειάς μας ἀνταποκρίνεται στὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ γιὰ ἀγάπη στὸν Θεὸ καὶ τὸν συνάνθρωπο; Ποῦ, ἄραγε, μέσα στὴν εὐσέβειά μας βρίσκεται ὁ ἀνθρωπos γιὰ τὸν ὁποῖο ἦρθε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο; Ἄν, ἴσως, μέσα στοὺς τύπους τῆς εὐσέβειάς μας ὑπάρχει ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν Θεό, πῶς ἐκδηλώνεται ἡ ἄγαπη γιὰ τὸν ἄνθρωπο; Οἱ γιορτὲs ποὺ ἔρχονται εἶναι μιὰ εὐκαιρία νὰ τὸ ἀνακαλύψουμε καὶ νὰ τὸ ἐπιβεβαιώσουμε. Ἀμήν.
8.
Τὸ πάθος τῆς ὑποκρισίας (Λουκ. ιγ΄10-17)
Ἰωὴλ Φραγκᾶκος (Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας)
«Ὑποκριτά, ἕκαστος ὑμῶν τῷ σαββάτῳ οὐ λύει τὸν βοῦν αὐτοῦ;»
Πολλὲς φορὲς οἱ θρησκευτικοὶ ἄρχοντες τοῦ Ἰσραὴλ κατηγόρησαν τὸν Ἰησοῦ πὼς μὲ τὰ θαύματα ποὺ πραγματοποιοῦσε, παρέβαινε τὴν ἐντολὴ τοῦ Σαββάτου. «Καὶ διὰ τοῦτο ἐδίωκον τὸν Ἰησοῦν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ ἐζήτουν αὐτὸν ἀποκτεῖναι, ὅτι ταῦτα ἐποίει ἐν σαββάτῳ» (Ἰωάν. 5,16). Εἶχαν πέσει στὴν πλάνη ὡς πρὸς τὴν ἀκριβῆ τήρηση τῆς ἐντολῆς ἢ «ὑπεκρίνοντο θεοσέβειαν», κατὰ τὴν ἄποψη κάποιου ἐρμηνευτοῦ. Τὸ πιὸ πιθανὸ ἦταν τὸ δεύτερο, ἐπειδὴ ὅλοι οἱ ἐχθροί τοῦ Χριστοῦ ἦταν διακατεχόμενοι ἀπὸ τὸ πάθος τοῦ φθόνου ἐναντίον του. Στὸ σημερινὸ ἀνάγνωσμα βλέπουμε τὸν Κύριο στὴ συναγωγὴ κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου νὰ θεραπεύει μία ἄρρωστη γυναίκα κι ὁ ἀρχισυνάγωγος νὰ τὸν κατηγορεῖ πὼς παρέβη τὴν ἐντολὴ τοῦ Σαββάτου. Τότε ὁ καρδιογνώστης Κύριος τοῦ ἀποκάλυψε τὸ πάθος ποὺ εἶχε μέσα του. Τὸν ὀνόμασε ὑποκριτὴ (Λουκ. 13,15). Ἂς δοῦμε τὸ πάθος τῆς ὑποκρισίας.
Ὁ ὑποκριτὴς ἀρχισυνάγωγος
Ὁ Θεοφάνης ὁ Κεραμέας κάνει μία σπουδαία παρατήρηση πάνω στὸ σημερινὸ θαῦμα τοῦ Κυρίου. Ὡς γνωστόν, κατὰ τὸ Σάββατο ἀργοῦσαν τὰ πάντα καὶ κανεὶς δὲν ἔκανε καμιὰ δουλειά. Ὁ Κύριος μὲ τὸ νὰ θεραπεύει τὶς ἀσθένειες τῶν ἀνθρώπων «παρεῖχε τοῖς νόσοις σαββατισμόν», δηλ. ἔκανε τὶς ἀσθένειες νὰ ἀργοῦν. Πιὸ ἁπλὰ κατέπαυε τὴν ἐνέργεια τῶν νόσων καὶ ἐλευθέρωνε τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴ δουλεία τῶν σωματικῶν παθῶν. Ὁ ἀρχισυνάγωγος ὅμως μέσα του καιγόταν ἀπὸ τὸ πάθος τοῦ φθόνου ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐνῶ ὑποκρινόταν εὐσέβεια, ἔψαχνε νὰ βρεῖ ἀφορμὴ γιὰ νὰ ἐπιτεθεῖ στὸν Κύριο. Μὲ τὴ θεραπεία τῆς γυναίκας «διαρρήσει τὴν ἐνδομυχοῦσαν κακίαν», δηλ. σπάει τὴν καλὰ φυλαγμένη μέσα του κακία κι ἀρχίζει νὰ τὴν σκορπάει πρὸς τὰ ἔξω. Τὸ προσωπεῖο πέφτει καὶ παρουσιάζεται τὸ πρόσωπό του. Ἦταν ὑποκριτής.
Μία ἄλλη παρατήρηση τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας. Ὁ ἀρχισυνάγωγος, κατὰ τὸν Ἅγιο, ἦταν ὑποκριτὴς «καὶ εἴρων καὶ ὕπουλος» καὶ «βάσκανος» (ζηλιάρης). Αὐτός, λοιπόν, ὁ φθονερὸς ἄνθρωπος ἤθελε νὰ βλέπει τὴ γυναίκα νὰ περπατάει σὰν τὰ τετράποδα, παρὰ νὰ πάρει τὸ γνωστὸ ἀνθρώπινο σχῆμα, δηλ. νὰ περπατάει ὅπως ὅλοι οἱ φυσιολογικοὶ καὶ ὑγιεῖς ἄνθρωποι. Προτιμοῦσε αὐτὸ «ἵνα μὴ Χριστὸς μεγαλύνηται, μηδὲ Θεὸς εἶναι ὑπὸ τῶν πραγμάτων κηρύττεται», γιὰ νὰ μὴ δοξάζεται ὁ Χριστὸς καὶ γιὰ νὰ μὴ φανερώνεται ἀπὸ τὰ θαύματα ἡ θεότητά Του. Εἶχε διεφθαρμένη κρίση. Εἶχε τὴν κρίση τοῦ ὑποκριτῆ.
Τὸ πάθος τῆς ὑποκρισίας
Τὸ πάθος τῆς ὑποκρισίας εἶναι πάρα πολὺ φοβερὸ καὶ ἀπεχθές. Ὁ ποιητὴς ἅγιος Γρηγόριος τὸ ἐπισημαίνει: «Εἰσὶ γάρ, εἰσὶν ἀθλιώτεροί τινες», ὑπάρχουν ναί, καὶ κάποιοι πιὸ ἀξιολύπητοι. Αὐτοὶ ἐπαμφοτερίζουν στὴν πίστη. Δὲ σέβονται τὰ τοῦ Θεοῦ καὶ εἶναι Εὔριποι τῶν λόγων. Οἱ ὑποκριτὲς εἶναι στοὺς ἀδυνάτους λιοντάρια καὶ στοὺς δυνατοὺς σκυλιὰ ποὺ γλείφουν. Τιμοῦν ὅ,τι εὐχαριστεῖ τοὺς ἄλλους καὶ ὄχι ὅ,τι τοὺς συμφέρει. Ἡ ὑποκρισία εἶναι μία κατάσταση ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο διπλοπρόσωπο. Μάλιστα μέσα στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ ὁ ὑποκριτὴς ἐμπαίζει καὶ τὸ θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Ὁ φθόνος, ποὺ εἶναι μητέρα τῆς ὑποκρισίας, κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ φθονεῖ τοὺς ἀρίστους, εἶναι σὰν νὰ ἀγαπᾶ τοὺς κακούς.
Ὁ ὑποκριτὴς ποὺ μάλιστα ἔχει καὶ πανοῦργο νοῦ, καταφέρνει πολλὲς φορὲς νὰ διαφεύγει τῆς προσοχῆς τῶν ἄλλων. Νὰ κρύβεται ἐπιμελῶς καὶ νὰ μὴν ἐκδηλώνει τὰ πραγματικά του αἰσθήματα. Μερικὲς φορὲς παρασκηνιακὰ ἐργάζεται καὶ εἶναι κρυψίνους καὶ περίεργος. Προφασίζεται εὐλάβεια, ἐνῶ στὴν ἰδιωτική του ζωὴ καταλύει τοὺς νόμους τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπροφάσιστα κάνει ἐκεῖνο ποὺ θέλει, ἔστω κι ἂν αὐτὸ εἶναι ἀντίθετο μὲ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὶς παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας μας. Δημιουργεῖ τὴν ἐντύπωση πὼς εἶναι ἐπιστήθιος φίλος κάποιου καὶ σὲ κάποια εὐκαιρία τὸν προδίδει. Εἶναι διχασμένη προσωπικότητα, θέλει καὶ τὸ Θεό, ἀλλὰ τὸν τραβάει καὶ ὁ κόσμος, θέλγεται ἀπ’τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ ἀγαπᾶ καὶ τὰ μάταια. Τὶς περισσότερες φορὲς στὸν ὑποκριτὴ νικάει τὸ κακὸ καὶ ὁ κόσμος. Ἂν ἀποκαλυφθεῖ, τότε εἶναι ὁ ἀθλιέστερος τῶν ἀνθρώπων καὶ ἀνυπόληπτος χριστιανός. Μεγάλο κακὸ ἔχουν κάνει οἱ διάφοροι ὑποκριτὲς κληρικοὶ καὶ λαϊκοὶ στὸ ἐκκλησιαστικὸ πλήρωμα. Ἔγιναν αἰτία νὰ ψυχρανθεῖ ἡ πίστη πολλῶν.
Ἀδελφοί μου,
Ἡ ὑποκρισία ἀνθεῖ στὸν κοσμικό, ἀλλὰ καὶ στὸν ἐκκλησιαστικὸ χῶρο. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ ἀγωνίζονται γιὰ τὴν εὐσέβεια, τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴν ἁγιότητα, ἐνῶ στὴν ἰδιωτική τους ζωὴ εἶναι ἀσεβεῖς, ἄδικοι, σκληροὶ καὶ στερημένοι τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ὅσο πιὸ εὐθὺς εἶναι ὁ ἄνθρωπος, τόσο πιὸ πολὺ τὸν ἐπισκιάζει ὁ Θεὸς καὶ τὸν χαριτώνει. Ὁ ὑποκριτής, ἔστω κι ἂν εἶναι συναρπαστικὸς στοὺς τρόπους του, ἀπωθεῖ. Ἀντίθετα, ὁ εἰλικρινὴς ἔστω κι ἂν δὲν ἔχει μεγάλα προσόντα, ἑλκύει τὸν ἄλλο. Τέτοιοι ἦσαν οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας. Αὐτοὺς ἂς μιμηθοῦμε στὴ ζωή μας.
9.
Ἡ σώζουσα ἑνότητα (Ἐφεσ. δ΄1-7)
Λαμπρόπουλος Βαρνάβας (Ἀρχιμανδρίτης)
Γράφοντας ὁ ἀπόστολος Παῦλος πρὸς τοὺς Ἑβραίους λέει ὅτι «ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι πιὸ κοφτερὸς κι ἀπὸ κάθε δίκοπο μαχαίρι» (4,12). Σήμερα δὲν συνηθίζεται ἡ χρήση δίκοπων μαχαιριῶν. Πιὸ συχνὰ τὰ συναντᾶμε σὲ μουσειακὲς συλλογὲς ἢ σὰν διακοσμητικὰ σὲ σαλόνια. Ἀλίμονο, ὅμως, ἂν καταντήσουμε τὴν «μάχαιραν τοῦ Πνεύματος» διακοσμητικό τοῦ σαλονιοῦ. «Τί νόημα ἔχει μία θεολογία, ποὺ δὲν εἶναι πράξη;» δικαιολογημένα ἀναρωτιέται σύγχρονος θεολόγος. «Μὰ καὶ τί νόημα ἔχει μία θεολογία, ποὺ κραδαίνεται σὰν ὅπλο κατὰ ἀπίστων καὶ δὲν ζυμώνει αὐτοὺς ποὺ τὴ διατυπώνουν»;
Οἱ καρποὶ τῆς ταπεινοφροσύνης
Τέτοιο κίνδυνο θέλει νὰ ἀποσοβήσει ὁ Παῦλος ἀρχίζοντας στὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα τὸ δεύτερο μέρος τῆς πρὸς Ἐφεσίους ἐπιστολῆς του. Στὸ πρῶτο ἐξέθεσε τὴ διδασκαλία γιὰ τὸ ἀπολυτρωτικὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀγκαλιάζει χωρὶς διακρίσεις Ἰουδαίους καὶ ἐθνικούς. Τώρα ἐκθέτει τὶς πρακτικὲς συνέπειες αὐτῆς τῆς διδασκαλίας. Γιὰ τὸν Ἀπόστολο, δόγμα καὶ ζωὴ εἶναι δύο ὄψεις τῆς ἴδιας πραγματικότητας. Γι’ αὐτὸ εἶναι πολὺ φυσικὸ νὰ δίνει ἔμφαση στὶς προτροπές του μὲ τὸ νὰ ὑπενθυμίζει καὶ πάλι ὅτι εἶναι «δέσμιος ἐν Κυρίῳ». «Ἀρκετὴ εἶναι ἡ μνήμη τῶν δεσμῶν», θὰ ἐπισημάνει καὶ ὁ Θεοδώρητος, «γιὰ νὰ διεγείρει πρὸς τὴν ἐργασία τῶν ἀρετῶν καὶ τοὺς πιὸ ἀναίσθητους. Ἀξίζει δὲ νὰ θαυμάσει κανεὶς ὅτι ὁ Ἀπόστολος καμαρώνει γιὰ τὰ δεσμὰ του περισσότερο ἀπὸ ὅσο ἕνας βασιλιὰς γιὰ τὰ διαδήματά του». Καὶ πῶς νὰ μὴ καυχᾶται γι’ αὐτὰ ὁ Παῦλος, ὅταν μαζὶ μὲ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο θυμᾶται ὅτι «ἐδέθη καὶ ὁ ἡμέτερος Δεσπότης, ὁ τὴν οἰκουμένην λύσας τῶν ἁμαρτημάτων». Γι’ αὐτὸ «ἂς χαιρόμαστε κι ἐμεῖς, ἔστω κι ἂν δὲν βρισκόμαστε σὲ αἰσθητὰ δεσμά, μὲ τὸ νὰ εἴμαστε δεμένοι στὴν ὑπακοὴ τῶν ἐντολῶν του». Μόνο μὲ τέτοιο δέσιμο, μποροῦμε νὰ ἀκολουθήσουμε τρόπο ζωῆς ἄξιο τῆς ὑψηλῆς κλήσης μας. Ὑπάρχει ὑψηλότερη κλήση, ρωτάει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος, ἀπὸ τὸ «νὰ συγκαθίσουμε μὲ τὸν Χριστὸ στὸν θρόνο του καὶ νὰ συμβασιλεύσουμε»;
Ὅμως, ἀντίθετα μὲ τὶς βασιλικὲς ἐνθρονίσεις, αὐτὸ τὸ τιμητικὸ κάλεσμα προϋποθέτει πρωτίστως ἄσκηση στὴν ταπεινοφροσύνη. Ἡ ταπεινοφροσύνη, ὡς «ἀρετῆς πάσης ὑπόθεσις» κατὰ τὸν Χρυσορρήμονα, εἶναι τὸ πρῶτο ποὺ ζητάει ὁ Ἀπόστολος. Οἱ λέξεις «ταπεινὸς» καὶ «ταπείνωση», καθὼς μεταφυτεύθηκαν ἀπὸ τὸν ἀρχαῖο ἑλληνικὸ κόσμο στὸν χριστιανικό, ἄλλαξαν νόημα δείχνοντας ὁλοκάθαρα πῶς μετέπλασε τὸ χριστιανικὸ πνεῦμα τὴν ἀνθρώπινη κοινωνία. Στὴν ἀρχαιοελληνικὴ γραμματεία ἡ λέξη ταπεινὸς συνήθως σημαίνει τὸν κοινωνικὰ ἀσήμαντο καὶ ταιριάζει κυρίως σὲ δούλους. Γιὰ πρώτη φορὰ ἀποκτᾶ πλήρως θετικὸ περιεχόμενο στὴν Καινὴ Διαθήκη, ὅπου ὡς ὑπόδειγμα ταπεινώσεως προβάλλεται ὁ Χριστὸς (Φιλ. 2,6)· καὶ στὴ συνέχεια ἡ ταπείνωση θεωρεῖται θεμελιῶδες γνώρισμα τοῦ «καινοῦ» (καινούργιου) ἀνθρώπου. Οἱ ἑπόμενες ἀρετὲς ποὺ παραθέτει ὁ Παῦλος, ἡ πραότητα, ἡ μακροθυμία, ἡ ἀνοχὴ καὶ ἡ ἀγάπη, δὲν μποροῦν νὰ «ἀνθίσουν» χωρὶς τὴν ταπεινοφροσύνη.
Τὸ «πῦρ» ποὺ ἑνώνει
Ἡ εἰκόνα, βέβαια, τῶν ἀνθέων ἐνέχει τὸν κίνδυνο τοῦ ἀνταγωνισμοῦ γιὰ τὸ «ποιὸ εἶναι πιὸ ὄμορφο καὶ πιὸ εὐῶδες»· καὶ ἔτσι ματαιώνεται ὁ ἐπιδιωκόμενος «σύνδεσμος τῆς εἰρήνης». Ἴσως γι’ αὐτὸ ὁ Χρυσορρήμων Ἰωάννης, ἀντὶ γιὰ τὴν εἰκόνα τῆς δροσερῆς ἀνθοδέσμης προτιμάει τὴν εἰκόνα τῶν ξερῶν ξύλων, γιὰ νὰ παρομοιάσει τὶς ταπεινὲς καὶ τὶς ἀπαλλαγμένες ἀπὸ τὴν «ὑγρασία» καὶ τὸ φούσκωμα τῆς ἔπαρσης ψυχές· ἔτσι, σὰν εὔφλεκτες, εἶναι πιὸ εὔκολο νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὴ φωτιὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος: Ἡ φωτιά, ὅταν βρεῖ ξερὰ τὰ ξύλα, «μίαν τὰ πάντα ἐργάζεται πυράν· ὅταν δὲ ὑγρά, οὐδὲ ἐνεργεῖ οὐδὲ συγκολλᾶται».
«Πυρπολημένος» ἀπὸ αὐτὴ τὴ φωτιὰ ὁ Ἀπόστολος θὰ ξεσπάσει στὸν πιὸ ὑπέροχο ὕμνο τῆς ἑνότητας τῶν χριστιανῶν μὲ λέξεις ποὺ μόνο πανηγυρικοὺς κανονιοβολισμοὺς θυμίζουν: «Ἕνα σῶμα, ἕνα Πνεῦμα, μία ἐλπίδα, ἕνας Κύριος, μία πίστη, ἕνα βάπτισμα, ἕνας Θεός». Τὴν ἴδια ἠχηρὴ διακήρυξη θὰ κάνει -ἐδῶ μὲ πολὺ πόνο- στοὺς ἀπειλούμενους ἀπὸ διασπαστικὲς τάσεις Κορινθίους: «Πάντες ἡμεῖς ἐν ἑνὶ Πνεύματι εἰς ἕν σῶμα ἐβαπτίσθημεν». Τὸν πόνο του θὰ μοιραστεῖ καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ρωτώντας: «Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχετε διχόνοιες ἐσεῖς ποὺ ἕνα Πνεῦμα λάβατε, ἀπὸ μία πηγὴ ποτισθήκατε καὶ στὴν ἴδια ἐλπίδα στηρίζεσθε; Ὁ Θεὸς θέλει ὄχι ἁπλῶς νὰ εἴμαστε δεμένοι μεταξύ μας, ὄχι ἁπλῶς νὰ εἰρηνεύουμε καὶ νὰ ἔχουμε ἀγάπη μεταξύ μας, ἀλλὰ νὰ εἴμαστε ὅλοι μία ψυχὴ καὶ ἕνα σῶμα».
Ἑνωμένοι καὶ ξεχωριστοὶ
Ἡ θαυμαστὴ αὐτὴ ἑνότητα τῶν χριστιανῶν δὲν εἶναι ἀνθρώπινο κατόρθωμα ἀλλὰ ἔργο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Οἱ ἅγιοι Πατέρες, μὲ πρῶτο τὸν Μέγα Ἀθανάσιο, ἑρμηνεύοντας τὰ λόγια του Παύλου «εἷς Θεὸς καὶ πατὴρ πάντων, ὁ ἐπὶ πάντων καὶ διὰ πάντων καὶ ἐν πᾶσιν» λένε: «Ἐπὶ πάντων ὡς Πατήρ, ὡς ἀρχὴ καὶ πηγή, διὰ πάντων δὲ διὰ τοῦ Λόγου, ἐν πᾶσι δὲ ἐν τῷ Πνεύματι τῷ ἁγίῳ». Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι μέσα στὴν Ἐκκλησία ζοῦμε τὸ μυστήριο τῆς ἑνότητας καὶ στὶς δύο της διαστάσεις: καὶ μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους καὶ μὲ τὸν Θεό. Καὶ στὶς δύο ὅμως «ἑνότητες» ὁ ἄνθρωπος δὲν χάνει τὴν ἀκεραιότητα, τὴν αὐτοσυνειδησία καὶ τὴν ἐλευθερία του· οὔτε στὴν ἕνωσή του μὲ τοὺς ἄλλους γίνεται ἕνα ἄβουλο κομμάτι μίας ἄμορφης καὶ ἀπρόσωπης μάζας, οὔτε στὴν ἕνωσή του μὲ τὸν Θεὸ διαλύεται, ὅπως μία σταγόνα ποὺ πέφτει στὸν ὠκεανό.
Περίτρανη ἀπόδειξη ὅτι ἡ ἑνότητα τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τὸ ἰδανικότερο «θερμοκήπιο» γιὰ νὰ ἀναπτυχθεῖ ἡ ξεχωριστὴ ὀμορφιὰ τοῦ κάθε ἀνθρώπινου προσώπου ἀποτελεῖ ὁ τελευταῖος στίχος τῆς σημερινῆς περικοπῆς, ὅπου ὁ Ἀπόστολος ἀναφέρεται στὴν ποικιλία τῶν χαρισμάτων, ποὺ δίνονται ἀπὸ τὸν Θεὸ «καλῶς καὶ συμφερόντως» στὸν καθένα καὶ «ἐπ’ ἀγαθῷ» τῆς ὅλης Ἐκκλησίας.