Ἅγιος Δημήτριος τοῦ Ροστώφ.

Δὲν θὰ ἔχεις ποτὲ πνευματικὴ διαύγεια, σωστὴ κρίσι καὶ θεϊκὰ ἀποτελέσματα στὸν πόλεμο κατὰ τῶν παθῶν σου, ἂν δὲν ἀγαπήσης τὴ νηστεία καὶ δὲν ἀσκηθῆς σὲ γενικότερη ἐγκράτεια ὅλων τῶν ἐπιθυμιῶν σου. Ἀλλιῶς θὰ δαπανήσης τὴ ζωή σου μέσα στὸ σκοτάδι τῆς συγχύσεως καὶ τῆς ἀλογίας καὶ θὰ πάρης ὡς ἀμοιβὴ τὴ στέρησι τῆς οὐράνιας μακαριότητος. Φυλάξου ἀπὸ τὴν πολυφαγία καὶ τὸ πιοτό. Σ’ αὐτὰ τὰ δύο βρίσκεται ἡ ἀρχὴ κάθε ἁμαρτίας καὶ πρὸ παντός τῆς πορνείας. Ἡ ἀκράτεια γεννᾶ ὅλα τὰ κακά. Ἀπὸ τὴν πολυφαγία καὶ τὴ μέθη βαρύνεται ἡ ψυχή, θολώνει ὁ νοῦς, ἐπαναστατεῖ ἡ σάρκα, ἀποθρασύνεται ὁ σατανᾶς καὶ ἀποξενώνεται ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴ θεία ἀγάπη.

Ἂν θέλης νὰ φθάσης ἀπελευθερωμένος στὸν οὐρανό, νὰ νικᾶς τὰ ἡδονικὰ πάθη καὶ νὰ κυριαρχῆς ἐπάνω τους μὲ τὰ πνευματικὰ ὅπλα πού σοῦ ἔχουν παραδώσει ὁ Κύριος καὶ ἡ Ἐκκλησία. «Τῷ νικῶντι δώσω αὐτῷ φαγεῖν ἐκ τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς, ὁ ἐστὶν ἐν τῷ παραδείσῳ τοῦ Θεοῦ μου» (Ἀποκ. 2. 7), «τὸ Πνεῦμα λέγει ταῖς ἐκκλησίαις». Κι ἀκόμη: «ἐργάζεσθε μὴ τὴν βρῶσιν τὴν ἀπολυμμένην, ἀλλὰ τὴν βρῶσιν τὴν μένουσαν εἰς ζωὴν αἰώνιον. Ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδὲν» (Ἰω. 6. 27, 63).

Ν’ ἀποστρέφεσαι τὸν κορεσμὸ τῆς κοιλιᾶς, γιὰ νὰ μὴ βρεθῆς δεμένος στὰ δεσμὰ τῶν παθῶν. Ὑπομένοντας τὴν πείνα καὶ τὴ δίψα τῶν σαρκικῶν ἡδονῶν θὰ χορτάσης ἀπὸ τὴν οὐράνια τροφή, τὰ χαρίσματα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀτελεύτητη εὐφροσύνη στὴ βασιλεία Του. «Οὐ γὰρ ἐστὶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρῶσις καὶ πόσις, ἀλλὰ δικαιοσύνη καὶ εἰρήνη καὶ χαρὰ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» (Ρωμ. 14. 17).

Πόσες γήινες ἀπολαύσεις ἔχεις δοκιμάσει! Πόσες ἡδονές! Κι ὅμως, καπνὸς καὶ σύννεφο ἦταν ὅλες καὶ χάθηκαν. Δὲν ἔμεινε τίποτα στὰ χέρια σου καὶ στὴν ψυχή σου. Ἢ μᾶλλον ἔμεινε κάτι: ὁ ἔλεγχος τῆς συνειδήσεως, ψυχικὴ πίκρα, βάρος καὶ τύψεις καὶ ντροπὴ ἀπέναντι στὸν Κύριο. Κι ὅμως, δὲν περνᾶ πολὺς καιρὸς κι ἐπιστρέφεις πάλι ἀλόγιστα στὰ ἴδια, «κύων ἐπιστρέψας ἐπὶ τὸ ἴδιον ἐξέραμα καὶ ὓς λουσαμένη εἰς κύλισμα βορβόρου” (Β’ Πέτρ. 2. 22).

Ἂν δὲν ζήσης ἐδῶ οὐράνια, μὴν ἀπατᾶσαι ὅτι θὰ κατακτήσης τὸν οὐρανό. «Μὴ πλανάσθε• οὔτε πόρνοι… οὔτε πλεονέκται οὔτε κλέπται οὔτε μέθυσοι, οὐ λοίδοροι, οὐχ ἅρπαγες βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι» (Α’ Κορ. 6. 9-10). Ὅποιος σαγηνεύθηκε ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς καὶ τὴν ἀπάτη τῆς σαρκικῆς ἡδονῆς, νὰ εἶναι βέβαιος πὼς θ’ ἀκούση: «Ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου• νῦν δὲ ὀδυνᾶσαι» (Λουκ. 16. 25).

Τὶς σωματικές σου ἀνάγκες ρύθμισέ τες σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, καὶ μὴν ἀφήσης νὰ ἐξελιχθοῦν σὲ πάθη. Τὸ θεῖο θέλημα εἶναι οἰκεῖο στὴ φύσι σου, ἀφοῦ εἶσαι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Τὰ πάθη σου εἶναι ἀνοίκεια, γιατί τ’ ἀπέκτησες μὲ τὴν πτῶσι στὴν ὁποία σὲ παρέσυρε ὁ διάβολος. Γι’ αὐτὸ βάλε μέτρο σ’ ὅλες τὶς ἀνάγκες σου. «Οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλ’ ἐπὶ παντὶ ρήματι ἐκπορευομένῳ διὰ στόματος Θεοῦ» (Ματθ. 4. 4). Στὸν μέλλοντα αἰώνα δὲν θὰ τρεφώμαστε μὲ ὑλικὴ τροφὴ καὶ ὑλικὸ πιοτό, ἀλλὰ μὲ τὴ θεία χάρι τοῦ Παναγίου Πνεύματος, τὸ καινὸν βρῶμα καὶ πόμα γιὰ τὸ ὁποῖο μίλησε ὁ Κύριος ὅταν παρέδωσε τὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας: «Λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι οὐ μὴ πίω ἀπ’ ἄρτι ἐκ τούτου τοῦ γεννήματος τῆς ἀμπέλου ἕως τῆς ἡμέρας ἐκείνης, ὅταν αὐτὸ πίνω μεθ’ ὑμῶν καινὸν ἐν τῇ Βασιλείᾳ τοῦ πατρός μου» (Ματθ. 26. 29).

Μὴ προσκολλᾶς τὰ μάτια σου στὰ ὡραῖα πρόσωπα, γιὰ νὰ μὴν αἰχμαλωτισθῆ ἀπ’ τὴ φθαρτὴ ὀμορφιά τους ἡ καρδιά σου καὶ ἐξορισθῆ ἀπ’ αὐτὴν ὁ Κύριος, «ὁ νυμφίος, ὁ κάλλει ὡραῖος παρὰ πάντας ἀνθρώπους». Κάθε ἀνθρώπινος ἔρωτας, δεμένος μὲ τὴ φθαρτὴ σάρκα, διαλύεται μὲ τὸν θάνατο. Μόνο ὁ θεῖος ἔρωτας εἶναι ζωὴ καὶ μένει στὸν αἰώνα.

Μὴν ἀποδέχεσαι καὶ μὴν ὑποκύπτης στοὺς πορνικοὺς λογισμοὺς γιὰ νὰ μὴν ἐκπέσης ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Μὴ ζηλεύης ἐκείνους ποὺ κάνουν ἔργα τέτοια, γιὰ τὰ ὁποῖα «αἰσχρόν ἐστι καὶ λέγειν» (Ἐφεσ. 5. 12), γιὰ νὰ μὴν ἀποδειχθῆς ἀσυνετώτερος ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς ἀσυνέτους. Βλέποντας τὸ προσωρινὸ καὶ μάταιό τῆς ἐπιθυμίας, περιφρόνησέ την καὶ ὑψώσου στὰ θεῖα καὶ αἰώνια. Ἀγάπησε βαθιὰ τὴν ἁγνότητα καὶ καθαρότητα καὶ σύναψε πνευματικὸ γάμο μὲ τὸν ἁγνὸ καὶ καθαρὸ Ἰησοῦ γιὰ νὰ γευθῆς τὶς ἄρρητες ἡδονὲς τοῦ οὐρανοῦ.

Μέχρι τὴν παρακοὴ καὶ τὴν πτῶσι του, ὁ Ἀδὰμ δὲν εἶχε δοκιμάσει τὴ σαρκικὴ ἐπιθυμία. Αὐτὴ ἐμφανίσθηκε μέσα του μετὰ τὴν ἐξορία του ἀπὸ τὸν παράδεισο, καὶ εἶναι γέννημα τῆς πτώσεώς του. Θέλοντας γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος νὰ «ἐξαγάγῃ τίμιον ἀπὸ ἀναξίου» (Ἱερ. 15. 19), ἀποφάσισε νὰ διακόψη τὴ βιολογική μας ζωὴ μὲ τὸν θάνατο γιὰ νὰ μὴ διαιωνίζεται τὸ κακὸ καὶ γιὰ νὰ μᾶς ὁδηγήση, μέσω τοῦ βιολογικοῦ θανάτου, στὴ ζωὴ τὴν ἄφθαρτη καὶ αἰώνια, περιβεβλημένους τὸ ἀρχαῖο θεόμορφο κάλλος. Εἴμαστε λοιπὸν πλασμένοι ὄχι γιὰ τὸν θάνατο, ἀλλὰ γιὰ τὴ ζωή, ἀφοῦ εἴμαστε εἰκόνες τοῦ Θεοῦ, τῆς Ζωῆς τοῦ κόσμου. Καὶ στὴ ζωὴ ποὺ μᾶς καλεῖ ὁ Κύριος, στὴ ζωὴ ποὺ ἀρχίζει μετὰ τὸν θάνατο, δὲν ὑπάρχουν σαρκικὲς ἐπιθυμίες καὶ ἡδονές. Ἐκεῖ οἱ ἐκλεκτοί τοῦ Θεοῦ «οὔτε γαμοῦσιν, οὔτε ἐκγαμίζονται, ἀλλ’ ὡς ἄγγελοι Θεοῦ ἐν οὐρανῷ εἰσὶ» (Ματθ. 22. 30), καὶ θὰ εὐφραίνονται μὲ τὴν πανευφρόσυνη παρουσία τοῦ θείου Νυμφίου. Νὰ γιατί πολλὲς ἡρωικὲς ψυχὲς ξεκινοῦν ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωὴ τὸν ἀγγελικὸ δρόμο καὶ ἑνώνονται ἀπὸ τώρα μὲ τὸν Κύριο, περιφρονώντας κάθε γήινο.