Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))

Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ἡ Λατρεία ξεκινᾶ ἀπὸ μιὰ ἐπιλογή. Ἡ λέξη «λατρεία» στὰ Ἀγγλικὰ κοιτάζοντας στὸ λεξικό, τὸ ὁποῖο καὶ συχνὰ συμβουλεύομαι ὅταν δὲν γνωρίζω τὶ σημαίνουν οἱ Ἀγγλικὲς λέξεις, προέρχεται ἀπὸ τὴν λέξη «ἀξία» καὶ ἡ λατρεία ἀρχίζει ὅταν ἀνακαλύπτετε ποιὰ εἶναι ἡ ὑπέρτατη ἀξία, ποιὸ εἶναι τὸ πιὸ σημαντικὸ πράγμα ποὺ μπορεῖτε νὰ ὑπηρετήσετε καὶ νὰ λατρέψετε. Καὶ ἔτσι, τὸ πρῶτο ἐρώτημα ποὺ θὰ ἔκανα στὸν ἑαυτό μου, ἤ σὲ κάποιον ποὺ θὰ ἐρχόταν νὰ μὲ συμβουλευτεῖ γιὰ τὴν λατρεία καὶ τὴν προσευχή, θὰ ἦταν, «ποιὰ ἀξία ἔχει γιὰ σένα μεγαλύτερη σημασία; Ποιὸ πρόσωπο ἤ τὶ νοιώθετε ὅτι εἶναι πιὸ σημαντικὰ γιὰ σᾶς;» Ἤ ἄν προτιμᾶτε: «Ἔχετε ἕναν Θεὸ ποὺ λατρεύετε, στὸν ὁποῖο προσεύχεστε;» Ἐπειδὴ ἄν δὲν ἔχετε κάποιον στὸν ὁποῖο θὰ ἀπευθύνετε τὴν προσευχή σας, δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ μάθετε νὰ προσεύχεστε. Τὸ νὰ ἐπαναλαμβάνουμε προσευχές ἄλλων, κλαίγοντας, κραυγάζοντας σ’ ἕναν ἄδειο οὐρανὸ, δὲν συνιστοῦν πράξη λατρείας.

Ἔτσι αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη καὶ βασικὴ ἐρώτηση ποὺ πρέπει νὰ κάνουμε στὸν ἑαυτό μας, διότι ὅλοι εἴμαστε φυσικὰ πιστοί, ὅλοι εἴμαστε Χριστιανοί, ἀκόλουθοι τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καθὼς ὁ καιρὸς περνάει, καθὼς ὡριμάζουμε περισσότερο, ἥ ὅπως συμβαίνει στὴν περίπτωσή μου ποὺ τὸ γῆρας ἔρχεται σιγὰ -σιγά, πρέπει νὰ ἀναρωτηθοῦμε, ποιός εἶναι ὁ Θεὸς μὲ τὸν ὁποῖο σχετίζομαι; Τὶ πραγματικὰ σημαίνει γιὰ τὴ ζωή μου; Μὲ ποιοὺς ὅρους μπορῶ νὰ Τοῦ μιλήσω; Ἐπειδὴ σὲ κάθε σχέση, εἴτε ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴ σύζυγο, τοὺς γονεῖς, ἤ τα παιδιὰ του, τοὺς φίλους, ἤ τοὺς ξένους, ἡ μορφή τῆς σχέσης ποὺ ὑπάρχει θα προσδιορίσει ἐπίσης τὸ εἶδος τῆς συζήτησης ποὺ μποροῦμε νὰ ἔχουμε, τὸν τρόπο ποὺ σχετιζόμαστε ἄμεσα ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλον.

Αὐτὸ εἶναι πολὺ σημαντικὸ, ἴσως ὄχι γιὰ ἐσᾶς προσωπικά, ἄν καὶ πιστεύω πρέπει νὰ ἐπανεκτιμοῦμε συνεχῶς τὴ θέση μας πρὸς τὸν Θεό, τὶ γνωρίζουμε γιὰ Ἐκεῖνον, πῶς σχετιζόμαστε μαζί Του, ποιὸς εἶναι γιὰ ἐμᾶς, πόσο ἕτοιμοι εἴμαστε νὰ Τὸν ἔχουμε ὡς ἀξία στὴ ζωή μας.

Ἀλλὰ εἶναι σημαντικὸ ἐπίσης γιὰ μᾶς, μὲ ἀνθρώπους ποὺ ἔχουμε δεσμευτεῖ, ἐπειδὴ θὰ μᾶς ρωτήσουν γιὰ τὴν λατρεία, γιὰ τὴν προσευχή, καὶ εἶναι τόσο καταστροφικὸ ὅταν προσπαθοῦμε νὰ δείξουμε τρόπους καὶ τεχνικὲς γιὰ τὴν προσευχή, ὅταν δὲν ὑπάρχει κάποιος γιὰ ν’ ἀπευθυνθοῦν. Πολὺ συχνὰ τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι μιὰ βαθιὰ ἀπογοήτευση, μοιάζει πάρα πολὺ σὰν νὰ λέμε σὲ κάποιον· κάθισε μπροστὰ ἀπὸ μιὰ ἄδεια καρέκλα καὶ μίλησε σ’ ἕνα πρόσωπο που δὲν ὑπάρχει. Καὶ πράγματι, ὑπάρχουν πολλοὶ ἄνθρωποι ποὺ προσεύχονται κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, ποὺ προσεύχονται σὰν νὰ ὑπάρχει ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἴσως ἀκούει.

Ἕνας ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει μιὰ βαθιὰ ἀληθινὴ σχέση μὲ κάποιον ποὺ δὲν γνωρίζει, ποὺ ἴσως ὑπάρχει, ἴσως καὶ ὄχι, ποὺ ἴσως προσέχει, ποὺ νοιάζεται, ἴσως καὶ ὄχι. Ἔτσι εἶναι πολὺ σημαντικό πράγμα, ποὺ θὰ ἤθελα νὰ ὑπογραμμίσω ἀπὸ τὴν ἀρχή- ἡ λατρεία ἀρχίζει τὴ στιγμὴ ποὺ ρωτᾶμε τὸν ἑαυτό μας, πόσο σπουδαῖος μᾶς φαίνεται ὁ Θεὸς καὶ τὴν σπουδαιότητα ποὺ ἔχει γιὰ τὴ ζωὴ μας. Καὶ δὲν συμπίπτουν ἀπόλυτα τὰ δύο πράγματα, ἐπειδὴ κάποιος μπορεῖ νὰ τρέφει πολὺ ζεστὰ συναισθήματα γιὰ τὸν Θεὸ σὲ στιγμὲς ἡρεμίας, σὲ στιγμὲς ποὺ δὲν ὑπάρχουν ἰδιαίτερα προβλήματα καὶ τότε, ὅταν ἔρχεται ἀντιμέτωπος μ’ ἕνα δύσκολο πρόβλημα, νὰ νοιώθει ξένος.

Τὸ ἴδιο συμβαίνει στὶς σχέσεις μας μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Πόσο εὔκολο εἶναι νὰ ἔχουμε μιὰ ἐλεύθερη, τρυφερή, ἐνδιαφέρουσα σχέση μ’ ἕνα πρόσωπο ποὺ δὲν εἶναι πρόβλημα γιὰ ἐμᾶς, καὶ πόσο ἀλλάζουν τὰ πράγματα ὅταν ξαφνικὰ αὐτὸ τὸ πρόσωπο παρουσιάζεται τελείως διαφορετικό, εἶναι μιὰ πρόκληση, ἤ κάποιες στιγμὲς φαίνεται ὅτι μᾶς πρόδωσε αὐτὸς ὁ ξεχωριστὸς φίλος ποὺ στὴ φιλία του νοιώθαμε τόση σιγουριά.

Αὐτὸ εἶναι φυσικὰ μιὰ ἀκραία κατάσταση, νομίζω ὅτι κανένας δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ ἤ νὰ φανταστεῖ ὅτι εἶναι ὥριμος, παρά μόνο ἄν μπορεῖ ν’ ἀγαπήσει ἀληθινὰ ὄχι μόνο τοὺς ἐχθροὺς του, ἀλλὰ ἐπίσης νὰ δέχεται μὲ ἀγάπη τὸ πρόσωπο ποὺ τὸν πληγώνει. Θυμηθεῖτε τὸν Ἰούδα νὰ ἔρχεται στὸν κῆπο τῆς Γεσθημανῆ καὶ τὸν Χριστὸ νὰ τοῦ λέει: «Φίλε, γιὰ ποιὸ λόγο ἦλθες ἐδῶ;» Φίλε…Ἡ λέξη φίλος εἶναι μιὰ λέξη πολὺ ζεστή.

Ἔτσι αὐτὸ εἶναι τὸ πρῶτο ζήτημα – ποιὸς εἶναι ὁ Θεὸς στὴ ζωή μου; Καὶ τὸ ἐρώτημα αὐτὸ ἐμπεριέχει συγκεκριμένο ἀριθμὸ στοιχείων ποὺ δὲν εἶναι πράξεις προσευχῆς ἤ ποὺ τουλάχιστον δὲν εἶναι διατυπωμένο μὲ λόγια, προυποθέτει μιὰ ὁλόκληρη ζωή. Μιὰ ζωὴ ὡς πρὸς τὴν πίστη, ποὺ δὲν είναι κατανοητή ὡς ὑπακοὴ ἤ ὑπόδούλωση, ἀλλὰ ὡς ἐπιθυμία καὶ ἱκανότητα ν’ ἀκοῦμε, ἐπειδὴ ἡ λέξη «ὑπακούω» προέρχεται ἀπὸ μία Λατινική ρίζα ποὺ σημαίνει «ζητῶ τὴν προσοχὴ κάποιου», ὄχι ἁπλὰ νὰ διδάσκομαι μὲ τὸν ἕνα ἤ τὸν ἄλλον τρόπο.

Ἔτσι, ποιὸς εἶμαι ὅταν σκέφτομαι τὴν λατρεία πρὸς τὸν Θεό; Ἔχω τὴν παραμικρὴ ἐπιθυμία νὰ Τὸν συναντήσω ἤ εἶναι ἕνα καθῆκον; Τὸ πρωί, τὸ βράδυ λέω προσευχές ἐπειδὴ εἶναι Χριστιανικό μου καθῆκον, καὶ σὰν κληρικὸς δὲν μπορῶ νὰ βοηθήσω κάνοντας πράγματα ποὺ διδάσκω στοὺς ἄλλους; Ἤ συμβαίνει νὰ περιμένω ὁλόκληρη μέρα, ἀνυπομονώντας νὰ ἔχω ἕνα λεπτὸ ποὺ θὰ μπορῶ νὰ βρεθῶ μὲ τὸν Θεὸ μόνος, πρόσωπο μὲ πρόσωπο, ὅπως ἡ χαρὰ ποὺ δοκιμάζουμε ὅταν ἐπιστρέφουμε σπίτι μετά ἀπὸ μιὰ κουραστικὴ ἡμέρα καὶ συναντοῦμε τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἀγαπᾶμε περισσότερο; Ἴσως εἶναι ἡ μητέρα μας, ἡ σύζυγος μας, ἴσως τὰ παιδιά μας, ἀλλὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ σημαίνουν πολλὰ στὴ ζωή μας.

Θυμᾶμαι ἕναν Γάλλο ἅγιο τὸν Jean-Baptiste Vianney.Ἦταν ἕνας πολὺ ἁπλὸς ἄνθρωπος μὲ λιγοστὴ μόρφωση ἀλλὰ γεμάτος ἀπὸ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ. Κάποιοι ἀπὸ τοὺς συναδέλφους του τὸν κορόιδευαν γιὰ τὴν ἁπλότητα του, μερικοὶ θεωροῦσαν ὅτι ἡ ἔλλειψη θεολογικῆς γνώσης τὸν καθιστοῦσε ἀνίκανο νὰ ἀνταποκριθεῖ στὰ καθήκοντά του καὶ πλησίασαν τὸν ἐπίσκοπο του γιὰ νὰ τοῦ ποῦν ὅτι ἦταν ἐντελῶς ἀπαίδευτος. Καὶ ὁ ἐπίσκοπος ἀπάντησε: «Δὲν γνωρίζω ἄν εἶναι ἀμόρφωτος, αὐτὸ ποὺ ξέρω εἶναι ὅτι εἶναι φωτισμένος».

Λοιπόν, αὐτὸ εἶναι ποὺ πρέπει νὰ εἴμαστε πρὸς τὸν Θεό καὶ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ βρίσκονται γύρω μας, ἐπειδὴ δὲν εἶναι ἡ μόρφωση μας ποὺ θὰ βοηθήσει τοὺς ἀνθρώπους, εἶναι τὸ φῶς ποὺ βγαίνει ἀπὸ μέσα μας, ποὺ θὰ ἀγγίξει τοὺς ἀνθρώπους μέσα ἀπὸ τὴν ὕπαρξη μας καὶ τὰ λόγια μας, ὄχι τόσο πολὺ μέσα ἀπὸ τὶς πράξεις μας- μποροῦμε να εἴμαστε πολὺ ἐλεήμονες, προσεχτικοὶ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ μὲ καρδιὰ παγωμένη.

Ἄς ξαναγυρίσουμε πίσω στὸν ἱερέα, ἦταν ὁ ἑνοριακὸς ἱερέας ἑνὸς μικροῦ χωριοῦ ὄχι μακρυὰ ἀπὸ τὴν Λυόν στὴν Γαλλία καὶ ἔβλεπε ξανὰ καὶ ξανὰ ἕναν γερὸ χωρικὸ ποὺ καθόταν ἐκεῖ γιὰ ὧρες. Μιὰν ἡμέρα τὸν πλησίασε καὶ τοῦ εἶπε: «Παπποῦ, τὶ κάνεις τόσες ὧρες ποὺ κάθεσαι ἐκεῖ; Δὲν βλέπω νὰ προσεύχεσαι, δὲν κάνεις κομποσχοίνι, τὶ κάνεις;» Καὶ ὁ ἄνδρας εἶπε: «Τὸν κοιτάζω, μὲ κοιτάζει καὶ εἴμαστε εὐτυχισμένοι». Αὐτὸ εἶναι ἡ προσευχή, αὐτὸ εἶναι ἡ ἀληθινὴ σχέση ἀνάμεσα σὲ μιὰ ψυχὴ και τὸν Θεό. Καὶ αὐτὸς ὁ ἄνδρας ἔνοιωσε ὅτι αὐτὲς οἱ στιγμὲς ἦταν στιγμὲς εὐτυχίας, στιγμὲς πληρότητας, ὄχι στιγμὲς ἱκανοποίησης, ἀλλὰ στιγμὲς ποὺ ἔφτασε στὴν ὡριμότητάτου σύμφωνα μὲ τὸ μέτρο τῆς ὡριμότητας τοῦ Χριστοῦ. Δὲν προσευχόταν ἰδιαίτερα, βρισκόταν μέσα στὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, αὐτὴν ἦταν ἀληθινὴ πράξη λατρείας. Εἶναι λυπηρὸ νὰ σκεφτόμαστε ὅτι κάποιος ἔρχεται στὴν ἐκκλησία καὶ λέει: «Εὐτυχῶς, δὲν θὰ κρατήσει περισσότερο ἀπὸ 40 λεπτά». Θὰ ἦταν τόσο ὑπέροχο ἄν μένοντας ἐκεῖ γιὰ περισσότερη ὥρα, λέγαμε: «πρέπει νὰ χωριστοῦμε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ὁ ἕνας ὰπὸ τὸν ἄλλον;»

Ὑπῆρξα ἐπικεφαλῆς νεολαίας πρὶν ἀπὸ μερικὰ χρόνια σὲ μιὰ κατασκήνωση γιὰ ἀγόρια καὶ κορίτσια κοντὰ στὸ Παρίσι, καὶ ἕνα βράδυ μιὰ ὁμάδα ἀπὸ αὐτὰ μοῦ εἶπαν: «Προσέξαμε ὅτι διαβάζετε βραδυνὲς προσευχές. Μποροῦμε νὰ ἔλθουμε καὶ νὰ προσευχηθοῦμε μαζί σας;» Καὶ εἶπα, «Ναὶ, φυσικά.» Καὶ τότε σκέφτηκα, ἄς προσευχηθοῦμε καὶ βλέπουμε πόσο καιρὸ μποροῦν νὰ ζήσουν μέσα στὸ γεγονὸς τῆς προσευχῆς. Ἔτσι διάβασα τὶς βραδυνὲς προσευχὲς καὶ συνέχισα νὰ κάνω ἄλλα πράγματα. Ξέρετε, στάθηκαν ἐκεῖ ἀπὸ τὶς 11 μέχρι τὶς 5 τὸ πρωί. Δὲν πρόσεξαν πῶς πέρασε ἡ ὥρα, ἐπειδὴ ποτὲ δὲν γνώρισαν αὐτὲς τὶς προσευχὲς, δὲν ὑπῆρξαν ποτὲ στὸ περιβάλλον μιᾶς μικρῆς ὁμάδας ἀνθρώπων ποὺ ἤθελαν νὰ προσευχηθοῦν μαζί. Ἐρχόντουσαν στὴν ἐκκλησία, ἔκαναν διάφορες εὐσεβεῖς πράξεις, ἀλλὰ ἐδῶ εἶχαν ἐπιλέξει νὰ προσευχηθοῦν. Ἦταν ἡ χαρὰ τους καὶ τὸ χαίρονταν. Καὶ δὲν πρόσεξαν πῶς πέρασε ἡ ὧρα. Θεωρῶ ὅτι αὐτὸ εἶναι πολὺ σημαντικὸ.

Ὅταν μιλᾶμε γιὰ λατρεία, ἰσχυριζόμαστε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι τὸ ἀντικείμενο τῆς λατρείας μας, εἶναι ὅμως τὸ ἀντικείμενο τῆς χαρᾶς μας; Διψᾶμε γιὰ τὶς στιγμὲς ποὺ μποροῦμε νὰ ξοδέψουμε μαζί Του; Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἡμέρας νοιώθουμε αὐτὴν τὴν δίψα, νοιώθουμε ὅτι ὑπάρχουν στιγμὲς ποὺ βρισκόμαστε μαζί Του, βρίσκεται μαζί μας, ζοῦμε ἐν Χριστῷ καὶ ὁ Χριστὸς εἶναι μαζί μας; Καὶ τὸ ὅτι εἴμαστε μαζί Του μᾶς φέρνει κοντά στὸν Πατέρα, σ’ ὁλάκερο τὸ βάθος τοῦ θεϊκοῦ μυστηρίου, καὶ ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μιλάει μέσα μας, εἴτε μὲ ἀνέκφραστους ἀναστεναγμοὺς ἤ μᾶς διδάσκει ξεκάθαρα ὅτι μέσω τοῦ Χριστοῦ μποροῦμε νὰ ποῦμε «Πατέρα» τὸν ζώντα Θεό, τὸν ἀνεξιχνίαστο, ἀπρόσιτο Θεὸ ποὺ μποροῦμε νὰ Τὸν γνωρίζουμε μὲ τὴν μετοχὴ μας στὴν θεία Εὐχαριστία. Καὶ ὑπάρχουν τέτοιες στιγμὲς στὴν διάρκεια τὴς ἡμέρας μας ἤ συμβαίνει ἡ πίστη μας νὰ εἶναι μιὰ κατάσταση ποὺ τὴν ἔχουμε ἀποδεχτεῖ μιὰ γιὰ πάντα: Εἶμαι ἕνας πιστὸς καὶ συνεχίζω τὴν ἐργασία ποὺ ἔχω ἀναλάβει νὰ κάνω – διοίκηση, κήρυγμα, διάβασμα, προετοιμασία ὁμιλιῶν, διαλέξεων, κάνω πράγματα ποὺ θὰ πρέπει νὰ εἶναι τὰ λουλούδια καὶ τὰ φροῦτα τοῦ δέντρου καὶ ὄχι ν’ ἀντικαθιστοῦν τὸ δέντρο; Καὶ πολὺ συχνά, ὅλοι μας, ὁ κλῆρος, θὰ μπορούσαμε νὰ συγκριθοῦμε μ’ ἕνα κατάστημα λαχανικῶν καὶ φροῦτων. Τὰ πράγματα βρίσκονται ἐκεῖ, ἀλλὰ δὲν ἔχουν πλέον χυμοὺς. Ἄν οἱ ἄνθρωποι τ’ ἀγοράζουν ἐγκαίρως, ὅσο δὲν εἶναι μαραμένα ἤ σαπημένα, εἶναι καλὰ, ἀλλὰ ἄν ἔρθουν πολὺ ἀργά, δὲν θὰ ὑπάρχουν πλέον φρέσκα φροῦτα καὶ λαχανικά.

Εἴμαστε τέτοιοι ἄνθρωποι; Εἴμαστε ἱκανοὶ κάθε στιγμὴ νὰ εἴμαστε ἕνα δέντρο γεμάτο ἀπὸ χυμό ἀπ’ ὅπου ὁ καθένας μπορεῖ νὰ πάρει ἕνα φροῦτο ἤ ἕνα λουλούδι; Ζοῦμε ἐν Θεῷ; Ἄν δὲν ζοῦμε ἔτσι, δὲν ἔχουμε σχέση μὲ τὴν λατρεία, εἴμαστε κάτι λιγότερο ἀπὸ ἕναν ἄθεο, ἐπειδὴ ἕνας ἄθεος λατρεύει τουλάχιστον ἕναν ψεύτικο Θεό,- δὲν ἔχουμε κανέναν Θεὸ νὰ λατρέψουμε ὅταν δὲν ἔχουμε ἐπίγνωση τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅταν μιλάω γιὰ ἐπίγνωση, δὲν ἐννοῶ νὰ θυμόμαστε πράγματα διανοητικά, ἐννοῶ κάτι ποὺ ὑπάρχει βαθειὰ μέσα μας, ποὺ μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ἐνεργοῦμε, νὰ σκεφτόμαστε, νὰ μιλᾶμε καὶ νὰ ὑπάρχουμε, ἐνῶ ὑπάρχει ἀκόμα αὐτὸ μέσα μας καὶ ἐμεῖς σὲ αὐτὸ.

Ἕνας ἀπὸ τοὺς ἁγίους μας ποὺ πρόσφατα ἁγιοποιήθηκε ἀπὸ τὸ Ἐθνικὸ Συμβούλιο τῆς Ρωσίας, ὁ Ἅγιος Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος, λέει ὅτι ἡ αἴσθηση ποὺ ἔχουμε γιὰ τὸν Θεὸ, θὰ πρέπει νὰ εἶναι ὅπως ἕνας μικρὸς πόνος στὴν καρδιά μας, τὴν αἴσθηση τῆς μοναξιᾶς ποὺ νοιώθει ἕνα παιδί, ὅταν τὸ ἀφήνουν μόνο του σ’ ἕνα δωμάτιο. Δὲν ὑπάρχει κίνδυνος, πρόβλημα, μοναχὰ ἡ μητέρα δὲν βρίσκεται ἐκεῖ καὶ ὑπάρχει προσμονή. Αὐτὸ θὰ ἔπρεπε νὰ νοιώθουμε.

Ἄς πάρουμε ἄλλο παράδειγμα: ὅταν τὸ πρωὶ ἀνοίγεις τὴν ἀλληλογραφία σου καὶ λαμβάνεις ἕνα γράμμα ποὺ σοῦ φέρνει χαρὰ, αὐτὸ τὸ γεγονὸς κάνει τὴν καρδιά σου νὰ χορεύει καὶ νὰ τραγουδᾶ, ὁλόκληρη ἡ μέρα εἶναι φωτισμένη ἀπὸ αὐτὸ τὸ συναίσθημα. Δὲν θὰ χρειαστεῖ νὰ ὑπενθυμίσεις στὸν ἑαυτό σου ὅτι ἕλαβες κάποιο γράμμα, θὰ εἶναι ἕνα φῶς στὴν καρδιὰ, στὸ νοῦ σου, θὰ ἐπηρεάσει ὅλες σου τὶς πράξεις- ἐπειδὴ σὲ πλημμύρισε χαρά, ἀνάταση, κάθε τι ποὺ θὰ κάνεις, θὰ λές, θὰ σκέφτεσαι, θὰ φωτίζεται ἀπ’ αὐτὸ τὸ γεγονὸς. Καὶ ἀντίστοιχα, ἄν λάβετε ἕνα μήνυμα γεμάτο πόνο, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο θὰ σᾶς ἐπηρεάσει, ὁλόκληρη ἡ μέρα σας θὰ εἶναι σκεπασμένη ἀπὸ ἕνα σύννεφο. Αὐτὸ θὰ ἔπρεπε νὰ συμβαίνει στὴ σχέση μας μὲ τὸ Θεὸ· ὅλη τὴν ἡμέρα θὰ ἔπρεπε νὰ εἴμαστε μέσα στὸ φῶς τοῦ Θεοῦ ἤ στὴν θλίψη ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴ συναίσθηση τῆς κατάστασης τῆς ἁμαρτίας μας, ἤ τῆς ἀπώλειας τοῦ Θεοῦ. Ἄφησα νὰ χαθεῖ ἡ ἐπαφή, πῶς θὰ μπορέσω νὰ Τὸν βρῶ; Πῶς μπορῶ νὰ τὰ καταφέρω;

Ἴσως σκεφτεῖτε ὅτι δὲν εἶναι τόσο εὔκολο – ὅμως εἶναι. Ἤμουνα γιατρὸς γιὰ δεκαπέντε χρόνια, πέντε χρόνια στὸν πόλεμο, τέσσερα χρόνια γενικὸς γιατρὸς καὶ ἔβαλα κανόνα ὅποτε ἔνοιωθα ὅτι ἔχανα τὴν ἐπαφή μου μὲ τὸν Θεὸ νὰ προσπαθῶ νὰ συνδεθῶ πάλι μαζί Του, καὶ ἄν ἕνας ἀσθενὴς ἐρχόταν στὸ ἰατρεῖο μου καὶ ἔνοιωθα ὅτι ἔχανα τὴν ἐπαφὴ μαζί Του, μποροῦσα νὰ τοῦ πῶ: «Δὲν γνωρίζω ἄν εἶσαι πιστὸς, άλλὰ πρέπει νὰ προσευχηθῶ. Ἄν πιστεύεις, προσευχήσου μαζὶ μου, ἄν ὄχι, μεῖνε σιωπηλός.» Καὶ τότε μποροῦσα νὰ γονατίσω μπροστὰ στὴν εἰκόνα μου, μέχρι νὰ νοιώσω τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, καὶ τὸτε νὰ στραφῶ στὸν ἀσθενὴ μου καὶ νὰ τοῦ πῶ, «Τώρα, τὶ σᾶς συμβαίνει;» Λοιπόν, μερικοὶ ἄνθρωποι πιθανὸν ἔνοιωσαν ὅτι ἤμουν νοητικὰ διαταραγμένος, ἄλλοι ποὺ μὲ γνωρίζουν καλύτερα, ἀκόμα αὐτὸ πιστεύουν· ἀλλὰ ἐπίσης, κάποιοι ἀνακάλυψαν ὅτι δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ φοβοῦνται νὰ εἶναι ὁ ἐαυτὸς τους. Γιατὶ ὄχι; Αὐτὸς εἶναι πιστός, ἐγὼ δὲν εἶμαι, ἤ πιστεύω μὲ τὸ δικό μου τρόπο. Καὶ αὐτὸ ἑδραίωσε ἕνα βάθος καὶ σθένος στὴ σχέση, ποὺ διαφορετικὰ ἴσως νὰ μὴν ὑπῆρχε. Ἔτσι, εἶναι πολὺ σημαντικὸ νὰ αἰχμαλωτίσουμε αὐτὸ ποὺ νοιώθουμε γιὰ τὸ Θεό· ἴσως εἶναι σπουδαίο, ἴσως χωρὶς σημασία.

Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ ζοῦν τόσο βαθιὰ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, ὅπως κανένας ἄλλος. Ἄλλοι, ἁπλὰ ἄγγιξαν τὸ κράσπεδο τοὺ ἱματίου τοῦ Χριστοῦ, δὲν ἔχει σημασία, ἀλλὰ δὲν τὸ ἄφησαν, δὲν τὸ ἄφησαν νὰ φύγει, ἐπειδὴ τότε θὰ εἴμασταν σὰν τὰ ψάρια στὴν ἄμμο, χωρὶς λόγο ὕπαρξης, δὲν θὰ ἔχουμε τίποτα νὰ ποῦμε στοὺς ἄλλους. Τὶ μποροῦμε νὰ ποῦμε, ἄν δὲν ἔχουμε μέσα μας Θεό; Καὶ αὐτὸ εἶναι πολὺ ἀληθινό. Δὲν μιλάω γιὰ μιὰ ἀσυνήθιστη μυστικὴ ἐμπειρία, ἀλλὰ ἁπλὰ γιὰ ἕνα αἴσθημα ἀφοσοίωσης, ἕνα αἴσθημα ὅτι ἀνήκουμε κάπου, ὅτι κάνουμε πράγματα ἀπὸ κοινοῦ καὶ ὅτι συνυπάρχουμε μέσα ἀπὸ τὴν συντροφικότητα.

Τώρα θυμᾶμαι κάποιαν ποὺ ἐρχόταν στὴν ἐκκλησία μας γιὰ χρόνια λέγοντάς μου: «Δὲν εἶμαι Ὀρθόδοξη, οὔτε καὶ ὁ σύζυγος μου. Ὅταν ἐρχόμαστε στὴν ἐκκλησία, νοιώθουμε ἐντελῶς ξένοι πρὸς τὴν λειτουργία σας, ἐπειδὴ δὲν μεταλαμβάνουμε; Ποῦ ἀνήκουμε;» Καὶ εἶπα αὐτὸ ποὺ πιστεύω ὅτι εἶναι ἡ ἀλήθεια: «Ἄν στὴ διάρκεια τῆς λειτουργίας, καταδύεστε στὴν προσευχή, ἔχετε καταδυθεῖ στὴ θεϊκὴ παρουσία, μετέχετε στὴ λειτουργία, ἀκόμα κι ἄν εἶναι μιὰ μυστηριακὴ διάσταση, ἐπειδὴ εἶστε δημιουργοὶ της. Κι ἄν ἀκόμα εἶστε Ὀρθόδοξοι καὶ στέκεστε ἐκεῖ περιμένοντας ἀνυπόμονα νὰ τελειώσει ἡ ἀκολουθία, εἶστε ξένοι καὶ δὲν ἔχετε καμία σχέση μ’ αὐτἠν.»

Θυμᾶμαι ἕνα Ρῶσο ἀξιωματικὸ ποὺ ἦλθε στὴν ἑνορία μας στὸ Παρίσι. Ἦταν ἕνας κοντός ἀδύνατος ἄνδρας ποὺ ἀναπαυόταν στὸ νὰ σπαταλάει τὸ χρόνο του στὴν πάμπ· εἶχε μια ψηλὴ καὶ εὔσωμη γυναίκα ποὺ ὄνειρο της ἦταν νὰ τὸν φέρει στὴν ἐκκλησία, καὶ τὸ ἔκανε. Στεκόταν πίσω της στὴ διάρκεια τῆς ἀκολουθίας, πότε-πότε τραβοῦσε τὴ φούστα της κι ἔλεγε: «Ἄντα, Ἄντα, πᾶμε σπίτι, δὲν θὰ τελειώσουν ποτὲ τὶς παρελάσεις τους». Λοιπὸν, ἄν φαντάζεστε ὅτι μὲ τὸ νὰ εἶναι Ὀρθόδοξος, τὸν καθιστᾶ ἱκανὸ νὰ μετέχει στὴ λειτουργία, νομίζω ὅτι εἶστε πολὺ αἰσιόδοξοι. Καὶ τὸ ἴδιο ἀφορᾶ ἕναν Ἀγγλικανὸ ἤ ἕναν Ἐλεύθερο Ἄνθρωπο τῆς Ἐκκλησίας – στὸ βαθμὸ ποὺ ζοῦμε ἐν Θεῷ καὶ μέσω τῆς λατρείας, ἀνήκουμε στὴν Ἐκκλησία.

Ἄν δὲν εἴμαστε ἔτσι, τότε ἐκείνη τὴ συγκεκριμένη στιγμὴ, βρισκόμαστε στὸ περιθώριο. Βρισκόμαστε στὴ θέση ποὺ βρίσκονταν στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία οἱ ἀβάπτιστοι ἤ οἱ ἀφορισμένοι, οἱ ὁποῖοι ἔπρεπε νὰ στέκονται στὸν πρόναο καὶ δὲν τοὺς ἐπιτρεπόταν νὰ βρίσκονται στὸν κυρίως ναό. Εἴτε στεκόμαστε μέσα στὸ ναὸ, εἴτε ὄχι, δὲν ἀνήκουμε στὴν Ἐκκλησία, καὶ πρέπει νὰ τὸ συνειδητοποιοῦμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας καὶ τοὺς ἄλλους, ἐπειδὴ εἶναι μεγάλος πειρασμός νὰ θεωροῦμε ὅτι ὁ καθένας ποὺ ἐπιλέγει νὰ ἔλθει στὴν ἐκκλησία, λατρεύει ἔμπρακτα. Δεν εἶστε ἀρκετὰ ἀφελής, ὑποθέτω, ὥστε νὰ μὴν γνωρίζετε ὅτι στὸν στρατὸ τὸ νὰ πηγαίνει κάποιος στὴν ἐκκλησία, εἶναι, κάποιες φορὲς, σπουδαῖο πλεονέκτημα ἐπειδὴ σᾶς γλυτώνει ἀπὸ ὁρισμένα ἄλλα πράγματα ἤ ἀσκήσεις καὶ τὸ νὰ βρίσκεται κάποιος στὴν ἐκκλησία εἶναι κάποτε πιὸ ξεκούραστο ἀπὸ τὸ νὰ καθαρίζει τοὺς στρατῶνες.

Ἔτσι ὁ καθένας ποὺ εἶναι ἐκεῖ δὲν εἶναι τῆς Ἐκκλησίας , κι ὅμως ὁ καθένας, μπορεῖ νὰ δεχτεῖ ἕνα μήνυμα. Ποιὸ μήνυμα; Ἀπὸ ποιὸν; Ἀπὸ τὸν ἱερέα καὶ ἀπὸ ἄλλους ἀνθρώπους ποὺ βρίσκονται ἐκεῖ. Καὶ αὐτὸ, θὰ ἐξαρτηθεῖ ἀπὸ τὸ ἄν μποροῦμε νὰ μεταφέρουμε κάτι ποὺ ἀκούγεται ἀληθινὸ ἤ ὄχι. Καὶ μεταφέρω ἕνα μήνυμα δὲν σημαίνει ὅτι χρησιμοποιῶ λέξεις ποὺ πείθουν.

Θυμᾶστε πιθανὸν τὴν περικοπὴ ἐκείνη, ὅπου ὁ Χριστὸς μιλοῦσε σ’ ἕνα πλῆθος ποὺ τοὺς ἔλεγε ὅτι ἔπρεπε νὰ φᾶνε τὴ σάρκα Του και νὰ πιοῦν τὸ αἷμα του ἦταν φάνηκε ἀπαράδεκτο στοὺς περισσότερους, κι ἔφυγαν. Ὁ Χριστὸς στράφηκε πρὸς τοὺς μαθητές Του καὶ ρώτησε· «θὰ μὲ ἀφήσετε κι ἐσεῖς;» Καὶ ὁ Πέτρος ἀπάντησε; «Ποῦ νὰ πᾶμε; Τὰ λόγια Σου εἶναι λόγια αἰωνίου ζωῆς».

Ποιὰ εἶναι αὐτὰ τὰ λόγια αἰωνίου ζωῆς; Ἄν μελετᾶτε τὸ Εὐαγγέλιο, ὁ Χριστὸς δὲν μιλάει γιὰ αἰώνια ζωή μὲ ἔννοια περιγραφικὴ, δίνοντας μιὰ εἰκόνα της, καλώντας τους ἀνθρώπους σ’ αὐτὴν. Μιλάει μὲ λόγια «ζωῆς αἰωνίου», λόγια ποὺ φθάνουν στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ τὶς ἀφυπνίζουν, φέρνουν πίσω στὴ ζωή τὶς καρδιὲς και τὸ νοῦ καὶ τὴν προσωπικότητα ἐκείνων ποὺ ἔλαβαν τὸ μήνυμα τῆς σωτηρίας. Αὐτὴ εἶναι ἡ διακονία μας, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸ πράξουμε, πρέπει νὰ ἔχουμε σχέση μὲ αὐτό.

Δὲν ὑπαινίσσομαι ὅτι δὲν ἔχουμε σχέση μαζί του, ἀλλὰ ἐννοῶ ὅτι πρέπει νὰ εἴμαστε ἄγρυπνοι συνεχῶς, δὲν μποροῦμε ἁπλὰ νὰ λειτουργοῦμε βασιζόμενοι ἁπλὰ σ’ ἕνα βιβλίο καὶ σ’ ἕνα ἐδάφιο καὶ στὸ ἀποτέλεσμα ποὺ μπορεῖ νὰ ἔχει στοὺς ἄλλους. Ἄν δὲν ἀγγίζει ἐμένα, γιατὶ θὰ πρέπει τότε νὰ ἀγγίξει κάποιον ἄλλον;

Ὑπάρχει ἕνα κείμενο στὸν Ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, ἕναν συγγραφέα τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἁγίου Βενεδίκτου, στὸ Σινᾶ ὅπου γράφει: «Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι σὰν ἕνα αἰχμηρὸ βέλος, μπορεῖ νὰ διαπεράσει κάθε ἀσπίδα μόνο ἄν ὑπάρχει ἕνα τόξο, ἕνα νῆμα, ἕνας βραχίονας, ἕνα μάτι, ἀλλιῶς θὰ παραμείνει στὸ ἔδαφος».

Λοιπὸν, καλούμαστε νὰ γίνουμε τὸ βλέμμα ποὺ προσέχει ἐκεῖνον ποὺ μιλάει, τὸ τόξο, τὸ χέρι ποὺ θὰ πετάξει τὸ κοντάρι. Ἀλλὰ πόσο πρέπει νὰ ἔχουμε ἐπίγνωση τοῦ στόχου, ἐπειδὴ τόσο συχνὰ, εἴτε ὅταν κηρύτουμε, εἴτε ὅταν διαβάζουμε, στόχος μας φαίνεται ὅτι εἶναι τὸ μυαλὸ τοῦ ἀνθρώπου, ἡ νοημοσύνη του, προσπαθοῦμε νὰ μεταφέρουμε πληροφορίες, γνώση. Ἀγγίζουμε τὴν καρδιά; Καὶ ὅταν μιλῶ γιὰ τὴν καρδιὰ, δὲν ἐννοῶ τὰ συναισθήματα ἑνὸς προσώπου, ἐννοῶ τὸν πυρήνα τῆς ὕπαρξης του, τὸ σημεῖο ἀπ’ ὅπου θὰ προέλθουν ἀληθινὰ αἰσθήματα, σκέψεις καὶ ἐνέργειες. Ἀλλὰ ὑπάρχει ἐπίσης ἕνας τρόπος νὰ λατρεύουμε τὸ Θεὸ στὴν πράξη. Θυμᾶστε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ: «Ὁτιδήποτε κάνετε σ’ ἔναν ἀπὸ τοὺς ἄσημους συνανθρώπους σας, θὰ τὸ ἔχετε κάνει σ’ Ἐμένα.» Καὶ δὲν ἔχουμε κανένα δικαίωμα νὰ φανταζόμαστε ὅτι ἡ πράξη μπορεῖ νὰ ἀντικαταστήσει τὴν προσευχὴ καὶ ἡ προσευχὴ τὴν πράξη.

Ὁ Ρῶσος συγγραφέας Σολόβγιεφ σὲ μία ἀπὸ τὶς μικρὲς του ἱστορίες μᾶς παρουσιάζει δύο ἄτομα νὰ ἐπιχειρηματολογοῦν, κι ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς λέει στὸν ἄλλον: «Δὲν μπορῶ νὰ καταλάβω γιατὶ ἐσεῖς οἱ Χριστιανοὶ, εἶστε τόσο πρόθυμοι στὰ ἔργα. Δὲν σᾶς εἶναι ἀρκετὸ νὰ προσεύχεσθε; Καὶ ἡ ἀπάντηση εἦταν: «Προφανῶς ὄχι. Πολλοὶ εὐσεβεῖς ἄνθρωποι προσεύχονται πρὶν τὰ γεύματα καὶ μετὰ κάθονται νὰ φᾶνε».

Καὶ θεωρῶ ὅτι αὐτὸ εἶναι πολὺ σημαντικὴ προσέγγιση. Ναὶ, προσευχηθεῖτε, προσευχηθεῖτε στὸν Θεὸ νὰ σᾶς δώσει, νὰ μᾶς δώσει, φώτιση γιὰ νὰ καταλαβαίνουμε, θέληση γιὰ νὰ ἐνεργοῦμε σωστά, μιὰ ζεστή, λαμπερὴ καρδιὰ ἱκανὴ νὰ λαμβάνει μηνύματα ἀνάγκης, πόνου, βασάνων, χαρᾶς, μιὰ σταθερὴ θέληση καὶ τὴν ἱκανότητα νὰ βοηθᾶμε, ναί· καὶ τότε- ἐνεργεῖστε. Καὶ μόνο ἄν ἐνεργοῦμε, δὲν κάνουμε αὐτὸ ποὺ ὑποτίθεται ὄτι πρέπει νὰ κάνουμε, ἐπειδὴ χρειάζεται νὰ ἐνεργοῦμε γιὰ νὰ εἴμαστε πιστοὶ στὸν Θεό, γιὰ νὰ Τὸν λατρεύουμε προυποθέτει δράση, να κάνουμε πράγματα πρὸς ὄφελος τῶν ἀνθρώπων γύρω μας, ὄχι νὰ μιλᾶμε γιὰ τοὺς ἑαυτοὺς μας τὶ θὰ εὐχόταν νὰ κάνουμε ἤ τὶ θὰ ἔκανε ἄν ἦταν ὁ ἴδιος ἐκεῖ καὶ αὐτὸ εἶναι πολὺ σημαντικό. Δὲν ὑπάρχει τρόπος νὰ λατρέψουμε τὸν Θεὸ παρὰ μόνο ἄν πάρει ἀνθρώπινη σάρκα. Λατρεύουμε ἕναν Θεὸ ποὺ εἶναι ὁ ζωντανὸς Θεὸς, ποὺ ἔγινε ἀληθινὸς ἄνθρωπος, ποὺ ἔζησε κι ἔδρασε καὶ μᾶς καλεῖ σὲ δράση, νὰ ζήσουμε τὸ Εὐαγγέλιο, νὰ τὸ ζήσουμε σ’ ὅλο του τὸν πλοῦτο, σὲ κάθε του λεπτομέρεια, νὰ τὸ ζήσουμε κατὰ τέτοιον τρόπο ὥστε κάθε ἐντολὴ ἀγάπης, συμπόνοιας, κατανόησης, ἀλήθειας θὰ πρέπει νὰ τὴν φέρνουμε εἰς πέρας στὴ σχέση μας μὲ τοὺς ἀνθρώπους καὶ μέσα ἀπὸ ἐμᾶς ἄλλοι ἄνθρωποι θὰ προσεγγόζουν τὴν ἀληθινὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ, ποὺ σημαίνει νὰ τὸν θεωροῦμε ὕψιστο Κύριο, Διδάσκαλο, Φίλο, ποὺ μᾶς ἔδειξε τὸν δρόμο ποὺ πρέπει ν’ ἀκολουθήσουμε.

Θὰ ἤθελα νὰ θίξω ἕνα τελευταῖο σημεῖο ὡς πρὸς τὴ λατρεία: τὶς πρωινὲς, τὶς βραδυνὲς προσευχὲς καὶ τὴν ἡμέρα. Ἡ οὐσία τῶν πρωινῶν προσευχῶν εἶναι πραγματικὰ νὰ ξυπνήσουμε μὲ τὴν συνείδηση ὅτι ἀναδυόμαστε ἀπὸ τὸν ὕπνο, καθὼς ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ κάλεσε τὸν Λάζαρο ἀπὸ τὸν τάφο. Ἔτσι, κοιμᾶμαι, σημαίνει ὅτι εἶμαι τὸ ἴδιο ἀβοήθητος, ὅσο δὲν ἔχω συνείδηση τοῦ ἑαυτοῦ μου καὶ τοῦ κόσμου ποὺ μὲ περιβάλλει καὶ μιὰ φωνὴ λέει, «Λάζαρε,δεῦρο ἔξω», καὶ ἀντιλαμανόμαστε τὸν Θεό, τὸν ἑαυτό μας καὶ τὴν μέρα ποὺ ἀνατείλει.

Τὸ δεύτερο πράγμα ποὺ πιστεύω πὼς πρέπει νὰ θυμόμαστε εἶναι ὅτι αὐτὴ εἶναι μιὰ καινούργια μέρα, μιὰ μέρα ποὺ ποτὲ, ποτὲ δὲν ὑπῆρξε στὴν ἱστορία, εἶναι σὰν μιὰ πλατιὰ πεδιάδα ποὺ καλύπτεται ἀπὸ χιόνι, δίχως κανένα ἴχνος ἀπὸ πατήματα, καὶ ὁ Θεὸς μᾶς λέει: «Ἐδῶ εἶναι τούτη ἡ μέρα, καθαρὴ ἀπὸ λεκέδες καὶ πρέπει νὰ διασχίσεις τούτη τὴν ἀπεραντοσύνη. Τὰ βήματά σου ἄς χαράξουν τὸ σωστὸ δρόμο, μὴν παρεκλίνεις, μὴν λερώσεις αύτὴ τὴν ἀπεραντοσύνη, μοναχὰ σημάδεψέ την μὲ μιά γραμμὴ ποὺ εἶναι ὁ δρόμος ὁδηγεῖ ὁ δρόμος πρὸς τὸν οὐρανό.» Μὲ τί εὐλάβεια πρέπει νὰ εἰσερχόμαστε στὴν κάθε νέα ἡμέρα, ὄχι νὰ λέμε, «ὤ, πάλι Δευτέρα!», Ἤ ἴσως, ἕνας κληρικὸς νὰ λέει: «Πάλι Κυριακή!».

Τὸ δεύτερο εἶναι ὅτι πρέπει νὰ συνειδητοποιήσουμε ὅτι μποροῦμε ν’ ἀντικρύζουμε τὰ πάντα σὰν δῶρο τοῦ Θεοῦ. Κάθε πρόσωπο ποὺ θὰ βρεθεῖ στὸ διάβα μας, κάθε περίσταση, – καὶ δὲν ἐννοῶ ὅτι θὰ εἶναι εὐχάριστα, εἶναι μιὰ περίσταση ἤ ἔνα πρόσωπο ποὺ μποροῦμε νὰ κάνουμε κακὸ ἤ καλό. Κάθε πρόσωπο ποὺ συναντοῦμε ἴσως εἶναι ἕνας ἀγγελιοφόρος τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐμᾶς ἤ ἴσως ἕνας ἀγγελιοφόρος ἀπὸ τὸν Θεὸ πρὸς αὐτὸ τὸ πρόσωπο. Πῶς μπορῶ, πρὸς τὶς δύο κατευθύνσεις νὰ ἀκούω, ν’ ἀνταποκρίνομαι, νὰ ἐνεργῶ; Κι ἔπειτα δὲν σημαίνει ὅτι κάθε πρόσωπο θὰ εἶναι εὐχάριστο γιὰ ἐμᾶς ἤ ὅτι κάθε κατάσταση θὰ εἶναι εὐχάριστη. Ἀλλὰ καλούμαστε νὰ βρισκόμαστε στὰ πιὸ ὄμορφα μέρη; Ὑποτίθεται ὅτι εἴμαστε ἕνα Χριστιανικὸ γκέτο; Ὄχι, πράγματι, καλούμαστε νὰ γίνουμε τὸ ἁλάτι τὸ κόσμου, καὶ τὸ ἁλάτι πρέπει νὰ ὑπάρχει ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει σκοτάδι, ὅπου τὸ σκοτάδι εἶναι γιὰ ἐμᾶς ὅ,τι πιὸ σκοτεινὸ γιὰ νὰ τὸ ἐξοβελίσουμε. Καλούμαστε νὰ γίνουμε τὸ ἁλάτι ποὺ ἐμποδίζει τὴν ἀποσύνθεση, καλούμαστε νὰ γίνουμε οἱ ἄνθρωποι ποὺ γνωρίζουν τὴν ἀλήθεια καὶ μποροῦν νὰ μιλήσουν μὲ εὐσπλαχνία. Εἴμαστε οἱ ἄνθρωποι ποὺ πρέπει νὰ ζήσουμε καθὼς ὁ Χριστὸς, μὲ τοὺς ὅρους Του, ν’ ἀγαπᾶμε, ἄν χρειαστεῖ μὲ τίμημα τὴ ζωή μας. Ἐδῶ εἶναι ἡ θέση μας καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ κλήση μας. Καὶ ἄν ἀναρωτηθοῦμε, ἄν ὑπάρχουν ἐπιλογὲς, τὶ θὰ πρέπει νὰ κάνουμε;

Ὑπάρχει μιὰ παιδικὴ, Ρώσικη ἱστορία σχετικά μὲ αὐτὸ. Ὁ βασιλιὰς εἶπε σ’ ἕναν ἀνώτερο λειτουργὸ τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ἄν δὲν τοῦ ἀπαντήσει σὲ τρεῖς ἐρωτήσεις σὲ 24 ὧρες, θὰ μαστιγωθεῖ δημόσια. Αὐτὸς ὁ ἄνδρας σκέφτηκε, πηγαίνει στὴν βιβλιοθήκη του, ρωτάει ὅλους τοὺς σοφοὺς γύρω του καὶ δὲν βρίσκει ἀπάντηση. Ἔτσι βαδίζει λυπημένα πίσω στὴν πόλη γνωρίζοντας ὅτι αὔριο θὰ μαστιγωθεῖ καὶ ἀκούει : «Μαστιγώνεσαι αὔριο, μαστιγώνεσαι αὔριο, μαστιγώνεσαι αὔριο.» Καὶ τότε τρέχει σ΄ ἕνα μικρὸ κορίτσι ποὺ φυλάει χῆνες. Τὸ κορίτσι τὸν κοιτάζει καὶ τοῦ λέει, «Γιατὶ φαίνεσαι τόσο λυπημένος;» Αὐτὸς τῆς ἐξηγεῖ. «Καὶ ποιὲς εἶναι οἱ ἐρωτήσεις;» Οἱ ἐρωτήσεις εἶναι: Ποιὰ εἶναι ἡ πιὸ σημαντικὴ στιγμὴ στὴν ζωή; Ποιὸ εἶναι τὸ πιὸ σημαντικὸ πρόσωπο στὸν κόσμο; Ποιὰ εἶναι ἡ πιὸ σημαντικὴ πράξη ποὺ κάποιος μπορεῖ νὰ φέρει εἰς πέρας; Καὶ τὸ κορίτσι λέει, « Μὰ ποῦ εἶναι τὸ πρόβλημα; Τὸ μόνο σημαντικὸ πρόβλημα τῆς ζωῆς εἶναι τὸ παρὸν ἐπειδὴ τὸ πρὶν εἶναι παρελθὸν, τὸ μέλλον δὲν εἶναι ἀκόμα ἐδῶ. Τὸ σημαντικότερο πρόσωπο στὸν κόσμο εἶναι αὐτὸ μὲ τὸ ὁποῖο βρίσκεστε τώρα καὶ ἡ πιὸ σπουδαία πράξη ποὺ μπορεῖτε νὰ κατορθώσετε εἶναι νὰ κάνετε τούτη τη στιγμὴ ὅ,τι εἶναι σωστὸ γι’ αὐτὸ τὸ πρόσωπο.»

Λοιπόν, ἄν ἦταν αὐτὴ ἡ στάση μας, θὰ μπορούσαμε νὰ κάνουμε πράγματα μαζὶ μὲ τὸν Θεό, ἐπειδὴ θὰ μπορούσαμε κάθε στιγμὴ νὰ ποῦμε στὸν Θεό, «Ἐδῶ εἶναι τὸ πρόσωπο, ἡ κατάλληλη περίσταση, ἐπίτρεψέ μου, δῶσε μου τὰ μάτια Σου, τὴν ἀκοή Σου, τὴν καρδιά Σου, ἄσε με νὰ καταλάβω τὰ πράγματα ὅπως Ἐσὺ καὶ ἄσε με νὰ ἐνεργήσω ὅπως πρέπει.» Αὐτὴ θὰ ἦταν μιὰ στάση λατρείας πρὸς τὸν Θεό, ὄχι νὰ διαβάζουμε ἁπλὰ προσευχὲς, ἀλλὰ νὰ λατρεύουμε τὸν ζωντανὸ Θεό.