
1.
«Καθώς Μωυσής ύψωσε τον όφιν εν τη ερήμω, ούτως υψωθήναι δει τον Υιόν του ανθρώπου…»
Ολόκληρη η Παλαιά Διαθήκη είναι τύπος και προεικόνιση της Καινής. Η Καινή Διαθήκη προτυπώνεται στην Παλαιά και η Παλαιά Διαθήκη ερμηνεύεται στην Καινή. Όλα τα γεγονότα που συμβαίνουν στην Παλαιά Διαθήκη προαναγγέλλουν την έλευση του αναμενόμενου Μεσσία. Οι τύποι και τα σύμβολα προλαμβάνουν τα γεγονότα, για να γίνει αργότερα πιστευτή η αλήθεια.
Σ’ ένα τέτοιο προφητικό γεγονός από την Παλαιά Διαθήκη αναφέρεται ο Κύριος, στη σημερινή ευαγγελική περικοπή, προλέγοντας το σταυρικό πάθος Του στον ευσεβή Ιουδαίο άρχοντα Νικόδημο. Πρόκειται για το γνωστό περιστατικό του χάλκινου όφεως.
Κατά τη μακρόχρονη περιπλάνησή τους στην έρημο του Σινά οι Ισραηλίτες επανειλημμένως ολιγοψύχησαν και γόγγυσαν κατά του Θεού. Γι’ αυτό και, μετά από μια τέτοια εκδήλωση αχαριστίας, ο Θεός τους τιμώρησε παιδαγωγικά, επιτρέποντας να εμφανιστούν στο στρατόπεδό τους φαρμακερά φίδια, τα οποία κυριολεκτικά τους αφάνιζαν. Μετανοημένοι και συντετριμμένοι ζήτησαν από τον Μωυσή να παρακαλέσει τον Θεό να τους απαλλάξει από αυτή τη φοβερή πληγή. Και πράγματι, ο Θεός δέχθηκε τη μετάνοιά τους και διέταξε τον Μωυσή να κατασκευάσει ένα χάλκινο ομοίωμα φιδιού, να το τοποθετήσει πάνω σε ένα κοντάρι και να το στήσει ψηλά. Από εκείνη τη στιγμή όποιος δαγκωνόταν από τα φίδια έστρεφε το βλέμμα του προς το χάλκινο φίδι και σωζόταν από τον θάνατο.
Ιδιαιτέρως παράξενος ο τρόπος θεραπείας που προσφέρει στον λαό Του ο Θεός. Μπορούσε, αναμφίβολα, να εξαλείψει τα φίδια διά μιάς, χωρίς την μεσολάβηση υλικών κατασκευασμάτων. Ο Ίδιος, άλλωστε, είχε απαγορεύσει ρητά την κατασκευή κάθε είδους ομοιώματος. Η ουσία, ωστόσο, και το νόημα αυτής της μεθόδου ήταν πολύ βαθύτερα. Η στροφή του βλέμματος προς το χάλκινο ομοίωμα όσων προσβάλλονταν από τα φίδια ήταν, στην πραγματικότητα, έκφραση πίστης, μετάνοιας και αναγνώρισης της παντοδυναμίας του Θεού από τον Οποίο προερχόταν η θεραπεία. «Ο γαρ επιστραφείς ου διά το θεωρούμενον εσώζετο, αλλά διά σε τον πάντων σωτήρα» αναφέρει προσφυώς η Σοφία Σολομώντος.
Το περιστατικό αυτό ήταν συμβολικό και προφητικό. Ήταν προεικόνιση της σταυρικής θυσίας του Κυρίου και της σωτηρίας των ανθρώπων που εκπήγασε από αυτή. Ο χάλκινος όφις ήταν μυστικός τύπος του εσταυρωμένου Χριστού. Εκεί το χάλκινο φίδι είχε, βέβαια, το σχήμα του φιδιού, δεν είχε, όμως, το δηλητήριό του, εδώ ο Κύριος είχε μεν το ανθρώπινο σώμα, δεν είχε, όμως, την αμαρτία. Εκεί το φίδι που ήταν κρεμασμένο στο ξύλο θεράπευε τους Ισραηλίτες από τα δαγκώματα των φαρμακερών φιδιών, εδώ ο Χριστός που υψώθηκε στο ξύλο του Σταυρού θεράπευσε τους ανθρώπους από τις πληγές του νοητού όφεως, του Διαβόλου. Εκεί σωζόταν όποιος κοίταζε το φίδι με τα σωματικά μάτια, εδώ απαλλάσσεται από όλες τις αμαρτίες και απολαμβάνει αιώνια ζωή εκείνος που προσβλέπει στον Κύριο με τα μάτια της ψυχής. Πίσω, λοιπόν, από την ιστορία του χάλκινου όφεως «ο του Κυρίου Σταυρός μυστικώς προδιετυπώθη».
Αν θέλαμε να δείξουμε κάτι το οποίο να εκφράζει όλη την αθλιότητα της αμαρτίας και της διαφθοράς του προχριστιανικού κόσμου, θα έπρεπε να σταθούμε μπροστά από ένα σταυρό. Αλλά και αν θέλαμε να δείξουμε κάτι που να εκφράζει τα εντελώς αντίθετα, δηλαδή την απόλυτη αγιότητα και την απέραντη αγάπη, και πάλι σε ένα σταυρό θα στεκόμασταν. Ο σταυρός είναι το σύμβολο δυο εντελώς αντίθετων κόσμων, αλλά και της μεγαλύτερης αλλαγής όλων των αιώνων.
Πριν από τον Χριστό ο σταυρός ήταν φονικό όργανο, αποκρουστικό και μόνο στην όψη. Πάνω σ’ αυτόν εκτελούνταν οι χειρότεροι κακούργοι και εγκληματίες. Η ποινή της σταύρωσης συνιστούσε τον πιο επονείδιστο και επώδυνο θάνατο. Γι’ αυτό και στην Παλαιά Διαθήκη χαρακτηρίζεται «επικατάρατος πας ο κρεμάμενος επί ξύλου». Αφότου, όμως, ο Χριστός πέθανε, ως κακούργος, πάνω στον Σταυρό, «γενόμενος υπέρ ημών κατάρα», τον κατέστησε σημείο σωτηρίας και καταλλαγής. Από μέσο θανάτωσης μεταβλήθηκε σε ακένωτη πηγή ζωής και δίαυλο ευλογιών. Από φοβερό και απαίσιο όργανο των δημίων, έγινε φωτεινό όπλο και τρόπαιο νίκης διά του οποίου «ο Άδης ηχμαλώτισται, ο Αδάμ ανακέκληται, η κατάρα νενέκρωται, η Εύα ηλευθέρωται, ο θάνατος τεθανάτωται και ημείς εζωοποιήθημεν». Ο Σταυρός του Χριστού κατέστη ο μαγνήτης της θείας αγάπης που είλκυσε τους ανθρώπους προς τον ουρανό. Όπως ακριβώς με το πρώτο εκείνο ξύλο της γνώσεως εισήλθε ο θάνατος στο ανθρώπινο γένος, έτσι και τώρα με το μακάριο ξύλο του Σταυρού γιατρεύτηκε το μέγα εκείνο τραύμα. «Ξύλω γαρ έδει το ξύλον ιάσασθαι». Έκτοτε ο αρχέκακος και βύθιος δράκοντας, δηλαδή ο Διάβολος, είναι πια ακίνδυνος. Μπορεί, βεβαίως, τα δήγματά του να παραμένουν οδυνηρά, δεν είναι, όμως, θανατηφόρα, γιατί υπάρχει το αντίδοτο, το φάρμακο της αθανασίας που απέρρευσε από τον Σταυρό του Κυρίου.
Έτσι και η Εκκλησία του Χριστού πορεύεται μέσα στον κόσμο σταυρωμένη, γεμάτη από πληγές, με την κατηγορία ότι διδάσκει το σκάνδαλο και τη μωρία του Σταυρού. Μα όσο σταυρώνεται, τόσο περισσότερο φανερώνεται η δύναμη του Θεού στον κόσμο. Η δύναμη της Εκκλησίας είναι η «αδυναμία» του Σταυρού. «Όταν γαρ ασθενώ, τότε δυνατός ειμί» γράφει ο απόστολος Παύλος. Και πράγματι, ο Χριστός έδειξε την παντοδυναμία του όταν ήταν γεμάτος από τις πληγές των ανθρώπων. Ο διάβολος δεν φοβήθηκε τον Χριστό τόσο όταν έκανε θαύματα και δίδασκε, όσο φοβήθηκε τον Σταυρό Του, τη σιωπή Του, τη σωματική Του αδυναμία και τον εκούσιο πόνο Του την ώρα του πάθους.
Ας μην ντρεπόμαστε, λοιπόν, να φέρουμε, να ομολογούμε και να υπερασπιζόμαστε τον Τίμιο Σταυρό που είναι ο θυρεός της πίστεώς μας. Ας μην αφήσουμε άλλο την αμαρτωλή καλοπέραση και την ευμάρεια να δηλητηριάζουν τις ψυχές μας. Ας αγαπήσουμε την κακοπάθεια του Σταυρού και ας αγωνισθούμε με συνέπεια και ζήλο για να σταυρώσουμε «τον παλαιόν άνθρωπον τον φθειρόμενον κατά τας επιθυμίας της απάτης». Ας κάμψουμε όλοι τα γόνατα του σώματος και τον αυχένα της ψυχής μπροστά στον τίμιο Σταυρό, αποδίδοντας στο όργανο της σωτηρίας μας την οφειλόμενη τιμή, με την πίστη ότι «τον Σταυρόν τιμώντες, ομολογουμένως τον Σταυρωθέντα τιμώμεν».
Ιεροδιάκονος Δημήτριος Κυριακίδης
2.
Ὁμιλία πρὸ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ
Μελέτιος Καλαμαρᾶς (Μητροπολίτης Νικοπόλεως καί Πρεβέζης)
Ἡ κιθάρα
Κακό καί καλό, ὁ Θεός τά ἀνακατεύει καί τά κάνει ὅλα καλά. Θά ἔλεγε κανείς, μεγάλο κακό αὐτό πού συνέβη πρίν κάμποσα χρόνια νά πέσει τό ἑλικόπτερο καί νά σκοτωθεῖ ὁ πατριάρχης Ἀλεξανδρείας. Ἄνθρωπος ἀκούραστος γεμάτος δραστηριότητα γιά τό καλό τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
Ἀλλά μέσα καί σ’ αὐτό τό γεγονός, τό τόσο θλιβερό, πόσο μεγάλο δίδαγμα παίρνομε ὅλοι μας, μικροί καί μεγάλοι, σοφοί καί ἀνόητοι, ὑγιεῖς καί ἀσθενεῖς, ὅτι ὁ κόσμος εἶναι μάταιος καί κανείς δέν ξέρει ποτέ θά φύγει ἀπό τόν κόσμο αὐτό. Καί συνεπῶς ἡ μεγαλύτερη σύνεση, μυαλό καί ἐξυπνάδα στόν κόσμο εἶναι νά τρέφει μέσα του ὁ ἄνθρωπος τήν ἐλπίδα τῆς αἰώνιας ζωῆς. Νά τήν καλλιεργεῖ. Νά τήν αὐξάνει. Καί νά φροντίζει νά εἶναι ἕτοιμος.
Σήμερα θά ποῦμε λίγα λόγια, ὄχι γιά τόν πατριάρχη Ἀλεξανδρείας, ἀλλά γιά τόν Χριστό. Εἶναι μεγαλύτερος ὁ Χριστός καί μεγαλύτερη ἡ ὠφέλεια ἀπό τά λόγια του πού θά εἶναι παρμένα ἀπό τό Εὐαγγέλιο πού ἀκούσαμε σήμερα.
Θά ξεκινήσομε μέ μιά μικρή ἱστορία.
Κάποια φορά, ἕνας πονόψυχος ἄνθρωπος ἐπισκέφθηκε μιά οἰκογένεια πού εἶχε ἕνα παιδί ἑτοιμοθάνατο. Ἦταν Χριστούγεννα. Κοιτάζει ὁ ἐπισκέπτης καί βλέπει ὅτι οἱ ἄνθρωποι δέν εἶχαν τίποτε. Οὔτε γλυκά οὔτε φαγητό ἑορτάσιμο, ὅπως περιμένομε ἐκείνη τήν ἡμέρα.
-Τί γίνεται, τούς λέει. Χριστούγεννα σήμερα.
Τοῦ εἶπε ὁ πατέρας:
-Κοίταξε νά σοῦ πῶ. Τό παιδί μου φεύγει. Καί χθές τό βράδυ, χαϊδεύοντάς το, τό ρώτησα:
-Τί θέλεις παιδί μου; Θέλεις κάποιο δῶρο;
-Θά ἤθελα πατέρα νά μοῦ πάρεις μιά κιθάρα.
Τοῦ ἄρεσε ἡ μουσική τοῦ παιδιοῦ.
Ξέρετε πόσο ἀξίζει ἡ κιθάρα; Πολλά λεφτά. Δύο μισθοί καί δέν φτάνουν νά τήν ἀγοράσεις. Μά ὁ πατέρας ξέροντας ὅτι τό παιδί του φεύγει, μάζεψε ὅλα ὅσα εἶχε, πουλήθηκε θά ἔλεγε κανείς, δανείστηκε κι’ ὅλας καί τοῦ ἔφερε τήν κιθάρα.
Τό παιδί, ὅσο ἦταν ξύπνιο, τήν χάιδευε καί ἔπαιζε μέ τά δάχτυλά του καί μέ τήν πέννα.
Ρωτᾶ ὁ πατέρας τόν ἐπισκέπτη:
-Τί ἤθελες νά κάνω; Καλύτερα νά πεινάω ἕνα μήνα καί νά φύγει τό παιδί μου μέ χαρά, ἀπό αὐτό τόν κόσμο καί μέ τήν αἴσθηση τῆς στοργῆς τοῦ πατέρα του. Αὐτό καί στήν ψυχή του θά μείνει καί σέ μένα θά μείνει. Τό φαΐ δέν θά μείνει πουθενά.
Ποιός ἔχει ἀντίθετη γνώμη;
-Καί τότε, ἔλεγε ὁ ἐπισκέπτης, θυμήθηκα τά λόγια τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ:
«Ἄν σεῖς πού εἴσαστε (ὄχι πάντοτε καί ὅλοι, ἀλλά λίγο-πολύ ὅλοι εἴμαστε) παληάνθρωποι, στά παιδιά σας, ξέρετε νά κάνετε καλά δῶρα, χωρίς νά ὑπολογίζετε θυσίες, πόσο μᾶλλον, ὁ Πατήρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος»;
Πόσο περισσότερο ὁ Πατέρας μας ὁ οὐράνιος; Πού δέν ἔχει μέσα του κακία ἀλλά εἶναι πανάγαθος. Πού τόν ἐσωτερικό του κόσμο, δέν τόν μολύνει κανένα πάθος, καμία κακία.
«Πόσο μᾶλλον, πόσο περισσότερο»;
Μόνιμη εὐεργεσία
Ὅσο καί νά στίψει κανείς στό νοῦ του καί νά προσπαθήσει νά τό σκεφθεῖ, ποτέ δέν θά μπορέσει νά καταλάβει αὐτό τό «πόσο περισσότερο».
Καί ἄν διαβάσει ὁλόκληρη τήν Ἁγία Γραφή καί φιλοσοφήσει ὅλα ὅσα γράφουν οἱ ἅγιοι καί φιλοσοφήσει ὅλα ἐκεῖνα πού μᾶς ἔχει πεῖ ὁ Θεός στόν καθένα μας, ὅταν μᾶς φανερώνει κάτι, καταλαβαίνει ὅτι ὁ Θεός εἶναι μιά ἀπέραντη καλωσύνη. Αὐτή τήν ἀπέραντη καλωσύνη τήν ἀκούσαμε νά περιγράφεται σήμερα στό ἅγιο εὐαγγέλιο.
Μιλώντας στούς μαθητές του ἔλεγε ὁ Κύριος μας Ἰησοῦς Χριστός: «Οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον ὥστε τόν Υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενή ἔδωκεν ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται ἀλλ’ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον».
Τόσο ἀγάπησε ὁ Θεός τόν κόσμο, ὥστε ἔδωσε ἀπό καλωσύνη του, ὄχι μιά κιθάρα, ὄχι ἕνα δένδρο, ὄχι ἕνα ποτάμι, ὄχι κάτι ἀπό κεῖνα πού ἔχει στήν τσέπη του, ὅπως ὁ πατέρας ἐκεῖνος στό παιδί του, ἀλλά «τόν Υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενή ἔδωκεν ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον».
Καί τόν ἔδωσε νά εἶναι ἕνα εὐεργέτημα μόνιμο γιά ὅλο τόν κόσμο. Ὅποιος πιστεύει σ’ αὐτόν νά μήν κινδυνεύει ποτέ νά πάει στήν κόλαση, νά χαθεῖ, ἀλλά νά ἔχει ζωήν αἰώνιον.
Τί εἶναι ἡ αἰώνια ζωή; Καί πόσο ἀξίζει;
Ἄν γι’ αὐτή τή ζωή τήν ἐπίγεια, ἀγωνιζόμαστε καί ἀγωνιᾶμε καί κοπιάζομε καί ἱδρώνομε…
Καί φτάνομε ἀκόμη καί παληανθρωπιές νά κάνομε, γιατί τήν νομίζομε τόσο καλή καί τόσο ὄμορφη. (Καί ἀφοῦ εἶναι δωρεά τοῦ Θεοῦ εἶναι ὄμορφη. Ἡ ἁμαρτία τήν βρωμίζει καί τήν χαλάει)…
…Πόσο μᾶλλον ἐκείνη ἡ ζωή πού μᾶς δίνει ὁ Θεός; Καί πόσο μᾶλλον ἐκείνη ἡ ζωή πού μᾶς δίνει ὁ Θεός, εἶναι ὀμορφότερη καί ἀξίζει νά μᾶς δημιουργεῖ μόνιμο προβληματισμό νά κάνομε κάτι, γιά νά εἴμαστε ἄξιοι τῆς ζωῆς ἐκείνης;
Ἡ καρδιά τοῦ Εὐαγγελίου
Ἄς ἀκούσομε τί λένε μερικοί μεγάλοι ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας γιά τά λόγια αὐτά τοῦ Χριστοῦ.
• Λέγει ἕνας μεγάλος ἅγιος:
Τά λόγια τοῦ Χριστοῦ «οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον…», ἔπρεπε νά τά γράφομε ὄχι μέ μελάνι καί μέ μολύβι, ἀλλά μέ χρυσάφι. Καί ὄχι σέ ἕνα κομμάτι χαρτί. Οὔτε κἄν στό μυαλό μας μόνο, ἀλλά στήν καρδιά μας. Νά τά ἔχομε πάντοτε μέσα μας ζεστά. Νά τά διαβάζομε. Νά τά μελετᾶμε ὅσο περισσότερο μποροῦμε. Ὅσο πιό ταχτικά μποροῦμε. Καί ὅσο πιό βαθειά μποροῦμε. Γιά νά ἀποτελέσουν τόν δρόμο τῆς ζωῆς μας. Γιατί τά λόγια αὐτά τοῦ Χριστοῦ εἶναι γιά τούς πικραμένους χαρά. Γιά τούς πεθαμένους, ζωή καί ἀνάσταση. Καί γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους στερέωμα, πίστη, ἐλπίδα καί κάθε καλό.
• Ἕνας ἄλλος λέει:
Ἔχετε δεῖ τήν μαγνητική βελόνα πού τήν κρεμᾶμε κάπου; Καί αὐτή γυρίζει ἀπό μόνη της καί δείχνει τόν βορρᾶ. Ἐάν ἐξετάσομε ὅλη τή ζωή τοῦ κόσμου καί τῆς Ἐκκλησίας καί ἄν διαβάσομε ὅλη τήν Ἁγία Γραφή, θά δοῦμε ὅτι ὅλα τά λόγια τοῦ Θεοῦ Πατέρα καί τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ δείχνουν μέ τό δάχτυλό τους ὅτι: «Οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν Υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενή ἔδωκεν ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον».
• Καί ἕνας τρίτος ἔλεγε:
«Θά ρθεῖ μιά μέρα πού ἡ ζωή μου θά σμπαραλιάσει. Τά πόδια δέν θά ἀντέχουν νά περπατήσω. Τά χέρια δέν θά ἀντέχουν οὔτε νά πάρω τό ψωμί, νά τό βάλω στό στόμα μου. Τά μάτια μου δέν θά βλέπουν. Τά ἀφτιά μου δέν θά ἀκοῦνε. Καί τό μυαλό μου, θά μισοσταματάει. Γιατί καί αὐτό θά ἔχει σμπαραλιάσει. Μά ἀκόμη καί τότε πού θά σβύνει ἡ ζωή μου, καί δέν θά θυμᾶμαι τίποτε ἀπό ὅλο τό Εὐαγγέλιο, πού τόσο ἀγάπησα στή ζωή μου, θά μοῦ εἶναι ἀρκετό νά θυμηθῶ τότε, ἐπάνω στό νεκρικό μου κρεβάτι, λίγο πρίν ἀφήσω τήν τελευταία μου πνοή, τά λόγια αὐτά τοῦ Κυρίου, γιά νά γλυκάνει ἡ ψυχή μου, νά γεμίσει μέ ἐλπίδα καί νά πετάξει μέ χαρά κοντά στόν Πατέρα μας».
Ποιά εἶναι τά ὡραιότερα καί γλυκύτερα λόγια; «Οὕτως γάρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον ὥστε τόν Υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενή ἔδωκεν ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον».
Κόσμος εἴμαστε ἐμεῖς. Ὄχι τά ξύλα καί τά κοτρώνια. Ἐκεῖνα τά ἔφτειαξε ὁ Θεός. Ἐμᾶς ἀγάπησε. Τόσο πολύ ἀγάπησε τόν κόσμο ὥστε ἔδωκε τόν Υἱό αὐτοῦ τόν μονογενή. Τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό γιά μᾶς.
Τί σημαίνει «τόν ἔδωκε»;
Ἦταν στόν οὐρανό δίπλα του. Καθόταν στό θρόνο τῆς θεότητος. Καί κατέβηκε στή γῆ. Ποῦ κατέβηκε;
Γεννήθηκε στό σπήλαιο. Σπήλαιο σημαίνει μαντρί. Πού ἦταν γεμάτο φουσκιά καί ἄχυρα. Ἀνάμεσα στά ζῶα. Γιατί;
Τήν ἀπάντηση τήν ἀκοῦμε στό σύμβολο τῆς Πίστεως: «Δι’ ἡμᾶς τούς ἀνθρώπους καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν». Γι’ αὐτό κατέβηκε στό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ.
Καί μετά ξεκίνησαν μερικοί μάγοι ἀπό τήν Περσία, σοφοί ἄνθρωποι καί πῆγαν καί τόν βρῆκαν καί τόν προσκύνησαν. Στό σπήλαιο. Ἀνάμεσα στά ζῶα. Γιά νά μᾶς δείξουν, καί νά μᾶς δείξει ὁ Θεός μέ τό μεγάλο αὐτό θαῦμα, ὅτι ὁ Χριστός καί ἄν εἶναι κατεβασμένος καί κάθεται ἀνάμεσα στίς κοπριές καί στίς δυσωδίες, δέν παύει ποτέ νά εἶναι ὁ Κύριος, Βασιλέας τοῦ κόσμου, σωτήρας καί εὐεργέτης μας.
Οὔτε τότε πού τόν ἔδερναν. Οὔτε τότε πού τόν ἔφτυναν. Οὔτε τότε πού τόν ἐσταύρωναν. Καί μάλιστα τότε πού τόν ἐσταύρωναν ὁ Χριστός ἔδωσε ὅτι καλύτερο καί περισσότερο εἶχε γιά μᾶς.
Τί εἶναι τό καλύτερο καί περισσότερο;
Ἐμεῖς θέλομε ἥσυχη, ἤρεμη, εὐχάριστη καί χαρούμενη ζωή.
Ὁ Χριστός τίς τελευταῖες του ἡμέρες μέ τά πάθη του, εἶχε ὅλα τά ἀντίθετα. Ἔδωκε ὁ Πατέρας τόν Υἱό του εἰς θάνατον, ἀτιμωτικό θάνατο, γιά μᾶς, γιά νά μᾶς θυμίζει ὅτι γιά τίς ἁμαρτίες μας ἀξίζουμε νά ἐξευτελιστοῦμε. Καί νά ἐξευτελιζόμαστε αἰώνια, γιατί δέν εἶναι δυνατόν ἕνας ἄνθρωπος νά ποδοπατάει μέ καταφρόνηση τόν νόμο τοῦ Θεοῦ καί νά περνάει ἀπαρατήρητο.
Μά ὁ Θεός Πατέρας ἀντί νά τιμωρήσει ἐμᾶς, πού ἔχομε λίγο μυαλό, ἔδωκε θυσία γιά μᾶς τόν Υἱό του. Καί εὐδόκησε νά παίρνομε ἐμεῖς, πού τό μυαλό μας λασπώνει ἀπό τήν ἀνοησία πού μᾶς δέρνει, τό σῶμα του καί τό αἷμα του «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν αἰώνιον».
Τά ἀκοῦμε αὐτά, καί τί κάνομε;
Ψάχνομε νά βροῦμε τρόπο, πῶς θά κοινωνοῦμε πιό τακτικά; Ποδοπατώντας ὅτι μᾶς ἐμποδίζει ἀπό τήν συχνή Θεία Κοινωνία; Ἤ συνεχίζομε νά φερνόμαστε ἀνόητα.
Τά διηγεῖσαι χωρίς νά κλαῖς;
Λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: Γιά σκεφθεῖτε. Τότε πού κατέβηκε ὁ Χριστός στόν κόσμο, ὁλόκληρος ὁ κόσμος ἐκτός ἀπό τόν Ἰσραήλ, τό πολύ ἕνα ἑκατομμύριο ἄνθρωποι τότε, ἦταν ὅλοι εἰδωλολάτρες.
Καί ὁ Θεός ἔστειλε στόν κόσμο τόν Υἱό του, γιά ὅλο τόν κόσμο. Γιά ἀσεβεῖς καί ἁμαρτωλούς καί ἀθέους. Γιατί λοιπόν σύ ἄνθρωπε, εὐλογημένο παιδί τοῦ Θεοῦ κάθε τόσο ρωτᾶς γιά τά κρίματα τοῦ Θεοῦ:
Γιατί τοῦτο; Γιατί ἐκεῖνο; Γιατί νά σκοτωθεῖ αὐτός ὁ καλός ἄνθρωπος πού ἦταν τόσο χρήσιμος; Γιατί νά τό κάνει ὁ Θεός αὐτό; Σέ μᾶς καί στήν Ἐκκλησία του;
Λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος:
Ἐκεῖνος πού δέν λυπήθηκε τόν Υἱό του, καί τόν ἔδωσε γιά μᾶς, δέν τό καταλαβαίνετε ὅτι μαζί μέ τόν Υἱό του εἶναι πρόθυμος νά δώσει καί ὅλα του τά ἀγαθά;
Γιατί λοιπόν κρίνετε τί κάνει ὁ Θεός καί δυσκολεύεστε νά τό καταλάβετε καί νά τό βάλετε βαθειά μέσα σας ὅτι ἡ καλωσύνη τοῦ Θεοῦ ὅλα, ὅτι καί ἄν εἶναι, ὅτι καί ἄν φαίνονται, ξέρει νά τά στρέψει σέ καλό; Καί νά βγάλει ἀπό ὅλα ὠφέλεια;
Ἕνας ἱεραπόστολος μιλοῦσε γιά τόν Χριστό σέ μιά χώρα τῆς Ἀφρικῆς. Τοῦ λέει ἕνας ἰθαγενής:
-Αὐτά πού λές τώρα γιά τόν Χριστό εἶναι ἀληθινά;
-Βέβαια· τοῦ ἀπαντᾶ.
-Ὥστε ὅλα αὐτά πού λές, ὅτι ἔγινε ὁ Θεός ἄνθρωπος καί γεννήθηκε στό σπήλαιο καί ἔκανε ἐκεῖνα τά μεγάλα ἔργα καί σταυρώθηκε γιά μᾶς εἶναι ἀληθινά;
-Ἀληθινά εἶναι!
-Καί ἔχεις τό θάρρος καί μπορεῖς καί τά διηγεῖσαι χωρίς νά κλαῖς;
Μηδενός ἐξαιρουμένου
Τί εἶναι ἐκεῖνο πού μᾶς κάνει αὐτά πού ἀκοῦμε γιά τόν Χριστό, τόν σωτήρα καί εὐεργέτη, Θεό ἐνανθρωπήσαντα νά τά ἀκοῦμε μέ κρύα καρδιά;
Νά τί φταίει. Δέν μιλᾶνε μέσα στήν ψυχή μας πολύ, γιατί δέν φροντίσαμε νά τά καταλάβομε καλά. Καί ὅταν τά καταλαβαίνομε λίγο μέ τό μυαλό, δέν τά κατεβάζομε στήν καρδιά, νά τά ἀγαπήσομε ὅπως πρέπει. Οὔτε τά κάνομε πόνο καί κόπο τῆς ζωῆς μας. Οὔτε ἀγωνιζόμαστε νά τά κάνομε πραγματικότητα.
Ἕνας μουσικός, ἔφτειαξε μιά ὡραία μελωδία.
Ποιά ἦταν ἡ μελωδία; Τά λόγια τοῦ Χριστοῦ: «οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον ὥστε τόν Υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενή ἔδωκεν». Καί ξέρετε τί ἔκανε; Τό μεγαλύτερο μουσικό «βάρος» τό ἔβαλε στίς λέξεις: «Ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν».
Βουΐζε ὁ κόσμος, ὅταν ἔφτανε ἡ χορωδία στό «ἵνα πᾶς». Γιατί; Γιά νά τονιστεῖ ὅτι: Δέν ἐξαιρεῖται κανένας. Οὔτε ὁ βασιλιάς, οὔτε ὁ πρωθυπουργός, οὔτε ὁ πρόεδρος, οὔτε ἡ φτωχούλα γυναίκα τοῦ χωριοῦ, οὔτε τό ἀλητάκι πού γυρίζει στό δρόμο, οὔτε ὁ ληστής, οὔτε ἡ πόρνη, οὔτε ὁ τελώνης, οὔτε κανένας δέν ἐξαιρεῖται.
Ἀρκεῖ τί νά κάνει; Νά γίνει «πιστεύων».
«Ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν». Νά ἀφήσει κάθε ἄλλο τρόπο ζωῆς καί νά πιστέψει, νά καταλάβει ὅτι ἡ ζωή τοῦ κόσμου εἶναι ὁ Χριστός.
Γιατί γκρινιάζομε;
Ἄς τελειώσομε μέ μιά μικρή ἱστορία.
Ἦταν ἕνα καλό σπίτι. Ρωτάει ὁ μικρός τόν πατέρα του:
-Ἀλήθεια μπαμπά, εἶναι σωστό ὅτι ὁ Χριστός γεννήθηκε στή Βηθλεέμ καί ἔγινε ἄνθρωπος;
-Ναί, παιδί μου. Μά γιατί ρωτᾶς;
-Γιατί μερικοί φαίνονται σάν νά μήν τό καταλαβαίνουν αὐτό τό πράγμα καί νά μήν τό ξέρουν. Κάτι ἄλλοι μοῦ φαίνονται πῶς δέν ξέρουν τίποτε.
-Καί πῶς σοῦ φαίνεται ἔτσι; Ρώτησε ὁ πατέρας.
-Νά σοῦ πῶ πατέρα. Μερικοί ἄνθρωποι εἶναι ὅλο γκρίνια, ὅλο κακομοιριά, ὅλο στενοχώρια καί ὅλο θυμό. Ἐγώ νομίζω, ὅτι ὅποιος ἔχει καταλάβει ὅτι ὁ Χριστός ἦλθε στόν κόσμο γιά μᾶς, πρέπει νά ἔχει πάντα εἰρήνη καί χαρά. Κάνω λάθος;
Σοφή παρατήρηση.
Ἀλλά ἡ εἰρήνη καί ἡ χαρά δέν εἶναι στό αἷμα μας. Οὔτε ὁ θυμός καί ἡ γκρίνια. Δέν εἶναι τοῦ χαρακτήρα ἰδιώματα. Ἀλλά εἶναι καρποί πίστης καί ἀγώνα.
Τό Εὐαγγέλιο μᾶς λέγει: Δέν ἦλθε ὁ Χριστός στόν κόσμο νά τόν κρίνει καί νά τόν δικάσει. Νά τόν τιμωρήσει. Ἀλλά ἦλθε προσφέροντας τό αἷμα του φάρμακο· καί τήν πίστη του ἐλπίδα ἀνά πᾶσα στιγμή, νά μᾶς καλέσει ὅλους κοντά του.
Ὅποιος δέν ἀνταποκρίνεται σέ τέτοιες δωρεές τοῦ Χριστοῦ δέν νομίζετε, ὅτι μένει ἔξω ἀπό τήν αἰώνια ζωή μόνος του;
Ποιός τοῦ φταίει; Κανένας.
Νά μᾶς ἐλεήσει ὁ Θεός, νά μᾶς φωτίζει, νά γλυκαίνει τήν ψυχή μας. Καί ἀκόμη νά ἀτσαλώνει τά νεῦρα μας, τά νεῦρα τοῦ ψυχικοῦ μας κόσμου, νά ἀγωνιζόμαστε γιά τό ἅγιο θέλημά του. Καί γιά νά ἰσιώνομε μέ αὐτό, τό δικό μας θέλημα, τήν σκέψη μας, τό μυαλό μας καί τήν καρδιά μας. Ἀμήν.-
Μητροπολίτου Νικοπόλεως κυροῦ Μελετίου,
διασκευασμένη ὁμιλία πού ἔγινε στίς 12/9/2004, στά Μελιανά
3.
Ἡ σωτήρια ὕψωση
Βαρνάβας Λαμπρόπουλος (Ἀρχιμανδρίτης)
Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ εἶναι συνέχεια τῆς συνομιλίας τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸν Νικόδημο. Ὁ Χριστὸς τοῦ ἔχει μιλήσει γιὰ τὴ μέγιστη εὐεργεσία τοῦ βαπτίσματος καὶ ὅτι χωρὶς αὐτὴν δὲν μπορεῖ κάποιος νὰ δεῖ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καὶ τώρα «ἐπάγει τὴν ταύτην αἰτίαν καὶ ἐκείνης οὐκ ἐλάττονα» (ἱερὸς Χρυσόστομος).
Ὁ συνθρόνος μὲ τὸν Πατέρα Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου
Ὅμως, πρὶν τοῦ μιλήσει γιὰ τὴν αἰτία τοῦ βαπτίσματος, τὸν Σταυρό του, ἐπειδὴ ὁ Νικόδημος φάνηκε στὴν ἀρχὴ νὰ τὸν θεωρεῖ ἁπλῶς «ἀπὸ Θεοῦ διδάσκαλο», ὁ Χριστὸς τοῦ φανερώνει καλύτερα τὴν ταυτότητά του. Ὀνομάζει βέβαια Αὐτὸν ποὺ κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανό, δηλαδὴ τὸν Ἑαυτό του, «υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου», ἀλλὰ δὲν ἀναφέρεται μόνο στὴν ἀνθρώπινη φύση του, ἀλλὰ σὲ ὅλη του τὴν ὑποσταση· «ἀπὸ τῆς ἑλλάττοvος οὐσίας ὅλον ἑαυτὸν ὠνόμασε». Εἶναι ἀξιοπρόσεκτο ὅτι ὁ Χριστός, ἀπὸ ὅλα τὰ ὀνόματα τοῦ Μεσσία στὴν Παλαιὰ Διαθήκη προτιμοῦσε συχνὰ νὰ χρησιμοποιεῖ αὐτὸ τὸ ὄνομα, διότι κατεξοχὴν ἐξέφραζε τὴν ταπείνωσή του.
Λέει, λοιπόν, στὸν Νικόδημο (κατὰ τὴν ἑρμηνεία τοῦ Χρυσορρήμοvος): «Μὴ νομίσεις ὅτι εἶμαι ἕνας διδάσκαλος ὅπως οἱ πολλοὶ τῶν προφητῶν, ποὺ κατάγονται ἀπὸ τὴ γῆ. Ἐγὼ κατέβηκα ἀπὸ τὸν οὐρανό. Ἐκεῖ μένω». «Καὶ ἀκούγοντας ὅτι κατέβηκα», συμπληρώνει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος, «μὴ νομίσεις ὅτι δὲν εἶμαι καὶ ἐκεῖ. Διότι, καὶ ἐδῶ βρίσκομαι σωματικά, καὶ ἐκεῖ συγκάθημαι θεϊκῶς μὲ τὸν Πατέρα μου». Αὐτὴ ἡ ἀποκάλυψη ἀναδεικνύει καὶ ὅλο τὸ μεγαλεῖο τῆς κένωσης τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ Πατρός, ποὺ τὸν ἔστειλε νὰ σταυρωθεῖ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου.
Χάλκινος ὄφις καὶ Σταυρὸς
Καὶ στὴ σημερινὴ περικοπὴ εἶναι συγκλονιστικὸ ὅτι τὸ ἀτιμωτικὸ κρέμασμα στὸν Σταυρό, ὁ Χριστὸς τὸ ὀνομάζει «ὕψωση», παραβάλλοντάς την μὲ τὴν ὕψωση τοῦ χάλκινου ὄφεως ἀπὸ τὸν Μωυσῆ στὴν ἔρημο. Ἀνάμεσα ὅμως στὴν προτύπωση καὶ στὸ πραγματικὸ γεγονὸς ὑπάρχουν σημαντικὲς διαφορές, ποὺ τονίζουν ἀκόμη περισσότερο τὴν ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, καὶ -κατὰ τὸν Χρυσορρήμονα Ἰωάννη- εἶναι οἱ ἑξῆς:
«Ἐκεῖ οἱ Ἑβραῖοι διέφυγαν τὸν πρόσκαιρο θάνατο, ἐνῶ ἐδῶ οἱ πιστεύοντες σώζονται ἀπὸ τὸν αἰώνιο θάνατο τοῦ ὁριστικοῦ χωρισμοῦ ἀπὸ τὸν Θεό. Ἐκεῖ, ὅποιος κοιτοῦσε μὲ τοὺς σωματικοὺς ὀφθαλμοὺς τὸ κρεμασμένο χάλκινο φίδι θεραπευόταν ἀπὸ δήγματα ὄφεων, ἐνῶ ἐδῶ κοιτώντας μὲ τὰ μάτια τῆς πίστης τὸν σταυρωμένο Χριστὸ θεραπεύουμε τὶς πληγὲς ἀπὸ τὸν νοητὸ δράκοντα διάβολο, λαμβάνοντας συγχώρηση γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας. Καὶ μιὰ ὁμοιότητα: Ὅπως ἐκεῖ, τὸ φίδι ποὺ δάγκωνε εἶχε δηλητήριο, ἐνῶ τὸ φίδι ποὺ θεράπευε δὲν εἶχε, ἔτσι κι ἐδῶ, ὁ ψυχικός μας Θάνατος προκαλεῖται ἀπὸ τὸ δηλητήριο τῆς ἁμαρτίας, ἐνῶ τὸ ἀντίδοτό του, ὁ Σταυρὸς εἶναι Θάνατος τοῦ μόνου ἀναμάρτητου Χριστοῦ».
Αὐτὴ ἡ ἑκούσια ὕψωση τοῦ Χριστοῦ στὸν Σταυρὸ εἶναι ἡ αἰτία τῆς διὰ τοῦ Βαπτίσματος σωτηρίας μας. Χωρὶς τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ σωθοῦμε. Αὐτὸ εἶναι τὸ θέλημα καὶ ἡ εὐδοκία τοῦ ἐπουράνιου Πατρός, ὁ Ὁποῖος τόσο μᾶς ἀγάπησε, ὥστε «ἔδωκεν» τὸν Μονογενῆ Υἱό του νὰ θυσιαστεῖ γιὰ ἐμᾶς. Ἡ φράση «οὕτω ἠγάπησεν» δείχνει «πολλήν τῆς ἀγάπης τὴν ἐπίτασιν». Γιατί ποιὸς μπορεῖ νὰ συγκρίνει τὸν Ἀγαπώντα μὲ τὸν ἀγαπώμενο; Ἡ διαφορὰ εἶναι ἄπειρη. Ἐκεῖνος εἶναι ἄναρχος, ἀθάνατος καὶ ἡ μεγαλωσύνη του εἶναι ἀπέραντη, ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι «γῆ καὶ σποδὸς» καὶ γεμάτος ἀπὸ μύρια ἁμαρτήματα. Καὶ γιὰ νὰ σώσει ὁ Θεὸς αὐτὴ τὴ στάχτη, στέλνει ὄχι ἕναν δοῦλο, οὔτε ἄγγελο, οὔτε ἀρχάγγελο, ἀλλὰ τὸν ὁμοούσιο Υἱό του καὶ Θεὸ ἀληθινό, τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό.
«Πάντας ἑλκύσω» στὸν σταυρὸ
Τὸ γεμάτο ἐλπίδα εὐαγγελικὸ ἀπόσπασμα καταλήγει μὲ τὴν ἐπίσης γεμάτη ἀγάπη φράση ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἔστειλε τὸν Υἱό του γιὰ νὰ κρίνει τὸν κόσμο ἀλλὰ γιὰ νὰ σώσει τὸν κόσμο. Ἡ πρώτη του αὐτὴ Παρουσία ἀποτελεῖ κάλεσμα σὲ σωτηρία. Ὅποιος ἐλεύθερα ἀνταποκριθεῖ σ’ αὐτὴ τὴν κλήση, ὄχι ἁπλῶς θὰ γλιτώσει ἀπὸ τὰ θανατηφόρα δήγματα τοῦ ἰοβόλου δράκοντος διαβόλου, ἀλλὰ καὶ θὰ ἀποκτήσει τὴ δυνατότητα νὰ ὑψωθεῖ κι αὐτὸς ἐκεῖ ἀπὸ ὅπου κατέβηκε ὁ Χριστός: στὸν θρόνο τοῦ ἐπουράνιου Πατέρα. Τὸ ὑποσχέθηκε ὁ Χριστὸς στοὺς μαθητές του: «Κἀγὼ ἐὰν ὑψωθῶ ἐκ τῆς γῆς πάντας ἑλκύσω πρὸς ἐμαυτὸν» (Ἰω. 12,32). Αὐτὴ ἡ ἀνυψωτικὴ ἕλξη μας «περνάει» πρῶτα ἀπὸ τὸν προσωπικό μας σωτήριο σταυρό, τὸν σταυρὸ τῆς δικῆς μας ὑπακοῆς στὸ θέλημα τοῦ Πατρός. Καὶ ὁ ἴδιος ὁ Σωτήρας μας ἀνέβηκε στὸν Πατέρα του, ἀφοῦ πρῶτα ἑκούσια «ὑψώθηκε ἐκ τῆς γῆς», πάνω στὸν Σταυρὸ γιὰ τὴ δική μας σωτηρία.
Δὲν ὑπάρχει… ἄλλος δρόμος ποὺ νὰ ὁδηγεῖ στὴ δόξα τοῦ Πατρός. Τὰ «εὐαγγέλια» τῆς ἄνεσης καὶ τῆς κατὰ κόσμον εὐημερίας ἀποδείχθηκαν δαιμονικὲς παγίδες καὶ παραχαράξεις τοῦ γνήσιου εὐαγγελικοῦ μηνύματος. Ὁ χριστιανισμὸς «τῆς πολυθρόνας» εἶναι ἕνα κακέκτυπο τῆς ἀληθινῆς χριστιανικῆς ζωῆς, καὶ ὑποχώρηση καὶ στοὺς τρεῖς πειρασμοὺς τοῦ διαβόλου, τοὺς ὁποίους «ὡς σκεύη κεραμέως» συνέτριψε ὁ Χριστὸς στὴν ἔρημο. Τελικά, μόνο ἀτενίζοντας μὲ πίστη στὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ μποροῦμε νὰ σωθοῦμε ἀπὸ τὰ θανατηφόρα δαγκώματα τῶν «φιδιῶν» τῆς φιληδονίας, τῆς φιλοδοξίας καὶ τῆς φιλοκτημοσύvης, καὶ ἐλεύθερα νὰ σταυρώσουμε τὸν ἑαυτό μας «σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις», ὥστε νὰ ἀναστηθοῦμε καὶ νὰ ζοῦμε αἰώνια «ἐν Χριστῷ».
4.
Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ ἀποκάλυψη τῆς Θείας ἀγάπης
Καραβιδόπουλος Ἰωάννης (Καθηγητής Πανεπιστημίου)
Κυριακὴ πρὸ τῆς Ὑψώσεως
«Εἶπε ὁ Κύριος: Κανένας δὲν ἀνέβηκε στὸν οὐρανὸ παρὰ μόνο ὁ Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου, ποὺ κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανό, καὶ ποὺ εἶναι στὸν οὐρανό. Ὅπως ὁ Μωυσῆς ὕψωσε τὸ χάλκινο φίδι στὴν ἔρημο, ἔτσι πρέπει νὰ ὑψωθεῖ ὁ Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου, ὥστε ὅποιος πιστεύει σ’ αὐτὸν νὰ μὴ χαθεῖ ἀλλὰ νὰ ζήσει αἰώνια. Τόσο πολὺ ἀγάπησε ὁ Θεὸς τὸν κόσμο, ὥστε παρέδωσε στὸν θάνατο τὸν μονογενῆ του Υἱό, γιὰ νὰ μὴ χαθεῖ ὅποιος πιστεύει σ’ αὐτὸν ἀλλὰ νὰ ἔχει ζωὴ αἰώνια. Γιατί, ὁ Θεὸς δὲν ἔστειλε τὸν Υἱό του στὸν κόσμο γιὰ νὰ καταδικάσει τὸν κόσμο, ἀλλὰ γιὰ νὰ σωθεῖ ὁ κόσμος δι’ αὐτοῦ» (Ἰωάν. 3, 13-17).
Τὰ λόγια του Χριστοῦ στὴν περικοπὴ Ἰωάν. 3, 13-17 ἀποτελοῦν μέρος τῆς συζητήσεώς του μὲ τὸν Νικόδημο, τὸν Ἰουδαῖο ἄρχοντα ποὺ ἦλθε μία νύκτα κρυφὰ ἀπὸ τοὺς ὁμοθρήσκους του νὰ καταθέσει τὴν προσωπικὴ ὁμολογία του πρὸς τὸν σταλμένο ἀπὸ τὸν Θεὸ διδάσκαλο ποὺ ἐπιτελεῖ θαυμαστὰ ἔργα καὶ σημεῖα, τὰ ὁποῖα μαρτυροῦν ὅτι ὁ Θεὸς ἐνεργεῖ δι’ αὐτοῦ. Ὁ Χριστὸς δέχεται τὴν κρυφὴ ὁμολογία τοῦ Νικοδήμου, βρίσκει εἰλικρινεῖς τὶς προθέσεις του καὶ τοῦ ἀποκαλύπτει μερικὲς βασικὲς πτυχὲς τῆς διδασκαλίας του ποὺ εἶναι συγχρόνως καὶ ὑπόμνημα στὸ ὅλο ἔργο του καὶ στὸ σκοπὸ τῆς Ἐνανθρωπήσεώς του.
Ἀφοῦ τοῦ ὁμιλεῖ στὴν ἀρχὴ γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου ὡς προϋπόθεση κατανοήσεως καὶ βιώσεως τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, φθάνει στὸ κέντρο τῆς διδασκαλίας ἀλλὰ καὶ τῆς ἀποστολῆς του: Στὴν ὕψωσή του στὸν σταυρὸ ποὺ ἀποτελεῖ ἀποκάλυψη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν κόσμο. Καὶ ἐπειδὴ ὁ συνομιλητὴς του εἶναι Ἰουδαῖος, τοῦ δίνει ἕναν τύπο, μία προεικόνιση τοῦ κοσμοσωτηρίου αὐτοῦ γεγονότος ἀπὸ τὴν ἱστορία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης: «Ὅπως ὁ Μωυσῆς ὕψωσε τὸ χάλκινο φίδι στὴν ἔρημο, ἔτσι πρέπει νὰ ὑψωθεῖ ὁ Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου (ἐννοεῖ στὸν Σταυρό), ὥστε ὅποιος πιστεύει σ’ αὐτὸν νὰ μὴ χαθεῖ ἀλλὰ νὰ ζήσει αἰώνια». Ἀναφέρεται δηλ. στὸ γεγονὸς ἐκεῖνο τῆς ἰσραηλιτικῆς ἱστορίας κατὰ τὸ ὁποῖο δηλητηριώδη φίδια ἐμφανίσθηκαν στὸ στρατόπεδο τῶν Ἰσραηλιτῶν στὴν ἔρημο καὶ σκόρπισαν τὸν θάνατο στὸν λαὸ ποὺ γόγγυζε κατὰ τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ ὁ ἐλευθερωτὴς καὶ σωτήρας Θεὸς δὲν ἄφησε τὸν λαό του νὰ χαθεῖ. Ἔδωσε ἐντολὴ στὸν Μωυσῆ νὰ ὑψώσει ἕνα χάλκινο φίδι μέσα στὸ στρατόπεδο πάνω σ’ ἕνα κοντάρι, ὥστε νὰ τὸ βλέπουν οἱ προσβαλλόμενοι ἀπὸ φίδια καὶ νὰ διαφεύγουν τὸν θάνατο (Ἀριθμ. 21, 4-9). Σ’ αὐτὸ βλέπει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ποὺ ἑρμηνεύει αὐθεντικὰ τὴν Π. Διαθήκη, μία προτύπωση τοῦ σταυροῦ του.
Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ποὺ μὲ ποικίλους τρόπους ἐκδηλώθηκε μέσα στὴν ἱστορία τῶν ἀνθρώπων ἀποκορυφώνεται στὴ θυσία τοῦ σταυροῦ, ὁ ὁποῖος δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνα Ἱστορικὸ γεγονὸς ἀλλὰ πράξη ὑπέρτατης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν προσβλημένη ἀπὸ τὸ φίδι τῆς ἁμαρτίας καὶ τὴν καταδικασμένη σὲ θάνατο ἀνθρωπότητα. Ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ γεγονὸς ὄχι μόνον τῆς ἱστορίας τῆς ἀνθρωπότητας ἀλλὰ γεγονὸς μὲ ἰδιαίτερο νόημα γιὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ κάθε ἀνθρώπου ξεχωριστὰ· ἔχει νόημα καὶ περιεχόμενο ὑπαρξιακό. Ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐν συνεχείᾳ ἡ ἀνάστασή του δὲν ἔχουν ἄλλο σκοπὸ παρὰ τὴ χορήγηση τῆς ζωῆς στοὺς ἀνθρώπους.
Εἶναι γνωστὸ σ’ ὅλους πόσο ἐπιθυμοῦμε τὴ ζωή, τὴν εὐτυχισμένη καὶ ὅσο γίνεται πιὸ μακροχρόνια ζωὴ καὶ πόσο ὁ φόβος τοῦ θανάτου μᾶς παραλύει καὶ μᾶς δημιουργεῖ ἀγωνιώδη προβλήματα καὶ ἐρωτήματα. Ὁ θάνατος τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ πάνω στὸν σταυρὸ – γιὰ τὸν ὁποῖο κανεὶς ἄνθρωπος δὲν εὐθύνεται σὲ τελευταία ἀνάλυση, οὔτε Ἰουδαῖος οὔτε Ρωμαῖος, παρὰ μόνο ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν κόσμο – ὁ θάνατος αὐτὸς κατὰ παράδοξο τρόπο ποὺ ὑπερβαίνει τὰ μέτρα τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς παρέχει ζωὴ καὶ μάλιστα ζωὴ χωρὶς τέρμα, χωρὶς ἀγωνία θανάτου, ζωὴ αἰώνια.
Εἶναι σημαντικὸ γιὰ τὸν ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς μας ἀλλὰ καὶ κάθε ἐποχῆς νὰ γνωρίζει – κι αὐτὸ εἶναι τὸ οὐσιαστικὸ μήνυμα τῆς περικοπῆς – ὅτι ὁ Θεὸς δὲν εἶναι μόνον ὁ αὐστηρὸς τιμωρός, ὁ δίκαιος κριτής, ἀλλὰ κατὰ πρῶτο καὶ κύριο λόγο ὁ γεμάτος ἀγάπη σωτήρας τῶν ἀνθρώπων. Κι ἡ ἀγάπη αὐτὴ δὲν εἶναι μία συναισθηματικὴ τοποθέτηση· ἀλλὰ εἶναι ἕνα συγκεκριμένο ἱστορικὸ γεγονός, ὁ σταυρὸς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
5.
Κυριακὴ πρὸ τῆς Ὑψώσεως
Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))
Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἰοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Στή σημερινή περικοπή τοῦ Ευαγγελίου, λέμε ὅτι ο Θεός δὲν ἔστειλε τὸν μονογενῆ Του Υἱὸ στὸν κόσμο γιὰ νὰ κρίνει τὸν κόσμο, ἀλλά γιὰ νὰ σώσει τὸν κόσμο. Ὁ Ζωντανὸς Θεός γίνεται ἡ ἀλήθεια τοῦ ζῶντος ἀνθρώπου, μοιράζεται μαζί του ὅλη τὴν ἀνθρώπινη μοίρα, τὴν κατάσταση τοῦ δημιουργήματος ἑνός πεπτωκότος κόσμου, ὅλα τά δεινά, περιλαμβάνοντας καὶ τὴν τραγωδία τοῦ θανάτου, πού περιέχει καὶ τὴν τραγική ἀπώλεια τῆς συναίσθησης τῆς κοινωνίας μὲ τὸν Πατέρα: Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί μὲ ἐγκατέλειπες; Καὶ σωζόμαστε, μὲ τὴν ζωή Του, καὶ τὸν θάνατό Του, και τὰ λόγια Του: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασι τὶ ποιοῦσι» (Πατέρα, συγχώρησέ τους, δεν ξέρουν τὶ κάνουν). Ἀλλά αὐτά τὰ λόγια μπορεῖ νὰ ταιριάζουν καὶ σὲ μᾶς πού ξέρουμε, θα μπορούσαμε νὰ ξέρουμε – δὲν ἔχουμε ἀκούσει τὸ Εὐαγγέλιο; Ὁπότε δὲν ἔχουμε ἀκούσει τὶ ἔπαθε ὁ Χριστός, ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτωλότητάς μας; Δὲν εἴμαστε λοιπόν γνῶστες ὅτι τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ ταιριάζουν σ’ ὅλους μας; – κι ὄμως ὑπάρχει μιὰ διαφορά.
Ὁ Ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ, λέει σὲ κάποιον ἀπό τοὺς ἐπισκέπτες του, ..Ναί, νὰ εἶσαι βέβαιος γιὰ τὴν συγχωρητικότητα τοῦ Θεοῦ, νὰ εἶσαι βέβαιος ὅτι ὁ Θεός ἀπαντᾶ στὶς προσευχές σου, ἀλλά θυμήσου ἕνα πράγμα: τὸ τίμημα πού Ἐκεῖνος πλήρωσε γιὰ νἄχει τὴν δύναμη τῆς συγχώρησης, κι ἄς μὴν τοῦ ζητᾶμε κάτι λίγο γιὰ συγχώρηση, ἄς μὴν ἔρχομαστε ἀνάξιοι στὴν προσευχή πρὸς Ἐκεῖνον, γιατί ὁ θάνατος Του, συνηγορεῖ στὴν συγχώρησή μας. Καὶ δὲν μποροῦμε χωρίς μιὰ ἀνταπόκριση ἀπό τὸ βαθύτερο εἶναι μας στραμμένο πρὸς τὸν θεό καὶ νὰ ζητᾶμε τὴν συγχώρηση μὲ τὸ κόστος τοῦ θανάτου Του, καὶ νὰ μὴν τοῦ προσφέρουμε τίποτε, τίποτε παρά μόνον τὴν ἐπιθυμία μας νὰ εἴμαστε ἐλεύθεροι ἀπό τὸ φορτίο πού μᾶς συνθλίβει.
Καὶ ἄν ἀναρωτιόμαστε τὶ νὰ Τοῦ προσφέρουμε – μποροῦμε νὰ Τοῦ προσφέρουμε πρῶτα ἀπ’ ὅλα τὴν εὐχαριστία μας. Μιὰ εὐχαριστία γι’ αὐτή τὴν ἀγάπη πού ἀπό μόνη της μπορεῖ νὰ μᾶς σώσει, μιὰ ἀγάπη τόσο μεγάλη πού Ἐκεῖνος ἀποδέχθηκε ὄχι μόνο τὴν ἀνθρώπινη μοίρα μας, ἀλλά τὸ νὰ χάσει τὴν κοινωνία μὲ τὸν Πατέρα, μὲ σκοπό νὰ βρεῖ τὴν ταυτότητά Του μὲ μᾶς, μ’ ὅλους τοὺς τρόπους καὶ νὰ ἐκτιμήσει, Αὐτός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἔχοντας μείνει χωρίς Θεό, πάνω στὸν Σταυρό, καὶ νὰ ἱκετεύσει γιὰ μᾶς πού πρέπει νὰ συγχωρηθοῦμε….
Ἀλλά ἐδῶ ὑπάρχει κάτι ἀκόμα πού μποροῦμε νὰ πάρουμε ἀπ’ τὸ σημερινό δεύτερο Μάθημα: ἡ ἱστορία τῆς γυναίκας πού μοίχευσε. Αὐτή ἡ γυναίκα ἔχοντας ἁμαρτήσει, ἐλεύθερα, ἐλαφρόμυαλα, χωρίς νὰ τὸ καταλαβαίνει, ὡστόσο μία ἀπό ἐκείνους πού δεν ξέρουν τὶ κάνουν! Και ξαφνικά βρίσκεται πρόσωπο μὲ πρόσωπο μὲ τὸ γεγονός ὅτι ἡ ἁμαρτία «πέθανε». Θεωροῦσε δεδομένο, καὶ ἡ Παλαιά Διαθήκη διακήρυττε ὅτι τῆς πρέπει θάνατος. Κι αὐτή ἔρχεται στὸν Χριστό, μὲ τὸ πλῆθος τὸ ὁποῖο ἤθελε νὰ τῆς ἀποδοθεῖ ἡ τιμωρία μὲ τὴν σκληρότητα τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου, χωρίς ἔλεος. Κι ὁ Χριστός εἶδε ὅτι ἐκείνη τὴν στιγμή ἐκείνη εἶχε καταλάβει τά πάντα. Ἤξερε ὅτι ἡ ἁμαρτία σημαίνει θάνατος, μιὰ ἀπόλυτη καταστροφή στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πού πεθαίνουν χωρισμένοι ἀπ’ τὸν Θεό, γιατί μόνον στόν Χριστό, μποροῦμε νὰ βροῦμε τὸν δρόμο μας γιὰ νὰ ἐπιστρέψουμε σ’ Ἐκεῖνον. Ἐκεῖ δὲν ὑπάρχει ἄλλος δρόμος ἀπό τὴν κάθοδο στὸν Ἅδη; Τὸν τόπο τῆς ἀθεράπευτης κι ἀπόλυτης ἀπουσίας τοῦ Θεοῦ. Ἐκείνη ἤξερε ὅτι ὅλα τελειώνουν, ὄχι μόνο ὅσα συνέβησαν κάποτε, ἀλλά ἡ αἰωνιότητα θα γίνει σκοτάδι καὶ θάνατος: ἄν μόνο μποροῦσε να ἐπιστρέψει στὴν παροῦσα ζωή, για νὰ μετανοήσει, ἄν εἶχε χρόνο νὰ ζήσει μιὰ ζωή τέτοια πού ν’ ἀξίζει γιὰ τὸν Θεό καὶ τὸν ἑαυτό της- θα τὄκανε!
Κι αὐτό ὁ Θεός τὸ εἶδε σ’ αὐτήν, αὐτός ἦταν κι ὁ λόγος πού στράφηκε στοὺς δικαστές, τοὺς ἁμαρτωλούς ἄνδρες καὶ γυναῖκες, πού ἑτοιμάζονταν νὰ σκοτώσουν τὴν γυναίκα γιὰ τὶς ἁμαρτίες της, ἐνῶ ἐκεῖνοι δὲν ἀντιλαμβάνονταν τήν δική τους ἁμαρτωλότητα κι ὅτι κουβαλοῦσαν θάνατο στοὺς ὤμους τους ἐξ αἰτίας τοῦ ἑαυτοῦ τους· «Ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλλέτω» (Αὐτός πού δεν ἔχει ἁμαρτίες ἀπό σᾶς ἄς ρίξει τὶς πρῶτες πέτρες) – καὶ κανείς δὲν τόλμησε, γιατί ἐκείνη τὴν στιγμή, αὐτές οἱ λέξεις τόσο ἁπλές καὶ τόσο ἄμεσες, τοὺς ἔκαναν νὰ συνειδητοποιήσουν τὴν ἀλήθεια, ὅτι, Ναί, – οὔτε ἕνας δὲν ἦταν χωρίς ἁμαρτία, κι ὅλοι ἐρήμην τοῦ Θεοῦ ἄφηναν τὴν ἀξιοπρέπεια, πρόδιδαν τὸ ἐπάγγελμά τους, γιατί δὲν ὑπῆρχε ἄλλη ἑτυμηγορία γιὰ αὐτούς ἀπό μιὰ ἀπόφαση θανάτου: δὲν μποροῦσαν νὰ τὸ προφέρουν γιὰ τὴν γυναῖκα, γιατὶ αὐτό θα σήμαινε ὅτι θἄπρεπε νὰ τὸ ποῦν ….καὶ γιὰ τοὺς ἑαυτούς τους.
Κι ὁ Χριστός πού γνώριζε τὶς καρδιές, ὅσων ὑπῆρξαν πρίν ἀπό Κεῖνον, γνώριζε ὅτι ἡ γυναῖκα εἶχε περάσει ἀπό τὶς πύλες τοῦ θανάτου, κι ἐπέστρεψε ἀπό μιὰ θεϊκή ἐνέργεια πού τὴν ἀνάστησε: ναί, πράγματι τὴν ἐπανέφερε ἀπό ἕναν ἀναμενόμενο ἀλλά βέβαιο θάνατο. Καὶ τῆς εἶπε: ποῦ εἶναι ἐκεῖνοι πού σὲ καταδικάζουν; Κανείς δὲν τὸ κάνει πιά; -ὄχι-. Οὔτε ἐγώ σὲ καταδικάζω· πήγαινε ἐν εἰρήνῃ, καὶ μὴν ἁμαρτήσεις πιά! Κι αυτές οἱ λέξεις πῆγαν στὴν καρδιά της, αὐτές οἱ λέξεις πράγματι ἔγιναν ὁ νόμος τῆς ζωῆς της, ἐπειδή ἐκείνη ἤξερε στὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή της, στὴν καρδιά και τὸ μυαλό της, σ’ ὅλο της τὸ εἶναι ὅτι ἁμαρτία σημαίνει θάνατος. Καὶ δέχθηκε τὴν συγγνώμη πού σημαίνει ζωή!
Ἄς σταθοῦμε, ὁ καθένας μας, ὅταν ἐρχόμαστε γιὰ ἐξομολόγηση, ὅταν παίρνουμε τὴν συγχώρηση ἀπό τοὺς ἀλλους, ὅταν μᾶς παρακαλοῦν νὰ συγχωρήσουμε – πῶς στεκόμαστε; Ἔχουμε συναίσθηση ὅτι ὁ θάνατος ἐργάζεται μέσα μας ἐπειδή χάσαμε τὸν Θεό, τὴν ἁμαρτωλότητά μας, τὸ γεγονός ὅτι ἐπιλέξαμε; Αὐτή ἡ γυναῖκα δὲν ἤξερε τὶ εἶχε κάνει, ἀλλά ἐμεῖς ἔχουμε τὸ Εὐαγγέλιο πού μᾶς μιλᾶ, τὸν Χριστό πού μᾶς μιλᾶ, γνωρίζουμε τά πάντα: πῶς στεκόμαστε;
Ἄς μάθουμε ἀπό αὐτήν· ἄς μάθουμε ἐπίσης ὅτι ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι πού ἦρθαν φορτωμένοι μὲ πέτρες γιὰ νὰ λιθοβολήσουν τὴν ἁμαρτωλή καὶ συνειδητοποίησαν ὅτι ἦταν μπλοκαρισμένοι στὴν ἴδια τραγωδία τῆς ἁμαρτίας, καὶ δὲν μπόρεσαν νὰ τὴν καταδικάσουν, γιατί αὐτό θα σήμαινε ὅτι καταδικάζουν τὸν ἑαυτό τους μὲ τὸν ἴδιο θάνατο.
Τὸ γνωρίζουμε ὅταν ἀρνούμαστε τὴν συγχώρηση; Δὲν μιλῶ γιὰ μιὰ συγχώρηση μ’ ἐλαφρότητα, πού προφέρεται ἔτσι εὔκολα- ἀλλὰ νὰ συγχωρήσουμε ἀπ’ τά βάθη τῆς καρδιᾶς μας; Μποροῦμε νὰ ποῦμε στὸν Θεό: Συγχώρησέ με, ὅπως συγχωρῶ;
Ἄς σταθοῦμε σ’ αὐτή την σκέψη, ἀλλά καὶ στὴν νικηφόρα χαρά, ὅτι ὁ Θεός ἔστειλε τὸν Υἱό Του στὸν κόσμο ὄχι γιὰ νὰ τὸν κρίνει, ἀλλά γιὰ νὰ τὸν σώσει! Ἡ σωτηρία εἶναι στὰ χέρια μας! Εἶναι σὲ μᾶς νὰ τὴν πάρουμε – καὶ δίνεται δωρεάν, γιατί ἡ ἀγάπη εἶναι χάρισμα κι ἐξαγορά.
Ἀμήν.
6.
Ἡ ὕψωση τοῦ σταυροῦ καὶ τοῦ ἀνθρὠπου
Καραγιάννης Νικάνωρ (Ἀρχιμανδρίτης)
Γιὰ τὸ συγκλονιστικὸ γεγονὸς τῆς σταυρωμένης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο, θὰ μᾶς μιλήσει αὐτὴν τὴν ἑβδομάδα ἡ Ἐκκλησία ὑψώνοντας τὸν Τίμιο Σταυρό. Ἡ μεγαλειώδης ἀγάπη τοῦ Θεοῦ διακηρύσσεται καὶ προβάλλεται μέσα ἀπὸ τὴν ταπείνωση καὶ τὴν θυσία καὶ ὄχι μέσα ἀπὸ ἐντυπωσιακὲς θεωρίες, ῥητορικὰ κηρύγματα καὶ πυροτεχνήματα.
Τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ποὺ διαβάζουμε σήμερα μὲ τρόπο σύντομο καὶ περιεκτικὸ παραλληλίζει ἕνα θαυμαστὸ γεγονὸς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης μὲ τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός, μεταξὺ ἄλλων, λέει στὸν μαθητή Του Νικόδημο: «καθὼς Μωυσῆς ὕψωσε τὸν ὄφιν ἐν τῇ ἐρήμω, οὕτως δεῖ ὑψωθῆναι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου». Ὅπως ἀκριβῶς ὁ Μωυσῆς ὕψωσε τὸ χάλκινο φίδι στὴν ἔρημο, καὶ βλέποντάς το οἱ Ἑβραῖοι σώζονταν ἀπὸ τὰ θανατηφόρα δήγματα τῶν φιδιῶν, ἔτσι καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου θὰ πρέπει νὰ ὑψωθεῖ, γιὰ νὰ σωθεῖ ὁ κόσμος ἀπὸ τὸν κίνδυνο τῆς ἁμαρτίας (Ματθ. 3,14). Οἱ προτυπώσεις καὶ οἱ συμβολισμοὶ εἶναι, ἀσφαλῶς, προφανεῖς. Στὸ ξύλο κρεμασμένο ὕψωσε ὁ Μωυσῆς τὸ χάλκινο φίδι. Στὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ ὑψώθηκε κρεμασμένος ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός. Τὰ φαρμακερὰ φίδια σκόρπιζαν τὸν θάνατο. Ὁ σατανᾶς, ὁ ὄφις ὁ ἀρχαῖος, σκορπίζει τὸ φαρμάκι τῆς ἁμαρτίας στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Στὴν ἔρημο τὸ χάλκινο φίδι ἦταν τὸ ὁμοίωμα τῶν φιδιῶν. Στὸ Σταυρὸ ὁ Κύριος θεωρήθηκε τὸ ὁμοίωμα τῆς ἁμαρτίας, καθὼς σήκωσε ἐπάνω Του ὅλες τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου. Στὴν ἔρημο οἱ Ἰουδαῖοι, ἀτενίζοντας τὸ χάλκινο φίδι, διέφυγαν τὸν φυσικὸ θάνατο, γιὰ νὰ πορευθοῦν στὴν γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Στὴν περιπλάνηση τῆς παρούσας ζωῆς οἱ πιστοί, ἀποδεχόμενοι μὲ πίστη καὶ ἐσωτερικὸ ἀγῶνα τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, λυτρώνονται ἀπὸ τὸν πνευματικὸ θάνατο, γιὰ νὰ μεταβοῦν ἀπὸ τὴν ζωὴ τοῦ κόσμου στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ὑμνολογικὸς πλοῦτος ὅλων τῶν ἡμερῶν τῆς γιορτῆς τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ἀλλὰ καὶ ἡ θεολογία ποὺ πηγάζει ἀπὸ αὐτὸν διατρανώνουν τὴν ἀνυπέρβλητη δόξα, τὴν ἀκαταμάχητη νίκη καὶ τὸν ὁριστικὸ θρίαμβο τοῦ Χριστοῦ. Σκοπὸς ὅλων αὐτῶν εἶναι ἡ ἀναγνώριση, ἡ «ὕψωση» δηλαδὴ τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἐκεῖ ὄπου ἀνήκει, στὸ ἐπίπεδο καὶ τὸ ὕψος τῆς θεότητας. Ἐδῶ, βέβαια, βρίσκεται ἕνα κρίσιμο σημεῖο, ποὺ χρειάζεται νὰ προσέξουμε ἰδιαίτερα. Θὰ ἦταν λάθος νὰ πιστέψουμε ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὴν δόξα ποὺ ἐμεῖς Του ἀποδίδουμε. Ἄλλωστε,γνωρίζουμε καλὰ ὅτι Ἐκεῖνος εἶναι ἀνενδεὴς, δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τίποτε ἀνθρώπινο. Ὁ Θεὸς δὲν ζητᾷ δόξα ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ ταπεινώνεται γι’ αὐτόν. Αὐτὸ τονίζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν γράφει: «ἑαυτὸν ἐκένωσεν μορφὴν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος καὶ σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ»,ἀλλὰ τὰ ἀπαρνήθηκε ὅλα, πῆρε δούλου μορφὴ καὶ ἔγινε ἄνθρωπος καί, ὄντας πραγματικὸς ἄνθρωπος, ταπεινώθηκε θεληματικὰ ὑπακούοντας μέχρι θανάτου, καὶ μάλιστα θανάτου σταυρικοῦ (Φιλιπ. 2, 7). Ὅταν ὁ ἄνθρωπος συνειδητοποιήσει καὶ πιστέψει αὐτὴν τὴν ἀλήθεια, νιώθει τὴν ἀνάγκη νὰ ζήσει μὲ συντριβὴ καὶ μετάνοια καὶ νὰ λατρεύσει δοξολογικὰ τὸν Θεό. Ἔτσι, φωτίζεται ἡ σκέψη μας, γιὰ νὰ κατανοήσουμε βαθύτερα τὸ νόημα τῆς δόξας, τῆς νίκης καὶ τοῦ θριάμβου τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ. Καλούμαστε νὰ θυμηθοῦμε ξανὰ τὸ ἀρχικὸ νόημα τοῦ Σταυροῦ ὡς ὀργάνου βασάνων, τιμωρίας καὶ ἐκτέλεσης, στὸ ὁποῖο «ὑψώθηκε» κρεμασμένος ὁ Θεός, μέσα σὲ ἀβάσταχτο πόνο καὶ ἐξευτελισμό. Ὁ Σταυρὸς γίνεται δόξα καὶ νίκη γιὰ ἐμᾶς, μόνο στὸν βαθμὸ καὶ στὸ μέτρο ποὺ τὸν ἀποδεχόμαστε ὡς ταπείνωση καὶ ἧττα στὸν ἀγῶνα τῆς καθημερινῆς μας ζωῆς. Αὐτὴ ἡ ἀντίφαση μᾶς συνταράσσει κυριολεκτικὰ καὶ μᾶς φέρνει ἀντιμέτωπους μὲ τὸν ἴδιο μας τὸν ἑαυτό. Μᾶς προτρέπει νὰ παλέψουμε μὲ τὸ ἐγώ μας καὶ νὰ τὸ ξεπεράσουμε μὲ τὴν πίστη ὅτι «τὰ ἀδύνατα πὰρ’ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστι».
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἕνας σύγχρονος Ἅγιος ὑπογραμμίζει: «Ἡ γεμάτη ἀγάπη ταπείνωση εἶναι μιὰ τρομερὴ δύναμη. Εἶναι τὸ πιὸ δυνατὸ ἀπ’ ὅλα τὰ πράγματα καὶ τίποτε ἄλλο δὲν ὑπάρχει ἰσχυρότερο». Ὅταν, λοιπόν,στρέφουμε τὸ βλέμμα μας στὸν Σταυρό, δὲν βλέπουμε μόνο σταυρωμένη, καταδικασμένη καὶ περιφρονημένη τὴν ἀνθρώπινη φύση. Σὲ αὐτὸ τὸ ἔσχατο σημεῖο ἀνατέλλει ἡ ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ποὺ ταπεινώνεται, θυσιάζεται καὶ πεθαίνει, γιὰ νὰ ὑψωθεῖ, νὰ ζήσει καὶ νὰ σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος. Ἀμήν.
7.
Ἀκίνδυνος ἤ ἐπικίνδυνος χριστιανισμός;
Βαρνάβας Λαμπρόπουλος (Ἀρχιμανδρίτης)
«Ὅποιος λυπᾶται τὸ ραβδί του, μισεῖ τὸν γιὸ του· μὰ ἐκεῖνος ποὺ τὸν ἀγαπάει, τὸν παιδαγωγεῖ μὲ ἐπιμέλεια». Τὰ λόγια αὐτὰ ἀπὸ τὸ βιβλίο τῶν Παροιμιῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης μᾶς θυμίζουν ὅτι ἡ σωστὴ ἀγάπη τῶν γονέων πρὸς τὰ παιδιὰ δὲν ταυτίζεται πάντοτε μὲ τὴν ἐπιείκεια, ἀλλὰ ἐνίοτε ἀπαιτεῖται καὶ ἡ ἀνάλογη αὐστηρότητα. Κλασικὸ παράδειγμα ἀπαράδεκτης ἐπιείκειας πατέρα πρὸς τὰ παιδιὰ του εἶναι ὁ ἀρχιερέας Ἠλὶ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη (Α’ Βασ. 2,12-4,18), ὁ ὁποῖος πλήρωσε ἀκριβὰ τὴ θεομίσητη ἀνεκτικότητά του πρὸς τoὺς ἀσεβεῖς καὶ ἱερόσυλους γιούς του.
Ἡ ψευδὴς θρησκευτικότητα
Δὲν θὰ ἦταν δυνατὸν ὁ βαθὺς γνώστης τῶν Γραφῶν ἀπόστολος Παῦλος νὰ ξεχνάει αὐτὸ τὸ δίδαγμα· γι’ αὐτὸ ὡς γνήσιος πνευματικὸς πατέρας καὶ διδάσκαλος δὲν «ἐφείδετο τῆς βακτηρίας αὐτοῦ», ὅποτε χρειαζόταν. Αὐτὸ φαίνεται ἰδιαίτερα στὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολή του, ἡ ὁποία -ὄχι ἄδικα- χαρακτηρίζεται «πυρακτωμένη». Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἐνισχύει τὸν χαρακτηρισμὸ λέγοντας ὅτι ὁλόκληρη ἡ ἐπιστολὴ «γέμει θυμοῦ καὶ μεγάλου φρονήματος»· καὶ ἐπαναλαμβάνοντας μὲ ἄλλα λόγια τὸ ρητὸ ἀπὸ τὶς Παροιμίες καταλήγει: «Τὸ νὰ συμπεριφέρεται κανεὶς μὲ ἐπιείκεια στοὺς μαθητές του, ὅταν ἔχουν ἀνάγκη αὐστηρότητας, αὐτὸ δὲν εἶναι γνώρισμα διδασκάλου, ἀλλὰ καταστροφέα καὶ ἐχθροῦ».
Ὁ παιδαγωγικὸς θυμὸς τοῦ Ἀποστόλου εἶναι ἐμφανὴς καὶ στὴ σημερινὴ ἀποστολικὴ περικοπή, ποὺ ἀποτελεῖ ἐπίλογο καὶ οὐσιαστικὰ ἀνακεφαλαίωση τῆς ἐπιστολῆς. Τὴν ἔνταση τῶν λόγων του θέλει νὰ αὐξήσει καὶ ἡ δήλωσή του ὅτι τὴν ἔγραψε μὲ τὸ ἴδιο του τὸ χέρι. Κλείνοντας λοιπόν, τὴν ἐπιστολὴ του ξεσκεπάζει πάλι τὴν ὑποκρισία καὶ τὰ ταπεινὰ ἐλατήρια ἐκείνων τῶν ψευδαδέλφων ποὺ ἀνάγκαζαν τοὺς ἐξ ἐθνῶν χριστιανοὺς νὰ περιτέμνονται. Σκοπὸς τους ἦταν ἀφενὸς ἡ ἐπίδειξη ἑνὸς θρησκευτικοῦ «καθωσπρεπισμοῦ», ἀφετέρου ἡ καύχηση ποὺ θὰ τοὺς ἔδινε ἡ ἄγρα ὀπαδῶν. Ἡ νοσηρὴ προσκόλλησή τους σὲ ἐξωτερικὲς νομικὲς διατάξεις -καὶ ἰδιαίτερα στὴν περιτομὴ- τοὺς προκαλοῦσε αὐτὴ τὴν κενόδοξη ἀγωνία γιὰ δῆθεν εὐπρόσωπη θρησκευτικότητα. Φυσικὰ ἐπρόκειτο γιὰ ὑποκριτικὴ καὶ ψευδὴ θρησκευτικότητα, ποὺ οὐσιαστικὰ ἀκύρωνε τὸ ὑγιὲς πνεῦμα τοῦ Νόμου· «σκοτώνονταν» νὰ ἀρέσουν στοὺς ἰoυδαΐζoντες, ἐπειδὴ κατὰ βάθος φοβοῦνταν μήπως διωχθοῦν ἐξαιτίας τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ.
Τὸ καύχημα τοῦ Σταυροῦ
Ἡ προτίμηση τῆς ἀκίνδυνης καὶ συχνά τῆς ἐπικερδοῦς θρησκευτικότητας συνηθίζεται καὶ στὶς μέρες μας. Ὁ χριστιανισμὸς τοῦ Σταυροῦ θεωρεῖται, ἂν ὄχι ἐπικίνδυνος, τουλάχιστον πολὺ ἀκριβός. Ἀντίθετα, ἡ τήρηση ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο κάποιων ἐξωτερικῶν τύπων δὲν κοστίζει καὶ πολύ· γι’ αὐτὸ δὲν εἶναι λίγοι ἐκεῖνοι ποὺ τοὺς βολεύει νὰ προσκολλῶνται ἄρρωστα σ’ αὐτούς. Ἀπὸ τὸ νὰ συγχωρήσει, λόγου χάριν, κανεὶς αὐτὸν ποὺ τὸν ἀδίκησε εἶναι πιὸ βολικὸ τὸ νὰ πηγαίνει ἀπὸ τὸ ἕνα προσκύνημα στὸ ἄλλο· ἀπὸ τὸ νὰ πεῖ «καλημέρα» στὸν ἐχθρό του εἶναι πιὸ εὔκολο τὸ νὰ νηστεύει. Δὲν εἶναι λοιπὸν σπάνιο αὐτοὶ οἱ ὄντως χρήσιμοι καὶ χωρητικοὶ τῆς οὐσίας τύποι νὰ ἀπομονώνονται καί, ἄδειοι ἀπὸ κάθε οὐσία, νὰ ἀπολυτοποιοῦνται καὶ νὰ γίνονται «φθηνὲς» σημαῖες καὶ λάβαρα τῆς Ὀρθοδοξίας. Τέτοιες «σημαῖες» μπορεῖ νὰ γίνουν ἡ νηστεία, τὸ κομποσχοίνι, ὁ θρησκευτικὸς τουρισμός, ὁ ἐκκλησιαστικὸς ἐθvoφυλετισμὸς καὶ ἄλλα.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ πρώην «ἄμεμπτος κατὰ δικαιοσύνην τὴν ἐν νόμῳ», τώρα δὲν καυχιέται γιὰ τὸ ὅτι μετὰ τὴ μεταστροφὴ του ἀνέβηκε μέχρι τρίτου οὐρανοῦ. Μοναδικό του καύχημα θεωρεῖ τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ· καὶ μὲ τὸ στόμα τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου ὁμολογεῖ: «Γιὰ μένα ὁ Χριστὸς ἔπαθε ὅσα ἔπαθε· γιὰ μένα τὸν δοῦλο, τὸν ἐχθρό του, τὸν ἀχάριστο. Αὐτὸς δὲν ντράπηκε νὰ σταυρωθεῖ γιὰ μένα, καὶ ἐγὼ νὰ ντρέπομαι γιὰ τὸν Σταυρό του;». Καὶ ὄχι μόνο δὲν τὸν ντράπηκε, ἀλλὰ ὅλη του τὴ ζωὴ ζοῦσε τὸ «ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται κἀγὼ τῷ κόσμῳ». Ἔτσι ἔγινε καὶ αὐτὸς νεκρὸς γιὰ τὸν κόσμο, καὶ ὁ κόσμος νεκρὸς γι’ αὐτόν.
Τὰ στίγματα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ
Πρόκειται βέβαια γιὰ μία ζωοποιὸ νέκρωση· διότι μὲ τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ ὅλα ἔγιναν πλέον «καινούργια κτίση». Ὁ κόσμος τῆς εἰδωλολατρίας καὶ ὁ κόσμος τῆς ἰουδαϊκῆς τυπολατρίας ἀνήκουν καὶ οἱ δύο στὸ παρελθόν. Ἡ δὲ καινούργια κτίση εἶναι ὁ ἀναστημένος τρόπος ζωῆς ποὺ μᾶς δόθηκε μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα. Δὲν παύει ὅμως νὰ εἶναι συνεχὴς συσταύρωση μὲ τὸν Χριστὸ «σὺν τοῖς παθήμασιν καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις», ὅπως πάλι θὰ πεῖ στοὺς Γαλάτες ὁ Παῦλος. Γι’ αὐτὸ καὶ θὰ κλείσει αὐτὴ τὴν ἐπιστολὴ -ποὺ ἐπίσης δίκαια ὀνομάστηκε καὶ «ἐπιστολὴ τοῦ Σταυροῦ»- μὲ ἕνα ἀπολογητικὸ ξέσπασμα γεμάτο πόνο: «Στὸ ἑξῆς πάψτε νὰ μοῦ προκαλεῖτε κόπους καὶ ἐνοχλήσεις ζητώντας μου νὰ ἀπολογηθῶ γι’ αὐτὰ ποὺ κάνω· γιατί ἐγὼ βαστάζω στὸ σῶμα μου τὰ σημάδια τῶν πληγῶν ποὺ ὑπέστην χάριν τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ». Καὶ μὲ τὸ χρυσό του «ἠχεῖο», τὸν ἅγιο Ἰωάννη, θὰ ἀντηχήσει: «Τὰ στίγματά μου φωνάζουν δυνατότερα ἀπὸ σάλπιγγα σὲ ἐκείνους ποὺ μὲ ἀμφισβητοῦν. Ἂν κάποιος ἔβλεπε στρατιώτη πληγωμένο μὲ ἀμέτρητα τραύματα, θὰ ἀνεχόταν νὰ τὸν κατηγοροῦν σὰν δειλὸ καὶ προδότη;».
8.
Ὁμιλία τοῦ Χριστοῦ πρός τόν Νικόδημον
Γιαννακόπουλος Ἰωήλ (Ἀρχιμανδρίτης)
Παύσας ὁ Χριστός τόν διάλογον μετά τοῦ Νικοδήμου κηρύττει διά μονολόγου εἰς τόν ἴδιον τό ἔργον τῆς ἀπολυτρώσεως ὑπό τρεῖς μορφάς: Ἀποκάλυψιν, ἀπολύτρωσιν καὶ κρίσιν.
Καὶ α) Ἡ Ἀποκάλυψις ,στιχ˙ 11 — 13. Ὁ Κύριος λέγει «ἀμήν ἀμήν λέγω σοι, ὅτι ὅ εἴδαμεν λαλοῦμεν καὶ ὅ ἑωράκαμεν μαρτυροῦμεν καὶ τήν μαρτυρίαν ἡμῶν οὐ λαμβάνετε». Ἀλήθεια ἀλήθεια σοῦ λέγω, λέγει ὁ Χριστός εἰς τόν Νικόδημον, ἡ διά τοιούτου τρόπου ἀναγέννησις διδασκαλία ἐμοῦ καὶ τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου εἶναι ἡ πραγματική, διότι «ὅ οἴδαμεν λαλοῦμεν» ἐκεῖνο δηλαδή τό ὁποῖον γνωρίζομεν ἐξ ἀσφαλοῦς πηγῆς κηρύττομεν καὶ «ὅ ἑωράκαμεν» καὶ τήν ἐπικύρωσιν τούτων τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐν εἴδει περιστερᾶς κατά τό βάπτισμά Μου, τό ὁποῖον εἴδομεν, «μαρτυροῦμεν» ὁμολογοῦμεν. «Καὶ τήν μαρτυρίαν ἡμῶν οὐ λαμβάνετε». Σεῖς ὅμως οἱ Φαρισαῖοι δέν λαμβάνετε ταῦτα ὑπ’ ὄψιν σας. Ὁ Κύριος συνεχίζει. «Εἰ τά ἐπίγεια εἶπον ὑμῖν καὶ οὐ πιστεύετε, πῶς ἐάν εἴπω ὑμῖν τά ἐπουράνια πιστεύσετε; Ἀφοῦ, λέγει ὁ Κύριος, σᾶς εἶπα πράγματα ἐπίγεια, αἰσθητά εἰς πάντα ἄνθρωπον ὅπως εἶναι λ.χ. καὶ τό εἰς τούς ἐθνικούς ἀκόμη αἰσθητόν φαινόμενον τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου «τό γεννώμενον ἐκ τῆς σαρκός σάρξ ἐστι» καὶ ἡ λαχτάρα τῆς ἀναγεννήσεως διά Λυτρωτοῦ τινός, δὲν πιστεύετε, πῶς θὰ πιστεύσετε, ἐάν σᾶς εἴπω πράγματα ἐπουράνια ἤτοι πνευματικώτερα, ὅπως εἶναι λ.χ. ἡ τριαδικότης τοῦ Θεοῦ, τό βάθος τοῦ Μυστηρίου τῆς ἀπολυτρώσεως κ.λ.π. Τόσον αἱ ψευδεῖς Μεσσιακαὶ προλήψεις σᾶς ἔχουν πωρώσει τήν ψυχήν!
Ἡ ἀλήθεια εἶναι, ὅτι σᾶς λέγω πράγματα πρώτην φορὰν λεχθέντα ὑπό ἀνθρώπου, ὅπως εἶναι ὁ συνδυασμός «ὕδατος» βαπτίσματος καὶ «πνεύματος» Θείας χάριτος διά τήν σωτηρίαν. Ἐν τούτοις ἔπρεπε τά λόγια μου, νά γίνουν πιστευτά, διότι «οὐδεὶς ἀναβέβηκεν εἰς τόν οὐρανόν, εἰ μή ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὤν ἐν τῷ οὐρανῷ». Οὐδεὶς ἄλλος, βεβαιοῖ ὁ Κύριος, ἀνέβηκεν εἰς τόν οὐρανόν, ὅπου εὑρίσκονται τά Μυστήρια τοῦ Θεοῦ, ἐκτός Ἐμοῦ τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου ὁ ὁποῖος ἤμην καὶ εἶμαι ἐν τῷ οὐρανῷ, εἰς τούς κόλπους τοῦ Πατρός. Ὁ Κύριος μέχρις ἐδῶ πραγματεύεται τήν ἀποκάλυψιν τῆς ἀληθείας.
Μετά ταῦτα πραγματεύεται β) τήν ἀπολύτρωσιν ἐκ τῆς ἁμαρτίας στίχ. 14—16 καὶ λέγει˙ «καθώς Μωϋσῆς ὕψωσεν τόν ὄφιν ἐν τῇ ἐρήμῳ, οὕτως ὑψωθῆναι δεῖ τόν υἱόν τοῦ ἀνθρώπου, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται ἀλλ’ ἔχει ζωήν αἰώνιον». Ὁ Κύριος χρησιμοποιεῖ ὡς σύμβολον τῆς Σταυρώσεώς Του τό γεγονός, τό ὁποῖον μᾶς διηγεῖται τό βιβλίον τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (ἀριθ. 21,4—9) τῆς ὑψώσεως τοῦ χαλκοῦ ὄφεως ἐν τῇ ἐρήμῳ. Οἱ Ἑβραῖοι δηλαδή τό τελευταῖον ἔτος τῆς τεσσαρακονταετοῦς περιπλανήσεώς των ἐν τῇ ἐρήμῳ Φαρᾶν ἠγανάκτησαν κατά τοῦ Θεοῦ. Πρός τιμωρίαν των στέλλει ὁ Θεός κατ’ αὐτῶν δηλητηριώδεις ὄφεις, οἱ ὁποῖοι ἐθανάτωσαν πολλούς ἐξ αὐτῶν. Οἱ Ἑβραῖοι μετανοοῦν καὶ ὁ Θεὸς διατάσσει τόν Μωϋσῆν νά κατασκευάσῃ χαλκοῦν ὄφιν νά τόν τοποθετήσῃ ὑψηλά εἰς πάσσαλόν τινα. Ὅσοι ἐκ τῶν δαγκωμένων Ἑβραίων ὑπό τῶν ὄφεων μετενόουν καὶ ἔβλεπον τόν ὄφιν τοῦτον ἐθεραπεύοντο. Κατά παρόμοιον τρόπον, βεβαιοῖ ὁ Κύριος, θά ὑψωθῇ ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου, ἵνα οἱ ὑπό τῆς ἁμαρτίας δηλητηριασμένοι βλέποντες καὶ πιστεύοντες εἰς αὐτὸν θεραπεύωνται ἀπό τάς ἁμαρτίας λαμβάνοντες αἰώνιον ζωήν. Ἡ αἰώνιος αὕτη ζωή συνίσταται εἰς τήν ζωήν τῆς χάριτος ἐδῶ καὶ εἰς τήν δόξαν ἐν τῇ μελλούσῃ ζωῇ. Ἡ ἐδῶ διδομένη θεία χάρις εἶναι ἡ ἀρχή τῆς ἐκεῖ δόξης. Ἡ ἐκεῖ δόξα εἶναι τό τέλος τῆς ἐδῶ χάριτος. Ὁ φέρων τήν θείαν χάριν ἐδῶ φέρει ἤδη ἐν ἑαυτῷ τήν αἰώνιον ζωήν. (Ὅταν ὁ Νικόδημος οὗτος ἐξεκρέμασε τόν Ἰησοῦν ἀπό τόν Σταυρόν, θά ἐνόησε τότε τήν ἑρμηνείαν τῶν σκοτεινῶν λόγων αὐτῶν). Ἰδού ἡ οὐσία τῆς Ἀπολυτρώσεώς μας! Μετά ταῦτα ὁ Κύριος ἔρχεται εἰς τήν αἰτίαν τῆς ἀπολυτρώσεως καὶ λέγει˙ «οὕτως γάρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν υἱόν Αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκε, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον». Τόσον πολύ ἠγάπησεν ὁ Θεός τούς ἀνθρώπους, ὥστε — παρέδωκε τόν μονογενῆ Του Υἱὸν εἰς τόν Σταυρόν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτόν μή χαθῇ ἀλλά ἔχῃ ζωήν αἰώνιον. Ἑπομένως ἡ αἰτία τῆς ἀπολυτρώσεως εἶναι ἡ μεγάλη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι ἡ ἀξία μας.
Ἤδη ὁ Κύριος μεταβαίνει γ) εἰς τήν κρίσιν στίχ. 17 — 21 εἰς τά ἀποτελέσματα τῆς ἀπολυτρώσεως. Ἂν καὶ ἡ ἀπολύτρωσις δηλαδή ἐγένετο δι’ ὅλους τούς ἀνθρώπους, δέν ἐσώθησαν ὅμως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Τοῦτο δέν ἔγινεν ἐξ ὑπαιτιότητος τοῦ Θεοῦ ἀλλά ἐκ τῆς ἠθικῆς ζωῆς ἑκάστου, «οὐ γάρ ἀπέστειλεν ὁ Θεός τόν υἱόν αὐτοῦ εἰς τόν κόσμον, ἵνα κρίνῃ τόν κόσμον ἀλλ’ ἵνα σωθῇ ὁ κόσμος δι’ Αὐτοῦ». Διότι Αὐτός ἀπέστειλε τόν Υἱόν Αὐτοῦ οὐχὶ ἵνα καταδικάσῃ τόν ἁμαρτωλόν κόσμον, ἀλλ’ ἵνα σώσῃ αὐτόν διά τῆς Σταυρικῆς Του θυσίας. «Ὁ πιστεύων εἰς Αὐτόν οὐ κρίνεται» ὁ πιστεύων εἰς Αὐτόν δέν καταδικάζεται. Ἂν δὲ μερικοὶ θά κατακριθῶσιν ὑπό τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου κατά τήν μέλλουσαν κρίσιν, δέν πρέπει νά μᾶς σκανδαλίζῃ, διότι ἡ κατάκρισις ἐκείνη εἶναι ἐξωτερική ἐκδήλωσις τῆς ἤδη ἐξενεχθείσης ὑπό τοῦ ἰδίου ἁμαρτωλοῦ καθ’ ἑαυτοῦ καταδίκης καὶ ὅπως ρητῶς λέγει ὁ Κύριος˙ «ὁ μὴ πιστεύων ἤδη κέκριται» Ὁ μὴ πιστεύων εἶναι ἀπ’ ἐδῶ αὐτοκατάκριτος «ὅτι μή πεπίστευκεν εἰς τό ὄνομα τοῦ μονογενοῦς υἱοῦ τοῦ Θεοῦ», διότι δὲν ἐπίστευσεν εἰς τόν Χριστόν ὡς μονογενῆ Υἱόν τοῦ Θεοῦ.
Ἀναλύων περισσότερον τήν αἰτίαν τῆς καταδίκης του λέγει: «Αὕτη δὲ ἡ κρίσις» αὐτή εἶναι ἡ αἰτία τῆς καταδίκης ἐκείνης, ὅτι «τό φῶς ἐλήλυθεν εἰς τόν κόσμον» παρουσιάσθη τό φῶς εἰς τόν κόσμον ὁ Χριστός «καὶ ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι οὗτοι μᾶλλον τό σκότος ἤ τό φῶς» οἱ ἄπιστοι Ἰουδαῖοι ἠγάπησαν δηλαδή ὄχι τόν Χριστόν ὁ ὁποῖος εἶναι φῶς ἀλλά τήν ἁμαρτίαν ἡ ὁποία εἶναι σκότος. «Ἦν γάρ αὐτῶν πονηρά τά ἔργα» αἰτία δηλαδή τοῦ νά ἀγαπήσουν τό σκότος καὶ οὐχί τό φῶς ἦσαν τά ἁμαρτωλά των ἔργα, αἰτία τῆς ἀπιστίας των ἦτο ἡ ἀνήθικος ζωή των· «πᾶς γάρ ὁ φαῦλα πράσσων μισεῖ τό φῶς». Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ζῆ ἀνήθικον ζωήν «καὶ οὐκ ἔρχεται πρός τό φῶς, ἵνα μή ἐλεγχθῇ τά ἔργα αὐτοῦ», δὲν πηγαίνει εἰς τό φῶς διά νά μή γίνουν γνωστά τά ἀνήθικα ἔργα του. Αἰτία δηλ. ὅλων αὐτῶν ἦτο νά μή φανερωθῶσιν τά πονηρά αὐτῶν ἔργα ὑπό τοῦ φωτός. Βαθυτέρα αἰτία τῆς ἀπιστίας καὶ ἀνηθίκου ζωῆς εἶναι ἡ μή συναίσθησις τῆς καταστάσεώς των, διότι ἡ ἁμαρτία δέν εἶναι μόνον πληγή ἀλλά καὶ στραβομάρα, ὡς ὁ ἴδιος ὁ Κύριος βεβαιοῖ ὀνομάζων αὐτήν κάρφος ἐν τῷ ὀφθαλμῷ. Ματθ. 7,3, Ἐνῷ τοὐναντίον «ὁ ποιῶν τήν ἀλήθειαν ἔρχεται πρός τό φῶς, ἵνα φανερωθῇ αὐτοῦ τά ἔργα, ὅτι ἐν Θεῷ ἦν εἰργασμένα». Ὁ ἔχων δηλαδή ἔργα ἀγαθά καὶ διάθεσιν ἀγαθήν ἔρχεται εἰς τό φῶς τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐκεῖ βεβαιοῦται, ὅτι τά ἔργα του τά ἀγαθά ἐγένοντο τῇ βοηθείᾳ τοῦ Θεοῦ. Ὥστε ὁ ἠθικός βίος ἐπιδρᾷ εἰς τήν πίστιν ἰδίως ὅμως ὁ ἀνήθικος βίος εἰς τὴν ἀπιστίαν καὶ καταδίκην.
Ποῖον ἦτο ἀποτέλεσμα τῆς συνομιλίας καὶ ὁμιλίας τοῦ Χριστοῦ μετα τοῦ Νικοδήμου ἁγνοοῦμεν. Φαίνεται ὅμως, ὅτι ὁ σπόρος ἔπεσεν εἰς ἀγαθήν καρδίαν, διότι βραδύτερον ὁ Νικόδημος θά ὑπερασπισθῇ τόν Ἰησοῦν ἐνώπιον τοῦ Συνεδρίου (1) καὶ θά γίνῃ φίλος τοῦ Ἐσταυρωμένου (2).
Θέμα: Τό ἔργον τῆς ἀπολυτρώσεως
Βλέποντες τόν Ἐσταυρωμένον Ἰησοῦν, ὅπως οἱ Ἰουδαῖοι τόν χαλκοῦν ὄφιν, θεραπευόμεθα. Ἂς ἴδωμεν ποῖος εἶναι ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου καὶ ποία ἡ ὠφέλεια ἡμῶν ἐξ Αὐτοῦ, ποία τά διδάγματα.
Α) Ὁ Σταυρός. Εἰς τόν Σταυρόν τοῦ Κυρίου βλέπομεν συνηνωμένους τόν Οὐρανόν, τήν γῆν τόν Ἄδην. Βλέπομεν τόν Θεόν, τόν ἄνθρωπον, τόν Διάβολον. Καὶ συγκεκριμένως: Βλέπομεν τήν ἀγάπην καὶ δικαιοσύνην τοῦ Θεοῦ ὑπό τήν μορφὴν τῆς θυσίας κατά τόν ἑξῆς τρόπον. Ὁ ἄνθρωπος ἡμάρτησεν. Ἔπρεπε νά τιμωρηθῇ. Ὡς τιμωρία ἔπρεπε νά εἶναι ἡ ἐσχάτη τῶν ποινῶν, ὁ θάνατος, διότι ἡ ἁμαρτία ἡ πτῶσις τῶν πρωτοπλάστων ἦτο ὕβρις κατά τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ κατά τήν συμβουλήν τοῦ ὄφεως ἤθελον νά γίνωσιν οὗτοι ὅμοιοι μέ τόν Θεόν τρώγοντες ἐκ τοῦ ἀπηγορευμένου καρποῦ. Ὁ θάνατος οὗτος ἔπρεπε νά εἶναι διπλοῦς σωματικός καὶ ψυχικός. Κατά τόν σωματικόν θάνατον θά ἐχωρίζετο ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα κατά δέ τόν πνευματικόν ἡ ψυχή ἀπό τόν Θεόν. Πῶς ὅμως ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ θά ἠνείχετο τοιοῦτον αἰώνιον χωρισμόν πνευματικόν καὶ σωματικόν τοῦ πλάσματός Του; Ἐάν πάλιν δέν ἐτιμώρει καθόλου τόν πταίσαντα ἄνθρωπον ἤ ἐτιμώρει τούς Ἀγγέλους ἀντ’ αὐτοῦ, θά ἦτο ἀδικία. Ὁ Θεός προέβη εἰς τήν θυσίαν, ὅπου συνδυάζεται ἡ ἀγάπη καὶ ἡ δικαιοσύνη Του. Ὁ Χριστός δηλαδή ἔγινεν ἄνθρωπος, ἐσταυρώθη. Διά τοῦ σταυρικοῦ θανάτου ἐχωρίσθη ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα. Ἰδού ὁ πρῶτος θάνατος, ὁ σωματικός ἐπί τοῦ Σταυροῦ ὁ Χριστός ἐγκατελείφθη, ἐχωρίσθη τοῦ Πατρός «Θεέ μου Θεέ μου ἵνα τί μέ ἐγκατέλιπες» ἀναφωνεῖ ὁ Χριστός ἐπί τοῦ Σταυροῦ. Ἰδού ὁ δεύτερος θάνατος, ὁ πνευματικός χωρισμός ἀνθρώπου καὶ Πατρός Θεοῦ, ἵνα πίῃ ἡ ἀνθρώπινη φύσις τοῦ Χριστοῦ ὅλον τό ποτήριον τῶν θλίψεων. Τοιουτοτρόπως ὁ Θεός διά τῆς θυσίας τοῦ Υἱοῦ Του, ὁ ὁποῖος εὐχαρίστως ἀπεδέχθη ταύτην, οὐδένα ἠδίκησε. Τοὐναντίον ἱκανοποίησε τήν δικαιοσύνην Του καὶ τήν ἀγάπην Του. Ἱκανοποίησε τήν δικσιοσύνην Του, διότι τό θῦμα εὑρέθη, ἦτο ὁ Χριστός. Ἱκανοποιήθη ἡ ἀγάπη Του, διότι οὐδέν ἰκανοποιητικώτερον τῆς ἀγάπης, ὅταν ὑποφέρη χάριν τοῦ αγαπημένου της.
Ὁ Θεός ἐπί τοῦ Σταυροῦ δέν ἔδειξε μόνον τήν δικαιοσύνην καὶ ἀγάπην Του ἀλλά καὶ τήν σοφίαν Του μέ τόν σοφόν τοῦτον συνδυασμόν τῆς εὐσπλαγχνίας Του πρός τόν ἄνθρωπον, τῆς παντοδυναμίας Του, ὅτι διά τοῦ ἀσθενέστερου μέσου, τοῦ θανάτου Του, ἐνίκησε τόν μεγαλύτερον ἐχθρόν μας, τόν θάνατον. Ἑπομένως ἐπί τοῦ Σταυροῦ φαίνεται ἡ θεία ἀγάπη καὶ δικαιοσύνη, ἡ Θεία εὐσπλαγχνία καὶ πανσοφία, ἡ Θεία παντοδυναμία. Ἐπί τοῦ Σταυροῦ φαίνεται πρός τούτοις ὁ ἄνθρωπος καὶ ὁ Διάβολος. Φαίνεται ὁ ἄνθρωπος μέ τήν ἀξίαν του καὶ ὁ Διάβολος μέ τήν κακίαν του. Καὶ ἰδού! Ποῖος ἄλλος ἠδύνατο νά ζυγίσῃ τήν ἀνθρωπίνην ἀξίαν καλλίτερον ἀπό τήν Σταυρικὴν θυσίαν τοῦ Χριστοῦ; Ἔχει τόσην ἀξίαν ἡ ἀνθρώπινη ψυχή, ὥστε δὶ’ αὐτήν ἐσταυρώθη ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ! Ἡ ἀξία ἑνός ὑφάσματος ὑπολογίζεται μέ τήν ἀξίαν τοῦ καθαρτικοῦ μέσου, τό ὁποῖον χρησιμοποιοῦμεν, ὅταν πρόκειται νά καθαρίσωμεν αὐτό. Ἐάν ἐπὶ παραδείγματι διά τόν καθαρισμόν ἑνός ὑφάσματος χρησιμοποιήσωμεν καθαρτικόν ὑγρόν ἀκριβώτερον τοῦ ὑφάσματος, δέν καθαρίζομεν αὐτό. Διά νά καθαρίσωμεν ὕφασμα ἀκάθαρτον μέ πολύτιμον καθαρτικόν μέσον, πρέπει καὶ τό καθαριζόμενον ὕφασμα νά εἶναι πολυτιμώτατον. Διά νά θελήσῃ λοιπόν ὁ Θεός νά καθαρίσῃ τό ὕφασμα —τήν ψυχήν μας— μέ τό αἷμα τοῦ Σταυροῦ Του, συμπεραίνομεν ποίαν ἀξίαν ἔχει ἡ ἀνθρωπίνη ψυχή, ἀφοῦ ἐκαθαρίσθη διά τοῦ αἵματος τοῦ Υἱοῦ του ἐπί τοῦ Σταυροῦ.
Ὁ Σταυρός δεικνύει καὶ τήν κακίαν τοῦ Διαβόλου, πόσον βάρος ἔχει ἡ ἁμαρτία. Οὐδεὶς ἄλλος ἠδύνατο νά ζυγίσῃ τήν ἁμαρτίαν πλήν τοῦ Σταυροῦ. Μία ἁμαρτία καὶ ἐκείνη πρώτη τοῦ Ἀδάμ καὶ τῆς Εὔας πρό χιλιάδων ἐτῶν γενομένη ὠδήγησε τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ τόν ἀναμάρτητον εἰς τόσον φρικτόν θάνατον τοῦ Σταυροῦ. Πόσον βαρεῖα ἡ ἁμαρτία ! Τό βάρος τῆς ἁμαρτίας φαίνεται εἰς τόν Σταυρόν τοῦ Κυρίου καὶ εἰς τό μίσος, τό ὁποῖον κατ’ αὐτῆς εἶχεν ὁ σταυρωθείς ὁ Ἰησοῦς. Τό δὲ μίσος τοῦ σταυρωθέντος Ἰησοῦ κατά τῆς ἁμαρτίας φαίνεται ἐκ τῆς ἀποφάσεως, τήν ὁποίαν ἔλαβεν ὁ Χριστός νά θανατωθῇ ὁ Ἴδιος, ἀφοῦ διά τοῦ θανάτου Του θά ἐξαλείψῃ τήν ἁμαρτίαν. Πόσον βαρεῖα εἶναι ἡ ἁμαρτία, ἀφοῦ ἔγινε τόσον μισητὴ ἀπό τόν Χριστόν ! Διά τοῦτο ἐπί τοῦ Σταυροῦ βλέπομεν ἐκδηλουμένην πᾶσαν κακίαν τοῦ Ἅδου. Ἐξεδηλώθη δέ ἵνα συμπεριληφθῇ εἰς τήν καταστροφήν. Πόση σοφία τοῦ Θεοῦ!
Ἑπομένως ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου ἐζύγισε τόν Θεόν μέ τάς ἰδιότητάς Του, τήν ψυχήν μας μέ τήν ἀξίαν της, τόν Διάβολον μέ τήν κακίαν του !
Β) Διδάγματα. Ἰδού! Ποῖος πιστεύων εἰς τόν Ἐσταυρωμένον δέν εὐγνωμονεῖ τόν Θεόν, διότι αἱ ἁμαρτίαι του συνεχωρήθησαν διά τοῦ αἵματος τοῦ Θεανθρώπου; Ποῖος δέν προσέχει εἰς τόν βίον του βλέπων πόσον ἀξίζει ἡ ψυχή του; Ποῖος δέν τρέμει πρό τῆς ἁμαρτίας βλέπων τό βάρος της, ἀφοῦ ἐχρειάσθηκεν ὡς ζυγαριά ὁ Σταυρός καὶ ζυγιστής ὁ Θεός, ὡς δράμια τό αἷμα Του, ἵνα ζυγισθῇ τό βάρος της;
Κατά τό 600 π. Χ. ὁ Ζάλευκος ὁ νομοθέτης καὶ φιλόσοφος τῶν Λοκρῶν τῆς κάτω Ἰταλίας ἐξέδωκε νόμον κατά τῆς μοιχείας, κατά τόν ὁποῖον ὁ μοιχός ἐτιμωρεῖτο δι’ ἐξορύξεως καὶ τῶν δύο ὀφθαλμῶν του. Δυστυχῶς ὅμως εἰς τό παράπτωμα ἔπεσεν ὁ μονογενής υἱός του. Ὁ Νομοθέτης ὡς δίκαιος ἔπρεπε νά ἐφαρμόσῃ τόν νόμον, ὡς πατήρ ὅμως ἠγάπα τόν υἱόν του καὶ δέν ἤθελε νά ἔχῃ υἱόν ἀόμματον. Διά νά ἱκανοποιήσῃ λοιπόν δικαιοσύνην καὶ ἀγάπην ἐσκέφθη νά βγάλῃ ἕνα μάτι ἰδικόν του καὶ τό ἄλλο τοῦ παιδιοῦ του. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπον ὁ Νομοθέτης διά τῆς ἐξορύξεως τῶν δύο ὀφθαλμῶν ἐφήρμοσε τόν νόμον, διαφυλάξας δέ τόν υἱόν του ἐκ τῆς πλήρους τυφλώσεως ἐφαρμόζει τήν ἀγάπην του. Κάτι παρόμοιον ἀλλά πολύ ἀνώτερον ἔγινε μέ τό Ἀπολυτρωτικόν ἔργον τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Θεός ἀπηγόρευσε τήν ἁμαρτίαν εἰς τούς πρωτοπλάστους ἐπί ποινῇ θανάτου. Οἱ πρωτόπλαστοι ὅμως ἡμάρτησαν. Ἡ τιμωρία διά τήν ἁμαρτίαν ἦτο ὁ θάνατος. Ἱκανοποιῶν ὁ Θεός ἀγάπην πρός τόν πεσόντα ἄνθρωπον καὶ δικαιοσύνην Του διά τήν παράβασιν γίνεται ἄνθρωπος καὶ ἀποθνῄσκει ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ, ὅπου ἐφαρμόζεται ἡ δικαιοσύνη Του καὶ ἡ ἀγάπη Του, ὅπως εἴδομεν ἀνωτέρω. Ὁ Χριστός ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ πάσχει ὡς Θεάνθρωπος καὶ ἀπολυτρώνει ἀπό τήν τιμωρίαν τό ἀνθρώπινον γένος.
Ἂς ἔχωμεν ἄπειρον εὐγνωμοσύνην εἰς τόν Λυτρωτήν Χριστόν καὶ βαθείαν προσοχήν εἰς τόν ἑαυτόν μας.
1) Ἰωάννου 7,50 — 51.
2) Ἰωάννου 19,39-41.