1.
Η μάστιγα της πλεονεξίας
- Τὸ φῶς τῆς ψυχῆς
Μεγάλος ἀγώνας τοῦ κάθε ἀνθρώπου εἶναι τὸ νὰ ἐξασφαλίσει τὰ ἀναγκαῖα πρὸς τὸ ζῆν. Ἀλλὰ σ᾿ αὐτὴ τὴν προσπάθειά του συχνὰ καταντᾶ νὰ γίνεται φιλάργυρος καὶ πλεονέκτης. Ἀκούσαμε στὸ σημερινὸ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα τὸν μοναδικὸ Διδάσκαλο, τὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, νὰ μᾶς διδάσκει μεγάλες ἀλήθειες ποὺ δίνουν τὴν τέλεια θεϊκὴ λύση στὸ φλέγον αὐτὸ ζήτημα ποὺ ἀπασχολεῖ ὅλους μας.
«Ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός», εἶπε. Τὸ φῶς τοῦ σώματος εἶναι τὸ μάτι. Ἐὰν τὸ μάτι εἶναι ὑγιές, ὅλο τὸ σῶμα εἶναι φωτεινό· τὰ μέλη τοῦ σώματος, τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια, κινοῦνται μὲ ἄνεση, διότι «βλέπουν» μὲ τὴ βοήθεια τῶν ματιῶν. Χάρη στὰ μάτια βλέπουμε τί κάνουμε. Ἂν ὅμως τὰ μάτια τυφλωθοῦν, τότε καὶ τὰ μέλη τοῦ σώματος «σκοτίζονται», δὲν «βλέπουν», δὲν ἔχουν πλέον ἀντίληψη τῆς γύρω πραγματικότητος καὶ γι᾿ αὐτὸ περιορίζουν πολὺ τὴ δραστηριότητά τους.
Ἀλλὰ τί σχέση ἔχει αὐτὸ μὲ τὴ φιλαργυρία; Ὁ Κύριος μιλάει συμβολικά. Τὸ μάτι τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ νοῦς του. Ἐὰν ὁ νοῦς εἶναι ὑγιής, ἐλεύθερος ἀπὸ πάθος, ὁποιοδήποτε πάθος, τότε ὅλη ἡ ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου εἶναι φωτεινή, βρίσκεται στὴν ἀλήθεια, κινεῖται ἐλεύθερα. Ἐὰν ὅμως ὁ νοῦς τυφλωθεῖ ἀπὸ τὸ πάθος π.χ. τῆς φιλαργυρίας, γιὰ τὸ ὁποῖο γίνεται λόγος ἐδῶ, τότε σκοτίζεται ὅλο τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ φιλάργυρος κυνηγᾶ τὸ χρῆμα, δὲν βλέπει τίποτε ἄλλο. Δὲν σκέπτεται τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς του, οὔτε τὸ ὅτι μὲ τὶς ἀπάτες ποὺ διαπράττει γιὰ νὰ κερδίσει περισσότερα χρήματα, βλάπτει τοὺς συνανθρώπους του καὶ αὐτοκαταστρέφεται. Ἡ φιλαργυρία λοιπὸν ἐπιφέρει ὀλέθριο σκοτισμό.
- Τὸ ἄλλο ἀφεντικὸ
Ὁ Κύριος ὅμως προσθέτει καὶ ἄλλο δεινὸ τῆς πλεονεξίας: τὸ ὅτι μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν Θεό. «Οὐ δύνασθε δυσὶ κυρίοις δουλεύειν», λέει. Δὲν μπορεῖτε νὰ ὑπηρετεῖτε καὶ νὰ κάνετε ὑπακοὴ σὲ δύο «κυρίους», οἱ ὁποῖοι, ἐννοεῖται, δίνουν τελείως ἀντίθετες μεταξύ τους διαταγές. Οἱ δύο «κύριοι» εἶναι ὁ Θεὸς καὶ ὁ μαμωνᾶς. Ὁ μαμωνᾶς δὲν εἶναι ὁ διάβολος, ἀλλὰ ὁ πλοῦτος, τὸ χρῆμα, ποὺ ἐδῶ προσωποποιεῖται.
Ὁ φιλάργυρος εἶναι εἰδωλολάτρης, λατρεύει καὶ προσκυνᾶ τὸν πλοῦτο, τὴν ὕλη ἀντὶ γιὰ τὸν Θεό! Ὁ φιλάργυρος δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι φιλόθεος, οὔτε ὁ φιλόθεος φιλάργυρος. Διότι οἱ δύο «κύριοι» ζητοῦν ἀπόλυτη ὑπακοή, ὁλοκληρωτικὸ δόσιμο· καὶ ἡ ὑπακοὴ στὸν ἕνα κύριο συνεπάγεται ὁπωσδήποτε ἀπόρριψη τοῦ ἄλλου. «Ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει». Ἂς δώσουμε ἰδιαίτερη προσοχὴ στὰ ρήματα ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ Κύριος γιὰ νὰ τονίσει ὅτι αὐτὰ τὰ δύο εἶναι ἀδύνατο νὰ συνδυασθοῦν. Ὁ ἄνθρωπος ἢ θὰ μισήσει τὸν ἕναν (τὸν πλοῦτο) καὶ θὰ ἀγαπήσει τὸν Ἄλλον (τὸν Θεό), ἢ θὰ προσκολληθεῖ στὸν ἕναν (τὸν πλοῦτο) καὶ θὰ καταφρονήσει τὸν Ἄλλον (τὸν Θεό).
Φοβερὸ πάθος ἡ φιλαργυρία! Ὁ Θεὸς νὰ μᾶς φυλάξει ἀπὸ ἕνα τέτοιο κατάντημα, τὴ βδελυκτὴ καὶ καταστροφικὴ εἰδωλολατρία τοῦ χρήματος.
- Ἔχουμε Πατέρα
Στὸ ὑπόλοιπο τῆς περικοπῆς ὁ Κύριος μᾶς διδάσκει νὰ μὴν ἀγωνιοῦμε γιὰ τὴ συντήρησή μας. Τὸ θέμα αὐτὸ ἔχει ἄμεση σχέση μὲ τὴν πλεονεξία, διότι ἡ ἀγωνιώδης μέριμνα γιὰ τὴν ἐπιβίωση εἶναι ἡ ρίζα τῆς πλεονεξίας. Ὁ Κύριος ἐξηγεῖ πολὺ ἁπλὰ ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἀγωνιοῦμε γιὰ τὴν ἐξασφάλιση τῶν πρὸς τὸ ζῆν· ὄχι βέβαια νὰ μὴν ἐργαζόμαστε, ἀλλὰ νὰ μὴν ἀγωνιοῦμε· διότι μὲ τὴν ἀγωνία αὐτὴ δὲν κερδίζουμε τίποτε. Αὐτὸς ποὺ μᾶς συντηρεῖ εἶναι ὁ Θεός, ποὺ εἶναι ὁ Πατέρας μας. «Οἶδεν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος ὅτι χρῄζετε τούτων ἁπάντων», μᾶς εἶπε. Γνωρίζει ὁ ἐπουράνιος Πατέρας σας ὅτι ἔχετε ἀνάγκη ἀπὸ ὅλα αὐτά.
Ἂς μὴν πεῖ λοιπὸν κανείς: Μ᾿ ἐμένα θὰ ἀσχολεῖται ὁ Θεός; μὲ τὶς πρόσκαιρες ἀνάγκες μου; τί θὰ φάω, τί θὰ πιῶ, μὲ τί θὰ ντυθῶ; Ναί, μ᾿ ἐμᾶς ἀσχολεῖται καὶ θὰ μᾶς δώσει ὅλα τὰ ἀπαραίτητα. Ὁ Πατέρας μας μᾶς ἔδωσε τὴ ζωή, καὶ δὲν θὰ μᾶς δώσει τὴν τροφή, μὲ τὴν ὁποία συντηρεῖται ἡ ζωή; Μᾶς ἔδωσε τὸ σῶμα, καὶ δὲν θὰ φροντίσει γιὰ τὸ ἀναγκαῖο ἔνδυμα; Συντηρεῖ τὰ πουλάκια, ντύνει μὲ πολυτελὴ ἀμφίεση τὰ ἐφήμερα κρίνα ποὺ φυτρώνουν μόνα τους, καὶ δὲν θὰ φροντίσει γιὰ τὸν βασιλιὰ τῆς ὁρατῆς Δημιουργίας, τὸ ἀγαπημένο Του παιδί, τὸν ἄνθρωπο;
Ὅλα θὰ μᾶς τὰ δίνει, ἀρκεῖ νὰ Τὸν ἐμπιστευόμαστε ὡς παιδιά Του. Νὰ ἔχουμε στραμμένη τὴν προσοχὴ καὶ τὸ ἐνδιαφέρον μας ὄχι στὰ ἐπίγεια ἀλλὰ στὰ οὐράνια· νὰ ἐπιδιώκουμε τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ἁγιότητα, τὰ ἀπαραίτητα ἐφόδια γιὰ νὰ εἰσέλθουμε στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ὅπου θὰ μᾶς εὐφραίνει ἡ ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μὲ τὰ ἀνέκφραστα ἀγαθὰ τῆς Βασιλείας Του.
Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”
2.
Εὐαγγέλιο Κυριακῆς Γ Ματθαίου
Τζεβελέκας Δωρόθεος (Ἀρχιμανδρίτης)
«ἐάν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ἦ, ὅλον τό σῶμα σου φωτεινόν ἔσται»
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι τρεπτός. Μπορεῖ νά ἀνέλθει μέχρι τήν ἕνωσή του μέ τόν Θεό («ἠλάττωσας αὐτόν βραχύ παρ΄ἀγγέλοις»), μπορεῖ, ὅμως, νά κατέλθει μέχρι τήν πλήρη ἐξαχρείωση, νά ὁμοιωθεῖ μέ τούς δαίμονες καί νά γίνει χειρότερος τῶν ζώων.
Ἔχοντας, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος τήν προίκα τοῦ αὐτεξουσίου καλεῖται νά πραγματώσει τό καθ’ὁμοίωσιν, νά γίνει θεοειδής, νά ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό. Σέ αὐτή τήν διαδικασία, τήν πνευματική, δηλαδή, ἐνηλικίωση, ὁ ἄνθρωπος ὀφείλει νά ἀξιολογήσει τίς προτεραιότητες τῆς ζωῆς του καί νά πορευθεῖ μέ βάση τίς ἐπιλογές του. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος νά προσανατολίσει τήν ζωή του καί ὁ Θεός σέβεται τήν ἐλευθερία του.
Στό κέντρο λοιπόν τῆς ὕπαρξής του, στόν «λύχνο τοῦ σώματος», τόν ὀφθαλμό τῆς ψυχῆς, πού ἐδῶ νοεῖται ὁ νοῦς, πρέπει νά κατοικήσει ὁ Θεός. Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου νά γίνει «λύχνος τοῖς ποσίν μου καί φῶς τοῖς τρίβοις μου»( Ψαλμ. 118, 105).
Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά θεωρήσει ὡς τήν πρώτη ἀγάπη τῆς ζωῆς του τόν Θεό. Ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό ὑπερβαίνει τήν ἀγάπη πρός κάθε τι γήινο εἴτε αὐτό εἶναι ἡ οίκογένεια, ὁ πλοῦτος, ἡ δόξα, εἴτε εἶναι ὁποιαδήποτε ἄλλη ἀγάπη. Αύτό ὀφείλει νά εἶναι μία ἥρεμη ἀπόφαση στόν νοῦ τοῦ ἄνθρώπου. Ó ἄνθρωπος μεγαλώνει τά παιδιά του προκειμένου νά τούς ἐμφυτεύσει τόν Χριστό, ἡ ἀγάπη τῶν συζύγων εἶναι πρός δόξαν Θεοῦ, ἡ μεταξύ μας ἀγάπη εἶναι ἡ ἐν Χριστῶ ἀγάπη. Ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά δημιουργήσει μία πραγματικότητα ἔξω ἀπό τόν Θεό, αὐτό θά ἦταν εἰδωλολατρεία καί ἔμπαιγμός τῶν δαιμόνων. Ὁ ἄνθρωπος μεγαλώνει ἡλικιακά σύμφυρτος μέ τίς ἡδονές καί γι αύτό, κατά τόν Ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, δυσκολεύεται νά ἀποποιηθεῖ τό κριτήριο τῆς ἰδιοτέλειας, «τῆς ἡδονῆς καί τῆς ὀδύνης» κατά τόν Ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή ἐφόσον ὁ νοῦς καταδυναστεύεται ἀπό τίς αἰσθήσεις στήν πρώτη νεότητα τοῦ ἀνθρώπου( Γρηγόριος Νύσσης , 8η ὁμιλία στόν Ἐκκλησιαστή). Ἐνηλικιούμενος πνευματικά ὁ ἄνθρωπος θά συνειδητοποιήσει ὅτι δέν εἶναι τό κέντρο τοῦ σύμπαντος, ὅτι ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα εἶναι μία ὁλότητα καί ὡς ἐκ τούτου καθένας εἶναι συνυπεύθυνος γιά τόν ἄλλο, ὅτι τὀ «ὅντως ἐφετόν» εἶναι ὁ Θεός, ἡ πηγή κάθε ἀγαθότητος.
Ὅταν, λοιπόν, ὁ λύχνος τοῦ σώματος, ἤτοι ὁ νοῦς, εἶναι καθαρός δηλαδή δέν εἶναι ὑποταγμένος στήν δουλεία τῶν κτισμάτων, τότε ὅλο τό σῶμα, ὅλη ἡ ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου εἶναι φῶς. Ὅταν ὁ νοῦς ἐγκαταλείψει τόν Θεό τότε σκοτίζεται καί προσκολᾶται στήν ἁμαρτία καί ὁ ἄνθρωπος λόγω τῆς τρεπτότητάς του ὁδηγεῖται στόν θάνατο τῆς ψυχῆς. Γι αὐτό εἶναι ἀπαραίτητη ἡ κατά τούς Πατέρες ἡ «φυλακή (δηλαδή ἐπιφυλακή) τοῦ νοός». Ὁ νοῦς εἶναι ἡ ἡγεμονική δύναμη τῆς ψυχῆς. Ἅλλωστε στους Ἁγίους ἡ ψυχή, κατά τούς Πατέρες, γίνεται ὅλη νοῦς καί αὐτές οἱ Ἀγγελικές δυνάμεις ὀνομάζονται νόες. Ὁμοίως, κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος «μοναχός εἶναι ἔκσταση τοῦ νοός». Ὁ διάβολος κατά τόν Ἅγιο Παΐσιο τόν Ἁγιορείτη δέν μπορεῖ νά βλάψει τόν ἄνθρωπο. Μπορεῖ ὅμως νά τοῦ ὑποβάλει στόν νοῦ μιά ἁμαρτωλη ἰδέα καί ὅταν ὁ ἄνθρωπος συγκατεθεῖ νά τόν ὁδηγήσει σέ πτώση.
Εἶναι φανερό τό πόσο ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ἔχει τόν νοῦν του σέ ἐγρήγορση. Ὁ κόσμος σήμερα ἀλλά καί σέ κάθε ἐποχή εἶναι γεμᾶτος άνθρώπινες θεωρίες καί ἐπινοήσεις καί λανθασμένα συστήματα ἀξιῶν πού ὁδηγοῦν σέ σύγχυση. Στίς μέρες μας η τηλεὀραση εἶναι ἡ θύρα είσόδου στόν νοῦ τῶν ἀνθρώπων κάθε εἴδους πλάνης καί ἁμαρτίας. Προκειμένου νά ἀντισταθεῖ ὁ ἅνθρωπος ὀφείλει νά ἀπαρνηθεῖ τό πνεῦμα τοῦ κόσμου καί νά ἐνστερνισθεῖ τό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας.(«Τοίνυν ἐξερχόμεθα πρός αὐτόν ἔξω τῆς παρεμβολῆς τόν ὀνειδισμόν αὐτοῦ φέροντες» Ἐβρ. 13,13). Ἁπαραίτητη εἶναι ἡ προσευχή γιά τόν ἀγωνιζόμενο Χριστιανό καί ἱδίως ἡ νοερά προσευχή, ἡ εὐχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με». Ἡ εὐχή έπαναφέρει τόν σωστό προσανατολισμό στήν ψυχή τοῦ ἀνθρὠπου, καί ὀδηγεῖ στήν εἴσοδο τοῦ νοῦ στήν καρδιά, δηλαδή στήν ἀποκατάσταση τῆς διασπασμένης ἀπό τό προπατορικό ἁμάρτημα ἑνότητας τῆς ψυχῆς. Ἡ προσευχή δέν εἶναι πολυτέλεια οὔτε προσφέρομε χάρη στόν Θεό μέ αύτήν. Εἶναι ἀναγκαιότητα, τροφή τῆς ψυχῆς καί ὁδηγεῖ στήν κάθαρση τῆς ψυχῆς καί τόν φωτισμό τοῦ ἐσκοτισμένου νοός. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι θεραπευτήριο καί διαθέτει μέ τόν θεσμό τοῦ πνευματικοῦ Πατέρα, τό μυστήριο τῆς μετάνοιας-ἐξομολόγησης καί τή Θεία Εύχαριστία τά μέσα γιά τήν θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου. Ἐπίσης, ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ χῶρος ὀπου πραγματοποιεῖται ὁ σκοπός τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, ἡ θέωση.
Στόν κόσμο συγκρούονται δύο πνεύματα: τόν πνεῦμα τοῦ κόσμου καί τό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας. Στήν Ἐκκλησία, πού εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἄνθρωπος βρίσκει τήν λύτρωση, τό νόημα τῆς ζωῆς, τήν «δικαίωση» κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο, τῆς ὕπαρξής του.
3.
Φῶς τοῦ σώματος εἶναι ὁ ὀφθαλμός
Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))
Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Συναντᾶμε τὸν κόσμο, τὸν γνωρίζουμε μέσα ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις μας· καὶ μὲ τὶς αἰσθήσεις δὲν ἔχουμε μόνο ἐπίγνωση τοῦ κόσμου, ἀλλά ὑπάρχουμε κιόλας σ’ αὐτόν. Ὅλες οἱ αἰσθήσεις μᾶς φέρνουν σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν κόσμο τῶν πραγμάτων γύρω μας, ἀλλὰ ἐπίσης μᾶς δημιουργοῦν ἄμεσα συναισθήματα καὶ ἐντυπώσεις ποὺ κάποιες φορὲς μᾶς ἀλλοιώνουν πολὺ βαθειά.
Ἡ ὅραση μας, γιὰ τὴν ὁποία μιλᾶ ὁ Κύριος στὸ Εὐαγγέλιο Του, εἶναι ὁ μόνος δρόμος ἀπὸ τὸν ὁποῖο μποροῦμε νὰ ἔχουμε ἐπίγνωση τοῦ κόσμου μὲ ἠρεμία, μὲ πλήρη κατάπαυση ὅλων τῶν δυνάμεων τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ ἐπίσης ὑπὸ τὴν προυπόθεση, ὅπως ὁ Κύριος τὸ θέτει, ὁ ὀφθαλμὸς μας νὰ εἶναι ἁπλός, νὰ εἶναι φῶς, ποὺ θὰ ἐπιτρέπει νὰ εἰσέρχεται στὴν συνείδηση μας μόνο τὸ φῶς.
Ἕνας ἀπὸ τοὺς σύγχρονους Ἄγγλους συγγραφεῖς μᾶς δίνει δύο εἰκόνες ποὺ πιστεύω θὰ μᾶς ἐπιτρέψουν νὰ κατανοήσουμε κάτι ἀπὸ αὐτὸ τὸ κείμενο τοῦ Εὐαγγελίου· στὸ μυθιστόρημα του “All Hallows’ Eves”, ὁ Τσάρλς Οΐλιαμς μᾶς παρουσιάζει μιὰ νέα γυναῖκα ποὺ πεθαίνει σ’ ἕνα ἀτύχημα, καί τῆς ὁποίας ἡ ψυχὴ σταδιακὰ βρίσκει τὸν δρόμο πρὸς ἕναν νέο κόσμο.
Βρίσκει τὸν ἑαυτὸ της νὰ στέκεται στίς ὄχθες τοῦ Τάμεση· κοιτᾶ τὰ νερά, καὶ ξαφνικὰ βλέπει τὰ νερὰ, ὅπως δὲν τὰ εἶχε δεῖ ποτὲ στὸ παρελθόν, ὅταν ἡ ψυχή της ἦταν ἕνα μὲ τὸ σῶμα· τότε ἔνοιωθε μιὰν ἀποστροφὴ γιὰ αὺτὰ τὰ μαῦρα, βρώμικα, γλοιώδη νερά, γιατὶ στὴν φαντασία της συνδέονταν ἄμεσα μὲ τὶς αἰσθήσεις καὶ τὶς ἐντυπώσεις.
Ἀλλά τώρα ἡ ψυχή της εἶναι ἐλεύθερη ἀπὸ τὸ σῶμα, καὶ κοιτάζει τὰ νερὰ τοῦ Τάμεση ἐλεύθερα, ὅπως εἶναι, σάν ἕνα γεγονός· βλέπει τὰ νερὰ σὰν αὐτὸ ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι, τὰ νερὰ ἑνὸς ποταμοῦ, ποὺ διασχίζει μιὰ μεγάλη πόλη, μαζεύοντας ὅλη τὴν βρωμιά της καὶ παρασύροντάς την μακριά. Κι ἐπειδὴ δὲν νοιώθει πιὰ τὴν φυσικὴ ἀποστροφὴ τοῦ σώματος ποὺ εἶχε πρίν, οὔτε τῆς φαντασίας, ἡ ψυχὴ της, μέσα ἀπὸ τὴν ἀδιαφάνεια αὐτῶν τῶν νερῶν, μπορεῖ νὰ δεῖ σὲ αὐτὰ ἕνα νέο, ἀκόμα πιὸ καινούργιο βάθος· πιὸ βαθειὰ ἀπ’ αὐτὴν τὴν ἐπιφανειακὴ πυκνότητα, ἀνακαλύπτει ἕνα στρῶμα καθαρότερου νεροῦ, μιά ἡμιδιαφάνεια, καὶ πιὸ βαθιὰ – ἕνα διάφανο στρῶμα καὶ στὸν πυρήνα αὐτῶν τῶν νερῶν ποὺ διασχίζουν τὴν μεγάλη πόλη- κι αὐτή ἡ πόλη καλεῖται νὰ ὀνομαστεῖ μιὰ μέρα ἡ π ό λ η τοῦ Θεοῦ – βλέπει ἕνα ρεῦμα ἀπὸ ἀπίστευτα λαμπερὰ νερά· τὸ νερὸ τῆς αἰώνιας ζωῆς, τὸ ἀρχέγονο νερὸ τῆς δημιουργίας, τὸ νερὸ γιὰ τὸ ὁποῖο μίλησε ὁ Χριστός στὴν Σαμαρείτιδα. Ἐπειδή ἦταν ἐλεύθερη ἀπό κάθε προσωπικὴ ἀπέχθεια καὶ ἀντίδραση, ἡ νεκρὴ γυναῖκα μπόρεσε νὰ δεῖ μέσα ἀπὸ τὸ ἐπιφανειακὸ σκοτάδι, τὰ αὐξανόμενα στρώματα φωτός.
Ἐπειδὴ ἐμπλεκόμαστε συνεχῶς σὲ καταστάσεις ποὺ ἔχουν σὰν κέντρο τὸν ἑαυτό μας, καταφέρνουμε νὰ βλέπουμε μέσα ἀπὸ ἐπίπεδα φωτός, ἕνα σκοτάδι, τὸ ὁποῖο κάποιες φορές δημιουργοῦμε ἤ φανταζόμαστε· ἐπειδὴ τὸ βλέμμα μας εἶναι σκοτεινό, βλέπουμε σκοτάδι καὶ εἴμαστε ἀνίκανοι νὰ δοῦμε τὸ βάθος, τὴν διαύγεια καὶ τὴν λάμψη.
Μιάν ἄλλη εἰκόνα ποὺ βρίσκουμε στὸ ἴδιο βιβλίο εἶναι ἀκόμα πιὸ τραγική. Αὐτὴ ἡ νέα γυναῖκα βλέπει τὸν ἑαυτὸ της νὰ βρίσκεται σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς μεγάλες γέφυρες· ξέρει ὅτι αὐτὴ ἡ γέφυρα δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἄδεια, ὅτι ἄνθρωποι περπατοῦν, λεωφορεῖα τρέχουν, ὑπάρχει ζωή τριγύρω, κι ὅμως δὲν βλέπει καὶ δὲν ἀντιλαμβάνεται τίποτα, ἐπειδὴ ἔχει χωριστεῖ ἀπὸ τό σῶμα της. Μπορεῖ τώρα νὰ δεῖ μόνο ἐκεῖνα τὰ πράγματα, κι ἐκεῖνους τοὺς ἀνθρώπους μὲ τοὺς ὁποίους συνδεόταν ἀγαπητικά, κι ἐπειδὴ δὲν εἶχε ἀγαπήσει παρά μόνο τὸν ἄνδρα της, εἶναι τυφλὴ σὲ ὁτιδήποτε ἄλλο γύρω της, ὑπάρχει μονάχα ἕνα κενό, τίποτα.
Καὶ μόνο ὅταν σταδιακὰ ἀποκτᾶ ἐπίγνωση, μέσα ἀπὸ τὴ μικρὴ ἀγάπη ποὺ εἶχε στὴ ζωή της καὶ μέσα ἀπὸ τὴ σχέση μὲ τὴ μοναδική της ἀγάπη, ὅσο μικρὴ κι ἄν ἦταν, τῆς σχέσης της μὲ ἄλλα πρόσωπα καὶ πράγματα ποὺ τῆς ἦταν ἀγαπητά, ἀρχίζει να βλέπει.
Αὐτός δὲν εἶναι κι ὁ τρόπος πού ζοῦμε; Ζοῦμε μέσα στὸ φῶς καὶ δὲν βλέπουμε τίποτα παρὰ σκιές ποὺ διαβαίνουν ἤ τὸ κενό· πόσες φορὲς ἕνας ἄνθρωπος περνᾶ ἀπὸ τὴ ζωή μας χωρὶς ν’ ἀφήσει κανένα ἴχνος; Περνᾶ ἀπαρατήρητος, παρόλο ποὺ ἔχει μιὰ ἀνάγκη, ἤ μιά ὀμορφιά ποὺ λάμπει· ἀλλὰ ἐπειδή δὲν εἶχε σχὲση μὲ μᾶς, ἡ καρδιά μας δεν βρῆκε κάτι γιὰ ν’ ἀνταποκριθεῖ, κι ἐμεῖς εἴμαστε σὲ μιὰ ἐρημιά, ἀκόμα κι ὅταν μᾶς περιβάλλει πλοῦτος.
Αὐτὸ φαίνεται καὶ στὸν τρόπο ποὺ κοιτᾶμε, δὲν βλέπουμε τίποτα, γιατὶ μόνο ἡ ἀγάπη μᾶς ἀποκαλύπτει τὰ πράγματα· καὶ πάλι μποροῦμε νὰ βλέπουμε μ’ ἕνα σκοτεινὸ καὶ ἁμαρτωλὸ τρόπο· πόσο συχνὰ δίνουμε κακὴ ἑρμηνεία σ΄ αὐτὰ ποὺ βλέπουμε; Ἀντί νὰ τὰ δοῦμε ὅπωςεἶναι, τὰ ἐξετάζουμε μὲ γνώμονα τὴν σκοτεινὴ ψυχὴ μας καὶ τὴ διεστραμμένη ἐμπειρία μας. Πόσο συχνά παρερμηνεύουμε τὶς πράξεις καὶ τὰ λόγια τῶν ἀνθρώπων, γιατὶ τὰ βλέπουμε μὲ ματιὰ ποὺ εἶναι ἤδη σκοτεινή.
Ὅμως, τὰ λόγια τοῦ Κυρίου σήμερα μᾶς καλοῦν νὰ δείξουμε μιὰ στάση ἐξαιρετικὰ προσεκτική ὡς πρὸς τὸν τρόπο ποὺ κοιτάζουμε καὶ βλέπουμε. Πρέπει νὰ θυμόμαστε ὅτι ἄν δὲν βλέπουμε τίποτα αὐτὸ προέρχεται πολὺ συχνὰ ἀπὸ τὴν τυφλότητα μας, ἄν βλέπουμε κακό, αὐτό ὀφείλεται στὸ σκοτάδι μέσα μας, ἄν νοιώθουμε μιάν ἀποστροφή ἀπέναντι σὲ πράγματα, συμβαίνει συχνά λόγω τοῦ τρόπου πού ἑστιάζουμε τὴ ζωὴ μας γύρω ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας καὶ δὲν μποροῦμε νὰ δοῦμε μὲ ἠρεμία, μὲ καθαρότητα καρδιᾶς. Γιατὶ τελικά, δὲν βλέπουμε μόνο μὲ τὰ μάτια μας ποὺ μεταφέρουν ἐντυπώσεις, βλέπουμε ἐπίσης καὶ μὲ τὴν καρδιὰ ποὺ μπορεῖ νὰ δεῖ τὸν Θεὸ μόνο ὅταν εἶναι καθαρή, κι ὄχι μόνο τὸν Θεὸ στὴν μυστηριακή Του ὕπαρξη, ἀλλά τὸν Θεό μέσα ἀπὸ τὴν χάρη καὶ τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὴν εὐλογία. Ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος λέει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει καθαρὴ ματιὰ καὶ καθαρὴ καρδιὰ δὲν βλέπει πλέον τὸ σκοτάδι στὸν κόσμο, γιατὶ αὐτὸ τὸ σκοτάδι ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ τὴν λάμψη τῆς θείας Χάριτος ποὺ ἐνεργεῖ καὶ ἀναπαύεται σ’ ὅλα τὰ πράγματα, ὅσο σκοτεινὰ κι ἄν φαίνονται.
Ἄς πάρουμε τουλάχιστον αὐτὸ τὸ μάθημα ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο. Ἄς φροντίζουμε νὰ βλέπουμε μὲ καθαρότητα, νὰ ἑρμηνεύουμε μὲ καθαρότητα καρδιᾶς καὶ νὰ ἐνεργοῦμε μέ ἀγάπη μέσα μας, καὶ τότε θὰ εἴμαστε ἱκανοί νὰ διακρίνουμε ἐλεύθερα τὴν διαύγεια καί τὴν λαμπρότητα τοῦ κόσμου, καὶ νὰ τὴν ἀγαπήσουμε, νὰ τὴν ὑπηρετήσουμε, καὶ νὰ βρισκόμαστε στὸν τόπο ποὺ μᾶς παραχώρησε ὁ Κύριος, εὐλογώντας στό ὄνομα Του, πιστεύοντας, ἐλπίζοντας, δίχως ποτὲ νὰ σταματήσουμε ν’ ἀγαπᾶμε, ἀκόμα κι ὅταν ἀγάπη σημαίνει νὰ θυσιάζουμε τὴν ζωή μας, εἴτε τὴ ζωὴ τοῦ παλαιοῦ Ἀδὰμ ποὺ πρέπει νὰ πεθάνει γιὰ νὰ ζήσει ὁ νέος Ἀδάμ, ἤ διαφορετικὰ, τὴ ζωή τοῦ Νέου Ἀδάμ ποὺ δίνει τὴ ζωή του γιὰ νὰ μπορέσει ὁ κόσμος καὶ οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι νὰ ζήσουν. Ἀμήν.
4.
Στὸ Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα (Γαλ. γ΄23-δ΄5)
Διονύσιος Ψαριανός (Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (+))
α’ .Ὁ Ἀπόστολος ποὺ διαβάστηκε σήμερα εἶναι περικοπὴ ἀπὸ τὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Σὲ κάποια περασμένη ὁμιλία εἶπα γιὰ τοὺς Γαλάτες καὶ γιὰ τὴν ἐπιστολὴ ποὺ τοὺς ἔγραψε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, γι’ αὐτὸ καὶ κρίνω πὼς δὲν θὰ πρέπει τώρα νὰ ξαναπῶ τὰ ἴδια. Ἀρχίζω λοιπὸν πρῶτα νὰ ἐξηγῶ στὴ γλώσσα μας τὴ σημερινὴ ἀποστολικὴ περικοπή. Αὐτὴ τὴ μέθοδο ἀκολουθοῦμε πάντα· ἐξηγοῦμε πρῶτα γλωσσικὰ τὸ ἱερὸ κείμενο, κι ὕστερα ἑρμηνεύομε καὶ ἀναπτύσσομε ὅσο μποροῦμε τὰ νοήματα τοῦ θεόπνευστου λόγου. Ὁ Ἀπόστολος μιλάει γιὰ τὸ νόμο καὶ γιὰ τὴν πίστη· τί ἦταν ὁ νόμος γιὰ τοὺς ἀνθρώπους πρὶν ἀπὸ τὸ Χριστό, καὶ τί εἶναι ἡ πίστη τώρα ποὺ ἦρθε ὁ Χριστός.
Μὰ ἂς ἀκούσουμε τὰ λόγια του ἁγίου Παύλου· «Ἀδελφοί, πρὶν νὰ ‘ρθη ἡ πίστη μᾶς φύλαγε καὶ μᾶς προστάτευε ὁ νόμος κι ἤμαστε κλεισμένοι μέσα στὸ νόμο, περιμένοντας νὰ φανερωθῆ ἡ πίστη. Ὁ νόμος λοιπὸν ἦταν σὲ μᾶς παιδαγωγός, ὥσπου νὰ ‘ρθη ὁ Χριστός, γιὰ νὰ δικαιωθοῦμε τότε μὲ τὴν πίστη. Ἀλλὰ τώρα ποὺ ἦρθε ἡ πίστη, δὲν εἴμαστε πιὰ στὰ χέρια παιδαγωγοῦ, ἐπειδὴ σὰν πιστοὶ εἴμαστε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ· γιατί ὅσοι βαπτισθήκατε στὸ Χριστό, ντυθήκατε τὸ Χριστό. Δὲν ὑπάρχει Ἰουδαῖος οὔτε Ἕλληνας, δὲν ὑπάρχει δοῦλος οὔτε ἐλεύθερος, δὲν ὑπάρχει ἄνδρας καὶ γυναίκα, γιατί ὅλοι ἐσεῖς εἴσαστε ἕνας ἄνθρωπος στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ»1.
β’. Ὁ νόμος, γιὰ τὸν ὁποῖο πολὺς λόγος γίνεται στὶς ἐπιστολὲς τοῦ ἁγίου Παύλου, ὁ νόμος λοιπὸν εἶναι ἡ Παλαιὰ Διαθήκη, ἡ συμφωνία καὶ ἡ συνθήκη, ποὺ ἔκαμε παλιὰ ὁ Θεὸς μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Μέσα σὲ ὅσα ὑποσχέθηκε ὁ Θεός, ἀπὸ τὴν πρώτη ὥρα τῆς πτώσεως, στοὺς πρωτοπλάστους καὶ τὰ ἀνανέωσε ὕστερα στοὺς Πατριάρχες καὶ στοὺς Προφῆτες, μέσα στὴν παλιὰ ἐκείνη συνθήκη, ξεχωρίζει ὁ νόμος· ὄχι μόνο ὁ ἠθικός, δηλαδὴ οἱ δέκα ἐντολές, ἀλλὰ καὶ ὁ τελετουργικός, ὅλες οἱ διατάξεις ποὺ ἀναφέρονται στὶς θυσίες καὶ γενικὰ στὴ λατρεία. Ὅλα αὐτὰ δὲν ἦσαν ὅ,τι ὁ Θεὸς εἶχε νὰ κάμη γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου, ἀλλὰ εἶχαν μία προπαρασκευαστικὴ σημασία καὶ ὁ σκοπὸς τους ἦταν παιδαγωγικός· ἦσαν ἡ ρίζα καὶ ἡ βάση ἀπάνω στὴν ὁποία θὰ στηριζότανε τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας. Ὁ νόμος ἦταν ἕνας ἅγιος τρόπος τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ φυλαχτοῦν καὶ νὰ προστατευτοῦν οἱ ἄνθρωποι, ἀκόμα δὲ καὶ νὰ ἑτοιμαστοῦν, γιὰ νὰ δεχτοῦν τὴν πίστη καὶ τὴ χάρη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σὰν παροιμία καὶ σὰν ἀξίωμα ἔμεινε στὴ συνείδηση καὶ στὸ στόμα τῶν ἀνθρώπων τῆς Ἐκκλησίας ὁ θεόπνευστος λόγος τοῦ Ἀποστόλου ὅτι «ὁ νόμος παιδαγωγὸς ἡμῶν γέγονεν εἰς Χριστὸν» (2). Μὲ τὸ νόμο ὁ Θεὸς χειραγώγησε τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς ἑτοίμασε νὰ δεχτοῦν τὸ Χριστό. Αὐτὸ θὰ πῆ πὼς τὸ Εὐαγγέλιο τῆς χάρης εἶναι συνέχεια στὸ νόμο τῆς δικαιοσύνης, πὼς ἡ Καινὴ Διαθήκη εἶναι συμπλήρωση καὶ ἐκπλήρωση τῆς Παλαιᾶς. Αὐτὸ ἐννοοῦσε ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὅταν εἶπε πὼς δὲν ἦρθε γιὰ νὰ κατάργηση τὸ νόμο, δηλαδὴ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸν συμπλήρωση. Τίποτα δὲν καταργεῖται στὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ πάντα τὸ παλιὸ εἶναι μέσα στὸ νέο, σὰν ὁ σπόρος μέσα στὸ φυτὸ καὶ σὰν ἡ ρίζα στὸ δέντρο.
γ’. Ὅταν ἦρθε ἡ πίστη, ὅταν «ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο» (3), τότε ὁ νόμος, χωρὶς νὰ καταργηθῆ, ἔμεινε πίσω καὶ παραχώρησε τὴ θέση του στὴ νέα πραγματικότητα· αὐτὸ θὰ πῆ τὸ «ἐγένετο», ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, μὲ τὴ χάρη καὶ τὴν ἀλήθεια, πραγμάτωσε μία νέα κατάσταση στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων, δηλαδὴ τὴν Ἐκκλησία. Τώρα δὲν χρειαζότανε πιὰ παιδαγωγός, τώρα οἱ ἄνθρωποι εἶδαν νὰ ἐκπληρώνωνται ὅσα ἐπροτύπωνε ὁ νόμος καὶ ἐπρόβλεπαν οἱ Προφῆτες. Τώρα, μὲ τὴν πίστη στὸν Ἰησοῦ Χριστό, στὸ θεανθρώπινό του πρόσωπο καὶ στὸ ἀπολυτρωτικό του ἔργο, οἱ ἄνθρωποι εἶναι παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Τώρα οἱ πιστοὶ μὲ τὸ βάπτισμα, ὄχι ἁπλῶς πῆραν τὴν προσωνυμία τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ σὰν ἕνα παλιὸ ἱμάτιο ξεφόρεσαν τὸν πρῶτο ἑαυτό τους καὶ ντύθηκαν τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Καὶ ἀκούσαμε ἀκριβῶς σὲ τοῦτο τὸ σημεῖο τὰ πολὺ γνωστὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου, ποὺ τὰ πῆρε ἡ Ἐκκλησία καὶ τὰ ἔκαμε ὕμνο στὶς μεγάλες Δεσποτικὲς ἐορτές· «Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε» (4).
δ’. Ὁ θεόπνευστος λόγος τοῦ Ἀποστόλου κορυφώνεται στὴ μεγάλη διακήρυξη, ποὺ εἶναι ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας στὸν κόσμο καὶ στὸ πέρασμα τῶν αἰώνων. Εἶναι ἡ διακήρυξη, ποὺ σπάζει τὰ δεσμὰ ὅλων τῶν διακρίσεων μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Τώρα δὲν ὑπάρχουν ξεχωριστὰ λαοὶ καὶ φυλές, δὲν ὑπάρχουν κοινωνικὲς τάξεις, δὲν ὑπάρχουν ξεχωριστὰ ὁ ἄνδρας καὶ ἡ γυναίκα, γιατί ὅλοι, μὲ τὴν πίστη στὸν Ἰησοῦ Χριστό, εἴμαστε ἕνας ἄνθρωπος.
ε’. Ἄλλο κήρυγμα ἀληθινῆς ἐλευθερίας καὶ ἰσότητας, μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, ποὺ κατοικοῦν σ’ ὅλο τὸν πλανήτη τῆς γῆς, σὰν τὸ κήρυγμα τοῦτο τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἀκούστηκε οὔτε ὑπάρχει. Οἱ αἰῶνες τὸ ἐπαναλαμβάνουν σὲ διάφορες γλῶσσες, οἱ ἀρχηγοὶ τῶν λαῶν καὶ οἱ κοινωνικοὶ ἀναμορφωτὲς τὸ οἰκειοποιοῦνται καὶ τὸ ἐξαγγέλλουν παραλλαγμένο γιὰ δικό τους κήρυγμα. Ὅμως αὐτὴ εἶναι ἡ διακήρυξη καὶ ἡ ἐξαγγελία τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸ πνευματοκίνητο στόμα τοῦ ἀποστόλου Παύλου.
«Δὲν ὑπάρχει Ἰουδαῖος οὔτε Ἕλληνας, δὲν ὑπάρχει δοῦλος οὔτε ἐλεύθερος, δὲν ὑπάρχει ἄνδρας καὶ γυναίκα» (5), γιατί ὅλοι οἱ βαπτισμένοι στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἴμαστε ἕνας ἄνθρωπος. Ποιὸς μπορεῖ νὰ ψάλη τώρα ἐπάξια τὸν ὕμνο τῆς ἐκκλησιαστικῆς αὐτῆς διακηρύξεως, μὰ καὶ ποιὸς νὰ κλάψη γοερὰ καὶ νὰ θρηνήση, γιατί χίλιες φορὲς μέχρι τώρα οἱ χριστιανικοὶ λαοὶ καὶ οἱ κοινωνίες ἐπρόδωσαν τὴν πίστη τους καὶ ρήμαξαν τὸ πρόσωπο τῆς γῆς μὲ τυραννίες, μὲ δουλεμπόρια, μὲ πολέμους, μὲ κατακτήσεις, μὲ ἐπαναστάσεις; Ὅλα αὐτὰ μέσα σὲ εἴκοσι αἰῶνες ἔγιναν ἀπὸ τοὺς χριστιανικοὺς λαούς, κι ἀπὸ κείνους ποὺ τάχα ἀρνιοῦνται τὴ χριστιανική τους καταγωγὴ καὶ πολεμοῦν τώρα τὴ μητέρα τους Ἐκκλησία.
ς’. Μὰ ἂς προχωρήσουμε τώρα πιὸ κάτω στὴν ἐξήγηση τῆς σημερινῆς ἀποστολικῆς περικοπῆς. Ὅσα θὰ πῆ στὴ συνέχεια ὁ Ἀπόστολος εἶναι τὸ συμπέρασμα σὲ ὅσα εἶπε παραπάνω. «Ἂν λοιπὸν ἐσεῖς εἴσαστε ἄνθρωποι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἴσαστε ἄρα ἀπόγονοι καὶ κληρονόμοι τοῦ Ἀβραάμ, σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ. Λέω λοιπὸν πὼς ὅσον καιρὸ ὁ κληρονόμος εἶναι μικρὸ παιδί, δὲν ἔχει καμμιὰ διαφορὰ ἀπὸ τὸ δοῦλο, ἂν καὶ ὅλη ἡ πατρικὴ περιουσία εἶναι δική του, ἀλλὰ κηδεμονεύεται ἀπὸ ἐπιτρόπους καὶ διαχειριστές, ὡς τὴν ὥρα ποὺ προσδιώρισε ὁ πατέρας. Ἔτσι λοιπὸν κι ἐμεῖς, ὅταν ἤμαστε ἀνήλικοι, ἤμαστε ὑποταγμένοι στὶς συνθῆκες τοῦ ἐδῶ κόσμου, ὅταν ὅμως συμπληρώθηκε ὁ καιρός, τότε ὁ Θεὸς ἔστειλε τὸν υἱό του, ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος ἀπὸ μία γυναίκα καὶ ὑποτάχτηκε στὸ νόμο, γιὰ νὰ ἐλευθέρωση ἐκείνους ποὺ ἦσαν δοῦλοι στὸ νόμο καὶ γιὰ νὰ ξαναγίνουμε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ» (6).
ζ’. Δὲν μπορεῖτε, μὰ δὲν μπορεῖτε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, νὰ καταλάβετε τί αἰσθάνεται καὶ ζῆ ἐκεῖνος ποὺ κηρύττει τὸ θεῖο λόγο. Δὲν θέλω νὰ πῶ οὔτε γιὰ τὴ χαρὰ οὔτε γιὰ τὸ φόβο ποὺ ἔχει ὁ ἱερὸς διδάσκαλος, ὅταν ὁ Θεὸς τοῦ κάνη τὴν πολὺ μεγάλη τιμὴ νὰ εἶναι ἑρμηνευτὴς καὶ κήρυκας τοῦ Εὐαγγελίου στοὺς ἀνθρώπους.
Μὰ θέλω νὰ πῶ γιὰ τὴ λύπη καὶ γιὰ τὴ στενοχώρια ποὺ αἰσθάνομαι τώρα, γιατί δὲν μπορῶ νὰ ἁπλωθῶ στὴν ἑρμηνεία τῶν λόγων τοῦ Ἀποστόλου. Τὸ ξέρω πὼς πάντα λέω τὰ ἴδια, καὶ διαρκῶς παραπονοῦμαι πὼς δὲν μὲ παίρνει ὁ χρόνος. Ἀλλ’ ὅμως αὐτὸ εἶναι μία ἀλήθεια, ποὺ ἐγὼ κάθε Κυριακὴ τὴν αἰσθάνομαι καὶ τὴ ζῶ. Βλέπετε πὼς δὲν σᾶς ὁμιλῶ προχειρα· βλέπετε πὼς ὅ,τι θέλω νὰ σᾶς πῶ τὸ μελετῶ καὶ τὸ γράφω, γιατί θαρῶ πὼς δὲν εἶναι σωστὸ καὶ δὲν ταιριάζει, οὔτε σὲ μένα οὔτε σὲ σᾶς οὔτε στὴν ἱερότητα τοῦ κηρύγματος, νὰ σᾶς πῶ πέντε πράγματα ὅπως-ὅπως. Πάντα ὅμως, μέσα στὴν ἄλλη μου προσπάθεια, μὲ κρατάει ὁ φόβος μήπως καὶ κουραστῆτε, καὶ ἐνῶ ἐγὼ θὰ ὁμιλῶ ἐσεῖς πιὰ δὲν θὰ μὲ ἀκοῦτε. Ἀλλὰ ἂς προσπαθήσω τώρα, πολὺ σύντομα νὰ σᾶς ἑρμηνεύσω τὸ κομμάτι ποὺ ἐξήγησα γλωσσικά.
η’. Εἴπαμε παραπάνω πὼς τὸ δεύτερο τοῦτο μέρος τῆς σημερινῆς ἀποστολικῆς περικοπῆς εἶναι τὸ συμπέρασμα, στὸ ὁποῖο καταλήγει ὁ ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ, ἔπειτα ἀπὸ ὅσα εἶπε στὸ πρῶτο. Μὰ μποροῦμε νὰ τὸ ποῦμε κι ἀλλιῶς, πὼς εἶναι ἕνα παράδειγμα ἀπὸ τὴ ζωή, ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ Ἀπόστολος, γιὰ νὰ ἔκφραση παραστατικὰ αὐτὸ ποὺ λέει. Εἶπε πὼς οἱ χριστιανοὶ τώρα κι ὄχι οἱ Ἑβραῖοι εἶναι οἱ ἀπόγονοι καὶ κληρονόμοι τῶν ἐπαγγελιῶν, ποὺ ἔδωκε ὁ Θεὸς στὸν Ἀβραάμ, κι ἀμέσως, μόλις εἶπε γιὰ κληρονόμους, ἔβαλε στὴ σκέψη του τὸ παράδειγμα τοῦ ἐπιτρόπου καὶ τῆς κηδεμονίας, ποὺ ὁρίζουν οἱ πολιτικοὶ νόμοι γιὰ τοὺς ἀνήλικους. Ὁ σκοπὸς πάντα τοῦ Ἀποστόλου εἶναι νὰ δείξη τὴν προσωρινότητα καὶ τὴν ἀτέλεια τοῦ νόμου, ποὺ τὸν διαδέχτηκε ἡ χάρη τοῦ Εὐαγγελίου· τὴ δουλεία κάτω ἀπὸ τὴν ὁποία κρατοῦσε ὁ νόμος τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὴν ἐλευθερία ποὺ ἔφερε ὁ Χριστός.
θ’. Καὶ δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε πὼς αὐτὰ τὰ γράφει πρὸς τοὺς χριστιανούς, ποὺ προέρχονταν ἀπὸ Ἰουδαίους ἤ δέχονταν ἐπιρροὲς ἀπὸ ἰουδαϊκὲς διδασκαλίες. Οἱ ἰουδαΐζοντες αὐτοὶ χριστιανοὶ ἦσαν προσκολλημένοι στὶς τυπικὲς διατάξεις τοῦ νόμου, καὶ μάλιστα στὸ θεσμὸ τῆς περιτομῆς καὶ δὲν μποροῦσαν εὔκολα νὰ καταλάβουν τὴν παγκοσμιότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ νέο πνεῦμα τῆς εὐαγγελικῆς διδαχῆς, ποὺ εἶναι πνεῦμα ἀγάπης καὶ πνευματικῆς ἐλευθερίας. Πρὶν λοιπὸν νὰ ἔρθη ὁ Χριστός, σὰν τὰ ἀνήλικα παιδιά, οἱ ἄνθρωποι ἦσαν κάτω ἀπὸ τὴν κηδεμονία τοῦ νόμου, μὰ στὸν προσδιωρισμένο καιρὸ ἦρθε ὁ Χριστός· ἦρθε καὶ ὑποτάχτηκε στὸ νόμο, γιὰ νὰ μᾶς ἐλευθέρωση ἀπὸ τὴ δουλεία τοῦ νόμου. Ἔτσι ξαναγίναμε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ ποὺ στὴ γλώσσα τῆς θείας Γραφῆς καὶ τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας λέγεται δικαίωση καὶ σωτηρία στὴν οὐσία του εἶναι νὰ ξαναγίνουν οἱ ἄνθρωποι παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, «ἵνα τὴν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν» (7).
ι’. Ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο στὴ μνήμη σήμερα τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης διαβάζεται στὴ θεία Λειτουργία ἡ ἀποστολικὴ περικοπή, ποὺ ἀκούσαμε καὶ προσπαθήσαμε νὰ ἑρμηνεύσουμε, εἶναι ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ φράση ἀπὸ τὴ μεγάλη διακήρυξη τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ὅτι «οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ» (8). Αὐτὸ βέβαια δὲν ἔχει καμμιὰ σχέση μὲ κεῖνα ποὺ στὸν καιρὸ μας φωνάζουν ὅσες καὶ ὅσοι ἔκαμαν ἔργο τοὺς τὸν «ἀγώνα τῆς γυναίκας». Μακάρι νὰ ἤξεραν οἱ γυναῖκες, ποὺ μολαταῦτα εἶναι χριστιανές, ποὺ τὶς ἀνέβασε καὶ πόσο τὶς ἐτίμησε ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Ἐκκλησία. Μὰ θαρῶ πὼς εἶναι εὔκαιρο καὶ ἀρκετὸ νὰ ἐπαναλάβωμε τὰ λόγια τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης, ποὺ εἶπε ὅταν ἔκανε τὴν ἀπολογία της μπροστὰ στὸν εἰδωλολάτρη αὐτοκράτορα. «Ἡ καταγωγή μου εἶναι γνωστὴ σὲ ὅλη τὴν Ἀλεξάνδρεια. Οἱ γονεῖς μου εἶναι ἀπὸ τοὺς εὐγενέστερους τῆς αὐτοκρατορίας σου. Ἐπέρασα τὴ νεότητά μου ἀναζητώντας τὴν ἀλήθεια. Ὅσο μελετοῦσα ἔβλεπα τὴ ματαιότητα τῶν εἰδώλων. Ὅλη μου ἡ δόξα καὶ τὸ καύχημά μου εἶναι νὰ φανῶ ἀντάξια χριστιανή…». Εἶναι λόγια γεμάτα πίστη καὶ χριστιανικὴ ἀξιοπρέπεια, τὰ ἴδια σὲ ἀτρόμητη ἀνδρεία, σὰν ἐκεῖνα ποὺ λένε πάντα ὅλοι οἱ μάρτυρες, καὶ ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ὅταν περιφρονοῦν τὰ ὅποια εἴδωλα τοῦ κόσμου τούτου.
Ἔτσι βρίσκει γενικὴ ἐφαρμογὴ ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου, ὅτι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, «διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ», καὶ ὡς πρὸς τὴν πίστη καὶ ὡς πρὸς τὴν ἀνδρεία καὶ ὡς πρὸς τὴν προσωπικὴ καὶ πνευματικὴ ἀξία, «οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ». Ἀμήν.
Κοζάνη, 22 Νοεμβρίου 1979
† ὁ Σ.Κ.Δ.
* Ἐλέχθη ἐν τῷ ἱ. Ναῷ τοῦ ἁγ. Νικολάου [Κοζάνης] τῇ 25 Νοεμβρίου 1979.
Ὑποσημειώσεις
- Γαλ. 3, 23-29.
- Γαλ. 3,24.
- Ἰω. 1,17.
- Γαλ. 3,27.
- Γαλ. 3,29.
- Γαλ. 3,29 – 4,5.
- Γαλ. 4,5.
- Γαλ. 3,28.