1.
Στο φρέαρ του Ιακώβ
- «Ἂν γνώριζες…»
Αὐτὲς τὶς ἡμέρες γιορτάζουμε τὴν ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς, στὴν ὁποία τονίζεται ἡ πνευματικὴ δίψα τοῦ ἀνθρώπου, ἡ δίψα του γιὰ τὴν ἀλήθεια, τὴν ἀθανασία… Τονίζεται ἀκόμη καὶ τὸ ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς εἶναι ἡ πηγὴ τῆς Σοφίας καὶ ὁ Χορηγὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στοὺς ἀνθρώπους, μὲ τὴν Χάρι τοῦ Ὁποίου καὶ μόνο ἱκανοποιεῖται αὐτὴ ἡ δίψα.
Μέσα λοιπὸν στὴν ἀτμόσφαιρα τῆς Μεσοπεντηκοστῆς, ἡ Ἐκκλησία ὅρισε νὰ ἀκοῦμε κατὰ τὴ σημερινὴ Κυριακὴ τὴν περικοπὴ τῆς Σαμαρείτιδος, καθὼς περιέχει παρόμοια νοήματα.
Ὁ Κύριος ζήτησε ἀπὸ τὴ Σαμαρείτιδα νερὸ ἀπὸ τὸ ἐκεῖ πηγάδι, τὸ ὁποῖο εἶχε ἀνοίξει ὁ Ἰακώβ. Ἐκείνη ἀπόρησε πῶς αὐτὸς ὁ ἄγνωστός της Ἰουδαῖος μίλησε σ᾿ ἐκείνη ποὺ εἶναι Σαμαρείτιδα – διότι οἱ Ἰουδαῖοι δὲν ἤθελαν νὰ ἔχουν καμία σχέση μὲ τοὺς Σαμαρεῖτες. Τότε Ἐκεῖνος τῆς ἀπάντησε:
–«Εἰ ᾔδεις τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ καὶ τίς ἐστιν ὁ λέγων σοι, δός μοι πιεῖν, σὺ ἂν ᾔτησας αὐτόν, καὶ ἔδωκεν ἄν σοι ὕδωρ ζῶν». Ἂν γνώριζες τὴ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ποιὸς εἶναι Αὐτὸς ποὺ σοῦ λέει «δῶσ᾿ μου νὰ πιῶ», ἐσὺ θὰ Τοῦ ζητοῦσες καὶ θὰ σοῦ ἔδινε νερὸ τρεχούμενο.
«Εἰ ᾔδεις…». Ἂν γνώριζες…
Ἡ Σαμαρείτιδα δὲν γνώριζε, δὲν κατάλαβε τί τῆς ἔλεγε ὁ Κύριος – τουλάχιστον ἀμέσως. Ἐμεῖς γνωρίζουμε, δόξα τῷ Θεῷ, ὅτι ἡ κατ᾿ ἐξοχὴν δωρεὰ τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία σὰν ἄλλο πνευματικὸ νερὸ καθαρίζει, δροσίζει, παρηγορεῖ καὶ ζωοποιεῖ τὶς ψυχὲς χωρὶς νὰ στερεύει ποτέ· ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ μᾶς μεταμορφώνει, μᾶς ἐξαγιάζει, μᾶς θεώνει.
Γνωρίζουμε. Ἀλλά… ἀληθινὰ γνωρίζουμε; Ἔχουμε συνειδητοποιήσει τὴ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ποιὸς εἶναι Αὐτὸς ποὺ τὴ χορηγεῖ; Ἂν τὸ γνώριζε βαθιὰ ἡ καρδιά μας, δὲν θὰ μᾶς ἀπορροφοῦσαν οἱ γήινες ὑποθέσεις μας, οὔτε θὰ μᾶς εἵλκυε τόσο πολὺ ἡ ἁμαρτία, ἀλλὰ θὰ δείχναμε ἀδιάπτωτο ζῆλο νὰ συνδεθοῦμε μὲ τὴν Πηγὴ τῆς ζωῆς, τὸν Χριστό· θὰ ἁρπάζαμε κάθε εὐκαιρία ἀγαθοεργίας καὶ ἐξαγιασμοῦ, θὰ ἐπιδιώκαμε κάθε ἀρετή – τὴν ἀγάπη, τὴ συγχωρητικότητα, τὴν ἐλεημοσύνη, τὴν προσευχὴ καὶ τὴ νηστεία, τὴν ὁμολογία καὶ τὴν ἱεραποστολή· θὰ ἀγωνιζόμασταν μὲ ὅλες μας τὶς δυνάμεις νὰ πλημμυρίσει καὶ τὴ δική μας ὕπαρξη ἡ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ τὴ γνωρίσουν καὶ ἄλλοι, ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότεροι. Ἂν γνωρίζαμε τὴ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ, πόσο θερμὰ θὰ τὴ ζητούσαμε καὶ πόσο δυνατὰ θὰ συνδεόμασταν μὲ τὸν Χριστό…
- Δέχθηκε τὴν ὑπόδειξη
Ὅταν ὁ Κύριος μὲ πολλὴ διακριτικότητα ἀποκάλυψε στὴ Σαμαρείτιδα τὴν κρυφὴ ἁμαρτωλὴ ζωή της, ἐκείνη ἀπάντησε:
–«Κύριε, θεωρῶ ὅτι προφήτης εἶ σύ». Κύριε, αἰσθάνομαι ὅτι εἶσαι Προφήτης, ἐφόσον μοῦ λὲς τὰ μυστικὰ τῆς ζωῆς μου, παρόλο ποὺ μὲ συναντᾶς γιὰ πρώτη φορά.
Δηλαδὴ ἡ Σαμαρείτιδα δέχθηκε τὴν ὑπόδειξη τοῦ Κυρίου γιὰ τὴν ἀκατάστατη ζωή της. Ἀναγνώρισε ταπεινὰ τὴν ἁμαρτωλότητά της. Δὲν προσβλήθηκε, δὲν ἀγανάκτησε, δὲν σηκώθηκε νὰ φύγει. Ἂν εἶχε ἀντιδράσει ἐγωιστικὰ καὶ θυμωμένα, θὰ ἔχανε τὴ μοναδικὴ εὐκαιρία τῆς ζωῆς της νὰ γνωρίσει τὸν ἐνανθρωπήσαντα Υἱὸ τοῦ Θεοῦ!
Ἂν δυσκολευόμαστε νὰ δεχόμαστε εἰρηνικὰ τὴν ἄδικη προσβολή, ἂς ξεκινήσουμε ἀπὸ αὐτὸ ποὺ μᾶς δίδαξε σήμερα ἡ Σαμαρείτιδα: νὰ δεχόμαστε τὶς δίκαιες ὑποδείξεις ποὺ μᾶς γίνονται, νὰ ἀναγνωρίζουμε τὸ λάθος καὶ τὴν ἐνοχή μας χωρὶς δικαιολογίες, πολὺ περισσότερο χωρὶς ἐξάψεις καὶ ἐκρήξεις. Ἡ εἰρηνικὴ ἀναγνώριση ὅτι σφάλαμε, δείχνει ταπείνωση, εἶναι ἔμπρακτη μετάνοια καὶ ἑλκύει τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ.
- Λατρεία ἀληθινὴ καὶ θεάρεστη
Ἡ Σαμαρείτιδα ρώτησε τὸν Κύριο ποῦ πρέπει νὰ λατρεύεται ὁ Θεός. Ἐκεῖνος τῆς ἀπάντησε: «Πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν». Δὲν ἔχει σημασία τόσο ὁ τόπος ὅσο ὁ τρόπος. Βέβαια ὁ κάθε Ναὸς εἶναι ἕνας πολὺ ἱερὸς χῶρος, τόπος ἀφιερωμένος στὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς ὅμως εἶναι πνεῦμα, δὲν περιορίζεται σὲ τόπο· καὶ γι᾿ αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ Τὸν λατρεύει «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ», μὲ ἀφοσίωση τῆς καρδιᾶς, τοῦ ἐσωτερικοῦ του κόσμου, καὶ μὲ ἀληθινὴ ἐπίγνωση τοῦ ποιὸς εἶναι καὶ τῆς λατρείας ποὺ Τοῦ ἁρμόζει. Ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἕνα κατ᾿ ἐξοχὴν ἐσωτερικὸ γεγονός.
Δὲν φθάνει ἁπλῶς νὰ πηγαίνουμε στὴν ἐκκλησία κάθε Κυριακὴ καὶ στὶς γιορτές· σημασία ἔχει πῶς συμμετέχουμε στὴ θεία Λατρεία. Σημασία ἔχει νὰ συγκεντρωνόμαστε στὰ ψαλλόμενα καὶ στὰ τελούμενα μὲ αἴσθηση ὅτι ἀπευθυνόμαστε στὸν πανάγιο Τριαδικὸ Θεό, μὲ αἰσθήματα συντριβῆς καὶ μετανοίας γιὰ τὴν ἁμαρτωλότητά μας, μὲ βαθιὰ εὐγνωμοσύνη γιὰ τὶς ἀναρίθμητες δωρεές Του…
Ὅταν ἐμεῖς ποὺ ἐκκλησιαζόμαστε τακτικά, λατρεύουμε τὸν Θεὸ ὅπως Ἐκεῖνος θέλει καὶ εὐαρεστεῖται, τότε θὰ μπορέσουμε νὰ ἐμπνεύσουμε στὰ παιδιά, στὰ ἐγγόνια μας καὶ σὲ ὅλους γύρω μας τὴν ἀγάπη στὴ θεία Λατρεία. Γιατὶ τότε θὰ βγαίνουμε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία πραγματικὰ μεταμορφωμένοι, λουσμένοι στὴ θεία Χάρι, καὶ θὰ ἑλκύουμε ἀβίαστα τοὺς γύρω μας κοντὰ στὸν Χριστό.
Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”
2.
Ἀληθινοὶ Προσκυνητὲς τοῦ Θεοῦ (Ἰω. δ, 5-42)
Ἰωὴλ Φραγκᾶκος (Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας)
«Προσκυνήσουσι τῷ Πατρὶ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ»
Ὑπῆρχε μία διαμάχη μεταξὺ Ἰουδαίων καὶ Σαμαρειτῶν. Δὲν ἦταν συγγενεῖς λαοί. Ἡ Σαμάρεια ἦταν ἐξ’ ὁλοκλήρου ξένη περιοχὴ μὲ τὸν ἐθνικὸ βίο τοῦ Ἰσραήλ. Οἱ Σαμαρεῖτες πῆραν τὸ ὄνομά τους ἀπὸ τὸ ὄρος Σομόρ. Τὸν ἀληθινὸ Θεὸ τὸν θεωροῦσαν τοπικὸ θεό, ἐνῶ παράλληλα πίστευαν καὶ σὲ ἄλλους εἰδωλολατρικοὺς θεούς. Οἱ Ἰσραηλίτες ἀπέφευγαν μὲ ἀποστροφὴ τοὺς Σαμαρεῖτες καὶ οἱ ραββινικὲς ἐντολὲς ἦταν νὰ μὴν ἔχουν οἱ Ἰουδαῖοι οὐδεμία σχέση μὲ τοὺς κατοίκους τῆς Σαμάρειας. Στὴν περιοχὴ αὐτὴ σταμάτησε ὁ Χριστὸς νὰ ξεκουρασθεῖ καὶ πιὸ εἰδικὰ στὴν πόλη Συχὰρ κοντὰ στὴν πηγὴ τοῦ Ἰακώβ. Στὸ χῶρο ἔκανε διάλογο μὲ μία γυναίκα Σαμαρείτιδα.
Ὁ διάλογος τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴ Σαμαρείτιδα
Ἡ Σαμαρείτιδα ἀπὸ τὶς ἐρωτήσεις καὶ τὴν ἔκπληξη ποὺ δοκίμασε ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, φαίνεται πὼς ἦταν μία ἁπλοικὴ γυναίκα, ἀγράμματη καὶ ἀμαθής. Ἀκόμη φαίνεται πὼς δὲν εἶχε καὶ καλὴ βιοτή. Παρ’ ὅλα αὐτά, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, ἦταν ἄνθρωπος ποὺ ἐπιθυμοῦσε νὰ μάθει τὴν τελειότερη γνώση γιὰ τὸ θεό. Μεταξὺ ἄλλων ὁ Κύριος ἔθιξε τὸ θέμα τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ. Βέβαια τόνισε πὼς ὁ Σαμαρειτικὸς τρόπος λατρείας τοῦ θεοῦ εἶναι σφαλερός, ἐνῶ ὁ Ἰουδαϊκὸς ὁ ὀρθός. Οἱ Ἰουδαῖοι καὶ οἱ Σαμαρεῖτες νόμιζαν πὼς μὲ τὰ θυμιάματα, τὶς θυσίες, τὶς περιτομές, τὸ Ναὸ ἢ τὸ ὄρος Γαρειζίν, τοὺς σωματικοὺς καθαρμοὺς κ. ἄ. εὐαρεστοῦν τὸ θεό. Ἔρχεται ὁ Κύριος καὶ λέγει πὼς ὁ θεὸς εἶναι Πνεῦμα, δηλαδὴ ἄϋλος καὶ οἱ προσκυνητὲς πρέπει νὰ Τὸν λατρεύουν πνευματικά. Ὁ θεὸς δὲν θεραπεύεται μὲ τὴν ὕλη, γι’ αὐτὸ καὶ ἀνάλογη εἶναι καὶ ἡ λατρεία στὸ πρόσωπό Του. Ὅλοι οἱ καθαρμοὶ καὶ οἱ περιτομὲς εἶναι σκιές, ἐνῶ ἡ ἀλήθεια εἶναι ἡ πνευματικὴ λατρεία. Ὁ Εὐθύμιος Ζιγαβηνὸς γράφει πὼς πνευματικὴ λατρεία εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη. Ἄλλος ἑρμηνευτὴς θὰ πεῖ πὼς ἀληθινὴ λατρεία εἶναι ἡ ὀρθότητα τῶν δογμάτων καὶ τὰ κατορθώματα τῆς ἀρετῆς.
Ποῦ βρίσκεται ὁ Θεός;
Ποῦ εἶναι ὁ Θεὸς καὶ ποῦ πρέπει νὰ τὸν προσκυνοῦμε; Ὁ Θεὸς εἶναι παντοῦ καὶ μέσα μας. Ὁ θεὸς εἶναι πνεῦμα καὶ τὸ πνεῦμα «ὅπου θέλει πνεῖ» (Ἰωάν. 3,8). Ὅλος ὁ κόσμος πλέει μέσα στὶς ἐνέργειες τοῦ θεοῦ. Ἄλλωστε τὸ Πνεῦμα τοῦ θεοῦ «ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ ὕδατος» (Γέν. 1,2) καὶ τῆς ἀβύσσου. Ὁ θεὸς εἶναι «πανταχοῦ παρὼν καὶ τὰ πάντα πληρῶν». Ὁ Θεοφάνης ὁ Κεραμεὺς σημειώνει πὼς τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς στὴ Σαμαρείτιδα γιὰ τὴν ἀληθινὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ, σημαίνουν πὼς θὰ ἔλθει καιρός, κατὰ τὸν ὁποῖον «οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ οὐκ ἐν ἀφωρισμένῳ τόπῳ, ἀλλὰ πανταχόθεν προσοίσουσιν τὴν προσκύνησιν τῷ πανταχοῦ παρόντι θεῷ», δηλαδὴ οἱ ἀληθινοὶ προσκυνητὲς ὄχι σὲ κάποιον εἰδικὸ τόπο, ἀλλὰ παντοῦ καὶ σ’ ὅλα τὰ μέρη τῆς γῆς θὰ προσφέρουν τὴν προσκύνηση στὸν πανταχοῦ παρόντα θεό. Μέσα στὰ δύο τελειωτικὰ στοιχεῖα τοῦ ἀνθρώπου ποὺ εἶναι ἡ πράξη καὶ ἡ θεωρία, θὰ λατρεύεται ὁ Θεός.
Ἡ Σαμαρείτιδα εἶναι ἔλεγχος τῶν ραθύμων
Ἐὰν μιὰ γυναίκα Σαμαρείτιδα δείχνει τόση σπουδὴ καὶ τόση ἐπιμέλεια καὶ προθυμία γιὰ νὰ μάθει κάτι χρήσιμο γιὰ τὴν πνευματική της ζωὴ καὶ παραμένει πλησίον τοῦ Κυρίου, ἂν καὶ ἀγνοοῦσε ποιὸς εἶναι, καταλαβαίνουμε τί πρέπει νὰ κάνουμε ἐμεῖς. Ἐμεῖς γνωρίζουμε ποιὸς εἶναι ὁ Ἰησοῦς, ποὺ βρίσκεται, ποὺ προσφέρει τὸν ἑαυτὸ Του κ.λ.π. Πάντοτε νὰ Τὸν ἀναζητοῦμε χωρὶς ὀκνηρία. Στοιχειώδη πράγματα ἀγνοοῦμε γύρω ἀπὸ τὴν πνευματική μας ζωή. Πολλοὶ ἀπὸ μᾶς δὲ γνωρίζουμε ποιὸ θεὸ λατρεύουμε. Τί εἶναι Ἐκκλησία; Πῶς θὰ σωθοῦμε; Ἡ μετάνοια τί χαρακτηριστικὰ ἔχει καὶ πολλὰ ἄλλα. Ἡ γυναίκα αὐτή, ἂν καὶ ἁμαρτωλή, εἶχε ἐπιθυμία νὰ μάθει τὴν ἀληθινὴ λατρεία τοῦ θεοῦ. Ἐμεῖς ἔχουμε τὸ ἴδιο ἐνδιαφέρον νὰ μάθουμε τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ τὸ Εὐαγγέλιο;
Ἀδελφοί μου,
Ἐὰν ἐνδιαφερόμαστε νὰ μάθουμε κάτι, θὰ γνωρίζαμε πὼς ἡ ἀληθινὴ λατρεία εἶναι πνευματική. «Τιμήσατε τὸν Θεὸν πλέον τῆς συνηθείας», γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ θεολόγος. Δὲ μᾶς σώζουν τὰ εὐλαβῆ ἔθιμα, ἀλλὰ ἡ ὁλόψυχη καὶ μὲ ἐπίγνωση πνευματικὴ λατρεία τοῦ θεοῦ.
3.
Τὸ πνεῦμα τῆς ἀληθείας
Καραβιδόπουλος Ἰωάννης (Καθηγητής Πανεπιστημίου)
Χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῶν περικοπῶν τοῦ κατὰ Ἰωάννην εὐαγγελίου ποὺ ἀναγινώσκει ἡ Ἐκκλησία μας στὴν περίοδο τοῦ Πεντηκοσταρίου εἶναι ὅτι παρουσιάζουν μερικὰ οὐσιαστικὰ γνωρίσματα τοῦ Ἰησοῦ: Εἶναι ὁ «Κύριος καὶ Θεὸς» (Κυριακή τοῦ Θωμᾶ), ὁ Λόγος ποὺ δίνει ζωὴ στοὺς πονεμένους (Κυριακή τοῦ παραλύτου), ἡ πηγὴ ποὺ ἀναβλύζει νερὸ ζωῆς αἰώνιας (Κυριακὴ Σαμαρείτιδας), τὸ φῶς τοῦ κόσμου (Κυριακή τοῦ τυφλοῦ).
Πολλὲς φορὲς τὶς ὡραῖες καὶ ὑψηλὲς διδασκαλίες του ὁ Ἰησοῦς τὶς ἀπηύθυνε σὲ ἁπλοὺς ἀνθρώπους ποὺ δὲν εἶχαν κανένα ἐξωτερικὸ χαρακτηριστικὸ ἁγιότητας ἢ θρησκευτικῆς ὑπεροχῆς. Δὲν ἀπέφευγε μάλιστα νὰ συνομιλεῖ καὶ μὲ γυναῖκες, ὅπως ἡ περίπτωση τῆς σημερινῆς περικοπῆς, πράγμα τὸ ὁποῖο ἐντυπωσίασε τοὺς μαθητές, διότι εἶναι μία πράξη ποὺ δὲν θὰ τὴν ἔκανε κανένας ἀξιοπρεπὴς δάσκαλος τῆς ἐποχῆς, δεδομένου ὅτι δὲν θεωροῦνταν οἱ γυναῖκες ἰσάξια πρὸς τὸν ἄνδρα πρόσωπα καὶ ἱκανὰ νὰ ἀκούσουν μία διδασκαλία. Ἐν τούτοις ὁ Ἰησοῦς, ἀποκαλύπτοντας καὶ σαρκώνοντας στὸ πρόσωπό του τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, βλέπει ἄνδρες καὶ γυναῖκες ὡς πλάσματα τοῦ Θεοῦ, στὰ ὁποῖα θέλει νὰ διδάξει ποιὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεὸς καὶ κυρίως τὰ ὁποῖα θέλει νὰ λυτρώσει ἀπὸ τὴ δουλεία τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου.
Ἡ διήγηση τοῦ εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη 4, 5-42 μᾶς παρουσιάζει τὸν Ἰησοῦ, ὁ ὁποῖος διερχόταν μὲ τοὺς μαθητὲς ἀπὸ τὴ Σαμάρεια, νὰ συζητᾶ στὴ Συχάρ, στὸ φρέαρ τοῦ Ἰακώβ, μὲ μία Σαμαρείτιδα γυναίκα καὶ μάλιστα μὲ γυναίκα, ἡ ὁποία, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴ συζήτηση, δὲν ὑπῆρξε πολὺ ἐνάρετη καὶ σεμνὴ στὴ ζωή της. Σ’ αὐτὴν τὴ γυναίκα, μετὰ ἀπὸ μία «τεχνικὴ παρανοήσεων» ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ εὐαγγελιστὴς γιὰ νὰ διατυπώσει τὴ διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ, ὁμιλεῖ περὶ τοῦ «ζῶντος ὕδατος» ποὺ δὲν στερεύει ποτέ, περὶ τῆς «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ» λατρείας τοῦ Θεοῦ καὶ περὶ τῆς μεσσιανικῆς του ἰδιότητας. Ἀπὸ τὴ σημαντικὴ αὐτὴ συζήτηση τοῦ Ἰησοῦ μὲ τὴ Σαμαρείτιδα θὰ σταματήσουμε σ’ ἕνα σημεῖο, στὴ σημαντικὴ φράση ἡ ὁποία ἀποκαλύπτει τί εἶναι ὁ Θεός: «Εἶναι ὅμως κοντὰ ὁ καιρός, ἦρθε κιόλας, ποὺ ὅσοι πραγματικὰ λατρεύουν, θὰ λατρέψουν τὸν Πατέρα μὲ τὴ δύναμη τοῦ Πνεύματος, ποὺ ἀποκαλύπτει τὴν ἀλήθεια – γιατί ἔτσι τοὺς θέλει ὁ Πατέρας αὐτοὺς ποὺ τὸν λατρεύουν. Ὁ Θεὸς εἶναι πνεῦμα. Κι αὐτοὶ ποὺ τὸν λατρεύουν πρέπει νὰ τὸν λατρεύουν μὲ τὴ δύναμη τοῦ Πνεύματος, ποὺ φανερώνει τὴν ἀλήθεια».
Τὰ λόγια αὐτὰ τὰ προφέρει ὁ Χριστὸς σὰν ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα τῆς Σαμαρείτιδας, ποῦ εἶναι πιὸ σωστὸ νὰ λατρεύεται ὁ Θεός, στὸ Ναὸ τῆς Ἱερουσαλὴμ ὅπως πίστευαν οἱ Ἰουδαῖοι ἢ στὸ ὅρος Γαριζεὶν ὅπως ἤθελαν οἱ Σαμαρεῖτες. Μὲ τὴν ἀπάντηση αὐτὴ μετατίθεται τὸ θέμα ἀπὸ τὸν τόπο στὸν τρόπο τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ, αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν τρόπο φανερώνει στοὺς ἀνθρώπους ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Εἶναι χαρακτηριστικὲς οἱ λέξεις «πνεῦμα» καὶ «ἀλήθεια» ποὺ δεσπόζουν στὴν ἀπάντηση. Σὲ ἄλλο σημεῖο τοῦ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγελίου ὁ Ἰησοῦς ἑνώνει πιὸ στενὰ τοὺς δύο αὐτοὺς ὅρους λέγοντας: «τὸ πνεῦμα τῆς ἀληθείας θὰ σᾶς ὁδηγήσει σὲ ὅλη τὴν ἀλήθειαν» (16, 13).
Πρόκειται γιὰ τὴν πιὸ ὑψηλὴ διατύπωση περὶ τοῦ Θεοῦ καὶ περὶ τοῦ τρόπου λατρείας του, τὴν ὁποία δὲν συλλαμβάνει κανεὶς θεωρητικὰ ἀλλὰ ζώντας μέσα στὴν ἀλήθεια καὶ στὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καὶ ὁδηγούμενος ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ εἶναι τὸ Πνεῦμα τῆς ἀλήθειας. Πρόκειται σὲ τελευταία ἀνάλυση γιὰ δῶρο τοῦ Θεοῦ ποὺ προσφέρεται διὰ τοῦ Χριστοῦ στὴν ἀνθρωπότητα. Ἡ ἀλήθεια δὲν εἶναι κατάκτηση τῆς νοητικῆς δυνάμεως τοῦ ἀνθρώπου, δὲν εἶναι τὸ βέβαιο συμπέρασμα μίας σειρᾶς συλλογισμῶν ἀλλ’ ἡ μείζων πρότασή τους. Εἶναι, μὲ ἄλλα λόγια, ἀποκάλυψη Θεοῦ, εἶναι τὸ σαρκωμένο πρόσωπο τοῦ Λόγου ποὺ διακηρύττει ὅτι ὁ ἴδιος εἶναι ἡ Ἀλήθεια. Συνεπῶς ἡ ἀλήθεια δὲν εἶναι μία ἰδέα, ἀλλὰ ἕνα πρόσωπο, μία ζωή, ποὺ θυσιάζεται γιὰ νὰ προσφέρει ἀκόμη περισσότερη ζωὴ στοὺς ἀνθρώπους.
Ἡ διακήρυξη ὅτι «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν τὸν Θεὸν» πρέπει νὰ μᾶς ἀφυπνίζει πάντοτε καὶ νὰ μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι ὁ τρόπος ποὺ λατρεύουμε τὸν Θεὸ δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὴν ψεύτικη ἱκανοποίηση τῆς συνειδήσεώς μας, μὲ τὴν ἐπιφανειακὴ τήρηση τοῦ γράμματος, μὲ τὸν ποσοτικὸ ὑπολογισμὸ τῶν πράξεών μας, μὲ τὴν ὠφελιμιστικὴ σκέψη τῆς ἀμοιβῆς. Ἐπίσης, δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει σχέση μὲ τὴν τυποποίηση τῆς στάσεώς μας πρὸς τὸν Θεὸ μέσα σὲ καθιερωμένες καὶ ξηρὲς λέξεις ἢ ἐκφράσεις ποὺ δὲν ζοῦμε τὸ περιεχόμενό τους. Τὸ «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθεία» σημαίνει ζωὴ ἐν Χριστῷ καὶ ζωὴ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι – μὲ ἄλλα λόγια, σημαίνει συμμετοχὴ στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, μιᾶς Ἐκκλησίας βέβαια ποὺ ἀποτελεῖ ζωντανὸ σῶμα Χριστοῦ καὶ ὄχι ὀργανισμὸ νεκροῦ γράμματος ἢ σύνολο ξηρῶν τύπων.
Τὸ μήνυμα τῆς περικοπῆς, ἰδιαίτερα τῆς φράσεως τοῦ Ἰησοῦ ποὺ μᾶς ἀπασχόλησε περισσότερο, εἶναι ἕνα μήνυμα ἀπαγκιστρώσεως ἀπὸ τὸ ψέμα τοῦ νεκροῦ θρησκευτικοῦ τύπου στὸ ὁποῖο κινδυνεύει κανεὶς νὰ ἐγκλωβισθεῖ, ὅταν ξεχνᾶ τὸ «πνεῦμα τῆς ἀληθείας» καὶ θέλει νὰ ἱκανοποιήσει συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα τὸ δικό του πνεῦμα ποὺ μπορεῖ νὰ βρίσκεται σὲ δρόμο πλανεμένο.
4.
Κυριακὴ τῆς Σαμαρείτιδος
Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))
Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ, καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ὅταν ἡ Σαμαρείτιδα ἐπέστρεψε βιαστικά στὴν πόλη της καὶ κάλεσε ὅλους ὅσους ζοῦσαν κοντά της νὰ δοῦν τὸν Χριστό, εἶπε: «Ἐλᾶτε! ἐδῶ εἶναι ἕνας ἄνθρωπος πού μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔχω κάνει!» Καὶ τὰ πλήθη συνέρρευσαν, κι ἄκουσαν ὅσα ὁ Χριστὸς εἶχε νὰ πεῖ.
Κάποιες φορές σκεφτόμαστε, πόσο εὔκολο ἦταν γι’ αὐτὴν τὴν γυναίκα νὰ πιστέψει καὶ πόσο εὔκολο τῆς ἦταν, μετὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν συγκλονιστικὴ ἐμπειρία, νὰ στραφεῖ στοὺς ἄλλους καὶ νὰ πεῖ: «Ἐλᾶτε! Ἀκοῦστε κάποιον ποὺ μιλᾶ ὅπως κανένας ἄλλος δὲν μίλησε ποτέ, κάποιον, ποὺ χωρὶς μιὰ δική μου λέξη εἶδε στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μου, στὸ σκοτάδι τῆς ζωῆς μου καὶ γνώριζε τὰ πάντα.
Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν εἶναι κάτι ποὺ μπορεῖ νὰ συμβεῖ στὸν καθένα μας. Ὁ Χριστός δὲν τῆς εἶπε κάτι πολὺ ἰδιαίτερο. Τῆς εἶπε ποιὰ ἦταν· ποιὰ ἦταν ἡ ζωή της, πῶς τὴν ἔβλεπε ὁ Θεός. Ἀλλὰ αὐτὸ μπορεῖ νὰ μᾶς τὸ λέει κάθε μέρα στὴ ζωή μας, ὄχι σὰν μιὰ μυστική ἐμπειρία, ὄχι ὅπως συμβαίνει σὲ κάποιους ἁγίους, ἀλλὰ μὲ τὸν ἁπλούστερο δυνατὸ τρόπο.
Ἄν στραφοῦμε στὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὸ διαβάζουμε κάθε μέρα, ἤ τὸ διαβάζουμε μιὰ φορὰ γιὰ λίγο ἀλλὰ μὲ πνεῦμα ἀνοιχτὸ ποὺ δὲν τὸ ἔχουμε πάντα, πιθανὸν νὰ σκεφτοῦμε ὅτι ὁ Χριστὸς κρατάει μπροστά μας ἕναν καθρέφτη στὸν ὁποῖο βλέπουμε τοὺς ἑαυτούς μας ὅπως εἶναι: εἴτε μὲ μιὰ ἀγαλλίαση ἀπὸ αὐτὸ ποὺ βλέπουμε, ἤ ἀντίθετα, συγκλονισμένοι ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι εἴμαστε τόσο διαφορετικοὶ ἀπ’ αὐτὸ ποὺ φαίνεται ἤ ποὺ φανταζόμαστε ὅτι εἴμαστε.
Ὁ Χριστὸς εἶπε στὴ Σαμαρείτιδα: Φώναξε τὸν ἄνδρα σου! Κι αὐτὴ εἶπε: «Δὲν ἔχω ἄνδρα.» Κι ὁ Χριστὸς ἀπάντησε: «Εἶπες τὴν ἀλήθεια. Εἶχες πέντε ἄνδρες κι ἐκεῖνος ποὺ ἔχεις τώρα δὲν εἶναι ἄνδρας σου περισσότερο ἀπὸ ὁποιονδήποτε ἄλλο.»
Κάποιοι πνευματικοὶ συγγραφεῖς ἔχουν σχολιάσει αὐτό τὸ ἐδάφιο λέγοντας ὅτι ὁ Χριστὸς ἤθελε να τῆς πεῖ: Ναί, εἶχες δεθεῖ μὲ ὅλα ὅσα οἱ πέντε αἰσθήσεις σοῦ ἔδιναν, καὶ διαπίστωσες ὅτι σὲ καμία δὲν βρῆκες ἱκανοποίηση, πληρότητα. Καὶ τώρα ὅ,τι σοῦ ἔχει ἀπομείνει εἶναι ὁ ἑαυτός σου, τὸ σῶμα, τὸ μυαλό σου καὶ αὐτό, δίχως πιὰ νὰ σὲ ἱκανοποιοῦν οἱ πέντε αἰσθήσεις σου, σοῦ δίνει αὐτήν τὴν πληρότητα χωρὶς τὴν ὁποία δὲν μπορεῖς να ζήσεις.
Δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ μᾶς λέει ὁ Χριστός στὸ Εὐαγγέλιο, ὅταν μᾶς παρουσιάζει αὐτὸ ποὺ μποροῦμε νὰ εἴμαστε, ὅταν μᾶς καλεῖ σ’ αὐτὸ τὸ μεγαλεῖο, ποὺ εἶναι τὸ δικό μας μέσα ἀπὸ τὸ Θεικὸ κάλεσμα· τὸ μεγαλεῖο ποὺ ὁ Παῦλος περιγράφει, καλώντας μας νὰ φτάσουμε «εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» – νὰ γίνουμε ἄνθρωποι ὅπως Ἐκεῖνος, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ὅπως ὁ Χριστὸς εἶναι πραγματικὸς ἄνθρωπος πλήρης ἀπὸ τὴν σχέση Του μὲ τὸν Θεό.
Ἔτσι λοιπόν, ἄς μάθουμε ἀπὸ αὐτὴν τὴ γυναίκα ὅτι προσπαθήσαμε νὰ βροῦμε τρόπους γιὰ νὰ δεχθοῦμε τὸ μήνυμα τούτου τοῦ κόσμου καὶ νὰ ὁλοκληρωθοῦμε, καὶ νὰ ἀνακαλύψουμε ὅτι τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς γεμίσει, γιατὶ ἡ ψυχὴ τοῦ άνθρώπου εἶναι πιὸ βαθιὰ ἀπὸ τὰ ὑλικὰ καὶ τὰ ψυχολογικά πράγματα – μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ γεμίσει αὐτὸ τὸ βάθος. Ἄν μπορούσαμε μόνο νὰ τὸ συνειδητοποιήσουμε, θὰ βρισκόμασταν ἀκριβῶς στὴν θέση τῆς Σαμαρείτιδας. Δὲν μᾶς χρειάζεται νὰ συναντήσουμε τὸν Χριστὸ στὸ πηγάδι· τὸ πηγάδι, βεβαίως εἶναι τὸ Εὐαγγέλιο, ὁ τόπος ἀπ’ ὅπου ἴσως πηγάζει τὸ ὕδωρ τῆς ζωῆς – ὄχι ἕνα πραγματικὸ πηγάδι, ἐκεῖνο τὸ πηγάδι εἶναι ἕνα σύμβολο. Τὸ νερὸ ποὺ θὰ πιοῦμε εἶναι διαφορετικό.
Ἄς μιμηθοῦμε αὐτὴ τὴ γυναίκα, ἄς συνέλθουμε, ἄς συνειδητοποιήσουμε ὅτι δὲν ὁλοκληρωθήκαμε ἀπὸ ὅλα ὅσα ἔχουν δεσμεύσει τὴν ζωή μας· κι ἄς ἀναρωτηθοῦμε: «Ποιὸς εἶμαι σὲ σχέση μὲ τὸ ὅραμα τοῦ Θεοῦ;» Καὶ μετὰ μποροῦμε νὰ πᾶμε στοὺς ἄλλους καὶ να ποῦμε: Συνάντησα κάποιον ποὺ κρατοῦσε ἕναν καθρέφτη μπροστὰ στὰ μάτια μου, καὶ εἶδα τὸν ἑαυτό μου ὅπως εἶμαι, καὶ εἶπε γιὰ μένα: ἔλα καὶ δές! Ἔλα – κι ἄκουσέ Τον! … Καὶ ἄλλοι θὰ ἔρθουν, θ’ ἀκούσουν, καὶ θὰ γυρίσουν νὰ μᾶς ποῦν: Δὲν εἶναι πλέον ἡ μαρτυρία σας ποὺ μᾶς ἔκανε νὰ πιστέψουμε – εἴδαμε μὲ τὰ μάτια μας, ἀκούσαμε μὲ τ’ αὐτιά μας, γνωρίσαμε. Πιστεύουμε. Ἀμήν.
5.
Ὑπέρβαση τῶν σχημάτων τοῦ κόσμου
Νικολόπουλος Ἱερώνυμος (Μητροπολίτης Λαρίσης και Τυρνάβου)
Γεμάτη στερεότυπα ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Γεμάτη ἀπό θεωρήσεις καί πιστεύματα, πού χωρίς νά πολυσκέπτεται τά ἀποδέχεται παθητικά, εἴτε γιατί τό κοινωνικό ἤ οἰκογενειακό περιβάλλον τοῦ τά καλλιέργει, εἴτε γιατί ἡ καθημερινότητα ἤ ἡ ἀνάγκη τοῦ τά ἐπιβάλλει. Πολλές δέ φορές, κατά τή διαδικασία δημιουργίας καί ἐπιβολῆς τῶν στερεότυπων αὐτῶν, ἀναζητεῖται ἡ βοήθεια θεσμῶν, φορέων, συγγενῶν ἰδεολογιῶν, ἀκόμη καί τῆς Ἐκκλησίας, σέ μία προσπάθεια ἐκμετάλλευσης τοῦ κύρους καί τῆς διεισδυτικοτητάς της στόν λαό.
Ποιό τό πρόβλημα μέ τά στερεότυπα; Μά τό γεγονός ὅτι λειτουργοῦν δογματικά καί ἐγκλωβίζουν τή σκέψη, τυποποιώντας τη σέ συγκεκριμένες παραμέτρους, πέραν τῶν ὁποίων δέν μπορεῖ νά ἐπεκταθεῖ. Ἐκτός δέ ἀπό τίς ἀγκυλώσεις στόν τρόπο τοῦ σκέπτεσθαι, τά στερεότυπα εἶναι ὑπεύθυνα καί γιά τήν καλλιέργεια προκαταλήψεων καί ἀποκλεισμῶν στήν καθημερινότητα τοῦ ἀνθρώπου, πού ὄχι μόνον ἐπηρεάζουν τίς διαπροσωπικές σχέσεις, ἀλλά καί εὐθύνονται εἴτε γιά τήν ἀποδόμηση, εἴτε γιά τήν καρκινωματική δυσμορφία τοῦ κοινωνικοῦ ἱστοῦ.
Ὁ Χριστός ξεπερνᾶ τά κοινωνικά στερεότυπα
Ἡ συμπεριφορά τοῦ Χριστοῦ ὅπως περιγράφεται στό σημερινό Εὐαγγέλιο, εἶναι τουλάχιστον ἀπρόσμενη καί πρωτόγνωρη. Γι’ αὐτό κι ὅσοι γίνονται κοινωνοί αὐτῶν τῶν ἐνεργειῶν του, κατά τήν περικοπή «θαυμάζουν», δηλαδή καταλαμβάνονται ἀπό ἐκπλήξη γιά τό πρωτοφανές πού διαδραματίζεται μπροστά στά μάτια τους, «κουμπώνονται» καί περιμένουν ἐξηγήσεις ἐκεῖ ποῦ ἐνδεχομένως δέν χρειάζονται! Ποιοί «θαυμάζουν»; Ὅλοι ὅσοι ἀναφέρονται στή σημερινή περικοπή ἐκτός ἀπό τόν Χριστό. «Θαυμάζουν» οἱ μαθητές, «θαυμάζει» ἡ Σαμαρείτιδα, «θαυμάζουν» οἱ συμπατριῶτες της… Γιατί;
Ὁ Χριστός ξεπερνᾶ στερεότυπα καί διαλύει προκαταλήψεις αἰώνων! Ἀναιρεῖ στήν πράξη ἕναν τρόπο σκέψης πού φρόντιζε νά καλλιεργεῖ τίς διακρίσεις μεταξύ τῶν ἀνθρώπων καί, ὑψώνοντας φραγμούς, νά μεθοδεύει τήν κατάργηση τῆς ἀγάπης. Στό ὄνομα αὐτῆς τῆς ἀγάπης πρός τόν κάθε ἄνθρωπο, ὁ Θεός ἔρχεται καί δρᾶ ἔξω ἀπό κάθε καθωσπρεπισμό καί κοινωνική συμβατικότητα. Τί κάνει;
Ὁ Χριστός «διαλέγεται» μέ τή Σαμαρείτιδα
Πρῶτ’ ἄπ’ ὅλα, διαλέγεται! Κάθεται καί συζητᾶ Αὐτός, ὁ φημισμένος διδάσκαλος, ὁ ἀξιοσέβαστος καί ἀποδεκτός ἀπό τή συντριπτική πλειοψηφία τοῦ λαοῦ. Ἀντί νά διεκδικεῖ τόν ἐξουσιαστικό μονόλογο, τό μονοφωνικό κήρυγμα, τό ἀπόλυτο τῆς αὐθεντίας, Αὐτός συζητᾶ καί καταδέχεται ν’ ἀκούσει ὄχι μόνον ἀπορίες, ἀλλά καί ἀντιθέσεις καί ἀμφισβητήσεις καί ἀντιρρήσεις.
Ἔπειτα, καταδέχεται νά συζητήσει μέ ἀλλόθρησκο! Οἱ Σαμαρεῖτες εἶχαν ἀπό καιρό διαφοροποιήσει τήν πίστη τους σέ σχέση μέ τόν ἰουδαϊσμό, καθώς εἶχαν ἀποδεχθεῖ ἔντονα εἰδωλολατρικά στοιχεῖα. Παρ’ ὄλ’ αὐτά, ὁ μόνος κήρυκας τῆς ἀληθείας δέν τούς ἀπορρίπτει, οὔτε τούς ἐπιτιμᾶ, ἀλλά τούς φωτίζει καί τούς ἀποκαλύπτει ἐξίσου τή μοναδικότητα τῆς πίστης.
Καταδέχεται νά συζητήσει μέ ἀλλόφυλο! Τήν ἐποχή πού, παρά τή ρωμαϊκή κατάκτηση, οἱ διακρίσεις καί οἱ ἀντιθέσεις μεταξύ τῶν γειτονικῶν λαῶν γνώριζαν ἔξαρση, ὁ κατά τό ἀνθρώπινο Ἰουδαῖος Χριστός συνομιλεῖ μέ τούς κατεξοχήν ἐχθρούς.
Ναί, καταδέχεται νά συζητήσει μέ ἀλλόφυλο! Ὅταν μία ἀπό τίς εὐχαριστίες πού ἀναπέμπονταν τότε στήν καθημερινή λατρεία τῆς Συναγωγῆς ἦταν «Εὐλογητός εἰ, Κύριε (…), ὅτι οὐκ ἐποίησάς με γυναῖκα», ὁ Χριστός συνομιλεῖ μέ τή Σαμαρείτιδα. Ὅταν ὕπηρχε παράγγελμα ραββινικό «Ἄς κατακαίωνται οἱ λόγοι τοῦ νόμου μᾶλλον παρά νά διδασκωνται εἰς γυναῖκας», ὁ Χριστός διδάσκει στή Σαμαρείτιδα θεολογία καί τήν καθοδηγεῖ στήν ἀλήθεια τῆς πίστης.
Δοκιμάζει τίς ἀντοχές τῶν μαθητῶν του! Ἐνῶ ἀποροῦν καί παρατηροῦν τόν διάλογο, σιωπώντας ταυτόχρονα ἀπό διάκριση καί σεβασμό στόν Διδάσκαλο, ὁ Χριστός δέν τούς ἐξηγεῖ τίποτε, ἀκριβῶς γιατί δέν ὕπηρχε τίποτε νά ἐξηγήσει. Δέν εὐθυνόταν Αὐτός γιά τά κοινωνικά, φυλετικά, διαφυλικά καί θρησκευτικά ἀκόμη στερεότυπα πού ἡ πονηρία καί οἱ σκοπιμότητες τοῦ κόσμου τούς εἶχαν καλλιεργήσει. Κι ἔτσι ἁπλά, χωρίς ἕνα λόγο, τούς ὁδηγεῖ στό νά ἀναλογισθοῦν τί παράδειγμα τούς δίνει καί τούς ἀπελευθερώνει ἀπό ὅλα αὐτά, ἀναδεικνύοντας τήν προτεραιότητα τῆς διακονίας τῆς ἀλήθειας καί τῆς ἀγάπης!
Ἀδελφοί μου, ἡ ὑπέρβαση τῶν ὅποιων σχημάτων τοῦ κόσμου αὐτοῦ εἶναι ὑποχρεωτική, ἄν θελουμε νά ἀποκτήσουμε «νοῦν Χριστοῦ». Ἡ ἀπελευθέρωσή μας ἀπό στερεότυπα, προκαταλήψεις καί συμβατικότητες εἶναι μονόδρομος στήν προσπάθειά μας γιά τήν κατάκτηση τῆς ἁγιότητας. Τελικά, ἡ πνευματική λογική, ἡ ὁποία «οὐκ ἔστι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου», εἶναι ἡ μόνη σωτηρία γιά τήν ἐπίλυση τῶν ὅποιων προβλημάτων καί τοῦ κόσμου τούτου!
6.
Συζήτησις Ἰησοῦ καί Σαμαρείτιδος
Γιαννακόπουλος Ἰωήλ (Ἀρχιμανδρίτης)
Ἰωάννου 4,1-42 Ἀρχαί Φεβρουαρίου 28 μ.Χ.
Oἱ Φαρισαῖοι ἐφθόνησαν τό ἒργον τοῦ Προδρόμου (Ματθ. 3,7). Τώρα φθονοῦν καί τό ἒργον τοῦ Ἰησοῦ. Τοῦτο φαίνεται ἐκ τοῦ ὃτι «ὡς οὖν ἒγνω ὁ Κύριος», ὃταν ἒμαθεν ὁ Κύριος «ὃτι ἢκουσαν οἱ Φαρισαῖοι, ὃτι ὁ Ἰησοῦς πλείονας μαθητάς ποιεῖ καί βαπτίζει ἢ Ἰωάννης» ὃτε ἢκουσαν οἱ Φαρισαῖοι ὃτι ὁ Χριστός προσελκύει περισσοτέρους μαθητάς ἀπό τόν Ἰωάννην τόν Πρόδρομον καί βαπτίζει (καίτοιγε Ἰησοῦς αὐτός οὐκ ἐβάπτιζεν, ἀλλά οἱ μαθηταί αὐτοῦ) (ἂν καί ὁ ἲδιος ὁ Ἰησοῦς δέν ἐβάπτιζεν ἀλλά οἱ μαθηταί Του) «ἀφῆκε τήν Ἰουδαίαν καί ἀπῆλθεν πάλιν εἰς τήν Γαλιλαίαν». Ὁ Κύριος δηλαδή πληροφορηθείς τόν φθόνον τῶν Φαρισαίων διά τό βάπτισμα τῶν μαθητῶν του μεταβαίνει ἐκ τῆς μεσημβρινῆς Ἰουδαίας ἐκ τῆς τοποθεσίας τῆς Αἰνών καί Σαλείμ εἰς Γαλιλαίαν. «Ἒδει δέ διέρχεσθαι Αὐτόν διά τῆς Σαμαρείας».
Ὁ Κύριος ἒπρεπε νά μεταβῇ εἰς τήν Γαλιλαίαν μέσω Σαμάρειας, διότι ἐν τῇ Σαμαρεία ἦτο ἐλαχίστη ἡ ἐπίδρασις τῶν Φαρισαίων, μετά τῶν ὁποίων ἀπέφευγε τάς συγκρούσεις, ἳνα δυνηθῇ νά τελειώσῃ τό ἒργον Του. Ἀναχωρήσας λοιπόν ὁ Κύριος ἐκ τῆς Αἰνών μετά πορείαν μιᾶς καί ἡμισείας ἡμέρας «ἒρχεται οὖν εἰς πόλιν τῆς Σαμαρείας λεγομένην Συχάρ» φθάνει δηλαδή πλησίον της πόλεως Συχάρ Σαμαρείας κειμένης εἰς τούς πρόποδας τοῦ ὂρους Γαριζείν. Ἡ δέ Συχάρ εὑρίσκετο «πλησίον τοῦ χωρίου» πλησίον τοῦ τόπου, «ὃ ἒδωκεν Ἰακώβ Ἰωσήφ τῷ υἱῷ αὐτοῦ∙ ἦν δε ἐκεῖ πηγή τοῦ Ἰακώβ». Ἡ περιοχή αὓτη εἶχε δοθῆ εἰς τόν Ἰωσήφ ὑπό τοῦ πατρός τοῦ Ἰακώβ. Διά τοῦτο τό φρέαρ, τό ὁποῖον ἦτο ἐκεῖ, ὠνομάζετο φρέαρ τοῦ Ἰακώβ.
Φθάσας ἐκεῖ ὁ Κύριος «κεκοπιακώς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο οὓτως ἐπί τῇ πηγῇ» κατάκοπος ὁ Κύριος ἐκ τῆς ὁδοιπορίας δέν ζητεῖ κάθισμα ἢ προσκεφάλαιον. Κάθεται ἀφελῶς πλησίον τῆς πηγῆς. Κάθεται, ὂχι μόνον διότι ἦτο ἐξηντλημένος ἐκ τῆς ὁδοιπορίας, ἀλλά διά νά δώσῃ τήν σωτηρίαν εἰς μίαν ἁμαρτωλόν ψυχήν καί εἰς ὁλόκληρον λαόν τῶν Σαμαρειτῶν. Κουρασμένος σωματικῶς ζητεῖ τήν σωτηρίαν τῶν ψυχῶν, «ὣρα ἦν ὡσεί ἓκτη». Ἦτο περίπου μεσημέρι. «Ἒρχεται γυνή ἐκ τῆς Σαμαρείας ἀντλῆσαι ὓδωρ». Μία νέα γυναῖκα ἒρχεται διά νά πάρῃ νερό. Ἡ γυναῖκα αὐτή κατήγετο ἐκ τῆς Συχέμ διαφόρου τῆς Συχάρ ἀνηκούσης εἰς τήν ἐπαρχίαν Σαμαρείας.
Ὃταν λοιπόν ἦλθεν ἡ Σαμαρεῖτις, ὁ Ἰησοῦς ἐπιθυμῶν νά σώσῃ τήν ἁμαρτωλήν της ψυχήν ἀποκαλύπτει ὂχι ἀμέσως ἀλλά βαθμηδόν καί μεθοδικῶς, ὃτι Αὐτός εἶναι ὁ Μεσσίας. Ἰδού δέ πῶς ἒγινεν ἡ ἀποκάλυψις αὓτη.
«Οἱ μαθηταί Του ἀπεληλύθεισαν εἰς τήν πόλιν ἳνα τροφάς ἀγοράσωσι». Οἱ 5-6 μαθηταί τοῦ Κυρίου εἶχον μεταβῆ – πλήν τοῦ Ἰωάννου πιθανώτατα τοῦ συγγραφέως τῆς διηγήσεως ταύτης παραμείναντος πλησίον του εἰς τήν πόλιν Συχάρ — ἳνα ἀγοράσωσι τρόφιμα. Ὁ Κύριος λαμβάνει ἀφορμήν ἀπό τήν δίψαν του καί τό ὓδωρ, τό ὁποῖον πρόκειται νά ἀντλήσῃ ἀπό τό πηγάδι ἡ Σαμαρεῖτις, ἀρχίζει δηλαδή ἐκ παρόντος τινός ἀναγκαιοτάτου και συγκεκριμένου στοιχείου διά τήν ζωήν μας ἐκ τοῦ ὓδατος, τήν διδασκαλίαν του. Και λέγει εἰς τήν Σαμαρείτιδα. «Δός μοι πιεῖν». Δός μου νά πίω. Ἡ γυναῖκα ὃμως ἀναγνωρίσασα τήν Ἰουδαϊκήν Του καταγωγήν ἐκ τῆς ἐνδυμασίας Του και τῆς ἰδιαιτέρας προφορᾶς Του, ἐρωτᾷ αὐτόν πῶς τολμᾷ νά ζητήσῃ ἀπό αὐτήν ὓδωρ, ἀφοῦ εἶναι Σαμαρεῖτις «πῶς σύ Ἰουδαῖος ὢν παρ’ ἐμοῦ πιεῖν αἰτεῖς, οὒσης γυναικός Σαμαρείτιδος» ἀφοῦ εἶναι γνωστόν, συνεχίζει ἡ γυνή, ὃτι οἱ Ἰουδαῖοι καί οἱ Σαμαρεῖται δέν εὑρίσκονται εἰς φιλικάς σχέσεις∙ «οὐ γάρ συγχρῶνται Ἰουδαῖοι Σαμαρείταις». Εἶναι γνωστόν, ὃτι οἱ Ἰουδαῖοι καί οἱ Σαμαρεῖται εὑρίσκοντο εἰς διάστασιν λόγῳ τῆς ἐπιμιξείας τῶν Σαμαρειτῶν μετ’ ἂλλων εἰδωλολατρῶν. Ἐπί τῆς ἐποχῆς ὃμως τοῦ Κ. Η. Ι. Χ. ἡ διάστασις αὓτη δέν ἦτο τόσον ὀξεῖα, διότι οἱ μαθηταί τοῦ Ἰησοῦ μετέβησαν εἰς τήν πόλιν, διά νά ἀγοράσουν τροφάς εἲτε ἐκ τῶν Σαμαρειτῶν εἲτε ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐγκατεστημένων ἐν τῆ πόλει ταύτη.
Ὁ Κύριος ἐδῶ σοφώτατα παρακάμπτει τό ἂγονον πεδίον συζητήσεως, εἰς τό ὁποῖον ἒτεινεν ἡ ἐρώτησις τῆς Σαμαρείτιδος λέγων πρός αὐτήν. «Εἲ ᾒδεις τήν δωρεάν τοῦ Θεοῦ, καί τίς ἐστίν ὁ λέγων σοι, δός μοι πιεῖν, σύ ἂν ᾒτησας αὐτόν καί ἒδωκεν ἂν σοι ὓδωρ ζῶν». Ἐάν ἐγνώριζες ποίαν μεγάλην χάριν (δωρεάν) σοῦ ἒκαμεν ὁ Θεός καί ποιός εἶμαι ἐγώ, ὣστε νά σοῦ ζητῶ νερό, σύ θά ἐζήτεις ἀπό Ἐμέ καί Ἐγώ θά σοῦ ἒδιδον «ὓδωρ ζῶν». Ἐνταῦθα «ὓδωρ ζῶν» κατά λέξιν ἐννοεῖται το πηγαῖον τό τρεχούμενον ὓδωρ ἐν ἀντιθέσει πρός τό στάσιμον τῶν στερνῶν. Τό πρῶτον τό τρεχούμενον σπανιώτατον ἐν τῇ Παλαιστίνῃ ἦτο καί πολυτιμώτερον. Ὁ Κύριος ὃμως ἒδιδε μεταφορικήν ἒννοιαν εἰς τήν φράσιν «ὓδωρ ζῶν», τήν ὁποίαν θά ἲδω-μεν κατωτέρω καί τήν ὁποίαν δεν ἐννόησεν ἡ Σαμαρεῖτις. Αὓτη ὡς καί ὁ Νικόδημος παραμένουσιν ἐπί τοῦ αἰσθητοῦ πεδίου. Ἡ Σαμαρεῖτις ἐννοεῖ ὓδωρ ζῶν τό πηγαῖον ὓδωρ τοῦ ὁποίου τάς ἰδιότητας νομίζει, ὃτι ἒχει τό ὓδωρ τοῦ φρέατος τοῦ Ἰακώβ, διά τοῦτο ἐρωτᾷ τόν Ἰησοῦν «Κύριε οὒτε ἂντλημα ἒχεις καί τό φρέαρ ἐστί βαθύ∙ πόθεν οὖν ἒχεις τό ὓδωρ τό ζῶν; Πῶς θά μπορέσῃς νά δώσῃς τοιοῦτον ὓδωρ, ἀφοῦ τό φρέαρ εἶναι βαθύ καί στερεῖσαι μέσου; Παρ’ ὃλην ὃμως τήν ἐκ πατριωτικοῦ ἐγωισμοῦ ἀπόδοσιν ὑπ’ αὐτῆς εἰς τό φρέαρ τοῦ Ἰακώβ ἰδιοτήτων τοῦ ρέοντος ὓδατος, μένει κάποιο κενόν εἰς τήν ψυχήν της, ὃτι ὁ Ἰησοῦς διά τῆς φράσεως «ὓδωρ ζῶν» ἐννοεῖ κάτι τι, τοῦ ὁποίου ἐστερεῖτο τό φρέαρ τοῦ Ἰακώβ. Διά τοῦτο συνεχίζουσα ὑποβάλλει ἐρώτησιν καί λέγει πρός τόν Ἰησοῦν. «Μή σύ εἶ μείζων τοῦ πατρός ἡμῶν Ἰακώβ, ὃς ἒδωκεν ἡμῖν τό φρέαρ, καί αὐτός ἐξ αὐτοῦ ἒπιε, καί οἱ υἱοί αὐτοῦ καί τά θρέμματα αὐτοῦ; » Μήπως εἶσαι μεγαλύτερος Σύ τοῦ Ἰακώβ, ὁ ὁποῖος ἒπιεν ἀπό τό ὓδωρ τοῦτο αὐτός, οἱ υἱοί του καί τά πρόβατά του, ἀφοῦ δύνασαι νά δώσῃς νερό, τό ὁποῖον αὐτός δέν ἒδωκεν; Αἱ δύο αὐταί ἐρωτήσεις τῆς Σαμαρείτιδος εἰσάγονται διά τοῦ «Κύριε» καί οὓτω ἡ πρώτη ἀδιαφορία τῆς γυναικός καί τό ἐθνικόν της μῖσος ὑποχωροῦν ἐμπρός εἰς τό συναίσθημα τοῦ σεβασμοῦ της πρός τόν Κύριον.
Ὁ Κύριος ἀντιληφθείς τόν σεβασμόν τῆς γυναικός πρός Ἑαυτόν ἀρχίζει νά ἀφαιρῇ τό ἀλληγορικόν περικάλυμμα τοῦ λόγου Του δεικνύων τάς ἰδιότητας τοῦ ὓδατος τοῦ ζώντος ἐν συγκρίσει πρός τάς ἰδιότητας τοῦ ὓδατος τοῦ Ἰακώβ, ὣστε ἡ ὑπεροχή Αὐτοῦ ἒναντι τοῦ Ἰακώβ νά ἒλθῃ ὡς λογικόν ἐπακολούθημα. Λέγει λοιπόν εἰς αὐτήν ὁ Κύριος. «Πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὓδατος τούτου διψήσει πάλιν∙ ὃς δ’ ἃν πίῃ ἐκ τοῦ ὓδατος, οὗ ἐγώ δώσω αὐτῷ, οὐ μή διψήσῃ εἰς τόν αἰῶνα∙ ἀλλά τό ὓδωρ ὃ δώσω αὐτῷ, γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγή ὓδατος ἁλλομένου εἰς ζωήν αἰώνιον». Ὃστις πίει ἐκ τοῦ ὓδατος τούτου τοῦ φρέατος θά διψήσῃ, πάλιν. Μάρτυς τῶν λόγων Μου εἶσαι σύ μέ τήν ὑδρίαν σου. Ὃποιος ὃμως πίει ἐκ τοῦ ὓδατος, τό ὁποῖον θά τοῦ δώσω ἐγώ, δέν θα ξαναδιψήσῃ ποτέ. Ὂχι μόνον τοῦτο. Ἀλλά τό ὓδωρ τό ὁποῖον θά πίῃ ἐξ ἐμοῦ, θά γίνῃ πηγή, ἣτις θά τείνῃ εἰς ζωήν αἰώνιον, εἰς τούς οὐρανούς, ὃθεν ἐξεπήγασεν, ὃπως καί τά νερά ὃλων τῶν πηγῶν τείνουν νά ἀνέλθουν, κατά τόν νόμον τῶν συγκοινωνούντων δοχείων, εἰς τό ὓψος, ὃθεν αἱ πηγαί των. Ὣστε ἐκ τῆς ἐννοίας τῆς ἀναβλυζούσης καί ἀστειρεύτου ἐξωτερικῆς πηγῆς ἐρχόμεθα εἰς τήν ἐσωτερικήν πηγήν ἁλλομένην τήν ἀναβλύζουσαν εἰς ζωήν αἰώνιον διά τῆς χάριτος.
Ἡ Σαμαρεῖτις μένουσα ἀκόμη ἐπί τοῦ φυσικοῦ πεδίου – τί φυσικότης διηγήσεως! – ὡς καί ὁ Νικόδημος ζητεῖ νερό ἀπό τόν Ἰησοῦν, αὐτό τό ὁποῖον περιέχει τάς ἰδιότητας αὐτάς διά νά μή ἒρχεται καί ἀντλῇ καί «λέγει πρός Αὐτόν ἡ γυνή∙ Κύριε δός μοι τοῦτο τό ὓδωρ ἳνα μή διψῶ μηδέ ἒρχωμαι ἐνθάδε ἀντλεῖν». Κύριε δός μου τό ὓδωρ αὐτό τό ζῶν τό τρεχούμενον διά νά μή ἒρχομαι ἐδῶ νά παίρνω ἀπό τό ὓδωρ τοῦτο. Ὁ Κύριος τώρα προκειμένου να δώσῃ εἰς αὐτήν τό ζητηθέν ὓδωρ ἢτοι προκειμένου νά ἀποκαλυφθῇ εἰς αὐτήν ὡς Μεσσίας, διά ἐρωτήσεως Του παρακινεῖ αὐτήν εἰς συναίσθησιν καί μετάνοιαν τῆς ἁμαρτωλῆς της ζωῆς, ἳνα καταστῇ ἀξία τῆς τοιαύτης δωρεᾶς. «Ὓπαγε φώνησον τόν ἂνδρα σου και ἐλθέ ἐνθάδε». Λέγει δηλαδή εἰς αὐτήν νά φωνάξῃ τόν ἂνδρα της καί νά ὑπάγῃ μετ’ αὐτοῦ ἐκεῖ. Ἐκείνη ἀπήντησεν «οὐκ ἒχω ἂνδρα» δέν ἒχω ἂνδρα. Ὁ Κύριος ὃμως γνωρίζων τήν ζωήν της ὡς Θεός λέγει εἰς αὐτήν «καλῶς εἲπας, ὃτι ἂνδρα οὐκ ἒχω∙ πέντε γαρ ἂνδρας ἒσχες∙ και νῦν ὃν ἒχεις, οὐκ ἐστι σου ἀνήρ∙ τοῦτο ἀληθές εἲρηκας». Ὃτι πέντε ─ἂνδρας ἒσχες καί (ἀποθανόντων αὐτῶν ἢ διαζευχθέντων) ἐκεῖνον τόν ὁποῖον ἒχεις τώρα, δέν εἶναι ἂνδρας ἰδικός σου, ὁμιλεῖς ὀρθῶς. Καλά εἶπες, λέγει ο Κύριος.
Ὁ Κύριος προηγουμένως ἀπηυθύνετο εἰς τόν νοῦν της. Διά τῆς ἀπαντήσεως ὃμως ταύτης δίδων τό τελειωτικόν κτύπημα ἀπευθύνεται εἰς τήν συνείδησίν της. Ἡ Σαμαρεῖτις πιστεύουσα, ὃτι ὁ ἀποκαλύψας τήν συνείδησίν της δέν εἶναι εἷς τυχαῖος ἁπλοῦς «Κύριος», ὃπως τόν ὠνόμαζε μέχρι τῆς στιγμῆς αὐτῆς, ἀλλά προφήτης λέγει∙ «Κύριε θεωρῶ, ὃτι προφήτης εἶ σύ» καί ἐρωτᾷ Αὐτόν περί ζητήματος θρησκευτικοῦ τοῦ χωρίζοντος τούς Ἰουδαίους καί Σαμαρείτας. Ἡ δέ ἐρώτησίς της προερχομένη ἐκ σοβαρότητος και οὐχί διά νά ἀποφύγῃ τήν δυσάρεστον συζήτησιν διά τήν ἂσεμνον ζωήν της, ὡς ἐνόμισάν τινες, εἶναι ἡ ἑξῆς. «Οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν τῷ ὂρει τοῦτο) (τῷ Γαριζείν καί δεικνύει) «προσεκύνησαν καί ὑμεῖς» (οἱ Ἰουδαῖοι) λέγετε ὃτι ἐν Ἱερουσαλήμ ἐστίν ὁ τόπος, ὃπου δεῖ προσκυνεῖν». Λέγετε ὃτι ἐν Ἱερουσαλήμ πρέπει νά λατρεύωμεν τόν Θεόν. Σεῖς ποίαν γνώμην ἒχετε ἐπ’ αὐτοῦ; ἐρωτᾷ ἡ Σαμαρεῖτις. Ὁ Κύριος ἐδῶ δέν παρακάμπτει τήν συζήτησιν, ὃπως ἒκαμεν ἀνωτέρω δίς, ἀλλά ἀπαντᾷ εἰς τήν Σαμαρείτιδα λέγων. «ΙΙίστευσον μοι γύναι, ὃτι ἒρχεται ὣρα, ὃτε οὒτε (μόνον) ἐν τῷ ὂρει τούτω οὒτε ἐν Ἱερουσαλήμοις προσκυνήσετε τῷ Πατρί».
Ὁ Κύριος δηλαδή λέγει εἰς τήν Σαμαρείτιδα: Ἡ προσκύνησις, ἢτοι ἡ θυσία – ὂχι ἡ προσευχή, διότι ἡ προσευχή ἐγένετο καί τότε ὂχι μόνον ἐν Ἱερουσαλήμ ἀλλά καί ἐν ταῖς Συναγωγαῖς – θά γίνεται πανταχοῦ καταργουμένων τῶν φραγμῶν τῆς γλώσσης, τῆς ἐθνικότητος κ.λ.π. κατά τήν προφητείαν τοῦ Μαλαχίου (1,11). Ὁ Κύριος δηλαδή ἦλθεν, ὂχι ἳνα καταργήσῃ ἀλλά νά συμπληρώσῃ τόν Νόμον διά τῆς θυσίας του. «Ὑμεῖς προσκυνεῖτε, ὃ οὐκ οἲδατε, ἡμεῖς προσκυνοῦμεν, ὃ οἲδαμεν, ὃτι ἡ σωτηρία ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐστίν». Οἱ Ἰουδαῖοι εὑρίσκονται ἐν τάξει ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ συγκρινόμενοι πρός τούς Σαμαρείτας, διότι προσέφερον θυσίας ἐν τῷ τόπω, τῷ Ναῷ τῶν Ἱεροσολύμων καί κατά τρόπον ὁρισθέντα ύπό τοῦ Θεοῦ ἐνῷ οἱ Σαμαρεῖται οὐχί. «Ἀλλ’ ἒρχεται ὣρα και νῦν ἐστί, ὃτε οἱ ἀληθινοί προσκυνηταί προσκυνήσουσι τῷ Πατρί ἐν Πνεύματι καί ἀληθείᾳ». Ἡ Ἰουδαϊκή θρησκεία και θυσία, ἂν καί ἀνωτέρα τῆς Σαμαρειτικῆς, ἐν τούτοις εἶναι παροδικαί σκιαί συμ-πληρούμεναι ὑπό τοῦ σώματος τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.
Διά τοῦ «ἒρχεται ἡ ὣρα» δηλοῖ ὃτι τό ἒργον Αὐτοῦ δέν ἐτελείωσε. Διά τοῦ «και νῦν ἐστί» ὃτι τό ἒργο του ἢρχισε συμπηχθείσης τῆς ὁμάδος τῶν μαθητῶν, τοῦ πυρήνος τούτου τῶν ἀληθινῶν προσκυνητῶν. Ἡ θυσία αὓτη θά προσφέρεται ὑπό τῶν χριστιανῶν τῶν ἀληθινῶν προσκυνητῶν «ἐν Πνεύματι» ἢτοι ἐσωτερικῶς ἂρα παντοῦ καί ὂχι μόνον ἐν Ἱερουσαλήμ ἢ Γαριζίν, «ἐν ἀληθείᾳ» ἢτοι ὂχι διά τύπων καί θυσιῶν νομικῶν ἀλλά διά τῆς πραγματικῆς θυσίας τοῦ Ἀμνοῦ.
Ὁ Κύριος θέτων τήν σφραγίδα τῶν ἀνωτέρω λέγει: «καί γάρ ὁ Πατήρ τοιούτους ζητεῖ τούς προσκυνοῦντας Αὐτόν». Τοιούτους προσκυνητάς ζητεῖ καί ὁ Πατήρ ἡμῶν ὁ Θεός. «Πνεῦμα ὁ Θεός καί τούς προσκυνοῦντας Αὐτόν ἐν Πνεύματι καί ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν». Πνεῦμα εἶναι ὁ ἲδιος ὁ Θεός καί διά τοῦτο θέλει ὃπως οἱ προσκυνηταί του λατρεύουν Αὐτόν ὂχι μόνον ἐξωτερικῶς ἀλλά καί ἐσωτερικῶς, ἀλλά καί ἀληθῶς μέ θρησκείαν ἀληθῆ. Διά τούτων τῶν λέξεων δέν καταργεῖται ἡ ἐξωτερική λατρεία λαμβανομένης ὑπ’ ὂψιν τῆς συστάσεως ἐκ σώματος καί ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου τῆς κοινωνικότητος αὐτοῦ καί ἑπομένως ἒχοντος ἀνάγκην τῆς ἐξωτερικῆς καί ὁμαδικῆς ἐκδηλώσεως τοῦ ψυχικοῦ του κόσμου. Ἡ σωτηρία ἡ ὑποσχεθεῖσα θά ἒλθῃ ἐκ τῶν Ἰουδαίων ὡς καταγομένου τοῦ Ἰησοῦ κατά σάρκα ἐκ τῶν Ἰουδαίων.
Ἡ Σαμαρεῖτις ἀκούσασα τούς λόγους τούτους τοῦ Κυρίου καί μή δυνηθεῖσα νά ἐννοήσῃ πολλά πράγματα ἐξ αὐτῶν εἶπεν εἰς τόν Κύριον, ὃτι καί ἂλλα σχετικά θά μᾶς διδάξῃ, ὃταν ἒλθῃ ὁ Μεσσίας. «Οἷδα ὃτι Μεσσίας ἒρχεται ὁ λεγόμενος Χριστός». Γνωρίζω ὃτι θά ἒλθῃ ὁ Μεσσίας ὁ λεγόμενος ἑλληνιστί Χριστός, «ὃταν ἒλθῃ ἐκεῖνος, ἀναγγελεῖ ἡμῖν πάντα». Ὃταν ἒλθῃ Αὐτός, θά μᾶς τά εἲπῃ ὃλα αὐτά τά πράγματα. Ὁ Κύριος τότε ἀπήντησεν εἰς αὐτήν∙ «Ἐγώ εἰμί ὁ λαλῶν σοι». Ὁ Κύριος φανερώνεται πρώτην φοράν ὡς Μεσσίας εἰς τήν Σαμαρείτιδα και ὂχι εἰς τούς Ἰουδαίους, διότι οἱ ’Ιουδαῖοι ἒχοντες ψευδεῖς Μεσσιακάς ἰδέας θά ἀνεσείοντο μέ τό ἂκουσμα τοῦ Μεσσίου καί θά ἠμπόδιζον τό ἒργον Του. Τοιοῦτος ὃμως κίνδυνος ἐν τῇ Σαμαρείᾳ δέν ὑπῆρχεν.
Οἱ μαθηταί τοῦ Ἰησοῦ οἱ ὁποῖοι εἶχον μεταβῇ εἰς τήν πόλιν διά νά ἀγοράσωσι τροφάς, «ἐπί τούτῳ ἦλθον» ἐπέστρεψαν δηλαδή τήν στιγμήν, καθ’ ἣν ὁ Κύριος ἀπεκαλύπτετο ὡς Μεσσίας εἰς τήν Σαμαρείτιδα καί «ἐθαύμασαν, ὃτι μετά γυναικός ἐλάλει» ἠπόρησαν, διότι ὁ Κύριος ὡμίλει μετά γυναικός, ἀφοῦ κατά τήν Ραββινικήν ἐντολήν οὒτε ἁπλοῦς χαιρετισμός ἐπετρέπετο εἰς τάς γυναῖκας δημοσίᾳ. Ἐκτός αὐτοῦ, φαίνεται, ὃτι ὁ Κύριος πρώτην φοράν θά συνεζήτησε μετά γυναικός ἀπό τῆς ἐνάρξεως τοῦ δημοσίου βίου Του. «Οὐδείς μέντοι εἶπε, τί ζητεῖς ἢ τί λαλεῖς μετ’ αὐτῆς». Δέν ἐτόλμησαν ὃμως νά ἐκφράσωσι τήν ἀπορίαν των πρός Αὐτόν.
Ἡ Σαμαρεῖτις ἐπηρεασμένη ἀπό τήν συζήτησιν, ὃταν ἒφυγε διά τήν πόλιν της, «ἀφῆκεν τήν ὑδρίαν αὐτῆς» λησμονεῖ τήν ὑδρίαν της πλησίον τῆς πηγῆς. Ἐλθοῦσα δέ εἰς τήν πόλιν Συχέμ «λέγει τοῖς ἀνθρώποις», ἒλεγεν εἰς τούς ἀνθρώπους, τούς ὁποίους συνήντα. «Δεῦτε ἲδετε ἂνθρωπον, ὂς εἶπέ μοι πάντα, ὃσα ἐποίησα∙ μήτι οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός;» Ἐλᾶτε νά ἲδετε ἂνθρωπον, ὃστις εἶπεν εἰς ἐμέ πάντα, ὃσα ἐποίησα μήπως αὐτός εἶναι ὁ Χριστός; Δεν εἶπεν ἐλᾶτε νά ἲδητε τόν Μεσσίαν, ἀλλά ἂνθρωπον, ὃς εἶπέ μοι πάντα. Αὐτό πού εἶπεν, ὃτι «εἶπεν αὐτῇ πάντα», ἠδύνατο νά τό βεβαίωσῃ καί νά φανῇ ἀξιόπιστος. Διά τό δεύτερον ὃμως, ὃτι εἶναι ὁ Χριστός δέν θά ἦτο ἀξιόπιστος. Διά τοῦτο συνεχίζουσα μετά προνοητικότητος θαυμαστῆς – καί οὐχί ἀμφιβάλλουσα – λέγει∙ «μήτι οὗτος ἐστιν ὁ Χριστός;» Μήπως Αὐτός εἶναι ὁ Χριστός;
Οἱ συγχωριανοί της «ἐξήρχοντο ἐκ τῆς πόλεως καί ἢρχοντο πρός τόν Ἰησοῦν. Ἐν τῷ μεταξύ οἱ μαθηταί ἠρώτων» παρεκάλουν «Αὐτόν λέγοντες∙ Ραββί φάγε». Ἒλεγον εἰς τόν Ἰησοῦν νά φάγῃ ἐκ τῶν τροφῶν, τάς ὁποίας ἠγόρασαν. Ὁ Ἰησοῦς ὃμως ἒχων ὑπ’ ὂψιν Του τήν πνευματικήν τροφήν, τήν ἐπιστροφήν πολλῶν ψυχῶν, ἒλεγεν εἰς τούς μαθητάς Του, ὃτι «ἐγώ βρῶσιν ἒχω φαγεῖν» ἐγώ πρόκειται νά φάγω φαγητόν, «ἣν ὑμεῖς οὐκ οἲδατε», τό ὁποῖον σεῖς δέν γνωρίζετε. Οἱ μαθηταί μή νοήσαντες τό νόημα τῶν λόγων τοῦ Κυρίου «ἒλεγον πρός ἀλλήλους», διηρωτῶντο «μή τίς ἢνεγκεν αὐτῷ φαγεῖν», μήπως ἒφερεν ἂλλος τις εἰς Αὐτόν φαγητόν καί ἒφαγεν; Ὁ Ἰησοῦς ἐξηγῶν τό εἶδος τοῦ φαγητοῦ, περί τοῦ ὁποίου ὡμίλει, «λέγει αὐτοῖς∙ ἐμόν βρῶμα ἐστίν, ἳνα ποιῶ τό θέλημα του πέμψαντός με και τελειώσω αὐτοῦ τό ἒργον». Τό ἰδικόν Μου φαγητόν ἡ ἐπιθυμία Μου εἶναι νά φέρω εἰς πέρας, νά τελειώσω τό ἒργον τοῦ πατρός Μου.
Συνεχίζων ὁ Κύριος τόν λόγον Του και θέλων νά δείξῃ εἰς τούς μαθητάς Του τούς πλουσίους και συντόμους καρπούς τοῦ ἒργου Του καί τήν μεγάλην ἀνταμοιβήν τῶν συνεργατῶν Του τῶν μαθητῶν, λέγει πρός αὐτούς. «Οὐχ ὑμεῖς λέγετε, ὃτι ἒτι τετράμηνον ἐστί καί ὁ θερισμός ἒρχεται; ». Διά νά γίνῃ δηλαδή ὁ θερισμός χρειάζεται νά διέλθουν ἀπό σήμερα 4 μῆνες ἃρα τότε ἦτο μέσα Ἰανουαρίου – ἢτοι πρέπει νά παρεμβληθῇ ἓνα χρονικόν διάστημα ἀρκετά σεβαστόν. Διά νά θερίσετε ὃμως πνευματικούς καρπούς, ἐπιστροφήν ψυχῶν, δέν χρειάζεσθε παρά νά σηκώσητε τά μάτια σας καί νά ἲδητε τήν ὡριμότητα τοῦ πνευματικοῦ χωραφιοῦ: «ἐπάρατε τούς ὀφθαλμούς ὑμῶν καί θεάσασθε τάς χώρας, ὃτι λευκαί εἰσί πρός θερισμόν». Οἱ στάχυες ὃταν ὡριμάσουν ἀσπρίζουν καί τά χωράφια φαίνονται λευκά.
Συνεχίζων ἀκόμη ὁ Κύριος καί ἐπεξηγῶν λέγει, ὃτι ὁ προκείμενος θερισμός διαφέρει τοῦ ἂλλου τοῦ ὑλικοῦ 1) διότι «ὁ θερίζων μισθόν λαμβάνει καί συνάγει καρπόν εἰς ζωήν αἰώνιον». Ὁ θερίζων δηλ. ὑλικῶς συναθροίζει καρπούς εἰς ἀποθήκας προσκαίρους, ὁ δέ θερίζων πνευματικῶς εἰς αἰωνίους ἀποθήκας 2) κατά τόν ὑλικόν θερισμόν εἶναι δυνατόν νά σπείρῃ ἓνας μέ δάκρυα καί ἀγωνίας, διότι δέν γνωρίζει ποία θά εἶναι ἡ ἀνταμοιβή τῶν κόπων του. Ἐδῶ ὃμως «ὁ σπείρων και ὁ θερίζων ὁμοῦ χαίρει» ἀμείβονται καί χαίρονται ὁμοῦ ἐν τῷ οὐρανῷ. Ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἒσπειραν καί οἱ ἂλλοι οἱ ὁποῖοι ἐθέρισαν τά σπαρτά ἂλλων. Διά νά μή καυχηθοῦν ὃμως ἐκ τῶν ἐπιτυχιῶν τοῦ κηρύγματος οἱ μαθηταί, λέγει εἰς αυτούς, ὃτι θερίζουν αὐτοί, ἐκεῖνο τό ὁποῖον ἂλλοι – Ἰωάννης, Ἰησοῦς, Προφῆται – ἒσπειρον. «Ἐν γάρ τούτῳ ὁ λόγος ἐστίν ὁ ἀληθινός, ὃτι ἂλλος ἐστίν ὁ σπείρων, καί ἂλλος ὁ θερίζων». Εἰς τήν προκειμένην περίπτωσιν ὁ λόγος εἶναι ἀληθής: Ἂλλος ἒσπειρε καί ἂλλος ἐθέρισε. «Ἐγώ ἀπέστειλα ὑμᾶς θερίζειν, ὃ οὐχ ὑμεῖς κεκοπιάκατε»∙ Ἐγώ σᾶς ἀποστέλλω νά θερίσητε ἐκεῖνο διά τό ὁποῖον δέν ἐκοπιάσατε νά σπείρητε – «ἂλλοι κεκοπιάκασι, καί ὑμεῖς εἰς τόν κόπον αὐτῶν εἰσεληλύθατε»∙ ἂλλοι πρό ὑμῶν Χριστός, Προφῆται ἒσπειραν καί σεῖς θά θερίσητε.
Εἰς τόν λόγον αὐτόν ἦλθον καί οἱ ὑπό τῆς Σαμαρείτιδος εἰδοποιηθέντες καί ἢκουσαν τόν λόγον τοῦ Κυρίου. Οὗτοι «ἠρώτησαν αὐτόν μεῖναι πάρ’ αὐτοῖς» παρεκάλεσαν Αὐτόν νά μείνῃ πλησίον των. «Καί ἒμεινεν ἐκεῖ δύο ἡμέρας» εἰς τό μέρος ἐκεῖνο ἒμεινεν ὁ Κύριος δύο ἡμέρας. «Ἐκ δέ τῆς πόλεως ἐκείνης πολλοί ἐπίστευσαν εἰς Αὐτόν τῶν Σαμαρειτῶν διαλόγον τῆς γυναικός μαρτυρούσης, ὃτι εἶπέ μοι πάντα ὃσα ἐποίησα». Ἐκ τῶν Σαμαρειτῶν πολλοί πίστευσαν δια ἐκεῖνα, πού τούς εἶπεν ἡ Σαμαρεῖτις, ὃτι τῆς εἶπε ὃλα ὃσα ἒκαμε. «Πολλῷ πλείους ἐπίστευσαν διά τόν λόγον αὐτοῦ. Τῇ τε γυναικί ἒλεγον, ὃτι οὐκέτι διά τήν σήν λαλιάν πιστεύομεν∙ αὐτοί γάρ ἀκηκόαμεν καί οἲδαμεν, ὃτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ Σωτήρ τοῦ κόσμου». Πολλοί ὃμως περισσότεροι ἐπίστευσαν ἀπό τόν λόγον τοῦ Ἰησοῦ καί εἰς τήν γυναῖκα ἒλεγον, ὃτι δέν πιστεύομεν τώρα, ὃπως πρίν πού μᾶς εἶπες, ὃτι σοῦ ἀπεκάλυψε τήν συνείδησίν σου ἀλλά διά τόν λόγον Του, τό κήρυγμα σου. Αὐτός εἶναι ὁ Σωτήρ τοῦ κόσμου, ἑπομένως καί ἡμῶν καί ὂχι μόνον τῶν Ἰουδαίων. Οἱ Σαμαρεῖται πιστεύουν ἂνευ θαυμάτων, μόνον διά τοῦ λόγου τοῦ Κυρίου. Οἱ Ἰουδαῖοι ζητοῦν θαύματα ! Ὁποία διαφορά !
Ἐκ τῆς διηγήσεως ταύτης ἒχομεν δύο θέματα 1) τόν Ἰησοῦν ὡς διδάσκαλον και 2) τήν Σαμαρείτιδα ὡς μαθήτριαν. Πῶς δηλαδή ἒκαμε τό μαθημά Του ὁ Χριστός καί ποῖα μαθήματα ἒλαβε αὓτη ἐκ τοῦ Χριστοῦ.
Θέμα α) Ὁ Κύριος ὡς διδάσκαλος
Γίνονται συνέδρια παιδαγωγικά, γράφονται βιβλία παιδαγωγικά κατάλληλα καί πολύγλωσσα. Δίδονται ὁδηγίαι πρός μαθητευομένους σοφαί καί πολλαί. Ποῖος ὑποπτεύεται ὃτι ἡ διήγησις τῆς Σαμαρείτιδος θά ἒχῃ παιδαγωγικόν μάθημα σπουδαῖον δια διδάσκοντας; Ἂς ἲδωμεν.
Ὁ Ἰ η σο ῦ ς εἶναι ὁ μεγαλύτερος διδάσκαλος τῶν αἰώνων. Πῶς κάμνει τό μάθημα Του εἰς τήν Σαμαρείτιδα; Ἰδού. Αἲθουσα διδασκαλίας δέν εἶναι ὁ κλειστός χῶρος ἀλλά τό ὓπαιθρον ! Ὡς ἓδρα τῆς διδασκαλίας ἡ ἁπλότης τοῦ καθίσματος ἐμφαινομένη διά τοῦ «ὁ δέ Ἰησοῦς ἐκαθέζετο οὓτως ἐπί τῇ πηγῇ» ἐκάθησεν ὡς ἒτυχεν, ἁπλῶς. Τά ζῶα, τα παιδιά και οι ἁπλοῖ ἂνθρωποι ἐξ ἐνστίκτου ἑλκύονται ὑπό τῶν ἀγαπώντων αὐτούς. Ἡ ἁπλή γυναῖκα τοῦ χωρίου εἱλκύσθη ὑπό τοῦ ἀγαπῶντος Ἰησοῦ τούς ἁπλούς ἀνθρώπους. Ὡς μορφή διδασκαλίας χρησιμοποιεῖται ὁ διάλογος καί ὂχι ὁ μονόλογος, τό μάθημα καί ὂχι τό κήρυγμα ἢ κάλλιον εἰπεῖν κήρυγμα ὑπό μορφήν μαθήματος, ὃπως οἱ διάλογοι τοῦ Πλάτωνος. «Ἡ δέ μέθοδος; Ἀρχίζει ἀπό τό νερό καί τήν δίψαν. Τό νερό τό ὁποῖον εἶχεν ἡ μαθητευόμενη, τήν δίψαν, την ὁποίαν ᾐσθάνετο ὁ ἲδιος. Ὑπάρχει ὑλικώτερον καί αἰσθητότερον καί ἑπομένως περισσότερον συγκεκριμένον πρᾶγμα ἀπό τό νερό καί τήν δίψαν; Ὂχι. Θαυμασία λοιπόν ἀρχή διδασκαλίας !
Θέλων λοιπόν ὁ Κύριος νά διδάξῃ πρᾶγμα ἀφῃρημένον, ὃτι Αὐτός δηλαδή εἶναι ὁ Μεσσίας, ἀρχίζει ἀπό τό συγκεκριμένον. Ἐκ τοῦ γνωστοῦ λοιπόν προχωρεῖ εἰς τό ἂγνωστον, ἐκ τοῦ συγκεκριμένου εἰς τό ἀφηρημένον, ἐκ τῆς γῆς εἰς τόν Οὐρανόν. Ὑπάρχει ψυχολογικώτερος τρόπος διδασκαλίας; Ὂχι. Ἀλλά καί ἡ πορεία τοῦ μαθήματος εἶναι βαθμιαία. Πρῶτον εἰς τήν λέξιν ὓδωρ θέτει τήν λέξιν ζῶν, κατά λέξιν μέν, ἳνα νοήσῃ τά ἐκ τῶν ἀρτεσιανῶν φρεάτων ἢ πηδάκων ἀναπηδῶντα, ἁλλόμενα εἰς ὓψος ὓδατα, κατά βάθος δέ, διά τοῦ «εἰς ζωήν αἰώνιον» ἳνα ὑπανοίξῃ εἰς αὐτήν ὁρίζοντας εὐρύτερους. Κάθε νέος λόγος τοῦ Κυρίου πρός τήν Σαμαρείτιδα εἶναι προσθήκη νέας ὂψεως τοῦ αὐτοῦ θέματος, νέα ἀνάπτυξις τοῦ προηγουμένου. Δέν ἐπαναλαμβάνει τά αὐτά παρά μόνον ὃταν παραθέτῃ νέον τι. Ὑπάρχει παιδαγωγικώτερος τρόπος τούτου; Ὂχι! Ὃταν ἡ Σαμαρεῖτις περιαυτολογοῦσα ἐθνικῶς λέγει τήν καταγωγήν τοῦ φρέατος καί πρόκειται νά ἐξέλθῃ τοῦ θέματος, ὁ Κύριος δέν φεύγει τῆς κυρίας γραμμῆς, γίνεται δεσπότης τῶν ἀδεσπότων ἰδεῶν, τῶν παρασίτων εἰς τήν συνομιλίαν ταύτην καί εἰδικεύεται εἰς τήν ἒννοιαν τῆς δωρεᾶς. Ἀφοῦ διηγέρθη τό ἐνδιαφέρον τῆς γυναικός καί ἀντί αὓτη νά δώσῃ, ζητεῖ νά λάβῃ ὓδωρ, ὁ Κύριος κτυπᾶ τήν καρδίαν, τόν βίον της. Τῆς ξεσκεπάζει τόν ἑαυτόν της εἰς τά μάτια της. Μετά ταῦτα ζητεῖ ἡ ἰδία νά διαφωτισθῇ, «Κύριε» λέγουσα. Πόση εὐγένεια ἐν ἀντιθέσει προς τό προηγούμενον «πῶς σύ Ἰουδαῖος ὢν ζητεῖς ὓδωρ παρ’ ἐμοῦ;» ! Ὃταν ἡ Σαμαρεῖτις εἶπεν, ὃτι ἀναμένει τόν Μεσσίαν, τότε ὁ Κύριος ἀπαντᾷ. Ἐγώ εἶμαι. Προσφέρεται εἰς αὐτήν, ὃταν ἡ ψυχή της ἐξέφρασε τήν λαχτάραν τοῦ Μεσσίου. Ἀφῆκε τήν ὑδρίαν της λησμονήσασα αὐτήν εἰς τήν πηγήν καί σάν νά πῆραν τά φορέματα της φωτιά, τρέχει εἰς τήν πόλιν. Τό μάθημα ἐτελείωσεν: Ἒμαθεν, ὃτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Μεσσίας ! Ἑπομένως βούλησις, καρδία και νοῦς ἐθίγησαν σοφώτατα, παιδαγωγικώτατα !
Ἡ μ ε ῖ ς; Εἲμεθα διδάσκαλοι καί διδασκόμενοι. Εἲμεθα καθηγηταί ἢ καθηγήτριαι, κατηχηταί ἢ κατηχήτριαι, διδάσκαλοι ἢ διδασκάλισσαι, γονεῖς ἢτοι διδάσκαλοι κατ’ οἶκον. Πῶς πρέπει νά κάμωμεν τό μάθημά μας; Ὃπως καί ὁ Κύριος ! Ἢτοι: Ἁπλοῦς πρέπει νά εἶναι ὁ τρόπος μας, ἀγάπη νά ἒχῃ ἡ καρδία μας, ἳνα δυνηθῶμεν νά ἑλκύσωμεν τά παιδιά. Ὁ Κύριος μένει ἀκίνητος καί διδάσκει κεκοπιακώς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας. Ὁ διδάσκαλος πρέπει νά ἀποφεύγῃ τάς πολλάς κινήσεις ἐν τῇ αἰθούσῃ διδασκαλίας σύρτα -φέρτα, τάς ὁποίας τινές διδάσκαλοι κάμνουσιν ὡς λέοντες ὠρυόμενοι. Πάντοτε ὁ διδάσκαλος πρέπει νά ἀρχίζῃ ἀπό συγκεκριμένα πράγματα καί νά κάμνῃ τό μάθημά του εἲτε διδάσκαλος εἶναι ἐν σχολείῳ εἲτε κατηχητής ἐν τῷ ναῷ εἲτε μήτηρ κατ’ οἶκον. Τό μάθημα του ὃσον τό δυνατόν θά εἶναι συνομιλία, συζήτησις, μάθημα ὂχι κήρυγμα. Ὃσα ὀλιγώτερα λέγει ὁ διδάσκαλος, τόσον καλύτερος διδάσκαλος εἶναι.
Κατά τήν διεξαγωγήν τοῦ μαθήματος εἰς τό μυαλό τοῦ διδασκάλου καί. εἰς τήν γλῶσσαν τῶν διδασκομένων θά ἒρχωνται σκέψεις παρεκλίνουσαι τῆς κυρίας γραμμῆς. Ὁ διδάσκαλος πρέπει νά γίνεται δεσπότης τῶν ἀδέσποτων αὐτῶν ἰδεῶν ἐντάσσων εἰς τήν ὁμιλίαν μόνον τάς καταλλήλους σκέψεις. Θά φροντίζῃ ν’ ἀπευθύνεται ὂχι μόνον εἰς τόν νοῦν, ἀλλά καί εἰς τήν καρδίαν. Ὂχι μόνον εἰς τήν καρδίαν ἀλλά καί εἰς τόν νοῦν. Ὂχι μόνον νά δίδῃ γνώσεις ἀλλά καί νά βάνῃ γνώση, ὃπως κοινῶς λέγομεν. Σκοπός δέ πρέπει νά εἶναι γενικῶς μέν ἡ Ἀλήθεια, εἰδικῶς δέ ὁ Χριστός, πού εἶναι ἡ μόνη Ἀλήθεια. Οὐδένα πρέπει νά ἀποκλείωμεν τῆς διδασκαλίας τῆς Ἀληθείας, ἀφοῦ ὁ Χριστός δέν ἀπέκλεισε τήν Σαμαρείτιδα, πού ἦτο Σαμαρεῖτις, γυνή κακῆς διαγωγῆς.
Θ έ μ α: β) Αὐτογνωσία – Ζῆλος – Σύνεσις
Α’ Ἡ Σαμαρεῖτις – Αὓτη εἶχε τρία πράγματα: Αὐτογνωσίαν, ζῆλον, σύνεσιν.
Αὐτογνωσία. Ἡ Σαμαρεῖτις πρίν γνωρίσῃ τόν Χριστόν ἡγνόει τόν ἑαυτό της, διότι «ἂνδρα οὐκ ἒχω» ἀπαντᾷ εἰς τόν Κύριον. Ὃταν ὃμως ὁ Κύριος ἀποκαλύπτῃ τήν ρυπαρό-τητα τοῦ βίου της δια τοῦ «πέντε γάρ ἂνδρας ἒσχες καί νῦν ὃν ἒχεις οὐκ ἒστι σου ἀνήρ», τότε ἒρχεται εἰς ἐπίγνωσιν τοῦ ἑαυτοῦ της καί τοῦ Ἰησοῡ∙ ἐπιγιγνώσκει τό κατώτερον ἑαυτῆς καί τό ὑπέρτερον τοῦ ὁμιλοῦντος πρός αὐτήν. Ὣστε ἡ Σαμαρεῖτις αἰσθανθεῖσα τήν ρυπαρότητα τοῦ βίου της ἐζήτησε νά μάθῃ κατόπιν περί τοῦ Μεσσίου, τοῦ Χριστοῦ. Καί Τόν ἒμαθεν ! Ἰδού ὁ κόμβος τοῦ ζητήματος τῆς Θείας γνώσεως: Ἡ αἲσθησις τῆς ρυπαρότητός μας και ἰδίᾳ τῆς σαρκικῆς. Ἰδού ὁ τρόπος τῆς γνώσεως τοῦ Κυρίου. Ὁ δέ τρόπος τῆς δημοσιεύσεως; Διά ζήλου καί συνέσεως.
Ζῆλος. Γνωρίσασα ἡ Σαμαρεῖτις τόν Χριστόν δέν ἒμεινεν ἁπλοῦς θεατής τοῦ Μεγαλείου τοῦ Κυρίου, δεικνύει μεγάλον ζῆλον διά τό κήρυγμα καί εἰς ἂλλους. Σημεῖα δεικνύοντα τον ζῆλον εἶναι α’) λησμονεῖ τήν ὑδρίαν της εἰς τήν πηγήν και τρέχει εἰς τήν πόλιν, β’) προσκαλεῖ τούς συγχωριανούς της νά ὑπάγουν νά ἲδουν ἂνθρωπον, ὃς εἶπεν αὐτῆ πάντα, γ’) τό ἀποτέλεσμα τοῦ ζήλου της ὑπῆρξε φανερόν καί μέγα, διότι πλῆθος ἀνθρώπων Σαμαρειτῶν ἐξῆλθον καί μετέβησαν πρός τόν Ἰησοῦν καί «πολλοί τῶν Σαμαρειτῶν ἐπίστευσαν εἰς Αὐτόν διά τόν λόγον τῆς γυναικός μαρτυρούσης, δτι «εἶπε μοι πάντα ὃσα ἐποίησα» καί δ’) ὁ ζῆλος τῆς Σαμαρείτιδος ἐξαίρεται, ἂν σκεφθῇ τις, ὃτι ὁ χρόνος τῆς διδασκαλίας της ὑπῆρξεν ἐλάχιστος το πολύ, 10’—20′ λεπτά τῆς ὣρας. Καί ὃμως ὁποῖον ἡφαίστειον!
Σ ύ ν ε σ ι ς. Θά ἐπερίμενε τις ἀπό μία γυναῖκα ἐπάνω εἰς τήν ἒξαψιν τῆς χαρᾶς της νά παραπαίῃ, νά παραληρῇ. Καί ὃμως ! δεικνύει μεγάλην σύνεσιν, διότι ἀποφεύγει δύο ἀκρότητας, ὃταν ὁμολογῇ, ὃτι συνήντησεν ἂνθρωπον, ὃς εἶπεν αὐτῇ πάντα, ὃσα ἐποίησε: α’) Δέν λέγει τι τῆς εἶπεν ὁ Κύριος συγκεκριμένως ἢτοι ὃτι «εἶχε πέντε ἂνδρας και ὃν ἒχει οὐκ ἐστι ἀνήρ αὐτῇ», β’) Δέν εἶπεν ἐλᾶτε νά ἲδητε τόν Χριστόν άλλά «μή τί αὐτός ἐστίν ὁ Χριστός; » Ζήτημα κοσμιότητος καί εὐπρεπείας καί γυναικείας ἀδημοσύνης της ἀπηγόρευσαν νά ὁμιλήσῃ συγκεκριμένως ἐπί τῆς ἀποκαλύψεως ἑαυτῆς ὑπό τοῦ Κυρίου. Ὁμολογεῖ τήν ἀποκάλυψιν ἑαυτῆς ὑπό τοῦ Κυρίου καί ὂχι τόν Χριστόν, διότι διά τό πρῶτον ἦτο βεβαιότατη, διά τό δεύτερον ἀφῆκε τούς ἂλλους νά πεισθοῦν. Ὣστε ὁ Χριστός ἐθέρμανε τήν καρδίαν διά ζήλου, ἐφώτισε τήν διάνοιαν διά τῆς συνέσεως. Ποῖον μεγαλεῖον !
Β’ «Ἡμεῖς; Πρέπει νά ἒχωμεν τά αὐτά. Αὐτογνωσίαν. Ὁ καλλίτερος τρόπος τοῦ νά γνωρίσωμεν τόν Χριστόν καί ἡ ἀπόδειξις, ὃτι ἐγνωρίσαμεν Αὐτόν, εἶναι ἡ συναίσθησις τῆς ρυπαρότητος τῆς ψυχικῆς, ἰδίᾳ δέ τῆς σαρκικῆς. Νέοι, οἱ ὁποῖοι δικαιολογοῦν τήν σαρκικήν ρυπαρότητα μέ τό ὃτι τοῦτο εἶναι «φυσιολογική ἀνάγκη» δεικνύουν, ὃτι δέν ἐγνώρισαν τόν Χριστόν. Νέαι αἱ ὁποῖαι καλύπτουν τό ρυπαρόν τῶν σχέσεών των δικαιολογούμεναι, ὃτι πρόκειται περί ἀγνῶν αἰσθημάτων, αἰθερίων συναισθημάτων καί πλατωνικῶν φιλιῶν, δεικνύουν, ὃτι εἶναι μακράν τοῦ Χριστοῦ. Εὐτυχής εἶναι ὁ νέος ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἐμπνεόμενος ὑπό τοῦ Κυρίου θά αἰσθανθῇ τήν κακοσμίαν τῆς σαρκικῆς ρυπαρότητος, εὐτυχής εἶναι ἡ νέα, ἐάν ἐμπνεομένη καί αὓτη ὑπό τοῦ Κυρίου αἰσθανθῇ τήν δυσωδίαν τῶν ἀναθυμιάσεων τῆς σαρκικῆς ἁμαρτίας. Παράδειγμα σπουδαιότατον ἒχομεν τόν Ἃγιον Αὐγουστῖνον. Οὗτος ὃταν ἐφωτίσθη ὑπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἢνοιξε τήν Ἁγίαν Γραφήν τό πρῶτον τό ὁποῖον ἐδιάβασε μέ μάτια φωτισμένα, εἶναι τό «μή κώμαις και μέθαις, μή κοίταις καί ἀσελγίαις» Ρωμ. 13,13. Ἒθεσεν ἐκεῖ τόν δάκτυλον του και εἶπεν ἀπό ἐδῶ θά ἀρχίσω, θά διορθώσω τόν ἀνήθικόν μου βίον. Κατόπιν ἀποσύρεται εἰς τό βάθος τοῦ κήπου καί ἀναλύεται ἐπί 4 ὣρας εἰς δάκρυα χαρᾶς καί λύπης, χαρᾶς μέν, διότι εὑρῆκε τό φῶς, λύπης δέ διότι ἒζησε μέχρι τῆς στιγμῆς ἐκείνης κυλιόμενος εἰς τόν βοῦρκον τῆς σαρκικῆς ἁμαρτίας. Καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος διά τοῦτο τονίζει ἰδιαιτέρως τό σαρκικόν ἁμάρτημα διαστέλλων αὐτό τῶν λοιπῶν λέγων, «πᾶσα ἁμαρτία ἐκτός τοῦ σώματος ἐστί, ὁ δέ πορνεύων εἰς τό ἲδιον σῶμα ἁμαρτάνει». Ἡ ὑποχρέωσίς μας δέν εἶναι μόνον νά γνωρίσωμεν ἡμεῖς τόν Χριστόν, ἀλλά νά τόν γνωρίσωμεν καί εἰς τούς ἂλλους, οἱ ὁποῖοι τόν ἀγνοοῦν ὁ δέ τρόπος; ὁ ζῆλος καί ἡ σύνεσις.
Ὁ Ζῆλος. Ἓκαστος εἰς τό περιβάλλον του, εἰς τόν κύκλον του, ὡς ἡ Σαμαρεῖτις εἰς τούς συγχωριανούς της, πρέπει νά ὁμολογήσωμεν τόν Χριστόν. Θά συναντήσωμεν σκώμματα καί ἀντιρρήσεις ἒκ τινων διά τήν ζωήν τήν Χριστιανικήν μας. Θά μᾶς κατηγορήσωσι διά διαφόρων κατηγοριῶν καί σκωμμάτων. Θά μᾶς εἲπωσιν ὑποκριτάς, ἀναχρονιστικούς, κουτούς, ἒχοντες ὡς βάσεις διαφόρους ἐλλείψεις μας σωματικάς, πνευματικάς, ψυχικάς, γενικῶς ἀνθρωπίνας ἐλλείψεις. Θά καταντήσωμεν νά μᾶς θεωροῦν βρωμερούς, διότι εἲμεθα πιτσιλισμένοι ἀπό μερικές λάσπες τῆς ζωῆς, ἂνθρωποι κυλιόμενοι εἰς τόν βοῦρκον τῆς ἀνηθικότητος ! Θά μᾶς εἲπουν κουτούς, ἂνθρωποι οἱ ὁποῖοι δέν γνωρίζουν νά μοιράσουν δύο γαϊδουριῶν ἂχυρο! Ὁ ζῆλος ὃμως εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος θά ὑπερπήδησῃ τά ἐμπόδια αὐτά. Τις ἡμᾶς χωρίσῃ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; θλίψις, στενοχώρια, διωγμός; φωνάζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος.
Σ ύ ν ε σ ι ς. Περισσοτέραν ἀνάγκην ἒχομεν τῆς συνέσεως. Δέν θά γίνωμεν ὃλοι κήρυκες καί Θεολόγοι εὐαγγελιζόμενοι τόν Χριστόν. Θά φροντίσωμεν νά τούς ὁδηγήσωμεν σ’ ἓνα καλογραμμένο θρησκευτικόν βιβλίον, κήρυγμα, Πνευματικόν, δηλαδή εἰς τόν Χριστόν ὡς ἒκαμε καί ἡ Σαμαρεῖτις εἰς τούς πατριώτας της. Ὁ ζῆλος χωρίς τήν σύνεσιν ὁδηγεῖ εἰς τόν φανατισμόν. Μερικοί νεοφώτιστοι θέλοντες νά γίνουν ἀμέσως ἂμεσοι διδάσκαλοι τῶν πλανωμένων περιέπεσαν εἰς πολλάς πλάνας, ἀποτέλεσμα τῆς διδασκαλίας τῶν ὁποίων εἶναι, ὃτι κατεστράφησαν καί κατέστρεψαν. Ἡ σύστασις ἑνός βιβλίου ἀναλόγου τῆς μορφώσεως, τῆς ἀνάγκης τοῦ πλανωμένου εἶναι κήρυγμα πρώτης τάξεως. Ἡ σύστασις ἑνός κηρύγματος εἰς τούς ἀνθρώπους τοῦ περιβάλλοντος σου εἶναι ὁ καλλίτερος τρόπος ἐμμέσου κηρύγματος. Ἡ σύστασις πρός ἐξομολόγησιν καί ἡ ὑπόδειξις καταλλήλου Πνευματικοῦ δέν εἶναι καθόλου ἂτυχα μέσα πρός διάδοσιν τοῦ Χριστοῦ∙ οὓτω ἀποφεύγει τις πλάνας διδασκαλικάς, ἐγωϊσμόν, φανατισμόν κ.λ.π.
Ἰδού ἡ Σαμαρεῖτις, ἰδού καί ἡ πρέπουσα διαγωγή μας. Ἐπίγνωσις, Ζῆλος καί Σύνεσις.