1.
Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))
Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων, Ἰωσὴφ τοῦ ἀπὸ Ἀριμαθαίας καὶ τοῦ Ἁγ. Νικοδήμο
Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Τιμοῦμε σήμερα τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἀκολούθησαν τὸν Χριστὸ τοὺς ὁποίους σκεφτόμαστε σπάνια, γιατὶ ἀναφέρονται πολὺ λὶγο στὶς Γραφές. Κι ὁ καθὲνας θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἕνα μάθημα γιὰ μᾶς.
Ὁ Ἅγ. Ἰωσὴφ ἀπὸ τὴν Ἀριμαθαία ἦταν ἓνας πλούσιος ἄνδρας μὲ ἀνοιχτό μυαλὸ ποὺ ἄκουγε τὸν Χριστὸ καὶ δὲν ἐμπιστεύθηκε τὸν ἑαυτό του στον Κύριο. Τὸ ἴδιο κι ὁ Νικόδημος· ἀλλὰ ὁ Νικόδημος ἦταν ἕνας μορφωμένος ἄνθρωπος, μέλος τῶν Σανχεντρίν. Εἶχε ἀκούσει γιὰ τὸν Χριστό, Τοῦ εἶχε κάνει ἐρωτήσεις, ἤθελε νὰ καταλάβει, ἤθελε νὰ εἶναι σίγουρος. Ἀλλὰ κανεὶς ἀπ’ τοὺς δὺο δὲν εἶχε δεσμευτεῖ ν’ ἀκολουθήσει τὸν Χριστό, νὰ δηλώσει καθαρὰ ὅτι ἦταν μαθητής Του.
Κι ὅμως, ὅταν ὁ Χριστὸς στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων ἦταν ἡττημένος, ὅταν οἱ ἐχθροί Του πῆραν τὴ νίκη, ὅταν Ἐκεῖνος ἦταν νεκρός, ἕτοιμος νὰ ταφεῖ, ἡ πίστη τους σ’ Ἐκεῖνον ἀπὸ τὸν ὁποῖον εἶχαν μάθει λόγια ζωῆς, ἀποκαλύφθηκε. Βοήθησαν τὴν Μητέρα Του νὰ μεταφέρει τό σῶμα Του καὶ νὰ τὸ θάψει. Μὲ τόλμη ἦλθαν στὸν Πόντιο Πιλᾶτο καὶ ζήτησαν τὸ σῶμα γιὰ νὰ τὸ θάψουν μὲ τιμή. Στὴ διάρκεια τῆς ζωῆς Του τὸν ἄκουγαν μὲ πνεῦμα ἀνοιχτὸ ἀλλὰ διστακτικό. Ὅταν πέθανε, ἡ πίστη τους ξεχείλισε. Καὶ βλέποντας τὸν πόνο τῆς Μητέρας καί τοῦ Ἁγ. Ἰωάννη δὲν τοὺς ἔμεινε ἴχνος ἀμφιβολίας· ὄφειλαν νὰ φανερωθοῦν, γιατὶ δὲν μποροῦσαν νὰ δεχτοῦν ὅτι Ἐκεῖνος μποροῦσε ν’ ἀπορριφθεῖ ἡττημένος, ἀφοῦ ὑπῆρξε διδάσκαλος, ὁδηγὸς καὶ φίλος τους.
Ὕστερα ὑπάρχει κι ἄλλη μιὰ ὁμάδα ἀνθρώπων, οἱ μυροφόρες, μιὰ ὁμάδα γυναικῶν πού ἀκολουθοῦσαν τὸν Χριστὸ καὶ βοηθοῦσαν Ἐκεῖνον καί τοὺς μαθητές Του στὶς ἀνάγκες τους. Ὅταν ὁ Χριστὸς σταυρώθηκε, οἱ μαθητὲς ἔφυγαν μὲ ἐξαίρεση τὸν Ἅγιο Ἰωάννη, μὲ ἐξαίρεση αὐτές τὶς γυναῖκες. Δὲν ἦταν μιὰ διανοητική πεποίθηση πού τὶς ἔκανε νὰ παραμείνουν μαθήτριες τοῦ Χριστοῦ. Ἦταν κάτι ποὺ ἴσως θὰ μποροῦσε νὰ ἐρμηνευτεῖ μὲσα ἀπὸ τὰ λόγια τῶν προσκυνητῶν πρὸς τοὺς Ἐμμαούς: «…δὲν φλεγόταν ἡ καρδιά μας ὅταν μᾶς μιλοῦσε». Ὅλη ἡ πορεία ἀπό τὴν Γαλιλαῖα στὴν Ἱερουσαλήμ, ἀπό τὴν εἰρήνη τῆς γῆς πρός τὴν τραγωδία τῆς Ἰερουσαλήμ, ὅλον ἐκεῖνον τὸν καιρὸ ποὺ εἶχαν ἀκούσει νὰ διδάσκει, οἱ καρδιές τους εἶχαν βρεῖ τὸ νόημα τῆς ζωῆς – ὄχι ἀπό μιὰν ἀγάπη προσωπικὴ ἀλλὰ ἀπὸ μιὰ βαθειὰν αἴσθηση αἰώνιας ζωῆς. Αὐτὸ δήλωναν καὶ τὰ λόγια ποὺ ὁ Πέτρος εἶχε πεῖ λίγο νωρίτερα, ὅταν ὁ πολὺς κόσμος πού τοὺς περιστοίχιζε εἶχε φύγει, καὶ ὁ Χριστὸς στράφηκε στοὺς μαθητές Του καὶ εἶπε: « Πρόκειται νὰ φύγετε κι ἐσεῖς; Καὶ ὁ Πέτρος εἶπε: «ποῦ νὰ πᾶμε ; Ἒχεις ρήματα ζωῆς αἰωνίου ». Κι αὐτὲς οἱ λέξεις δὲν ἦταν ἕνας ἁπλὸς συλλογισμός, ἤ ἀποδείξεις, ἤ πειστήρια. Ὅταν μιλοῦσε ἦταν ἡ αἰώνια ζωή ποὺ ξυπνοῦσε μέσα τους -ἡ θύρα ποὺ ὁδηγοῦσε στὴν αἰώνια ζωὴ ἦρθε στὴ ζωή. Καὶ ἤξεραν ὅτι αὐτὰ τὰ λόγια ἦταν ἀληθινά, μόνο γιατὶ ἔφεραν μέσα τους νέα ζωή. Ἔτσι ἦταν γι’ αὐτὲς τὶς γυναῖκες.
Σήμερα λοιπόν τιμοῦμε τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἀπέδειξαν ὃτι ἦταν πιστοί, ἐκείνους ποὺ παρὰ τὴν ἀδυναμία τους δὲν ἔφυγαν, ἐκείνους ποὺ μπρός στὴν ματαίωση καὶ τὴν τραγωδία, ἔγιναν ξαφνικὰ μαθητές καὶ πιστοί. Ἄς τοὺς θυμηθοῦμε, ὄχι μόνο ἀντικρύζοντας τὴν δόξα μὲ τὴν ὁποία τοὺς τιμήσαμε σήμερα στὴν Θεία Λειτουργία, ἀλλὰ ρωτώντας τοὺς ἑαυτούς μας: ἀνήκουμε, σὲ ὁποιοδήποτε βαθμό, στὸ παράδειγμα ποὺ μᾶς ἔδωσαν με τη ζωή τους; Μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι μπρὸς στὴν ἥττα τοῦ Χριστοῦ θὰ μπορούσαμε νὰ βγοῦμε ἕξω καὶ νὰ ποῦμε: Εἶμαι ἕνας ἀπὸ τοὺς μαθητές Του, ἄν καὶ τὸν καιρὸ ποὺ δὲν ὑπῆρχε κίνδυνος ὁλόγυρα κράτησα μακρυά τὸν ἑαυτό μου, διστακτικό, ἀβέβαιο, ρωτώντας τὸν ἑαυτό μου καὶ Ἐκεῖνον; Εἶναι ἆραγε κανείς ἀπό ἐμᾶς ὁ Ἰωσήφ ἀπὸ τὴν Ἀριμαθαία, εἶναι κανείς μας ὁ Νικόδημος, καὶ θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι εἴμαστε σὰν τὶς Μυροφόρες γυναῖκες, τὶς ὁποῖες οὔτε οἱ ἀνάγκες, οὔτε ἡ ἥττα, οὔτε ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ δὲν τὶς ἔκανε νὰ μείνουν μακρυὰ ἀπὸ Ἐκεῖνον;
Κανείς μας δὲν μοιάζει σὲ κάποιον τελείως· ἀλλὰ ἄς μάθουμε ἀπ’ αὐτοὺς κι ἄς προσπαθήσουμε νὰ ἀναπτυχθοῦμε μέσα στὴν πίστη ποὺ ἐκεῖνοι ἔδειξαν· οἱ πρῶτοι στὴν ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, και οἱ ὑπόλοιποι στὸν θάνατό Του. Ἀμήν.
2.
Τὸ θάρρος τῆς ἀγάπης
Καραγιάννης Νικάνωρ (Ἀρχιμανδρίτης)
Τὸ θάρρος ποὺ πηγάζει καὶ ἀπορρέει ἀπὸ τὴν ἀγάπη, ὑπερνικᾶ φόβους καὶ δισταγμούς, ἐμπόδια καὶ κινδύνους. Αὐτὸ μᾶς ὑπενθυμίζει μὲ τὸν πλέον εὔγλωττο τρόπο τὸ περιστατικὸ τῶν τολμηρῶν μυροφόρων γυναικῶν. Ἀψηφώντας φόβους καὶ κινδύνους «ἠγόρασαν ἀρώματα, ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν». Ξεκινοῦν νύχτα, γιὰ νὰ προσφέρουν τὶς ἐντάφιες τιμὲς στὸ νεκρό, ὅπως νόμιζαν, διδάσκαλό τους.
Ἀφοσίωση, τόλμη καὶ ἀγάπη
Μᾶς συγκινεῖ καὶ μᾶς ἐκπλήσσει τὸ φρόνημα καὶ ἡ συμπεριφορὰ τῶν μυροφόρων γυναικῶν, καθὼς ξεπερνοῦν τὶς φοβίες καὶ τὶς δειλίες τῆς ἀνθρώπινης φύσης καὶ τοῦ γυναικείου φύλου τους. «Φύσις ἀσθενὴς τὴν ἀνδρείαν ἐνίκησεν ὅτι γνώμη συμπαθὴς τῷ Θεῷ εὐηρέστησε», ὁ Θεὸς ἐπειδὴ εὐαρεστήθηκε ἀπὸ τὴν ψυχική τους διάθεση ἔκανε τὴν ἀσθενικὴ γυναικεία φύση τους, νὰ ξεπεράσει τὴν ἀνδρική, τονίζει ὁ ὑμνογράφος. Καὶ ὅμως αὐτές οἱ ἡρωίδες τῆς πίστης γίνονται ταυτόχρονα τύπος καὶ εἰκόνα τῆς ἁπλῆς ἀνθρώπινης εὐαισθησίας, ἀλλὰ καὶ τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀφοσίωσης καὶ ἀκλόνητης ἀγάπης. Ἡ διακριτική τους παρουσία εἶναι χαρακτηριστική. Βρίσκονται ἀθόρυβα στὴ σκιὰ τοῦ Χριστοῦ. Στέκονται πλάι του στὶς τραγικὲς ὧρες τοῦ σταυρικοῦ πάθους «εἰστήκεισαν δὲ παρὰ τῷ σταυρῷ τοῦ Ἰησοῦ ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ ἡ ἀδελφή τῆς μητρὸς αὐτοῦ, Μαρία ἡ τοῦ Κλωπᾶ καὶ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ» (Ἰω. 19,25). Τότε ποὺ οἱ μαθητὲς Του Τὸν ἐγκατέλειψαν. Τότε ποὺ τράπηκαν σὲ φυγὴ καὶ Τὸν ἄφησαν μόνο. Ὅταν στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ ἀποκοιμήθηκαν, ἐνῶ ὁ ἱδρώτας τῆς ἀγωνίας τοῦ Χριστοῦ γινόταν «ὡσεὶ θρόμβοι αἵματος» λίγο πρὶν τὸ ἐπερχόμενο μαρτύριο. Ὅταν ὁ ἐνθουσιώδης καὶ παρορμητικὸς Πέτρος Τὸν ἀρνήθηκε καὶ ὁ ἀπογοητευμένος Ἰούδας Τὸν πρόδωσε.
Καὶ ὅμως ἡ γενναιότητα καὶ ἡ ἀφοσίωση τῶν μυροφόρων γυναικῶν στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ εἶναι συγκλονιστική, ἔστω καὶ ἂν τὸ Εὐαγγέλιο ἀναφέρει ἐλάχιστες μόνο φράσεις γιὰ αὐτές. Ἡ ἐμπιστοσύνη καὶ ἡ ἀγάπη τους στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ πηγὴ τοῦ δυναμισμοῦ τους. Ἀγαποῦν καὶ ἐμπιστεύονται. Ἀνοίγουν τὴν καρδιά τους καὶ μέσα στὴν ἁπλότητά τους παραδίδουν τὸν ἑαυτό τους στὸν Χριστό. Πιστεύουν καὶ τολμοῦν. Τολμοῦν καὶ προχωροῦν. Ἄλλωστε ὅποιος πιστεύει γνωρίζει ὅτι «δύναται πάντα δρᾶν, καὶ αὐτὰ τὰ δοκοῦντα τοῖς πολλοῖς δυσχερῆ καὶ ἀκατόρθωτα», δηλαδὴ μπορεῖ νὰ ἐπιτύχει καὶ αὐτὰ ποὺ φαίνονται ἀκατόρθωτα. Ὑπερνικοῦν ἐμπόδια καὶ δυσκολίες καὶ ζοῦν τὸ θαῦμα τῆς ὑπέρβασης. Αὐτὲς ποὺ πόνεσαν τόσο πολὺ γιὰ τὸ σταυρὸ καὶ τὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ, γίνονται πρῶτες μάρτυρες καὶ διάκονοι τῆς χαρᾶς τῆς Ἀνάστασής Του. Τὸ πιὸ πυκνὸ σκοτάδι εἶναι λίγο πρὶν ξημερώσει. Ἔτσι λοιπὸν στὸ σκοτάδι τῆς ὀδύνης τοῦ θανάτου, ἀνατέλλει τὸ φῶς τῆς ἀνάστασης καὶ τῆς ζωῆς. Οἱ μυροφόρες ζοῦν τὴ νύχτα τοῦ θανάτου, ἀλλὰ πορεύονται μὲ πίστη καὶ θάρρος καὶ βλέπουν νὰ ξημερώνει ἡ μυστικὴ ἡμέρα τῆς ζωῆς.
Ἡ τόλμη καὶ τὸ θάρρος τῶν μυροφόρων
Ἡ τόλμη καὶ τὸ θάρρος τῶν μυροφόρων ἐλέγχει τὴ δειλία καὶ τὴν ἀτολμία μας στὴν πραγμάτωση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Γιατί ἀπαιτεῖται ψυχικὴ δύναμη καὶ θάρρος γιὰ τὴ μαρτυρία τῆς πίστης στὴν ἐπικίνδυνη ἐποχή μας. Χρειάζεται θάρρος στὰ δύσκολα διλήμματα καὶ στὶς κρίσιμες ἐπιλογὲς τῆς ζωῆς μας ποὺ ἀποδεικνύουν τὴ γνησιότητα τῶν χριστιανικῶν μας ἀρχῶν καὶ ἀξιῶν. Χρειάζεται τόλμη ποὺ κοστίζει πολλὰ γιὰ μία στάση ζωῆς ποὺ ἀντιστέκεται στὶς ποικίλες προκλήσεις τοῦ κόσμου, ποὺ δὲν ὑποκύπτει στὸν τυραννικὸ ὀρθολογισμὸ καὶ δὲν παρασύρεται στὴν παραζάλη τοῦ παραλογισμοῦ καὶ τοῦ μηδενισμοῦ τοῦ καιροῦ μας. Χρειάζεται θάρρος, γιὰ νὰ ὑπερνικοῦμε τὴν ἡττοπάθεια κάθε πνευματικῆς προσπάθειας. Γιὰ νὰ μποροῦμε, ἀκόμη, νὰ πιστεύουμε, νὰ ἐλπίζουμε καὶ νὰ ἀγαπᾶμε σὲ ἕναν κόσμο ποὺ δὲν πιστεύει ὀρθά, δὲν ἀγαπάει οὐσιαστικὰ καὶ ἔπαυσε πλέον νὰ ἐλπίζει πραγματικά.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, εἶναι αὐτονόητο ὅτι τὸ θάρρος ἀποτελεῖ τὸ ἀπαραίτητο ὅπλο τοῦ ἀνθρώπου στὸ δύσκολο ἀγώνα τῆς ζωῆς. Ἡ λογική τοῦ κόσμου ἰσχυρίζεται ὅτι, γιὰ νὰ ἀποκτήσουμε αὐτὴ τὴν ἀρετή, χρειάζεται νὰ ἐνισχύσουμε τὴν αὐτοπεποίθησή μας. Νὰ ἐμπιστευθοῦμε τὸν ἑαυτό μας καὶ τὶς δυνατότητές του. Νὰ ἔχουμε ψύχραιμη καὶ θετικὴ σκέψη. Νὰ ἰσχυροποιήσουμε τὴ θέληση καὶ τὸ χαρακτήρα μας, ὥστε νὰ μὴ δειλιάζουμε, νὰ μὴν πανικοβαλλόμαστε καὶ νὰ μὴ μεμψιμοιροῦμε μπροστὰ στοὺς κινδύνους καὶ τὰ προβλήματα. Ἡ πίστη καὶ ἡ στάση ζωῆς τῶν μυροφόρων μας λέει κάτι ἀκατανόητο γιὰ τὸν κόσμο. Ἡ ἀγάπη ποὺ θυσιάζεται, ἡ ἀφοσίωση ποὺ προσφέρει εἶναι ἡ δύναμη τοῦ θάρρους ποὺ ξεπερνᾶ ἀκόμη καὶ τὴ σκιὰ καὶ τὸ φόβο τοῦ θανάτου καὶ ὁδηγεῖ στὴ νίκη καὶ τὸ θρίαμβο τῆς ζωῆς. Ἀμήν.
3.
Ἡ τόλμη τῶν Μυροφόρων
Ἰωὴλ Φραγκᾶκος (Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας)
«Ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτὸν»
Τὸ μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας τὸ ὑπηρέτησε ὁλόκληρη ἡ κτίση. Ὅταν Ἐκεῖνος ἅπλωσε τὰ χέρια Του πάνω στὸ Σταυρό, ἡ γῆ σείσθηκε, τὰ μνημεῖα ἄνοιξαν, οἱ νεκροὶ διαμαρτυρήθηκαν, ὁ ἑκατόνταρχος ὁμολόγησε, ὁ ἥλιος σκοτίσθηκε, ἡ Παναγία ἔκλαψε, ὁ Ἰωσὴφ κήδευσε καὶ οἱ μυροφόρες γυναῖκες «ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτὸν” (Μάρκ. 16,1). Ἐνῶ στὴν παλαιὰ ἐποχὴ ἡ γυναίκα γινόταν διάκονος καὶ αἰτία τῆς πτώσεώς μας στὴν ἁμαρτία, ἀντιθέτως σήμερα βλέπουμε στὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τὶς μυροφόρες γυναῖκες νὰ γίνονται ταχυδρόμοι τῆς χαρᾶς. Ὁ Εὐθύμιος Ζιγαβηνὸς τὸ σημειώνει: «Ἐπειδὴ πάλαι γυνὴ γέγονε τῷ ἀνδρὶ διάκονος λύπης, νῦν γυναῖκες γίνονται τοῖς ἀνδράσι διάκονοι χαρᾶς».
Εἶχαν ἀνδρικὸ φρόνημα
Πράγματι εἶχαν ἀνδρικὸ φρόνημα, γιατί τὴν ὥρα ποὺ οἱ μαθητὲς εἶχαν σκορπισθεῖ στὰ διάφορα σημεῖα τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ φοβόντουσαν νὰ πλησιάσουν τὸν τάφο τοῦ Κυρίου οἱ τολμηρὲς μυροφόρες γυναῖκες ἀγόραζαν ἀρώματα γιὰ νὰ πᾶνε νὰ ἀλείψουν τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ κινητήρια δύναμη ποὺ ὠθοῦσε τὶς μυροφόρες νὰ πᾶνε στὸ ζωοδόχο τάφο, εἶναι ἡ ἀγάπη. Γιὰ τὴν ἀγάπη αὐτὴ καὶ σὲ δαπάνη καὶ σὲ κόπο καὶ σὲ κίνδυνο ὑποβλήθηκαν καὶ σὲ ἀπρόβλεπτες καταστάσεις ἐξετέθησαν μὲ μεγάλη προθυμία. Τὴν τελευταία στιγμὴ θυμήθηκαν· «τὶς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθο ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου;» (ὅπ.π. στίχ. 3). Ἕνας σύγχρονος Ἐπίσκοπος γράφει γιὰ τὴν ἀγάπη τῶν μυροφόρων: Ὁ λογισμὸς ἐρωτᾶ, ἡ γλώσσα σιωπᾶ, ἡ ἀγάπη βαδίζει. Στὶς δύσκολες περιστάσεις τὴ λύση τὴ δίνει πάντα ὁ θεός. «Τῶν δ’ ἀδόκητων πόρον εὗρε θεός», ἔλεγε ἕνας ἀρχαῖος φιλόσοφος. Στὰ ξαφνικὰ καὶ δύσκολα περιστατικὰ τῆς ζωῆς μας τὴ λύση δίνει μόνον ὁ θεός.
Τὰ ἀποτελέσματα τῆς τόλμης τους
Πρῶτα πρῶτα στὸ ἐρώτημά τους ὁ θεὸς ἀπάντησε μὲ τὸν ἄγγελο ποὺ σήκωσε τὴν πέτρα ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ μνήματος. Μετὰ τοὺς ἁπαλλάσει ἀπὸ τὸ φόβο ποὺ δημιουργήθηκε μέσα τους ἐξαιτίας τῆς παρουσίας τῶν ἀγγέλων. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι χαροπιὸ γεγονός. Ὅπου ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ, ἐκεῖ τὰ δεσμὰ τοῦ φόβου, τῆς δειλίας καὶ τῆς νευρικότητας διαλύονται. Μετὰ τοὺς μίλησε γιὰ τὸν Ἐσταυρωμένο Ἰησοῦ Χριστό. Μετὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Σωτήρα ἡ λέξη Ἐσταυρωμένος εἶναι πλέον τίτλος τιμῆς. Δὲν εἶναι βδελυρὴ καὶ ἀποτρόπαια λέξη. Ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου εἶναι τίμιος. Ἡ Ἀνάσταση εἶναι καρπὸς τῆς Σταυρώσεως. Σταυρὸς καὶ Ἀνάσταση δὲ χωρίζονται. Ἀκόμη εἶδαν τὸν ἄδειο τάφο νὰ εἶναι γεμάτος ἀπὸ τὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως ἔχοντας μέσα του τὰ σημεῖα τῆς ἐγέρσεως τοῦ Κυρίου. Στὸ τέλος εἶδαν πρῶτες τὸν ἀναστημένο Ἰησοῦ καὶ κράτησαν τοὺς ἀχράντους πόδας Του καὶ «προσεκύνησαν αὐτῷ» (Ματθ. 28,9).
Οἱ Μυροφόρες εἶναι ἔλεγχος γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς
Οἱ γυναῖκες ποὺ πῆγαν νὰ ἀλείψουν τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, εἶναι ἔλεγχος γιὰ τοὺς σημερινοὺς χριστιανούς· γιὰ μᾶς τοὺς χριστιανοὺς ποὺ ἔχουμε μία δειλία νὰ δείξουμε στοὺς ἄλλους πὼς οἱ σχέσεις μας μὲ τὸ Χριστὸ εἶναι στενές. Φοβόμαστε νὰ ποῦμε πὼς ὁ Κύριος εἶναι τὸ ἀγαπημένο πρόσωπο στὴ ζωή μας. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος κάνει μία παρατήρηση γιὰ τὴ σχέση τοῦ χριστιανοῦ καὶ τοῦ πιστοῦ. Μερικοὶ μακαρίζουν τὶς μυροφόρες ποὺ προσκύνησαν τὸν Κύριο. Ὁ Ἅγιος ὅμως λέγει πὼς «δύνασθε καὶ νῦν ὅσοι βούλεσθε», δηλαδὴ μπορεῖτε καὶ τώρα ὅσοι θέλετε ὄχι μόνον τοὺς πόδας καὶ τὰ χέρια, ἀλλὰ καὶ τὴν κεφαλὴ τοῦ Χριστοῦ νὰ ἀκουμπήσετε, ἐὰν «τῶν φρικτῶν ἀπολαύσητε μυστηρίων καθαρῷ συνειδότι» ἐὰν ἀπολαύσετε τὰ ἄχραντα μυστήρια, δηλαδὴ τὴ θεία Εὐχαριστία, μὲ καθαρὴ συνείδηση. Χρειάζεται τόλμη γιὰ νὰ πλησιάσει κάποιος τὰ ἱερὰ μυστήρια. Χρειάζεται νὰ ἔχει τὸν πόθο τῶν μυροφόρων, νὰ ἀγαπάει τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ὅπως αὐτὲς νὰ ὑπερπηδᾶ τὰ ἐμπόδια, ποὺ ἀναφύονται ἀνάμεσα σ’ αὐτὸν καὶ τὸν Κύριο· νὰ παραδέχεται τὴν Ἀνάστασή Του καὶ νὰ εἶναι δεκτικὸς ἄνθρωπος, νὰ ἀκούει τὰ μηνύματα τοῦ Εὐαγγελίου, ὅπως οἱ εὐλογημένες αὐτὲς γυναῖκες ἄκουσαν τὴ χαρμόσυνη εἴδηση τοῦ Χριστοῦ. Ἐπίσης πρέπει νὰ μποῦμε σὲ σκέψεις γιὰ τὸ τί προσφέραμε ἀπὸ τὴ μεριά μας στὸ Χριστό. Μήπως ὁ Χριστὸς εἶναι στὸ περιθώριο τῆς ζωῆς μας κι ὄχι στὸ κέντρο;
Ἀδελφοί μου,
Ὁ Ἐσταυρωμένος Κύριος πρέπει νὰ συνέχει τὴ ζωή μας, νὰ τὴ νοηματοδοτεῖ, νὰ τὴ μεταβάλλει καὶ νὰ τὴν ἁγιάζει. Τὰ μύρα ποὺ προσφέρουμε ἐμεῖς εἶναι ἡ καλή μας προαίρεση, ὁ συνεχὴς ἀγώνας μας καὶ ἡ ἀπέραντη ἀγάπη στὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας.
4.
Ἡ ἀπαρχὴ τοῦ καινούργιου κόσμου
Καραβιδόπουλος Ἰωάννης (Καθηγητής Πανεπιστημίου)
«Κατὰ τὸ δειλινό, ὁ Ἰωσήφ, ἕνα ἀξιοσέβαστο μέλος τοῦ συνεδρίου, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀριμαθαία, καὶ περίμενε κι αὐτὸς τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τόλμησε νὰ πάει στὸν Πιλάτο καὶ νὰ τοῦ ζητήσει τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ Πιλάτος ἀπόρησε ποὺ ὁ Ἰησοῦς εἶχε κιόλας πεθάνει. Κάλεσε τὸν ἑκατόνταρχο καὶ τὸν ρώτησε ἂν εἶχε πεθάνει ἀπὸ ὥρα. Ὅταν πῆρε τὴν ἀπάντηση ἀπὸ τὸν ἑκατόνταρχο, χάρισε τὸ σῶμα στὸν Ἰωσήφ. Ἐκεῖνος ἀγόρασε ἕνα σεντόνι, κατέβασε τὸν Ἰησοῦ, τὸν τύλιξε μ’ αὐτὸ καὶ τὸν τοποθέτησε σ’ ἕνα μνῆμα ποὺ ἦταν λαξεμένο σὲ βράχο· μετὰ κύλησε ἕνα λιθάρι κι ἔκλεισε τὴν εἴσοδο τοῦ μνήματος. Ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰωσῆ παρακολουθοῦσαν ποῦ τὸν ἔβαλαν.
Ὅταν πέρασε τὸ Σάββατο, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου, καὶ ἡ Σαλώμη, ἀγόρασαν ἀρώματα, γιὰ νὰ πᾶνε ν’ ἀλείψουν τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Ἦρθαν στὸ μνῆμα πολὺ πρωὶ τὴν ἑπομένη τοῦ Σαββάτου, μόλις ἀνέτειλε ὁ ἥλιος. Κι ἔλεγαν μεταξύ τους: «Ποιὸς θὰ μᾶς κυλήσει τὴν πέτρα ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ μνήματος;» Γιατί ἦταν πάρα πολὺ μεγάλη. Μόλις ὅμως κοίταξαν πρὸς τὰ ‘κεῖ, παρατήρησαν ὅτι ἡ πέτρα εἶχε κυλήσει ἀπὸ τὸν τόπο της.
Μόλις μπῆκαν στὸ μνῆμα, εἶδαν ἕνα νεαρὸ μὲ λευκὴ στολὴ νὰ κάθεται στὰ δεξιά, καὶ τρόμαξαν. Αὐτὸς ὅμως τοὺς εἶπε: «Μὴν τρομάζετε. Ψάχνετε γιὰ τὸν Ἰησοῦ ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ, τὸ σταυρωμένο. Ἀναστήθηκε. Δὲν εἶναι ἐδῶ. Νὰ καὶ τὸ μέρος ὅπου τὸν εἶχαν βάλει. Πηγαίνετε τώρα καὶ πεῖτε στοὺς μαθητές του καὶ στὸν Πέτρο: “πηγαίνει πρὶν ἀπὸ σᾶς στὴν Γαλιλαία καὶ σᾶς περιμένει· ἐκεῖ θὰ τὸν δεῖτε, ὅπως σᾶς τὸ εἶπε”». Οἱ γυναῖκες βγῆκαν κι ἔφυγαν ἀπὸ τὸ μνῆμα γεμάτες τρόμο καὶ δέος· δὲν εἶπαν ὅμως τίποτα σὲ κανέναν, γιατί ἦταν φοβισμένες» (Μάρκ. 15, 43-16,8).
Τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς τῶν Μυροφόρων ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ εὐαγγελίου τοῦ Μάρκου ἀφηγεῖται δύο γεγονότα μεγάλης σημασίας, τὸν ἐνταφιασμὸ τοῦ σώματος τοῦ Ἰησοῦ ἀπὸ τὸν Ἰωσὴφ (15, 43-47) καὶ τὴν ἐπίσκεψη τῶν μυροφόρων γυναικῶν στὸν ἄδειο τάφο (16, 1-8). Ὁ ἐνταφιασμὸς εἶναι ἡ τελευταία πράξη τοῦ δράματος τοῦ σταυροῦ, μὲ τὴν ὁποία κλείνει ὁ κύκλος τῆς ἐπίγειας δράσεως τοῦ Ἰησοῦ· ἡ ἀνάσταση εἶναι ἡ ἀπαρχὴ ἑνὸς καινούργιου κόσμου ποὺ προσφέρεται στοὺς ἀνθρώπους.
Πρὶν ἀσχοληθοῦμε μὲ τὴ δεύτερη διήγηση, ἂς στρέψουμε γιὰ λίγο τὴν προσοχή μας στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰωσήφ, ὁ ὁποῖος κατεῖχε ὑψηλὴ κοινωνικὴ θέση («ἀξιοσέβαστο μέλος τοῦ συνεδρίου») καὶ ἀνῆκε σ’ αὐτοὺς ποὺ περίμεναν μὲ κρυφὴ ἐλπίδα τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Στὴν παράλληλη διήγησή του ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης λέγει περὶ τοῦ Ἰωσὴφ ὅτι ἦταν «μαθητὴς τοῦ Ἰησοῦ, κρυφὸς ὅμως, γιατί φοβόταν τοὺς Ἰουδαίους» (19, 38), προσθέτει δὲ ὅτι μαζὶ μὲ τὸν Ἰωσὴφ συνήργησε καὶ ὁ Νικόδημος, ἕνας ἄλλος ἀφανὴς μαθητής. Τὴ στιγμὴ ποὺ οἱ γνωστοὶ μαθητές, τρομοκρατημένοι καὶ ἀπογοητευμένοι ἀπὸ τὴ σταύρωση τοῦ διδασκάλου τους, εἶναι κλεισμένοι σ’ ἕνα σπίτι, ὁ Ἰωσὴφ «τ ό λ μ η σ ε νὰ πάει στὸν Πιλάτο καὶ νὰ τοῦ ζητήσει τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ». Ξύπνησε μέσα του ἡ ἐπιθυμία νὰ ἀποδώσει τὴν ὕστατη τιμὴ στὸ νεκρὸ διδάσκαλο, τὸν ὁποῖο δὲν εἶχε τὸ θάρρος νὰ ὑπηρετήσει ζωντανό. Ὁ σταυρός, ἀντὶ νὰ τὸν φοβίσει, τὸν ὅπλισε μὲ τόλμη, τὸν ἔκανε νὰ ἀφυπνιστεῖ καὶ νὰ λάβει θέση ἔναντι τοῦ Ἐσταυρωμένου. Ὑπάρχουν συνταρακτικὲς στιγμὲς ποὺ φέρουν τὸν ἄνθρωπο ἀντιμέτωπο μὲ τὸν ἑαυτό του, τὸν συγκλονίζουν καὶ τὸν ὁδηγοῦν στὶς μεγάλες ἀποφάσεις. Εἶναι οἱ στιγμὲς ποὺ νιώθει κανεὶς νὰ τὸν ἐγγίζει κατάβαθα τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ σὰν παρουσία ἀγάπης. Ὁ Ἰωσὴφ συγκλονισμένος ἀπὸ τὸ σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, ξεπέρασε τοὺς ὑποσυνείδητους φόβους του, συνειδητοποίησε τὸ χρέος του καὶ ζήτησε ἀπὸ τὸν Ρωμαῖο διοικητὴ νὰ τοῦ ἐπιτρέψει νὰ προσφέρει τὶς τελευταῖες φροντίδες στὸ σῶμα τοῦ Ἐσταυρωμένου, τοποθετώντας το στὸν τάφο μὲ ὅλη τὴ σχετικὴ διαδικασία.
Ὁ τάφος ὅμως, «ποὺ ἦταν λαξεμένος σὲ βράχο» καὶ κλεισμένος μὲ λίθο στὴν εἴσοδό του, δὲν ἦταν ποτὲ δυνατὸ νὰ κρατήσει μέσα του τὸν Ἀρχηγὸ τῆς ζωῆς «οὐ γὰρ καθέξει τύμβος αὐτοζωΐαν», ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας τὸ ἑσπέρας τῆς Μ. Παρασκευῆς. Στὴ συνέχεια τοῦ ἀναγνώσματος, στὴ δεύτερη διήγηση, ἀναζητοῦν οἱ μυροφόρες γυναῖκες τὸ νεκρὸ Ἰησοῦ στὸν τάφο γιὰ νὰ τὸν ἀλείψουν μὲ ἀρώματα, κατὰ τὰ ἤθη τῆς ἐποχῆς. Ἐνῶ πηγαίνουν γιὰ νὰ ἀποδώσουν μία τελευταία τιμή, βρίσκονται ἔκθαμβες μπροστὰ στὴν ἀρχὴ μίας νέας δωρεᾶς ποὺ ἀκόμα δὲν συνέλαβαν τὸ νόημα καὶ τὴν ἔκτασή της. Μὲ πολλὴ λιτότητα ὁ εὐαγγελιστὴς περιγράφει τὴν ψυχικὴ κατάσταση τῶν γυναικῶν: «Οἱ γυναῖκες βγῆκαν κι ἔφυγαν ἀπὸ τὸ μνῆμα γεμάτες τρόμο καὶ δέος· δὲν εἶπαν ὅμως τίποτα σὲ κανέναν, γιατί ἦταν φοβισμένες». Ἡ φράση τοῦ ἀγγέλου «Μὴν τρομάζετε. Ψάχνετε γιὰ τὸν Ἰησοῦ ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ, τὸν σταυρωμένο. Ἀναστήθηκε. Δὲν εἶναι ἐδῶ. Νὰ καὶ τὸ μέρος ὅπου τὸν εἶχαν βάλει» δημιουργεῖ δέος καὶ ἔκσταση, καὶ ἀφαιρεῖ τὴ λαλιά τους.
Αὐτὲς οἱ γυναῖκες εἶναι οἱ πρῶτοι μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεως. Ὅσο κι ἂν ἠχοῦν τὰ λόγια τους «σὰν φλυαρία» στοὺς μαθητὲς στοὺς ὁποίους διηγοῦνται τὸ γεγονὸς τοῦ κενοῦ τάφου, ἀποτελοῦν μία πραγματικότητα τὴν ὁποία ζοῦν ἐν συνεχείᾳ καὶ οἱ ἴδιοι οἱ μαθητές. Σ’ αὐτοὺς ἐμφανίζεται ὕστερα ὁ Ἀναστημένος Χριστὸς γιὰ νὰ κραταιώσει τὴν πίστη τους καὶ νὰ τοὺς στείλει μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεώς του «ὥς τὰ πέρατα τῆς γῆς» (Πράξ. 1, 8)· σ’ αὐτοὺς καὶ ὄχι στὸν Ἰωσὴφ ποὺ ὁ σταυρὸς τὸν ἔκανε νὰ λάβει φανερὴ θέση ἔναντι τοῦ Ἰησοῦ, τοῦ ὁποίου ἀσφαλῶς ἐν συνεχείᾳ θὰ ἐπίστευσε τὴν ἀνάσταση, ἂν καὶ δὲν ἔχουμε σχετικὴ πληροφορία τῶν εὐαγγελίων περὶ αὐτοῦ.
Τὸ α’ μέρος τοῦ ἀναγνώσματος δείχνει – ἐκτὸς τῶν ὅσων εἴπαμε γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰωσὴφ – καὶ τὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα τοῦ θανάτου τοῦ Ἰησοῦ, γιὰ τὴν ὁποία δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀμφιβάλει. Τὸ β’ μέρος μᾶς παριστᾶ τὴν ἀνάσταση σὰν πραγματικότητα ποὺ δὲν ἐντάσσεται ὅμως στὰ ἐκτυλισσόμενα ἐντός τῆς νομοτέλειας τοῦ παρόντος κόσμου γεγονότα, ἀλλὰ στηρίζεται στὴ βάση τῆς πίστεως. Ἕνας ἄπιστος καὶ κακόβουλος δὲν θὰ μπορέσει ποτὲ νὰ πεισθεῖ λογικὰ γιὰ τὴν ἱστορικότητα τῆς ἀναστάσεως καὶ θὰ ὁμιλήσει εἴτε γιὰ κλοπὴ τοῦ σώματος τοῦ Ἰησοῦ ἀπὸ τοὺς μαθητὲς, ὅπως ἔκαναν οἱ Ἰουδαῖοι, εἴτε γιὰ φαντασιώσεις τῶν εὔπιστων μαθητῶν, ὅπως ἔκαναν οἱ διάφοροι ἀνὰ τοὺς αἰῶνες ὀρθολογιστές. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ πείθει εἶναι τὸ βίωμα τῶν μαθητῶν καὶ ἡ προσφορὰ τῆς ζωῆς τους γιὰ τὴν διακήρυξη τῆς αὐθεντικότητας τοῦ βιώματος αὐτοῦ.
Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δὲν πείθει λογικὰ ἀλλὰ προκαλεῖ τὸν ἄνθρωπο κάθε ἐποχῆς καὶ τὸν προσκαλεῖ νὰ λάβει θέση ἀπέναντί της. Ἡ οὐδετερότητα εἶναι ἀδιανόητη. Ἡ ἀρνητικὴ καὶ ἐχθρικὴ στάση ἀπέναντί της σημαίνει τὴν ὑποδούλωση τοῦ ἀνθρώπου στὰ στενὰ ὅρια μιᾶς ἐνδοκοσμικῆς ὑπάρξεως στὴν ὁποία κυριαρχεῖ ὁ τρόμος τοῦ θανάτου καὶ ἡ ἀγωνία τοῦ μηδενός· ἐνῶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ἡ θετικὴ τοποθέτηση, ἡ ἐν πίστει ἀποδοχὴ τῆς Ἀναστάσεως, σημαίνει τὸ ἄνοιγμα τοῦ ἀνθρώπου σ’ ἕνα νέο κόσμο ἐλπίδας, ὅπου τὸ φράγμα τοῦ θανάτου διασπᾶται ἀπὸ τὴν προσδοκία τῆς ἀναστάσεως. Γιατί ὁ ἀναστὰς ἐκ νεκρῶν Ἰησοῦς Χριστὸς «ἔχει ἀναστηθεῖ, κάνοντας τὴν ἀρχὴ γιὰ τὴν ἀνάσταση ὅλων τῶν νεκρῶν» (Α΄ Κορ. 15,20).
5.
Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων
Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))
Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Θυμόμαστε σήμερα τὶς Μυροφόρες, τὸν Ἰωσήφ καὶ τὸν Νικόδημο, ἀνθρώπους ποὺ στὴν πορεία τοῦ Εὐαγγελίου μόλις καὶ ἀναφέρονται, ὅμως, ὅταν ὁ Χριστὸς εἶχε φαινομενικὰ ἡττηθεῖ, ὅταν ὁ θάνατος, ἡ ἀπόρριψη, ἡ προδοσία καὶ τὸ μῖσος εἶχαν ὑπερισχύσει, ἀπέδειξαν ὅτι εἶναι ἄνθρωποι μὲ πίστη καὶ κουράγιο, μὲ τὴν πίστη τῆς καρδιᾶς καὶ τὸ κουράγιο ποὺ μόνο ἡ ἀγάπη μπορεῖ νὰ γεννήσει. Τὴν ὥρα τῆς Σταύρωσης οἱ Ἀπόστολοι εἶχαν σκορπίσει, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Ἰωάννη ποὺ στὰθηκε δίπλα στὸν Σταυρὸ μὲ τὴν Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Ὅλοι εἶχαν ἐγκαταλείψει τὸν Χριστό, μόνο μιὰ μικρὴ ὁμάδα γυναικῶν στάθηκε σὲ μικρὴ ἀπόσταση ἀπὸ τὸ Σταυρό, καὶ ὅταν ὁ Κύριος πέθανε, ἦλθαν νὰ μυρώσουν τὸ σῶμα Του ποὺ ὁ Ἰωσήφ ὁ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας εἶχε ζητήσει ἀπὸ τὸν Πιλᾶτο, δίχως νὰ φοβηθεῖ ὅτι θὰ τὸν ἀναγνωρίσουν ὡς μαθητὴ Του, ἐπειδὴ στὴ ζωή καὶ στὸ θάνατο, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ πίστη εἶχαν νικήσει.
Ἄς προβληματιστοῦμε πάνω σ’αὐτό. Εἶναι εὔκολο νὰ εἴμαστε μαθητές τοῦ Χριστοῦ, ὅταν ὅλα πηγαίνουν καλά, στὴν ἀσφάλεια τῆς πατρίδας ὅπου δὲν ὑπομένουμε κάποια δίωξη, ἀπόρριψη, καμία προδοσία δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὸ μαρτύριο, ἤ ἁπλῶς νὰ γίνουμε θύματα χλευασμοῦ καὶ ἀπόρριψης.
Ἄς σκεφτοῦμε τὸν ἑαυτό μας, ὄχι σέ σχέση μὲ τὸν Χριστό, ἀλλὰ τὶς μεταξύ μας σχέσεις, ἐπειδὴ Ἐκεῖνος εἶπε ὅτι ὅ,τι κάνουμε στὸν ὁποιδήποτε ἀπὸ ἐμᾶς, στὸν πιὸ μικρὸ κι ἀσήμαντο, τὸ κάνουμε σ’ Ἐκεῖνον.
Ἄς ἀναρωτηθοῦμε πῶς συμπεριφερόμαστε ὅταν κάποιος ἀπορρίπτεται, χλευάζεται, ἐξοστρακίζεται, καταδικάζεται ἀπὸ τὴν κοινὴ γνώμη ἤ ἀπὸ τὴ γνώμη ἐκείνων ποὺ γιὰ ἐμᾶς σημαίνουν κάτι, ἄν ἐκείνη τὴ στιγμή ἡ καρδιά μας παραμένει πιστή, ἤ βρίσκουμε τὸ θάρρος νὰ ποῦμε, «Ἦταν καὶ παραμένει φίλος μου, εἴτε τὸν ἀποδέχεστε, εἴτε τὸν ἀπορρίπτετε». Δὲν ὑπάρχει πιὸ μεγάλο μέτρο πίστης, ἀπὸ τὴν πίστη ποὺ ἐκδηλώνεται μέσα ἀπὸ τὴν ἥττα. Ἄς τὸ λάβουμε αὐτὸ ὑπόψιν, διότι χάνουμε μὲ τόσους τρόπους. Προσπαθοῦμε, μὲ ὅποια δύναμη ἔχουμε – λίγη ἤ πολλή, νὰ εἴμαστε αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ εἴμαστε, καὶ κάθε λεπτὸ χάνουμε. Δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ κοιτάζουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ὄχι μόνο μὲ συμπόνοια, ἀλλὰ μὲ τὴν πίστη ποὺ ἔχουν οἱ φίλοι ποὺ εἶναι ἔτοιμοι νὰ σταθοῦν δίπλα σ’ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ πέφτει, μακρυὰ ἀπὸ τὴ χάρη, μακρυὰ ἀπὸ ἰδανικά, ποὺ ματαιώνει κάθε ἐλπίδα καὶ προσδοκία ποὺ ἔχουμε ἐπενδύσει. Ἐκείνη τὴν ὥρα ἄς σταθοῦμε δίπλα του, ἄς δείξουμε πίστη καὶ ἄς ἀποδείξουμε ὅτι ἡ ἀγάπη μας δὲν ἐξαρτιόταν ἀπὸ τὴν ἐλπίδα τῆς νίκης, ἀλλὰ ἦταν ἕνα δῶρο ὑπέροχο, γεμάτο χαρά, ποὺ προσφέρθηκε δωρεάν, ἀπὸ τὴν ψυχή μας. Ἀμήν.
6.
Ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ στὸν Τάφο τοῦ Κυρίου
Ἀντώνιος Κραποβίτσκυ (Μητροπολίτης Κιέβου (1863-1936))
Οἱ τρεῖς ἐπισκέψεις τῆς Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς στὸν Τάφο τοῦ Κυρίου
«δεῦτε ἴδετε τὸν τόπον ὅπου ἔκειτο ὁ Κύριος»
Ἔχουμε διαβάσει ποικίλες συζητήσεις σχετικὰ μὲ τὴν φαινομενικὴ ἔλλειψη συμφωνίας ἀνάμεσα στὶς Εὐαγγελικὲς διηγήσεις τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἔχουν γίνει πολλὲς ἀπόπειρες γιὰ νὰ ἀποδειχθεῖ μία συμφωνία ἀνάμεσα στοὺς Εὐαγγελιστὲς σὲ αὐτὸ τὸ θέμα, ἀλλὰ δὲν εἶναι ὅλες ἀρκετὰ ἐπιτυχεῖς. Θὰ ἤθελα νὰ προσφέρω μία προσεκτικὴ ἐξέταση αὐτοῦ τοῦ θέματος καὶ θὰ ἀρχίσω ἀναφέροντας τὰ πιὸ φανερὰ σημεῖα ποὺ δείχνουν ἔλλειψη συμφωνίας.
Στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου διαβάζουμε ὅτι κατὰ τὸν χαιρετισμὸ ἀπὸ τὸν Ἀναστημένο Κύριο μὲ τὴν λέξη «Χαίρετε» ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία ἀμέσως «ἐκράτησαν αὐτοῦ τοὺς πόδας» (Μτ, κη, 9). Ὅμως ἀλλοῦ (Ἰω, κ, 11-17) διαβάζουμε ὅτι ὅταν ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ θρηνοῦσε στὸν ἄδειο τάφο καὶ δὲν ἀναγνώρισε τὸν Χριστό, ἀλλὰ νόμισε ὅτι ἦταν ὁ κηπουρός, δὲν τῆς ἐπετράπη νὰ τὸν ἀγγίξει. Αὐτὲς οἱ διηγήσεις δὲν φαίνεται νὰ συμφωνοῦν μεταξύ τους καὶ προσπάθειες ἀπὸ ἀναγνῶστες νὰ τὶς συμβιβάσουν παράγουν βεβιασμένες ἑρμηνεῖες καὶ μὴ πειστικὲς ἐπινοήσεις.
Τὰ τέσσερα Εὐαγγέλια δὲν ἀναφέρουν τὴν ἐμφάνιση τοῦ Κυρίου στὶς Μυροφόρες Γυναῖκες μὲ ἕνα ταυτόσημο τρόπο. Αὐτὸ ποὺ περισσότερο μπερδεύει τοὺς ἑρμηνευτὲς εἶναι ἡ ἔλλειψη συμφωνίας ἀνάμεσα στὶς ἀφηγήσεις ποὺ δίνονται ἀπὸ τὸν Ματθαῖο καὶ τὸν Ἰωάννη. Εἶναι προφανὲς ὅτι ὁ Κύριος ἐμφανίσθηκε στὴν Μαρία τὴν Μαγδαληνὴ δυὸ φορές: μία φορὰ μόνο σὲ αὐτὴν καὶ τὴν ἄλλη φορὰ μαζὶ καὶ στὴν ἄλλη Μαρία, ἀλλὰ ἡ σχέση αὐτῶν τῶν δύο ἐμφανίσεων μπερδεύει τοὺς ἑρμηνευτές.
Ἡ ἄποψή μας μὲ τὴν ὁποία προτιθέμεθα νὰ λύσουμε αὐτὴ τὴν ἀπορία μπορεῖ νὰ ἐκφραστεῖ ὡς ἑξῆς: ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος ἀναφέρει τὴν πορεία ποὺ ἔκαναν οἱ δύο Μαρίες στὸν τάφο τοῦ Κυρίου ἐνῶ ἤδη ἤξεραν ὅτι ὁ Χριστὸς εἶχε ἀναστηθεῖ ἐκ νεκρῶν. Αὐτὸ ποὺ περιγράφει ὁ Ματθαῖος συνέβη μετὰ τὴν ἐμφάνιση ποὺ περιγράφει ὁ Ἰωάννης ὅταν ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἐξέλαβε τὸν Χριστὸ σὰν τὸν κηπουρό. Πληροφόρησε τοὺς Ἀποστόλους ὅτι εἶδε τὸν Κύριο καὶ τῆς μίλησε, μετὰ πληροφόρησε τὴν ἄλλη Μαρία καὶ οἱ δυὸ μαζὶ πῆγαν στὸν τάφο. Αὐτὴ τὴν φορὰ δὲν πῆγαν γιὰ νὰ ἀλείψουν τὸ σῶμα, ἐπειδὴ ἤξεραν ὅτι εἶχε ἀναστηθεῖ, ἀλλὰ πῆγαν «γιὰ νὰ δοῦν τὸν τάφο» ξέροντας ὅτι εἶναι ἄδειος καὶ ξέροντας ἐπίσης ὅτι τὰ ὀθόνια μέσα στὰ ὁποῖα εἶχε θαφτεῖ ἦταν ἀκόμα ἐκεῖ. Δὲν ἦταν μόνο αὐτὲς καὶ οἱ δύο ἀπόστολοι ποὺ βιαστηκὰ πῆγαν στὸ μνημεῖο γιὰ νὰ ἐπαληθεύσουν αὐτὸ ποὺ ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ εἶχε δεῖ, ἀλλὰ ἀργότερα καὶ ἄλλες μυροφόρες καὶ ἄλλοι ἐπίσης πῆγαν (Λκ, κδ, 9, 24). Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος μᾶς πληροφορεῖ ὅτι οἱ δύο Μαρίες ἀξιώθηκαν μία δεύτερη ἐμφάνιση Ἀγγέλου καὶ μετὰ τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου.
Ποιὰ ἄλλη ἀπόδειξη ἔχουμε ἐκτὸς ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Ματθαίου ὅτι αὐτὲς πῆγαν «γιὰ νὰ δοῦν τὸν τάφο» γιὰ τὸ ὅτι τὰ γεγονότα στὸ κατὰ Ματθαῖον ἔγιναν μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ περιγράφονται στὸ κατὰ Ἰωάννην; Ἡ δεύτερη ἀπόδειξη εἶναι ὅτι ὁ Ἰωάννης περιγράφει ὅτι τὰ γεγονότα ἔγιναν «ἐνῶ ἦταν ἀκόμη σκοτάδι» ἐνῶ ὁ Ματθαῖος καθαρὰ μιλάει ὅτι ἔγιναν «τὴν αὐγὴ τῆς πρώτης μέρας τῆς ἑβδομάδας».
Τὸ τρίτο σημεῖο ποὺ ἀπαιτεῖ τὴν προσοχὴ μας εἶναι ἡ ἀντίδραση τῶν μυροφόρων στὰ λόγια του Ἀγγέλου καὶ τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ. Στὸ κατὰ Ἰωάννην ἡ Μαρία παρουσιάζεται τόσο ἀνέτοιμη γιὰ τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ἀφομοιώσει καὶ ἐκλαμβάνει τὸν Χριστὸ σὰν τὸν κηπουρό, στὸ κατὰ Μᾶρκον τὰ λόγια τοῦ Ἀγγέλου ἔφεραν στὶς Μυροφόρες τόσο φόβο ὥστε «δὲν εἶπαν σὲ κανέναν τίποτα, ἐπειδὴ ἐφοβοῦντο». Ὁ Λουκᾶς γράφει ὅτι «κατελήφθηκαν ἀπὸ φόβο καὶ ἔκλιναν τὰ πρόσωπα στὴν γῆ».
Ἡ ἀφήγηση τοῦ Ματθαίου ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ παρουσιάζει τὶς μυροφόρες ἤδη προετοιμασμένες γιὰ τὴν συνάντηση, ἂν καὶ ὁ ἄγγελος τὶς καθησυχάζει «Μὴν φοβάστε ἐσεῖς» καὶ «Ἐλᾶτε νὰ δεῖτε τὸν τόπο ὅπου ἔκειτο ὁ Κύριος». Στὸ κατὰ Μᾶρκον διαβάζουμε γιὰ τὶς ἄλλες μυροφόρες ὅτι «δὲν εἶπαν τίποτα σὲ κανένα γιατί ἐφοβοῦντο». Ὁ Ματθαῖος ὅμως διηγεῖται γιὰ τὶς δύο Μαρίες ὅτι «ἔτρεξαν μὲ φόβο καὶ χαρὰ μεγάλη γιὰ νὰ ἀναγγείλουν στοὺς μαθητές του» ὅτι εἶχε ἀναστηθεῖ. Καὶ «ἐνῶ πήγαιναν τὶς συνάντησε ὁ Ἰησοῦς». Γιὰ τὴν Μαρία τὴν Μαγδαληνὴ αὐτὴ ἦταν ἡ δεύτερη συνάντηση καὶ ἡ ἄλλη Μαρία ποὺ τὸ ἤξερε ἀπὸ τὴν Μαγδαληνὴ τώρα μαθαίνει τὰ νέα πάλι ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο ἐνῶ εἶναι ἤδη προετοιμασμένη γιὰ αὐτά. Ἀπὸ ποῦ εἶναι αὐτὸ φανερό;
Ἡ ἀπάντηση σὲ αὐτὸ εἶναι ἡ τέταρτη ἀπόδειξη ὅτι οἱ δυὸ γυναῖκες πῆγαν στὸν τάφο ἤδη ξέροντας γιὰ τὴν Ἀνάσταση. Ἡ ἴδια ἀπάντηση θὰ μᾶς ἐξηγήσει γιατί ὁ Κύριος δὲν ἐπέτρεψε στὴν Μαρία τὴν Μαγδαληνὴ νὰ τὸν ἀγγίξει τὴν πρώτη φορά, ἀλλὰ λίγο μετὰ ἐπέτρεψε στὶς δύο Μαρίες νὰ κρατήσουν τὰ πόδια του.
Στὸ Πεντηκοστάριο στὴν Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων διαβάζουμε στὰ στιχηρὰ ὅτι ἡ Μαγδαληνὴ «ἐστάλθη χωρὶς νὰ ἀγγίξει τὸν Κύριο». (Ὅπως διηγεῖται καὶ ὁ Ἰωάννης) Τί σημαίνει αὐτό; Ἡ Μαρία, ἡ ὁποία νωρίτερα θρηνοῦσε γιὰ τὸν ἀγαπημένο διδάσκαλο ὅταν τὸν εἶδε στὸν τάφο, τώρα κατελήφθη ἀπὸ ὑπερβολικὴ χαρά. Χωρὶς νὰ κατανοήσει τὴν θεότητά του ἢ νὰ σκεφτεῖ τὸ νόημα τῆς μυστηριώδους Ἀναστάσεως, ξεχνᾶ καὶ θέλει νὰ τὸν ἀγκαλιάσει σὰν ἕνα ἀγαπημένο της ποὺ τὸν θεωροῦσε νεκρὸ καὶ χαμένο, ἀλλὰ τώρα φανερώνεται ζωντανός. Παραδίδεται σὲ μία ἐνθουσιώδη χαρά, χωρὶς βαθύτερη κατανόηση. Ἐπιπλέον κατὶ δὲν ἔχει ἀκόμα ἐκπληρωθεῖ, ἐπειδὴ ὁ Κύριος πρέπει νὰ «ἀνεβεῖ» στὸν Πατέρα. Ἀργότερα ὁ Κύριος συμπεριφέρεται διαφορετικὰ στὶς δυὸ Μαρίες. Αὐτὴ τὴν φορὰ οἱ δύο γυναῖκες γνωρίζουν καλὰ ὅτι ὁ Κύριος ἐμφανίζεται στοὺς πιστοὺς σὰν ὁ Νικητὴς τοῦ Θανάτου καὶ τοῦ Ἅδη, σὰν κάποιος ποὺ ἀνεβαίνει στὸν Πατέρα στὸ αἰώνιο βασίλειο, καὶ μὲ κάθε ἐξουσία, στέλνει τοὺς Ἀποστόλους του νὰ διαδώσουν τὸ νέο τοῦ νικηφόρου ἀγώνα στὸν κόσμο. Τώρα καὶ οἱ δύο γυναῖκες, ὅταν τὸν συναντοῦν καὶ τὸν ἀκοῦν νὰ τὶς ἀπευθύνει τὸ «χαίρετε», δὲν σκέπτονται πιὰ μὲ κοσμικὸ τρόπο, ἀλλὰ τὸν εὐλαβοῦνται σὰν τὸν ζῶντα Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι καὶ αὐτὸς δὲν ἐμποδίζει τὴν εὐλαβῆ λατρεία τους ὅταν «κράτησαν τὰ πόδια του καὶ τὸν προσκύνησαν» (Μτ, κη, 9).
Μέχρι τώρα εἴδαμε πολὺ καλὰ τὴν συμφωνία μεταξὺ τῶν Εὐαγελίων τοῦ Ματθαίου καὶ τοῦ Ἰωάννη, ἀλλὰ πὼς θὰ ἐναρμονίσουμε καὶ τὴν ἀφήγηση τῶν ἄλλων δύο Εὐαγγελιστῶν; Σὲ ποιὸ σημεῖο θὰ τοποθετήσουμε τὴν ἄφιξη τῆς Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς στὸ τάφο στὴν ὁμάδα τῶν ἄλλων γυναικῶν ποὺ ἀναφέρονται ἀπὸ τὸν Μᾶρκο καὶ τὸν Λουκᾶ;
Τὸ κύριο σημεῖο τῆς ἀπάντησής μας εἶναι ὅτι ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ δὲν συνόδεψε τὶς ἄλλες γυναῖκες στὸν τάφο τοῦ Κυρίου μετὰ ἀρωμάτων, ἀλλὰ ὅτι οἱ ἄλλες γυναῖκες ἦρθαν ἀργότερα ἀπὸ τὴν Μαρία τὴν Μαγδαληνὴ καὶ ἴσως ἀργότερα καὶ ἀπὸ τὶς δύο Μαρίες ποὺ εἶδαν τὸν Κύριο κατὰ τὴν δεύτερη ἐμφάνισή του, ἀλλὰ δὲν ἤξεραν ἀκόμα τίποτα γιὰ τὴν ἀνάσταση. Αὐτὲς οἱ γυναῖκες ἔφτασαν ἐντελῶς ἀπροετοίμαστες γιὰ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ γεγονότος τῆς ἀναστάσεως καὶ δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ συμπεράνουμε ὅτι ἡ Μαρία Μαγδαληνὴ ἦταν μαζί τους· στὴν πραγματικότητα οἱ εὐαγγελιστὲς ἀφήνουν ἀνοικτὴ τὴν δυνατότητα γιὰ τὸ ἀντίθετο συμπέρασμα. Καὶ οἱ δύο ἄλλοι εὐαγγελιστὲς διαιροῦν τὴν διήγηση σὲ τρία γεγονότα:
1. ἀγορὰ ἀρωμάτων (Μᾶρκος) καὶ τὴν φύλαξή τους γιὰ χρήση ἀργότερα (Λουκᾶς)
2. ἄφιξη στὸν τάφο καὶ συνομιλία μὲ ἄγγελο (Μᾶρκος) ἢ ἀγγέλους (Λουκᾶς)
3. ἀνακοίνωση στοὺς ἀποστόλους
Ἂς ἀρχίσουμε μὲ τὸ τελευταῖο γεγονός. Δὲν εἶναι ἀπαραίτητο νὰ συμπεράνουμε ἀπὸ τὴν ἀφήγηση τοῦ Μάρκου ὅτι οἱ γυναῖκες δὲν πληροφόρησαν ποτὲ τοὺς ἀποστόλους γιὰ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Ἀγγέλου. Ὁ Μᾶρκος μόνο σημειώνει ὅτι αὐτὲς δὲν τὸ ἔκαναν ἀμέσως καὶ ὅτι οἱ Ἀπόστολοι ἔμαθαν τὰ νέα ἀπὸ τὴν Μαρία τὴν Μαγδαληνή, στὴν ὁποία ὁ Κύριος «φανερώθηκε πρῶτα» (Μρ, ις΄, 9). Βλέπετε ὅτι ὁ Μᾶρκος τὴν ξεχωρίζει ἀπὸ τὴν ὁμάδα τῶν ἄλλων μυροφόρων καὶ ἀκολούθως ξεχωρίζει τὴν πληροφόρηση τῶν Ἀποστόλων ἀπὸ τὴν μεταφορὰ τῶν ἀρωμάτων καὶ τῶν μύρων. Ὁ Μᾶρκος δὲν ἀναφέρει τὴν Μαγδαληνὴ σὰν νὰ συμμετεῖχε στὴν μεταφορὰ τῶν ἀρωμάτων στὸν τάφο, ἀλλὰ μόνο γιὰ τὴν συμμετοχή της στὴν ἀγορὰ τους (Μρ, ις΄, 1), ἡ ὁποία ἔγινε τὸ ἑσπέρας τοῦ Σαββάτου, μετὰ τὴν λήξη τῶν ἀπαγορεύσεων τοῦ Σαββάτου, δηλαδὴ μετὰ τὴν ἕκτη ὥρα. Ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ πῆγε στὸν τάφο «ἐνῶ ἦταν ἀκόμα σκοτάδι» (Ἰω, κ,1) καὶ χωρὶς τὰ ἀρώματα καὶ τὰ μύρα. Οἱ ἄλλες γυναῖκες ἦρθαν μὲ τὰ μύρα «στὴν ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου» (Μρ, ις΄, 2). Ὁ Κύριος δὲν ἐμφανίστηκε σὲ ὅλες αὐτὲς ἀλλὰ μόνο στὴν Μαρία τὴν Μαγδαληνή, ἡ ὁποία – ἑπομένως – δὲν ἦταν μαζὶ μὲ τὶς ἄλλες (Μρ, ις΄, 9). Ὁ Μᾶρκος κατονομάζει αὐτὲς ποὺ ἀγόρασαν τὰ ἀρώματα καὶ αὐτὲς ποὺ παρακολούθησαν τὴν ταφὴ τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ δὲν ἐπαναλαμβάνει τὰ ὀνόματα ὅταν ἀναφέρεται στὴν μεταφορὰ τῶν ἀρωμάτων στὸν τάφο. Ὁ Λουκᾶς δὲν κατονομάζει αὐτὲς ποὺ ἑτοίμασαν τὰ ἀρώματα καὶ τὰ μύρα, οὔτε αὐτὲς ποὺ τὰ ἔφεραν στὸν τάφο, ἀλλὰ ὑποδεικνύει ὅτι οἱ δύο ὁμάδες δὲν ἦταν ἦταν ταυτόσημες («καὶ κάποιες ἄλλες μαζί τους» Λκ, κδ, 1). Προφανῶς κάποιες ἀπὸ αὐτὲς εἶχαν προμηθευτεῖ ἀρώματα καὶ μύρα ἤδη ἀπὸ τὴν Παρασκευὴ μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Σωτῆρος, ἀλλὰ παρέμειναν σὲ ἀργία τὸ Σάββατο κατὰ τὴν ἐντολὴ (Λκ, κγ, 56), ἐνῶ ἄλλες ἀγόρασαν ἀρώματα μετὰ τὴν καθορισμένη ἀργία τοῦ Σαββάτου (Μρ, ις΄, 1). Ὁ Λουκᾶς δὲν κατονομάζει τὶς γυναῖκες ποὺ ἔφεραν τὰ ἀρώματα, ἀλλὰ λέει ὅτι κάποιες «ἀφοῦ ἐπέστρεψαν ἀπὸ τὸ μνημεῖο, ἀπήγγειλαν ὅλα αὐτὰ στοὺς ἕντεκα καὶ σὲ ὅλους τοὺς ἄλλους. Ἦταν ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ Ἰωάννα καὶ ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου καὶ οἱ λοιπὲς μαζί τους, οἱ ὁποῖες ἔλεγαν πρὸς τοὺς ἀπστόλους αὐτὰ» (Λκ, κδ, 9-10). Στὴν πραγματικότητα, ὅπως ὁ Ἰωάννης καὶ ὁ Μᾶρκος μᾶς θυμίζουν, ἦταν ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία αὐτὴ ποὺ ἄρχισε τὴν ἐξάπλωση τῶν χαρούμενων νέων. Ἐφόσον τὰ νέα διαδόθηκαν σὲ ὅλους τοὺς μαθητὲς ἐπιπλέον τῶν ἕντεκα, αὐτὸ δὲν συνέβη σὲ μιὰ στιγμή. Οἱ γυναῖκες ἔπρεπε νὰ πᾶνε ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι, ὄχι μόνο οἱ δυὸ Μαρίες, ἀλλὰ καὶ οἱ λοιπὲς μυροφόρες ἐπίσης. Ἡ μαρτυρία τῆς Μαγδαληνῆς σχετίζει τὰ λόγια τοῦ τρίτου Εὐαγγελίου (κατὰ Λουκᾶν) μὲ τὸ κατὰ Ἰωάννην ὅτι ὁ Ἰωάννης καὶ ὁ Πέτρος ἔτρεξαν στὸν τάφο. Ὁ Πέτρος εἰσῆλθε στὸν τάφο καὶ εἶδε τὰ ὀθόνια.
Ἔτσι τὰ τέσσαρα Εὐαγγέλια εἶναι σὲ τέλεια συμφωνία μὲ αὐτὴ τὴν ἀκολουθία γεγονότων:
1) Μερικὲς γυναῖκες ἀγόρασαν ἀρώματα καὶ μύρα τὴν Παρασκευὴ πρὶν τὸ τέλος τῆς μέρας, πρὶν τὴν δύση τοῦ ἡλίου (Λουκᾶς), ἐνῶ ἄλλες ὅπως καὶ ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἀγόρασαν στὸ τέλος τοῦ Σαββάτου μετὰ τὴν ἕκτη ὥρα (Μᾶρκος).
2) Ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἀφήνει τὶς λοιπὲς καὶ πηγαίνει μόνη στὸν τάφο νύκτα πρὶν ξημερώσει ἡ Κυριακή. Ἐκεῖ δὲν βρίσκει τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου (Ἰωάννης).
3) Ἡ Μαγδαληνὴ τρέχει καὶ ἀναγγέλει στὸν Πέτρο καὶ στὸν Ἰωάννη (Λουκᾶς, Ἰωάννης) καὶ μετὰ στέκεται μόνη ἔξω ἀπὸ τὸν τάφο θρηνώντας, ὅταν ἕνας ἄγγελος ἐμφανίζεται σὲ αὐτήν, καὶ μετὰ ὁ Ἰησοῦς, τὸν ὁποῖο δὲν ἀναγνωρίζει. Ὅταν τὸν ἀναγνωρίζει ὁρμᾶ πρὸς αὐτόν, ἀλλὰ δὲν τῆς ἐπιτρέπεται νὰ τὸν ἀγγίξει.
4) Ὑπακούοντας τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου, πηγαίνει καὶ ἀνακοινώνει τὰ νέα στοὺς ἀποστόλους (Ἰωάννης, Μᾶρκος).
5) Χωρὶς νὰ γνωρίζουν τὴν ἐπίσκεψη τῆς Μαγδαληνῆς ἄλλες ὁμάδες μυροφόρων ἐπισκέπτονται τὸν τάφο ἀργότερα καὶ συναντοῦν ἀγγέλους (Μᾶρκος, Λουκᾶς) καὶ ἐπιστρέφουν πολὺ φοβισμένες στὴν ἀρχὴ γιὰ νὰ τὸ ἀνακοινώσουν (Μᾶρκος), ἀλλὰ ἀργότερα διαδίδουν τὰ νέα σὲ ὅλους (Λουκᾶς).
6) Ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία, γνωρίζοντας πλέον τὸ νέο τῆς Ἀναστάσεως πηγαίνουν γιὰ νὰ δοῦν τὸν τάφο καὶ τὰ ὀθόνια, τὰ ὁποῖα ὁ Πέτρος καὶ ὁ Ἰωάννης εἶχαν ἤδη δεῖ (Λουκᾶς, Ἰωάννης), ἀλλὰ ὄχι ἡ ἴδια ἡ Μαγδαληνή. Ἔρχονται στὸν τάφο καὶ εἰσέρχονται ὅπως τὶς προτρέπει ὁ ἄγγελος (Ματθαῖος).
7) Ὁ ἄγγελος παραγγέλει σὲ αὐτὲς νὰ ἐπιβεβαιώσουν τὸ νέο τῆς Ἀναστάσεως στοὺς μαθητὲς καὶ νὰ ἀνακοινώσουν τὴν ἐπικείμενη συνάντηση μαζί του στὴν Γαλιλαία.
8) Τώρα ἔχοντας καταλάβει πλήρως τὰ γεγονότα οἱ δύο Μαρίες σπεύδουν νὰ ἀναγγείλουν στοὺς μαθητὲς πάλι, ἀλλὰ συναντοῦν τὸν Κύριο καὶ αὐτὴ τὴν φορὰ τὶς ἐπιτρέπει νὰ τὸν ἀγγίσουν κρατώντας τὰ πόδια του (Ματθαῖος).
9) Μέχρι τὸ τέλος τῆς μέρας, ὄχι μόνο ὅλο τὸ σύνολο τῶν μαθητῶν, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ Γραμματεῖς ἔχουν ἀκούσει τὰ νέα. Οἱ τελευταῖοι προσπαθοῦν νὰ σκεπάσουν τὰ γεγονότα.
7.
Γιατί στίς μυροφόρες τό πρῶτο Χριστός ἀνέστη;
Αὐγουστῖνος Ν. Καντιώτης (Μητροπολίτης Φλωρίνης (+))
«Ὁ δέ λέγει αὐταῖς- Μή ἐκθαμβεῖσθε- Ἰησοῦν ζητεῖτε τόν Ναζαρηνόν τόν ἐσταυρωμένον ἠγέρθη, οὐκ ἐστίν ὧδε…» (Μάρκ. 16, 6)
Ἐξακολουθοῦμε, ἀγαπητοί μου, νά ἑορτάζουμε τό μέγα, τό κοσμοσωτήριο γεγονός τῆς ἀναστάσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Οἱ περισσότεροι ὕμνοι ποῦ ψάλλονται τήν περίοδο αὐτή ὡς θέμα ἔχουν τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ἄλλα καί αὐτή ἡ θεία λειτουργία, ποὺ γίνεται τίς Κυριακές αὐτές τοῦ Πεντηκοσταρίου, διαφέρει ἀπό τή θεία λειτουργία τοῦ ὑπολοίπου ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους• διότι ἀμέσως μετά τό «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία…» δέν λέμε ἀμέσως τά εἰρηνικά, δέν λέμε τίς αἰτήσεις «Ἐν εἰρήνῃ τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν…», ἄλλα ὁ ἱερεύς θυμιάζει τήν ἁγία τράπεζα ἀπ’ ὅλες τίς πλευρές καθώς καί ὅλο τό ναό καί ψάλλει μαζί μέ τούς ψάλτες κατ’ ἐπανάληψιν, δέκα φορές, τό «Χριστός ἀνέστη».
Τό «Χριστός ἀνέστη» ἀκούγεται ὅλες τίς Κυριακές ἀλλὰ καί ὅλες τίς ἡμέρες μέχρι τῆς Ἀναλήψεως. Τό «Χριστός ἀνέστη» εἶναι, ἀδελφοί μου ὁ γλυκύτερος χαιρετισμός, χαιρετισμός ποὺ μεταφέρει ἀπό στόμα σέ στόμα, ἀπό γενεά σέ γενεά τό μέγα μήνυμα, τήν πιό χαρμόσυνη εἴδηση, ὅτι ὁ Κύριος νίκησε τό θάνατο. Χιλιάδες φορές – ἀμέτρητες ἀκούστηκε, καί ἀκούγεται, καί θά ἐξακολούθηση ν’ ἀκούγεται τό «Χριστός ἀνέστη». Ἄλλα πότε ἐλέχθη γιά πρώτη φορά; ποιά αὐτιά τό πρωτοάκουσαν; ποιός εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἄκουσε γιά πρώτη φορά τό «Χριστός ἀνέστη»;
Ὅπως τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ δέν τήν ἔμαθαν πρῶτοι οἱ μεγάλοι καί ἰσχυροί καί πλούσιοι, ἀλλά οἱ ταπεινοί καί φτωχοί βοσκοί ποὺ ἔβοσκαν τά ποίμνια τους στά βοσκοτόπια τῆς Βηθλεέμ, ἔτσι καί τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, τό γεγονός ὅτι ὁ Ἰησοῦς σύντριψε τίς πύλες τοῦ ἅδου, δέν τό ἄκουσαν πρῶτοι οἱ ἐπιφανεῖς καί ἀξιωματοῦχοι, δέν τό ἄκουσαν οἱ ἰσχυροί ἄνδρες, δέν τό ἄκουσαν οὔτε καί αὐτοί οἱ μαθηταί τοῦ Χριστοῦ• τό μήνυμα τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου τό ἄκουσαν πρῶτες ἀπ’ ὅλους οἱ γυναῖκες, οἱ μυροφόρες γυναῖκες• καί πρός τιμήν αὐτῶν τῶν γυναικῶν εἶναι ἀφιερωμένη ἡ σημερινή Κυριακή, τρίτη Κυριακή ἀπό τό Πάσχα.
Ἀλλὰ γιατί τό μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως τό ἄκουσαν πρῶτες ἀπ’ ὅλους οἱ μυροφόρες; Γιατί ἡ πρώτη ἐμφάνισης τοῦ ἀναστάντος Κυρίου νά γίνει σ’ αὐτές; Μήπως ὁ Χριστός στήν περίπτωση αὐτή ἐνήργησε μεροληπτικῶς;
Μεροληπτικῶς σέ καμία στιγμή τῆς ζωῆς του δέν συμπεριφέρθηκε ὁ Κύριος. Ἦταν δίκαιος• καί συνεπῶς, ἐάν τώρα ὄχι οἱ ἄντρες, ὄχι οἱ ἀπόστολοι, ὄχι ὁ Πέτρος καί ὁ Ἰωάννης, ἀλλά οἱ γυναῖκες ἄκουσαν τό χαρμόσυνο μήνυμα, ὑπάρχει λόγος• λόγος ὄχι κάποιας ἰδιαιτέρας συμπαθείας, ἀλλά λόγος δικαιοσύνης. Ὁ Χριστός ἀγαπᾶ ὅλα τά παιδιά του καί ἀμείβει τό καθένα χωρίς νά μεροληπτεῖ εἰς βάρος ἄλλου. Ἄκουσαν πρῶτες οἱ μυροφόρες γυναῖκες τό «Χριστός ἀνέστη», διότι τούς ἄξιζε πράγματι νά τό ἀκούσουν. καί τούς ἄξιζε, διότι αὐτές ἔδειξαν ἀρετές ποὺ δέν ἔδειξαν οὔτε οἱ μαθηταί τοῦ Κυρίου. Ποιές ἀρετές ἔδειξαν;
Ἀπό τήν πρώτη μέρα ποὺ γνώρισαν τόν Κύριο στή Γαλιλαία, ἔγιναν πιστές μαθήτριές του, τόν ἀκολουθοῦσαν καί δαπανοῦσαν ἀπό τά ὑπάρχοντά τους γιά τή συντήρηση ἐκείνου καθώς καί τοῦ ὁμίλου τῶν μαθητῶν του• «ὅτε ἦν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ ἠκολούθουν αὐτῷ» (Μάρκ. 15,41) καί «διηκόνουν αὐτῷ ἐκ τῶν ὑπαρχόντων αὐταῖς» (Λουκ. 8,3). καί μόνο τότε;
Τήν ὥρα τῆς θυσίας του, ἐνῶ ὅλοι εἶχαν ἐγκαταλείψει τόν Κύριο, ἐνῶ ὁ μέν Ἰούδας τόν πρόδωσε γιά τριάκοντα ἀργύρια, ἐνῶ ὁ Πέτρος τόν ἀρνήθηκε ἐμπρός σέ μία ὑπηρέτρια καί μάλιστα μέ ὅρκο, ἐνῶ οἱ ἄλλοι μαθηταί πλήν τοῦ Ἰωάννου «πάντες ἀφέντες αὐτόν ἔφυγαν» (Ματθ. 26,56), ἐνῶ ὅλοι ὅσους εἶχε εὐεργετήσει καθ’ ὅλο τό διάστημα τῆς δημοσίας δράσεώς του πῆγαν καί ἑνώθηκαν μαζί μέ τούς ἐχθρούς καί φώναζαν «Ἆρον ἆρον, σταύρωσον αὐτόν» (Ἰωάν. 19,15), μέσα στή γενική αὐτή ἐγκατάλειψη οἱ μυροφόρες ἔμειναν πιστές καί ἀφοσιωμένες στόν Κύριο. Ἔμειναν κοντά στόν Διδάσκαλο, ζώντας τό δράμα ἀπό ἀπόσταση τόση ὅση τούς ἐπέτρεπαν οἱ συνθῆκες. οὔτε ἕνα λεπτό δέν ἀποχωρίσθηκαν ἀπό αὐτόν. «Ἦσαν δέ ἐκεῖ καί γυναῖκες πολλαί ἀπό μακρόθεν θεωροῦσαι, αἵτινες ἠκολούθησαν τῷ Ἰησοῦ ἀπό τῆς Γαλιλαίας διακονοῦσαι αὐτῷ• ἐν αἷς ἦν Μαρία ἡ Μαγδαληνή, καί Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καί Ἰωσῆ μήτηρ, καί ἡ μήτηρ τῶν υἱῶν Ζεβεδαίου» (Ματθ. 27,55-56) «καί Σαλώμη, αἵ…καί διηκόνουν αὐτῷ, καί ἄλλαι πολλαί αἱ συναναβᾶσαι αὐτῷ εἰς Ἱεροσόλυμα» (Μαρκ. 15,40-41). Βρῆκαν τό ψυχικό σθένος νά μείνουν ἐκεῖ, στό Γολγοθᾶ. Εἶδαν τό φρικτό θέαμα. Ἄκουσαν ὅλους τοὺς λόγους, ποὺ εἶπε ὁ Χριστός ἐπάνω στό σταυρό, ἄκουσαν καί τό «Τετέλεσται» (Ἰωάν. 19,30).
Ἀλλὰ καί μετά τό θάνατό του δέν ἀναχώρησαν. Ἔμειναν θρηνώντας κοντά στό σταυρό. Καί μόλις παρουσιάστηκε ὁ Ἰωσήφ ὁ ἀπό Ἀριμαθαίας καί ὁ Νικόδημος μέ τήν ἄδεια τοῦ ἐνταφιασμοῦ, αὐτές ἔτρεξαν, τούς βοήθησαν, τούς συνόδευσαν στό μνημεῖο, καί δεν ἔφυγαν ἀπό ‘κεῖ παρά μόνο ὅταν ὁ ἥλιος τῆς δραματικωτέρας αὐτῆς ἡμέρας ἔριξε πάνω στή γῆ τίς τελευταῖες του ἀκτῖνες.
Τήν ἀγάπη τους ὅμως, τήν ἀνδρεία τους, τή μεγάλη ψυχή τους τήν ἔδειξαν κατ’ ἐξοχήν τη νύχτα τῆς Ἀναστάσεως, «τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων» (Λουκ. 24,1). Τότε, ἐνῶ ἤξεραν ὅτι τό μνῆμα εἶναι σφραγισμένο, ὅτι λίθος μεγάλος καί βαρύς φράζει τήν εἴσοδό του, ὅτι ἔνοπλοι Ρωμαῖοι στρατιῶτες φρουροῦν τόν τάφο κ’ ἔχουν ἐντολή νά χτυπήσουν καθένα ποὺ θά τολμοῦσε νά πλησίαση ἐκεῖ, ἐν τούτοις οἱ μυροφόρες γυναῖκες «λίαν πρωί» (Μάρκ. 16,2), «ὄρθρου βαθέος» (Λουκ. 24,1), πρίν ἀκόμη ἀνατείλει ὁ ἥλιος, ξεκινοῦν νά ἔρθουν στό μνῆμα φέρνοντας μαζί τους ἀρώματα, τά ὁποῖα εἶχαν ἑτοιμάσει, γιά νά μυρώσουν τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Κανένας φόβος καί καμιά δυσκολία δέν στάθηκαν ἱκανά νά τίς ἐμποδίσουν. Τό μόνο ποὺ τίς ἀπασχολοῦσε ἦταν, πῶς θ’ ἀποκυλίσουν τόν τεράστιο καί ἀσήκωτο ἐκεῖνο λίθο ἀπό τό ἄνοιγμα τοῦ μνημείου.
Μία τέτοια ἀγάπη, μία τέτοια ἀφοσίωση, μία τέτοια ἀνδρεία ἦταν δυνατόν νά μή δεῖ, νά μήν ἐκτιμήσει, νά μή βραβεύσει ὁ Κύριος; Ἀμοιβή λοιπόν τῆς ἀγάπης τους ἦταν τό ὅτι πρῶτες αὐτές ἄκουσαν τή μεγάλη εἴδηση, τό ἄγγελμα τῆς Ἀναστάσεως, τό «Χριστός ἀνέστη», ἀπό ἄγγελο Κυρίου. Καί ἐν συνεχείᾳ, ὅτι πρῶτες αὐτές βλέπουν τόν ἀναστάντα Κύριο καί παίρνουν ἐντολή, νά μεταδώσουν τό μήνυμα αὐτό στούς μαθητὰς καί στίς ἄλλες μαθήτριες.
Κ’ ἐμεῖς σήμερα, ἀγαπητοί μου, ποὺ ἑορτάζουμε τή μνήμη τῶν ἁγίων μυροφόρων γυναικῶν, ἄντρες καί γυναῖκες ἄς μιμηθοῦμε τῶν μυροφόρων τίς ἀρετές, ἰδίως τήν ἀγάπη ποὺ εἶχαν στόν Κύριο.
Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι καί μέχρι σήμερα οἱ γυναῖκες ἀγαποῦν τό Θεό περισσότερο ἀπό τούς ἄντρες. Αὐτές ἐκκλησιάζονται περισσότερο. Αὐτές ἔρχονται στούς ναούς «ὄρθρου βαθέος». Αὐτές μελετοῦν τό Εὐαγγέλιο καί ἄλλα ἐκκλησιαστικά βιβλία. Αὐτές τρέχουν στό κήρυγμα, ὅπου ἀκούγεται λόγος Θεοῦ. Αὐτές εἶναι προθυμότερες στήν ἄσκηση τῆς φιλανθρωπίας καί ἐλεημοσύνης. Αὐτές… Ὦ, πόσα δέν ὀφείλει ἤ Ἐκκλησία στίς γυναῖκες τίς θερμές!
Σήμερα ὅμως, στούς χρόνους αὐτούς τῆς ἀπιστίας καί τῆς διαφθορᾶς, καί οἱ γυναῖκες ἀρχίζουν νά κλονίζονται, νά χάνουν τό ἄρωμα τῆς πίστεως καί τῆς εὐσεβείας. Οἱ πειρασμοί εἶναι μεγάλοι. Τά κακά παραδείγματα, τά θέατρα, οἱ κινηματογράφοι, τά αἰσχρά περιοδικά, ἡ μόδα, ὅλα μαζί σπρώχνουν τή γυναίκα νά λησμονήσει τόν προορισμό της, τήν ἀποστολή της, νά προδώσει τήν πίστη καί τήν ἠθική.
Ἄλλ’ ὄχι! Οἱ γυναῖκες, ὅσες τουλάχιστον κατοικοῦν στή γωνία αὐτή τῆς γῆς, ἄς μή παρασύρονται ἀπό τά ἀπατηλά συνθήματα, ἄς μή θαμπώνονται ἀπό φανταχτερές εἰκόνες καί ἄλλα εἴδωλα, ἄς κλείσουν τά αὐτιά στίς εἰσηγήσεις τοῦ ὄφεως. Ἄς μή μιμηθοῦν τήν Εὔα, ποὺ ἄκουσε τή συμβουλή τοῦ ἑωσφόρου καί ἀπολεσθεῖ• ἄς μιμηθοῦν τίς μυροφόρες, τίς ἅγιες ποὺ ἀγάπησαν τόν Κύριον. Νά εἶσθε δέ βέβαιοι, ὅτι τότε θά ἔχουν καί στήν παροῦσα ζωή τήν εὐλογία τοῦ Κυρίου καί θ’ ἀξιωθοῦν καί αὐτές ὡς μυροφόρες τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ἀμήν.
8.
Μή μου ἅπτου (Ἰωάν. κ´ 17)
Ἀντώνιος Ρωμαῖος (Ἀρχιμανδρίτης)
Τά σκηνικά πού πλαισιώνουν, ὡς πρόσωπα καί καταστάσεις, τά λόγια τοῦ Κυρίου πρός τήν ἁγία Μαρία τή Μαγδαληνή (Ἰωάν. κ´ 17), μᾶς ὠθοῦν σέ πλούσια βιώματα ἀναγόμενα στή βαθύτερη σχέση μας μέ τόν Χριστόν. Σέ βιώματα ἐσώτερης πνευματικῆς καί μυστικῆς ζωῆς, ἀλλά καί βαθύτερου λατρευτικοῦ ἤθους.
Ἡ Μαγδαληνή Μαρία, στή δεδομένη χωροχρονική τομή, θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ σύμβολο κάθε ἀνθρώπου «ἐκκλησιασμένου» σέ ἐπίπεδο ψυχικό, πού εὐτύχησε νά ἔχει πολυάριθμες, θερμές καί «καρποφόρες» σχέσεις μέ τόν Κύριο μέσα στήν ἐκκλησία Του, πού ὅμως μέσα στήν πορεία τῶν σχέσεών του πρός Αὐτόν κάποτε χάνει τήν «ἐπαφή» (ὁ Χριστός Σταυρώθηκε καί Ἐνταφιάστηκε) καί τή θρησκευτική «συναλλαγή», καί βλέπει ὅτι δέν κερδίζει τίποτε! Τότε παραπαίει μεταξύ ἐλπίδας καί ἀποκαρδίωσης, διατηρώντας συγχρόνως, «μπλοκαρισμένα» κάπως, ὅλα τά αἰσθήματα λατρείας καί ἀφοσίωσης στό μή βλεπόμενο πιά πρόσωπό Του.
Ἐξακολουθεῖ καί «πηγαίνει στήν Ἐκκλησία» Του, ὅπως ἡ Μαγδαληνή Μαρία παρέμενε στό «κενό» πιά μνημεῖο Του, ἐπιθυμώντας μίαν ἀναζωογόνηση κερδοφόρου σχέσης μέ τόν Χριστόν, ἀκούοντας τά κηρύγματα τοῦ Θείου λόγου, ἀναστρεφόμενος τούς ἁγίους καί τούς πιστούς, ὅπως ἡ Μαγδαληνή Μαρία τούς ἀγγέλους πλησίον τοῦ κενοῦ μνημείου. Βοηθεῖται, μέ μιά τέτοια προσπάθεια, νά ζήσει τό πένθος του γιά τή «χαμένη σχέση» καί νά τό ἐκφράσει (Γύναι τί κλαίεις, τίνα ζητεῖς; Ὅτι ἦραν τόν Κύριόν μου τοῦ τάφου καί οὐκ οἶδα ποῦ ἔθηκαν αὐτόν).
Τότε ἀκριβῶς, πού θρηνεῖται ἡ ἄγνοια καί μεγεθύνεται ὁ σπαραγμός γιά τήν ἀπώλεια τοῦ ἐπιθυμητοῦ, ὁ Ἰησοῦς κρίνει ὅτι μπορεῖ, μέ μιά ἄμεση ἀλλά ὄχι καί χειροπιαστή μέθοδο, νά προκαλέσει μιά διαλογική σχέση μέ τόν ἄνθρωπο, χωρίς ὅμως καί νά τοῦ δώσει τήν δυνατότητα ἀνανέωσης τῆς «ἐπαφῆς», στό ἐπίπεδο πού λειτουργοῦσε κατά τό παρελθόν (μή μου ἅπτου), ἀλλά προκαλώντας τον νά κοινωνήσει, τήν ἀλήθεια τῆς ἀνάστασής Του μέ τούς ἄλλους, τού φοβισμένους καί προβληματισμένους Μαθητές Του, καί περιμένοντας τήν ἀνάβασή Του σέ νέο πνευματικό – τουλάχιστον πνευματικώτερο – ἐπίπεδο, στό «Ὑπερῶο τῆς Πεντηκοστῆς» μέ τήν κάθοδο τοῦ Παρακλήκου Πνεύματος, ὅπου θά κατανοήσει τούς λόγους «πνεῦμα ὁ Θεός καί τούς προσκυνοῦντας Αὐτόν ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν». Τότε πιά θά μπορεῖ νά κατανοήσει καί νά ἐπιθυμήσει νά ζήσει τό «…ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ», θά μπορεῖ νά συνεργασθεῖ γιά τήν ἔνταξη τῆς ὑπόστασης του στήν ὑπόσταση τοῦ Χριστοῦ, θά λαχταρᾶ τή Χριστοείδεια καί ὄχι τή ἰδιοτελῆ θρησκευτική συναλλαγή!
Ὅλη αὐτή τή «γκάμμα» τῶν πνευματικῶν «μεθηλικιώσεων», κάθε πιστός, ἀκόρεστος γιά πρόοδο πνευματική, ὀφείλει νά τήν περάσει μέ ἐπιτυχία καί ὑπαρκτική γνησιότητα.
9.
Ἡ τόλμη τῶν Μυροφόρων
Βαρνάβας Λαμπρόπουλος (Ἀρχιμανδρίτης)
Ἀπαράμιλλα παραδείγματα τόλμης μᾶς προβάλλει σήμερα ἡ Ἐκκλησία τιμώντας τὴ μνήμη τῶν ἁγίων Μυροφόρων γυναικῶν, τοῦ ἁγίου Ἰωσήφ τοῦ ἀπὸ Ἀριμαθαίας καὶ τοῦ ἁγίου Νικοδήμου, τοῦ «νυκτερινοῦ» μαθητῆ τοῦ Κυρίου. Δύο ἄνδρες καὶ μία ὁμάδα γυναικῶν, μὲ κορυφαία τὴν Παναγία, τόλμησαν νὰ μεριμνήσουν γιὰ τὴν ταφὴ τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖ ποὺ «πέπαυται τόλμα μαθητῶν», οἱ ὁποῖοι κρύβονται ἀποτυγχάνοντας στὶς ἐξετάσεις θάρρους, «ἀριστεύει» ὁ μέχρι τώρα «κεκρυμμέvος» μαθητὴς Ἰωσήφ. Μὲ κίνδυνο νὰ χάσει ὄχι μόνο τὸ ὑψηλὸ ἀξίωμα τοῦ «βουλευτοῦ» ἀλλὰ καὶ τὴ ζωή του, «αἰτεῖται καὶ κηδεύει» τὸν ἐσταυρωμένο Κύριο τῆς δόξης.
Μπορεῖ νὰ κλαπεῖ ἡ ἐλπίδα;
Ἀριστεῖα, βέβαια, αὐτῆς τῆς ἁγίας τόλμης παίρνουν καὶ οἱ ἅγιες Μυροφόρες, οἱ ὁποῖες σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς ἄλλους μαθητές, πλὴν τοῦ Ἰωάννη, ὄχι μόνο «συνακολούθησαν» τὸν Χριστὸ σὲ ὅλη τὴν πορεία τοῦ πάθους του ἀλλὰ καί, μετὰ τὴν ταφή του, ἦρθαν μὲ ἀρώματα στὸν τάφο νὰ θρηνήσουν καὶ νὰ ἀλείψουν τὸ σῶμα του. Οὔτε ὁ φόβος τῶν Ἰουδαίων οὔτε ὁ δυσμετακίνητος λίθος τοῦ μνημείου τὶς ἀπέτρεψαν ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἐκδήλωση ἀγάπης πρὸς τὸν νεκρὸ Ἰησοῦ.
Ναί! Γι’ αὐτὲς δὲν ὑπῆρχε ἀμφιβολία. Ὁ Ἰησοῦς ἦταν ἕνας νεκρός, ποὺ θὰ ἀκολουθοῦσε τὴ φυσικὴ πορεία φθορᾶς. Καὶ τὰ μύρα -ἐκτὸς ἀπὸ ἐκδήλωση τιμῆς πρὸς Αὐτὸν- τὰ εἶχαν πρῶτα αὐτὲς ἀνάγκη, γιὰ νὰ σταθοῦν στὸ λείψανό του, ὅσο μποροῦσαν περισσότερο. Καμία σκέψη γιὰ ἀνάσταση. Καμιὰ προδιάθεση καὶ καμία ἐλπίδα ὅτι θὰ τὸν ξαναδοῦν ζωντανό. Καὶ ὅταν «εἰσελθοῦσαι οὐχ εὗρον τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ», συνειδητοποιώντας ὅτι οὔτε νεκρὸ δὲν πρόκειται νὰ τὸν ξαναδοῦν, ἡ ἀπελπισία τους κορυφώθηκε· καὶ ξέσπασαν σὲ ὀδυρμούς: «Ποιὸς μᾶς ἔκλεψε τὴν ἐλπίδα; Ποιὸς πῆρε νεκρό, γυμνό, “ἐσμυρνισμένον”, ποὺ -ἔστω καὶ νεκρὸς- ἦταν ἡ μοναδικὴ παρηγοριὰ τῆς μητέρας του;» (Δοξαστικὸ Ἑσπερινοῦ).
Μὲ τέτοια θλίψη στὴν καρδιά, ποῦ νὰ θυμηθοῦν τὰ λόγια τοῦ θείου Διδασκάλου ὅτι «μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἐγείρομαι», τὰ ὁποῖα -τί παράδοξο!- τὰ θυμήθηκαν μόνο οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι. Τὰ θυμήθηκαν, βέβαια, ὄχι γιατί τὰ πίστεψαν, ἀλλὰ -«ὢ ἀφράστου ἀνοχῆς» Ἐκείνου!- γιὰ νὰ τὸν συκοφαντήσουν «ὡς πλάνον Θεὸν»· καὶ -ὢ τῆς ἀνοησίας ἐκείνων!- γιὰ νὰ ἀσφαλίσουν τὸν τάφο ἀπὸ φόβο κλοπῆς τοῦ νεκροῦ.
Γιατί ξεχνᾶτε;
Δικαιολογημένα, λοιπόν, ἐπιπλήττει τὶς ἐπιλήσμονες Μυροφόρες ὁ «ἀστράπτων Ἄγγελος» ποὺ συναντοῦν στὸ μνῆμα: «Τί ζητεῖτε τὸν ζῶντα μετὰ τῶν νεκρῶν;» (Λουκ. 24,5). Ποιὰ σχέση ἔχει ὁ ζωντανὸς μὲ τοὺς νεκρούς; «Μνήσθητε ὡς ἐλάλησεν ὑμῖν». Δὲν σᾶς εἶπε ὅτι τὴν τρίτη ἡμέρα θὰ ἀναστηθεῖ; Γιατί ξεχάσατε ὅσα σᾶς εἶπε; Καὶ ἡ γραφίδα τῶν Εὐαγγελιστῶν θὰ περάσει στὰ χέρια τῶν ὑμνωδῶν τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ νὰ χρωματίσουν μὲ συγκλονιστικὸ τρόπο τὰ λόγια τοῦ ἀγγέλου: «Γιατί ἀναμειγνύετε τὰ μύρα μὲ τὰ δάκρυά σας; Τὰ μύρα ταιριάζουν μόνο στοὺς νεκρούς. Ὄχι σ’ Αὐτόν. Αὐτός, ὡς Θεὸς ποὺ εἶναι, ἐξανέστη τοῦ μνήματος. Τελείωσε πιὰ ὁ καιρὸς τῶν θρήνων. Μὴν κλαῖτε».
Τὸ χαρμόσυνο μήνυμα τοῦ ἀγγέλου δὲν στάθηκε ἀρκετὸ νὰ διώξει ἑξαρxῆς τὸν φόβο καὶ τὴν ἀμφιβολία ἀπὸ τὶς καρδιὲς τῶν Μυροφόρων. Δὲν γέμισε ξαφνικὰ ἡ καρδιὰ τους ἀναστάσιμη χαρά. Εἶναι τόσο βαριὰ τὰ σκοτάδια τοῦ θανάτου, ποὺ δὲν φεύγουν τόσο εὔκολα, καὶ μάλιστα ἀπὸ ἀδύναμες ἀνθρώπινες καρδιές, ποὺ ἔζησαν τόσο ἀπότομες καὶ ἔντονες μεταπτώσεις ἀπὸ τὸ ἕνα συναίσθημα στὸ ἄλλο. Μία τέτοια ἀνατροπὴ στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία δὲν εἶναι εὔκολο νὰ τὴν ἀφομοιώσει κάποιος.
Ὁ εὐεργετικὸς τρόμος
Γι’ αὐτὸ κι ἐκεῖνες δὲν ἦταν ἀκόμα ἕτοιμες νὰ ὑπακούσουν στὸ ἀγγελικὸ πρόσταγμα καὶ νὰ γίνουν οἱ πρῶτες ἀγγελιοφόροι τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ. Δὲν τὸ ἄντεχε ἀκόμα ἡ καρδιά τους νὰ ἀρχίσουν τοὺς πανηγυρισμούς. Ἡ ἀπόλυτα λιτὴ περιγραφὴ τῆς πρώτης ἐπαφῆς τους μὲ τὸ φῶς τῆς Ἀνάστασης κλείνει μὲ ὠμὸ ρεαλισμό: «Ἐκεῖνες τότε βγῆκαν καὶ ἔφυγαν ἀπὸ τὸ μνημεῖο γεμάτες τρόμο καὶ ἔκσταση. Καὶ δὲν εἶπαν τίποτε σὲ κανένα, γιατί ἦταν φοβισμένες».
Ποιὸς ἄραγε ἦταν ἕτοιμος νὰ ἀκούσει καὶ νὰ πιστέψει τόσο παράδοξα καὶ συγκλονιστικὰ νέα, ὅταν στὴν πρώτη ἀπόπειρά τους νὰ τὰ κοινοποιήσουν στοὺς Ἀποστόλους (Λουκ. 24,11), ἐκεῖνοι ὄχι μόνο δυσπίστησαν ἀλλὰ καὶ χαρακτήρισαν τὰ λόγια τους «γυναικεῖες φλυαρίες καὶ φαντασιοπληξίες»;
Εἶναι τεράστια εὐεργεσία γιὰ τὴν Ἐκκλησία τὸ ὑπέροχο παράδειγμα τόλμης τῶν ἁγίων Μυροφόρων, τεκμήριο ἀγάπης «κραταιᾶς ὡς θανάτου» (Ἆ. Ἀσμ. 8,6) πρὸς τὸν Χριστό. Ἐξίσου μεγάλη ὅμως -ἔστω καὶ ἀκούσια- ἡ εὐεργεσία ἀπὸ τὸν «τρόμο» τους, καθὼς καὶ ἀπὸ τὴ δυσπιστία τῶν μαθητῶν, στὸ πρῶτο «Χριστὸς Ἀνέστη» τοῦ ἀγγέλου. Αὐτὲς οἱ πρῶτες ἀνθρώπινες ἀντιδράσεις τους ἐνισχύουν τὴν πίστη μας στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Μᾶς βεβαιώνουν ὅτι αὐτοὶ οἱ μετέπειτα διαπρύσιοι κήρυκές της δὲν εἶχαν καμία προδιάθεση, προσδοκία ἢ ἐλπίδα νὰ ζήσουν αὐτὸ τὸ συγκλονιστικὸ γεγονός· καὶ γι’ αὐτὸ ἔγιναν οἱ πιὸ ἀπροκατάληπτοι καὶ ἀντικειμενικοὶ μάρτυρές του.
10.