1.

Διονύσιος Ψαριανός (Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (+))

Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Πολλὲς φορὲς μιλήσαμε καὶ εἴπαμε γιὰ τὴ μετάνοια. Σήμερα ἔχουμε τὴν εὐκαιρία νὰ ξαναμιλήσουμε καὶ νὰ ποῦμε πάλι γιὰ τὸ ἴδιο πράγμα. Καὶ τὴν εὐκαιρία αὐτή μᾶς τὴν δίνει ὁ ἀρχιτελώνης Ζακχαῖος. Αὐτὸς ὁ ἀρχιτελώνης μᾶς μαθαίνει πὼς ἡ μετάνοιά μας πρέπει νὰ εἶναι ἔμπρακτη. Ἂς ἀκούσουμε ὅμως πρῶτα τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο στὴ δική μας ἁπλὴ γλώσσα.

 

Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ περνοῦσε ὁ Ἰησοῦς μέσ’ ἀπὸ τὴν Ἱεριχώ. Καὶ νὰ ἕνας ἄνθρωπος ποὺ τὸν ἔλεγαν Ζακχαῖο κι αὐτὸς ἦταν ἀρχιτελώνης καὶ σὰν ἀρχιτελώνης ἦταν πλούσιος. Καὶ ζητοῦσε νὰ δῆ τὸν Ἰησοῦ ποιὸς εἶναι καὶ δὲ μποροῦσε, ἐξαιτίας τοῦ κόσμου καὶ λόγω ποὺ ἦταν μικρόσωμος. Ἔτρεξε λοιπὸν μπροστὰ κι ἀνέβηκε σὲ μιὰ συκομουριὰ γιὰ νὰ τὸν δῆ, γιατί ἀπὸ κεῖ θὰ περνοῦσε. Καὶ μόλις ἦλθε σὲ κεῖνο τὸ μέρος, σήκωσε τὰ μάτια του ὁ Ἰησοῦς καὶ τὸν εἶδε καὶ τοῦ εἶπε· Ζακχαῖε, κατέβα γρήγορα, γιατί σήμερα πρέπει νὰ μείνω στὸ σπίτι σου. Κι ὁ Ζακχαῖος κατέβηκε ἀμέσως καὶ ὑποδέχθηκε τὸν Ἰησοῦ μὲ χαρά. Ὅλοι τότε ποὺ τὸ εἶδαν ἐτοῦτο ἐγόγγυζαν κι ἔλεγαν πὼς μπῆκε νὰ φιλοξενηθῆ στὸ σπίτι ἑνὸς ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Ζακχαῖος ὅμως στάθηκε μπροστὰ στὸν Ἰησοῦ καὶ τοῦ εἶπε· Νὰ τὰ μισὰ ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά μου, Κύριε, τὰ δίνω στοὺς φτωχούς· κι ἂν τύχη κι ἔκλεψα κανενός, τοῦ τὸ δίνω πίσω τετραπλάσιο. Τότε τοῦ εἶπε ὁ Ἰησοῦς· Σήμερα ἔγινε σωτηρία σὲ τοῦτο τὸ σπίτι, γιατί κι αὐτὸς εἶναι παιδὶ τοῦ Ἀβραάμ. Γιατί ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἦλθε γιὰ νὰ ψάξη νὰ βρῆ καὶ νὰ σώση τοὺς χαμένους.

 

Αὐτὸς ὁ ἀρχιτελώνης, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἶναι τὸ παράδειγμα κάθε ἁμαρτωλοῦ ποὺ ξεκινάει νὰ βρῆ τὴ σωτηρία του. Κι ὅποιος θέλει νὰ βρῆ τὴ σωτηρία του, ἕνα δρόμο ἀκολουθάει, τὴν ἔμπρακτη μετάνοια. Καὶ τὸν ἀκολουθάει ἀμέσως, χωρὶς ἀναβολὲς καὶ χωρὶς νὰ λογαριάζη ἐμπόδια. Ὁ Ζακχαῖος ἤθελε κι ἐπιθυμοῦσε νὰ δῆ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, μὰ ὁ κόσμος ἦταν πολὺς κι αὐτὸς ἦταν μικρόσωμος. Μηχανεύθηκε τότε καὶ βρῆκε τρόπο νὰ τὸν δῆ. Δὲν φοβήθηκε νὰ μὴ γελάσουν μαζί του, δὲν λογαρίασε τὴν ἡλικία του καὶ τὴ θέση του, μόνο ἔτρεξε κι ἀνέβηκε στὸ δένδρο. Ἡ καλὴ ἐπιθυμία μέσα του νικοῦσε κάθε ἐξωτερικὴ δυσκολία καὶ κάθε ἐμπόδιο.

 

 

 

 

 

Ἄραγε, χριστιανοί μου, κι ἐμεῖς ποὺ εἴμαστε ἁμαρτωλοί, ἔχουμε τὴν ἐπιθυμία νὰ δοῦμε τὸ Σωτήρα μας; Σὰν καὶ τότε, περνάει ἀνάμεσά μας· ἄραγε σπεύδουμε νὰ τὸν δοῦμε καὶ νὰ τὸν γνωρίσουμε ἤ μήπως κι ὅταν περνάη ἐμπρός μας, δὲν τὸν προσέχουμε; Μὰ εἶν’ ἀλήθεια πὼς πολλοὶ ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς ν’ ἁμαρτήσουνε δὲν ντρέπονται, μὰ νὰ μετανοήσουνε ντρέπονται. Δὲν φοβοῦνται τὴν ἁμαρτία καὶ φοβοῦνται τὴ σωτηρία. Ντρέπονται καὶ φοβοῦνται νὰ τοὺς δοῦν οἱ ἄνθρωποι πὼς ἔχουν φιλία μὲ τὸ Χριστό. Εἶναι πολλοὶ ποὺ ντρέπονται καὶ φοβοῦνται νὰ πᾶνε στὴν ἐκκλησία, νὰ ξομολογηθοῦνε, νὰ κοινωνήσουνε, νὰ κάμουν τὸ σταυρό τους. Ἐκεῖνο ποὺ προσέχουν εἶναι τί θὰ πῆ ὁ κόσμος· κανονίζουνε τὸ βίο τους σύμφωνα μὲ τὴν κρίση τοῦ κόσμου καὶ χάνουνε τὴ σωτηρία τους γιὰ χάρη τοῦ κόσμου.

 

Ὁ ἀρχιτελώνης Ζακχαῖος δὲν τὰ πρόσεξε αὐτὰ· πρόσεξε μόνο στὴν καλή του ἐπιθυμία νὰ δῆ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Καὶ βρῆκε τρόπο καὶ τὶς δυσκολίες νὰ νικήση καὶ τὸ σωτήρα του νὰ δῆ. Εἶναι τὸ πρῶτο βῆμα ἐτοῦτο τῆς ἔμπρακτης μετάνοιας κι ἂς τὸ προσέξουνε ὅσοι λένε πὼς τάχα μετανοοῦνε καὶ μένουνε μόνο στὸ λόγο. Θέλω, λένε, θέλω τὴ σωτηρία μου, μὰ εἶναι πολλὰ ἐμπόδια· εἶναι τὸ ἐπάγγελμά μου, εἶναι ἡ κοινωνική μου θέση, εἶναι ἡ ἡλικία μου, εἶναι οἱ περιστάσεις, εἶναι ἡ κοινὴ γνώμη. Ὅλα εἶναι, χριστιανοί μου, καὶ μόνο ὁ ἀληθινὸς πόθος γιὰ τὴ σωτηρία δὲν εἶναι. Ἔτσι πολλοὶ δὲν κάνουν μήτε τὸ πρῶτο βῆμα στὴν ἔμπρακτη μετάνοια.

 

Ἡ ἔμπρακτη μετάνοια, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὅταν κάμη τὸ πρῶτο βῆμα, ποὺ εἶναι ἡ συνάντηση κι ἡ γνωριμία μὲ τὸ Θεό, ὕστερα προχωρεῖ σ’ ἕνα δεύτερο μεγάλο βῆμα, στὴ συνάντηση καὶ τὴ συμφιλίωση μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Κάμποσοι λένε πὼς τὰ ‘χουν καλὰ μὲ τὸ Θεό, μὰ βλέπουμε πὼς δὲν τὰ ‘χουν καλὰ μὲ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς καταλαβαίνουμε πὼς εἶναι ψεῦτες καὶ ὑποκριτές. Γιατί, λέγει ὁ Εὐαγγελιστής, πῶς μπορεῖ ν’ ἀγαπᾶς τὸ Θεὸ ποὺ δὲν τὸν βλέπεις, ὅταν δὲν ἀγαπᾶς τὸν ἀδελφό σου, ποὺ εἶναι μπρὸς στὰ μάτια σου; Εἶναι κι ἄλλοι ποὺ λένε πὼς ἀγαποῦνε τάχα τοὺς ἀνθρώπους καὶ δὲν τοὺς μέλει γιὰ τὸ Θεὸ· δὲν τὸν εἴδανε καὶ δὲν τὸν ξέρουν τὸ Θεό, δὲν τὸν χρειάζονται γιὰ σωτήρα καὶ δὲν τὸν φοβοῦνται γιὰ κριτή. Κι αὐτοὶ ψεῦτες εἶναι καὶ ὑποκριτές. Γιατί ὅποιος δὲν ξέρει τὸ Θεὸ μήτε τὸν ἄνθρωπο γνωρίζει κι ὅποιος δὲ συναντήθηκε μέσα του μὲ τὸ Θεὸ μήτε καὶ τοὺς ἀνθρώπους συναντάει γύρω του.

 

Ὁ ἀρχιτελώνης Ζακχαῖος, ὅταν εἶδε καὶ γνώρισε τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὕστερα προχώρησε στοὺς ἀνθρώπους· ἔκαμε τὸ δεύτερο βῆμα στὸ δρόμο γιὰ τὴ σωτηρία του. Ἡ ἔμπρακτη μετάνοιά του εἶναι τύπος καὶ ὑπογραμμὸς γιὰ κάθε ἁμαρτωλό, ποὺ ξεκινάει γιὰ νὰ σωθῆ καὶ ποὺ πραγματικὰ κι ἀληθινὰ μετανοεῖ. Ἀλλιῶς ἡ μετάνοια εἶναι ἕνας ἐμπαιγμὸς πρὸς τὸ Θεὸ καὶ μιὰ ψευτιὰ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους· τάχα πὼς λυπόμαστε γιὰ τὴν ἀσέβεια καὶ γιὰ τὴν ἀδικία μας, τάχα πὼς μετανοοῦμε γιὰ τὶς πράξεις μας καὶ γιὰ τὸ βίο μας καὶ μένουμε πάντα οἱ ἴδιοι, ἀμετανόητοι κι ἀδιόρθωτοι.

 

Ὁ Θεὸς γιὰ τὴν παρακοὴ τῶν Πρωτοπλάστων καὶ τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου, μιὰ κι ὁ κόσμος δὲν εἶχε τί νὰ δώση, ἔδωκε τὸν υἱὸ Του τὸ μονογενῆ καὶ σὺ γιὰ τὴν ἁμαρτία σου καὶ γιὰ τὴν ἀδικία σου δίνεις μόνο λόγια; Ὁ Θεὸς τὸ ἄδικο δὲν τὸ θέλει μὲ κανέναν τρόπο, γι’ αὐτὸ ὅποιος ἔκλεψε, ὅποιος ἔφαγε τὸν ξένο κόπο, ὅποιος ἐδάνεισε καὶ πῆρε τὸ σπίτι τοῦ ἀδελφοῦ του, ὅποιος ἐζύγισε ξύγγικα, ὅποιος καταπάτησε τὸ ξένο χωράφι, ὅποιος ἐπῆρε χρήματα τῆς Ἐκκλησίας, ὅλοι ὅσοι κάμανε ἀδικία καὶ λένε πὼς μετανοοῦνε, νὰ κάμουν ἔμπρακτη μετάνοια· νὰ πάψουνε ν’ ἀδικοῦν καὶ νὰ δώσουνε πίσω τὰ ξένα. Γιατί ἀλλιῶς ἡ μετάνοιά τους εἶναι ψεύτικη καὶ δὲν τὴ δέχεται ὁ Θεός.

Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Ὁ Χριστὸς ἦλθε γιὰ νὰ βρῆ καὶ νὰ σώση τοὺς ἁμαρτωλούς. Βρίσκει πάντα ἐκείνους ποὺ ζητοῦνε νὰ τὸν βροῦν καὶ σώζει ἐκείνους ποὺ δείχνουν ἔμπρακτη μετάνοια. Ἄμποτε κι ἐμεῖς νὰ ‘μαστε ἀπ’ αὐτούς, γιὰ ν’ ἀκούσουμε στὴν ψυχή μας τὸν παρήγορο ἐκεῖνο λόγο· Σήμερα ἔγινε σωτηρία σὲ τοῦτο τὸ σπίτι. Ἀμήν.

2.

Στὴν μετάνοια τοῦ Ζακχαίου (Λουκ. 19, 1-10)

Μελέτιος Καλαμαρᾶς (Μητροπολίτης Νικοπόλεως καί Πρεβέζης)

Ἀδύνατο νά τά παραβλέψεις.

Ὑπάρχουν κάποια πράγματα πού μᾶς προβληματίζουν πάντοτε πολύ. Ἕνα ἀπό τά πιό συγκλονιστικά, πού προβληματίζει ἀκόμη καί ἄνθρωπο ἀπό πέτρα, εἶναι νά φεύγει ἀπό τή ζωή, ξαφνικά καί χωρίς αἰτία, ἕνας νέος ἄνθρωπος. Ἕνα παιδί, ἄς ποῦμε, τότε πού τό καμάρωνε ὁ πατέρας καί ἡ μητέρα του.

Ἄν βέβαια σκεπτόμαστε βαθειά καί σοβαρά, ὁ θάνατος ἀκόμη καί ἑνός ἑκατόχρονου, θά μᾶς συγκλόνιζε.

Θά μᾶς ἔβαζε τήν σκέψη:

Πῶς πάω; Κάνω καλά; Σκέπτομαι καλά; Βαδίζω καλά; Ποῦ στέκω; Τελειώνουν ἐδῶ τά πάντα ἤ ὑπάρχει αἰώνια ζωή;

Ὁ ἄνθρωπος, ἀντιμέτωπος σέ τέτοια γεγονότα, ἀρχίζει καί «ψάχνεται». Ψάχνει μέσα καί ἔξω. Θέλει νά βρεῖ μιά ἱκανοποιητική ἀπάντηση γιά τόν ἑαυτό του…

Πόσες φορές στή ζωή μας, δέν ἔχομε περάσει ὅλοι μας τέτοιους προβληματισμούς; Καί ὅταν βλέπομε ἀνάλογες ὀδυνηρές καταστάσεις, κουνᾶμε τό κεφάλι καί λέμε γι’ αὐτόν πού τίς ἀντιμετωπίζει: «Θεέ μου, κρᾶτα τόν ἄνθρωπο. Βοήθησέ τον. Στήριξέ τον νά τό περάσει σωστά».

 

Ποιό εἶναι τό «σωστά»;

 

Θά τό ποῦμε μέ βάση τό ἅγιο Εὐαγγέλιο. Τί ἀκούσαμε;

Ἀξίζει τόν κόπο;

Ἕνας ἄνθρωπος, ὁ Ζακχαῖος, πολύ πλούσιος καί μέ μεγάλο ἀξίωμα, ἄκουσε ὅτι περνᾶ ἀπό τόν τόπο του ὁ Χριστός.

Εἶχε φτάσει στ’ αὐτιά του, ὅτι ὁ Χριστός ἔκανε πολλά θαύματα, ἀκόμη καί νεκρούς ἀνάσταινε. Ἀλλά τό πιό σπουδαῖο ἦταν ὅτι κήρυττε τήν αἰώνια ζωή καί τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἔλεγε μάλιστα, ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ζεῖ ἀντίθετα στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί νά περιμένει νά βρεθεῖ κοντά Του στήν αἰώνια ζωή.

Ὅλα αὐτά τόν εἶχαν προβληματίσει τόν Ζακχαῖο. Εἶχε ἀναστατωθεῖ.

Δίκηο εἶχε!

Ποιός δέν ταράζεται στήν σκέψη, ὅτι κινδυνεύει ἀντί νά πάει στό φῶς, νά πάει στό σκοτάδι. Ἀντί νά πάει στήν αἰώνια χαρά, νά βρεθεῖ στήν αἰώνια κόλαση.

Και μέσα στήν ταραχή του, ὁ Ζακχαῖος πῆρε μιά ἀπόφαση ἤ μᾶλλον ἔκανε μιά σκέψη διαφορετική:

–Βρέ, καλά τό σκέπτομαι; Ἀξίζει τόν κόπο νά ἀνησυχῶ γιά τά μελλούμενα; Γιατί ἄν τό ἀποφασίσω καί ἀλλάξω τρόπο ζωῆς, τί θά γίνουν οἱ διασκεδάσεις μου; Οἱ χαρές μου; Ἡ ζωή μου, πού ὅπως τήν κάνω τήν χαίρομαι; Τά χρήματα μου, ὅπως καί ἄν τά οἰκονομάω; Πού γεμίζουν κάθε μέρα ὅλο καί πιό πολύ τίς τσέπες μου;

Θά πρέπει ὅλα αὐτά νά τά ἀφήσω στήν ἄκρη;

Μά εὔκολα τά ἀφήνει κανείς;

Ἄρχισε λοιπόν νά σκέπτεται: «ἀξίζει τόν κόπο»;

Ἀπό τήν μιά κάτι τόν ἔτρωγε μέσα του. «Δέν πᾶς καλά» τοῦ ἔλεγε. Ἀπό τήν ἄλλη, ἔκανε τήν σκέψη: «ἀξίζει τόν κόπο»;

Μή μπορώντας νά τά ξεμπερδέψει, πῆρε τήν ἀπόφαση νά πάει νά δεῖ τόν Χριστό, «τίς ἐστίν»;

Νά τόν δεῖ καί νά συμπεράνει ἀπό τό παρουσιαστικό του! Ἀπό τήν ὄψη του. Νά διαπιστώσει, ἄν τά λόγια του καί ὅλα ἐκεῖνα πού λένε ὅτι κάνει, εἶναι ἀληθινά καί πρέπει νά τόν προβληματίσουν γιά τήν αἰώνια ζωή, ἀλλά καί γιά τήν ἐπίγεια πορεία του.

Πῆγε λοιπόν νά τόν δεῖ, μά ἐπειδή ἦταν κοντός ἀνέβηκε πάνω σέ μιά συκομουριά.

Τί μᾶς λέει αὐτό; Ὅλοι μας εἴμαστε πολύ μικροί, προκειμένου νά δοῦμε τόν Χριστό καί νά τόν καταλάβομε.

 

Συνήθως, θέλομε νά τόν καταλάβομε καί νά τόν ἐξηγήσομε, μέ τόν δικό μας τρόπο, γιατί ἐκ τῶν προτέρων εἴμαστε ἀρνητικά τοποθετημένοι ἀπέναντί Του. Γι’ αὐτό, θέλομε νά βρεθοῦμε ἀπό πάνω. Πιό ψηλά. Ἀφοῦ θά τόν κρίνομε γιά νά τόν ἀπορρίψομε…

Κάπως ἔτσι σκεπτόταν ὁ Ζακχαῖος ὅταν ἀνέβαινε ψηλά στή συκομουριά, γιά νά κόψει καλά ὄψη. Καί ὅταν περνοῦσε ὁ Χριστός γούρλωνε τά μάτια του γιά νά δεῖ καί νά κρίνει: «ἀξίζει τόν κόπο νά θυσιάσω τά λεφτά μου, τό ἀξίωμα μου καί τίς διασκεδάσεις μου -ἄσε κάποιους εὐσεβεῖς νά τίς λένε ἁμαρτίες- γιά νά ἀκολουθήσω τόν Χριστό»;

Βαθύς προβληματισμός, πού ἀπασχολεῖ τόν καθένα μας, σέ κάθε στιγμή τῆς ζωῆς του. Καί νομίζομε ὅτι θά τόν λύσομε μέ τό μυαλουδάκι μας. Πιστεύομε ὅτι ἡ φαιά οὐσία μας, εἶναι πολύ πολύτιμη καί ἀρκεῖ γιά ὅλα.

Ἔτσι πῆγε καί ὁ Ζακχαῖος γιά νά λύσει τό πρόβλημά του καί νά μείνει ἥσυχος. Νά πάψει ἡ ταραχή.

Ἡ στάση τοῦ πατέρα μας

Κάποτε ἕνα παιδάκι, ζήλεψε τά χρήματα τοῦ πατέρα του καί πῆγε καί τοῦ ἔκλεψε κάτι λίγα.

Καί μετά; Μετά, τό μικρό δέν μποροῦσε νά ἡσυχάσει. Τό ἔφαγε ἡ συνείδησή του. Κάθε φορά πού ἔβλεπε τόν πατέρα του ἀναστατωνόταν. Δέν εἶχε μάτια νά σηκώσει νά τόν δεῖ στό πρόσωπο. Ἔσκυβε κάτω καί ἔφευγε γιά ἀλλοῦ.

Ἤθελε νά τοῦ τό πεῖ, μά πῶς νά ἀνοίξει τό στόμα του; Πῶς νά τοῦ πεῖ: «πατέρα, ξέρεις, σέ ἔκλεψα». Αἰσθανόταν ὅτι τό στόμα του δενόταν μέ σιδερένιες ἁλυσίδες. Μέσα στήν πολλή του ταραχή, ἔκανε τήν σκέψη, ὅτι δέν μπορεῖ πιά νά ζεῖ ἔτσι στό ἴδιο σπίτι μέ τόν πατέρα του. Δέν μπορεῖ νά συνεχίζεται αὐτό τό μαρτύριο.

Πῆρε λοιπόν ἕνα χαρτί, καί ἔγραψε αὐτό πού ἤθελε νά τοῦ πεῖ. Κάποτε πού βρέθηκε κοντά στόν πατέρα του, ἔσκυψε τό κεφάλι καί τοῦ ἔδωσε τό χαρτάκι πού ἐξιστοροῦσε τήν ἁμαρτία του.

Ἐνῶ ὁ πατέρας τό διάβαζε, τό μικρό εἶχε σκύψει βαθειά τό κεφάλι, ἀλλά σήκωνε τό μάτι νά δεῖ τί θά κάνει. Ὅταν τελείωσε τό διάβασμα, τόν εἶδε νά κάνει κομματάκια τό χαρτί καί νά τό πετᾶ στό τζάκι.

Μετά ἀγκάλιασε τό παιδί του, καί τό φίλησε. Διηγεῖτο τό παιδί ὅταν μεγάλωσε:

«Ἐκείνη τήν στιγμή, ἀγάπησα τόν πατέρα μου. Ἐκείνη τήν στιγμή, κατάλαβα τί ἦταν γιά μένα ὁ πατέρας μου. Καί τόν ἔβαλα στήν καρδιά μου. Αὐτό τό γεγονός, δέν θά τό ξεχάσω ποτέ. Τότε κατάλαβα τί σημαίνει ἀγάπη. Τότε ἄρχισα νά ἀγαπῶ τόν πατέρα μου σωστά».

Σταθερότητα στό καλό

Νά λοιπόν ὁ Ζακχαῖος πάνω στή συκομουριά. Ὁ Χριστός πλησιάζει. Καί τί κάνει;

Κάτι καλύτερο ἀπό τόν πατέρα πού ἀναφέραμε.

Στέκεται ἀπό κάτω καί τοῦ λέει:

«Ζακχαῖε, κατέβα γρήγορα. Σήμερα θά ρθῶ στό σπίτι σου. Θέλω νά μέ φιλοξενήσεις».

Κατέβηκε ἀμέσως ὁ Ζακχαῖος καί ὑποδέχθηκε τόν Χριστό στό σπίτι του. Τόν περιποιήθηκε, ἔκανε τραπέζι καί μαζεύτηκαν πολλοί. Ἴδια φάρα. Πλούσιοι καί ἁμαρτωλοί.

Ὅλοι τους νά τρῶνε μέ τόν Χριστό.

Κάποιοι, ἄρχισαν τήν μουρμούρα: «Μά πού βρῆκε νά πάει ὁ εὐλογημένος. Σ’ αὐτόν τόν ἄνθρωπο μέ τόν παρᾶ καί τήν ἁμαρτία «τσουβάλι». Δέν πήγαινε σέ κανένα καλό ἄνθρωπο»;

Ὁ Ζακχαῖος, ἦταν ἐνδεχόμενο νά καταλήξει στό συμπέρασμα:

-Μωρέ μπράβο! Μέ τέτοια δημοσιότητα πού πῆρα, θά αὐξηθοῦν οἱ δουλειές μου καί συνεπῶς καί τά χρήματά μου. Θά ἀνεβεῖ τό κοινωνικό μου ἐπίπεδο, ἀφοῦ ἕνας τέτοιος προφήτης, δάσκαλος καί θαυματουργός ἦλθε σπίτι μου.

Καλά τά κατάφερα.

Μά αὐτό πού θά τό ἔκαναν πολλοί καί θά σταματοῦσαν ἀπότομα καί στραβά τόν προβληματισμό, δηλαδή θά ἔσβυναν τό φῶς πού τούς ἔρριξε ὁ Θεός γιά νά βροῦν τό δρόμο τό σωστό, ὁ Ζακχαῖος δέν τό ἔκανε. Δέν ἔμεινε ἐκεῖ. Ἀλλά βλέποντας τήν καλωσύνη, τήν ἀγάπη καί τήν στοργή τοῦ Χριστοῦ· διαπιστώνοντας ὅτι ὄντως ἦλθε νά σώσει τόν κόσμο, ὅτι ἔψαξε νά τόν βρεῖ, τοῦ εἶπε:

-Κύριε, τό ξέρω. Ἄσχημα βάδιζα, καί ἄσχημα μάζευα. Λοιπόν. Τά μισά στούς φτωχούς. Ἄν τυχόν κανένα τόν ἔβλαψα, τοῦ τά γυρίζω τετραπλάσια. Καί ἀπό τώρα κοντά Σου.

Ἀπάντησε ὁ Χριστός:

-Μή φοβᾶσαι. «Σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο». Σήμερα μπῆκε ἡ σωτηρία στό σπίτι σου. Ἡ ὥρα αὐτή δέν εἶναι ὥρα θυσίας, ἐπειδή θυσίασες κάποια πράγματα, ἀλλά πλούτου. Τώρα γεμίζει τό σπίτι σου.

Τί γεμίζει; Ἀπό αἰώνια ζωή, ἀπό ὅλα τά ἀγαθά τοῦ Θεοῦ.

Τί μεγαλύτερο ἀπό τήν σωτηρία καί τήν αἰώνια ζωή;

Αὐτά πού ἔχομε, ὅλα, θά τελειώσουν.

Ἔφαγες, ἤπιες; Θά τελειώσει.

Χόρτασες; Θά τελειώσει.

Καλοντύθηκες; Θά τελειώσει.

Ἔκανες ἁμαρτίες; Ζημιά ἔχεις.

Μάζεψες ἄδικα; Ζημιά ἔχεις.

Τά ἔχεις νόμιμα καί ἀπό τόν κόπο σου; Καί αὐτά θά τελειώσουν μιά μέρα.

Χρησιμοποίησέ τα λοιπόν γιά τό καλό. Τό δικό σου· τῶν παιδιῶν σου· τοῦ κόσμου.

Κάνε τα πλοῦτο πνευματικό, μέ τά λόγια σου, μέ τόν τρόπο πού ἀξιολογεῖς τά ἐπίγεια, μέ τά καλά σου ἔργα. Φρόντισε νά γεμίσουν τίς ψυχές τῶν γύρω σου μέ φρόνημα ἀληθινό, μέ τά λόγια τοῦ Θεοῦ, μέ τό θέλημα Του τό ἅγιο.

Λύσεις μέ τό φῶς τοῦ Εὐαγγελίου

Ἀπό ἐκείνη τήν ἡμέρα ὁ Ζακχαῖος ἀκολούθησε τόν Χριστό. Ἔγινε ἀπόστολος. Καί ἀρχιερέας σέ μιά πόλη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ἔγινε καί μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ. Μεγάλος στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Αὐτό σημαίνει τό «σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο». Λύτρωση, πλοῦτος οὐράνιος ἀπό τήν δόξα τοῦ Χριστοῦ. Ἀπό τή Βασιλεία Του.

Καί σ’ ἐμᾶς, δίνει πολλές ἀφορμές ὁ Θεός νά προβληματιζόμαστε γιά τό πῶς βαδίζομε.

Βαδίζεις καλά; Στέκεις καλά; Σκέπτεσαι καλά;

Ἐρωτήματα πού πρέπει νά μᾶς βασανίζουν· ἀλλά νά τά λύνομε, ὄχι μέ τό φῶς τοῦ μυαλοῦ μας μόνο, μέ τήν σκέψη μας, μέ ὑπολογισμούς, ἀλλά πρῶτα καί κύρια μέ τό φῶς τοῦ Θεοῦ.

Τό μυαλό μας, χωρίς τό φῶς τοῦ Θεοῦ γεμίζει σκοτάδι. Γι’ αὐτό ἔχομε ἀνάγκη ἀπό φῶς πνευματικό, πού εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ἡ μεγαλύτερη εὐεργεσία πού μποροῦμε νά κάνομε στόν ἑαυτό μας, εἶναι νά μελετᾶμε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ.

Καί ἀκόμη νά προσευχόμαστε, νά νηστεύομε καί νά θέλομε ὅλο καί περισσότερο νά σκεπτόμαστε «κατά Θεόν».

Τί συμβαίνει τότε;

Ὁ ἄνθρωπος βλέπει τά λάθη του, ἐνῶ πρίν δέν τά ἔβλεπε καί θέλει νά ἐπιστρέψει.

Πότε ἐπιστρέφει ἀληθινά;

Ὅταν πεῖ: «σπίτι μου εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Φαγητό μου, τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ». Εἶπε ὁ Κύριος: «Λάβετε φάγετε». Νά χορτάσετε μιά γιά πάντα. Νά μήν εἶσθε πεινασμένοι.

Τί ἄλλο πρέπει νά κάνει;

Νά ζητήσει νά ξεφορτωθεῖ τό βάρος του.

-Κύριε, τά πετάω ἀπό πάνω μου τά ἁμαρτήματά μου.

Πῶς; Μέ τήν ἐξομολόγηση.

Ἔτσι μπαίνει ὁ ἄνθρωπος στό δρόμο τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ὁ προβληματισμός γίνεται ὠφέλιμος καί δέν γυρίζει, αὐτός πού μετανοεῖ, μετά ἕνα μήνα πάλι στά ἴδια σάν τό μαγγανοπήγαδο. Γιατί τότε θά ἔχομε ταραχή στήν ταραχή. Ἔστω καί ἄν νομίζεις ὅτι ἡ ζωή σου εἶναι γλέντι καί τραγούδι.

Ἔτσι εἶναι ὁ κόσμος, ἄν δέν βρεῖς λιμάνι τόν Χριστό, πέτρα τόν Χριστό πού θά ἀκουμπήσεις νά στηριχθεῖς;….

Ἡ προθέρμανση

Ἕνα παιδάκι βρῆκε μιά χελώνα καί τήν τσίγκλαγε μέ ἕνα ξυλάκι γιά νά βγεῖ ἀπό τό καβούκι της καί νά προχωρήσει. Μά ὅσο τήν ἐνοχλοῦσε ἐκείνη μαζευόταν πιό πολύ.

Τοῦ λέει ὁ πατέρας του:

-Λάθος δρόμο διάλεξες. Βάλτην νά ζεσταθεῖ λίγο στόν ἥλιο καί μόνη της θά περπατήσει. Ἔτσι ἔκανε τό παιδί καί ἡ χελώνα ἄρχισε νά περπατᾶ.

Καί ἐμεῖς χρειαζόμαστε προθέρμανση στά πνευματικά. Πῶς γίνεται;

Εἶσαι πατέρας; Ζέστανε τό παιδί σου μέ τό λόγο σου. Μέ τήν ἀγάπη σου. Εἶσαι μητέρα; Κάνε τό ἴδιο.

Εἶσαι μεγάλος; Σπουδαῖος;

Γνώριζε ὅτι γιά τόν Χριστό εἶσαι παιδάκι! Καί γιά τήν Ἐκκλησία μας, τήν μητέρα μας, εἶσαι παιδί. Τρέξε στήν ἀγκαλιά τους, γιά νά αἰσθανθεῖς τήν ζεστασιά τῆς ψυχῆς καί νά ἀρχίσεις νά σκέπτεσαι σωστά.

Τότε θά ἔρθει ἡ σωτηρία μέσα σου. Καί στό σπίτι σου· καί στό περιβάλλον σου· καί στήν οἰκογένειά σου.

Αὐτόν τόν προβληματισμό μᾶς προτείνει ὁ ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ Ζακχαῖος.

Γιατί καί αὐτός ἐπειδή προβληματίστηκε σωστά, ἄφησε τόν Χριστό νά τόν μαζέψει, μέ τόν τρόπο Του.

Μᾶς διδάσκει ἀκόμη, ὅτι πρέπει καί ἐμεῖς νά ψάξομε, νά τό θελήσομε, νά βρεθοῦμε κοντά στόν Χριστό. Γιά νά μαζέψει καί ἐμᾶς μέ τήν καλωσύνη Του καί μέ τό φῶς Του.

Τί νά εὐχηθοῦμε;

Μιά καί τό σπουδαιότερο ἀπό κάθε τί ἄλλο στόν κόσμο εἶναι ἡ αἰώνια ζωή, νά τήν ἀναζητοῦμε διαρκῶς.

Καί νά παρακαλοῦμε τόν Κύριο, κανένα νά μή στερήσει ἀπό τήν χαρά τῆς Βασιλείας Του. Ἀμήν.

3.

Συνάντηση μὲ τὸν Χριστὸ (Λουκ. ιθ΄1-10)

Καραγιάννης Νικάνωρ (Ἀρχιμανδρίτης)

Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ εἶναι μιὰ προετοιμασία γιὰ τὴν κατανυκτικὴ περίοδο τοῦ Τριωδίου ποὺ ἀνοίγεται μπροστά μας. Μέσα ἀπὸ τὴ γνωστὴ ἱστορία τῆς συνάντησης τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸν Ζακχαῖο καλούμαστε καὶ ἐμεῖς νὰ ἀναζητήσουμε, νὰ ἀνακαλύψουμε, καὶ τελικὰ νὰ ζήσουμε τὴ δική μας προσωπικὴ «μυστικὴ» συνάντηση μὲ τὸν Χριστὸ μέσα στὸ σῶμα Του, τὴν Ἐκκλησία.

Ἐπιθυμία τοῦ Θεοῦ ἤ τοῦ κόσμου;

Ἕνας διακεκριμένος θεολόγος τοῦ καιροῦ μας μέσα ἀπὸ μιὰ ἐνδιαφέρουσα προσέγγιση βαθαίνει τὸν ἐσωτερικό μας στοχασμὸ καὶ διάλογο γιὰ νὰ ξαναδοῦμε ἂν κάτι μᾶς ἑλκύει ἤ ἐνδεχομένως μᾶς ἐμποδίζει νὰ συναντήσουμε τὸν Χριστό. Ὁ Ζακχαῖος ἤθελε νὰ δεῖ τὸν Χριστό, τὸ ἤθελε τόσο πολύ, ὥστε ἡ ἐπιθυμία του τράβηξε τὴν προσοχὴ τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἐπιθυμία εἶναι ἡ ἀρχὴ τοῦ παντός. Ὅπως λέει τὸ εὐαγγέλιο, «ὅπου γὰρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν» (Ματθ. 6,21).

 

Τὰ πάντα στὴ ζωὴ μᾶς ἀρχίζουν ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία, ἐπειδὴ ὅτι, ἐπιθυμοῦμε εἶναι καὶ αὐτὸ ποὺ ἀγαποῦμε, αὐτὸ ποὺ μᾶς τραβάει ἀπὸ μέσα, αὐτὸ στὸ ὁποῖο παραδινόμαστε. Ὁ Ζακχαῖος ἀγαποῦσε τὸ χρῆμα, καὶ κατὰ τὴ δική του παραδοχή, γιὰ νὰ τὸ ἀποκτήσει δὲν εἶχε κανέναν ἐνδοιασμὸ νὰ κλέβει τοὺς ἄλλους. Ἐπίσης, ἀγαποῦσε τὸν πλοῦτο, ἀλλὰ μέσα του ἀνακάλυψε μιὰ ἄλλη ἐπιθυμία, ἤθελε κάτι ἄλλο, καὶ αὐτὴ ἡ ἐπιθυμία ἔγινε κεντρικὴ στιγμὴ τῆς ζωῆς του. Αὐτὴ ἡ εὐαγγελικὴ ἱστορία θέτει ἕνα ἐρώτημα καὶ στὸν καθένα μας: Τί ἀγαπᾶμε, τί ἐπιθυμοῦμε, ὄχι φυσικὰ ἐπιπόλαια ἀλλὰ κατὰ βάθος;

 

Καλὸ θὰ ἦταν λοιπόν, νὰ ἐξετάζουμε τὸν ἑαυτό μας, ἂν ἐπιθυμοῦμε κάτι ἀληθινὸ καὶ οὐσιαστικὸ ἤ ἀκόμη -ἀπορροφημένοι συνήθως ἀπὸ μιὰ πληθώρα πραγμάτων καὶ ἐνδιαφερόντων- παραδινόμαστε σὲ ἐναγώνιες προσπάθειες, ποὺ κάνουν νὰ ξεχνᾶμε τὸ σκοπὸ τῆς ζωῆς καὶ νὰ χανόμαστε μέσα στὸν «ὄχλο τῶν παθῶν» μας καὶ τὴν τύρβη τοῦ κόσμου.

Προϋποθέσεις συνάντησης μὲ τον Χριστό

Ὁ Ζακχαῖος ζοῦσε σὲ μιὰ φαυλότητα, ἦταν ὅμως καλοπροαίρετος, γιατί «εἶχε ψυχὴ ἐπιτήδεια πρὸς ἀρετήν», κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ. Γι’ αὐτὸ μπόρεσε νὰ κατεβεῖ ἀπὸ τὴ «συκομορέα» του, δηλαδὴ ἀπὸ τὸν ἐγωισμὸ καὶ τὴ φιλαυτία του, γιὰ νὰ συναντήσει τὸν Χριστὸ ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους. Ὁ ἐγωισμὸς μᾶς ἐγκλωβίζει καὶ δὲν μᾶς ἀφήνει νὰ δοῦμε τὸν Θεό. Τοποθετεῖ ἕνα πέπλο ἀνάμεσα στὸν ἑαυτό μας καὶ τοὺς ἄλλους. Ὑψώνει ἕνα ἀδιαπέραστο τεῖχος ἀνάμεσα στὸν Θεὸ καὶ τὸν συνάνθρωπο. Ὁ Ζακχαῖος ἦταν «κοντός». Εἶχε φυσικὰ καὶ πνευματικὰ ἐμπόδια ποὺ δὲν τὸν ἄφηναν νὰ συναντήσει τὸν Χριστό. Ὅμως ὑπερνίκησε τὶς δυσκολίες ποὺ μέχρι τότε τὸν καθήλωναν στὸν ἀτομικισμό του. Ταπεινώνεται, καὶ ἔτσι ὑπερβαίνει κυριολεκτικὰ τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτό.

Ἐδῶ βρίσκεται τὸ κομβικὸ σημεῖο, καθὼς ὁ ἄνθρωπος ἀνακαλύπτει τί ἀκριβῶς θέλει ἤ, μᾶλλον, διαχωρίζει τὰ πολλὰ θέλω τῆς πεσμένης ἀνθρώπινης φύσης καὶ τοῦ κόσμου ἀπὸ τὸ θέλω τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Εὐαγγελίου Του, χτυπώντας τὴν πόρτα τῆς μετάνοιας. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀρχὴ μιᾶς διαφορετικῆς πορείας στὴ ζωή μας, στὴ διάρκεια τῆς ὁποίας συνειδητοποιοῦμε ὅτι ὁ Θεὸς ἐνεργεῖ μέσα μας καὶ γύρω μας «πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως». Νιώθουμε τότε τὸ ἐσωτερικὸ ἄγγιγμα τῆς Χάριτός Του μέσα ἀπὸ καταστάσεις καὶ γεγονότα τῆς καθημερινότητάς μας καὶ τότε ἀκοῦμε νὰ μᾶς λέει «σήμερον ἐν τῷ οἴκῳ σου δεῖ με μεῖνε».

 

Αὐτὸ σημαίνει ὅτι συναντᾶμε τὸν Θεό, κάθε φορὰ ποὺ ζοῦμε τὸ μυστήριο τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ μέσα στὸ γεγονὸς τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν αἰσθανόμαστε τὴ θεία κοινωνία τροφή, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ ζοῦμε μία ζωὴ ποὺ ἀρχίζει ἐδῶ, ἀλλὰ καὶ συνεχίζεται στὴν αἰωνιότητα. Ὅταν νιώθουμε τὴν ἐξομολόγηση λουτρὸ καθαρισμοῦ, ποὺ μᾶς πλένει ἀπὸ ἐνοχὲς καὶ μᾶς θεραπεύει ἀπὸ πάθη. Ὅταν φωτιζόμαστε ἀπὸ τὴ μελέτη καὶ τὴν ἀκοὴ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ στὴ σύγχυση καὶ τὰ σκοτάδια τῆς ζωῆς. Ἀκόμη συναντᾶμε τὸν Θεὸ ὅταν ζοῦμε τὴν παρουσία Του μέσα στὸ θαῦμα τῆς ζωῆς καὶ τῆς φύσης ἤ στὸ μυστήριο τοῦ θανάτου. Στὶς δύσκολες καὶ ὀδυνηρὲς καταστάσεις ποὺ μᾶς συγκλονίζουν ἀλλὰ καὶ στὶς ὅποιες χαρούμενες στιγμὲς μᾶς γεμίζουν εὐτυχία.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, γιὰ ὅσους ὅμως ἔχουν παραδοθεῖ στὴν ἐπιθυμία τοῦ κόσμου ὅλα αὐτὰ δὲν σημαίνουν τίποτα. Καὶ ὅμως αὐτοὶ τῶν ὁποίων «ἡ καρδία εἶναι καιομένη» συναντοῦν τὸν Χριστὸ ἐκεῖ ποὺ οἱ ἄλλοι δὲν τὸν ὑποψιάζονται καὶ τὸν βλέπουν ἐκεῖ ποὺ οἱ ἄλλοι τὸν ἀγνοοῦν. Ἀμήν.

4.

Ὁ Ζακχαῖος (Λουκ.19, 1—10) (ἡ νοσταλγία)

Schmemann Alexander (Protopresbyter (1921-1983)

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία γιὰ νὰ μᾶς προετοιμάσει γιὰ τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ἀρχίζει νὰ μᾶς ἀναγγέλλει τὸν ἐρχομὸ της ἕναν ὁλόκληρο μήνα πρὶν αὐτὴ ἀρχίσει. Πόσο δύσκολο εἶναι νὰ καταλάβει ὁ ἄνθρωπος πὼς πέρα ἀπὸ τὴν ἀφοσίωσή του στὶς ἀναρίθμητες ἀσχολίες τῆς ζωῆς, θὰ πρέπει νὰ ἀφιερώσει ἐπίσης φροντίδα γιὰ τὴν ψυχή, γιὰ τὸν ἐσωτερικό του κόσμο.

 

Ἄν εἴμασταν λίγο πιὸ σοβαροί, θὰ βλέπαμε πόσο σημαντική, οὐσιαστικὴ καὶ θεμελιώδης εἶναι ἡ φροντίδα τῆς ψυχῆς. Θὰ κατανοούσαμε τότε τὸν ἀργὸ καὶ μυστηριώδη ρυθμὸ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Γνωρίζουμε φυσικὰ τὸ νόημα ποὺ ἔχει ἡ τροφὴ γιὰ τὴ ζωή μας. Μερικὲς τροφὲς εἶναι καλὲς καὶ θρεπτικές, ἄλλες εἶναι ἀνθυγιεινές· κάποιες εἶναι βαριές, πρέπει νὰ προσέξουμε. Προσπαθοῦμε πολὺ νὰ ἐξασφαλίσουμε πὼς ἡ τροφὴ ποὺ τρῶμε εἶναι καλὴ γιά μᾶς.

 

Καὶ εἶναι κάτι πολὺ περισσότερο ἀπὸ εὐσεβὲς ρητορικὸ σχῆμα ὅταν λέμε πὼς καὶ ἡ ψυχὴ χρειάζεται νὰ τραφεῖ, πὼς «οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος» (Ματθ. 4,4). Ὅλοι μας ξέρουμε πὼς χρειαζόμαστε χρόνο γιὰ διάβασμα, γιὰ στοχασμό, γιὰ συζήτηση, γιὰ διασκέδαση. Ἀκόμη κι αὐτὰ ὅμως τὰ φροντίζουμε πολὺ λίγο, τὰ προσέχουμε ἐλάχιστα, ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς ὑγιεινῆς. Ἐπιδιώκουμε τὸ ἐλαφρὺ διάβασμα, τὰ πειράγματα ἀντὶ γιὰ τὴ συζήτηση, τὴ διασκέδαση ἀντὶ γιὰ τὴν ψυχαγωγία.

 

Δὲν καταλαβαίνουμε πὼς ἡ ψυχὴ παθαίνει δυσκοιλιότητα πολὺ εὐκολότερα ἀπ’ ὅ,τι τὸ πεπτικό μας σύστημα, καὶ πὼς οἱ συνέπειες μιᾶς δυσκοίλιας ψυχῆς εἶναι πολὺ πιὸ ἐπιβλαβεῖς. Τόσος χρόνος ἀφιερώνεται στὰ ἐξωτερικὰ πράγματα, καὶ πολὺ λίγος στὴν ἐσωτερικὴ ζωή. Πλησιάζουμε ὅμως τώρα αὐτὴ τὴν ἐποχὴ τοῦ ἔτους ποὺ ἡ Ἐκκλησία μᾶς κάλει νὰ θυμηθοῦμε τὴν ὕπαρξη αὐτοῦ τοῦ ἐσωτερικοῦ ἀνθρώπου καὶ νὰ θορυβηθοῦμε ἀπὸ τὴν ἀμνησία μας, ἀπὸ τὸν δίχως νόημα παραλογισμὸ μέσα στὸν ὁποῖο βρισκόμαστε, ἀπὸ τὴ σπατάλη τοῦ πολύτιμου χρόνου ποὺ μᾶς ἔχει δοθεῖ τόσο φειδωλά, ἀπὸ τὴν ἄγαρμπη καὶ μικροπρεπῆ σύγχυση μέσα στὴν ὁποία ζοῦμε.

 

Ἡ Σαρακοστὴ εἶναι καιρὸς μετανοίας, καὶ μετάνοια εἶναι ἡ ἐπανεξέταση, ἡ ἐπανεκτίμηση, τὸ νὰ βαθύνει κανεὶς καὶ νὰ φέρει τὰ πάνω κάτω. Μετάνοια εἶναι τὸ ἐπώδυνο ξεσκέπασμα τοῦ παραμελημένου, ξεχασμένου, μολυσμένου «ἐσωτερικοῦ» ἀνθρώπου.

 

Ἡ πρώτη ἀναγγελία τῆς σαρακοστῆς, ἡ πρώτη ὑπενθύμιση προέρχεται ἀπὸ μία μικρὴ εὐαγγελικὴ ἱστορία γιὰ ἕναν ἐντελῶς ἀσήμαντο ἄνθρωπο, «μικρὸν τῷ δέμας», ποὺ τὸ ἐπάγγελμα τοῦ φοροεισπράκτορα ποὺ ἐξασκοῦσε, τὸν χαρακτήριζε, τὴν ἐποχὴ ἐκείνη καὶ σ’ ἐκείνη τὴν κοινωνία, ὡς πλεονέκτη, ἀπάνθρωπο καὶ ἀνέντιμο.

 

Ὁ Ζακχαῖος ἤθελε νὰ δεῖ τὸν Χριστό· τὸ ἤθελε τόσο πολύ, ὥστε ἡ ἐπιθυμία του τράβηξε τὴν προσοχὴ τοῦ Ἰησοῦ. Ἡ ἐπιθυμία εἶναι ἡ ἀρχὴ τοῦ παντός. Ὅπως λέει τὸ εὐαγγέλιο, «ὅπου γὰρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν» (Ματθ. 6,21). Τὰ πάντα στὴ ζωὴ μας ἀρχίζουν μὲ κάποια ἐπιθυμία, ἐπειδὴ ὅ,τι ἐπιθυμοῦμε εἶναι καὶ αὐτὸ ποὺ ἀγαποῦμε, αὐτὸ ποὺ μᾶς τραβάει ἀπὸ τὰ μέσα, αὐτὸ στὸ ὁποῖο παραδινόμαστε. Γνωρίζουμε πὼς ὁ Ζακχαῖος ἀγαποῦσε τὸ χρῆμα, καὶ κατὰ τὴ δική του παραδοχὴ γνωρίζουμε πὼς γιὰ νὰ τὸ ἀποκτήσει δὲν εἶχε κανένα ἐνδοιασμὸ νὰ κλέβει ἄλλους. Ὁ Ζακχαῖος ἦταν πλούσιος καὶ ἀγαποῦσε τὸν πλοῦτο, ἀλλὰ μέσα του ἀνακάλυψε μιὰ ἄλλη ἐπιθυμία,ἤθελε κάτι ἄλλο, καὶ αὐτὴ ἡ ἐπιθυμία ἔγινε κεντρικὴ στιγμὴ τῆς ζωῆς του.

 

Αὐτὴ ἡ εὐαγγελικὴ ἱστορία θέτει ἕνα ἐρώτημα στὸν καθένα μας: τί ἀγαπᾶμε, τί ἐπιθυμοῦμε, -ὄχι φυσικὰ ἐπιπόλαια, ἀλλὰ βαθιά. Δὲν ὑπάρχει κανένας μυστηριώδης δάσκαλος ποὺ νὰ περπατᾶ στὴν πόλη σας, ποὺ νὰ περιβάλλεται ἀπὸ τὸ πλῆθος. Εἶναι ὅμως ἔτσι; Δὲν ὑπάρχει κάποια μυστηριώδης κλήση ποὺ περνᾶ κάθε στιγμὴ ἀπὸ τὴ ζωή σας· καὶ κάπου στὰ βάθη τῆς ψυχῆς σας, δὲν αἰσθανεσθε κάποιες φορὲς μιὰ νοσταλγία γιὰ κάτι τὸ διαφορετικὸ ἀπ’ αὐτὸ ποὺ γεμίζει τὴ ζωή σας ἀπὸ τὸ πρωὶ μέχρι τὸ βράδυ; Σταματῆστε γιὰ μιὰ στιγμή, προσέξτε, εἰσέλθετε στὴν καρδιά σας, ἀφουγκραστεῖτε τὸ ἐσωτερικό σας, καὶ θὰ βρεῖτε μέσα σας τὴν ἴδια ἀκριβῶς παράξενη καὶ ὄμορφη ἐπιθυμία.

 

Ὁ Ζακχαῖος ἦρθε ἀντιμέτωπος χωρὶς αὐτὸ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει, εἶναι κάτι ὅμως ποὺ σχεδὸν ὅλοι μας φοβούμαστε καὶ τὸ καταπιέζουμε μὲ τὸ θόρυβο καὶ τὴ ματαιότητα ὅλων αὐτῶν ποὺ μᾶς περιστοιχίζουν. «Ἰδοὺ ἐστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω» (Άποκ. 3,20). Ἀκοῦς τὸ σιγανὸ κτύπημα; Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη πρόσκληση τῆς ἐκκλησίας, τοῦ Εὐαγγελίου, καὶ τοῦ Χριστοῦ: ἐπιθύμησε κάτι ἄλλο, πάρε μιὰ βαθιὰ ἀναπνοὴ ἀπὸ κάτι ἄλλο, θυμήσου κάτι ἄλλο. Καὶ τὴ στιγμὴ ἀκριβῶς ποὺ σταματᾶμε γιὰ νὰ ἀκούσουμε αὐτὴ τὴν κλήση εἶναι σὰν ἕνα φρέσκο καὶ εὐχάριστο ἀεράκι νὰ φυσᾶ στὸ μουχλιασμένο ἀέρα τῆς ἄχαρης ζωῆς μας, καὶ ἀρχίζει ἔτσι ἡ ἀργὴ ἐπιστροφή.

 

Ἐπιθυμία. Ἡ ψυχὴ παίρνει μιὰ βαθιὰ ἀνάσα. Ὅλα γίνονται -ἔχουν κιόλας γίνει- διαφορετικά, νέα, ἀπεριόριστα σημαντικά. Ὁ ἀνθρωπάκος, μὲ τὰ ματιὰ του καρφωμένα στὸ χῶμα πάνω σὲ γήινες ἐπιθυμίες, τώρα παύει νὰ εἶναι ἀνθρωπάκος καθὼς ἀρχίζει ἡ νίκη μέσα του. Ἐδῶ βρίσκεται ἡ ἀρχή, τὸ πρῶτο βῆμα ἀπὸ τὰ ἔξω πρὸς τὰ μέσα, πρὸς αὐτὴ τὴ μυστηριώδη πατρίδα ποὺ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, συχνὰ ἀσυνείδητα, νοσταλγοῦν καὶ ἐπιθυμοῦν.

5.

Ζακχαῖος

Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))

Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ του Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Tὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο εἶναι ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ μᾶς προετοιμάζουν γιὰ τὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ. Αὐτὰ τὰ ἀναγνώσματα ποὺ ξεκίνησαν τὴν προηγούμενη ἑβδομάδα δὲν εἶναι ἁπλὰ ἀσύνδετα μεταξύ τους· μᾶς δείχνουν πῶς νὰ προετοιμάσουμε τοὺς ἑαυτοὺς μας καὶ ὅπως μιὰ σκάλα, μᾶς ὁδηγοῦν στὴν στιγμὴ ποὺ θὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ συναντηθοῦμε μὲ τὴν πιὸ σπουδαία πραγματικότητα τῆς ἱστορίας, τὸ πιὸ σπουδαῖο γεγονὸς της – τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Θὰ ἤθελα νὰ προσέξετε δύο πράγματα στο σημερινὸ Εὐαγγέλιο.

Ὁ Ζακχαῖος ἦταν κοντὸς στὸ ἀνάστημα καὶ ὅμως ἤθελε νὰ δεῖ τὸν Χριστὸ, νὰ Τὸν δεῖ κατάματα καὶ γιὰ νὰ τὸ ἐπιτύχει, σκαρφάλωσε σὲ μιὰ συκομουριὰ γιὰ νὰ μπορέσει νὰ δεῖ πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια τοῦ πλήθους ποὺ εἶχε συγκεντρωθεῖ γιὰ νὰ Τὸν δεῖ. Αὐτὸ εἶναι ἕνα γεγονὸς ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ ἐπίσης καὶ μιὰ εἰκόνα ἀπὸ τὴν ὁποία μποροῦμε νὰ ὠφεληθοῦμε. Εἴμαστε ὅλοι τόσο μικροὶ· ὄχι μόνο σωματικὰ, ἀλλὰ πνευματικὰ, ἀπὸ κάθε ἄποψη, οἱ καρδιὲς μας εἶναι πολὺ μικρὲς, ὁ νοῦς μας εἶναι περιορισμένος. Ἄν ἐπιθυμοῦμε νὰ συναντήσουμε τὸν Χριστὸ καὶ νὰ Τὸν δοῦμε καθὼς εἶναι πραγματικά, δὲν ἀρκεῖ νὰ προσπαθήσουμε – πρέπει νὰ σκαρφαλώσουμε, πρέπει νὰ ἐπωφεληθοῦμε ἀπὸ ἕνα ὕψος ποὺ δὲν εἶναι δικό μας γιὰ νὰ δοῦμε αὐτὸ ποὺ διαφορετικὰ δὲν θὰ μπορούσαμε οὔτε νὰ δοῦμε, οὔτε νὰ καταλάβουμε. Αὐτὸ τὸ ὕψος ποὺ εἶναι προφανῶς τόσο ταπεινὸ ὅσο τὸ δέντρο ὅπου σκαρφάλωσε ὁ Ζακχαῖος, εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴ διδασκαλία της, τὴν ἐμπειρία της ποὺ δὲν ἐκφράζεται μόνο προφορικὰ μέσα ἀπὸ τὶς διδαχὲς, ἀλλὰ μὲ τὸν τρόπο ποὺ ζεῖ, ἐπειδὴ ζῶ χριστιανικὰ σημαίνει ζῶ μιὰ ζωὴ ποὺ ἀφαιρεῖ κάθε τι περιττὸ.

 

Ὁ Ζακχαῖος ἴσως νὰ μὴν τὸ ἔκανε γιὰ τὸ λόγο ποὺ κι ἐμεῖς συχνὰ δὲν τὸ κάνουμε, γιὰ τὸν ἴδιο λόγο· ἴσως ἦταν πολὺ ὑπερήφανος, ματαιόδοξος, ἴσως εἶχε βασιστεῖ πολὺ στὶς ἱκανότητες του, ἴσως νὰ μὴν εἶχε σκεφτεῖ, ὅπως πολλοὶ ἔκαναν, κάνουν καὶ θὰ κάνουν, ποὺ πιστεύουν ὅτι δὲν χρειάζονται τὴν ταπεινὴ βοήθεια ποὺ τοὺς προσφέρεται, ἐπειδὴ μποροῦν νὰ φθάσουν μόνοι τους ψηλά. Ὅμως ὁ Ζακχαῖος δὲν νικήθηκε ἀπὸ τὴν ματαιοδοξία, τὴν ὑπερηφάνεια, ἐπειδὴ κάτι συνέβη μέσα του, καθὼς βλέπουμε στὸ τέλος τοῦ ἀναγνώσματος, καθιστώντας ἀπολύτως ἐπιτακτικὴ γι’ αὐτὸν τὴν ἀνάγκη νὰ συναντήσει τὸν Χριστὸ. Ἦταν πλέον ὥριμος καὶ ἐκείνη τὴ στιγμὴ καθὼς γνωρίζει ὁ καθένας ὅταν φθάσει αὐτὴ ἡ ὥρα – εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ ἀντιμετωπίσουμε ὄχι μόνο τὴν κριτική καὶ τὸ μῖσος καὶ τὴν ἐναντίωση, εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ ἀντιμετωπίσουμε ἀκόμη καὶ τὴν γελοιοποίηση, νὰ συμπεριφερόμαστε μ’ ἕναν τρόπο παράξενο γιὰ τὸ περιβάλλον μας.

 

Αὐτὸ τὸ πρόσωπο ἦταν, ὅπως θὰ λέγαμε σήμερα, διευθυντὴς τραπέζης καὶ ὅμως δὲν φοβήθηκε οὔτε ντράπηκε τὰ γέλια ποὺ προξενοῦσε στὸ πλῆθος ἐπειδὴ ἦταν ἕτοιμος νὰ πάει πέρα ἀπὸ αὐτό. Τὸν ἐνδιέφερε περισσότερο νὰ συναντήσει τὸν Χριστὸ ἀπὸ τὸ ν’ ἀνησυχεῖ γιὰ τὸ τὶ θὰ μποροῦσαν νὰ σκεφτοῦν ἐκεῖνοι ποὺ δὲν εἶχαν φτάσει στὸ ἐπίπεδο τῆς δικῆς του ὡριμότητας νὰ ἀγωνιοῦν γιὰ τὴν αἰωνιότητα. Καὶ ὁ Χριστὸς τὸν εἶδε, ἐπειδὴ μόνο αὐτὸς εἶχε ξεπεράσει τὴν ματαιοδοξία καὶ τὴν ὑπερηφάνειά του γιὰ νὰ Τὸν συναντήσει. Ὁ λόγος φαίνεται ἀπὸ τὰ τελευταῖα λόγια τοῦ Εὐαγγελίου, δηλαδὴ στὴν ἑτοιμότητά του νὰ τακτοποιήσει τὴ ζωή του γιὰ ν’ ἀξίζει στὸν Καλεσμένο ποὺ θὰ ἐρχόταν στὸ σπίτι του.

 

Aὐτὲς οἱ εἰκόνες δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ μᾶς δώσουν ἕνα σημαντικὸ μάθημα; Τὸ γεγονὸς ὅτι εἴμαστε ὅλοι τόσο ἀσήμαντοι κι ὅμως προτιμοῦμε νὰ στέκουμε ἀγέρωχοι μέσα στὴν ὑπερηφάνεια, στὴν ματαιοδοξία μας, στὴν τυφλότητά μας ἀπὸ τὸ νὰ ὠφεληθοῦμε ἀπὸ τὴν ἐμπειρία αἰώνων πάνω σὲ πράγματα ποὺ δὲν καταλαβαίνουμε, ποὺ φαίνονται τόσο ταπεινὰ, τόσο μακρυνὰ, μακρυὰ ἀπὸ τὴν μεγαλοπρέπεια ποὺ ἀναζητοῦμε, ἐπειδὴ αὐτὸ ποὺ ψάχνουμε εἶναι ἡ μεγαλοπρέπεια πέρα ἀπὸ αὐτὸ ποὺ πραγματικὰ εἴμαστε, ἀντὶ νὰ ἀναζητοῦμε τὴν σωτηρία ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς βρεῖ ὅπου κι ἄν βρισκόμαστε. Αὐτὴ ἡ ματαιοδοξία καὶ ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ποὺ μᾶς σταματᾶ.

 

Δὲν εἶναι κάτι ποὺ πρέπει νὰ μάθουμε νὰ νικᾶμε; Δὲν μποροῦν νὰ νικηθοῦν μὲ σκέψη, στοχασμὸ ἤ προσευχή. Μόνο ὅταν τὶς ἐκθέτουμε, τὶς περιφρονοῦμε, τόσο ποὺ οἱ ἄλλοι ἴσως νὰ μᾶς ἀπεχθάνονται, τότε μποροῦμε νὰ τὶς ξεπεράσουμε, διὸτι μόνο τότε στεκόμαστε ἐνώπιον τῆς κρίσης τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Ἀλήθειας ποὺ μιλοῦν στὴν συνείδησή μας. Κι ἄν θέλουμε στὸ τέλος νὰ φέρουμε καρποὺς χάριν τῆς ὀδύνης, τῆς λαχτάρας γιὰ Θεό, τότε πρέπει νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ ἐνεργήσουμε, ὄχι νὰ περιμένουμε ἕναν μυστικὸ φωτισμὸ, ὄχι κάποια πνευματικὴ ἐμπειρία ποὺ εἶναι πάνω ἀπὸ ἐμᾶς, ἀλλὰ νὰ κάνουμε πράγματα ποὺ εἶναι γιὰ τὰ δικά μας μέτρα.

 

Ὁ Ζακχαῖος ὑποσχέθηκε νὰ διορθώσει τὴ ζωή του. Εἴμαστε ἕτοιμοι κι ἐμεῖς νὰ δοῦμε τὴ ζωή μας κάτω ἀπὸ τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ, νὰ τὴν διορθώσουμε, νὰ δεχτοῦμε ν’ ἀναγνωρίσουμε τὸ πνευματικό, διανοητικὸ καὶ συναισθηματικό μας ἀνάστημα καὶ νὰ ἐπωφεληθοῦμε ἀπὸ τὴν βοήθεια ποὺ μᾶς προσφέρει ἡ σοφία αἰώνων ποὺ ὁδήγησε ἑκατομμύρια ἀνθρώπων στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ; Ἀμήν.

6.

Ἡ πρώτη Ἀνάσταση

Βαρνάβας Λαμπρόπουλος (Ἀρχιμανδρίτης)

Ποιὸ εἶναι τὸ μεγαλύτερο θαῦμα τοῦ Χριστοῦ; Ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου, θὰ ἀπαντούσαμε οἱ περισσότεροι. Ὁ ἀββὰς Ἰσαὰκ ὁ Σύρος διαφωνεῖ, λέγοντας: Αὐτὸς ποὺ συναισθάνεται τὶς ἁμαρτίες του καὶ μετανοεῖ εἰλικρινά, εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ αὐτὸν ποὺ ἀνασταίνει νεκρούς. Ἡ ἀνάσταση ἑνὸς ἁμαρτωλοῦ ἀπὸ τὴ νέκρα τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὴν ἀνάσταση τοῦ σώματος ἑνὸς νεκροῦ.

Ὁπωσδήποτε ὅλες οἱ σωματικὲς ἀναστάσεις εἶναι συγκλονιστικὰ θαύματα τοῦ Χριστοῦ ἢ τῶν Ἁγίων του καὶ μαρτυροῦν γιὰ τὴ νίκη του ἐπὶ τοῦ θανάτου καὶ γιὰ τὴν «κοινὴν ἀνάστασιν» τῶν σωμάτων μας, ποὺ θὰ μᾶς χαρίσει κατὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία του. Ὅμως ἡ μετοχή μας στὴν αἰώνια δόξα τῆς Βασιλείας του προϋποθέτει τὸ ἀσύγκριτα συγκλονιστικότερο θαῦμα τῆς ἀνάστασης τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν θάνατο τῆς ἁμαρτίας.

Ἀναγκαία ἡ συνεργασία μας

Ἕνα τέτοιο θαῦμα παρακολουθοῦμε στὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή. Καὶ βλέπουμε ὅτι, γιὰ νὰ συντελεστεῖ μία τέτοια ἀνάσταση, δὲν ἀρκεῖ τὸ ἐξουσιαστικὸ πρόσταγμα τοῦ Χριστοῦ. Χρειάζεται ἀπαραίτητα καὶ ἡ συνεργασία τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Λάζαρος δὲν συνεργάστηκε μὲ τὸν Χριστὸ γιὰ τὴν ἀνάστασή του. Πῶς θὰ μποροῦσε ἄλλωστε εὑρισκόμενος στὸν τάφο. Ὁ Χριστὸς ἀνάστησε τὸν Λάζαρο ἐπειδὴ μόνο ὁ Ἴδιος τὸ θέλησε.

Ὁ Ζακχαῖος ὅμως δούλεψε σκληρὰ γιὰ τὴ δική του ἀνάσταση. Ξεκίνησε ἀπὸ τὴν ἔντονη ἐπιθυμία νὰ συναντήσει τὸν Χριστό, ἀκούγοντας ὅτι εἶναι κάποιος ποὺ τουλάχιστον δὲν βλέπει τοὺς ἁμαρτωλοὺς ρατσιστικά. Ἀψήφησε τὰ σχόλια -ἴσως καὶ τὶς εἰρωνεῖες- τοῦ κόσμου, ὅταν λόγω συνωστισμοῦ ἀνέβηκε σὲ μία συκομουριὰ γιὰ νὰ δεῖ τὸν Χριστό, ἐπειδὴ ἦταν κοντός. Καὶ τὸ πιὸ δαπανηρό: Ἐπέβαλε στὸν ἑαυτὸ του τὸ πιὸ σκληρὸ ἴσως «μνημόνιο» στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρώπινης οἰκονομίας, ὅταν εἶδε τὸν κόσμο νὰ γογγύζει γιὰ τὸ ὅτι ὁ Χριστός, ὄχι ἁπλῶς γύρισε νὰ τὸν κοιτάξει, ἀλλὰ τὸν κάλεσε μὲ τὸ ὄνομά του καὶ θέλησε νὰ φιλοξενηθεῖ στὸ σπίτι του. Τὸ «μνημόνιο» περιλάμβανε προσφορὰ τῆς μισῆς περιουσίας του στοὺς φτωχοὺς καὶ ἀποκατάσταση ὅσων ἀδίκησε στὸ τετραπλάσιο.

Ἡ πορεία τῆς μετανοίας

Αὐτὸ τὸ τόσο ριζικὸ ξεθεμέλιωμα τοῦ πάθους τῆς φιλαργυρίας ἦταν καρπὸς τῆς πνευματικῆς ἀνάστασης τοῦ Ζακχαίου καὶ μαρτυρία τῆς δυναμικῆς μετανοίας του. Πῶς γίνεται ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἦταν ἐξαρτημένος ἀπὸ τὴν ἀγάπη τῶν χρημάτων σὲ βαθμὸ ποὺ νὰ μὴ διστάζει νὰ καταπιέζει τοὺς ἄλλους, ἕνας τόσο πωρωμένος ἄνθρωπος, νὰ μεταβαίνει ἐκ τοῦ θανάτου τῆς ἁμαρτίας στὴν ἐν Χριστῷ ζωή;

Ὁ Θεὸς δὲν σώζει τὸν ἄνθρωπο οὔτε μαγικὰ οὔτε μὲ ἐξαναγκασμό. Περιμένει ἀφ’ ἑνὸς τὴν πρόσκληση τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἀφ’ ἑτέρου τὴ σταθερὴ μετάνοιά του. Ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος λέει ὅτι, ὅσο κι ἂν σακατευτεῖ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὰ πάθη, ὅσο κι ἂν γίνει ἄτονος, δηλαδὴ χωρὶς σφυγμό, ὅμως ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ ζητήσει τὸν ἀληθινὸ ἰατρό, ἀκριβῶς ὅπως τὸ βρέφος, ποὺ ἀκόμα δὲν ἔκανε τὰ πρῶτα του βήματα, ἔστω κι ἂν δὲν μπορεῖ νὰ περπατήσει πρὸς τὴ μητέρα του, ὅμως «κυλίεται καὶ βοᾷ καὶ κλαίει» ζητώντας τὴ μητέρα του «ἐν πόνῳ καὶ κραυγῇ».

Μία «μητρικὴ» ἀγκαλιά, λοιπόν, ζητοῦσε ὁ Ζακχαῖος. Ἢ μᾶλλον ἀναζητοῦσε τὴν ἀγκαλιὰ Ἐκείνου, ποὺ εἶναι πιὸ ζεστὴ καὶ ἀπὸ τὴν ἀγκαλιὰ μιᾶς μητέρας. Ὁ Ἴδιος εἶπε ὅτι «ἀκόμα κι ἂν μία μάνα ξεχάσει τὰ παιδιά της, ἐγὼ δὲν θὰ σὲ ξεχάσω» (Ἠσ. 49,15). Γι’ αὐτὸ σὰν παιδάκι σκαρφάλωσε ὁ ἀρχιτελώνης στὴ συκομουριά, γιὰ νὰ ἀκουστεῖ πιὸ δυνατὰ τὸ σιωπηρὸ κλάμα τῆς πονεμένης ψυχῆς του.

Ἡ ἀναζήτηση τοῦ «χαμένου προβάτου»

Καὶ ὁ Χριστός, δείχνοντας ὅτι οὐσιαστικὰ γι’ αὐτὸν πέρασε ἀπὸ τὴν Ἱεριχώ, τοῦ εἶπε: Ζακχαῖε, γρήγορα κατέβα κάτω. Σήμερα πρέπει νὰ μείνω στὸ σπίτι σου. Μὲ ἄλλα λόγια, τοῦ εἶπε: Ἐσὺ ἐλεύθερα μοῦ ἄνοιξες τὴν πόρτα τῆς καρδιᾶς σου. Αὐτὸ εἶναι τὸ σημαντικότερο. Χωρὶς αὐτὴ τὴν ἀνταπόκριση, δὲν θὰ μποροῦσα νὰ σὲ σώσω. Τὴν ἔχω ἀνάγκη αὐτὴ τὴ συνεργασία. Αὐτὸ εἶναι τὸ ὑψωμένο χέρι σου, γιὰ νὰ σὲ κρατήσω καὶ νὰ σὲ ἀναστήσω. Καὶ αὐτὸ γιὰ Μένα εἶναι πρόσκληση νὰ μπῶ καὶ στὸ σπίτι σου. Κι ἐκεῖ, τελικά, δὲν θὰ μὲ περιποιηθεῖς ἐσύ, ἀλλὰ ἐγὼ «περιζώσομαι καὶ ἀνακλινῶ σε καὶ παρελθὼν διακονήσω σοι» (Λουκ. 12, 37). Ἐγὼ θὰ φορέσω ποδιά, θὰ σὲ βάλω νὰ καθίσεις καὶ θὰ σὲ σερβίρω. Σήμερα ἔφερα τὴ σωτηρία σ’ αὐτὸ τὸ σπίτι. Γι’ αὐτὸ ἦρθα στὸν κόσμο: Γιὰ νὰ ἀναζητήσω καὶ νὰ σώσω τὰ χαμένα πρόβατά μου.

 

Λέει τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ στὴν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη: «Μακάριος καὶ ἅγιος ὁ ἔχων μέρος ἐν τῇ ἀναστάσει τῇ πρώτῃ· ἐπὶ τούτων ὁ δεύτερος θάνατος οὐκ ἔχει ἐξουσίαν». Δηλαδή: Ὁ δεύτερος θάνατος, ὁ ὁριστικὸς χωρισμὸς τοῦ ἀμετανόητου ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεὸ κατὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία του, δὲν θὰ ἀπειλήσει κανέναν ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἀγωνίζονται δυναμικὰ καὶ σταθερὰ ἐδῶ καὶ τώρα γιὰ τὴν ἐν Χριστῷ «πρώτη ἀνάστασή» τους. Τὴν ἀνάσταση τῆς διαρκοῦς μετανοίας τους.

7.

Εἰς τὸν Ζακχαῖον τὸν τελώνην

Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος

 

Οἱ τῶν καλῶν ἐρῶντες, οὐδὲν ἀπέχουσι τῶν διψώντων, ὦ ἀγαπητοί. Ὅσῳ γὰρ οὐχ εὑρίσκουσι τὸ ζητούμενον, τοσούτῳ πρὸς τὴν δίψαν τῶν ποθουμένων καίονται· καὶ νύκτωρ μὲν φαντάζονται τὰς ποθουμένας, ὡς διψῶντες, πηγάς· μεθ’ ἡμέραν δὲ τόπον ἐκ τόπου περιερχόμενοι, ὅμμασι πολυκινήτοις περιβλεπόμενοι, ζητοῦσι τὰ τῆς καρδίας ποθούμενα.

Καὶ ὥσπερ ὁδοιπόροι ἐν ὥρᾳ καύσωνος τὴν ἄνυδρον γῆς διατρέχουσιν, ὑπὸ τῆς δίψης πιεσθέντες, καὶ τὰς πηγὰς περιβλέπονται, ὡς πολλάκις καὶ ἐπὶ βουνοὺς ἀνατρέχοντας αὐτοὺς ὅπου πηγή· κἄν ἴδωσιν αὐτὴ πόρρωθεν, χαίρουσι, καὶ ἐπιτείνονται τὴν πορείαν πρὸς αὐτὴν σπεύδοντες· εἶτα ἐλθόντες ἐπὶ τὴν πηγὴν τὴν δίψαν τῷ ὕδατι παύσουι τοιοῦτοί εἰσιν οἱ φιλόχριστοι ἄνδρες.

 

Ἐν γὰρ τῇ ἡμέρα τὸν ποθούμενον αὐτοῖς Χριστὸν ἔργοις ἀγαθοῖς ἐκζητοῦσι, καὶ ἐν νυκτὶ δι’ εὐχῶν προσομιλοῦσιν αὐτῷ καὶ ἐν τοῖς ὕπνοις μετ’ αὐτοῦ βηματίζειν φαντάζονται· ἐὰν ἐν ὁράμασιν αὐτὸν ἴδωσι πόρρωθεν, χαίρονται καὶ ἀγάλλονται, ὥσπερ οἱ διψῶντες, ὅταν εὕρωσι τὰς ποθουμένας πηγάς· καὶ πάλιν διυπνισθέντες καθεύδειν ἐθέλουσιν, ἵνα τῇ αὐτῇ ὁπατασίᾳ τοῖς ὕπνοις περιτύχωσι.

 

Τοιοῦτος ἦν καὶ Ζακχαῖος ὁ ἀρτίως ὑμῖν ὑπὸ εὐαγγελίου διαναγνωσθείς. Ὅρα γὰρ μοι αὐτὸν καὶ τρέχοντα, καὶ πόθῳ φλεγόμενον θείῳ καὶ ἐπὶ τὸ δένδρον ἀναβαίνοντα, καὶ Ἰησοῦν περιβλεπόμενον, ὅπως ἴδῃ τὴν ζωοφόρον πηγήν.

 

Θεωρήσας δὲ Ζακχαῖος τὸν Κύριον, τὴν μὲν ὅρασιν ἀνέπαυσε, τὴν δὲ καρδίαν πλέον πρὸς πόθον ἐξέκαυσεν. Εἰσελθὼν δέ, φυσίν, ὁ Ἰησοῦς εἰς Ἱεριχώ, διήρχετο. Καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ὀν ὀνόματι Ζακχαῖος· καὶ οὗτος ἦν ἀρχιτελώνης, καὶ οὗτος ἦν πλούσιος· καὶ ἐπιθύμει ἰδεῖν τὸν Ἰησοῦν, ὅτι ἐκεῖ ἔμελλε διέρχεσθαι.

 

Ὅρα μοι πόθον ἄνθρώπου, ἀγαπητέ. Καὶ οὐκ ἠδύνατο βλέπειν ἀπὸ τοῦ ὄχλου, ὅτι μικρὸς ἦν τῇ ἡλικίᾳ. Καὶ προλαβὼν εἰς τὰ ἔμπροσθεν, ἀνέβη ἐπὶ συκομορέαν, ἵνα ἴδῃ τὸν Ἰησοῦν, ὅτι ἐκεῖθεν ἤμελλε διέρχεσθαι· Ζακχαῖος ὁ τὴν ἡλικίαν τοῦ σώματος μικρός, τῇ δὲ φρονήσει τοῦ πνεύματος μέγας, ἐζήτει ἰδεῖν τὸν Ἰησοῦν, ἐπεθύμει ἰδεῖν τὸν Θεὸν ἐν ἀνθρώποις τὰ οὐράνια χαριζόμενον· ἐζήτει ἰδεῖν τὸν τῶν ἀγγέλων κτίστην, καὶ τοῦ οὐρανίου καὶ ὑπεργείου φωτὸς λαμπαδοθέτην βήμασιν ἀνθρωπίνοις περιπατοῦντα· ἐζήτει ἰδεῖν πῶς ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης ἐν τῇ νεφέλῃ τοῦ σώματος καθεζόμενος, τῶν πιστῶν τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς καρδίας κατήυγασεν· ἐζήτει ἰδεῖν τὸν Θεὸν Ἰησοῦν, τὸ καλὸν σχῆμα, τὸ ποθεινὸν πρᾶγμα, τὸ γλυκὺ ὄνομα Ἰησοῦν, τὸν ἐκ τοῦ ὀνόματος πρᾶγμα σημαίνοντα· ἐπεθύμει ἰδεῖν τὸ πορφυρόμαλλον πρόβατον, οὗ τὸ αἷμα τὴν οἰκουμένην ἐξηγόρασε, καὶ ὁ πόκος αὐτοῦ ἀπὸ Ἀδὰμ μέχρι τέλους γυμνωθέντας ἐσκέπασεν· ἐπιθύμει ἰδεῖν ὁ αἰχμάλωτος στρατιώτης τὸν ἴδιον βασιλέα, τὸ πρόβατον τὸν ποιμένα, ὁ πεπλανημένος τὴν ὁδὸν, ὁ ἐσκοτισμένος τὸ φέγγος· ἐπεθύμει ἰδεῖν τὸν τῆς εὐσεβείας κήρυκα, ὁ μὴ ἔχων τὸ τῆς θεογνωσίας γλυκύτατον ἄρτυμα· ἐζήτει ἰδεῖν ὁ ἄρρωστος τὴν ὑγείαν, ὁ πεινῶν τὸν οὐράνιον ἄρτον, ὁ διψῶν τὴν ζωοφόρον πηγήν· ἐπεθύμει ἰδεῖν τὸν τῶν ἱερέων ζωοδότην, καὶ ἐξυπντιστὴν τοῦ Λαζάρου.

 

Ὤ ἔρωτος θείου, ὤ ἐπιθυμίας ! ὤ ἔρωτος χρυσοπτέρον, μᾶλλον δὲ Χριστοῦ, τοῦ τὴν ἔχουσαν αὐτὸν ψυχὴν εἰς οὐρανοὺς ἀναφέροντος!

 

Ἤδη ὁ Θεῖ ος ἔρως ὁ ἄρας αὐτὸν ἀπὸ τῆς γῆς, δενδροβάτην παρισκεύασεν• οὐκ ἔτι τὰ ἐπίγεια βλέπειν αὐτὸν ἤδη, οὔκ ἔτι ἀνθρώποις συνεχώρησεν αὐτὸν ὁμιλεῖν• ἀλλὰ πρὸς θείαν βλέψας ἀγάπην, τὰ οὐράνια ἐξεδέχετο• ἀπ’ ἐκεῖνων πρὸς ἐκεῖνα ἔτρεχε πρὸς ἅ ἠπείγετο, καὶ ἐπὶ τὸ δένδρον ἀναβὰς πριεβλέπετο τὸν Χριστὸν, καὶ τῇ διανοίᾳ τῆς νεφέλης ἐπέβαινεν.

 

Ἰδὼν δὲ τὸν Χριστὸν ὁ Ζακχαῖος ἁρμοζόντως ἔλεγε• Πρὸς σὲ ἦρα τοὺς ὀφθαλμοὺς μου τὸν κατοικοῦντα ἐν τῷ οὐρανῷ. Εἶδε Ζακχαῖος τὸν Κύριον, καὶ πλέον πρὸς πόθον ἐξεφλέγετο• ἥψατο αὐτοῦ τῆς καρδίας, καὶ ἄλλος ἐξ ἄλλου ἐγίνετο• ἀντὶ τελώνων ζηλωτής, ἀντὶ ἀπίστου πιστός, καὶ ἀντὶ λύκου πρόβατον σφραγιδοφόρον.

 

Τίς οὕτω ποθεῖ πατέρα ἤ μητέρα, τίς οὕτω ποτὲ ἠγάπησε γυναῖκα ἤ τέκνα, ὡς Ζακχαῖος τὸν Κύριον ὡς ἐξ αὐτοῦ τοῦ πράγματός ἐστι δοκιμάσαι; Πάντα γὰρ αὐτοῦ τὰ ὑπάρχοντα διὰ τὸν Χριστὸν τοῖς πένησιν ἔδωκε, καὶ οὕς ἐσυκοφάντησε, τετραπλασίονα, ἀπέδωκεν.

 

Ὤ μαθητοῦ τρόπος ἀγαθός, ὤ διδασκάλου ἐπιείκεια καὶ δύναμις θεία, ἐκ τοῦ ὀφθῆναι μόνον τὸν Ἰησοῦν εἰς πρᾶξιν ἐνάγοντα! Οὕπω γὰρ κατηχητικὸν λόγον τῷ Ζακχαίῳ ἔλεγεν ὁ Κύριος ἀλλὰ ὤφθη μόνον τῷ ποθοῦντι καὶ ἡ τῆς πίστεως δύναμις ὑπὲρ τῆς τοῦ ποθοῦντος καρδίας ἀνείλκετο. Τοτοῦτόν τι γέγονεν καὶ ἐπὶ τῆς αἱμορροούσης• προσελθοῦσα γὰρ τῷ Κυρίῳ, καὶ ἀξιοῦσα αὐτὸν, ἵνα ἰάσησται αὐτὴν, οὐ μὴν ἐξεδέχετο τὴν ἁφὴν τῆς χειρός, ἀλλὰ αὐτὴ προσελθοῦσα ἤψατο αὐτοῦ τοῦ κρασπέδου κρυφίως• καὶ ἡ δύναμις τῆς ἰάσεως ὑπὸ τῆς ἀψομένης ὡς σπόγγος εἵλκετο.

Καὶ ὁ μὲν Ζακχαῖος ἀγνοῶν ἐποίει, θείῳ ζήλῳ φερόμενος, καὶ πνευματικῷ ἔρωτι φλεγόμενος ἐπὶ τὴν συκομορέαν ἔτρεχεν• ὁ δὲ Κύριος μυστικόν τι θεωρήσας, ἔλεγε κατάβηθι• οἶδά σου τὴν ψυχὴν, οἶδά σου τὸν ὅσιον ἔρωτα• Κατάβηθι• μνήσθητι ὅτι ὁ Ἀδὰμ γυμνωθεὶς, ὑπὸ τῆς συκῆς ἐκρύβη• σὺ δὲ θέλων σωθῆναι, ἐπὶ συκομορέαν μὴ ἀνάτρεχε.

 

Δεῖ με τὸ συκόμορον τοῦτο ξηρᾶναι, καὶ ἄλλο φυτεῦσαι, σταυρόν. Ἐκεῖνο χρηστὸν δένδρον ἐστίν, ἐπ’ ἐκεῖνο βήματι ψυχῆς ἀνάτρεχε.

Ἐκεῖθεν γὰρ εἰς οὐρανοὺς ἕτοιμος ἀκονίζῃ• εἰς τοῦτον τὸ δένδρον καὶ ὁ ὄφις τοῖς φύλλοις περιπλέκεται, εἰς τοῦτο κρύπτεται, ἐν τούτῳ ἐνόσσευσε• σπεῦσον, κατάβηθι πρὸ τοῦ αὐτὸν ψιθυρίζειν τῇ ψυχῇ σου, ὡς καὶ ἐπὶ τῆς Εὔας πείσας αὐτὴν γεύσασθαι τῆς γλυκείας ἡδονῆς• σπεῦσον, κατάβηθι• ἕως ἔστηκα ἐγώ, κατάβηθι• ἐμοῦ γὰρ ὁρῶντος αὐτόν, ἐκεῖνος πεφίμωται.

Σπεῦσον, κατάβηθι, οὐ θέλω σε ἐᾶσαι ἐπὶ τὴν συκομορέαν, οὐ θέλω σε ἀπολέσθαι• ἐμὸν γὰρ εἶ πρόβατον, ἐμοὶ προσέδραμες. Σπεῦσον, κατάβηθι, καὶ πρόλαβε εἰς τὸν οἶκον σου• δεῖ με ἀναπαύειν ἐκεῖ.

Ὅπου γὰρ πίστις, ἐκεῖ ἀναπαύομαι• ὅπου ἀγάπη, ἐκεῖ ἀπέρχομαι.

Οἶδα τί μέλλεις ποιεῖν• οἶδα ὅτι ὅλα σου τὰ ὑπάρχοντα μέλλεις διδόναι πένησι καὶ πρῶτον ἀποδιδόναι οἷς ἐσυκοφάντησας, τετραπλασίονα. Παρὰ τοῖς τοιούτοις ἡδέως αὐλίζομαι. Καὶ ὁ Ζακχαῖος σπεύσας κατέβη, καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, καὶ Ἰησοῦν ὑπεδέξατο.

Χαρᾶς δὲ ἐμπλησθείς, σταθεὶς εἶπεν• οὐ περιπατῶν, οὐ καθήμενος, ἀλλὰ σταθείς, ἵνα δείξῃ τὴν τῆς ψυχῆς αὐτοῦ ἀμετάθετον γνώμην σταθεὶς εἶπεν, ὅτε ζέων τῷ πνεύματι, ἀμεταμέλητα νοήσας ἠγωνίζετο• ἤδει γὰρ ὅπου σπείρει, καὶ ὅπου μέλλει θερίζειν καὶ εἶπεν• Ἰδοὺ τὰ ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων μου δίδωμι τοῖς πτωχοῖς• καὶ οὕς ἐσυκοφάντησα, τετραπλασίονα ἀποδίδωμι.

Ὤ ἐξομολόγησις καθαρὰ ἐκ καρδίας καθαρᾶς προερχομένη• ἐξομολόγησις ἀνεπαίσχυντος ἀνεπαισχύντῳ δόξῃ Θεοῦ παρισταμένη, πίστιν ἀποπνέουσι, καὶ δικαιοσύνην ἀνθοῦσα! ἧς δικαιοσύνης καταξιώσειεν ἡμᾶς ὁ τῶν ὅλων Θεός, χάριτι καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.