1.

Οἱ δέκα λεπροί

  1. Κραυγὴ ἱκεσίας

Ἀκούσαμε στὸ σημερινὸ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα ὅτι ὁ Κύριος πλησίασε σὲ ἕνα χωριό, ὅπου Τὸν συν­άντησαν δέκα λεπροί, οἱ ὁποῖοι στάθηκαν μακριά Του καὶ «ἦραν φωνήν», ἔβγαλαν φωνή, φώναξαν δυνατά: «Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς». Ἰησοῦ Κύριε, ἐλέησέ μας. Οἱ λεπροὶ στάθηκαν μακριά, διότι λόγω τῆς ἀσθενείας τους ἦταν, κατὰ τὸν Μωσαϊκὸ Νόμο, ἀκάθαρτοι καὶ δὲν ἐπιτρεπόταν νὰ εἰσέλθουν σὲ κατοικημένη περιοχὴ οὔτε νὰ πλησιάσουν ὑγιὴ ἄν­θρωπο.

«Ἦραν φωνήν». Οἱ δυστυχισμένοι αὐτοὶ ἄνθρωποι μέσα στὴν ἀθλιότητά τους γίνονται διδάσκαλοι προσευχῆς στοὺς πιστοὺς ὅλων τῶν αἰώνων. Ὅταν ἀπευθυνόμαστε στὸν Κύριο, νὰ ὑψώνουμε τὴ φωνή μας γιὰ νὰ μᾶς ἀκούσει. Ὄχι νὰ φωνάζουμε μὲ τὸ στόμα, ἀλλὰ νὰ κραυγάζουμε μὲ τὴν καρδιά. Καὶ ἂν αἰσθανόμαστε ὅτι μᾶς βαραίνουν πολλὰ ἁμαρτήματα, ἂς μὴν ἀπελπιζόμαστε, ἀλλὰ νὰ στεκόμαστε τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς μὲ ταπείνωση καὶ μετάνοια ἐνώπιον τοῦ ἐλεήμονος Θεοῦ καὶ νὰ ζητᾶμε ἐπιμόνως ἔλεος. Ὁ Κύριος δὲν περιφρονεῖ τὶς θερμὲς προσευχὲς τῶν συντετριμμένων καρδιῶν· ἀντίθετα Τὸν λυποῦν καὶ Τὸν δυσαρεστοῦν οἱ προσευχὲς ποὺ ἀναπέμπονται μὲ χαλαρότητα, μετεωρισμό, ἀμελῶς καὶ ραθύμως.

Ἂς φροντίζουμε λοιπὸν ἡ προσευχή μας νὰ γίνεται μὲ συγκέντρωση καὶ θέρμη, ν᾿ ἀνεβαίνει σὰν κραυγὴ στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ· ἔτσι θὰ ἑλκύει πλούσιο τὸ ἔλεός Του.

  1. Κραυγὴ εὐγνωμοσύνης

Στὴν περικοπὴ ὅμως ἀκούσαμε καὶ μιὰ ἄλλη κραυγή: ἑνὸς ἀπὸ τοὺς δέκα λεπροὺς ὁ ὁποῖος, ὅταν εἶδε ὅτι θεραπεύθηκε, ἐπέστρεψε «μετὰ φωνῆς μεγάλης δοξάζων τὸν Θεόν»· προχωροῦσε στὸν δρόμο καὶ φώναζε δυνατὰ καὶ συνέχεια «Δόξα σοι, ὁ Θεός, δόξα σοι, ὁ Θεός». Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ καὶ «ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ εὐχαριστῶν αὐτῷ»· ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπο κατὰ γῆς στὰ πόδια τοῦ Κυρίου καὶ Τὸν εὐχαριστοῦσε. Τί πλούσια εὐγνωμοσύνη! Τί εὐγενικὴ καρδιά!

Παράδοξο ἄκουσμα καὶ σπανιότατο θέαμα: ἕνας ἄνθρωπος βαθύτατα εὐγνώμων, μιὰ μεγαλόφωνη ἐξαγγελία τῆς εὐ­εργεσίας μὲ ταπεινὴ γονυκλισία, μὲ τὸ μέτωπο στὸ χῶμα μπροστὰ στὸν Εὐεργέτη. Δυνατὸ μήνυμα εὐγνωμοσύνης γιὰ ὅλους μας στὴν ἐγωκεντρικὴ ἐποχή μας.

Ἐμεῖς εὐχαριστοῦμε τὸν Θεὸ γιὰ τὶς εὐεργεσίες Του; Καὶ πῶς Τὸν εὐχαριστοῦμε; Ἡ εὐχαριστία μας εἶναι τόσο θερμὴ ὅσο καὶ ἡ ἱκεσία μας; Τὸ σπάνιο λουλούδι τῆς εὐγνωμοσύνης ποὺ εὐδοκιμεῖ στὰ ψηλὰ βουνά, στὶς καρδιὲς τὶς ὑψωμένες πάνω ἀπὸ τὴ φιλαυτία καὶ τὸν ἐγωισμό, εὐωδίασε τοὺς Ναούς μας σήμερα. Ποιὸς θὰ ζηλέψει τὸ ἄρωμα, τὸ κάλλος, τὴν εὐγένειά του καὶ θὰ ποθήσει ν᾿ ἀνθίσει καὶ στὴ δική του καρδιά; Ἀποκτᾶται καὶ καλλιεργεῖται δωρεὰν μὲ λίγο φιλότιμο καὶ ταπείνωση.

  1. Ὁ Σαμαρείτης ξεπέρασε στὴν ἀρετὴ τοὺς Ἰουδαίους

«Καὶ αὐτὸς ἦν Σαμαρείτης». Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ποὺ ἔδειξε τέτοια εὐγνωμοσύνη, ἦταν Σαμαρείτης, δηλαδὴ λιγότερο φωτισμένος ἀπὸ τοὺς ἄλλους· «ἀλλογενής», ὅπως τὸν χαρακτήρισε ὁ Κύριος, ξένος, δὲν ἀνῆκε στὸ γνήσιο ἰουδαϊκὸ ἔθνος. Καὶ ὅμως ξεπέρασε τοὺς Ἰουδαίους στὴν ἀρετὴ καὶ ἔλαβε τὸν ἔπαινο τοῦ Κυρίου. «Πήγαινε στὸ καλό. Ἡ πίστη σου δὲν θεράπευσε μόνο τὸ σῶμα σου, ἀλλὰ ἀποτελεῖ καὶ καλὴ ἀρχή, ποὺ θὰ σὲ ὁδηγήσει καὶ στὴν πνευματικὴ σωτηρία», τοῦ εἶπε…

Εἴμαστε βαπτισμένοι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, ἔχουμε τὴν ἀλήθεια, ζοῦμε μέσα στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Εὐχαριστοῦμε τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ἀνεκτίμητη αὐτὴ δωρεά Του, τὴν ὁποία δισεκατομμύρια ἀνθρώπων δὲν ἀπολαμβάνουν. Τὸ ὅτι ὅμως εἴμαστε Χριστιανοὶ δὲν σημαίνει ὅτι εἴμαστε πιὸ ἐνάρετοι ἀπὸ τοὺς μὴ Χριστιανούς, οὔτε ὅτι ἐμεῖς ἔχουμε βέβαιη τὴ σωτηρία καὶ ἐκεῖνοι τὴν ἀπώλεια. Ὑπάρχουν περιπτώσεις κατὰ τὶς ὁποῖες ἀλλοδαποὶ στὴν πατρίδα μας, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἐγκληματικὴ συμπεριφορὰ ὁμοεθνῶν τους, ἔχουν δείξει ἀρχοντικὴ συμ­περιφορά, ὑποδειγματικὴ ἐργατικότητα καὶ τιμιότητα, ἐλεήμονα διάθεση, σεμνότητα στὴν ἐνδυμασία, αὐταπάρνηση στὴν καθημερινότητά τους· μὲ μόνο ἴσως ἐφόδιο τὴ φωνὴ τῆς συνειδήσεώς τους!

Ἀλλὰ νὰ μὴν πᾶμε τόσο μακριά. Ὑπάρχουν συμπατριῶτες μας ἄσχετοι μὲ τὴν Ἐκκλησία ποὺ μᾶς διδάσκουν μὲ τὴν ἀν­θρωπιά τους ἢ μὲ ἄλλες ἐνάρετες πράξεις τους, καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴν πλευρὰ εἶναι περισσότερο Χριστιανοὶ ἀπὸ πολλοὺς ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς Χριστιανούς. Ἔχουν ἀ­κούσει πολὺ λιγότερα ἀπὸ ἐμᾶς, ἀλλὰ αὐ­τὰ τὰ λίγα ἔχουν καρποφορήσει ἐνδεχομένως πολὺ περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι τὰ πολλὰ ποὺ ἔχουμε ἀκούσει ἐμεῖς.

Συνεπῶς ἂς μὴν ἐπαναπαυόμαστε στὸ ὅτι, ἐπειδὴ κατέχουμε τὴν ἀλήθεια, εἴμαστε οἱ ἐκλεκτοὶ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἂς παραδειγματιζόμαστε καὶ ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς μας αὐτούς. Νὰ ἀγωνιζόμαστε νὰ ζοῦμε τὴν πίστη μας. Νὰ πλουτίζουμε ἀπὸ τὴ θεία Χάρι, ποὺ τόσο πλούσια πνέει μέσα στὴν Ἐκκλησία, νὰ ἐπιδιώκουμε μὲ ὅλες μας τὶς δυνάμεις τὸν ἁγιασμό μας. Καὶ τότε θὰ ἔχουμε τὴ φλόγα καὶ τὴ δύναμη νὰ ἑλκύουμε στὴν ἀληθινὴ πίστη ὅσους ἀπὸ τοὺς μετανάστες καὶ πρόσφυγες ἔχουν καλὴ διάθεση καὶ ἀναζητοῦν τὴν ἀλήθεια.

Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”

2.

 Στὴν θεραπεία τῶν δέκα λεπρῶν

Μελέτιος Καλαμαρᾶς (Μητροπολίτης Νικοπόλεως καί Πρεβέζης)

Ὅταν δέν βλέπομε τά δῶρα τοῦ Θεοῦ

Ὁ μεγάλος Ρῶσσος συγγραφέας, ὀρθόδοξος χριστιανός, ἀπό τούς σοφότερους ἀνθρώπους στόν κόσμο, Θεόδωρος Ντοστογιέφσκι, λέγει:

«Ἡ ζωή, ἐδῶ στή γῆ εἶναι Παράδεισος. Μόνο πού οἱ ἄνθρωποι δέν τό ξέρουν ἤ δέν θέλουν νά τό καταλάβουν».

Τί θέλει νά πεῖ;

Ἔχομε τόσα καλά. Πολλά καλά. Ὁ καθένας πολλά. Ὅλα δῶρα καί εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ. Τά ἔχομε, μά δέν τά βλέπομε. Δέν ψάχνομε νά τά δοῦμε. Νά τά φέρομε στό νοῦ μας. Νά τά συνειδητοποιήσομε.

Καί συμβαίνει νά μήν ἔχω κάτι καί ἡ στέρηση του, μοῦ δηλητηριάζει ὁλόκληρο τό νοῦ καί τήν καρδιά. Καί θεωρῶ τόν ἑαυτό μου χωρίς αὐτό «τό κάτι», πού μπορεῖ νά εἶναι ἕνα τόσο δά πραγματάκι, δυστυχισμένο. Ἀποτέλεσμα; Καταντῶ ὅλο γκρίνια, παραξενιά καί ἰδιοτροπία στήν ἐπικοινωνία μου μέ τούς ἀνθρώπους καί δέν διστάζω νά γογγύζω κατά τοῦ Θεοῦ.

Ἁμαρτίες μεγάλες!

Ὄχι γκρίνια. Προσευχή.

Κάθε πρωτοχρονιά, ἐπικρατεῖ τό ἔθιμο, νά ἀγοράζομε δῶρα γιά μικρούς καί μεγάλους. Σέ κάποιο τόπο, συνήθιζαν νά βάζουν τά δῶρα στά παπούτσια ἤ στίς κάλτσες τῶν ἀγαπητῶν τους. Βέβαια, τίς παλαιότερες ἐποχές, ἐκεῖνοι πού δέν εἶχαν παπούτσια, τό μεγαλύτερο δῶρο πού σκέπτονταν γιά τά παιδιά τους ἤ γιά τόν ἑαυτό τους, ἦταν ἕνα ζευγαράκι παπούτσια, ὁπότε τά παιδάκια στήν καλύτερη περίπτωση, θά εὕρισκαν σάν δῶρο τους, τά ἴδια τά παπούτσια.

Γιά φαντασθεῖτε, ἕνας ἄνθρωπος νά ψάχνει τό παπούτσι του καί τήν κάλτσα του, νά βρεῖ μέσα μιά καραμέλα ἤ ἔστω κάποιο παιγνιδάκι. Καί ἅμα δέν τά βρίσκει, νά ἀρχίζει τήν γκρίνια καί νά μή θυμᾶται ὅτι μέσα σ’ αὐτά τά παπούτσια, βάζει κάτι πολύ πιό πολύτιμο. Τά πόδια του.

Ὅμως, ὑπάρχει κάτι πολύ πιό ἀνώτερο καί πιό ὄμορφο ἀπό τά πόδια. Τά μάτια μας. Ὅταν θέλομε νά προστατεύσομε κάτι τό πολύ σπουδαῖο λέμε: «Νά τό προσέχεις σάν τά μάτια σου». Ἄν μᾶς ρωτήσουν:

«Τί προτιμᾶς νά χάσεις; Χέρι, πόδι ἤ τά μάτια σου;»

Τό χέρι καί τό πόδι, θά πεῖς.

Τά μάτια μας νά εἶναι καλά.

Διηγεῖται ἕνας κληρικός:

Στήν ἐκκλησία πού ἤμουν, ἔψαλλε κάθε Κυριακή ἕνας ἐντελῶς τυφλός. Μά πῶς ἔψαλλε; Ἀριστουργηματικά. Καί τίς λέξεις τίς ἔλεγε καλύτερα ἀπό ἐκείνους πού βλέπουν. Ὁλοκάθαρα! Μέ ὅλο τους τό νόημα. Μέ τά δάκτυλά του, ψηλαφοῦσε ἕνα εἰδικό βιβλίο γιά τυφλούς καί διάβαζε. Ἦταν δέ τόσο εὐσεβής, πού τά ἔλεγε μέ τέτοιο πόνο καί κέφι, πού δέν χόρταινες νά τόν ἀκοῦς.

Ὅταν κουβεντιάζαμε, ἔλεγε:

«Δόξα νἄχει ὁ Θεός, πού μοῦ ἔχει δώσει τό ἐσωτερικό φῶς καί Τόν βλέπω. Καί πιστεύω. Δέν εἶμαι δυστυχισμένος. Εἶμαι εὐχαριστημένος πού ἔχω τά μάτια τῆς ψυχῆς μου ἀνοικτά καί μπορῶ νά διαβάζω τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ, νά τόν κατανοῶ καί νά πιστεύω στόν Κύριο».

Πρῶτα, πρέπει νά ἀναζητοῦμε καί νά «διαβάζομε» τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά μᾶς! Πρῶτα, νά προσπαθοῦμε νά τήν κατανοοῦμε. Μετά ὁτιδήποτε ἄλλο.

Πρῶτα, νά κυττάζομε τόν ἑαυτό μας, νά δοῦμε τί ὄμορφο μᾶς ἔχει δώσει ὁ Θεός, πόσα ὄμορφα δῶρα Του ἔχομε ὁ καθένας μας. Μετά νά κυττάζομε ἄν εἶναι κάτι πού μᾶς λείπει. Τίποτε δέν ἐμποδίζει νά προσπαθοῦμε νά διορθώσομε τήν ἔλλειψή του. Νά τό ἀποκτήσομε καί ἐκεῖνο.

Μά ὄχι μέ γκρίνια καί μαυρίλα στήν ψυχή καί γογγυσμό, ἀλλά μέ τίς καλές μας προσπάθειες, μέ τήν καλή μας ἐπικοινωνία μέ τούς ἀνθρώπους καί μέ τήν πιό καλή ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό.

Δηλαδή μέ τήν ταπεινή προσευχή.

Ὁ πόνος ἑνώνει

Τό σημερινό Εὐαγγέλιο τῶν δέκα λεπρῶν, μᾶς λέει ὅτι αὐτοί οἱ ταλαίπωροι, πού ἔπασχαν ἀπό ἀνίατη ἀσθένεια, εἶχαν ἕνα καλό. Τό καλό ἦταν, ὅτι ἡ ἀρρώστια τούς εἶχε ἑνώσει καί εἶχαν ἀποτελέσει μία καλή παρέα. Καί μάλιστα στήν καλή αὐτή παρέα ὑπαγόταν καί ἕνας Σαμαρείτης. Πού θεωρεῖτο ἐχθρός τοῦ ἔθνους τους. Ἤ κάτι ἀκόμη χειρότερο.

Ἔτσι ἦταν οἱ Σαμαρεῖτες γιά τούς Ἑβραίους.

Οὔτε καλημέρα δέν ἔλεγαν ὅταν συναντιόντουσταν.

Ὅμως οἱ δέκα λεπροί εἶχαν γίνει μιά γροθιά. Τί σημαίνει αὐτό; Ἤξεραν νά ἔχουν κατανόηση, ἀγάπη καί συμπόνια ὁ ἕνας στόν ἄλλο. Νά ἕνας πνευματικός πλοῦτος.

Κάποια μέρα, ἄκουσαν ὅτι περνᾶ ἀπό ἐκεῖ ὁ Χριστός. Ἔτρεξαν ὅλοι μαζί καί στάθηκαν μακρυά.

Γιατί στάθηκαν μακρυά; Ἀξίζει νά τό προσέξομε. Καί σίγουρα θά ποῦμε:

-Μά τί θαυμάσιοι ἄνθρωποι ἦταν αὐτοί οἱ δέκα λεπροί.

Γιατί θαυμάσιοι; Ἡ ὄψη τους, ἦταν ἀποκρουστική. Ὅταν τήν ἔβλεπες, αἰσθανόσουν τόν ἐσωτερικό σου κόσμο νά ταράζεται τόσο πολύ, πού γιά μέρες δέν εἶχες ὄρεξη οὔτε νά φᾶς, οὔτε νά κοιμηθεῖς, οὔτε νά γελάσεις, οὔτε τίποτε. Τέτοια ἦταν ἡ ἐξωτερική τους ἀθλιότητα!

Στάθηκαν λοιπόν μακρυά, ἀπό εὐλάβεια στόν Χριστό καί σεβασμό στούς ἄλλους ἀνθρώπους. Πράγματα πού μερικές φορές δέν τά προσέχομε. Δέν φερόμαστε στούς ἄλλους, μικρότερους ἤ μεγαλύτερους, μέ σεβασμό, ἀγάπη, τιμή.

Εἶναι δύσκολο τό «εὐχαριστῶ»;

Καί ἐνῶ ἦταν μακρυά, ἄρχισαν νά φωνάζουν: «Ἰησοῦ, Υἱέ Δαυΐδ, ἐλέησον ἡμᾶς». Τό «ἐλέησον», σημαίνει «λυπήσου μας».

Ὁ Χριστός δέν χρειάστηκε νά τούς πεῖ «τί θέλετε νά κάνω»; Κατάλαβε ἀμέσως καί τούς εἶπε:

«Πηγαίνετε νά σᾶς δοῦν οἱ ἱερεῖς».

Γράφει ἡ Παλαιά Διαθήκη, ὅτι ὅταν ἕνας λεπρός γίνει καλά, ἤ ἄν κάποιος ἔχει τήν ὑποψία ὅτι εἶναι λεπρός, νά πάει νά τόν δεῖ ὁ ἱερέας καί αὐτός νά γνωματεύσει, ἄν ὑπάρχει ἤ ὄχι πρόβλημα.

Οἱ λεπροί, ξεκίνησαν ἀμέσως.

Τί σημαίνει «ξεκίνησαν ἀμέσως»; Εἶχαν πίστη!

Δέν εἶπαν: «Μπᾶ! Τί μᾶς λέει; Περίπατο θά κάνομε. Πρῶτα νά γίνομε καλά καί μετά θά ξεκινήσομε». Μήπως τούς εἶχαν δίπλα τους τούς ἱερεῖς; Ἐκείνη τήν ἐποχή, οἱ ἱερεῖς ἦταν στήν Ἱερουσαλήμ. Ἔπρεπε νά κάνουν δρόμο.

Ξεκίνησαν οἱ λεπροί καί στή μέση τοῦ δρόμου, διαπίστωσαν ὅτι εἶχαν γίνει καλά. Ὁ ἕνας ἔβλεπε τόν ἄλλο νά ἔχει γίνει καλά. Δέν ἦταν πιά, οἱ ταλαίπωροι ἄνθρωποι μέ τήν φρικτή ἀρρώστια. Μά, ὅταν τό εἶδαν, ἄρχισαν οἱ διχογνωμίες:

-Γίναμε καλά! Πᾶμε σπίτια μας!

-Βρέ δέν εἶναι σωστό. Νά γυρίσουμε νά ποῦμε ἕνα «εὐχαριστῶ» σ’ Αὐτόν πού μᾶς γιάτρεψε.

-Ἔλα καϋμένε. Θά κάνομε τώρα τόσο δρόμο γιά τό «εὐχαριστῶ»; Ἔχομε καιρό γιά χάσιμο; Τόν συναντᾶμε ἄλλοτε καί τοῦ τό λέμε…

Τό βρῆκαν λογικό οἱ ἐννέα καί τράβηξαν γιά τά σπίτια τους.

Μά ἕνας ἀπό αὐτούς –Σαμαρείτης ἦταν- δέν τούς μιμήθηκε.

Γύρισε, ἔψαξε, βρῆκε τόν Χριστό καί τοῦ εἶπε:

«Εὐχαριστῶ. Εὐχαριστῶ».

Τόν ρώτησε ὁ Κύριος:

-Καλά, δέν εἴσαστε δέκα; Οἱ ἄλλοι ποῦ εἶναι; Δέν μποροῦσαν κι’ αὐτοί, νά κάνουν μιά μικρή παρέκκλιση, νά ἔλθουν ἐδῶ, νά μέ βροῦν, νά μοῦ ποῦν «εὐχαριστῶ» καί μετά νά πᾶνε στή δουλειά τους;

Ἔχομε ἕνα κακό ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι…

Ὅταν μᾶς λείπει κάτι, χαλᾶμε τόν κόσμο νά τό βροῦμε.

Ὅταν, τό βροῦμε ὅλα καλά. Καί ποιό εἶναι τό πιό κακό ἀπό ὅλα; Τό πιό κακό ἀπό ὅλα, εἶναι μιά νοοτροπία πού κυβερνᾶ τά συναισθήματά μας, τίς πράξεις μας καί τίς ἐνέργειές μας. Ποιά νοοτροπία;

Ἄς τό ἀναλύσομε λίγο. Λέει ἕνα σλόγκαν τῆς σύγχρονης ἐποχῆς: «πάνω ἀπό ὅλα ἡ ὑγεία». Ὅμως, δέν εἶναι ἔτσι.

Ἐκείνων τῶν δέκα τούς ἔλλειπε ἡ ὑγεία καί ἔψαχναν νά τήν βροῦν. Ὅταν τήν βρῆκαν καί τήν διαπίστωσαν –χειροπιαστή πραγματικότητα- εἶναι φυσικό νά γέμισαν χαρά, χαρά, χαρά. Ἀπέραντη χαρά.

Ὅμως δέν σκέφθηκαν σοβαρά: «ποιός μᾶς τήν ἔδωσε»; «Πιό εἶναι τό πρῶτο μας χρέος»; Ἀγνόησαν τά ἐρωτήματα αὐτά. Πῆραν ἄλλους δρόμους. Ἔτσι, οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, ἔδειξαν πνευματική φτώχεια.

Γιατί ὁ πλοῦτος ὁ πνευματικός εἶναι: Ἀγάπη, ἀναγνώριση, τιμή, εὐγνωμοσύνη σ’ ἐκεῖνον πού μᾶς ἔκανε «ἕνα κουκουτσάκι» καλό. Καί ἄν πάνω ἀπό ὅλα εἶναι, ὅπως νομίζουν, ἡ ὑγεία, πῶς θά ἔπρεπε νά φερθοῦν σ’ Αὐτόν πού τούς ἔδωσε τό «πάνω ἀπό ὅλα»;

Ἀφοῦ λοιπόν δέν ἐκδήλωσαν τήν εὐγνωμοσύνη τους, ἀπέδειξαν ὅτι ἦταν ἀπελπιστικά φτωχοί. Ἐσωτερικά βέβαια· πνευματικά.

Ἀπό ποῦ τό συμπεραίνομε;

Νά μᾶς πιάνει ἀγωνία

Ἐπανερχόμαστε στό «πάνω ἀπό ὅλα ἡ ὑγεία».

Ἀλλά ἡ σωστή, ἡ ρεαλιστική τοποθέτηση λέει:

Τό σῶμα ἔχει μιά προθεσμία.

Τό πόδι, τό μάτι, τό χέρι ἔχουν μιά προθεσμία. Ἔρχονται τά γηρατειά, καί τίποτε πιά δέν δουλεύει καλά. Κάποια στιγμή ὅλα τά μέλη μας, θά ἀκυρωθοῦν. Θά παύσουν νά ἔχουν στό σύνολό τους, ἀξία γιά τόν ἄνθρωπο.

Μιά μέρα, θά ρίξει πάνω στό σῶμα ὁ παπᾶς μιά φτυαριά χῶμα καί λίγο λάδι καί θά πεῖ: «γῆ εἶ καί εἰς γῆν ἀπελεύσῃ». «Τελείωσε ἡ ἀποστολή σου».

Ἀλλά γιά τόν ἄνθρωπο δέν τελείωσε ἡ ἀποστολή του. Ἀνοίγει ἀπό ἐκεῖ καί πέρα ἄλλος δρόμος, ἄλλες προοπτικές, ἄλλη ζωή. Αἰώνια ζωή.

Μά ὅταν γι’ αὐτή τήν αἰώνια ζωή, ὁ ἄνθρωπος δέν κάνει τίς πρέπουσες φροντίδες καί μέριμνες;

Ὅταν δέν τήν σκέπτεται ὅσο πρέπει καλά;

Ὅταν τήν βάζει σέ δεύτερη μοῖρα ἀπό τό σῶμα;

Ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ἔχει μυαλό σωστό;

Δέν ἔχει! Ἤ ἔχει λίγο. Λιγότερο ἀπό ὅτι πρέπει.

Γι’ αὐτό εἶπε ὁ Χριστός: «Οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ»; Λίγο ἦταν αὐτό πού πῆραν;

Γιατί τό εἶπε καί τό ἔγραψαν οἱ εὐαγγελιστές; Γιατί τό διαβάζομε; Γιά νά ἀνοίγουν τά μάτια τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς μας καί νά καταλαβαίνομε ποῖο εἶναι τό πρῶτο καί ποιό εἶναι τό δεύτερο. Τί πρέπει νά προτιμᾶμε καί τί νά κάνομε.

Καί ὅταν διαπιστώνομε, ὅτι δέν ἔχομε μυαλό, σκέψη καί νοοτροπία ὅπως μᾶς τήν ὑποδεικνύει τό φῶς τοῦ κόσμου ὁ Χριστός, νά μᾶς πιάνει ἀγωνία γιά τόν ἑαυτό μας.

Ὑπακοή. Ὄχι ἐρωτήσεις

Ἦταν κάπου ἕνα λεπροκομεῖο. Τότε πού ἡ λέπρα ἦταν ἀνίατη. Ἀνάμεσα στούς ἀσθενεῖς, ξεχώριζε κάποιος, γιατί ὅλη μέρα σκοτωνόταν νά βοηθᾶ τούς ἄλλους. Εἶχε λίγο γερό σῶμα. Ἀπό τό πρωί μέχρι τό βράδυ, δούλευε.

Τόν ρώτησαν:

-Μέ ὅλα αὐτά πού κάνεις, κουράζεσαι τόσο πολύ! Εἶσαι καί τῆς Ἐκκλησίας ἀπό ὅτι φαίνεται…

-Γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τά κάνω ὅλα. Πιστεύω ὅτι ὅσο ζῶ, πρέπει νά κάνω καί ἐγώ κάτι, γιά τούς ἀνθρώπους πού πονοῦν σάν καί μένα.

-Καλά. Ἀφοῦ πιστεύεις στό Θεό, ὅταν θά σταθεῖς μπροστά Του, δέν τοῦ κάνεις καμιά ἐρώτηση;

-Σάν τί ἐρώτηση νά κάνω ἐγώ τοῦ Θεοῦ;

-Νά τοῦ πεῖς: «Θεέ μου, τό διαπίστωσες, ὅτι εἶχα τόσο καλή διάθεση, νά σκοτώνομαι, νά κάνω τοῦ κόσμου τίς δουλειές καί τίς θυσίες γιά τούς ἄλλους… Γιατί λοιπόν δέν μοῦ ἔδινες ὑγεία, νά ἔκανα ἀκόμη περισσότερα»;

-Δέν πρόκειται νά ρωτήσω τέτοια πράγματα τόν Θεό!

-Γιατί;

-Διότι ἡ σχέση μου καί ἡ θέση μου μέ τόν Θεό, δέν εἶναι νά τοῦ κάνω ἐρωτήσεις, οὔτε νά τοῦ ζητάω τόν λόγο. Ἡ δική μου σχέση καί θέση ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ, εἶναι νά τόν ἀκούω καί νά κάνω ἐκεῖνο πού μοῦ λέει. Καί ἄν μέ ρωτᾶ, τότε νά τοῦ ἀπαντῶ. Μέ ταπείνωση, μέ ἀγάπη, μέ πίστη καί μέ ὑπομονή.

Ἐρώτημα: Ὅποιος σκέπτεται κάπως ἔτσι, δέν πιό εἶναι ὑγιής ἀπό ἐκεῖνον πού εἶναι ὑγιέστατος στό σῶμα;

Δέν εἶναι προτιμότερο νά σκεπτόμαστε περισσότερο καί πιό σωστά, γιά τήν αἰώνια ὕπαρξή μας καί γιά τόν Θεό, ἀπό ὅσο σκεπτόμαστε γιά τό πόδι, τό μπράτσο, τό στομάχι μας;

Εἶναι χίλιες φορές προτιμότερο νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος σωστός στήν ψυχή καί στά μυαλά, παρά σέ μερικά μέλη τοῦ σώματος του.

Τί θέλομε νά ποῦμε;

Νά προσέχομε, ἐμεῖς πού νομίζομε πῶς βλέπομε τά πράγματα πιό καλά. Πολλούς, πού τούς καταδικάζομε καί τούς θεωροῦμε ἄξιους γιά περιφρόνηση, μπορεῖ νά εἶναι πιό καλοί ἀπό μᾶς. Ἔχομε δουλειά νά κάνομε. Νά ἀνοίξομε τά μάτια μας νά βλέπομε πιό καλά καί πιό σωστά, γιά πόσα πρέπει νά εὐχαριστοῦμε τόν Κύριο. Καί πόσο νά τόν εὐχαριστοῦμε.

«Καθεῖλε δυνάστας ἀπό θρόνων»

Βέβαια ἄνθρωποι εἴμαστε· μᾶς ἀρέσει νά ἔχομε ὑγεία, δύναμη, πλοῦτο. Μακάρι νά δώσει ὁ Θεός νά ἔχομε ὅλοι. Εἶναι πολύτιμα ἀγαθά γιά τήν παρούσα ζωή. Μόνο νά μή ξεχνᾶμε ποτέ, ὅτι ἡ Παναγία, δηλαδή ὁ Θεός μέ τό στόμα τῆς μεγάλης προφήτιδας καί διδασκάλου καί εὐεργέτιδος ὅλου τοῦ κόσμου, τῆς Ἁγίας Μαρίας, τῆς Μητέρας τοῦ Κυρίου λέγει: «καθεῖλε δυνάστας ἀπό θρόνων καί ὕψωσε ταπεινούς».

Ἅμα δέν πᾶνε καλά στά μυαλά, τούς σαρώνει ὁ Θεός ἐκείνους πού εἶναι καί ὑγιεῖς καί δυνατοί καί πλούσιοι. Στή θέση τους, βάζει ταπεινούς. Οὔτε τόν κόσμο, οὔτε τή ζωή μου θά κυβερνήσω ἐγώ, ἔστω καί ἄν ἔχω ὑγεία, δύναμη, πλοῦτο.

Τόν κόσμο, τόν κυβερνᾶ ὁ Θεός.

Ἡ μεγαλύτερη σοφία εἶναι νά στέκω ἀπέναντι τοῦ Κυρίου, στή θέση πού πρέπει καί σωματικά καί μέ τά μυαλά καί μέ τό περιεχόμενο τῆς καρδιᾶς μου.

Νά μᾶς βοηθᾶ καί νά μᾶς φωτίζει ὁ Θεός, νά καταλαβαίνομε τά διδάγματα πού μᾶς δίδει μέσα ἀπό τό Εὐαγγέλιό Του, πού εἶναι φῶς γιά τή ζωή μας. Ἀμήν.

3.

Οἱ δέκα λεπροὶ (Λουκ. ιζ,12—19)

Γιαννακόπουλος Ἰωήλ (Ἀρχιμανδρίτης)

Εἴδομεν, ὅτι ὁ Χριστὸς ἀπεμακρύνθη τῆς Ἱερουσαλὴμ ἀποφεύγων τὸν φθόνον τῶν Φαρισαίων μετὰ τὴν ἀνάστασιν τοῦ Λαζάρου. Μετέβη δὲ εἰς τὴν Ἐφραίμ, πλησίον τῆς Βαιθήλ. Ἐκεῖθεν προχωρεῖ βορειότερον καὶ φθάνει εἰς τὰ σύνορα Σαμαρείας καὶ Γαλιλαίας. Ἐκεῖθεν προτίθεται διὰ τῆς Περσίας νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς Ἱερουσαλήμ. Ὁ Λουκᾶς λέγει : « Ἐγένετο ἐν τῷ πορεύεσθαι αὐτὸν εἰς Ἱερουσαλὴμ καὶ αὐτὸς διήρχετο διὰ μέσου Σαμαρείας καὶ Γαλιλαίας » . Ὁ Κύριος δηλαδὴ προτιθέμενος νὰ μεταβῇ εἰς Ἱεροσόλυμα, ἵνα σταυρωθῇ, εὑρίσκεται εἰς τὰ ὅρια Σαμαρείας καὶ Γαλιλαίας. Ἐκεῖ « εἰσερχομένου τοῦ Ἰησοῦ εἴς τινα κώμην ἀπήντησαν αὐτῷ δέκα λεπροὶ ἄνδρες, οἵ ἔστησαν πόρρωθεν». Οὗτοι ἐσταμάτησαν μακράν, διότι αὐτὸ ἐπέβαλεν ἡ παράδοσις. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἦσαν μακρὰν « ἦραν φωνὴν » ἐφώναξαν « λέγοντες Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς ». Οἱ λεπροί, ὡς νομικῶς ἀκάθαρτοι, εὑρίσκοντο μακρὰν τῶν πόλεων. Οἱ λεπροὶ οὗτοι ἀντὶ νὰ φωνάξουν, ὡς ἦσαν ὑποχρεωμένοι « ἀκάθαρτοι » , φωνάζουν καὶ ζητοῦν νὰ καθαρισθῶσιν ἐκ τῆς λέπρας, νὰ θεραπευθῶσιν ὑπὸ τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ Κύριος « ἰδὼν » αὐτοὺς « εἶπεν αὐτοῖς˙ πορευθέντες ἐπιδείξατε ἑαυτοὺς τοῖς ἱερεῦσι ». Ὁ Κύριος ἀποστέλλει αὐτοὺς ἀθεραπεύτους εἰς τοὺς ἱερεῖς, ἵνα δοκιμάσῃ τὴν πίστιν καὶ ὑπακοὴν αὐτῶν. Ἀποστέλλει δὲ αὐτοὺς εἰς πολλοὺς ἱερεῖς, διότι ἕκαστος ἐξ αὐτῶν θὰ μετέβαινεν εἰς τὸν πλησιέστερον ἱερέα Του, ὁ δὲ Σαμαρείτης εἰς τὸν ἐν ὄρει Γαριζὶν ἱερέα Του. Οἱ ἱερεῖς τότε εἶχον τὸ δικαίωμα καὶ καθῆκον νὰ ἐξετάζωσι τοὺς θεραπευθέντας λεπρούς, νὰ βεβαιώνωσι τὴν θεραπείαν των καὶ νὰ δίδωσιν ἄδειαν ἐλευθέρας ἐπικοινωνίας μὲ τοὺς ὑγιεῖς. Διά τοῦτο ἀποστέλλει ὁ Χριστὸς τοὺς λεπροὺς πρὸς αὐτούς. Πλὴν αὐτοῦ οἱ ἱερεῖς βλέποντες τὴν θαυματουργικὴν θεραπείαν αὐτῶν θὰ ἐβεβαιοῦντο διὰ τὴν θείαν δύναμιν τοῦ Κυρίου.

 

« Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὑπάγειν αὐτοὺς ἐκαθαρίσθησαν». Ἐπίστευσαν οἱ λεπροὶ καὶ ὡς ἀμοιβὴ τῆς πίστεως των, ἐνῷ μετέβαινον πρὸς τοὺς ἱερεῖς, ἦλθε καθ’ ὁδὸν ἡ θεραπεία των. « Εἷς δὲ ἐξ αὐτῶν, ἰδὼν ὅτι ἰάθη » εἷς μόνον ἐξ αὐτῶν ἰδὼν ὅτι ἐθεραπεύθη « ὑπέστρεψε » ἐπέστρεψε καὶ « μετὰ φωνῆς μεγάλης δοξάζων τὸν Θεὸν ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ εὐχαριστῶν αὐτῷ ». Ἡ μεγάλη φωνή του, τὸ πέσιμον κατὰ γῆς μὲ τὸ πρόσωπον κάτω εἰς τὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ, ἡ εὐχαριστία του, ἦσαν τρία δείγματα μεγάλης εὐγνωμοσύνης. Tό δὲ κορύφωμα αὐτῶν « καὶ αὐτὸς ἦν » ὁ λεπρὸς οὗτος ἦτο ὄχι Ἰουδαῖος, ἀλλὰ « Σαμαρείτης ». Οἱ 9 Ἰουδαῖοι λησμονοῦν τὴν εὐεργεσίαν, τὴν ἐνθυμεῖται μόνον εἷς, ὁ Σαμαρείτης !

 

Ὁ Κύριος ἐλέγχων τὴν ἀχαριστὶαν τῶν 9 καὶ ἀμείβων τὴν εὐγνωμοσύνην τοῦ ἑνὸς λέγει : « Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; οἱ δὲ ἐννέα ποῦ » εἶναι ; « οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ » δὲν ἐπέστρεψαν νὰ εὐχαριστήσουν τὸν Θεὸν «εἰμὴ ὁ ἀλλογενὴς» παρὰ μόνον ὁ Σαμαρείτης « οὗτος » ; Οἱ Σαμαρεῖται ἦσαν φυλετικῶς καὶ θρησκευτικῶς μῖγμα Ἰουδαϊσμοῦ καὶ εἰδωλολατρείας. Οἱ Ἰουδαῖοι ἦσαν ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραὰμ καὶ ἐλάτρευον τὸν ἀληθινὸν Θεόν. Καὶ ὅμως εὐγνώμων ἐφάνη ὁ εἷς Σαμαρείτης καὶ ἀγνώμονες οἱ 9 Ἰουδαῖοι. Ὁ Κύριος « εἶπεν αὐτῷ˙ ἀναστάς πορεύου » σήκω καὶ πήγαινε « ἡ πίστις σου σέσωκέ σε ». Πίστιν εἶχον καὶ οἱ ἄλλοι, διότι « ἐν τῷ ὑπάγειν ἐκαθαρίσθησαν» δὲν εἶχον ὅμως εὐγνωμοσύνην. Διά τοῦτο ἐκεῖνοι ἐσώθησαν μόνον σωματικῶς. Ὁ Σαμαρείτης ὅμως οὗτος ἐσώθη καὶ ψυχικῶς. Οἱ ἐννέα Ἑβραῖοι λεπροὶ ἐνόμισαν, ὅτι εἶχε ὑποχρέωσιν ὁ Κύριος νὰ τοὺς θεραπεύσῃ. Διά τοῦτο δὲν τὸν ηὐχαρίστησαν. Συνήθισαν μὲ τὰς θείας εὐεργεσίας καὶ φαίνονται ἀχάριστοι !

 

 

 

 

 

 

 

Θέμα: Εὐεργεσία — Εὐγνωμοσύνη.

 

Ἡ λέπρα εἶναι ἡ χειροτέρα νόσος. Τὰ ἐνδύματα τοῦ λεπροῦ εἶναι ῥάκη. Κάτω ἀπὸ αὐτὸ ὑπάρχει δέρμα λευκὸν ῥυτιδωμένο, σκασμένο, πρησμένο, παραμορφωμένο, ὥστε νὰ συγχέωνται φῦλον, φυλή, ἡλικία. Τὰ μάτια τοῦ λεπροῦ εἶναι καταβροχθισμένα, χέρια φουσκωμένα, χείλη πρησμένα, ὥστε ἡ ὁμιλία καθίσταται ἐπίπονος. Ἕνα κομμάτι ψωμί, ἕνας ντενεκὲς γιὰ νὰ πίνουν νερὸ καὶ χαλάσματα σπιτιοῦ εἶναι μεγάλη ἐλεημοσύνη δι’ αὐτούς. Ἀπὸ τόση συμφορὰ ἁπαλλαγέντες οἱ 9 ἐφάνησαν ἀχάριστοι. Ὁ Κύριος προεγνώριζε τὴν ἀχαριστίαν καὶ ὅμως τοὺς ἐθεράπευσεν. Ὥστε δύο πράγματα ἔχομεν ἐδῶ. Εὐεργετούμενους, εὐεργετοῦντα. Ἂς ἴδωμεν καὶ τοὺς δύο.

 

1) Εὐεργετούμενοι. Οἱ δεχόμενοι τὴν εὐεργεσίαν πρέπει νὰ εὐχαριστοῦν. Ἡ εὐγνωμοσύνη εἶναι ἡ μόνη ἀρετή, ἡ ὁποία ἀρχίζει ἀπὸ τὰ ζῷα καὶ φθάνει εἰς τοὺς Ἀγγέλους, ἀπὸ τὰ ἄγρια θηρία μέχρι τὰ Σεραφείμ. Μάλιστα ! Ἡ εὐγνωμοσύνη εἰς τὰ οἰκιακὰ ζῷα. Τὸ ἄλογο μὲ τὸ χρεμέτισμά του, τὸ βόδι μὲ τὸ μούγκρισμά του, τὰ κοτόπουλα μὲ τὸ φτερούγισμά των, πρὶν λάβουν τὴν τροφὴν μὲ τὴν ἀναγνώρισιν τοῦ κυρίου των, ὅταν τὴν λάβουν, δεικνύουν τὴν εὐγνωμοσύνην των. Ὁ ἄνθρωπος πολλὰ ζῷα καβαλικεύει, δέρνει, τὰ γδέρνει, πίνει τὸ γάλα, καματεύει, τὰ τρώγει καὶ ὅμως αὐτὰ ἐνθυμοῦνται τὸ καλό, ὅταν τὰ ἔτρεφε ! Ὁ σκύλος μὲ τὸ χαρωπὸ γαύγισμά του, τὸ μαλακὸ παιχνιδιάρικο δάγκωμά του, τὴν κίνησιν τοῦ σώματος, τῆς οὐρᾶς του, μὲ τὸ τρίψιμό του εἰς τὰ πόδια τοῦ κυρίου του πρὸ τῆς εὐεργεσίας καὶ μετὰ ταύτην ἐκφράζει τὴν εὐγνωμοσύνην του.

 

Ἀλλὰ καὶ τὰ ἄγρια θηρία εὐγνωμονοῦν. Ὁ ἐλέφας τοῦ Πύρρου, βασιλέως τῆς Ἠπείρου, ἰδὼν τὸν ἀφέντην του νεκρὸν ὁρμᾷ, λαμβάνει αὐτὸν διὰ τοῦ στόματος καὶ διὰ τῆς προβοσκίδος του θέτει εἰς τὸν ὦμόν του καὶ πατῶν φίλους καὶ ἐχθροὺς ἀποθέτει αὐτὸν εἰς τὴν πύλην τῆς πόλεως. Ὁ εὐπατρίδης Γάλλος Γοδεφρίδος Δὲ λὰ Τόρρε, ἰδὼν εἴς τι δάσος λέοντα ὑπὸ ὄφεως περισφιγγόμενον, φονεύει τὸν ὄφιν καὶ ἐλευθερώνει τὸν λέοντα. Ὁ λέων οὗτος ἀκολουθεῖ τὸν εὐεργέτην του μέχρι τοῦ πλοίου, ἔνθα ἐπεβιβάσθη ὁ Γάλλος εὐπατρίδης. Ὁ λέων μὴ γενόμενος δεκτὸς εἰς τὸ πλοῖον ἀκολουθεῖ τὸ πλοῖον κολυμβῶν μέχρις ὅτου ἐπνίγη. Αὐτὰ συμβαίνουν εἰς τὰ ἥμερα καὶ ἄγρια ζῷα ἐδῶ.

 

Ἀλλὰ ἡ εὐχαριστία εἶναι καὶ εἰς τὸν Οὐρανόν. Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης εἰς τὸ κεφ. ΙV τῆς Ἀποκαλύψεώς του μᾶς περιγράφει τὰ ἑξῆς : Ἄνοιξαν τὰ Οὐράνια καὶ εἶδε τὸν θρόνον τοῦ Θεοῦ καὶ ὑπεράνω αὐτοῦ ἐν ἡμικυκλίῳ τὸ ἑπτάχρωμον Οὐράνιον τόξον. Ἔμπροσθεν τοῦ θρόνου ἦσαν 24 θρόνοι. Ἐκεῖ ἐκάθηντο ἰσάριθμοι γέροντες καὶ ἐνώπιον αὐτῶν ἁπλώνετο θάλασσα ἤρεμος σἄν τὸ γυαλί, ὑαλίνη θάλασσα ὀνομαζομένη. Σὲ μία στιγμὴ ἀκούονται φωναί, κραυγαί, ἀστραπαί. Ἐγείρονται οἱ γέροντες οὗτοι, λαμβάνουσι τὰ χρυσᾶ στεφάνια, τὰ ὁποῖα εἶχον εἰς τὰς κεφάλας των, ἀποθέτουσι αὐτὰ εἰς τὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ καὶ λέγουσι πλήρεις εὐγνωμοσύνης˙ «ἄξιος εἶ σύ, Κύριε, λαβεῖν δόξαν καὶ τιμήν». Ὑπάρχει μεγαλύτερος βαθμὸς εὐγνωμοσύνης ἀπὸ τὸ νὰ θεωρῇς ἀνάξιον τὸν ἑαυτόν σου τῆς τιμῆς ; Ὄχι. Αὐτὸ κάμνουσιν οἱ ἐν Οὐρανοῖς ἅγιοι καὶ Ἄγγελοι καὶ ἰδίᾳ τὰ Σεραφείμ, τὰ ὁποῖα ὑμνοῦν τὸν Θεὸν ἀκαταπαύστως. Ὥστε εὐχαριστίαν δίδουν τὰ ζῷα ἥμερα καὶ ἄγρια καὶ οἱ ἐν Οὐρανῷ ἄγγελοι καὶ ἅγιοι.

 

Οἱ ἄνθρωποι ὅμως ; Οὗτοι εἶναι ἀχάριστοι πρὸς ὅλας τὰς διευθύνσεις. Μάλιστα ! Τί εἶναι ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον ἀποθνῄσκει εἰς τοὺς ἀνθρώπους ἐνωρίτερον; Ὁ Ἀριστοτέλης ἀπαντᾷ: Ἡ δοθεῖσα χάρις, ἡ εὐεργεσία. Καὶ βλέπομεν ἀνθρώπους νὰ φέρωνται ἀγνώμονες πρὸς τοὺς εὐεργέτας των. Ἀδελφὴ ὑπανδρευθεῖσα ἐκ τῶν θυσιῶν τῶν ἀδελφῶν της μένει ἀσυγκίνητη εἰς τὴν δυστυχίαν των. Φίλος βοηθηθείς κατὰ τὰ ἔτη τῆς κατοχῆς ὑπὸ φίλου του, τώρα δὲν τὸν γνωρίζει. Υἱὸς μορφωθείς ὑπὸ γονέων, τώρα εὑρισκόμενος εἰς κύκλον μορφωμένων ἐντρέπεται νὰ τοὺς συστήσῃ, διότι οἱ γονεῖς του εἶναι ἀγράμματοι. Υἱὸς καὶ κόρη ἀνετράφησαν ὑπὸ γονέων, οἵτινες ὑπέμειναν τὰς βρεφικάς καὶ παιδικάς ἀδυναμίας καὶ παραξενιὲς των καὶ αὐτοὶ δὲν ὑπομένουν τὶς γεροντικὲς παραξενιές.

 

Περισσοτέραν ὅμως εὐεργεσίαν ἐλάβομεν ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ εἰς Αὐτὸν ὀφείλομεν περισσοτέραν εὐγνωμοσύνην. Καὶ ἰδού. Ἡ θεραπεία τῶν 10 λεπρῶν δὲν ἔγινεν ἀμέσως ὑπὸ τοῦ Ἰησοῦ, ἀλλὰ ὅπως λέγει τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον «ἐν τῷ ὑπάγειν αὐτοὺς ἐκαθαρίσθησαν». Ἐνῷ ἐβάδιζον πρὸς τοὺς ἱερεῖς, ἔπεσεν ἡ λέπρα. Ἐνταῦθα ἔχομεν φανερόν μὲν τὸ γεγονὸς τῆς θεραπείας, κρυφὴν καὶ οὐχὶ ἄμεσον τὴν θεραπείαν. Ἑπομένως ἔχομεν μίαν εὐεργεσίαν τοῦ Κυρίου φανερὰν καὶ ἀφανῆ. Ὅ,τι ἔκαμεν ὁ Κύριος τότε εἰς τοὺς λεπρούς, τὸ κάμνει σήμερον καὶ εἰς ἡμᾶς. Μᾶς εὐεργετεῖ ἀφανῶς καὶ φανερῶς. Ποσάκις εἰς τὰ ταξίδια, τὰ ὁποῖα ἐκάμαμεν μὲ αὐτοκίνητα, τραῖνα, ἀτμόπλοια διετρέξαμεν κινδύνους ἐν ἀγνοίᾳ μας, τοὺς ὁποίους ὁ διάβολος ἐχάλκευσε καὶ ὁ Θεὸς ἐρρύσατο ἡμᾶς χωρὶς νὰ λάβωμεν γνῶσιν οὔτε τῶν κινδύνων οὔτε τῆς λυτρώσεως ἐξ αὐτῶν ; Μήπως κατὰ τὰς νεκροψίας δὲν παρετηρήθη, ὅτι ἄνθρωποι, τοὺς ὁποίους ἐθανάτωσαν τράμ, τραῖνα, αὐτοκίνητα, ἔπασχον ἐκ φυματιώσεως, τὴν ὁποίαν οἱ ἴδιοι ἠγνόουν, διότι οὐδέποτε εἶχον ὁμιλήσει περὶ αὐτῆς, εὑρέθησαν ὅμως αὐτοθεραπευμένοι κατὰ τὴν νεκροψίαν; Πῶς ἐθεραπεύθησαν οὗτοι ; Ὑπὸ τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ μήπως τὸ ἴδιον δὲν βεβαιώνει καὶ ὁ Κύριος, ὅταν λέγῃ πρὸς τὸν Ἀπόστολον Πέτρον, ὅτι ὁ Σατανᾶς « ἐζήτησε ἀπὸ τὸν Θεὸν νὰ τὸν κοσκινίσῃ καὶ Αὐτὸς ἐδεήθη περὶ τούτου, ἵνα μὴ ἐκλίπῃ ἡ πίστις του ». Τὸ αὐτὸ ἔγινε καὶ εἰς τὸν Ἰώβ, ὅτε ἐπειράσθη ὑπὸ τοῦ Σατανᾶ καὶ ἀπηλλάγη ὑπὸ τοῦ Θεοῦ. Πόσα συμβούλια, διαβούλια καθ’ ἡμῶν ἀνθρώπων κακῶν δὲν διέλυσε καὶ ἐξηνέμισεν ὁ Θεὸς τὴν στιγμήν, κατὰ τὴν ὁποίαν ἡμεῖς ἐκοιμώμεθα ἤρεμοι καὶ ἥσυχοι !

 

Αἱ εὐεργεσίαι τοῦ Θεοῦ εἶναι καὶ φανεραί. Πόσαι αἱ φανεραί εὐεργεσίαι τοῦ Θεοῦ ! Ὅλοι μας ἔχομεν τὰς γενικάς καὶ ὁ καθένας τὰς ἰδιαιτέρας του. Μᾶς ἔδωκε τὸν ἥλιον, σελήνην, ἀστέρας, ζῷα, φυτά, θάλασσαν, τὸ ὀξυγόνον τοῦ ἀέρος, τὸ σῶμά μας, τὴν ψυχήν μας, τὸ σῶμά Του, τὸ αἷμά Του, τὸ Πνεῦμα Του τὸν ἑαυτὸν Του διὰ τῆς θείας μεταλήψεως. Ἰδοὺ αἱ γενικαὶ δωρεαί. Αἱ ἰδιαίτεραι ὅμως ἑνὸς ἑκάστου ἐξ ἡμῶν; Τὰς γνωρίζει ὁ καθένας μας χωριστὰ καὶ εὐχαρίστως πρέπει ν’ ἀναπολῇ εἰς τὴν μνήμην του τὰς ἰδιαιτέρας αὐτάς δωρεάς. Αὗται φανεραὶ καὶ ἀφανεῖς ἀφοροῦν τὴν παροῦσαν ζωήν. Ὑπάρχουν ὅμως φανεραὶ καὶ ἀφανεῖς εὐεργεσίαι. Αὗται ἀφοροῦν τὴν Μέλλουσαν ζωήν, αἵτινες εἶναι φανεραί, διότι πιστεύομεν ἀκραδάντως εἰς αὐτάς, εἶναι δὲ ἀφανεῖς, διότι εἶναι μέλλουσαι. Πόσον ἀνώτεραι εἶναι αὗται τῶν δύο προηγουμένων ! Ἐκεῖ θὰ ἔχωμεν ὄχι σῶμα καὶ αἷμα ὑπὸ τύπον ἄρτου καὶ οἴνου, ἀλλὰ «ὀψόμεθα Αὐτὸν καθώς ἐστι». Ἐκεῖ θὰ ἴδωμεν ὄχι ἥλιον ὑλικόν, ἀλλὰ τὸν τῆς δικαιοσύνης ἥλιον, τὸν Χριστόν, ὄχι ζῷα καὶ φυτά, ἀλλὰ ἀγγέλους, ἁγίους, τὸ ξύλον τῆς ζωῆς, ὄχι ζωήν, ἀλλὰ αἰωνιότητα, ὄχι κτήματα, γῆν, ἀλλὰ Οὐρανόν.

 

Ἐνώπιον ὅλων αὐτῶν ὁποία εὐγνωμοσύνη ! Ὁ λεπρὸς ἐπιστρέψας προσέπεσεν εἰς τὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ νὰ Τὸν εὐχαριστήσῃ. Καὶ ἡμεῖς γενικῶς πρωΐαν καὶ ἑσπέραν πρέπει γονυπετῶς νὰ εὐχαριστήσωμεν τὸν Θεὸν διὰ τὰς γενικάς εὐεργεσίας, εἰς πᾶσαν δὲ ἄλλην ὥραν διὰ τὰς ἰδιαιτέρας δωρεάς. Μακρὰν ἡ μεμψιμοιρία διὰ τὰ ἐλλείποντα. Ἰδὲ τόσα ἄλλα, τὰ ὁποῖα ἔχεις καὶ φρόντισε νὰ χαρῇς δι’ αὐτὰ καὶ νὰ τὰ χαρῇς δοξάζων τὸν Θεόν. Οἱ Ἑβραῖοι ἔτρωγον Μάννα εἰς τὴν ἔρημον καὶ ἐνεθυμοῦντο τὰ σκόρδα τῆς Αἰγύπτου. Ἐνθυμούμενοι δὲ ἐκεῖνοι καὶ ἐθελοτυφλοῦντες ἐμεμψιμοιροῦσαν διὰ τὸ Μάννα. Πόση ἀχαριστία !

 

Ἀλλὰ 2)Εὐεργετοῦντες.Ὁ Κύριος προεγνώριζε τὴν ἀχαριστίαν τῶν 9 καὶ ὅμως ἔκαμε τὸ καλό. Δὲν παρεπονέθη εἰς τὸν ἕνα ἐκ τῶν 10, ἀλλὰ ἐλέγχει τοὺς ἀχάριστους καὶ ἐμμέσως ἀμείβει τὴν εὐγνωμοσύνην τοῦ ἑνός. Πρέπει λοιπὸν καὶ σὺ νὰ κάμνῃς τὸ καλὸν χωρὶς νὰ περιμένῃς ἐδῶ ἀμοιβήν. Ἀλλοίμονον εἰς τὸν εὐεργετοῦντα, ὁ ὁποῖος περιμένει ἐδῶ ἀμοιβήν. Τὰ 9/10 ἐκ τῶν εὐεργετουμένων εἶναι ἀχάριστοι καὶ τὸ 1/10 εἶναι εὐγνώμονες. Σὲ δέκα ἔκαμες καλὸ; Ὁ ἕνας θὰ σοῦ εἴπῃ εὐχαριστῶ. Πόσην λύπην λοιπὸν θὰ δοκιμάσῃς, ἂν περιμένῃς ἐδῶ εὐγνωμοσύνην ! Θὰ παύσῃς νὰ κάμῃς τὸ καλόν, ἂν περιμένῃς ἐδῶ ἀναγνώρισιν τοῦ καλοῦ. Ἡ κυρία ἀμοιβὴ τοῦ καλοῦ δὲν εἶναι ἐξωτερικὴ εἰς χρῆμα ἤ εἰς ἔπαινον, ἀλλὰ μέσα μας. Ἡ χαρὰ τὴν ὁποίαν δοκιμάζει ὁ ἄνθρωπος διὰ τὸ καλόν, τὸ ὁποῖον κάμνει, πρέπει νὰ εἶναι τόσον μεγάλη, ὥστε νὰ μὴ τὴν σβύνῃ οὔτε ἡ ἀχαριστία οὔτε καὶ ἡ ἀντὶ τοῦ μάννα χολὴ τοῦ εὐεργετουμένου. Τοῦτο θὰ γίνῃ, ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι προδιατεθειμένος νὰ μὴ περιμένῃ ἐδῶ ἀμοιβὰς διὰ τὸ καλόν. Ὅταν περιμένῃς καὶ ζητῇς τὴν ἀμοιβήν σου ἐδῶ, δὲν ἀποκλείεται νὰ σοῦ εἴπῃ ἐκεῖ ὁ Θεός, ὅπως εἶπε εἰς τὸν πλούσιον «ἀπέλαβες τὰ ἀγαθά σου…» ἐπληρώθηκες! Ἐπὶ πᾶσι τούτοις προσθέσατε, ὅτι ἡ ζήτησις τῆς ἀμοιβῆς ἐδῶ προϋποθέτει, ὅτι ἡ ἐλεημοσύνη σου δὲν εἶναι δωρεά, ἀλλὰ ἐμπόριον, συναλλαγή. Ὥστε κάμε τὸ καλὸν δωρεάν!

 

Ἑπομένως εἶσαι φίλος καὶ δρέπεις τὴν ἀχαριστίαν ἀπὸ τὸν φίλον σου. Μὴ βαρυγομᾶς, διότι ὅσον φωνάζεις κατ’ αὐτοῦ, τόσον ἐντονώτερον διακηρύττεις, ὅτι τὸ καλόν, τὸ ὁποῖον ἔκαμες δὲν ἦτο δωρεά, ἀλλὰ ὑπολογισμός σου. Εἶσαι ἀδελφὴ καὶ περιφρονεῖσαι ὑπὸ τοῦ ἀδελφοῦ εὐεργετηθέντος. Ὅσον καταρᾶσαι αὐτόν, τόσον δείχνεις, ὅτι δὲν πιστεύεις εἰς τὴν ἄλλην ζωήν, ἀλλὰ μόνον εἰς τὴν παροῦσαν. Εἶσαι μητέρα ἤ πατέρας καὶ περιφρονεῖσαι ὑπὸ τῶν παιδιῶν σου. Καταρᾶσαι τὰ παιδιά σου. Ὄχι. Πρέπει νὰ στενοχωρῆσαι ὄχι διὰ τὸν ἑαυτόν σου, ἀλλὰ διὰ τὸ κατάντημα τῶν παιδιῶν σου. Πόσας ὕβρεις δὲν ὑπομένει ὁ Θεὸς καθημερινῶς ἐκτοξευομένας κατὰ τοῦ Ἁγίου ὀνόματός Του ! Ἑπομένως κάμε τὸ καλὸν καὶ ρίψε το στὸ γυαλό, ὅπως λέγει ἡ λαϊκὴ παροιμία. Μὴ τὸ ζητῇς. Μὴ τὸ σκέπτεσαι, θὰ τὸ εὕρῃς εἰς τὸν Οὐρανόν. λέγει ὁ Θεός.

 

Σπουδαιότατον παράδειγμα εὐεργεσίας καὶ εὐγνωμοσύνης εἶναι τὸ ἑξῆς: Ρωμαῖός τις δοῦλος ὀνόματι Ἀνδροκλῆς βασανιζόμενος ἐν Ἀφρικῇ ὑπὸ τοῦ πλουσίου κυρίου του ἐδραπέτευσεν εἰς ἔρημον τινα τόπον καὶ ἔμενεν ἐντὸς σπηλαίου. Ἡμέραν τινὰ εἰσέρχεται ἐντός τοῦ σπηλαίου λέων τις χωλαίνων καὶ ὑποφέρων πολλοὺς πόνους, διότι ἔφερεν ἄκανθαν ἐπὶ τοῦ ποδός. Ὁ Ἀνδροκλῆς ἐξάγει τὴν ἄκανθαν καὶ ὁ λέων εὐγνωμονῶν κυλίεται εἰς τοὺς πόδας τοῦ εὐεργέτου του γλύφων αὐτούς. Ὁ λέων ἀπῆλθεν. Ὁ Ἀνδροκλῆς ἐξέρχεται ἐκ τοῦ σπηλαίου, ἵνα συλλέξῃ χόρτα πρὸς τροφήν του. Ἐκεῖ συναντᾷ Ρωμαῖον στρατιώτην, ὁ ὁποῖος αἰχμαλωτίζει τὸν Ἀνδροκλῆ. Κατόπιν ἀνακρίσεως, ὡς δοῦλος δραπετεύσας ἐκ τῆς οἰκίας τοῦ κυρίου του, καταδικάζεται ὁ Ἀνδροκλῆς νὰ ῥιφθῇ εἰς τὰ θηρία τῆς Ρώμης πρὸς τέρψιν τοῦ λαοῦ. Ἐρρίφθη καὶ ἐξαπελύθη ἐναντίον αὐτοῦ λέων τις πεινασμένος. Ἀλλὰ ὁ λέων οὗτος ἦτο ὁ εὐεργετηθείς ὑπὸ τοῦ Ἀνδροκλέους. Ὅταν τὸ θηρίον εἶδε τὸν εὐεργέτην του, κυλίεται πρὸ τῶν ποδῶν του χωρὶς νὰ τὸν ἐγγίσῃ. Ὁ Ρωμαῖος αὐτοκράτωρ Καλλιγούλας ἀπέλυσε τὸν ἄνθρωπον τοῦτον χάριν τῶν αἰσθημάτων τοῦ ζῴου. Ὁ Ἀνδροκλῆς ἔκαμε τὸ καλὸν ἄνευ ὑπολογισμοῦ, ὅτι τὸ ζῷον θὰ ἀνταπέδιδε τὴν καλωσύνην. Τὸ ζῷον ὅμως εὐγνωμονεῖ.

 

Ὥστε, ἀναγνῶστά μου, ὅταν εὐεργετῆσαι, πρέπει νὰ εἶσαι εὐγνώμων. Εὐεργετῶν δὲ μὴ ζήτει ἀμοιβήν. Παρουσίασα δύο πηγάς χαρᾶς ἀντιθέτους. Ἔσο εὐγνώμων, ὅταν εὐεργετῆσαι. Μὴ ζήτει ἀπὸ τοὺς ἄλλους νὰ εἶναι εὐγνώμονες πρὸς σέ. Παράξενα πράγματα; Ὄχι, ἀλλὰ καινούργια! Ἂς γίνωμεν καὶ ἡμεῖς καινούργιοι !

4.

Ἐκεῖνος κι ἐμεῖς (Λουκ. ιζ΄ 12-19)

Δανιήλ Ἀεράκης (Ἀρχιμανδρίτης)

«Ἀπήντησαν αὐτῷ δέκα λεπροὶ ἄνδρες, οἵ ἔστησαν πόρρωθεν…» (Λουκ. 17, 12)

Θαῦμα καὶ διδασκαλία

Ἕνα θαῦμα, ἀγαπητοί, ἕνα θαῦμα βλέπουμε στὸ Εὐαγγέλιο τῆς ΙΒ’ Κυριακῆς τοῦ Λουκᾶ. Βλέπουμε ἕνα θαῦμα, ποὺ ’νε συγχρόνως καὶ μία διδασκαλία. Εἶναι τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας τῶν 10 λεπρῶν. Ἀλλὰ πρὸς αὐτοὺς τοὺς 10 λεπροὺς παραβάλλονται ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Πραγματικὰ λεπροὶ ἐκεῖνοι οἱ 10 δυστυχισμένοι ἄνθρωποι. Συμβολικὰ λεπροὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἢ μᾶλλον ψυχικὰ λεπροί. Λεπροὶ μὲ λέπρα χειρότερη ἀπ’ τὴ λέπρα τὴ σωματική, ποὺ εἶχαν οἱ ἄνδρες τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ὅλοι οἱ χανσενικοὶ ὅλων τῶν ἐποχῶν.

 

Οἱ δέκα λεπροὶ κι ὁ Χριστὸς εἶναι τὰ πρόσωπα τοῦ θαύματος. Ἂς δοῦμε τὴ στάση τῶν 10 λεπρῶν μπροστὰ στὸ Χριστό! Ποιὰ ἦταν αὐτὴ ἡ στάση; Δὲν ἦταν μιὰ ἡ στάση. Τέσσερις στάσεις βλέπουμε ν’ ἀλλάζουν οἱ λεπροί. Ἀλλὰ κι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι μπροστὰ στὸ Χριστὸ παίρνουν, πρέπει νὰ παίρνουν, αὐτὲς τὶς στάσεις τῶν 10 λεπρῶν. Ἂς δοῦμε αὐτὲς τὶς τέσσερις στάσεις, ὅπως φωτογραφίζονται μέσα στὸ Εὐαγγέλιο.

 

 

  1. Συναίσθηση

 

Ἡ πρώτη στάση: Ποῦ στέκουν οἱ 10 λεπροί; Στέκουν μακριά, πολὺ μακριά. «Ἔστησαν πόρρωθεν». Βλέπουν τὸ Χριστὸ ἀπὸ μακριά, ἀπ’ τὸν ἔρημο τόπο ποὺ μένουν. Θέλουν νὰ τὸν πλησιάσουν, νὰ τὸν δοῦν ἀπὸ κοντά. Μὰ δὲν μποροῦν. Δὲν τολμοῦν νὰ πλησιάσουν κανένα ἄνθρωπο τῆς κοινωνίας. Καταραμένη καὶ κολλητικὴ τότε ἡ ἀρρώστια τῆς λέπρας, τοὺς ὑποχρέωνε νὰ μένουν μακριὰ ἀπ’ τὶς πόλεις καὶ τὰ χωριά, μακριὰ ἀπ’ τοὺς ὑγιεῖς ἀνθρώπους. Νόμοι αὐστηροί τοὺς καθήλωναν στὴν ἐρημιά. Ἀλλὰ κι οἱ ἴδιοι, εὐγενικὲς ὑπάρξεις, αἰσθάνονται τὴ βρῶμα τους, ἔχουν συναίσθηση τῆς καταστάσεώς τους, καὶ δὲν θέλουν νὰ κάμουν κακὸ στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Δὲν θέλουν νὰ μεταδώσουν τὴν ἀρρώστια τους καὶ στοὺς ὑπολοίπους. Αὐτοὶ εἶναι ἀκάθαρτοι. Δὲν πρέπει νὰ γίνουν κι οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι λεπροὶ κι ἀκάθαρτοι. Αὐτοὶ εἶναι ἀκάθαρτοι. Δὲν θέλουν νὰ πλησιάσουν τοὺς καθαρούς.

 

Ἀκάθαρτοι οἱ 10 λεπροὶ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη. Μὰ καὶ σήμερα ὑπάρχουν οἱ ἀκάθαρτοι. Ὄχι οἱ ἀκάθαρτοι ἀπ’ τὴ λέπρα καὶ τὶς ἄλλες κολλητικὲς ἀρρώστιες. Αὐτοὶ εἶναι λίγοι, γιατί ἡ ἐπιστήμη συνεχῶς προοδεύει καὶ βρίσκει φάρμακα, ποὺ ἀρρώστιες ἀγιάτρευτες ἄλλοτε καὶ κολλητικές, σὰν τὴ λέπρα, θεραπεύονται καὶ γίνονται ἀκίνδυνες. Τί γίνεται ὅμως μὲ τοὺς ἄλλους τοὺς πολλούς, ποὺ ’νε ἀκάθαρτοι στὴν ψυχή; Καὶ ποιὸς εἶναι καθαρὸς στὴν ψυχή; «Τὶς γὰρ καθαρὸς ἔσται ἀπὸ ρύπου; Ἀλλ’ οὐδείς, ἐὰν καὶ μία ἡμέρα ὁ βίος αὐτοῦ ἐπὶ τῆς γῆς» (Ἰὼβ 14, 4. 5). Ποιὸς εἶναι καθαρὸς ἀπ’ τὴν ἁμαρτία; Δεῖξτε μου ἕναν. Κανένας δὲν ὑπάρχει. Ὅλοι ἁμαρτωλοί, ὅλοι βρωμεροί. Λέπρα ἡ ἁμαρτία ἔχει πληγιάσει τὴν ψυχή μας. Πυορροοῦσα πληγὴ ἡ ὕπαρξή μας. «Ἐπισυρόμενον μιαντήριον» ἔχουνε καταντήσει. Πίσω ἀπ’ τὸ εὔρωστο καὶ ὄμορφο κορμὶ κρύβεται βρῶμα καὶ δυσωδία.

 

Ἀκάθαρτοι ὅλοι ἀπ’ τὴ λέπρα τῆς ἁμαρτίας. Ὅλοι ἀνεξαιρέτως. Ἕνας ὑπῆρξε ὁ Καθαρός. Ἕνας βρέθηκε, ποὺ μπόρεσε ν’ ἀπευθύνει τὸ ἐρώτημα: «Τὶς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περὶ ἁμαρτίας;» (Ἰωάν. 8, 46). Εἶχε συνείδηση τῆς ἀναμαρτησίας του. Καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.

 

Ἄσπιλος καὶ ἄμωμος! Δὲν βρέθηκε δόλος στὸ στόμα του καὶ ἁμαρτία δὲν ἔκαμε καμιὰ (Ἡσ. 53, 9). Μάταια θέλησαν οἱ ἀρνητές του νὰ βροῦν μῶμο στὴν ἀναμάρτητη, στὴν ὁλοκάθαρη, στὴν πάναγνη ζωή του.

 

Ἐκεῖνος Καθαρός, ἐμεῖς ἀκάθαρτοι. Πῶς νὰ τὸν πλησιάσουμε; Οἱ 10 λεπροὶ στέκονταν «πόρρωθεν». Καὶ οἱ ἁμαρτωλοί, ποὺ ἔχουν συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς τους, τῆς βρωμιᾶς καὶ ἀκαθαρσίας τους, στέκουν «πόρρωθεν». Στέκουν μὲ ἕνα βαθὺ δέος, μὲ μιὰ θεία συστολή, μὲ μιὰ βαθειὰ συναίσθηση ἀπέναντι στὸ Χριστό. -Χριστέ μου, ποιὸς εἶμαι ἐγὼ γιὰ νὰ σὲ πλησιάσω; Χριστέ μου, εἶμαι ἀκάθαρτος. Πῶς νὰ πλησιάσω ἐσένα, ποὺ ’σαι καθαρός, ὁ μόνος καθαρὸς καὶ ἀκήρατος Κύριος; Χριστέ μου, πῶς ν’ ἀνοίξω τὴν ἀκάθαρτή μου γλώσσα γιὰ νὰ μιλήσω γιὰ τὸ ὄνομά σου; Πῶς νὰ σηκώσω τὰ ἀκάθαρτά μου χέρια γιὰ νὰ προσευχηθῶ σ’ ἐσένα; Πῶς νὰ φέρω τ’ ἀκάθαρτά μου πόδια μέσα στὸ ναό σου; Πῶς νὰ βαδίσω μέσα στὸ ἅγιό σου βῆμα; Πῶς ν’ ἀγγίξω τὴν ἁγία σου τράπεζα καὶ νὰ ψαύσω τὰ κράσπεδα τῆς μεγαλοσύνης σου; Χριστέ μου, πῶς ν’ ἀνοίξω τ’ ἀκάθαρτά μου χείλη γιὰ νὰ δεχτοῦν ἐσένα, τὸ θεῖο μαργαρίτη, αὐτὸ τὸ πανακήρατο Σῶμα σου καὶ αὐτὸ τὸ πανάγιο Αἷμα σου; Πῶς; Πῶς;…

 

Αὐτὴ ἡ βαθειὰ συναίσθηση, ἡ ὁποία συνέχει τὸν ἁμαρτωλὸ ποὺ πιστεύει, τὸν κάνει νὰ στέκει «πόρρωθεν», μακριά. Νὰ στέκει μὲ δέος καὶ εὐλάβεια. Καὶ ἂν τελικὰ ὁ ἁμαρτωλὸς προσέρχεται καὶ πλησιάζει τὸ Χριστὸ καὶ δέχεται τὴ θεία Κοινωνία, τὸ κάνει ὄχι γιατί θεωρεῖ τὸν ἑαυτὸ του ἄξιο, ἀλλὰ γιατί «θαρρεῖ εἰς τὸ ἔλεος τῆς εὐσπλαχνίας» τοῦ Θεοῦ. Πλησιάζει τὸ Χριστὸ μὲ τὸ θάρρος ποὺ τοῦ δίνει ὁ ἴδιος, ὅταν λέει: «Δεῦτε πρὸς με πάντες». Πλησιάζει, ἀλλὰ πλησιάζει ὄχι μηχανικὰ ἢ ἀσυναίσθητα, ἀλλὰ «τρέμων τε καὶ χαίρων ἅμα».

 

 

  1. Κραυγὴ ἱκεσίας

 

Μακριὰ ἀπ’ τὸ Χριστό, «πόρρωθεν», εἶναι ἡ μία στάση τῶν 10 λεπρῶν, ἡ στάση τῆς συναισθήσεως. Μὰ εὐθὺς ἀμέσως ἀκολουθεῖ δεύτερη στάση. Τὸ φὶλμ τοῦ θαύματος προχωρεῖ. Ποιὰ ἡ δεύτερη στάση; Εἶναι ἡ σκηνὴ τῆς κραυγῆς. Οἱ 10 λεπροὶ κραυγάζουν. Ἡ λέπρα δὲν τοὺς ἀφήνει νὰ πλησιάσουν τὸ Χριστὸ καὶ νὰ ἐπικοινωνήσουν μαζί του. Ἀλλ’ αὐτοὶ βρίσκουν τρόπο νὰ ἐπικοινωνήσουν μὲ τὸ Χριστό. Ἐπικοινωνοῦν μὲ τὴ φωνή τους. Ἡ φωνὴ τους εἶναι φωνὴ πίστεως. Μὲ τὰ λόγια ποὺ λένε ἀναγνωρίζουν τὸ Χριστὸ σὰν Κύριο, σὰν παντοδύναμο Κύριο, ποὺ μπορεῖ νὰ τοὺς ἐλεήσει καὶ νὰ τοὺς κάνη καλά. «Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς». Ἡ φωνὴ τους ἦταν ἀκόμα μιὰ κραυγὴ ἱκεσίας. Δὲν ἄνοιξαν ἁπλῶς τὸ στόμα τους νὰ παρακαλέσουν. Ὄχι! «Ἦραν φωνήν». Σήκωσαν φωνὴ μεγάλη. Ἄρχισαν ὅλοι μαζὶ οἱ 10 λεπροὶ νὰ παρακαλοῦν μὲ δυνατὴ φωνή, μὲ κραυγή. Σπαρακτικὴ ἀκούγεται ἡ κραυγή τους, ποὺ διασχίζει τὸν ἀέρα καὶ φτάνει μέχρι τὸν Ἰησοῦ. Ἀκούγεται ὁ ἀντίλαλός της: «Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς»…

 

Ἀκάθαρτοι οἱ λεπροί. Μὰ πιστεύουν στὴν δύναμη τοῦ καθαροῦ καὶ ἀναμάρτητου Ἰησοῦ, ποὺ ἐκείνη τὴν ὥρα περνᾶ πιὸ πέρα ἀπ’ αὐτούς. Ἀκάθαρτοι κι ἁμαρτωλοὶ εἴμαστε κι ἐμεῖς. Μὰ πιστεύουμε στὴ δύναμη καὶ στὸ ἔλεος τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ κι ἐπαναλαμβάνουμε τὴ σύντομη ἱκεσία τῶν 10 λεπρῶν. Πολλὲς φορὲς τὴν ἐπαναλαμβάνουμε στὴ θεία λειτουργία: «Κύριε, ἐλέησον». Πολλὲς φορὲς τὴ λέμε στὴ νοερὰ προσευχή: «Κύριε ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ καὶ Λόγε τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν». Ἁμαρτωλοὶ εἴμαστε, ἀλλ’ ὄχι ἀσεβεῖς. Παραβάτες τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ ὄχι ἀρνητὲς τοῦ Εὐαγγελίου. Ἀκάθαρτοι καὶ ἐλεεινοί, ἀλλὰ πιστεύουμε στὸν ἀναμάρτητο καὶ νοσταλγοῦμε τὸ καθαρὸ καὶ ἅγιο. «Σοὶ μόνῳ, Κύριε, ἁμαρτάνομεν, ἀλλὰ καὶ σοὶ μόνῳ λατρεύομεν».

 

Καὶ ὅσοι πιστεύουν κραυγάζουν ὅπως οἱ 10 λεπροί. Κραυγάζουν τὸ «Κύριε, ἐλέησον». Δὲν τὸ λένε μονάχα ψαλτά. Τὸ λένε καὶ μὲ κραυγή, μὲ ἀγωνία, μὲ πίστη. Εἶναι ἡ πιὸ σύντομη, ἀλλὰ καὶ πιὸ ἐπιτυχὴς ἱκεσία τοῦ ἁμαρτωλοῦ πρὸς τὸν Δεσπότη θεό. «Ταύτην σοι τὴν ἱκεσίαν ὡς Δεσπότῃ οἱ ἁμαρτωλοὶ προσφέρομεν, ἐλέησον ἡμᾶς». Εἴμαστε ἁμαρτωλοί, Χριστέ, μὰ πιστεύουμε σ’ ἐσένα καὶ θέλουμε νάχουμε σχέσεις μ’ ἐσένα Κι ἡ γέφυρα ποὺ θὰ μᾶς ἑνώνει εἶναι τὸ ἔλεός σου… Ἐλέησέ μας!

 

 

  1. Ὑπακοὴ

 

Εἴδαμε τὶς δύο στάσεις τῶν 10 λεπρῶν. Ἡ μία στάση τὸ «πόρρωθεν», ἡ δεύτερη στάση ἡ κραυγὴ τῆς ἱκεσίας. Ἀλλ’ ἔρχεται ἀμέσως ἡ τρίτη στάση. Ποιὰ εἶναι; Εἶναι ἡ στάση τῆς ὑπακοῆς. Γιὰ κοιτάξτε τους, ὑπακούουν πιστὰ σὲ κάτι ποὺ τοὺς λέει ὁ Χριστός. Ἄκουσε ὁ Χριστὸς τὴν κραυγή τους καὶ τοὺς ἐλεεῖ. Βλέπει τὸν πόνο τους καὶ τὴ δυστυχία τους καὶ τοὺς θεραπεύει. Ἀλλὰ πῶς τοὺς θεραπεύει; Δὲν τοὺς θεραπεύει ἀμέσως μ’ ἕνα του λόγο ἢ μία του ἐνέργεια, ὅπως ἔκαμε σὲ τόσα ἄλλα θαύματα. Τοὺς θεραπεύει διὰ τῆς ὑπακοῆς. Τοὺς θεραπεύει, ἀφοῦ προηγουμένως δοκίμασε τὴν πίστη τους μὲ ἕνα πρόσταγμα ποὺ τοὺς ἔδωσε. Τί τοὺς εἶπε; «Πορευθέντες ἐπιδείξατε ἑαυτοὺς τοῖς ἱερεῦσι». Τρέξτε, τοὺς λέει, πηγαίνετε νὰ δείξετε τοὺς ἑαυτούς σας στοὺς ἱερεῖς.

-Μὰ Χριστέ, πῶς νὰ πᾶμε μὲ τέτοια κατάσταση λέπρας στοὺς ἱερεῖς; Πρῶτα – πρῶτα δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ πλησιάσουμε τὴν πόλη καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Κι ἔπειτα οἱ ἱερεῖς τί μποροῦν νὰ μᾶς κάνουν; Εἶναι ἀνάγκη νὰ πᾶμε στοὺς ἱερεῖς; Δὲν μπορεῖς, Χριστέ, νὰ μᾶς θεραπεύσεις, ὅπως θεράπευσες τόσους ἄλλους; Κάνε μας καλά, κι ὕστερα πηγαίνουμε στοὺς ἱερεῖς νὰ πιστοποιήσουν τὴ θεραπεία μας, σύμφωνα μὲ τὴ συνήθεια τῆς ἐποχῆς…

 

Ἀλλ’ ὄχι, τίποτα ἀπὸ ὅλα αὐτὰ δὲν σκέφτηκαν οὔτε εἶπαν οἱ 10 λεπροί. Κάνουν τυφλὴ ὑπακοὴ στὴν προσταγὴ τοῦ Χριστοῦ. Πιστεύουν ἀκράδαντα πὼς θὰ γίνουν καλά. Γι’ αὐτὸ καὶ ξεκινοῦν. Καὶ δὲν προλαβαίνουν νὰ ξεμακρύνουν πολύ, καὶ τὸ θαῦμα γίνεται στὸ δρόμο ποὺ τρέχουν γιὰ τοὺς ἱερεῖς. «Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὑπάγειν αὐτοὺς ἐκαθαρίσθησαν». Ἡ πίστη τους καὶ ἡ ὑπακοή τους στὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ βραβεύτηκε. Ἡ λέπρα ἔφυγε ἀπὸ πάνω τους. Ἡ βρῶμα καὶ ἡ δυσωδία ἐξαφανίστηκε. Καθαρίστηκαν.

 

Γιὰ φαντασθῆτε νά ’ταν οἱ 10 λεπροὶ αὐθάδεις καὶ ἀνυπότακτοι, σὰν μερικοὺς σημερινοὺς χριστιανούς, καὶ νὰ περνοῦσαν τὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ ἀπ’ τὸ κόσκινο τῆς λογικῆς τους!

 

-Καὶ γιατί νὰ πᾶμε στοὺς Ἱερεῖς νὰ ἐξομολογηθοῦμε; Δὲν μπορεῖ ἀπ’ εὐθείας ὁ Χριστὸς νὰ μᾶς συγχωρήσει τὶς ἁμαρτίες; Ἐγὼ θὰ πάω ἀπ’ εὐθείας στὸ Χριστό, θὰ γονατίσω καὶ θὰ τοῦ πῶ τ’ ἁμαρτήματά μου καὶ θὰ συγχωρεθῶ…

 

Αὐτὰ λένε πολλοὶ χριστιανοί, ποὺ δὲν θέλουν νὰ ταπεινωθοῦν μπροστὰ στὸν πνευματικὸ καὶ νὰ ἐξομολογηθοῦν μὲ συντριβὴ τὰ ἁμαρτήματά τους. Οἱ δυστυχεῖς! Ξεχνοῦν πὼς εἶναι προσταγὴ τοῦ Χριστοῦ. «Ἐπιδείξατε ἑαυτοὺς τοῖς ἱερεῦσι». Δεῖξτε τὸν ἑαυτό σας, τὶς πληγές σας, τὶς ἁμαρτίες σας στὸν ἱερέα, στὸν πνευματικό. Πήγαινε, ἐξομολογήσου, θὰ ἐπιστρέψεις καθαρός. Τὸ ἔλεος τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ καθαρίζει ὅλα τὰ ἁμαρτήματα.

 

 

  1. Εὐγνωμοσύνη

 

Εἴδατε, ἀδελφοί μου, τὶς τρεῖς στάσεις τῶν 10 λεπρῶν; Καὶ στὶς τρεῖς στάσεις εἶναι καὶ οἱ 10 μαζί. Ὅ,τι κάνει ὁ ἕνας κάνουν καὶ οἱ ἄλλοι. Μαζὶ στὴν ἀπομόνωση, μαζὶ στὴ θλίψι, μαζὶ στὴν κραυγὴ τῆς ἱκεσίας, μαζὶ στὸ τρέξιμο γιὰ τοὺς ἱερεῖς. Δὲν εἶναι ὅμως μαζὶ στὴν τέταρτη καὶ τελευταία στάση. Ἐκεῖ χωρίζουν. Δὲν εἶναι μαζὶ στὴν ἐπιστροφή.

 

Οἱ 9 ἐπιστρέφουν στὰ σπίτια τους, στοὺς δικούς τους. Ὁ ἕνας μονάχα ἐπιστρέφει στὸ Χριστό. Τὸν βρίσκει, καὶ μὲ μάτια πλημμυρισμένα ἀπὸ δάκρυα πέφτει στὰ πόδια του καὶ μὲ φωνὴ μεγάλη καὶ ἰσχυρὴ δοξάζει τὸ Θεό, εὐχαριστεῖ τὸ Χριστὸ γιὰ τὴ μεγάλη δωρεά. Ὅπως κραύγαζε, ὅπως φώναζε παρακαλώντας, ἔτσι τώρα φωνάζει δοξολογώντας.

 

-Χριστέ, σ’ εὐχαριστῶ… Μὰ εἶναι μόνος στὴ στάση αὐτὴ τῆς εὐγνωμοσύνης. Κι ὁ Χριστὸς ἐκφράζει τὸ παράπονο: «Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; Οἱ δὲ ἐννέα ποῦ;».

 

Χριστέ μου, σ’ ἀκούω καὶ σήμερα νὰ κάνεις τὸ ἴδιο παράπονο:

 

-Ὅλους δὲν τοὺς ἀγαπῶ; Γιὰ ὅλους δὲν σταυρώθηκα; Ποῦ ’νε τώρα οἱ 9; Ποῦ ’νε οἱ πολλοί; Ποῦ ’νε οἱ περισσότεροι; Δὲν αἰσθάνονται τὴν ἀνάγκη νὰ δοξολογήσουν τὸ Θεό;

 

Ὤ, ἡ ἀγνωμοσύνη τῶν ἀνθρώπων! Ἐδῶ κάποιος μεγάλος καὶ ἰσχυρός τῆς ἡμέρας σὲ ἐξυπηρετεῖ, καταδέχεται νὰ σὲ δεχθεῖ καὶ νὰ σ’ ἀκούσει, ἢ ἱκανοποιεῖ κάποιο αἴτημά σου, καὶ λειώνεις μπροστά του ἐκφράζοντας τὴν εὐχαριστία σου. Χίλια «εὐχαριστῶ» στοὺς ἀνθρώπους! Κι ὁ Θεός, ποὺ μέρα – νύχτα σὲ εὐεργετεῖ- ὁ Θεός, ποὺ ἔστειλε τὸ μονογενῆ του Υἱὸ γιὰ νὰ σὲ καθαρίσει ἀπὸ τὴ λέπρα τῆς ἁμαρτίας, ἕνα «εὐχαριστῶ» δὲν ἀκούει ἀπὸ τὸ στόμα σου. Ποῦ ’νε οἱ πιὸ πολλοὶ ἄνθρωποι; Ἕνα «Δόξα σοι, ὁ Θεὸς» δὲν βγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα τους. Μιὰ ὥρα δὲν θυσιάζουν νά ’ρθουν νὰ δοξολογήσουν τὸ Θεὸ στὴν ἐκκλησία… Κι ὄχι μονάχα αὐτό. Ὄχι ἁπλῶς δὲν εὐχαριστοῦν τὸν Εὐεργέτη τους. Ὄχι ἁπλῶς δὲν ὑμνοῦν καὶ δὲν δοξολογοῦν. Ὄχι ἁπλῶς λησμονοῦν νὰ ἐπιστρέψουν. Ἀλλὰ καὶ ἀνοίγουν τὸ βρωμερὸ τους στόμα καὶ βλαστημοῦν τὸ Χριστό. Σὰν λυσσασμένα σκυλιὰ δαγκώνουν τὸ χέρι τοῦ Εὐεργέτη τους.

 

Χριστέ, ἀκοῦμε καὶ σήμερα ν’ ἀπευθύνεις τὸ παράπονο: «Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; οἱ δὲ ἐννέα ποῦ;». Σὺ γνωρίζεις ποῦ εἶναι οἱ 9, ποῦ γυρίζουν οἱ πιὸ πολλοί. Ἐμεῖς τίποτε ἄλλο δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε, παρὰ νὰ σὲ ἱκετεύσουμε νὰ μᾶς ἐλεήσεις. Ἐλέησε τὸν κόσμο σου, γιὰ τὶς ἁμαρτίες του, γιὰ τὴν ἀποστασία του, καὶ πρὸ παντὸς γιὰ τὴν ἀχαριστία του. «Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς».