Διονύσιος Ψαριανός (Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (+))

Μαζὶ μὲ τοὺς μάρτυρες τοῦ αἵματος, ἀπὸ τὸν πρῶτο καιρό, ἡ Ἐκκλησία τίμησε καὶ τοὺς μάρτυρες τῆς συνειδήσεως. Μάρτυρες τῆς συνειδήσεως ὀνομάζονται οἱ ὅσιοι μοναχοὶ καὶ οἱ ἀσκητὲς τῆς ἐρήμου. Ὑπάρχει μία διαφορὰ μεταξὺ τῶν μοναχῶν καὶ τῶν ἀσκητῶν. Μοναχοὶ εἶν’ ἐκεῖνοι ποὺ ζοῦν μαζὶ στὰ μεγάλα κοινοβιακὰ μοναστήρια καὶ ἀσκητὲς ἤ ἀναχωρητὲς εἶν’ ἐκεῖνοι ποὺ ζοῦν ξεμοναχιασμένοι σ’ ἐρημικὲς κι ἀπρόσιτες σπηλιές. Καὶ οἱ μοναχοὶ καὶ οἱ ἀσκητὲς εἶν’ ἐκεῖνοι, ποὺ ἀφῆκαν τὰ ἐγκόσμια κι ἀφιέρωσαν τὸν ἑαυτό τους γιὰ κάτι καλύτερο καὶ τελειότερο. Καὶ εἶν’ ἐκεῖνοι, γιὰ τοὺς ὁποίους γράφει ὁ Μέγας Βασίλειος ὅτι «ὑπέρτεροι τῶν ἀνθρωπίνων μέτρων ἐδείχθησαν», ξεπέρασαν τὰ συνηθισμένα ἀνθρώπινα μέτρα. Τέτοιος εἶναι ὁ ἅγιος Θεοδόσιος ὁ κοινοβιάρχης, τοῦ ὁποίου ἡ Ἐκκλησία σήμερα ἑορτάζει τὴ μνήμη.

Ὁ ἅγιος Θεοδόσιος γεννήθηκε τὸ 423 σὲ μία μικρὴ πόλη τῆς Καππαδοκίας ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς, ποὺ μὲ τὶς συμβουλὲς καὶ τὸ παράδειγμά τους δίδαξαν τὸ παιδὶ τους τὴ χριστιανικὴ ἀρετή. Ἀπὸ μικρὸς ἔδειξε ἰδιαίτερη κλίση στὰ ἐκκλησιαστικά, ὥστε καὶ χειροθετήθηκε ἀναγνώστης. Ὅταν ἔφτασε σὲ κάποια ἡλικία, ἄφησε τὴν πατρίδα, τοὺς γονεῖς καὶ τοὺς φίλους του κι ἔφυγε γιὰ νὰ ἐπισκεφθῆ τοὺς ἁγίους τόπους. Πηγαίνοντας γιὰ τὰ Ἱεροσόλυμα, ἐπισκέφθηκε τὸν ἅγιο Συμεὼν τὸ στυλίτη. Ἐκεῖνος, ὅταν τὸν εἶδε, σὰν καὶ νὰ τὸν ἤξερε, τοῦ φώναξε· «Καλῶς ὥρισες, δοῦλε τοῦ Θεοῦ Θεοδόσιε»! Ὁ ἅγιος Θεοδόσιος πῆρε τὴν εὐλογία τοῦ μεγάλου ἀσκητῆ καὶ συνέχισε τὸ δρόμο του γιὰ τοὺς ἁγίους τόπους. Στὰ Ἱεροσόλυμα βρῆκε κάποιο συμπατριώτη του ἀσκητὴ κι ἔμεινε κοντά του γιὰ λίγον καιρό.

Ὁ ἅγιος Θεοδόσιος ἔδειξε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τόση ἀσκητικότητα καὶ ἀρετή, ὥστε σὲ λίγο καιρὸ ἔγινε γνωστὸς κι ἄρχισαν νὰ μαζεύωνται κοντὰ του πολλοί, ποὺ σὰν κι αὐτὸν εἶχαν πάρει τὸ δρόμο τοῦ ἀσκητισμοῦ. Ἡ σπηλιὰ ἐπάνω στὸ βουνό, ὅπου ζοῦσε κρυμμένος ὁ Ἅγιος, ἔγινε σιγὰ – σιγὰ μοναστήρι, ὅπου συγκεντρώθηκαν πολλοὶ καὶ σχημάτισαν μία ἀδελφότητα. Ὁ ἅγιος Θεοδόσιος τοὺς δίδασκε καὶ τοὺς κατάρτιζε ὄχι μόνο στὴν προσευχὴ καὶ στὴν ἐργασία, ἀλλὰ καὶ στὴ μνεία τοῦ θανάτου· ἡ μνεία τοῦ θανάτου εἶναι τὸ πρῶτο γιὰ τὸν μοναχό. Τὸ νὰ θυμᾶται, ὄχι μόνο κάθε μοναχός, ἀλλὰ καὶ κάθε ἄνθρωπος ὅτι εἶναι θνητὸς καὶ ὅτι κάποια ἡμέρα θὰ πεθάνη, εἶν’ ἐκεῖνο ποὺ γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅτι «ἀεὶ γὰρ ἡμεῖς οἱ ζῶντες εἰς θάνατον παραδιδόμεθα διὰ Ἰησοῦν…».

Ὁ κοινοβιακὸς μοναχισμὸς εἶναι τὸ πρότυπο τοῦ κοινωνικοῦ βίου, σὰν στὰ πρῶτα χρόνια τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως διαβάζομε στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. «Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ’ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά…». Αὐτὴ ἡ μαρτυρία στὸ βιβλίο τῶν Πράξεων εἶναι ἀπὸ τὰ πιὸ ἐπίμαχα θέματα τοῦ καιροῦ μας, ἀλλὰ καὶ τὸ πρότυπο καὶ ἡ βάση τοῦ κοινοβιακοῦ ἀσκητισμοῦ. Πολὺ σωστὰ εἶπαν ὅτι «ὁ κοινοτικὸς – κοινοβιακὸς τρόπος ζωῆς θὰ εἶναι σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες ὁ γνήσιος τρόπος ζωῆς χριστιανικῆς ὑπάρξεως μέσα στὸν κόσμο. Καὶ ὁ τρόπος αὐτὸς σώζεται μέχρι σήμερα μέσα στὸ μοναστικὸ κοινόβιο, ποὺ θὰ παραμείνη τὸ πρότυπο τῆς χριστιανικῆς κοινωνίας». Ὄχι γιὰ νὰ γίνουν ὅλοι μοναχοί, ἀλλὰ γιὰ νὰ παραδειγματίζωνται ἀπὸ τὸν βίο τῶν μοναχῶν.

Ὁ ἅγιος Θεοδόσιος, ὅταν εἶδε ὅτι ἀπὸ παντοῦ ἔφταναν μοναχοί, ἔκτισε κοντὰ στὴ Βηθλεὲμ ἕνα μεγάλο μοναστηριακὸ συγκρότημα μὲ ἐργαστήρια γιὰ νὰ ἐργάζωνται οἱ μοναχοί, μὲ νοσοκομεῖο καὶ γηροκομεῖο καὶ μὲ τρεῖς μεγάλες ἐκκλησίες. Οἱ μοναχοί, ποὺ ἔφτασαν ἕως 700 δὲν ἦσαν μόνο Ἕλληνες, ἀλλὰ Ἄραβες καὶ Ἀρμένιοι καὶ Πέρσες καὶ Σλάβοι, ὅταν ἀρρώσταιναν εὕρισκαν περίθαλψη στὸ νοσοκομεῖο καὶ στὰ γεράματά τους στὸ γηροκομεῖο. Διάβαζαν χωριστὰ καὶ στὴ γλώσσα τους ὅλες τὶς ἄλλες ἀκολουθίες, κι ὅλοι μαζὶ στὴ μεγαλύτερη Ἐκκλησία τελοῦσαν τὴ θεία Λειτουργία. Εἶναι νὰ θαυμάζουμε μία τέτοια ὀργάνωση καὶ τέλεια εἰκόνα κοινωνικοῦ βίου, μὰ καὶ νὰ λυπούμαστε, ποὺ τόσος πόλεμος γίνεται γιὰ τὰ κοινωνικὰ ζητήματα, καὶ ἀγνοοῦνται τέτοια παραδείγματα καὶ πρότυπα ἀπὸ τὴν παράδοση καὶ τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.

 

Τὸ μεγάλο κοινόβιο τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου, τέλεια ὠργανωμένο, ἦταν ἕνας ἀληθινὸς ἐπίγειος παράδεισος. Ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων, θαυμάζοντας τὴ μοναστικὴ αὐτὴ πολιτεία, διώρισε τὸν ἅγιο Θεοδόσιο γενικὸ προϊστάμενο καὶ ἐπόπτη ὅλων τῶν κοινοβίων τῆς Παλαιστίνης, γι’ αὐτὸ καὶ λέγεται κοινοβιάρχης. Ἀλλὰ καὶ ἐναντίον τῶν αἱρέσεων ἐργάσθηκε ὁ ἅγιος Θεοδόσιος, γι’ αὐτὸ καὶ ἔπεσε στὴ δυσμένεια τοῦ αἱρετικοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν ἐξώρισε. Μετὰ τὴν ἐξορία του, ὁ κοινοβιάρχης ξαναγύρισε στὸ κοινόβιό του κι ἔζησε ἀκόμα 11 χρόνια μέχρι τὸ 529, ποὺ κοιμήθηκε σὲ ἡλικία 105 ἐτῶν. Ὁ ἅγιος Θεοδόσιος ὥς τὰ βαθειὰ γεράματά του ἦταν ἕνας ὡραῖος μὲ ἐπιβλητικὸ παράστημα ἄνθρωπος, ὥστε νὰ ἔχουν καὶ σ’ αὐτὸν ἐφαρμογὴ τὰ λόγια τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου· «τῶν γὰρ ἁγίων οὐχὶ τὰ ρήματα μόνον, ἀλλὰ καὶ αὐτὰ τὰ πρόσωπα πνευματικῆς γέμει χάριτος». Ἀμήν.

Ὁ άγιος Θεοδόσιος ο Κοινοβιάρχης και το κοινόβιό του στην Παλαιστίνη.

Βρίσκεται ἀνατολικά τῆς Βηθλεέμ, στὴν ἀρχὴ τῆς Ῥέμου καὶ πάνω στὸν ἀρχαῖο κεντρικὸ δρόμο ποὺ ὁδηγοῦσε στὴν καρδιὰ τῆς ἐρήμου τῆς Ἰουδαίας καὶ στὴ Νεκρὰ Θάλασσα. Τὸ σημερινὸ μοναστήρι εἶναι χτισμένο στὴ θέση τοῦ ἀρχαίου κοινοβίου, ποὺ ἵδρυσε ὁ μέγας Κοινοβιάρχης τοῦ μοναχισμοῦ τῆς Ἁγίας Γῆς, ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος, τὸν 5ο αἰώνα.

Στὸν περίβολο τοῦ μοναστηριοῦ βλέπει κανεὶς μωσαϊκὰ δάπεδα μὲ ἑλληνικὲς ἐπιγραφές, μαρμάρινα κιονόκρανα καὶ κολῶνες, στέρνες καὶ ἐρείπια κτιρίων.

Ἡ σπηλιὰ-προσκύνημα εἶναι τὸ πιὸ ἐνδιαφέρον τμῆμα τοῦ μοναστηριοῦ. Εἶναι φυσική, μὲ λίγα λαξευτὰ σημεῖα καὶ κατὰ τὴ μακραίωνη ἱστορία τῆς μονῆς χρησιμοποιήθηκε ὡς κοιμητήριο τῶν ἡγουμένων καὶ τῶν ἐπιφανῶν της μοναχῶν. Στὶς λάρνακες κατὰ μῆκος τῶν τοίχων τῆς σπηλιᾶς εἶναι ἐνταφιασμένοι, μεταξὺ ἄλλων, ὁ ἱδρυτὴς τοῦ μοναστηριοῦ Ἅγιος Θεοδόσιος, ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος, διάδοχος τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου καὶ μετέπειτα ὀνομαστὸς πατριάρχης τῆς Ἱερουσαλήμ, ὁ Ἅγιος Κόπρης, ἡ Ἁγία Θεοδότη, ἡ μητέρα τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων καὶ ἄλλες ἐξέχουσες μορφὲς τοῦ μοναχισμοῦ τῆς Παλαιστίνης.

 

Ἡ ἱστορία τοῦ μοναστηριοῦ αὐτοῦ εἶναι ἀπὸ τὶς ὡραιότερες, ἀλλὰ καὶ δραματικότερες τῶν μοναστηριῶν τῆς Παλαιστίνης. Ἱδρύθηκε τὸ 465 ἀπὸ τὸν ἅγιο Θεοδόσιο καὶ ἀμέσως ἔγινε τὸ σπουδαιότερο κέντρο τοῦ ἀνατολικοῦ Ὀρθοδόξου μοναχισμοῦ, τὸ σχολεῖο τῶν μοναχῶν, ὅπως τὸ ἔλεγαν. Ἐκεῖ μέσα ἔφθασε ὁ μοναχισμὸς στὴν πιὸ τέλεια καὶ ὀργανωμένη του μορφή, καλλιεργήθηκε ἡ ὑπακοὴ καὶ ὁ ἄνθρωπος ὡς μία ψυχοσωματικὴ ἑνότητα θεραπευόταν ψυχοσωματικὰ ζώντας σύμφωνα μὲ τὶς Εὐαγγελικὲς ἐντολές.

Στὶς μέρες τὶς ἀκμῆς του, τὸ κοινόβιο τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου (στὸ χρονικὸ διάστημα ἀπὸ τὴν ἵδρυσή του μέχρι τὸ 700 περίπου μ.Χ.) ἔφτασε νὰ ἔχει μέχρι 700 μοναχούς, διαφόρων ἐθνοτήτων. Μέσα στὴ μονὴ ὑπῆρχαν ἐργαστήρια, Ἐκκλησίες, πτωχοκομεῖα, φροντιστήρια, γηροκομεῖα, ὀρφανοτροφεῖο, ξενῶνες κ.ἂ. Ὅλα αὐτὰ ἔκαναν τὸ μοναστήρι νὰ μοιάζει μὲ μικρὴ πολιτεία ὄχι μόνον ἀνθρώπων τοῦ πνεύματος καὶ τῆς προσευχῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς ἐργασίας καὶ προσφορᾶς.

 

Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ τὸ κοινόβιο τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου δὲν ἔβγαλε μόνο ἁπλοϊκοὺς Ἁγίους ἀλλὰ καὶ σοφούς, ὅπως τὸν περίφημο Ἰωάννη Μόσχο, τὸν Ἅγιο Μόδεστο καὶ τὸν Ἅγιο Σωφρόνιο, τοὺς μετέπειτα Πατριάρχες τῶν Ἱεροσολύμων καὶ πολλοὺς ἄλλους.

Ἡ περσικὴ εἰσβολὴ καὶ στὴ συνέχεια ἡ ἀραβικὴ κατάκτηση ἀνέκοψαν τὴν πρόοδο τοῦ μοναστηριοῦ καὶ σκόρπισαν τοὺς μοναχούς του. Μὲ λίγους μοναχοὺς καὶ μὲ τὸν διαρκή κίνδυνο σφαγῶν καὶ λεηλασιῶν ἀπὸ τοὺς Βεδουίνους, τῆς ἐρήμου, ἐπέζησε τὸ μοναστήρι μέχρι τὸν 15ο αἰώνα. Τότε ἦταν ποὺ ἐγκαταλείφθηκε.

 

Στὰ 400 περίπου χρόνια τῆς ἐγκατάλειψης καὶ λησμονιᾶς χρησιμοποιήθηκαν τὰ κτίριά του ὡς στάνες καὶ ἄσυλα τῶν μουσουλμάνων τῆς φυλῆς Ἰμπιν-Ἀμπέντ, γι’ αὐτὸ καὶ μέχρι σήμερα εἶναι γνωστὸ στὰ ἀραβικὰ ὡς Δὲρ-Ἰμπιν-Ἀμπέντ. Τὸ 1858 τὰ ἐρείπιά του ἀγοράσθηκαν ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸ Πατριαρχεῖο, ἔγιναν ἐργασίες ἀναστήλωσης καὶ ἀνακαίνισης καὶ τὸ μοναστήρι ἐπαναλειτούργησε ἀποκτώντας τὴ σημερινή του μορφή.