1.
Το ουράνιο πανηγύρι
ΤΟ ΟΥΡΑΝΙΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ
- «ΔΕΙΠΝΟΝ ΜΕΓΑ»
Στὴν Παραβολὴ αὐτὴ ὁ Κύριός μας ὀνομάζει τὴν οὐράνια Βασιλεία του «δεῖπνον μέγα», στὸ ὁποῖο καλεῖ ὅλους μας νὰ προσέλθουμε. Γιατί ὅμως ἆραγε τὴν ὀνομάζει ἔτσι; Τὴν ὀνομάζει δεῖπνο, διότι στὴ Βασιλεία του ὁ Θεὸς θὰ μᾶς παραθέτῃ πνευματικὴ καὶ ὑπερφυσικὴ τράπεζα μὲ τὰ θεῖα καὶ αἰώνια ἀγαθά του.
Μιὰ τράπεζα ἀτελεύτητη στὸν Οὐρανό, ὅπου ὁ Ἴδιος θὰ μᾶς προσφέρῃ ἀπὸ τὸν ἄπειρο πλοῦτο τῶν ἀγαθῶν του. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ ὀνομάζει τὸ δεῖπνο αὐτὸ μέγα! Διότι τὸ πανηγύρι αὐτὸ θὰ εἶναι μεγαλοπρεπέστατο, ἐφ’ ὅσον τὰ πνευματικὰ ἀγαθὰ ποὺ θὰ μᾶς προσφέρῃ εἶναι ἀσύλληπτης ἀξίας. Ποιὰ εἶναι αὐτά; Ὅ,τι ἀνώτερο μπορεῖ νὰ σκεφθῇ ἢ νὰ ἐπιθυμήσῃ κανείς: ἡ μετοχή μας στὸ φῶς καὶ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, στὴν ἁγιότητα καὶ μακαριότητά του, ἡ ἀνέκφραστος ἡδονὴ ποὺ θὰ αἰσθανώμαστε καθὼς θὰ ἀτενίζουμε τὴν ἀπερίγραπτη ὡραιότητα τοῦ θείου προσώπου του. Ὅλα τὰ πλούτη τοῦ Χριστοῦ, οἱ ἀνεξερεύνητοι καὶ ἀνεξάντλητοι θησαυροί του, ποὺ θὰ μᾶς παρατίθενται, θὰ χορταίνουν τὴν ψυχή μας καὶ θὰ μᾶς γεμίζουν μὲ ἀνείπωτη εὐφροσύνη. Στὸ οὐράνιο ὅμως αὐτὸ δεῖπνο ὁ Κύριός μας θὰ μᾶς προσφέρῃ καὶ κάτι ἀσυγκρίτως ἀνώτερο, τὸ «καινὸν ποτήριον», τὸν ἴδιο τὸν Ἑαυτό του, τὴν θεία Κοινωνία μ’ ἕναν ὅμως διαφορετικὸ τρόπο, «καινόν», ποὺ δὲν μποροῦμε οὔτε νὰ φαντασθοῦμε οὔτε νὰ ἐννοήσουμε. Καὶ θὰ μᾶς τὸ προσφέρῃ ὁ ἴδιος ὁ Οἰκοδεσπότης τοῦ δείπνου, ὁ Ὁποῖος καὶ θὰ εὐφραίνεται μαζί μας καὶ θὰ μᾶς διακονῇ. Ποιός; Ὁ Μέγας, ὁ Ὕψιστος, ὁ Αἰώνιος, ἐμᾶς τοὺς μικροὺς καὶ ἐλαχίστους. Τὸ δεῖπνο αὐτὸ θὰ εἶναι ἐπιπλέον μεγάλο, τὸ μεγαλύτερο ποὺ ὑπῆρξε ποτέ, διότι εἶναι πανηγύρι οἰκουμενικό, πανηγύρι ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος. Εἶναι καλεσμένοι σ’ ατὸ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ὅλων τῶν λαῶν καὶ τῶν ἐποχῶν. Διότι ὁ Θεὸς ὅλους θέλει νὰ μᾶς εἰσαγάγῃ στὴν Βασιλεία του μὲ τὸ ἀνεξιχνίαστο ἔλεός του καὶ τὸν ἄπειρο πλοῦτο τῆς θείας του ἀγαθότητος. Ἀλλὰ τὸ πανηγύρι αὐτὸ θὰ εἶναι καὶ αἰώνιο, δεῖπνο ποὺ θὰ ἔχῃ ἀρχὴ ἀλλὰ δὲν θὰ ἔχῃ τέλος. Ἄχ, καὶ νὰ μπορούσαμε νὰ καταλάβουμε ἔστω καὶ λίγο πῶς θὰ εἶναι τὸ οὐράνιο αὐτὸ πανηγύρι, πῶς θὰ ζοῦμε ἐκεῖ, τί θὰ ἀπολαμβάνουμε, τί θὰ βλέπουμε, τί θὰ αἰσθανώμαστε! Πῶς θὰ ἐπικοινωνοῦμε μὲ τὶς θεῖες καὶ ἀγγελικὲς δυνάμεις τοῦ οὐρανοῦ, ἀλλὰ καὶ μὲ τοὺς Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας, πολὺ δὲ περισσότερο πῶς θὰ ἀτενίζουμε τὸ ἄπειρο κάλλος τοῦ Θεοῦ καὶ πῶς θὰ συνομιλοῦμε μαζί του! Κι αὐτὸ ἀτελεύτητα, ἀκόρεστα, αἰώνια. Αὐτὸ λοιπὸν τὸ ὑπερφυὲς καὶ ἀσύλληπτο δεῖπνο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ νὰ τὸ σκεπτώμαστε. Νὰ τὸ ποθοῦμε καὶ νὰ τὸ περιμένουμε.
- Η ΚΛΗΣΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Σ’ αὐτὸ τὸ οὐράνιο δεῖπνο καλεῖ ὁ Θεὸς τὸν καθένα μας καθημερινά. Μᾶς καλεῖ ἄλλοτε μέσα ἀπὸ τὶς περιστάσεις τῆς ζωῆς, μὲ ἀνθρώπους ποὺ φέρνει δίπλα μας, μὲ κάποιο οἰκοδομητικὸ ἀνάγνωσμα, μὲ τὴν ἀκρόασι κάποιας ἀφυπνιστικῆς καὶ κατανυκτικῆς ὁμιλίας, μ’ αὐτὴ τὴν Παραβολὴ ποὺ ἀναλύουμε, κι ἄλλοτε μὲ κάποιες ἐσωτερικὲς μυστικὲς φωνὲς ποὺ ἀντηχοῦν στὰ μύχια τῶν καρδιῶν μας.
–Ἐλᾶτε κοντά μου, μᾶς λέγει ὁ Θεός. Ὅλα εἶναι ἕτοιμα. Τὰ πάντα ἔχω ἑτοιμάσει γιὰ σᾶς. Ἐλᾶτε. Κανεὶς μὴ λείψῃ. Δεχθῆτε τὴν πρόσκλησι. Πόσο φοβερὸ λοιπὸν καὶ τραγικὸ θὰ εἶναι νὰ μοιάσουμε μὲ τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους τῆς Παραβολῆς πού, ἐνῶ ἄκουσαν τὸ κάλεσμα τοῦ Θεοῦ, ἄρχισαν νὰ ὑποβάλλουν παραιτήσεις, προ-φασιζόμενοι ὡς ἐμπόδια ἄλλοι οἰκονομι-κὲς ὑποθέσεις, ἄλλοι γεωργικές, ἄλλοι οἰκογενειακές. Ὅλοι ζήτησαν νὰ καταστή-σουν δικαιολογημένη τὴν ἀπουσία τους. Βέβαια νόμιμες ἦσαν οἱ ἀπασχολήσεις τους. Ὅμως δὲν ἄξιζαν περισσότερο ἀπὸ τὴν συμμετοχή τους στὸ βασιλικὸ μέγα δεῖπνο. Κι ὅλες αὐτὲς ἔγιναν αἰτία νὰ χάσουν τελικῶς τὸ οὐράνιο πανηγύρι. Αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ μᾶς διδάξῃ πολύ. Ὅταν προσκολληθοῦμε ἀκόμη καὶ σὲ νόμιμες δραστηριότητές μας, τότε αὐτὲς γίνονται σοβαρὰ ἐμπόδια γιὰ τὴν πνευματική μας ζωὴ καὶ τὴν κληρονομία τῆς ἐπουρανίου Βασιλείας. Μὴ προσκολλώμαστε λοιπὸν στὰ καθημερινὰ καὶ προσωρινά. Μᾶς καλεῖ ὁ Θεὸς στὰ μεγάλα καὶ αἰώνια. Μὴ κλείνουμε τ’ αὐτιά μας στὴν πρόσκλησι τοῦ Θεοῦ, στὴν καμπάνα τῆς Ἐκκλησίας, στὴν φωνὴ τοῦ Εὐαγγελίου. Μᾶς καλεῖ ὁ Θεὸς στὴν θεία Λατρεία, στὴν τακτικὴ ἱερὰ Ἐξομολόγησι, σὲ μία πνευματικὴ ὁμιλία. Βέβαια πάντοτε κάποιο ἐμπόδιο θὰ βρίσκεται μπροστά μας γιὰ νὰ ἀπουσιάζουμε: οἱ νέοι γονεῖς τὰ παιδιά τους καὶ τὶς πολλὲς ἐργασίες τους, οἱ μεσήλικες ἄλλες ἀσχολίες τους, οἱ μεγαλύτεροι τὴν φύλαξι τῶν ἐγγο-νῶν καὶ μύριες ἄλλες ὑποχρεώσεις. Ἐὰν ὅμως ἔτσι χάνουμε τὶς εὐκαιρίες ποὺ μᾶς δίνει ὁ Χριστός, κινδυνεύουμε νὰ σκληρυν-θοῦμε, νὰ ἀγριεύσουμε, νὰ ἀλλοτριωθοῦμε καὶ τελικῶς νὰ χαλάσουμε τὰ πνευματικά μας αἰσθητήρια καὶ νὰ χάσουμε τὸν Χριστὸ γιὰ πάντα. Ἂς μάθουμε λοιπὸν νὰ ἱεραρχοῦμε σωστὰ τὶς προτεραιότητες τῆς ζωῆς. Νὰ ἐκτιμήσουμε τὴν ἀξία τῆς θείας προσκλήσεως. Νὰ συναισθανθοῦμε ποιὸς μᾶς καλεῖ καὶ ποῦ μᾶς καλεῖ! Καὶ νὰ ποῦμε μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά μας: Μὲ καλεῖ ὁ Θεὸς σήμερα στὴν ἐκκλησία του, αὔριο στὴ Βασιλεία του! Πῶς μπορῶ νὰ πῶ ὄχι στὸν Θεό; Πῶς μπορῶ νὰ στερηθῶ τὸ οὐράνιο μέγα δεῖπνο τοῦ Παραδείσου;
Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”
2.
Ὁ Μεγάλος Δεῖπνος (Λουκ. ιδ΄ 16-24)
Ἰωὴλ Φραγκᾶκος (Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας)
«Ἄνθρωπός τις ἐποίησε δεῖπνον μέγα»
Στὴν παραβολὴ αὐτὴ ποὺ ἀκούσαμε σήμερα, ὁ Θεὸς παρουσιάζεται μὲ τὴ μορφὴ ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ἔχει ἑτοιμάσει ἕνα δεῖπνο γιὰ πολλλοὺς προσκεκλημένους. Ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος μᾶς συμπληρώνει πὼς ὁ γάμος τοῦ παιδιοῦ του προκάλεσε τὸ δεῖπνο αὐτό. Ἐνῶ εἶχε καλέσει πολλούς, οἱ προσκεκλημένοι ἀρνήθηκαν τὴν πρόσκληση φέρνοντας διάφορες δικαιολογίες. Π.χ. Ἀγόρασαν κτήματα, ζῶα ἢ νυμφεύθηκαν κ. ἄ. Τότε ὁ οἰκοδεσπότης ἔφερε στὸ τραπέζι του ὄχι τοὺς ἐπώνυμους προσκεκλημένους, ἀλλὰ τὸν ἁπλὸ λαὸ ποὺ ἦταν στὶς πλατεῖες καὶ στὰ σοκάκια τῆς πόλεως, τοὺς χωλούς, τοὺς ἀναπήρους, τυφλοὺς καὶ πτωχούς, μέχρις ὅτου γέμισε τὸ σπίτι του. Μάλιστα εἶπε: «Οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου τοῦ δείπνου» (Λουκ. 14,24).
Τὰ χαρακτηριστικά τοῦ δείπνου
Μὲ τὴ λέξη «δεῖπνος» ἐννοοῦνται πολλά. Ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος γράφει πὼς ὁ Κύριος ὀνόμαζε τὸ δεῖπνο μέγα, «ἐπειδὴ καὶ μέγα τὸ τῆς σωτηρίας ἡμῶν μυστήριον», δηλ. εἶναι μεγάλο τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας μας. Τὸ τραπέζι ποὺ ἔστρωσε ὁ οἰκοδεσπότης Κύριος συμβολίζει τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Μία ἄλλη ἑρμηνεία εἶναι πὼς ὁ Κύριος ἔκανε ἕνα μεγάλο δεῖπνο, δηλ. μία οἰκουμενικὴ πανήγυρη. Ἡ ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, ἡ θυσία Του καὶ τὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας εἶναι ἡ οἰκουμενικὴ πανήγυρη, γράφει ἕνας Ἅγιος «…δέδωκεν ἡμῖν τὴν ἑαυτοῦ σάρκα φαγεῖν, ἄρτος ὤν ἐξ οὐρανοῦ καὶ ζωὴν διδοὺς τῷ κόσμῳ», μᾶς ἔδωσε νὰ φᾶμε τὴ σάρκα του, ἐπειδὴ ὁ ἴδιος εἶναι ὁ ἄρτος ποὺ κατέβηκε ἀπ’τὸν οὐρανὸ κι ἔδωσε ζωὴ στὸν κόσμο (ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας).
Ἐὰν πάρουμε τὴν εἰκόνα τοῦ γαμήλιου δείπνου ποὺ ἀναφέρει ὁ Ματθαῖος «ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ, ὅστις ἐποίησε γάμους τῷ υἱῷ αὐτοῦ›› (κεφ. 22,2), μποροῦμε νὰ ποῦμε καὶ τὶς ἑξῆς ἑρμηνεῖες: Ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ οἱ γάμοι ποὺ κλήθηκαν τόσοι πολλοὶ νὰ συμμετάσχουν σ’αὐτούς; Κατὰ τοὺς Πατέρες, γάμος εἶναι ἡ μυστικὴ συνάφεια τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν Ἐκκλησία. Ὁ ἄνθρωπος ἑνώνεται μὲ τὸ Χριστὸ μὲ τὴν πίστη στὴ γῆ αὐτὴ καὶ ὑπερφυέστατα καὶ τέλεια θὰ ἑνωθεῖ μαζί Του στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὁ λαὸς ποὺ ἑνώθηκε μὲ τὸν Κύριο, εἶναι ἡ Ἐκκλησία Του. «Νύμφη μὲν οὖν ὁ λαὸς τῶν πιστῶν, ἡ Ἐκκλησία μυστικῶς συναπτομένη διὰ πίστεως νυμφίος δὲ ὁ Χριστός» (Εὐθύμιος Ζιγαβηνός). Κάθε ψυχῆς νυμφίος εἶναι ὁ Χριστὸς νυμφώνας ὅπου γίνεται ἡ ἕνωση ἀνδρὸς καὶ γυναικός, εἶναι ὁ τόπος τοῦ βαπτίσματος, δηλ. ἡ Ἐκκλησία. Ἐδῶ δίδονται οἱ ἀρραβῶνες στὴ νύμφη, ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν καὶ ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τὰ «τελεώτερα» θὰ δοθοῦν στὸ μέλλον, ὅταν θὰ μυσταγωγήσει ὁ Χριστὸς τοὺς τελείους στὰ καλύτερα καὶ ὑψηλότερα. Ἂς σημειωθεῖ πὼς νυμφίος εἶναι μόνον ὁ Χριστός, ἐνῶ ὅλοι ὅσοι διδάσκουν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ εἶναι νυμφαγωγοί, γράφει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος. Πράγματι κανεὶς ἄλλος δὲν εἶναι δοτήρας ἀγαθῶν παρὰ μόνον ὁ Χριστός. Ὅλοι οἱ ἄλλοι εἶναι μεσίτες καὶ διάκονοι τῶν ἀγαθῶν ποὺ δίνει ὁ Κύριος.
Ἀπὸ ποῦ μᾶς κάλεσε ὁ Κύριος;
Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ παρατήρηση τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου. Ὁ Κύριος μᾶς κάλεσε ἀπὸ τὰ στενὰ τῆς ἁμαρτίας. Μέσα ἀπὸ καταστάσεις ἁμαρτωλές, ἐνῶ ζούσαμε ἀνυποψίαστοι ὅτι ὑπάρχει ἄλλη πνευματικὴ ζωή. Καθένας ἀπὸ μᾶς ἔχει νὰ διηγηθεῖ μία τέτοια ἱστορία τῆς ζωῆς του. Βέβαια ἡ πρόσκληση γίνεται ἀδιάκριτα σ’ ὅλους δηλ. ἀγαθοὺς καὶ πονηρούς, ἀλλὰ ἡ ζωὴ ὅμως αὐτῶν ποὺ κλήθηκαν στὸ δεῖπνο τοῦ Κυρίου, δὲν εἶναι «ἀνεξέταστος», ἀλλ’ ἐρευνᾶται ἐπιμελῶς ἀπ’ τὸν οἰκοδεσπότη Χριστό. Προσκλήθηκαν ὅλοι. Κάθε ἄνθρωπος ἀπὸ τὴ φύση του ἔχει κληθεῖ στὸ ἀγαθό. Ἔχει ἔμφυτο τὸ ἀγαθὸ μέσα του. Ἡ ἁμαρτία ἔκανε τὸν ἄνθρωπο πτωχό, ἀνάπηρο καὶ τυφλὸ πνευματικά. Μετὰ τὸ Χριστό, ὅσοι πιστέψαμε σ’ Αὐτόν, γίναμε εὔρωστοι καὶ ὑγιεῖς. Μᾶς κάλεσε ὁ Κύριος ἀπὸ τὰ στενὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ μᾶς ἔκανε ὁμοτράπεζους καὶ συγκληρονόμους Του. Ὅσοι δὲν τιμήσαμε τὴν πρόσκληση τοῦ Κυρίου καὶ ὅσοι παρακαθήσαμε στὸ δεῖπνο Του, ἀλλὰ δὲν ἀλλάξαμε ζωή, θὰ εἴμαστε ἀναπολόγητοι. Μᾶς δόθηκε ἡ πρόσκληση ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ συμμετάσχουμε στὸ δεῖπνο κι ἐμεῖς, κυριευμένοι ἀπὸ τὰ πάθη μας καὶ εἰδικότερα ἀπὸ τὰ πάθη τῆς φιλαργυρίας καὶ φιληδονίας, τὴν ἀπορρίψαμε, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ στερηθοῦμε τὴν πραγματικὴ ζωή.
Ἀδελφοί μου,
Δὲν βιάζει κανέναν ὁ Κύριος νὰ συμμετάσχει στὸ δεῖπνο Του. Ἀπευθύνεται στὴν προαίρεσή μας. Ἐὰν ὅμως θελήσουμε νὰ συμμετάσχουμε σ’ αὐτό, τότε ἀρχίζουν καὶ οἱ ὑποχρεώσεις μας. Ὀφείλουμε νὰ ἐργαστοῦμε μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ συμμετέχουμε στὸ μυστήριο τῆς ζωῆς, στὸ ὄντως δεῖπνο, ποὺ εἶναι ἡ Θεία Εὐχαριστία. «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες» (Ματθ. 26,27), μᾶς εἶπε ὁ Ἴδιος. Ἡ συμμετοχή μας στὸ ποτήριο τῆς ζωῆς εἶναι ἀπαραίτητη, γιὰ νὰ συμμετάσχουμε καὶ στὴ ζωὴ τοῦ Θεανθρώπου. Χριστιανὸς ποὺ δὲ συμμετέχει στὸ δεῖπνο τοῦ Κυρίου, εἶναι πνευματικὰ νεκρός. Ἂς εὐχηθοῦμε ὅλοι μας νὰ ἀνταποκριθοῦμε στὸ προσκλητήριο τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶναι καὶ ἡ σωτηρία μας.
3.
Οἱ Ἅγιοι Προπάτορες
Διονύσιος Ψαριανός (Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης)
Καθὼς πλησιάζει ἡ μεγάλη ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων, ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει καὶ τιμᾶ τὴν ἱερὴ μνήμη τῶν ἁγίων Προπατόρων τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Προπάτορες εἶναι οἱ τρεῖς Πατριάρχες Ἀβραάμ, Ἰσαάκ, Ἰακώβ, καὶ ἀπὸ τὰ δώδεκα παιδιὰ τοῦ Ἰακὼβ ὁ Ἰούδας, ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ ὁποίου γεννήθηκε ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα νὰ πεθάνη, ὁ Ἰακὼβ κάλεσε τὰ δώδεκα παιδιά του καὶ τοὺς εἶπε· «Συναχθῆτε καὶ ἀναγγείλω ὑμῖν τί συναντήσει ὑμῖν ἐπ’ ἐσχάτου τῶν ἡμερῶν». Ἔπειτα ἄρχισε νὰ τοὺς εὐλογῆ ἕναν – ἕναν, κι ὅταν ἔφτασε στὸν Ἰούδα εἶπε· «Οὐκ ἐκλείψει ἄρχων ἐξ Ἰούδα καὶ ἡγούμενος ἐκ τῶν μηρῶν αὐτοῦ, ἕως ἂν ἔλθῃ τὰ ἀποκείμενα αὐτῷ, καὶ αὐτὸς προσδοκία ἐθνῶν». Αὐτὴ εἶναι ἡ προφητεία ὅτι ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα θὰ γεννηθῆ ὁ Χριστός.
Δὲν θὰ μείνωμε τώρα περισσότερο, ἀκολουθώντας τὴ συνέχεια τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἰούδα ὥς τὸν βασιλέα Δαβὶδ κι ὕστερα ὥς τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Γι’ αὐτοὺς ὅλους στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια εἶναι δυὸ κατάλογοι, ἕνας ὁ κατάλογος τοῦ εὐαγγελιστῆ Ματθαίου καὶ δεύτερος ὁ κατάλογος τοῦ εὐαγγελιστῆ Λουκᾶ. Ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος ἀρχίζει τὸ Εὐαγγέλιό του μὲ τὴ γενεαλογία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ· «Ἀβραὰμ ἐγέννησε τὸν Ἰσαάκ…», καθὼς ἀκοῦμε στὴ θεία Λειτουργία μία Κυριακὴ πρὶν ἀπὸ τὴν ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων. Ὅλοι ὅσων τὰ ὀνόματα ἀναφέρονται στὸν γενεαλογικὸ αὐτὸν κατάλογο, ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ ὥς τὸν Ἰούδα, ἀπὸ τὸν Ἰούδα ὥς τὸν Δαβὶδ κι ἀπὸ τὸ Δαβὶδ ὥς τὸν Ἰωσήφ, τὸν μνήστορα, εἶναι οἱ προπάτορες τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Θὰ ὁμιλήσουμε τώρα μόνο γιὰ τὸν Ἀβραάμ, ποὺ εἶναι ὁ πρῶτος ἀπὸ τοὺς Προπάτορες καὶ ὁ γενάρχης τοῦ Ἰουδαϊκοῦ ἔθνους. Ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ ἀρχίζει ἡ ἱστορία τῆς ἀπολύτρωσης τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, μετὰ τὸν ὑπαινιγμὸ καὶ τὴν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ στοὺς Πρωτοπλάστους, ἀμέσως μετὰ τὴν παρακοὴ καὶ τὴν πτώση. Δυὸ χιλιάδες χρόνια μετὰ τὴ δημιουργία καὶ τετρακόσια χρόνια μετὰ τὸν κατακλυσμό, κάλεσε ὁ Θεὸς τὸν Ἀβραὰμ καὶ τοῦ εἶπε ὅτι οἱ ἀπόγονοί του θὰ κληρονομήσουν τὴν Παλαιστίνη, θὰ γίνουν μέγα ἔθνος καὶ αὐτοὶ θὰ μεταδώσουν τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ σὲ ὅλα τὰ ἔθνη. Στὸ πρῶτο βιβλίο τῆς θείας Γραφῆς, ποὺ εἶναι ἡ Γένεση, διαβάζομε τὴν ἱερὴ ἱστορία τοῦ πατριάρχη Ἀβραάμ.
Ὁ Ἀβραὰμ εἶναι ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν ἀπόλυτη πίστη στὸ Θεό. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν θέλη νὰ ὁμιλήση γιὰ τὴν πίστη, πάντα καὶ μάλιστα στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή, φέρνει γιὰ παράδειγμα τὸν Ἀβραάμ. Θὰ περιορισθοῦμε σὲ δυὸ μόνο περιστατικὰ τῆς ζωῆς τοῦ Ἀβραάμ, στὰ ὁποῖα φαίνεται ἡ πίστη του πρὸς τὸ Θεὸ καὶ ἡ ἀδιαμαρτύρητη ὑπακοή του σὲ ὅ,τι λέγει ὁ Θεός. Στὸ δωδέκατο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου τῆς Γένεσης διαβάζομε γιὰ τὴν κλήση τοῦ Ἀβραάμ. Ὁ Θεὸς τοῦ εἶπε· «Ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καὶ ἐκ τῆς συγγενείας σου καὶ ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός σου καὶ δεῦρο εἰς γῆν ἥν ἂν σοὶ δείξω». Δὲν εἶναι μικρὸ καὶ λίγο αὐτὸ ποὺ λέγει ὁ Θεός· νὰ φύγη ἀπὸ τὸν τόπο του καὶ νὰ μὴν ξέρη ποῦ πηγαίνει. Ὁ Ἀβραάμ ἀδιαμαρτύρητα «ἐπορεύθη, καθάπερ ἐλάλησεν αὐτῷ ὁ Κύριος».
Στὸ εἰκοστὸ δεύτερο κεφάλαιο πάλι τῆς Γένεσης διαβάζομε γιὰ τὴν θυσία τοῦ Ἀβραάμ. Ὁ Θεὸς τοῦ εἶπε· «Πάρε τὸ γιό σου τὸν Ἰσαὰκ κι ἀνέβα στὸ βουνὸ ποὺ θὰ σοῦ δείξω καὶ πρόσφερε τὸν θυσία σ’ ἐμένα…» Ἡ θεία Γραφὴ λέγει ὅτι «ὁ Θεὸς ἐπείραζε τὸν Ἀβραάμ», τὸν δοκίμαζε δηλαδὴ καὶ τὸν ἔβαζε νὰ κάμη κάτι, ποὺ στὸ τέλος ὁ ἴδιος δὲν θὰ τὸ ἐπέτρεπε. Ὁ Ἀβραάμ, μὲ πίστη ποὺ χαρίζει ὑπεράνθρωπη δύναμη, πῆρε τὸν Ἰσαάκ, τὸν φόρτωσε καὶ τὰ ξύλα τῆς θυσίας κι ἀνέβηκε στὸ βουνό. Ἒχτισ’ ἐκεῖ ἕνα πρόχειρο θυσιαστήριο, ἔβαλε τὸ παιδὶ ἐπάνω στὰ ξύλα καὶ σήκωσε τὸ μαχαίρι γιὰ νὰ τὸ σφάξη. Καὶ τότε ἀκούστηκε ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ· «Μὴ ἐπιβάλης τὴν χεῖρά σου ἐπὶ τὸ παιδάριον, μηδὲ ποίησῃς αὐτῷ μηδὲν νῦν γὰρ ἔγνων ὅτι φοβῇ τὸν Θεὸν σύ, καὶ οὐκ ἐφείσω τοῦ υἱοῦ σου τοῦ ἀγαπητοῦ δι’ ἐμέ…».
Ἄλλο παράδειγμα τέτοιας πίστης καὶ ὑπακοῆς στὸ Θεὸ δὲν ὑπάρχει. Καὶ νὰ σκεφθοῦμε ὅτι ὁ Ἰσαὰκ ἦταν «υἱὸς τῆς ἐπαγγελίας», τὸ παιδὶ ποὺ γέννησε ὁ Ἀβραὰμ ἀπὸ τὴ Σάρα σὲ ἡλικία ἑκατὸ ἐτῶν, γιὰ νὰ ἐκπληρωθοῦν οἱ ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ. Ὅταν τοῦ εἶπε ὁ Θεὸς πὼς στὰ γεράματά του θὰ γέννηση παιδί, δὲν ἀπίστησε· κι ὅταν ὕστερα τοῦ εἶπε νὰ τὸ θυσιάση, πάλι δὲν ἀπίστησε, ἀλλὰ συμμορφώθηκε ἀδιαμαρτύρητα καὶ μὲ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὸ Θεό. Γιὰ τὰ δυὸ αὐτὰ περιστατικὰ τῆς ζωῆς τοῦ Ἀβραάμ, γιὰ τὰ ὁποῖα εἴπαμε, γράφει ὁ Ἀπόστολος στὸ ἑνδέκατο κεφάλαιο τῆς πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολῆς. Μὲ πίστη ὑπήκουσε ὁ Ἀβραὰμ κι ἔφυγε ἀπὸ τὸν τόπο του, «μὴ ἐπιστάμενος ποῦ ἔρχεται». Καὶ πάλι μὲ πίστη «προσενήνοχεν Ἀβραὰμ τὸν Ἰσαὰκ πειραζόμενος». Ἀμήν.
4.
Ἡ Παραβολὴ τοῦ Δείπνου, Λουκ. ιδ΄15—24
Γιαννακόπουλος Ἰωήλ (Ἀρχιμανδρίτης)
Εἴδομεν προηγουμένως, πῶς ὡμίλησεν ὁ Κύριος εἰς τὸ δεῖπνον τοῦ Φαρισαίου. Κάποιος ὅμως «τῶν συνανακειμένων» ἐκ τῶν συνδαιτυμόνων τοῦ δείπνου ἐκείνου ἀκούσας τὰ λόγια τοῦ Κυρίου καὶ πρὸς στιγμὴν ἐνθουσιασθεὶς ἐκ τῶν λόγων τῆς ἀναστάσεως τῶν δικαίων εἶπε «μακάριος ὅστις φάγεται ἄρτον ἐν τῇ βααιλείᾳ τοῦ Θεοῦ» εὐτυχὴς δηλαδὴ εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος θ’ ἀπολαύσῃ μετὰ τοῦ Μεσσίου καὶ τῶν Πατριαρχῶν τὴν χαρὰν τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Κύριος λαβὼν ἐκ τούτου ἀφορμὴν καὶ θέλων νὰ διδάξῃ, ὅτι δὲν εἶναι ἀρκετὸν νὰ τονίζῃ τὸ μεγαλεῖον τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ νὰ δέχεται τὴν κλῆσιν πρὸς αὐτὸ καὶ ὅτι πρέπει νὰ ἀσχολούμεθα μὲ πνευματικὰ ζητήματα καὶ νὰ μὴ προσκολλώμεθα εἰς τὰ ἐπίγεια, εἶπε τὴν παραβολὴν ταύτην τοῦ Μεγάλου Δείπνου. Αὐτὴ ἔχει ὡς ἑξῆς :
«Ἄνθρωπός τις ἐποίησε δεῖπνον μέγα» κάποιος ἄνθρωπος ἔκαμε μεγάλο βραδινὸ συμπόσιον «καὶ ἐκάλεσε πολλοὺς καὶ ἀπέστειλε τὸν δοῦλον αὐτοῦ τῇ ὥρᾳ τοῦ δείπνου» κατὰ τὴν ὥραν τοῦ δείπνου «εἰπεῖν τοῖς κεκλημένοις» νὰ εἴπῃ εἰς τοὺς προσκεκλημένους˙ «ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα» ἐλᾶτε, ἄνευ βραδύτητος προετοιμασίας καὶ φαγητῶν, διότι ὅλα εἶναι ἕτοιμα. «Καὶ ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι, πάντες». Οἱ προσκεκλημένοι, ὡς ἀπὸ συμφώνου, ἠρνήθησαν ὅλοι τὴν πρόσκλησιν. «Ὁ πρῶτος εἶπεν αὐτῷ˙ ἀγρὸν ἠγόρασα καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτὸν». Πρόφασις! «ἐρωτῶ σε» σὲ παρακαλῶ «ἔχε με παρῃτημένον» ἔχε με δικαιολογημένον, διότι δὲν θὰ ἔλθω. «Καὶ ἕτερος εἶπε» ἄλλος εἶπε: «ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτὰ» ἔχω ἀνάγκην νὰ δοκιμάσω τὰ 10 βόδια, τὰ ὁποῖα ἠγόρασα εἰς δύναμιν, εὐπείθειαν, παραγωγήν˙ «ἐρωτῶ σε» σὲ παρακαλῶ «ἔχε με παρῃτημένον» ἔχε με δικαιολογημένον, διότι δὲν θὰ ἔλθω. «Καὶ ἕτερος εἶπε» ἄλλος προσκεκλημένος εἶπε: «γυναῖκα ἔγημα» ἐνυμφεύθην «καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν» καὶ διὰ τοῦτο δὲν δύναμαι νὰ ἔλθω. «Καὶ παραγενομένος» καὶ μεταβὰς «ὁ δοῦλος ἐκεῖνος ἀπήγγειλε» ἀνήγγειλε «τῷ Κυρίῳ αὐτοῦ» εἰς τὸν Κύριόν του «ταῦτα.
Τότε ὀργισθεὶς ὁ οἰκοδεσπότης εἶπε τῷ δούλῳ αὐτοῦ˙ ἔξελθε ταχέως εἰς τὰς πλατείας καὶ ρύμας» ἔβγα εἰς πλατείας καὶ στενωποὺς «τῆς πόλεως καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀναπήρους» ἤτοι τοὺς σακάτηδες καὶ συγκεκριμένως «χωλοὺς καὶ τυφλοὺς εἰσάγαγε» ὁδήγησε «ὧδε» ἐδῶ. «Καὶ εἶπεν ὁ δοῦλος˙ Κύριε, γέγονεν ὡς ἐπέταξας» ἔγινε ὅ,τι διέταξες «καὶ ἔτι τόπος ἐστὶ» καὶ ὑπάρχει κενὸς χῶρος καὶ δι’ ἄλλους. «Καὶ εἶπεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν δοῦλον˙ ἔξελθε εἰς τὰς ὁδοὺς» ἔβγα εἰς τοὺς δρόμους ἐντὸς τῆς πόλεως «καὶ φραγμοὺς» καὶ φράκτας ἐκτὸς τῆς πόλεως «καὶ ἀνάγκασον εἰσελθεῖν, ἵνα γεμισθῇ ὁ οἶκος μου. Λέγω γὰρ ὑμῖν» διότι σᾶς λέγω «ὅτι οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων» οὐδεὶς ἐκ τῶν προσκεκλημένων καὶ μὴ ἐλθόντων «γεύσεταί μου τοῦ δείπνου» θὰ φάγῃ εἰς τὸ δεῖπνον μου!
Ὁ καλέσας οὗτος ἄνθρωπος εἶναι ὁ Θεός. Δεῖπνον εἶναι ἡ χαρὰ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἐν γῇ καὶ Οὐρανῷ. Ἡ ὥρα τοῦ δείπνου εἶναι τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, κατὰ τὸ ὁποῖον ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ, ὁ Μεσσίας, διὰ τοῦ κηρύγματος καὶ τῶν θαυμάτων Του καλεῖ τοὺς ἄρχοντας τῶν Ἰσραηλιτῶν καὶ τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν, ἵνα συμμετάσχωσιν εἰς τὴν χαρὰν τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνοι ὅμως δεμένοι μὲ τὰ πάθη των καὶ τὰς ψευδεῖς Μεσσιανικὰς ἰδέας δὲν ἐδέχθησαν. Προβάλλουσι δὲ ὡς ἀφορμὰς διαφόρους ἤτοι ἀγορὰν βοῶν καὶ ἀγροῦ, γάμον ἤτοι τὴν ἀλαζονείαν διὰ τῆς ἐπιθεωρήσεως τῶν κτημάτων, τὴν πλεονεξίαν διὰ τῆς δοκιμασίας τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν βοδιῶν καὶ τὴν σαρκικὴν ἀπόλαυσιν διὰ τοῦ νωποῦ γάμου των. Πράγματι ὅμως «ἀπὸ μιᾶς αἰτίας ἤρξαντο παραιτεῖσθαι πάντες» ἀπὸ τὴν κακίαν των.
«Πλατεῖαι καὶ ρύμαι» εἶναι οἱ πλατεῖς καὶ στενοὶ δρόμοι. Ὁ Κύριος δηλαδή, ἀφοῦ ἐκάλεσε τοὺς ἄρχοντας τῶν Ἰσραηλιτῶν, τότε ἀπευθύνεται πρὸς τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν, τοὺς ἠθικῶς ἀναπήρους, χωλούς, τυφλοὺς ἤτοι τοὺς ἁμαρτωλούς. Τὸ «ἔτι τόπος ἐστὶν» δεικνύει τὴν ἀφθονίαν τῆς θείας χάριτος. «Ὁδοὶ καὶ φραγμοὶ» «οἱ ὁποῖοι εἶναι ἐκτὸς τῆς πόλεως, εἶναι οἱ ἐκτὸς τῆς Ἱερουσαλὴμ ἐθνικοί, οἱ εἰδωλολάτραι. Τὸ «ἀνάγκασον εἰσελθεῖν» δὲν θέλει νὰ δηλώσῃ, ὅτι διὰ τῆς βίας πρέπει νὰ εἰσέλθωσιν οἱ πιστοὶ εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ διὰ τῆς πειθοῦς. Ἡ πειθὼ ὅμως αὕτη πρέπει νὰ εἶναι τοιαύτη εἰς λογικὰ ἐπιχειρήματα καὶ εἰς διαγωγὴν τῶν πιστῶν κηρύκων τῆς ἀληθείας, ὥστε νὰ κάμπτωσι πειστικῶς τὰς καρδίας τῶν ἀπίστων.
Ἑπομένως ὁ Κύριος ἐκάλεσε πρῶτον τους Φαρισαίους, τοὺς ἄρχοντας τῶν Ἰουδαίων. Μετὰ ταῦτα καλεῖ τοὺς Τελώνας καὶ ἁμαρτωλοὺς ἀπὸ τὰς ρύμας, τοὺς Σαμαρείτας καὶ ἐθνικοὺς ἀπὸ τοὺς φραγμούς, ἵνα γεμισθῇ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ πιστῶν.
Θέμα: Ἡ κλῆσις μας, ἄρνησις καὶ τιμωρία.
Ἡ παραβολὴ αὕτη εἶναι εἰλημμένη ἐκ τῆς ζωῆς παρούσης καὶ μελλούσης. Πρὶν ἢ εἰσέλθωμεν εἰς τὴν ζωήν, ἂς ἀναλύσωμεν τὴν παραβολήν, ἵνα διὰ ταύτης χειραγωγηθῶμεν εἰς τὴν ζωήν.
Α’. Ἡ παραβολὴ αὕτη περιέχει τρία κύρια σημεῖα. Τὴν χαρὰν τῆς κλήσεως, τὴν ἀναιδῆ ἄρνησιν, τὴν σκληρὰν τιμωρίαν.
Καὶ πρῶτον ἡ χαρά. Πολλαὶ εἶναι αἱ χαραὶ τοῦ κόσμου. Μία ὅμως χαρὰ εἶναι ἀπὸ κοσμικῆς ἀπόψεως καὶ θείας ζωηρὰ καὶ νόμιμος, ὁ γάμος, νὰ ὑπανδρεύεσαι σὺ ἢ νὰ ὑπανδρεύῃς τὸ παιδί σου. Ἡ πρώτη χαρά, ὅταν ὑπανδρεύεσαι, εἶναι σαρκική, ἡ δευτέρα χαρά, ὅταν ὑπανδρεύῃς τὸ παιδί σου, εἶναι πνευματική. Τί περισσότερον χαρούμενον τῆς πατρικῆς καρδίας, ὅταν ὑπανδρεύῃ τὸ παιδί του! Πρὸς τὴν χαρὰν τοῦ γάμου, παρομοιάζει ὁ Κύριος τὴν χαρὰν τῶν πιστῶν, ὅταν συνδεθῶσι μὲ τὸν Χριστόν. Εἰς ἐπίμετρον τῆς χαρᾶς ταύτης εἶναι ἡ τιμὴ τῆς κλήσεως, ἡ ὁποία εἶναι ἀνάλογος τῆς ὑψηλῆς θέσεως τοῦ καλοῦντος καὶ τῆς ἐσχάτης θέσεως τοῦ καλουμένου. Ὅσον δηλαδὴ μεγάλος εἶναι ὁ καλῶν καὶ ἀσήμαντοι οἱ καλούμενοι, τόσον μεγάλη εἶναι ἡ τιμὴ τῶν καλουμένων καὶ ἑπομένως ἡ ἐκ ταύτης χαρά. Ποῖος ὁ καλῶν εἰς τὴν παραβολὴν ταύτην; Ὁ Βασιλεύς, ὁ Θεός. Ποῖοι οἱ καλούμενοι; Πρόσκαιροι ἄνθρωποι καὶ τῶν τριόδων! Μεγίστη ἑπομένως ἡ τιμὴ καὶ ἡ χαρὰ τῶν καλουμένων, τῶν πιστῶν !
Ἀλλὰ ἐκεῖνοι ἠρνήθησαν! Ἡ ἄρνησίς των ἦτο ἀναιδεστάτη! Περιφρόνησις, προφάσεις, κακοποίησις τῶν ἀπεσταλμένων. «Ἀγρὸν ἠγόρασα» ὁ εἷς, «γυναῖκα ἔγημα» ὁ ἄλλος, «ζεύγη βοῶν ἠγόρασα» ὁ τρίτος. Ἔναντι τοῦ βασιλικοῦ παλατιοῦ καὶ τοῦ διὰ τούτου σημαινομένου οὐρανοῦ μερικὰ μέτρα χωραφιοῦ! Ἔναντι τῆς χαρᾶς ὅλως οὐρανίας ἀντιβάλλεται ἡ γήινη ἡδονή. Ἔναντι τῶν συνδαιτυμόνων τοῦ οὐρανίου γάμου, τῶν ἀγγέλων, χιλιάδων καὶ μυριάδων, 5 ζεύγη βοῶν, 10 βόδια! Ἐπὶ πᾶσι δὲ τούτοις, ὅπως ἀναφέρει ἑτέρα ὁμοία πρὸς ταύτην παραβολὴ τοῦ βασιλικοῦ γάμου ( Ματθ. 22,2—10), ἡ ἐπιθετικὴ στάσις κατὰ τῶν ἀπεσταλμένων οὐχὶ ἅπαξ, ἀλλὰ κατ’ ἐπανάληψιν, οὐχὶ μόνον δι’ ὕβρεων ἀλλὰ καὶ διὰ θανάτου! Χαρὰν καλοῦνται νὰ λάβουν ὑπὸ τῶν ἀπεσταλμένων, λύπην δίδουν εἰς αὐτούς. Τιμὴν ἐκεῖνοι δίδουν, ὕβριν αὐτοὶ ἀνταποδίδουν.
Ἡ ἀναίδειά των αὕτη κορυφοῦται, ἂν σκεφθῶμεν, ὅτι ὅλα αὐτὰ ἀπευθύνονται εἰς τὸν βασιλέα, ὁ ὁποῖος ἐφάνηκε τόσον ἀγαθός, ὥστε νὰ μὴ ἐπιβαρυνθῶσι καὶ φέρωσι δαπανῶντες καὶ τὸ ἐλάχιστον διὰ γαμήλιόν τι δῶρον, καλεῖ αὐτοὺς κατὰ τὴν ὥραν τοῦ γάμου καί, ἀφοῦ ἅπαξ καὶ δὶς ἐκακοποιήθη διὰ τῶν ἀπεσταλμένων, συνεχίζει τὴν πρόσκλησιν!
Ἔναντι αὐτῶν ἔχομεν τὴν σκληρὰν τιμωρίαν. «Οὐδεὶς γεύσεταί μου τοῦ δείπνου» λέγει διὰ τοὺς ἀρνηθέντας. Διὰ δὲ τὸν εἰσελθόντα εἰς τὸν γάμον ἄνευ τοῦ οἰκείου φορέματος, διατάσσει νὰ ριφθῇ ἐκεῖ ἔνθα «ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων» ὅπως συμπληροῖ ὁ Κύριος διὰ τῆς ἐν Ματθαίῳ 22,2-10 ὁμοίας παραβολῆς. Ἀντὶ τοῦ φωτὸς τοῦ βασιλικοῦ θαλάμου καὶ κατὰ τὴν ὥραν τοῦ γάμου σκότος φυλακῆς! Ἀντὶ τῆς χαρᾶς, ὁ κλαυθμός. Ἀντὶ ὀργάνων παιζόντων κατὰ τὴν ὥραν τοῦ γάμου, ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων! Ὁποία πράγματι σκληρὰ ἀντίθεσις μεταξὺ τοῦ βιολιοῦ καὶ τοῦ ἐπ’ αὐτοῦ τριβομένου δοξαριοῦ κατὰ τὸ παίξιμον καὶ τῆς τριβῆς, τοῦ τριγμοῦ, βρυγμοῦ τῶν ὀδόντων τῆς ἄνω καὶ κάτω σιαγόνος κατὰ τὴν τιμωρίαν! Ὥστε ἡ χαρὰ ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος καὶ ὁ ἐκ τῆς ἀναιδοῦς ἀρνήσεως βρυγμὸς τῶν ὀδόντων ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος. Ἰδοὺ ἡ εἰκὼν τῆς παραβολῆς!
Βʹ. Ἐκ τῆς Ζωῆς μας: Γίνεται εἰς ἡμᾶς ὅ,τι καὶ εἰς τὴν παραβολὴν ταύτην. Ἡ κλῆσις μας εἶναι μεγάλη, ἡ ἄρνησις τρομερά, ἡ τιμωρία τραγική. Καὶ πράγματι!
Ἡ κλῆσις μας! Ὅταν ὁ φιλόσοφος Πλάτων ἀπέθνῃσκεν, ηὐχαρίστει τὸν Θεόν, διότι ἔγινεν ἄνθρωπος καὶ ὄχι γάιδαρος, Ἕλλην καὶ ὄχι βάρβαρος καὶ τρίτον ἐγεννήθη τὴν ἐποχὴν κατὰ τὴν ὁποίαν ἐγεννήθη ὁ φιλόσοφος Σωκράτης. Ποίαν χαρὰν πρέπει νὰ ἔχωμεν ἡμεῖς, διότι ἐγεννήθημεν Χριστιανοὶ καὶ ἀκούομεν ὄχι τὸν Σωκράτην, ἀλλὰ τὸν Χριστόν, τὸν ὁποῖον ἐπερίμενεν ὁ Σωκράτης; Ποίαν χαρὰν πρέπει νὰ ἔχωμεν ἡμεῖς, διότι καλούμεθα διὰ τῆς ἐξομολογήσεως, μετανοίας, Θείας Μεταλήψεως, Μελλούσης ζωῆς εἰς τὴν χαρὰν τοῦ γάμου, ὅπου ἡ ψυχή μας νυμφεύεται τὸν Χριστόν; Ποίαν χαρὰν πρέπει νὰ αἰσθανώμεθα, διότι εἰς τὴν ὑψίστην ταύτην χαρὰν μᾶς καλεῖ διὰ ποικίλων ἀγγελιοφόρων, διὰ διαφόρων τρόπων; Θρησκευτικὰ βιβλία, κηρύγματα, πόλεμοι, νόσοι, σεισμοί, κώδωνες τῶν ἐκκλησιῶν, ἐμπνεύσεις ἐσωτερικαί, παραδείγματα εὐσεβῶν καὶ τιμωρίαι ἀσεβῶν εἶναι ἀγγελιοφόροι, οἱ ὁποῖοι μᾶς καλοῦν εἰς τὴν ὑψηλὴν καὶ ποικίλην κλῆσιν τῆς χαρᾶς.
Ἔναντι τῆς ὑψηλῆς ταύτης κλήσεως, τῆς ποικίλης χαρᾶς διὰ ποικίλων μέσων, ποικίλη εἶναι καὶ ἡ ἰδική μας ἄρνησις. Οἱ μὲν προβάλλουσιν τὸ « γυναῖκα ἔγημα ». Νόμιμος καὶ παράνομος σαρκικὴ ἀπόλαυσις προβάλλονται ὡς ἐμπόδιον εἰς τὴν κλῆσιν. Καὶ πράγματι! Πῶς θὰ πλησιάσῃ ὁ παρανόμως συζῶν μετά τινος νέας εἰς τὸν Χριστόν; Ὁ δὲ νομίμως ζῶν προβάλλει ὡς πρόφαση τῆς ἀπομακρύνσεώς του ἐκ τῆς ἐκκλησίας, ὅπου γίνεται ὁ γάμος ψυχῆς καὶ Χριστοῦ, σπίτια, παιδιά, σκοτοῦρες οἰκογενειακές. Δὲν εὐκαιρῶ, λέγουν, νὰ ὑπάγω εἰς τὴν ἐκκλησίαν, διότι ἔχω τὸ σπίτι μου, τὰ παιδιά μου, λέγει ἡ γυναῖκα. Ἔχω τὸ μαγαζί μου, τὸ κυνήγι μου, λέγει ὁ ἄνδρας. Δὲν ἐξομολογοῦνται, δὲν κοινωνοῦν οὗτοι, ὥστε νὰ συμμετάσχωσι τῆς χαρᾶς τοῦ γάμου ψυχῆς καὶ Χριστοῦ, διότι αἱ σαρκικαὶ ἀπολαύσεις πνίγουν τὴν χαρὰν τοῦ Χριστοῦ εἰς τὴν ψυχήν των.
Πλὴν ὅμως τοῦ «γυναῖκα ἔγημα» τῶν σαρκολατρῶν, οἱ ὁποῖοι κατὰ πλειονότητα εὑρίσκονται εἰς τὰς πόλεις, ἔρχεται ὡς δικαιολογία «ζεύγη βοῶν ἠγόρασα καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτὰ» τῶν ἀγροτῶν, τῶν ἀνθρώπων τῆς ὑπαίθρου. Καὶ πράγματι! Ὄχι μόνον οἱ ἄνθρωποι τῶν πόλεων, ἀλλὰ καὶ οἱ ἀγρόται καὶ κτηνοτρόφοι δὲν ἐξομολογοῦνται, δὲν ἐκκλησιάζονται, δὲν κοινωνοῦν, ἀποφεύγουν δηλαδὴ τὸν γάμον αὐτὸν τῆς ψυχῆς των μετὰ τοῦ Χριστοῦ, διότι τὴν Κυριακὴν θὰ ἀσχοληθοῦν ὅπως καὶ τὰς ἄλλας ἡμέρας μὲ τὰ χοιρινά των, τὰ πρόβατά των, τὰ γαϊδούρια των, ὥστε νὰ ὁδηγήσωσιν αὐτὰ εἰς βοσκήν. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον ἀπουσιάζουν ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν των, ἀμελοῦν τὴν ἐξομολόγησιν, ἀπέχουν ἀπὸ τὴν θείαν κοινωνίαν.
Πλὴν τῶν ἀνθρώπων τῶν πόλεων μὲ τὴν σαρκολατρείαν καὶ τῶν κτηνοτρόφων τῆς ὑπαίθρου μὲ τὴν κτηνοτροφίαν, ἔρχονται ἀστοὶ καὶ ἀγρόται, οἱ ὁποῖοι εἰς τὴν κλῆσιν τῆς ἐκκλησίας ἀπαντοῦν: «ἀγρὸν ἠγόρασα καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν». Οἱ εἰς τὰς πόλεις δηλαδὴ καὶ τὰ χωρία μένοντες μεγαλοκτηματίαι τὴν Κυριακὴν θὰ εὕρωσιν ὡς κατάλληλον ἡμέραν καὶ κατὰ τὴν ὥραν τῆς θείας λειτουργίας νὰ μεταβῶσιν εἰς τὸν ἀγρόν των πρὸς ἐπίσκεψιν ἢ διὰ κυνήγι. Τὴν πρωΐαν τῆς Κυριακῆς θὰ εὕρωσιν οἱ ἄνθρωποι τῶν πόλεων νὰ ἐκδράμωσιν, ἵνα ἴδωσι κατὰ τοὺς θερινοὺς μῆνας τοὺς ἀγροὺς τῆς ὑπαίθρου. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον ἀπουσιάζουσιν ἀπὸ τὸ δεῖπνον, τὸ ὁποῖον τελεῖται διὰ τῆς θείας εὐχαριστίας εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Οἱ κώδωνες τῶν ἐκκλησιῶν κτυποῦν καὶ καλοῦν τοὺς πιστοὺς νὰ παρευρεθῶσιν εἰς τὸ δεῖπνον τῆς θείας εὐχαριστίας, ἐκεῖνοι ὅμως κωφεύουν εἰς τοὺς κώδωνας τῶν ἐκκλησιῶν καὶ τρέχουν εἰς τὰ κλάξον τῶν αὐτοκινήτων διὰ τὴν ἐκδρομήν!
Ὡς δικαιολογητικὸν οἱ ἀνωτέρω περιφρονηταὶ τοῦ δείπνου φέρουσι τὴν πρόφασιν, ὅτι δὲν εὐκαιροῦν λόγω τῶν ἀποσχολήσεών των μὲ ζῶα, παιδιά, ἐμπόριον, νὰ ἐκκλησιασθοῦν, ἐξομολογηθοῦν, κοινωνήσουν.
Ἀπαντῶ: Ὅταν ἀσθενήσῃς ἡμέρας καὶ ἑβδομάδας ἴσως καὶ μῆνας, πῶς τότε ἀφίνεις τὶς δουλειές σου; Ὅταν ἀποθάνῃς ποῦ θὰ ἀφίσης τὰς ἀσχολίας σου; Ὁ ἐκκλησιασμός σου εἶναι μία φορὰ τὴν ἑβδομάδα, ἡ νόσος σου ὅμως δυνατὸν νὰ διαρκέσῃ ἑβδομάδας, ὁ δὲ θάνατός σου πάντοτε. Ὅταν γίνῃ ἐπιστράτευσις, πῶς τὰ ἀφίνεις ὅλα καὶ φεύγεις; Φροντίζει ἡ Κυβέρνησις διὰ τὰ παιδιά σου; Μήπως καὶ ὁ Θεὸς θὰ ἀφίνῃ σε ἀπροστάτευτον, ἀφοῦ οἱ ἄνθρωποι λαμβάνουσι μέτρα διὰ τοὺς ἐπιστρατευθέντας; Ἀδικαιολόγητοι αἱ ἀρνήσεις καὶ αἱ δικαιολογίαι τούτων.
Διὰ τοῦτο ἔρχονται αἱ σκληραὶ τιμωρίαι. Ἐπειδὴ λέγεις, ὅτι δὲν εὐκαιρεῖς μίαν φορὰν τὴν ἑβδομάδα νὰ σηκώσῃς τὸ βλέμμα σου εἰς τὸν Θεόν, στέλλει ὁ Θεὸς ἀρρώστεια, διὰ τῆς ὁποίας σὲ ἐξαπλώνει ἀνάσκελα εἰς τὸ κρεβάτι σου καὶ ἐκεῖ θὰ βλέπῃς ἑβδομάδας καὶ μῆνας πρὸς τὰ ἄνω! Ἐπειδὴ προφασίζεσαι, ὅτι δὲν εὐκαιρεῖς νὰ ἐπικαλεσθῇς τὸν Θεὸν μίαν ἡμέραν τῆς ἑβδομάδος, στέλλει ὁ Θεὸς τὸν Ἀλβανικὸν πόλεμον, ὅπου ἐπὶ μῆνας ὄχι μόνον ἀπουσιάζεις ἀπὸ τὶς δουλειές σου, ἀλλὰ δὲν ἔπαυες νύχτα καὶ ἡμέραν νὰ ἐπικαλῆσαι τὸν Θεὸν καὶ τὴν Παναγίαν εἰς βοήθειάν σου. Ἐπειδὴ ἔπειτα ἀπὸ ὅλα δὲν ὑψώσαμε τὰ χέρια μας ἀπὸ ἀγάπην πρὸς τὸν Θεόν, ἦλθεν ἡ κατοχή, ἐντοπία καὶ ξένη, σοῦ ἐστραπάτσαρε τὶς δουλειές σου, τὰ βόδια σου, τὰ πρόβατά σου, τὰ χοιρινά σου, τὰ παιδιά σου, τὰ σπίτια σου καὶ μὲ τὰ πιστόλια εἰς τὰ χέρια σοῦ ἐφώναζον «ψηλὰ τὰ χέρια». Ἀφοῦ δὲν τὰ ἐσήκωνες εἰς προσευχὴν ἀπὸ ἀγάπην, ὅταν σοῦ τὸ ἔλεγεν ὁ Θεός, τὰ σηκώνεις ἀπὸ ἀνάγκην, διότι σοῦ τὸ λέγουν οἱ ἐχθροί σου.
Ἀλλὰ ἡ τιμωρία αὕτη πρόσκαιρος καὶ πρὸς συμμόρφωσιν εἶναι ἐλαχίστη ἐνώπιον τῆς πέραν τοῦ τάφου, ὅπου ἔσται ὁ βρυγμὸς καὶ ὁ τριγμὸς τῶν ὀδόντων καὶ ὅπου οὐδεὶς γεύσεται τοῦ δείπνου τῆς χαρᾶς ἐκείνης! Ὁποία τιμωρία!
Ποίαν σημασίαν ἔχει ἡ χριστιανική μας χαρὰ φαίνεται ἀπὸ τὰ ἑξῆς: Γύρω ἀπὸ τὸν Ναπολέοντα τὸν Α’ εἶχον συγκεντρωθῇ οἱ μεγαλύτεροι στρατηγοί του. Ἐρωτᾶ αὐτούς: Κύριοι γνωρίζετε, ποία εἶναι ἡ εὐτυχεστέρα ἡμέρα τῆς ζωῆς μου; Ἡ μάχη τοῦ Μαρέγκο, ἀπαντᾷ ὁ ἕνας. Ἡ νίκη εἰς τὰς Πυραμίδας, παρατηρεῖ ἕνας ἄλλος. Ἡ δόξα τοῦ Ἀούστερλιτς, διαβεβαιοῦν ἄλλοι. Ὄχι, διακόπτει ὁ Ναπολέων. Ἡ εὐτυχεστέρα ἡμέρα τῆς ζωῆς μου εἶναι ἡ ἀξέχαστη ἡμέρα ἐκείνη, κατὰ τὴν ὁποίαν ἐκοινώνησα διὰ πρώτην φοράν. Οἱ ἀξιωματικοί του ἀλληλοεκοιτάχθησαν μὲ ἔκπληξιν. Ἕνας μόνον ἐδάκρυσεν ἀπὸ συγκίνησιν. Ὁ Ναπολέων κτυπῶν αὐτὸν ἐλαφρῶς εἰς τὸν ὦμον του τοῦ λέγει. Πολὺ καλά, φίλε μου, εἶμαι εὐτυχής, διότι μὲ ἐκατάλαβες. Ἡ χαρὰ τῆς χριστιανικῆς κλήσεως ἦτο ἀνωτέρα πάσης κατακτήσεως. Πόσον βαθεῖα εἶναι ἡ χαρὰ αὕτη καὶ ἐπιπόλαιοι αἱ ἄλλαι χαραὶ τοῦ ἐγωισμοῦ!
Ἂς σκεφθῶμεν τὴν ὑψηλὴν τιμὴν τῆς κλήσεως, τὰς τιμωρίας διὰ τὴν ἄρνησίν μας καὶ ἂς μετανοήσωμεν πλησιάζοντες τὸν Χριστόν.
5.
Ἐξαναγκασμός καὶ Ἐκκλησία (Λουκ. ιδ΄16-24)
Νικολόπουλος Ἱερώνυμος (Μητροπολίτης Λαρίσης και Τυρνάβου)
Ἡ ἐποχή μας, ἄν καί διεκδικεῖ τήν κατοχύρωση ὅρων ἐλευθερίας καί δυνατότητας ἐπιλογῶν, χαρακτηρίζεται ἀπό στυγνό πειθαναγκασμό καί χειραγώγηση. Παρ’ ὅλους δέ τούς σχετικούς ἀγῶνες πολλῶν, μᾶλλον ἀποτυγχάνει τό ὅραμα τῆς ἐλευθερίας καί κυριαρχεῖ ἡ πραγματικότητα τοῦ ἐξαναγκασμοῦ. Στό ὄνομα ἰδεῶν, εὐγενῶν σκοπῶν, ἀκόμη καί θρησκειῶν, προκαλεῖται ὑποχρεωτικοτητα καί ἀσκεῖται ποικιλότροπη βία, εἴτε ἀπό φορεῖς τῆς ἐξουσίας πού ἐπικαλοῦνται βάσιμα ἤ καταχρηστικά τήν πρός τοῦτο ἁρμοδιότητά τους, εἴτε ἀπό φορεῖς πού διεκδικοῦν τήν ἐξουσία καί ἐπικαλοῦνται τό πρός τοῦτο δικαίωμά τους, εἴτε ἀπό ὁμάδες πού ἀντιστρατεύονται τήν ὅποιας μορφῆς ἐξουσία, ἀλλά ἐπικαλοῦνται τήν ἀνάγκη σύγκρουσης μαζί της γιά νά δικαιολογήσουν τίς ἐνέργειές τους. Ὅμως καί πέραν τῆς ἐξουσίας, ἀπό τό χρηματοοικονομικο πεδίο ἐκπηγάζει καταναγκασμός καί ὑποδούλωση, μέ κυρίαρχο προτάγμα τήν ὑποταγή τῶν πάντων στήν παραγωγή κερδῶν, δικαίωμα καί πρόσβαση στά ὁποῖα δέν ἔχουν ὅλοι μέ κριτήρια δικαιοσύνης καί ἠθικῆς, ἀλλά μέ ὅρους ζούγκλας. Καί στόν ἰδεολογικό στίβο ὅμως, ἡ ἰδεοληψία καί ἡ πεισματική ἐμμονή σέ θεωρήσεις καί πιστεύματα, ὁ ἐγκλωβισμός σέ ἀνεδαφικές ἡ οὐτοπικές ἰδέες, οἱ ἀγκυλώσεις τῆς ἡμιμάθειας καί τῆς στρατευμένης ἐκπαίδευσης, δέν προκαλοῦν καί δέν καλλιεργοῦν τίποτε ἄλλο παρά ἀντιπαλότητες, πού δέν ἐξελίσσονται σέ διάλογο, ἀλλά σέ πολλαπλές κοινωνικές πολώσεις, οἱ ὁποῖες μέ τή σειρά τούς συνεπιφέρουν συγκρούσεις μέ κύρια διεκδίκηση τήν ἐπιβολή καί τήν κυριαρχία, ἀποκλείοντας στόν ὁποῖο ἄλλο τή δυνατότητα ὕπαρξης.
Ὀφείλουμε ἐδῶ νά κάνουμε εἰδικό λόγο γιά τίς θρησκεῖες, μιᾶς πού ἀπό ὁρισμένα κέντρα ἐντέχνως καλλιεργεῖται ἡ ἀντίληψη ὅτι ἔχουν τόν πρῶτο λόγο στόν πειθαναγκασμό καί τήν ἐπιβολή. Ὀφείλουμε νά ξεκαθαρίσουμε ὅτι στό ὄνομα τοῦ ὅποιου θεοῦ ἔχουν διαπραχθεῖ φρικτά ἐγκλήματα, γιά τά ὁποῖα ὅμως, ὑπεύθυνοι εἶναι οἱ ἄνθρωποι, συνήθως ὄχι οἱ πραγματικά πιστοί, ἀλλά ὅσοι ἐκμεταλλευόμενοι τό θρησκευτικό συναίσθημα πρός ἴδιον ὄφελος, ἐπιδιώκουν ἐπιμελῶς ἐγκοσμιοκρατικους στόχους καί σκοπούς μέ ὄχημα τήν ἰδεολογικοποιηση τῆς ὅποιας πίστης. Ὀφείλουμε νά τονίσουμε ὅτι σέ καμιά θρησκεία ὁ ἐξαναγκασμός δέν ἀποτελεῖ μέσο διάδοσης, ἀφοῦ ἀκόμη καί γιά τό Ἰσλάμ, ὁ ἱερός πόλεμος (τζιχαντ) δέν εἶναι ἕνας ἀπό τούς πέντε ὑποχρεωτικούς πυλῶνες τῆς ζωῆς τοῦ μουσουλμάνου, λογίζεται μᾶλλον ὡς ἐξαίρεση.
Ἡ προτροπή «ἀνάγκασον»
Κι ὅμως, στό Εὐαγγέλιο ὑπάρχει ἡ προτροπή «ἀνάγκασον». Τό διαβάζουμε στή σημερινή περικοπή, ἡ ὁποία πραγματεύεται τήν παραβολή τοῦ μεγάλου δείπνου. Στήν ἀρχή τῆς παραβολῆς περιγράφεται ἡ προσβλητική γιά τόν οἰκοδεσπότη ἀπόρριψη τῆς πρόσκλησής του ἀπό ὅσους κατ’ ἀρχήν θεώρησε ὡς ἐπιφανέστερους, ἄξιους νά κληθοῦν. Τό πνίξιμό τούς ὅμως, ἀπό βιοτικές μέριμνες δέν τούς ἐπέτρεψε ν’ἀξιολογήσουν σωστά τήν πρόσκληση καί φθάνουν νά γυρίσουν τήν πλάτη σ’ ἐκεῖνον πού σκοπεύει νά τούς προσφέρει ὄχι ἁπλῶς ἀκόμη μία χάρη, ἀλλά τή μονή σωστική καί ἁγιαστική εὐεργεσία.
Πῶς ἀντίδρα ὁ οἰκοδεσπότης στήν ἀπόρριψη τῆς πρόσκλησής του; Τονίζει τό Εὐαγγέλιο ὅτι ὀργίζεται γιά νά ὑπογραμμίσει τήν εὐθύνη ὅποιου ἀπορρίπτει τήν πρόσκληση πού τοῦ ἀπευθύνει ὁ Ἅγιος Θεός καί μάλιστα κατά προτεραιότητα. Στή συνέχεια δίνει νέα ἐντολή στούς ἀνθρώπους του νά ξεχυθοῦν στίς πλατεῖες καί τίς ὁδούς καί νά μαζέψουν ὅσους ὑπάρχουν ἐκεῖ ὡς περιφρονημένοι, τούς φτωχούς, τούς ἀνάπηρους, τούς ἄρρωστους καί τυφλούς γιά νά προσέλθουν στό σπουδαῖο δεῖπνο καί νά ἀπολαύσουν ὅ,τι οἱ ἄλλοι δέν μπόρεσαν νά ἀξιολογήσουν ὡς ἀνώτερο καί σωτήριο. Κι ὅταν ὁλοκληρώνεται κι αὐτή ἡ διαδικασία καί διαπιστώνεται ὅτι ἀκόμη ὑπάρχει χῶρος στό στρωμένο τραπέζι, πάλι ὁ οἰκοδεσπότης δίνει ἐντολή σ’ ἕναν ἀπό τούς ὑπηρέτες του νά βγεῖ στά πλέον ἀπόμερα σοκάκια, στούς πιό ξεχασμένους καί περιθωριοποιημένους ἀνθρώπους καί αὐτούς ν’ ἀναγκάσει νά εἰσέλθουν στό σπίτι τοῦ κυρίου του καί ν’ ἀπολαύσουν τό πλούσιο δεῖπνο.
Τί νόημα ἔχει στή συνάφεια τοῦ κειμένου αὐτό τό «ἀνάγκασον»; Ἤ καλύτερα, ἕνας ἄνθρωπος μόνος του πῶς θά μποροῦσε ν’ «ἀναγκάσει» ὅλους αὐτούς πού προσκαλεῖ ὁ κύριός του; Καί πῶς συνδέεται τό «ἀνάγκασον» μέ τό «μέγα δεῖπνο»; Εἶναι προφανές ὅτι τό «ἀνάγκασον» ἐδῶ σημαίνει τό νά πιέσει ὁ ἕνας καί μόνος ὑπηρέτης ὅλους ἐκείνους τούς προσκεκλημένους πού εἴτε ἀπό αὐτοσυνειδησία γιά τήν κατάστασή τους, εἴτε ἀπό φυσική συστολή, θά δίσταζαν ν’ ἀνταποκριθοῦν στήν πρόσκληση. Πῶς ἕνας φτωχός, ἕνας περιθωριοποιημένος, ἕνας ἀνάπηρος ἡ ἕνας φοβισμένος ἄνθρωπος νά πιστέψει ὅτι ὑπάρχει μιά πρόσκληση γι’ αὐτόν, ἐκεῖ πού οὔτε ἔχει ὀνειρευθεῖ πότε ὅτι θά μποροῦσε νά βρεθεῖ. Ἄρα, καλεῖται ὁ ὑπηρέτης ἐκεῖνος νά πιέσει πείθοντας, ὥστε νά ξεπερασθεῖ ὁ φόβος, ἡ δειλία, ἡ ἐπιφυλακτικότητα. Δέν ἀμνηστεύονται οἱ θρησκευτικές διώξεις, ἀλλά κατοχυρώνεται ἡ παρακλητική πειθώ ὡς μεθολογια ἱεραποστολῆς.
Φιλότιμο
Κι ἐμᾶς σήμερα ἔτσι μᾶς χειρίζεται ἡ Ἐκκλησία μας. Δέν μᾶς χειραγώγει, οὔτε μᾶς πειθαναγκάζει. Πῶς θά μποροῦσε ἄλλωστε, σέ περιβάλλον κοσμικό, ὅπου καί ἡ ἁπλή ἀναφορά θεμάτων πίστης συνεπιφέρει στήν καλύτερη περίπτωση εἰρωνικά μειδιάματα, ἄν ὄχι καί προσβλητικές ἀναφορές; Ἀλλά καί στό παρελθόν, ὅταν θεωροῦνταν «κρατοῦσα» ἡ Ἐκκλησία μας, πότε ὑποχρέωσε; Πότε δέσμευσε; Πότε ἐξανάγκασε; Μέ ὄπλα τό κήρυγμα καί τήν προσευχή ἡ Ἐκκλησία δέεται νά μᾶς φωτίσει τό Πανάγιο Πνεῦμα, ὥστε νά ἐγκολπωθοῦμε τήν ἀλήθεια καί νά ζήσουμε σύμφωνα μέ αὐτή.
Κι ὅμως, ὑπάρχουν στήν πίστη μας στοιχεῖα, τά ὁποία θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ ὅτι μᾶς «πιέζουν» σέ μία συνειδητή πνευματική πορεία. Ὅταν ἀναλογιστεῖ κανείς τή λυτρωτική θυσία τοῦ Κυρίου, τόν ἑκούσιο θάνατό του, τό ὕψος τοῦ Σταυροῦ, πώς μπορεῖ νά μείνει ἀσυγκίνητος καί νά μή φιλοτιμηθεῖ ν’ ἀνταποκριθεῖ σέ αὐτή τήν εὐεργεσία; Ὅταν μελετήσει κανείς τούς βίους τῶν Ἅγιων καί δεῖ τούς ποταμούς αἱμάτων τῶν μαρτύρων μας καί τούς κόπους τῶν ἀσκητῶν μας, πώς μπορεῖ νά μή θαυμάσει καί νά μή ζηλέψει φιλοτιμούμενος σέ κάτι νά τούς μοιάσει; Ὅταν ἐντρυφήσει κανείς στόν πλοῦτο τῶν κείμενων τῶν Πάτερων τῆς Ἐκκλησίας μας καί στήν Ἱερά Παράδοση πού αὐτά ἐπιστηρίζουν, πῶς νά μήν ποθήσει φιλοτιμούμενος νά ἐμβαπτισθεῖ σέ αὐτά γιά νά ἀναγεννηθεῖ «ἐξ ὕδατος καί Πνεύματος»;
Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ξέρει νά μᾶς κυνηγᾶ καί νά μᾶς αἰχμαλωτίζει, ὄχι σέ δίκτυα βίας καί ψυχαναγκασμοῦ, ἀλλά σέ περιβάλλον ἐλευθερίας κεντρίζοντάς μας στό φιλότιμο, ἐνισχύοντας τή φωνή τῆς συνείδησής μας, χαρίζοντας βιώματα ἅγια καί μοναδικά. Τό πόσο δεχόμαστε ν’ ἀνταποκριθοῦμε σέ ὅλ’ αὐτά, ἀναδεικνύει καί τί εἴδους ἄνθρωποι τελικά εἴμαστε.
6.
Τὸ Δεῖπνο τῆς Βασιλείας
Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))
(Ματθ.22.1-14 καὶ Λκ. 14.16-24)
Ἂς μελετήσουμε γιὰ λίγα λεπτὰ τὴν παραβολὴ αὐτή.
Κάποιος ἄνθρωπος προσκάλεσε σὲ δεῖπνο αὐτοὺς ποὺ φαινόντουσαν νὰ εἶναι οἱ πιὸ ἀγαπημένοι φίλοι του γιὰ νὰ περάσουν λίγες ὧρες μέσα στὴ δική του χαρά. Καὶ οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ὁ ἕνας ὕστερα ἀπὸ τὸν ἄλλο περιφρόνησαν τὴν πρόσκλησή του, ὁ καθένας καὶ γιὰ τὸ δικό του λόγο. Ὁ ἕνας εἶχε ἀγοράσει ἕνα κομμάτι γῆς, εἶχε ἐγκατασταθεῖ ἐκεῖ, τὸ κατεῖχε, εἶχε γίνει ὁ ἰδιοκτήτης καὶ δὲν εἶχε πιὰ τὸν καιρὸ νὰ μοιραστεῖ τὴ χαρὰ κάποιου ἄλλου – εἶχε τὴ δική του.
Ἕνας ἄλλος εἶχε ἀγοράσει πέντε ζευγάρια βόδια καὶ εἶχε δουλειά, εἶχε ἔργο σοβαρὸ στὴ ζωή, ἦταν πολὺ ἀπασχολημένος καὶ δὲν μποροῦσε νὰ ξεχαστεῖ στὶς γιορτὲς ἑνὸς ἄλλου, νὰ κάθεται ἀργὸς στὴ χαρὰ κάποιου ἄλλου τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε πάνω στὴ γῆ τὴ δική του δημιουργικὴ ἀπασχόληση.
Κάποιος τρίτος εἶχε παντρευτεῖ, εἶχε βρεῖ τὴν προσωπική του χαρὰ καὶ δὲ γνοιαζόταν γιὰ τὴ γιορτὴ ἑνὸς φίλου.
Ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι γύρισαν τὴν πλάτη στὸ φίλο τους γιατί ὁ καθένας εἶχε βρεῖ καὶ κάτι τὸ ὁποῖο τὸν ἀπορροφοῦσε περισσότερο ἀπὸ τὴ φιλία, περισσότερο ἀπὸ τὴν ἀγάπη, περισσότερο ἀπὸ τὴν ἀφοσίωση.
Δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ δική μας ἡ μοῖρα; Ὁ Κύριος μᾶς προσκαλεῖ νὰ μοιραστοῦμε τὴν ἴδια ζωὴ μ’ Ἐκεῖνον, τὴ δική Του ζωή, τὴν αἰώνια, οὐράνια ζωὴ καὶ ἑπομένως καὶ τὴν αἰώνια εὐφροσύνη. Κι ἐμεῖς λέμε: «Ναὶ Κύριε, θὰ ἔλθουμε, θὰ ἔλθουμε ὅμως ὅταν δὲ θὰ ἔχουμε πιὰ τίποτα νὰ κάνουμε πάνω στὴ γῆ· ὅσο ὅμως ἐξακολουθεῖ νὰ ὑπάρχει μιὰ λωρίδα γῆς στὴν ὁποία εἶναι δυνατὸ νὰ προσκολληθοῦμε ἢ κάτι νὰ κάνουμε ποὺ νὰ μᾶς ἀπορροφᾶ καὶ νὰ μᾶς μεθάει, ὅσο ἔχουμε τὴ δική μας χαρά, μικρὴ ἴσως ἀλλὰ δική μας, δὲν ἐνδιαφερόμαστε γιὰ τὴ δική σου χαρά. Ὅταν θὰ ἔλθει ὁ καιρὸς ποὺ θὰ φύγουν αὐτὰ τὰ τερπνὰ ἴσως νὰ θυμηθοῦμε ὅτι μᾶς ἔχεις προσκαλέσει. Ἴσως, ὅταν τίποτα δὲ θὰ μᾶς ἔχει ἀπομείνει, νὰ ἐκμεταλλευτοῦμε αὐτὸ ποὺ ἀνήκει σὲ κάποιον ἄλλο – τὸ δικό Σου».
Δὲν εἶναι τέτοιος ὀ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ζοῦμε; Ὁ καθένας μας ἔχει δώσει τὴν καρδιά του σὲ κάτι, εἶναι μπλεγμένος καὶ μεθυσμένος μὲ κάποιο πράγμα, ὁ καθένας ἀναζητεῖ τὴ δική του εὐχαρίστηση, ἡ ζωὴ ὅμως περνᾶ καὶ ὁ Κύριος ἔχει ἔλθει πάνω στὴ γῆ γιὰ νὰ μᾶς ἀποκαλύψει τὴ δική Του χαρά. Ἦλθε μέσα στὸν κόσμο αὐτὸ καὶ τὸν ἀγάπησε τόσο ποὺ ἂν μόνο ἤμασταν μαζί Του θὰ ‘τανε ὅλος δικός μας· ὄχι πὼς θὰ τὸν θεωρούσαμε κτῆμα μας μὲ τὸν τρόπο ποὺ ὁ κτηματίας αἰσθάνεται τὴν ἰδιοκτησία τῆς γῆς ἀλλὰ μὲ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἕνας καλλιτέχνης βλέπει τὴν ὀμορφιὰ καὶ μπορεῖ νὰ χαίρεται, ἐλεύθερος ἀπὸ τὴν ἀρπακτικότητα.
Ὁ Κύριος ἔχει μπεῖ στὴ ζωὴ καὶ ἐκτελεῖ ἕνα ἔργο στὸ ὁποῖο μᾶς προσκαλεῖ νὰ συμμετάσχουμε. Τὸ ἔργο αὐτὸ εἶναι νὰ μεταμορφώσουμε τὴ ζωή, νὰ μεταμορφώσουμε τὸν κόσμο, νὰ μεταμορφώσουμε τὴ γῆ μας σὲ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Αὐτὸ ὅμως ἀπαιτεῖ μεγαλοψυχία καὶ πλατειὰ ἀγάπη, ἀπαιτεῖ τὴν ἱκανότητα νὰ θεωροῦμε σὰν δική μας φροντίδα ὄχι μόνο τὴ δική μας ἐργασία ἀλλὰ καὶ ἐκείνη τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Γιὰ νὰ γίνει τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ δικό μας ἔργο πρέπει οἱ ψυχές μας νὰ μεγαλώσουν, πρέπει νὰ μποροῦμε νὰ ξεχνᾶμε τὶς δικές μας μικρὲς ὑποθέσεις γιὰ χάρη τοῦ μεγάλου ἔργου τοῦ Θεοῦ. Ἡ κάθε καρδιὰ εἶναι γεμάτη ἀπὸ ἀγάπη γιὰ κάποιον, ὁ Κύριος ὅμως μᾶς λέει: «Ἡ καρδιὰ σας εἶναι πολὺ στενή, ἀνοῖξτε την πλατύτερα, ἀγαπῆστε συμπαθεῖς καὶ ἀσυμπαθεῖς, ἀγαπᾶτε τοὺς ἀγαπημένους σας, ἀγαπᾶτε ὅμως καὶ τοὺς ξένους, ἀγαπᾶτε μὲ ἀγάπη δοσμένη, χωρὶς ἰδιοτέλεια, ξεχνώντας τοὺς ἑαυτούς σας».
Αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι ποὺ καὶ ἐμεῖς καὶ οἱ ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι περιγράφονται στὴν παραβολὴ εἴμαστε ἀνίκανοι νὰ κάνουμε. Εἴμαστε ἀνίκανοι νὰ ξεχάσουμε τοὺς ἑαυτούς μας καὶ περιμένουμε μέχρι ποὺ νὰ μᾶς ἐγκαταλείψει ἡ ἐπίγεια χαρὰ πρὶν θυμηθοῦμε τὴ χαρὰ τοῦ οὐρανοῦ. Ἐνῶ θὰ μπορούσαμε ἤδη νὰ ζούσαμε μέσα της, ἡ ζωὴ παρέρχεται κι ἐμεῖς ἀντιπαρερχόμαστε τὴ ζωή.
Ό Κύριος λέει: «ζητεῖτε πρῶτον τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Ματθ. 6.33), δὲν προσθέτει ὅμως ὅτι ὅλα τὰ ὑπόλοιπα τότε θὰ μᾶς ἀφαιρεθοῦν. Λέει ἀντίθετα: «ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν». Εἴμαστε ἀληθινὰ ἀνίκανοι νὰ καταλάβουμε ὅτι ὁ Κύριος ἦλθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ μᾶς δώσει ζωή, περίσσεια ζωῆς ὥστε ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξη νὰ μᾶς εἶναι ἀκριβή καὶ ὄχι μόνο μιὰ ἐλάχιστη γωνιά της, ὥστε νὰ ‘ ναι δικό μας ὁλόκληρο τὸ δημιουργικὸ ἔργο τοῦ κόσμου κι ὁλόκληρο τὸ πεπρωμένο του, ὄχι ἁπλῶς τὸ κομματάκι ποὺ ἐμεῖς θὰ μπορέσουμε νὰ κατορθώσουμε κατὰ τὴ διάρκεια τῆς σύντομης ἐπίγειάς μας ζωῆς; Δὲν μποροῦμε νὰ Τὸν πιστέψουμε ὅτι ἡ ἀγάπη μας ποὺ ἀγκαλιάζει τόσο λίγους ἀνθρώπους μπορεῖ νὰ τοὺς στηρίξει τέλεια μόνο, ὅταν ξεχάσουμε τὴν ἰδιοκτησία καὶ θυμηθοῦμε τὴν ἀπεριόριστη ἐλευθερία τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ;
7.
Πρόσκληση στὸ Μυστήριο τῆς Ζωῆς (Λουκ. ιδ΄ 16-24)
Καραγιάννης Νικάνωρ (Ἀρχιμανδρίτης)
Τὸ κάλεσμα τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ μετέχει ὁ ἄνθρωπος στὸ μυστήριο τῆς ὄντως ζωῆς, μᾶς παρουσιάζει ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ παραβολὴ τοῦ μεγάλου δείπνου. Ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νὰ καθίσει στὸ τραπέζι τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ κοινωνήσει ζωὴ ἀπὸ τὴ ζωή Του, γιὰ νὰ μεταγγίσει στὸ σῶμα τοῦ κόσμου τὸ αἷμα τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ. Σὲ αὐτὸ τὸ δεῖπνο τῆς θείας Εὐχαριστίας ὁ Θεὸς πατέρας καλεῖ τὰ παιδιά του, νὰ νιώσουν καὶ νὰ βιώσουν τὴ ζωντανὴ παρουσία Του. Αὐτὸ ἐπιτυγχάνεται μέσα στὴ θεία λατρεία καὶ κατεξοχὴν στὴ θεία Λειτουργία.
Πόσο διδακτικὰ ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος αὐτὴ τὴν ἀλήθεια, ὅταν γράφει: «Εἶναι ἀνάγκη νὰ μάθουμε τὸ θαῦμα τῶν Μυστηρίων, δηλαδὴ τὴ θεία Εὐχαριστία, τί ἀκριβῶς εἶναι, καὶ γιατί μᾶς δόθηκε καὶ τί ὠφελούμαστε ἀπὸ αὐτό: Ἕνα σῶμα γινόμαστε καὶ μέλη ἐκ τῆς σαρκὸς Αὐτοῦ καὶ ἐκ τῶν ὀστέων Αὐτοῦ (…). Ὁ Κύριος σ’ αὐτὸ τὸ δεῖπνο τῆς εὐχαριστίας ἀναμειγνύει τὸν ἑαυτό Του μὲ τὸν καθένα ἀπὸ ἐμᾶς καὶ μᾶς προσφέρει τὸ Σῶμα Του καὶ γινόμαστε σύσσωμοι μὲ Αὐτὸν καὶ μᾶς κάνει ναὸ τῆς θεότητάς Του. Ἂς ἀναμειχθοῦμε μὲ τὴ σάρκα τοῦ Χριστοῦ, γιατί μὲ αὐτὴ τὴν τροφὴ ποὺ μᾶς χάρισε θέλει νὰ δείξει πόσο πολύ μᾶς ἀγάπησε». Ἐδῶ συμπυκνώνεται καὶ πραγματώνεται τὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ μυστήριο ποὺ διαχέει τὸ θαῦμα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, μιᾶς ἀγάπης ποὺ θυσιάζεται καὶ προσφέρεται διαρκῶς, γιὰ νὰ ἁγιασθεῖ, νὰ ζήσει καί, τελικά, νὰ σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος.
«Καὶ ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες»
Ὁ λόγος τῆς παραβολῆς εἶναι πράγματι προφητικὸς καὶ ἀποκαλυπτικός, γιατί στὸ δεῖπνο τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ἀντικατοπτρίζεται ἡ στάση τοῦ ἄνθρωπου κάθε ἐποχῆς. Οἱ προσκεκλημένοι, ἐνῶ ἀρχικὰ δέχονται, στὴ συνέχεια ἀποποιοῦνται τὴν πρόσκληση δίνοντας διάφορες δικαιολογίες γιὰ τὴν ἄρνησή τους. Ἐνδεχομένως, ὑποκύπτουν στὸν πειρασμό, γιὰ νὰ καλύψουν προσχηματικὰ τὴ φοβερή τους ἀδιαφορία. Ἀπορροφημένοι μέσα στὴν τύρβη τοῦ κόσμου καὶ τὴ δίνη τῆς καθημερινότητάς τους, ἐπικαλοῦνται πάντοτε τὶς ἴδιες δικαιολογίες. Ἴσως οἱ μορφὲς καὶ οἱ ἀφορμὲς νὰ εἶναι διαφορετικές, ἀλλὰ οἱ βαθύτερες αἰτίες ἴδιες: «Ἀγρὸν ἠγόρασα, καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν… ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε, καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά…». Οἱ ἀτελείωτες βιοτικὲς μέριμνες, ἡ ἀγωνία τῆς ἐργασίας, ἡ ἐξασφάλιση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν γίνονται κάποτε ἐμπόδια στὴν πρόσκληση τῆς σωτηρίας.
Καὶ αὐτό, γιατί συνήθως ὅλα αὐτὰ συνδέονται μ’ ἕνα χαρακτηριστικὸ γνώρισμα καὶ συναίσθημα, τὸ ἄγχος. Κάθε φορὰ ποὺ τὸ ἄγχος πολιορκεῖ τὸν ἄνθρωπο, ὁ χῶρος τῆς καρδιᾶς του καὶ ὁ χρόνος τῆς ζωῆς του στενεύουν ἐπικίνδυνα καὶ τότε τὸ κάλεσμα τοῦ Θεοῦ ἀπωθεῖται στὸ περιθώριο. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος τυλιχθεῖ μέσα στὸ δίχτυ τοῦ ἄγχους, ζεῖ σὲ μιὰ ἀφόρητη πίεση καὶ ἔνταση, γι’ αὐτὸ καὶ νιώθει νὰ πνίγεται. Νά, γιατί τὰ προβλήματα καὶ οἱ δυσκολίες μεγεθύνονται, οἱ ἀνασφάλειες καὶ οἱ φοβίες πολλαπλασιάζονται καί, τρέχοντας ὁ ἄνθρωπος λαχανιασμένος νὰ προλάβει τὴ ζωή, παραβλέπει καὶ προσπερνᾶ τὸν Θεό. Ὡστόσο, δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ὅτι πίσω ἀπὸ ὅλα αὐτὰ βρίσκεται ἡ ἐπιθυμία τοῦ κόσμου. Αὐτὴ ἡ ἐπιθυμία χαράσσει μιὰ διαχωριστικὴ γραμμὴ ἀνάμεσα στὸν Θεὸ καὶ τὸν κόσμο καὶ ὑψώνει ἕνα ἀδιαπέραστο τεῖχος ποὺ δὲν μᾶς ἀφήνει νὰ δοῦμε τὴν ἀλήθειά Του καὶ νὰ ἀκούσουμε τὴ φωνή Του. «Γυναῖκα ἔγημα», κάποιες ἄλλες φορὲς ἡ ἐξάρτησή μας ἀπὸ διάφορες ἀνθρώπινες σχέσεις δυσχεραίνει τὴν ἀνταπόκρισή μας στὸ κάλεσμα τοῦ Θεοῦ.
Ἐδῶ δὲν πρόκειται μόνο γιὰ τὰ αὐτονόητα οἰκογενειακὰ βάρη, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὶς προσωπικὲς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων, ποὺ σήμερα μᾶς ἀπασχολοῦν ἰδιαίτερα. Σχέσεις ποὺ, κάποτε, δὲν ἔχουν εἰλικρίνεια καὶ ἠθική. Σχέσεις ποὺ δὲν στηρίζονται στὴν ἀγάπη, ἀλλὰ στὴν ἐκμετάλλευση, καὶ ὁδηγοῦν σὲ ἀδιέξοδα πάθη, νεκρώνοντας κάθε ἐνδιαφέρον γιὰ τὸν Θεό. Γιατί κάθε ἐπικοινωνία, σχέση, καὶ σύνδεσμός μας μὲ τοὺς ἄλλους πρέπει νὰ ἔχει ὅρια. Ὅρια ἀπαραβίαστα, ποὺ ἐξασφαλίζουν τὴν ἀνεξαρτησία μας καὶ τὴν ἐσωτερική μας ἐλευθερία καὶ ἀφήνουν μέσα μας χῶρο καὶ χρόνο γιὰ τὴ σχέση μας μὲ τὸν ἑαυτό μας καὶ τὸν Θεό.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, τὸ ἴδιο κάλεσμα τοῦ Θεοῦ νὰ ζήσουμε τὴν παρουσία Του στὸ μυστήριο τῆς ὄντως ζωῆς μᾶς ὑπενθυμίζει ἡ Ἐκκλησία ἐνόψει τῶν Χριστουγέννων. Γι’ αὐτό, μὴ χανόμαστε στὴν ὁμίχλη τῶν προφάσεων τοῦ κόσμου, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ ἀκοῦμε τὴ φωνὴ τῆς κλήσης τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.
8.
Ἡ φανέρωση (Κολ. 3,4-11)
Νικολόπουλος Ἱερώνυμος (Μητροπολίτης΄Λαρίσης και Τυρνάβου)
Καθὼς πλησιάζουμε πρoς τὰ Χριστούγεννα, ἡ Ἐκκλησία μας ἐντείνει τὶς προσπάθειές της ὥστε νὰ ὀρθοτομήσει ἀνόθευτο καὶ αὐθεντικὸ λόγο περὶ Χριστοῦ. Καὶ τοῦτο γιὰ νὰ μπορέσουμε ὄχι ἁπλῶς νὰ γιορτάσουμε, ἀλλὰ νὰ ζήσουμε τὰ Χριστούγεννα καὶ μάλιστα μὲ ἐπίγνωση τοῦ ποιὸς γεννᾶται, μὲ τί σκοπό, ποιὰ προοπτικὴ καὶ τί σημαίνει αὐτὸ γιά μᾶς. Κατανοεῖ δὲ ὅτι αὐτό, ὁ ἑορτασμὸς δηλαδὴ τῶν Χριστουγέννων βιωματικὰ καὶ ὄχι ἐπιφανειακά, εἶναι στόχος ὁ ὁποῖος ἐνδεχομένως καὶ νὰ χρειασθεῖ χρόνια νὰ ἐπιτευχθεῖ, καθὼς εἶναι συνάρτηση τῆς πvευματικῆς ἡλικίας καὶ ὡριμότητος τοῦ κάθε πιστοῦ.
Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία μας δὲν ἐξαντλεῖται μὲ τὸ νὰ μᾶς παραθέσει ἐγκεφαλικὴ διδασκαλία περὶ Χριστοῦ, ἐπακριβῆ ἀποτύπωση τῶν δογμάτων της καὶ θεωρητικὴ ἀνάπτυξη ἰδεῶν ἢ γεγονότων. Κυρίως ἀναλώνεται στὸ νὰ προτρέπει στὴ συμμόρφωσή μας πρὸς μία ζωή, ἡ ὁποία θὰ ἀποκλείει τὴν ἁμαρτία καὶ στὴν ὁποία θὰ κυριαρχεῖ ἡ ἀρετή. Καὶ τοῦτο τὸ κάνει διότι συνειδητὸς χριστιανὸς δὲν εἶναι ὅποιος ἔχει διαβάσει πολλὰ περὶ Χριστοῦ, Ἐκκλησίας καὶ Θεοῦ, ἀλλὰ ὅποιος μπορεῖ, μαζὶ μὲ τὸν Παῦλο, νὰ διαπιστώσει: «Ζῶ οὐκέτι ἐγώ, ζεῖ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστὸς» (Γαλ. 2,20). Ὁ πνευματικὸς ἀγώνας λοιπόν, γιὰ τὴν κατὰ Χριστὸν τελείωση εἶναι τὸ πρόταγμα γιὰ μία οὐσιαστικὴ πνευματικὴ ζωὴ καὶ κυρίως γιὰ τὴ βίωση τοῦ Θεοῦ!
Τὸ τέλος
Ἐὰν ἡ Ἐκκλησία μας θέλει νὰ μᾶς εἰσαγάγει στὴν οὐσία τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων μὲ προοπτικὴ τὴ βίωσή τους, γιατί ἐπιλέγει τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα; Ἐκ πρώτης ὄψεως δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ Χριστούγεννα. Μιλᾶ γιὰ τὴ Δευτέρα τοῦ Κυρίου Παρουσία στρέφοvτας ὁλοκληρωτικὰ τὴν προσοχή μας σὲ αὐτήν. Πρὶν προχωρήσουμε στὴν ἑρμηνεία τοῦ γιατί συμβαίνει αὐτό, ἂς μᾶς ἐπιτραπεῖ μία παρατήρηση. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος μιλᾶ γιὰ τὰ ἔσχατα, χωρὶς νὰ τὸν νοιάζει τίποτε ἀπὸ ὅσα συνταράζουν ἐμᾶς κάθε φορὰ ποὺ ἀναφερόμαστε σὲ αὐτά. Δὲν κάνει λόγο οὔτε γιὰ φοβερὰ σημεῖα, οὔτε γιὰ σάλπιγγες, φιάλες καὶ ὅλα τὰ ἄλλα παραβολικά, οὔτε στὴν ἔλευση τοῦ Ἀντιχρίστου ἀναφέρεται, οὔτε στὰ ὅσα θὰ προηγηθοῦν. Κι αὐτὸ ἀποτελεῖ ἀπόδειξη τῆς σύγχρονης διαστροφῆς!
Στὴν ἐποχή μας ἡ προοπτική τῆς αἰωνιότητας ὑποσκάπτεται. Στὶς ἡμέρες μας τὴν Ὀρθόδοξη Ἐσχατολογία ἔχει ἀντικαταστήσει ἡ ἀκατάσχετη ἀναφορὰ γιὰ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Ἀντιχρίστου. Ἡ γλυκιὰ ἐλπίδα τῆς αἰωνίου ἀποκαταστάσεώς μας στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν ἔχει παραμερισθεῖ, γιὰ νὰ κυριαρχήσει στὰ γραφόμενα, στὰ λεγάμενα καὶ προβαλλόμενα ὁ φόβoς τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Ἀντιχρίστου κι αὐτὸ μὲ εὐθύνη ἐν πoλλoῖς, κάποιων ποὺ εἴτε αὐτοπροβάλλονται, εἴτε οἱ «ὀπαδοὶ» τους τoὺς διαφημίζουν ὡς «φωτισμέvoυς Γέρovτες», ἐνῶ στὴν πραγματικότητα εἶναι οἱ ὑπεύθυνοι τῆς δογματικῆς διαστροφῆς ποὺ περιγράφουμε. Ἡ ὑπονομευτική, ἀποσπασματικὴ παρουσίαση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐσχατολογίας, ἔχει καταντήσει νὰ ἀφορᾶ τὰ ἔνθετα τῶν ἐφημερίδων, συvήθως ὄχι τῶν πλέον σοβαρῶν, ἐνῶ ἡ λαϊκίστικη καὶ ἐκτὸς Ὀρθοδόξου ἑρμηνείας προβολὴ προφητειῶν, προρρήσεων καὶ παραβολῶν ἔχει δώσει ἔδαφος σὲ ἕναν ἰδιότυπο μεταμοντέρνο συγκρητισμὸ ποὺ ἀνακατεύει στοιχεῖα προφητισμοῦ ἀπὸ διάφoρες παραδόσεις, ἰσοπεδώνοντας τὴν ἀλήθεια τοῦ Θείου Λόγου καὶ καταργώντας τὴν παρηγορητικὴ διάσταση τῶν θείων προρρήσεων, τῶν ὁποίων τὸ νόημα ἔγκειται στὴν καλλιέργεια τῆς πεπoιθήσεως πὼς θὰ γίνουν μὲν πολλὰ καὶ τρομερά, ἀλλὰ στὸ τέλoς ὅ,τι καὶ νὰ γίνει ὁ Χριστὸς καὶ «οἱ σὺν Αὐτῷ θὰ νικήσουν εἰς τὸν αἰῶνα».
Ἡ εὐθύνη
Ἂς γυρίσουμε στὸ ἐρώτημά μας. Γιατί ἐπιλέγεται τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα, ἐνῶ δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὰ Χριστούγεννα, ἀλλὰ μὲ τὴ φανέρωση τοῦ Κυρίου κατὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία; Ἀκριβῶς διότι τὰ Χριστούγεννα εἶναι ἡ πρώτη φανέρωση καὶ παρουσία τοῦ Κυρίου μας. Καὶ ἐπειδὴ ἡ Ἐκκλησία δὲν θέλει νὰ μᾶς ὑπομνήσει γεγονότα, ἢ νὰ καλλιεργήσει συναισθήματα, ἄλλα νὰ μᾶς πείσει νὰ βιώσουμε τὰ Χριστούγεννα, γι’ αὐτὸ καὶ δανείζεται ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Παῦλο. Τί; Μὰ τὸν τρόπο προετοιμασίας ποὺ ἐκεῖνος συνιστᾶ γιὰ νὰ ἐπιδεχθοῦμε τὸν Σωτήρα καὶ Λυτρωτή μας. Δὲν ἔχει σημασία ἂν μιλᾶμε γιὰ τὴν πρώτη ἢ τὴ δεύτερη φανέρωσή του. Σημασία ἔχει τὸ πῶς θὰ ἐμφανισθοῦμε ἐμεῖς ἐνώπιόν του, κατὰ τὴ φανέρωσή του.
Σὲ αὐτὸ ἐπάνω, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς δίνει τὸ μέτρο τῆς προετοιμασίας. Τόσο περιμένοντας τὰ Χριστούγεννα, ὅσο προσδοκώντας καὶ τὴ Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου, εἶναι εὐθύνη μας ἡ ἠθική μας καθαρότητα. Ἡ προοπτική τῆς συvαvτήσεώς μας μὲ τὸν Χριστό, ἡ ἐκ μέρους του ἀποδοχή μας ὡς δικῶν του καὶ ἡ βίωση τῆς κοινωνίας μας μαζί του, περνᾶ μέσα ἀπὸ τὴν παντοδαπὴ ἄρνηση τῆς ἁμαρτίας ἀφ’ ἑνὸς καὶ τὴν ὁλοπρόθυμη καλλιέργεια τῶν ἀρετῶν στὴ βάση τῆς ἀγάπης ἀπὸ τὴν ἄλλη!
Ἔτσι καταλήγουμε σὲ αὐτὸ ποὺ μὲ λίγα λόγια οἱ Πατέρες μᾶς παρέδωσαν ὡς τρόπο πνευματικῆς ζωῆς: Ἐξομολόγηση καὶ θεία Κοινωνία. Δὲν βιώνονται χωρὶς αὐτὰ τὰ Χριστούγεννα. Δὲν λογίζεται χριστιανὸς χωρὶς αὐτά. Δὲν ὑπάρχουν ἄλλα μέσα προετοιμασίας γιὰ τὴ φρικτὴ καὶ Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ μας. Ἀπὸ αὐτὰ ξεκινοῦν καὶ μὲ αὐτὰ καλλιεργοῦνται ὅλα τὰ ἄλλα ποὺ χαρακτηρίζουν τὴ σύνολη πνευματικὴ ζωή: προσευχή, ἐλεημοσύνη, νήψη, ἐγκράτεια, σύνεση, διάκριση, ἀγάπη…
Ἀδελφοί, στὴν τελικὴ εὐθεία πρὶν τὰ Χριστούγεννα, ἂς ἀναλωθοῦμε σὲ μία οὐσιαστικὴ προσπάθεια πνευματικῆς προετοιμασίας γιὰ νὰ τὰ βιώσουμε ἀνεξίτηλα. Τὸ πετραχῆλι τοῦ Πνευματικοῦ περιμένει γιὰ νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὸ Ποτήριο τῆς ζωῆς, ὥστε νὰ φανερωθεῖ καὶ σὲ ἐμᾶς ὁ Χριστός. Ἀμήν.
9.
Ὁ κίνδυνος τῆς εἰδωλολατρίας σήμερα(Κολ.3,4-11)
Καραβιδόπουλος Ἰωάννης (Καθηγητής Πανεπιστημίου)
Αἴτημα βασικό τοῦ Χριστιανισμοῦ εἶναι ἡ ἀνακαίνιση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἀνακαίνιση ὄχι σάν ἕνα στατικό γεγονός πού συντελεῖται αὐτόματα καί ἀστραπιαία ἀλλά σάν μία συνεχής δυναμική πορεία μέ πτώσεις καί ἐπανορθώσεις. Τό χριστιανικό εὐαγγέλιο δέν παρουσιάστηκε μέσα στόν κόσμο σάν μία καινούργια διδασκαλία μόνο, ἀλλά κυρίως καί κατ’ ἐξοχή ἦλθε σάν καινούργια ζωή, σάν δείκτης πορείας ἀπό τόν φθαρμένο ἀπό τήν ἁμαρτία ἄνθρωπο στόν σωστό καί ὁλοκληρωμένο ἄνθρωπο.
Γι’αὐτό γράφει ὁ Ἀπ. Παῦλος στούς Κολοσσαεῖς (3,4-11): «Ὅταν ὁ Χριστός, πού εἶναι ἡ ἀληθινή ζωή μας, φανερωθεῖ, τότε κι ἐσεῖς θά φανερωθεῖτε μαζί του δοξασμένοι στήν παρουσία του. Ἀπονεκρῶστε, λοιπόν, ὅ,τι σᾶς συνδέει μέ τό ἁμαρτωλό παρελθόν: Τήν πορνεία, τήν ἠθική ἀκαθαρσία, τό πάθος, τήν κακή ἐπιθυμία καί τήν πλεονεξία, πού εἶναι εἰδωλολατρία. Γιά ὅλα αὐτά θά πέσει ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ πάνω σ’ ἐκείνους πού δέν θέλουν νά πιστέψουν. Σ’ αὐτούς ἀνήκατε ἄλλοτε κι ἐσεῖς, ὅταν αὐτά τά πάθη δυνάστευαν τή ζωή σας. Τώρα ὅμως πετάξτε τά ὅλα αὐτά ἀπό πάνω σας: Τήν ὀργή, τό θυμό, τήν πονηρία, τήν κακολογία καί τήν αἰσχρολογία. Μή λέτε ψέματα ὁ ἕνας στόν ἄλλο, ἀφοῦ βγάλατε ἀπό πάνω σας τόν παλιό ἁμαρτωλό ἑαυτό σας μέ τίς συνήθειές του. Τώρα πιά ἔχετε ντυθεῖ τόν καινούργιο ἄνθρωπο, πού ἀνανεώνεται συνεχῶς σύμφωνα μέ τήν εἰκόνα τοῦ δημιουργοῦ του, ὥστε μέ τή νέα ζωή του νά φτάσει στήν τέλεια γνώση τοῦ Θεοῦ. Σ’ αὐτή τή νέα κατάσταση δέν ὑπάρχουν πιά ἐθνικοί καί Ἰουδαῖοι, περιτμημένοι κι ἀπερίτμητοι, βάρβαροι, Σκύθες, δοῦλοι, ἐλεύθεροι· τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὅλα καί ὁ Χριστός τά διέπει ὅλα».
Στό κείμενο αὐτό ἀπαριθμοῦνται διάφορες ἐκδηλώσεις πού ἀνήκουν στόν ἄνθρωπο μιᾶς περασμένης ἐποχῆς πού δέν γνώρισε τήν εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ. Ἀνήκουν, γιά νά χρησιμοποιήσουμε τήν ὁρολογία τοῦ Ἀπ. Παύλου στό πρωτότυπο κείμενο, στόν «παλαιό ἄνθρωπο». Ἀνάμεσα σ’ αὐτές τίς ἐκδηλώσεις εἶναι οἱ σεξουαλικές ἐκτροπές, τά πάθη, οἱ κακίες, ὁ θυμός, τό ψέμα καί ἡ πλεονεξία. Μέ πολύ σκεπτικισμό καί ἀπορία ἀναρωτιέται κανείς, ἄν αὐτές οἱ ἐκδηλώσεις ἀνήκουν ἀνεπιστρεπτί σέ μία προχριστιανική ἐποχή ἤ μήπως συχνά ἀποτελοῦν στοιχεῖα καί τῆς σημερινῆς πραγματικότητας πού εἶναι γνωστή σέ ὅλους μας.
Ἐλέχθη προηγουμένως ὅτι ἡ ἀνακαίνιση εἶναι πορεία, στήν ὁποία εἶναι ἐνδεχόμενο νά πέσει κανείς καί νά ξανασηκωθεῖ γιά νά συνεχίσει. «Ὁσάκις ἄν πέσῃς, ἔγειραι καί σωθήσῃ» λέγει ἕνα ἄγραφο λόγιο τοῦ Χριστοῦ πού διασώζεται μέσα στά πατερικά καί λειτουργικά μας κείμενα. Ἡ ἀνακαίνιση εἶναι συνεχής πορεία καί ἀγώνας, στόν ὁποῖο μπορεῖ κανείς νά κουραστεῖ, νά καταβληθεῖ, ἀλλά καί νά ξανασυνεχίσει τήν ἄνοδο στίς κορυφές τῆς τελειότητας. «Βρισκόμαστε σέ ἀδιέξοδο, ἀλλά δέν ἀπελπιζόμαστε. Μᾶς καταδιώκουν, ὁ Θεός ὅμως δέν μᾶς ἐγκαταλείπει. Μᾶς ρίχνουν κάτω, μά δέ χάνουμε τόν ἀγώνα», γράφει ὁ Ἀπ. Παῦλος στή Β΄ Κορινθίους 4,8-9.
Οἱ παραπάνω ἐκδηλώσεις πού ἀπαριθμεῖ τό ἀνάγνωσμα ἀποτελοῦν χαρακτηριστικά γνωρίσματα τῆς εἰδωλολατρίας. Τό ὅτι ὁ Παῦλος τίς ἐπισημαίνει ἀπευθυνόμενος σέ χριστιανούς, στούς χριστιανούς τῶν Κολοσσῶν ἀλλά σέ μᾶς σήμερα, ἔχει τήν ἔννοια ὅτι ἀποτελοῦν συνεχῆ κίνδυνο. Ἡ προτροπή του μᾶς ὁδηγεῖ στό νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι ἡ εἰδωλολατρία δέν εἶναι ξεχασμένο παρελθόν ἀλλά ἕνα συνεχῶς ἀπειλητικό παρόν. Ὁ Χριστιανισμός βέβαια ἱστορικά θριάμβευσε ἐπάνω στά εἴδωλα, αὐτά ὅμως σέ ἀνθρωπολογικό ἐπίπεδο δέν παύουν νά ἐκδικοῦνται τούς χριστιανούς, προσπαθώντας νά τούς ἐπαναφέρουν στήν παλιά ἐποχή.
Ἄν ἀμφιβάλλει κανείς, δέν ἔχει παρά νά προσέξει τίς ἐκδηλώσεις τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου. Ἡ πλεονεξία – γιά τήν ὁποία χαρακτηριστικά σημειώνει τό ἀνάγνωσμα ὅτι εἶναι εἰδωλολατρία – παρουσιάζεται σάν ἔλλειψη πίστεως καί ἐμπιστοσύνης στόν Θεό, σάν φόβος μπροστά στό ἀβέβαιο μέλλον, σάν ἄμυνα στή σκέψη τοῦ θανάτου, σάν ὑπερτροφική ἐνίσχυση τοῦ ἑαυτοῦ μας, σάν κατάσταση ἑωσφορικῆς αὐτοπεποιθήσεως.
Ἀκόμη πρέπει νά παρατηρήσουμε ὅτι οἱ Χριστιανοί δέν εἶναι ἀνάγκη νά ἀναζητήσουν μορφές εἰδωλολατρίας στόν ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας κόσμο. Αὐτή μπορεῖ ὕπουλα νά ἐμφωλεύει καί μέσα στήν Ἐκκλησία, ἀκριβέστερα μέσα στούς χριστιανούς. Τό νά χρησιμοποιεῖ κανείς τόν Θεό σάν μέσο γιά τήν ἱκανοποίηση τῶν ὑλικῶν στόχων του, τό νά τόν θέτει στήν ὑπηρεσία τῶν κοινωνικῶν του ἐπιδιώξεων δέν εἶναι εἰδωλολατρία, καί μάλιστα τῆς πιό συγκαλυμμένης καί ὕπουλης μορφῆς; Τό νά ὁμιλεῖ κανείς γιά ἱερά πράγματα, ἐνῶ ἡ ζωή του καί ἡ σκέψη του εἶναι κολλημένες στήν ἀπόκτηση ἀξιωμάτων γιά τήν καταδυνάστευση τῶν ἄλλων, στήν ἐξασφάλιση τοῦ ἐγώ μέ κάθε τρόπο, δέν εἶναι εἰδωλολατρία συνταιριασμένη μέ πολλή ὑποκρισία;
Ὁ κίνδυνος λοιπόν τῆς εἰδωλολατρίας ἀπειλεῖ τούς χριστιανούς καί σήμερα. Καί εἶναι κίνδυνος ὄχι εὐκαταφρόνητος. Τό «οὐ ποιήσης σεαυτῷ εἴδωλον» τῆς πρώτης ἐντολῆς τοῦ Μωσαϊκοῦ δεκαλόγου, τῆς πιό δύσκολης ὁμολογουμένως ἐντολῆς, ἄς ἠχεῖ συνεχῶς στά ἀφτιά μας. Ὅσο κι ἄν ὁ παλαιός ἄνθρωπος ἑλκυστικά προβάλλει σάν προσαρμοστική δύναμη στή ζωή, ὁ νέος ἄνθρωπος, ὁ ὁλοκληρωμένος ἠθικά καί πνευματικά, εἶναι τό τέρμα μιᾶς ἀγωνιστικῆς πορείας πού καταξιώνει καί ὀμορφαίνει τή ζωή.
10.
Κυριακή ΙΑ’ Λουκά- Περί Θείας Κοινωνίας (Μητροπολίτου Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως Ιερεμία)
IEΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ IΑ´ ΛΟΥΚΑ
ΠΕΡΙ ΘΕΙΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
- Τό ἱερό Εὐαγγέλιο πού ἀκούσαμε σήμερα, ἀδελφοί χριστιανοί, μᾶς μιλοῦσε παραβολικά γιά τό Δεῖπνο τῆς Θείας Κοινωνίας. Τῆς κοινωνίας τοῦ Σώματος καί Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Τό Δεῖπνο αὐτό, πού τό ἀπολαμβάνουμε σέ κάθε Θεία Λειτουργία, ἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή τό εἶπε «μέγα». Καί εἶναι πραγματικά «μέγα» καί «μέγιστον» τό Δεῖπνο αὐτό, ἀσύγκριτα μεγαλύτερο ἀπό κάθε ἄλλο δεῖπνο, πού ἑτοιμάζουν οἱ βασιλεῖς καί οἱ μεγιστᾶνες, γιατί στό Δεῖπνο τῆς Ἐκκλησίας μας παρατίθεται ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός! Τό πανάγιο Σῶμα Του καί τό πανάσπιλο Αἷμα Του! Τό εἶπε καθαρά, χριστιανοί μου, ὁ Χριστός μας αὐτό, ὅταν κοινώνησε τούς μαθητές Του τήν νύχτα τῆς Μ. Πέμπτης. «Λάβετε, φάγετε, τοῦτό ἐστι τό Σῶμά μου»· καί «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες, τοῦτό ἐστι τό Αἷμά μου», τούς εἶπε. Καί εἶναι πραγματικά τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ αὐτό πού προσφέρει ὁ ἱερέας κοινωνώντας τούς πιστούς καί δέν εἶναι ψωμί καί κρασί, ὅπως τό λένε μερικοί ἀκατήχητοι.
Στά μάτια μας βέβαια φαίνεται ὡς ψωμί καί κρασί αὐτό πού κοινωνοῦμε, ἀλλά στήν πραγματικότητα εἶναι ΣΩΜΑ καί ΑΙΜΑ ΧΡΙΣΤΟΥ. Ἀλλά, ἄς ρωτήσουμε: Γιατί φαίνεται ὡς ψωμί καί κρασί αὐτό πού κοινωνᾶμε καί δέν φαίνεται ὡς Σῶμα καί Αἷμα, ὅπως τό πιστεύουμε ὅτι εἶναι; Χριστιανοί μου, ἀκοῦστε: Ἄν ὁ ἱερέας ἔβγαινε στήν ὡραία πύλη κρατώντας ἕνα κομμάτι σῶμα καί ἔχοντας στό Ἅγιο Ποτήριο αἷμα, δέν θά πλησίαζε κανείς νά κοινωνήσει, γιατί κανείς δέν τρώει ὠμό σῶμα καί κανείς δέν πίνει ὠμό αἷμα. Οἱ ἄνθρωποι τρῶμε ψωμί καί πίνουμε κρασί. Καί μᾶς προσφέρεται λοιπόν πραγματικά ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός σ᾽ αὐτό πού τρῶμε καί σ᾽ αὐτό πού πίνουμε! Στά εἴδη τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου.
Προσέξτε αὐτό πού σᾶς εἶπα, ἀδελφοί χριστιανοί! Αὐτό πού κοινωνᾶμε εἶναι τό πραγματικό Σῶμα καί τό πραγματικό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Δέν συμβολίζει τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ΕΙΝΑΙ. «Τοῦτό ἐστι τό Σῶμά μου», «τοῦτό ἐστι τό Αἷμά μου», εἶπε ὁ Χριστός. «ΕΣΤΙ»! Ὄχι συμβολίζει, ἀλλά «ΕΣΤΙ», εἶναι! Ἄν ποῦμε ὅτι αὐτό πού κοινωνᾶμε συμβολίζει τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά δέν εἶναι, τότε γινόμαστε αἱρετικοί προτεστάντες. Οἱ προτεστάντες πραγματικά πιστεύουν πλανεμένα ὅτι ἡ Θεία Κοινωνία συμβολίζει τόν Χριστό καί δέν εἶναι στήν πραγματικότητα ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός.
- Ὅταν κοινωνᾶμε, χριστιανοί, τό Σῶμα μέ τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας, τότε ἑνωνόμαστε μαζί Του. Γιατί αὐτό σημαίνει «κοινωνία». Σημαίνει ἕνωση μέ αὐτό πού παίρνουμε. Ἀλλά ἀκοῦστε τώρα νά σᾶς πῶ κάτι τό πολύ σοβαρό: Λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καί ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες, ὅτι γιά τόν Θεό, πού τά μπορεῖ ὅλα, ἕνα δέν τό μπορεῖ! Δέν μπορεῖ νά ἑνωθεῖ μέ ἀκάθαρτο! Οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς λέγουν ὅτι γιά νά πετύχουμε τήν ἕνωσή μας καί τήν κοινωνία μας μέ τόν Θεό, πρέπει πρῶτα νά καθαρίσουμε τήν καρδιά μας ἀπό τά ἁμαρτωλά μας πάθη. ῞Οταν κοινωνοῦμε χωρίς νά ἔχουμε καθόλου συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητός μας καί χωρίς νά ἀναστενάζουμε γι᾽ αὐτήν, τότε δέν ὑπάρχει «κοινωνία» μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό, ὅταν «κοινωνοῦμε». Γι᾽ αὐτό χρειάζεται ἐξομολόγηση πρίν ἀπό τήν θεία Κοινωνία· χρειάζεται ἀπό τίς προηγούμενες μέρες προετοιμασία μέ νηστεία καί προσευχή, ὥστε νά κοινωνοῦμε ἐνσυνείδητα τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Βέβαια ὅ,τι καί νά κάνουμε, δέν μποροῦμε νά γίνουμε τέλεια ἄξιοι γιά τήν Θεία Κοινωνία. Οὔτε δίδεται ἡ Θεία Κοινωνία ὡς βραβεῖο γιά τήν ἁγιότητα τῶν πιστῶν. Ὅταν ὁ ἱερέας κοινωνεῖ τόν πιστό τοῦ λέγει «εἰς ἄφεσίν σου ἁμαρτιῶν». Καί κοινωνοῦμε γιά νά λάβουμε τό φάρμακο γιά τόν ἀγώνα μας ἐναντίον τῶν ἁμαρτωλῶν παθῶν μας. Γιατί χωρίς τήν θεία Κοινωνία δέν μποροῦμε νά κάνουμε ἀγώνα. Ἀλλά χρειάζεται καί ἀπό τήν πλευρά τοῦ πιστοῦ χριστιανοῦ ἡ προετοιμασία γιά τήν ψυχική καθαρότητα, ὅσον εἶναι δυνατόν, γιά τήν θεία Κοινωνία.
Ὡς ἀναγκαῖα γιά τήν θεία Κοινωνία εἶναι αὐτά πού ἔχει τό κέλευσμα τοῦ ἱερέα: «Μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης προσέλθετε»! Τό «μετά φόβου» σημαίνει νά ἔχουμε ἕνα συνεσταλμένο καί ταπεινό πνεῦμα, ὅταν προσερχόμαστε νά κοινωνήσουμε. Αὐτό τό πνεῦμα πού ἔννοιωθε ὁ προφήτης Ἠσαΐας ὅταν εἶδε τήν θεοφάνεια πού περιγράφει τό 6ο κεφ. τοῦ βιβλίου του. «Ὦ τάλας ἐγώ», εἶπε. «Ὅτι κατανένυγμαι»! Εἶναι ἡ κατάνυξη, πού πρέπει νά ἔχουμε ὅταν προσευχόμαστε καί πολύ περισσότερο νά τήν ἔχουμε ὅταν κοινωνοῦμε. Τό ἄλλο μάλιστα κείμενο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τό Ἑβραϊκό κείμενο, αὐτό τό «κατανένυγμαι» τοῦ προφήτου τό λέγει «χάθηκα»! Γιατί «χάθηκε»; Τό λέει παρακάτω. Γιατί «ἄνθρωπος ὤν – λέγει ὁ προφήτης – ἀκάθαρτα χείλη ἔχων… καί τόν βασιλέα Κύριον Σαβαώθ εἶδον τοῖς ὀφθαλμοῖς μου»! Αὐτό τόν φόβο καί αὐτό τό αἴσθημα, ἀγαπητοί μου χριστιανοί, πρέπει νά ἔχει ἡ ψυχή μας ὅταν κοινωνᾶμε. Τό «μετά πίστεως», πού λέγει ἔπειτα ὁ ἱερέας στούς πιστούς γιά τήν θεία Κοινωνία, εἶναι νά ὁμολογοῦμε καί ἐμεῖς τήν ὁμολογία τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ Ζῶντος, ὅτι εἶναι Θεός. Γι᾽ αὐτό καί πρίν ἀπό τήν Θεία Κοινωνία λέγει ἡ εὐχή: «Πιστεύω Κύριε καί ὁμολογῶ ὅτι Σύ εἶ ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ Ζῶντος…». Ἀκριβῶς δηλαδή τόν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, πού ἄρεσε στόν Χριστό καί τόν ἐμακάρισε γιά τόν λόγο του αὐτόν. Ἀλλά πρίν ἀπό τήν Θεία Κοινωνία χρειάζεται ὁ χριστιανός νά ἔχει καί μία ἄλλη εἰδική πίστη. Αὐτό πού σᾶς εἶπα στό κήρυγμά μου σήμερα. Νά πιστεύει, δηλαδή, ὅτι αὐτό τό «ψωμάκι» πού θά πάρει εἶναι πραγματικά τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ· καί αὐτό τό λίγο «κρασάκι» πού θά πιεῖ εἶναι πραγματικά τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Γι᾽ αὐτό καί στήν εὐχή πρίν ἀπό τήν Θεία Κοινωνία ὁμολογοῦμε καί λέγουμε: «Ἔτι (= ἀκόμη) πιστεύω ὅτι τοῦτο (τό ψωμάκι) αὐτό ἐστι τό τίμιον Σῶμα καί τοῦτο (τό «κρασί») αὐτό ἐστι τό τίμιον Αἷμα»! Καί τέλος τό «καί ἀγάπης» σημαίνει ὅτι αὐτός πού κοινωνάει πρέπει νά ἔχει ἀγάπη μέ ὅλους καί μέ τούς ἐχθρούς του ἀκόμη. Ἡ Θεία Κοινωνία εἶναι μυστήριο ἑνότητας. Ἑνότητας μέ τόν Θεό καί μέ ὅλους τούς ἀδελφούς μας ὀρθοδόξους χριστιανούς. Γι᾽ αὐτό καί πρέπει νά ἔχουμε ἀγάπη καί ὄχι ἐχθρότητες μεταξύ μας. Ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι χριστιανοί συνδεόμαστε ὄχι μόνο γιατί ἔχουμε τήν ἴδια πίστη, ἀλλά πρό πάντων καί κυρίως γιατί κοινωνοῦμε τό Ἴδιο Αἷμα, τοῦ Χριστοῦ τό Αἷμα. Γιατί ἔχουμε ὅλοι μέσα μας τόν Ἰησοῦ Χριστό, πού Τόν παίρνουμε μέ τήν Θεία Κοινωνία στήν Θεία Λειτουργία.
Μέ πολλές εὐχές,
† Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας