1.

Σταθεροὶ στὴν ὁμολογία μας

«Καὶ ἐβόησε λέγων· Ἰησοῦ υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με» (Λουκ. 18,38)

(Ομιλία του †Επισκόπου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου)

 

Ὁ Ἰησοῦς, ἀγαπητοί μου, βαδίζει πρὸς τὴν Ἰεριχώ. Ὅταν πλησίασε στὴν πόλι, ἐκεῖ ἕνας τυφλὸς ζητιάνος, μόλις πληροφορήθηκε ἀπὸ τὸ πλῆθος ὅτι ἐκεῖ μπροστά του περνάει ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος, ἄρχισε νὰ φωνάζῃ· «Ἰησοῦ υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με» (Λουκ. 18,38). Ἀλλὰ οἱ ὄχλοι, ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ νιώσουν τὸν πόνο αὐτοῦ τοῦ δυστυχισμένου ἀνθρώπου, δυσφοροῦν γιὰ τὶς φωνές του, τὸν παρατηροῦν καὶ τὸν διατάζουν νὰ σωπάσῃ. Νὰ σωπάσῃ! Ἀλλὰ σωπαίνει τὸ βρέφος ὅταν εἶνε ἡ ὥρα του νὰ θηλάσῃ καὶ πεινασμένο ζητάῃ τὸ μαστὸ τῆς μητέρας; σωπαίνει ὁ ναυαγὸς ὅταν παλεύῃ μὲ τὰ κύματα καὶ κινδυνεύῃ νὰ πνιγῇ καὶ βλέπῃ στὴν ἀκτὴ κάποιον ποὺ μπορεῖ νὰ τὸν σώσῃ;

Ἄλλο τόσο μποροῦσε νὰ σωπάσῃ καὶ ὁ τυφλὸς αὐτός, ποὺ ἤξερε ὅτι τόσο κοντά του, σὲ μικρὴ ἀπόστασι ἀπ᾿ αὐτόν, βρισκόταν ὁ Φωτοδότης τοῦ παντός, ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου.

Φωνάζει λοιπὸν τὸν Ἰησοῦ δυνατά, ἐπανειλημμένα, καὶ ἀδιαφορεῖ ἂν οἱ θερμὲς παρακλήσεις του προκαλοῦν τὴ δυσαρέσκεια, τὸ θυμό, τὴν ἀγανάκτησι τοῦ κόσμου. Μὲ τὰ λόγια ποὺ λέει φωνάζοντας ὁμολογεῖ τὸν Ἰησοῦ «υἱὸ τοῦ Δαυΐδ», ἀπόγονο δηλαδὴ τοῦ ἐνδόξου βασιλέως Δαυΐδ. Μὲ τὴν προσφώνησί του αὐτή,«υἱὲ Δαυΐδ», τί φανερώνει· φανερώνει ὅτι θεωρεῖ τὸν Ἰησοῦ Μεσσία, γιατὶ γιὰ τὸ Μεσσία προέλεγαν οἱ προφητεῖες ὅτι θὰ καταγόταν ἀπὸ τὸ γένος τοῦ Δαυΐδ. Τὸ «υἱὲ Δαυῒδ» λοιπὸν σημαίνει «Μεσσία».

«Ἐλέησόν με», τοῦ φωνάζει. Καὶ μὲ τὸ αἴτημα αὐτό, μὲ τὴ θερμὴ αὐτὴ παράκλησι, τὴν ἔντονη καὶ σταθερή, φανερώνει ὅτι πιστεύει στὴ θεότητα τοῦ ταπεινοῦ Ἰησοῦ. Αὐτὸ συμπεραίνει κανεὶς ἂν κάνῃ τὴν ἀκόλουθη σύγκρισι· ὅπως κάποτε ὁ Δαυῒδ μὲ τὸ «Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου…» ἄρχιζε τὸ γνωστὸ ψαλμό του, τὸν ψαλμὸ τῆς μετανοίας (Ψαλμ. 50,3), ἔτσι τώρα καὶ ὁ τυφλὸς αὐτός, ποὺ νιώθει ὅτι βρίσκεται ἤδη μπροστὰ στὸν ἐνανθρωπήσαντα Θεό, ζητάει τὸ ἔλεός του λέγοντας τὸν ἴδιο ἐκεῖνο θεόπνευστο λόγο, «Ἐλέησόν με»· ἀπευθύνει στὸν Ἰησοῦ τὴν ἴδια παράκλησι μὲ τὸ Δαυΐδ, ποὺ σημαίνει ὅτι τὸν πιστεύει ὡς Θεὸ ἀληθινὸ ποὺ ἐνανθρώπησε καὶ ἦρθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ μᾶς σώσῃ.

* * *

Ἂς θαυμάσουμε, ἀγαπητοί μου, τὴ σταθερότητα τοῦ τυφλοῦ. Στὴ μέση τοῦ δρόμου κι ἀνάμεσα σὲ κόσμο μὲ ἐχθρικὲς διαθέσεις ἀπέναντί του, δὲν διστάζει πρῶτον μὲν νὰ ὁμολογήσῃ τὸ Χριστό· καὶ δεύτερον μὲ ταπείνωσι, σὰν ἐλάχιστος δοῦλος τῆς Θείας Μεγαλωσύνης, νὰ ζητήσῃ τὸ ἔλεός του. Στερεὸς σ᾽ αὐτὴ τὴν ὁμολογία του ὁ τυφλός, διδάσκει ὅτι παρόμοια σταθερότητα πρέπει νά ᾽χουμε κ᾽ ἐμεῖς ὅταν πρόκειται νὰ ὁμολογήσουμε τὸ Χριστὸ μέσα στὴ σημερινὴ γενεά μας. Γιατὶ μήπως καὶ σήμερα ὁ κόσμος δὲν ἐνοχλεῖται ὅταν ἀκούῃ τὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ ν᾿ ἀναφέρουν τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, νὰ ὑποστηρίζουν τὴν πίστι τους; Χαμόγελα, μορφασμοί, εἰρωνεῖες, ἠχηρὰ γέλια καὶ καγχασμοί, νά τί –τὸ λιγώτερο– περιμένουν τὸ Χριστιανὸ ποὺ θὰ τολμήσῃ π.χ. μέσα σ᾽ ἕνα κοσμικὸ κέντρο νὰ σηκωθῇ ὄρθιος καὶ νὰ κάνῃ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, ἢ σὲ μιὰ ὁποιαδήποτε συνάντησι νὰ πῇ δυὸ θρησκευτικὲς λέξεις, ν᾿ ἀναφέρῃ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Ὁ κόσμος ποὺ ζῇ μακριὰ ἀπὸ τὸν Κύριο θὰ ἐπιθυμοῦσε νὰ μὴν ἀκούγεται πουθενὰ ἡ λέξι «Χριστός» καί, ἂν εἶχε τὸ δικαίωμα, θὰ ἔβαζε φίμωτρο στὰ στόματα ὅλων τῶν ἱεροκηρύκων· γιατὶ δὲν μπορεῖ ν᾿ ἀκούῃ ἀλήθειες ποὺ ταράζουν τὴν ἡσυχία του, τὴν ἀνάπαυσί του.

Ὁ κόσμος τῆς ἀπιστίας καὶ τῆς πλάνης δὲν διστάζει νὰ χρησιμοποιήσῃ ἀκόμη καὶ μέσα βίας γιὰ νὰ κλείσῃ τὰ στόματα τῶν Χριστιανῶν, ὥστε νὰ μὴν ἀκούγεται ἡ φωνὴ τῆς ἀληθείας. Αὐτὸ δὲν γινόταν ἀνέκαθεν στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας; Ὅταν οἱ ἀπόστολοι Πέτρος καὶ Ἰωάννης μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ κήρυτταν μὲ μεγάλη δύναμι τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ στὰ Ἰεροσόλυμα, οἱ κοσμικοὶ καὶ θρησκευτικοὶ ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων ἀνησύχησαν. Ταράχτηκαν βλέποντας τὴν ταχεῖα διάδοσι τῆς νέας πίστεως «καὶ καλέσαντες αὐτοὺς παρήγγειλαν αὐτοῖς τὸ καθόλου μὴ φθέγγεσθαι, μηδὲ διδάσκειν ἐπὶ τῷ ὀνόματι τοῦ Ἰησοῦ»· ἀπηγόρευσαν δηλαδὴ αὐστηρὰ στοὺς δύο ἀποστόλους νὰ μιλοῦν καὶ νὰ διδάσκουν γιὰ τὸν Ἰησοῦ, τοὺς εἶπαν οὔτε κἂν ν᾽ ἀνοίγουν τὸ στόμα τους νὰ ποῦν τὸ ὄνομά του, οὔτε κἂν ἡ γλῶσσα τους νὰ προφέρῃ τὴν γλυκύτατη λέξι «Ἰησοῦς». Ἀλλὰ οἱ ἀπόστολοι τί ἀπαντοῦν· Ἄρχοντες τοῦ Ἰσραήλ, τί λέτε; σᾶς φαίνεται σωστὸ μπροστὰ στὸ Θεό, νὰ ὑπακοῦμε περισσότερο σ᾽ ἐσᾶς παρὰ σ᾽ Ἐκεῖνον; Ἐμεῖς πάντως δὲν μποροῦμε νὰ μὴ λέμε αὐτὰ ποὺ εἶδαν τὰ μάτια μας κι αὐτὰ ποὺ ἄκουσαν τ᾽ αὐτιά μας. «Εἰ δίκαιόν ἐστιν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὑμῶν ἀκούειν μᾶλλον ἢ τοῦ Θεοῦ, κρίνατε. οὐ δυνάμεθα γὰρ ἡμεῖς ἃ εἴδομεν καὶ ἠκούσαμεν μὴ λαλεῖν», δὲν μποροῦμε ἐμεῖς νὰ μὴν κηρύττουμε ὅσα εἴδαμε κι ἀκούσαμε (Πράξ. 4,18-20). Καὶ πράγματι, ἀντὶ νὰ κλείσουν τὸ στόμα τους καὶ νὰ σωπάσουν, αὐτοὶ ἐπαναλαμβάνουν τὸ κήρυγμα μὲ μεγαλύτερο ζῆλο. Ἔκαναν, δηλαδή, ὅ,τι ἔκανε καὶ ὁ τυφλὸς τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου, ὁ ὁποῖος, στὶς φωνὲς τοῦ ὄχλου ποὺ τοῦ ᾽λεγε νὰ σωπάσῃ, αὐτὸς διπλασίαζε καὶ τριπλασίαζε τὴ φωνή του καὶ δυνάμωνε τὴν ἔντασί της λέγοντας· «Ἰησοῦ υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με».

Τέτοια σταθερότητα στὴν ὁμολογία πρέπει νά ᾽χουμε ὅλοι οἱ πιστοί. Μακριὰ ἀπὸ μᾶς ἡ δειλία. Κι ὅλος ὁ κόσμος ἂν φωνάζῃ καὶ διαμαρτύρεται ἐναντίον μας γιατὶ ὁμολογοῦμε τὸ Χριστό, ἐμεῖς θὰ ὑψώσουμε τὴ φωνὴ τῆς πίστεώς μας τόσο ἔντονη καὶ τόσο θερμὴ καὶ τόσο σταθερή, ὥστε μέσα στὴ σύγχυσι τοῦ αἰῶνος τούτου ν᾿ ἀκούγεται καθαρὰ ἡ ὁμολογία τῆς πίστεώς μας. Ἂν ἡ πίστι ἔπιασε καλὰ καὶ καίῃ σταθερὰ μέσα μας σὰν τὴ φωτιά, καμμιά δύναμι δὲν θὰ μπορέσῃ νὰ μᾶς τὴ σβήσῃ· οἱ πειρασμοὶ καὶ οἱ ἀντιδράσεις τοῦ κόσμου ἀντὶ νὰ τὴν καταστέλλουν θὰ τὴ γιγαντώνουν περισσότερο, ὅπως ὅταν σὲ ὥρα πυρκαγιᾶς τύχῃ νὰ φυσάῃ σφοδρὸς ἄνεμος καὶ τότε, ἀντὶ νὰ σβήνῃ τὴ φλόγα, τὴν κάνει ν᾽ ἀναρριπίζεται, νὰ φουντώνῃ περισσότερο καὶ νέες πύρινες γλῶσσες νὰ ξεπηδοῦν ἀπὸ τὴν ἀρχικὴ ἑστία. Ἂν ἡ πίστι ῥιζώσῃ βαθειὰ στὴν καρδιά, καμμιά δύναμι δὲν θὰ μπορέσῃ νὰ τὴν ξερριζώσῃ· ἡ θύελλα τῆς ἀπιστίας, μὲ ὅλες τὶς εἰρωνεῖες της καὶ μ᾽ ὅλες τὶς ἀπειλές της, μὲ τὰ γελοῖα ἐπιχειρήματά της καὶ μὲ τὰ ψεύτικα φόβητρά της, θὰ δυναμώνῃ πιὸ πολὺ τὸ δέντρο τῆς πίστεως· ὅπως ὁ ἄνεμος πού, ὅταν τὸ δέντρο κάνῃ γερὲς ῥίζες, τότε μὲ τὸ φύσημά του ἀντὶ νὰ τὸ ξερριζώνῃ, τὸ σταθεροποιεῖ ἀκόμη περισσότερο, κάνει τὶς ῥίζες του νὰ πηγαίνουν πιὸ βαθειά, νὰ βγαίνουν νέα κλαδιὰ ποὺ ἀντλοῦν χυμὸ ἀπὸ τὴ ῥίζα, καὶ νὰ φυτρώνουν νέα ἄνθη ποὺ στολίζουν τὸ δέντρο.

Ἡ στερεὰ καὶ ἀκλόνητη ὁμολογία εἶνε καρπὸς τῆς πίστεως. Ἂς τὸ παραδεχτοῦμε, ἀγαπητοί μου· δὲν μποροῦμε ἐμεῖς νὰ ὁμολογήσουμε τὸ Χριστὸ μὲ τὸ θάρρος καὶ τὴν παρρησία ποὺ εἶχαν οἱ μάρτυρες τοῦ Χριστιανισμοῦ, οἱ παλαιότεροι καὶ οἱ νεώτεροι, γιατί; – διότι δὲν ὑπάρχει μέσα μας ζωντανὴ ἡ πίστι ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶνε ὁ Μεσσίας, ὁ Λυτρωτής, ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου. Μόνο ἀπὸ μιὰ τέτοια πίστι ξεπηδᾷ μόνη της ἡ ὁμολογία, ὅπως ξεπιδᾷ τὸ νερὸ ἀπὸ τὴν πηγή. Ἡ πίστι μας, ἐφ᾿ ὅσον εἶνε βαθειὰ καὶ εἰλικρινής, θὰ ξεχειλίσῃ, θὰ ἐξωτερικευθῇ, θὰ ξεπηδήσῃ σὰν μία διάπυρη ὁμολογία τοῦ γλυκυτάτου ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.

* * *

«Ἐπίστευσα, διὸ ἐλάλησα», λέει ὁ προφήτης Δαυῒδ καὶ τὸ ἐπαναλαμβάνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Ψαλμ. 115,1 = Β΄ Κορ. 4,13)· πίστεψα δηλαδή, καὶ γι᾽ αὐτὸ μίλησα· ὅταν ἔνιωσα δυνατὴ τὴν πίστι μου, τότε ἄνοιξα τὸ στόμα μου καὶ τὴν ἐξέφρασα· τὰ λόγια μου δὲν ἔχουν ἄλλο κίνητρο ἐκτὸς ἀπὸ τὴν πίστι. Ὁ τυφλὸς ἔξω ἀπ᾽ τὴν Ἰεριχὼ μίλησε ὅπως μίλησε, γιατὶ πίστευε στὸ Χριστό. Δὲν ἐξηγεῖται ἀλλιῶς ὁ τολμηρός του λόγος. Οἱ μάρτυρες διὰ μέσου τῶν αἰώνων ὕψωσαν τὴ φωνή τους μπροστὰ στὰ δικαστήρια καὶ μέσα στὰ ἀμφιθέατρα καὶ μέσα στὶς φυλακὲς – γιατί; διότι πίστευαν στὸ Χριστό. Καὶ ἐμεῖς τότε θὰ ὁμολογήσουμε μὲ παρρησία, μὲ σταθερότητα καὶ μὲ ἀνδρεία τὸ Χριστό, ἐὰν πιστέψουμε σ᾽ αὐτὸν καὶ σὰν τὸν τυφλὸ τῆς Ἰεριχοῦς συναισθανθοῦμε κ᾽ ἐμεῖς τὴν τύφλωσί μας καὶ στείλουμε σ᾽ αὐτὸν τὴν προσευχή μας· «Ἰησοῦ υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν μας».

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

ppu.org.cy

2.

Ο τυφλός της Ιεριχώ (Μητροπολίτου Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως Ιερεμία)

IEΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ

ΚΥΡΙΑΚΗ IΔ´ ΛΟΥΚΑ

O TYΦΛΟΣ ΤΗΣ ΙΕΡΙΧΩ

  1. Λίγα λόγια θά σᾶς πῶ, ἀδελφοί χριστιανοί, πάνω στήν σημερινή εὐαγγελική περικοπή καί παρακαλῶ νά τά ἀκούσετε. Τό Εὐαγγέλιο μᾶς εἶπε σήμερα γιά τό θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ τυφλοῦ στήν Ἱεριχώ. Τό θαῦμα αὐτό εἶναι πολύ σπουδαῖο στό περιεχόμενό του, γι᾽ αὐτό τό ἀναφέρουν καί ἄλλοι δύο Εὐαγγελιστές, ὁ Ματθαῖος καί ὁ Μᾶρκος, μέ τήν διαφορά ὅτι ὁ Ματθαῖος ὁμιλεῖ γιά δύο τυφλούς καί ὄχι γιά ἕνα. Ἀλλά δέν πρόκειται γιά διαφορά. Δύο πραγματικά ἦταν οἱ τυφλοί τῆς Ἱεριχώ πού θεραπεύτηκαν. Γιά νά νοήσουμε τό θέμα, δεχόμαστε τήν ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Αὐγουστίνου, ὅτι ὅταν μπῆκε ὁ Χριστός στήν Ἱεριχώ, θεράπευσε τόν ἕνα τυφλό, πού ἡ θεραπεία του ἦταν ἡ πιό σημαντική. Καί ὅταν ἔβγαινε ἀπό τήν πόλη θεράπευσε καί τόν δεύτερο, τόν ἄλλο τυφλό. Ἀλλά ὑπάρχει καί ἡ ἄλλη ἑρμηνεία τοῦ Εὐσεβίου, ὅτι ὑπῆρχαν δύο πόλεις Ἱεριχώ, ἡ παλαιά καί ἡ νέα πόλη. Ὁ ἕνας τυφλός θεραπεύθηκε στήν μία πόλη καί ὁ ἄλλος στήν ἄλλη καί ἔτσι λέγεται περί δύο τυφλῶν στήν ἴδια πόλη.

 

  1. Ὁ τυφλός γιά τόν ὁποῖο μᾶς ὁμίλησε ἡ περικοπή μας δέν ἦταν μόνο τυφλός, ἀλλά ἦταν καί πτωχός. Γι᾽ αὐτό καί ζητιάνευε. «Ἐκάθητο παρά τήν ὁδόν προσαιτῶν», λέγει τό κείμενο. Ἄκουσε δέ, ἐκεῖ πού καθόταν, θόρυβο τοῦ λαοῦ πού περνοῦσε καί ἐρώτησε τί εἶναι αὐτά πού ἄκουε. Καί τοῦ εἶπαν ὅτι περνᾶ ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος. Ἀλλά γιατί, ἀδελφοί, μαζί μέ τόν Χριστό τόσος πολύς κόσμος; Πλησίαζε ἡ ἑορτή τοῦ Πάσχα καί ὁ Χριστός πήγαινε πρός τά Ἱεροσόλυμα ἐρχόμενος ἀπό τήν Βηθανία, ὅπου εἶχε ἀναστήσει τόν Λάζαρο. Πρός τά Ἱεροσόλυμα ὅμως πάλι πήγαιναν γιά τό Πάσχα καί πολλοί προσκυνητές, καραβάνια προσκυνητῶν, καί συναντήθηκαν ὅλοι αὐτοί μέ τόν Ἰησοῦν πορευόμενον πρός τά Ἱεροσόλυμα. Γι᾽ αὐτό καί ὁ τυφλός πού ἄκουσε τόν πολύ θόρυβο ἐρώτησε, «τί εἴη ταῦτα;». Τί εἶναι αὐτός ὁ θόρυβος, πού ἀκούετε. Εἶδαν λοιπόν πολλοί, πάρα πολλοί τό θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ τυφλοῦ.
  2. Ὅταν ὁ τυφλός ἄκουσε ὅτι στό πλῆθος τοῦ λαοῦ εἶναι καί ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος καί ὅτι περνάει ἀπό μπροστά του, «ἐβόησε». «Ἐβόησε», σημαίνει ὅτι ἔβγαλε μεγάλη φωνή, φωνή σάν σάλπιγγα. Καί τί εἶπε; Εἶπε καί παρεκάλεσε νά τόν κάνει καλά ὁ Χριστός, ἀλλά ὅπως τό εἶπε, ὅπως διατύπωσε τό αἴτημά του, εἶναι σάν νά ἔκανε ἕνα δυνατό κήρυγμα. Ἐνῶ οἱ ἄνθρωποι τοῦ εἶπαν γενικά ὅτι περνάει ἀπό ἐκεῖ ὁ Ἰησοῦς, πού κατάγεται ἀπό τήν Ναζαρέτ, αὐτός τόν εἶπε, «Υἱό Δαβίδ». Ἐβόησε καί εἶπε, «Ἰησοῦ, Υἱέ Δαβίδ, ἐλέησόν με»! Μέ τήν ἔκφραση «Υἱέ Δαβίδ», χριστιανοί μου, ὁ τυφλός εἶπε τόν Ἰησοῦ «Μεσσία». Γιατί ἀπό τόν Δαβίδ θά καταγόταν ὁ Μεσσίας. Ὁ τίτλος δέ «Μεσσίας» εἶναι ἀκριβῶς αὐτό πού ἐμεῖς λέγουμε «Χριστός». Δηλαδή, ὁ τυφλός αὐτός τῆς Ἱεριχώ εἶπε στόν Ἰησοῦ αὐτή τήν προσευχή: «Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με». Εἶναι, χριστιανοί μου, ἡ προσευχή πού ἀπό πολλά σημεῖα τῆς Καινῆς, ἀλλά καί τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, μᾶς δίδαξαν οἱ ἅγιοι Πατέρες νά λέγουμε. Εἶναι ἡ πεντάλογος προσευχή, «ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ»! Νά τήν λέμε, ἀδελφοί, νά τήν λέγουμε τήν προσευχή αὐτή. Ἔχει δύναμη πολλή καί μεγάλη. Μέ αὐτή τήν προσευχή θεραπεύτηκε ὁ τυφλός τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου. Μάλιστα, μᾶς εἶπε τό σημερινό Εὐαγγέλιο ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἐπέπλητταν τόν τυφλό, πού φώναζε καί ἔλεγε συνεχῶς τήν προσευχή αὐτή, καί τοῦ ἔλεγαν νά σιωπήσει, ἀλλά αὐτός «πολλῷ μᾶλλον ἔκραζεν, Υἱέ Δαβίδ, ἐλέησόν με»!
  3. Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς πρόσεξε τόν τυφλό πού τόν παρακαλοῦσε μέ πίστη νά τόν ἐλεήσει, καί διέκοψε τήν πορεία Του. «Σταθείς», λέγει τό κείμενο. Εἶναι πολύ σημαντικό αὐτό καί ἀξιοπρόσεκτο. Σταμάτησε (!) τόν Ἰησοῦ Χριστό «ἡ φωνή τοῦ μετά πίστεως ἐπικαλουμένου», λέγει ὁ Κύριλλος ὁ Ἀλεξανδρείας! Ἔπειτα διέταξε ὁ Χριστός νά φέρουν πλησίον Του τόν τυφλό καί τόν ἐρώτησε τί θέλει ἀπ᾽ αὐτόν. Τόν ἐρώτησε ὁ Χριστός ὄχι γιατί δέν ἤξερε τί θέλει, ἀλλά γιά νά μή νομίσει ὁ κόσμος ὅτι ἄλλα θέλει καί ἄλλα τοῦ δίνει. Καί ὅταν ὁ τυφλός εἶπε στόν Χριστό ὅτι θέλει νά ἀποκτήσει τό φῶς του, ὁ Χριστός τοῦ εἶπε: «Ἀνάβλεψε»! Ἀλλά τοῦ εἶπε καί τό ἑξῆς: «Ἡ πίστις σου σέσωκέ σε»! Ποιά πίστη; Ἡ πίστη πού ὁμολόγησε ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι «Υἱός Δαβίδ», ὅτι δηλαδή, εἶναι ὁ πραγματικός Μεσσίας, πού ἀνήγγειλαν οἱ προφῆτες. Καί ὁ τυφλός ἀνέβλεψε καί εἶδε τό φῶς του. Καί εὐγνώμονας, ὅπως ἦταν, ἀκολούθησε τόν Ἰησοῦ καί δόξαζε τόν Θεό. Ἀλλά καί μαζί του, ὅπως μᾶς λέγει τό ἱερό Εὐαγγέλιο, «πᾶς ὁ λαός ἰδών ἔδωκεν αἶνον τῷ Θεῷ».
  4. Ὁ τυφλός τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου, ἀδελφοί, κατά τήν πατερική ἑρμηνεία τοῦ Θεοφυλάκτου, εἶναι εἰκόνα τῶν Ἐθνικῶν χριστιανῶν, γι᾽ αὐτό καί θεραπεύτηκε «παρά τήν ὁδόν» (στίχ. 35), γιατί δέν ἦλθε ὁ Χριστός πρῶτα γιά τούς Ἐθνικούς, ἀλλά γιά τό Ἰσραήλ. Ὁ τυφλός, ὅπως τό ἀκούσαμε, ἐξ ἀκοῆς ἔμαθε γιά τόν Χριστό, ἀπό τήν πληροφορία τοῦ ὄχλου, δηλαδή. Ἔτσι καί οἱ ἐξ ἀκοῆς Ἐθνικοί, ἀπό τό κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων, ἔλαβαν τήν πίστη γιά τόν Χριστό. Στήν περικοπή μας πάλι ἀκούσαμε ὅτι ὁ ὄχλος ἐπέπληττε τόν τυφλό νά μήν φωνάζει καί νά μήν λέγει τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ. Αὐτοί εἶναι οἱ διῶκτες καί οἱ τύραννοι, πού ἤθελαν καί θέλουν καί τώρα νά φιμώσουν τήν Ἐκκλησία καί νά μήν ὁμολογεῖ τό Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ. Ἡ Ἐκκλησία μας ὅμως ποτέ δέν σιωπᾶ, ἀλλά μάλιστα ὅταν διώκεται ὁμολογεῖ δυνατώτερα τήν πίστη της, ὅπως ὁ τυφλός τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου.
  5. Ἀλλά ὑπάρχει, ἀδελφοί, καί ἡ ψυχική τύφλωση, ἡ τύφλωση τοῦ νοός, πού τήν ἔχουμε ὅλοι, ἄλλος λιγώτερο καί ἄλλος περισσότερο. Γιά τήν θεραπεία μας, λοιπόν, ἀπό τήν τύφλωση αὐτή, ἄς φωνάζουμε καί ἐμεῖς καί ἄς παρακαλοῦμε τόν Χριστό νά μᾶς ἐλεήσει καί νά μᾶς θεραπεύσει. Καί ἄν μερικοί μᾶς ἐμποδίζουν καί μᾶς λέγουν νά μήν τό κάνουμε αὐτό – ὁ Διάβολος εἶναι αὐτός πού μᾶς ἐμποδίζει – ἐμεῖς πιό πολύ νά λέγουμε, ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΕ ΜΕ!

Μέ πολλές εὐχές,

† Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας

3.

Ὁ τυφλός τῆς Ἱεριχοῦς

 

  1. ΕΝΑΣ ΤΥΦΛΟΣ ΠΟΥ ΕΒΛΕΠΕ

Ἕνας ἀξιολύπητος τυφλὸς περίμενε ὧρες πολλὲς καὶ σκοτεινὲς ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη τῆς Ἱεριχοῦς στὸ δρόμο καὶ ζητιάνευε. Κάθε φορὰ ποὺ ἄκουγε βήματα ἀνθρώπων κοντά του, ἄνοιγε τὸ στόμα του καὶ ζητοῦσε ἐλεημοσύνη, λίγα χρήματα ἢ τρόφιμα, γιὰ νὰ ζήσῃ, νὰ μὴ πεθάνῃ.

 

Μιὰ μέρα ὅμως, καθὼς ἄκουσε θόρυβο μεγάλου πλήθους ἀνθρώπων ποὺ περνοῦσαν ἀπὸ ἐκεῖ, μὲ ἀπορία μεγάλη ρωτᾷ τοὺς γύρω του τί συμβαίνει. Καὶ μόλις ἔμαθε ὅτι περνάει ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος μὲ τὴ συνοδεία του, ὁ τυφλὸς ἄρχισε νὰ φωνάζῃ δυνατά: Ἰησοῦ, ἀπόγονε τοῦ Δαβίδ, ἐλέησέ με. Κι ἐνῶ πολλοὶ τὸν ἐπέπλητταν καὶ τὸν ἀνάγκαζαν νὰ σιωπήσῃ, νομίζοντας ὅτι μὲ τὶς φωνές του ἐνωχλοῦσε τὸν Διδάσκαλο, αὐτὸς πολὺ περισσότερο ἐκραύγαζε: Υἱὲ τοῦ Δαβίδ, ἐλέησέ με.

Γιατί ὅμως ὁ τυφλὸς φώναζε τόσο πολύ; Μήπως ἐπειδὴ ἦταν μακριὰ ὁ Κύριος καὶ ἤθελε νὰ ἀκουστῇ ἡ φωνή του; Ἴσως καὶ γι’ αὐτό. Ὅλες ὅμως αὐτὲς οἱ ἀσταμάτητες κραυγές του ἀπεκάλυπταν ὅτι ὁ τυφλὸς ἐκείνη τὴν ὥρα κάτι διαφορετικὸ αἰσθανόταν, ὁ τυφλὸς ἔβλεπε. Ἐκείνη τὴν ὥρα ἄνοιξαν τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του γιὰ νὰ δῇ ποιὸς ἦταν ὁ Ἰησοῦς καὶ τί μποροῦσε νὰ περιμένῃ ἀπὸ Αὐτόν. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἐκραύγαζε γιὰ νὰ λάβῃ χρήματα, ἀλλὰ γιὰ νὰ λάβῃ ἔλεος. Ἴσως βέβαια νὰ εἶχε ἀκούσει γιὰ τὶς ἀμέτρητες θεραπεῖες ποὺ ἔκανε ὁ Κύριος, καθὼς καὶ γιὰ τὴν ἀνάστασι τοῦ Λαζάρου, ποὺ εἶχε συντελεσθῆ λίγο μακριὰ ἀπὸ τὴν Ἱεριχώ.

Ἐπιπλέον ὅμως, ἂν καὶ ἦταν τυφλός, εἶχε θρησκευτικὲς γνώσεις. Ἤξερε ἀπὸ τὶς προφητεῖες ὅτι ὁ Μεσσίας θὰ προερχόταν ἀπὸ τὴ γενιὰ τοῦ Δαβίδ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάζει ἐπιμόνως τὸν Κύριο υἱὸ τοῦ Δαβίδ, διότι ἀναγνωρίζει μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του καὶ πιστεύει ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Μεσσίας, ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ, ποὺ περίμεναν γενεὲς γενεῶν. Ἀλλὰ καὶ ἡ κραυγὴ ποὺ ἔβγαζε διαρκῶς, «ἐλέησόν με», ἀποκαλύπτει πὼς ὁ τυφλὸς πίστευε ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος, ἀλλὰ εἶχε θεϊκὰ γνωρίσματα. Γι’ αὐτό, ἐνῶ τὰ πλήθη τοῦ ἔλεγαν νὰ σωπάση γιὰ νὰ μὴν ἐνοχλῇ τὸν Διδάσκαλο, αὐτὸς ὅλο καὶ περισσότερο ἐκραύγαζε μὲ φωνὴ πολὺ δυνατὴ καὶ πίστι ἀταλάντευτη.

Μιὰ τέτοια πίστι μᾶς διδάσκει ὁ τυφλὸς τῆς Ἱεριχοῦς νὰ ἔχουμε κι ἐμεῖς. Νὰ βλέπουμε τὰ ἀόρατα, τὰ πνευματικά, τὰ θεῖα καὶ ἀπρόσιτα μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας. Ἀκόμη κι ὅταν ὅλα γύρω μας μᾶς φαίνωνται σκοτεινὰ καὶ ἀπέλπιδα, ἐμεῖς νὰ πιστεύουμε στὴν θεία παντοδυναμία τοῦ Κυρίου μας. Καὶ νὰ κραυγάζουμε μὲ πίστι μέσα ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μας: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με.

  1. ΤΙ ΘΕΛΕΙΣ ΑΠΟ ΜΕΝΑ;

Ὁ Ἰησοῦς μετὰ ἀπὸ τὶς ἐπίμονες κραυγὲς πίστεως τοῦ τυφλοῦ, διέκοψε τὴν πορεία του καὶ διέταξε νὰ τὸν φέρουν κοντά του. Κι ὅταν ἐκεῖνος πλησίασε, τὸν ρώτησε: Τί θέλεις νὰ σοῦ κάνω; Καὶ ὁ τυφλὸς ἀπάντησε μὲ λαχτάρα: Κύριε, θέλω νὰ ἀποκτήσω τὸ φῶς μου.

Ἐδῶ ὅμως προκύπτει ἕνα εὔλογο ἐρώτημα: Γιατί ὁ Κύριος ἐρώτησε τὸν τυφλὸ τί θέλει; Ἀγνοοῦσε ὁ Κύριος τὸν πόθο τοῦ τυφλοῦ; Ποιὸς τυφλὸς δὲν θέλει τὸ φῶς του, τὴν σωτηρία του;

Ἀσφαλῶς ὁ Κύριος ἐγνώριζε τὰ πάντα. Ἔκαμε ὅμως αὐτὴ τὴν ἐρώτησι ὄχι διότι δὲν ἐγνώριζε ὁ Ἴδιος, ἀλλὰ διότι δὲν τὸ καταλάβαιναν τὰ πλήθη. Ἦταν λογικὸ νὰ νομίζουν ὅλοι οἱ παρόντες ὅτι ὁ τυφλὸς ζητοῦσε χρήματα, ἐνῶ ἐκεῖνος ζητοῦσε τὸ φῶς του. Ἤθελε λοιπὸν ὁ Κύριος νὰ κάμῃ γνωστὸ σ’ ὅλα τὰ παρευρισκόμενα πλήθη ὅτι ὁ ζητιάνος τῆς πόλεως αὐτῆς δὲν ζητοῦσε χρήματα ἢ τροφή, ἀλλὰ ζητοῦσε κάτι τὸ ὑπερφυσικό, τὸ ἀκατόρθωτο σὲ ἀνθρώπινες δυνάμεις· ὅτι ὁ τυφλὸς δὲν ἦταν ἕνας ζητιάνος ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι, ἀλλὰ ἕνας ἄνθρωπος ποὺ εἶχε πίστι μεγάλη καὶ ζητοῦσε ἀπὸ τὴν παντοδυναμία του τὸ θαῦμα, τὸ φῶς του.

Ὑπάρχει ὅμως κι ἕνας ἄλλος λόγος τῆς ἐρωτήσεως τοῦ Κυρίου: Ὁ Κύριος γνώριζε τὸν πόθο τοῦ τυφλοῦ, ἤθελε ὅμως νὰ τὸν ἀκούσῃ κι ἀπὸ τὸν ἴδιο. Γιὰ νὰ διδάξῃ σὲ ὅλους ἐμᾶς ὅτι ἂν καὶ γνωρίζῃ ὁ Θεὸς ὅλες τὶς ἀνάγκες μας, θέλει νὰ τὶς ἀκούῃ καὶ ἀπὸ τὸ δικό μας στόμα κατὰ τὶς ὧρες τῶν προσευχῶν μας. Διότι ἐκθέτοντας τὶς ἀνάγκες μας στὸν Κύριο, ταπεινωνόμαστε ἐνώπιόν του, μαθαίνουμε στὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν ἐπιμονή, ζυμωνόμαστε μὲ τὰ δάκρυα καὶ τὸν πόνο. Καὶ εἶναι ἀνάγκη νὰ περάσουμε ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὰ στάδια, διότι ἀλλιῶς εἴμαστε ἀνάξιοι νὰ λάβουμε τὸ θεῖο ἔλεος.

Ἂς ἐκφράζουμε λοιπὸν στὸν Κύριο ὅλους τοὺς πόθους τῆς καρδιᾶς μας, τὰ βάσανα καὶ τὶς πίκρες μας, τὰ προβλήματα καὶ τὰ ὄνειρά μας, κι Ἐκεῖνος θὰ ἀπαντᾷ στὰ αἰτήματα τῶν καρδιῶν μας. Ὅπως ἔδωσε τότε τὸ φῶς στὸν τυφλὸ τῆς Ἱεριχοῦς, θὰ χορηγῇ καὶ σὲ μᾶς κατὰ τὸ πλούσιο ἔλεός του ὅ,τι ἔχουμε ἀνάγκη καὶ θὰ μᾶς ὠφελήσῃ. Ἀρκεῖ νὰ μάθουμε νὰ ζητοῦμε, νὰ κραυγάζουμε, νὰ ἐπιμένουμε καὶ νὰ περιμένουμε μὲ πίστι στὴν δύναμί του καὶ στὴν ἀγαθωσύνη του.

Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”

4.

Η θεραπεία των δύο τυφλών

Χρήστος Σαλταούρας

            Η παρούσα μελέτη γράφεται σε απάντηση ενός ψευδοεπιχειρήματος των διαφόρων αθέων και νεο-παγανιστών ενάντια στην θεοπνευστία της Αγίας Γραφής. Οι κάθε λογής άθεοι και εχθροί της Βίβλου ανάμεσα στα άλλα χρησιμοποιούν και το παρακάτω ψεύδος προκειμένου να θίξουν το κύρος της Γραφής.

Η επιχειρηματολογία των αθέων :

 

« Καὶ ἐκπορευομένων αὐτῶν ἀπὸ ῾Ιεριχὼ ἠκολούθησεν αὐτῷ ὄχλος πολύς. Καὶ ἰδοὺ δύο τυφλοὶ καθήμενοι παρὰ τὴν ὁδόν, ἀκούσαντες ὅτι ᾿Ιησοῦς παράγει, ἔκραξαν λέγοντες· ἐλέησον ἡμᾶς, Κύριε, υἱὸς Δαυῒδ» Ματθαίος 20: 29-30

« Καὶ ἔρχονται εἰς ῾Ιεριχώ. καὶ ἐκπορευομένου αὐτοῦ ἀπὸ ῾Ιεριχὼ καὶ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ καὶ ὄχλου ἱκανοῦ, ὁ υἱὸς Τιμαίου Βαρτιμαῖος τυφλὸς ἐκάθητο παρὰ τὴν ὁδὸν προσαιτῶν.  καὶ ἀκούσας ὅτι ᾿Ιησοῦς ὁ Ναζωραῖός ἐστιν, ἤρξατο κράζειν καὶ λέγειν· υἱὲ Δαυῒδ ᾿Ιησοῦ, ἐλέησόν με» Μάρκος 10: 46-47

« ᾿Εγένετο δὲ ἐν τῷ ἐγγίζειν αὐτὸν εἰς ῾Ιεριχὼ τυφλός τις ἐκάθητο παρὰ τὴν ὁδὸν προσαιτῶν·  ἀκούσας δὲ ὄχλου διαπορευομένου ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα.  ἀπήγγειλαν δὲ αὐτῷ ὅτι ᾿Ιησοῦς ὁ Ναζωραῖος παρέρχεται.  καὶ ἐβόησε λέγων· ᾿Ιησοῦ υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με» Λουκάς 18: 35- 38

Ορίστε ! Λέγουν οι άθεοι. Η Καινή Διαθήκη αντιφάσκει ! Μάλιστα αντιφάσκει διπλά. Ο Ματθαίος αναφέρει δύο τυφλούς ενώ οι Μάρκος και Λουκάς έναν ! Επίσης ο Ματθαίος και ο Μάρκος λέγουν ότι ο Ιησούς ΕΚΠΟΡΕΥΟΜΕΝΟΣ από την Ιεριχώ συνάντησε τους τυφλούς (Ματθαίος) ή τον τυφλό (Μάρκος) ενώ ο Λουκάς λέγει ότι ο Ιησούς συνάντησε τον τυφλό όταν ΠΛΗΣΙΑΖΕ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΙΕΡΙΧΩ – «ἐν τῷ ἐγγίζειν αὐτὸν εἰς ῾Ιεριχὼ» !!! Και ερωτούν με στόμφο οι άθεοι οπαδοί της αρνητικής κριτικής : ΠΟΣΟΥΣ τυφλούς συνάντησε ο Ιησούς ; Έναν ή Δύο ; Και ΠΟΤΕ τους συνάντησε ; Όταν έβγαινε από την Ιεριχώ ή όταν πλησίαζε προς αυτήν ;;;

Οι άθεοι με αυτού του είδους τα επιχειρήματα θέλουν να πουν ότι η Αγία Γραφή έχει αντιφάσεις- λάθη και συνεπώς κακώς την θεωρούμε εμείς οι Χριστιανοί θεόπνευστη και αλάθητη !Έχουν όμως έτσι τα πράγματα όπως η σοφιστική επιχειρηματολογία των εχθρών της Εκκλησίας τα παρουσιάζει ;

ΠΟΣΟΥΣ ΤΥΦΛΟΥΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕ Ο ΙΗΣΟΥΣ ;

Το ότι ο Ματθαίος ομιλεί για δύο τυφλούς και οι Μάρκος , Λουκάς για έναν τυφλό αυτό ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΝΤΙΦΑΣΗ. Αποτελεί παραβίαση των κανόνων της λογικής να ισχυριστεί κανείς ότι υπάρχει αντίφαση. Εάν εγώ για παράδειγμα πάω μία βόλτα και συναντήσω δύο φίλους μου στον δρόμο και κατόπιν αναφέρω στην οικογένειά μου ότι συνάντησα τον Γιώργο (έναν εκ των δύο), και αργότερα αναφέρω σε άλλους γνωστούς ότι συνάντησα τον Γιώργο και τον Μανώλη αντιφάσκω ; Ψεύδομαι ; Όχι ασφαλώς ! Θα ψευδόμουν αν έλεγα ότι ο Γιώργος ήταν απολύτως μόνος όταν τον συνάντησα !

Ο Ιησούς λοιπόν συνάντησε δύο τυφλούς όπως αναφέρει ο Ματθαίος χωρίς να αντιφάσκει με τον Μάρκο και τον Λουκά που αναφέρουν τον ένα από τους δύο, ίσως τον περισσότερο γνωστό ή αυτόν που παρακαλούσε εντονότερα τον Ιησού να τον θεραπεύσει.

Το ότι οι άθεοι κάνουν τέτοιου είδους αιτιάσεις δείχνει την κατώτερη σκέψη τους και τον φανατισμό που τους τυφλώνει και τους γελοιοποιεί ταυτόχρονα στα μάτια των λογικών ανθρώπων.

Ο ΙΗΣΟΥΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕ ΤΟΥΣ ΤΥΦΛΟΥΣ ΕΞΕΡΧΟΜΕΝΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΕΡΙΧΩ Ή ΕΙΣΕΡΧΟΜΕΝΟΣ ΣΕ ΑΥΤΗΝ ;

Οι Ευαγγελιστές Ματθαίος και Μάρκος αναφέρουν ότι ο Ιησούς συνάντησε τους τυφλούς «παρὰ τὴν ὁδόν» ΕΞΕΡΧΟΜΕΝΟΣ από την Ιεριχώ ενώ ο Ευαγγελιστής Λουκάς λέγει ότι η συνάντηση έγινε «παρὰ τὴν ὁδόν» ΕΙΣΕΡΧΟΜΕΝΟΥ του Ιησού στην Ιεριχώ.

«ἐκπορευομένων αὐτῶν ἀπὸ ῾Ιεριχὼ» – Ματθαίος

«ἐκπορευομένου αὐτοῦ ἀπὸ ῾Ιεριχὼ» – Μάρκος

«ἐν τῷ ἐγγίζειν αὐτὸν εἰς ῾Ιεριχὼ» – Λουκάς

Ασφαλώς όταν κάποιος ΕΓΓΙΖΕΙ –ΠΛΗΣΙΑΖΕΙ μία πόλη ΔΕΝ ΕΚΠΟΡΕΥΕΤΑΙ από αυτήν !Όταν εκπορεύεται κάποιος από μία πόλη δεν εγγίζει σε αυτήν αλλά απομακρύνεται !

Ποίος λοιπόν έχει δίκιο ; Ο Λουκάς που λέγει ότι ο Ιησούς πλησίαζε στην Ιεριχώ ή ο Ματθαίος και ο Μάρκος που λέγουν ότι έφευγε από την Ιεριχώ ο Ιησούς ;Αντιφάσκει μήπως η Καινή Διαθήκη ;

Η ΟΡΘΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ :

Αγαπητοί αναγνώστες ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΑΝΤΙΦΑΣΗ ! Και οι τρεις  Ευαγγελιστές έχουν δίκιο ! ΠΩΣ γίνεται αυτό ; Ιδού :

Ο Ιησούς πηγαίνοντας από τον Βορρά νότια προς την Ιερουσαλήμ («Καὶ ἀναβαίνων ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς ῾Ιεροσόλυμα» Ματθαίος 20:17), πέρασε πρώτα από την Παλαιά Ιεριχώ (αυτήν που κατέλαβε ο Ιησούς του Ναυή) και κατόπιν από την Νέα Ιεριχώ που είχε οικοδομήσει ο Ηρώδης ο Μέγας πλησίον της παλαιάς πόλης !

Ο Ιησούς συνάντησε τους τυφλούς ανάμεσα στην παλαιά και νέα Ιεριχώ, εξερχόμενος από την παλαιά πόλη και πλησιάζοντας την νέα !

Το έχουμε πει και άλλες φορές. Η Γραφή θα συνεχίζει να επαληθεύεται και οι άθεοι θα συνεχίσουν να διαψεύδονται !!!

5.

Ἀποκάλυψον τοὺς ὀφθαλμούς μου

Βαρνάβας Λαμπρόπουλος (Ἀρχιμανδρίτης)

Ἡ θεραπεία τοῦ τυφλοῦ στὴν Ἱεριχὼ εἶναι τὸ τελευταῖο θαῦμα, ποὺ τοποθετεῖ ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς πρὶν ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ Χριστοῦ στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ τὴν πορεία του πρὸς τὸ Πάθος. Καὶ ἴσως δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ ὁ ὑμνωδὸς βάζει στὸ στόμα τοῦ Χριστοῦ τὸ πικρὸ παράπονο, ποὺ ἀρχίζει μὲ τὰ λόγια: «Λαός μου, τί ἐποίησά σοι ἢ τί σοι παρηνώχλησα; τοὺς τυφλούς σου ἐφώτισα…· τί ἐποίησά σοι καὶ τί μοι ἀνταπέδωκας;».

Ἡ στερεὰ τροφὴ τοῦ πόνου

Γιὰ τὴν τυφλή, φτωχὴ καὶ ἀχάριστη ἀνθρωπότητα σταυρώθηκε ὁ Χριστός. Γι’ αὐτὸ ἦρθε· γιὰ νὰ τὴ φωτίσει μὲ τὸ φῶς του καὶ νὰ τὴν πλουτίσει μὲ τὸν ἀνεξάντλητο πλοῦτο τῶν χαρισμάτων του. Μόνο ποὺ αὐτὲς τὶς δωρεὲς δὲν τὶς ἐπέβαλε στοὺς ἀνθρώπους. Δὲν μπορεῖς νὰ ἐπιβάλεις κάτι σὲ κάποιον ποὺ καμαρώνει ὅτι «εἶναι πλούσιος καὶ δὲν ἔχει ἀνάγκη κανέναν», ἔστω κι ἂν στὴν πραγματικότητα «εἶναι ταλαίπωρος καὶ ἐλεεινὸς καὶ πτωχὸς καὶ τυφλός». Μόνο συμβουλὴ μπορεῖς νὰ τοῦ δώσεις «νὰ βάλει στὰ μάτια του κολλύριο, γιὰ νὰ δεῖ» (Ἀποκ. 3,17-18).

Τέτοιο κολλύριο φαίνεται πὼς χρησιμοποιοῦσε ὁ τυφλὸς Ἱεριχοῦς, γιατί ἐνδιαφερόταν νὰ μάθει τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ λόγια τῶν προφητῶν. Ἔτσι ἦταν ἀπαλλαγμένος ἀπὸ ψευδεῖς αὐτάρκειες καὶ κομπασμούς, κάτι βέβαια ποὺ δὲν συμβαίνει ὑποχρεωτικὰ μὲ ὅλους τοὺς ἀναγκεμένους. Ὅσο καὶ νὰ φαίνεται παράξενο, δὲν εἶναι σπάνιο, οἱ δοκιμασίες νὰ φέρνουν ἔπαρση καὶ νὰ ὁδηγοῦν σὲ αὐθάδεια καὶ ἀλαζονεία· κάποτε καὶ βλασφημία. Ἡ στερεὰ τροφὴ τοῦ πόνου τὰ ὑγιῆ «στομάχια» τὰ τρέφει, ἐνῶ στὰ ἄρρωστα προκαλεῖ ἐμετό.

Ὑγιὲς «στομάχι» σίγουρα εἶχε καὶ ὁ τυφλὸς τῆς σημερινῆς περικοπῆς. Εἶχε ἀφήσει τὸν πόνο νὰ τὸν θρέψει καὶ νὰ τὸν ὡριμάσει σὲ τέτοιο «μέτρον ἡλικίας», ὥστε πληροφορούμενος γιὰ τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ καὶ τὰ θαύματά του, ἀναγνώρισε στὸ πρόσωπό του τὸν Μεσσία. Γι’ αὐτό, ὅταν ἄκουσε ὅτι περνάει ἀπὸ τὸν δρόμο ὅπου καθόταν ἐπαιτώντας, ἄρχισε νὰ φωνάζει: «Ἰησοῦ, υἱὲ Δαυίδ, ἐλέησόν με».

Ἀνάγκη συνεργασίας

Ὅμως οἱ φωνὲς του ἐνοχλοῦν τὸ πλῆθος. Δὲν ἐπιτρέπεται ἕνας, ποὺ ἡ ἰουδαϊκὴ κοινωνία τὸν θεωροῦσε μὴ καθαρό, νὰ τοὺς ἀναστατώνει. Τοὺς ἐλέγχει καὶ ἡ αἴσθηση ὅτι ὁ ἀπόβλητος τυφλὸς -ἀντίθετα μὲ τοὺς περισσότερους- βλέπει στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ τὸν Μεσσία. Ἐνῶ αὐτοὶ τοῦ εἶπαν ἁπλῶς ὅτι περνάει «ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος», ἐκεῖνος τὸν φωνάζει «υἱὸ τοῦ Δαυίδ». Ὅλοι ἤξεραν ὅτι ὁ Μεσσίας θὰ ἦταν ἀπὸ τὴ γενιὰ τοῦ Δαβίδ· ἀλλὰ δὲν εἶχαν ὅλοι πεισθεῖ ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ ἀναμενόμενος Χριστός· μερικοὶ δὲν ἤθελαν οὔτε νὰ τὸ ἀκούσουν. Πάντως ὅλους τοὺς ἐνοχλοῦν οἱ φωνὲς τοῦ τυφλοῦ· γι’ αὐτὸ τὸν ἐπιτιμοῦν νὰ σωπάσει. Ἐκεῖνος ὅμως τοὺς ἀγνοεῖ καὶ ἀρχίζει νὰ φωνάζει περισσότερο.

Ἡ σταθερὴ καὶ θερμή του πίστη συγκινεῖ τὸν Χριστὸ· ζητάει νὰ τὸν φέρουν κοντά του. Καὶ γιὰ νὰ καταλάβει ὁ ὄχλος ὅτι ἀπὸ Αὐτὸν δὲν ζητιανεύει χρήματα, ἀλλὰ τὸ φῶς του, τὸν ρωτάει: «Τί θέλεις νὰ σοῦ κάνω;» «Νὰ ἀναβλέψω», ἀπαντάει ὁ τυφλός. Καὶ ὁ Χριστὸς τὸν θεραπεύει μὲ τὸν ἐξουσιαστικό του λόγο «ἀνάβλεψον» καὶ τὸν προβάλλει ἐπαινώντας τὴν πίστη του: «Ἡ πίστη σου σὲ ἔσωσε».

Ἡ σωτηρία τοῦ τυφλοῦ δὲν εἶναι μόνο ἡ θεραπεία τῶν σωματικῶν του ματιῶν. «Ἀπὸ διπλὴ τυφλότητα τὸν ἐλευθέρωσε ὁ Χριστός», τονίζει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας· «τὴν σωματικὴν καὶ τὴν εἰς νοῦν καὶ καρδίαν». Καὶ ἡ μὲν θεραπεία τῆς σωματικῆς τυφλότητας εἶναι ἀποκλειστικὰ δῶρο τοῦ Θεοῦ. Ἡ θεραπεία ὅμως τῆς ψυχικῆς τυφλότητας ἀπαιτεῖ καὶ τὴν ἐλεύθερη συνεργασία τοῦ ἀνθρώπου· πρόκειται γιὰ κόπο διαρκοῦς καθάρσεως καὶ μετανοίας, ποὺ καθιστᾶ τὸν ἄνθρωπο δεκτικό τοῦ θείου φωτισμοῦ. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὁ ὅρoς «ὁ βλέπων» ἀναφερόταν στοὺς θεόπτες προφῆτες.

Γιατί ὁ βλέπων ἐνοχλεῖ;

Μόνο ποὺ ὁ ἄνθρωπος ποὺ βλέπει καθαρὰ τὸν Θεὸ καὶ πορεύεται κάτω ἀπὸ τὸ Φῶς του, γίνεται -ἄθελά του- ἐνοχλητικὸς γι’ αὐτοὺς ποὺ «ἠγάπησαν μᾶλλον τὸ σκότος» καὶ ὡς «τὰ φαῦλα πράσσovτες μισοῦν τὸ φῶς» (Ἰω. 3,1921). Ἡ ζωὴ τοῦ «βλέποντος» ἀποτελεῖ ἔλεγχο γιὰ αὐτοὺς ποὺ παραπατᾶνε στὰ σκοτάδια. Αὐτὴ ἡ ἀλήθεια περιγράφεται συμβολικὰ μὲ εὔστοχο τρόπο στὸ διήγημα «Ἡ χώρα τοῦ τυφλοῦ» τοῦ Ἀμερικανοῦ λογοτέχνη X. Τζ. Οὐέλς: Κάποιος νεαρὸς βρίσκει καταφύγιο σὲ μία ἀπομονωμένη φυλὴ ἐκ γενετῆς τυφλῶν. Σύντομα διαπιστώνουν ὅτι οἱ συνήθειες, οἱ κινήσεις καὶ γενικότερα ἡ συμπεριφορὰ του εἶναι πολὺ διαφορετικὴ ἀπὸ τὸν δικὸ τους τρόπο ζωῆς, καὶ αὐτὸ ἀρχίζει νὰ τοὺς ἐνοχλεῖ. Ἔτσι τὸν φέρνουν νὰ ἐξεταστεῖ ἀπὸ τοὺς γιατρoὺς τῆς φυλῆς. Ὁ γεροντότερος καὶ πιὸ σοφὸς ἀπὸ αὐτοὺς γνωματεύει ὅτι ἔχει πειραχθεῖ τὸ μυαλό του, διότι ἀρρώστησαν «αὐτὰ τὰ παράξενα πράγματα ποὺ ἔχει στὰ βαθουλώματα τοῦ προσώπου του (τὰ μάτια του)». Καὶ προτείνει μὲ χειρουργικὴ ἐπέμβαση νὰ τὰ ἀφαιρέσουν, ὥστε νὰ γίνει «ἀπόλυτα ὑγιὴς καὶ ἀληθινὰ νομοταγὴς πολίτης».

Ὁ μύθος ἐπανέρχεται μὲ διάφορες παραλλαγὲς στὴν παγκόσμια λογοτεχνία καὶ οὐσιαστικὰ ἀποτυπώνει αὐτὸ ποὺ διαβάζουμε στὴ Σοφία Σολoμώvτoς (2,12-15): «Δύσχρηστος μᾶς εἶναι ὁ δίκαιος· ἐναντιώνεται στὰ ἔργα μας· μᾶς ἐλέγχει καὶ μᾶς κατηγορεῖ ὅτι παραβαίνουμε τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ. Ἀκόμα καὶ ἡ παρουσία του μᾶς ἐνοχλεῖ».

Γιὰ μᾶς ἂς εἶναι ὄχι μόνο χρήσιμος ὁ βλέπων καὶ δίκαιος, ἀλλὰ καὶ ἀσφαλὴς ὁδηγός μας. Μόνο ἔτσι μποροῦμε νὰ συμψάλλουμε μὲ τὸν Βλέποντα προφήτη Δαβίδ: «Μέτοχος ἐγὼ εἰμι πάντων τῶν φοβουμένων σε καὶ τῶν φυλασσόντων τὰς ἐντολάς σου… Ἀποκάλυψον τοὺς ὀφθαλμούς μου καὶ κατανοήσω τὰ θαυμάσια ἐκ τοῦ νόμου σου» (Ψαλμ. 118,63.18).

6.

Ἡ ἴαση τοῦ τυφλοῦ

Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))

Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ὅπως τὸν καιρὸ τῆς διακονίας τοῦ Χριστοῦ στὴ γῆ, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς κήρυττε τὸ Εὐαγγέλιο τῆς μετανοίας, τὰ καλὰ νέα ὅτι ἡ μετάνοια, ὅταν στρεφόμαστε πρὸς τὸν Θεό, μᾶς φέρνει πάντα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μέσα σ’ἕνα πνεῦμα συμφιλιώσεως, ἔτσι κάνει τώρα καὶ ἡ Ἐκκλησία πρὶν τὴν Σαρακοστή, μᾶς φέρνει ἐνώπιον μιᾶς περιόδου προετοιμασίας, ὅπου ἐξετάζουμε τοὺς ἑαυτοὺς μας ὅσο πιὸ βαθιὰ καὶ τίμια μποροῦμε, πρὶν βρεθοῦμε ἐνώπιον τῶν ἔργων τοῦ Θεοῦ, τῆς δύναμης Του καὶ τοῦ παραδείγματος ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἔφυγαν μακρυὰ ἀπὸ τὸ κακό, πρόσφεραν τὸν ἑαυτό τους στὸν Θεό, ὁλοκληρώθηκαν καὶ σώθηκαν.

Καὶ πρὶν ἀκόμα προετοιμαστοῦμε γιὰ τὴν περίοδο αὐτὴ, θυμόμαστε τὸν Βαρτίμαιο, τὸν τυφλὸ ἄνδρα ἀπὸ τὴν Ἰεριχώ, ποὺ ἔρχεται νὰ μᾶς θυμίσει ὅτι ὅλοι μας εἴμαστε τυφλοί, ὅτι ἔχουμε ξεχάσει πῶς νὰ πηγαίνουμε στὸ βάθος τῶν πραγμάτων. Ἦταν τυφλὸς ἐξαιτίας κάποιας ἀρρώστειας· τυφλωνόμαστε ἀπὸ ὅ,τι βλέπουμε γύρω μας· δὲν βλέπουμε πέρα ἀπὸ τὸν ὁρατὸ κόσμο, ἐπειδὴ κάθε τι ποὺ αἰχμαλωτίζει τὴν ὅραση μας, μᾶς ἐμποδίζει νὰ καταδυόμαστε στὸ βάθος τῶν πραγμάτων.

Τὸ μήνυμα τῆς σημερινῆς περικοπῆς εἶναι αὐτό: εἴμαστε τυφλοὶ, καὶ πρέπει νὰ μάθουμε νὰ βλέπουμε. Νὰ βλέπουμε τὸν ἑαυτὸ μας ὅπως εἶναι, τὸ κακό, τὶς ἀτέλειες ποὺ βρίσκονται παραμορφωμένες μέσα μας, καὶ συνάμα τὴν ὀμορφιὰ τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ ποὺ τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ σβήσει, νὰ καταστρέψει, ποὺ μπορεῖ νὰ καλυφθεῖ προσωρινὰ, ὅπως ἡ σκόνη ποὺ καλύπτει μιὰν εἰκόνα, ἀλλὰ παραμένει φωτεινὴ. Καὶ θα πρέπει νὰ μάθουμε νὰ βλέπουμε μέσα μας καὶ νὰ διακρίνουμε τὸ κακὸ ἀπὸ τὸ καλό: ὄχι μόνο τὸ κακό, ἀλλὰ τὸ καλὸ ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς ἐμπνεύσει νὰ παλέψουμε, ν’ ἀγωνιστοῦμε καὶ νὰ ξεπεράσουμε καθε τι ποὺ μᾶς καθιστᾶ ἀνάξιους ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.

Ἀλλὰ στὴ διάρκεια αὐτῶν τῶν ἑβδομάδων θὰ πρέπει νὰ κοιτάζουμε τὸν καθένα γύρω μας καὶ νὰ βλέπουμε τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, νὰ ξεχνᾶμε τὶς ἀτέλειες ποὺ μᾶς τυφλώνουν, νὰ βλέπουμε τὴν ὀμορφιὰ κάθε προσώπου, νὰ κοιτάξουμε βαθύτερα στὴν ψυχή του καθενὸς ποὺ εἶναι ὁ πλησίον μας καὶ μ’ εὐλάβεια, μὲ πίστη ν’ ἀνακαλύψουμε τὴν θεϊκὴ παρουσία, τὴν θεϊκὴ ὁμοιότητα του μ’ Ἐκεῖνον.

Μόνο τότε θὰ συνεχίσουμε νὰ προχωρᾶμε κατὰ τῆς διάρκειας αὐτῆς τῆς περιόδου ποὺ σταδιακὰ θὰ μᾶς φέρει ἐνώπιον τῶν πιὸ συνηθισμένων καὶ καταστροφικῶν μας παθῶν. Ἄν προσπαθήσουμε νὰ ἐξετάσουμε τὸν ἑαυτό μας, νοιώθουμε συχνὰ ὅτι δὲν ἔχουμε μάτια γιὰ νὰ δοῦμε, ὅτι δὲν ἔχουμε κάποια σημεῖα ἀναφορᾶς: πῶς λοιπὸν μποροῦμε νὰ δοῦμε; Ὑπάρχει ἕνας καθρέφτης ὅπου μποροῦμε νὰ ξεχωρίσουμε τὸ κακὸ καὶ τὸ καλό. Ἄς μελετήσουμε, στὴ διάρκεια τούτων τῶν ἡμερῶν, μὲ ἀνοιχτὸ νοῦ καὶ καρδιὰ καὶ μὲ εὐλάβεια, τὸ Εὐαγγέλιο. Θὰ δοῦμε μὲσα ὰπὸ τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ εἶναι μιὰ ἀνθρώπινη ὕπαρξη˙ θὰ δοῦμε μέσα ἀπὸ τὴ διδασκαλία Του τὶ καλοῦμε νὰ γίνουμε· θὰ δοῦμε στὴ ζωὴ τῶν Ἀποστόλων Του, σ’ ἐκείνους ποὺ ἦταν γύρω Του τὸν ἀγώνα γιὰ τελειότητα. Ἄς δοῦμε τὸ Εὐαγγέλιο καθὼς κοιτάζει κάποιος ἕναν καθρέφτη, ἄς συγκρίνουμε τοὺς ἑαυτοὺς μας μὲ αὐτὸ ποὺ βλέπουμε, καὶ τότε θ’ ἀνακαλύψουμε ὄχι μόνο τὸ κακὸ, ἀλλὰ τὴ δόξα ποὺ ὑπάρχει μέσα μας. Καὶ ἀφοῦ ἐμπνευστοῦμε ἀπ’ αὐτὸ, ἄς προχωρήσουμε, καθὼς μᾶς λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἀπὸ δόξα σὲ δόξα, ἀφήνοντας τὸ παρελθόν καὶ ὁρμώντας νὰ ἐκπληρώσουμε τὸ θεϊκό μας κὰλεσμα. Ἀμήν.

7.

0ἱ Τυφλοί τῆς Ἱεριχοῦς

Γιαννακόπουλος Ἰωήλ (Ἀρχιμανδρίτης)

Ματθ. 20,29-34. Μάρκ. 10,46-52. Λουκ. 18,35-43.

Ὑπὸ τῶν Εὐαγγελιστῶν Ματθαίου καὶ Μάρκου ἡ θεραπεία τίθεται κατὰ τὴν ἔξοδον τοῦ Κυρίου ἐκ τῆς Ἱεριχοῦς. Καὶ ὁ μὲν Ματθαῖος ἀναφέρει δύο τυφλούς, ὁ δὲ Μᾶρκος ἕνα, ὁ ὁποῖος ὠνομάζετο Βαρτίμαιος. Κατὰ τὸν Λουκᾶν ὅμως ἡ θεραπεία τίθεται κατὰ τὴν εἴσοδον τοῦ Κυρίου εἰς τὴν Ἱεριχὼ καὶ ὁ θεραπευθεὶς ἦτο εἷς.

Πρὸς λύσιν τῶν διαφορῶν τούτων λέγομεν τὸ ἑξῆς : Οἱ θεραπευθέντες τυφλοὶ ἦσαν δύο. Ἐξ αὐτῶν ὁ εἷς ἐθεραπεύθη κατὰ τὴν εἴσοδον τοῦ Κυρίου εἰς τὴν Ἱεριχῶ, ὅπως ἀναφέρει ὁ Λουκᾶς, ὁ δὲ δεύτερος κατὰ τὴν ἔξοδον ἐκ τῆς Ἱεριχοῦς, ὅπως ἀναφέρει ὁ Μᾶρκος. Ὁ δὲ Ματθαῖος συντέμνων τὴν διήγησιν ἑνώνει καὶ τὰς δύο θεραπείας εἰς μίαν. Ἂς ἴδωμεν τὴν πρώτην θεραπείαν. Αὕτη ἔχει κατὰ τὸν Λουκᾶν ὡς ἑξῆς :

\«Ἐν τῷ ἐγγίζειν Αὐτὸν εἰς Ἱεριχὼ ἰδοὺ τυφλὸς τις ἐκάθητο παρὰ τὴν ὁδὸν ἐπαιτῶν». Κατὰ τὴν εἴσοδον δηλαδὴ εἰς τὴν πόλιν Ἱεριχὼ ἐκάθητο ἐπαίτης τυφλός. Οὗτος «ἀκούσας ὄχλου διαπορευομένου ἐπυνθάνετο, τί εἴη τοῦτο». Ἀκούσας θόρυβον ὄχλου διερχομένου ἐζήτει νὰ μάθῃ τί συμβαίνει. «Ἀπήντησαν αὐτῷ, ὅτι Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος παρέρχεται». Οἱ παρευρισκόμενοι εἶπον εἰς αὐτόν, ὅτι περνᾷ ὁ ἐκ Ναζαρὲτ Ἰησοῦς. Ὁ τυφλὸς «ἐβόησε λέγων˙ Ἰησοῦ υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με». Ὁ ἐκ Ναζαρὲτ Ἰησοῦς εἰς τὴν πίστιν τοῦ τυφλοῦ γίνεται ὁ υἱὸς Δαυΐδ, ὁ Μεσσίας, ὁ Χριστός. «Πολλοὶ οἱ προάγοντες» οἱ προπορευόμενοι «ἐπετίμων αὐτῷ» ἐπέπληττον αὐτὸν «ἵνα σιωπήσῃ». Οὗτοι ἦσαν οἱ Φαρισαῖοι, διότι δὲν ἐπίστευον εἰς τὸν Χριστὸν ἤ ἄλλοι τινές, διότι δὲν ἤθελον νὰ θορυβῆται ὁ Χριστὸς ἕνα τόσον ὑψηλὸν πρόσωπον. Ἴσως δὲ καὶ νὰ ἐδίδασκε τὴν στιγμὴν ταύτην ὁ Κύριος. «Ὁ δὲ πολλῷ μᾶλλον ἔκραζε υἱὲ Δαυΐδ ἐλέησόν μέ». Ὁ τυφλὸς ὅμως περισσότερον ἐκραύγαζεν ὀνομάζων τὸν Χριστὸν υἱὸν Δαυΐδ. Ὁ παρατατικὸς «ἔκραζε» δηλοῖ τὸ συνεχῶς, τὸ δὲ ρῆμα «κράζω» φανερώνει τὴν κραυγὴν τοῦ τυφλοῦ. Μὲ ἰσχυρὰν δηλαδὴ καὶ ὀξεῖαν φωνήν, ἡ ὁποία προήρχετο ἀπὸ βαθεῖαν συγκίνησιν, ἐζήτει νὰ τὸν εὐσπλαγχνισθῇ ὁ Χριστός.

«Σταθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς» διακόψας δηλαδὴ ὁ Κύριος τὴν πορείαν Του «ἐκέλευσεν αὐτὸν ἀχθῆναι πρὸς αὐτὸν» διέταξε νὰ φέρουν αὐτὸν πλησίον Του. «Ἐγγίσαντος δὲ αὐτοῦ» ὅταν ἐπλησίασεν ὁ τυφλὸς «ἐπηρώτησεν αὐτὸν λέγων» ὁ Κύριος τὸν ἠρώτησε˙ «τί σοι θέλεις ποιήσω ; » τί θέλεις νὰ σοῦ κάμω ; «Ὁ δὲ εἶπε ἵνα ἀναβλέψω». Ὁ τυφλὸς θέλει νὰ ἀποκτήσῃ πάλιν τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν του. Ὁ Κύριος ἐρωτᾷ τὸν τυφλόν, ὄχι διότι δὲν ἐγνώριζε τί ἤθελε, ἀλλὰ ἵνα ἴδῃ ὁ λαός, ὁ ὁποῖος ὠνόμαζε τὸν Ἰησοῦν Ναζωραῖον, ὅτι ὁ ἐπαίτης οὗτος ὄχι μόνον ὀνομάζει τὸν Χριστὸν υἱὸν Δαυΐδ, Μεσσίαν δηλαδή, ἀλλὰ ἔχει καὶ μεγάλην πίστιν εἰς Αὐτόν. Ἄλλωστε ὁ Χριστὸς θέλει νὰ ἀκούῃ καὶ ἀπὸ τὸ στόμα μας τὰς ἀνάγκας μας.

Ὁ Χριστὸς ἀμείβων τὴν πίστιν τοῦ τυφλοῦ εἶπεν εἰς αὐτόν : «Ἀνάβλεψον ἡ πίστις σου σέσωκέ σε» ἡ πίστις σου εἰς Ἐμέ, ὅτι εἶμαι υἱὸς Δαυΐδ, ἀπόγονος δηλαδὴ τοῦ Δαυΐδ, ὁ Μεσσίας καὶ δύναμαι νὰ σὲ θεραπεύσω, σοῦ δίδει πάλιν τὸ φῶς σου. «Παραχρῆμα ἀνέβλεψεν» ἀμέσως ἐθεραπεύθη καὶ εὑρῆκε τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν του. Ὁ τυφλὸς εὐγνωμονῶν «ἠκολούθει Αὐτῷ δοξάζων τὸν Θεὸν καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἰδὼν ἔδωκε αἶνον τῷ Θεῷ». Τὸ πάθος πλησιάζει καὶ ὁ καιρὸς τῶν ἐπιφυλάξεων παρῆλθε.

Διὰ τοῦτο ὁ Κύριος ἐπιτρέπει τὴν δημοσίαν εὐγνωμοσύνην ταύτην τοῦ τυφλοῦ.

Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ Χριστὸς εἰσέρχεται εἰς τὴν Ἱεριχώ, ὅπου γίνεται, ὡς θὰ ἴδωμεν, ἡ κλῆσις τοῦ Ζακχαίου καὶ ἡ φιλοξενία τοῦ Χριστοῦ ὑπ’ αὐτοῦ.

Μετὰ ταῦτα ὁ Κύριος ἀναχωρεῖ ἐκ τῆς οἰκίας τοῦ Ζακχαίου καὶ φθάνει εἰς τὴν ἔξοδον τῆς κωμοπόλεως. Ἐκεῖ εὑρίσκεται ἄλλος τυφλὸς ἐπαίτης, ὁ ὁποῖος ὠνομάζετο Βαρτίμαιος. Ἡ θεραπεία τούτου κατὰ τὸν Εὐαγγελιστὴν Μᾶρκον ἐγένετο ὡς ἑξῆς: « Ἐκπορευομένου Αὐτοῦ ἀπὸ Ἱεριχὼ καὶ τῶν μαθητῶν Αὐτοῦ» ἐνῷ ἐξήρχετο ὁ Κύριος ἐκ τῆς Ἱεριχοῦς μετὰ τῶν μαθητῶν Του «καὶ ὄχλου ἱκανοῦ» καὶ ἀρκετοῦ κόσμου «υἱὸς τις Τιμαίου» τινὸς ὀνομαζόμενος «Βαρτίμαιος» ὁποῖος ἦτο «τυφλὸς προσαίτης» ἐπαίτης «ἐκάθητο παρὰ τὴν ὁδόν». Οὗτος «ἀκούσας, ὅτι Ἰησοῦς Ναζαρηνὸς ἐστιν ἤρξατο κράζειν καὶ λέγειν» ἐρωτήσας καὶ πληροφορηθείς, ὅτι εἶναι ὁ ἐκ Ναζαρὲτ Ἰησοῦς ἔκραζε «υἱὲ Δαυΐδ ἐλέησόν με». Πιστεύει καὶ οὗτος, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἀπόγονος τοῦ Δαυΐδ, ὁ Μεσσίας. Οἱ παρευρισκόμενοι «ἐπετίμων αὐτῷ πολλοί, ἵνα σιωπήσῃ» ἐπέπληττον αὐτὸν πολλοί, ἵνα παύσῃ, διότι κατὰ τὴν γνώμην των ἐζήτει χρηματικὴν τινα βοήθειαν καὶ ἠνόχλει τὸν Διδάσκαλον. «Ὁ δὲ πολλῷ μᾶλλον ἔκραζεν υἱὲ Δαυΐδ ἐλέησόν με». Ὁ τυφλὸς ὅμως φωνάζει περισσότερον. Ὁ δὲ Ἰησοῦς «στὰς» διακόψας τὴν πορείαν Του εἶπε : «φωνήσατε αὐτόν». Διατάσσει νὰ τὸν φωνάξωσι νὰ ἔλθῃ πλησίον Του.

Οἱ ἄνθρωποι «φωνοῦσιν τὸν τυφλὸν λέγοντες αὐτῷ» καλοῦσι τὸν τυφλὸν λέγοντες «θάρσει» ἔχε θάρρος «ἔγειραι» σήκω ἐπάνω «φωνεῖ σε» ὁ Χριστὸς σὲ φωνάζει.Ὁ τυφλὸς γεμίζει ἀπὸ χαρὰν «ἀποβαλὼν τὸ ἱμάτιον αὐτοῦ» ἀφοῦ ἐπέταξε τὸ ἱμάτιόν του καὶ ἀπὸ μεγάλην του χαρὰν «ἀναπηδήσας ἦλθε πρὸς τὸν Ἰησοῦν». Ὁ Κύριος «ἀποκριθεὶς αὐτῷ» ἐρωτήσας αὐτὸν εἶπε : «τί σοι θέλεις, ἵνα ποιήσω ; » τί θέλεις νὰ σοῦ κάμω ; Ὁ τυφλὸς ἀπήντησε. «Ραββουνεὶ ἵνα ἀναβλέψω» Διδάσκαλε, θέλω νὰ ἀποκτήσω καὶ πάλιν τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου. «Καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ˙ ὕπαγε, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε καὶ εὐθὺς ἀνέβλεψε καὶ ἠκολούθει αὐτῷ ἐν τῇ ὁδῷ». Πήγαινε ἡ πίστις σου σὲ ἔσωσε. Ὁ δὲ τυφλὸς ἐξ «εὐγνωμοσύνης ἀκολουθεῖ τὸν Χριστὸν μέχρις ὡρισμένου μέρους.

Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος συμπληρῶν τὰς δύο διηγήσεις τῶν Εὐαγγελιστῶν Μάρκου καὶ Λουκᾶ προσθέτει τὰ ἑξῆς : «Σπλαγχνισθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς ἥψατο τῶν ὀμμάτων αὐτῶν καὶ εὐθέως ἀνέβλεψαν καὶ ἠκολούθησαν αὐτῷ». Ὁ Κύριος θεραπεύει τοὺς δύο τυφλοὺς διὰ ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν Του συμπονέσας τὴν δυστυχίαν των.

Θέμα : Ἡ ἀγαθὴ διάθεσις

Ἐδῶ ἔχομεν τοὺς τυφλούς, οἱ ὁποῖοι εἶδον τὸν Χριστόν. Ἔχομεν τοὺς ἀνοιχτομάτες Φαρισαίους, οἱ ὁποῖοι δὲν ἔβλεπον τὸν Χριστόν. Ποία ἡ αἰτία τῆς διαφορᾶς ταύτης ; Ἡ καλὴ διάθεσις τῶν τυφλῶν, ἡ κακὴ διάθεσις τῶν Φαρισαίων. Ἵνα ὅμως ἴδωμεν τὴν καλὴν τῶν τυφλῶν διάθεσιν καὶ τὴν κακὴν τῶν Φαρισαίων, ὥστε νὰ εὕρωμεν φῶς καὶ ἀπὸ τὰς δύο αὐτάς τάξεις, θὰ περιγράψωμεν τὴν σωματικήν, πνευματικὴν καὶ ἠθικὴν κατάστασιν καὶ τῶν δύο, ἔπειτα θὰ ἔλθωμεν εἰς τὸν ἑαυτόν μας.

Α΄. Ἐκ τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς: 1) Ἡ κατάστασις τῶν τυφλῶν. Ὅπως κάθε τυφλὸς ἔτσι καὶ οἱ τῆς περικοπῆς ταύτης τοῦ Εὐαγγελίου εὑρίσκοντο εἰς ἀξιοθρήνητον κατάστασιν. Δι’ αὐτοὺς δὲν ὑπάρχει ἡμέρα καὶ νύχτα, ἀλλὰ πάντοτε νύχτα καὶ οὐδέποτε ἡμέρα. Ἀπὸ τὸν λαμπρότατον ἥλιον δὲν γνωρίζουσι τὸ φῶς, παρὰ μόνον τὴν θερμότητά του καὶ τὸ κάψιμό του. Δὲν χαίρονται τὰ χρώματα, τὰ ὁποῖα δημιουργεῖ ὁ ἥλιος καὶ εὐφραίνονται αἱ ψυχαί μας. Ἂν καὶ εὑρίσκωνται μέσα εἰς ἄλλους ἀνθρώπους, τὸ σκοτάδι τῶν ὀφθαλμῶν των τοὺς κάμνει νὰ εἶναι μόνοι καὶ ἔρημοι. Τὸ βάδισμά των εἶναι πιασμένον, τὸ πάτημά των ἀμφὶβολον, ἡ ζωὴ των εἶναι ψηλαφητή, γεμάτη ἀπὸ σκοντάμματα. Ἰδοὺ ἡ σωματικὴ κατάστασις τῶν τυφλῶν !

Οἱ τυφλοὶ δὲν ἐγνώριζον γράμματα, διὰ νὰ εὕρωσι τὸν Χριστὸν εἰς τὰ Ἅγια Βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, διότι δὲν εἶχον σπουδάσει εἰς τὴν σχολὴν τῶν τυφλῶν, ὅπως εἶναι σήμερα, ὥστε νὰ δύνανται μέσα εἰς τὰ ἄλλα ψηλαφήματα τῶν χειρῶν νὰ ψηλαφήσωσι τὰ ἀνάγλυφα στοιχεῖα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅπως κάμνουν οἱ τυφλοὶ σήμερα διὰ νὰ εὕρωσι τὸ φῶς τῆς ψυχῆς των. Οὐδένα συνήγορον ἔχουν πρὸς τὸν Χριστόν, ἀλλὰ πολλούς τοὺς ἐμποδίζοντας. Ἰδοὺ ἡ πνευματικὴ των κατάστασις.

Ἕνα μόνον παρήγορον ἐξωτερικὸν σημεῖον ὑπάρχει, ἔκφρασις τῆς ἐσωτερικῆς των βουλιμίας πρὸς τὴν ἀλήθειαν. Ἡ κεφαλὴ των ἐστραμμένη πρὸς τὰ ἄνω ὡς ἂν ἠδιαφόρουν πρὸς ὅλας τὰς ἄλλας ἐλλείψεις των, τύφλωσιν καὶ ἀγραμματωσύνην, ζητοῦν μὲ ἀγαθὴν καρδίαν τὸ φῶς τῆς ψυχῆς των ἐκ τοῦ Οὐρανοῦ. Ἰδοὺ ἡ διάθεσὶς των. Καὶ δὲν ἠπατήθησαν. Τὸ φῶς λαβὸν αἷμα καὶ σάρκα, βαδίζει ἐνώπιὸν των. Εἶναι ὁ Χριστός. Τὸ βλέπουν ἂν καὶ τυφλοί, τὸ ἀναγνωρίζουσι ἂν καὶ ἀγράμματοι. Ἀποτέλεσμα τοῦ ψυχικοῦ φωτὸς εἶναι τὸ σωματικὸν των φῶς, πιστεύουν καὶ θεραπεύονται. Οὗτοι βλέπουσι τώρα καθαρά, βαδίζουσι σταθερά, ἡ ζωὴ των ἀπηλλάγη τῶν ἐμποδίων. Ἰδοὺ οἱ ψυχικῶς φωτισμένοι καὶ πρὸς καιρὸν σωματικῶς τυφλοί, εἶναι πλήρεις φωτός.

2) Οἱ Φ α ρ ι σ α ῖ ο ι . Εἰς τὴν κοινωνίαν ὅπου ἔζων οἱ τυφλοί, ὑπῆρχον πολλοὶ Φαρισαῖοι, οἱ ὁποῖοι οὔτε τυφλοὶ ἦσαν οὔτε ἀγράμματοι. Αὐτοὶ καὶ γράμματα ἐγνώριζον, τὸν Νόμον εἶχον εἰς τὰ χέρια τους, τὸ φῶς τῶν σωματικῶν ὀφθαλμῶν εἶχον, ὥστε ἠδύναντο νὰ εὕρουν ἐντὸς τῶν ἱερῶν βιβλίων καὶ προφητειῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἐκεῖνον, τὸν ὁποῖον ἀνέμενον. Ἀλλὰ τί λέγω; Ὁ ἐν τῇ Ἁγίᾳ Γραφῇ μὲ διάφορα σύμβολα καὶ τύπους εἰκονιζόμενος καὶ εἰς τὴν ὁμίχλην τῶν συμβόλων τούτων προτυπούμενος Χριστός, εὑρίσκετο ἐνώπιὸν των ὁλόκληρος, αἰσθητότατος, τὸ σῶμα τὸ ἴδιο καὶ ὄχι ἡ σκιὰ Του. Ὁ βίος Του ὁ Ἅγιος, τὰ λόγια Του τὰ ἀτράνταχτα καὶ τὰ συνεχῆ μεγάλα καὶ μικρὰ θαύματὰ Του ἦσαν τόσα, ὥστε δὲν ἐπετρέπετο εἰς αὐτούς, προικισμένους μὲ τόσα φῶτα, φῶτα σωματικῶν ὀφθαλμῶν διανοίας καὶ μαθήσεως, φῶτα τοῦ θείου παραδείγματος καὶ διδασκαλίας καὶ θαυμάτων τοῦ Ἰησοῦ νὰ ἀγνοοῦν Ἐκεῖνον τὸν ὁποῖον εἶδον οἱ τυφλοί, ἐγνώρισαν οἱ ἀγράμματοι, Ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος ἀπετέλει τὴν προσδοκίαν ὅλων τῶν Ἐθνῶν καὶ τὴν κατ’ ἐξοχὴν νοσταλγίαν τοῦ περιουσίου λαοῦ τοῦ Θεοῦ, τὸν Ἰησοῦν. Τὸν ἀγνοοῦν μέχρι σημείου νὰ τὸν ὀνομάσουν Σατανᾶν καὶ νὰ Τὸν σταυρώσουν. Καὶ ὅμως αὐτὸ ἔγινε ! Οἱ Φαρισαῖοι ἠγνόησαν Ἐκεῖνον, ἂν καὶ ἦσαν τόσον φωτισμένοι, οἱ δὲ τυφλοὶ ἐγνώρισαν Αὐτόν, ἂν καὶ ἐστεροῦντο τῶν πλεονεκτημάτων τῶν Φαρισαίων. Διατὶ ; Ἦτο εὐθεῖα ἡ καρδία τῶν τυφλῶν, δολία, μοχθηρὰ ἡ καρδία τῶν Φαρισαίων. Ἂς μελετήσωμεν ταῦτα καλλίτερον καὶ εἰς τὸν ἑαυτόν μας.

 

 

Β.΄ Ἐ κ τῆς ζωῆς. Μεγάλο φῶς ἀναβλύζει καὶ ἀπὸ τὰς δύο ὁμάδας τῶν τυφλῶν, ἀπὸ τοὺς ἐπαίτας καὶ Φαρισαίους. Οἱ μὲν πρῶτοι, οἱ τυφλοὶ ἐπαῖται, δεικνύουσι τὸ φῶς καθαρόν, οἱ δὲ δεύτεροι, οἱ Φαρισαῖοι, τὸ σκοτάδι τὸ ὁποῖον εἰς ἡμᾶς γίνεται φῶς.

 

Φῶς ἐκ τοῦ φωτὸς τῶν τυφλῶν. Ἀπελπίζεσαι, διότι δὲν ἔχεις κοινωνικὴν θέσιν καὶ ὁ Θεὸς δὲν σὲ ἀκούει ; Ἰδὲ τοὺς πτωχοὺς ἐπαίτας τοῦ Εὐαγγελίου. Τί εὐτελέστερόν τῆς κοινωνικῆς θέσεὼς των ; Καὶ ὅμως ὁ Θεὸς ἤκουσεν αὐτῶν. Ἔρχονται μερικὰ ἐμπόδια,εἰς τὸν δρόμον σου καὶ ἀμέσως ἀποκάμνεις. Αὐτὰ πρέπει νὰ σοῦ ἀνάψουν περισσότερον τὸν ζῆλον. Ἰδὲ τοὺς τυφλούς, οἱ ὁποῖοι ὅσον ἠμπόδιζον οἱ ἄλλοι, ἐκεῖνοι περισσότερον ἔκραζον εἰς τὸν Χριστόν. Εἶσαι πτωχὸς καὶ δὲν ἔχεις νὰ κάμνῃς μνημόσυνον. Μὴ ἀπελπίζεσαι. Παρακάλεσε τὸν Θεὸν εἰς τὴν προσευχήν σου μόνη σου. Ἰδοὺ καὶ οἱ τυφλοί. Οὐδένα τῶν Ἀποστόλων εἶχον συνήγορον καὶ ὅμως μετέβησαν μόνοι των εἰς τὸν Χριστόν.

 

Ἡ προσευχή σου εἶναι χλιαρά, πρὶν λάβῃς ἐκεῖνο, διὰ τὸ ὁποῖον παρεκάλεις. Εὔκολα λησμονεῖς τὴν δωρεάν, ὅταν τὴν λάβῃς. Ὄχι. Ἀλλὰ καρτερικός, ὑπομονητικὸς πρέπει νὰ εἶσαι εἰς τὴν αἴτησιν, πρὶν λάβῃς δωρεὰν τινα, εὐγνώμων δὲ μετὰ τὴν δωρεάν, ὅπως ἔκαμον οἱ τυφλοί. Οἱ τυφλοὶ δὲν παρακαλοῦσιν εἰς τὴν προσευχὴν των γενικῶς μόνον, ἀλλὰ καὶ εἰδικῶς. Εἰδικεύσου λοιπὸν καὶ σὺ εἰς τὴν προσευχήν σου. Ζήτησε νὰ σοῦ θεραπεύσῃ ὡρισμένους πόθους, πόνους σου ὁ Θεός, ἰδικούς σου καὶ ξένους, διότι δι’ αὐτοὺς κυρίως ἦλθεν ἐπὶ τῆς γῆς. Τὰ θαύματα εἶχον δευτερεύουσαν σημασίαν. Ὁ τυφλὸς Βαρτίμαιος ἐπέταξε τὸ φόρεμὰ του, διὰ νὰ δυνηθῇ νὰ μεταβῇ εἰς τὸν Χριστόν. Πρέπει καὶ σὺ κἄτι νὰ πετάξῃς ἀπὸ ἐπάνω σου διὰ νὰ μπόρεσῃς νὰ πλησίασῃς ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος ἀπέθανε ἐπὶ τοῦ σταυροῦ γυμνός. Ὅταν ὁ Βαρτίμαιος ἐκλήθη ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ, ἀνεπήδησεν ἀπὸ τὴν χαράν του. Πήδα καὶ σὺ ἀπὸ τὴν χαράν σου, διότι σὲ καλεῖ καὶ σὲ ὁ Χριστός. Μάτια δὲν εἶχον οἱ τυφλοὶ καὶ ὅμως φῶς εἶχον, διότι εἶχον χριστιανικὴν διάθεσιν. Ἰδοὺ τὸ φῶς ἐκ τῶν τυφλῶν ἐπαιτῶν.

 

Φῶς ἐκ τοῦ σκότους τῶν Φαρισαίων. Τὸ σκότος τοῦτο ἀπὸ τὰ πάθη τῶν Φαρισαίων τὸ εἴδομεν ἀνωτέρω. Τὸ αὐτὸ σκοτάδι ὑπάρχει καὶ σήμερον εἴς τινας ἐξ ἡμῶν. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι πολυδιαβασμένοι, σοφοί, ἔξυπνοι, οἱ ὁποῖοι δὲν γνωρίζουσι τὸν Χριστόν. Αἴτιον τούτων εἶναι ἡ μὴ καλὴ διάθεσις των ἔναντι τοῦ Χριστοῦ. Διὰ νὰ ἀντιληφθῶμεν πόσον κακὴ εἶναι ἡ κακὴ διάθεσις, σᾶς λέγω τὸ ἑξῆς: Λάβετε δύο ἀνθρώτους, ἐκ τῶν ὁποίων ὁ ἕνας εἶναι ἔξυπνος, ὄμορφος, πλούσιος, νέος, ἀλλὰ πλήρης κακῶν διαθέσεων, ὁ δὲ ἄλλος εἶναι ἄσχημος, πτωχός, γέρων, ὄχι ἔξυπνος, ἀλλὰ καλῶν διαθέσεων. Ποία ἡ στάσις μας ἔναντι καὶ τῶν δύο ; Ἀπέναντι τοῦ πρώτου θὰ αἰσθανθῶμεν ἀποστροφήν, ἂν ὄχι μῖσος. Εἰς τὸν δεύτερον θὰ αἰσθανθῶμεν, ἂν ὄχι ἀγάπην καὶ σεβασμόν, τουλάχιστον οἶκτον. Ποῖον εἶναι καλλίτερον, τὸ μίσος ἤ ὁ οἶκτος ; Ἀσφαλῶς ὁ οἶκτος. Λάβετε καὶ τρίτον ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος εἶναι ἔξυπνος, ὡραῖος, ὑγιής, νέος, ἀλλὰ καλῶν διαθέσεων. Ποίαν στάσιν θὰ ἔχετε ἀπέναντί του; Μεγάλην ἐκτίμησιν. Ἑπομένως ἡ καλὴ διάθεσις εἶναι ἐκείνη, ἡ ὁποία μεγαλώνει τὰς σωματικὰς καὶ πνευματικὰς δωρεὰς καὶ μικραίνει τὰς σωματικὰς καὶ πνευματικὰς ἐλλείψεις. Ἡ καλὴ διάθεσις ὁμοιάζει μὲ ἠλεκτρικὸν ῥεῦμα. Ὁσονδήποτε ὡραῖον καλῴδιον, λαμπτῆρας ἠλεκτρικοὺς καὶ ἂν ἔχῃς, ἂν λείπῃ τὸ ἠλεκτρικὸν ῥεῦμα, δὲν ἔχεις φῶς, ἀλλὰ σκοτάδι. Ὁσονδήποτε λοιπὸν πρόσωπον λάμπον ὡς ἠλεκτρικὸς λαμπτὴρ ἂν ἔχῃς, ὁσηνδήποτε ὑγιεινὴν κατάστασιν καὶ ἂν ἔχῃς στερεάν, ὡς τὴν στερεωτέραν ἠλεκτρικὴν ἐγκατάστασιν, ὁσαδήποτε γερὰ καλῴδια—νεῦρα ἔχῃς, ἂν δὲν ἔχῃς ἀγαθὴν διάθεσιν, θὰ ἔχῃς σκοτάδι.

Οἱ ἄνθρωποι συνήθως διαιροῦνται εἰς πλουσίους καὶ πτωχοὺς μεγάλους καὶ μικρούς, νέους καὶ γέρους, ἀγράμματους καὶ γραμματισμένους, κληρικοὺς καὶ λαϊκούς. Ὄχι! Οἱ ἄνθρωποι εἰς δύο μεγάλας τάξεις διαιροῦνται. Εἶναι ἄνθρωποι καὶ παληάνθρωποι. Ἄνθρωποι εἶναι ὅσοι ἔχουν καλὴν διάθεσιν, παληάνθρωποι ὅσοι ἔχουν κακὴν διάθεσιν. Ποίαν σημασίαν ἔχει ἡ καλὴ ψυχικὴ διάθεσις σᾶς ἀναφέρω ἕνα παράδειγμα ἀπὸ τὴν ἀσκητικὴν ζωήν.

Εἰς κἄποιαν παραλίαν ἠσκήτευε κάποιος ἀγράμματος ἀσκητής. Τοῦτον ἐπεσκέφθη ἀποβιβασθεὶς ἔκ τινος πλοίου ἄλλος ἀσκητής. Τὸ ἑσπέρας, ἀφοῦ συνέφαγον, μετέβησαν εἰς τὴν προσευχήν. Ὁ ἀγράμματος ἀσκητὴς ἦτο τόσον ἀγράμματος, ὥστε ἀντὶ νὰ λέγῃ «Κύριε ἐλέησον» ἔλεγε «Κύριε μὴ μ’ ἐλεῇς». Ὁ ἐπισκέπτης ἀσκητής, διώρθωσε αὐτὸν εἰπὼν νὰ λέγῃ «Κύριε ἐλέησόν με». Τὴν ἑπομένην ἀναχωρεῖ διὰ πλοίου ὁ ἐπισκέπτης ἀσκητής. Ὁ ἀγράμματος ἀσκητὴς λησμονεῖ πῶς νὰ προσεύχεται καὶ μεταβαίνει νὰ συμβουλευθῇ τὸν ἄλλον ἀσκητήν. Ἀλλὰ ἐκεῖνος εἶχεν εἰσέλθει εἰς τὸ πλοῖον καὶ εἶχε ἀπομακρυνθῇ. Ὁ εὐσεβὴς ἀσκητὴς «ῥίπτει τὸ ἀσκητικόν του ἐπανωφόριον εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἀντὶ κώπης χρησιμοποιῶν τὸ ραβδὶ του φθάνει εἰς τὸ πλοῖον καὶ ἐρωτᾷ τὸν συνάδελφόν του πῶς εἶπε νὰ προσεύχεται. Ὁ ἄλλος ἀσκητὴς ἰδὼν τὴν διάθεσιν τοῦ ἀσκητοῦ τούτου καὶ τὸ θαῦμα ἀπαντᾷ: «πήγαινε καὶ προσεύχου ὅπως θέλεις». Πόσον διδακτικὸν εἶναι τοῦτο δι’ ἡμᾶς ! Ἡ ἀγαθὴ διάθεσις θαυματουργεῖ.

8.

Ἡ προσευχὴ τοῦ Βαρτίμαιου

Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))

Ἡ περίπτωση τοῦ Βαρτίμαιου, ὅπως ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν Εὐαγγελιστὴ Μάρκο ( 10,46), μᾶς βοηθάει νὰ κατανοήσουμε κάπως ἱκανοποιητικὰ μερικὰ θέματα ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὴν προσευχή.

«Καὶ ἔρχονται στὴν Ἱεριχώ. Καὶ τὴν ὥρα ποὺ ἔβγαιναν ἀπὸ τὴν Ἱεριχώ, Αὐτὸς καὶ οἱ μαθητές του καὶ λαὸς πολύς, καθόταν κοντὰ στὸ δρόμο καὶ ζητιάνευε ὁ τυφλὸς Βαρτίμαιος, ὁ γιὸς τοῦ Τίμαιου. Καὶ ὅταν ἄκουσε ὅτι ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος ἦταν ἐκεῖ, ἄρχισε νὰ φωνάζει δυνατὰ καὶ νὰ λέει: Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Δαυίδ, ἐλέησέ με. Καὶ τὸν ἀπόπαιρναν μερικοὶ καὶ τοῦ ἔλεγαν νὰ σιωπήσει. Αὐτὸς ὅμως φώναζε ὅλο καὶ περισσότερο: υἱὲ τοῦ Δαυίδ, ἐλέησέ με. Τότε σταμάτησε ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπε νὰ τὸν φέρουν κοντά του. Πῆγαν λοιπὸν καὶ εἶπαν στὸν τυφλό. Κουράγιο, σήκω νὰ πᾶς, σὲ φωνάζει. Κι αὐτός, ἀφοῦ πέταξε τὸ ἐξωτερικό του ροῦχο, γιὰ νὰ μὴν τὸν ἐμποδίζει στὸ τρέξιμο, σηκώθηκε καὶ ἦρθε κοντὰ στὸν Ἰησοῦ. Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀποκρίθηκε καὶ τοῦ εἶπε: Τί θέλεις νὰ σοῦ κάνω; Καὶ ὁ τυφλός τοῦ ἀπάντησε: Δάσκαλε, θέλω νὰ ξαναβρῶ τὸ φῶς μου. Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε: Πήγαινε, ἡ πίστη σου σὲ ἔσωσε. Καὶ ἀμέσως ξαναβρῆκε τὸ φῶς του καὶ ἀκολούθησε τὸν Ἰησοῦ στὴν πορεία Του.

 

Αὐτὸς λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος, ὁ Βαρτίμαιος, δὲν πρέπει, ἀπ’ ὅ,τι φαίνεται νὰ ἦταν νέος. Στεκόταν ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια στὴν πύλη τῆς Ἱεριχῶ, ζώντας ἀπὸ τὴν εὔσπλαχνη ἢ τὴν ἀδιάφορη βοήθεια τῶν περαστικῶν. Πιθανὸν κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς του νὰ εἶχε δοκιμάσει ὅλα τὰ γνωστὰ φάρμακα καὶ ὅλες τὶς θεραπευτικὲς μεθόδους. Θὰ τὸν εἶχαν ἀσφαλῶς πάει, ὅταν ἦταν μικρός, στὸ Ναό, θὰ εἶχαν προσευχηθεῖ καὶ θὰ εἶχαν προσφέρει θυσίες γιὰ νὰ βρεῖ τὴν ὑγεία του. Εἶχε ἐπισκεφθεῖ ὅλους ἐκείνους πού, εἴτε γιατί εἶχαν κάποιο χάρισμα, εἴτε γιατί εἶχαν εἰδικὲς γνώσεις, μποροῦσαν νὰ τὸν θεραπεύσουν. Εἶχε ἀσφαλῶς πολὺ ἀγωνιστεῖ γιὰ νὰ βρεῖ τὸ φῶς του καὶ τελικὰ εἶχε ἐντελῶς ἀπογοητευτεῖ. Εἶχε δοκιμάσει ὅλα ὅσα μποροῦσε νὰ βάλει τὸ μυαλὸ τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ παρόλα αὐτὰ ἦταν ἀκόμα τυφλός.

Πιθανὸν εἶχε ἀκόμα ἀκούσει ὅτι τοὺς τελευταίους μῆνες εἶχε ἐμφανιστεῖ στὴ Γαλιλαία ἕνας νέος κήρυκας, ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἀγαποῦσε τὸ λαό, ἦταν εὔσπλαχνος, καὶ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ποὺ μποροῦσε νὰ θεραπεύει καὶ νὰ κάνει θαύματα. Ὁ Βαρτίμαιος πιθανὸν νὰ εἶχε πολλὲς φορὲς σκεφθεῖ ὅτι ἂν μποροῦσε θὰ πήγαινε νὰ τὸν συναντήσει. Ὁ Χριστὸς ὅμως πήγαινε ἀπὸ τὸν ἕνα τόπο στὸν ἄλλο καὶ ὑπῆρχε πολὺ μικρὴ πιθανότητα ἕνας τυφλὸς ἄνθρωπος νὰ τὸν ἀπαντήσει. Ἔτσι, μ’ αὐτὴ τὴ σπίθα τῆς ἐλπίδας, ποὺ ἔκανε τὴν ἀπελπισία ἀκόμα πιὸ βαθιὰ καὶ πιὸ ἔντονη, καθόταν κοντὰ στὴν πύλη τῆς Ἱεριχῶ.

Μία μέρα ἕνα πλῆθος πέρασε δίπλα του, ἕνα πλῆθος μεγαλύτερο ἀπὸ τὸ συνηθισμένο, ἕνα θορυβῶδες ἀνατολίτικο μπουλούκι. Ὁ τυφλὸς τὸ ἄκουσε καὶ ρώτησε ποιὸς ἦταν. Ὅταν τοῦ εἶπαν ὅτι ἦταν ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος, ἄρχισε νὰ φωνάζει. Κάθε σπίθα ἐλπίδας, ποὺ εἶχε στὴν ψυχή του, ἔγινε ξαφνικὰ φωτιά, μία πυρκαϊὰ ἐλπίδας. Ὁ Ἰησοῦς τὸν Ὁποῖον δὲν μπόρεσε μέχρι ἐκείνη τὴ στιγμὴ νὰ συναντήσει, πέρναγε τώρα ἀπὸ κοντά του. Ἦταν δίπλα του καὶ κάθε βῆμα τὸν ἔφερνε ὅλο καὶ κοντύτερα. Μετὰ ὅμως κάθε βῆμα θὰ τὸν πήγαινε ἀπελπιστικὰ ὅλο καὶ πιὸ μακριά.

Ἄρχισε τότε νὰ φωνάζει : «Ἰησοῦ, Υἱὲ Δαυίδ, ἐλέησέ με». Αὐτὸ ποὺ ἔκανε ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἦταν ἡ πιὸ τέλεια ὁμολογία πίστεως. Ἀναγνώρισε στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ τὸν ἀπόγονό τοῦ Δαυίδ, τὸ Μεσσία. Δὲν μποροῦσε τότε νὰ τὸν ἀποκαλέσει Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, γιατί αὐτὸ δὲν τὸ ἤξεραν ἀκόμα οὔτε οἱ ἴδιοι οἱ μαθητές του. Στὸ πρόσωπό Του ἀναγνώρισε τὸ «ἀναμενόμενο».

Τότε συνέβη κάτι ποὺ πολὺ συνηθίζεται καὶ στὴ δική μας τὴ ζωή. Μερικοὶ τριγύρω του τοῦ ἔλεγαν νὰ σιωπήσει. Μήπως δὲν συμβαίνει πολὺ συχνὰ αὐτὸ καὶ σέ μᾶς, ὅταν μετὰ ἀπὸ ἀναζήτηση καὶ ἀγώνα πολλῶν ἐτῶν ἀρχίζουμε ἀπροσδόκητα νὰ φωνάζουμε στὸ Θεό; Πόσες φωνὲς τότε δὲν προσπαθοῦν νὰ κατασιγάσουν τὴν προσευχὴ μας! Φωνὲς ἐξωτερικὲς καὶ ἐσωτερικές. Ἀξίζει, λένε, νὰ προσεύχεσαι; Τόσα χρόνια ἀγωνιζόσουν κι ὁ Θεὸς δὲν νοιάστηκε γιὰ σένα. Τώρα θὰ νοιαστεῖ; Τί νόημα ἔχει ἡ προσευχὴ; Ξαναγύρισε στὴν ἀπελπισία σου, εἶσαι τυφλὸς καὶ τυφλὸς γιὰ πάντα.

Ὅσο ὅμως μεγαλύτερη εἶναι ἡ ἀντίσταση τόσο μεγαλύτερη εἶναι ἡ ἀπόδειξη ὅτι ἡ βοήθεια εἶναι πολὺ κοντά. Ὁ διάβολος ποτὲ ἄλλοτε δὲν μᾶς ἐπιτίθεται τόσο βίαια ὅσο ὅταν βρισκόμαστε ἕνα βῆμα πρὶν ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ ἀγώνα καὶ ἔχουμε ἀκόμα δυνατότητα σωτηρίας, τὴν ὁποία ὅμως τελικὰ χάνουμε, γιατί τὴν τελευταία στιγμὴ ὑποχωροῦμε. Ὑποχώρησε, λέει ὁ διάβολος, βιάσου, προσπάθησες πάρα πολύ, βγῆκες ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς ἀντοχῆς σου. Τελείωσε ἀμέσως, μὴν καθυστερεῖς, δὲν μπορεῖς νὰ ἀντέξεις περισσότερο. Καὶ τότε αὐτοκτονοῦμε σωματικά, ἠθικά, πνευματικά. Ἐγκαταλείπουμε τὴν ἀγώνα καὶ ἀγκαλιάζουμε τὸ θάνατο, τὴ στιγμὴ ἀκριβῶς ποὺ ἡ βοήθεια βρίσκεται δίπλα μας καὶ μποροῦμε νὰ σωθοῦμε.

Δὲν πρέπει νὰ δίνουμε σημασία σ’ αὐτὲς τὶς φωνές. Ὅσο δυνατότερα ἠχοῦν τόσο πιὸ γερὰ πρέπει νὰ δενόμαστε μὲ τὸ σκοπό μας. Πρέπει νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ κραυγάσουμε τόσο, ὅσο χρειάζεται. Νὰ φωνάξουμε τόσο δυνατά, ὅσο ὁ Βαρτίμαιος. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς πέρναγε δίπλα του. Ἡ τελευταία του ἐλπίδα βρισκόταν σιμά του, ἀλλὰ οἱ ἄνθρωποι ποὺ τὸν περιτριγύριζαν ἦταν ἀπέναντί του ἀδιάφοροι ἢ προσπαθοῦσαν νὰ τὸν κάνουν νὰ σιωπήσει. Ὁ πόνος καὶ ἡ θλίψη του δὲν εἶχαν θέση. Ἐκεῖνοι ποὺ περιτριγύριζαν τὸ Χριστὸ – καὶ ποὺ τὸν χρειάζονταν πολὺ λιγότερο- ἤθελαν νὰ ἀσχολεῖται μαζί τους. Γιατί αὐτὸς ὁ τυφλὸς καὶ βασανισμένος ἄνθρωπος νὰ τοὺς διακόπτει;

Ὁ Βαρτίμαιος ὅμως ἤξερε καλὰ ὅτι δὲν θὰ ὑπῆρχε πιὰ γι’ αὐτὸν ἄλλη ἐλπίδα, ἂν ἔχανε κι αὐτὴ τὴν τελευταία. Ἡ βαθιὰ αὐτὴ ἀπελπισία τοῦ ἔγινε πηγὴ ἀπ’ τὴν ὁποία ἀνέβλυσε μία πίστη, μία προσευχὴ γεμάτη ἀπὸ τέτοια πεποίθηση καὶ μία ἐπιμονὴ ποὺ ἔσπασε ὅλους τοὺς φραγμοὺς. Μία προσευχὴ πού, ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, ἠχεῖ στὴν πύλη τοῦ οὐρανοῦ. Γιατί ἡ ἀπόγνωσή του ἦταν τόσο βαθιά, ὥστε δὲν ἄκουγε καθόλου τὶς φωνὲς τοῦ πλήθους ποὺ τὸν πρόσταζαν νὰ ἡσυχάσει καὶ νὰ καθήσει στὴν ἄκρη. Καὶ ὅσο προσπαθοῦσαν νὰ τὸν ἐμποδίσουν νὰ πλησιάσει τὸ Χριστό, τόσο περισσότερο κι αὐτὸς φώναζε: «Υἱὲ Δαυίδ, ἐλέησέ με». Ὁ Χριστὸς σταμάτησε, ζήτησε νὰ τὸν φέρουν μπροστά του καὶ ἔκανε τὸ θαῦμα.

Μποροῦμε νὰ διδαχτοῦμε ἀπὸ τὸ Βαρτίμαιο πρακτικά, τὸ πῶς μποροῦμε κι ἐμεῖς νὰ ἐξοικειωθοῦμε μὲ τὴν προσευχὴ. Ὅταν στρεφόμαστε μὲ ὅλη μας τὴν καρδιὰ στὸ Θεό, ὁ Θεὸς πάντα μᾶς ἀκούει.

Συνήθως δὲν ἔχουμε τὴν ἑτοιμότητα νὰ ἀρνηθοῦμε ἀμέσως ὅλα ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα βρίσκονται στὸ περιβάλλον μας καὶ τὰ ὁποῖα ἔχουμε συνηθίσει νὰ ἐμπιστευόμαστε, μόλις διαπιστώσουμε ὅτι δὲν μποροῦμε πιὰ νὰ ἑξαρτώμαστε ἀπ’ αὐτά. Βλέπουμε ὅτι δὲν ὑπάρχει ἐλπίδα ὅσο καὶ ἂν ἀνακινήσουμε ἀνθρώπινα καὶ ἐπίγεια μέσα. Ἔχουμε ἕνα σκοπό. Ψάχνουμε γιὰ τὸ φῶς μας καὶ συνέχεια ἀπογοητευόμαστε. Αὐτὸ ἰσοδυναμεῖ μὲ μαρτύριο, εἶναι ἀπόγνωση καὶ ἂν σταματήσουμε ἐκεῖ, ἔχουμε νικηθεῖ. Ἂν ὅμως αὐτὴ ἀκριβῶς τὴ στιγμή, στραφοῦμε στὸ Θεό, γνωρίζοντας ὅτι μόνο ὁ Θεὸς μᾶς ἔχει πιὰ ἀπομείνει καὶ τοῦ ποῦμε, «Σὲ ἐμπιστεύομαι καὶ παραδίδω στὰ χέρια Σου τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα μου, ὁλόκληρη τὴ ζωή μου», τότε ἡ ἀπόγνωση μᾶς ἔχει ὁδηγήσει στὴν πίστη.

Ἡ ἀπόγνωση ὁδηγεῖ σὲ μία νέα πνευματικὴ ζωή, ὅταν ἔχουμε τὸ κουράγιο νὰ προχωρήσουμε βαθύτερα καὶ μακρύτερα, ἀναγνωρίζοντας ὅτι κεῖνο γιὰ τὸ ὁποῖο ἔχουμε ἀπογοητευθεῖ δὲν εἶναι τὸ ὅτι τελικὰ χάσαμε τὴ νίκη, ἀλλὰ τὸ ὅτι μᾶς ἀπογοήτευσαν τὰ μέσα ποὺ χρησιμοποιήσαμε γιὰ νὰ φθάσουμε σ’ αὐτή. Τότε ἀρχίζουμε νὰ βάζουμε θεμέλια μὲ ἕνα νέο τρόπο. Ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ μᾶς ξαναφέρει σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ μέσα ποὺ εἴχαμε ἤδη δοκιμάσει, τὸ ὁποῖο ὅμως τώρα, κάτω ἀπὸ τὴ δική Του καθοδήγηση, θὰ μπορέσουμε νὰ τὸ χρησιμοποιήσουμε μὲ ἐπιτυχία. Πρέπει πάντα νὰ ὑπάρχει ἀληθινὴ συνεργασία Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου καὶ τότε ὁ Θεὸς χαρίζει φρόνηση, σοφία καὶ δύναμη νὰ κάνουμε τὸ σωστὸ καὶ νὰ βρίσκουμε τὸν ἐπιδιωκόμενο στόχο μας.