1.

Στό δρόμο γιά τήν τελειότητα

«Ἔτι ἕν σοι λείπει»

Δὲν εἶχε εὐτυχὴ κατάληξη ἡ συνάντηση τοῦ πλούσιου ἐκείνου νεανίσκου μὲ τὸν Κύριο, τὴν ὁποία μᾶς περιγράφει τὸ σημερινὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο. Ἔφυγε λυπημένος ὁ νέος ὅταν ὁ Κύριος τοῦ ζήτησε νὰ ἀποχωριστεῖ αὐτὸ τὸ ἕνα ποὺ κρατοῦσε αἰχμάλωτη τὴν ψυχή του: τὸ χρῆμα.

 

Γιατί ὅμως νὰ συμβεῖ ἔτσι; Γιατί ὁ Κύριος νὰ μὴ δεχθεῖ κοντά του τὸν πλούσιο νέο, ἔστω μὲ αὐτὴν τὴν ἀδυναμία ποὺ εἶχε στὸν πλοῦτο; Μὰ ὁ Κύριος δὲν θέλει οἱ μαθητές του νὰ Τὸν ἀκολου­θοῦν μὲ ἐπιπολαιότητα ἀλλὰ μὲ σταθερότητα καὶ ἀπόφαση θυσίας. Θέλει νὰ ἀγωνίζονται, ὥστε νὰ μὴν ὑστεροῦν σὲ τίποτε. Νὰ γίνονται τέλειοι! Αὐ­τὸς εἶναι ὁ τελικὸς στόχος γιὰ κάθε χριστιανό.

Ἂς δοῦμε λοιπὸν πῶς κι ἐμεῖς μπο­ροῦ­με νὰ ἐπιτύχουμε αὐτὴν τὴν τελειότητα.

  1. Μὲ αὐτογνωσία καὶ ἀγώνα

Πρῶτον, ὀφείλουμε νὰ ἀποκτήσουμε καλὴ γνώση τοῦ ἑαυτοῦ μας. Νὰ ἀνακρίνουμε τὴ ζωή μας καὶ νὰ βαθμολογήσουμε τὴ σχέση μας μὲ τὸν Κύριο ­Ἰησοῦ Χριστό. Ὁ πλούσιος νέος τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου νόμιζε ὅτι εἶναι κα­λὸς ἐπειδὴ τηροῦσε τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ἀποδείχθηκε ὅμως, ἡ θρησκευτικότητά του ἦταν μᾶλλον τυπικὴ καὶ ἐξωτερική. Νόμιζε ὅτι ἡ σχέση του μὲ τὸν Θεὸ καθορίζεται ἀπὸ ἕνα ­σύνολο καλῶν πράξεων. Ἀπέφευγε τὶς σοβαρὲς ­παραβάσεις τοῦ νόμου καὶ περίμενε νὰ μάθει ἂν χρειάζεται καὶ κάτι ἄλλο νὰ κάνει γιὰ νὰ εἶναι τελείως ἐντάξει. Γι’ αὐτὸ καὶ ρώτησε «τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;»· δηλαδή: Τί πρέπει νὰ κάνω γιὰ νὰ κληρονομήσω τὴν αἰώνια ζωή;

Τὸ ἴδιο λάθος ἐπαναλαμβάνουν πολλοὶ ἄνθρωποι ­σήμερα. Σκέπτονται μὲ ἀφέλεια: «Ἐγὼ δὲν ἔχω σκοτώσει κανένα, δὲν κλέβω, δὲν λέω ψέματα, δὲν ἔχω βλάψει κανένα ἄνθρωπο. Τί χρειάζεται λοιπὸν νὰ ἐξομολογηθῶ;». Τὰ πράγματα ὅμως δὲν εἶναι ἔτσι. Κάθε ἄνθρωπος, ἂν ἐρευνήσει βαθιὰ μέσα στὴν ψυχή του, θὰ ἀνακαλύψει πολλὰ ἀγκάθια ποὺ οὐσιαστικὰ τὸν κρατοῦν μακριὰ ἀπὸ τὸν ἅγιο Θεό. Ἀγκάθια ποὺ ἂν δὲν τὰ ξεριζώσει, μεγαλώνουν λίγο-λίγο καὶ καταπνίγουν κάθε καλὸ σπόρο, κάθε καλὴ διάθεση καὶ προσπάθεια.

Ἂς κάνει λοιπὸν ὁ καθένας μας τὴν αὐτοκριτική του μὲ εἰλικρίνεια καὶ εἰς βάθος. Ὄχι ἐπιφανειακά. Ὄχι μόνο τί κάνουμε, ἀλλὰ καὶ τὸ τί σκεπτόμαστε, τί ἐπιθυμοῦμε. Ἂς ἐξετάζουμε σὲ κάθε μας ἐνέργεια ἂν εἶναι καθαρὰ τὰ κίνητρά μας. Μήπως αὐτὸ ποὺ ἔκανα κρύβει κάποια ζήλεια ἢ θυμό; Μήπως ἔχω μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό μου; Μήπως ἐσωτερικὰ κατακρίνω ἢ ἀδικῶ τοὺς ἄλ­λους;

Ἔτσι θὰ ἐντοπίσουμε ὅτι ὄχι μόνο «ἓν» ἀλλὰ πολλά, πάρα πολλὰ μᾶς λεί­πουν γιὰ νὰ εἴμαστε τέτοιοι ποὺ μᾶς θέλει ὁ Θεός. Καὶ ἑπομένως θὰ πρέπει νὰ ἀγωνιστοῦμε, ὥστε νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὶς πολλὲς ἀδυναμίες καὶ τὰ πάθη μας. Καὶ μάλιστα νὰ ἀγωνιστοῦμε πολύ, διότι τὸ κακὸ εἶναι ριζωμένο βαθιὰ μέσα μας καὶ μᾶς κρατάει ὑποδουλωμένους, μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὸν Χριστό.

  1. Μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ

Ὑπάρχει ὅμως καὶ ἕνα δεύτερο ἀπαραίτητο στοιχεῖο, γιὰ νὰ γίνουμε ­τέλειοι καὶ πιστοὶ μαθητές του: ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Ὁ δρόμος τῆς χριστιανικῆς ζω­ῆς, ὁ δρόμος γιὰ τὴν τελειότητα δὲν εἶ­ναι εὔκολος. Ἀπαιτεῖ θυσίες καὶ αὐταπάρνηση. Γιὰ τὸν πλούσιο ὁ Κύριος εἶπε ὅτι εἶναι εὐκολότερο νὰ περάσει μία καμήλα ἀπὸ τὴ μικρὴ τρύπα ποὺ ἀνοίγει ἡ βελόνα παρὰ νὰ εἰσέλθει ὁ πλούσιος στὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Κι ὅταν οἱ μαθητὲς ρώτησαν μὲ ἔκπληξη «τότε λοιπὸν ποιὸς μπορεῖ νὰ σωθεῖ;», ὁ Κύριος ἀπάντησε: «Τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν». Δηλαδή: Ἐ­­­κεῖνα ποὺ εἶναι ἀδύνατον νὰ γίνουν μὲ τὶς ἀσθενικὲς δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι κατορθωτὰ μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ.

Κι ἐμεῖς λοιπὸν ἂς καταφεύγουμε στὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν προσευχή μας καὶ τὴ συμμετοχή μας στὰ ἱερὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας. Εἰδικὰ στὸ Μυστήριο τῆς ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως ἔχουμε τὴν εὐκαιρία νὰ ἐκδηλώσουμε τὴν εἰλικρινή μας μετάνοια καὶ νὰ καταθέσουμε στὸν Κύριο ὅ,τι ­νομίζουμε ὅτι στέκεται πρόσκομμα στὸ δρόμο γιὰ νὰ Τὸν ἀκολουθήσουμε. Νὰ Τοῦ ἐμπιστευθοῦμε τὶς ἀδυναμίες μας καὶ μὲ τὶς εὐχὲς καὶ συμβουλὲς τοῦ πνευματικοῦ μας καὶ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ συνεχίσουμε τὸν πνευματικό μας ἀγώνα. Τὸν ἀγώνα γιὰ τὴν τελειότητα.

«Ἔτι ἕν σοι λείπει», μᾶς λέει ὁ ­Κύριος Ἰησοῦς Χριστός. Μπορεῖ νὰ εἶσαι κα­λὸς ἄνθρωπος, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν ἀρκεῖ. Ὁ Κύριος δὲν μᾶς θέλει ἁπλῶς «καλοὺς ἀνθρώπους» ἀλλὰ πιστοὺς καὶ ἀφοσιωμένους μαθητές του. Θέλει νὰ γίνουμε τέλειοι, διότι αὐτὲς εἶναι οἱ προδιαγραφὲς ποὺ μᾶς ἔδωσε, ὅταν μᾶς δημιούργησε. Μᾶς ἔπλασε «κατ’ εἰκόνα» καὶ «καθ’ ὁμοίωσίν» του. Ἔχουμε λοι­πὸν τὴ δυνατότητα γιὰ πολὺ περισσότερα. Ἔχουμε τὶς προϋποθέσεις ν’ ἀνεβοῦμε ψηλότερα. Ἀρκεῖ νὰ ἀνακαλύψουμε αὐτὸ τὸ «ἓν» ποὺ μᾶς χωρίζει ἀπὸ κοντά του καὶ νὰ τὸ ξεπεράσουμε μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ βοήθειά του. Τότε θὰ εἴμαστε ἄξιοι μαθητές του!

Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”

2.

Δίψυχοι (Λουκ. ιη΄ 18-27)

Νικολόπουλος Ἱερώνυμος (Μητροπολίτης Λαρίσης και Τυρνάβου)

Ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα προβλήματα τῆς Ἐκκλησίας μας στόν 21ο αἰώνα εἶναι τό γεγονός ὅτι ἐνῶ ἔχει πολλούς φίλα προσκείμενους πρός Αὐτήν, δέν ἔχει πολλούς χριστιανούς. Αὐτό πρακτικά σημαίνει ὅτι πολλοί συνωθοῦνται κάθε Κυριακή στούς Ναούς, ἀκοῦν κηρύγματα, ἔχουν συναναστροφή μέ πνευματικούς ἀνθρώπους, ἀποδέχονται θεωρητικά τήν πίστη, ἀλλά ὡς ἕνα σημεῖο. Μόλις φθάσει ἡ ὥρα ὥστε ὅλα αὐτά νά μεταφραστοῦν σέ βίωμα, σέ πράξη, σέ τρόπο ζωῆς, ἐκεῖ ἀποκαλύπτονται τελείως διαφορετικοί. Κι ὄχι ἀπό ἀδυναμία. Ὄχι ἐπειδή ἀγωνιζόμενοι ἀπέτυχαν, ἀλλά ἐπειδή στά μύχια τῆς καρδιᾶς τους ὑπάρχουν ἄλλες «ἀγάπες», προσκολλήσεις σέ ὑλικά ἤ ἄυλα, θεωρήσεις καί πιστεύματα «τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου». Ἀποτέλεσμα, τό πρωί τῆς Δευτέρας, πολλοί ἀπό αὐτούς πού τό πρωί τῆς Κυριακῆς ἔδειχναν ἕνα ἄλλο πρόσωπο, ἐμφανίζουν ἕναν ἄλλο ἑαυτό, ἄσχετο μέ αὐτόν τῆς ἀμέσως προηγούμενης ἡμέρας.

 

Ὄχι μόνον αὐτό. Ἐπειδή ἡ ἀντιφατική αὐτή συμπεριφορά ἐμφανίζεται στήν πλειοψηφία πολλῶν ἀπό ὅσους διεκδικοῦν τόν τίτλο τοῦ χριστιανοῦ, ἔχει καταντήσει νά θεωρεῖται ἀναμενόμενη καί κυριαρχοῦσα. Πολλοί πού ἐκδηλώνουν τή συμπάθειά τους πρός τήν Ἐκκλησία καί τήν πίστη της, συνηθίζουν νά πιστεύουν ὅτι ἔχουν τό δικαίωμα στήν ἐπιλογή ὄχι τοῦ νά ἐγκολπωθοῦν αὐτούσια τήν Ἐκκλησία ἤ ὄχι, ἀλλά νά διαλέξουν κάποια κομμάτια τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας μας, παραθεωρώντας τά ὑπόλοιπα, προφασιζόμενοι ὅτι «δέν εἶναι γιά ἐμᾶς αὐτά», ἤ ἀκόμη χειρότερα διαγράφοντάς τα μέ τήν αἰτιολογία τοῦ παρωχημένου καί ξεπερασμένου, καλώντας συνάμα τήν Ἐκκλησία νά κάνει τό ἴδιο σέ μιά «προσπάθεια ἐκσυγχρονισμοῦ», ὅπως λένε, «προκειμένου νά ἐνταχθεῖ καλύτερα στήν ἐποχή μας». Ἔτσι, μόλις ἡ Ἐκκλησία παιδαγωγικῶς τούς θίξει ἐκεῖ πού πάσχουν, ἀμέσως ἐξεγείρονται, τήν ἀρνοῦνται, προφασίζονται τά μύρια ὅσα, πολλές φορές μάλιστα κατηγορώντας ἤ λοιδορώντας…

 

 

Ἡ σαφής ἀπόσταση

 

Ἕνας «ἄρχων» (Λουκ. 18,18) πλησίασε τόν Διδάσκαλο γιά νά τόν ρωτήσει, προσφωνώντας τον ἀγαθό, τί νά κάνει γιά νά κληρονομήσει τήν αἰώνια ζωή. Τό ἔκανε αὐτό ξεπερνώντας τήν ἐχθροπάθεια τῶν Φαρισαίων, τή μικρόνοια ἕως παράνοιας τῶν Γραμματέων, τήν ἀποστροφή τῶν Σαδδουκαίων ἔναντι τοῦ Χριστοῦ. Καί τόν πλησιάζει παρά τίς ἤδη κυκλοφοροῦσες ἀπειλές ὅλων αὐτῶν ὅτι θά ἔκαναν ἀποσυναγώγους ὅσους πλησίαζαν τόν Χριστό καί μάλιστα ἀπό τήν ἀνώτερη τάξη. Ἑπομένως, προφανῶς τόν πλησιάζει ἕτοιμος νά πληρώσει τό ὅποιο τίμημα.

 

Πῶς τόν ἀντιμετωπίζει ὁ Χριστός; Μᾶλλον τόν ἀποπαίρνει καί μέ μιά σύντομη, ἄν ὄχι καί βιαστική ἀπάντηση, δείχνει νά θέλει νά ὁλοκληρώσει τή συζήτηση μαζί του μιά ὥρα ἀρχύτερα. Μάλιστα τή στιγμή πού τό ἐρώτημα πού τίθεται εἶναι κομβικό καί ἐπιδεκτικό μεγάλης ἀνάλυσης. Κι ὅμως ὁ Χριστός ἀπαντᾶ λακωνικά: «Γιατί μέ ἀποκαλεῖς ἀγαθό; Κανείς δέν εἶναι ἀγαθός παρά μόνον ὁ Θεός. Γνωρίζεις τίς ἐντολές. Νά μή μοιχεύσεις, νά μή φονεύσεις, νά μήν κλέψεις, νά μήν ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τόν πατέρα σου καί τή μητέρα σου».

 

Ἕνας νέος ἄνθρωπος, «ἄρχων», εὐκατάστατος, ἕτοιμος νά ὑποστεῖ τίς συνέπειες, πλησιάζει τόν Χριστό κι Αὐτός τόν κρατᾶ σέ ἀπόσταση. Γιατί; Πόσο διαφορετική ἡ συμπεριφορά τοῦ Χριστοῦ ἀπό τή στάση πολλῶν ἀπό ἐμᾶς ὅταν μᾶς δίνεται ἡ εὐκαιρία νά συναναστραφοῦμε ὅποιας λογῆς ἐπιφανεῖς ἀνθρώπους καί μάλιστα ὅταν ἔχουν σχέση μέ μεγαλύτερη ἤ μικρότερη ἐξουσία. Πολλές φορές ἀκόμη καί μέσα σέ Ναούς, ὅταν ἐμφανίζονται δημόσια πρόσωπα, παρατηροῦνται φαινόμενα ὑπερβολῆς καί διαχυτικότητας τόσο ἔντονης πού ὑπερβαίνει τό μέτρο τῆς εὐπρέπειας καί προβληματίζει τούς ἐχέφρονες. Κι ὅμως, ὁ Χριστός ἄλλη συμπεριφορά διδάσκει.

 

 

Ὁ λόγος

 

Γιά δύο βασικά λόγους ὁ Χριστός δείχνει νά θέλει ν’ ἀπεμπλακεῖ γρήγορα ἀπό τήν ἄνευ οὐσιαστικοῦ ἀποτελέσματος συζήτηση μέ τόν πλούσιο νέο. Κι οἱ δύο ἀποτυπώνονται ὡς βασική παθογένεια στήν πνευματικότητα τῆς ἐποχῆς μας. Κι ὁ Χριστός μέ τή διορατικότητα τοῦ Πλάστη πού γνωρίζει τό πλάσμα του καλύτερα ἀπό τόν καθένα, τούς ἀναδεικνύει, ἀφ’ ἑνός μέν γιά νά τούς ἐπισημάνει ὡς διαχρονικούς πνευματικούς κινδύνους, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἐκφράζοντας τή λύπη του νά φιλοτιμήσει σέ προσπάθεια ὑπερνικήσεώς τους.

 

Ὁ πρῶτος λόγος εἶναι ἡ προδιάθεση τοῦ ἀρχοντικοῦ νέου νά πλησιάσει τόν Χριστό γιά νά ὠφεληθεῖ ἀπό αὐτόν, χωρίς ὅμως νά τόν πιστεύει ὡς τόν Μονογενῆ Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ. Στά μάτια του ὁ Ἰησοῦς εἶναι ἀκόμη ἕνας ταλαντοῦχος διδάσκαλος τοῦ Ἰσραήλ, ὄχι ὅμως τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος. Γι’ αὐτό καί ὁ Χριστός ἐπισημαίνει τήν ἀντιφατικότητα τῆς εὐγενικῆς προσφώνησης, ἡ ὁποία δέν ἀντιστοιχοῦσε στό ἐσωτερικό πίστευμα. Τί μέ λές ἀγαθό; Ἀγαθός εἶναι μόνον ὁ Θεός κι ἐσύ δέν μέ δέχεσαι μέ τήν ἰδιότητά μου αὐτή. Εἶναι τό λάθος πολλῶν πού πλησιάζουν τόν Χριστό μέ σεβασμό ὠς μεγάλο διδάσκαλο, μύστη, καινοτόμο, ταλαντοῦχο, ἀλλά πάντως ἄνθρωπο κι ὄχι Θεό. Κι αὐτό τή στιγμή πού ὁ Χριστός ὄχι ἁπλῶς ἔχει τονίσει τήν ἰδιότητά του ὡς τοῦ δεύτερου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀλλά τήν ἔχει ἀναδείξει ἀπό τό ὕψος τοῦ Σταυροῦ, ἀφοῦ ἐξαιτίας αὐτῆς του τῆς διακήρυξης ὁδηγήθηκε στό ἑκούσιο Πάθος.

 

Ὁ δεύτερος λόγος εἶναι ἡ ὑπερβολική προσκόλληση τοῦ πλούσιου νέου στόν πλοῦτο του. Στήν καρδιά του δέν ὑπῆρχε χῶρος γιά ἄλλη ἀγάπη. Γι’ αὐτό καί μόλις ὁ Χριστός τοῦ προτείνει νά ἀποποιηθεῖ τῶν ὑπαρχόντων του χάριν τῶν πτωχῶν, μέ ἀντάλλαγμα μιά θέση στό χορό τῶν Ἀποστόλων, δηλαδή πολύ κοντά στόν Χριστό «καί ἐν τῷ νῦν αἰῶνι καί ἐν τῷ μέλλοντι», αὐτός «περίλυπος ἐγένετο» (Λουκ. 18,23). Ὁ ἄνθρωπος πάντα πιστεύει ὅτι «ξέρει καλύτερα». Γι’ αὐτό καί στήν ἐποχή μας μέ μεγάλη εὐκολία αὐτοθεοποιεῖται, εἰδωλοποιεῖ τίς ἀπόψεις του, τίς πεποιθήσεις του καί τίς προβάλλει ὡς τή «μόνη ἀλήθεια». Ὅταν ἀκόμη καί ὁ Πανυπερτέλειος Θεός τοῦ δώσει ἀφορμή ἀμφισβήτησης τῶν πιστευμάτων αὐτῶν, ἤ ἀκόμη χειρότερα τά κλονίσει, τότε ὁ ἄνθρωπος προτιμᾶ νά «καταργήσει» τόν Θεό, νά τόν ἀρνηθεῖ, νά τόν ἀποστραφεῖ, παρά νά ἀνατάξει τήν καρδιά του, νά ἀναθεωρήσει τά λάθη γιά νά ἱεραρχήσει ὡς πρώτη τή σωτήρια ἀγάπη πρός τόν Θεό. Ἡ ἐμμονή μας σέ ἀγκυλώσεις, πιστεύματα, πάθη εἶναι ἀποτρεπτική τῆς οὐσιαστικῆς γνωριμίας καί σχέσης μέ τόν Θεό, μέ ἀποτελέσματα καταστρεπτικά γιά μᾶς κι ὄχι γιά τόν Θεό.

3.

Ἡ κλῆσις τοῦ νεανίσκου (Λουκ. ιη΄18-27)

Γιαννακόπουλος Ἰωήλ (Ἀρχιμανδρίτης) Ὁ Κύριος κατὰ τὴν εὐλογίαν τῶν παιδιῶν εὑρίσκετο εἴς τινα οἰκίαν ἐν Περαίᾳ. «Ἐκπορευομένου αὐτοῦ εἰς ὁδὸν» ἐξελθόντος δηλαδὴ Αὐτοῦ ἐκ τῆς οἰκίας ταύτης καὶ βαδίζοντος πρὸς Ἱεροσόλυμα (1) «προσδραμὼν» τρέξας πρὸς Αὐτὸν «προσελθὼν» καὶ πλησιάσας «εἷς νεανίσκος καὶ γονυπετήσας αὐτῷ ἠρώτα λέγων˙ Διδάσκαλε ἀγαθὲ τί ποιήσω» τί νὰ κάμω «ἵνα ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;» ἵνα ἀποκτήσω τὴν αἰώνιον ζωήν; Ὁ προσελθὼν οὗτος νεανίσκος ἦτο «ἄρχων» ἐπίσημός τις λόγῳ κοινωνικῆς θέσεως, τὴν ὁποίαν κατεῖχεν ἢ λόγῳ τοῦ πλούτου του. Προσέρχεται μετὰ ζήλου ὡς φαίνεται ἐκ τῶν λέξεων «προσδραμὼν» καὶ «γονυπετήσας».

 

Ὁ Κύριος ἀπαντᾷ˙ «Tί μὲ ἐρωτᾷς περὶ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ τί λέγεις ἀγαθόν; Οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰμὴ εἷς ὁ Θεός». Ὁ Κύριος δὲν ἀρνεῖται, ὅτι εἶναι Θεός, διότι δὲν λέγει «δὲν εἶμαι ἀγαθός», ἀλλὰ διορθώνει ἐσφαλμένην ἀντίληψιν τοῦ νεανίσκου, τὴν ἑξῆς: Ὁ νεανίσκος βλέπων τὸν Χριστὸν ὡς ἁπλοῦν ἄνθρωπον καὶ διδάσκαλον ὀνομάζει αὐτὸν «ἀγαθὸν» καὶ ταυτοχρόνως ζητεῖ ἀπὸ Αὐτὸν τί «ἀγαθὸν» πρέπει νὰ πράξῃ, ἵνα εὕρη τὴν «αἰώνιον ζωὴν» τὴν εὐτυχίαν του. Ὁ νεανίσκος δηλαδὴ ὀνομάζων διὰ τῆς αὐτῆς λέξεως «ἀγαθὸς» τὸν ὡς ἄνθρωπον νομιζόμενον ὑπ’ αὐτοῦ Ἰησοῦν καὶ τὴν ὑψίστην ἐντολήν, διὰ τῆς ὁποίας θὰ ἐπιτύχῃ τὴν αἰώνιον ζωήν, συγχέει ἄνθρωπον καὶ Θεὸν καὶ νομίζει, ὅτι ὁ ἄνθρωπος δύναται νὰ δώσῃ τὴν εὐτυχίαν εἰς ἄλλον ἄνθρωπον. Ὁ Κύριος ἀπαντᾷ: Ἡ εὐτυχία δὲν πηγάζει ἀπὸ ἄνθρωπον, ὅπως μὲ νομίζεις. Ἡ «αἰώνιος ζωὴ» εἶναι ἡ ἐν τῷ Θεῷ εὐτυχία. Αὕτη ὡς τοιαύτη ἔχει πηγὴν τὸν Θεόν.

 

Ὁ Κύριος οὕτω κατευθύνας τὸν νεανίσκον λέγει: «εἰ θέλεις εἰς τὴν ζωὴν εἰσελθεῖν» ἂν θέλῃς νὰ ἀποκτήσῃς τὴν μακαριότητα «τήρει τὰς ἐντολάς». Αἱ θεῖαι ἐντολαὶ εἶναι ἔκφρασις τοῦ θείου θελήματος, ἑπομένως εἶναι ἀγαθαί, εἶναι τὸ ὕψιστον ἀγαθόν, τὸ μέσον διὰ τοῦ ὁποίου θὰ εὕρῃς τὴν «αἰώνιον ζωὴν» τὴν εὐτυχίαν σου. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Ἑβραϊκὸς Νόμος εἶχε διατυπωθῆ ὑπὸ τῶν Γραμματέων καὶ Ραββίνων εἰς 613 ἐντολάς, ὁ νεανίσκος ἀπαντᾷ˙ «ποίας» ἐντολὰς ἀπὸ ὅλας αὐτὰς πρέπει νὰ τηρῶ κατὰ προτίμησιν; Ὁ Κύριος ἀπαντᾷ: Οὐ φονεύσεις, οὐ μοιχεύσεις, οὐ κλέψεις, οὐ ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτὸν» ἀγάπα τὸν πλησίον σου ὅπως τὸν ἑαυτόν σου. Ὁ νεανίσκος νομίσας, ὅτι τοῦ ὑπελείπετο ἔργον τι, τὸ ὁποῖον θὰ ἔκαμε διὰ τῶν πολλῶν χρημάτων τοῦ ἀπαντᾶ. «Ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου» αὐτὰ τὰ ἔκαμα ἀπὸ μικρὸ παιδί˙ «τί ἔτι ὑστερῶ;» τί ὑπολείπεται, ἵνα τέλειος γίνω; Πράγματι ὁ νεανίσκος ἦτο εἰλικρινὴς καὶ εἶχε φυλάξει αὐτὰ ἔστω κατὰ τὸν πρὸ Χριστοῦ βαθμὸν ἐκ νεότητος αὐτοῦ, διότι κατὰ τὸν Εὐαγγελιστὴν Μᾶρκον «ὁ Ἰησοῦς ἐμβλέψας αὐτῷ» παρατηρήσας αὐτὸν συμπαθῶς «ἠγάπησεν αὐτὸν» τὸν ἐξετίμησεν.

 

Ὁ Κύριος «εἶπεν αὐτῷ˙ ἕν σοι ὑστερεῖ» ἓν πρᾶγμα σοῦ λείπει˙ «εἰ θέλεις τέλειος εἶναι» ἐὰν θέλῃς, νὰ γίνῃς τέλειος «ὕπαγε, πώλησον τὰ ὑπάρχοντα, δὸς πτωχοῖς» δῶσε αὐτὰ ἐλεημοσύνην εἰς τοὺς πτωχοὺς «καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν Οὐρανῷ» καὶ θὰ ἀποκτήσῃς Οὐράνιον θησαυρόν, ἀμοιβὴν πλουσίαν δηλαδὴ μετὰ θάνατον. Δὲν εἶναι ἀρκετὴ ἡ πλήρης πτωχεία, διότι τοιαύτην εἶχον καὶ πρὸ Χριστοῦ φιλόσοφοί τινες. Πρέπει νὰ ἀκολουθήσῃ τὸν Χριστόν. Διὰ τοῦτο λέγει ὁ Κύριος: «δεῦρο, ἀκολούθει μοι» ἔλα κοντά μου. Ἡ κλῆσις αὕτη εἶναι οὐχὶ γενικὴ δι’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ εἰδικὴ διὰ τὸν νεανίσκον. Ὁ Κύριος συνιστᾷ τοιαύτην αὐταπάρνησιν εἰς τὸν νεανίσκον, διότι οὗτος ἦτο πλεονέκτης καὶ ἤθελε νὰ γίνῃ ἄνθρωπος τέλειος. Ἡ πλεονεξία του ἀλλὰ καὶ ἡ κατὰ βάθος ἀγαθότης του φαίνεται ἐκ τῶν ἑξῆς: «ἀκούσας ὁ νεανίσκος τὸν λόγον» τοῦτον τοῦ Κυρίου δὲν ὠργίσθη, ἀλλὰ «στυγνάσας, σκυθρωπάσας ἀπῆλθε περίλυπος λυπούμενος» ἔφυγε λυπημένος «ἦν γὰρ πλούσιος σφόδρα» ἦτο πολὺ πλούσιος «ἔχων κτήματα πολλὰ» λέγουν οἱ Εὐαγγελισταί. Μεγάλος πειρασμὸς εἶναι ὁ πλοῦτος, διότι ἐνέκρωσε τὴν ἀγαθὴν διάθεσιν τοῦ ζηλωτοῦ νεανίσκου!

 

«Ἰδὼν δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς περίλυπον γενόμενον» λυπηθεὶς ἐκ τούτου καὶ «περιβλεψάμενος» ἰδὼν γύρω Του, ἵνα διεγείρῃ τὴν προσοχὴν τῶν παρισταμένων, λέγει εἰς τοὺς μαθητάς Του: «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν» σᾶς δηλῶ, «ὅτι δυσκόλως πλούσιος εἰσελεύσεται» δυσκόλως πλούσιος θὰ εἰσέλθῃ «εἰς τὴν βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν» καὶ κατὰ τὸν Μᾶρκον ἀκριβέστερον «πὼς δύσκολόν ἐστι τοὺς πεποιθότας ἐπὶ χρήμασιν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν!» Πόσον δύσκολον εἶναι ἡ εἴσοδος τῶν πλουσίων εἰς τὴν αἰώνιον ζωὴν! Ὅσοι πιστεύουν εἰς τὰ χρήματα, δὲν εἶναι πολῖται τοῦ Οὐρανοῦ! Ὁ Κύριος προσθέτει πόσον δύσκολον εἶναι αὐτὸ καὶ λέγει: «εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυμαλιᾶς ραφίδος εἰσελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν». Κάμηλος ἐνταῦθα εἶναι τὸ ζῷον ἡ κάμηλος ἢ ἡ κάμιλος τὸ καραβόσχοινον. Κάμηλος εἶναι ὁ πλούσιος μὲ τὰ πολλά του λεπτὰ διὰ τὸν ὄγκον καὶ τὸ ξένον φορτίον του, ὅμοια πρὸς τὸ τῆς καμήλου. «Τρυμαλιὰ ραφίδος» τρύπα βελόνης εἶναι ὁ στενὸς δρόμος τοῦ πλουσίου διὰ τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. Ὅπως εἶναι ἀδύνατον ἡ φορτωμένη κάμηλος νὰ διέλθῃ διὰ τῆς ὀπῆς τῆς βελόνης, κατὰ παρόμοιον τρόπον εἶναι ἀδύνατον οἱ πλεονέκται πλούσιοι ἄνευ μετανοίας διὰ τῆς θείας βοηθείας νὰ εἰσέλθωσι διὰ τῆς στενῆς ὁδοῦ εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, διότι τὰ καθήκοντα τῶν πλουσίων εἶναι περισσότερα καὶ δυσκολώτερον ἐκτελοῦνται.

 

Οἱ παρευρισκόμενοι ἐκεῖ ἄνθρωποι καὶ «μαθηταὶ ἀκούσαντες ἐθαμβοῦντο» ἐξεπλήσσοντο, διότι ἐνόμιζον τὸν πολὺν πλοῦτον ὡς δεῖγμα θείας εὐνοίας καὶ ὄχι ὡς πειρασμόν. Οὗτοι «περισσῶς ἐξεπλήσσοντο» ὑπερβολικὰ ἠπόρουν «λέγοντες πρὸς ἑαυτοὺς» μεταξύ των «καὶ τίς δύναται σωθῆναι;» τίς δύναται νὰ σωθῇ, ἀφοῦ ἄλλοι εἶναι πλούσιοι, ἄλλοι ἀγαποῦν τὸν πλοῦτον. Ὁ Κύριος «ἐμβλέψας» μὲ προσοχὴν δηλαδὴ παρατηρήσας «εἶπεν αὐτοῖς» ἀπήντησεν εἰς αὐτούς: «Παρ’ ἀνθρώποις τοῦτο ἀδύνατόν ἐστι, παρὰ δὲ τῷ Θεῷ πάντα δυνατά». Τόση εἶναι ἡ δύναμις τοῦ πλούτου, ὥστε μόνον ὁ Θεὸς δύναται νὰ μᾶς ἀποσπάσῃ ἀπὸ αὐτόν, ἂν θελήσωμεν καὶ ἡμεῖς.

 

Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ἀπαντᾷ: «Ἰδοὺ ἡμεῖς ἀφήκαμεν πάντα καὶ ἠκολουθησαμέν σοι• τί ἄρα ἔσται ἡμῖν;» ποία ἡ ἀμοιβή μας; Ποῖα πάντα ἀφῆκεν ὁ Πέτρος; Δίκτυα, πλοῖον, κάλαμον! Ζητεῖ μισθόν! Ὁ Κύριος ἀμείβει καὶ τὴν ὀλίγην αὐταπάρνησιν. «Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς˙ ἀμὴν λέγω ὑμῖν» σᾶς δηλῶ «ὅτι ὑμεῖς οἱ ἀκαλουθήσαντές μοι» ὅτι σεῖς οἱ ἀκόλουθοί Μου « ἐν τῇ παλιγγενεσίᾳ, ὅταν καθίσῃ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ, καθήσεσθε καὶ ὑμεῖς ἐπὶ δώδεκα θρόνους κρίνοντες τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ». «Παλιγγενεσία» εἶναι ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν κατὰ τὴν ἀνακαίνισιν τοῦ κόσμου. Δώδεκα φυλαί, τὰς ὁποίας θὰ κρίνωσιν οἱ Ἀπόστολοι καθήμενοι ὡς δικασταί, εἶναι ὄχι μόνον οἱ κατὰ σάρκα, ἀλλὰ καὶ οἱ κατὰ πνεῦμα ἀπόγονοι τοῦ Ἰσραήλ, Ἰουδαῖοι καὶ Χριστιανοί, θὰ δικάσωσι δὲ οἱ Ἀπόστολοι διὰ τοῦ βίου των σιωπηρῶς, διότι ἐφήρμοσαν ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα ἄλλοι ἠμέλησαν.

 

Κατόπιν ὁ Κύριος ὁμιλεῖ γενικώτερον καὶ λέγει: «Οὐδείς ἐστιν, ὃς ἀφῆκεν οἰκίαν ἢ ἀδελφοὺς ἢ ἀδελφὰς ἢ πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναῖκα ἢ τέκνα ἢ ἀγροὺς» οὐχὶ δι’ ἄλλον λόγον, ἀλλὰ «ἕνεκεν ἐμοῦ» πρὸς χάριν Μου «καὶ ἕνεκεν τοῦ Εὐαγγελίου, ἐὰν μὴ λάβῃ» ὁ ὁποῖος ἀσφαλῶς θὰ λάβῃ «ἑκατονταπλασίονα» ἑκατὸν φορὰς περισσότερα «νῦν ἐν τῷ καιρῷ τούτῳ» εἰς αὐτὸν τὸν κόσμον «οἰκίας καὶ ἀδελφοὺς καὶ ἀδελφὰς καὶ πατέρα καὶ μητέρα καὶ τέκνα καὶ ἀγρούς», θὰ λάβῃ δὲ ταῦτα καὶ ἐδῶ «μετὰ διωγμῶν» ἐν μέσῳ διωγμῶν «καὶ ἐν τῷ αἰῶνι τῷ ἐρχομένῳ» εἰς τὴν ἄλλην ζωὴν θὰ λάβῃ «ζωὴν αἰώνιον» αἰώνιον μακαριότητα. Ἡ ἀμοιβὴ θὰ εἶναι ἐδῶ καὶ εἰς τὴν ἄλλην ζωήν, διότι ὁ πιστὸς θὰ εὕρῃ 100 φορὰς περισσότερα ἀπὸ ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα ἀφῆκεν. Ἀδελφοὺς καὶ ἀδελφὰς πνευματικοὺς θὰ εὕρῃ ὁ πιστὸς πολλοὺς τόσον ἐδῶ ὅσον καὶ εἰς τὴν ἄλλην ζωήν. Παρ’ ὅλους τοὺς διωγμοὺς θὰ ὑπάρξῃ μεγάλη ἀμοιβὴ ὄχι μόνον εἰς τὴν μέλλουσαν ζωήν, ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν. Καὶ οἱ διωγμοὶ μνημονεύονται ὡς δωρεά, διότι «ἡμῖν ἐχαρίσθη οὐ μόνον εἰς Αὐτὸν πιστεύειν, ἀλλὰ καὶ ὑπὲρ Αὐτοῦ πάσχειν» κατὰ τὸν Ἀπόστολον Παῦλον. Φιλιπ. 1,29.

 

Ὁ Κύριος θέλων νὰ τονίσῃ, ὅτι ὁ κληθεὶς πιστὸς πρέπει νὰ παραμείνῃ μέχρι τέλους εἰς τὴν πίστιν του, διότι δὲν ἀποκλείεται νὰ εἶναί τις μεγαλύτερος εἰς τὴν θέσιν ἢ τὰ χρόνια, κατὰ τὰ ὁποῖα ἐγνώρισε τὸν Χριστόν, μικρότερος ὅμως εἰς τὴν πίστιν λέγει: « Πολλοὶ δὲ ἔσονται πρῶτοι ἔσχατοι καὶ ἔσχατοι πρῶτοι». Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος εἶναι μεγαλύτερος, δὲν ἕπεται, ὅτι εἶναι καὶ καλλίτερος. Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι κληρονομική. Ὁ Νεανίσκος ἦτο πρῶτος ἐν τῇ κοινωνίᾳ. Φιλάργυρος ὅμως ὢν καὶ μὴ ὑπακούσας εἰς τὴν κλῆσιν ἔγινε τελευταῖος. Οἱ Ἀπόστολοι ἦσαν τελευταῖοι ἀπὸ κοινωνικῆς ἀπόψεως. Ὑπακούσαντες ὅμως καὶ τὰ πάντα ἀφήσαντες, ἔγιναν πρῶτοι.

 

 

Θέμα : Τὸ ψεῦδος — Ἀλήθεια.

 

Μία ἐκ τῶν ἄλλων ἐντολῶν, τὰς ὁποίας συνέστησεν ὁ Κύριος εἰς τὸν νεανίσκον, εἶναι καὶ τὸ «μὴ ψευδομαρτυρήσῃς» δὲν πρέπει νὰ λέγωμεν ψέμματα. Δὲν ὑπάρχει χειροτέρα καὶ περισσότερον διαδεδομένη ἀσθένεια ἀπὸ τὸ ψεῦδος. Δὲν ὑπάρχει ἑπομένως ἀναγκαιότερον φάρμακον ἀπὸ τὴν ἀλήθειαν. Ἂς ἴδωμεν καὶ τὰ δύο.

 

Α.’ Ψ ε ῦ δ ο ς . Τοῦτο ἔχει ποικίλας μορφάς. Εἶναι ἁπλοῦν, διπλοῦν, πολλαπλοῦν. Ἁπλοῦν εἶναι ὅταν ἄλλα λέγουν τὰ χείλη καὶ ἄλλα ἡ καρδία. Διπλοῦν εἶναι ἡ διπλοπροσωπία ἤτοι ἄλλα λέγομεν ἐμπρὸς ἑνὸς ἀνθρώπου καὶ ἄλλα ὄπισθέν του. Πολλαπλοῦν εἶναι, ὅταν διὰ τὸ ἴδιον πρόσωπον ἄλλο λέγεις εἰς τὸν Α καὶ ἄλλο εἰς τὸν Β. Ἂς ἀρχίσωμεν ἀπὸ τὸ πρῶτον.

 

Ἁπλοῦν ψεῦδος. Ἄλλα ἤκουσες καὶ ἄλλα λέγεις. Ἄλλα εἶδες καὶ ἄλλα μαρτυρεῖς. Ἄλλα πράττεις καὶ ἄλλα περισσότερα καλὰ καὶ ὀλιγώτερα κακὰ ὁμολογεῖς. Ἄλλα πιστεύεις μέσα σου καὶ ἄλλα ὑπάρχουν εἰς τὰ χείλη σου. Ἐπάνω εἰς τὸν θυμόν σου ἢ εἰς τὸν ἐνθουσιασμόν σου ποσάκις δὲν εἶπες ψέμματα; Κατὰ τὴν ἀκατάσχετη φλυαρίαν σου διηγούμενος διάφορα γεγονότα πόσες φορὲς δὲν προέβης εἰς διαφόρους ἐκδόσεις ἐπηυξημένας, διὰ νὰ ἀπόδειξῃς, ὅτι ἔχεις πνεῦμα καὶ νὰ προκαλέσῃς τὰ γέλια; Ἐπάνω εἰς τὸ ὑλικόν σου συμφέρον ποσάκις δὲν ἐψεύσθης, διὰ νὰ μὴ χάσῃς τὸν πελάτην σου; Ἐπάνω εἰς τὸν ἐγωισμόν σου ποσάκις δὲν ἐψεύσθης, διὰ νὰ μὴ εἴπῃς κάτι σωστὸν τὸ ὁποῖον θὰ σοῦ ἔδιδε ταπεινὸν φρόνημα, συντριβήν; Χειρότερον ὅμως εἶναι τὸ ψεῦδος εἰς τὴν διπλοπροσωπίαν.

 

Ἡ διπλοπροσωπία. Εἶσθε μία παρέα καὶ ὡς θέμα συζητήσεως ἔχετε πρόσωπόν τι ἀπόν. Λέγονται κατ’ αὐτοῦ τὰ ἐξ ἁμάξης. Ἐμφανίζεται τὸ πρόσωπον αὐτό; Ἀρχίζουν οἱ λιβανισμοί του! Εἶσθε μία παρέα ἀπὸ φίλους ἢ φίλες. Τὰ λόγια σας εἶναι ἀμοιβαῖα θυμιάματα. Φεύγει ἓν μέλος τῆς παρέας. Ἀρχίζουν τὰ ξομπλιάσματα. Πόθεν τοῦτο; Τὸ πρόσωπον τοῦ κρινομένου εἶναι σπαθὶ μαγικό, χειρότερον ἀπὸ τὴν ἰδικήν σου γλῶσσαν. Σοῦ μεταμορφώνει τὰ πάντα. Σὲ κάμνει μικρὸ παιδί, ὥστε νὰ τὸν θυμιᾷς, ὅταν εἶναι ἐμπρός σου, ἐνῷ λέγεις ὅσα παίρνει ἡ σκοῦπα, ὅταν εἶναι ἀπόν. Γίνεσαι γουστέρα ὅταν εἶναι ἐνώπιόν σου καὶ λεοντάρι, ὅταν εἶναι μακράν σου. Ἡ διπλοπροσωπία σὲ μεταβάλλει εὐκολώτατα διὰ τῶν ψευδολογιῶν σου ἀπὸ γουστέρα εἰς λεοντάρι καὶ ἀπὸ λεοντάρι εἰς γουστέρα. Τὸ ψεῦδος σὲ κάμνει κατὰ τὴν διπλοπροσωπίαν σου δειλὸν καὶ φλύαρον. Ἀλλὰ καὶ ἡ δειλία σου καὶ ἡ φλυαρία σου σὲ σπρώχνουν εἰς τὴν διπλοπροσωπίαν αὐτήν. Σὲ ὁδηγεῖ ἡ δειλία σου εἰς τὸ ψεῦδος, διότι δὲν τολμᾷς νὰ εἴπῃς ἐνώπιόν του τὴν ἀλήθειαν. Σὲ ὠθεῖ ἡ φλυαρία σου νὰ ψεύδεσαι, διότι δὲν μπορεῖς νὰ συγκράτησῃς τὴν γλῶσσαν σου. Καλά! δὲν σέβεσαι τὴν ἀπουσίαν τοῦ κρινομένου, δὲν σέβεσαι τὴν παρουσίαν του, ἀναλογιζόμενος τί εἶπες, ὅταν ἦτο ἀπὼν καὶ τί λέγεις τώρα; Δὲν σέβεσαι τουλάχιστον τὸν ἑαυτόν σου ; Χειροτέρα ὅμως καὶ ἀπὸ τὴν διπλοπροσωπίαν εἶναι ἡ μορφὴ τοῦ ψεύδους τῆς πολυπροσωπίας.

 

Ἡ Π ο λ υ π ρ ο σ ω π ί α. Διὰ τὸ ἴδιον πρόσωπον ἄλλα λέγομεν ἐνώπιόν του, ἄλλα εἰς ἄλλον τινὰ καὶ διαφορετικὰ εἰς τρίτον. Εἶσαι ὑφιστάμενος καὶ ἔχεις τὸν προϊστάμενόν σου. Ἄλλα λέγεις ἐνώπιόν του, ἄλλα λέγεις εἰς συνάδελφόν σου φιλικῶς διακείμενον πρὸς αὐτὸν καὶ ἄλλα εἰς ἄλλον, ὁ ὁποῖος διάκειται ἐχθρικῶς πρὸς αὐτόν. Σοῦ ἀρέσει νὰ συμφωνῇς μὲ ὅλους πλὴν τοῦ ἑαυτοῦ σου. Οἱ τοιοῦτοι λέγονται πολιτικάντες. Κοροϊδεύουν ὅλους. Ὁμοιάζουν σὰν τοὺς ἀράπηδες τῶν καπνοδόχων, οἱ ὁποῖοι στρέφονται πρὸς τὴν ἑκάστοτε διεύθυνσιν τῶν ἀνέμων. Καπνὸν ἔχουν μέσα τους, παφιλένιοι εἶναι ἀπ’ ἔξω, ἀράπηδες εἶναι μέσα καὶ ἔξω!

 

Κάποτε εἴς τι χωρίον δύο ἀντίδικοι μετέβησαν εἰς τὸν οἰκεῖον εἰρηνοδίκην πρὸς ἐκδίκασιν τῆς διαφορᾶς των. Καὶ οἱ δύο ἀντίδικοι, ἀλλὰ χωριστὰ ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον ἀνέφερον τὰς ἀπόψεις των καὶ κατέθετε ἕκαστος εἰς τὸν Εἰρηνοδίκην τὸ σχετικὸν φιλοδώρημα. Ὁ Εἰρηνοδίκης ἀκούσας τὸν πρῶτον καὶ ἰδὼν τὸ γενναῖον φιλοδώρημά του εἶπεν εἰς αὐτόν: Ἔχεις δίκαιον. Μετ’ ὀλίγον ἔρχεται ὁ δεύτερος ἀντίδικος κομίζων καὶ αὐτὸς γενναῖον φιλοδώρημα. Ἐκθέτει τὴν ἄποψίν του. Ὁ Εἰρηνοδίκης ἀπαντᾷ καὶ εἰς αὐτόν: Ἔχεις δίκαιον. Ἡ παροῦσα τότε γυναῖκα του ἐρωτᾷ τὸν Εἰρηνοδίκην, ποιός ἐκ τῶν δύο ἔχει δίκαιον; Ὁ Εἰρηνοδίκης ἀπαντᾷ : Καὶ σὺ ἔχεις δίκαιον! Κωμικὸν εἶναι τὸ παράδειγμα; Τέτοια εἶναι καὶ ἡ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι εἶναι πολυπρόσωποι. Πόσοι ἐκ τῶν μειδιασάντων δὲν θὰ εἶναι ἔνοχοι; Καὶ ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, τὸ μειδίαμα ἂν ἦτο δάκρυ, θὰ ἦτο καταλληλότερον διὰ τὸν λυτρωμόν μας. Ποῖον τὸ φάρμακον; Ἡ ἀλήθεια!

 

Β’. Ἡ Ἀ λ ή θ ε ι α. Μερικοὶ νομίζουν, ὅτι διὰ νὰ εἴπουν τὴν ἀλήθειαν πρέπει νὰ ὑβρίσουν. Ὄχι. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πικρά, ὄχι ὅμως καὶ ὕβρις. Διὰ τοῦτο ἔχει ἀνάγκην ὁ ἀγαπῶν τὴν ἀλήθειαν βοηθήματός τινος καὶ τοῦτο εἶναι ἡ εὐγένεια, ἵνα γίνῃ δεκτή. Ἡ ἀλήθεια λοιπὸν πρέπει νὰ ἔχῃ δύο πράγματα: θάρρος καὶ εὐγένειαν. Θάρρος διὰ νὰ λεχθῇ καὶ φανῇ, εὐγένειαν διὰ νὰ εἰσακουσθῇ.

 

Θάρρος! Μεγάλο θάρρος μέχρι ἀγῶνος χρειάζεται ἐπάνω εἰς τὸν θυμόν σου καὶ εἰς τὸν ἐνθουσιασμόν σου, νὰ εἶσαι ἀκριβὴς εἰς τὰ λόγια σου καὶ εἰλικρινὴς εἰς τὸν ἄλλον, νὰ εὕρῃς καὶ νὰ εἴπῃς τὴν ἀλήθειαν. Μεγάλο θάρρος μέχρι ἀγῶνος χρειάζεσαι, ὅταν ἀπὸ τὴν παρέαν ἀνάβῃ ἡ φλυαρία καὶ πρόκειται νὰ θέσῃς χαλινόν τινα ἀληθείας εἰς τὴν γλῶσσαν σου. Μεγάλον θάρρος μέχρι αὐτοθυσίας χρειάζεσαι νὰ εἴπῃς εἰς τὸν πελάτην σου, πότε θὰ εἶναι ἕτοιμον τὸ παραγγελθὲν φόρεμα ἢ ἔπιπλον. Μέγα θάρρος χρειάζεται νὰ λέγῃς εἰς τὸν φίλον σου τὴν ἀλήθειαν. Μεγαλύτερον ὅμως θάρρος χρειάζεσαι, ὄχι μόνον ὅταν δὲν λέγῃς ψέμματα, ἀλλὰ καὶ ὅταν διευκολύνῃς τοὺς ἄλλους νὰ μὴ σοῦ λέγουν ψέμματα. Τοῦτο θὰ γίνῃ, ὅταν δὲν σοῦ κακοφαίνεται, διότι σοῦ λέγουν τὴν ἀλήθειαν, ὅταν δὲν σοῦ ἀρέσουν αἱ κολακεῖαι. Τὸ νὰ εἴπῃς τὴν ἀλήθειαν, εἶναι θάρρος, ἀλλὰ πολλάκις καὶ ἐγωισμός. Τὸ νὰ σοῦ εἴπουν τὴν ἀλήθειαν καὶ νὰ τὴν δεχθῇς καὶ μάλιστα, ὅταν διευκολύνῃς τοὺς ἄλλους πρὸς τοῦτο, εἶναι μεγαλύτερον θάρρος, διότι εἶναι καὶ ταπείνωσις.

 

Εὐγένεια! Ἀλλὰ τὸ γλύκασμα τῆς ἀληθείας εἶναι ἡ εὐγένεια. Πόσην ἀλήθειαν καὶ εὐγένειαν πραγματικὴν ἔχεις, ὅταν λέγῃς εἰς τὸν πελάτην σου πότε ἀκριβῶς θὰ εἶναι ἕτοιμη ἡ παραγγελία του! Πόσην εὐγένειαν ἔχεις, ὅταν δὲν ἔχῃς φλυαρίαν, ἀλλὰ ὀλίγα καὶ σωστὰ λόγια! Πόση εὐγένεια εἶναι, ὅταν ἤρεμος ἀπὸ θυμὸν καὶ ὑπερβολικὸν ἐνθουσιασμόν, λέγῃς τὴν ἀλήθειαν! Πόσην εὐγένειαν καὶ θάρρος ἔχει ἡ σιωπή σου, ἵνα μὴ εἴπῃς ψευδῆ πράγματα, τὰ ὁποῖα δὲν πιστεύεις. Ὅταν σιωπᾷς, διὰ νὰ μὴ εἴπῃς ψέμματα, πόσον θάρρος, ἀλλὰ καὶ εὐγένειαν ἔχεις! Ὅταν ἐρωτώμενος διὰ ἕνα πρᾶγμα, τὸ ὁποῖον δὲν γνωρίζεις, ἀπαντᾷς δὲν ξέρω, πόσον θάρρος καὶ εὐγένειαν δεικνύεις! Πόσον θάρρος καὶ εὐγένειαν δεικνύεις, ὅταν δὲν φαίνεσαι διπρόσωπος, ἀλλὰ σιωπᾷς ἢ μὲ τρόπον εὐγενῆ λέγεις εἰς τὸν φίλον σου τὴν πραγματικήν σου γνώμην! Πόσην εὐγένειαν ἔχεις, ὅταν δὲν εἶσαι πολυπρόσωπος, ὅταν δὲν θέλῃς νὰ κοροϊδεύῃς τοὺς ἄλλους συμφωνῶν δῆθεν μὲ ὅλους! Εὐγένεια καὶ θάρρος δεικνύεις, ὅταν φροντίζῃς νὰ εὑρίσκῃς τρόπους γλυκεῖς διὰ νὰ εἴπῃς τὴν ἀλήθειαν. Οὔτε θράσος, ὥστε νὰ ὑβρίζῃς, οὔτε δειλία, ὥστε νὰ μὴ λέγῃς τὴν ἀλήθειαν. Ἀλλὰ θάρρος καὶ εὐγένειαν.

 

Κλασσικὸν παράδειγμα θάρρους καὶ εὐγενείας πρὸς τὴν ἀλήθειαν εἶναι τὸ κάτωθι. Ὁ Διόνυσος, ὁ τύραννος τῶν Συρακουσῶν, ἐπεδεικνύετο ὡς ποιητής. Ἡμέραν τινὰ ἐκάλεσε τὸν ποιητὴν Φιλόξενον, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ἀπαγγέλλει τὸ ποίημά του καὶ ζητεῖ τὴν γνώμην του. Ὁ ποιητὴς ὁμολογεῖ ὅτι τὸ ποίημα δὲν ἀξίζει. Ὁ ποιητὴς φυλακίζεται εἰς τὰς «Λατομίας», ὑγρὰς φυλακὰς ἐντὸς βράχου τινός. Μετὰ καιρὸν καλεῖται ὑπὸ τοῦ ἰδίου Τυράννου ὁ εἰς τὰς φυλακὰς εὑρισκόμενος. Φιλόξενος καὶ εἰς ἔνδειξιν δῆθεν ἐκτιμήσεως παραθέτει εἰς αὐτὸν πλουσίαν τράπεζαν. Κατὰ ταύτην ὁ Τύραννος πάλιν ἀπαγγέλλει ποίημά του καὶ ζητεῖ τὴν γνώμην τοῦ ποιητοῦ Φιλοξένου. Ὁ Φιλόξενος ἐγείρεται διὰ νὰ φύγῃ. Ὁ Τύραννος τὸν ἐρωτᾷ, ποὺ πηγαίνει. Ἐκεῖνος ἀπαντᾷ. Εἰς τὰς Λατομίας. Οἱ παριστάμενοι ἐγέλασαν. Πόσην εὐγένειαν καὶ ἀλήθειαν ἔδειξεν ὁ Φιλόξενος! Ἐπροτίμησε νὰ φυλακισθῇ παρὰ νὰ μὴ εἴπῃ τὴν ἀλήθειαν. Πόσον θάρρος! Πηγαίνει μόνος του εἰς φυλακὴν σιωπῶν. Πόση εὐγένεια! Ἂς ἔχωμεν θάρρος μέχρι αὐτοθυσίας, εὐγένειαν μέχρι σιωπῆς. Ἰδοὺ ἡ ποικιλία καὶ εὐκολία τοῦ ψεύδους, ἡ δυσκολία καὶ τὸ μεγαλεῖον τῆς ἀληθείας. Ἂς λέγωμεν τὴν ἀλήθειαν.

4.

Ὁλοκληρωμένοι ἢ μισοὶ χριστιανοί; (Λουκ. 18, 18-27)

Καραβιδόπουλος Ἰωάννης (Καθηγητής Πανεπιστημίου)

Εἶναι συμπαθὴς ἡ περίπτωση τοῦ Ἰουδαίου ἄρχοντα ποὺ ἔχοντας τηρήσει ἀπὸ τὴ νεότητά του ὅλες τὶς ἐντολὲς τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου ρωτάει τὸν Ἰησοῦ, τί τοῦ μένει ἀκόμη νὰ κάνει γιὰ νὰ ἐξασφαλίσει τὴν αἰωνιότητα. Καὶ ὁ Ἰησοῦς, γνωρίζοντας πολὺ καλὰ τί κρατᾶ συνήθως τὸν ἄνθρωπο γερὰ δεμένο στὴ γῆ, τοῦ ἀπαντᾶ: « Ἕνα σοῦ λείπει ἀκόμη, πούλησε τὴν περιουσία σου καὶ δῶσε τὰ χρήματα στοὺς φτωχούς· ἔτσι θὰ ἔχεις θησαυροὺς στὸν οὐρανό, κι ἔλα νὰ μὲ ἀκολουθήσεις στὸ δύσκολο δρόμο τοῦ σταυροῦ».

 

Δὲν χωράει ἀμφιβολία ὅτι ὁ Ἰουδαῖος αὐτὸς ἄρχοντας ἦταν εὐσεβὴς ἄνθρωπος, ἐφ’ ὅσον τηροῦσε τὸ Νόμο κι εἶχε μέσα του τὴν ἐπιθυμία τῆς τελειότητας. Ὁ Νόμος ὅμως τῆς Π. Διαθήκης καταλήγει, ὁλοκληρώνεται καὶ κορυφώνεται στὸ Χριστό, ὁ ὁποῖος ἀποκαλύπτει τὴν ἀπόλυτη ἀπαίτηση τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Κι ἡ ἀπαίτηση αὐτὴ δὲν συνίσταται μόνο στὴν τήρηση τῶν βασικῶν ἐντολῶν ἀλλὰ στὴν πλήρη ἀποδέσμευση τοῦ ὅλου ἀνθρώπου ἀπὸ ὅ,τι τὸν κρατᾶ κολλημένο στὸ χῶμα ἀφ’ ἑνὸς καὶ στὸ ὁλοκληρωτικὸ δέσιμό του στὸ Θεό, ἀφ’ ἑτέρου. Ἡ στάση τοῦ πλούσιου αὐτοῦ Ἰουδαίου ποὺ λυπήθηκε βαθύτατα γιὰ τὴν ὑπόδειξη τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἔφυγε μὴ μπορώντας νὰ τὴν ἀκολουθήσει, δείχνει πόσο δύσκολο εἶναι νὰ δοθεῖ κανεὶς ὁλοκληρωτικὰ στὸ Θεό. Κι ἀκόμη μαρτυρεῖ πόσο εὔκολο εἶναι νὰ δημιουργεῖ μιὰ ψεύτικη ἱκανοποίηση μέσα στὴν συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου, ἱκανοποίηση ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν τήρηση ὁρισμένων, ἔστω βασικῶν ἐντολῶν.

 

Πιστεύει κανεὶς πολὺ γρήγορα ὅτι ξόφλησε τοὺς λογαριασμούς του μὲ τὸ Θεὸ μὲ τὸ νὰ τηρήσει μερικὲς τυπικὲς διατάξεις, μὲ τὸ νὰ ἀκολουθήσει κανονικὰ ὅλες τὶς νηστεῖες, μὲ τὸ νὰ ἐκκλησιάζεται πυκνά, μὲ τὸ νὰ μὴν εἶναι παραβάτης τῶν βασικῶν ἐντολῶν. Σὲ μιὰ κρίσιμη ὅμως στιγμὴ τῆς ζωῆς του ποὺ καλεῖται νὰ διαλέξει ἀνάμεσα στὸ Θεὸ καὶ στὰ χρήματά του, ἀνάμεσα στὸ Θεὸ καὶ στὴν κοινωνικὴ ἢ ἐπαγγελματικὴ θέση του, ἀνάμεσα στὸ Θεὸ καὶ στοὺς ἐπίγειους δεσμούς του, δὲν θυσιάζει τίποτε ἀπ’ ὅλα αὐτὰ γιὰ τὸ Θεό, ἀποδείχνοντας ἔτσι ὅτι ἡ θρησκευτικότητά του καλύπτει ἕνα μόνο μέρος τῆς ζωῆς του, αὐτὸ ποὺ φαίνεται ἐξωτερικά, κι ὄχι τὸ σύνολό της, κι ὄχι ὅλο τὸ βάθος της· ὅτι συνίσταται στὴν ἀνώδυνη τήρηση ἐντολῶν κι ὄχι στὴν ὀδυνηρὴ ὑποταγὴ τοῦ ὅλου ἀνθρώπου στὴν ἀπόλυτη ἀπαίτηση τοῦ Θεοῦ.

 

Ὁ Ἰησοῦς δὲν κατηγορεῖ τὸν εὐσεβῆ συνομιλητή του γιὰ ὅ,τι ἔκανε, ἀλλὰ γιὰ ὅ,τι παρέλειψε νὰ κάνει· δὲν τὸν κατακρίνει γιὰ τὶς ἀρετές του, ἀλλὰ γιατί βλέπει ὅτι αὐτὲς δὲν ἐντάσσονται στὸ ὁλοκληρωτικὸ δόσιμό του στὸ Θεὸ κι εἶναι μεμονωμένες ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς του, ἄν καὶ- κατὰ πάντα- σωστὲς καὶ ἀξιέπαινες. Βλέπει ἀκόμη ὅτι ἡ θρησκευτικότητά του δὲν συνδέεται ἄμεσα μὲ τὴ ζωὴ του μέσα στὴν κοινωνία· ὅτι ὁ δρόμος ποὺ τὸν φέρνει στὸ Θεὸ δὲν περνάει μέσα ἀπὸ τὴν κοινωνία τῶν ἀδελφῶν καὶ δὲν διασταυρώνεται μὲ τοὺς δρόμους τῶν συνανθρώπων του. Εἶναι ἕνας μονόδρομος ποὺ ἐξασφαλίζει τὴν ἱκανοποίηση μέσα στὴ συνείδησή του, ὄχι ὅμως καὶ τὴν ἱκανοποίηση τοῦ Θεοῦ ὁ ὁποῖος δὲν δέχεται συμβιβασμούς, ὑποκρισίες καὶ ψευτιές.

 

Στὴν περικοπὴ μᾶς ὑπογραμμίζονται τρεῖς κυρίως ἀλήθειες:

 

1) Ὁ Θεός, ὅπως ἀποκαλύπτεται στὴν ἀνθρωπότητα διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἔχει ἀπόλυτη ἀπαίτηση ἀπ’ ὅλους, χωρὶς συμβιβασμοὺς καὶ μονόπλευρες ἐκδηλώσεις· ζητάει ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο κι ὄχι μόνο μερικὲς θρησκευτικὲς ἐκδηλώσεις, μερικὲς ἀρετές του, μερικὴ τήρηση τῶν ἐντολῶν του.

 

2) Ἐκεῖνο ποὺ ἐμποδίζει τὸ ὁλοκληρωτικὸ δόσιμο τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ προσκόλληση στὸν ἐπίγειο θησαυρισμό.

 

3) Αὐτὸ ποὺ φαίνεται δύσκολο γιὰ τὸν ἄνθρωπο, νὰ εἶναι δηλ. ὄχι μερικὰ ἀλλὰ ὁλοκληρωτικὰ δοσμένος στὸ Θεό, γίνεται εὔκολο μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴ βίωση καὶ ἀποδοχὴ αὐτῆς τῆς χάρης μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ἐὰν «τὰ ἀδύνατα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους εἶναι δυνατὰ γιὰ τὸ Θεό», τότε ἂς μὴ νομίσει κανεὶς ὅτι ἡ ὁλοκληρωτικὴ ὑποταγὴ τοῦ ἀνθρώπου στὸ Θεὸ εἶναι πράγμα ἀκατόρθωτο καὶ ἀπραγματοποίητο.

5.

Ὁ πλούσιος νεανίας (Λουκ. ιη΄18-27)

Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))

Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ και τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

 

Ὁ Κύριος μᾶς προειδοποιεῖ σήμερα πόσο δύσκολο εἶναι γιὰ ἕναν ἄνθρωπο πλούσιο νὰ εἰσέλθει στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀνοιχτὴ μόνο στοὺς ἀναγκεμένους, σ’ ἐκείνους ποὺ εἶναι φτωχοί, ποὺ στεροῦνται τὰ πάντα στὴ γῆ; Ὄχι. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀνοιχτὴ σὲ ὅλους ποὺ δὲν εἶναι σκλαβωμένοι στὰ πράγματα ποὺ κατέχουν.

 

Ὅταν διαβάζουμε τὸν πρῶτο Μακαρισμὸ, «Εὐλογημένοι εἶναι οἱ φτωχοὶ στο πνεῦμα, διότι σ’ αὐτοὺς ἀνήκει ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν», μᾶς δίνεται ἕνα κλειδὶ νὰ κατανοήσουμε τοῦτον τὸν λόγο : πτωχοὶ στὸ πνεῦμα εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ κατανόησαν ὅτι δὲν ἔχουν τὴν κυριότητα σὲ τίποτα ἀπ’ ὅσα κατέχουν. Εἴμαστε δημιούργημα τῆς Θεϊκῆς ἐνέργειας, ἔχουμε ἀγαπηθεῖ σὰν ὑπάρξεις· ἔχουμε προσφερθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ εἴμαστε σὲ κοινωνία μαζί Του στὴν ὁποία δὲν ἔχουμε καθόλου δικαιώματα. Ὅ,τι εἴμαστε, ὅ,τι κατέχουμε δὲν μᾶς ἀνήκει μὲ τὴν ἔννοια ὅτι δὲν ἔχουμε φτιάξει τοὺς ἑαυτούς μας, δὲν δημιουργήσαμε ὅ,τι φαίνεται, ὅ,τι μᾶς ἀνήκει – κάθε τι ποὺ εἴμαστε καὶ ποὺ ἔχουμε εἶναι ἀγάπη, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων, καὶ τίποτα δὲν κατέχουμε ἐπειδὴ τὰ πάντα εἶναι ἕνα δῶρο ποὺ τὸ χάνουμε τὴ στιγμὴ ποὺ θέλουμε νὰ τὸ κάνουμε κτῆμα μας και λέμε, «Εἶναι δικό μου».

 

Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀληθινὰ ἡ βασιλεία ἐκείνων ποὺ γνωρίζουν ὅτι εἶναι ἀπέραντα πλούσιοι ἐπειδὴ μποροῦμε νὰ περιμένουμε τὰ πάντα ἀπὸ τὴν θεϊκὴ καὶ τὴν ἀνθρώπινη ἀγάπη. Εἴμαστε πλούσιοι ἐπειδὴ δὲν κατέχουμε τίποτα, εἴμαστε πλούσιοι ἐπειδὴ τὰ πάντα μᾶς ἔχουν δοθεῖ· καὶ ἔτσι εἶναι δύσκολο γιὰ κάποιον ποὺ φαντάζεται ὅτι εἶναι πλούσιος δικαιωματικὰ νὰ ἀνήκει σὲ τοῦτο τὸ βασίλειο ὅπου τὸ κάθε τι εἶναι δεῖγμα ἀγάπης, καὶ ποὺ τίποτα δὲν μποροῦμε νὰ κατέχουμε, ποὺ ἔχει ἀφαιρεθεῖ ἀπὸ ἄλλους· ἐπειδὴ τὴ στιγμὴ ποὺ λέμε ὅτι κατέχουμε κάτι ποὺ δὲν μᾶς ἔχει δοθεῖ εἴτε ἀπὸ τὸν Θεὸ εἴτε ἀπὸ ἀνθρώπινη φροντίδα, τὸ ἀποκόβουμε ἀπὸ τὸ μυστήριο τῆς ἀγάπης. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, τὴ στιγμὴ ποὺ ἀγκιστρωνόμαστε σὲ ὁτιδήποτε, γινόμαστε σκλάβοι του.

 

Θυμᾶμαι ὅταν ἤμουν νέος, ἕναν ἄνδρα νὰ μοῦ λέει: Δὲν καταλαβαίνετε ὅτι τὴ στιγμὴ ποὺ παίρνεις στὰ χέρια σου ἕνα νόμισμα και δεν εἶσαι προετοιμασμένος νὰ ἀνοίξεις τὸ χέρι σου γιὰ νὰ τὸ ἀφήσεις, δὲν χρησιμοποιεῖς σωστὰ τὸ χέρι σου, τὸ σῶμα σου, ἐπειδὴ ὅλη ἡ προσοχὴ σου θὰ ἐπικεντρώνεται στὸ νὰ μὴν χάσεις αὐτὸ τὸ νόμισμα, – τὰ ὑπόλοιπα θὰ ξεχαστοῦν.

 

Εἴτε κρατᾶμε ἕνα χάλκινο νόμισμα, εἴτε νοιώθουμε πλούσιοι – διανοητικὰ, συναισθηματικὰ, ὑλικὰ, – εἴμαστε φυλακισμένοι, ἔχουμε χάσει τὴ χρήση ἑνὸς μέρους τοῦ σώματος μας, τοῦ μυαλοῦ μας, τῆς καρδιᾶς μας· δὲν μποροῦμε νὰ εἴμαστε πιὰ ἐλεύθεροι, καὶ ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι βασιλεία ἐλευθερίας.

 

Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλερὰ ἐπίσης, πόσο δύσκολο εἶναι γιὰ κάποιον ποὺ ποτὲ δὲν τοῦ ἔχει λείψει τίποτα, ποὺ πάντοτε εἶχε περισσότερα ἀπὸ ὅσα χρειαζόταν, νὰ συνειδητοποιήσει τὴν φτώχεια ἤ τὴν ἀνάγκη κάποιου ἄλλου: φτώχεια ὑλικὴ, συναισθηματικὴ, διανοητικὴ ἤ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἀνάγκη. Ἀπαιτεῖται ἀπὸ ἐμᾶς νὰ εἴμαστε προσεχτικοὶ στὶς κινήσεις τῆς καρδιᾶς ἄλλων ἀνθρώπων καὶ στὶς ἀνάγκες τους ὥστε νὰ ἀνταποκριθοῦμε σ’ αὐτὲς.

 

Κάποιος εἶπε στὰ Ρωσικὰ: «Ἕνας ἱκανοποιημένος δὲν κατανοεῖ πλέον ἕναν πεινασμένο»· ποιὸς ἀπὸ ἐμᾶς μπορεῖ νὰ πεῖ ὅτι εἴμαστε πεινασμένοι ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἄποψη; Καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ λὸγος ποὺ δὲν κατανοοῦμε τὶς ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων – τὶς ἀνάγκες ποὺ ἔχουν οἱ ἄνθρωποι ποὺ βρίσκονται ἐδῶ, ἤ αὐτὲς ποὺ ὑπάρχουν πέρα ἀπὸ τὶς ἀνάγκες τῆς δικῆς μας ἐκκλησίας.

 

Λοιπὸν, ἄς προβληματιστοῦμε πάνω σ’ αὐτὸ· φτώχεια δὲν σημαίνει ἔνδεια· σημαίνει ἐλευθερία ἀπὸ τὴν ὑποδούλωση σὲ μιὰν αὐταπάτη ὅτι εἴμαστε αὐτάρκεις, δημιουργοὶ σ’ ὅ,τι εἴμαστε καὶ σὲ ὅ,τι κατέχουμε. Καὶ ἐπίσης ἐλεύθεροι ἀπὸ τὴν ὑποδούλωση σ’ αὐτὸ ποὺ μᾶς δίνεται γιὰ νὰ γίνουμε γεωργοὶ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ.

 

Ἄς τὸ λάβουμε αὐτὸ ὑπόψιν μας· ἐπειδὴ ἄν τὸ μάθουμε, ἄν μάθουμε αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὅτι εἴτε εἶναι πλούσιος, εἴτε πτωχὸς, εἶναι ἐξίσου πλούσιος ἐπειδὴ ὁ πλοῦτος του βρίσκεται στὸν Θεὸ καὶ στὴν ἀνθρώπινη ἀγάπη, τότε θὰ μποροῦμε, εἴτε ἔχουμε ὑλικὰ πράγματα εἴτε ὄχι, νὰ εἴμαστε ἐλεύθεροι ἀπὸ αὐτὰ, καὶ νὰ ἀνήκουμε στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι τὸ Βασίλειο τῆς ἀμοιβαίας ἀγάπης, ἤ τῆς ἀλληλεγγύης, τῆς συμπόνοιας τοῦ ἑνὸς ἀνθρώπου γιὰ τὸν ἄλλον, ποὺ εἶναι τὸ Βασίλειο τῆς προσφορᾶς τοῦ ἑνὸς πρὸς τὸν ἄλλον σὲ ὅ,τι μᾶς δόθηκε δωρεάν. Ἀμήν.

6.

Ἡ ἐπίδραση τῶν παθῶν (Λουκ. ιη΄ 18-27)

Ἰωὴλ Φραγκᾶκος (Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας)

«Ὁ δὲ ἀκούσας ταῦτα περίλυπος ἐγένετο»

 

Ὁ ἄρχοντας ποὺ πλησίασε τὸ Χριστό, δὲν ἦταν ἄνθρωπος κακῶν διαθέσεων. Ἀντίθετα ἦταν καλοπροαίρετος, αὐστηρὸς τηρητὴς τῶν ἐντολῶν τοῦ Νόμου καὶ μάλιστα ἦταν καὶ τύπος ἀνθρώπου ποὺ εἶχε ἀνησυχίες γιὰ τὴ σωτηρία του. Ἤθελε νὰ κερδίσει τὴν εὔνοια τοῦ Χριστοῦ, γι’αὐτὸ καὶ ἐξ’ ἀρχῆς τὸν προσφωνεῖ κολακευτικά: «Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;» (Λουκ.18,18). Μάλιστα ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος σημειώνει καὶ τὴ λεπτομέρεια πὼς τόλμησε μπροστὰ στὸ πλῆθος νὰ γονατίσει ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ καὶ μετὰ νὰ τοῦ κάνει τὴν ἐρώτηση (Μάρκ. 10,17). Ὁ Βίκτωρ, ὁ Πρεσβύτερος Ἀντιοχείας γράφει πὼς ὁ «νεανίσκος» (Ματθ. 19,20) δὲν ἦταν ὕπουλος, ἀλλὰ φιλάργυρος. Ἂς δοῦμε τὴν προσωπικότητά του.

 

 

 

Τὰ καλὰ στοιχεῖα τοῦ νεανίσκου

 

Πρῶτα πρῶτα εἶχε τηρήσει τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴ μικρή του ἡλικία. Βέβαια οἱ περισσότερες ἐντολὲς ποὺ εἶχε φυλάξει, εἶχαν ἀρνητικὸ χαρακτήρα, δηλ. δὲν εἶχε μοιχεύσει, δὲν εἶχε σκοτώσει, δὲν εἶχε κλέψει κ.ἄ. Ἐντύπωση προκαλεῖ ἡ ὁμολογία του πὼς εἶχε, ἂν καὶ νεαρὸς στὴν ἡλικία, νικήσει τὰ σαρκικὰ πάθη, ποὺ εἶναι καταστάσεις δυσκαταγώνιστες. Θὰ μπορούσαμε ἄνετα νὰ ποῦμε πὼς εἶχε φόβο Θεοῦ. Δὲν ἦταν ἀναίσθητος πνευματικά. Ἀκόμη καὶ ἡ ἐρώτηση ποὺ ἔκανε: «Τί ἔτι ὑστερῶ;» (Ματθ. 19,20) δείχνει τὴν ἀγωνία ποὺ εἶχε γιὰ τὴ σωτηρία του. Στὸ σημεῖο αὐτὸ παρατηρεῖ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «τί ἔτι ὑστερῶ;» ὅ καὶ αὐτὸ σημεῖον ἦν τῆς σφοδρᾶς ἐπιθυμίας αὐτοῦ», δηλ. ἡ ἐρώτηση ἦταν σημάδι τῆς πάρα πολὺ μεγάλης ἐπιθυμίας του, γιὰ νὰ σωθεῖ. Αὐτὴ ἡ συναίσθησή του πὼς πιθανῶς κάπου νὰ ὑστερεῖ καὶ ἡ ἐπιθυμία του νὰ γίνει καλύτερος, τὸν κάνει νὰ εἶναι συμπαθής. Ὁ Κύριος «ἐμβλέψας αὐτῷ ἠγάπησεν αὐτόν» (Μάρκ. 10,21). Ὁ Κύριος τὸν ἀγάπησε, ἐπειδὴ εἶδε πὼς ὅλα αὐτὰ τὰ χαρίσματα ποὺ εἶχε, δὲν ἦταν ψεύτικα, ἀλλὰ ἀληθινά. Ὁ νεανίσκος εἶχε νικήσει τὴ σάρκα του, εἶχε νικήσει τὸν ἐγωισμό του, εἶχε καταβάλει τὶς ἰδιοτροπίες του καὶ τὰ διάφορα νεανικὰ πάθη. Ποὺ ὅμως εἶχε νικηθεῖ;

 

 

 

Τὸ μεγάλο πάθος τοῦ νεανίσκου

 

Μπορεῖ κάποιος νὰ τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ συγχρόνως νὰ εἶναι δέσμιος τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν. Τὸ ἐγὼ τοῦ ἀνθρώπου ἐπινοεῖ πολλὲς φορὲς ἁμαρτωλὲς καταστάσεις μέσα μας, οἱ ὁποῖες τὶς περισσότερες φορὲς ἑστιάζονται στὶς προσπάθειές μας νὰ κατανικήσουμε τὸ φόβο τοῦ θανάτου καὶ νὰ σταθεροποιήσουμε τὴ ζωή μας μὲ τὴ βοήθεια τῶν ὑλικῶν πραγμάτων. Ὁ Θεὸς ζητάει ἀπὸ μᾶς τὴν τελεία ἀποδέσμευση ἀπὸ τὰ πράγματα ποὺ μᾶς κρατοῦν δέσμιους ἐντός τοῦ κόσμου, γράφει ἕνας καθηγητὴς θεολόγος. Ὁ νεανίσκος εἶχε νικήσει τὸν ἔρωτα τῶν σωμάτων, ἀλλ’εἶχε νικηθεῖ ἀπὸ τὸν ἔρωτα τῶν χρημάτων. Ἦταν φιλάργυρος. Ἡ προσκόλληση στὸν ὑλικὸ πλοῦτο μπορεῖ νὰ ἀποβεῖ τὸ μεγαλύτερο ἐμπόδιο γιὰ τὴν εἴσοδό μας στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀπαγκίστρωσή μας ἀπὸ τὰ χρήματα θεωρεῖται χάρισμα καὶ μάλιστα μεγάλο. Ὁ Κύριος ζήτησε ἀπὸ τὸν ἄρχοντα νὰ διανείμει τὴν περιουσία του στοὺς πτωχούς. Αὐτὸ ἦταν κάτι ἀνήκουστο γιὰ τοὺς Ἰουδαίους. Τοῦ εἶπε νὰ κάνει κάτι μεγάλο, ἀλλὰ τοῦ ἔδωσε καὶ μεγάλα ἔπαθλα· «ἔξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ›› (Λουκ. 18,22). Ὁ Κύριος τοῦ ὑποσχέθηκε νὰ τὸν κάνει πιὸ πλούσιο. Τοῦ εἶπε νὰ δώσει τὰ φθειρόμενα, γιὰ νὰ κερδίσει τὰ μένοντα καὶ αἰώνια. Ὁ νεανίσκος δὲν ἄντεξε τὴν προτροπὴ τοῦ Κυρίου καὶ «ἀπῆλθε λυπούμενος» (Ματθ. 19,22). Τὰ κτήματα καὶ τὰ ὑπάρχοντα τοῦ ἀφήρεσαν τὸ ζῆλο γιὰ τὴν αἰώνια ζωή. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος σὲ μία ὁμιλία του λέγει πὼς πιὸ εὔκολα κάποιος δίνει τὸ αἷμα του παρὰ ἀρνεῖται τὰ χρήματα· «ὥστε τοῦ ρίψαι τὰ χρήματα πολλῷ μεῖζον τοῦτο τὸ ἐπιτάγμα, τὸ καὶ αὐτὸ τὸ αἷμα ἐκχεῖν». Ὁ λαλίστατος νεανίσκος κατάπιε τὴ γλώσσα του μπροστὰ στὴν προσταγὴ τοῦ Κυρίου. Σίγησε, ἔγινε κατηφὴς καὶ στυγνὸς καὶ ἀναχώρησε γιὰ τὸ σπίτι του, χωρὶς νὰ παραδεχθεῖ τὸ σωτήριο λόγο τοῦ Χριστοῦ.

 

 

 

Ἡ ἐπίδραση τῶν παθῶν

 

Ἀντὶ ἄλλων σχολίων ἂς ἀναφέρουμε τὴ γνώμη τοῦ Μεγάλου Βασιλείου γιὰ τὴ φιλαργυρία ποὺ δείχνει τὴ φοβερὴ ἐπίδραση τοῦ πάθους πάνω μας. Γνωρίζω (γράφει ὁ ἅγιος) πολλοὺς νηστευτές, προσευχομένους, στενάζοντες, ποὺ δείχνουν ὅλη τὴν ἀδάπανη εὐλάβεια, ἐνῶ δὲν προτίθενται νὰ δώσουν ἐλεημοσύνη οὔτε ἕναν ὀβολό. «Τί τὸ ὄφελος τούτοις τῆς λοιπῆς ἀρετῆς», δηλ. ποιὸ εἶναι σ’ αὐτοὺς τὸ ὄφελος ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη ἀρετή; Κανένα ὄφελος δὲν ἔχουμε, ἐὰν κυριαρχεῖ ἕνα πάθος καὶ μάλιστα θανάσιμο, ἐπάνω μας, ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη ἀρετή μας.

 

 

 

Ἀδελφοί μου,

 

Ἂν δὲν εἶναι στραμμένη ἡ καρδιά μας στὰ μὴ βλεπόμενα, ἂν δὲν μποροῦμε νὰ τοποθετήσουμε στὴν πρέπουσα θέση τὴ γῆ ἀπέναντι στὸν οὐρανὸ κι ἂν δὲν καταλάβουμε ὅτι εἴμαστε στὴ γῆ, ἀλλὰ ὁ προορισμὸς μας εἶναι ὁ οὐρανός, εἶναι ἀδύνατο νὰ ἐννοήσουμε αὐτὰ ποὺ λέγει ἡ Ἐκκλησία μας γιὰ τὸν πλοῦτο. «Ἄς προσπαθήσουμε νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὰ διάφορα πάθη μας».

7.

Κυριακὴ ΙΓ΄ Λουκᾶ (Λουκ. ιη΄ 18-27)

Διονύσιος Ψαριανός (Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης)

Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

 

Συνήθεια τὸ ‘χει ἡ Ἐκκλησία μας νὰ μᾶς μιλάη συχνὰ πυκνὰ γιὰ τὰ ἴδια πράγματα. Εἶναι γιατί θέλει νὰ τὰ ἐντυπωθοῦμε καλὰ στὸ μυαλό μας καὶ νὰ τὰ προσέχουμε· ἤ νὰ τὰ φυλαγώμαστε, ὅταν εἶναι κακὰ ἤ νὰ τὰ ἐκτελοῦμε, ὅταν εἶναι καλά. Θέλοντας λοιπὸν ἡ Ἐκκλησία μας νὰ μᾶς διδάξη πὼς πρέπει νὰ φυλαγώμαστε ἀπὸ τὴν φιλαργυρία καὶ τὴ φιλοχρηματία, μᾶς μιλάει καὶ σήμερα στὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο γιὰ τὸν πλοῦτο. Ἂς ἀκούσουμε τὸ ἱερὸ κείμενο στὴ δική μας ἁπλὴ γλώσσα.

 

Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἕνας ἄνθρωπος ἐπλησίασε τὸν Ἰησοῦ, πειράζοντάς τον καὶ λέγοντας· Ἅγιε διδάσκαλε, τί ἂν κάμω θὰ κληρονομήσω τὴν αἰώνιο ζωή; Κι ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε· Γιατί μὲ λὲς ἅγιο; Κανένας δὲν εἶναι ἅγιος παρὰ μόνο ἕνας, ὁ Θεός. Τὶς ἐντολὲς τὶς ξερεις· μὴν πειράξης ξένη γυναίκα, μὴ σκοτώσης, μὴν κλέψης, μὴν πάρης ψεύτικο ὅρκο, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴ μητέρα σου. Κι ἐκεῖνος εἶπε· ὅλα ἐτοῦτα τὰ ἐτήρησα πιστὰ ἀπὸ τὰ μικρά μου χρόνια. Κι ὅταν ἄκουσε τοῦτα ὁ Ἰησοῦς, τοῦ εἶπε· ἒν’ ἀκόμα σοῦ λείπει· ὅλα ὅσα ἔχεις πώλησέ τα καὶ μοίρασέ τα στοὺς φτωχούς, καὶ θὰ ‘χης θησαυρὸ στὸν οὐρανό, κι ἔλα νὰ μὲ ἀκολουθᾶς. Μὰ ἐκεῖνος, ὅταν ἄκουσε τοῦτα, ἔπεσε σὲ μεγάλη λύπη· γιατί ἦταν πάρα πολὺ πλούσιος. Ὅταν τὸν εἶδε ὁ Ἰησοῦς ποὺ λυπήθηκε τόσο πολύ, εἶπε· πόσο δύσκολα ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν τὰ χρήματα θὰ μποῦν στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ! Γιατί εἶναι πιὸ εὔκολο νὰ περάση μία καμήλα ἀπὸ τὴν τρύπα τῆς βελόνας παρὰ πλούσιος νὰ μπῆ στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Τότε εἶπαν ἐκεῖνοι ποὺ τὸν ἄκουσαν· καὶ ποιὸς μπορεῖ νὰ σωθῆ; Κι ὁ Ἰησοῦς εἶπε· τὰ ἀδύνατα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους εἶναι δυνατὰ γιὰ τὸ Θεό.

 

Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἶπε πὼς εἶναι δύσκολο πράγμα πλούσιος ἄνθρωπος νὰ μπῆ στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶπε πὼς εἶναι ἀδύνατο, μὰ εἶπε πὼς εἶναι δύσκολο. Γιατί ὁ πλοῦτος εἶναι μεγάλο ἐμπόδιο καὶ πειρασμός· εἶν’ ἕνας θεὸς ὁ πλοῦτος γιὰ κείνους ποὺ τὸν ἔχουν, ἕνας θεὸς ποὺ τὸν προσκυνοῦν καὶ τὸν λατρεύουν. Ὅλοι ποὺ ἀγαποῦν τὰ χρήματα, ὅλοι oἱ πλούσιοι λίγο πολὺ εἶναι εἰδωλολάτρες· λατρεύουνε τὸ εἴδωλό τους, τὸν ψεύτικο θεὸ ποὺ εἶναι ὁ πλοῦτος. Γιατί ἀληθινὰ εἴδωλο καὶ ψεύτικος Θεὸς εἶναι ὁ πλοῦτος· σήμερα εἶναι κι αὔριο δὲν εἶναι, σήμερα τὸν ἔχεις κι αὔριο φεύγει ἀπὸ τὰ χέρια σου. Ἐδῶ δὲ χρειάζεται πολλὴ θεωρία γιὰ νὰ τὸ καταλάβουμε, γιατί ἡ ζωὴ εἶναι γεμάτη ἀπὸ τέτοια παραδείγματα. Εἴδαμε πολλοὺς ποὺ εἶχαν πλοῦτο καὶ τὸν προσκυνοῦσαν καὶ τὸν λάτρευαν κι ἄξαφνα τοὺς ἔφυγε ὁ θεός τους κι ἔμειναν στὸ δρόμο. Γιατί ὁ πλοῦτος εἶναι καὶ ψεύτικος καὶ ἄπιστος θεός.

 

Μὰ τί νὰ ἐννοοῦσε ὁ Χριστός, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὅταν ἔλεγε πὼς εἶναι δύσκολο πράγμα πλούσιος ἄνθρωπος νὰ μπῆ στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ; Ἐννοοῦσε βέβαια πὼς δύσκολα οἱ πλούσιοι θὰ μποῦνε στὸν παράδεισο, πὼς δύσκολα ὕστερ’ ἀπὸ τὸ θάνατό τους θὰ βροῦνε ἀνάπαυση καὶ μακαριότητα. Ὅ,τι πόθησαν τὸ εἶχαν σὲ τούτη τὴ ζωή· ξώφλησαν λοιπὸν κι ἔφυγαν. Μὰ δὲν ἐννοοῦσε μόνο τοῦτο ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὅταν ἔλεγε πὼς δύσκολα θὰ μπῆ πλούσιος στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γιατί ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι μόνο στὸν οὐρανό, εἶναι καὶ στὴ γῆ· μέσα μας καὶ ἀνάμεσα μας εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, εἶπε κάποτε ὁ Χριστός. Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀδελφοί μου, εἶναι ἡ Ἐκκλησία μας καὶ σὲ τούτη τὴν Ἐκκλησία οἱ πιὸ πολλοὶ καὶ οἱ πιὸ καλοὶ χριστιανοὶ δὲν εἶναι οἱ πλούσιοι. Ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν τὸν πλοῦτο ξεγελιοῦνται καὶ θαρροῦν πὼς δὲν τοὺς χρειάζεται ἡ Ἐκκλησία, ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ· ἔχουν τὴ δική τους βασιλεία, ἔχουν τὸ δικό τους θεό. Ἡ Ἐκκλησία πιστεύουν πὼς εἶναι γιὰ παρηγοριὰ τῶν φτωχῶν.

 

Κι ὅμως, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ μεγάλη παρηγοριὰ καὶ τῶν πλουσίων, μιὰ ποὺ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ κιβωτὸς μέσα στὴν ὁποία σώζονται ὅλοι oi ἄνθρωποι. Μέσα στὴν Ἐκκλησία ὁ πλοῦτος τῶν πλουσίων ἐξαγιάζεται καὶ βρίσκει σκοπό. Κάποτε ὁ Χριστὸς ἔφτασε νὰ πῆ πὼς κι ὁ ἄδικος ἀκόμα πλοῦτος μπορεῖ νὰ βρῆ κάποιο δίκαιο σκοπό. Κάμετε φίλους, εἶπε, ἐκ τοῦ μαμωνᾶ τῆς ἀδικίας. Οἱ πλούσιοι, ποὺ κι ἂν ἔχετε τὸ χριστιανικὸ ὄνομα, εἴσαστε ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, γιατί ὁ πλοῦτος σᾶς δυσκολεύει τὴν εἴσοδο, ἐλᾶτε λοιπὸν στὴν Ἐκκλησία. Ἐδῶ εἶναι ἡ δικαιοσύνη ἐδῶ ἡ φιλανθρωπία, ἐδῶ ἡ ἀγάπη, ἐδῶ ἡ παρηγοριὰ γιὰ ὅλους· ἐδῶ ἡ φτώχεια βρίσκει ν’ ἀκουμπήση κι ὁ πλοῦτος νὰ δικαιωθῆ. Ἡ Ἐκκλησία δὲν πιστεύει στὸν πλοῦτο, πιστεύει στὸ Θεὸ· δὲν ἀγαπᾶ τὰ χρήματα, ἀγαπᾶ τοὺς ἀνθρώπους. Ἡ Ἐκκλησία λοιπὸν καλεῖ καὶ τοὺς πλουσίους, νὰ πιστέψουν στὸ Θεὸ καὶ ν’ ἀγαπήσουν τοὺς ἀνθρώπους. Ἂς τὸ θελήσουνε κι ἂς εἶναι δύσκολο· ἂς ἔρθουνε στὴν Ἐκκλησία κι ὁ Θεὸς θὰ βοηθήση. Ὅσα δὲν μποροῦν οἱ ἄνθρωποι, τὰ μπορεῖ ὁ Θεός.

 

 

Ἀγαπητοὶ χριστιανοί.

 

Εἴπαμε καὶ σήμερα ὅσα μπορέσαμε γιὰ τὸν πλοῦτο. Μὰ ἐτοῦτο τὸ θέμα εἶναι τόσο μεγάλο καὶ κατάντησε στὸν καιρὸ μας τόσο δύσκολο, ποὺ ὅσο νὰ μιλοῦμε δὲ σώνεται. Ἐμεῖς ἕνα πράγμα νὰ ξέρουμε, πὼς ἂν θέλουμε τὴ σωτηρία μας, ἡ σωτηρία μας δὲν εἶναι ὁ πλοῦτος μὰ ὁ Θεός. Ἂν δὲν εἴμαστε πλούσιοι, ἂς μὴν τὸ θαρροῦμε συμφορά· φτάνει νὰ ‘χουμε τὸ καθημερινό μας. Κι ἂν εἴμαστε πλούσιοι, ἂς μὴν τὸ θαρροῦμε εὐτυχία, γιατί ὁ πλοῦτος εἶναι κίνδυνος. Ὅ,τι κι ἂν εἴμαστε, ἂς ἔχουμε πίστη καὶ ἀγάπη· πίστη στὸ Θεὸ κι ἀγάπη μεταξύ μας. Καὶ τότε θὰ ξέρουμε οἱ φτωχοὶ πῶς θὰ σηκώσουμε τὴ φτώχειά μας κι οἱ πλούσιοι πῶς θὰ χρησιμοποιήσουμε τὸν πλοῦτο μας, γιὰ νὰ μποῦμε ὅλοι στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.

8.

Τί ποιήσω ἵνα ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; (ΙΓ΄Λουκᾶ)

Ἀθανάσιος Γιέφτιτς (Ἐπίσκοπος)

Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι στὸ Εὐαγγέλιο, ἀπὸ τόσους ποὺ μνημονεύονται καὶ ἀναφέρονται, κανεὶς δὲν ἔχει θέσει τέτοια ριζική, ὁριακή, θὰ ἔλεγα, ἐρώτηση στὸν Χριστό, ὅσον ἕνας νέος. Σημειώνουν οἱ Εὐαγγελιστὲς ὅτι προσῆλθε στὸν Χριστὸ ἕνας νέος καὶ τοῦ ἔθεσε τὴν πιὸ μεγάλη, τὴν πιὸ ριζική, τὴν πιὸ ὁριακὴ ἐρώτηση:

 

«Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσω ἵνα ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;» Τί νὰ κάνω νὰ κερδίσω, νὰ ἔχω τὴ ζωὴ τὴν αἰώνια; Βέβαια προσῆλθε πρὸς τὸν Χριστὸ ὡς ἕνα μεγάλο σοφὸ διδάσκαλο, γι’ αὐτὸ ὁ Χριστὸς τοῦ ἀπάντησε: «Γιατί μὲ λέγεις ἀγαθόν, μόνον ὁ Θεὸς εἶναι ἀγαθός». Τοῦ ὑπενθυμίζει τὴν ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο σὰν νὰ τοῦ λέει, «μήπως θέλεις νὰ πιστέψεις ὅτι εἶμαι καὶ πάρα πέρα ἀπὸ σοφὸς διδάσκαλος;». Ἐν πάσει περιπτώσει, ἡ ἐρώτηση αὐτὴ εἶναι ἡ πιὸ ριζικὴ ἐρώτηση σ’ ὅλη τὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος. Καὶ ὁ νεαρὸς δὲν ρώτησε ἀπὸ ἐγωισμό, «Κύριε, τί νὰ κάνω γιὰ νὰ ζήσω αἰώνια», ἀλλὰ διότι εἶναι τὸ πιὸ φυσικὸ πράγμα στὸ νέο ἄνθρωπο νὰ ζητήσει πλῆρες νόημα καὶ περιεχόμενο τῆς ζωῆς.

 

Ἡ ζωὴ αὐτὴ στὸν κόσμο καὶ κυρίως ὅπως τὴν ζεῖ ὁ νέος ἄνθρωπος, σὰν νὰ ἀνοίγει μόνον τὶς ὀρέξεις γιὰ τὴ ζωή. Καὶ στὴν συνέχεια ἔρχεται ἡ ζοφερὴ πραγματικότητα καὶ σὰν νὰ δηλητηριάζει αὐτὲς τὶς ἁγνὲς ὀρέξεις, ἐφέσεις, ἐπιθυμίες, προσδοκίες, νοσταλγίες, ἐλπίδες ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος. Ὅλα αὐτὰ σὰν νὰ τὸν ἐρεθίζουν, σὰν νὰ αὐξάνουν τὴν πείνα καὶ τὴ δίψα του, σὲ σημεῖο ποὺ ὅλος ὁ κόσμος δὲν φθάνει νὰ τὶς χορτάσει. Γι’ αὐτό, εἶναι φυσικὴ ἡ ἐρώτηση τοῦ νέου, «τί νὰ κάνω γιὰ νὰ ἔχω ζωὴν αἰώνιον;». Διότι ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιουργημένος γιὰ τὴ ζωὴ τὴν αἰώνιο. Γι’ αὐτὸ ὁ θάνατος εἶναι τόσο τραγικὸς γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ἀνεξαιρέτως. Καὶ οἱ Χριστιανοί, ὅταν παραδέχονται τὸν βίαιο θάνατο γιὰ τὸν Χριστό, ὅπως οἱ Μάρτυρες, ἢ τὸν ἑκούσιο θάνατο, ὅπως οἱ Ὅσιοι, τὸν παραδέχονται ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἔχουν μεταβεῖ ἤδη ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωὴ στὴν αἰώνια ζωή. Ὁ θάνατος εἶναι μία μετάβαση, θλιβερὴ ὅμως καὶ αὐτή, διότι μᾶς ὑπενθυμίζει τὴ δυνατότητα ὅτι μποροῦμε νὰ πεθάνουμε, ὅτι μποροῦμε νὰ χάσουμε καὶ τὸ Θεὸ καὶ τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ τὸν ἑαυτό μας καὶ τοὺς συνανθρώπους μας.

 

Ἴσως δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ ὥρα κατάλληλη νὰ μιλήσω περισσότερο, ἀλλά, ἐν πάσει περιπτώσει, καὶ στὴν ψυχανάλυση τοῦ Φρόυντ καὶ στὴν κοινωνιολογία τοῦ Μαρκουζέ, διαπιστώνεται ὅτι ὁ θάνατος εἶναι ἕνα παράλογο, διότι κατ’ ἀρχὴν κόβει τὶς δημιουργημένες σχέσεις μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, καὶ κυρίως τὴν ἀγάπη. Κόβει καὶ ἀπονοηματοποιεῖ.

 

Ἡ ἀγάπη, ὡς ἡ πιὸ δυνατὴ σχέση στὴν ἀνθρώπινη ζωὴ καὶ ὕπαρξη, διεκδικεῖ γιὰ τὸν ἑαυτὸν τῆς ἀθανασία, αἰωνιότητα. Γι’ αὐτὸ καὶ θλίβεται ὁ ἄνθρωπος ὅταν ἔρχεται ὁ θάνατος, ποὺ ἀπειλεῖ αὐτὴ τὴ σχέση, ἂν ὄχι καὶ τὴν κόβει, γιὰ ἐκείνους ποὺ δὲν πιστεύουν. Ἑπομένως, ἂν ὁ ἄνθρωπος ἔχει μέσα του καὶ δύναμη καὶ ἔφεση ἀγαπητική, καὶ αὐτὴ ἡ ἀγάπη διεκδικεῖ ἀπὸ τὴ φύση της αἰωνιότητα, τὴν μὴ διακοπή, τὴν ἀφθαρσία, τὴν ἀθανασία δηλαδή, αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιουργημένος γιὰ αἰωνιότητα.

 

Ἀπ’ αὐτὸ προῆλθαν ὅλες τῶν ἀνθρώπων οἱ ἐπιθυμίες, οἱ δόξες, οἱ θρησκεῖες, οἱ προσδοκίες γιὰ τὴν αἰώνια ζωή. Ἂς ἔχουν πάρει πολλὲς ἀπ’ αὐτὲς διαφορετικὴ ἑρμηνεία, θὰ ἔλεγα λάθος ἑρμηνεία, ἀλλὰ ὡς ἐπιθυμίες εἶναι ἁγνὲς καὶ γνήσιες. Ἀκόμη καὶ σὲ ἐκείνους ποὺ δὲν πιστεύουν στὸ Θεό, ἡ αἴσθηση τῆς δυνάμεως, τῆς προοδευτικότητας τοῦ ἀνθρώπου, τῆς ἐλπίδας, τῆς προσδοκίας καλύτερου μέλλοντος καὶ πίστεως ὅτι μπορεῖ νὰ γίνει καλύτερο μέλλον, εἶναι δεδομένο, δοσμένο ἀπὸ τὸν φιλάνθρωπο Θεὸ στὸν ἄνθρωπο, γιὰ νὰ θυμᾶται ὅτι εἶναι φτιαγμένος γιὰ τὴν αἰώνια ζωή. Γι’ αὐτό, ἡ ἐρώτηση τοῦ νέου στὸ εὐαγγέλιο ἦταν ἡ πιὸ ριζική, ἡ ὁριακὴ ἐρώτηση: «τί πρέπει νὰ κάνω γιὰ νὰ ἔχω ζωὴν αἰώνιον;»

 

Ὁ ἄνθρωπος εἶναι καλεσμένος ἤδη μὲ τὴν ὕπαρξή του (μὲ τὴν εἴσοδό του στὸν κόσμον καὶ τὴ ζωὴ αὐτὴ) στὴν αἰώνια ζωή. Ἀλλὰ τί εἶναι αἰώνια ζωή, τί περιεχόμενο θὰ ἔχει; Δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνα θρησκευτικὸ κήρυγμα, ἤ, μὲ τὰ λόγια τὰ σημερινά, μία προπαγάνδα γιὰ νὰ ξεγελοῦμε τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ εἶναι μία κλίση στὴν πιὸ βαθειὰ διαίσθηση ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος γιὰ ζωή, ἄλλα ζωὴ «ἐν κοινωνίᾳ», ζωὴ προσώπων, ἀδελφῶν ἐν ἀγάπῃ. Καὶ αὐτὴ εἶναι ἀκριβῶς ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, καὶ σ’ αὐτὸ μᾶς καλεῖ ἀκριβῶς ἡ θεία Λειτουργία ὡς μία πρόγευση, ὡς μία προετοιμασία, ὡς μία προειδοποίηση. Ἔτσι κάπως θὰ εἶναι ἡ αἰώνια ζωή, ὅλοι μαζὶ μὲ ἀγάπη, ἀδελφοί, σὲ χαρά, σὲ πανηγύρι.

 

Ἀποτελεῖται ἡ κοινωνία καὶ μπορεῖ νὰ ἀποτελεῖται μόνον ἀπὸ πρόσωπα· καὶ ὅσο πιὸ ἀνεπτυγμένα πρόσωπα τόσο πιὸ καλὴ κοινωνία. Κι’ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, τὰ ἀνθρώπινα πρόσωπα ἀναπτύσσονται καὶ ζοῦν φυσικὰ μόνον «ἐν κοινωνίᾳ». Ἕνας ἀτομισμὸς (τὸ κάθε ἄτομο γιὰ τὸν ἑαυτό του), μία ἰδιοτέλεια, ἕνας ἐγωισμὸς δὲν δημιουργεῖ κοινωνία προσώπων. Γι’ αὐτὸ ἡ ἀγάπη (καὶ ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη, ὁ Χριστὸς εἶναι ἀγάπη) εἶναι ἀλληλοπεριχώρηση, ἀλληλοπληροφορία (μὲ τὴν πρωταρχικὴ ἔννοια τῆς λέξεως πληροφορία, ὅτι κυκλοφορεῖ, φορεῖται μέσα μας πλήρως ἕνα περιεχόμενο, ποὺ λέγεται ἀγάπη), ἀλληλοδιείσδυση· εἶναι ἀλληλοπεριχώρηση τῶν προσώπων «ἐν κοινωνίᾳ», καὶ τῆς κοινωνίας τῆς ἀγάπης «ἐν τοῖς προσώποις». Γι’ αὐτό, ὅταν λέμε ὡς Ὀρθόδοξοι ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἢ ὁ Θεὸς τὸν ἔχει δημιουργήσει κατ’ εἰκόνα Του, εἶναι κατ’ εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ποὺ εἶναι ἡ κοινωνία Πατρός, Υἱοῦ καὶ Ἁγίου Πνεύματος, κοινωνία ἀγάπης (γι’ αὐτὸ λέγεται ὁ Θεὸς ἀγάπη), καὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι καλεσμένος σ’ αὐτὴν τὴν κοινωνία.

 

Θυμᾶμαι ἕνα φίλο μου ποὺ εἶχε ἕναν ἀδελφὸ θὰ ἔλεγα λίγο ἄρρωστο, λίγο πολὺ ἀπασχολημένο μὲ τὸν ἑαυτόν του, ποὺ ἀγνόησε τὸ σπίτι του, τοὺς συγγενεῖς, τοὺς φίλους καὶ κινδύνευσε νὰ χάσει τὴν ψυχική του ὑγεία. Πίστευε βέβαια στὸ Θεό, ἀλλὰ θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι καὶ τὸν Θεὸ τὸν χρησιμοποιοῦσε γιὰ τὸν ἑαυτόν του, γιὰ ἕνα σκοπὸ τοῦ ἑαυτοῦ του. Τοῦ εἶπε μία ἡμέρα ὁ φίλος μου (εἶναι μεγάλος ὁ λόγος αὐτός): « Ἀδελφέ μου, ξέχασες ὅτι εἴμαστε καλεσμένοι σὲ μία μεγάλη, αἰώνια σύναξη, σὲ μία σύνοδο, νὰ εἴμαστε ὅλοι μαζὶ καὶ νὰ ἀσχολούμεθα ὅλοι μὲ ὅλους μὲ ἀγάπη, καὶ ὄχι ὁ καθένας μὲ τὸν ἑαυτό του;» Εἴμαστε καλεσμένοι στὴν Ἐκκλησία. Μὴ ξεχνᾶμε τὴ μεγάλη σοφία τῶν σοφῶν Ἑλλήνων ποὺ αὐτὴ τὴ λέξη βρήκανε νὰ μιλήσουν γιὰ τὴν ἐκκλησία τοῦ δήμου, τοὺς καλεσμένους πολίτες μιᾶς πόλεως νὰ λάβουν μέρος σὲ μία κοινὴ ὑπόθεση. Ἡ ἑβραϊκὴ λέξη ποὺ μεταφράσθηκε στὰ ἑλληνικὰ ὡς συναγωγὴ εἶναι τὸ ἴδιο. Πάρθηκε λοιπὸν ἡ ἑλληνικὴ λέξη ὡς πιὸ κατανοητή, ἀλλὰ τὸ ἴδιο περιεχόμενο ἔχει, μόνον ποὺ ὁ Χριστὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ μᾶς καλεῖ, καὶ καλεῖ τοὺς πολίτες ποὺ ὅλοι εἶναι ἴσοι, ποὺ ὅλοι εἶναι ἀδέλφια· ὅλοι ἔχουμε καὶ δικαιώματα καὶ εὐθύνες, ὅλοι μετέχουν σ’ αὐτὴ τὴν κοινὴ σύναξη, τὴν σύνοδο αὐτή. Αὐτὸ εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Ἀλλὰ ὁ Χριστός, ὅταν καλεῖ, καλεῖ πιὰ ὡς Θεὸς ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος, ποὺ ἔχει φανερώσει ἐδῶ, ἁπτά, προσιτὰ σέ μᾶς, τὸ Θεό. Ἔχει γίνει ἀληθινὸς ἄνθρωπος γιὰ νὰ μᾶς ἀναγάγει στὴν αἰώνια πιὰ καὶ ἄφθαρτη κοινωνία, στὴν Ἐκκλησία, ἀλλιῶς, φθείρεται ὁ κόσμος, φθείρεται ἡ ὕπαρξή μας, φθείρεται τὸ σύμπαν. Μόνον ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ δώσει ἀφθαρσία καὶ ἀθανασία. Γι’ αὐτὸ ἦρθε ὁ Χριστός, νὰ μᾶς ἀναγάγει στὴν αἰώνια σύναξη, στὴν αἰώνια σύνοδο, στὴν αἰώνια Ἐκκλησία, καὶ ἐκεῖ θὰ εἶναι τὸ πλήρωμα τῆς ζωῆς, ἡ χαρά, ἡ πανήγυρις, ἡ θεία Λειτουργία στὴν αἰωνιότητα, ὅπου ὅλοι μὲ ὅλους θὰ συναντηθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ μαζὶ μὲ τὸ Θεὸ καὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Ὅλοι ἐπικοινωνοῦμε καὶ ἀναδεικνύεται τὸ πρόσωπο τοῦ καθενός, διότι εἶναι μοναδικὸ καὶ ἀνεπανάληπτο· ὅλος ὁ κόσμος δὲν ἀξίζει ὅσο ἕνα καὶ μόνο πρόσωπο ἑνὸς ἀνθρώπου· ταυτόχρονα ὅμως ἀναδεικνύεται σὲ κοινωνία μὲ ἄλλα πρόσωπα, μὲ ἀγάπη, διότι ἡ ἀγάπη ἐξισώνει ὅλους, ὅπως ἐξίσωσε τὸ Θεὸ μὲ τοὺς ἀνθρώπους.

 

Κι’ αὐτὸ ὁ Χριστὸς μὲ πολὺ ἁπλὰ λόγια τὸ εἶπε στὸ Εὐαγγέλιο. Ὅλο τὸ Εὐαγγέλιο ἔχει τὴν ἀγάπη πρὸς τὸ Θεὸ καὶ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον καὶ σὰν σῆμα, σὰν σημεῖο φανερώνεται ὁ Σταυρός. Εἶναι πολὺ ἁπλὰ αὐτά, ἀλλὰ τόσο ἀληθινά. Ὁ Σταυρὸς ἔχει δύο ξύλα ποὺ τὸν δημιουργοῦν, ἕνα κάθετο, εἶναι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸ Θεό, καὶ ἕνα ὁριζόντιο, εἶναι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον. Ἐὰν ἀφαιρέσουμε τὸ ὁριζόντιο δὲν ἔχουμε Σταυρό, ἔχουμε ἕνα δοκάρι. Ἐὰν ἀφαιρέσουμε πάλι τὸ κάθετο δὲν ἔχουμε Σταυρό. Μόνον οἱ δύο ἀγάπες ἀποτελοῦν τὴν οὐσία τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀλλὰ καὶ τὴν οὐσία τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Εἶναι πάρα πολὺ ἀνθρώπινα αὐτά, μία ἀνθρωπιὰ πρωταρχικὴ καὶ γιὰ ὅλη τὴν αἰωνιότητα. Νὰ ἔχουμε σχέση μὲ τὸ Θεὸ καὶ μὲ τοὺς ἄλλους· ἔτσι οἰκοδομούμεθα ὡς πρόσωπα, ἀλλὰ καὶ ὡς κοινωνία.

 

Ἔτσι, τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι πολὺ ἁπλό, ἀλλὰ εἶναι πράγματι γιὰ τὴν αἰώνια ζωή. Διότι δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μόνο μία δέσμη πρωταρχικῶν ἀληθινῶν σχέσεων, προσωπικῶν σχέσεων. Γι’ αὐτὸ μιλάει γιὰ Πατέρα, γιὰ Υἱό, γιὰ φίλους, γιὰ οἰκογένεια, γιὰ σπίτι. Ἔτσι εἶναι κατανοητὸ καὶ σὲ ἁπλὰ παιδιά· καὶ δὲν εἶπε τυχαῖα ὁ Χριστὸς ὅτι θὰ γίνουμε ὅλοι σὰν παιδιά. Ὁ μόνος στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας ποὺ ἀπευθύνεται πρὸς τὰ παιδιὰ εἶναι ὁ Χριστός, διότι ἤξερε γιατί εἶναι δημιουργημένα, καὶ τί δυνάμεις ἔχει ἡ παιδικότητα καὶ ἡ νεότητα, τί γνησιότητα ἔχει γιὰ νὰ διψάει τὴν αἰώνια ζωή. Ἐγὼ προέρχομαι ἀπὸ μία γειτονική, ἀδελφικὴ χώρα, στὴν ὁποία προσπάθησαν νὰ ἀλλάξουν τὴν πορεία τῶν ψυχῶν τῶν ἀνθρώπων, κυρίως δὲ τῶν νέων. Σήμερα, δόξα σοι ὁ Θεός, οἱ νέοι εἶναι οἱ περισσότεροι ποὺ γυρίζουν ἀκριβῶς πρὸς τὴν Ἐκκλησία, πρὸς τὸν Χριστό, διότι βρίσκουν πράγματι ἄφθαρτο, ἀθάνατο περιεχόμενο τῆς ζωῆς τους, καὶ ἐδῶ, ἀλλὰ καὶ ἀνοικτὰ σ’ ὅλη τὴν αἰωνιότητα. Αὐτὸ προσφέρει ἡ θεία Λειτουργία. Μᾶς μαζεύει ὅλους καὶ μᾶς δείχνει, μᾶς φανερώνει πὼς θὰ εἶναι ὅλη ἡ αἰωνιότητα: Χαρὰ ὅλων μὲ ὅλους, μὲ ἀγάπη καὶ μὲ κοινωνία προσώπων. Τὸ κάθε ἕνα πρόσωπο, ἀντάξιο ὅλων τῶν ἄλλων ἀλλὰ μὴ χωρισμένο ἀπ’ ὅλους τοὺς ἄλλους, βρίσκει τὴ χαρά του, τὸ πλήρωμά του στὴν ἀγάπη μὲ ὅλους.

 

Ἐμεῖς, ὡς Ὀρθόδοξοι, αὐτὸ τὸ νοιώθουμε μὲ ὅλες τὶς ἀδυναμίες μας, μὲ ὅλες τὶς ἐλλείψεις μας, μὲ ὅλες τὶς ἀποτυχίες μας θὰ ἔλεγα. Παρὰ ταῦτα μένουμε σ’ αὐτὴ τὴν ἐρώτηση τοῦ νέου ἀνθρώπου τοῦ Εὐαγγελίου, ἀλλὰ καὶ προχωροῦμε πέρα ἀπὸ τὸν νέο, διότι αὐτός, ναὶ μὲν ἤθελε τὴν αἰώνια ζωή, ἀλλὰ δεσμεύτηκε μὲ πάρα πολλὰ ἄλλα, ποὺ αὐτὰ καθ’ ἑαυτὰ δὲν ἤτανε κακὰ (π.χ. τὰ ὑπάρχοντά του, τὰ κτήματα), ἀλλὰ δεσμεύτηκε περισσότερο μὲ αὐτὰ παρὰ μὲ τὴν αἰώνια ζωή, μὲ τὸν Χριστό. Ὅλα τῆς ζωῆς αὐτῆς εἶναι εὐλογημένα, εἶναι οἶκος τοῦ Θεοῦ ὁ κόσμος, καὶ ὁ Θεὸς τὰ ἔχει δώσει ὅλα γιά μᾶς. Ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ καταλάβει ὅτι πρέπει νὰ ἀνυψωθεῖ πάνω ἀπ’ αὐτά, καὶ ἔτσι θὰ εἶναι πλήρης ἡ χαρά μας, ἡ χαρὰ τῆς αἰώνιας ἀγάπης σὲ κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ ἐν τῷ Χριστῷ. Ἀπὸ τὸν Θεὸ προσφέρθηκε ὡς δυνατότητα, ὡς παροχὴ δυνατότητας, γιὰ νὰ μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ πραγματοποιήσει αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο τὸν ἔχει καλέσει ὁ Θεός. Γι’ αὐτὸ ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι πολυτέλεια, ἀλλὰ εἶναι πράγματι ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ αἰώνια ζωὴ γιὰ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους, εἶναι ὁ χῶρος ὅπου χωρᾶμε ὅλοι, εἶναι ἡ Χώρα τῶν ζώντων (ὅπως λέγεται καὶ ἡ μεγαλοπρεπὴς Μονὴ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἡ Μονὴ τῆς Χώρας), καὶ θὰ ζήσουμε ἐκεῖ ὡς πρόσωπα, ὡς ἀδελφοὶ μὲ ἀγάπη, μὲ κοινωνία, διότι γι’ αὐτὸ μᾶς ἔχει δημιουργήσει ὁ Θεός.

 

Ἂς εἶναι εὐλογημένος καὶ Ἐκεῖνος καὶ ὅσοι τὸν ζητᾶνε, διότι ζητᾶνε τὴν πιὸ ἀληθινὴ ἀνθρωπιά, τὴν πιὸ ἀληθινὴ γνησιότητα, τὴν ἐκπλήρωση τῆς πιὸ ἀληθινῆς δίψας καὶ ἐλπίδας τῆς ἀνθρωπινῆς ζωῆς.

 

(Ἀπομαγνητοφωνημένο κήρυγμα τοῦ πρ. Ἐπισκόπου Ζαχουμίου καὶ Ἐρζεγοβίνης Ἀθανασίου Γιέβτιτς)

9.

Πλοῦτος: Πρόκληση Ζωῆς (Λουκ. ιη΄18-27)

Καραγιάννης Νικάνωρ (Ἀρχιμανδρίτης)

Μπροστὰ σὲ μία βασικὴ πρόκληση τῆς ζωῆς μᾶς τοποθετεῖ ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ τοῦ πλουσίου νέου. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀνατρεπτικὸς γι’ αὐτὸ καὶ ἀκούγεται ἰδιαίτερα σκληρός, καθὼς ζητᾶ τὴν ὑπέρβαση μιᾶς ἰσχυρῆς γήινης ἐξάρτησης: «Πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς (…) καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι»

Ἡ ἐπιδίωξη τοῦ πλούτου εἶναι κοινὸς σκοπὸς πολλῶν ἀνθρώπων, γιατί ἰσχυρίζονται ὅτι εἶναι τὸ θεμέλιό τῆς εὐημερίαs τους. Ἔστω καὶ ἂν αὐτὸ εἶναι σχετικό, σίγουρα δὲν μποροῦμε νὰ φαντασθοῦμε τὴ ζωὴ μαs χωρὶς τὸ χρῆμα, ἀφοῦ αὐτὸ εἶναι τὸ μέσο μὲ τὸ ὁποῖο ἱκανοποιοῦμε βασισικὲς ἀνθρώπινεs ἀνάγκες. Ὅμως τὸ χρῆμα, ὅπωs καὶ τόσα ἄλλα πράγματα καὶ μεγέθη τῆς καθημερινότητάs μαs, εἶναι διφορούμενο, ἀμφιλεγόμενο καὶ δισήμαντο. Ἔχει θετικὴ ἀλλὰ καὶ ἀρνητικὴ σημασία. Ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ πῶς στεκόμαστε ἀπέναντί του. Τὸ ἴδιο πράγμα γιὰ κάποιον μπορεῖ νὰ γίνει ἑστία κατάραs καὶ γιὰ ἄλλον πηγὴ ἁγιασμοῦ, γιὰ τὸ ἕναν αἴτια σωτηρίαs καὶ γιὰ τὸν ἄλλον ἀφορμὴ καταστροφῆς. Τὸ χρῆμα εἶναι ἀγαθό, ὅταν βελτιώνει τὴ ζωὴ μαs καὶ γίνεται μέσο ἀνακούφισης γιὰ ὅσους ἔχουν ἀνάγκη. Μπορεῖ, ὅμως, νὰ γίνει ὀλέθριο πάθοs, ὅταν προσκολληθοῦμε σὲ αὐτὸ καὶ τὸ εἰδωλοποιήσουμε. Τότε τὸ χρῆμα γίνεται σκοπός, ἄμετρη καὶ ἄσβεστη ἐπιθυμία ποὺ μᾶς καταδυναστεύει.

 

Ἡ στάση καὶ ἢ συμπεριφορὰ τοῦ πλούσιου νέου τὸ ἐπιβεβαιώνει. Τὸ χρῆμα τὸν κρατοῦσε γερὰ δεμένο στὴ γῆ, παρὰ τὶς ὅποιες καλὲs του διαθέσεις καὶ τὶς πνευματικές του εὐαισθησίεs. Στὴν κρίσιμη, ὡστόσο, στιγμὴ ἔπρεπε νὰ διαλέξει ἀνάμεσα στὸν Θεὸ καὶ στὴ γήινη ἐξάρτησή του. Ἡ ἀπαίτηση τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἀπόλυτη. Ζητοῦσε κάτι παραπάνω ἀπὸ τὸ προβλεπόμενο τυπικὸ καθῆκον. Ἤθελε τὴν ὑπέρβαση, τὴν τελειότητα, τὴν ἐσωτερικὴ ἐλευθερία, τὴν αὐταπάρνηση καὶ τὴ θυσία, γιὰ νὰ δοκιμάσει τὴ γνησιότητα τῆς πίστης του. Μᾶλλον, γιὰ νὰ συναισθανθεῖ ὁ ἴδιος τὴν ἀδυναμία καὶ τὴν «ἐξάρτησή» του, γιατί ὁ Χριστὸς τὴ γνώριζε. Ὅμως ὁ νέος δὲν μπόρεσε νὰ ἀπεγκλωβιστεῖ ἀπὸ τὸ ὀχυρό τοῦ πλούτου. «Ἐλιπάνθη, ἐπαχύνθη, ἐπλατύνθη καὶ ἐγκατέλειπε τὸν Θεὸν» (Δευτ. 32,15). Καὶ τότε οἱ αὐταπάτες καὶ οἱ ψευδαισθήσεις του κατέρρευσαν, καθὼς ἀντιλήφθηκε ὅτι ἡ πίστη του ἦταν ἐπιφανειακή. Καὶ αὐτό, γιατί δὲν κάλυπτε οὔτε τὸ σύνολο τῆς ζωῆς του, ἀλλὰ οὔτε καὶ τὸ βάθος τῆς ὕπαρξής του. Τὸ κέντρο τῆς ὕπαρξης καὶ τῆς ζωῆς του ἦταν τὸ ἐγώ του καὶ ὄχι ὁ Θεὸς ποὺ νόμιζε ὅτι πίστευε. Εἶχε τοποθετήσει στὴ θέση τοῦ Θεοῦ ἕνα δημιουργημένο ἀγαθό, τὸν πλοῦτο, καὶ ἔτσι, λατρεύοντας τὸ «ἀγαθό» του, λάτρευε τὸ ἐγώ του. Νὰ γιατί δὲν μποροῦσε νὰ δώσει τὸν πλοῦτο του, γιατί ἦταν σὰν νὰ ἔδινε τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτό.

 

 

Τὸ πάθος τοῦ πλουτισμοῦ

 

Ἡ παθιασμένη ἐπιθυμία γιὰ τὴν ἀπόκτηση καὶ τὴν κατοχὴ ὅλο καὶ περισσότερων ἀγαθῶν δὲν γνωρίζει διαχωριστικὲς γραμμὲς καὶ σύνορα θρησκευόμενων ἢ ἀδιάφορων ἀνθρώπων. Εἶναι πάθος καί, ὅπως κάθε πάθος, ἀναφέρεται στὸν κάθε ἄνθρωπο, γιατί εἶναι σύμπτωμα τῆς πεσμένηs ἀπὸ τὴν ἁμαρτία κοινῆς ἀνθρώπινης φύσης μας. Αὐτὴ ἡ τάση, λοιπόν, τοῦ ἀνθρώπου γιὰ πλουτισμὸ ὑποδηλώνει ὄχι μόνο ὑπέρμετρο ἐγωισμό, ἀλλὰ καὶ αἰσθήματα ἀνασφάλειας, ἀβεβαιότητας καὶ φοβίας. Ὁ ἀνθρωποs ἰσχυρίζεται ὅτι τὸ μέλλον εἶναι ἄγνωστο, ἡ ζωὴ ἀπρόβλεπτη καὶ ἡ ὕπαρξή του παροδικὴ καὶ εὔθραυστη. Ἀφοῦ ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα, τὰ ἐγκόσμια ἀγαθὰ μοιάζουν νὰ εἶναι τὰ μοναδικὰ στηρίγματα ποὺ τοῦ προσφέρουν σιγουριὰ καὶ ἀσφάλεια. Εἶναι προτεραιότητεs ζωῆς, ποὺ ἀξίζουν, γιατί τὸν ἐξασφαλίζουν. Αὐτό, βέβαια, εἶναι μιὰ ἀπατηλὴ ἐντύπωση καὶ μιὰ ἐσφαλμένη κατεύθυνση τῆς ζωῆς μαs. Ὁ Χριστός μᾶς τὸ λέει ξεκάθαρα ὅτι ἡ ἐξάρτησή μαs ἀπὸ τὸ χρῆμα εἶναι εἰδωλολατρία ποὺ μᾶς κατευθύνει, μᾶς ὑποτάσσει καί, τελικά, μᾶς καταδυναστεύει.

 

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ λόγος καὶ ἡ χάρη τοῦ Χριστοῦ δὲν κρίνουν καὶ δὲν καταδικάζουν ἐκεῖνο ἢ τὸ ἄλλο. Ὅπου αὐτὸ τὸ λέμε καὶ τὸ καταλαβαίνουμε ἔτσι, εἶναι γιὰ νὰ βοηθήσουμε καὶ νὰ βοηθηθοῦμε. Τὸ Εὐαγγέλιο μᾶς δείχνει τὴν τελειότητα, ποὺ ἔγκειται στὴν ὑπέρβαση τῶν ἐγκόσμιων ἀγαθῶν, πραγμάτων καὶ σχημάτων. Αὐτὸ μοιάζει νὰ εἶναι ἕναs ἀνέφικτος ἰδεώδηs στόxοs. Καὶ τότε καλούμαστε νὰ ταπεινωνόμαστε γιὰ νὰ ζοῦμε ἰσορροπημένα καὶ νὰ δίνουμε στὰ ἀγαθά, στὰ πράγματα καὶ στὰ σχήματα τοῦ κόσμου τὴ σχετικὴ ἀξία ποὺ ἔχουν. Νὰ ἀνακαλύπτουμε τὴν ἀπόλυτη ἀξία τῆς ζωῆς μας, τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ τὸν ἄνθρωπο ποὺ προέρχεται καὶ καταλήγει σὲ Αὐτόν. Ἀμήν.

10.

Ὁ πλούσιος νεανίας (Λουκ.18,18-27)

Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))

Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

 

Δὲν εἶναι μόνο φοβερό, κάποιες φορὲς μοιάζει τρομακτικὸ νὰ κηρύττεις τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ, γιατὶ ὁ Κύριος εἶπε: «Ἀπό τὰ λόγια σας θὰ κριθεῖτε».

 

Θὰ κριθεῖτε, γιατὶ κηρύττετε τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ μένετε ἀργοὶ κι ὄχι δραστήριοι, σ’αὐτὸ ποὺ ὁ Θεὸς ἔχει προστάξει καὶ σ’ ὅ,τι ξέρετε ἀρκετὰ καλὰ γιὰ νὰ κηρύξετε σὲ ἄλλους, τότε – πῶς, θὰ σταθεῖτε ἐνώπιον τῆς κρίσης τοῦ Θεοῦ; Κι αὐτὸ ταιριάζει ὄχι μόνο σὲ ἱερεῖς, ἀλλὰ σὲ κάθε χριστιανό, ποὺ κλήθηκε νὰ γίνει μάρτυρας, ἀπόστολος, κάποιος ποὺ φέρει τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο ποὺ βρίσκεται στὸ σκοτάδι ἤ στὸ ἡμίφως, ποὺ χρειάζεται τὸ θεῖο φῶς, τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ζωή.

 

Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ μᾶς προκαλεῖ τόσο ἔντονα. Ξεκινάει μὲ λέξεις ποὺ μποροῦν νὰ μεταφραστοῦν μὲ περισσότερους ἀπὸ ἕναν τρόπους: «Ἀγαθὲ Κύριε – τί πρέπει νὰ κάνω γιὰ νὰ ἔχω τὴν αἰώνια ζωή; ». Καὶ ὁ Θεὸς ἀπαντᾶ: «Τί μὲ λέγεις “ἀγαθό”; Κανένας δὲν εἶναι ἀγαθὸς παρὰ μόνον ὁ Θεός». Δὲν λέει: «Εἶσαι λάθος». Δὲν τοῦ ἀρνεῖται τὸ δικαίωμα νὰ τὸν ὀνομάσει ἀγαθό, ὅπως ὁ Θεὸς εἶναι ἀγαθὸς καὶ ἐκ τούτου, σ’ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν αὐτιὰ ν’ ἀκούσουν, σ’αὐτούς ποὺ ἔχουν καρδιὰ ἱκανή νὰ διακρίνουν τὴν ἀνυπέρβλητη καλωσύνη τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, νὰ ὑπερβοῦν τὴν ἀνθρώπινη καλωσύνη, ὅλη τὴν ἀνθρώπινη ὀμορφιὰ καὶ ἀλήθεια- εἶναι μιὰ μαρτυρία. :Ναί, μιλᾶς στὸν Θεὸ σου, εἶναι ὁ Θεὸς σου ποὺ ἀπαντᾶ στὴν ἐρώτηση σου.

 

Καὶ τότε ὁ Χριστὸς μᾶς ὑποδεικνύει δύο σημεῖα. Τὸ ἕνα εἶναι: ἄν ἐπιθυμεῖς τὴν αἰώνια ζωή, τήρησε τὶς Ἐντολές. Οἱ Ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι μόνο κανόνες συμπεριφορᾶς, ἀλλά ὅπως ἕνας ἀπὸ τοὺς Ψαλμούς τὸ λέει, πρέπει νὰ εἶναι τὸ βάθος τῆς καρδιᾶς μας. Θὰ πρέπει ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας νὰ ἐφαρμόζουμε τὶς Ἐντολές· ὄχι γιατί μᾶς τὸ προστάζουν ἐξωτερικὰ, ἀλλά ἐπειδὴ ἔχουμε δεθεί μ’ αὐτὲς μὲ δεσμὰ ἀληθείας· ὄχι ἐπειδὴ ὁ Θεός μᾶς τὸ εἶπε, ἀλλὰ ἐπειδὴ μὲ ὅλο μας τὸ εἶναι ἀπαντᾶμε, «Ἀμήν»! Αὐτὸ εἶναι ἡ ἀλήθεια, αὐτὸ εἶναι ἡ ζωή, αὐτὸς εἶναι ὁ δρόμος γιὰ τὴν αἰώνια ζωή.

 

Ὅταν ἀκοῦμε τὸν Χριστὸ νὰ μᾶς θυμίζει αὐτὲς τὶς Ἐντολές- πού βρισκόμαστε ἐμεῖς; Ποιός ἀπὸ ἐμᾶς μπορεῖ νὰ πεῖ ὅτι εἶναι πιστὸς σὲ κάθε λέξη αὐτῆς τῆς μικρῆς λίστας ποὺ ὑποδεικνύει αὐτὰ χωρὶς τὰ ὁποῖα δὲν μποροῦμε νὰ ζήσουμε; Ποῦ στεκόμαστε; Ἐγώ, ποὺ εἶμαι κήρυκας, ἐσὺ ποὺ ἀκοῦς, γιατί εἶναι τὸ ἴδιο ὑπεύθυνο νὰ ἀκοῦς, ὅσο καὶ τὸ νὰ μιλᾶς. Πόσο συχνὰ σκεφτόμαστε – ὅπως ὁ νέος ἄνδρας, καὶ μὲ τόσο μικρὴ ἀφορμὴ -ἐπιθυμοῦμε τὴν τελειότητα; Θέλουμε τὴν τελειότητα χωρὶς νὰ βαδίσουμε τὸν δρόμο τῶν Ἐντολῶν.

 

Ἀλλὰ ὁ Χριστός μᾶς τὸ λέει ἀρκετά καθαρά: «Ἄν θέλεις τελειότητα – δῶσε ὅλη τὴν περιουσία σου». Δὲν εἶναι μόνο τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ ποὺ μποροῦμε νὰ δώσουμε∙ ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς ἔχει συσσωρευμένους θησαυρούς στὸ μυαλὸ καὶ τὴν καρδιά, στὴν ψυχή του, πράγματα ποὺ εἶναι πιὸ σημαντικά γι’ αὐτὸν ἀπὸ ὁποιοδήποτε ὑλικό, ποὺ εἶναι ὁ θησαυρός του. Ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς ἄς στραφεῖ μέσα του κι ἄς ἀναρωτηθεῖ: «Ποιός εἶναι ὁ δικός μου ἰδιαίτερος θησαυρός;» Ποιά εἶναι αὐτὰ τὰ πράγματα, ποὺ δὲν θὰ πέταγα ἀκόμα καὶ γιὰ τὴν αἰώνια ζωή, γιὰ τὸν Θεό;»

 

Ἄς μὴν θέτουμε τὰ πράγματα μ’ ἕνα τόσο σκληρὸ τρόπο, ἀλλά ἄς ἀγκαλιάσουμε αὐτὰ ποὺ εἶναι τόσο πολύτιμα γιὰ ἐμᾶς, κι ἄς ἐλπίσουμε ὅτι θὰ μποῦμε στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, θὰ φθάσουμε τὴν τελειότητα∙ νὰ γίνουμε μ’ ὅλο μας τὸ εἶναι αὐτὸ ποὺ κληθήκαμε νὰ γίνουμε, αὐτὸ τὸ εἶδος τῶν ἀνθρώπων ποὺ ὁ Θεὸς θέλησε ὅταν μᾶς ἔπλασε- καὶ δὲν ἔχει γίνει ἀλήθεια.

 

Στὸ βιβλίο τῆς Ἀποκάλυψης ὑπάρχει ἕνα ἀπόσπασμα ποὺ λέει, «Ἔχω μόνο ἕνα στοιχεῖο ἐναντίον σου – ξέχασες τὴν πρώτη σου ἀγάπη». Καὶ αὐτὴ ἡ πρώτη ἀγάπη πράγματι εἶναι γιὰ τὸν καθένα μας, ὁ Ζωντανὸς Θεός, τὸν ὁποίο ὀνομάζουμε μὲ τόσους πολλοὺς τρόπους: μπορεῖ νὰ Τὸν ὀνομάζουμε «ζωή», μπορεῖ «τελείωση», μπορεῖ «εὐτυχία», μπορεῖ μὲ ὅλα τὰ ὀνόματα ποὺ σημαίνουν πληρότητα τοῦ εἶναι μας. Κάποιες φορὲς ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι μόνο στὸν Θεὸ εἶναι ἐφικτό , κάποιες φορὲς φανταζόμαστε ὅτι μποροῦμε νὰ μεγαλώσουμε ἀπὸ μόνοι μας – ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι ἡ πρώτη μας ἀγάπη : τὸ νὰ ὡριμάσουμε ὅσο ὁ Θεὸς ἤθελε γιὰ ἐμᾶς.

 

Καὶ δὲν ἀκολουθοῦμε τὶς Ἐντολὲς γιατί σκεφτόμαστε , ὅτι μποροῦμε νὰ τὰ καταφέρουμε μ’ ἕναν ἁπλὸ τρόπο· καὶ δὲν ἀποχωριζόμαστε ὅλα ὅσα ἔχουμε μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι ὁ Θεὸς θὰ ἀποδεχτεῖ ἐμᾶς καὶ τὸ φορτίο μας.

 

Ἄς συλλογιστοῦμε αὐτὴν τὴν ἱστορία. Δὲν εἶναι μόνο μιὰ παραβολή, εἶναι κάτι ποὺ συνέβη στὸ νέο ἄνδρα. Συμβαίνει σ’ ὅλους μας, ὅταν ὁ Θεὸς λέει «Εἶσαι πιστὸς στὸν τρόπο ζωῆς ποὺ σοῦ ἔχω δώσει μὲσα ἀπὸ τὶς ἐντολές μου, στοχεύοντας σ’ αὐτὲς ὅπως κάποιος σημαδεύει ἕναν δρόμο; Θέλεις νὰ πετύχεις τὴν πληρότητα – ξεκίνα ἀπὸ αὐτὸ τὸ σημεῖο». Κι ἄν ἀνησυχεῖς, ἄν εἶσαι πιστὸς σ’ αὐτά, τότε κάνε στὸν ἑαυτό σου τὴν ἑπόμενη ἐρώτηση: ποιός εἶναι ὁ θησαυρὸς τὸν ὁποῖο δὲν θὰ ἀφήσω, ἀκόμα κι ἄν πρόκειται γιὰ τὴν αἰώνια ζωή;

 

Ὁ νέος ἄκουσε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, κι ἔφυγε λυπημένος. Εἶχε ὑλικὰ ἀγαθὰ, ἀλλά ἔχουμε τόσα πράγματα ποὺ δὲν εἶναι ὑλικά, ἀλλὰ εἶναι τὸ φορτίο, τὰ δεσμά μας.

 

Καὶ ἔπειτα σ’αὐτὴ τὴν ἱστορία ἕνα πράγμα μπορεῖ νὰ μᾶς δώσει τόση ἐλπίδα. Ὁ Χριστὸς δὲν καταδικάζει τὸν νέο ἄνδρα· τὸν ἀφήνει νὰ φύγει χωρίς οὔτε μία λέξη κατηγορίας, γιατὶ ὅ,τι εἶπε ἦταν ὅπως ἕνας σπόρος σπαρμένος στὸ μυαλὸ καὶ τὴν καρδιὰ αὐτοῦ τοῦ νέου ἀνθρώπου. Τὸν ἀφήνει νὰ φύγει μὲ πληγωμένη καρδιά, προβληματισμένο, καλώντας τον νὰ γίνει ὁ ἑαυτός του μέσα ἀπὸ μιὰ πράξη ἠρωϊκῆς θέλησης καὶ παραδοχῆς, νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, ὅπως ὁ Χριστὸς εἶπε, νὰ τ’ἀφήσει ὅλα καὶ νὰ Τὸν ἀκολουθήσει. Ποῦ; Ἀπὸ τὴν μιὰ στὸν δρόμο τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη στὴν πληρότητα τῆς αἰώνιας ζωῆς.

 

Ὅταν ὁ Χριστὸς μᾶς λέει «Ἀκολουθεῖστε με», δὲν μᾶς καλεῖ νὰ βαδίσουμε ἕνα τρομακτικό, σκοτεινὸ δρόμο· λέει: «Ἐγὼ ἔχω περπατήσει αὐτὸν τὸν δρόμο, ξέρω κάθε στροφή του- μπορεῖς μὲ ἀσφάλεια νὰ τὸν ἀκολουθήσεις!». Εἶναι σὰν τὸν καλὸ βοσκὸ ποὺ βαδίζει μπροστὰ ἀπὸ τὰ πρόβατα του, ἀντιμετωπίζει ὅλους τοὺς κινδύνους ὁ ἴδιος γιὰ νὰ εἶναι ἀσφαλὲς τὸ ποίμνιο του».

 

Ὅλοι μποροῦμε νὰ ἐπιστρέψουμε σπίτι ὅπως ὁ νέος, ἴσως λυπημένοι, γιατὶ οὔτε « φυλάξαμε τὶς Ἐντολές» οὔτε εἴμαστε ἱκανοὶ ν’ἀπαρνηθοῦμε τὴν πιὸ πολύτιμη περιουσία μας: ἀλλὰ θυμηθεῖτε-δὲν εἴμαστε καταδικασμένοι, ἔχουμε μπροστά μας μιὰ τελικὴ ἐπιλογή, κι ὅσο μποροῦμε ν’ ἀγωνιζόμαστε σ΄αὐτὴ τὴν γῆ – ὑπάρχει χρόνος.

 

Ἀλλὰ ἄς μὴν πλανιόμαστε ἀπὸ τὴν διάρκεια τοῦ χρόνου: ὁ Χρόνος κυλᾶ, ὁ χρόνος φεύγει- ἄς μὴν εἴμαστε τόσο ἀργοὶ, ἄς στραφοῦμε στὴν ζωή, κι ἄς γίνουμε ὅλα αὐτὰ ποὺ μποροῦμε νὰ γίνουμε.

 

Ἡ ἀπάντηση στὴν σημερινὴ περικοπὴ εἶναι ξεκάθαρη – «Ποιός λοιπὸν μπορεῖ νὰ σωθεῖ;» Γιὰ τὸν ἄνθρωπο δὲν εἶναι δυνατὸν, ἀλλὰ στὸν Θεὸ ὅλα εἶναι δυνατά». Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐλπίδα μας: Ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας, καὶ τίποτα δὲν εἶναι δύσκολο γιὰ ἐμᾶς. Ἀμήν.

11.

Ποιὸς μπορεῖ νὰ σωθεῖ;

Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))

Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

 

Ἄν εἶναι τόσο σκληροί, τόσο ἀπόλυτα ἀκριβεῖς οἱ λόγοι τοῦ Εὐαγγελίου, ποιὸς μπορεῖ τότε νὰ σωθεῖ; Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐρώτηση ποὺ ἔκαναν οἱ Ἀπόστολοι στὸν Κύριο, καὶ ἡ ἀπάντηση Του ἦταν ταυτόχρονα ἐνθαρρυντικὴ κι ἐπίσης τόσο ἀποκαρδιωτικὴ, γιὰ ἐκείνους ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ ἐπιτύχουν πράγματα μὲ τὶς δικές τους δυνάμεις. Εἶπε ὅτι αὐτὰ ποὺ εἶναι ἀδύνατα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, εἶναι δυνατὰ γιὰ τὸν Θεό. Ὑπάρχει μιὰ παραβίαση τῆς συνέχειας ποὺ ὑπῆρχε ἀνάμεσα στὰ οὐράνια καὶ τὰ γήινα· τὰ γήϊνα πράγματα ποτὲ δὲν φτάνουν στὸ σημεῖο νὰ γίνουν οὐράνια· ὁ οὐρανὸς πρέπει νὰ ἔλθει σ΄ἐμᾶς γιὰ νὰ γεμίσουμε μὲ τὴν χάρη τοῦ οὐρανοῦ. Τὸ Πνεῦμα δὲν εἶναι τὸ πιὸ σημαντικὸ σημεῖο στὴν ψυχὴ μας, ἡ ζωὴ τῆς αἰωνιότητας δὲν εἶναι ἡ πληρότητα ὁλόκληρης τῆς ζωῆς. Τὰ πράγματα τοῦ Θεοῦ εἶναι θεϊκὰ καὶ μποροῦμε μόνο νὰ τὰ δεχόμαστε, νὰ τὰ κατέχουμε σὰν δῶρο, ὄχι νὰ τὰ φτάνουμε ἤ νὰ τὰ κατακτᾶμε ἁπλὰ μεγαλώνοντας γιὰ νὰ φτάσουμε τὸν οὐρανό· ὅταν προσπαθοῦμε νὰ τὸ κάνουμε, χτίζουμε ἕναν καινούργιο Πύργο τῆς Βαβέλ, πηγαίνουμε σὲ λάθος κατεύθυνση καὶ δὲν φθάνουμε στὸν οὐρανό.

 

Ἀλλὰ πῶς τότε μποροῦμε νὰ γίνουμε ἱκανοὶ νὰ δεχθοῦμε αὐτὸ ποὺ ὁ Θεὸς εἶναι ἕτοιμος νὰ μᾶς δώσει; Στὴν Ἐπιστολὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, εἰπώθηκε ὅτι ἡ Θεία Χάρις εἶναι ἐκείνη ποὺ φώτισε τοὺς Ἀποστόλους νὰ γράψουν ὅ,τι ἔγραψαν, ὅτι εἶναι ἡ δύναμη καὶ ἡ ἐνέργεια τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι ἀνθρώπινη νοημοσύνη καὶ δύναμη καὶ εὐφυία, ἔτσι ὁ μόνος δρόμος μὲ τὸν ὁποῖο μποροῦμε νὰ ἐκπληρώσουμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ γίνουμε αὐτὸ ποὺ πρέπει, πολίτες τοῦ οὐρανοῦ, υἱοὶ τοῦ Θεοῦ ἐξ υἱοθεσίας, εἶναι νὰ μπορέσουμε νὰ δεχθοῦμε τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ δίνεται τόσο ἐλεύθερα, τόσο γενναιόδωρα, ἀλλὰ ποὺ λαμβάνουμε σπάνια ἐπειδὴ εἴμαστε στενόκαρδοι καὶ ἄνθρωποι κλειστοί. Πρέπει νὰ μάθουμε ν’ἀνοιγόμαστε, νὰ γινόμαστε δεκτικοὶ καὶ αὐτὸ ἐννοοῦσε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὅταν ἔλεγε, με τὰ λόγια ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τὸν εἶχε φωτίσει νὰ πεῖ: «Ἡ δύναμη Μου διακηρύσσεται μέσα ἀπὸ τὴν ἀδυναμία σου». Μόνο ἄν γίνουμε δεκτικοὶ τῆς χάριτος, τότε ἡ θεϊκὴ δύναμη μπορεῖ νὰ ἐνεργοποιηθεῖ, διαφορετικὰ βάζουμε ἐμπόδια στὸν δρόμο τῆς θεϊκῆς ἐνέργειας. Ἀλλὰ δὲν εἶναι μόνο θέμα ἀδυναμίας. Ὅλοι μας εἴμαστε ἀδύναμοι, ἀλλὰ δὲν εἴμαστε ὅλοι δεκτικοὶ τῆς χάριτος· ὑπάρχει ἕνας ἰδιαίτερος τρόπος νὰ γίνουμε ἀδύναμοι γιὰ νὰ γίνουμε δεκτικοί καὶ θὰ προσπαθήσω νὰ τὸ ἐξηγήσω ἤ νὰ ἀναφερθῶ σ’αὐτὸ μὲ τρία παραδείγματα.

 

Τὸ πρῶτο δὲν ἀπέχει ὅσο φαίνεται ἀπὸ τὴν συγκεκριμένη, αὐστηρὴ πραγματικότητα. Ἄν θυμᾶστε ὅτι στὴν Γραφή, ἡ λέξη « Πνεῦμα», σημαίνει τὸ φύσημα τοῦ ἀνέμου, τὸ φύσημα τοῦ Θεοῦ, ἡ ἐνέργεια Του, τότε αὐτὸ τὸ παράδειγμα ἴσως νὰ ἔχει νόημα: ὅταν ὁδηγοῦμε μιὰ βάρκα, εἴμαστε ἱκανοὶ νὰ τὴν κατευθύνουμε χάρη στὸν ἄνεμο ποὺ φυσάει· ὅταν ἀνοίγουμε τὸ πανὶ, τότε ἐκεῖνο ἁρπάζει τὸν ἄνεμο ἐπειδὴ εἶναι εὐαίσθητο, προσαρμόζεται εὔκολα, ἐπειδὴ μπορεῖ νὰ κατευθύνεται ἀπὸ τὸν ἄνεμο πρὸς κάθε κατεύθυνση. Πρέπει μοναχὰ νὰ μάθουμε νὰ τὸ χειριζόμαστε γιὰ νὰ ἐγκλωβίσουμε τὸν ἄνεμο. Αὐτὴ εἶναι μιὰ πρώτη μορφὴ ἀδυναμίας ποὺ μᾶς βοηθάει στὴν ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ, νὰ προσαρμοζόμαστε εὔκολα καὶ νὰ μαθαίνουμε νὰ δεχόμαστε τὸν ἄνεμο ὅπου φυσάει, ὅπου τὸ πνεῦμα πνέει καὶ ν’ ἀνοιγόμαστε μὲ τέτοιον τρόπο ὥστε νὰ γεμίζουμε ἀπ’ αὐτόν, ὥστε νὰ ἐπιτρέψουμε στὸ Πνεῦμα τὸ ἴδιο νὰ κατευθύνει τὴ ρότα τοῦ καραβιοῦ μας. Ἀλλὰ πολὺ συχνὰ ἡ ἀδυναμία μας παραμένει κι ὅμως προσπαθοῦμε νὰ εἴμαστε νευρικοὶ καὶ συνετοὶ καὶ ἐνεργητικοὶ καὶ ἡ ἀδυναμία μας αὐτὴ ἐμποδίζει τὸν Θεὸ νὰ κάνει αὐτὸ ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ κάνει ἄν μοναχὰ δὲν βοηθούσαμε μὲ τρόπο ἀνάρμοστο.

 

Ἔχετε βέβαια δεῖ πῶς δίνονται σ’ ἕνα μικρὸ παιδὶ τὰ πρῶτα μαθήματα γραφῆς: ἀφοῦ τὸ βάλει νὰ κρατήσει ἕνα μολύβι ἡ μητέρα κινεῖ τὸ χεράκι τοῦ παιδιοῦ. Καὶ ὅσο τὸ παιδὶ δὲν γνωρίζει τὶ σκοπεύει νὰ κάνει ἡ μητέρα, ὅσο τὸ χέρι κινεῖται ἀδύναμο μέσα στὸ χέρι της, πόσο ὄμορφες εἶναι οἱ γραμμὲς! Εὐθεῖες, ἐλεύθερες. Ἀλλὰ ἔρχεται ἡ στιγμὴ ποὺ τὸ παιδὶ φαντάζεται πῶς γνωρίζει τὶ σκοπεύει νὰ κάνει ἡ μητέρα του καὶ νοιώθοντας ἀβοήθητο, σπρώχνει,τραβάει καὶ οἱ γραμμὲς πᾶνε στραβά. Αὐτὸ κάνουμε συνεχῶς: Ὁ Κύριος προσπαθεῖ νὰ κατευθύνει τὸ χέρι μας, νὰ γράψουμε τὴν σωστὴ ἱστορία τῆς ζωῆς μας στὸ Βιβλίο τῆς Ζωῆς, ἀλλὰ φανταζόμαστε ὅτι γνωρίζουμε καλύτερα, ὅτι ξέρουμε καλύτερα τὰ σχέδια Του καὶ εἴμαστε τόσο ἀβοήθητοι! Καὶ εἶναι τὸσο κακογραμμένο τὸ γραπτὸ μας στὸ Βιβλίο τῆς Ζωῆς. Ἄν μόνο μαθαίναμε ν΄ἀφήναμε τὸ χέρι μας νὰ τὸ κατευθύνει ὁ Θεὸς μέχρι νὰ καταλάβουμε ἀληθινὰ τὶ σκοπεύει νὰ κάνει ὁ Θεὸς, μέχρι νὰ καταλάβουμε τὶ εἶναι οἱ γραμμὲς καὶ τὸ τελικὸ σχέδιο! Ἀλλὰ δὲν γνωρίζουμε καὶ ἡ φαντασία μας, ἡ εὔθραυστη δυναμή μας φαίνεται ὅτι εἶναι δυνατὴ ἀρκετὰ γιὰ νὰ μουτζουρώνει αὐτὸ ποὺ γράφει μὲ τὸ χέρι Του ὁ Θεός.

 

Αὐτὰ τὰ δύο παραδείγματα δείχνουν ὅτι πρέπει νὰ εἴμαστε εὐαίσθητοι μὲ νοῦ ἀνοιχτὸ κι ἐξυπνάδα, μὲ τὴν εὐελιξία ποὺ μποροῦμε, ἄγρυπνοι· καὶ τότε θὰ μάθουμε πρῶτα καὶ μετὰ θὰ γίνουμε δημιουργικοὶ. Δύναμη καὶ ὅρια, δύναμη καὶ ἀπάθεια πάντα πηγαίνουν μαζί· ζωὴ καὶ ἀνθρώπινη ἀδυναμία πάντα συνδέονται μεταξύ τους.

 

Ἕνας ἀρχαῖος συγγραφέας ἔδωσε ἕνα παράδειγμα πάνω σ’ αὐτὸ ὅταν εἶπε: κοιτᾶξτε μιὰ βελανιδιά, πόσο δυνατή καὶ ἰσχυρὴ εἶναι, κι ὅμως, πόση λίγη ζωὴ ὑπάρχει στὸν κορμό της καὶ πόσο προστατευμένη καὶ φυλακισμένη εἶναι αὐτὴ ἡ ζωὴ μέσα στὸν κορμὸ· καὶ κοιτᾶξτε τὸ ἀμπέλι: πόσο εὐαίσθητα εἶναι τὰ μικρὰ κλαδιὰ καὶ τὰ ἀκριανὰ κλωνάρια καὶ εἶναι γεμάτα ἀπὸ ζωή… Αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ μάθουμε, νὰ ἀποκτήσουμε αὐτὴ τὴ μεγάλη, εὐφυη κατανόηση, νὰ ξεχωρίζουμε τὸ σχέδιο τῆς θεϊκῆς γραφῆς καὶ τότε, ἡ σωτηρία ἔρχεται ἐπειδὴ βρίσκεται στὴν τέλεια ἁρμονία ποὺ ὑπάρχει ἀνάμεσα στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου, στὴν πλήρη ἁρμονία ἀνάμεσα σ’ Ἐκεῖνον ποὺ εἶναι τὰ πάντα, κι ἐμᾶς, ποὺ καλούμαστε νὰ μετέχουμε στὴν θεϊκὴ φύση, στὴν θεϊκὴ ζωή.

 

Ὁ Θεὸς ἄς δώσει νὰ καλύψουμε τὴν ἀδυναμία μας καὶ τὴν ἀπατηλή μας δύναμη, νὰ ξεμάθουμε τὴν λανθασμένη δημιουργικότητα ποὺ ἔχει κάνει τὸν κόσμο ποὺ ζοῦμε τόσο τρομακτικὸ καὶ νὰ μάθουμε ἐκείνη τὴν ἐπαγρύπνιση, τὴν ἱκανότητα τῆς προσαρμογῆς καὶ την ἀδυναμία μὲ τὰ ὁποῖα μπορεῖ ὁ Θεὸς νὰ ἐργαστεῖ ἐλεύθερα καὶ νὰ οἰκοδομήσει τὸ Βασίλειο Του, ξεκινώντας ἀπὸ τὴν πολιτεία τοῦ ἀνθρώπου. Ἀμήν.