Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος
- Τί θαυμαστὴ ποὺ εἶναι ἡ ἐλεημοσύνη τοῦ Θεοῦ! Πόσο ἐκπληκτικὴ εἶναι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ μᾶς ἔκτισε! Τί δύναμη μᾶς ἔδωσε καί μᾶς ἔκρινε ἱκανοὺς γιὰ ὅλα! Πόσο ἄμετρη εἶναι ἡ καλοσύνη του, ποὺ εἰσάγει τὴν ἁμαρτωλή μας φύση στὴν ἀνάπλαση! Ποιὸς μπορεῖ νὰ ἐξυμνήσει τὴ δόξα του;
Τὸν παραβάτη τῶν ἐντολῶν του καὶ τὸν βλάσφημο τὸν ἀνασταίνει μὲ τὴ μετάνοια. Τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἦταν ἄμυαλο χῶμα τὸν ἀνακαινίζει καὶ τὸν κάνει συνετὸ καὶ λογικό. Τὸν διασκορπισμένο καὶ ἀναίσθητο νοῦ καὶ τὶς διασκορπισμένες λόγω τῶν ἁμαρτιῶν μας αἰσθήσεις, ὅλα αὐτά, τὰ κάνει μὲ τὴν ἀγάπη του λογικὴ φύση, ἄξια νὰ ἐννοεῖ σωστὰ τὰ θεῖα καὶ τὰ ἀνθρώπινα. Γιατί αὐτὸς ποὺ ζεῖ ἀκόμη στὶς ἁμαρτίες του δὲν εἶναι ἱκανὸς νὰ ἐννοήσει τὴ χάρη τῆς προσωπικῆς του ἀνάστασης.
Ποῦ εἶναι, λοιπόν, ἡ κόλαση ποὺ θὰ μᾶς γεμίσει μὲ θλίψη; Καὶ ποῦ εἶναι ἡ κόλαση ποὺ μᾶς ἐκφοβίζει ἀπὸ παντοῦ καὶ ὑπερνικᾶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ; Ποιὰ κόλαση καὶ ποιὰ γέεννα τοῦ πυρὸς ὅταν ὁ Θεὸς μᾶς ἀναστήσει ἐν δόξῃ ἀπὸ τὸν Ἅδη καὶ κάνει τοῦτο τὸ φθαρτὸ σῶμα μας νὰ ντυθεῖ τὴν ἀφθαρσία; Ὅσοι ἔχετε διάκριση, θαυμάστε τὰ μεγαλεῖα του Θεοῦ.
Ποιὸς ὅμως ἔχει τόσο σοφὴ καὶ ἀξιοθαύμαστη διάνοια, ποὺ θὰ μπορέσει νὰ θαυμάσει, ὅσο ἀξίζει, τὴ χάρη τοῦ Δημιουργοῦ μας; Ἡ ἀνταπόδοση τῶν ἀμετανόητων ἁμαρτωλῶν εἶναι βέβαιη, ὅμως ἀντὶ τῆς δίκαιης ἀνταπόδοσης ὁ Κύριος ἀνταποδίδει τὴν ἀνάσταση σ’ αὐτοὺς ποὺ μετανοοῦν καί, ἀντὶ νὰ τιμωρήσει αὐτοὺς ποὺ καταπάτησαν τὸ νόμο του, τοὺς ντύνει μὲ τὴν τέλεια δόξα τῆς ἀφθαρσίας. Αὐτὴ ἡ χάρη, ποὺ μᾶς ἀνασταίνει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, εἶναι μεγαλύτερη ἀπὸ ἐκείνη ποὺ μᾶς δόθηκε, ὅταν ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία μᾶς ἔφερε στὴν κτιστὴ ὕπαρξη. Δόξα στὴν ἄμετρή σου χάρη, Κύριε. (244 – 6).
Πῶς ἐνεργεῖ ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη
- Ὅποιος ἔχει μνήμη Θεοῦ καὶ τιμᾶ κάθε ἄνθρωπο, αὐτὸς βρίσκει βοήθεια ἀπὸ κάθε ἄνθρωπο, ποὺ δέχεται μυστικὰ μέσα του τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ νὰ βοηθήσει. Ὅποιος πάλι ἀπολογεῖται γιὰ νὰ σώσει τὸν ἀδικούμενο, βρίσκει τὸ Θεὸ νὰ τὸν ὑπερασπίζεται. Ὅποιος δίνει τὸ χέρι του νὰ βοηθήσει τὸν πλησίον του, λαμβάνει τὴ βοήθειά του ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ. Ὅποιος κατηγορεῖ τὸν ἀδελφό του κινούμενος ἀπὸ κακία, βρίσκει τὸ Θεὸ κατήγορό του. Ὅποιος διορθώνει τὸν ἀδελφό του κρυφὰ ἀπὸ τοὺς ἄλλους, γιατρεύει τὴν κακία του. Καὶ ὅποιος κατηγορεῖ κάποιον μπροστὰ στοὺς ἄλλους, κάνει πιὸ ὀδυνηρὰ τὰ τραύματά του. Ὅποιος θεραπεύει κρυφὰ ἀπὸ τοὺς ἄλλους τὸν ἀδελφὸ του, κάνει φανερὴ τὴ δύναμη τῆς ἀγάπης του. Ἐνῶ αὐτὸς ποὺ τὸν ντροπιάζει μπροστὰ στοὺς φίλους του, ἀποδεικνύει τὴν δύναμη τοῦ φθόνου ποὺ φωλιάζει μέσα του. Ὁ φίλος ποὺ ἐλέγχει κρυφά, εἶναι σοφὸς γιατρός, ἐνῶ αὐτὸς ποὺ γιατρεύει μπροστὰ στὰ μάτια τῶν ἄλλων, στὴν πραγματικότητα ἐξευτελίζει τὸν ἄρρωστο. Συμπάθεια θὰ πεῖ νὰ συγχωρεῖς κάθε σφάλμα τοῦ ἄλλου. Τὸ πονηρὸ φρόνημα φαίνεται ὅταν ἀντιμιλᾶς στὸν ἁμαρτήσαντα. Αὐτὸς ποὺ διορθώνει τὸν ἄλλον ἀποβλέποντας πραγματικὰ στὴν ψυχική του ὑγεία, τὸν διορθώνει μὲ ἀγάπη, ἐνῶ αὐτὸς ποὺ ζητάει νὰ ἐκδικηθεῖ, εἶναι κούφιος ἀπὸ ἀγάπη. Ὁ Θεὸς παιδεύει καὶ διορθώνει τὸν ἄνθρωπο μὲ ἀγάπη, χωρὶς ἐκδίκηση, καὶ ζητάει νὰ γιατρέψει τὴν εἰκόνα του, χωρὶς νὰ κρατάει τὴν ὀργή του γιὰ τὶς κακίες τοῦ ἀνθρώπου πολὺν καιρό. Αὐτὸς ὁ τρόπος τῆς ἀγάπης εἶναι εὐθὺς καὶ δὲν παρεκκλίνει στὴν ἐμπαθῆ ἐκδίκηση. Ὁ δίκαιος καὶ σοφὸς ἄνθρωπος εἶναι ὅμοιος μὲ τὸ Θεό. Γιατί δὲν παιδεύει καθόλου τὸ συνάνθρωπό του μὲ ἐκδικητικότητα γιὰ τὴν κακία του, ἀλλὰ τὸν παιδεύει ἢ γιὰ νὰ διορθωθεῖ ὁ ἴδιος, ἂν τὸ θελήσει, ἢ γιὰ νὰ φοβηθοῦν οἱ ἄλλοι. Ἡ παιδεία ποὺ δὲν εἶναι ὅπως τὴν περιέγραψα, δὲν εἶναι ἀληθινὴ παιδεία. (284 – 5).
Ἡ ἐλεήμων καρδία
- Τί εἶναι καρδία ἐλεήμων; Εἶναι νὰ φλέγεται ἀπὸ ἀγάπη ἡ καρδιὰ γιὰ τὴν κτίση: γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, γιὰ τὰ πουλιὰ καὶ γιὰ τὰ ζῶα, καὶ γιὰ τοὺς δαίμονες, καὶ γιὰ κάθε κτίσμα. Καὶ καθὼς ὁ ἄνθρωπος τὰ φέρνει στὴ μνήμη του καὶ τὰ σκέφτεται, τὰ μάτια του τρέχουν δάκρυα. Ἀπὸ τὴν πολλὴ καὶ σφοδρὴ συμπάθεια ποὺ συνέχει τὴν καρδιά του, καὶ ἀπὸ τὴν πολλὴ ἐμμονὴ σ’ αὐτὴ τὴν κατάσταση, μικραίνει ἡ καρδιά του καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ὑποφέρει ἢ νὰ ἀκούσει ἤ νὰ δεῖ κάποια βλάβη ἢ κάτι ἔστω καὶ λίγο λυπηρὸ νὰ γίνεται στὴν κτίση. Γι’ αὐτὸ καὶ γιὰ τὰ ἄλογα ζῶα, καὶ γιὰ τοὺς ἐχθρούς τῆς ἀλήθειας, καὶ γιὰ αὐτοὺς ποὺ τὸν βλάπτουν προσεύχεται συνεχῶς μὲ δάκρυα, ζητώντας ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ τοὺς φυλάξει καὶ νὰ τοὺς συγχωρήσει. Ὁμοίως προσεύχεται καὶ γιὰ τὰ ἑρπετὰ ἀπ΄ τὴν πολλή τους εὐσπλαχνία, ποὺ συγκινεῖ τὴν καρδιά του, ὑπερβαίνοντας τὸ ἀνθρώπινο μέτρο καὶ φτάνοντας στὴν ὁμοιότητα τοῦ Θεοῦ. (306).