Μπόκος Δημήτριος (Πρεσβύτερος)
ΓΙΑ ΠΟΙΟΝ ΜΙΛΑΕΙ Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ;
Ἐρευνᾶτε τὰς γραφάς, …ἐκεῖναί εἰσιν αἱ μαρτυροῦσαι περὶ ἐμοῦ… Ἐὰν πιστεύατε στὸν Μωυσῆ, θὰ πιστεύατε καὶ σὲ μένα. Περὶ γὰρ ἐμοῦ ἐκεῖνος ἔγραψεν» (Ἰω. 5, 39• 46).
Χωρὶς περιστροφὲς ὁ Χριστὸς ξεκαθαρίζει μιὰ γιὰ πάντα ὅτι οἱ Γραφὲς ἔχουν ὡς ἀντικείμενο τὸ πρόσωπό του. Καὶ ὅταν ὁ Χριστὸς ὁμιλεῖ γιὰ Γραφές, ἐννοεῖ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἐφόσον μόνο αὐτὴ ὑπῆρχε τότε. Ὁ Μωυσῆς λοιπὸν καὶ οἱ λοιποὶ προφῆτες δείχνουν σταθερὰ καὶ ἀταλάντευτα πρὸς μία καὶ μόνο κατεύθυνση, πρὸς ἕνα καὶ μοναδικὸ πρόσωπο, πρὸς τὸν προσδοκώμενο Μεσσία, τὸν εὐλογημένο ἐρχόμενο «ἐν ὀνόματι Κυρίου». Στὶς τελευταῖες ὑποθῆκες του πρὸς τοὺς Ἰσραηλίτες ὁ Μωυσῆς προσανατολίζει τὸ βλέμμα τους πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ θείου αὐτοῦ ἀπεσταλμένου, ἐπισημαίνοντας: «Προφήτην ἐκ τῶν ἀδελφῶν σου ὡς ἐμὲ ἀναδείξει σοι Κύριος ὁ Θεός σου, αὐτοῦ ἀκούσεσθε» (Δευτ. 18,15).
Τὴν πίστη αὐτὴ καὶ προσδοκία τοῦ Ἰσραὴλ ἐκφράζει, ἐπικροτεῖ καὶ ἐπισφραγίζει ἡ Καινὴ Διαθήκη. Ἐπικυρώνει ἔτσι πανηγυρικὰ τὸν προεισαγωγικὸ χαρακτήρα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ὅτι δηλαδὴ εἶναι αὐτὴ ποὺ ἀποκαλύπτει σταδιακὰ τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου (Θεία Οἰκονομία), ὁδηγώντας καὶ παιδαγωγώντας τοὺς ἀνθρώπους στὸ νὰ ἀποδεχθοῦν τὸν Χριστό. «Γνωρίζω, λέγει ἡ Σαμαρείτιδα Φωτεινὴ στὸν Χριστό, ὅτι “Μεσσίας ἔρχεται, ὁ λεγόμενος Χριστός. Ὅταν ἔλθῃ Ἐκεῖνος”, θὰ μᾶς εἰπεῖ τὰ πάντα. Τῆς λέγει ὁ Χριστός: “Ἐγὼ εἰμι” (ὁ Μεσσίας), ποὺ μιλάω τώρα μαζί σου» (Ἰω. 4, 25-26).
Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη δηλαδὴ εἶχε ἀποβεῖ γιὰ τὴ Σαμαρείτιδα «παιδαγωγὸς εἰς Χριστὸν» (Γαλ. 3, 24). Καὶ ὁ Χριστὸς ταυτίζει τὸν ἑαυτό του μὲ τὸν Μεσσία ποὺ προαναγγέλλεται στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Ὅλοι οἱ ἱεροὶ συγγραφεῖς τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ἐπιβεβαιώνουν ρητά, ὅτι στὸ πρόσωπό του ἐκπληρώνονται «πάντα τὰ γεγραμμένα ἐν τῷ νόμῳ Μωυσέως καὶ Προφήταις καὶ Ψαλμοῖς περὶ αὐτοῦ» (Λουκ. 24, 44). Γι’ αὐτὸ ἡ κάθε ἐνέργεια τοῦ Χριστοῦ ἐπισφραγίζεται μὲ φράσεις, ὅπως: «Οὕτω γέγραπται», «ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ», «οὕτως ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ ἀναστῆναι ἐκ νεκρῶν τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ», «τότε ἐπληρώθη τὸ ρηθὲν ὑπὸ τῶν προφητῶν», κ. λ. π. Καὶ ἀποτρέπει ὁ Χριστὸς ὁποιονδήποτε ἐπιχειρεῖ νὰ τὸν ἐκτρέψει ἀπὸ τὸν σκοπό του, ἀκόμα καὶ τὸν κορυφαῖο ἀπόστολό του Πέτρο, ὀνομάζοντάς τον «σατανᾶ», μὲ τὸ ἁπλὸ ἐπιχείρημα: «Πῶς οὖν πληρωθῶσιν αἱ γραφαί;» (Ματθ. 26, 54).
Ὁ Χριστὸς εἶναι ποὺ ἐνεργεῖ τὸ σχέδιο τῆς Θείας Οἰκονομίας. Αὐτὸς ὁ ἴδιος αὐτοπροσώπως δρᾶ διαχρονικὰ στὴν Ἱερὰ Ἱστορία. Ὅσα προανήγγειλε ὡς ἄσαρκος Λόγος τοῦ Θεοῦ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, τὰ ἐκπληρώνει ὡς ἔνσαρκος Λόγος (Θεάνθρωπος) στὴν Καινὴ Διαθήκη. Ἡ ἀμετακίνητη θέση τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἡ ἀτράνταχτη πίστη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι, ὅτι «ὁ πάλαι τῷ Μωσεῖ συλλαλήσας ἐπὶ τοῦ ὄρους Σινᾶ διὰ συμβόλων», λέγοντας «ἐγὼ εἰμι ὁ Ὤν», εἶναι ὁ ἴδιος ποὺ ἀνέλαβε κατόπιν ἐπάνω του «τὴν ἀνθρωπίνην οὐσίαν» (=σαρκώθηκε) καὶ διὰ τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεως ἐργάσθηκε τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου (Ἀπόστιχα τῆς Μεταμορφώσεως).
«Δαυϊτικὴν προφητείαν ἐκπληρῶν Χριστός», ἀποκαλύπτει στοὺς μαθητὲς του τὸ ἀληθινὸ μεγαλεῖο του, δείχνοντας τὸν ἑαυτὸ του «δοξαζόμενον ἀεί, σὺν Πατρὶ τε καὶ Πνεύματι ἁγίῳ, πρότερον μὲν ἄσαρκον ὡς Λόγον, ὕστερον δὲ δι’ ἡμᾶς σεσαρκωμένον, καὶ νεκρωθέντα ὡς ἄνθρωπον, καὶ ἀναστάντα κατ’ ἐξουσίαν ὡς φιλάνθρωπον» (Παρακλητική, Ἦχος βαρύς, Σαββάτῳ ἑσπέρας). Ἐπὶ τοῦ ξύλου τοῦ Σταυροῦ δηλαδὴ οἱ Ἑβραῖοι θανάτωσαν τὸν δικό τους νομοθέτη, «τὸν κριτὴν τὸν ἀθάνατον, τὸν νόμον χαράξαντα ἐν ἐρήμῳ πάλαι Μωσεῖ τῷ θεόπτῃ, … τὴν ζωὴν τὴν τῶν ἁπάντων», αὐτὸν ποὺ εἶναι ὁ «μόνος Κύριος καὶ Δεσπότης τῆς κτίσεως» (Παρακλητική, Ἦχος δ΄, Πέμπτῃ ἑσπέρας).
Παρομοίως καὶ οἱ ὕμνοι τῆς ἑορτῆς τῆς Ὑπαπαντῆς ἐμφανίζουν «βρέφος γενόμενον, νόμῳ ὑποταττόμενον», τὸν ἴδιο τὸν Νομοδότη Κύριο, «ὅν ὑπὸ τὸν γνόφον Μωσῆς νομοθετοῦντα προεώρα ἐν Σινᾷ». Μὲ ἰδιαίτερη ἔμφαση τονίζουν, ὅτι τὸ βρέφος ποὺ ἀναδέχεται ὁ γηραιὸς Συμεὼν «ἐν ἀγκάλαις», δὲν εἶναι ἕνα βρέφος ἁπλό, ἀλλὰ ὁ θεῖος Νομοθέτης τοῦ Ἰσραήλ, ὁ ὑπὸ τῶν προφητῶν ἀναγγελλόμενος Μεσσίας. «Οὗτος ἐστιν ὁ διὰ νόμου λαλήσας, …ὅν ὁ Δαυὶδ καταγγέλλει, ὁ ἐν προφήταις λαλήσας, ὁ σαρκωθεὶς δι’ ἡμᾶς καὶ σώσας τὸν ἄνθρωπον».
Ὁ Θεὸς ποὺ κηρύττεται στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὁ Κύριος, ὁ Ὤν (ὁ Γιαχβὲ τῶν Ἑβραίων), εἶναι ὁ μετὰ ταῦτα φανερούμενος Τριαδικὸς Θεὸς τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ ἰδιαιτέρως ὁ σαρκωθεὶς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Αὐτὸ προεῖδαν «ἄνωθεν οἱ προφῆται», αὐτὸ δίδαξαν οἱ ἀπόστολοι, αὐτὸ παρέλαβε ἡ Ἐκκλησία. «Αὕτη ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων».
Αὐτὸ ἀποδέχεται καὶ ὁ Χριστὸς γιὰ τὸν ἑαυτό του, ὅταν διασφαλίζει τὸ κῦρος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ διακηρύττει μὲ τρόπο ποὺ δὲν ἐπιδέχεται παρερμηνεῖες, ὅτι δὲν ἔχει σκοπὸ νὰ καταργήσει «τὸν νόμον ἤ τοὺς προφήτας», ἀλλὰ μόνο νὰ προσθέσει ὅ,τι λείπει.
Ὅταν λέγει «ἠκούσατε ὅτι ἐρρέθη τοῖς ἀρχαίοις…, ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν…» (Ματθ. 5, 21-22 ἐξ.), δὲν ὁμιλεῖ ἀντιθετικὰ πρὸς τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἀλλὰ συμπληρωματικά. Αὐτὸς ποὺ εἶχε δώσει τότε τὸ γάλα, αὐτὸς ὁ ἴδιος προσθέτει τώρα καὶ τὴ στερεὰ τροφή. Ὁ νόμος ποὺ ἦταν τὸ μέτρο γιὰ τὶς δυνατότητες τοῦ τότε ἀνθρώπου, τοῦ ἀρχαίου, τοῦ πρὸ Χριστοῦ κόσμου, παραμένει τὸ θεμέλιο, πάνω στὸ ὁποῖο χτίζει τώρα τὸ ὑπόλοιπο οἰκοδόμημα, καλώντας μας στὴν τελειότητα, σὲ αὐτὸ ποὺ ὁ πρὸ Χριστοῦ ἄνθρωπος ἀδυνατοῦσε νὰ φτάσει. Δὲν καταργεῖ, συμπληρώνει. Ἐπιπλέον ὁ Χριστὸς ἐπισημαίνει ὅτι ἡ ἰσχὺς τοῦ νόμου του, παλαιοῦ καὶ καινοῦ, θὰ εἶναι ἀδιατάρακτη καὶ ἀκλόνητη. «Ἕως ἂν παρέλθῃ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, ἰῶτα ἕν ἢ μία κεραία οὐ μὴ παρέλθη ἀπὸ τοῦ νόμου» (Ματθ. 5, 18).
Ὅταν λοιπὸν ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς περιβάλλει μὲ τὴν ἀπόλυτη ἔγκρισή του τὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ λέγει ἀπερίφραστα ὅτι ἐκείνη ὁμιλεῖ καὶ μαρτυρεῖ ἀποκλειστικὰ γιὰ τὸ δικό του πρόσωπο, εἶναι τουλάχιστον θρασεία ἡ ἀνθρώπινη λογικὴ ποὺ ἀποτολμᾶ νὰ θέτει ὑπὸ ἀμφισβήτηση τὰ λεγόμενά του καὶ νὰ ἀπορρίπτει τὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὡς, ἄσχετη μὲ τὴν ἀλήθεια, μυθολογία. Ἀλλὰ καὶ ὅταν τυχὸν ταυτίζει τὸν Θεὸ ποὺ καταγγέλλεται σ’ αὐτὴν μὲ κάποιον θεὸ τοῦ κακοῦ ἢ καὶ μὲ τὸν ἴδιο τὸν σατανᾶ, ἀπορρίπτοντας ἔτσι εὐθέως τὸν ἴδιο τὸν Χριστό, ἡ λογικὴ αὐτὴ γίνεται ὄχι ἁπλῶς θρασεία, ἀλλὰ καὶ βλάσφημη.
Ὅποιος σκέφτεται ἔτσι βλασφημεῖ, οὔτε λίγο οὔτε πολύ, κατὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ παραμένει ἀσυγχώρητος κατὰ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου, ἐὰν καὶ ἐφόσον ἐμμένει πεισματικὰ καὶ ἀμετανόητα μέχρι τέλους στὴ διαστροφὴ τῆς ἀλήθειας, ὀνομάζοντας τὸν Θεὸ διάβολο, ἀποδίδοντας δηλαδὴ τὰ (ἀνερμήνευτα καὶ ἀκατανόητα ἴσως σέ μᾶς, πλὴν) θαυμαστὰ καὶ ὑπέρλογα ἔργα τοῦ Ὑψίστου Θεοῦ σὲ δαιμονικὲς ἐνέργειες (Μάρκ. 3, 29).
Ὁ Χριστὸς λοιπὸν εἶναι ὁ ἀδιαμφισβήτητος ἐσωτερικὸς κρίκος τῶν δύο Διαθηκῶν, τὸ ἑνιαῖο διαχρονικὸ περιεχόμενο τῆς μιᾶς Ἁγίας Γραφῆς.