«Δεῦρο, στῆθι μεθ’ ἡμῶν, Ὅσιε,

ἐπισφραγίζων τόν ὕμνον

καί προεξάρχων τῆς σῆς πανηγύρεως».

Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης (†1938)

Ἐφέτος τόν Σεπτέμβριο, συμπληρώνονται ἀκριβῶς ὀγδόντα (80) χρόνια ἀπό τήν κοίμηση τοῦ νέου Ἀθωνίτου ὁσίου Σιλουανοῦ τοῦ Ρώσου.

Ὁ  –ἐπίσης νέος Ἀθωνίτης– ὅσιος Παΐσιος, τόνιζε πολλές φορές, ὅτι γιά νά βιογραφήσει κάποιος ἕναν ἅγιο, πρέπει νά εἶναι καί ὁ ἴδιος ἅγιος, καί μάλιστα στά μέτρα καί στήν κατάστασή του· καί, ὅτι οἱ βίοι τῶν ἁγίων, πού εἶναι γραμμένοι ἀπό ἁγίους, εἶναι θαυμάσιοι.

Καί ὁ μέν ὅσιος Γέρων Παΐσιος, καλῶς ἐτόνισε αὐτή τήν ἀλήθεια. Ἐμεῖς δέ, «οἱ περιλειπόμενοι», ἀφ’ ἑνός μέν, ἔχοντας ἐπίγνωση τῆς πνευματικῆς μας ἀνεπάρκειας, ἀφ’ ἑτέρου δέ, ἐπειδή ἡ ἐπετειακή ἀνάμνηση τῆς κοιμήσεως τοῦ Ὁσίου Σιλουανοῦ τό καλεῖ, ζητῶντας τήν συγχώρησή του, ἄς τοῦ βάλουμε νοερῶς μιά μετάνοια καί –ἐπικαλούμενοι τίς θεοπειθεῖς εὐχές του– ἄς χαράξουμε λίγες γραμμές εὐλαβικῶν στοχασμῶν καί λογισμῶν. Δηλαδή, μέ ἄλλα λόγια, ἐπειδή ἡ δική μας ἀδυναμία δέν ἐπαρκεῖ νά προσεγγίσει καί νά παρουσιάσει τό πνευματικό μέγεθος τοῦ τιμωμένου Ὁσίου, ἄς περιορισθοῦμε στήν ἁπλῆ καί πιστή παράθεση στοιχείων, πού ἀφοροῦν τήν βιογραφία καί διδασκαλίαν αὐτοῦ, ὁ ὁποῖος, βεβαίως, «τῶν ἀγαθῶν μας οὐ χρείαν ἔχει».

 

Καί κατά πρῶτον, μέ δυό, πολύ ἐπιγραμματικά καί ἐπί τροχάδην, λόγια, σημειώνουμε, ὅτι ὁ  Ὅσιος Σιλουανός, κατά κόσμον Συμεών Ἀντόνωφ, γεννήθηκε στήν προεπαναστατική Ρωσία, τό 1866, ὑπῆρξε χωρικός πρό τῆς στρατιωτικῆς του θητείας καί μετά ἀπό αὐτήν ἀνεχώρησε γιά τό Ἅγιον Ὄρος τό 1892. Ἀπό τότε, μέχρι τήν κοίμησή του, τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1938, ἔζησε στήν Ἱερά Μονή Ἁγίου Παντελεήμονος, (πού ἤδη εἶχε γίνει ρωσική) ὡς ἁπλός κοινοβιάτης μοναχός. Δέν ἔλαβε ἱερωσύνη, οὔτε ἐδέχθη προϊσταμενία. Ἀρκέσθηκε στήν λήψη τοῦ Μεγάλου καί Ἀγγελικοῦ Σχήματος. Ἐργάσθηκε πολλά χρόνια σέ διάφορα μοναστηριακά διακονήματα, κυρίως ὅμως, ὡς μυλωνᾶς καί, ἀργότερα, ὡς ὑπεύθυνος οἰκονόμος τῶν πολυπληθῶν ἐργατῶν τῆς Μονῆς. Αὐτοί, ὄντας πάμφτωχοι καί ἐργαζόμενοι σκληρά γιά ἕνα κομμάτι ψωμί καί γιά νά θρέψουν καί τίς πολυμελεῖς –πολλές φορές– οἰ­­κο­γένειές τους, βρῆ­καν στό ἅγιο πρό­σωπό του τόν τροφέα καί συν­τη­ρητή, τόσο τῶν ἰδί­ων, ὅσο καί τῶν οἰκογενειῶν τους. Καί ἔτσι, κα­τά τήν λαϊκή ἔκ­φραση, “ἔπιναν νε­­­ρό στό ὄνομά του”. Τήν ἐπίσημη βιογράφησή  του, ἀ­νέ­λαβε, μέ πολύ με­γάλη αἴσθηση εὐ­­θύ­­νης, ὁ ἐπίσης Ρῶ­σος, ἀδελφός τῆς ἴδιας Μονῆς, ἀρ­χι­­μαν­δρίτης πα­τήρ Σωφρόνιος Σα­­χά­­ρωφ, ὁ ὁ­ποῖ­ος, διάκονος ἀκό­μη, πρόφθασε ἐν ζωῇ, στάς δυσμάς τοῦ βίου του, τόν Ὅσιό μας. Τόν ἔκαμε πνευματικό του διδάσκαλο, ἐνστερνίστηκε τήν βιωματική του παρακαταθήκη, τόσο τήν προφορική, ὅσο καί τήν γραπτή. Μετά τήν κοίμηση τοῦ Ὁσίου, ἡ μεγάλη ἐπιθυμία του νά τόν καταστήσει γνωστόν στό εὐρύτερο χριστεπώνυμο πλήρωμα, τόν ἠνάγκασε νά ἀναχωρήσει ὁριστικῶς ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, προκειμένου νά ἀσχοληθεῖ, τόσο μέ τήν σχετική συγγραφή, ὅσο καί μέ τήν διάδοση αὐτῆς, σέ ὅλα τά στρώματα τῶν πνευματικά διψασμένων Εὐρωπαίων, κυρίως Γάλλων καί Ἄγγλων, τίς ἀναζητήσεις τῶν ὁποίων εἶχε γνωρίσει ἐκ τοῦ σύνεγγυς, κατά τήν προ-μοναχική ζωή του. Τό σύγγραμμά του, μέ τίτλο «Ὁ στάρετς Σιλουανός», ὀγκῶδες σχετικῶς, ἔχει γνωρίσει μέχρι στιγμῆς καμμιά δεκαριά ἐκδόσεις, πάνω-κάτω. Εἶναι γνωστό, ὅτι ὁ Γέρων Σωφρόνιος, κατέληξε στό Ἔσσεξ τῆς Ἀγγλίας, ἵδρυσε ἐκεῖ τήν Ἱερά Σταυροπηγιακή Μονή τοῦ Τιμίου Προδρόμου, μία ὄαση πνευματική γιά τούς διψῶντας θεῖα νάματα, ἐχρημάτισε ἡγούμενός της καί ἐκοιμήθη ἐκεῖ, σχετικῶς πρόσφατα, ἀφοῦ πρῶτα εἶδε τήν ἡμέρα τῆς ἐπίσημης ἁγιοκατατάξεως τοῦ Ὁσίου μας, ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, τό 1988, δηλαδή πενήντα (50) ἔτη μετά τήν κοίμησή του. «Εἶδε τήν ἡμέρα» αὐτή καί «ἐχάρη», ἔκλεισε δέ τά μάτια του εὐτυχής, διότι οἱ κόποι του εὐοδώθηκαν. Τό Ἅγιον Ὄρος, τό Περιβόλι τῆς Παναγίας μας, σάν περιβόλι πού εἶναι – δηλαδή κῆπος ἤ ἀνθών – ἔχει νά παρουσιάσει ποικιλία ἀνθέων, δηλαδή ἐξαγιασθέντων μοναχῶν. Ὁ κάθε ἕνας ἀπό αὐτούς, ἀπό τούς ἀρχαιοτέρους, μέχρι καί τούς δύο νεωστί ἀνακηρυχθέντας Ὁσίους (Παΐσιον καί Πορφύριον), κάτι τό ἰδιαίτερο ἔχει νά προσφέρει στό εὐρύτερο χριστεπώνυμο πλήρωμα, ὡς «ὀσμήν εὐωδίας πνευματικῆς». Ὁ κάθε Ἁγιορείτης Ὅσιος, σάν φίλεργος καί φιλόπονος μέλισσα, ἐργάσθηκε καί προσέφερε τό μέλι τῆς ἀρετῆς· ἄλλος μέ τόν Ἄλφα τρόπο, ἄλλος μέ τόν Βῆτα, ἄλλος μέ τόν Γάμα καί οὕτω καθ’ ἑξῆς.

Ὁ δικός μας Ὅσιος, εἶναι ἡ χαρακτηριστική περίπτωση καί ἐκ­προ­σώπηση ἁπλοῦ κοινοβιάτου μοναχοῦ, πού ἔζησε ἐφ’ ὅρου ζωῆς ὡς διακονητής, χωρίς ἀνάληψη ἱερατικῆς –προϊσταμενικῆς–ἐξομολογητικῆς–ὁμιλιτικῆς–ἱεραποστολικῆς κλπ. εὐθύνης. Πολλά ἔχει νά πεῖ σήμερα σέ μᾶς τούς «περιλειπομένους» αὐτός ὁ ὑπομονητικός τρόπος μιᾶς κεκρυμμένης ἐν Χριστῷ ζωῆς, πού –φαινομενικῶς τουλάχιστον– χαρακτηρίζεται ὡς μο­νό­τονη καί μονότροπη. Αὐτή ἡ ὑπομονητική κοινοβιακή ζωή, στό στί­βο καί στό σκάμμα τοῦ κοινοβίου, πάνω στήν πράξη, ἀποδεικνύεται ὄχι καί τόσο εὔκολη. Γι’ αὐτό καί σήμερα εἶναι λίγο δυσεύρετη, γεγονός πού ἀποδεικνύεται, ἀπό τό ὅτι, πολλοί συμμονασταί μας, σεβαστοί κατά πάντα, –μπροστά στούς ὁποίους βάζουμε μετάνοια καί ζητᾶμε τήν εὐχή καί προσευχή τους– ἐπιλέγουν μιά κάπως συγκαταβατικότερη μοναχική βιοτή, ἐργαζόμενοι ἱεραποστολικῶς, ἱεροκηρυκτικῶς, συγγραφικῶς, ἐξο­μο­λογητικῶς κλπ. Κατά πάντα σεβαστή ἡ ἐπιλογή τους. Ἄλλοι, πάλι, ἀνα­χωρῶντας γιά κατά μόνας κελλιωτική ἤ σκητιωτική ἤ ἐρημητική ζωή, ἐργάζονται τό μέλι τῆς ἡσυχίας, μακρυά ἀπό τούς –ἀναπόφευκτους βεβαίως– κοινοβιακούς περισπασμούς, περιποιούμενοι συγχρόνως στούς ἑαυτούς των καί τήν τιμή τοῦ ἐρημίτου ἀσκητοῦ. Καί αὐτῶν, πάλι, ἡ ἐπιλογή, εἶναι κατά πάντα σεβαστή καί θεάρεστη. Ἄλλωστε, ὅλα πρός δόξαν Θεοῦ γίνονται, δεδομένου μάλιστα, ὅτι τό Ἅγιον Ὄρος περιλαμβάνει, ὄχι μόνο τά εἴκοσι κοινόβια μοναστήρια, ἀλλά καί πολλά ἄλλα μοναστικά ἐνδιαιτήματα, πού τό καθένα ἔχει τήν χάρη του καί τήν ἰδιαιτερότητά του. Καί ὁ Ὅσιός μας Σιλουανός, κάποτε, ὅταν βίωσε τήν κοινοβιακή ζωή πάνω στήν πράξη καί σέ ὅλη της τήν «μεγαλοπρέπεια» – σ’ ἕνα τέτοιο ἐξαιρετικά πολύβουο καί πολυθόρυβο καί εὐθυνοβριθές κοινόβιο – σέ συνδυασμό καί μέ δικές του προσωπικές πειρασμικές καταστάσεις καί ἐμπειρίες – πού ποτέ δέν ἀπέφυγε κανένας μοναχός – διανοήθηκε νά φύγει κι αὐτός ἀπ’ τή Μονή του, γιά νά γίνει ἀσκητής. Ὅμως, τόσο μέ τήν συμβουλή τοῦ ἡγουμένου του, ὅσο καί μέ μιά σταθερή ἀπόφαση καί ἐπιβολή στόν ἑαυτό του, παρέμεινε μέχρι τέλους στό Κοινόβιο. Καί ἀναδείχθηκε τέλειος ὑποτακτικός, ἰδιότητα ἡ ὁποία τοῦ χάρισε ταπείνωση – μυστικές προσευχητικές ἀναβάσεις – ἀγάπη καί θυσιαστική προσφορά – νοερά θεωρία καί ἀπαθή ἔρωτα πρός τόν Χριστό μας καί τήν Παναγία μας. Ἡ ὑπομονητική παραμονή του στό Κοινόβιο, δηλαδή, ἔγινε γι’ αὐτόν «τά πάντα ἐν πᾶσι». Καί νά σημειωθεῖ, ὅτι ὅλη του ἡ ζωή, ὡς οἰκονόμου καί τροφέως τῶν πολυπληθῶν φτωχῶν ἐργατῶν τῆς Μονῆς πέρασε μέ πολλές μέριμνες. Μήν νομίσει ὅμως κανείς, ὅτι τήν ἐπιστήμη αὐτή, δηλαδή τήν ἁγία κοινοβιακή – ὑπομονητική ὑπακοή, τήν ἀπέκτησε χωρίς κόπους, ἐμπόδια, ὀνειδισμούς ἀπό συμμοναστές του καί ἄλλες ποικίλες πειρασμικές καταστάσεις. Ὄχι! Ἀπ’ ἐναντίας «ἀντί πολλοῦ κεφαλαίου» κόπων καί πειρασμῶν τήν ἀπέκτησε. Γι’ αὐτό ἄλλωστε, ὅπως προσημειώθηκε, κάποτε κι αὐτός διανοήθηκε νά ἀναχωρήση ἀπό τό μαρτυρικό κοινόβιο.

Ἄς τόν παρακαλέσουμε κι ἐμεῖς σήμερα, οἱ «περιλειπόμενοι» ἀπόγονοί του, νά μᾶς δώσει κάποιο ἀπειροελάχιστο «ψυχίο» τῆς τραπέζης, τῆς ὑπομονητικῆς παραμονῆς του στό Κοινόβιο. Μιᾶς παραμονῆς, πού ὅλοι μας, πάνω στήν πράξη, ἀντιλαμβανόμαστε, ὅτι δέν γίνεται χωρίς τίμημα.

Τό ἑπόμενο βῆμα, εἶναι νά σταθοῦμε ἐπ’ ὀλίγον, στήν προσευχητική του προσφορά. Ἔλεγε πολλάκις, ὅτι «τό νά προσεύχησαι ὑπέρ τῶν ἀνθρώπων, σημαίνει νά χέῃς αἷμα».  Ἰδιαίτερα δακρύβρεκτη καί αἱματώδης ἦταν ἡ προσευχή του γιά τούς φτωχούς ἐργάτες τῆς μονῆς, τῶν ὁποίων τήν συντήρηση εἶχε ὑπεύθυνα ἐπωμισθεῖ. Εἶχεν ὑπό τάς διαταγάς του ἕως διακοσίους ἐργάτας. Κάθε πρωί, περιερχόμενος τά διάφορα ἐργαστήρια, ἔδιδεν σέ γενικές γραμμές ὑποδείξεις εἰς τούς ἀρχιεργάτας καί κατόπιν ἐπέστρεφεν εἰς τό κελλίον του, γιά νά κλαύσει γιά τόν λαό αὐτό τοῦ Θεοῦ. Ἡ καρδία του ἔπασχε γιά τούς ἐργάτες καί γιά ἕνα ἕκαστον ἐξ αὐτῶν ἔχυνε δάκρυα. Οἱ ἐργάτες, μυστικῶς στήν καρδιά τους, τό ἐπληροφοροῦντο καί τόν ἀγαποῦσαν καί τοῦ ἀνταπέδιδαν τήν ἀγάπη τους, ἐργαζόμενοι χαρούμενα, χωρίς γογγυσμούς καί περισσότερο ἀποδοτικά.

Καί ἀκολούθως, ἡ δακρύβρεκτη προσευχή του, ἐπεξετείνετο γιά ὅλο τόν κόσμο καί γινόταν τόσο ἐκτενής, ὥστε πολλάκις «ἐπελάθετο τοῦ φαγεῖν τόν ἄρτον του». Ἄν λάβει μάλιστα κανείς ὑπ’ ὄψιν μιά σπάνια προσευχητική ἐμπειρία, πού ἐβίωσε στάς ἀρχάς τῆς μοναχικῆς ζωῆς – μυστικῷ τῷ τρόπῳ – στόν ναΐσκο τοῦ μύλου τῆς Μονῆς, μπροστά στήν Εἰκόνα τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ στό Τέμπλο, μό­λις πού μπορεῖ νά ἀν­τι­ληφθεῖ, πόσο «τετρωμένη ἀγάπης» ὑπῆρξε ἡ καρ­δία του, μετέπειτα, σέ ὅλη του τήν ζωή. Ἀναφωνεῖ καί γραπτῶς καί προ­φο­ρικῶς: «Ὦ Κύριε, πόσον ἠγάπησας τό πλᾶσμα Σου! Τοῦ ἱλαροῦ καί πρᾴου βλέμματός Σου δέν δύναται ἡ ψυχή νά ἐπιλησθῇ. Διψᾶ ἡ ψυχή μου διά Σέ καί μετά δακρύων Σέ ζητῶ». Καί στή συνέχεια, ἔστρεφε αὐτή τήν ἔμπονη προ­σευ­χή του, ὑπέρ τῆς σω­τη­ρίας γνωστῶν καί ἀγνώστων, ὑπέρ ὅλου τοῦ κόσμου: «Ὦ Κύριε, δός τήν ἀγάπην Σου ταύτην καί τῷ κόσμῳ Σου ἅπαντι. Ὦ, Πνεῦμα Ἅγιον, ζῆσον ἐντός τῶν ψυχῶν ἡμῶν, ἵνα πάντες συμφώνως δοξάζομεν τόνΠοιητήν, Πατέρα, Υἱόν καί Ἅγιον Πνεῦμα».

Καί πιό κάτω ἀναφέρει πάλιν σχετικῶς:

«Ὅταν ἡ προσευχή ἐξέρχηται ἐκ καθαρᾶς θλίψεως γιά κάποιον ζῶντα ἤ νεκρόν, τότε ἐντός της δέν ὑπάρχει ἐμπαθής κατάστασις. Εἰς τήν προσευχήν αὐτήν, ἡ ψυχή τοῦ προσευχομένου θλίβεται δι’ ἐκεῖνο τό πρόσωπον καί προσεύχεται ἐκτενῶς· καί τοῦτο εἶναι σημεῖον τοῦ Θεοῦ».

Καί γιά τό ἀκατάκριτον, πού εἶχε, τί νά πρωτοαναφέρει κανείς; Μέσα σέ ἕνα πολύβουο, θορυβῶδες κοινόβιο, μέ μοναχούς καί ἐργάτες, πού ἦσαν, κατά τό λαϊκόν λόγιον, “κάθε καρυδιᾶς καρύδι”, πόσα δυσάρεστα δέν ἔβλεπαν τά μάτια του καί ἄκουγαν τά αὐτιά του; «Ὁ δέ, ἐσιώπα» καί προσηύχετο. Κάποτε τόν ἐπίεσαν νά ἐκφέρει ἐπικριτική γνώμη γιά κάποιον διακονητή μοναχό συμμοναστή του. Καί ἐπειδή ἐσιώπα, τοῦ εἶπαν ὅτι ἡ σιωπή του σημαίνει ὑποστήριξη τῆς ἁμαρτίας τοῦ κρινομένου μοναχοῦ καί, ἄρα, ἀδιαφορία γιά τά κοινά συμφέροντα τῆς Μονῆς. Καί ἀναγκασθείς νά λύσει τήν σιωπή του, λέγει πρός ἕνα ἐξ αὐτῶν:

-Πάτερ τάδε, πόσα ἔτη ἔχεις στήν Μονή;

-Τριάντα πέντε (τοῦ ἀπαντᾶ ἐκεῖνος).

-Μέ ἤκουσες ποτέ, αὐτά τά χρόνια, νά κατακρίνω κάποιον;

-Ὄχι, δέν σέ ἤκουσα.

-Τότε, γιατί θέλεις νά βάλω ἀρχή κατακρίσεως τώρα ἐξ ἀφορμῆς τοῦ κρινομένου συμμοναστοῦ μας;

(Ὁ δέ ἀπήντησε) Συγχώρησέ με (Καί ἔπαυσε).

Καί πολλά ἄλλα διδακτικά καί ψυχωφέλιμα μπορεῖ κανείς νά διαβάσει στό βιβλίο τοῦ Γέροντος Σωφρονίου. Ἀλλά θά μακρύνουμε τόν λόγο, πού, φοβᾶμαι ὅτι ἔτσι, θά καταστεῖ κουραστικός. Ἄλλωστε καί οἱ περιορισμένες σελίδες, πού πρέπει νά καταλάβει σ’ ἕνα περιοδικό τό παρόν ἄρθρο, δέν μᾶς ἐπιτρέπει «πορρῳτέρω πορεύεσθαι». Ὅποιος θέλει, ἄς μελετήσει ὅλο τό βιβλίο.

Κι ἐμεῖς, ἄς ἀναφέρουμε, ὡς ἀκροτελεύτιο, μιά σπάνια καί φανταστική – ἴσως – ψυχωφελῆ συζήτηση, πού ὁ Ὅσιός μας περιγράφει, μεταξύ τοῦ Προπάτορός μας Ἀδάμ καί ἡμῶν τῶν ἀπογόνων καί διαδόχων αὐτοῦ. Ἡ

σχετική αὐτή –δειγματοληπτικῶς ἐδῶ παρουσιαζομένη– διδασκαλία τοῦ Ὁσίου, ὑπάρχει στό κεφάλαιο (τοῦ γνωστοῦ βιβλίου) μέ τόν τίτλο «Ἀδαμιαῖος Θρῆνος». Εἶναι κρῖμα πού δέν ἀναγινώσκεται στίς μοναστηριακές μας Τράπεζες τό Σαββατο-Κύριακο τῆς Τυρινῆς. Διαβάζοντάς την ὁ καθένας μας, λαϊκός–κληρικός–μοναχός (δέν ἔχει σημασία) ὠφελεῖται τά μέγιστα. Μᾶς γεννᾶται αὐτομάτως ἡ ἐπιθυμία τῆς «ποθεινῆς πατρίδος», κατά τό γνωστό νεκρώσιμο ψαλμώδημα: «Εἰκών εἰμι τῆς ἀρρήτου δόξης Σου, εἰ καί στίγματα φέρω πταισμάτων. Οἰκτείρησον τό σόν πλᾶσμα, Δέσποτα, καί καθάρισον σῇ εὐσπλαχνίᾳ. Καί τήν ποθεινήν πατρίδα παράσχου μοι, Παραδείσου πάλιν ποιῶν πολίτην με». Ἐπιποθοῦμε κι ἐμεῖς, ὡς νέοι Ἀδάμ, νά συνομιλήσουμε μαζί του:

«– Ὦ Ἀδάμ, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν, τῶν τέκνων σου. Ἐκ πλήθους ὀδυνῶν περίλυπος εἶναι ἡ ψυχή ἡμῶν.

–Ὦ τεκνία μου! Μετανοεῖτε καί προσεύχεσθε! Καί ἐγώ ἐπί πολύ μετενόουν καί ἐθλιβόμην, ὅτι τόν Θεόν μου προσέβαλον. Ὑμεῖς δέν δύνασθε νά ἐννοήσητε τό βάθος τῆς θλίψεώς μου. Τόν ἠγαπημένον μου Θεόν ἐλύπησα. Καί ἐάν –τότε– πάλιν μέ προσελάμβανεν ὁ Κύριος εἰς τόν Παράδεισον, συγχωρῶν με, πάλιν ἀλγεινῶς θά ἐθρήνουν, ὅτι τόν ἠγαπημένον μου Θεόν παρεπίκρανα …

Ἀλλ’ ὅμως, τεκνία μου, μή μοι κόπους παρέχετε. Ὁ καιρός τῶν ἐμῶν θλίψεων, σάν ἄλλος χειμών, παρῆλθεν. Ἐπελαθόμην πάντων τῶν ἐπιγείων. Ἐπελαθόμην καί αὐτοῦ τούτου τοῦ ἀπολεσθέντος ὑπ’ ἐμοῦ Παραδείσου. Τώρα, βλέπω τήν αἰώνιον δόξαν τοῦ Κυρίου. Θεωρῶ τήν Θεομήτορα ἐν δόξῃ καί δέν δύναμαι νά ἀποσπάσω τόν νοῦν μου ἀπό τῆς Θείας ταύτης θεωρίας. Βλέπω καί τῶν Ἁγίων τήν δόξαν, οἵτινες, ἐκ τοῦ φωτός τοῦ Προσώπου τοῦ Θεοῦ  καί οἱ ἴδιοι λάμπουν, ὁμοίως πρός Αὐτόν.

–Ὦ Ἀδάμ, ψάλλε, ψάλλε ἡμῖν τόν οὐράνιον ὕμνον. Σύ βλέπεις τήν ὀδύνην ἡμῶν, τῶν ἐπί γῆς υἱῶν σου.

–Ἄφετέ με ἐν εἰρήνῃ, τεκνία μου ἀγαπητά. Οἱ ζῶντες ἐν τῷ Φωτί τοῦ Προσώπου τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, δέν δύνανται νά μνησθοῦν τῶν ἐπί γῆς. Ὁ Κύριος σᾶς ἀγαπᾶ καί σᾶς ἔδωκε προστάγματα σωτηρίας. Ταῦτα τηρήσατε καί ἀγαπᾶτε ἀλλήλους καί οὕτω θά εὕρητε τήν ἀνάπαυσιν ἐν τῷ Θεῷ. Μετανοεῖτε καθ’ ἑκάστην ὥραν διά τά παραπτώματα ὑμῶν, ἵνα καταξιωθῆτε νά ὑπαντήσητε τόν Χριστόν. Ἀγαπᾶ ὑμᾶς ὁ Κύριος· καί ὑμεῖς ἐν ἀγάπῃ ζήσατε· πείθεσθε τοῖς προεστῶσιν ὑμῶν, ταπεινοῦτε τάς καρδίας ὑμῶν καί τότε Πνεῦμα Θεοῦ θα σκηνώσῃ ἐν ὑμῖν. Ψάλατε τῷ Θεῷ ἐν ἀγάπει καί ταπεινώσει πνεύματος, ὅτι ὁ Κύριος χαίρει ἐπ’ αὐτῷ.

–Ὦ Ἀδάμ, ἐπιποθοῦμεν νά ἀκούωμεν τούς γλυκεῖς αὐτούς ὕμνους, διότι ψάλλονται ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ».

Καί κατακλείει τό κεφάλαιο τοῦ Ἀδαμιαίου Θρήνου, ὁ Ἅγιός μας, λέγων: «Ὁ Ἀδάμ ἀπώλεσε τόν ἐπίγειον –τότε– Παράδεισον, ὁ δέ Κύριος, διά τῆς ἀγάπης Αὐτοῦ ἐπί τοῦ Σταυροῦ, ἐχαρίσατο εἰς αὐτόν ἄλλον Παράδεισον –κατά πολύ κρείττονα τοῦ ἀπολεσθέντος– ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ὅπου τό ἄκτιστον Φῶς τῆς Ἁγίας Τριάδος. Τί ἀνταποδώσωμεν τῷ Κυρίῳ διά τήν ἀγάπην Αὐτοῦ πρός ἡμᾶς;»

Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, πάτερ ἡμῶν Σιλουανέ, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν καί ἀξίωσέ μας, μέ τίς ἅγιες πρεσβεῖες σου, νά ἐκζητοῦμε –ὁ καθ’ ἕνας μας μέ τόν τρόπο του καί εἰς τόν τόπον «ἐφ’ ᾧ ἐτάχθη»– τό θεῖον ἔλεος, ἀδαμικῶς καί ἐφ’ ὅρου ζωῆς. Δίδαξον ἡμᾶς προσεύχεσθαι ἀδιαλείπτως καί λέγειν τό

«Κύριε  Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησον ἡμᾶς».

Ὅτι Αὐτῷ ἡ δόξα καί τό κράτος, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς σύμπαντας αἰῶνας τῶν ἀτελευτήτων αἰώνων. Ἀμήν! Ἀμήν! Ἀμήν!

Μέ πολύ πόνο ψυχῆς καί ἀγάπη, πρός τούς ἐν τῷ κόσμῳ θεοφιλῶς, θεαρέστως καί χριστομιμήτως ἀγωνιζομένους πατέρας καί ἀδελφούς ἡμῶν,

Ἐν Χριστῷ ἀδελφός

Μοναχός Νεκτάριος

Καλοκαίρι 2018

Χιλανδαρινόν  Ἱερόν Κελλίον

Ἁγίου Νικολάου – Μπουραζέρη

Καρυαί – ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» agnikolaos Ἀρ. Τεύχους 192-193

Αὔγουστος-Σεπτέμβριος 2018