1.
Μελέτιος Καλαμαρᾶς (Μητροπολίτης Νικοπόλεως καί Πρεβέζης)
Πῶς προσεγγίζομε τόν Θεό
Τό Εὐαγγέλιο πού ἀκούσαμε σήμερα παρότι πολύ σύντομο, μᾶς μιλᾶ γιά τήν αἰώνια ζωή μέ τόν πιό ρεαλιστικό καί ὠμό τρόπο. Ἀλλά σάν τί τάχα νά εἶναι αὐτή ἡ αἰώνια ζωή;
Ἡ ἀπάντηση τοῦ Χριστοῦ εἶναι: «Ἁπλῶς μιά συνέχεια τῆς ζωῆς».
Συνέχεια ὑπάρχει καί πρός τά κάτω. Καί ὁριζόντια. Συνέχεια (πρός τά κάτω) εἶναι νά πάει κανείς σέ μιά χειρότερη κατάσταση ἀπό αὐτή πού ὑπάρχει ἐδῶ, καί λέγεται κόλαση καί ἀπώλεια. Οὔτε νά τήν θυμᾶται κανείς τέτοια κατάσταση, ὅπως δέν θέλομε νά θυμόμαστε ὅτι εἶναι δυνατόν στήν ἐπίγεια ζωή μας, νά καταντήσομε σέ μιά κατάσταση χειρότερη ἀπό αὐτή στήν ὁποία τώρα βρισκόμαστε. Γιατί εἶναι δυστυχία.
Ὁ Χριστός μᾶς λέει: «Ἡ ἀληθινή ζωή εἶναι στό χῶρο τοῦ Θεοῦ, πού λέγεται οὐρανός. Καί προσέχετε, μήν κάνετε λάθος. Μή νομίζετε ὅτι ὅπως περπατᾶμε στά βουνά, στούς δρόμους καί στίς θάλασσες, μέ τόν δικό μας τρόπο καί μέ τήν δική μας δύναμη καί ἐξυπνάδα, καί μέ τά μέσα πού δημιουργοῦμε, ἔτσι εἶναι δυνατόν νά ἀνεβεῖ κανείς καί στό χῶρο τοῦ Θεοῦ πού λέγεται αἰώνια ζωή».
«Οὐδείς ἀναβέβηκεν εἰς τόν οὐρανόν», λέει ὁ Χριστός, «μέ δική του δύναμη». «Εἰ μή ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ ὤν ἐν τῷ οὐρανῷ».
Ἐκεῖνος δηλαδή πού εἶναι στόν οὐρανό καί ὁ ὁποῖος κατέβηκε ἀπό ἐκεῖ καί ἦλθε στή γῆ γιά μᾶς, γιά χάρη μας, γιά νά μᾶς πάρει μαζί του. Νά μᾶς ἀνεβάσει στόν οὐρανό.
Μήν κάνει κανείς τό λάθος, λέγει ὁ Χριστός, νά φαντάζεται ὅτι στόν Παράδεισο, στήν αἰώνια ζωή κοντά στόν οὐράνιο Πατέρα, πηγαίνει ὁ ἄνθρωπος περπατώντας ἤ μέ τά πόδια τοῦ σώματός του ἤ μέ τά πόδια τοῦ μυαλοῦ του ἤ μέ αὐτοκίνητο, εἴτε μέ κανένα ἀεροπλάνο. Δέν γίνονται αὐτά τά πράγματα.
Μέ κανένα τρόπο δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά φτάσει στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ.
Ἀλλά εὐτυχῶς, γιά τόν «χῶρο» αὐτό ὑπάρχει συγκοινωνία. Τήν συγκοινωνία, τήν ἐγκαινίασε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, πού κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό καί ἦλθε στή γῆ γιά μᾶς. Καί ξαναανέβηκε στόν οὐρανό γιά νά μᾶς ἀνοίξει τήν πόρτα καί νά μᾶς πάρει μαζί του καί νά μᾶς παίρνει μαζί του εἰς τούς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Βάση ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ
Μᾶς λέγει ὁ Χριστός στό εὐαγγέλιο: «Προσέξτε. Προσέξτε. Ὅταν οἱ Ἑβραῖοι εἶχαν φύγει ἀπό τήν Αἴγυπτο, πού ἦταν δοῦλοι καί βρέθηκαν στήν ἔρημο τοῦ Σινά, βγῆκαν φίδια καί τούς δάγκωναν, ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν τους». Ὅπως ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν μας, ἔρχονται μερικές φορές φίδια νοητά, πού δηλητηριάζουν τήν ψυχή μας καί μᾶς κάνουν νά φτάνουμε σέ μία κατάσταση πού ὅταν μᾶς ρωτᾶνε, τί εἶναι; Πῶς ζεῖς; Ἀπαντᾶμε:
-Χειρότερα ἀπό θάνατο. Καλύτερα νά εἶχε ρθεῖ θάνατος παρά τέτοια πράγματα.
Ἔτσι λοιπόν ἀφοῦ εἶχαν βγεῖ τά φίδια καί οἱ Ἑβραῖοι κατάλαβαν τί φταίει, εἶπε ὁ Θεός στό Μωυσῆ: «Στῆσε ἕνα μεγάλο στύλο. Πάνω σ’ αὐτό τό στύλο, κάρφωσε ὁριζόντια ἕνα χάλκινο φίδι. Νά γίνει σταυρός ὁ στύλος μέ τό φίδι. Ὅποιος γυρίζει τά μάτια του καί κοιτάζει αὐτό τό χάλκινο φίδι, τό φίδι τό καρφωμένο στό Σταυρό, θά γίνεται καλά».
Καί ἦλθε ὁ Χριστός ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο καί ἔστησε καί αὐτός στό κέντρο τοῦ κόσμου, στό Γολγοθά, ἕνα στύλο. Ἐπάνω κάρφωσε τόν ἑαυτό του, ἀφοῦ ἐπῆρε μαζί του, τίς ἁμαρτίες τίς δικές μας. Τό λέει καθαρά ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Παρακάλεσε τόν Πατέρα νά πάρει τίς ἁμαρτίες ὅλων μας καί τίς κάρφωσε στό Σταυρό».
Ὅποιος λοιπόν τώρα γυρίζει τά μάτια του μέ πίστη στό Σταυρό,
καί ὁμολογεῖ ὅτι οἱ ἁμαρτίες του καρφώνονται ἀπό τόν Χριστό στό Σταυρό,
καί πιστεύει στόν Χριστό καί στό θάνατό του, ἐπάνω στό Σταυρό,
ὅτι ἦλθε στόν κόσμο καί πέθανε γιά μᾶς, γιά τή σωτηρία μας,
αὐτός ὁ ἄνθρωπος θά ἔχει αἰώνια ζωή.
Γιατί ἀπό τήν στιγμή πού ἐκδηλώνει μιά τέτοια πίστη, ὁ Χριστός τόν παίρνει στήν ἀγκαλιά του.
Πῶς γίνεται αὐτό; Ἀπαντάει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός:
«Οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον ὥστε τόν Υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενή ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται ἀλλ’ ἔχει ζωήν αἰώνιον». Δέν μποροῦσε νά σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος μοναχός του.
Στήν Ἁγία Τριάδα, Πατέρα, Υἱόν καί Ἅγιο Πνεῦμα, δέν ὑπάρχει ἀνταρσία. Ἐγώ, λέγει, ὁ Χριστός δέν κάνω ὅτι θέλω, ὅτι μοὔρχεται. Ἀλλά μόνο ὅτι μοῦ λέει ὁ Πατέρας μου. Μέ ὑπακοή.
Καί ὁ Πατέρας ὁ οὐράνιος ἀγαπᾶ τόν κόσμο, ἐμᾶς, τόσο πολύ, ὥστε ἔδωκε τόν Υἱό αὐτοῦ τόν μονογενή, νά γίνει θυσία γιά μᾶς. «Οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον». Ποιός θυσιάζει τό παιδί του γιά ἄλλα πράγματα, ὅτι καί νἆναι αὐτά;
Κανείς!
Ἀντίθετα, ὅλα τό κάνει θυσία γιά τό γυιό του.
Γιά νά δώσει ὁ Θεός, τόν Υἱό του θυσία γιά μᾶς, σημαίνει ὅτι μᾶς ἀγαπᾶ τόσο, πού εἶναι δύσκολο νά τό ἐξηγήσομε καί νά τό ἀναλύσομε. Ἅμα λοιπόν θελήσομε νά ποῦμε ποιά εἶναι ἡ βάση ἐπάνω στήν ὁποία πατᾶμε γιά νά σωθοῦμε ἡ ἀπάντηση εἶναι:
Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Ἀφοῦ ὁ Θεός μᾶς ἀγαπάει καί τό πιστεύομε ὅτι μᾶς ἀγαπάει καί πᾶμε κοντά του, θά σωθοῦμε. Ἀρκεῖ νά τό θέλομε.
Γιατί ἀπό τήν στιγμή πού ἕνας ἄνθρωπος γυρίζει κοντά στόν Χριστό μέ πίστη καί μέ μετάνοια, τοῦ συγχωροῦνται ὅλα του τά ἁμαρτήματα.
Μία ἐγγύηση ὅτι ἕνας ἄνθρωπος στρέφεται σωστά καί κοιτάζει τό χάλκινο φίδι πού εἶναι καρφωμένο ἐπάνω στό στύλο, στό Σταυρό, εἶναι νά τό κάνει μέ πίστη. Ὅταν πιστεύει ὅτι ὁ Χριστός κάρφωσε στό Σταυρό τίς ἁμαρτίες του, λέει:
«Χριστέ μου ἐγώ σέ πιστεύω. Σέ κατάλαβα, σέ πίστευσα, σέ ἀγαπάω. Θέλω νά ἑνωθῶ μαζί σου. Ἐκεῖνο πού μέ χωρίζει εἶναι: Μία, δύο, τρεῖς, πέντε ἁμαρτίες μου». Τοῦ τίς λέγω καί τόν παρακαλῶ: «Πάρτες, κάρφωσέ τες στό Σταυρό».
Ἔπειτα τίς λέγω καί ἐνώπιον τοῦ πνευματικοῦ Πατέρα.
Ἀπό κείνη τήν στιγμή τί γίνεται; Ὁ ἄνθρωπος ὁ βρώμικος γίνεται ὁλοκάθαρος, σάν νά ἦταν ἕνας ἄγγελος. Ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ γίνεται ὁλοκάθαρος.
Ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων πού θυμοῦνται τίς ἁμαρτίες του, ἐξακολουθεῖ νά εἶναι βρώμικος. Ἀλλά ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ πού τίς σβύνει μέ τήν μετάνοια γίνεται ὁλοκάθαρος. Τί ἀξία ἔχει, νά μέ βρίζει ὁ κόσμος ὅλος, ὅταν μέ ἐπαινεῖ ὁ Χριστός; Καί τί ἀξία ἔχει νά μέ ἐπαινεῖ ὁ κόσμος ὅταν μέ ἀποδοκιμάζει ὁ Θεός; Καί τί ἀξία ἔχει νά μέ μακαρίζει ὁ κόσμος ὅλος καί ἐγώ νά εἶμαι ἕνας ταλαίπωρος πού πρόκειται νά κληρονομήσω τήν αἰώνια ἀπώλεια; Ἤ τί σημασία ἔχει νά μέ κακοτυχίζει ὁ κόσμος ὅλος καί ἐγώ νά εἶμαι ἄξιος νά κληρονομήσω τήν αἰώνια ζωή;
Γιατί μακαρίζομε τούς μάρτυρες; Τόν ἅγιο Γεώργιο, τόν ἅγιο Δημήτριο, τήν ἁγία Εἰρήνη; Γιατί μακαρίζομε τούς Πατέρες μας, πού τόσο κοπίασαν ἐπάνω στή γῆ γιά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, γιά τήν καλωσύνη καί γιά τήν ἀγάπη, γιά τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ; Γιατί; Γιατί ἔδειξαν τήν μεγαλύτερη σοφία. Τήν μεγαλύτερη ἐξυπνάδα. Ἔδειξαν στήν πράξη ὅτι κατάλαβαν ποῖο εἶναι τό νόημα τῆς ζωῆς.
Ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας
Ἕνας μεγάλος Γερμανός θεολόγος ἔλεγε:
«Δέν μέ πειράζει ἄν στά τέλη τῆς ζωῆς μου χάσω τήν δύναμη τοῦ σώματός μου καί δέν μπορῶ νά περπατήσω.
Δέν μέ πειράζει ἄν χάσω τά αὐτιά μου καί δέν ἀκούω. Ἄν χάσω τά μάτια μου καί δέν βλέπω. Ἄν τά χέρια μου καί τά πόδια μου εἶναι παράλυτα.
Ἕνα μόνο παρακαλῶ τόν Χριστό: Νά ἔχω τό μυαλό μου στή θέση του, οὕτως ὥστε ὅ,τι καί νά ἀκούω, ὅ,τι καί νά γίνεται γύρω μου, ἐγώ νά θυμᾶμαι τά λόγια τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου: «οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον ὥστε τόν Υἱόν αὐτοῦ, ἔδωκε γιά μᾶς καί γιά τή σωτηρία μας».
Αὐτά τά λόγια μοιάζουν μέ τήν μαγνητική βελόνα. Ὅπου καί νά τή βάλεις, γυρίζει καί δείχνει τόν βορρᾶ.
Ἔτσι πρέπει νά γίνει καί ἡ σκέψη μας, μιά μαγνητική βελόνα, πού θά γυρίζει συνεχῶς στήν πίστη στόν Χριστό καί στό ὅτι ὁ Θεός μᾶς ἀγαπάει τόσο ὥστε ἔδωκε τόν Υἱόν αὐτοῦ γιά τή σωτηρία μας.
Ἀδελφοί μου. Ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλα αὐτή.
Νά λέμε προσκυνῶ Πατέρα, Υἱόν καί Ἅγιο Πνεῦμα, Τριάδα ὁμοούσιον καί ἀχώριστον.
Γιατί ὅταν τελειώνουμε τήν Θεία Λειτουργία, ψάλλομε θριαμβευτικά: «Εἴδομεν τό φῶς τό ἀληθινόν, ἐλάβομεν Πνεῦμα ἐπουράνιον, εὕρομεν πίστιν ἀληθή ἀδιαίρετον Τριάδα προσκυνοῦντες»;
Τό ψάλλομε ἐπειδή ὁ Χριστός μᾶς εἶπε:
Ἦλθα στή γῆ γιατί μέ ἔστειλε ὁ Πατέρας μου ἀπό τόν οὐρανό. Γι’ αὐτό πιστεύομε τήν Ἁγία Τριάδα Πατέρα, Υἱόν καί Ἅγιο Πνεῦμα. Σέ ὁλόκληρη τήν λατρεία μας, προσευχόμαστε, παρακαλοῦμε, ἑτοιμαζόμαστε, στρεφόμαστε γύρω ἀπό τά λόγια αὐτά.
Κέντρο τῆς λειτουργίας εἶναι τά λόγια τοῦ Χριστοῦ, πού τά ἐπαναλαμβάνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος στήν προσευχή πού κάνομε πρίν νά εὐλογήσομε τό ψωμί νά γίνει σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί τό κρασί γιά νά γίνει αἷμα τοῦ Χριστοῦ: «Τόσο πολύ ἀγάπησε ὁ Θεός τόν κόσμο ὥστε ἔστειλε τόν Υἱό του στόν κόσμο γιά μᾶς». Αὐτός μᾶς ἔδωσε τό σῶμα του καί τό αἷμα του νά τό τρῶμε καί νά γινόμαστε ἕνα μαζί του, ὥστε νά βρίσκομε ἀνοικτό τόν δρόμο πρός τήν Βασιλεία του.
Νά μᾶς φωτίζει ὁ Θεός, τό μυαλό πού μᾶς ἔδωσε καί μᾶς βοηθάει νά κάνομε τόσο μεγάλες ἀνακαλύψεις, νά πετᾶμε στόν οὐρανό, νά κουβεντιάζομε μέ τά τηλέφωνα ἐνῶ βρισκόμαστε πολύ μακρυά, αὐτό τό μυαλό τό τόσο πολύτιμο νά τό χρησιμοποιοῦμε γιά νά βρίσκομε τήν σχέση μας καί τήν ἐπικοινωνία μας μέ τόν Θεό.
Ὅλες οἱ ἄλλες χρήσεις καί ἀξιοποιήσεις του εἶναι μικρές, μηδαμινές, φτωχές.
Ὅποιος χρησιμοποιεῖ τό μυαλό του γιά νά βρεῖ τόν Θεό, τό χρησιμοποιεῖ γιά τόν ἀληθινό σκοπό. Γιατί ὁ Θεός μᾶς ἔδωσε μυαλό γιά νά ψάχνομε νά τόν βροῦμε. Εἶναι τόσο μεγάλος ὁ Θεός πού χρειάζεται σωστή σκέψη γιά νά τόν προσεγγίσομε. Σωστή σκέψη εἶναι ἐκείνη πού γίνεται μέ ἠρεμία. Μέ ταπείνωση, μέ ἀγάπη. Καί ὄχι ἡ ὑποδουλωμένη σέ πάθη καί σέ κακίες. Ἀλλά ἐλεύθερη ἀπό αὐτά. Μέ ἀγάπη, μέ ταπείνωση, μέ ὑπομονή, μέ καλωσύνη.
Νά παρακαλοῦμε τόν Θεό, μου νά μᾶς φωτίζει καί νά μᾶς κατευθύνει σ’ αὐτό τό δύσκολο δρόμο. Εὐλογημένο καί ἅγιο δρόμο, πού ἄν τόν βροῦμε, θά ἔχομε τήν σωστή σχέση μαζί του καί τήν ἐλπίδα τῆς αἰώνιας ζωῆς. Ἀμήν.-
2.
Ἡ σωτήρια ὕψωση
Βαρνάβας Λαμπρόπουλος (Ἀρχιμανδρίτης)
Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ εἶναι συνέχεια τῆς συνομιλίας τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸν Νικόδημο. Ὁ Χριστὸς τοῦ ἔχει μιλήσει γιὰ τὴ μέγιστη εὐεργεσία τοῦ βαπτίσματος καὶ ὅτι χωρὶς αὐτὴν δὲν μπορεῖ κάποιος νὰ δεῖ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καὶ τώρα «ἐπάγει τὴν ταύτην αἰτίαν καὶ ἐκείνης οὐκ ἐλάττονα» (ἱερὸς Χρυσόστομος).
Ὁ συνθρόνος μὲ τὸν Πατέρα Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου
Ὅμως, πρὶν τοῦ μιλήσει γιὰ τὴν αἰτία τοῦ βαπτίσματος, τὸν Σταυρό του, ἐπειδὴ ὁ Νικόδημος φάνηκε στὴν ἀρχὴ νὰ τὸν θεωρεῖ ἁπλῶς «ἀπὸ Θεοῦ διδάσκαλο», ὁ Χριστὸς τοῦ φανερώνει καλύτερα τὴν ταυτότητά του. Ὀνομάζει βέβαια Αὐτὸν ποὺ κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανό, δηλαδὴ τὸν Ἑαυτό του, «υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου», ἀλλὰ δὲν ἀναφέρεται μόνο στὴν ἀνθρώπινη φύση του, ἀλλὰ σὲ ὅλη του τὴν ὑποσταση· «ἀπὸ τῆς ἑλλάττοvος οὐσίας ὅλον ἑαυτὸν ὠνόμασε». Εἶναι ἀξιοπρόσεκτο ὅτι ὁ Χριστός, ἀπὸ ὅλα τὰ ὀνόματα τοῦ Μεσσία στὴν Παλαιὰ Διαθήκη προτιμοῦσε συχνὰ νὰ χρησιμοποιεῖ αὐτὸ τὸ ὄνομα, διότι κατεξοχὴν ἐξέφραζε τὴν ταπείνωσή του.
Λέει, λοιπόν, στὸν Νικόδημο (κατὰ τὴν ἑρμηνεία τοῦ Χρυσορρήμοvος): «Μὴ νομίσεις ὅτι εἶμαι ἕνας διδάσκαλος ὅπως οἱ πολλοὶ τῶν προφητῶν, ποὺ κατάγονται ἀπὸ τὴ γῆ. Ἐγὼ κατέβηκα ἀπὸ τὸν οὐρανό. Ἐκεῖ μένω». «Καὶ ἀκούγοντας ὅτι κατέβηκα», συμπληρώνει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος, «μὴ νομίσεις ὅτι δὲν εἶμαι καὶ ἐκεῖ. Διότι, καὶ ἐδῶ βρίσκομαι σωματικά, καὶ ἐκεῖ συγκάθημαι θεϊκῶς μὲ τὸν Πατέρα μου». Αὐτὴ ἡ ἀποκάλυψη ἀναδεικνύει καὶ ὅλο τὸ μεγαλεῖο τῆς κένωσης τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ Πατρός, ποὺ τὸν ἔστειλε νὰ σταυρωθεῖ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου.
Χάλκινος ὄφις καὶ Σταυρὸς
Καὶ στὴ σημερινὴ περικοπὴ εἶναι συγκλονιστικὸ ὅτι τὸ ἀτιμωτικὸ κρέμασμα στὸν Σταυρό, ὁ Χριστὸς τὸ ὀνομάζει «ὕψωση», παραβάλλοντάς την μὲ τὴν ὕψωση τοῦ χάλκινου ὄφεως ἀπὸ τὸν Μωυσῆ στὴν ἔρημο. Ἀνάμεσα ὅμως στὴν προτύπωση καὶ στὸ πραγματικὸ γεγονὸς ὑπάρχουν σημαντικὲς διαφορές, ποὺ τονίζουν ἀκόμη περισσότερο τὴν ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, καὶ -κατὰ τὸν Χρυσορρήμονα Ἰωάννη- εἶναι οἱ ἑξῆς:
«Ἐκεῖ οἱ Ἑβραῖοι διέφυγαν τὸν πρόσκαιρο θάνατο, ἐνῶ ἐδῶ οἱ πιστεύοντες σώζονται ἀπὸ τὸν αἰώνιο θάνατο τοῦ ὁριστικοῦ χωρισμοῦ ἀπὸ τὸν Θεό. Ἐκεῖ, ὅποιος κοιτοῦσε μὲ τοὺς σωματικοὺς ὀφθαλμοὺς τὸ κρεμασμένο χάλκινο φίδι θεραπευόταν ἀπὸ δήγματα ὄφεων, ἐνῶ ἐδῶ κοιτώντας μὲ τὰ μάτια τῆς πίστης τὸν σταυρωμένο Χριστὸ θεραπεύουμε τὶς πληγὲς ἀπὸ τὸν νοητὸ δράκοντα διάβολο, λαμβάνοντας συγχώρηση γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας. Καὶ μιὰ ὁμοιότητα: Ὅπως ἐκεῖ, τὸ φίδι ποὺ δάγκωνε εἶχε δηλητήριο, ἐνῶ τὸ φίδι ποὺ θεράπευε δὲν εἶχε, ἔτσι κι ἐδῶ, ὁ ψυχικός μας Θάνατος προκαλεῖται ἀπὸ τὸ δηλητήριο τῆς ἁμαρτίας, ἐνῶ τὸ ἀντίδοτό του, ὁ Σταυρὸς εἶναι Θάνατος τοῦ μόνου ἀναμάρτητου Χριστοῦ».
Αὐτὴ ἡ ἑκούσια ὕψωση τοῦ Χριστοῦ στὸν Σταυρὸ εἶναι ἡ αἰτία τῆς διὰ τοῦ Βαπτίσματος σωτηρίας μας. Χωρὶς τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ σωθοῦμε. Αὐτὸ εἶναι τὸ θέλημα καὶ ἡ εὐδοκία τοῦ ἐπουράνιου Πατρός, ὁ Ὁποῖος τόσο μᾶς ἀγάπησε, ὥστε «ἔδωκεν» τὸν Μονογενῆ Υἱό του νὰ θυσιαστεῖ γιὰ ἐμᾶς. Ἡ φράση «οὕτω ἠγάπησεν» δείχνει «πολλήν τῆς ἀγάπης τὴν ἐπίτασιν». Γιατί ποιὸς μπορεῖ νὰ συγκρίνει τὸν Ἀγαπώντα μὲ τὸν ἀγαπώμενο; Ἡ διαφορὰ εἶναι ἄπειρη. Ἐκεῖνος εἶναι ἄναρχος, ἀθάνατος καὶ ἡ μεγαλωσύνη του εἶναι ἀπέραντη, ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι «γῆ καὶ σποδὸς» καὶ γεμάτος ἀπὸ μύρια ἁμαρτήματα. Καὶ γιὰ νὰ σώσει ὁ Θεὸς αὐτὴ τὴ στάχτη, στέλνει ὄχι ἕναν δοῦλο, οὔτε ἄγγελο, οὔτε ἀρχάγγελο, ἀλλὰ τὸν ὁμοούσιο Υἱό του καὶ Θεὸ ἀληθινό, τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό.
«Πάντας ἑλκύσω» στὸν σταυρὸ
Τὸ γεμάτο ἐλπίδα εὐαγγελικὸ ἀπόσπασμα καταλήγει μὲ τὴν ἐπίσης γεμάτη ἀγάπη φράση ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἔστειλε τὸν Υἱό του γιὰ νὰ κρίνει τὸν κόσμο ἀλλὰ γιὰ νὰ σώσει τὸν κόσμο. Ἡ πρώτη του αὐτὴ Παρουσία ἀποτελεῖ κάλεσμα σὲ σωτηρία. Ὅποιος ἐλεύθερα ἀνταποκριθεῖ σ’ αὐτὴ τὴν κλήση, ὄχι ἁπλῶς θὰ γλιτώσει ἀπὸ τὰ θανατηφόρα δήγματα τοῦ ἰοβόλου δράκοντος διαβόλου, ἀλλὰ καὶ θὰ ἀποκτήσει τὴ δυνατότητα νὰ ὑψωθεῖ κι αὐτὸς ἐκεῖ ἀπὸ ὅπου κατέβηκε ὁ Χριστός: στὸν θρόνο τοῦ ἐπουράνιου Πατέρα. Τὸ ὑποσχέθηκε ὁ Χριστὸς στοὺς μαθητές του: «Κἀγὼ ἐὰν ὑψωθῶ ἐκ τῆς γῆς πάντας ἑλκύσω πρὸς ἐμαυτὸν» (Ἰω. 12,32). Αὐτὴ ἡ ἀνυψωτικὴ ἕλξη μας «περνάει» πρῶτα ἀπὸ τὸν προσωπικό μας σωτήριο σταυρό, τὸν σταυρὸ τῆς δικῆς μας ὑπακοῆς στὸ θέλημα τοῦ Πατρός. Καὶ ὁ ἴδιος ὁ Σωτήρας μας ἀνέβηκε στὸν Πατέρα του, ἀφοῦ πρῶτα ἑκούσια «ὑψώθηκε ἐκ τῆς γῆς», πάνω στὸν Σταυρὸ γιὰ τὴ δική μας σωτηρία.
Δὲν ὑπάρχει… ἄλλος δρόμος ποὺ νὰ ὁδηγεῖ στὴ δόξα τοῦ Πατρός. Τὰ «εὐαγγέλια» τῆς ἄνεσης καὶ τῆς κατὰ κόσμον εὐημερίας ἀποδείχθηκαν δαιμονικὲς παγίδες καὶ παραχαράξεις τοῦ γνήσιου εὐαγγελικοῦ μηνύματος. Ὁ χριστιανισμὸς «τῆς πολυθρόνας» εἶναι ἕνα κακέκτυπο τῆς ἀληθινῆς χριστιανικῆς ζωῆς, καὶ ὑποχώρηση καὶ στοὺς τρεῖς πειρασμοὺς τοῦ διαβόλου, τοὺς ὁποίους «ὡς σκεύη κεραμέως» συνέτριψε ὁ Χριστὸς στὴν ἔρημο. Τελικά, μόνο ἀτενίζοντας μὲ πίστη στὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ μποροῦμε νὰ σωθοῦμε ἀπὸ τὰ θανατηφόρα δαγκώματα τῶν «φιδιῶν» τῆς φιληδονίας, τῆς φιλοδοξίας καὶ τῆς φιλοκτημοσύvης, καὶ ἐλεύθερα νὰ σταυρώσουμε τὸν ἑαυτό μας «σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις», ὥστε νὰ ἀναστηθοῦμε καὶ νὰ ζοῦμε αἰώνια «ἐν Χριστῷ».
3.
Κυριακὴ πρὸ τῆς Ὑψώσεως
Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))
Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Στὴν ἐπιστολὴ του πρὸς Γαλάτας (6,14) ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει ὅτι ὁ κόσμος ἔχει σταυρωθεῖ γιὰ ἐκεῖνον κι ἐκεῖνος σταυρώθηκε γιὰ τὸν κόσμο. Τὶ σημαίνει αὐτὸ ; Ὁ Παῦλος δὲν σταυρώθηκε , οὔτε καὶ ὁ κόσμος · ἀλλὰ ἡ εἰκόνα στὴν ἀρχαία γλώσσα εἶναι ξεκάθαρη. Στὴν σταύρωση τὰ χέρια τοῦ θύματος εἶναι ἁπλωμένα στὶς δύο πλευρὲς τοῦ σταυροῦ, βίαια χωρισμένα καὶ καρφωμένα στὸν σταυρό ἔτσι ποὺ νὰ μὴν σμίξουν ποτὲ ξανά. Κι εἶναι αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο μᾶς μιλάει ὁ Παῦλος. Μέσω τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ ὁ κόσμος ἔχει ἀποκοπεῖ ἀπὸ ἐκεῖνον καὶ ἔχει γίνει ἐντελῶς ξένος, ἕναν κόσμο ποὺ δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ φτάσει, ποὺ δὲν θέλει πλέον νὰ πλησιάσει, ἕναν κόσμο ποὺ ὄχι μόνο τὸν ἔχουν πάρει ἀπὸ ἐκεῖνον, ἀλλὰ ποὺ ἀπορίπτει. Καὶ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ἔγινε ξένος γιὰ τὸν κόσμο, ἐπειδὴ ὁ κόσμος δὲν μπορεῖ πλέον νὰ τὸν δεχτεῖ μὲ τοὺς νέους ὅρους, τοὺς ὅρους τοῦ Χριστοῦ, μὲ τους ὁποίους ζεῖ.
Θὰ πρέπει νὰ σκεφτοῦμε τὸν ἑαυτό μας ὅταν ἀκοῦμε τέτοια λόγια καὶ βλέπουμε αὐτὲς τὶς εἰκόνες. Ὁ Παῦλος ἦταν ἐχθρὸς τοῦ Χριστοῦ· ταξίδεψε ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα πρὸς τὴ Δαμασκὸ μὲ σκοπὸ νὰ ἐξολοθρεύσει τοὺς ὁπαδοὺς Του ἐπειδὴ ἦταν ψεῦτες, βλάσφημοι, καὶ καθ’ὁδὸν συναντήθηκε μὲ τὸν Χριστό. Ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ὁ Χριστὸς ἔγινε ὁ Κύριος του, ὁ Θεὸς Του, καὶ κανένας ἄλλος δὲν ὑπῆρχε ποὺ ν’ἀξίζει γιὰ ἐκεῖνον. Εἶχε μιὰ μεγάλη καὶ πλατιὰ καρδιὰ γιὰ νὰ μπορέσει νὰ δεχτεῖ τὸ μήνυμα καὶ ν’ ἀνταποκριθεῖ σ’ αὐτὸ μ’ ὅλη του τὴν ὕπαρξη, τὴ ζωή, ν’ἀντιμετωπίσει ὅ,τι μποροῦσε νὰ συμβεῖ.
Πράγματικά, γιὰ ἐμᾶς ἡ ἱστορία τῆς Σταύρωσης εἶναι μιὰ ἱστορία ποὺ ἀκοῦμε τόσο συχνά – οἱ περισσότεροι ἀπὸ ἐμᾶς ἀπὸ τὰ παιδικὰ μας χρόνια, ἤ τουλάχιστον ἀπὸ τότε ποὺ εἴμασταν νέοι. Ὑπῆρξε κάποια στιγμὴ ὅπου μέσα ἀπὸ τὴν παιδικὴ φαντασία, ἀνταποκριθήκαμε σ’αὐτὴ τὴν ἱστορία μ’αἴσθημα βαθύ, καὶ τότε σὰν ν’ ἀποκτήσαμε ἀνοσία – τὴν ἀποδεχτήκαμε ὡς στοιχεῖο δεδομένο τῆς πίστης μας, ἔπαψε νὰ εἶναι γεγονός τῆς ζωῆς μας. Ὁ Ἅγιος Παῦλος λέει σὲ κάποιο ἄλλο ἐδάφιο ὅτι γιὰ ἐκεῖνον, ὁ Χριστὸς εἶναι ὅλη του ἡ ζωή, κι ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἦταν αὐτὸς ποὺ ἦταν, τὶ ἄλλο θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἀντάξιο αὐτῆς τῆς ζωῆς; Μὲ τὶ θὰ μποροῦσε νὰ συγκριθεῖ; Σκεφτεῖτε γιὰ μιὰ στιγμή, τὶ θὰ συνέβαινε ἄν κάποιος ποὺ ἀγαπᾶτε, ἤ ποὺ θαυμάζετε, πέσει θύμα βίας, δολοφονικῆς σκληρότητας ἄλλων ἀνθρώπων, ἐπειδὴ ἀντιστάθηκε σὲ κάτι ποὺ ἄξιζε γιὰ αὐτὸν περισσότερο ἀπὸ τὴ ζωή, ἴσως γιὰ τὴ ζωή σας, γιὰ νὰ σώσει ἐσᾶς προσωπικά. Θὰ μπορούσατε ποτὲ νὰ ἐπιστρέψετε πίσω στὰ πράγματα ποὺ τοῦ στοίχισαν τὴ ζωή; Θὰ μπορούσατε, θὰ μποροῦσε κάποιος ἀπὸ ἐμᾶς νὰ παίξει μὲ τὴ ζωή; Μποροῦμε νὰ ζοῦμε ἀνόητα; Θὰ διαλέγαμε τὸ κακὸ, ἐνῶ προσπαθοῦμε νὰ τὸ μεταμφιέσουμε μὲ τὸν ἕνα ἤ τὸν ἄλλο τρόπο; Ἄν γνωρίζαμε ὅτι ἐπειδὴ κάναμε αὐτὴν τὴν ἐπιλογή -ἴσως μιὰ ἀσήμαντη ἐπιλογή, ἀλλὰ ἐγκληματική – ἕνα ἀγαπημένο πρόσωπο, ἤ ἁπλὰ ἕνας ἄνθρωπος, θὰ ἔπρεπε νὰ πεθάνει γι’ αὐτό; Ἕνας μεθυσμένος ὁδηγὸς εἶναι ἕνα παράδειγμα. Ἀλλὰ ὑπάρχουν τόσοι τρόποι ποὺ γινόμαστε ἡ καταστροφὴ γιὰ τὸν ἄλλον…
Καὶ ὑπάρχουν ἠρωικοὶ τρόποι μὲ τοὺς ὁποίους οἱ ἄνθρωποι προσφέρουν τὴ ζωή τους γιὰ τοὺς ἄλλους, ἐπειδὴ ὁ ἄλλος ἦταν ἀνόητος·ὄχι τόσο ἁμαρτωλὸς ὅσο τοῦ φάνηκε- ἁπλὰ ἀνόητος! Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ τρέλα σημαίνει θάνατο.
Ποῦ εἶναι ἡ θέση μας σ’ὅλα αὐτά; Μπορεῖ κάποιος νὰ πεῖ τίμια τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος σ’ αὐτὴ τὴν Ἐπιστολὴ, ἤ σὲ ἄλλο κείμενο ὅταν λέει ὅτι γιὰ ἐκεῖνον ζωὴ εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ζωή, ὅτι ἀνυπομονεῖ νὰ πεθάνει γιὰ νὰ εἶναι μ’ Ἐκεῖνον, ὅτι ἡ ζωὴ στὴ γῆ εἶναι χωρισμὸς καὶ ὅτι ἡ μοναδική του προσμονὴ εἶναι νὰ ἑνωθεῖ μαζί Του; (Φιλιππησίους 1:21).
Ἄς σκεφτοῦμε σοβαρά. Αὐτὰ τὰ λόγια τῆς Γραφῆς δὲν εἶναι γραμμένα γιὰ νὰ μᾶς κρίνουν, γιὰ νὰ μᾶς καταδικάσουν, ἀλλὰ εἶναι ἕνα κάλεσμα· ὁ Παῦλος λέει: «Γνωρίζω τὶ σημαίνει νὰ ἔχει κάποιος ἀνακαλύψει τὴν αἰώνια ζωή, τὶ σημαίνει νὰ ἔχει ἀνακαλύψει τὸν Χριστό, νὰ ἔχει ἀνακαλύψει ὅτι τὸ κάθε τι ἔχει ἀξία στὴ ζωὴ σὲ ἀντίθεση μὲ τὰ πράγματα ποὺ ὑπηρετοῦμε δουλικά. Ἀνακαλύψτε τα, θὰ μᾶς ἔλεγε, ἐπιστρέψτε στὴ ψυχή σας, στὸ παρελθόν σας, στὴν πρώτη στιγμὴ ποὺ ὁ Χριστὸς μπῆκε στὴ ζωή σας, στὴν καρδιά σας, τὴ στιγμὴ τοῦ θαύματος, τῆς χαρᾶς, τῆς ἐλευθερίας, καὶ τότε ζῆστε ἀπὸ αὐτὴν, ἀφήνοντας κάθε τι σκοτεινό, ἄψυχο, ἄσχημο! Διαλέξτε τὸ φῶς, τὴ ζωή, τὴ χαρά – ὅλα αὐτὰ ποὺ περικλείει τ’ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ. Ἀμήν.
4.
Ὁμιλία τοῦ Χριστοῦ πρός τόν Νικόδημον
Γιαννακόπουλος Ἰωήλ (Ἀρχιμανδρίτης)
Παύσας ὁ Χριστός τόν διάλογον μετά τοῦ Νικοδήμου κηρύττει διά μονολόγου εἰς τόν ἴδιον τό ἔργον τῆς ἀπολυτρώσεως ὑπό τρεῖς μορφάς: Ἀποκάλυψιν, ἀπολύτρωσιν καὶ κρίσιν.
Καὶ α) Ἡ Ἀποκάλυψις ,στιχ˙ 11 — 13. Ὁ Κύριος λέγει «ἀμήν ἀμήν λέγω σοι, ὅτι ὅ εἴδαμεν λαλοῦμεν καὶ ὅ ἑωράκαμεν μαρτυροῦμεν καὶ τήν μαρτυρίαν ἡμῶν οὐ λαμβάνετε». Ἀλήθεια ἀλήθεια σοῦ λέγω, λέγει ὁ Χριστός εἰς τόν Νικόδημον, ἡ διά τοιούτου τρόπου ἀναγέννησις διδασκαλία ἐμοῦ καὶ τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου εἶναι ἡ πραγματική, διότι «ὅ οἴδαμεν λαλοῦμεν» ἐκεῖνο δηλαδή τό ὁποῖον γνωρίζομεν ἐξ ἀσφαλοῦς πηγῆς κηρύττομεν καὶ «ὅ ἑωράκαμεν» καὶ τήν ἐπικύρωσιν τούτων τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐν εἴδει περιστερᾶς κατά τό βάπτισμά Μου, τό ὁποῖον εἴδομεν, «μαρτυροῦμεν» ὁμολογοῦμεν. «Καὶ τήν μαρτυρίαν ἡμῶν οὐ λαμβάνετε». Σεῖς ὅμως οἱ Φαρισαῖοι δέν λαμβάνετε ταῦτα ὑπ’ ὄψιν σας. Ὁ Κύριος συνεχίζει. «Εἰ τά ἐπίγεια εἶπον ὑμῖν καὶ οὐ πιστεύετε, πῶς ἐάν εἴπω ὑμῖν τά ἐπουράνια πιστεύσετε; Ἀφοῦ, λέγει ὁ Κύριος, σᾶς εἶπα πράγματα ἐπίγεια, αἰσθητά εἰς πάντα ἄνθρωπον ὅπως εἶναι λ.χ. καὶ τό εἰς τούς ἐθνικούς ἀκόμη αἰσθητόν φαινόμενον τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου «τό γεννώμενον ἐκ τῆς σαρκός σάρξ ἐστι» καὶ ἡ λαχτάρα τῆς ἀναγεννήσεως διά Λυτρωτοῦ τινός, δὲν πιστεύετε, πῶς θὰ πιστεύσετε, ἐάν σᾶς εἴπω πράγματα ἐπουράνια ἤτοι πνευματικώτερα, ὅπως εἶναι λ.χ. ἡ τριαδικότης τοῦ Θεοῦ, τό βάθος τοῦ Μυστηρίου τῆς ἀπολυτρώσεως κ.λ.π. Τόσον αἱ ψευδεῖς Μεσσιακαὶ προλήψεις σᾶς ἔχουν πωρώσει τήν ψυχήν!
Ἡ ἀλήθεια εἶναι, ὅτι σᾶς λέγω πράγματα πρώτην φορὰν λεχθέντα ὑπό ἀνθρώπου, ὅπως εἶναι ὁ συνδυασμός «ὕδατος» βαπτίσματος καὶ «πνεύματος» Θείας χάριτος διά τήν σωτηρίαν. Ἐν τούτοις ἔπρεπε τά λόγια μου, νά γίνουν πιστευτά, διότι «οὐδεὶς ἀναβέβηκεν εἰς τόν οὐρανόν, εἰ μή ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὤν ἐν τῷ οὐρανῷ». Οὐδεὶς ἄλλος, βεβαιοῖ ὁ Κύριος, ἀνέβηκεν εἰς τόν οὐρανόν, ὅπου εὑρίσκονται τά Μυστήρια τοῦ Θεοῦ, ἐκτός Ἐμοῦ τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου ὁ ὁποῖος ἤμην καὶ εἶμαι ἐν τῷ οὐρανῷ, εἰς τούς κόλπους τοῦ Πατρός. Ὁ Κύριος μέχρις ἐδῶ πραγματεύεται τήν ἀποκάλυψιν τῆς ἀληθείας.
Μετά ταῦτα πραγματεύεται β) τήν ἀπολύτρωσιν ἐκ τῆς ἁμαρτίας στίχ. 14—16 καὶ λέγει˙ «καθώς Μωϋσῆς ὕψωσεν τόν ὄφιν ἐν τῇ ἐρήμῳ, οὕτως ὑψωθῆναι δεῖ τόν υἱόν τοῦ ἀνθρώπου, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται ἀλλ’ ἔχει ζωήν αἰώνιον». Ὁ Κύριος χρησιμοποιεῖ ὡς σύμβολον τῆς Σταυρώσεώς Του τό γεγονός, τό ὁποῖον μᾶς διηγεῖται τό βιβλίον τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (ἀριθ. 21,4—9) τῆς ὑψώσεως τοῦ χαλκοῦ ὄφεως ἐν τῇ ἐρήμῳ. Οἱ Ἑβραῖοι δηλαδή τό τελευταῖον ἔτος τῆς τεσσαρακονταετοῦς περιπλανήσεώς των ἐν τῇ ἐρήμῳ Φαρᾶν ἠγανάκτησαν κατά τοῦ Θεοῦ. Πρός τιμωρίαν των στέλλει ὁ Θεός κατ’ αὐτῶν δηλητηριώδεις ὄφεις, οἱ ὁποῖοι ἐθανάτωσαν πολλούς ἐξ αὐτῶν. Οἱ Ἑβραῖοι μετανοοῦν καὶ ὁ Θεὸς διατάσσει τόν Μωϋσῆν νά κατασκευάσῃ χαλκοῦν ὄφιν νά τόν τοποθετήσῃ ὑψηλά εἰς πάσσαλόν τινα. Ὅσοι ἐκ τῶν δαγκωμένων Ἑβραίων ὑπό τῶν ὄφεων μετενόουν καὶ ἔβλεπον τόν ὄφιν τοῦτον ἐθεραπεύοντο. Κατά παρόμοιον τρόπον, βεβαιοῖ ὁ Κύριος, θά ὑψωθῇ ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου, ἵνα οἱ ὑπό τῆς ἁμαρτίας δηλητηριασμένοι βλέποντες καὶ πιστεύοντες εἰς αὐτὸν θεραπεύωνται ἀπό τάς ἁμαρτίας λαμβάνοντες αἰώνιον ζωήν. Ἡ αἰώνιος αὕτη ζωή συνίσταται εἰς τήν ζωήν τῆς χάριτος ἐδῶ καὶ εἰς τήν δόξαν ἐν τῇ μελλούσῃ ζωῇ. Ἡ ἐδῶ διδομένη θεία χάρις εἶναι ἡ ἀρχή τῆς ἐκεῖ δόξης. Ἡ ἐκεῖ δόξα εἶναι τό τέλος τῆς ἐδῶ χάριτος. Ὁ φέρων τήν θείαν χάριν ἐδῶ φέρει ἤδη ἐν ἑαυτῷ τήν αἰώνιον ζωήν. (Ὅταν ὁ Νικόδημος οὗτος ἐξεκρέμασε τόν Ἰησοῦν ἀπό τόν Σταυρόν, θά ἐνόησε τότε τήν ἑρμηνείαν τῶν σκοτεινῶν λόγων αὐτῶν). Ἰδού ἡ οὐσία τῆς Ἀπολυτρώσεώς μας! Μετά ταῦτα ὁ Κύριος ἔρχεται εἰς τήν αἰτίαν τῆς ἀπολυτρώσεως καὶ λέγει˙ «οὕτως γάρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν υἱόν Αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκε, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον». Τόσον πολύ ἠγάπησεν ὁ Θεός τούς ἀνθρώπους, ὥστε — παρέδωκε τόν μονογενῆ Του Υἱὸν εἰς τόν Σταυρόν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτόν μή χαθῇ ἀλλά ἔχῃ ζωήν αἰώνιον. Ἑπομένως ἡ αἰτία τῆς ἀπολυτρώσεως εἶναι ἡ μεγάλη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι ἡ ἀξία μας.
Ἤδη ὁ Κύριος μεταβαίνει γ) εἰς τήν κρίσιν στίχ. 17 — 21 εἰς τά ἀποτελέσματα τῆς ἀπολυτρώσεως. Ἂν καὶ ἡ ἀπολύτρωσις δηλαδή ἐγένετο δι’ ὅλους τούς ἀνθρώπους, δέν ἐσώθησαν ὅμως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Τοῦτο δέν ἔγινεν ἐξ ὑπαιτιότητος τοῦ Θεοῦ ἀλλά ἐκ τῆς ἠθικῆς ζωῆς ἑκάστου, «οὐ γάρ ἀπέστειλεν ὁ Θεός τόν υἱόν αὐτοῦ εἰς τόν κόσμον, ἵνα κρίνῃ τόν κόσμον ἀλλ’ ἵνα σωθῇ ὁ κόσμος δι’ Αὐτοῦ». Διότι Αὐτός ἀπέστειλε τόν Υἱόν Αὐτοῦ οὐχὶ ἵνα καταδικάσῃ τόν ἁμαρτωλόν κόσμον, ἀλλ’ ἵνα σώσῃ αὐτόν διά τῆς Σταυρικῆς Του θυσίας. «Ὁ πιστεύων εἰς Αὐτόν οὐ κρίνεται» ὁ πιστεύων εἰς Αὐτόν δέν καταδικάζεται. Ἂν δὲ μερικοὶ θά κατακριθῶσιν ὑπό τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου κατά τήν μέλλουσαν κρίσιν, δέν πρέπει νά μᾶς σκανδαλίζῃ, διότι ἡ κατάκρισις ἐκείνη εἶναι ἐξωτερική ἐκδήλωσις τῆς ἤδη ἐξενεχθείσης ὑπό τοῦ ἰδίου ἁμαρτωλοῦ καθ’ ἑαυτοῦ καταδίκης καὶ ὅπως ρητῶς λέγει ὁ Κύριος˙ «ὁ μὴ πιστεύων ἤδη κέκριται» Ὁ μὴ πιστεύων εἶναι ἀπ’ ἐδῶ αὐτοκατάκριτος «ὅτι μή πεπίστευκεν εἰς τό ὄνομα τοῦ μονογενοῦς υἱοῦ τοῦ Θεοῦ», διότι δὲν ἐπίστευσεν εἰς τόν Χριστόν ὡς μονογενῆ Υἱόν τοῦ Θεοῦ.
Ἀναλύων περισσότερον τήν αἰτίαν τῆς καταδίκης του λέγει: «Αὕτη δὲ ἡ κρίσις» αὐτή εἶναι ἡ αἰτία τῆς καταδίκης ἐκείνης, ὅτι «τό φῶς ἐλήλυθεν εἰς τόν κόσμον» παρουσιάσθη τό φῶς εἰς τόν κόσμον ὁ Χριστός «καὶ ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι οὗτοι μᾶλλον τό σκότος ἤ τό φῶς» οἱ ἄπιστοι Ἰουδαῖοι ἠγάπησαν δηλαδή ὄχι τόν Χριστόν ὁ ὁποῖος εἶναι φῶς ἀλλά τήν ἁμαρτίαν ἡ ὁποία εἶναι σκότος. «Ἦν γάρ αὐτῶν πονηρά τά ἔργα» αἰτία δηλαδή τοῦ νά ἀγαπήσουν τό σκότος καὶ οὐχί τό φῶς ἦσαν τά ἁμαρτωλά των ἔργα, αἰτία τῆς ἀπιστίας των ἦτο ἡ ἀνήθικος ζωή των· «πᾶς γάρ ὁ φαῦλα πράσσων μισεῖ τό φῶς». Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ζῆ ἀνήθικον ζωήν «καὶ οὐκ ἔρχεται πρός τό φῶς, ἵνα μή ἐλεγχθῇ τά ἔργα αὐτοῦ», δὲν πηγαίνει εἰς τό φῶς διά νά μή γίνουν γνωστά τά ἀνήθικα ἔργα του. Αἰτία δηλ. ὅλων αὐτῶν ἦτο νά μή φανερωθῶσιν τά πονηρά αὐτῶν ἔργα ὑπό τοῦ φωτός. Βαθυτέρα αἰτία τῆς ἀπιστίας καὶ ἀνηθίκου ζωῆς εἶναι ἡ μή συναίσθησις τῆς καταστάσεώς των, διότι ἡ ἁμαρτία δέν εἶναι μόνον πληγή ἀλλά καὶ στραβομάρα, ὡς ὁ ἴδιος ὁ Κύριος βεβαιοῖ ὀνομάζων αὐτήν κάρφος ἐν τῷ ὀφθαλμῷ. Ματθ. 7,3, Ἐνῷ τοὐναντίον «ὁ ποιῶν τήν ἀλήθειαν ἔρχεται πρός τό φῶς, ἵνα φανερωθῇ αὐτοῦ τά ἔργα, ὅτι ἐν Θεῷ ἦν εἰργασμένα». Ὁ ἔχων δηλαδή ἔργα ἀγαθά καὶ διάθεσιν ἀγαθήν ἔρχεται εἰς τό φῶς τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐκεῖ βεβαιοῦται, ὅτι τά ἔργα του τά ἀγαθά ἐγένοντο τῇ βοηθείᾳ τοῦ Θεοῦ. Ὥστε ὁ ἠθικός βίος ἐπιδρᾷ εἰς τήν πίστιν ἰδίως ὅμως ὁ ἀνήθικος βίος εἰς τὴν ἀπιστίαν καὶ καταδίκην.
Ποῖον ἦτο ἀποτέλεσμα τῆς συνομιλίας καὶ ὁμιλίας τοῦ Χριστοῦ μετα τοῦ Νικοδήμου ἁγνοοῦμεν. Φαίνεται ὅμως, ὅτι ὁ σπόρος ἔπεσεν εἰς ἀγαθήν καρδίαν, διότι βραδύτερον ὁ Νικόδημος θά ὑπερασπισθῇ τόν Ἰησοῦν ἐνώπιον τοῦ Συνεδρίου (1) καὶ θά γίνῃ φίλος τοῦ Ἐσταυρωμένου (2).
Θέμα: Τό ἔργον τῆς ἀπολυτρώσεως
Βλέποντες τόν Ἐσταυρωμένον Ἰησοῦν, ὅπως οἱ Ἰουδαῖοι τόν χαλκοῦν ὄφιν, θεραπευόμεθα. Ἂς ἴδωμεν ποῖος εἶναι ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου καὶ ποία ἡ ὠφέλεια ἡμῶν ἐξ Αὐτοῦ, ποία τά διδάγματα.
Α) Ὁ Σταυρός. Εἰς τόν Σταυρόν τοῦ Κυρίου βλέπομεν συνηνωμένους τόν Οὐρανόν, τήν γῆν τόν Ἄδην. Βλέπομεν τόν Θεόν, τόν ἄνθρωπον, τόν Διάβολον. Καὶ συγκεκριμένως: Βλέπομεν τήν ἀγάπην καὶ δικαιοσύνην τοῦ Θεοῦ ὑπό τήν μορφὴν τῆς θυσίας κατά τόν ἑξῆς τρόπον. Ὁ ἄνθρωπος ἡμάρτησεν. Ἔπρεπε νά τιμωρηθῇ. Ὡς τιμωρία ἔπρεπε νά εἶναι ἡ ἐσχάτη τῶν ποινῶν, ὁ θάνατος, διότι ἡ ἁμαρτία ἡ πτῶσις τῶν πρωτοπλάστων ἦτο ὕβρις κατά τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ κατά τήν συμβουλήν τοῦ ὄφεως ἤθελον νά γίνωσιν οὗτοι ὅμοιοι μέ τόν Θεόν τρώγοντες ἐκ τοῦ ἀπηγορευμένου καρποῦ. Ὁ θάνατος οὗτος ἔπρεπε νά εἶναι διπλοῦς σωματικός καὶ ψυχικός. Κατά τόν σωματικόν θάνατον θά ἐχωρίζετο ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα κατά δέ τόν πνευματικόν ἡ ψυχή ἀπό τόν Θεόν. Πῶς ὅμως ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ θά ἠνείχετο τοιοῦτον αἰώνιον χωρισμόν πνευματικόν καὶ σωματικόν τοῦ πλάσματός Του; Ἐάν πάλιν δέν ἐτιμώρει καθόλου τόν πταίσαντα ἄνθρωπον ἤ ἐτιμώρει τούς Ἀγγέλους ἀντ’ αὐτοῦ, θά ἦτο ἀδικία. Ὁ Θεός προέβη εἰς τήν θυσίαν, ὅπου συνδυάζεται ἡ ἀγάπη καὶ ἡ δικαιοσύνη Του. Ὁ Χριστός δηλαδή ἔγινεν ἄνθρωπος, ἐσταυρώθη. Διά τοῦ σταυρικοῦ θανάτου ἐχωρίσθη ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα. Ἰδού ὁ πρῶτος θάνατος, ὁ σωματικός ἐπί τοῦ Σταυροῦ ὁ Χριστός ἐγκατελείφθη, ἐχωρίσθη τοῦ Πατρός «Θεέ μου Θεέ μου ἵνα τί μέ ἐγκατέλιπες» ἀναφωνεῖ ὁ Χριστός ἐπί τοῦ Σταυροῦ. Ἰδού ὁ δεύτερος θάνατος, ὁ πνευματικός χωρισμός ἀνθρώπου καὶ Πατρός Θεοῦ, ἵνα πίῃ ἡ ἀνθρώπινη φύσις τοῦ Χριστοῦ ὅλον τό ποτήριον τῶν θλίψεων. Τοιουτοτρόπως ὁ Θεός διά τῆς θυσίας τοῦ Υἱοῦ Του, ὁ ὁποῖος εὐχαρίστως ἀπεδέχθη ταύτην, οὐδένα ἠδίκησε. Τοὐναντίον ἱκανοποίησε τήν δικαιοσύνην Του καὶ τήν ἀγάπην Του. Ἱκανοποίησε τήν δικσιοσύνην Του, διότι τό θῦμα εὑρέθη, ἦτο ὁ Χριστός. Ἱκανοποιήθη ἡ ἀγάπη Του, διότι οὐδέν ἰκανοποιητικώτερον τῆς ἀγάπης, ὅταν ὑποφέρη χάριν τοῦ αγαπημένου της.
Ὁ Θεός ἐπί τοῦ Σταυροῦ δέν ἔδειξε μόνον τήν δικαιοσύνην καὶ ἀγάπην Του ἀλλά καὶ τήν σοφίαν Του μέ τόν σοφόν τοῦτον συνδυασμόν τῆς εὐσπλαγχνίας Του πρός τόν ἄνθρωπον, τῆς παντοδυναμίας Του, ὅτι διά τοῦ ἀσθενέστερου μέσου, τοῦ θανάτου Του, ἐνίκησε τόν μεγαλύτερον ἐχθρόν μας, τόν θάνατον. Ἑπομένως ἐπί τοῦ Σταυροῦ φαίνεται ἡ θεία ἀγάπη καὶ δικαιοσύνη, ἡ Θεία εὐσπλαγχνία καὶ πανσοφία, ἡ Θεία παντοδυναμία. Ἐπί τοῦ Σταυροῦ φαίνεται πρός τούτοις ὁ ἄνθρωπος καὶ ὁ Διάβολος. Φαίνεται ὁ ἄνθρωπος μέ τήν ἀξίαν του καὶ ὁ Διάβολος μέ τήν κακίαν του. Καὶ ἰδού! Ποῖος ἄλλος ἠδύνατο νά ζυγίσῃ τήν ἀνθρωπίνην ἀξίαν καλλίτερον ἀπό τήν Σταυρικὴν θυσίαν τοῦ Χριστοῦ; Ἔχει τόσην ἀξίαν ἡ ἀνθρώπινη ψυχή, ὥστε δὶ’ αὐτήν ἐσταυρώθη ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ! Ἡ ἀξία ἑνός ὑφάσματος ὑπολογίζεται μέ τήν ἀξίαν τοῦ καθαρτικοῦ μέσου, τό ὁποῖον χρησιμοποιοῦμεν, ὅταν πρόκειται νά καθαρίσωμεν αὐτό. Ἐάν ἐπὶ παραδείγματι διά τόν καθαρισμόν ἑνός ὑφάσματος χρησιμοποιήσωμεν καθαρτικόν ὑγρόν ἀκριβώτερον τοῦ ὑφάσματος, δέν καθαρίζομεν αὐτό. Διά νά καθαρίσωμεν ὕφασμα ἀκάθαρτον μέ πολύτιμον καθαρτικόν μέσον, πρέπει καὶ τό καθαριζόμενον ὕφασμα νά εἶναι πολυτιμώτατον. Διά νά θελήσῃ λοιπόν ὁ Θεός νά καθαρίσῃ τό ὕφασμα —τήν ψυχήν μας— μέ τό αἷμα τοῦ Σταυροῦ Του, συμπεραίνομεν ποίαν ἀξίαν ἔχει ἡ ἀνθρωπίνη ψυχή, ἀφοῦ ἐκαθαρίσθη διά τοῦ αἵματος τοῦ Υἱοῦ του ἐπί τοῦ Σταυροῦ.
Ὁ Σταυρός δεικνύει καὶ τήν κακίαν τοῦ Διαβόλου, πόσον βάρος ἔχει ἡ ἁμαρτία. Οὐδεὶς ἄλλος ἠδύνατο νά ζυγίσῃ τήν ἁμαρτίαν πλήν τοῦ Σταυροῦ. Μία ἁμαρτία καὶ ἐκείνη πρώτη τοῦ Ἀδάμ καὶ τῆς Εὔας πρό χιλιάδων ἐτῶν γενομένη ὠδήγησε τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ τόν ἀναμάρτητον εἰς τόσον φρικτόν θάνατον τοῦ Σταυροῦ. Πόσον βαρεῖα ἡ ἁμαρτία ! Τό βάρος τῆς ἁμαρτίας φαίνεται εἰς τόν Σταυρόν τοῦ Κυρίου καὶ εἰς τό μίσος, τό ὁποῖον κατ’ αὐτῆς εἶχεν ὁ σταυρωθείς ὁ Ἰησοῦς. Τό δὲ μίσος τοῦ σταυρωθέντος Ἰησοῦ κατά τῆς ἁμαρτίας φαίνεται ἐκ τῆς ἀποφάσεως, τήν ὁποίαν ἔλαβεν ὁ Χριστός νά θανατωθῇ ὁ Ἴδιος, ἀφοῦ διά τοῦ θανάτου Του θά ἐξαλείψῃ τήν ἁμαρτίαν. Πόσον βαρεῖα εἶναι ἡ ἁμαρτία, ἀφοῦ ἔγινε τόσον μισητὴ ἀπό τόν Χριστόν ! Διά τοῦτο ἐπί τοῦ Σταυροῦ βλέπομεν ἐκδηλουμένην πᾶσαν κακίαν τοῦ Ἅδου. Ἐξεδηλώθη δέ ἵνα συμπεριληφθῇ εἰς τήν καταστροφήν. Πόση σοφία τοῦ Θεοῦ!
Ἑπομένως ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου ἐζύγισε τόν Θεόν μέ τάς ἰδιότητάς Του, τήν ψυχήν μας μέ τήν ἀξίαν της, τόν Διάβολον μέ τήν κακίαν του !
Β) Διδάγματα. Ἰδού! Ποῖος πιστεύων εἰς τόν Ἐσταυρωμένον δέν εὐγνωμονεῖ τόν Θεόν, διότι αἱ ἁμαρτίαι του συνεχωρήθησαν διά τοῦ αἵματος τοῦ Θεανθρώπου; Ποῖος δέν προσέχει εἰς τόν βίον του βλέπων πόσον ἀξίζει ἡ ψυχή του; Ποῖος δέν τρέμει πρό τῆς ἁμαρτίας βλέπων τό βάρος της, ἀφοῦ ἐχρειάσθηκεν ὡς ζυγαριά ὁ Σταυρός καὶ ζυγιστής ὁ Θεός, ὡς δράμια τό αἷμα Του, ἵνα ζυγισθῇ τό βάρος της;
Κατά τό 600 π. Χ. ὁ Ζάλευκος ὁ νομοθέτης καὶ φιλόσοφος τῶν Λοκρῶν τῆς κάτω Ἰταλίας ἐξέδωκε νόμον κατά τῆς μοιχείας, κατά τόν ὁποῖον ὁ μοιχός ἐτιμωρεῖτο δι’ ἐξορύξεως καὶ τῶν δύο ὀφθαλμῶν του. Δυστυχῶς ὅμως εἰς τό παράπτωμα ἔπεσεν ὁ μονογενής υἱός του. Ὁ Νομοθέτης ὡς δίκαιος ἔπρεπε νά ἐφαρμόσῃ τόν νόμον, ὡς πατήρ ὅμως ἠγάπα τόν υἱόν του καὶ δέν ἤθελε νά ἔχῃ υἱόν ἀόμματον. Διά νά ἱκανοποιήσῃ λοιπόν δικαιοσύνην καὶ ἀγάπην ἐσκέφθη νά βγάλῃ ἕνα μάτι ἰδικόν του καὶ τό ἄλλο τοῦ παιδιοῦ του. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπον ὁ Νομοθέτης διά τῆς ἐξορύξεως τῶν δύο ὀφθαλμῶν ἐφήρμοσε τόν νόμον, διαφυλάξας δέ τόν υἱόν του ἐκ τῆς πλήρους τυφλώσεως ἐφαρμόζει τήν ἀγάπην του. Κάτι παρόμοιον ἀλλά πολύ ἀνώτερον ἔγινε μέ τό Ἀπολυτρωτικόν ἔργον τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Θεός ἀπηγόρευσε τήν ἁμαρτίαν εἰς τούς πρωτοπλάστους ἐπί ποινῇ θανάτου. Οἱ πρωτόπλαστοι ὅμως ἡμάρτησαν. Ἡ τιμωρία διά τήν ἁμαρτίαν ἦτο ὁ θάνατος. Ἱκανοποιῶν ὁ Θεός ἀγάπην πρός τόν πεσόντα ἄνθρωπον καὶ δικαιοσύνην Του διά τήν παράβασιν γίνεται ἄνθρωπος καὶ ἀποθνῄσκει ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ, ὅπου ἐφαρμόζεται ἡ δικαιοσύνη Του καὶ ἡ ἀγάπη Του, ὅπως εἴδομεν ἀνωτέρω. Ὁ Χριστός ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ πάσχει ὡς Θεάνθρωπος καὶ ἀπολυτρώνει ἀπό τήν τιμωρίαν τό ἀνθρώπινον γένος.
Ἂς ἔχωμεν ἄπειρον εὐγνωμοσύνην εἰς τόν Λυτρωτήν Χριστόν καὶ βαθείαν προσοχήν εἰς τόν ἑαυτόν μας.
1) Ἰωάννου 7,50 — 51.
2) Ἰωάννου 19,39-41.
5.
Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ ἀποκάλυψη τῆς Θείας ἀγάπης
Καραβιδόπουλος Ἰωάννης (Καθηγητής Πανεπιστημίου)
Κυριακὴ πρὸ τῆς Ὑψώσεως
«Εἶπε ὁ Κύριος: Κανένας δὲν ἀνέβηκε στὸν οὐρανὸ παρὰ μόνο ὁ Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου, ποὺ κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανό, καὶ ποὺ εἶναι στὸν οὐρανό. Ὅπως ὁ Μωυσῆς ὕψωσε τὸ χάλκινο φίδι στὴν ἔρημο, ἔτσι πρέπει νὰ ὑψωθεῖ ὁ Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου, ὥστε ὅποιος πιστεύει σ’ αὐτὸν νὰ μὴ χαθεῖ ἀλλὰ νὰ ζήσει αἰώνια. Τόσο πολὺ ἀγάπησε ὁ Θεὸς τὸν κόσμο, ὥστε παρέδωσε στὸν θάνατο τὸν μονογενῆ του Υἱό, γιὰ νὰ μὴ χαθεῖ ὅποιος πιστεύει σ’ αὐτὸν ἀλλὰ νὰ ἔχει ζωὴ αἰώνια. Γιατί, ὁ Θεὸς δὲν ἔστειλε τὸν Υἱό του στὸν κόσμο γιὰ νὰ καταδικάσει τὸν κόσμο, ἀλλὰ γιὰ νὰ σωθεῖ ὁ κόσμος δι’ αὐτοῦ» (Ἰωάν. 3, 13-17).
Τὰ λόγια του Χριστοῦ στὴν περικοπὴ Ἰωάν. 3, 13-17 ἀποτελοῦν μέρος τῆς συζητήσεώς του μὲ τὸν Νικόδημο, τὸν Ἰουδαῖο ἄρχοντα ποὺ ἦλθε μία νύκτα κρυφὰ ἀπὸ τοὺς ὁμοθρήσκους του νὰ καταθέσει τὴν προσωπικὴ ὁμολογία του πρὸς τὸν σταλμένο ἀπὸ τὸν Θεὸ διδάσκαλο ποὺ ἐπιτελεῖ θαυμαστὰ ἔργα καὶ σημεῖα, τὰ ὁποῖα μαρτυροῦν ὅτι ὁ Θεὸς ἐνεργεῖ δι’ αὐτοῦ. Ὁ Χριστὸς δέχεται τὴν κρυφὴ ὁμολογία τοῦ Νικοδήμου, βρίσκει εἰλικρινεῖς τὶς προθέσεις του καὶ τοῦ ἀποκαλύπτει μερικὲς βασικὲς πτυχὲς τῆς διδασκαλίας του ποὺ εἶναι συγχρόνως καὶ ὑπόμνημα στὸ ὅλο ἔργο του καὶ στὸ σκοπὸ τῆς Ἐνανθρωπήσεώς του.
Ἀφοῦ τοῦ ὁμιλεῖ στὴν ἀρχὴ γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου ὡς προϋπόθεση κατανοήσεως καὶ βιώσεως τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, φθάνει στὸ κέντρο τῆς διδασκαλίας ἀλλὰ καὶ τῆς ἀποστολῆς του: Στὴν ὕψωσή του στὸν σταυρὸ ποὺ ἀποτελεῖ ἀποκάλυψη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν κόσμο. Καὶ ἐπειδὴ ὁ συνομιλητὴς του εἶναι Ἰουδαῖος, τοῦ δίνει ἕναν τύπο, μία προεικόνιση τοῦ κοσμοσωτηρίου αὐτοῦ γεγονότος ἀπὸ τὴν ἱστορία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης: «Ὅπως ὁ Μωυσῆς ὕψωσε τὸ χάλκινο φίδι στὴν ἔρημο, ἔτσι πρέπει νὰ ὑψωθεῖ ὁ Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου (ἐννοεῖ στὸν Σταυρό), ὥστε ὅποιος πιστεύει σ’ αὐτὸν νὰ μὴ χαθεῖ ἀλλὰ νὰ ζήσει αἰώνια». Ἀναφέρεται δηλ. στὸ γεγονὸς ἐκεῖνο τῆς ἰσραηλιτικῆς ἱστορίας κατὰ τὸ ὁποῖο δηλητηριώδη φίδια ἐμφανίσθηκαν στὸ στρατόπεδο τῶν Ἰσραηλιτῶν στὴν ἔρημο καὶ σκόρπισαν τὸν θάνατο στὸν λαὸ ποὺ γόγγυζε κατὰ τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ ὁ ἐλευθερωτὴς καὶ σωτήρας Θεὸς δὲν ἄφησε τὸν λαό του νὰ χαθεῖ. Ἔδωσε ἐντολὴ στὸν Μωυσῆ νὰ ὑψώσει ἕνα χάλκινο φίδι μέσα στὸ στρατόπεδο πάνω σ’ ἕνα κοντάρι, ὥστε νὰ τὸ βλέπουν οἱ προσβαλλόμενοι ἀπὸ φίδια καὶ νὰ διαφεύγουν τὸν θάνατο (Ἀριθμ. 21, 4-9). Σ’ αὐτὸ βλέπει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ποὺ ἑρμηνεύει αὐθεντικὰ τὴν Π. Διαθήκη, μία προτύπωση τοῦ σταυροῦ του.
Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ποὺ μὲ ποικίλους τρόπους ἐκδηλώθηκε μέσα στὴν ἱστορία τῶν ἀνθρώπων ἀποκορυφώνεται στὴ θυσία τοῦ σταυροῦ, ὁ ὁποῖος δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνα Ἱστορικὸ γεγονὸς ἀλλὰ πράξη ὑπέρτατης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν προσβλημένη ἀπὸ τὸ φίδι τῆς ἁμαρτίας καὶ τὴν καταδικασμένη σὲ θάνατο ἀνθρωπότητα. Ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ γεγονὸς ὄχι μόνον τῆς ἱστορίας τῆς ἀνθρωπότητας ἀλλὰ γεγονὸς μὲ ἰδιαίτερο νόημα γιὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ κάθε ἀνθρώπου ξεχωριστὰ· ἔχει νόημα καὶ περιεχόμενο ὑπαρξιακό. Ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐν συνεχείᾳ ἡ ἀνάστασή του δὲν ἔχουν ἄλλο σκοπὸ παρὰ τὴ χορήγηση τῆς ζωῆς στοὺς ἀνθρώπους.
Εἶναι γνωστὸ σ’ ὅλους πόσο ἐπιθυμοῦμε τὴ ζωή, τὴν εὐτυχισμένη καὶ ὅσο γίνεται πιὸ μακροχρόνια ζωὴ καὶ πόσο ὁ φόβος τοῦ θανάτου μᾶς παραλύει καὶ μᾶς δημιουργεῖ ἀγωνιώδη προβλήματα καὶ ἐρωτήματα. Ὁ θάνατος τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ πάνω στὸν σταυρὸ – γιὰ τὸν ὁποῖο κανεὶς ἄνθρωπος δὲν εὐθύνεται σὲ τελευταία ἀνάλυση, οὔτε Ἰουδαῖος οὔτε Ρωμαῖος, παρὰ μόνο ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν κόσμο – ὁ θάνατος αὐτὸς κατὰ παράδοξο τρόπο ποὺ ὑπερβαίνει τὰ μέτρα τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς παρέχει ζωὴ καὶ μάλιστα ζωὴ χωρὶς τέρμα, χωρὶς ἀγωνία θανάτου, ζωὴ αἰώνια.
Εἶναι σημαντικὸ γιὰ τὸν ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς μας ἀλλὰ καὶ κάθε ἐποχῆς νὰ γνωρίζει – κι αὐτὸ εἶναι τὸ οὐσιαστικὸ μήνυμα τῆς περικοπῆς – ὅτι ὁ Θεὸς δὲν εἶναι μόνον ὁ αὐστηρὸς τιμωρός, ὁ δίκαιος κριτής, ἀλλὰ κατὰ πρῶτο καὶ κύριο λόγο ὁ γεμάτος ἀγάπη σωτήρας τῶν ἀνθρώπων. Κι ἡ ἀγάπη αὐτὴ δὲν εἶναι μία συναισθηματικὴ τοποθέτηση· ἀλλὰ εἶναι ἕνα συγκεκριμένο ἱστορικὸ γεγονός, ὁ σταυρὸς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
6.
Κυριακὴ πρὸ τῆς Ὑψώσεως
Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))
Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἰοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Στή σημερινή περικοπή τοῦ Ευαγγελίου, λέμε ὅτι ο Θεός δὲν ἔστειλε τὸν μονογενῆ Του Υἱὸ στὸν κόσμο γιὰ νὰ κρίνει τὸν κόσμο, ἀλλά γιὰ νὰ σώσει τὸν κόσμο. Ὁ Ζωντανὸς Θεός γίνεται ἡ ἀλήθεια τοῦ ζῶντος ἀνθρώπου, μοιράζεται μαζί του ὅλη τὴν ἀνθρώπινη μοίρα, τὴν κατάσταση τοῦ δημιουργήματος ἑνός πεπτωκότος κόσμου, ὅλα τά δεινά, περιλαμβάνοντας καὶ τὴν τραγωδία τοῦ θανάτου, πού περιέχει καὶ τὴν τραγική ἀπώλεια τῆς συναίσθησης τῆς κοινωνίας μὲ τὸν Πατέρα: Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί μὲ ἐγκατέλειπες; Καὶ σωζόμαστε, μὲ τὴν ζωή Του, καὶ τὸν θάνατό Του, και τὰ λόγια Του: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασι τὶ ποιοῦσι» (Πατέρα, συγχώρησέ τους, δεν ξέρουν τὶ κάνουν). Ἀλλά αὐτά τὰ λόγια μπορεῖ νὰ ταιριάζουν καὶ σὲ μᾶς πού ξέρουμε, θα μπορούσαμε νὰ ξέρουμε – δὲν ἔχουμε ἀκούσει τὸ Εὐαγγέλιο; Ὁπότε δὲν ἔχουμε ἀκούσει τὶ ἔπαθε ὁ Χριστός, ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτωλότητάς μας; Δὲν εἴμαστε λοιπόν γνῶστες ὅτι τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ ταιριάζουν σ’ ὅλους μας; – κι ὄμως ὑπάρχει μιὰ διαφορά.
Ὁ Ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ, λέει σὲ κάποιον ἀπό τοὺς ἐπισκέπτες του, ..Ναί, νὰ εἶσαι βέβαιος γιὰ τὴν συγχωρητικότητα τοῦ Θεοῦ, νὰ εἶσαι βέβαιος ὅτι ὁ Θεός ἀπαντᾶ στὶς προσευχές σου, ἀλλά θυμήσου ἕνα πράγμα: τὸ τίμημα πού Ἐκεῖνος πλήρωσε γιὰ νἄχει τὴν δύναμη τῆς συγχώρησης, κι ἄς μὴν τοῦ ζητᾶμε κάτι λίγο γιὰ συγχώρηση, ἄς μὴν ἔρχομαστε ἀνάξιοι στὴν προσευχή πρὸς Ἐκεῖνον, γιατί ὁ θάνατος Του, συνηγορεῖ στὴν συγχώρησή μας. Καὶ δὲν μποροῦμε χωρίς μιὰ ἀνταπόκριση ἀπό τὸ βαθύτερο εἶναι μας στραμμένο πρὸς τὸν θεό καὶ νὰ ζητᾶμε τὴν συγχώρηση μὲ τὸ κόστος τοῦ θανάτου Του, καὶ νὰ μὴν τοῦ προσφέρουμε τίποτε, τίποτε παρά μόνον τὴν ἐπιθυμία μας νὰ εἴμαστε ἐλεύθεροι ἀπό τὸ φορτίο πού μᾶς συνθλίβει.
Καὶ ἄν ἀναρωτιόμαστε τὶ νὰ Τοῦ προσφέρουμε – μποροῦμε νὰ Τοῦ προσφέρουμε πρῶτα ἀπ’ ὅλα τὴν εὐχαριστία μας. Μιὰ εὐχαριστία γι’ αὐτή τὴν ἀγάπη πού ἀπό μόνη της μπορεῖ νὰ μᾶς σώσει, μιὰ ἀγάπη τόσο μεγάλη πού Ἐκεῖνος ἀποδέχθηκε ὄχι μόνο τὴν ἀνθρώπινη μοίρα μας, ἀλλά τὸ νὰ χάσει τὴν κοινωνία μὲ τὸν Πατέρα, μὲ σκοπό νὰ βρεῖ τὴν ταυτότητά Του μὲ μᾶς, μ’ ὅλους τοὺς τρόπους καὶ νὰ ἐκτιμήσει, Αὐτός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἔχοντας μείνει χωρίς Θεό, πάνω στὸν Σταυρό, καὶ νὰ ἱκετεύσει γιὰ μᾶς πού πρέπει νὰ συγχωρηθοῦμε….
Ἀλλά ἐδῶ ὑπάρχει κάτι ἀκόμα πού μποροῦμε νὰ πάρουμε ἀπ’ τὸ σημερινό δεύτερο Μάθημα: ἡ ἱστορία τῆς γυναίκας πού μοίχευσε. Αὐτή ἡ γυναίκα ἔχοντας ἁμαρτήσει, ἐλεύθερα, ἐλαφρόμυαλα, χωρίς νὰ τὸ καταλαβαίνει, ὡστόσο μία ἀπό ἐκείνους πού δεν ξέρουν τὶ κάνουν! Και ξαφνικά βρίσκεται πρόσωπο μὲ πρόσωπο μὲ τὸ γεγονός ὅτι ἡ ἁμαρτία «πέθανε». Θεωροῦσε δεδομένο, καὶ ἡ Παλαιά Διαθήκη διακήρυττε ὅτι τῆς πρέπει θάνατος. Κι αὐτή ἔρχεται στὸν Χριστό, μὲ τὸ πλῆθος τὸ ὁποῖο ἤθελε νὰ τῆς ἀποδοθεῖ ἡ τιμωρία μὲ τὴν σκληρότητα τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου, χωρίς ἔλεος. Κι ὁ Χριστός εἶδε ὅτι ἐκείνη τὴν στιγμή ἐκείνη εἶχε καταλάβει τά πάντα. Ἤξερε ὅτι ἡ ἁμαρτία σημαίνει θάνατος, μιὰ ἀπόλυτη καταστροφή στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πού πεθαίνουν χωρισμένοι ἀπ’ τὸν Θεό, γιατί μόνον στόν Χριστό, μποροῦμε νὰ βροῦμε τὸν δρόμο μας γιὰ νὰ ἐπιστρέψουμε σ’ Ἐκεῖνον. Ἐκεῖ δὲν ὑπάρχει ἄλλος δρόμος ἀπό τὴν κάθοδο στὸν Ἅδη; Τὸν τόπο τῆς ἀθεράπευτης κι ἀπόλυτης ἀπουσίας τοῦ Θεοῦ. Ἐκείνη ἤξερε ὅτι ὅλα τελειώνουν, ὄχι μόνο ὅσα συνέβησαν κάποτε, ἀλλά ἡ αἰωνιότητα θα γίνει σκοτάδι καὶ θάνατος: ἄν μόνο μποροῦσε να ἐπιστρέψει στὴν παροῦσα ζωή, για νὰ μετανοήσει, ἄν εἶχε χρόνο νὰ ζήσει μιὰ ζωή τέτοια πού ν’ ἀξίζει γιὰ τὸν Θεό καὶ τὸν ἑαυτό της- θα τὄκανε!
Κι αὐτό ὁ Θεός τὸ εἶδε σ’ αὐτήν, αὐτός ἦταν κι ὁ λόγος πού στράφηκε στοὺς δικαστές, τοὺς ἁμαρτωλούς ἄνδρες καὶ γυναῖκες, πού ἑτοιμάζονταν νὰ σκοτώσουν τὴν γυναίκα γιὰ τὶς ἁμαρτίες της, ἐνῶ ἐκεῖνοι δὲν ἀντιλαμβάνονταν τήν δική τους ἁμαρτωλότητα κι ὅτι κουβαλοῦσαν θάνατο στοὺς ὤμους τους ἐξ αἰτίας τοῦ ἑαυτοῦ τους· «Ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλλέτω» (Αὐτός πού δεν ἔχει ἁμαρτίες ἀπό σᾶς ἄς ρίξει τὶς πρῶτες πέτρες) – καὶ κανείς δὲν τόλμησε, γιατί ἐκείνη τὴν στιγμή, αὐτές οἱ λέξεις τόσο ἁπλές καὶ τόσο ἄμεσες, τοὺς ἔκαναν νὰ συνειδητοποιήσουν τὴν ἀλήθεια, ὅτι, Ναί, – οὔτε ἕνας δὲν ἦταν χωρίς ἁμαρτία, κι ὅλοι ἐρήμην τοῦ Θεοῦ ἄφηναν τὴν ἀξιοπρέπεια, πρόδιδαν τὸ ἐπάγγελμά τους, γιατί δὲν ὑπῆρχε ἄλλη ἑτυμηγορία γιὰ αὐτούς ἀπό μιὰ ἀπόφαση θανάτου: δὲν μποροῦσαν νὰ τὸ προφέρουν γιὰ τὴν γυναῖκα, γιατὶ αὐτό θα σήμαινε ὅτι θἄπρεπε νὰ τὸ ποῦν ….καὶ γιὰ τοὺς ἑαυτούς τους.
Κι ὁ Χριστός πού γνώριζε τὶς καρδιές, ὅσων ὑπῆρξαν πρίν ἀπό Κεῖνον, γνώριζε ὅτι ἡ γυναῖκα εἶχε περάσει ἀπό τὶς πύλες τοῦ θανάτου, κι ἐπέστρεψε ἀπό μιὰ θεϊκή ἐνέργεια πού τὴν ἀνάστησε: ναί, πράγματι τὴν ἐπανέφερε ἀπό ἕναν ἀναμενόμενο ἀλλά βέβαιο θάνατο. Καὶ τῆς εἶπε: ποῦ εἶναι ἐκεῖνοι πού σὲ καταδικάζουν; Κανείς δὲν τὸ κάνει πιά; -ὄχι-. Οὔτε ἐγώ σὲ καταδικάζω· πήγαινε ἐν εἰρήνῃ, καὶ μὴν ἁμαρτήσεις πιά! Κι αυτές οἱ λέξεις πῆγαν στὴν καρδιά της, αὐτές οἱ λέξεις πράγματι ἔγιναν ὁ νόμος τῆς ζωῆς της, ἐπειδή ἐκείνη ἤξερε στὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή της, στὴν καρδιά και τὸ μυαλό της, σ’ ὅλο της τὸ εἶναι ὅτι ἁμαρτία σημαίνει θάνατος. Καὶ δέχθηκε τὴν συγγνώμη πού σημαίνει ζωή!
Ἄς σταθοῦμε, ὁ καθένας μας, ὅταν ἐρχόμαστε γιὰ ἐξομολόγηση, ὅταν παίρνουμε τὴν συγχώρηση ἀπό τοὺς ἀλλους, ὅταν μᾶς παρακαλοῦν νὰ συγχωρήσουμε – πῶς στεκόμαστε; Ἔχουμε συναίσθηση ὅτι ὁ θάνατος ἐργάζεται μέσα μας ἐπειδή χάσαμε τὸν Θεό, τὴν ἁμαρτωλότητά μας, τὸ γεγονός ὅτι ἐπιλέξαμε; Αὐτή ἡ γυναῖκα δὲν ἤξερε τὶ εἶχε κάνει, ἀλλά ἐμεῖς ἔχουμε τὸ Εὐαγγέλιο πού μᾶς μιλᾶ, τὸν Χριστό πού μᾶς μιλᾶ, γνωρίζουμε τά πάντα: πῶς στεκόμαστε;
Ἄς μάθουμε ἀπό αὐτήν· ἄς μάθουμε ἐπίσης ὅτι ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι πού ἦρθαν φορτωμένοι μὲ πέτρες γιὰ νὰ λιθοβολήσουν τὴν ἁμαρτωλή καὶ συνειδητοποίησαν ὅτι ἦταν μπλοκαρισμένοι στὴν ἴδια τραγωδία τῆς ἁμαρτίας, καὶ δὲν μπόρεσαν νὰ τὴν καταδικάσουν, γιατί αὐτό θα σήμαινε ὅτι καταδικάζουν τὸν ἑαυτό τους μὲ τὸν ἴδιο θάνατο.
Τὸ γνωρίζουμε ὅταν ἀρνούμαστε τὴν συγχώρηση; Δὲν μιλῶ γιὰ μιὰ συγχώρηση μ’ ἐλαφρότητα, πού προφέρεται ἔτσι εὔκολα- ἀλλὰ νὰ συγχωρήσουμε ἀπ’ τά βάθη τῆς καρδιᾶς μας; Μποροῦμε νὰ ποῦμε στὸν Θεό: Συγχώρησέ με, ὅπως συγχωρῶ;
Ἄς σταθοῦμε σ’ αὐτή την σκέψη, ἀλλά καὶ στὴν νικηφόρα χαρά, ὅτι ὁ Θεός ἔστειλε τὸν Υἱό Του στὸν κόσμο ὄχι γιὰ νὰ τὸν κρίνει, ἀλλά γιὰ νὰ τὸν σώσει! Ἡ σωτηρία εἶναι στὰ χέρια μας! Εἶναι σὲ μᾶς νὰ τὴν πάρουμε – καὶ δίνεται δωρεάν, γιατί ἡ ἀγάπη εἶναι χάρισμα κι ἐξαγορά.
Ἀμήν.
7.
Ἡ ὕψωση τοῦ σταυροῦ καὶ τοῦ ἀνθρὠπου
Καραγιάννης Νικάνωρ (Ἀρχιμανδρίτης)
Γιὰ τὸ συγκλονιστικὸ γεγονὸς τῆς σταυρωμένης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο, θὰ μᾶς μιλήσει αὐτὴν τὴν ἑβδομάδα ἡ Ἐκκλησία ὑψώνοντας τὸν Τίμιο Σταυρό. Ἡ μεγαλειώδης ἀγάπη τοῦ Θεοῦ διακηρύσσεται καὶ προβάλλεται μέσα ἀπὸ τὴν ταπείνωση καὶ τὴν θυσία καὶ ὄχι μέσα ἀπὸ ἐντυπωσιακὲς θεωρίες, ῥητορικὰ κηρύγματα καὶ πυροτεχνήματα.
Τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ποὺ διαβάζουμε σήμερα μὲ τρόπο σύντομο καὶ περιεκτικὸ παραλληλίζει ἕνα θαυμαστὸ γεγονὸς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης μὲ τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός, μεταξὺ ἄλλων, λέει στὸν μαθητή Του Νικόδημο: «καθὼς Μωυσῆς ὕψωσε τὸν ὄφιν ἐν τῇ ἐρήμω, οὕτως δεῖ ὑψωθῆναι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου». Ὅπως ἀκριβῶς ὁ Μωυσῆς ὕψωσε τὸ χάλκινο φίδι στὴν ἔρημο, καὶ βλέποντάς το οἱ Ἑβραῖοι σώζονταν ἀπὸ τὰ θανατηφόρα δήγματα τῶν φιδιῶν, ἔτσι καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου θὰ πρέπει νὰ ὑψωθεῖ, γιὰ νὰ σωθεῖ ὁ κόσμος ἀπὸ τὸν κίνδυνο τῆς ἁμαρτίας (Ματθ. 3,14). Οἱ προτυπώσεις καὶ οἱ συμβολισμοὶ εἶναι, ἀσφαλῶς, προφανεῖς. Στὸ ξύλο κρεμασμένο ὕψωσε ὁ Μωυσῆς τὸ χάλκινο φίδι. Στὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ ὑψώθηκε κρεμασμένος ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός. Τὰ φαρμακερὰ φίδια σκόρπιζαν τὸν θάνατο. Ὁ σατανᾶς, ὁ ὄφις ὁ ἀρχαῖος, σκορπίζει τὸ φαρμάκι τῆς ἁμαρτίας στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Στὴν ἔρημο τὸ χάλκινο φίδι ἦταν τὸ ὁμοίωμα τῶν φιδιῶν. Στὸ Σταυρὸ ὁ Κύριος θεωρήθηκε τὸ ὁμοίωμα τῆς ἁμαρτίας, καθὼς σήκωσε ἐπάνω Του ὅλες τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου. Στὴν ἔρημο οἱ Ἰουδαῖοι, ἀτενίζοντας τὸ χάλκινο φίδι, διέφυγαν τὸν φυσικὸ θάνατο, γιὰ νὰ πορευθοῦν στὴν γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Στὴν περιπλάνηση τῆς παρούσας ζωῆς οἱ πιστοί, ἀποδεχόμενοι μὲ πίστη καὶ ἐσωτερικὸ ἀγῶνα τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, λυτρώνονται ἀπὸ τὸν πνευματικὸ θάνατο, γιὰ νὰ μεταβοῦν ἀπὸ τὴν ζωὴ τοῦ κόσμου στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ὑμνολογικὸς πλοῦτος ὅλων τῶν ἡμερῶν τῆς γιορτῆς τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ἀλλὰ καὶ ἡ θεολογία ποὺ πηγάζει ἀπὸ αὐτὸν διατρανώνουν τὴν ἀνυπέρβλητη δόξα, τὴν ἀκαταμάχητη νίκη καὶ τὸν ὁριστικὸ θρίαμβο τοῦ Χριστοῦ. Σκοπὸς ὅλων αὐτῶν εἶναι ἡ ἀναγνώριση, ἡ «ὕψωση» δηλαδὴ τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἐκεῖ ὄπου ἀνήκει, στὸ ἐπίπεδο καὶ τὸ ὕψος τῆς θεότητας. Ἐδῶ, βέβαια, βρίσκεται ἕνα κρίσιμο σημεῖο, ποὺ χρειάζεται νὰ προσέξουμε ἰδιαίτερα. Θὰ ἦταν λάθος νὰ πιστέψουμε ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὴν δόξα ποὺ ἐμεῖς Του ἀποδίδουμε. Ἄλλωστε,γνωρίζουμε καλὰ ὅτι Ἐκεῖνος εἶναι ἀνενδεὴς, δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τίποτε ἀνθρώπινο. Ὁ Θεὸς δὲν ζητᾷ δόξα ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ ταπεινώνεται γι’ αὐτόν. Αὐτὸ τονίζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν γράφει: «ἑαυτὸν ἐκένωσεν μορφὴν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος καὶ σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ»,ἀλλὰ τὰ ἀπαρνήθηκε ὅλα, πῆρε δούλου μορφὴ καὶ ἔγινε ἄνθρωπος καί, ὄντας πραγματικὸς ἄνθρωπος, ταπεινώθηκε θεληματικὰ ὑπακούοντας μέχρι θανάτου, καὶ μάλιστα θανάτου σταυρικοῦ (Φιλιπ. 2, 7). Ὅταν ὁ ἄνθρωπος συνειδητοποιήσει καὶ πιστέψει αὐτὴν τὴν ἀλήθεια, νιώθει τὴν ἀνάγκη νὰ ζήσει μὲ συντριβὴ καὶ μετάνοια καὶ νὰ λατρεύσει δοξολογικὰ τὸν Θεό. Ἔτσι, φωτίζεται ἡ σκέψη μας, γιὰ νὰ κατανοήσουμε βαθύτερα τὸ νόημα τῆς δόξας, τῆς νίκης καὶ τοῦ θριάμβου τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ. Καλούμαστε νὰ θυμηθοῦμε ξανὰ τὸ ἀρχικὸ νόημα τοῦ Σταυροῦ ὡς ὀργάνου βασάνων, τιμωρίας καὶ ἐκτέλεσης, στὸ ὁποῖο «ὑψώθηκε» κρεμασμένος ὁ Θεός, μέσα σὲ ἀβάσταχτο πόνο καὶ ἐξευτελισμό. Ὁ Σταυρὸς γίνεται δόξα καὶ νίκη γιὰ ἐμᾶς, μόνο στὸν βαθμὸ καὶ στὸ μέτρο ποὺ τὸν ἀποδεχόμαστε ὡς ταπείνωση καὶ ἧττα στὸν ἀγῶνα τῆς καθημερινῆς μας ζωῆς. Αὐτὴ ἡ ἀντίφαση μᾶς συνταράσσει κυριολεκτικὰ καὶ μᾶς φέρνει ἀντιμέτωπους μὲ τὸν ἴδιο μας τὸν ἑαυτό. Μᾶς προτρέπει νὰ παλέψουμε μὲ τὸ ἐγώ μας καὶ νὰ τὸ ξεπεράσουμε μὲ τὴν πίστη ὅτι «τὰ ἀδύνατα πὰρ’ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστι».
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἕνας σύγχρονος Ἅγιος ὑπογραμμίζει: «Ἡ γεμάτη ἀγάπη ταπείνωση εἶναι μιὰ τρομερὴ δύναμη. Εἶναι τὸ πιὸ δυνατὸ ἀπ’ ὅλα τὰ πράγματα καὶ τίποτε ἄλλο δὲν ὑπάρχει ἰσχυρότερο». Ὅταν, λοιπόν,στρέφουμε τὸ βλέμμα μας στὸν Σταυρό, δὲν βλέπουμε μόνο σταυρωμένη, καταδικασμένη καὶ περιφρονημένη τὴν ἀνθρώπινη φύση. Σὲ αὐτὸ τὸ ἔσχατο σημεῖο ἀνατέλλει ἡ ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ποὺ ταπεινώνεται, θυσιάζεται καὶ πεθαίνει, γιὰ νὰ ὑψωθεῖ, νὰ ζήσει καὶ νὰ σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος. Ἀμήν.
8.
Κυριακή πρὸ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ
Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος
Ὅ,τι εἶπα πολλὲς φορές, αὐτὸ θὰ ἐπαναλάβω καὶ τώρα, καὶ δὲ θὰ παύσω νὰ τὸ λέγω. Ποιὸ εἶναι τοῦτο; Ὅταν εἶναι ὁ Χριστὸς ν’ ἀνακοινώση ὑψηλὲς ἀλήθειες συγκρατεῖ πολλὲς φορὲς τὸν ἑαυτό του ἐξ αἰτίας τῆς ἀδυναμίας τῶν ἀκροατῶν του. Δὲν εἶναι πάντα ὁ λόγος του ἀντάξιος τῆς μεγαλωσύνης του, πιὸ συνηθισμένο εἶναι νὰ συγκατεβαίνη. Γιατὶ τὸ ὑψηλὸ καὶ μεγάλο καὶ μιὰ φορὰ νὰ εἰπωθῆ φτάνει νὰ παραστήση τὴν ἀξία του, ὅσο εἶναι δυνατὸ σ’ ἐμᾶς νὰ συλλάβωμε μὲ τὴν ἀκοή. Τὰ ἁπλούστερα ὅμως, ποὺ πλησιάζουν στὸ διανοητικὸ ἐπίπεδο τῶν ἀκροατῶν, ἄν δὲν ἐλέγονταν ἀδιάκοπα, δὲ θὰ κατακτοῦσαν γρήγορα τὸν ἀκροατὴ ποὺ ρέπει στὴ γῆ.
Γι’ αὐτὸ λοιπὸν εἶναι καὶ περισσότερα ἀπὸ τὰ ὑψηλὰ, ποὺ ἔχουν ἀπ’ αὐτὸν λεχθῆ. Γιὰ νὰ μὴν ἔχη ὅμως τοῦτο καμμιὰν ἄλλη κακὴν ἐπίδραση κρατῶντας τὸ μαθητὴ πρὸς τὰ κάτω, δὲν παραθέτει ἁπλα τὰ κατώτερα, ἄν δὲν ἀναφέρη καὶ τὴν αἰτία, γιὰ τὴν ὁποία τὰ λέγει. Αὐτὸ κάμει κι ἐδῶ. Ἀφοῦ μίλησε γιὰ τὸ βάπτισμα καὶ γιὰ τὴν κατὰ χάρη γέννηση, ποὺ γίνεται στὴ γῆ, θέλοντας νὰ ἔρθη καὶ στὴν δική του γέννηση, τὴν ἀπερίγραπτη καὶ ἀνκέκφραστη, σταματάει καὶ δὲν προχωρεῖ. Κι ἀναφέρει τὸ λόγο, γιὰ τὸ ὁποῖο σταμάτησε. Ποιός εἶναι;Ἡ σαρκικότητα καὶ ἡ ἀσθένεια τῶν ἀκροατῶν. Αὐτὴν ὑπονοῶντας πρόσθεσε· Ἄν σᾶς εἶπα τὰ γήινα καὶ δὲ μὲ πιστεύετε, πῶς θὰ μὲ πιστέψετε ἄν σᾶς ἐκθέσω τὰ οὐράνια; Ὥστε ὅπου τυχὸν διατυπώνει κάτι μετρημέο καὶ περιωρισμένο, πρέπει νὰ ἀποδοθῆ στὴν ἀδυναμία τῶν ἀκροατῶν. Τὰ γήινα ἐδῶ μερικοὶ νομίζουν ὅτι φανερώνονται ἀπὸ τὸν ἄνεμο. Εἶναι δηλαδὴ σὰ νὰ τοὺς λέη. Ἅν σᾶς ἔδωκα ὑπόδειγμα ἀπὸ τὰ γήινα καὶ μήτε ἔτσι δὲν πεισθήκατε, πῶς θὰ μπορέσετε νὰ μάθετε τὰ πιὸ ὑψηλά; Μὴ θαυμάσης, ἄν ἐδῶ λέγεται ἐπίγειο τὸ βάπτισμα. Τὸ χαρακτηρίζει ἔτσι εἴτε ἐπειδὴ τελεῖται στὴ γῆ, εἴτε γιὰ νὰ τὸ συγκρίνη μὲ τὴ φρικτὴ δικὴ του γέννηση. Μόλο ποὺ ἡ γέννηση μὲ τὸ βάπτισμα εἶναι ἐπουράνια, σὲ σύγκριση μ’ ἐκείνη τὴν ἀληθινὴ ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ Πατέρα θεωρεῖται γήϊνη, Καὶ ὀρθὰ εἶπε δὲν πιστεύετε καὶ ὄχι, δὲν ἀντιλαμβάνεσθε. Γιατὶ ὅταν κανένας ἀντιστέκεται σ’ ἐκεῖνα ποὺ ἔχει τὴ δύναμη νὰ τὰ συλλάβη μὲ τὸ νοῦ του καὶ δὲν τὰ δέχεται εὔκολα, εἶναι φυσικὸ νὰ κατηγορηθῆ γιὰ ἀνοησία. Ὅταν ὅμως δὲν ἀποδέχεται αὐτά, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ συλλάβη μὲ τὴ σκέψη παρὰ μὲ τὴν πίστη μονάχα, τὸ λάθος δὲν εἶναι τῆς ἀνοησίας ἀλλὰ τῆς ἀπιστίας. Ἐνῶ τὸν ἐμποδίζει νὰ ἑρευνήση τὸ λόγο του μὲ συλλογισμούς, τοῦ ἐπιτίθεται σφοδρότερα, κατηγορῶντας τον γιὰ ἀπιστία. Κι ἄν πρέπη νὰ δεχώμαστε μὲ πίστη τὴ δική μας γέννηση, ποιά κατηγορία ἀξίζει σ’ ἐκείνους ποὺ ἐξετάζουν μὲ συλλογισμοὺς τὴ γέννηση τοῦ Μονογενοῦς; Ἴσως θὰ παρατηρήση κάποιος· Καὶ γιὰ ποιὰ αἰτία ἐλέγονταν αὐτά, ἄν δὲν ἦταν νὰ πιστέψουν οἱ ἀκροαταί; Γιὰ τὸ ὅτι κι ἄν ἀκόμα δὲν ἐπίστευσαν ἐκεῖνοι, θὰ τὰ ἐδέχονταν ὅμως καὶ θὰ ὠφελοῦνταν οἱ ἔπειτα ἀπ’ αὐτούς. Μὲ τὴ σφοδρὴ λοιπὸν ἐπίθεση ἐναντίον του, δείχνει ὅτι δὲ γνωρίζε αὐτὰ μονάχα παρὰ κι ἄλλα πολὺ περισσότερα καὶ μεγαλύτερα ἀπὸ αὐτά. Αὐτὸ ἐδήλωσε καὶ μ’ ὅσα πρόσθεσε· Κανένας δὲν ἀνέβηκε στὸν οὐρανὸ παρὰ αὐτὸς ποὺ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ κατέβηκε, ὁ Γιὸς τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἦταν στὸν οὐρανό. Καὶ ποιὰ ἡ σημασία τῆς ἀκολουθίας αὐτῆς; Πολὺ μεγάλη καὶ σύμφωνη μὲ τὰ προηγούμενα. Ἐπειδὴ ἐκεῖνος τοῦ εἶπε· Γνωρίζομε ὅτι ἦρθες δάσκαλός μας ἀπὸ τὸ Θεό, τὸν διορθώνει ἀμέσως σχεδὸν λέγοντάς του· Μὴ νομίσης πὼς εἶμαι δάσκαλος ἔτσι ὅπως εἶναι πολλοὶ προφῆτες τῆς γῆς. Ἔρχομαι τώρα ἀπὸ τὸν οὐρανό. Κανένας ἀπὸ τοὺς προφῆτες δὲν ἀνέβηκε ἐκεῖ, ὅμως ἐγὼ ἐκεῖ παραμένω. Βλέπεις πὼς εἶναι ἐντελῶς ἀνάξιο τῆς μεγαλωσύνης του, ὅ,τι νομίζομε πὼς εἶναι ὑπερβολικὰ ὑψηλό; Δὲν εἶναι μόνο στὸν οὐρανό, ἀλλὰ παντοῦ γεμίζει τὰ πάντα. Ἀλλὰ ἀκόμα ἔχει ὑπ’ ὅψη τὴν ἀδυναμία τοῦ ἀκροατῆ καὶ θέλει νὰ τὸν ἀνεβάση λίγο λίγο. Καὶ Γιὸ τοῦ ἀνθρώπου δὲ χαρακτηρίζει ἐδῶ τὴ σάρκα ἀλλὰ ὀνομάζει ὁλόκληρο τὸν ἑαυτό του, ἀπὸ τὴν κατώτερη οὐσία. Ἦταν συνήθειά του νὰ ὀνομάζει τὸ σύνολό του πολλὲς φορὲς ἀπὸ τὴ θεία καὶ ἄλλοτε ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ὑπόστασή του. Κι ὅπως ὁ Μωυσῆς ὕψωσε τὸ φίδι στὴν ἔρημο, ἔτσι πρέπει νὰ ὑψωθῆ κι ὁ Γιὸς τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ τοῦτο πάλι φαίνεται ὅτι ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὰ προηγούμενα, γιατὶ ἔχει μεγάλο σύνδεσμο μ’ αὐτά. Ἀφοῦ ἀνέφερε τὴν πελώρια εὐεργεσία πρὸς τοὺς ἀνθρώπους ποὺ πραγματοποιήθηκε μὲ τὸ βάπτισμα, προσθέτει καὶ τὴν αἰτία της ποὺ ἀποτελεῖ ὁ σταυρὸς, ὄχι μικρότερη ἀπὸ τὴν εὐεργεσία. Ἔτσι κι ὁ Παῦλος, ὅταν ἀπευθύνεται στοὺς Κορινθίους, συμπαραθέτει αὐτὲς τὶς δύο εὐεργεσίες μ’ αὐτὰ τὰ λόγια· Μήπως ὁ Παῦλος σταυρώθηκε γιὰ σᾶς ἤ στὸ ὄνομα τοῦ Παῦλου βαπτισθήκατε; Γιατὶ περισσότερο ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα, αὐτὰ τὰ δύο μαρτυροῦν τὴν ἀπέραντη ἀγάπη του, ὅτι ἔπαθε γιὰ χάρη ἀνθρώπων, ποὺ τὸν μισοῦσαν κι ὅτι πεθαίνοντας γι’ αὐτοὺς, τοὺς ἔδωσε μὲ τὸ βάπτισμα ἀμείωτη τὴ συγχώρηση τῶν ἁμαρτημάτων τους.
β΄. Καὶ γιὰ ποιὸ λόγο δὲν εἶπε καθαρά, ὅτι σὲ λίγο θὰ σταυρωθῶ ἀλλὰ παρέπεμψε τοὺς ἀκροατὰς του στὸ παλαιό σύμβολο; Γιὰ νὰ ἐννοήσουν πρῶτα ὅτι τὰ παλαιὰ εἶναι συγγενικὰ μὲ τὰ νέα καὶ δὲν εἶναι τοῦτα ξένα πρὸς ἐκεῖνα. Γιὰ νὰ κατανοήσωμε, δεύτερο, ὅτι δὲν ἐρχόταν ἀθέλητα στὸ πάθος. Καὶ τοῦτο ἀκόμα ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὰ· ὅτι καμμιὰ ζημία δὲν παθαίνει ἐκεῖνος ἀπὸ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα, ἀντίθετα προξενεῖται σωτηρία σὲ πολλούς. Γιὰ νὰ μὴ λέη δηλαδὴ κανένας· πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ πιστεύσωμε στὸ σταυρωμένο καὶ νὰ σωθοῦμε, ὅταν κι ὁ ἴδιος συλλαμβάνεται ἀπὸ τὸ θάνατο; γι’ αὐτὸ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν παλαιά ἱστορία. Θέλει νὰ μᾶς βεβαιώση ὅτι ἄν ξέφυγαν οἱ Ἰουδαῖοι τὸ θάνατο ἀτενίζοντας τὸ χάλκινο ὁμοίωμα τοῦ φιδιοῦ, πολὺ περισσότερο εὔλογα ὅσοι πιστεύουν στὸν ἐσταυρωμένο καὶ πολὺ ἀφθονώτερη θὰ ἀπολαύσουν τὴν εὐεργεσία. Δὲ γίνεται τοῦτο ἀπὸ τὴν ἀδυναμία ἐκείνο ποὺ σταυρώνεται, οὔτε ἐπειδὴ ἐνίκησαν οἱ Ἰουδαῖοι ἀλλὰ ἐπειδὴ Ἀγάπησε ὁ Θεὸς τὸν κόσμο γι’ αὐτὸ σταυρώνεται ὁ ἔμψυχος ναός του, τὸ σῶμα του. Ὥστε καθένας ποὺ πιστεύει σ’ αὐτὸν νὰ μὴ χαθῆ ἀλλὰ νὰ ἔχῃ αἰώνια ζωή. Αὐτὴ εἶναι ἡ αἰτία τοῦ σταυροῦ καὶ ἡ σωτηρία ποὺ αὐτὸς γέννησε· αὐτὴ εἶναι ἡ συγγένεια τοῦ συμβόλου πρὸς τὴν ἀλήθεια. Ἐκεῖ, οἱ Ἰουδαῖοι ξέφυγαν τὸ θάνατο, ἀλλὰ τὸν προσωρινό· ἐδῶ ὅσοι πιστεύουν, τὸν αἰώνιο. Ἐκεῖ τὸ ὑψωμένο χάλκινο φίδι ἐθεράπευσε τὰ δαγκώματα τῶν φιδιῶν, ἐδῶ ὁ σταυρωμένος Ἰησοῦς ἐθεράπευσε τὰ τραύματα ἀπὸ τὸ νοητὸ δράκοντα. Ἐκεῖ θεραπευόταν ὅποιος ἔβλεπε μὲ τὰ σωματικὰ μάτια, ἐδῶ ἀποθέτει τὶς ἁμαρτίες του αὐτὸς ποὺ βλέπει μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς. Ἐκεῖ εἶχε ὑψωθῆ χαλκός, σὲ σχῆμα φιδιοῦ, ἐδῶ εἶναι τὸ δεσποτικὸ σῶμα τεχνουργημένο ἀπὸ τὸ Πνεῦμα. Ἐκεῖ τὸ φίδι ἐδάγκωνε καὶ τὸ φίδι ἐθεράπευε· ἔτσι κι ἐδῶ θάνατος καταστρέφει καὶ θάνατος σώζει. Τὸ φίδι ὅμως ποὺ προξένησε τὴν καταστροφή, εἶχε δηλητήριο· αὐτὸ ποὺ ἔσωζε δὲν εἶχε. Τὸ ἴδιο πάλι κι ἐδῶ· ὁ θάνατος ποὺ καταστρέφει περιέχει ἁμαρτία, καθὼς τὸ φίδι εἶχε δηλητήριο· ὁ θάνατος ὅμως τοῦ Κυρίου ἦταν καθαρὸς ἀπὸ ἁμαρτία, καθὼς ἀπὸ δηλητήριο τὸ χάλκινο φίδι. Ἁμαρτία, λέει ὁ προφήτης, δὲν ἔπραξε οὔτε βρέθηκε δόλος στὸ στόμα του. Εἶναι αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Παῦλος. Ἀφοῦ ἀπογύμνωσε τὰ τάγματα τῶν ἀρχῶν κι ἐξουσιῶν τοῦ Σατανᾶ, τὰ κατευξετέλισε μπροστὰ στὰ μάτια ὅλων καὶ τὰ ἔσυρε στὸ θρίαμβό του. Ὅπως ὁ ρωμαλέος ἀθλητὴς παρουσιάζει λαμπρότερη τὴ νίκη του, ὅταν σηκώση πρῶτα ψηλὰ τὸν ἀνταγωνιστή του καὶ τὸν πετάξη ἔπειτα κάτω, ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς μπροστὰ στὰ βλέμματα ὁλόκληρης τῆς οἰκουμένης ἐνίκησε τὶς ἀντίπαλες δυνάμεις κι ἀφοῦ ἐθεράπευσε ὅλους ποὺ δέχονται ἀβοήθητοι πληγές, τοὺς ἐξασφάλισε ἀπὸ τὴν ἐπιβουλὴ ὅλων τῶν θηρίων, κρεμασμένος ἐπάνω στὸ σταυρό. Δὲν εἶπε ὅμως ὅτι πρέπει νὰ κρεμαστῆ, ἀλλὰ νὰ Ὑψωθῆ. Αὐτὸ ἦταν ἕνας εὐφημισμὸς γιὰ τὸν ἀκροατὴ καὶ ποὺ ἀνταποκρινόταν τὸ σύμβολο.
Τόσο πολὺ ἀγαπητὲ ὁ Θεὸς ἀγάπησε τὸν κόσμο, ὥστε ἔδωσε τὸ μονογενῆ γιό του, γιὰ νὰ μὴ χαθῆ ὅποιος πιστεύει σ’ αὐτὸν ἀλλὰ νὰ ἔχει ζωὴ αἰώνια. Σὰ νὰ λέη. Μὴ θαυμάσης ποὺ σὲ λίγο θὰ ὑψωθῶ, γιὰ νὰ σωθῆτε σεῖς. Γιατὶ αὐτὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα. Κι ἐκεῖνος τόσο πολὺ σἀς ἀγάπησε, ὥστε γιὰ χάρη τῶν δούλων νὰ δώση τὸ Γιό του, καὶ μάλιστα δούλων ἀχαρίστων. Τοῦτο δὲν τὸ κάμει κανένας οὔτε γιὰ ἀγαπητό του , οὔτε ἀμέσως καὶ γιὰ κάποιον δίκαιο ἀκόμα, κατὰ τὸ λόγο τοῦ Παύλου· Μὲ δυσκολία ἀποφασίζει κανεὶς νὰ πεθάνη γιὰ κάποιο δίκαιο. Κι ἐκεῖνος ἀπευθυνόταν σὲ πιστοὺς καὶ μίλησε πιὸ πλατιὰ, ὁ Χριστὸς ὅμως συντομώτερα, ἐπειδὴ ἀπευθυνόταν στὸ Νικόδημο, ἀλλὰ πιὸ ἐκφραστικά. Κάθε λέξη ἔχει πολλὴν ἐκφραστικότητα. Μὲ τὸ λόγο «τόσο πολὺ ἀγάπησε» καὶ τὸν ἄλλο «ὁ Θεὸς τὸν κόσμο», φανερώνει μεγάλο τὸ βαθμὸ τῆς ἀγάπης. Ἀπέραντη ἦταν ἀπόσταση. Ὁ ἀθάνατος, ὁ ἄναρχος, ἡ ἄπειρη μεγαλωσύνη ἀγάπησε τούτους. Ποιούς; τοὺς φτιαγμένους ἀπὸ χῶμα καὶ στάχτη, τοὺς γεμάτους ἀπὸ ἀμέτρητες ἁμαρτίες, αὐτοὺς ποὺ τοῦ ἀτνιστέκονταν πάντοτε, τοὺς ἀχάριστους. Ὅμοια ἐκφραστικὰ εἶναι καὶ ὅσα πρόσθσεσε· ὅτι ἔδωσε τὸ μονογενῆ Γιό του. Δὲ λέει οὔτε δοῦλο, οὔτε ἄγγελο, οὔτε ἀρχάγγελο. Καὶ σίγουρα οὔτε στὸ παιδί του δὲ θὰ ἔδειχνε κανένας τόσο ἐνδιαφέρον, ὅσο ὁ Θεὸς γιὰ τοὺς ἀχάριστους ὑπηρέτας του. Τὸ πάθος του λοιπὸν δὲν τὸ ἐκθέτει ὑπερβολικὰ γυμνὰ, ἀλλὰ σκεπασμένα, καθαρά κι ὁλοφάνερα ὅμως ἐκθέτει τὸ κέρδος ἀπὸ τὸ πάθος μὲ τούτους τούς λόγους. Ὥστε καθένας ποὺ πιστεύει, νὰ μὴ χαθῆ ἀλλὰ νὰ ἔχη ζωὴ αἰώνια. Ἐπειδὴ εἶπε· Πρέπει νὰ ὑψωθῆ, κι ἔκαμε ὑπαινιγμὸ γιὰ τὸ θάνατο, γιὰ νὰ μὴ λυπηθῆ ὁ ἀκροατὴς ἀπὸ τοὺς λόγους αὐτούς, καθὼς μποροῦσε νὰ ὑποψιαστῆ πὼς ἦταν ὁ Χριστὸς ἄνθρωπος καὶ νὰ θεωρήση ἀνυπαρξία τὸ θάνατό του, πρόσεξε πῶς ἐξασφαλίζει τὸ πρᾶγμα. Τονίζει ὅτι αὐτὸς ποὺ προσφέρεται εἶναι ὁ Γιὸς τοῦ Θεοῦ καὶ πρόξενος ζωῆς καὶ μάλιστα ζωῆς αἰώνιας. Καὶ δὲ θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ εἶναι ἀτελεύτητα ἐκεῖνος, ποὺ μὲ τὸ θάνατό του παρέχει στοὺς ἄλλους ζωή. Κι ἄν δὲ χάνωνται ὅσοι πιστεύουν στὸν ἐσταυρωμένο, πολὺ περισσότερο δὲ θὰ χαθῆ ὁ ἴδιος. Αὐτὸς, ποὺ καταργεῖ τὴν ἀπώλεια τῶν ἄλλων, πολὺ περισσότερα ἔχει ὁ ἴδιος ἐλευθερωθῆ ἀπὸ αὐτή. Αὐτὸς ποὺ παρέχει στοὺς ἄλλους ζωή, πολὺ περισσότερο πηγάζει ζωή, πολὺ περισσότερο πηγάζει ζωὴ γιὰ τὸν ἑαυτό του. Παντοῦ χρειάζεται πίστη. Βεβαιώνει ὅτι ὁ σταυρὸς εἶναι πηγὴ ζωῆς, πρᾶγμα ποὺ ἡ σκέψη μας δὲ θὰ τὸ δεχόταν εὔκολα. Ἀκόμα καὶ τώρα τὸ μαρτυροῦν οἱ Ἕλληνες ποὺ κοροϊδεύουν. Ἡ πίστη ὅμως ποὺ ὑπερακοντίζει τὴν ἀδυναμία τῶν λογισμῶν μας, εὔκολα θὰ μποροῦσε νὰ τὸ δεχτῆ καὶ νὰ τὸ κρατήση καὶ τοῦτο. Καὶ τὶ ἔκαμε τὸ Θεό ν’ ἀγαπήση τὸν κόσμο; Τίποτα ἄλλο παρὰ μόνον ἡ ἀγαθότητά του.
γ΄ . Ἄς προσέξωμε λοιπὸν τὴν ἀγάπη του· ἄς ντραποῦμε τὴν ὑπερβολὴ τῆς φιλανθρωπίας του. Ἐκεῖνος μήτε τὸ Γιό του δὲν ὑπολόγισε γιὰ χάρη μας, ἐνῶ ἐμεῖς λυπούμαστε ἀκόμα καὶ τὰ χρήματά μας γιὰ τὸν ἑαυτό μας. Αὐτὸς ἔδωσε γιὰ χάρη μας τὸ Γιό του· κι ἐμεῖς μήτε τὰ χρήματα δὲν περιφρονοῦμε γι’ αὐτόν, οὔτε καὶ γιὰ μᾶς. Εἶναι συμπεριφορὰ ἄξια γιὰ συγνώμη; Κι ἄν εὕρωμε κάποιον ἄνθρωπο νὰ ὑποφέρη γιὰ χάρη μας θανάσιμο κίνδυνο, τὸν θέτομε πρῶτα ἀπ’ ὅλους, τὸν συγκαταλέγομε ἀνάμεσά στοὺς πρώτους φίλους μας, ἀφήνομε στὴ διάθεσή του ὅλα τὰ δικά μας καὶ λέμε πὼς εἶναι περισσότερο δικά του ἀπὸ δικά μας. Καὶ πάλιν δὲ νομίζομε πὼς εἶναι ἱκανοποιητικὴ ἡ ἀντιπροσφορά μας. Στὸ Χριστὸ ὅμως οὔτε αὐτὸ τὸ μέτρο τῆς εὐγνωμοσύνης δὲν τηροῦμε. Ἐκεῖνος ἔδωσε τὴν ψυχή του κι ἔχυσε τὸ ἅγιο αἷμα του γιὰ μᾶς, ποὺ δὲν εἴμαστε οὔτε φίλοι του οὔτε ἐνάρετοι, ἐνῶ ἐμεῖς οὔτε χρήματα δὲ διαθέτομε γιὰ τὸν ἑαυτό μας ἀλλὰ ἀδιαφοροῦμε γι’ αὐτὸν ποὺ πέθανε γιὰ μᾶς γυμνὸς καὶ ξένος. Ποιός θὰ μᾶς ἐξαιρέση ἀπὸ τὴ μελλοντικὴ τιμωρία; Ἄν δὲ μᾶς ἔκρινε ὁ Θεός, ἀλλὰ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ἐκρίναμε τὸν ἑαυτό μας ἄραγε δὲ θ’ αὐτοδικαζόμασταν, δὲ θὰ καταδικάζαμε τὸν ἑαυτό μας στὴ φωτιὰ τῆς γέενας, ποὺ παρακολουθοῦμε μ’ α’διαφορία νὰ λιμοκτονῆ αὐτός, ποὺ ἐθυσίασε γιὰ μᾶς τὴ ζωή του; Καὶ γιατὶ νὰ περιοριστῶ στὰ χρήματα; Ἄν εἴχαμε μύριες ζωὲς, δὲν ἔπρεπε νὰ τὶς δώσωμε ὅλες γιὰ κεῖνον; Παρ’ ὅλο ποὺ κι ἔτσι ἀκόμα δὲν κάνομε κάτι ἄξιο στὴν εὐεργεσία του. Γιατὶ αὐτὸς ποὺ πρῶτος εὐεργετεῖ δείχνει ὁλοφάνερα τὴν καλωσύνη του. Ὁ εὐεργετημένος ὅμως ὅ,τι κι ἄν ἀντιπροσφέρη, ἀποδίδει ὀφειλή, δὲν κάμει κάποια χάρη· πιὸ πολὺ, ὅταν αὐτὸς ποὺ κάμει ἀρχὴ εὐεργετῆ ἐχθρούς, ἐνῶ αὐτὸς ποὺ ἀντιπροσφέρει καὶ στὸν εὐεργέτη του καταθέτει τὴν προσφορά του κι ὁ ἴδιος πάλι τὴν ἀπολαμβάνει. Ἐμᾶς ὅμως μήτε αὐτὰ δὲ μᾶς συγκινοῦν. Ἀλλὰ εἴμαστε τόσο ἀχάριστοι, ὥστε στοὺς ὑπηρέτες μας καὶ στὰ ὑποζύγια καὶ στ’ ἄλογά μας νὰ βάζωμε χρυσᾶ περιδέραια, ἀδιαφοροῦμε ὅμως γιὰ τὸν Κύριό μας ποὺ γυρίζει γυμνός, πηγαίνει ἀπὸ πόρτα σὲ πόρτα, στέκεται στὶς γωνιὲς μ’ ἁπλωμένω τὸ χέρι. Πολλὲς φορὲς μάλιστα τὸν βλέπομε καὶ μὲ σκληρὸ βλέμμα, ποὺ ὡστόσο κι αὐτὸ γιὰ χάρη μας τὸ ὑπομένει. Μὲ χαρὰ του πεινᾶ, γιὰ νὰ τραφῆς σύ. Γυρίζει γυμνός, γιὰ νὰ δώση σ’ ἐσένα τὸ ἔνδυμα τῆς ἀφθαρσίας. Κι ἔτσι ὅμως δὲ διαθέτει τίποτα ἀπὸ τὰ δικά σας. Ἀλλὰ ἀπὸ τὰ ροῦχα σας ἄλλα εἶναι σκοραφογωμένα κι ἄλλα βάρος τῆς ντουλάπας καὶ ἔγνοια περιττὴ γιὰ τοὺς κατόχους τους, ἐνῶ ἐκεῖνος ποὺ ἔδωσε καὶ τουτο καὶ ἐκεῖνα ὅλα γυρίζει γυμνός. Δὲν τὰ ἔχετε κρεμάσει στὴν ντουλάπα, ἀλλὰ τὰ φορᾶτε καὶ στολίζεστε; Ποιό τὸ ὄφελός σας; Γιὰ νὰ σᾶς δῆ τὸ πλῆθος τῆς ἀγορᾶς; Κι ἔπειτα; Δὲ θὰ θαυμάσουν βέβαια ἐσένα ποὺ τὰ φορεῖς, ἀλλὰ ὅταν τὰ δίνης σ’ αὐτοὺς ποὺ τὰ ἔχουν ἀνάγκη. Ὥστε σὺ ποὺ θέλεις νὰ σὲ θαυμάζουν, θ’ ἀκούσης ἀμέτρητα χειροκροτήματα, ἄν ντύνης τοὺς ἄλλους. Τότε θὰ ἔ χης συνάμα καὶ τὸν ἔπαινο τοῦ Θεοῦ. Τώρα ὅμως δὲ θὰ σ’ ἐπαινέση κανένας, ἐνῶ θὰ σὲ φθονήσουν ὅλοι, βλέποντας στολισμένο τὸ σῶμα καὶ ἀπεριποίητη τὴν ψυχή. Τέτοιο στολισμὸ διαθέτουν κι οἱ πόρνες καὶ πολλὲς φορὲς εἶναι ἀκριβώτερα κι ὡραιότερα τὰ ροῦχα τους. Ὁ στολισμὸς ὅμως τῆς ψυχῆς ἀνήκει ἀποκλειστικὰ σὲ ὅσους ζοῦνε μὲ ἀρετή. Αὐτὰ λέγω πάντα καὶ δὲ θὰ σταματήσω νὰ τὰ λέγω. Δὲ λυπᾶμαι τόσο τοὺς φτωχούς, ὅσο τὶς ψυχὲς τὶς δικές σας. Ἐκεῖνοι, κι ἄν δὲν τοὺς τὴν προσφέρετε σεῖς, θὰ βροῦν ὡστόσο ἀπὸ κάπου κάποια ἀνακούφιση. Μὰ κι ἄν δὲν εὕρουν ἀνακούφιση ἀλλὰ πεθάνουν ἀπὸ τὴν πεῖνα , δὲν εἶναι μεγάλη ἡ ζημία τους. Τί τὸν ἔβλαψε τὸ Λάζαρο ἡ φτώχεια καὶ ἡ ἀδιάκοπη πεῖνα του; Ἐσᾶς ὅμως κανένας δὲ θὰ σᾶς βγάλη ἀπὸ τὴ γέενα, ἄν δὲ σᾶς βοηθήσουν οἱ φτωχοί. Θὰ προβάλωμε μήπως τὰ ἴδια μὲ τὸν πλούσιο, ποὺ βασανίζεται ἀδιάκοπα καὶ καμμιὰ παρηγοριὰ δὲ βρίσκει; Μακάρι κανένας νὰ μὴν ἀκουση ποτὲ τοὺς λόγους τούτους ἀλλὰ νὰ εὕρη θέση μέσα στοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ, μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς ἄς δοξάση τὸν ἑαυτό του, μαζί μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.
9.
Τὸ μέσο τῆς σωτηρίας μας
Νικολόπουλος Ἱερώνυμος (Ἀρχιμανδρίτης)
Καθώς προετοιμαζόμαστε νά ἑορτάσουμε τή μεγάλη ἑορτή τῆς Παγκοσμίου Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου καί Ζωοποιοῦ Σταυροῦ, ἡ ὁποία κατά τή λειτουργική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας φέρει τά ἴσα πρός τήν Ἁγία καί Μεγάλη Παρασκευή –γι’ αὐτό καί αὐστηρή νηστεία-, τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς ἡμέρας μᾶς ὑπενθυμίζει μιά ἄλλη παράξενη ὕψωση πού εἶχε προηγηθεῖ καί εἶχε λάβει χώρα στή μέση τῆς ἐρήμου, αἰῶνες πρίν, κατά τήν ἔξοδο τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ ἀπό τή δουλεία τῆς Αἰγύπτου. Τί εἶχε συμβεῖ;
Οἱ Ἰουδαῖοι, μή μπορώντας νά περάσουν μέσα ἀπό τό βασίλειο τῆς Ἐδώμ, ἀναγκάστηκαν νά κάνουν κύκλο γιά νά τό παρακάμψουν, μέσα ἀπό περιοχή ἄνυδρη καί ἀπαράκλητη. Κατά τήν προσφιλῆ τους τακτική, ἄρχισαν πάλι τόν γογγυσμό καί τή γκρίνια ἐνάντιόν του Μωυσῆ καί ἐμμέσως ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, λέγοντας πώς τούς ἔβγαλαν ἀπό τήν Αἴγυπτο γιά ν΄ ἀφήσουν τά κόκαλά τους στήν ἔρημο. Μάλιστα, ἐνῶ εἶχαν ὡς τροφή τό μάννα καί ἑπομένως ὀφθαλμοφανή τήν προστασία τοῦ Θεοῦ, ἐπέδειξαν μεγάλη ἀγνωμοσύνη χαρακτηρίζοντὰς το ἄνοστο καί εὐτελή οὐσία. Γιά τή συμπεριφορά τούς αὐτή ὁ Θεός ἐπέτρεψε νά ἐμφανιστοῦν δηλητηριώδη φίδια, τά ὁποῖα πολλούς ὁδήγησαν στόν θάνατο. Οἱ Ἰσραηλίτες ὅμως, μετά ἀπό σαράντα χρόνια περιπλάνηση στήν ἔρημο κι ἔχοντας ἐμπειρία τῆς σχέσης τους μέ τόν Θεό, ἤξεραν τί ἔπρεπε νά κάνουν γιά ν’ ἀποτρέψουν τήν ὀργή του. Ζήτησαν τό θεῖο ἔλεος καί τότε ὁ Θεός ἔδωσε ἐντολή στόν Μωυσῆ νά κατασκευάσει ἕνα χάλκινο ὁμοίωμα φιδιοῦ, νά τό τοποθετήσει ὁριζόντια σ΄ ἕνα στύλο καί νά ὑψώσει τόν πρωτότυπο αὐτό σταυρό στή μέση τοῦ στρατοπέδου. Ὅποιος Ἰσραηλίτης δεχόταν δάγκωμα φιδιοῦ, τό μόνο πού εἶχε νά κάνει ἦταν νά κοιτάξει μέ πίστη στόν Θεό τό ὑψωμένο χάλκινο φίδι, γιά νά σωθεῖ καί νά ἐπιβιώσει ἀπό τό θανατηφόρο δάγκωμα. Δέν τούς ἔσωζε τό χάλκινο φίδι, ἀλλά ἡ πίστη και ἡ ὑπακοή τους πρός τόν Θεό.
Ὁ ὄφις, προτυπώση τῆς ἀνθρώπινης φύσης
Γενικά στήν Ἁγία Γραφή τό φίδι θεωρεῖται προσωποποίηση τοῦ κακοῦ. Τότε γιατί ὁ Θεός δίνει ἐντολή νά ὑψωθεῖ χάλκινο φίδι στήν ἔρημο; Τό φίδι τό ἰοβόλο, μέ τά πλανερά του λόγια, ὁδήγησε τούς πρωτοπλάστους στήν πτώση κι ἑπομένως δηλητηρίασε τήν ἀνθρώπινη φύση μας μέ τήν ἁμαρτία καί τίς συνέπειές της. Ἀντίθετα, τό χάλκινο φίδι, χωρίς νά ἔχει δηλητήριο, ἔσωζε τούς ἀνθρώπους ἀπό τίς συνέπειες τῆς ἁμαρτίας τους. Ἑρμηνεύοντας οἱ Πατέρες, θά ποῦν πώς κατά ὅμοιο τρόπο ἔπρεπε νά βρεθεῖ ἀνθρώπινη φύση χωρίς ἁμαρτία, ὥστε νά ὑψωθεῖ γιά νά σώσει ὅσους ἐπέβλεπαν σέ αὐτήν. Καί ὁ μόνος ἀναμάρτητος εἶναι ὁ Χριστός μας. Ἔπρεπε λοιπόν νά ὑψωθεῖ στόν Σταυρό, «ἁμαρτίας ἰοῦ ἐλεύθερος», γιά νά μᾶς λυτρώσει ἀπό τό δηλητήριο τῆς ἁμαρτίας καί νά προσπορίσει τά σωτήρια ἀποτελέσματα τῆς ἁγιότητας σέ ὅσους ἀποβλέπουν μέ πίστη πρός Αὐτόν.
Θά ἑρμηνεύσει ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Καί τότε θάνατο διέφευγαν οἱ Ἰουδαῖοι, ἀλλά τόν πρόσκαιρο, ἐνῶ τώρα ὅσοι πιστεύουν ξεφεύγουν τόν αἰώνιο θάνατο. Ἐκεῖ δαγκώματα φιδιῶν θεράπευε κρεμάμενος ὄφις, ἐνῶ ἐδῶ ὁ Ἐσταυρωμένος Ἰησοῦς θεραπεύει τίς πληγές τοῦ νοητοῦ δράκοντος (τοῦ διαβόλου). Ἐκεῖ, ὅποιος κοίταζε μέ τούς σωματικούς ὀφθαλμούς θεραπευόταν, ἐδῶ ὅποιος βλέπει μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς πετᾶ ἀπό πάνω του κάθε ἁμάρτημα. Φίδι δάγκωνε ἐκεῖ καί φίδι θεράπευε, καί ἐδῶ θάνατος κατέλαβε (τόν Ἐσταυρωμένο) καί θάνατος (μᾶς) ἔσωσε». Μέ ἄλλα λόγια, ὅπως τό χάλκινο φίδι ἦταν ὁμοίωμα τῶν φιδιῶν χωρίς τό δηλητήριό τους, ἔτσι καί ὁ Χριστός μας, μέτοχος τής ἀνθρώπινης φύσης, στερεῖται τοῦ «δηλητηρίου τῆς ἁμαρτίας». Κι ὅπως οἱ δαγκωμένοι ἀπό τά φίδια, κοιτάζοντας τό ὑψωμένο ὁμοίωμα σώζονταν, ἔτσι καί ὅσοι ἐξουθενωμένοι ἀπό τό δηλητήριο τῆς ἁμαρτίας ἀποβλέπουν μέ πίστη στό Πάθος τοῦ Σωτήρα, ὑπερβαίνουν τόν θάνατο καί ζοῦν αἰώνια.
Τό «παράδοξό» της Ὑψώσεως τοῦ Τίμιου Σταυροῦ
Ἐάν ὑπάρχει τόσο ἰσχυρός συμβολισμός μεταξύ της ὕψωσης τοῦ χάλκινου φιδιοῦ καί τῆς Σταύρωσης τοῦ Χριστοῦ, τότε γιατί ὁ Σταυρός ποὺ θά ὑψωθεῖ στήν ἑορτή θά εἶναι χωρίς τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ; Γιατί θά ὑψωθεῖ ὁ Σταυρός μόνος του χωρίς τόν Ἐσταυρωμένο; Μόνο γιά λόγους ἱστορικούς, ἐπειδή ἔτσι ὑψώθηκε ὅταν βρέθηκε ἀπό τήν ἁγία Ἑλένη, ἤ ὅταν ἀνακτήθηκε ἀπό τόν αὐτοκράτορα Ἡράκλειο μετά τή μόνη γνήσια σταυροφορία πού γνώρισε ἡ ἱστορία ἐνάντιον τῶν Περσῶν πού τόν εἶχαν ἁρπάξει;
Ὄχι. Ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ὁ Σταυρός ὑψώνεται χωρίς Αὐτόν πού ἐπάνω του ὑψώθηκε καί πέθανε, εἶναι ἁπλός. Καί δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τό γεγονός ὅτι, ἄν καί ὑψώθηκε ἐπί τοῦ Σταυροῦ ὁ Χριστός, τά ἀποτελέσματα τοῦ Σταυροῦ στόν Χριστό δέν ἦταν μόνιμα. Μέ ἄλλα λόγια, τό γεγονός τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ ἐπί τοῦ Σταυροῦ, ὅσα σωτήρια ἀποτελέσματα κι ἄν προσπόρισε στήν ἀνθρωπότητα, δέν συγκρίνεται μέ τόν θρίαμβο τῆς Ἀναστάσεως. Καί γιά τήν Ἐκκλησία, τό προέχον καί σημαντικό εἶναι νά ὑπερτονισθεῖ ἡ κυρίαρχη καί πρώτη ἑορτή της, ἡ Ἀνάσταση. Ὁ Σταυρός λοιπόν ὑψώνεται κενός, γιατί Ἐκεῖνος πού ἔπαθε ἐπάνω του ἀνέστη. Ὁ Σταυρός δέν ὑπάρχει καί δέν τιμᾶται ὡς ὄργανο θανάτου, ἀλλά ὡς σύμβολο τῆς Ἀνάστασης. Καί ἡ δύναμή του δέν ὀφείλεται μόνο στό ὅτι ἐπάνω του ἔχυσε τό αἷμα Του ὁ Σωτήρας μας, ἀλλά κυρίως στό ὅτι ἐπάνω του ἀποδείχτηκε κυρίαρχος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου, τόσο ὅταν αὐτεξουσιως παρέδιδε τό πνεῦμα του, ὅσο καί ὅταν μόνος του, μέ τήν Ἀνάστασή του, ἀνέτρεπε τά ἀποτελέσματα τοῦ θανάτου, διασφαλίζοντάς μας τήν ἐλευθερία, τή σωτηρία, τήν ἁγιότητα.
10.
Κυριακή προ της Υψώσεως – Προφητικό σύμβολο του Εσταυρωμένου Ιησού Χριστού. (Μητροπολίτου Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως Ιερεμία)
IEΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΥΨΩΣΕΩΣ
ΠΡΟΦΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΛΟ ΤΟΥ ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
- Τό ἱερό Εὐαγγέλιο, τό ὁποῖο ἀκούσαμε σήμερα, ἀδελφοί χριστιανοί, ἦταν μία περικοπή ἀπό τό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο, ἐνῶ ἡ σειρά τῶν ἀναγνωσμάτων τῶν Κυριακῶν ἦταν ἀπό τό Εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου. Τήν σειρά τήν ἄλλαξε ἡ ἑορτή τοῦ Σταυροῦ, πρός τήν ὁποία πηγαίνουμε καί γιά τήν ὁποία μᾶς προετοίμαζε ἀπό καιρό ἡ Ἐκκλησία. Καί εἶναι, χριστιανοί μου, πραγματικά μεγάλη ἡ ἑορτή τοῦ Σταυροῦ, εἶναι σάν τήν Μεγάλη Παρασκευή. Γιατί ὅταν λέμε Σταυρό, ἐννοοῦμε καί τόν σταυρωθέντα πάνω σ᾽ αὐτόν Ἰησοῦ Χριστό.
- Εἶναι μεγάλη θεολογία ὁ Ἐσταυρωμένος Κύριός μας, ἀδελφοί, εἶναι μυστήριο. Καί στόν Ἐσταυρωμένο Κύριό μας ἔγκειται ἡ σωτηρία μας. Ἔχουμε ἀπό παλαιά ἕνα θαυμαστό καί συγκινητικό διάλογο τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ θεοφόρου μέ τόν εἰδωλολάτρη ἄρχοντα, τόν αὐτοκράτορα Τραϊανό, διάλογο ἀναφερόμενο στόν Ἐσταυρωμένο Κύριο. Ἐπιθυμῶ νά σᾶς τόν ἀναφέρω, γιατί δίνει μία ἑρμηνεία τοῦ πάθους τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν ὁ αὐτοκράτορας αὐτός εἶδε τόν γέροντα Ἐπίσκοπο ἅγιο Ἰγνάτιο ταράχθηκε καί τόν εἶπε «κακοδαίμονα». Καί ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος θύμωσε ἀπό τήν ὕβρη αὐτή τοῦ Τραϊανοῦ, γιατί πίστευε ὅτι μέσα του ἔχει τόν Ἰησοῦ Χριστό, τόν Ἐσταυρωμένο Κύριο καί ὄχι τόν δαίμονα, γιά νά τόν λέει ὁ Τραϊανός «κακοδαίμονα». Καί, παρά τά βαθειά του γηρατειά, τοῦ εἶπε θαρρετά: «Οὐδείς θεοφόρον ἀποκαλεῖ κακοδαίμονα»! Σάν νά τοῦ ἔλεγε, ὅτι «δέν σοῦ ἐπιτρέπω νά μέ λές κακοδαίμονα, γιατί εἶμαι τοῦ Χριστοῦ». Ξαφνιάστηκε, πραγματικά, ὁ Τραϊανός ἀπό τήν ἀπάντηση τοῦ γέροντα Ἐπισκόπου καί ἰδιαίτερα γιατί εἶπε τόν ἑαυτό του «θεοφόρο», καί αὐτός τοῦ εἶπε μέ ἀπορία: «Τίς ἐστί θεοφόρος;». Καί ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος, μέ μεγαλύτερο ἀκόμη θάρρος τώρα, τοῦ εἶπε: «Ὁ Χριστόν ἔχων ἐν στέρνοις»! Θεοφόρος, δηλαδή, εἶναι αὐτός πού ἔχει τόν Χριστό, τόν Θεό, στήν καρδιά του! Καί ὁ Τραϊανός τόν ρώτησε στήν συνέχεια: «Γιά ποιόν Χριστό μοῦ λές; Γι᾽ αὐτόν πού σταυρώθηκε στόν καιρό τοῦ Ποντίου Πιλάτου;». «Τόν σταυρωθέντα, λέγεις, ἐπί Ποντίου Πιλάτου;» Καί ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος εἶπε αὐτόν τόν σύντομο, ἀλλά βαθύ καί ὑψηλό στήν θεολογία του λόγο: «Τόν ἀνασταυρώσαντα τήν ἁμαρτίαν ἡμῶν μετά τοῦ ταύτης εὑρετοῦ». Δηλαδή: Ὅταν σταυρωνόταν ὁ Χριστός τήν Μεγάλη Παρασκευή, σταύρωνε, θανάτωνε τήν ἁμαρτία μας, καί τόν εὑρετή τῆς ἁμαρτίας, δηλαδή τόν Διάβολο!!! Αὐτό τό σωτήριο καί λυτρωτικό ἔργο ἔκανε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, καθηλωθείς ἐπί τοῦ Σταυροῦ, τόν ὁποῖο προσκυνοῦμε σήμερα, ἀδελφοί χριστιανοί.
- Ὁ Σταυρός, λοιπόν, εἶναι ἕνα σωτήριο σημεῖο, πού διαλαλεῖ τήν ἧττα τοῦ Διαβόλου καί τῆς ἁμαρτίας καί τήν λύτρωση τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἕνα σωτήριο σημεῖο ὁ Σταυρός καί σάν τέτοιο σημεῖο προαναγγέλθηκε ἀπό πολύ παλαιά στήν Παλαιά Διαθήκη.
Στήν σημερινή εὐαγγελική περικοπή ἀκούσαμε, ἀδελφοί, γιά ἕνα προφητικό σημεῖο, πού συμβόλιζε καί προτύπωνε τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ. Τό σημεῖο αὐτό δόθηκε ἀπό τόν Θεό στόν Μωυσῆ. Εἶναι γραμμένο στό κεφ. 21 τοῦ βιβλίου τῶν Ἀριθμῶν. Ἀκοῦστε το: Ὅταν ἀναχώρησαν οἱ Ἰσραηλῖτες ἀπό τήν Αἴγυπτο ἦλθαν στήν ἔρημο Ἐδώμ. Ἀλλά ἐκεῖ τούς ἐμφανίστηκαν φαρμακερά φίδια, πού τούς δάγκωναν καί πολλοί ἀπ᾽ αὐτούς πέθαιναν. Αὐτό δέ ἔγινε γιατί οἱ Ἰσραηλῖτες γόγγυζαν ἐναντίον τοῦ Θεοῦ γιά τίς ταλαιπωρίες τους στήν ἔρημο. Ὁ Μωυσῆς τότε παρακάλεσε τόν Θεό νά τούς σώσει ἀπό αὐτό τό θανατικό καί ὁ Θεός εἶπε στόν Μωϋσῆ νά κάνει ἕνα χάλκινο φίδι καί νά τό τοποθετήσει σέ ἕνα σημεῖο. Νά τό κρεμάσει, δηλαδή, σέ ἕνα στύλο. Ὅποιος τώρα δαγκώνεται ἀπό φίδι, νά σηκώνει τά μάτια του καί νά βλέπει τό χάλκινο φίδι καί θά θεραπεύεται. Καί πραγματικά ἔτσι καί ἔγινε καί σώθηκαν οἱ Ἰσραηλῖτες ἀπό βέβαια καταστροφή καί ἐξαφάνιση.
Αὐτό τό συμβάν εἶναι σύμβολο τοῦ Ἐσταυρωμένου Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι μᾶς εἶπε σήμερα τό Εὐαγγέλιο: «Καθώς ὁ Μωυσῆς ὕψωσε τόν ὄφιν ἐν τῇ ἐρήμῳ, οὕτως ὑψωθῆναι δεῖ τόν Υἱόν τοῦ ἀνθρώπου, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόλυται, ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον»! Δηλαδή: Καί ἐμᾶς μᾶς δαγκάνουν φίδια. Εἶναι αὐτά πού γεννιῶνται ἀπό τόν μέγα ὄφι, γιά τόν ὁποῖο μιλάει ἡ Ἁγία Γραφή, δηλαδή τόν Διάβολο. Εἶναι τά πάθη μας τά ἁμαρτωλά, τά ὁποῖα μᾶς βασανίζουν καί θανατώνουν τήν ψυχή μας, γιατί τήν ἀποκόπτουν ἀπό τόν Θεό. Αὐτό εἶναι θάνατος γιά τήν ψυχή: ἡ ἀποκοπή ἀπό τόν Θεό. Ἀλλά, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, γιά τήν ὁποία ἀκούσαμε στό Εὐαγγέλιο, ἔδωσε φάρμακο, γιά νά ἀναζήσουμε ἀπό τά θανατηφόρα φίδια τῆς ἁμαρτίας. Τό φάρμακο δέ, ἀδελφοί, εἶναι αὐτό πού ἑορτάζουμε καί προσκυνοῦμε σήμερα. Εἶναι ὁ Σταυρός μέ τόν Ἐσταυρωμένο πάνω σ᾽ αὐτόν Ἰησοῦ Χριστό. Αὐτός εἶναι ὁ χάλκινος ὄφις, πού εἶπε ὁ Θεός στόν Μωυσῆ νά κρεμάσει σέ στύλο. Ἀλλά θά πεῖτε: Μέ χάλκινο ὄφι εἰκονίζεται ὁ Χριστός; Ἔτσι λέγει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἔλαβε μορφή δούλου καί κατά τό σχῆμα βρέθηκε ὡς ἄνθρωπος (Φιλιπ. 2,8). Ὅποιος ἐκ τῶν Ἰσραηλιτῶν, πού δαγκώθηκε ἀπό φίδι, κοιτοῦσε τόν χάλκινο ὄφι, σωζόταν ἀπό τόν θάνατο. Καί ὅποιος χριστιανός προσβλέπει μέ πίστη στόν Ἐσταυρωμένο Χριστό, μέ πίστη ὅτι ὁ θάνατός Του εἶναι λυτρωτικός, ὅτι τό Αἷμα Του σβήνει καί πλένει τά ἁμαρτήματά μας, αὐτός ὁ πιστός σώζεται ἀπό τόν θάνατο τῆς ἁμαρτίας, τόν πικρό καί τόν βαρύ, γιατί μᾶς χωρίζει ἀπό τόν Θεό!
- Μᾶς λέγει, λοιπόν, ὁ Κύριος στό σημερινό Εὐαγγέλιο: «Καθώς ὁ Μωυσῆς ὕψωσε τόν ὄφιν ἐν τῇ ἐρήμῳ, οὕτως ὑψωθῆναι δεῖ τόν Υἱόν τοῦ ἀνθρώπου· ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον»! Γιά νά ἔχουμε λοιπόν τήν αἰώνιο ζωή, γιά τήν ὁποία εἴμαστε πλασμένοι, ἔπρεπε νά σταυρωθεῖ ὁ Χριστός, ὁ σαρκωθείς Υἱός τοῦ Θεοῦ. Προσέξτε, ἀδελφοί, ἐκεῖνο τό «δεῖ», πού σημαίνει «πρέπει»! «Ὑψωθῆναι δεῖ τόν Υἱόν τοῦ ἀνθρώπου»! Ἔπρεπε νά σταυρωθεῖ ὁ Χριστός, γιά νά λάβουμε τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας. Καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέγει πάλι γιά τόν Ἰησοῦ Χριστό ὅτι «ἔδει παθεῖν» (Πράξ. 17,3), ἔπρεπε νά πάθει, ἔπρεπε νά σταυρωθεῖ! Μᾶς σώζει ἡ θυσία τοῦ Χριστοῦ, τό πανάγιό Του Αἷμα, πού χύθηκε στόν Γολγοθᾶ, ὅταν ἦταν καρφωμένος πάνω στόν Σταυρό. Ἄν δέν χυνόταν τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ μέ τήν θυσία Του αὐτή, δέν θά ὑπῆρχε σωτηρία γιά ᾽μᾶς, γιατί «τό Αἷμα Ἰησοῦ Χριστοῦ καθαρίζει ἡμᾶς ἀπό πάσης ἁμαρτίας» (Α´ Ἰωάν. 1,7)! Ἀλλά πρέπει νά πιστεύσουμε στήν λυτρωτική αὐτή θυσία τοῦ Χριστοῦ. Οἱ Ἰσραηλῖτες, ὅταν δαγκώνονταν ἀπό τά θανατηφόρα φίδια στήν ἔρημο τῆς Ἐδώμ, σήκωναν ψηλά τά μάτια τους, ἔβλεπαν τόν χάλκινο ὄφι καί σώζονταν. Ἔκαναν αὐτό, γιατί ἔτσι εἶπε ὁ Θεός στόν Μωυσῆ νά κάνουν. Καί πίστευσαν, λοιπόν, σ᾽ αὐτό πού εἶπε ὁ Θεός καί σώζονταν. Καί ᾽μεῖς, ἀδελφοί, πρέπει νά πιστεύσουμε στήν σωτηρία καί τήν λύτρωση πού μᾶς δίνει ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν μᾶς κεντοῦν τά ἁμαρτωλά πάθη, αὐτά τά φίδια τοῦ Διαβόλου, ἄλλο φάρμακο δέν ὑπάρχει, παρά μόνο νά καταφεύγουμε στόν Ἐσταυρωμένο Ἰησοῦ Χριστό μας καί νά ζητᾶμε ἀπ᾽ Αὐτόν τήν σωτηρία μας, τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας. Γιατί τήν τιμωρία μας γιά τίς ἁμαρτίες μας τήν ὑπέστη ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός μέ τόν σταυρικό Του θάνατο καί ἐμεῖς λαμβάνουμε τήν ὠφέλεια ἀπό τόν θάνατο αὐτό. Δηλαδή, εἶναι σάν νά ποῦμε: Ἄλλος ὑπέφερε μέ τόν πόνο μιᾶς ἐγχείρησης καί ἄλλος θεραπεύθηκε! Ὅλο δέ αὐτό τό ἔργο, πού πρέπει νά κάνουμε, ἀδελφοί χριστιανοί, γιά τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας, ὅπως τό εἶπα παραπάνω, ἀποτελεῖ μυστήριο, τό μυστήριο τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως. Ναί! Τήν ὥρα πού ὁ πνευματικός ἱερεύς διαβάζει τήν εὐχή τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν μας, ἐκείνη τήν ὥρα – πιστεύσατέ το παρακαλῶ – ἐνεργεῖ πάνω μας καί μέσα μας ἡ λυτρωτική δύναμη τοῦ Σταυροῦ καί καθαριζόμαστε ἀπό κάθε ἁμαρτία. Ἄς εὐχαριστήσουμε τόν Θεό Πατέρα μας γιά τήν δωρεά αὐτή πού μᾶς ἐχάρισε. Αὐτή ἡ δωρεά εἶναι ἡ πιό μεγάλη, ἡ μεγαλύτερη ἀπό ὅλες τίς ἄλλες. «Τόσο πολύ – μᾶς λέγει σήμερα τό Εὐαγγέλιο – ἀγάπησε ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο, ὥστε ἔδωσε γιά ᾽μᾶς τόν μονογενῆ Του Υἱό νά σταυρωθεῖ. Καί καθένας πού πιστεύει σ᾽ Αὐτόν δέν θά χαθεῖ, ἀλλά θά ἔχει αἰώνια ζωή»!
Μέ πολλές εὐχές,
† Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας