1.

Κεκλημένοι όλοι για τον θείο γάμο ! (Μητροπολίτου Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως Ιερεμία)

IEΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ.

  1. Τό σημερινό μου κήρυγμα, ἀδελφοί χριστιανοί, θά εἶναι μιά ἁπλῆ ἀνάλυση τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς τῆς ΙΔ´ Ματθαίου, πού ἀκούσαμε σήμερα στήν θεία Λειτουργία. Τήν προηγούμενη Κυριακή ἀκούσαμε γιά τήν παραβολή τῶν ἀνθρωποκτόνων ἀμπελουργῶν. Ἡ παραβολή ἐκείνη δήλωνε τό θάνατο τοῦ Χριστοῦ. Ἡ σημερινή μας ὅμως εὐαγγελική περικοπή ὁμιλεῖ γιά χαρά γάμου, δηλαδή γιά τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Καί οἱ δυό ὅμως παραβολές μιλοῦν γιά τήν ἀπείθεια τῶν Ἰουδαίων. Στήν προηγούμενη παραβολή ζητήθηκαν ἀπό τούς Ἰουδαίους «καρποί», καί γι᾽ αὐτό αὐτοί ἔγιναν φονεῖς, ὅπως εἴδαμε. Ἀλλά καί στήν σημερινή εὐαγγελική περικοπή ὁ Θεός καλεῖ τούς Ἰουδαίους σέ γάμο. Καί ὅμως αὐτοί γίνονται ἀγνώμονες καί ἔπειτα γίνονται καί φονεῖς τοῦ νυμφίου. Ἀλλά, θά ρωτήσετε, γιατί διαβάζονται τώρα οἱ εὐαγγελικές αὐτές περικοπές, πού σχετίζονται μέ τόν θάνατο τοῦ Χριστοῦ; Σᾶς τό εἶπα καί ἄλλοτε, ἀδελφοί, μέ ἀφορμή ἄλλη εὐαγγελική περικοπή. Οἱ περικοπές αὐτές εἶναι σχετικές μέ τόν θάνατο τοῦ Χριστοῦ, γιατί μᾶς προετοιμάζουν γιά τήν μεγάλη ἑορτή τοῦ Σταυροῦ, 14η Σεπτεμβρίου, ἡ ὁποία εἶναι σάν μιά Μεγάλη Παρασκευή.

 

  1. Ἀλλά ἄς ἔρθουμε στήν σημερινή εὐαγγελική περικοπή. Ὁ Θεός κάνει γάμο τοῦ Υἱοῦ Του, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τόν συνάπτει μέ κάθε ὡραία ψυχή, ἡ ὁποία τόν δέχεται. Ὁ Χριστός, ἀδελφοί μου, εἶναι Νυμφίος καί ἡ Ἐκκλησία, ὅπως καί κάθε ψυχή, εἶναι ἡ νύμφη. Οἱ δοῦλοι, οἱ ὁποῖοι στάλθηκαν στήν ἀρχή, ὅπως λέγει τό Εὐαγγέλιο, γιά νά καλέσουν τούς κεκλημένους στόν γάμο, εἶναι οἱ περί τόν Μωυσέα. Ἀλλά οἱ Ἰουδαῖοι δέν πείστηκαν σ᾽ αὐτούς καί δέν δέχτηκαν τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, πού γι᾽ αὐτούς ἦταν γάμος, ἦταν χαρά πνευματική. Ἔπειτα ὁ Θεός, μᾶς λέγει πάλι τό σημερινό Εὐαγγέλιο, ἔστειλε ἄλλους δούλους, δηλαδή τούς προφῆτες, ἀλλά καί σ᾽ αὐτούς ἀρνήθηκαν οἱ Ἰουδαῖοι νά συνάψουν δεσμό (γάμο) μέ τόν Θεό. Μάλιστα δέ τούς κακοποίησαν. Οἱ μετριώτεροι ἀπό τούς Ἰουδαίους δέν κακοποίησαν τούς ἀποσταλέντες σ᾽ αὐτούς προφῆτες, ἀλλά ἀδιαφόρησαν γιά τό θεῖο προσκλητήριό τους, «ἀμελήσαντες», μᾶς εἶπε τό Εὐαγγέλιο (στίχ. 5). Καί ἀντί τοῦ γάμου προτίμησαν ὁ μέν ἕνας τόν «ἴδιον ἀγρόν», ὁ δέ ἄλλος τήν «ἐμπορίαν αὐτοῦ». «Ἀγρός ἴδιος», ὅπως ἑρμηνεύουν οἱ Πατέρες, εἶναι τό σῶμα τοῦ καθενός. Ἄρα αὐτός πού προτίμησε τόν ἀγρό του καί ὄχι τό προσκλητήριο τοῦ Θεοῦ γιά τόν θεῖο γάμο, εἶναι ἐκεῖνος πού θέλει νά ζήσει φιλόσαρκο καί τρυφηλό βίο. Καί ὁ ἄλλος πού προτίμησε τήν ἐμπορία του, ἀντί τοῦ θείου γάμου εἶναι αὐτός πού περισσότερο ἀπό τά πνευματικά ἔχει σάν σκοπό του τήν φιλοκέρδεια. Ἄρα, ὅπως λέγουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ὅσοι ἀποτυγχάνουν στόν πνευματικό τους δεσμό μέ τόν Χριστό καί στήν ἑστίαση μαζί Του, εἶναι ἀπό τά δύο αὐτά: Ἀπό τήν σωματική ἡδονή καί ἀπό τήν φιλοκέρδεια. Οἱ «ταῦροι» καί τά «σιτιστά», πού λέγει ἡ παραβολή, ὅτι ἔχει τό τραπέζι τοῦ γάμου (στίχ. 4), κατά τήν ἑρμηνεία πάλι τῶν Ἁγίων Πατέρων, εἶναι ἡ Παλαιά καί ἡ Καινή Διαθήκη. Ἡ μέν Παλαιά Διαθήκη ἐκφράζεται μέ τούς «ταύρους», γιατί ἔχει ζωοθυσίες. Ἡ δέ Καινή Διαθήκη ἐκφράζεται μέ τά «σιτιστά», γιατί στήν Καινή Διαθήκη προσφέρουμε στό θυσιαστήριο τό πρόσφορο γιά τήν θεία Λειτουργία, πού εἶναι ἀπό σίτο («σιτιστά»). Ὁ Θεός λοιπόν μᾶς καλεῖ στήν Ἐκκλησία Του γιά νά φᾶμε τά ἀγαθά τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης! Ἄς παρατηρήσουμε ἀκόμη, χριστιανοί μου, ὅτι αὐτούς πού καλεῖ ὁ Θεός γιά τό τραπέζι τοῦ γάμου ἦταν ἤδη κεκλημένοι, γι᾽ αὐτό καί λέγει στούς δούλους Του «εἴπατε τοῖς κεκλημένοις» (στίχ. 4). Αὐτή ἡ κλήση εἶναι ἡ κλήση πρός τό καλό, πού τήν ἔχουμε ἐκ φύσεως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, γιατί τήν ἔβαλε ὁ Θεός στόν καθένα μας.
  2. Ἐπειδή οἱ προηγούμενοι δοῦλοι, ὁ Μωυσῆς καί οἱ προφῆτες, δέν ἔπεισαν τούς Ἰουδαίους νά ἔλθουν νά συνάψουν θεῖο γάμο μέ τόν Θεό, ἔστειλε ὁ Θεός ἄλλους, τούς Ἀποστόλους Του, γιά νά καλέσουν τώρα τούς ἐθνικούς στόν θεῖο γάμο. Αὐτοί δέν βάδιζαν τήν ἀληθινή ὁδό, γι᾽ αὐτό καί εἶπε τό Εὐαγγέλιο ὅτι ἦταν «παρά τάς διεξόδους τῶν ὁδῶν». Οἱ ἐθνικοί ἦταν εἰδωλολάτρες, οἱ δέ θεοί τους, ὅπως ὁ Δίας καί ὁ Διόνυσος καί ἡ Ἀφροδίτη καί ὅλοι οἱ ἄλλοι, ἦταν οἱ συνήγοροι τῶν ἁμαρτωλῶν παθῶν τους. Οἱ Ἀπόστολοι τώρα, χριστιανοί μου, ὁρμώμενοι ἀπό τήν Ἰερουσαλήμ πρός τά ἔθνη, συγκέντρωσαν πολλούς ἐθνικούς, «πονηρούς τε καί ἀγαθούς», καί τούς συγκέντρωσαν στό τραπέζι τοῦ γάμου, δηλαδή στήν Ἐκκλησία. Ἡ εἴσοδος στήν Ἐκκλησία γίνεται χωρίς διάκριση, γιατί καλοῦνται ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ ὅλοι, «ἀγαθοί καί πονηροί» (στίχ. 10). Ἡ ζωή μας ὅμως μετά τήν εἴσοδό μας στήν Ἐκκλησία πρέπει νά εἶναι καθαρή. Δέν πρέπει νά εἴμαστε ἁπλῶς κλητοί, ἀλλά καί ἐκλεκτοί (στίχ. 14). Γι᾽ αὐτό καί στήν σημερινή εὐαγγελική περικοπή παρουσιάζεται ὁ βασιλεύς νά κάνει ἐξέταση αὐτῶν πού ἦλθαν στόν γάμο τοῦ Υἱοῦ Του καί τόν βλέπουμε νά ἐκδιώκει ἀπό τόν γάμο τόν ἄνθρωπο ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος δέν εἶχε «ἔνδυμα γάμου» (στίχ. 11). Καί μάλιστα αὐτόν, λέγει τό Εὐαγγέλιο, τόν ἀπέστειλε στό «σκότος τό ἐξώτερον» (στίχ. 13). Ἀπό αὐτό, χριστιανοί μου, ἄς καταλάβουμε ὅτι γιά νά ἀνήκουμε στόν Χριστό, γιά νά εἴμαστε δικοί Του, πρέπει νά ἔχουμε βίο καθαρό, πρέπει νά ἔχουμε «ἔνδυμα γάμου», δηλαδή ὄχι ρυπαρά ἐνδύματα. «Ἔνδυμα γάμου» λέγουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, σημαίνει ὅτι πρέπει νά ντυθοῦμε μέ σπλάγχνα οἰκτιρμῶν, μέ χρηστότητα καί μέ φιλαδελφία. Διαφορετικά θά πᾶμε στό «σκότος τό ἐξώτερον», καί «ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμός καί ὁ βρυγμός τῶν ὁδόντων» (στίχ. 13). Ἀλλοίμονό μας, χριστιανοί. Ἀλλά, ὄχι, μή γένοιτο, Χριστέ μου, μή γένοιτο νά χωριστοῦμε ἀπό Σένα. Θέλουμε νά εἴμαστε πάντοτε μαζί, καί στόν παρόντα καί στόν μέλλοντα αἰῶνα. Δός μας τήν Χάρη Σου, γιά νά πλύνουμε μέ τήν μετάνοιά μας τό ἔνδυμα τῆς ψυχῆς μας καί νά γίνει αὐτό «ἔνδυμα γάμου» κατάλληλο γιά τόν θεῖο Σου νυμφώνα, ΑΜΗΝ!

Μέ πολλές εὐχές,

† Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας

2.

Κάλεσμα σὲ γάμο (Ματθ. κβ΄ 2-14)

Βαρνάβας Λαμπρόπουλος (Ἀρχιμανδρίτης)

Ὑπάρχει ἄραγε μεγαλύτερη τιμὴ γιὰ κάποιον ἀπὸ τὸ νὰ προσκληθεῖ σὲ βασιλικοὺς γάμους; Ὑπάρχει μεγαλύτερη ἀφορμὴ χαρᾶς; Πολὺ περίεργη, λοιπόν, φαίνεται ἡ ἄρνηση τῶν προσκεκλημένων νὰ συμμετάσχουν στὸ συμπόσιο, ποὺ ἀναφέρει ἡ σημερινὴ παραβολή. Δικαιολογημένα καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἀπορεῖ καὶ ρωτάει καθέναν ποὺ ἀποφεύγει νὰ πάει: «Σὲ τί σὲ καλοῦν; Σὲ πόνους καὶ μόχθους καὶ ἱδρῶτες; Ὄχι, ἀλλὰ σὲ τρυφὴ καὶ πανδαισία. Ὑπάρχει μεγαλύτερη ἀγνωμοσύνη ἀπὸ τὸ νὰ ἀρνηθεῖς τέτοια πρόσκληση σὲ γάμους, καὶ μάλιστα γάμους βασιλέως;» Καὶ τὸ χειρότερο εἶναι ὅτι μερικοὶ δὲν πῆγαν, ὄχι γιατί ἦταν ἀπασχολημένοι μὲ ἀγροτικὲς ἐργασίες καὶ ἐμπορικὲς δραστηριότητες, ἀλλὰ «ἀμελήσαντες κατεφρόνησαν τῆς κλήσεως». Δὲν εἶχαν καμία ἀπολύτως δικαιολογία.

 

 

Ποιὰ εἶναι ἡ νύφη;

 

Ἀκόμα πιὸ τραγικὸ εἶναι ὅτι πολλοὶ προσκεκλημένοι δὲν ἀρκέστηκαν σὲ μία ἁπλὴ ἄρνηση. Ὅταν πῆγαν οἱ ὑπηρέτες τοῦ βασιλέως νὰ τοὺς ποῦν ὅτι τὸ γαμήλιο τραπέζι εἶναι στρωμένο καὶ τοὺς περιμένει, ἀντὶ νὰ τοὺς εὐχαριστήσουν γιὰ τὴν ὑπενθύμιση, τόλμησαν ἄλλους μὲν νὰ βρίσουν καὶ ἄλλους νὰ σκοτώσουν. Κι ἐδῶ, ὄχι μόνο ἀπορεῖ ἀλλὰ καὶ ἀγανακτεῖ ὁ Χρυσορρήμων, συγκρίνοντας τὴ συμπεριφορὰ αὐτῶν τῶν προσκεκλημένων στοὺς γάμους μὲ τὴ συμπεριφορὰ ἐκείνων τῶν κακῶν γεωργῶν τοῦ ἀμπελῶνος. Ἐκεῖνοι τουλάχιστον, λέει, ἦρθαν «ἀπαιτώντας ἔσοδα καὶ καρποὺς καὶ ἐσφάγησαν. Αὐτοὶ ὅμως, σὲ γάμους καλώντας φονεύονται! Τί πιὸ ἐξωφρενικὸ ἀπὸ αὐτό;».

 

Ἀvιχvεύovτας τὰ αἴτια μιᾶς τόσο ἀπαράδεκτης ἕως καὶ ἐγκληματικῆς συμπεριφoρᾶς ἀναζητοῦμε στὸ «προσκλητήριο» τοῦ γάμου τὴν ταυτότητα τοῦ γαμπροῦ καὶ τῆς νύφης. Μὲ τὰ «μάτια» τοῦ ἀποστόλου Παύλου «διαβάζουμε» ὅτι Νυμφίος εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ Νύμφη εἶναι ἡ Ἐκκλησία του (Ἐφεσ. 5, 32), τῆς oποίας ἐμεῖς εἴμαστε μέλη. Ἑπομένως, οἱ βασιλικοὶ γάμοι, στοὺς ὁποίους ὅλοι εἴμαστε καλεσμένοι, δὲν ἀφοροῦν τοὺς μονάρχες ἑνὸς ἄγνωστου ἐξωτικοῦ βασιλείου, ἀλλὰ τὴ σχέση τοῦ Βασιλέως Χριστοῦ μὲ ἐμᾶς προσωπικά. Μάλιστα ἐμεῖς, κατὰ τὴν παραβολή, «προστεθήκαμε» στὴ λίστα τῶν καλεσμένων μετὰ τὴν ἄρνηση τῶν πρώτων καλεσμένων, τοῦ πρώην ἐκλεκτοῦ λαοῦ Ἰσραήλ. Τότε ὁ Βασιλιὰς ἔστειλε τοὺς δούλους του νὰ καλέσουν ἀπὸ «τὰς διεξόδους τῶν ὁδῶν» ὅλα τὸ ἔθνη καὶ τὶς φυλὲς τῆς γῆς.

 

 

Μὴ λυπᾶσαι τὰ ἔξοδα

 

Σὲ ἄλλη ἐπιστολὴ του ὁ Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν μιλώντας καὶ γιὰ τὴ δική του μεσολάβηση σ’ αὐτὸν τὸν γάμο τονίζει ξεκάθαρα ὅτι «νύμφη» τοῦ Χριστοῦ ἔχει κληθεῖ νὰ γίνει ὁ καθένας μας. «Σᾶς ἀρραβωνίασα», λέει, «μὲ ἕναν ἄνδρα, μὲ τὸν Χριστό, γιὰ νὰ παρουσιάσω τὸν καθένα σας ὡς παρθένο ἁγνὴ σ’ Αὐτὸν» (Β’ Κορ. 11,2). Ἑπομένως, τελικά, ἡ πρόσκληση ἄφορα τὸν δικό μας γάμο μὲ τὸν Χριστό. Ἀντὶ λοιπόν, νὰ ἀναλογιστοῦμε τὸ ἀπροσμέτρητο ὕψος αὐτῆς τῆς τιμῆς, καὶ ἀντὶ νὰ φιλοτιμηθοῦμε νὰ «ξοδευτοῦμε» γιὰ νὰ κάνουμε ὅσο τὸ δυνατὸν πιὸ λαμπρὴ προετοιμασία, ἀφήνουμε τὴ ραθυμία καὶ τὴν τσιγγουνιά μας νὰ μᾶς καταβαραθρώνουν σὲ μία ἀπαράδεκτη ἄρνηση ἢ ἀκόμα χειρότερα σὲ θρασύτατη ἐπιθετικὴ συμπεριφορά, σὰν νὰ φταίει Αὐτὸς ποὺ μᾶς κάλεσε. Καὶ ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι εἴχαμε τὶς προϋποθέσεις καὶ τὴν «περιουσία» νὰ κάνουμε λαμπρότατη προετοιμασία. Πράγματι, ὁ Θεὸς μᾶς εἶχε πλάσει ὄχι μόνο μὲ τὴν ὀμορφιὰ «vύμφης», ἀλλὰ μᾶς εἶχε προικίσει μὲ τεράστιο πλοῦτο χαρισμάτων, μὲ τὰ ὁποῖα θὰ μπορούσαμε νὰ στολίσουμε ἀκόμα περισσότερο τὴν ὀμορφιά μας. Ἐμεῖς ὅμως αὐτὴ τὴν ὀμορφιὰ τὴν μετατρέψαμε σὲ ἀσχήμια πόρνης.

 

 

«Ὁ Νυμφίος καλλωπίζει ἀμορφίαν νύμφης»

 

Νά, γιατί τὸ «προσκλητήριο» αὐτοῦ τοῦ γάμου μᾶς ἔγινε τόσο ἀνεπιθύμητο. Μᾶς θυμίζει πόσο ἀφήσαμε νὰ ἀχρειωθεῖ τὸ πρωτόκτιστο κάλλος μας. Μᾶς ἀναγκάζει νὰ δοῦμε τὸ κατάντημά μας. Παρ’ ὅλα αὐτά, ὁ «Νυμφίος» μας δὲν μᾶς ἄφησε νὰ ἀπελπιστοῦμε. Γιὰ νὰ μᾶς δώσει τὴ δυνατότητα νὰ ξαναβροῦμε τὴν ἀρχαία μας ὀμορφιά, ἔκανε κάτι ποὺ -μαζὶ μὲ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομό- μᾶς ἀφήνει ἄναυδους: «Πόρνης ἐπεθύμησε ὁ Θεός»! λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης. «Καὶ τί ποιεῖ; Ἔρχεται καὶ ὡς γυναῖκα ἁρμόζεται αὐτήν». Καὶ σὰν νὰ μὴν πιστεύει καὶ ὁ ἴδιος στὰ μάτια του, συνεχίζει: «Ἦρθε νὰ παντρευτεῖ μία πόρνη, ἔτσι ὅπως ἦταν ρυπαρὴ· κοίτα, γιὰ νὰ καταλάβει τὸν ἔρωτα τοῦ Νυμφίου. Γιατί ὁ ἔρωτας πολλὲς φορὲς σὲ κάνει νὰ παντρεύεσαι καὶ ἄσχημη. Ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς τὴ φύση μας, ποὺ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία εἶχε γίνει ἀγνώριστη, τὴν ἐρωτεύτηκε καὶ τὴν παντρεύτηκε, γιὰ νὰ τῆς ξαναχαρίσει τὴν ὀμορφιά της». Καὶ καταλήγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ὢ Νυμφίου καλλωπίζοντος ἀμορφίαν νύμφης!»

 

Ὁ Χριστὸς μὲ τὴν ἐνανθρώπησή του προσέλαβε τὴ φύση μας, γιὰ νὰ τὴν κάνει πιὸ ὄμορφη ἀπὸ πρὶν καὶ νὰ τῆς χαρίσει καὶ τὸ κατάλληλο «ἔνδυμα γάμου», ὥστε νὰ μπορέσει νὰ ἀνταποκριθεῖ στὴν κορυφαία πρόσκληση. Ἀπὸ ἐμᾶς ἐξαρτᾶται, ἂν θὰ χαροῦμε ἕναν τέτοιο γάμο καὶ ἂν θὰ ἀπολαύσουμε ἕνα τόσο πλούσιο τραπέζι. Ἀλλὰ ἐπίσης ἀπὸ ἐμᾶς -καὶ ὄχι βέβαια ἀπὸ κάποια «τιμωρητικὴ διάθεση» τοῦ Οἰκοδεσπότη- ἐξαρτᾶται καὶ τὸ ἂν θὰ ἐκβληθοῦμε στὸ «ἐξώτερο σκότος», ὅπου «ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων». Ἐμεῖς εἴμαστε ἐκεῖνοι ποὺ δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ σταθοῦμε στὸ γαμήλιο τραπέζι, στὴν ἀπευκταία περίπτωση ποὺ δὲν θὰ ἔχουμε ἔνδυμα γάμου.

 

Γι’ αὐτό, ἂς ἐπαναλαμβάνουμε συχνὰ τὸν ἀφυπνιστικὸ ὕμνο: «Τὸν νυμφῶνα σου βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον· καὶ ἔνδυμα οὐκ ἔχω ἵνα εἰσέλθω ἐν αὐτῷ· λάμπρυνόν μου τὴν στολὴν τῆς ψυχῆς, Φωτοδότα, καὶ σῶσόν με».

3.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄Ματθαίου-Για να γίνει η τροφή γιορτή.

 

Η τροφή, αγαπητοί μου αδελφοί, αποτελεί την κύρια ανθρώπινη ανάγκη. Μέσω αυτής επιβιώνουμε. Την ίδια στιγμή αποκτούμε δυνάμεις για να μπορέσουμε να δημιουργήσουμε, να αγαπήσουμε, να συναντηθούμε, να αναζητήσουμε τον σκοπό και την ευτυχία μας. Από την άλλη, η τροφή αποτελεί έναν από τους κύριους πειρασμούς, που μας κλείνουν στο εγώ μας. Στον εαυτό μας. Σε έναν ατομοκεντρισμό, που δεν μας επιτρέπει να σκεφτούμε τον άλλο, αλλά μας κάνει να προσκολλόμαστε στις δικές μας ανάγκες και επιθυμίες. Η τροφή τότε από μέσο γίνεται αυτοσκοπός. Και αυτό αποτυπώνεται και στην καθημερινή μας ζωή. Πολλοί άνθρωποι ξυπνούν και η πρώτη μέριμνά τους είναι το τι θα φάνε. Και γίνονται φιλονικίες στα σπίτια, η συνύπαρξη τίθεται εν κρίσει και εν αμφιβόλω εξ αφορμής της τροφής. Άλλοτε πάλι η τροφή γίνεται κοινωνικό σύνθημα, γίνεται αφορμή για ιδεολογικούς αγώνες, πλαστούς ή αληθινούς. Πάντως ο άνθρωπος διαμορφώνει την ταυτότητά του, εκτός των άλλων, δίνοντας απάντηση και στο ερώτημα «τι είναι για μένα η τροφή;».

 

Ο Θεός, όταν δημιούργησε τον άνθρωπο, μερίμνησε για την τροφή του. του έδωσε την ευλογία και την ευκαιρία να εργάζεται για να την κερδίζει και να την απολαμβάνει. Την συνέδεσε όμως με την ελευθερία του. Η τροφή από την μία είναι δωρεά του Θεού σε έναν κόσμο στον οποίο μπορούμε να βρούμε και να δοκιμάσουμε τα πάντα, κι από την άλλη προϋποθέτει τον κόπο της εργασίας. Όμως ο Θεός ζητά από τον άνθρωπο να απαντήσει και στο εξής ερώτημα: «τροφή με τον Θεό και από τον Θεό ή τροφή μόνο από τον εαυτό μας και χωρίς τον Θεό;». Η τροφή συνδέθηκε δηλαδή με την ευχαριστία. Με την ευγνωμοσύνη του ανθρώπου έναντι του Θεού, με την εκζήτηση της ευλογίας του Θεού, με την τοποθέτησή της ως μέσου για τη ζωή του ανθρώπου και όχι ως ευκαιρία παράδοσης του ανθρώπου στο θέλημα της αυτεξουσιότητας και την ίδια στιγμή στο θέλημα του εξουσιασμού των άλλων ανθρώπων δια της τροφής. Αυτό ήταν και το νόημα της επιλογής που έδωσε ο Θεός στον πρώτο άνθρωπο και που συνεχίζει να δίνει στον καθένα μας. Είναι οι υλικές μας ανάγκες αφορμή δοξολογίας και ευχαριστίας προς τον Θεό και την ίδια στιγμή αγάπης και μοιράσματος με τους άλλους ή αποτελούν την οδό της αυτοθεοποίησης και της εξουσίας εις βάρος των άλλων; Η πορεία του κόσμου έδειξε και δείχνει ότι ο

δεύτερος δρόμος θριαμβεύει. Η τροφή γίνεται η ευκαιρία ο άνθρωπος να εξουσιάσει τον πλησίον του και την ίδια στιγμή να αισθάνεται ο ίδιος ισχυρός, ότι δεν χρειάζεται τον Θεό, αλλά μπορεί και μόνος του. Η οικονομική κρίση της εποχής μας μαρτυρεί του λόγου το αληθές.

 

Ο Χριστός, με την ενανθρώπησή του, έδειξε και εξακολουθεί στη ζωή της Εκκλησίας να δείχνει ότι ουδέποτε η τροφή περιφρονείται από τον Θεό. Ο Ίδιος μάλιστα γίνεται η τροφή του κόσμου, προσφέροντας τον εαυτό του, το Σώμα και το Αίμα Του «εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον». Και μάς καλεί συνεχώς σε μία συνάντηση ζωής μέσα στην Εκκλησία, σε ένα συνεχές γεύμα, το οποίο προετοιμάζει ο Θεός Πατέρας και ο Ίδιος ο Υιός είναι η τροφή του συμποσίου. «Ιδού το άριστόν μου ητοίμασα» (Ματθ. 22,4) μας λέει εκ μέρους του Πατρός Του σε μία από τις πιο χαρακτηριστικές παραβολές Του.

Και μας καλεί να γίνουμε συνδαιτυμόνες, συνδέοντας το τραπέζι με τους γάμους του Υιού με την ανθρώπινη φύση, με την δυνατότητα για κοινωνία Θεού και ανθρώπου η οποία κατοχυρώθηκε σε μία νέα πορεία με την ενανθρώπηση. Μπορούμε και πάλι να συναντηθούμε με τον Θεό, να ξαναβρούμε το νόημα της ελευθερίας μας, να μην υποταχτούμε στην αυτάρκεια και την εξουσία της τροφής, αλλά να την συνδέσουμε με τον Θεό και την αγάπη. Να μη γίνεται δηλαδή ο παρών κόσμος θεός για μας, αλλά να βρίσκουμε τον Θεό ευχαριστιακά μέσα σ’ αυτόν. Η τροφή δεν είναι ο σκοπός, αλλά ο τρόπος με τον οποίο γιορτάζουμε την συνάντησή μας με τον Θεό. Είναι το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, που μας αγιάζει και μας δίνει χαρά, κάνοντάς μας να συναντηθούμε εκτός από τον Θεό και με τον πλησίον μας.

 

Δύο είναι οι προϋποθέσεις για να γίνει η τροφή γιορτή. Να αποδεχθούμε την πρόσκληση του Θεού, να αφήσουμε δηλαδή κατά μέρος τις μέριμνες που μας εξουσιάζουν και τους άλλους που θέλουμε να εξουσιάσουμε και να φανούμε ταπεινοί και ευγνώμονες έναντι του Θεού λέγοντας ΝΑΙ στην συνάντηση της Ευχαριστίας. Το ΝΑΙ αυτό δείχνει ότι για μας η πρόσκληση στους γάμους της βασιλείας είναι η προτεραιότητά μας. Και να έχουμε ένδυμα, δηλαδή να αρνηθούμε τον δικό μας τρόπο, την παράδοσή μας στον ρύπο της καθημερινής αυτεξουσιότητάς μας, στον ρύπο του θελήματός μας, στην αδιαφορία για τον Θεό και τον τρόπο Του, επιλέγοντας την μετάνοια και την αγάπη. Για να ανήκουμε με την θέλησή μας όχι μόνο στους κλητούς, αλλά και στους εκλεκτούς.

 

Ο πολιτισμός μας έχει καταστήσει την τροφή αυτοσκοπό και ηδονή. Τη έχει θέσει ως βάση για τον ατομοκεντρικό τρόπο ζωής. Ένα ακόμη στοιχείο εξουσίας. Η Εκκλησία, χωρίς να απορρίπτει την χαρά της τροφής, τον κόπο της, την ευλογία του να την έχει ο άνθρωπος, προτείνει και προκρίνει την τροφή ως ευχαριστία και την ίδια στιγμή ως γιορτή αγάπης και κοινωνίας με τον Θεό. Και τότε ο άνθρωπος ξέρει ότι η τροφή του δόθηκε για να συναντιέται με τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Όχι για να την απολαμβάνει εγωκεντρικά, αλλά στο κοινό τραπέζι τόσο της Θείας Ευχαριστίας, όσο και σε κάθε τραπέζι που μαρτυρεί την κοινότητα και την αγάπη, να συναντά τον πλησίον του, να χαίρεται την συντροφικότητα και να δοξάζει τον Θεό και με το υλικό στοιχείο, αλλά κυρίως με όλη του την ύπαρξη. ΑΜΗΝ!

Από το γραπτό κήρυγμα της ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ Κερκύρας

ΚΥΡΙΑΚΗ 2 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2018

4.

Συνεργοί εσμέν της χαράς υμών

π.Θεμιστοκλής Μουρτζανός

 

Οι άνθρωποι του καιρού μας συνήθως περιμένουμε από τους άλλους να μας δώσουν χαρά. Έχοντας ως κέντρο της ζωής τον εαυτό μας, θεωρούμε ότι αξίζουμε την χαρά από τους άλλους διότι είμαστε ξεχωριστοί και μοναδικοί. Ιδίως όταν εργαζόμαστε και για τους άλλους, φτάνουμε στο σημείο να απαιτούμε από αυτούς να μας κάνουν χαρούμενους.

Βέβαια, ο ορισμός της χαράς σήμερα δεν είναι αυθεντικός, διότι το νόημά της συμπλέκεται με την ευχαρίστηση και την διασκέδαση. Η χαρά όμως είναι καρπός του Αγίου Πνεύματος και πηγάζει από την αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, από ένα αίσθημα προσφοράς το οποίο δίδει πληρότητα στην καρδιά, από την παρουσία του Χριστού στην ζωή μας και την αίσθηση ότι Αυτός είναι το νόημά της, που επεκτείνεται στην αιωνιότητα, από την παρουσία του συνανθρώπου μας, που μας δίνει την ευκαιρια να δημιουργούμε, να είμαστε καλοί, να συνυπάρχουμε εν αγάπη, χωρίς να μετράμε ως προτεραιότητα αν και τι απολαμβάνουμε.

Η χαρά μπορεί να γίνει αντιληπτή όταν κρατάμε στα χέρια μας ένα νεογέννητο παιδί. Τίποτε δεν μπορεί να μας προσφέρει. Φτάνει όμως η ύπαρξή του για να μας κάνει ευτυχισμένους, να πληρώσει την καρδιά μας, να βγάλει από μέσα της ό,τι πιο όμορφο και τρυφερό, μία ζεστασιά μοναδική, ένα αίσθημα πατρότητας και μητρότητας το οποίο δεν μπορεί να περιγραφεί με λόγια. Ο Χριστός και οι άλλοι άνθρωποι είναι η χαρά μας, δηλαδή η μετοχή μας στην Εκκλησία! Εμείς είμαστε η χαρά του Θεού και των άλλων επειδή υπάρχουμε. Το ερώτημα είναι πώς εκφράζουμε την χαρά και πώς αυτή μπορεί να διαρκέσει.

 

Ο κόσμος σήμερα ταυτίζει την χαρά με την ευχαρίστηση, με την ηδονή. Για να είμαι χαρούμενος πρέπει να ικανοποιούνται οι επιθυμίες μου. Να γίνεται πράξη το θέλημά μου, σε όποιο επίπεδο κι αν νοείται, υλικό, επαγγελματικό, σχεσιακό, σώματος και πνεύματος. Η ευχαρίστηση έχει ως χαρακτηριστικό της ότι λειτουργεί στιγμιαία. Όταν περάσει η στιγμή της, τότε ο άνθρωπος ρίχνεται ξανά στο κυνήγι της. Χορταίνει και πεινά. Η ευχαρίστηση συνδέεται με την βουλιμία ή και την λαιμαργία. Ο άνθρωπος γίνεται αχόρταγος και κάποτε δεν έχει όρια στην εκζήτηση της ευχαρίστησης. Γι᾽ αυτό και απογοητεύεται όταν βλέπει ότι το θέλημά του δεν εκπληρώνεται ή όταν διαπιστώνει ότι πρέπει να ξαναπροσπαθήσει για να ευχαριστηθεί. Μόνο που κάθε νέα προσπάθεια, όταν λειτουργεί στην κατεύθυνση της συνεχούς εκπλήρωσης του θελήματος, γίνεται πιο αδηφάγα και ο άνθρωπος δεν ευχαριστιέται με τίποτα.

Εδώ υπεισέρχεται το στοιχείο της διασκέδασης. Ο άνθρωπος σήμερα αναζητεί την χαρά στον τρόπο του πολιτισμού που ονομάζεται διασκέδαση. Τα μέσα της τέχνης, όπως ο πολιτισμός μας τα αξιοποιεί και τα προβάλλει, μας κάνουν να θέλουμε να ξεπεράσουμε την ανία ή την κούρασή μας ή τα βάσανά μας μέσω αυτών. Έτσι θεωρούμε χαρά το γέλιο που προέρχεται από τις κωμικές σειρές και ταινίες, τους ήχους της μουσικής, το φαγητό και το ποτό των νυχτερινών εξόδων, το ξενύχτι, κάθε αλλαγή του καθημερινού μας προγράμματος. Η διασκέδαση θεωρείται συστατικό στοιχείο της ζωής μας. Μόνο που κι αυτή δεν έχει διάρκεια, ενώ όσο καλά και να περάσουμε, το πρόγραμμα της ζωής μας μάς περιμένει ξανά και την ίδια στιγμή η όποια χαρά παραμένει ατομικό γεγονός.

 

Η Εκκλησία μάς καλεί να έρθουμε στην κατάσταση που περιγράφει ο απόστολος Παύλος στους Κορινθίους: “Συνεργοί εσμέν της χαράς υμών” (Β᾽ Κορ. 1,24). “Θέλουμε να συμβάλουμε στην χαρά σας”. Να κατανοήσουμε ότι η χαρά έρχεται μέσα από την συνύπαρξη και ότι είναι ωραίο να συμβάλλουμε στην χαρά των άλλων.

Χαρά είναι το μοίρασμα της πίστης.

Χαρά είναι η σχέση με τον Θεό, η λειτουργική και η πνευματική ζωή της Εκκλησίας.

Χαρά είναι η συνάντηση με τους αδελφούς μας.

Χαρά είναι η τήρηση των εντολών του Θεού, όσο κι αν αυτό φαίνεται σταυρός, καθότι απαιτεί πολύ κόπο και υπέρβαση του εαυτού μας.

Χαρά είναι η ταπείνωση και η προσευχή.

Χαρά είναι η ελπίδα της ανάστασης. Χαρά τελικά είναι να νιώθουμε την αγάπη του Θεού στην καρδιά μας.

Η προτροπή του αποστόλου Παύλου μας βοηθά τελικά να υπερβούμε το στιγμιαίο της απόλαυσης, της ευχαρίστησης, της διασκέδασης. Η πίστη δεν αρνείται κάτι το οποίο δεν παραβιάζει τις εντολές του Θεού. Αναδεικνύει όμως τα πραγματικά του όρια, οδηγεί στην αυθεντικότητα. Η χαρά είναι για να μοιράζεται. Για να κάνει την αγάπη ανοιχτή. Για να δίνει διάρκεια. Για να μας δείχνει ότι όταν πιστεύουμε ότι είμαστε του Θεού και του ήθους της πίστης, είτε ζούμε είτε αποθνήσκουμε, είτε μας αποδέχονται είτε μας αρνούνται, υπάρχουμε για να μοιραζόμαστε. Και ο Θεός θα μας βοηθήσει η χαρά μας να γίνει από δώρο δωρεά!

5.

Κυριακὴ ΙΔ’ Ματθαίου (Ματθ. κβ΄ 2-14)

Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς

 

Κυριακὴ ΙΔ’ Ματθαίου: Ὁμιλία ΜΑ’ στὴν παραβολὴ ποὺ καλεῖ στοὺς γάμους τοῦ Υἱοῦ

Δίδεται καὶ ἀπάντηση πρὸς ἐκείνους ποὺ λένε, γιατί ὁ Θεὸς κάλεσε ἐκείνους ποὺ καθόλου δὲν ὑπάκουσαν, ἢ δὲν ὑπάκουσαν μὲ ἔργα, καὶ γιατί ἔπλασε ἐκείνους ποὺ θὰ τιμωρηθοῦν.

 

  1. Τῆς παραβολῆς ποὺ ἀναγινώσκεται σήμερα στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Κυρίου (Ματθ. κβ’, 2-14), θὰ πῶ στὴν ἀγάπη σας, τὸ τελευταῖο πρῶτο, ὅτι δηλαδὴ πολλοὶ εἶναι οἱ καλεσμένοι, λίγοι ὅμως οἱ ἐκλεκτοί. Αὐτὸ ἐξ ἄλλου ὁ Κύριος τὸ δείχνει σὲ κάθε παραβολή, ὥστε ἐμεῖς νὰ φροντίσουμε νὰ μὴν εἴμαστε ἁπλῶς ἀπὸ τοὺς καλεσμένους, ἀλλὰ ἀπὸ τοὺς ἐκλεκτούς. Διότι ἐκεῖνος ποὺ δὲν εἶναι ἀπὸ τοὺς ἐκλεκτούς, ἀλλὰ μόνο ἀπὸ τοὺς καλεσμένους, ὄχι μόνο ξεπέφτει ἀπὸ τὸ ἄδυτο φῶς, ἀλλὰ βγαίνει ἔξω καὶ ἀπὸ τὸ ἐξώτερο φῶς. Καὶ θὰ δεθεῖ χειροπόδαρα, στὰ πόδια γιατί δὲν ἔτρεξαν πρὸς τὸν Θεό, καὶ τὰ χέρια γιατί δὲν ἐργάστηκαν τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ, καὶ παραδίδεται στὸν κλαυθμὸ καὶ τὸ τρίξιμο τῶν δοντιῶν.

 

 

  1. Ἴσως θὰ ἀποροῦσε κανεὶς πρῶτα, πῶς ὁ Κύριος εἶπε πολλούς τοὺς καλεσμένους καὶ δὲν εἶπε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Διότι ἂν δὲν προσκλήθηκαν ὅλοι δὲν θὰ εἶναι δίκαιο νὰ ἐκπέσουν ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ ποὺ ὑποσχέθηκε ὁ Κύριος, οὔτε θὰ εἶναι δίκαιο νὰ δοκιμάσουν τὶς ἀπειλὲς τῶν βασάνων. Ἴσως θὰ ὑπάκουαν ἂν εἶχαν προσκληθεῖ. Ὅμως αὐτὸ εἶναι εὔλογο, ὅτι δηλαδὴ δὲν ἀποδοκιμάσθηκαν δίκαια, ἂν δὲν προσκλήθηκαν, δὲν εἶναι ὅμως ἀληθινὸ ἐκεῖνο, τὸ ὅτι δὲν προσκλήθηκαν ὅλοι. Καθὼς ὁ Κύριος ὑψωνόταν πρὸς τὸν οὐρανὸ μετὰ τὴν Ἀνάσταση ἀπὸ τοὺς νεκρούς, εἶπε στοὺς μαθητές Του, «πηγαίνοντας σ’ ὁλόκληρο τὸν κόσμο νὰ διακηρύξετε τὸ Εὐαγγέλιο σὲ ὅλη τὴν κτίση» (Μαρκ. ιστ’, 15), καὶ «κάνετε μαθητές μου ὅλα τὰ ἔθνη βαπτίζοντάς τους στὸ ὄνομα τοῦ Πατέρα καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ διδάξτε τους νὰ τηροῦν ὅλες τὶς ἐντολὲς ποὺ σᾶς ἔδωσα» (Ματθ. κη’, 19 – 20). Καὶ τὸ ὅτι αὐτὴ τὴν παραγγελία τὴν πραγματοποίησαν οἱ μαθητές, εἶναι ἀρκετὸ νὰ τὸ παρουσιάσει ὁ μέγας Παῦλος, ποὺ εἶπε: «Μήπως, λέει, δὲν ἄκουσαν τό: Σ’ ὅλη τὴ γῆ ἀντήχησε ἡ φωνή τους, καὶ στὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης τὰ λόγια τους» (Ρωμ. ι, 18), δηλαδὴ τῶν Ἀποστόλων. Ὥστε προσκλήθηκαν ὅλοι καὶ δικαίως ὅσοι δὲν προσῆλθαν στὴν πίστη, θὰ τιμωρηθοῦν. Πῶς λοιπὸν ὁ Κύριος δὲν εἶπε ὅτι ὅλοι εἶναι καλεσμένοι, ἀλλὰ εἶπε πολλοί; Αὐτὸ συνέβη διότι μιλοῦσε γιὰ ὅσους προσῆλθαν, γι’ αὐτὸ καὶ τὸ ἔθεσε ὕστερα, μετὰ τὴν παραβολή. Διότι, ἂν κάποιος ποὺ προσκλήθηκε, ὑπακούσει στὴν πρόσκληση, καὶ βαπτιστεῖ καὶ ὀνομασθεῖ μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, Χριστιανός, ἀλλὰ δὲν ζήσει ἄξια πρὸς τὴν πρόσκληση, καὶ δὲν τηρήσει τὶς ὑποσχέσεις ποὺ ἔδωσε ὅταν βαπτιζόταν, ζώντας κατὰ Χριστόν, αὐτὸς εἶναι καλεσμένος, ὄχι ὅμως ἐκλεκτός.

 

  1. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸ ἀποροῦν μερικοί, καὶ μᾶλλον καὶ κατηγοροῦν, αὐτοὶ ποὺ εἶναι γῆ καὶ πηλός, τὸν ὑπερουράνιο Θεό, οἱ χθεσινοὶ τὸν προαιώνιο. Λένε δηλαδή, γιατί ὁ Θεὸς κάλεσε ἐκείνους, ἀφοῦ γνώριζε πὼς δὲν θὰ ὑπάκουαν καθόλου, ἢ δὲν θὰ ὑπάκουαν οὔτε μὲ ἔργα; Καὶ γενικά, γιατί κατασκεύασε αὐτοὺς ποὺ πρόκειται νὰ τιμωρηθοῦν, καὶ μάλιστα ἀφοῦ τὸ προγνώριζε; Καὶ κατηγοροῦν χωρὶς νὰ ἀκοῦνε οὔτε ἐκεῖνο, ὅτι, «ὅσο ἀπέχει ὁ οὐρανὸς ἀπὸ τὴ γῆ, τόσο ἀπέχουν οἱ σκέψεις μου ἀπὸ τὶς σκέψεις σας, λέει ὁ Κύριος» (Ἠσ. νε΄ 9), ἀλλὰ ζητοῦν τὸν λόγο καὶ ἐλέγχουν Ἐκεῖνον ποὺ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ γίνει κατανοητός. Ἐμεῖς πόσο διαφέρουμε ἀπὸ τὰ μυρμήγκια; Δὲν ἔχουμε ἀπὸ τὰ ἴδια ὑλικὰ αὐτὸ τὸ φύραμά μας, δηλαδὴ τὸ σῶμα; Δὲν τρεφόμαστε ἀπὸ τὰ ἴδια; Δὲν ζοῦμε στοὺς ἴδιους τόπους; Δὲν χρησιμοποιοῦμε σχεδὸν τὶς ἴδιες δυνάμεις; Σὲ μερικὲς μάλιστα ἀπὸ αὐτές, ὑπερέχουν ἀπὸ ἐμᾶς τὰ μυρμήγκια, διότι πιὸ εὔκολα προβλέπουν τὰ χρήσιμα γι’ αὐτά, πιὸ εὔκολα προγνωρίζουν τὰ ἐπιτήδεια καὶ εἶναι πιὸ πρόθυμα γιὰ τὴ συγκομιδὴ ὅλου τοῦ ἔτους. Ἀλλὰ ὑπερέχουμε κι’ ἐμεῖς ἀπὸ αὐτὰ στὸ λογικὸ καὶ στὴν ψυχή μας; Ποιὰ εἶναι ὅμως αὐτὴ ἡ ὑπεροχή, ὅταν συγκρίνεται πρὸς τὴν ὑπεροχὴ τοῦ Θεοῦ ἀπέναντί μας;

 

  1. Ἂν λοιπὸν συγκεντρωνόταν ὅλα τὰ μυρμήγκια τῆς οἰκουμένης καὶ δὲν θὰ μποροῦσαν ποτὲ νὰ γνωρίσουν οὔτε τὸ παραμικρότερο ἔργο ἢ νόημα ἀπὸ τὰ δικά μας γιατί ὑπερέχουμε ἀπὸ αὐτὰ σὲ ὅλα, πῶς ἐμεῖς θὰ μπορέσουμε νὰ κατανοήσουμε τὰ ἔργα καὶ τὸν νοῦ τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ὑπερέχει ἀπὸ ἐμᾶς ἀπείρως ἄπειρες φορὲς καὶ νὰ στοχασθοῦμε μὲ ἀκρίβεια τὴν ἀκολουθία τῶν γεγονότων χωρὶς τὴν πίστη; Γιατί, ὅπως ἀκριβῶς ὁ μεγάλος φωστήρας στὸν οὐρανό, ὁ ἥλιος, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ κάνει ἡμέρα, ἐὰν ἡ λαμπρότητά του δὲν ξεπερνοῦσε τὴν ὄψη μας, ἔτσι, οὔτε ὁ δημιουργός τῆς φύσεώς μας Θεός, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ μᾶς χορηγήσει τὴ σωτηρία, ἂν ἦταν καταληπτὸς ἀπὸ ἐμᾶς καὶ ἂν δὲν εἶχε σοφία καὶ ἀγαθότητα ποὺ ὑπερβαίνει τὴ διάνοιά μας.

 

  1. Ὅμως, αὐτοὶ ποὺ κατηγοροῦν τὸν Θεό, γιὰ τὸ πῶς κάλεσε αὐτοὺς ποὺ δὲν ἐπρόκειτο νὰ ὑπακούσουν μὲ ἔργα, πῶς δὲν θὰ Τὸν θεωροῦσαν αἴτιο αὐτῆς τῆς ἀπώλειάς τους, ἂν δὲν τοὺς καλοῦσε; Γι’ αὐτὸ λοιπὸν τοὺς κάλεσε, γιὰ νὰ μὴν μπορεῖ κανεὶς νὰ πεῖ ὅτι Αὐτὸς εἶναι αἰτία τῆς τιμωρίας τους. Καὶ γιατί γενικὰ κατασκεύασε αὐτοὺς ποὺ ἐπρόκειτο νὰ τιμωρηθοῦν; Τοὺς κατασκεύασε ὄχι γιὰ νὰ τοὺς τιμωρήσει, ἀλλὰ γιὰ νὰ τοὺς σώσει, κι’ αὐτὸ εἶναι φανερὸ ἀπ’ τὴν πρόσκληση. Διότι, ἂν ἤθελε νὰ τιμωρήσει κάποιον, δὲν θὰ τοὺς καλοῦσε ὅλους γιὰ σωτηρία. Καὶ ἂν Ἐκεῖνος ἀπὸ τὴν ἀγαθότητά Του μὲ δημιούργησε καὶ μὲ κάλεσε σὲ σωτηρία, καὶ ἐγὼ φάνηκα κακός, ἔπρεπε ἡ κακία μου, καὶ μάλιστα ποὺ δὲν ἦταν παροῦσα ἀκόμη, νὰ νικήσει καὶ νὰ ἐμποδίσει τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ ποὺ ὑπάρχει πάντοτε; Αὐτὸ ποιὰ λογικὴ μπορεῖ νὰ ἔχει; Καὶ ὅποιος δὲν λέει αὐτό, ἀλλὰ ἁπλὰ κατηγορεῖ τὸν Θεό, αὐτὸ ἰσχυρίζεται κατ’ εὐθείαν, ὅτι δὲν ἔπρεπε νὰ δημιουργηθεῖ κάποια λογικὴ φύση. Διότι ἀνάγκη θὰ ὑπῆρχε τοῦ λογικοῦ, ἂν δὲν ἦταν προαιρετικὸ καὶ αὐτεξούσιο; Καὶ πῶς θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ εἶναι αὐτεξούσιος καὶ νὰ ἔχει προαίρεση, ὅταν, ἂν θὰ τὸ ἤθελε, θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι καὶ κακός; Καὶ ἐὰν κάποιος δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι κακός, τότε δὲν μπορεῖ νὰ γίνει οὔτε ἀγαθός.

 

  1. Ὅποιος λοιπὸν λέει, ὅτι ὅσοι πρόκειται νὰ τιμωρηθοῦν, δὲν ἔπρεπε νὰ δημιουργηθοῦν ἀπὸ τὸν Θεό, ἰσχυρίζεται ὅτι δὲν ἔπρεπε νὰ δημιουργηθοῦν οὔτε ὅσοι πρόκειται νὰ σωθοῦν, οὔτε ἐπίσης καμμιὰ γενικὰ λογικὴ καὶ αὐτεξούσια φύση. Καὶ ἐὰν ὅλα τὰ ἄλλα δημιουργήθηκαν γιὰ χάρη τῆς λογικῆς φύσης, αὐτὸ ἰσχυρίζεται, ὅτι δὲν ἔπρεπε ὁ Θεὸς νὰ εἶναι δημιουργός. Βλέπετε πόση εἶναι ἡ οὐτοπία; Ἀλλὰ ἀφοῦ δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ λογικὸ καὶ αὐτεξούσιο γένος τῶν ἀνθρώπων, μὲ τὴ ροπὴ τοῦ αὐτεξουσίου καὶ τὴ διαφορετικὴ κλίση του, ἄλλοι ἐπρόκειτο νὰ γίνουν κακοὶ καὶ ἄλλοι πάλι ἀγαθοί, τί ἔπρεπε νὰ πράξει ὁ πραγματικὰ ἀγαθὸς Θεός; Νὰ μὴ φέρει στὴν ὕπαρξη τοὺς ἀγαθοὺς ἐξ αἰτίας ἐκείνων ποὺ ἐπρόκειτο νὰ εἶναι κακοί; Τί πιὸ ἄδικο θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ σκεφτεῖ ἀπὸ αὐτό; Διότι, ἐὰν ἐπρόκειτο καὶ ἕνας μόνο νὰ εἶναι ὁ ἀγαθός, οὔτε τότε θὰ ἦταν σωστὸ νὰ παραιτηθεῖ ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴ δημιουργία, διότι ὁ ἕνας ποὺ πράττει τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ μύριους παράνομους. Καὶ τί θὰ ποῦμε καὶ σ’ ἐκείνους ποὺ διαλέγουν καὶ τὸν χρυσὸ ἀπὸ τὸ χρυσοφόρο χῶμα; Μήπως νὰ συγκεντρώνουν καὶ τὸ ἄχρηστο χῶμα γενικὰ μαζὶ μὲ τὰ ψήγματα τοῦ χρυσοῦ; Ἀλλὰ θὰ ἀκούσουμε ὅτι δὲν θὰ μποροῦσε νὰ γίνει ἡ ἐκλογή, οὔτε θὰ ὑπῆρχαν οἱ ἐκλεκτοί, ἂν δὲν καλοῦνταν καὶ οἱ μὴ ἐκλεκτοί. Καὶ πῶς θὰ καλοῦνταν, ἂν δὲν εἶχαν δημιουργηθεῖ;

 

  1. Μᾶλλον ἂς φέρουμε τὸν λόγο πιὸ κοντά, κι’ ἂς ρωτήσουμε τοὺς ἴδιους ποὺ κατηγοροῦν τὸν Θεό, ὁ Ὁποῖος θέλει νὰ σωθοῦν ὅλοι, γιὰ ἐκείνους ποὺ δὲν θέλουν τὴ σωτηρία τους. Ἀφοῦ εἴμαστε θνητοί, πρέπει ἀναγκαστικὰ νὰ τρεφόμαστε. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἀπὸ τὴν τροφὴ ἕνα μέρος τὸ συγκρατεῖ ἡ φύση μας γιὰ τὴ συντήρησή της καὶ τὸ κρατᾶ γιὰ τὸν ἑαυτό της, καὶ τὸ ἄλλο καθιστώντας το δυσῶδες τὸ ἀποβάλλει ὡς ἄχρηστο μέσω τῶν σχετικῶν ὀργάνων, ἐσεῖς ἐξ αἰτίας ἐκείνου ποὺ πρόκειται νὰ μεταβληθεῖ σὲ κόπρο, θὰ ἀπομακρύνετε τελείως τὴν τροφή, ἢ θὰ δεχτεῖτε τὸ σύνολο τῆς τροφῆς γιὰ χάρη ἐκείνου ποὺ ἐκλέγεται καὶ ἐξομοιώνεται καὶ ἀφομοιώνεται μὲ τὴν πέψη, γιὰ συντήρηση τῆς φύσεώς μας; Ἀσφαλῶς δὲν χρειάζεται ἀπάντηση, διότι δίνουμε ἀπάντηση μὲ τὸ ἔργο, καθὼς τρεφόμαστε καθημερινὰ καὶ προσλαμβάνουμε γιὰ χάρη τῆς κατάλληλης σ’ ἐμᾶς τροφῆς, καὶ τὴν ἀκατάλληλη στὴ φύση μας. Κι’ αὐτὸ γιὰ ποιὸ λόγο τὸ κάνουμε; Τὸ κάνουμε γιὰ χάρη τῆς ἔμφυτης ἀγάπης μας γιὰ τὴ ζωή. Ἔτσι λοιπὸν καὶ ὁ Θεός, λόγω τῆς φυσικῆς χρηστότητος καὶ ἀγαθότητός Του, δὲν θὰ παρέλειπε ἐξαιτίας ἐκείνων ποὺ ἐπρόκειτο νὰ εἶναι μὲ τὴ θέλησή τους κακοί, νὰ φέρει στὴν ὕπαρξη τοὺς ἀγαθούς, ἀλλὰ ἐξαιτίας τῶν ἀγαθῶν δημιούργησε κι’ αὐτοὺς ποὺ ἐπρόκειτο νὰ εἶναι κακοί.

 

  1. Δὲν βλέπετε τοὺς γιατρούς, ποὺ δὲν ἐπιτρέπουν νὰ μένουν χωρὶς τροφὴ οἱ ἄρρωστοι ποὺ ἔχουν ἀτονία τοῦ στομαχιοῦ τους καὶ δὲν κρατοῦν τὴν τροφὴ ἀλλὰ τὴν κάνουν ἐμετό; Γιατί, λοιπόν, τοὺς προτρέπουν νὰ τρέφονται; Διότι ὁ ἀνθρώπινος ὀργανισμὸς κάτι συγκρατεῖ ἀπὸ τὴν τροφή, ἔστω καὶ λίγο, ἂν καὶ τὸ μεγαλύτερο μέρος τῶν φαγητῶν ἀχρηστεύεται ἀπὸ τοὺς ἐμετούς. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἰατρικὴ δίκαια καλεῖται φιλάνθρωπη. Ὥστε καὶ ἡ φιλαγαθότητα καὶ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ φανερώνεται μᾶλλον ἀπὸ αὐτό. Ὅτι δηλαδὴ ἐπειδὴ ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴ σωτηρία τους, λίγοι βέβαια ὅταν συγκριθοῦν μὲ τὸ πλῆθος αὐτῶν ποὺ δὲν σώζονται, ὁ Θεὸς δημιούργησε ὁλόκληρο τὸ γένος καὶ ἐπειδὴ ὑπάρχουν λίγοι ἄνθρωποι ποὺ πρόκειται νὰ εἶναι ἐκλεκτοί, Αὐτὸς ἀπὸ ὑπερβολικὴ φιλανθρωπία τοὺς κάλεσε ὅλους.

 

  1. Διότι λέει «ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν μοιάζει μὲ ἕναν βασιλιά, ποὺ ἔκανε τὸν γάμο τοῦ γιοῦ του. Ἔστειλε τοὺς δούλους του νὰ φωνάξουν τοὺς καλεσμένους στὸν γάμο, ἐκεῖνοι ὅμως δὲν ἤθελαν νὰ ἔλθουν» (Ματθ. κβ’, 22). Ἐδῶ γάμο ἐννοεῖ τὴν ἕνωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση, καὶ μέσω αὐτῆς τῆς ἑνώσεως μὲ τὴν Ἐκκλησία. Ἔτσι καὶ ὁ Παῦλος, λέγοντας ὅτι τὸ μυστήριο τοῦ γάμου εἶναι μέγα, πρόσθεσε, «ἐγὼ σᾶς λέω ὅτι ἀναφέρεται στὴ σχέση Χριστοῦ καὶ Ἐκκλησίας» (Ἐφ. ε’, 32). Καὶ ἀλλοῦ πάλι μᾶς λέει, «σᾶς ἕνωσα μὲ ἕναν ἄνδρα, τὸν Χριστό, γιὰ νὰ σᾶς παρουσιάσω σ’ Αὐτὸν σὰν ἁγνὴ παρθένο» (Β’ Κορ. ια’, 2). Καὶ γιατί δὲν ἀναφέρει ὅτι ὁ Βασιλιὰς τῶν οὐρανῶν, ὁ Ὕψιστος Πατέρας, τέλεσε γιὰ τὸν Υἱὸ Του ἕνα γάμο, ἀλλὰ λέει γάμους; Ἐπειδὴ βέβαια ὁ Νυμφίος τῶν καθαρῶν ψυχῶν, ὁ Χριστός, ὅταν ἑνώνεται μυστικὰ μὲ κάθε μία ψυχή, ἐπιτρέπει στὸν Πατέρα Του νὰ παραθέτει γαμήλια χαρὰ γι’ αὐτὸν τὸν σκοπό. Αὐτὸς εἶναι πραγματικὰ ποὺ λέει, ὅτι «γίνεται χαρὰ στὸν οὐρανὸ γιὰ τὴ μετάνοια ἑνὸς ἁμαρτωλοῦ» (Λουκ. ιε’, 7), διότι καρπὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ μὲ τὴ μετάνοια συνδέει καὶ ἑνώνει πάλι τοὺς ζῶντες ποὺ ἐπιστρέφουν, μὲ τὸν Χριστό, εἶναι ἡ χαρά, σύμφωνα μὲ ὅσα λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (Γαλ. ε’, 22) καὶ περιβάλλει μαζί τους ἔνθεους ποὺ βρίσκονται στὸν οὐρανὸ καὶ ἐπάνω στὴ γῆ. Γι’ αὐτὸ γίνεται χαρὰ στὸν οὐρανὸ γιὰ κάθε ἁμαρτωλὸ ποὺ μετανοεῖ.

 

  1. Καθὼς λοιπὸν πραγματοποιεῖται ἤδη ἡ ἀπερίγραπτη ἕνωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος μᾶς χάρισε τὴ μετάνοια, μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση, καὶ ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς ἑνώσεως συγκροτεῖται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ Πατέρα μυστικὴ χαρὰ στοὺς οὐρανούς, ἀπεστάλησαν οἱ δοῦλοι τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος τοῦ Κυρίου, ὁ Ζαχαρίας ποὺ τὸν σκότωσαν οἱ Ἰουδαῖοι μεταξύ τοῦ ναοῦ καὶ τοῦ θυσιαστηρίου, ὁ Συμεὼν ὁ θεοδόχος, καὶ γενικὰ ὅλοι, ὅσοι πρὶν ἀπὸ τὸ σωτηριῶδες Πάθος καὶ τὴν Ἀνάσταση ἀνάφεραν στὸ κήρυγμά τους ὅτι εἶχε πραγματοποιηθεῖ ἤδη ἡ ἔλευση τοῦ Κυρίου ἐπάνω στὴ γῆ. Αὐτοί, λοιπόν, ἀπεστάλησαν γιὰ νὰ καλέσουν τοὺς προσκεκλημένους, δηλαδὴ τοὺς Ἰουδαίους (διότι αὐτοὶ εἶναι οἱ προσκεκλημένοι, ἀφοῦ προσκλήθηκαν προηγουμένως μὲ τοὺς προφῆτες, ἀλλὰ δὲν θέλησαν νὰ ἔλθουν, δηλαδὴ νὰ πιστέψουν καὶ νὰ συμμετάσχουν στὴν ἀπερίγραπτη κοινωνία καὶ χάρη, ἂν καὶ πολλὲς φορὲς καὶ προηγουμένως καὶ τώρα προσκλήθηκαν. Λέει λοιπὸν πάλι -ἀλήθεια, τί ἀπερίγραπτη μακροθυμία!- ἀπέστειλε ἄλλους δούλους ποὺ ἔλεγαν: «Ἔχει ἑτοιμασθεῖ τὸ γεῦμα, ἔχουν σφαγεῖ οἱ ταῦροι καὶ τὰ θρεφτάρια, καὶ ὅλα εἶναι ἕτοιμα. Ἐλᾶτε στὸν γάμο» (Ματθ. κβ’, 4). Καὶ ἀφοῦ ἄκουσαν, ἄλλοι ἀμέλησαν καὶ πῆγαν στοὺς ἀγροὺς καὶ σὲ ἐμπορικὲς δουλειές. Πόσο διαφέρουν ἀπὸ αὐτοὺς σήμερα, ὅσοι προφασίζονται τρύγους καὶ ἀμπέλια κι’ ἀνωμαλίες σὲ ἐμπόριο καὶ ἀπουσιάζουν ἀπὸ τὶς ἱερὲς συνάξεις καὶ δὲν ἔχουν προθυμία νὰ ἀκοῦνε τὴν ἱερὴ ψαλμωδία καὶ διδασκαλία; Καὶ ἄλλα, λέει, ἀφοῦ ἔπιασαν τοὺς δούλους τοὺς ἔβρισαν καὶ τοὺς σκότωσαν. Δὲν διαφέρουν πολὺ ἀπὸ αὐτοὺς ὅσοι καὶ τώρα δείχνουν ἀπείθεια στοὺς προϊσταμένους τῆς Ἐκκλησίας καὶ μερικὲς φορὲς ἐπαναλαμβάνουν ἐναντίον τους αὐτὰ ποὺ λένε οἱ ἐχθροί. Ἐμεῖς ὅμως ἂς βγάλουμε δωρεὰν καὶ γι’ αὐτοὺς τὸ σωτηριῶδες γλεῦκος ἀπὸ αὐτὴν τὴν παραβολή.

 

  1. Λέει «ἔχω ἑτοιμάσει τὸ ἄριστο γεῦμα, ἔχω σφάξει τοὺς ταύρους καὶ τὰ θρεφτάρια, καὶ ὅλα εἶναι ἕτοιμα. Ἐλᾶτε στὸν γάμο» (Ματθ. κβ’, 4). Πραγματικὰ κατὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου, πραγματοποιήθηκε τὸ ἄριστο ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ. Διότι ὅλα ὅσα ἔγιναν πρὶν ἀπὸ τὴν ἐνανθρώπηση ἀπὸ τὸν Θεὸ κατ’ οἰκονομίαν γιὰ χάρη μας ἦταν καλὰ καὶ ἀγαθά, ποὺ ἀπέβλεπαν πρὸς αὐτὸν τὸν σκοπό. Ὅμως τὸ ἄριστο ἀπὸ ὅλα, καὶ μᾶλλον τὸ μόνο πραγματικὸ καὶ ἀσύγκριτο ἄριστο, εἶναι ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ μάλιστα τὸ τέλος αὐτῆς, δηλαδὴ τὰ σωτηριώδη Πάθη καὶ ἡ Ἀνάσταση. Φαίνεται πὼς πραγματικὰ ἡ πρόσκληση αὐτὴ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους νὰ ἔγινε μετὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ἀπὸ τοὺς νεκρούς, διότι τότε εἶχαν ἑτοιμασθεῖ τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὴ σωτηρία μας: Ἡ τέλεια οἰκονομία τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ μὲ τὴ σάρκωση, ἡ θεόπνευστη κατ’ αὐτὴν διδασκαλία, τὰ ἀποτελέσματα τῆς θεανθρώπινης ἐνέργειας τοῦ Κυρίου, ἡ μετάδοση τοῦ θεανθρωπίνου Σώματος, τὸ μεγάλο καὶ θεῖο καὶ σωτηριῶδες θαῦμα, ἡ τριήμερη Ἀνάσταση ἀπὸ τοὺς νεκρούς, ἡ ἀρχὴ τῆς αἰώνιας ζωῆς καὶ τῆς ἔνθεης εὐφροσύνης κατ’ αὐτήν. Οἱ ταῦροι μου, λέει, καὶ τὰ σιτευμένα μου ἔχουν σφαγεῖ. Διότι τότε ἔχουν ἐνωθεῖ τὰ παλαιὰ μὲ τὰ νέα. Τὰ νέα δηλώνονται μὲ τὴ θυσία τῶν σιτευμένων (διότι ὁ ἄρτος εἶναι ποὺ θυσιάζεται τώρα γιὰ χάρη μας στὴν Ἐκκλησία) καὶ τὰ παλαιὰ δηλώνονται μὲ τοὺς ταύρους καὶ μεταφέρονται πρὸς τὸ θειότερο μὲ τὴν καινούργια θυσία.

 

  1. Ἐστάλησαν, λοιπόν, ἄλλοι δοῦλοι, οἱ Ἀπόστολοι τοῦ Κυρίου, γιὰ νὰ τὰ κηρύξουν αὐτὰ καὶ στοὺς Ἰουδαίους, ἐνῶ ὁ Δεσπότης μακροθυμοῦσε ἀκόμη γι’ αὐτούς. Ἀλλὰ ὅταν ἐκεῖνοι τοὺς ἄκουσαν, ἄλλοι οὔτε τοὺς πρόσεξαν, γιατί ἦταν προσηλωμένοι ἀπόλυτα σὲ χωράφια καὶ ἐμπόριο, σὲ γῆ καὶ στὰ γήινα. Ἄλλοι πάλι ἔπιασαν τοὺς κήρυκες καὶ ἄλλους τοὺς ἔβρισαν καὶ ἄλλους τοὺς λιθοβόλησαν, καὶ ἄλλους, ὅσο ἑξαρτιόταν ἀπὸ αὐτούς, καὶ τοὺς ἔβρισαν καὶ τοὺς σκότωσαν. Λέει, λοιπόν, πὼς «θύμωσε ὁ βασιλιάς, ἔστειλε τὸν στρατό του καὶ ἀφάνισε ἐκείνους τοὺς φονιάδες καὶ πυρπόλησε τὴν πόλη τοὺς» (Ματθ. κβ’, 7). Ἐπειδὴ ὅμως, ἀκόμη καὶ μετὰ τὸ Πάθος ποὺ ἑτοιμάσθηκε ἀπὸ αὐτούς, μακροθυμοῦσε ὁ Κύριος, ἀπέστειλε αὐτοὺς ποὺ τοὺς καλοῦσαν σὲ μετάνοια, ἐπαγγέλλονταν ἀμνηστία καὶ ὑπόσχονταν χορήγηση μεγάλων ἀγαθῶν, ἔδιναν γι’ αὐτὰ ἐγγυήσεις καὶ προκαταβολὲς καὶ ἀσφαλεῖς βεβαιώσεις. Ἐκεῖνοι ὅμως ὄχι μόνο δὲν μετανόησαν καὶ δὲν ἔδωσαν προσοχή, ἀλλὰ καὶ ἀνταπέδωσαν βρισιὲς καὶ αὐτοὺς ποὺ τοὺς ἔφεραν αὐτὲς τὶς καλὲς εἰδήσεις τοὺς ἀντάμειψαν μὲ φόνους. Δίκαια μετὰ στέλνει ἐκείνους ποὺ θὰ τοὺς ἀφανίσουν καὶ θὰ πυρπολήσουν τὴν πόλη τους. Καὶ ποιὸς δὲν γνωρίζει ὅτι αὐτὰ ἔγιναν φανερὰ στὴν Ἱερουσαλήμ, τὴν ὁποία τώρα τὴν ὀνόμασε πολὺ σωστὰ καὶ πόλη φονιάδων.

 

  1. Καὶ ἐπειδὴ ἐκεῖνοι οἱ προσκεκλημένοι πολλὲς φορὲς καὶ προηγουμένως καὶ τώρα ἀπέδειξαν τοὺς ἑαυτοὺς τους ὄχι μόνο ἀνάξιούς τῆς προσκλήσεως, ἀλλὰ καὶ ἄξιους θείας ὀργῆς καὶ πανωλεθρίας, οἱ ἴδιοι δοῦλοι, δηλαδὴ οἱ Ἀπόστολοι τοῦ Κυρίου, μὲ ἐντολὴ τοῦ Βασιλιᾶ, βγῆκαν στοὺς δρόμους καὶ μάζεψαν, λέει, ὅσους βρῆκαν στοὺς δρόμους, κακοὺς καὶ καλοὺς καὶ γέμισε ἡ αἴθουσα ἀπὸ συνδαιτυμόνες. Αὐτοὶ εἶναι ὅσοι προσκλήθηκαν ἀπὸ τὰ ἔθνη, διότι τότε μία πόλη τοῦ Θεοῦ ὑπῆρχε, ἡ Ἱερουσαλήμ, καὶ ἕνας οἶκος Του, τοῦ Ἰσραήλ, καὶ ὅσοι ἦταν ἔξω ἀπὸ αὐτὸν τὸν οἶκο, ποὺ κάποτε ἦταν οἱ ἐθνικοί, ἦταν σὰν πεταμένοι στοὺς δρόμους ποὺ ἦταν πολλοὶ καὶ διάφοροι, διότι πολλὰ καὶ διάφορα ἦταν καὶ τὰ δόγματά τους. Καὶ ὀνομάζει κακοὺς καὶ καλοὺς αὐτοὺς ποὺ βρέθηκαν στοὺς δρόμους καὶ ἀπὸ ἐκεῖ περιμαζεύτηκαν, ἐξ αἰτίας τῆς διαφορᾶς τῆς προαιρέσεώς τους, ἀπὸ τὴν ὁποία ἄλλοι γίνονται ἐκλεκτοί, δείχνοντας τρόπο καὶ βίο σύμφωνο μὲ τὴν πίστη, καὶ ἄλλοι ἀπομακρύνονται ἀπὸ τοὺς ἐκλεκτούς, ἔχοντας ζήσει βίο αἰσχρὸ καὶ πονηρὸ καὶ ἀταίριαστο πρὸς τὴν πίστη.

 

  1. Τὸ δείχνει αὐτὸ καὶ μὲ τὴ συνέχεια: «Μπῆκε, λέει, μέσα κι’ ὁ βασιλιὰς γιὰ νὰ δεῖ τοὺς συνδαιτυμόνες», δηλαδὴ ὅσους ἀπὸ τοὺς προσκεκλημένους ἦλθαν. Ἡ εἴσοδός του γιὰ νὰ δεῖ καὶ ἀνακρίνει τοὺς συνδαιτυμόνες εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου κατὰ τὸν καιρὸ τῆς μελλοντικῆς κρίσεως. Λέει «ὅταν μπῆκε ὁ βασιλιάς… εἶδε κάποιον ποὺ δὲν ἦταν ντυμένος μὲ τὴ γαμήλια φορεσιὰ» (Ματθ. κβ’, 11). Ἔνδυμα τοῦ πνευματικοῦ γάμου εἶναι ἡ ἀρετή, τὴν ὁποία ὅποιος δὲν τὴ φόρεσε ἀπὸ ἐδῶ, ὄχι μόνο θὰ βρεθεῖ ἀνάξιος τοῦ θείου ἐκείνου νυφικοῦ θαλάμου, ἀλλὰ θὰ δοκιμάσει καὶ ἀπερίγραπτα δεσμὰ καὶ μαστιγώματα. Καὶ ἂν γιὰ κάθε ψυχὴ ὑπάρχει ὡς ἔνδυμα τὸ ἑνωμένο μ’ αὐτὴν σῶμα, ὅποιος δὲν τὸ φύλαξε καὶ δὲν τὸ καθάρισε ἐδῶ μὲ ἐγκράτεια καὶ ἁγνότητα καὶ σωφροσύνη, θὰ τὸ λάβει τότε ἄχρηστο καὶ ἀνάξιο γιὰ ἐκεῖνον τὸν νυφικὸ θάλαμο, καὶ αἴτιο νὰ βγεῖ ἔξω ἀπὸ αὐτήν. Λέει, ἀφοῦ ἔλεγξε καὶ καταντρόπιασε ὁ βασιλιὰς ἐκεῖνον τὸν ντυμένον ἀνάξια πρὸς τὴν πρόσκληση, εἶπε πρὸς τοὺς ὑπηρέτες: «δέστε του τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια καὶ πάρτε τον», δηλαδὴ ἀφοῦ τὸν περιβάλετε μὲ ἀναπόφευκτα δεινά, ἀπομακρύνετέ τον ἀπὸ τὴν κατοικία καὶ τὴ συναυλία τῶν εὐφραινομένων, «καὶ βγάλτε τον ἔξω στὸ σκοτάδι. Ἐκεῖ θὰ κλαίει καὶ θὰ τρίζει τὰ δόντια του» (Ματθ. κβ’, 13). Δίκαια λοιπόν, δένεται χειροπόδαρα αὐτὸς ποὺ καὶ ἀπὸ τὰ ἐδῶ σκοινιὰ τῶν ἁμαρτιῶν σφιγγόταν, καὶ διώχνεται ἔξω στὸ σκοτάδι, ὁδηγούμενος μακρύτερα ἀπὸ τὸν Θεό, ἀφοῦ ἐδῶ δὲν ἔπραξε ἔργα φωτός. Ἐκεῖ, λέει, θὰ κλαίει καὶ θὰ τρίζει τὰ δόντια του. Διότι δὲν εἶναι μόνο σκοτάδι, ἀλλὰ καὶ ἄσβηστη φωτιὰ ἐκεῖνο τὸ σκοτάδι. Καὶ ἐπὶ πλέον καὶ γεμάτο μὲ ἀκοίμητα σκουλήκια.

 

  1. Εἶναι, λοιπόν, ἐκεῖ κλάμα καὶ τρίξιμο τῶν δοντιῶν ἀπὸ τὶς ἀφόρητες ὀδύνες ποὺ ἐπιβάλλονται, οἱ ὁποῖες ἐγγίζουν καὶ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα, ἀπὸ τὶς ἀτέλειωτες θρηνητικὲς κραυγές, ἀπὸ τὴν ἀτέλειωτη καὶ ἀνώφελη ἐκεῖ μεταμέλεια. Καὶ ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ ὁ Κύριος πρόσθεσε: «Γιατί πολλοὶ εἶναι οἱ καλεσμένοι, λίγοι ὅμως οἱ ἐκλεκτοὶ» (Ματθ. κβ’, 14), δείχνοντας ὅτι δὲν εἶναι ἕνας αὐτὸς ποὺ θὰ ἀποκτήσει ἐκεῖ τὴν πείρα ἐκείνων τῶν δεινῶν, ἀλλὰ γενικὰ ὅποιος ντύνεται τὴν ὅμοια ἀπὸ τὰ ἔργα φαυλότητα. Μὲ αὐτὸν τὸν ἕνα ὁ Κύριος παρέστησε ποιοὶ εἶναι οἱ πονηροὶ ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ προσκλήθηκαν καὶ προσῆλθαν καὶ βαπτίστηκαν καὶ δὲν μεταμελήθηκαν πρὸς τὸ καλύτερο, οὔτε ἀπέβαλαν μὲ τὴ μετάνοια τὴν ἀκαθαρσία ἀπὸ τὶς πονηρὲς ἡδονὲς καὶ τὰ πάθη.

 

  1. Ὅμως ἐμεῖς, ἀδελφοί, ἂς ξεντυθοῦμε τὸν χιτώνα ποὺ εἶναι σκισμένος ἀπὸ τὴ μέθη καὶ τὸν κορεσμὸ τῆς κοιλίας καὶ κηλιδωμένος ἀπὸ τὴ σάρκα καὶ τὴ σχετικὴ μ’ αὐτὴν ἀνεγκράτεια, κι’ ἂς ντυθοῦμε ὅπως λέει ὁ Ἠσαΐας ἱμάτιο σωτηρίας (Ἠσ. ξα’, 10) καὶ χιτώνα εὐφροσύνης, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴ σωφροσύνη. Ἂς ξεντυθοῦμε τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο ποὺ φθείρεται ἀπὸ τὶς ἀπατηλὲς ἐπιθυμίες καὶ ἂς ντυθοῦμε τὸν νέο ἄνθρωπο ποὺ κτίσθηκε κατὰ τὸν Θεὸ μὲ ὁσιότητα καὶ δικαιοσύνη. Ἂς ξεντυθοῦμε κάθε εἴδους ἐνδυμασία τοῦ βίου, ποὺ προέρχεται ἀπὸ ἁρπαγὴ καὶ πλεονεξία, ὡς ἄσχημη καὶ ἀξιοκατάκριτη μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ, καὶ ἂς ντυθοῦμε ὡς ἐκλεκτοί τοῦ Θεοῦ, σπλάχνα ὅλο ἔλεος, ταπείνωση, μετριοφροσύνη, πραότητα. Καὶ ἂς φροντίσουμε μὲ κάθε τρόπο, σύμφωνα μὲ τὴν προτροπὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, νὰ κάνουμε βεβαία τὴν πρόσκληση καὶ τὴν ἐκλογή. Διότι κάνοντας ἔτσι δὲν θὰ ἀστοχήσουμε νὰ δεχτοῦμε τὶς ὑποσχέσεις τῶν μελλοντικῶν ἀγαθῶν καὶ νὰ βρεθοῦμε μαζὶ μὲ τοὺς εὐφραινομένους αἰώνια.

 

  1. Αὐτὴ τὴν ἀπὸ κοινοῦ ἀπόλαυση εἴθε νὰ ἐπιτύχουμε ὅλοι ἐμεῖς, μὲ τὴ χάρη καὶ φιλανθρωπία τοῦ αἰώνιου καὶ οὐράνιου Νυμφίου τῶν ψυχῶν μας Χριστοῦ, μαζὶ μὲ τὸν Ὁποῖον ἁρμόζει δοξολογία στὸν Πατέρα καὶ στὸ Ἅγιο Πνεῦμα, στοὺς ἀτέλειωτους αἰῶνες. Ἀμήν.

 

 

Πηγή: PG151, 513-524. “ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΣΤΗΝ ΥΨΩΣΗ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ”, ΚΑΛΥΒΗ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΙΕΡΑΣ ΣΚΗΤΗΣ ΚΟΥΤΛΟΥΜΟΥΣΙΟΥ, Μετάφραση: Γεώργιος Β. Μαυρομάτης)

6.

Πολλοὶ γὰρ εἰσὶ κλητοί, ὁλίγοι δὲ ἐκλεκτοὶ

Διονύσιος (Ἡγούμενος Χρυσορροϊατίσσης)

 

 

 

«Πολλοὶ γὰρ εἰσὶ κλητοί, ὁλίγοι δὲ ἐκλεκτοὶ»

 

Στὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὁ Κύριος παρομοιάζει τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, μ’ ἕνα βασιλιά, ποὺ ἔκαμε τὸ γάμο τοῦ γιοῦ του. Ἔστειλε τοὺς δούλους του νὰ φωνάξουν τοὺς καλεσμένους στὸν γάμο, ἐκεῖνοι, ὅμως, δὲν ἤθελαν νὰ ἔλθουν. Ἔστειλε ξανὰ ἄλλους δούλους λέγοντάς τους: νὰ πεῖτε στοὺς καλεσμένους· ἔχω ἑτοιμάσει τὸ γεῦμα, ἔχω σφάξει τοὺς ταύρους καὶ τὰ θρεφτάρια, κι ὅλα εἶναι ἕτοιμα• ἐλᾶτε στὸν γάμο. Οἱ καλεσμένοι, ὅμως, ἀδιαφόρησαν καὶ πῆγε ἄλλος στὸ χωράφι του καὶ ἄλλος στὸ ἐμπόριό του. Οἱ ὑπόλοιποι ἔπιασαν τοὺς δούλους του, τοὺς κακοποίησαν καὶ τοὺς σκότωσαν.

 

Ὅταν τὸ ἄκουσε ὁ βασιλιὰς ἐκεῖνος, θύμωσε, ἔστειλε τὸν στρατό του κι ἀφάνισε ἐκείνους τοὺς φονιάδες καὶ πυρπόλησε τὴν πόλη τους. Τότε λέει στοὺς δούλους του. Τὸ τραπέζι τοῦ γάμου εἶναι ἕτοιμο, μὰ οἱ καλεσμένοι δὲν φάνηκαν ἄξιοι. Πηγαίνετε, λοιπόν, στὰ σταυροδρόμια κι ὅσους βρεῖτε, καλέστε τους στοὺς γάμους. Βγῆκαν τότε οἱ δοῦλοι στοὺς δρόμους καὶ μάζεψαν ὅλους ὅσους βρῆκαν, κακοὺς καὶ καλούς. Κι ἔτσι ἡ αἴθουσα τοῦ γάμου γέμισε ἀπὸ συνδαιτημόνες.

 

Τότε μπῆκε κι ὁ βασιλιὰς γιὰ νὰ τοὺς δεῖ κι ἐκεῖ εἶδε κάποιο, ποὺ δὲν ἦταν ντυμένος μὲ τὴ γαμήλια φορεσιά. Φίλε, τοῦ λέει, πῶς μπῆκες ἐδῶ χωρὶς τὸ κατάλληλο ντύσιμο; Ἐκεῖνος ἔχασε τὴ λαλιά του. Τότε ὁ βασιλιὰς εἶπε στοὺς ὑπηρέτες. Δέστε του τὰ πόδια καὶ τὰ χέρια καὶ πάρτε τον καὶ βγάλτε τον ἔξω στὸ σκοτάδι. Ἐκεῖ θὰ κλαίει καὶ θὰ τρίζει τὰ δόντια του. Γιατί πολλοὶ εἶναι οἱ καλεσμένοι, λίγοι ὅμως οἱ ἐκλεκτοί.

 

Μὲ τὴν εὐκαιρία, ἂς δοῦμε, λοιπὸν κι ἐμεῖς σήμερα σὲ ποιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ πάνω κατηγορίες ἀνήκουμε.

 

Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ Θεὸς ἑτοίμασε τὸ μεγάλο αὐτὸ Δεῖπνο, ἀπὸ ἄπειρη ἀγάπη καὶ στοργὴ πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Δηλαδὴ τὴν Ἁγία Του Ἐκκλησία ἐδῶ κάτω στὴ γῆ καὶ τὴν πανευφρόσυνη Βασιλεία Του στοὺς οὐρανούς. Καὶ μᾶς καλεῖ νὰ λάβουμε μέρος σ’ αὐτὸ καὶ νὰ γίνουμε μὲ λίγα λόγια ἄξιοι πολίτες τῆς Θείας Του Βασιλείας. Γιατί; Γιὰ νὰ ἀπολαμβάνουμε ἐκεῖ τὰ ὕψιστα, τὰ αἰώνια καὶ τὰ ἀθάνατα πνευματικὰ ἀγαθὰ τῆς Θείας Του Βασιλείας. Μᾶς καλεῖ, λοιπὸν καὶ μᾶς λέει: Ἄνθρωποι, τὰ ἔχω ἕτοιμα τὰ ἀγαθὰ τῆς ψυχῆς σας. Ἐδῶ εἶναι ἡ ἀλήθεια, ἡ χάρη, τὸ ἔλεος, ἐδῶ ἡ ἄφεση, ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀνάπαυση, ἐδῶ τὸ φῶς καὶ ἡ χαρὰ καὶ ἡ ἀπερίγραπτη δόξα τῆς Θείας μου Βασιλείας. Ἐλᾶτε, λοιπόν. Μὴ διστάζετε καὶ μὴ ἀργοπορεῖτε.

 

Ἡ πρόσκληση αὐτὴ ἀπευθύνεται καὶ σ’ ὅλους ἐμᾶς. Γι’ αὐτὸ καὶ πρέπει νὰ ἐκτιμήσουμε τὴ μέγιστη ἀξία της καὶ ν’ ἀνταποκριθοῦμε θετικὰ στὴν κλήση αὐτὴ τοῦ Θεοῦ. Ὅσον ἀφορᾶ στὸ Δεῖπνο αὐτὸ εἶναι μεγάλο, γιατί τὸ ἑτοίμασε ὁ ἄπειρος Θεός. Καὶ εἶναι ἀκόμα μεγαλύτερο γιατί εἶναι αἰώνιας ἀξίας καὶ διάρκειας. Πρόκειται γιὰ τὴν αἰώνια Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τὴν αἰώνια ζωὴ δηλαδή, τὴν μέλλουσαν εὐτυχία καὶ τὴν αἰώνια μακαριότητα. Πρόκειται γιὰ μία ζωὴ ἀτελεύτητη, κοντὰ στὸν Πανάγιο Θεὸ καὶ μέσα σὲ ὠκεανὸ χαρᾶς, εἰρήνης, εὐφροσύνης καὶ χάριτος. Μὲ τὸ νὰ μένουμε, συνεχῶς, μαζὶ μὲ τοὺς Ἀγγέλους, τὰ ἄϋλα καὶ νοερὰ πνεύματα, ποὺ ὑμνοῦν καὶ δοξολογοῦν ἀκατάπαυστα καὶ ἀσίγητα τὸ μεγαλεῖο καὶ τὴν δόξα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Μαζὶ μὲ τοὺς δοξασθέντες ἁγίους, τοὺς μάρτυρες, τοὺς ὁμολογητὲς καὶ δικαίους, ποὺ λάμπουν σὰν ἀστέρες πολύφωτοι γύρω ἀπὸ τὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ. Στὸ Δεῖπνο αὐτό, ὅσοι θὰ συμμετάσχουν, θὰ ἀπολαμβάνουν αὐτὸν τὸν Θεό, πρόσωπο πρὸς πρόσωπο.

 

Δυστυχῶς, αὐτὸ ποὺ συμβαίνει σήμερα εἶναι ὅτι εἴμαστε προθυμότατοι ὅταν μᾶς καλοῦν σὲ τραπέζια διασκέδασης καὶ σὲ κοσμικὰ πανηγύρια. Μάλιστα πολλὲς φορὲς ἀνησυχοῦμε μὴ μᾶς ξεχάσουν καὶ δὲν μᾶς καλέσουν. Καὶ ἀνυπομονοῦμε καὶ μετροῦμε λεπτὰ καὶ δευτερόλεπτα, πότε θὰ ἔρθει ἡ στιγμὴ νὰ βρεθοῦμε πρῶτοι καὶ καλύτεροι ἐκεῖ.

 

Τί συμβαίνει, ὅμως, στὰ πνευματικά, τὰ Θεῖα, τὰ οὐράνια καὶ ὑπερουράνια; Σ’ αὐτά, δυστυχῶς, τὰ ὕψιστα καὶ ἀθάνατα ἀγαθά, εἴμαστε δύσκολοι καὶ διστακτικοὶ καὶ ἀναβλητικοὶ καὶ τὸ χειρότερο ἀπ’ ὅλα τελείως ἀρνητικοί. Κι ἐδῶ πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι μὲ τὴ συμμετοχή μας στὴ Θεία Λειτουργία καὶ τὴν κοινωνία τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, μετὰ ἀπὸ ἐξομολόγηση, μποροῦμε νὰ ἀνασύρουμε τὴν ψυχὴ μας ἀπὸ τὴν θλίψη καὶ τὸν πόνο, ποὺ ἔχει ὁ ἀγώνας τῆς ζωῆς καὶ νὰ τὴν γεμίσουμε μὲ ἀνακούφιση, μὲ χαρά, μὲ εἰρήνη καὶ μὲ Θεία Χάρη καὶ εὐλογία.

 

Ἂν ἐξετάσουμε τὰ πράγματα ρεαλιστικὰ θὰ δοῦμε ὅτι ὁ Θεὸς καὶ σήμερα μᾶς καλεῖ καθημερινὰ στὸ οὐράνιο αὐτὸ Δεῖπνο. Καὶ μᾶς καλεῖ ἄλλοτε μέσα ἀπὸ τὶς περιστάσεις τῆς ζωῆς, μὲ ἀνθρώπους ποὺ φέρνει δίπλα μας, μὲ κάποια ἐποικοδομητικὴ συνάντηση, μὲ τὴν ἀκρόαση κάποιας ἀφυπνιστικῆς καὶ κατανυκτικῆς ὁμιλίας καὶ ἄλλοτε μὲ κάποιες ἐσωτερικὲς μυστικὲς φωνὲς ποὺ ἀντηχοῦν στὰ μύχια τῶν καρδιῶν μας. Ἐλᾶτε, κοντά μου μᾶς λέει πάντοτε ὁ Θεός, ἐλᾶτε καὶ κανένας νὰ μὴ λείψει. Ὅλα εἶναι ἕτοιμα, σᾶς ἔχω ἑτοιμάσει τὰ πάντα, γι’ αὐτὸ καὶ θὰ πρέπει νὰ δεχτεῖτε τὴν πρόσκληση. Θὰ εἶναι φοβερὸ καὶ τραγικό, ἂν μοιάσουμε μέ τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους τῆς παραβολῆς, ποὺ ἐνῶ ἄκουσαν τὸ κάλεσμα τοῦ Θεοῦ, ἄρχισαν νὰ ἀναιροῦν τὴν ὑπόσχεσή τους, προφασιζόμενοι σὰν ἐμπόδιο, ἄλλοι τὰ χωράφια τους καὶ ἄλλοι τὸ ἐμπόριο. Καὶ τὸ ὡραῖο εἶναι ὅτι ὅλοι ζήτησαν νὰ καταστήσουν δικαιολογημένη τὴν ἀπουσία τους. Βέβαια οἱ ἀπασχολήσεις τους δὲν ἦσαν παράνομες, ὅμως δὲν ἄξιζαν περισσότερο ἀπὸ τὴ συμμετοχή τους στὸ βασιλικὸ Μεγάλο Δεῖπνο. Κι ὅλες αὐτὲς οἱ ἀπασχολήσεις, δυστυχῶς, ἔγιναν αἰτία οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ νὰ χάσουν τελικὰ τὸ οὐράνιο πανηγύρι.

 

Γι’ αὐτὸ καὶ στὴν πρόσκληση τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν οὐράνια Βασιλεία Του, ἂς ἀπαντοῦμε πάντοτε μὲ πόθο καὶ προθυμία. Καὶ ἂς ἑτοιμαζόμαστε πνευματικά, ὥστε νὰ εἴμαστε ἄξιοι, ὅταν θὰ μᾶς καλέσει Ἐκεῖνος ν’ ἀπολαύσουμε ὅλα ὅσα ἑτοίμασε γιὰ ἐκείνους ποὺ Τὸν ἀγαποῦν, «ποὺ μάτι δὲν τὰ εἶδε κι οὔτε τ’ ἄκουσε αὐτὶ κι οὔτε ποὺ τὰβαλε ὁ λογισμὸς τοῦ ἀνθρώπου» ὅπως μᾶς λέει ὁ ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος (Α΄ Κορ. β΄9). Καὶ νὰ ξέρουμε ὅτι τὸν καθένα ἀπὸ μᾶς ὁ Θεὸς τὸν καλεῖ μὲ διάφορους τρόπους. Μὲ τὰ περιστατικὰ καὶ γεγονότα τῆς ζωῆς μας, μὲ μία γνωριμία ποὺ κάμαμε, μὲ τὴ φωνὴ τῆς συνείδησής μας καὶ ἄλλα. Καὶ δὲν μᾶς καλεῖ μόνο μία φορά, ἀλλά, συνεχῶς, κρούει τὴν θύρα τῆς ψυχῆς μας, μέχρις ὅτου τοῦ ἀνοίξουμε. «Δὲς με, στέκομαι μπροστὰ στὴν πόρτα καὶ χτυπῶ», μᾶς λέει. «Ἂν κάποιος ἀκούσει τὴ φωνή μου καὶ μ’ ἀνοίξει τὴν πόρτα, θὰ μπῶ στὸ σπίτι του καὶ θὰ δειπνήσω μαζί του, κι αὐτὸς μαζὶ μου (Ἀποκ. Γ΄ 20).

 

Ἀδελφοί μου! Δὲν ἀρκεῖ μόνο ἡ κλήση τοῦ Θεοῦ, οὔτε καὶ ἡ ἁπλὴ συγκίνηση γι’ αὐτή. Ἐκεῖνο ποὺ χρειάζεται εἶναι νὰ δεχτοῦμε τὴν κλήση καὶ νὰ πειθαρχήσουμε σ’ αὐτή. Ἔχουμε τὸν Θεὸ Πατέρα μας, ποὺ μᾶς καλεῖ σὲ αἰώνια μακαριότητα. Ἂν δὲν βάλουμε σωτήριο χαλινό, οἱ μέριμνες καὶ τὰ γήινα, εἶναι σὲ θέση νὰ μᾶς πνίξουν τὴν ψυχή. Ἂς ἀφήσουμε, λοιπόν, τὰ ὑλικὰ καὶ ἀπὸ τώρα ἂς φροντίζουμε πιὸ πολὺ γιὰ τὴν ψυχή μας. Εἶναι ἀδιανόητο νὰ ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ποὺ νὰ ἀρνοῦνται νὰ προσέλθουν στὸ Δεῖπνο αὐτό. Γι’ αὐτὸ καὶ στὴν πρόσκληση τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν Βασιλεία του, ἂς ἀπαντοῦμε πάντοτε μὲ πόθο καὶ προθυμία. Καὶ ἂς προετοιμαζόμαστε πνευματικά, ὥστε νὰ εἴμαστε ἄξιοι ὅταν μᾶς καλέσει Ἐκεῖνος νὰ ἀπολαύσουμε «ὅλα ὅσα ὁ Κύριος καὶ Θεὸς μας ἑτοίμασε γιὰ ἐκείνους ποὺ Τὸν ἀγάπησαν καὶ Τὸν ἀγαποῦν» (Α΄ Κορ. β΄9).

 

 

† Ἡγούμενος Χρυσορροϊατίσσης Διονύσιος