1.

Ερμηνεία της παραβολής του αμπελώνος (Μητροπολίτου Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως Ιερεμία)

IEΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ´ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

Ἑρμηνεία τῆς παραβολῆς τοῦ ἀμπελῶνος

  1. Ἡ σημερινή μας εὐαγγελική περικοπή, ἀδελφοί χριστιανοί, εἶναι μία παραβολή πού εἶπε ὁ Ἰησοῦς Χριστός στούς Ἰουδαίους, γιά νά τούς δείξει ὅτι ἄν καί ἀξιώθηκαν μύριες φροντίδες ἀπό τόν Θεό, ὅμως δέν βελτιώθηκαν. Ἡ παραβολή ὁμιλεῖ γιά κάποιον οἰκοδεσπότη πού φύτευσε ἀμπελώνα. Αὐτός εἶναι ὁ Θεός, πού φύτευσε τόν Ἰουδαϊκό λαό στήν γῆ τῆς ἐπαγγελίας, «ἐπ᾽ ὄρος ὑψηλόν» καί «ἐν ὄρει μετεώρῳ» (Ἰεζ. 17,23). Γιά τήν περιφρούρηση τοῦ ἀμπελώνα του ὁ οἰκοδεσπότης ἔβαλε «φραγμόν». Εἶναι ὁ Νόμος Του, πού δέν ἄφηνε τόν Ἰσραήλ νά μιχθεῖ μέ τά ἄλλα ἔθνη. Στόν ἀμπελώνα ὁ οἰκοδεσπότης ἔσκαψε «ληνό», πατητήρι. Εἶναι τό ἅγιο θυσιαστήριο, ὅπως καί ὁ «πύργος», πού ἔκανε, εἶναι ὁ Ναός. Τέλος ὁ οἰκοδεσπότης ἐμπιστεύθηκε τόν ἀμπελώνα Του σέ «γεωργούς», στούς διδασκάλους, δηλαδή, τοῦ λαοῦ, τούς Φαρισαίους καί τούς Γραμματεῖς καί αὐτός «ἀπεδήμησεν», ἀνεχώρησε, σέ ἄλλη χώρα. Αὐτό τό «ἀπεδήμησε», γιά τόν Θεό ἐδῶ στήν παραβολή μας, ἑρμηνεύεται ὅτι δέν μιλοῦσε πιά στόν λαό ἐν στύλῳ νεφέλης, ὅπως παλαιά. Ἤ, «ἀποδημία» τοῦ Θεοῦ εἶναι καί ἡ μακροθυμία Του, τό ὅτι δέν ἀπαιτεῖ κατ᾽ εὐθεῖαν εὐθύνες γιά τά ἁμαρτήματά μας.

 

  1. Ἀργότερα, ὅταν ἦλθε ὁ καιρός τῆς σοδειᾶς, δηλαδή στά χρόνια τῶν προφητῶν, ὁ οἰκοδεσπότης ἔστειλε τούς δούλους του, δηλαδή τούς προφῆτες, γιά νά παραλάβουν τούς καρπούς. Ἀλλά οἱ κακοί γεωργοί, οἱ ψευδοπροφῆτες καί ψευδοδιδάσκαλοι, ἕνα προφήτη, ὅπως τόν προφήτη Μιχαία, τόν ἔδειραν· τόν ἄλλο, ὅπως τόν Ζαχαρία, τόν φόνευσαν, μεταξύ τοῦ ναοῦ καί τοῦ θυσιαστηρίου· τόν ἄλλο, ὅπως τόν Ζαχαρία, τόν υἱό τοῦ Ἰωδαέ, τόν ἀρχιερέα, τόν λιθοβόλησαν. Τελευταῖα στάλθηκε στούς Ἰουδαίους ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, σαρκωθείς. Ἄν οἱ κακοί γεωργοί φόνευσαν τούς δούλους, ὅμως ἔπρεπε νά ἐντραποῦν τό ἀξίωμα τοῦ Υἱοῦ καί νά φερθοῦν σ᾽ Αὐτόν μέ τιμή. Καί ὅμως φέρθηκαν μέ περισσότερη ὀργή. «Δεῦτε ἀποκτείνωμεν αὐτόν», εἶπαν, γιατί «οὗτός ἐστιν ὁ κληρονόμος»! Καί ὅρμησαν ἐναντίον του καί τόν ἔβγαλαν «ἔξω τοῦ ἀμπελῶνος», λέει ἡ παραβολή, καί τόν φόνευσαν. Πραγματικά, ἔξω τῆς πύλης τῶν Ἰεροσολύμων σταυρώθηκε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός.
  2. Τέλος, ὁ Χριστός ἔκανε ἕνα ἐρώτημα στούς Ἰουδαίους: Ὅταν ἔρθει ὁ Κύριος τοῦ ἀμπελῶνος – τούς εἶπε – τί πρέπει νά κάνει στούς κακούς αὐτούς ἐργάτες; Καί αὐτοί μέ τήν ἀπάντησή τους καταδίκασαν τόν ἑαυτό τους, γιατί εἶπαν: «Πρέπει νά ἐξολοθρεύσει μέ τόν χειρότερο θάνατο τούς κακούς ἐργάτες. Καί τόν ἀμπελώνα νά τόν δώσει σέ ἄλλους, σέ καλούς γεωργούς, πού θά δώσουν τούς καρπούς στήν κατάλληλη ἐποχή». Πότε θά ἔλθει ὁ Κύριος τοῦ ἀμπελώνα, γιά νά τιμωρήσει τούς κακούς γεωργούς, ὅπως λέει ἡ παραβολή; Ἄν ἐφαρμόσουμε τήν παραβολή σέ ὅλους μας γενικά, μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ὁ Κύριος θά ἔρθει μέ τήν δεύτερή Του Παρουσία, «κρῖναι ζῶντας καί νεκρούς». Ἀλλά, ἐφαρμοζόμενη ἡ παραβολή στούς Ἰουδαίους, γιά τούς ὁποίους λέχθηκε, ὡς καιρό παρουσίας τοῦ Θεοῦ θά νοήσουμε τήν καταστροφή τῆς Ἰερουσαλήμ ἀπό τούς Ρωμαίους. Τότε, «ὅταν ἔλθῃ ὁ Κύριος», ὅταν, δηλαδή ὁ Θεός ἐπιβλέψει στήν ἁμαρτία πού διέπραξαν, μέ τό νά σταυρώσουν τόν Μεσσία, τότε ὁ Θεός θά τούς ἐξολοθρεύσει, πραγματικά, στέλνοντας σ᾽ αὐτούς τά ρωμαϊκά στρατεύματα. Καί τόν ἀμπελώνα, δηλαδή τόν λαό Του, θά δώσει σ᾽ ἄλλους γεωργούς, στούς ἀποστόλους καί σέ ἱερούς διδασκάλους.
  3. Στήν συνέχεια ὁ Χριστός εἶπε στούς Ἰουδαίους καί ἕνα ἄλλο, πολύ σημαντικό λόγο, βγαλμένο ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, λόγο ταιριαστό μέ τά προηγούμενα. Εἶπε: «Δέν διαβάσατε ποτέ στίς Γραφές, ὅτι λίθο πού ἀπέρριψαν ὡς ἀκατάλληλο οἱ κτίστες, αὐτός ἔγινε κεφαλή σέ ὅλη τήν οἰκοδομή καί λίθος ἀκρογωνιαῖος; Ἐκεῖνος πού θά πέσει ἐχθρικά στόν λίθο αὐτό τόν ἀκρογωνιαῖο, θά τόν κομματιάσει ὁ λίθος καί θά τόν κάνει σκόνη»! «Λίθος», ἀγαπητοί μου, εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὅπως ἔτσι εἰκονίζεται σέ πολλά χωρία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. «Οἰκοδόμοι» δέ εἶναι οἱ διδάσκαλοι τῶν Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι ἀπεδοκίμασαν ὡς ἀχρεῖον τόν «Λίθο», τόν Ἰησοῦ Χριστό, γιατί εἶπαν γι᾽ αὐτόν: «Σαμαρείτης εἶ σύ καί δαιμόνιον ἔχεις». Μέ τήν ἀνάστασή Του ὅμως ὁ Χριστός τοποθετήθηκε στήν κεφαλή τῆς γωνίας, δηλαδή, ἔγινε κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, συνάπτοντας τούς Ἰουδαίους καί τούς ἐθνικούς σέ μία πίστη. Γιατί, ὅπως ὁ λίθος τῆς γωνίας σέ μία οἰκοδομή συνδέει τόν ἀπ᾽ ἐδῶ καί ἀπ᾽ ἐκεῖ τοῖχο, ἔτσι καί ὁ Χριστός συνέδεσε ὅλους σέ μία πίστη. Γιά τήν οἰκοδομή αὐτή μέ τόν ἀκρογωνιαῖο λίθο, λέγει σήμερα ἡ εὐαγγελική περικοπή ὅτι «παρά Κυρίου ἐγένετο καί ἔστι θαυμαστή ἐν ὀφθαλμοῖς ἡμῶν»! Εἶναι ἡ ἁγία τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία. Καί εἶναι θαυμαστή ἡ Ἐκκλησία, γιατί βεβαιώθηκε μέ θαύματα καί κραταιώθηκε ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ. Πάρθηκε, λοιπόν, ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἀπό τούς Ἰουδαίους. Χάλασε, δηλαδή, ἡ στενή σχέση τους μέ τόν Θεό, πάρθηκε ἡ οἰκειότητά τους καί δόθηκε σ᾽ αὐτούς πού πίστευσαν τόν Ἰησοῦ ὡς Χριστό, ὡς Μεσσία. Γιατί ὅποιοι προσκρούουν στόν ἀκρογωνιαῖο Λίθο, τόν Χριστό, θά «συνθλαστοῦν», μᾶς εἶπε σήμερα τό Εὐαγγέλιο. Θά γίνουν, δηλαδή, κομμάτια κατά τήν δεύτερη τοῦ Κυρίου παρουσία. Ἀλλά καί ἀπό τώρα «λικμίζονται» αὐτοί, δηλαδή διασκορπίζονται. Καί αὐτό τό βλέπουμε μέ τούς Ἰουδαίους, οἱ ὁποῖοι διεσπάρησαν σ᾽ ὅλη τήν γῆ.
  4. Κατά πατερική ἑρμηνεία, ἀγαπητοί μου, μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι «ἀμπελώνας» γιά τόν ὁποῖο μίλησε σήμερα ὁ Κύριος παραβολικῶς εἶναι καί οἱ ἅγιες Γραφές, ἡ Παλαιά Διαθήκη ἐδῶ. «Φραγμός», πού ἔβαλε ὁ Θεός στόν ἀμπελώνα εἶναι τά ἱερά γράμματα, τά ὁποῖα δέν πρέπει νά παραλλάσσονται μέ διάφορες ἑρμηνεῖες καί πρόχειρες μεταφράσεις καί νά ἀλλοιώνεται ἔτσι ἡ ἔννοια τῶν Ἁγίων Γραφῶν. «Ληνός» πού σκάφθηκε σ᾽ αὐτόν τόν ἀμπελώνα τῶν Γραφῶν εἶναι τό βάθος τοῦ πνεύματος, πού κρύβεται σ᾽ αὐτές καί «πύργος» εἶναι ἡ ὑψηλή θεολογία τῶν Γραφῶν. Αὐτές τίς ἅγιες Γραφές, τήν Παλαιά Διαθήκη, εἶχαν προηγουμένως οἱ κακοί γεωργοί, οἱ Φαρισαῖοι. Σ᾽ αὐτούς ἔδωσε πρῶτα ὁ Θεός τίς Γραφές, ἀλλά αὐτοί δέν τίς γεώργησαν καλῶς, τίς παρερμήνευσαν, καί κατέληξαν, μέ τήν κακή ἑρμηνεία τῶν Γραφῶν, νά φονεύσουν τόν Ἰησοῦ Χριστό «ἔξω τοῦ ἀμπελῶνος». Δηλαδή, ἔκαναν τό ἔγκλημα αὐτό ἔξω ἀπό τό πνεῦμα τῶν ἁγίων Γραφῶν, τοῦ θείου αὐτοῦ ἀμπελώνα, κατά τήν παραπάνω πατερική ἑρμηνεία. Ἀλλά καί ἡ ψυχή μας εἶναι ἱερός ἀμπελώνας. Ἄς γεωργοῦμε, λοιπόν, ἀδελφοί, καλῶς τόν ἀμπελῶνα αὐτόν, πού ὁ Θεός ἔδωσε στόν καθένα μας, γιά νά ἀποδώσουμε καλούς καρπούς στόν δίκαιο Κριτή μας τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως, ΑΜΗΝ.

Μέ πολλές εὐχές,

† Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας

2.

Παραβολὴ ἐργατῶν τοῦ ἀμπελῶνος(Ματθ.21,33-46)

Γιαννακόπουλος Ἰωήλ (Ἀρχιμανδρίτης)

 

Παραβολὴ τῶν κακῶν ἐργατῶν τοῦ ἀμπελῶνος καὶ τῶν κακῶν οἰκοδόμων.

 

Ματθ. 21, 33-46. Μάρκ. 12, 1 -12. Λουκ. 20, 9—19.

 

 

Εἰς τὴν προηγουμένην παραβολὴν τῶν δύο υἱῶν ὁ Κύριος ἐτόνισε τὴν ἀδιαφορίαν τῶν Ἰουδαϊκῶν ἀρχόντων διὰ τὴν ἐκτέλεσιν τοῦ θείου θελήματος. Εἰς τὰς παραβολάς ὅμως ταύτας τῶν κακῶν ἐργατῶν τοῦ ἀμπελῶνος καὶ τῶν κακῶν οἰκοδόμων ὁ Κύριος ζωγραφίζει τὰς μεγάλας εὐεργεσίας τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ Ἰουδαϊκὸν ἔθνος, τὴν μεγάλην ἀχαριστίαν τούτου, ἡ ὁποία ἔφθασε μέχρι χριστοκτονίας καὶ τὴν παραδειγματικὴν τιμωρίαν του ὡς καὶ τὴν κλῆσιν τῶν ἐθνῶν. Ἂς ἴδωμεν.

 

Πρῶτον. Αἱ θεῖαι εὐεργεσίαι. «Ἤρξατο δὲ πρὸς τὸν λαὸν λέγων τὴν παραβολὴν ταύτην. Ἄνθρωπός τις ἦν οἰκοδεσπότης, ὅστις ἐφύτευσεν ἀμπελῶνα» καὶ πρὸς προφύλαξίν του ἀπὸ ἀνθρώπους καὶ ζῷα «φραγμὸν αὐτῷ περιέθηκε» κατεσκεύασε γύρω τοῖχον ἤ φράκτην. Πλὴν τοῦ φραγμοῦ τούτου «ὤρυξε ἐν αὐτῷ ληνὸν» ἔσκαψε καὶ ἄνοιξε ἐντός τῆς ἀμπέλου ληνὸν διὰ τὴν ἔκθλιψιν τῶν σταφυλῶν. Ἐπίσης πρὸς προφύλαξιν τοῦ ἀμπελῶνος «ᾠκοδόμηοε» ἔκτισε «πύργον» ὅθεν οἱ φύλακες τοῦ ἀμπελῶνος τούτου ἐφύλασσον τὸν ἀμπελῶνα. Τὸν ἀμπελῶνα τοῦτον «ἐξέδοτο γεωργοῖς» τὸν ἐνοικίασεν εἰς γεωργοὺς «καὶ ἀπεδήμηοε χρόνους ἱκανοὺς» καὶ ἀπεμακρύνθη διὰ πολὺ χρονικὸν διάστημα.

 

Ἐδῶ οἰκοδεσπότης εἶναι ὁ Θεός. Ἀμπελών κατὰ τὸν Ἡσαΐαν 5, 1 εἶναι ὁ Ἰουδαϊκὸς λαός. Φραγμὸς τοῦ ἀμπελῶνος εἶναι ὁ Ἑβραϊκὸς Νόμος, ὁ ὁποῖος προφυλάσσει τοὺς Ἰουδαίους ἀπὸ τοὺς Ἐθνικοὺς εἰδωλολάτρας. Ληνὸς εἶναι τὸ θυσιαστήριον τοῦ ναοῦ, ὅπου ἐθυσιάζοντο οἱ καρποὶ τῆς ἀμπέλου τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ, φόβος Θεοῦ, μετάνοια καὶ ἄλλαι ἀρεταί ὡς θυσία εὐώδης ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Πύργος δὲ ἦτο ὁ Ναὸς ὑψούμενος ὑπεράνω τῆς Ἱερουσαλὴμ εἰς τὸν λόφον Μωριά. Γεωργοί, εἰς τοὺς ὁποίους ἐνοικίασε τὸ ἀμπέλι Του ὁ Θεὸς ἐπὶ ἀποδόσει λογαριασμοῦ, εἶναι οἱ ἄρχοντες τῶν Ἑβραίων, οἱ ὁποῖοι ἔπρεπε νὰ καλλιεργήσωσι τὸν λαὸν θρησκευτικῶς. Ἀποδημία τοῦ οἰκοδεσπότου εἶναι ἡ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ εἰς τὸ νὰ καρποφορήσωσιν οἱ Ἰσραηλῖται, ὅταν ὁ Θεὸς ἔκαμε τὸ πᾶν δὶ’ αὐτούς. Ὁ Θεὸς δηλαδὴ μετὰ τὴν χορήγησιν τοῦ Νόμου διὰ τοῦ Μωϋσέως ἀφῆκε νὰ ἐπιδράσῃ ἡ δωρεὰ αὕτη εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας. Ἰδοὺ αἱ εὐεργεσίαι τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς Ἰουδαίους.

 

Δεύτερον. Ἡ Ἰουδαϊκὴ ἀχαριστία. «Ὅτε δὲ ἤγγισεν ὁ καιρὸς τῶν καρπῶν» ὅταν ἐπλησίασεν ἡ ἐποχὴ τῆς συγκομιδῆς «ἀπέστειλε τοὺς δούλους αὐτοῦ πρὸς τοὺς γεωργοὺς λαβεῖν» ἵνα λάβωσι «τοὺς καρποὺς αὐτοῦ. Καὶ λαβόντες» συλλαβόντες «οἱ γεωργοί τούς δούλους αὐτοῦ, ὅν μὲν ἔδειραν» ἄλλον μὲν ἔδειραν «ὅν δὲ ἀπέκτειναν» ἄλλον ἐφόνευσαν «ὅν δὲ ἐλιθοβόλησαν» ἄλλον δὲ ἐφόνευσαν διὰ λιθοβολισμοῦ. Ὁ οἰκοδεσπότης «καὶ πάλιν ἀπέστειλεν ἄλλους δούλους πλείονας τῶν πρώτων» περισσοτέρους τῶν πρώτων «καὶ ἐποίησαν αὐτοῖς ὡσαύτως» ἔκαμον καὶ εἰς αὐτοὺς τὰ ἴδια. Ὁ Λουκᾶς λέγει : «Προσέθετο αὐτοῖς πέμψαι ἕτερον δοῦλον. Οἱ δὲ κἀκεῖνον δείραντες καὶ ἀτιμάσαντες ἑξαπέστειλον κενόν. Καὶ προσέθετο πέμψαι τρίτον οἱ δὲ καὶ τοῦτον τραυματίσαντες ἐξέβαλον». Δάρσιμον, ὕβριν, ἐπιστροφὴν μὲ ἄδεια τὰ χέρια καὶ τέλος τραυματισμόν, ἰδοὺ τί ἔδωκαν εἰς αὐτούς. Ἡ ἀποστολὴ τῶν δούλων πρὸς συγκομιδὴν τῶν καρπῶν εἶναι ἡ ἀποστολὴ τῶν προφητῶν, ἵνα συλλέξωσι συγκομιδὴν ἀπὸ τὸν Ἰουδαϊκὸν λαὸν ἀρετῶν. Ἀλλὰ οἱ Ἰουδαῖοι ἄλλους μὲν προφήτας ἐφόνευσαν διὰ λιθοβολισμοῦ, ἄλλους ἔδειραν, ἄλλους ἐφόνευσαν δὶ’ ἄλλου τρόπου.

 

Ὁ οἰκοδεσπότης «ὕστερον ἀπέστειλε πρὸς αὐτοὺς τὸν υἱὸν αὐτοῦ λέγων ἐντραπήσονται τὸν υἱόν μου. Οἱ δὲ γεωργοὶ ἰδόντες τὸν υἱὸν» ἐρχόμενον «εἶπον ἐν ἑαυτοῖς» εἶπον μεταξὺ των : «Οὗτός ἐστιν» αὐτὸς εἶναι «ὁ κληρονόμος˙ δεῦτε ἀποκτείνωμεν αὐτὸν» ἐλᾶτε νὰ τὸν φονεύσωμεν «καὶ κατάσχωμεν τὴν κληρονομίαν αὐτοῦ. Καὶ λαβόντες αὐτὸν» συλλαβόντες αὐτὸν «ἐξέβαλον ἔξω τοῦ ἀμπελῶνος καὶ ἀπέκτειναν» ἐφόνευσαν αὐτόν. Ὁ υἱὸς οὗτος εἶναι ὁ Χριστός, τὸν ὁποῖον ἐφόνευσαν «οἱ γεωργοὶ» οἱ Ἑβραῖοι ἀρχηγοί. Ὁ Χριστὸς ὀνομάζεται κληρονόμος, διότι εἶναι ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ. Κατάσχεσις τῆς κληρονομίας ὑπὸ τῶν γεωργῶν εἶναι ἡ ἄρνησις τῆς μεσσιανικότητος τοῦ Χριστοῦ ὑπὸ τῶν Ἑβραίων καὶ ἡ ἰδιοποίησις τῆς κυριότητος ἐπὶ τῶν τοῦ ναοῦ ὑπὸ τῶν ἀρχόντων αὐτῶν. Ὁ φόνος ἔξω τοῦ ἀμπελῶνος εἶναι ἡ σταύρωσις τοῦ Χριστοῦ ἔξω τῆς Ἱερουσαλήμ. Ἰδοὺ ἡ ἀχαριστία τοῦ Ἰουδαϊκοῦ ἔθνους πρὸς τὸν Θεόν. Ἔρχεται καὶ ἡ τιμωρία.

 

Τρίτον. Ἡ Τιμωρία. Αὕτη εἶναι διπλῆ. Ἀπόρριψις Ἰουδαίων καὶ κλῆσις ἐθνῶν. Ἀπόρριψις Ἰουδαίων. Ὁ Κύριος ἐρωτᾷ τοὺς ἀκροατάς. «Ὅταν οὖν ἔλθῃ ὁ κύριος τοῦ ἀμπελῶνος, τί ποιήσει τοῖς γεωργοῖς ἐκείνοις;» τί θὰ κάμῃ εἰς τοὺς γεωργοὺς ἐκείνους; «λέγουσιν αὐτῷ˙ κακοὺς κακῶς ἀπολέσει αὐτοὺς» ἐπειδὴ ἦσαν κακοὶ διὰ σκληροῦ τρόπου θὰ καταστρέψῃ αὐτούς˙ «καὶ τὸν ἀμπελῶνα ἐκδώσεται ἄλλοις γεωργοῖς» καὶ τὸ ἀμπέλι θὰ ἐνοικιάσῃ εἰς ἄλλους γεωργοὺς «οἵτινες ἀποδώσουσιν αὐτῷ τοὺς καρποὺς ἐν τοῖς καιροῖς αὐτῶν». Ἔλευσις τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ κατὰ τὸ 70 μ.Χ. καταστροφὴ τῆς Ἱερουσαλήμ. Ἐνοικίασις τοῦ ἀμπελῶνος εἰς ἄλλους γεωργοὺς εἶναι ἡ κλῆσις τῶν ἐθνῶν εἰς τὴν πίστιν. Ἀπόδοσις τῶν καρπῶν ἐν τοῖς καιροῖς αὐτῶν σημαίνει, ὅτι οἱ χριστιανοὶ ἐξ ἐθνῶν θὰ καρποφορήσωσι τὰς ἀρετάς. Ὁ Κύριος ἐγκρίνει τὴν γνώμην τῶν ἀκροατῶν Του καὶ λέγει: «Ἐλεύσεται καὶ ἀπολέσει τοὺς γεωργούς τούτους» ναί, θὰ ἔλθῃ καὶ θὰ τιμωρήσῃ τοὺς γεωργοὺς αὐτοὺς «καὶ δώσει τὸν ἀμπελῶνα ἄλλοις» καὶ θὰ ἐνοικίασῃ τὸ ἀμπέλι του εἰς ἄλλους. Οἱ ἀκροαταὶ ἀπὸ τὸ βλέμμα τοῦ Κυρίου καὶ τὸν τόνον τῆς φωνῆς Του ἀντελήφθησαν, ὅτι ὁμιλεῖ περὶ καταδίκης των καὶ εἶπαν «μὴ γένοιτο!»

 

Ὁ Κύριος «ἐμβλέψας αὐτοῖς» παρατηρήσας αὐτοὺς καὶ ἐπιβεβαιῶν τὴν καταδίκην, τὴν ὁποίαν δὲν ἐπεθύμουν οἱ Ἰουδαῖοι, οἱ κακοὶ γεωργοί, ἀναφέρει τὴν παραβολὴν τῶν κακῶν οἰκοδόμων, ὅπου ἀναφέρεται ἡ κλῆσις τῶν ἐθνῶν. «Οὐδέποτε ἀνέγνωτε ἐν ταῖς γραφαῖς» ψαλμ. ριζ «λίθον, ὅν ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες, οὗτος ἐγεννήθη εἰς κεφαλὴν γωνίας;». Κατὰ τὴν προφητείαν ταύτην οἱ οἰκοδόμοι μιᾶς οἰκίας, οἱ ἄρχοντες δηλαδὴ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, ἀπέρριψαν λίθον τινὰ ὡς ἄχρηστον, τὸν Ἰησοῦν. Ὁ λίθος, ὁ Χριστός, ὅμως οὗτος ἔγινε «κεφαλὴ γωνίας» θεμέλιος λίθος καὶ ἀγκωνάρι συνδέον δύο τοίχους ἤτοι Ἰσραηλίτας καὶ Ἐθνικοὺς εἰς ἕν οἰκοδόμημα, τὴν ἐκκλησίαν Του. «Παρὰ Κυρίου ἐγένετο αὕτη καὶ ἔστι θαυμαστὴ ἐν ὀφθαλμοῖς ἡμῶν;» Ἡ τοποθέτησις τοῦ λίθου τούτου τοῦ Χριστοῦ ὡς κεφαλόπετρας, ἐπὶ τῆς ὁποίας ᾠκοδομήθη ἡ ἐκκλησία, ἦτο θέλημα Θεοῦ καὶ προὐξένησε ἡ ἵδρυσίς της τὸν θαυμασμὸν τοῦ κόσμου!

 

Συνδέων ὁ Κύριος τὰς δύο αὐτάς παραβολάς τῶν κακῶν γεωργῶν καὶ κακῶν οἰκοδόμων λέγει ῥητῶς : «Διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν, ὅτι ἀρθήσεται ἀφ’ ὑμῶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ» θὰ ἀφαιρεθῇ ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἀπό σᾶς, θὰ παύσετε νὰ εἶσθε περιούσιος λαὸς τοῦ Θεοῦ σεῖς «καὶ δοθήσεται ἔθνει ποιοῦντι τοὺς καρποὺς αὐτῆς». Ἔθνος εἰς τὸ ὁποῖον θὰ δοθῇ ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, εἶναι τὰ Ἔθνη, οἱ εἰδωλολάτραι, οἱ ὁποῖοι θὰ πιστεύσουν καὶ θὰ γίνουν χριστιανοί. Τέλος ὁ Κύριος ἀναφερόμενος εἰς τὴν δύναμιν τοῦ ἀκρογωνιαίου λίθου τούτου, εἰς τὸν ἑαυτόν Του, λέγει: «πᾶς ὁ πεσών ἐπὶ τὸν λίθον τοῦτον συνθλασθήσεται». Έκεῖνος ὁ ὁποῖος θά θελήσῃ νά συγκρουσθῇ μετά τοῦ Ίησοῦ, θά συντριβῇ. «Ἐφ’ ὅν δ’ ἂν πέσῃ, λικμήσει αὐτόν». Ἐκεῖνον ὅμως, ἐναντίον τοῦ ὁποίου θὰ ἐπιτεθῇ ὁ Χριστὸς «λικμήσει αὐτόν», θὰ τὸν συντρίψῃ τόσον πολύ, ὥστε θὰ τὸν λιχνίσῃ εἰς τὸν ἄνεμον. Ὁ Χριστὸς ἀμυνόμενος, ὅταν πολεμῆται, ἐπιτιθέμενος, ὅταν πρόκειται νὰ τιμωρήσῃ, θὰ εἶναι πάντοτε θριαμβευτής!

 

Ἑπομένως ἡ καταστροφὴ τῆς Χριστοκτόνου Ἱερουσαλὴμ θὰ εἶναι τρομερά, διότι «λικμήσει» αὐτήν, θὰ τὴν λιχνίσῃ. « Ἀκούσαντες δὲ οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι τὰς παραβολὰς αὐτοῦ ἔγνωσαν» ἐνόησαν «ὅτι περὶ αὐτῶν λέγει. Καὶ ἐζήτουν αὐτὸν κρατῆσαι ἐν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ» ἤθελον νὰ Τὸν συλλάβωσιν ἀμέσως, διότι τὸ μῖσος των ἐκορυφώθη, ἀλλὰ «ἐφοβήθησαν τοὺς ὄχλους, ἐπειδὴ ὡς προφήτην Αὐτὸν εἶχον. Καὶ ἀφέντες Αὐτὸν ἀπῆλθον». Ἰδοὺ ἡ προφητεία τῆς τιμωρίας.

 

 

Θέμα: Ἀδικία—Δικαιοσύνη.

 

Πολλάκις εὑρέθημεν εἰς τὴν θέσιν νὰ ἐξάρωμεν τὰ ἀθάνατα λόγια τοῦ Κυρίου. Ἐδῶ ὅμως τὰ λόγια Του εἶναι ὄχι μόνον θαυμαστά, ἀλλὰ καὶ τρομακτικά, διότι προφητεύουν τὴν τύχην τῶν Ἑβραίων, οἱ ὁποῖοι ἀδικοῦνται, διότι ἠδίκησαν. Τὴν τιμωρίαν ταύτην μαρτυρεῖ ἡ δισχιλιετὴς ἱστορία των.

 

Ἂς ἴδωμεν λοιπὸν ταύτην καὶ τὰ ἐκ ταύτης ὠφέλιμα.

 

Α. Ἡ δισχιλιετὴς τραγικὴ ἱστορία τῶν Ἰουδαίων. Ὅταν ὁ Κάϊν ἐφόνευσε τὸν Ἄβελ διαπράξας τὸν πρῶτον φόνον κατὰ τοῦ πρώτου κατὰ χρονολογικὴν σειρὰν δικαίου, τοῦ Ἄβελ, ὁ Θεὸς ἐτιμώρησε τὸν φονέα μὲ δύο πράγματα : νὰ ζήσῃ ἐπ’ ἀρκετὸν καιρὸν καὶ «στένων καὶ τρέμων» νὰ εἶναι ἐπὶ τῆς γῆς. Ἂν τὸ ἀποδώσωμεν εἰς τὴν σημερινήν μας γλῶσσαν, αὐτὸ σημαίνει «νὰ ζῇ καὶ νὰ τίζεται». Κἄτι παρόμοιον κατηράσθη ὁ Θεὸς καὶ τοὺς Ἰουδαίους, οἵτινες ἐφόνευσαν τὸν πρῶτον κατ’ἀξίαν Δίκαιον Ἰησοῦν, διότι ὁ μὲν Κύριος λέγει, ὅπως εἴδομεν, «κακοὺς κακῶς ἀπολέσῃ» τοὺς Χριστοκτόνους Ἑβραίους, καὶ «λικμήσει», θὰ λιχνίσῃ αὐτούς, εἰς ὅλον τὸν κόσμον θὰ διασπείρῃ, ὁ δὲ Ἀπόστολος Παῦλος προφητεύει τὴν ὕπαρξιν των μέχρις ὅτου ὡς ἔθνος, ὁμαδικῶς ἐπιστρέψουν εἰς Χριστὸν «καὶ πᾶς Ἰσραὴλ σωθήσεται». Ρωμ. 11, 26. Ἡ Ἱστορία μαρτυρεῖ ταῦτα περιτράνως.

 

Καὶ 1) Ὅταν ὁ Χριστὸς ὀλίγας ἡμέρας πρὸ τοῦ πάθους Του ἐκάθητο μετὰ τῶν μαθητῶν Του εἰς τὸ ὄρος τῶν ἐλαιῶν καὶ εἶχεν ἔναντι τὸν λαμπρὸν Ναὸν τοῦ Σολομῶντος, οἱ θαυμάζοντες μαθηταὶ λέγουσι τῷ Ἰησοῦ : «ποταποὶ λίθοι καὶ ποταπαὶ οἰκοδομαί». Ὁ δὲ Κύριος ἀπαντᾷ.˙ «Οὐ μὴ μείνῃ λίθος ἐπὶ λίθον». Ὅταν ὁ Πιλᾶτος ἔνιψε τὰ χέρια του ἐνώπιον τοῦ πλήθους καὶ ἔλεγε «τὸ αἷμα Αὐτοῦ ἐφ’ ὑμᾶς», οἱ Ἰουδαῖοι ἐφώναζον: «Τὸ αἷμα Αὐτοῦ ἐφ’ ἡμᾶς καὶ τὰ τέκνα ἡμῶν». Μετὰ 40 περίπου χρόνια ἡ Ἱερουσαλὴμ ἐπολιορκεῖτο ὑπὸ τῶν Ρωμαίων. 1.200.000 ἦσαν οἱ ἐντός τῆς πόλεως. Πάντες οὗτοι πλὴν 100.000 περίπου οἱ ὁποῖοι ἐξηνδραποδίσθησαν, οἱ λοιποὶ ἀπέθανον ἐκ πείνης, μαχαίρας ἐχθρικῆς καὶ φιλίας. Μία μάλιστα Ἑβραία, Μαριὰμ ὀνόματι, κατὰ τὸν καιρὸν τῆς πολιορκίας λόγῳ πείνης ἔψησε τὸν ὑπομάστιον υἱόν της καὶ τὸ ἥμισυ προσφέρει εἰς τοὺς Ρωμαίους στρατιώτας, οἱ ὁποῖοι εἰσέβαλον εἰς τὴν πόλιν, λέγουσα: «Μὴ γίνεσθε μαλθακώτεροι μητρός˙ δεῦτε ἀριστήσωμεν». Ὁ Κύριος δὲν εἶπε «οὐαὶ ταῖς θηλαζούσαις ταῖς ἡμέραις ἐκείναις»;

 

2) Μετὰ 300 περίπου χρόνια μ.Χ. ὁ Αὐτοκράτωρ Ἰουλιανὸς ἠθέλησε νὰ διαψεύσῃ τὴν προφητείαν τοῦ Κυρίου περὶ καταστροφῆς τοῦ ναοῦ τῶν Ἑβραίων καὶ δημοσίᾳ δαπάνῃ ἐπιχειρεῖ ν’ ἀνοικοδόμησῃ τὸν Ναὸν τοῦτον. Ἀλλὰ διὰ νυκτὸς σεισμὸς γενόμενος «ἀνέβρασε τοὺς λίθους τῶν παλαιῶν θεμελίων του Ναοῦ καὶ πάντας διέσπειρε. Πῦρ δὲ ἐξ οὐρανοῦ κατασκῆψαν τὰ τῶν οἰκοδόμων ἐργαλεῖα διέφθειρε, πριόνας κ.λ.π.».

 

3) Μετὰ ταῦτα ὑφίστανται οἱ Ἑβραῖοι πολλοὺς διωγμούς. Κατὰ τὸν IB αἰώνα ἔγινε τόση σφαγὴ τῶν Ἑβραίων, ὥστε τὸ αἷμα των ἔρρευσεν ἀφθόνως ἀπὸ τῆς Ἱσπανίας μέχρι τῆς Γερμανίας. Τὰ βασανιστήριά των διαρκοῦν καὶ σήμερον. Τὸ Γκέττο τῆς Βαρσοβίας, ἔνθα εὑρίσκονται οἱ περισσότεροι Ἑβραῖοι, κατεστράφη ὑπὸ γερμανικῶν ἀεροπλάνων καθέτου ἐφορμήσεως Stukas. Ὅταν τὸ 1940 ἔγινεν ἡ προσάρτησις τῆς Αὐστρίας εἰς τὴν Γερμανίαν, οἱ ἐκεῖ Ἰουδαῖοι ἐξεδιώχθησαν, εἰσήχθησαν ἐντὸς πλοίου καὶ ἀφέθησαν εἰς τὸν ποταμὸν τὸν Δούναβιν νὰ φύγουν ἐκ τῆς Αὐστρίας. Ἔπλευσαν τὸν ποταμὸν καὶ φθάνουν εἰς τὸ Βιδίνιον, πόλιν κειμένην ἐν τοῖς παραμεθορίοις Βουλγαρίας, Ρουμανίας, Σερβίας. Οἱ ἐν τῷ πλοίῳ Ἑβραῖοι ἀπετάθησαν εἰς ἕν ἕκαστον ἐξ αὐτῶν τῶν κρατῶν, ἵνα ἐπιτρέψῃ εἰς αὐτοὺς καὶ ἐξέλθωσιν. Οὐδεμία χώρα ἐπέτρεψε, διότι ἐφοβοῦντο τὸν Χίτλερ. Ἠγκυροβόλησαν καὶ ἔμειναν ἐκεῖ ἐπ’ ἀρκετὸν χρόνον. Ἐθεώρησαν τὸ πλοῖον ὡς νησίδα !

 

Ἀλλὰ καὶ κἄτι τὸ ὁποῖον διαρκεῖ ἐπὶ αἰῶνας. Οἱ ἐν Ἱερουσαλὴμ Ἑβραῖοι μεταβαίνουσιν ἑκάστην Παρασκευὴν εἰς ἕν τῶν νομιζομένων ὑπολειμμάτων τειχῶν τοῦ Σολομῶντος καὶ κτυπῶντες τὰς κεφαλάς των μέχρι αἵματος λέγουν : «Καὶ οἰκοδομηθήτω τὰ τείχη Ἱερουσαλήμ». Τὸ ἀξιοσημείωτον δὲ εἶναι κἄτι ἄλλο. Θέλουν νὰ ἐπιστρέψουν εἰς Παλαιστίνην, νὰ ἱδρύσουν κράτος, ἔχουν τὴν μεγαλυτέραν οἰκονομικὴν ἰσχὺν τοῦ κόσμου, ὑπεστηρίχθησαν πρὸς τοῦτο ὑφ’ ὅλων, ἰδίως ὑπὸ τῆς Ἀγγλίας (καὶ ἡ Ἑλλὰς ὑπέγραψε) καὶ ὑπὸ τῆς κοινωνίας τῶν Ἐθνῶν, ἀλλὰ δὲν δύνανται. Ἐκ τῶν ἀνὰ τὸν κόσμον 15.000.000 Ἰουδαίων μόνον 200.000 κατώρθωσαν νὰ ἐγκατασταθοῦν, διότι 700.000 Ἄραβες ἀντέστησαν. Τὸ ἔθνος τοῦτο τῶν Ἑβραίων οὔτε ἀφομοιοῦται μετὰ τῶν ἄλλων Ἐθνῶν, οὔτε ἐξαφανίζεται, οὔτε κράτος δύναται νὰ ἱδρύσῃ, παρ’ ὅλον τὸν πόθον του καὶ τὴν οἰκονομικὴν ἀντοχὴν καὶ τὴν ὑποστήριξιν, τὴν ὁποίαν ἔλαβε. Τί σημαίνουν αὐτά; Κατάρα! Νὰ ζῇ καὶ νὰ τίζεται, διότι ἠδίκησεν. Ὥστε δυνάμεθα νὰ εἴπωμεν, ὅτι καὶ σήμερον ἀδικεῖται, διότι ἠδίκησε !

 

Β. Πόσα διδάγματα: Ἀδικοῦμεν ; θὰ ἀδικηθῶμεν. Ὅταν ἁμαρτήσῃς καὶ τιμωρηθῇς δὶ’ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἠμάρτησες, ἐξοφλεῖς ἕνα χρέος σου. Ὁσονδήποτε βαρεῖα καὶ ἂν εἶναι ἡ τιμωρία διὰ τὴν ἁμαρτίαν σου ἐλαφρώνεται τὸ βάρος τῆς τιμωρίας, ὅταν συναισθάνεσαι, ὅτι δικαίως πάσχεις. Ἠμάρτησες σαρκικῶς, ἐπῆρες ἀρρώστεια καὶ ὑποφέρεις. Τὸ βάρος τῆς νόσου ἐλαφρώνεται μὲ τὴν συναίσθησιν, ὅτι πταίεις καὶ δικαίως πάσχεις. Ὅταν ὅμως ἀδικῆσαι, τιμωρῆσαι δηλαδὴ χωρὶς νὰ πταίῃς, ὅσον ἐλαχίστη καὶ ἂν εἶναι ἡ ἄδικος τιμωρία σου, γίνεσαι ἀνάστατος ἀπὸ τὸν πόνον τῆς ἀδικίας.

 

Ὁ Θεὸς λοιπὸν θέλων νὰ τιμωρήσῃ μερικοὺς ἀνθρώπους πολύ, διότι ἠδίκησαν, δὲν τοὺς τιμωρεῖ ἐκεῖ ὅπου πταίουν καὶ ὅταν πταίουν, ἀλλὰ ἐκεῖ ὅπου δὲν πταίουν, διότι τότε θὰ πονέσουν. Τοῦτο δὲν εἶναι ἀδικία ἀλλὰ δικαιοσύνη, διότι ὁ ἀδικῶν θὰ τιμωρηθῇ δικαίως, ὅταν καὶ αὐτὸς ἀδικηθῇ. Τότε θὰ πονέσῃ, ὅσον ἐπόνεσε καὶ ὁ ἄλλος, τὸν ὁποῖον ἠδίκησε. Ἠδίκησας κἄποιον εἰς τὴν κρίσιν σου κατακρίνων καὶ συκοφαντῶν αὐτόν.Θὰ ἀδικηθῇς καὶ σὺ ἀπὸ κἄποιον ἄλλον ἀδικοσυκοφαντούμενος. Ἠδίκησας τὸ κορίτσι ἑνὸς ἄλλου καταστρέφων αὐτὸ σωματικῶς ἤ ἠθικῶς. Θὰ ἀδικηθῇς καὶ σὺ εὑρίσκων τὸ ἴδιον κακὸν εἰς τὸ σπίτι σου. Ἔκλεψες κάποιον. Κάποιος ἄλλος θὰ σὲ κλέψῃ. Πικρὸν εἶναι νὰ ἀδικῆταί τις. Πόσον δίκαιον ὅμως εἶναι τοῦτο, ὅταν ἀδικῆται, διότι ἠδίκησε!

 

Ἑπομένως ὅταν ἀδικούμεθα, καλὸν εἶναι νὰ σκεπτώμεθα, μήπως καὶ ἡμεῖς ἠδικήσαμεν. Ὅταν συλλάβωμεν τὸν ἑαυτὸν μας ἀδικήσαντα κἄποιον ἄλλον, ἂς σκεφθῶμεν, ὅτι ὅπως πονοῦμεν ἡμεῖς, ὅταν ἀδικούμεθα, ἔτσι ἐπόνεσε καὶ αὐτός, ὅταν ἀπὸ ἡμᾶς ἠδικήθη. Ἐπειδὴ ἐκάμαμε νὰ πονέσῃ αὐτός, πονοῦμεν καὶ ἡμεῖς. Ἔτσι μόνον θὰ ἀνακουφίσῃς τὸν πόνον σου, ὅταν ἀδικῆσαι, ἐὰν σκεφθῇς καὶ σὺ τὰς ἀδικίας σου. Ἐὰν ὅμως εὕρῃς ὅτι οὐδένα ἠδίκησες—πρᾶγμα σπανιώτατον—δέν πρέπει νὰ στενοχωρῆσαι, διότι ἀδικῆσαι, ἀλλὰ νὰ δοξάζῃς τὸν Θεόν, διότι «πάσχεις ἀδίκως». Ὅταν πρόκειται νὰ ἀδικήσῃς διὰ τῶν λόγων σου καὶ τῶν ἔργων σου τοὺς ἄλλους, σκέψου, ὅτι θὰ ἀδικηθῇς. Ὁ ἐνθουσιασμός σου τὸν ὁποῖον ἔχεις, ὅταν ἀδικῇς, θὰ μεταβληθῇ εἰς πίκραν σου, ὅταν θὰ ἀδικῆσαι. Ἂς προσέχωμεν νὰ μὴ ἀδικῶμεν, ἵνα μὴ ἀδικηθῶμεν!

3.

Ἡ Παραβολὴ τοῦ ἀμπελῶνος (Ματθ. 21,33-42)

Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))

 

Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς, καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

 

Τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο, μετὰ ἀπὸ μιὰ σειρὰ ἀπὸ εὐχάριστα ἀναγνώσματα, εἶναι, νὰ τὸ πῶ ἔτσι, τρομαχτικό: εἶναι ἡ ἱστορία τῶν ἐργατῶν τοῦ ἀμπελῶνος ποὺ γίνονται προδότες. Καὶ πράγματι τούτη ἡ παραβολὴ ἀντικατοπτρίζει ὅλη τὴν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπινου γένους, ἀλλὰ στὸ πλαίσιο ὅλων τῶν κειμένων ποὺ προηγήθηκαν, μᾶς μιλάει ἐπίσης γιὰ τὴν τρομερὴ, μὲ ὅλη τὴ σημασία τοῦ ὅρου, ἀγνωμοσύνη τῆς ἀνθρωπότητας πρὸς τὸν Θεό. Ἀπέναντι στὴν ἀγάπη Του, τὰ θαύματα Του, σὲ ὅλα ὅσα ἔκανε γιὰ ἐμᾶς, παραμένουμε ἀσυγκίνητοι καὶ ἐγωκεντρικοί· σκεφτόμαστε τὸν ἑαυτό μας, δὲν σκεφτόμαστε τὸν πλησίον μας, ἀκόμα λιγότερο σκεφτόμαστε τὸν Θεό· ἀχαριστία, ἀγάπη πρὸς τὸν ἑαυτό μας, ἐγωκεντρισμός, συγκέντρωση σὲ αὐτὸ ποὺ θέλουμε, ποὺ μᾶς γοητεύει, σ’ ὅ,τι μᾶς φαίνεται ἀπαραίτητο.

 

Τὸ σημερινὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα μᾶς λέει ὅτι ὁ Θεὸς δημιούργησε ἕναν ὄμορφο, ὑπέροχο κόσμο, τὸν περιέβαλλε μὲ τὴν δύναμη καὶ τὴν πρόνοια Του, προετοίμασε τὰ πάντα ὥστε νὰ γίνουν τόπος τῆς Βασιλείας Του, τοῦ Βασιλείου τῆς ἀμοιβαίας ἀγάπης, τῆς χαρᾶς. Ἀλλὰ γνωρίζουμε τὶ κάναμε σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο· φτιάξαμε ἕναν κόσμο ὅπου οἱ ἄνθρωποι φοβοῦνται νὰ ζήσουν, ὅπου ὑπάρχει αἱματοχυσία, ὅπου διαπράττονται ἀπάνθρωπες, σκληρὲς πράξεις ὄχι μόνο σὲ σὲ παγκόσμια κλίμακα, ἀλλὰ σὲ ἐπίπεδο οἰκογενειακό, ἐνοριακό, καὶ μεταξὺ τῶν πιὸ κοντινῶν φίλων.

 

Ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιὰ ὁ Κύριος ἔστελνε τοὺς ἀπεσταλμένους Του: πατριάρχες, προφῆτες, ἀγγέλους, κήρυκες, τὸν Πρόδρομο καὶ στὸ τέλος ἦλθε ὁ ἴδιος νὰ μᾶς θυμίσει ὅτι ὁ κόσμος πλάστηκε γιὰ τὴν ἀγάπη. Καὶ ὅπως στὴν παραβολὴ ὁδήγησαν τὸν υἱὸ ἕξω ἀπὸ τὸν ἀμπελώνα καὶ τὸν σκότωσαν, ἔτσι τὸ ἀνθρώπινο γένος φέρθηκε στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅταν μιλῶ γιὰ «ἀνθρωπότητα», δὲν ἀναφέρομαι στοὺς ἄλλους, ἀλλὰ σ’ ἐμᾶς, ἐπειδὴ ὁ Κύριος μᾶς ἐμπιστεύτηκε τὴν ζωὴ γιὰ νὰ τὴν κάνουμε θρίαμβο τῆς ἀγάπης, τῆς ἀδελφοσύνης, τῆς ἁρμονίας, τῆς πίστης καὶ τῆς χαρᾶς, καὶ δὲν τὸ κάνουμε ἐπειδὴ σκεφτόμαστε τοὺς ἑαυτοὺς μας. Σὲ ἀνταπόδοση ὅσων ἔκανε γιὰ μᾶς, ποὺ μᾶς δημιούργησε, ποὺ μᾶς ἀποκάλυψε τὸν ἑαυτό Του, ποὺ μᾶς πρόσφερε ὅλη Του τὴν ἀγάπη καὶ στὸ τέλος τὴν ζωὴ καὶ τὸν θάνατο τοῦ Υἱοῦ Του, μόλις καὶ μετὰ βίας προφέρουμε ἕνα «Εὐχαριστῶ» καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ ξεχνᾶμε.

 

Στραφῆτε πίσω σὲ ὅ,τι ἀκούσατε στὴ διάρκεια τῆς Τεσσαρακοστῆς, σὲ ὅ,τι εἴδατε τὸ βράδυ τῆς Ἀνάστασης, σὲ ὅ,τι εἰπώθηκε ἀπὸ τοὺς ἁγίους τὶς μετέπειτα ἑβδομάδες, τοὺς ἁγίους τῆς Ρωσίας, τοὺς ἁγίους αὐτῶν τῶν νησιῶν, ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἀνθρωπιᾶς. Μελετῆστε τα ὅλα αὐτὰ καὶ ἀναρωτηθῆτε: «Εἶμαι ἐργάτης τοῦ ἀμπελῶνος, καὶ εἶμαι ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἀπωθεῖ μακρυὰ τὸν Χριστὸ κάθε φορὰ ποὺ ἔρχεται στὴν ζωή μου; Δὲν Τοῦ λέω: Βγὲς ἀπὸ τὸν δρόμο μου, βγὲς ἀπὸ τὴν ζωή μου – θέλω νὰ εἶμαι ὁ Θεὸς, ὁ ἀφέντης, θέλω νὰ διαχειρίζομαι τὰ πάντα.» Ἔτσι μιλάει ὁ καθένας μας, ἴσως ὄχι μὲ τέτοια ἀγένεια, τόσο βλάσφημα, ἀλλὰ μὲ τὰ ἔργα μας, μὲ κούφιες λέξεις.

 

Πρέπει νὰ συνέλθουμε. Ἔχω πεῖ τόσες φορὲς ὅτι σωζόμαστε ἐπειδὴ μᾶς ἀγαπάει ὁ Θεός, ἀλλὰ ὄχι μόνο ἀπὸ τὴν ἀγάπη Του, ἀλλὰ ὰπὸ τὴν ἀνταπόκριση μας σ’ αὐτὴν. Ἄν ἐπιθυμία μας εἶναι ἁπλῶς νὰ καρπωθοῦμε τοὺς καρποὺς τοῦ Σταυροῦ, τῆς σταύρωσης, τῶν ἡμερῶν τοῦ πάθους, καὶ νὰ μὴν ἐπιστρέψουμε κάτι στὸν Θεό, καὶ νὰ μὴν προσφέρουμε κάτι στὸν πλησίον μας γιὰ τὸν ὁποῖο πέθανε ὁ Θεός, παρὰ μόνο μιὰ στιγμιαία σκέψη, εἴμαστε ἐχθρικοὶ πρὸς κάθε τι ποὺ ἔκανε γιὰ μᾶς.

 

Ἄς πάρουμε θέση ἐνώπιον αὐτῆς τῆς προειδοποίησης, τῆς ὑπενθύμισης τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου καὶ ἄς σκεφτοῦμε: «ποῦ εἶναι ἡ εὐγνωμοσύνη μου, εὐγνωμοσύνη ὄχι μόνο στὰ λόγια, ἀλλὰ στὴν πράξη;» Ἄς κρίνουμε τοὺς ἑαυτοὺς μας καὶ ἄς ξεκινήσουμε μιὰ νέα ζωή. Εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν Θεὸ σημαίνει νὰ εἴμαστε ἡ χαρά Του, καὶ στήριγμα, σωτηρία καὶ χαρὰ πρὸς τὸν πλησίον μας. Ἄς ξεκινήσουμε σήμερα νὰ φέρουμε καρποὺς ἀπ’ ὅ,τι μόλις μάθαμε ἀπὸ τὸν Θεὸ μέσα ὰπὸ τὴν ζωή τοῦ Χριστοῦ.

Ἀμήν.

 

4.

Ἐγρήγορση καὶ σταθερότητα στὴν πίστη

Καραβιδόπουλος Ἰωάννης (Καθηγητής Πανεπιστημίου)

 

«Ἀδελφοί, Ἀγρυπνεῖτε! Μένετε στέρεοι στὴν πίστη! Νὰ εἶστε γενναῖοι καὶ δυνατοί! Ὅλες τὶς πράξεις σας νὰ τὶς ἐμπνέει ἡ ἀγάπη. Ἔχω νὰ σᾶς ζητήσω κάτι, ἀδερφοί: Γνωρίζετε τὴν οἰκογένεια τοῦ Στεφανᾶ, ποὺ τὰ μέλη της ὑπῆρξαν ὁ πρῶτος καρπὸς τοῦ κηρύγματος στὴν Ἀχαΐα, κι ἀφιέρωσαν τὸν ἑαυτό τους στὴν ὑπηρεσία τῶν πιστῶν. Γι’ αὐτὸ κι ἐσεῖς πρέπει νὰ ἀκοῦτε τέτοιους ἀνθρώπους καθὼς καὶ ὅποιον ἐργάζεται καὶ κοπιάζει μαζί τους. Εἶμαι πολὺ χαρούμενος ἀπὸ τὴν παρουσία κοντά μου τοῦ Στεφανᾶ, τοῦ Φουρτουνάτου καὶ τοῦ Ἀχαϊκοῦ, γιατί αὐτοὶ ἀναπλήρωσαν τὸ κενό τῆς ἀπουσίας σας. Μοῦ ξεκούρασαν τὴν ψυχή, ὅπως καὶ τὴ δική σας. Σὲ τέτοιους ἀνθρώπους ὀφείλετε ἀναγνώριση.

 

Σᾶς στέλνουν χαιρετισμοὺς οἱ ἐκκλησίες τῆς Ἀσίας. Πολλοὺς χριστιανικοὺς χαιρετισμοὺς σᾶς στέλνουν ὁ Ἀκύλας καὶ ἡ Πρίσκιλλα καὶ ὅλη ἡ ἐκκλησία ποὺ συναθροίζεται σπίτι τους. Σᾶς στέλνουν χαιρετισμοὺς ὅλοι οἱ ἀδερφοί. Χαιρετῆστε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο μὲ ἀδερφικὸ φίλημα.

 

Ὁ χαιρετισμὸς αὐτὸς γράφεται ἀπὸ μένα τὸν Παῦλο μὲ τὸ ἴδιο μου τὸ χέρι. Ὅποιος δὲν ἀγαπάει τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ ἂς εἶναι χωρισμένος ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς ἐκκλησίας. Μαρὰνα θὰ –ὁ Κύριος ἔρχεται! Ἡ χάρη τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ νὰ εἶναι μαζί σας. Στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ποὺ μᾶς ἑνώνει, ἡ ἀγάπη μου εἶναι μαζὶ μὲ ὅλους σας. Ἀμὴν» (A΄ Κορ.16,13-24).

 

Η Α΄ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολὴ τοῦ Ἀπ. Παύλου, γραμμένη ἀπὸ τὴν Ἔφεσσο τῆς Μ. Ἀσίας τὸ ἔτος 55 μ.Χ., περιέχει ἕνα μεγάλο ἀριθμὸ θεμάτων, τὰ ὁποῖα εἶναι κυρίως ἀπαντήσεις τοῦ Ἀποστόλου σὲ ἐρωτήματα ποὺ τοῦ ἔθεταν οἱ χριστιανοὶ τῆς Κορίνθου. Ἐὰν ἀκόμη καὶ σήμερα ὑπάρχουν ἐρωτήματα τῶν χριστιανῶν ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν πίστη καὶ τὴν καθημερινὴ πράξη, πολὺ περισσότερα, ὅπως εἶναι φυσικό, ἦταν τὰ ἐρωτήματα στὰ πρῶτα βήματα τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Ἐὰν τὰ θέματα ποὺ ἀπασχολοῦσαν τοὺς χριστιανοὺς τῆς Κορίνθου δὲν ὑφίστανται σήμερα, διότι ἀφενὸς μὲν οἱ ἱστορικὲς καὶ πολιτιστικὲς συνθῆκες εἶναι διαφορετικές, ἀφετέρου δὲ ἡ χριστιανικὴ πίστη ἔχει διατυπωθεῖ μὲ τὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ διευκρινισθεῖ μὲ τὰ ἔργα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ὡστόσο οἱ ἀπαντήσεις τοῦ Παύλου ἔχουν διαχρονικὴ σημασία, γιατί εἶναι ἐμπνευσμένες ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀποτελοῦν μέρος τῆς Ἁγίας Γραφῆς ποὺ διαβάζουμε εἴτε στὶς λατρευτικὲς συνάξεις τῆς Ἐκκλησίας εἴτε κατ’ ἰδίαν. Ἡ περικοπὴ ποὺ διαβάζεται στὴ σημερινὴ Θεία Λειτουργία εἶναι ὁ ἐπίλογος τῆς ἐπιστολῆς, στὸν ὁποῖο ὁ Παῦλος ἀπευθύνει προτροπὲς πρὸς τοὺς χριστιανοὺς τῆς Κορίνθου, χρήσιμες ἐπίσης καὶ γιὰ τοὺς σημερινοὺς χριστιανούς. Ἂς δοῦμε ἀναλυτικότερα αὐτὲς τὶς προτροπές.

 

  1. «Ἀδελφοί, Ἀγρυπνεῖτε!». Ἡ ἐπαγρύπνηση καὶ ἐγρήγορση, ποὺ κυριαρχοῦν στὴ διδασκαλία τοῦ ἴδιου τοῦ Ἰησοῦ, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀντλεῖ τόσο ὁ Παῦλος ὅσο καὶ οἱ ἄλλοι συγγραφεῖς τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἀποτελοῦν βασικὸ γνώρισμα τοῦ χριστιανοῦ ποὺ δὲν ἐπαναπαύεται σὲ ὅ,τι ἔχει ἐπιτύχει μέχρι σήμερα, ἀλλ’ ἀγρυπνεῖ συνεχῶς, ὥστε νὰ μὴν αἰφνιδιασθεῖ ἀπὸ τὶς ἀντίξοες περιστάσεις τῆς ζωῆς καὶ κυρίως ἀπὸ τὸν βιολογικὸ τερματισμό της. Ἡ ἐγρήγορση ἀποτελεῖ κεντρικὸ θέμα σὲ παραβολὲς τοῦ Ἰησοῦ, ὅπως π.χ. αὐτῆς τῶν δέκα παρθένων, πέντε ἐκ τῶν ὁποίων χαρακτηρίζονται ὡς «φρόνιμοι», διότι γρηγοροῦσαν καὶ φρόντιζαν, ἐν ἀναμονῇ τοῦ νυμφίου, νὰ ἔχουν λάδι στὰ φανάρια τους, ἐνῶ οἱ ἄλλες πέντε χαρακτηρίζονται ὡς «μωραί», διότι δὲν φρόντισαν νὰ ἔχουν τὶς ἀπαραίτητες προμήθειες καὶ αἰφνιδιάστηκαν ἀπὸ τὴν ξαφνικὴ ἔλευση τοῦ νυμφίου «ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτὸς» (Ματθ. 25,1-10. Οἱ εἰκόνες εἶναι παρμένες ἀπὸ τὴν τελετὴ τοῦ γάμου τῆς ἐποχῆς). Ἡ προτροπὴ γιὰ ἐγρήγορση κυριαρχεῖ καὶ σὲ πολλὲς ἄλλες διδασκαλίες τοῦ Ἰησοῦ, καθὼς καὶ σὲ ὕμνους τῆς Ἐκκλησίας, ἰδίως τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς.

 

  1. «Μένετε στέρεοι στὴν πίστη! Γενναῖοι καὶ δυνατοί!». Ἡ σταθερότητα στὴν πίστη εἶναι ἀπαραίτητη, ὥστε νὰ μὴν κλυδωνίζεται ὁ χριστιανὸς ἀπὸ τὸν ἄνεμο κάποιας αἱρετικῆς διδασκαλίας ἢ ἀπὸ ἀναπάντεχα γεγονότα τῆς ζωῆς του. Ἡ νηπιακὴ κατάσταση καὶ ἡ σχετικὴ νοοτροπία δικαιολογοῦνται στὰ πρῶτα βήματα τῆς βιολογικῆς ἀλλὰ καὶ τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Φυσιολογικὰ ὅμως ἀκολουθεῖ ἡ ὡρίμανση καὶ ἐνδυνάμωσή της. Ἡ ἀνοδικὴ πορεία εἶναι τὸ ζητούμενο στὴ ζωὴ τοῦ χριστιανοῦ, ἐνῶ ἡ στασιμότητα σημαίνει ἀπουσία ζωῆς καὶ παράδοση στὶς δυνάμεις τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου.

 

  1. «Ὅλες τὶς πράξεις σας νὰ τὶς ἐμπνέει ἡ ἀγάπη»- («Πάντα ὑμῶν ἐν ἀγάπῃ γινέσθω», στὸ κείμενο). Ἡ ἀγάπη, τὸν ὕμνο τῆς ὁποίας συνέθεσε ὁ Ἀπ. Παῦλος στὸ 13ο κεφ. τῆς ἐπιστολῆς, κυριαρχεῖ καὶ στὶς τελικὲς προτροπὲς τῆς ἴδιας ἐπιστολῆς. Σὲ ὁλόκληρη τὴν περικοπὴ ποὺ σχολιάζουμε ἔμμεσα ἐξυπακούεται:

 

α) στὴ δράση τῶν Στεφανᾶ, Φορτουνάτου καὶ Ἀχαϊκοῦ, ποὺ διακονοῦν τοὺς χριστιανοὺς τῆς Κορίνθου (χωρὶς νὰ προσδιορίζεται τὸ περιεχόμενο τῆς διακονίας, διότι προφανῶς εἶναι γνωστὸ στοὺς ἀναγνῶστες τῆς ἐπιστολῆς) καὶ ποὺ ἀναπληρώνοντας ὅλους τοὺς χριστιανοὺς τῆς Κορίνθου πρόσφεραν κάποια (μὴ κατονομαζόμενη ἐπίσης) ὑπηρεσία στὸν Παῦλο ξεκουράζοντας ἔτσι τὴν ψυχὴ τοῦ ταλαιπωρημένου Ἀποστόλου ἀλλὰ καὶ αὐτὴν τῶν Κορινθίων.

 

β) στὴν προτροπὴ γιὰ ἀναγνώριση τῶν ὑπηρεσιῶν τους ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς τῆς Κορίνθου.

 

γ) στοὺς ἀσπασμοὺς τῶν ἐκκλησιῶν τῆς Μ. Ἀσίας καὶ ἰδιαίτερα τοῦ ζεύγους Ἀκύλα καὶ Πρίσκιλλας γνωστοῦ στοὺς Κορινθίους καὶ τῆς ἐκκλησίας ποὺ συγκεντρώνεται στὴν οἰκία τους.

 

δ) στὴν ἀνταλλαγὴ ἀσπασμοῦ τῶν μελῶν τῆς κοινότητας «μὲ ἀδελφικὸ φίλημα», χωρὶς νὰ ἀποκλείει ἀπὸ τὸν ἀσπασμὸ αὐτὸ τὰ πρόσωπα ποὺ στὸ σῶμα τῆς ἐπιστολῆς (ἀνωνύμως) ἐπέκρινε γιὰ τὴ συμπεριφορά τους. καὶ τέλος

 

ε) στὴν ἔκφραση τῆς ἀγάπης του («στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ») πρὸς ὅλους, χωρὶς πάλι νὰ ἑξαιρεῖ ἢ καὶ νὰ ὑπαινίσσεται τοὺς παρεκτραπέντες τῆς κοινότητας.

 

Στέλνει ἐπίσης ἀσπασμοὺς γραμμένους μὲ τὸ ἴδιο του τὸ χέρι. Γνωρίζουμε ὅτι ὁ Παῦλος ὑπαγόρευε συνήθως τὶς ἐπιστολές του σὲ κάποιον συνεργάτη του, ἴσως γιατί ὁ ἴδιος καταπονημένος ἀπὸ τὶς πολλὲς ταλαιπωρίες, γιὰ τὶς ὁποῖες κάνει λόγο σὲ ἄλλο σημεῖο τῆς ἴδιας ἐπιστολῆς καθὼς καὶ τῆς δεύτερης ἐπιστολῆς του πρὸς τοὺς Κορινθίους (βλ. Α΄ Κορ. 4, 9-13. Βλ.καὶ Β΄ Κορ. 11, 23-33), ἀδυνατοῦσε νὰ γράψει ἰδιοχείρως ἐπὶ τοῦ παπύρου. Στὸ τέλος πρόσθετε συνήθως ἰδιόχειρο χαιρετισμό.

 

Πέραν τῆς ἀγάπης τοῦ ἰδίου πρὸς ὅλους τοὺς παραλῆπτες τῆς ἐπιστολῆς ὑπενθυμίζει ὅτι ἡ ἀγάπη πρέπει νὰ ἀπευθύνεται στὸν ἴδιο τὸν Κύριο, φτάνει μάλιστα στὸ σημεῖο νὰ σημειώσει ὅτι «Ὅποιος δὲν ἀγαπάει τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ ἂς εἶναι χωρισμένος ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς ἐκκλησίας».

 

Λίγο πρὶν τελειώσει ἡ ἑνότητα τοῦ ἀναγνώσματος καὶ ὅλη ἡ ἐπιστολὴ θυμίζει ὁ Παῦλος τὴ βασικὴ πίστη τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ὁ Κύριος ἔρχεται, ποὺ διασώζεται στὴν ἀρχική της ἀραμαϊκὴ μορφή: «Μαράνα θά», ποὺ εἶναι ὁμολογία πίστεως: Ὁ Κύριος ἔρχεται, ἀλλὰ μπορεῖ νὰ κατανοηθεῖ καὶ ὡς προσευχή, ὅπως στὸν τελικὸ στίχο τῆς Ἀποκαλύψεως « Ἔρχου Κύριε Ἰησοῦ» (Ἀποκ. 22,20).

5.

Δουλεύοντας στὸ ἀμπέλι (Ματθ. 21. 32-43)

Βαρνάβας Λαμπρόπουλος (Ἀρχιμανδρίτης)

 

 

Στὰ πρῶτα αἰτήματα τῆς Κυριακῆς προσευχῆς, τῆς προσευχῆς ποὺ ὁ Χριστὸς μᾶς παρέδωσε νὰ ἀπευθύνουμε στὸν Πατέρα του, περιλαμβάνεται τὸ «ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου». Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια μᾶς φώτισε νὰ τὸν ζητᾶμε νὰ ἔλθει καὶ νὰ γίνει κύριος καὶ βασιλέας ὅλης τῆς ὕπαρξης καὶ τῆς ζωῆς μας. Γι’ αὐτὴ τὴ βασιλεία ὁ Χριστὸς μίλησε ἐπανειλημμένα στὰ κηρύγματά του χρησιμοποιώντας διάφορες παραβολὲς καὶ εἰκόνες καὶ φωτίζοντας κάθε φορὰ ἀπὸ διαφορετικὴ ὀπτικὴ γωνία τὴν ὀμορφιά της καὶ τὴ σχέση μας μὲ αὐτή. Σὲ ὅλες βέβαια τὶς εἰκόνες εἶναι ὁλοφάνερα δύο βασικὰ χαρακτηριστικά της: Πρῶτο, τὸ ὅτι εἶναι ἔκφραση τῆς ἄπειρης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἀνθρωπο· καὶ δεύτερο -συνέπεια τοῦ πρώτου- τὸ ὅτι δὲν ἐπιβάλλεται τυραννικὰ στὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ προϋποθέτει τὴν ἐλεύθερη ἀποδοχή του.

 

 

«Μικρὸν ἐργασώμεθα»

 

Στὴ σημερινὴ παραβολή, τὴ βασιλεία ποὺ μᾶς χαρίζει, τὴν παρομοιάζει μὲ ἕνα ἀμπέλι. Γι’ αὐτὸ τὸ ἀμπέλι πρωτομίλησε ὁ Θεὸς στὸν προφήτη Ἠσαΐα: «Καὶ τί δὲν ἔκανα», λέει, «γι’ αὐτὸ τὸ ἀμπέλι μου. Τὸ ἔφραξα, τὸ ὄργωσα, τὸ φύτεψα, τοῦ ἔχτισα πύργο, τοῦ ἔφτιαξα πατητήρι» (5,2). Δὲν ἄφησε σὲ μᾶς βαριὲς δουλειές. «Μικρὸν ἡμῖν κατέλιπε», λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Καὶ ὁ «ἐλαφρὸς ζυγὸς» ποὺ μᾶς ἀνέθεσε εἶναι «τὸ ἐπιμελεῖσθαι τῶν ὄντων καὶ διαφυλάξαι τὰ δοθέντα». Τὸ χρέος μᾶς ἦταν ἡ ἐπιμέλεια καὶ ἡ διαφύλαξη τοῦ ἀμπελώνα, ὥστε στὸν κατάλληλο καιρὸ νὰ ἀποδώσει καρπούς.

 

Μετά, ὁ κύριος τοῦ ἀμπελώνα «ἀπεδήμησε». Δὲν κάθησε σὰν αὐστηρὸς ἐπιστάτης κρατώντας βούρδουλα καὶ «παραπόδας ἐπάγων τὰς τιμωρίας», ὁσάκις μᾶς ἔβλεπε νὰ τεμπελιάζουμε ἢ νὰ κάνουμε ζημιὲς στὸ ἀμπέλι του μὲ τὴν ἀμέλειά μας. «Ἀπεδήμησε» σημαίνει «μακροθύμησε», ἑρμηνεύει ὁ Χρυσορρήμων. Ἔδειξε τὴν πολλή του μακροθυμία καὶ τὸν ἀπέραντο σεβασμὸ στὴν ἐλευθερία μας. Αὐτὸ εἶναι τὸ μεγαλεῖο τῆς ἀγάπης του καὶ τῆς τιμῆς του πρὸς τοὺς ἐργάτες τοῦ ἀμπελώνα. Μᾶς τίμησε δίνοντάς μας τὴ δυνατότητα νὰ ἀπολαύσουμε τὴ χαρὰ καὶ τὴ «νηφάλια μέθη» ἀπὸ τὰ «σταφύλια» τῆς βασιλείας του· ἀλλὰ ὄχι τελείως δωρεάν. Μᾶς κάλεσε νὰ συνεργαστοῦμε, καταθέτοντας ἐλεύθερα καὶ τὸν κόπο τῆς δικῆς μας φροντίδας καὶ ἐπιμέλειας, δηλαδὴ τὴν ὑπακοή μας στὸ θέλημά του.

 

 

Ἀγκάθια ἀντὶ γιὰ σταφύλια

 

Ὅταν ὅμως ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ τρύγου καὶ ἔστειλε τοὺς δούλους του γιὰ νὰ λάβουν τοὺς καρπούς, διαπίστωσε -ὅπως μὲ πίκρα λέει στὸν προφήτη Ἠσαΐα – ὅτι τὸ ἀμπέλι του ἀντὶ γιὰ σταφύλια ἔβγαλε ἀγκάθια. Καὶ ὁ Χριστὸς μὲ τὴν παραβολὴ φανερώνει ὅτι τὰ «ἀγκάθια» δὲν ἦταν ἁπλῶς ἡ ἀμέλεια καὶ ἡ παρακοὴ τοῦ περιούσιου λαοῦ του στὶς ἐντολές του, ἀλλὰ καὶ ἡ τελείως ἀδικαιολόγητη ἀγανάκτηση καὶ τὸ μίσος τους κατὰ τῶν ἀπεσταλμένων του προφητῶν, ποὺ ἔφτασε σὲ βαθμὸ ἄλλους νὰ δείρουν καὶ ἄλλους νὰ σκοτώσουν. Ξανάστειλε ὁ Κύριος προφῆτες καὶ διδασκάλους γιὰ νὰ ἀφυπνίσουν τὸν λαό του, ἀλλὰ καὶ σ’ αὐτοὺς ἔκαναν τὰ ἴδια. Στὸ τέλος, τοὺς ἔστειλε τὸν υἱό του μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ τὸν ντραποῦν καὶ νὰ συνέλθουν. Καὶ αὐτοί, νομίζοντας ὅτι ἦταν εὐκαιρία νὰ ἀποκτήσουν πλήρη κυριότητα στὸ ἀμπέλι, σκότωσαν καὶ τὸν κληρονόμο.

 

Ὁ Χριστός, λέγοντας τὴν παραβολὴ αὐτὴ λίγο καιρὸ πρὶν ἀπὸ τὸ πάθος του, προσπαθεῖ νὰ κάνει τοὺς Ἰουδαίους νὰ συνειδητοποιήσουν ὅτι αὐτοὶ εἶναι οἱ κακοὶ ἐργάτες τοῦ ἀμπελώνα του· καὶ ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀπεσταλμένος Υἱὸς τοῦ Κυρίου τοῦ ἀμπελώνα. Ἡ παραβολὴ βέβαια δὲν ἀπευθύνεται μόνο στοὺς τότε «ἐπίδοξους» σταυρωτές τοῦ Χριστοῦ ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε ἄνθρωπο, ποὺ νομίζει ὅτι βγάζοντας τὸν Θεὸ ἀπὸ τὴ ζωή του θὰ τὴν χαρεῖ καλύτερα καὶ πιὸ ἐλεύθερα.

 

 

Ἡ ἀπάτη τῆς ἀθεΐας

 

Σὲ κάποιο θεατρικὸ ἔργο, ὁ κεντρικὸς ἥρωας ξεσπάει στὴν πιὸ ἑωσφορικὴ ἐξαγγελία ἐκθρόνισης τοῦ Θεοῦ καὶ θεοποίησης τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ παρακάτω ξέσπασμα θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι τὸ «σύμβολο τῆς πίστεως» τοῦ αὐτοθεοποιημένου ἀνθρώπου: «Ἐγὼ ὑπάρχω… μόνος ἐγώ. Βλέπεις αὐτὸ τὸ κενὸ πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια μας; Εἶναι ὁ Θεός. Αὐτὸ τὸ φάγωμα στὴν πόρτα; Εἶναι ὁ Θεός. Ἡ ἀπουσία, εἶναι ὁ Θεός. Ἡ μοναξιὰ τῶν ἀνθρώπων, αὐτὸ εἶναι Θεός. Ὅλο αὐτὸ τὸν καιρὸ δὲν ὑπῆρχα, παρὰ μόνον ἐγώ. Ἐγὼ μόνος μου βρῆκα τὸ καλό. Ἐγὼ ἀποφάσισα τὸ κακό. Ἐγὼ σήμερα κατηγορῶ τὸν ἑαυτό μου, καὶ ἐγὼ μόνος μου μπορῶ νὰ τὸν συγχωρήσω. Ἐγώ, ὁ ἄνθρωπος. Ἂν ὁ Θεὸς ὑπάρχει, ὁ ἄνθρωπος εἶναι μηδέν. Ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει Θεός. Χαρά. Δάκρυα χαρᾶς. Ἀλληλούια. Δὲν ὑπάρχει Θεός».

 

Ἡ κατάληξη αὐτοῦ τοῦ θεατρικοῦ μᾶς θυμίζει τὸ γνωστὸ ἀθεϊστικὸ σύνθημα, ποὺ εἶχε κατευθύνει ἐπίμονα σύγχρονος «κήρυκας» τῆς ἀθεΐας, καὶ τὸ εἶχαν βάλει στὰ λεωφορεῖα τῆς Ἀγγλίας: «Ὁ Θεὸς πιθανότατα δὲν ὑπάρχει. Ἑπομένως, σταμάτα νὰ ἀνησυχεῖς καὶ ἀπόλαυσε τὴ ζωή σου».

 

Ὁ Χριστὸς στὸ τέλος τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς ἀπαντάει σ’ αὐτὲς τὶς κεvολόγους διακηρύξεις λέγοντας: «Μὴν πᾶτε νὰ χτίσετε τὴν εὐτυχία σας χωρὶς Ἐμένα. Ἐγὼ εἶμαι τὸ ἀγκωνάρι τῆς ἀληθινῆς ζωῆς καὶ τῆς γνήσιας χαρᾶς σας. Ὅποιος μὲ πετάει ἀπὸ τὴ ζωή του, δὲν ἀδικεῖ ἐμένα ἀλλὰ τὸν ἑαυτό του». Τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ ψάλλουμε τὸ ἰδιόμελο: «Ὁ τὸν ἀμπελώνα φύτευσας καὶ τοὺς ἐργάτας κάλεσας ἐγγὺς ὑπάρχει Σωτήρ». Ὁ Κύριος τοῦ ἀμπελώνα εἶναι πολὺ κοντά μας. Ἔρχεται γιὰ νὰ μᾶς σώσει καὶ νὰ μᾶς κάνει υἱοὺς καὶ συγκληρονόμους του. Γι’ αὐτὸ κι ἐμεῖς «μικρὸν ἐργασάμενοι, κομισώμεθα τὸ τῆς ψυχῆς ἔλεος».