1.
Ολίγα περί Παραδείσου
(Μητροπολίτου Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως Ιερεμία)
- Στό σημερινό μου κήρυγμα, ἀδελφοί χριστιανοί, θά σᾶς πῶ λίγα λόγια γιά τόν Παράδεισο. Μέ πόνο πρέπει νά παρατηρήσουμε ὅτι στήν σημερινή ἐποχή δέν ἀκούονται κηρύγματα γιά τόν Παράδεισο, οὔτε γιά τήν κόλαση, οὔτε γιά τήν παρθενική ζωή, ἐνῶ παλαιότερα θυμᾶμαι ἐγώ σάν παιδί, ὅτι οἱ ἱεροκήρυκες ὅλα τους τά κηρύγματα τά τελείωναν μέ τήν εὐχή νά εἰσέλθουμε στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, δηλαδή, στόν Παράδεισο. Καί παλαιότερα ἀκόμη ἀκουόταν σάν κύρια καί καλύτερη εὐχή τό, «καλό παράδεισο»!
Γιά τόν Παράδεισο, λοιπόν, θά σᾶς μιλήσω σήμερα, ἀδελφοί, σέ ἕνα ὀλιγόλεπτο κήρυγμα. Καί λαμβάνω τήν ἀφορμή νά μιλήσω γιά τό θέμα αὐτό ἀπό τό σημερινό ἅγιο Εὐαγγέλιο, πού μᾶς εἶπε γιά κάποιον πού πλησίασε τόν Χριστό καί τόν ρώτησε, τί νά κάνει γιά νά κερδίσει τήν αἰώνια ζωή, δηλαδή, τόν Παράδεισο.
- Γιά νά μή σᾶς ἀργῶ, ἀγαπητοί μου, σᾶς λέγω σύντομα ὅτι ὁ Θεός ἔκανε τόν ἄνθρωπο γιά νά ἔχει στενή κοινωνία μαζί Του, γιά νά ζεῖ στόν Παράδεισο. Δημιούργησε ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο μᾶς λέει ἡ Ἁγία Γραφή καί τόν ἔβαλε στόν Παράδεισο, ἐκεῖ πού ἦταν Αὐτός. Καί ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖ ζοῦσε μέσα στήν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ, μέσα στήν Χάρη Του καί τήν δόξα Του, θέλω νά πῶ. Ὁ νοῦς του συστρεφόταν σάν στρόφιγγας γύρω ἀπό τόν Θεό καί αὐτό ἦταν γιά τόν ἄνθρωπο ἡ εὐτυχία του, ἦταν ἡ φυσική του, ἡ νορμάλ ζωή, γιατί πλάστηκε γιά τόν Θεό. Ἀλλά ἔγινε ἔπειτα ἡ θλιβερή πτώση. Ὁ ἄνθρωπος, δηλαδή, ἁμάρτησε. Καί ἐπειδή τό κακό δέν μπορεῖ νά ἔχει σχέση μέ τό καλό, γιατί ὁ Θεός δέν μπορεῖ νά συγκατοικήσει μέ τό κακό, ἐξεβλήθη, ἐξορίστηκε ὁ ἄνθρωπος ἀπό τόν Παράδεισο. Καί ποῦ τόν ἔβαλε ὁ Θεός; Τόν ἔβαλε «ἀπέναντι τοῦ Παραδείσου»! Γιατί «ἀπέναντι»; Γιά νά τόν βλέπει ὁ ἄνθρωπος καί νά σκέπτεται: Ποῦ ἤμουν καί ποῦ ἦρθα…! Τί εἶχα καί τί ἔχασα!… Καί τό ὅλο ἔργο τοῦ ἀνθρώπου ἔξω ἀπό τόν Παράδεισο εἶναι τό νά σκέπτεται πῶς νά ξαναμπεῖ στόν Παράδεισο, πῶς νά γίνει πάλι εὐτυχισμένος. Καί ὅλη ἡ Ἁγία Γραφή, ἡ Παλαιά Διαθήκη πρῶτα, μᾶς παρουσιάζει πόσο ἄθλια εἶναι ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου ἔξω ἀπό τόν Παράδεισο καί μᾶς λέει μυστικά-μυστικά, ὅτι θά ξαναμποῦμε σ᾽ αὐτόν μέ τόν ἐρχομό τοῦ Μεσσία. Καί ἡ Καινή Διαθήκη ἔπειτα μᾶς λέει καί μᾶς μιλάει καθαρά καί δυνατά, καί ὄχι μυστικά, ὅτι ἦρθε ὁ Μεσσίας, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, καί ἄνοιξε τόν Παράδεισο. Καί μπαίνουν σ᾽ αὐτόν, καί μπαίνουν καί μπαίνουν, πατριάρχες καί ἀσκητές καί οἰκογενειάρχες καί ἀπό κάθε ἰδίωμα ἄνθρωποι. Καί ξέρετε, χριστιανοί μου, ποιός μπῆκε πρῶτος στόν Παράδεισο; Ἕνας πολύ-πολύ ἁμαρτωλός, ἕνας κλέφτης καί κακοποιός. Τόσο κακοποιός πού ἡ κοινωνία τοῦ εἶπε, «δέν ὑποφέρεσαι», καί τόν καταδίκασε γιά ὄσα ἔκανε νά πεθάνει φρικτό θάνατο καρφωμένος σέ ξύλο. Ὁ ληστής, αὐτός μπῆκε πρῶτος στόν Παράδεισο, γιατί ἀπό τό ξύλο καρφωμένος εἶπε στόν Χριστό, «μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ Σου». Καί ὁ Χριστός τοῦ εἶπε ἀπό τόν Σταυρό Του καί Αὐτός, ὄπου ἀνέβηκε γιά τήν σωτηρία μας, τοῦ εἶπε, «σήμερα θά εἶσαι μαζί μου στόν Παράδεισο»! Ὁ ληστής, λοιπόν, ὁ πολύ ἁμαρτωλός, αὐτός μπῆκε πρῶτος στόν Παράδεισο. Μέ τήν ἁμαρτία τῶν πρωτοπλάστων ἔκλεισε ὁ Παράδεισος, ἀλλά μέ τόν σταυρικό Του θάνατο, ὁ Χριστός, δηλαδή, μέ τόν Σταυρό Του σάν μέ κλειδί, ἄνοιξε τόν Παράδεισο.
Παράδεισος, λοιπόν, κατά τά παραπάνω, εἶναι τό νά ζεῖ ὁ ἄνθρωπος τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τό νά ἀπολαμβάνει τήν δόξα Του, γιά τήν ὁποία καί πλάστηκε. Καί αὐτή ἡ γεύση τοῦ Παραδείσου ἀρχίζει ἀπό τότε πού ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει τόν Χριστό καί συνεχίζεται καί συνεχίζεται διαρκῶς καί δέν τελειώνει ποτέ τῶν ποτῶν! Δηλαδή, ὁ Παράδεισος ἀρχίζει ἀπό τήν γήινη αὐτή ζωή μέ τήν γνωριμία μας καί τήν σχέση μας μέ τόν Χριστό καί συνεχίζεται καί μετά τόν θάνατό μας στήν ἐπουράνιο Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλά ἀρχίζει ἀπό αὐτήν τήν ἐπίγεια ζωή. Καί ἄν δέν ἀρχίσει γιά ᾽μᾶς ὁ Παράδεισος ἀπό αὐτήν τήν ζωή, μήν περιμένουμε νά τόν ἀπολαύσουμε μελλοντικά, στήν ἄλλη ζωή, μετά τόν θάνατό μας.
- Γιά νά τό πῶ ἁπλᾶ, ἀλλά κατανοητά καί πρακτικά, ἀδελφοί, παράδεισος εἶναι αὐτό πού ἔνοιωθε ὁ ἅγιος Νεκτάριος ὅταν προσευχόταν γονατιστός στήν Παναγία τήν Χρυσολεόντισσα καί ἔλεγε καί ἔλεγε καί δέν τελείωνε. Ἤ, Παράδεισος εἶναι αὐτό πού ἔνοιωθε ὁ παπα-Τύχων ὁ ἁγιορείτης ὅταν λειτουργοῦσε ἤ ὁ ἅγιος παπα-Νικόλας ὁ Πλανᾶς, ὁ ἁπλοῦς, πού ἄρχιζε τήν Θεία Λειτουργία ἀπό τό πρωί καί τήν τελείωνε στίς 3 τό ἀπόγευμα. Ναί, Παράδεισος εἶναι ἡ Θεία Λειτουργία. Ἐκεῖ ἔχουμε ζωντανά τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ μας καί τόν ἀπολαμβάνουμε τρώγοντας ἀπό τό Δένδρο τῆς Ζωῆς, κοινωνοῦντες, δηλαδή, τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ποιοί ὅμως γεύονται γλυκά καί ἀπολαυστικά αὐτόν τόν Παράδεισο, τήν Θεία Λειτουργία; Τόν γεύονται ὅσοι ἀγαποῦν θερμά τόν Χριστό καί ἐφαρμόζουν τό ἅγιο θέλημά Του. Αὐτοί, ὅταν βρίσκονται στήν Θεία Λειτουργία, λένε ποτέ νά μήν τελειώσει, γιατί ἀπολαμβάνουν τήν μεγάλη τους εὐτυχία καί χαρά. Ἀλλά, οἱ ἄλλοι χριστιανοί πού δέν ἔχουν αὐτήν τήν θεία ἀγάπη, ὑποφέρουν βρισκόμενοι στήν Θεία Λειτουργία καί νοιώθουν ἀπελευθέρωση ὅταν ἀκούσουν τό «Δι᾽ εὐχῶν…». Ἔτσι θά συμβεῖ μέ τήν αἰώνιο βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τόν οὐράνιο Παράδεισο. Ὁ Χριστός θά ἔλθει μέ τήν δεύτερή Του Παρουσία «ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ Αὐτοῦ». Ὅσοι ἔχουν καθαρή τήν ψυχή θά σκιρτήσουν ἀπό χαρά, βλέποντες αὐτήν τήν δόξα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτό εἶναι Παράδεισος! Οἱ ἄλλοι ὅμως, πού δέν ἔχουν ψυχική καθαρότητα, δέν θά μποροῦν νά ἀντέξουν βλέποντες τήν δόξα τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἐκεῖνος πού ἔχει ἀρρωστημένα μάτια δέν μπορεῖ νά ἀντικρούσει τό φῶς τοῦ ἡλίου. Τόν καίει. Αὐτό εἶναι κόλαση! Στήν ὀρθόδοξη ἁγιογραφία καί ὁ Παράδεισος καί ἡ κόλαση παριστάνονται μέ τήν ἴδια εἰκόνα. Ὁ Χριστός εἶναι στήν κορυφή, λάμπων ἀπό τήν δόξα Του καί οἱ πιστοί Του, πού τόν βλέπουν, πορεύονται πρός Αὐτόν μέ χαρά. Αὐτό εἶναι ὁ Παράδεισος! Οἱ ἄλλοι ὅμως, ὅσοι ἁμάρτησαν καί ἔμειναν ἀμετανόητοι, αὐτοί παριστάνονται νά πηγαίνουν πρός τά κάτω, μή ἀντέχοντας νά βρίσκονται ἐκεῖ πού εἶναι ὁ Θεός. Αὐτό εἶναι κόλαση! Εἶναι τό νά μᾶς βασανίζει ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ, ἀντί νά μᾶς εὐφραίνει.
- Χριστιανοί μου, δέν ἐπαρκεῖ ὁ χρόνος νά σᾶς πῶ περισσότερα. Ξαναλέγω ὅτι ὁ Παράδεισος ἀρχίζει ἀπό ἐδῶ, ἀπό αὐτήν τήν ζωή, ζῶντες στήν Ἐκκλησία τοῦ Ἰησοῦ κατά τό ἅγιο θέλημά Του. Ὅποιοι δέν γευόμαστε τώρα τόν γλυκασμό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, μήν περιμένουμε ὅτι θά τόν γευθοῦμε ἀπότομα στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Δέν θά ὑπάρχει προϋπόθεση γιά μιά τέτοια θεϊκή ἀπόλαυση. Γι᾽ αὐτό προετοιμασία ἀπό αὐτήν τήν ζωή μέ προσευχή καί ἐξομολόγηση, γιά νά ἀξιωθοῦμε τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, ζῶντες αἰώνια στήν δόξα τοῦ Θεοῦ, ΑΜΗΝ!
Μέ πολλές εὐχές,
† Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας
2.
Κυριακὴ ΙΒ΄Ματθαίου (Ματθ ιθ΄16-26)
Δορμπαράκης Γεώργιος (Πρωτοπρεσβύτερος)
«ἀκούσας δὲ ὁ νεανίσκος τὸν λόγον ἀπῆλθε λυπούμενος· ἦν γὰρ ἔχων κτήματα πολλά».
Μία πολὺ ἀξιοσυμπάθητη περίπτωση ἀνθρώπου καταγράφει τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Ἕναν νεαρό, ὁ ὁποῖος πλησιάζει τὸν Κύριο, προκειμένου Αὐτὸς ὡς διδάσκαλος νὰ τὸν καθοδηγήσει στὴν εἴσοδό του στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὁ Κύριος τὸν παραπέμπει στὶς ἐντολὲς τῆς Μωσαϊκῆς νομοθεσίας, καὶ ὅταν αὐτὸς ἐπιμένει, λέγοντας ὅτι αὐτὲς τὶς τηρεῖ ἐκ νεότητός του, ὁ Κύριος τὸν προσανατολίζει στὴν τελειότητα: νὰ ἀκολουθεῖ Ἐκεῖνον, κάνοντας πέρα ὅλα τὰ ὑλικὰ ἀγαθά του. Ἡ ἀντίδραση τοῦ νεαροῦ εἶναι ἀπογοητευτική: «ἀκούσας τὸν λόγον ἀπῆλθε λυπούμενος». Γιατί εἶχε πολλὰ κτήματα, εἶχε πολλὰ ὑλικὰ ἀγαθά.
- Ὁ νεαρὸς δὲν φαινόταν νὰ κοροϊδεύει τὸν Κύριο, ὅπως σὲ μία παρόμοια περίπτωση ἑνὸς νομοδιδασκάλου, ὁ ὁποῖος Τὸν πλησίασε «πειράζων Αὐτόν». Μολονότι τὸ ἐρώτημα καὶ τῶν δύο εἶναι τὸ ἴδιο: ἡ εἴσοδος στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἐδῶ ἔχουμε μία ἐκ πρώτης ὄψεως γνήσια ἀναζήτηση.
Διότι ὁ νεανίσκος καὶ πιστεύει στὸν Θεὸ καὶ κάνει ἕναν «πνευματικὸ» ἀγώνα, μὲ τὴν τήρηση τοῦ Νόμου, πυρήνας τοῦ ὁποίου ἦταν οἱ Δέκα Ἐντολές. «Ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου». Παρ’ ὅλον ὅμως τὸν ἀγώνα του αὐτόν, διεπίστωνε στὸ βάθος τῆς ψυχῆς του ὅτι ἡ καρδιά του δὲν γέμιζε. Ἔνιωθε ὅτι ὑπολείπεται σὲ κάτι, τὸ ὁποῖο θὰ τοῦ ἔδινε τὴν ὤθηση νὰ ζήσει σὲ πληρότητα τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Γιὰ τὰ δεδομένα βεβαίως τῆς πίστεώς μας, ἡ ἔλλειψη αὐτὴ εἶναι δικαιολογημένη: ἡ πλήρωση τῆς καρδιᾶς, αὐτὸ ποὺ ὁλοκληρώνει τὸν ἄνθρωπο ἔρχεται μόνον ἐν Χριστῷ. Ὁ Χριστὸς εἶναι Ἐκεῖνος ποὺ ἐπαναφέρει τὸν ἄνθρωπο στὴν κανονικὴ πορεία του, αὐτὴν γιὰ τὴν ὁποία εἶχε δημιουργηθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό. Ὁ Μωσαϊκὸς Νόμος, οἱ Προφῆτες, ἡ Παλαιὰ Διαθήκη δηλαδή, ἀποτελοῦσαν τὸ προκαταρκτικὸ στάδιο ἑτοιμασίας πρὸς ἀποδοχὴ τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη, μέσα στὴν ὁποία βρισκόταν καὶ ὁ νεαρὸς αὐτός, εἶχε τὸ νόημα τῆς διαπαιδαγώγησης τοῦ ἀνθρώπου. «Ὥστε ὁ Νόμος παιδαγωγὸς ἡμῖν γέγονεν εἰς Χριστόν».
- Ἡ ἀναζήτηση ὅμως τοῦ νεαροῦ γιὰ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, μετὰ τὴν ἐπισήμανση τοῦ Κυρίου, τελικῶς φαίνεται ὅτι δὲν ἦταν καὶ τόσο γνήσια. Καὶ τοῦτο γιατί στὸν προσανατολισμὸ ποὺ τοῦ δίνει ὁ Κύριος, ἐκεῖνος ἀντιδρᾶ: ὑπάρχει κάτι ποὺ τὸν δένει στὴ γῆ, ὑπάρχει ἕνα «βαρίδι» στὴ ζωή του. Κι αὐτό, ὅπως φανερώνεται στὴ συνέχεια, ἦταν τὰ πολλὰ ὑλικὰ ἀγαθά του, τὰ πλούτη του. Ἂν ὁ νεαρὸς εἶχε ὡς προτεραιότητα τὴ σχέση του μὲ τὸν Θεό, τὴν ἔνταξή του στὴ Βασιλεία Ἐκείνου, θὰ ἀνέτρεπε τὰ πάντα στὴ ζωή του, προκειμένου νὰ τὸ ἐπιτύχει. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ διαπαιδαγώγηση τοῦ Νόμου σ’ αὐτὸν δὲν κατέληξε στὸν σκοπό της: τὴν εὕρεση τοῦ Χριστοῦ. Στὴν πρόσκληση τοῦ Ἴδιου νὰ Τὸν ἀκολουθήσει, ἐκεῖ ποὺ παρέπεμπε ὁ Νόμος, τὸν ὁποῖο φαινόταν ὅτι ὁ νεαρὸς τηρεῖ, αὐτὸς ἔστρεψε τὰ νῶτα καὶ ἔφυγε. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ λειτούργησε προκλητικὰ καὶ ἀφυπνιστικά, γιὰ νὰ φανερωθεῖ ὁ βαθύτερος καὶ ἀληθινὸς ἑαυτός του. Μία ἀντίδραση ἐντελῶς διαφορετικὴ ἀπὸ ἐκείνην ποὺ συναντᾶμε στοὺς γνήσιους ἀναζητητές, ὅπως τὸ εἴδαμε στοὺς μαθητὲς τοῦ Κυρίου: «ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν Αὐτῷ».
- Ἔτσι μὲ τὴν περίπτωση τοῦ νεανίσκου σήμερα ἔρχεται ἀνάγλυφα ἐνώπιόν μας τὸ φαινόμενο τοῦ ψευδοῦς καὶ ἀληθινοῦ ἑαυτοῦ. Ὁ νεαρὸς πιστεύει ὅτι ζεῖ σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἴσως νὰ ἔχει τὴ βεβαιότητα ὅτι θὰ κερδίσει τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ – τί ἄλλο νὰ σημαίνει ἡ ἐρώτησή του: «τί ἄλλο ὑστερῶ;» – ζεῖ ἑπομένως σ’ ἕνα φαντασιακὸ ἐπίπεδο, τὸ ὁποῖο συναντᾶμε στοὺς Φαρισαίους τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ, ὅπως καὶ στοὺς Φαρισαίους τῆς κάθε ἐποχῆς. Ὁ ψευδὴς ἑαυτὸς του ἔχει κατακλύσει τὴ συνείδησή του καὶ αὐτὸν βιώνει ὡς πραγματικότητα. Ἡ ἀλήθεια ὅμως τελικῶς πόρρω ἀπέχει ἀπὸ αὐτόν.
Ὅπως εἴπαμε, ἔρχεται ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ τὸν βγάλει ἀπὸ τὴν πλάνη: Θεὸς του ἀληθινὸς ἦταν τὰ πολλὰ κτήματά του, αὐτὰ συνιστοῦσαν τὴν προτεραιότητά του, μπροστὰ στὰ ὁποῖα ὅλα τὰ ὑπόλοιπα ἔρχονταν δεύτερα. Ὁ ἀληθινός του ἑαυτὸς δηλαδὴ δούλευε μὲ συνέπεια στὴν εἰδωλολατρεία. Ἡ ἐπισήμανση τοῦ Κυρίου, «ὅπου ὁ θησαυρὸς ἡμῶν, ἐκεῖ καὶ ἡ καρδία ἡμῶν ἔσται», βρίσκει στὸν νεαρὸ τὴν πλήρη ἐκπλήρωσή της.
- Ἡ κατάσταση αὐτὴ συνιστᾶ καὶ τὴ μεγαλύτερη τραγικότητα τοῦ ἀνθρώπου: ὁ ἄνθρωπος «πετάει» κυριολεκτικὰ στὰ σύννεφα. Νιώθει ὅτι ἔχει τὸν Θεό, καὶ ὁ Θεὸς ἀπέχει ἐντελῶς ἀπὸ αὐτόν. Νιώθει βέβαιος καὶ παραπαίει. Τὸ ἀκόμη τραγικότερο ὅμως γιὰ τὸν νεαρό τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι τοῦ δίνεται ἡ εὐκαιρία νὰ «προσγειωθεῖ», νὰ βρεῖ τὸν ἑαυτό του καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ νὰ βρεῖ καὶ τὸν Θεό, ἀλλὰ αὐτὸς ἀπορρίπτει τὴν εὐκαιρία.
Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἡ ὥρα τῆς χάρης γι’ αὐτόν, δηλαδὴ ἡ ὥρα τῆς μετανοίας του. Ἂν τὸν ἀποδεχόταν, θὰ γινόταν μέτοχος τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, θὰ γινόταν ἅγιος. Δὲν τὸ ἔκανε, γιατί ὅπως εἴπαμε, τελικῶς δὲν εἶχε γνήσια ἀναζήτηση: ζοῦσε στὴν ἐπιφανειακότητα μιᾶς ἁπλῆς θρησκευτικῆς ζωῆς. Γι’ αὐτὸ βεβαίως καὶ τὸ ἀδιέξοδο ποὺ ζοῦσε καὶ ποὺ τὸν ὁδήγησε στὴν προσέγγιση, ἀνεπιτυχῶς ὅμως, τοῦ Χριστοῦ.
- Ὁ νεανίσκος τοῦ Εὐαγγελίου δυστυχῶς ἀποτελεῖ τὸν τύπο καὶ γιὰ πολλοὺς ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς θεωρούμενους χριστιανούς. Πόσοι ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς δὲν ζοῦμε στὸ ἐπίπεδο ἑνὸς ψεύτικου ἑαυτοῦ, δὲν νομίζουμε δηλαδὴ ὅτι πορευόμαστε σωστὰ καὶ ἔχουμε τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἁγίους μαζί μας, διότι προσευχόμαστε, διότι ἐκκλησιαζόμαστε, διότι κοινωνοῦμε ἴσως, διότι κάνουμε κάποιες ἐλεημοσύνες, ἐνῶ ἡ πραγματικότητα εἶναι ἐντελῶς διαφορετική; Κι αὐτὸ μποροῦμε νὰ τὸ καταλάβουμε, ἂν ἐλέγξουμε τὸν ἑαυτὸ μας σ’ αὐτὰ ποὺ ἀποτελοῦν κεντρικὰ πάθη τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης: στὴ φιληδονία, τὴ φιλαργυρία, τὴ φιλοδοξία, τοὺς κλάδους τοῦ ἐφάμαρτου ἐγωισμοῦ. Ὁ νεαρός τοῦ εὐαγγελίου διακατεχόταν ἀπὸ τὸ πάθος τῆς φιλαργυρίας καὶ τῆς φιλοκτημοσύνης: τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ του ἦταν τὸ «βαρίδι» τῆς ψυχῆς του. Σὲ ἄλλον τὸ «βαρίδι» αὐτὸ μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ φιληδονία του, μὲ ὅλες τὶς διακλαδώσεις της, τῆς λαιμαργίας, τῆς γαστριμαργίας, τῆς λαγνείας, τῆς πορνείας, τῆς μοιχείας, τῆς τεμπελιᾶς. Σὲ ἄλλον τὸ «βαρίδι» μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ φιλοδοξία του, ὡς κενοδοξία, ὡς ὑπερηφάνεια, ὡς τάση ἀγωνιώδους ἀποδοχῆς ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ὡς κατακτητικότητας, ὡς φιλαρχίας καὶ ἀρχομανίας.
Ὁ καθένας πρέπει νὰ κοιτάξει μέσα του καὶ νὰ ἐπισημάνει τὸ δικό του πάθος, τὸ δικό του βάρος ποὺ τὸν δένει ἐμπαθῶς μὲ τὸν κόσμο τοῦτο. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ λειτουργεῖ γιὰ ὅλους καὶ γιὰ ὅλες τὶς περιπτώσεις ἀφυπνιστικός, κοφτερός, «τομώτερος ὑπὲρ πᾶσαν δίστομον μάχαιραν», ποὺ ἀποκαλύπτει τὸν ἀληθινὸ ἑαυτό μας. Ὅσο θὰ βάζουμε τὸν ἑαυτό μας πάνω σ’ αὐτὸν τὸν λόγο, τόσο θὰ καθαρίζει τὸ βλέμμα μας καὶ τὸ ἔδαφος μπροστὰ στὰ πόδια μας. Ὁ προσανατολισμὸς εἶναι σαφής: ἡ τελειότητά μας ὡς ἀκολουθία τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ ζεῖ ἡ Ἐκκλησία μας καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ ἔργο της. Πόσοι ἀπὸ ἐμᾶς εἶναι ἕτοιμοι νὰ τὸ ἀκολουθήσουν;
3.
Το μήνυμα της ΙΒ΄ Κυριακής Ματθαίου
«Εάν θέλεις να γίνεις τέλειος δώσε όλα τα υπάρχοντά σου στους φτωχούς… και ακολούθει μοι»
Του Πρωτοσυγκέλλου της Ι.Μ. Φωκίδος, Γέροντος Νεκταρίου Μουλατσιώτη
Αγαπητοί μου αδελφοί.
Πάλιν και πολλάκις ο Ευαγγελιστής Ματθαίος βρίσκει ευκαιρίες μέσα από τα Λόγια του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, να μας διδάξει πώς πρέπει να ζούμε ως άνθρωποι και μαθητές του Ιησού Χριστού, ώστε να γίνουμε τέλειοι, αλλά και να δημιουργήσουμε έναν κόσμο παραδεισένιο, γεμάτο από χαρά, ευτυχία, δικαιοσύνη. Έναν κόσμο χωρίς πολέμους, χωρίς φτώχεια και χωρίς μιζέρια.
Μόνο ένας τρόπος υπάρχει: Ζήστε όπως θέλει και δίδαξε ο Χριστός μας. Πολλές φορές, λέγει ο Ματθαίος, σας τα έχω επαναλάβει όλα αυτά. Εσείς όμως δυστυχώς δεν υπακούτε. Συνεχίζετε να ζείτε όπως οι δαίμονες, κατά τις αμαρτωλές σας επιθυμίες. Πώς είναι λοιπόν δυνατόν να αλλάξει η κοινωνία, εάν δεν διορθώσετε τη ζωή σας;
Σήμερα όπως ακούσαμε στο Ευαγγελικό ανάγνωσμα, έρχεται πάλι ένας νεαρός για να θέσει στον Ιησού Χριστό την στερεότυπη ερώτηση, τι πρέπει να κάνει, για να εισέλθει στην Βασιλεία των Ουρανών. Μα πόσες φορές δεν είπε και δίδαξε ο Κύριός μας, ότι η Βασιλεία του Θεού εντός υμών εστί, ότι ξεκινά δηλαδή από την καρδιά μας; Αλλά ο Ιησούς ως πατέρας, ως φίλος και αδελφός γεμάτος από αγάπη για τον άνθρωπο, δεν κουράζεται να συμβουλεύει, έστω και εάν επαναλαμβάνει τα ίδια πολύτιμα λόγια. Ποθεί την σωτηρία μας, ποθεί να μας δει ευτυχισμένους και σε αυτή την ζωή αλλά και στην μέλλουσα. Δεν θέλει κανένας από εμάς να χαθεί.
Γι’ αυτό εξηγεί στον νεαρό, τι θέλει ο Θεός από τους ανθρώπους: «Παιδί μου μη κάνεις κανένα κακό στους συνανθρώπους σου, μήτε να τους κλέψεις, μήτε να τους αδικήσεις μοιχεύοντας με τις γυναίκες ή με τις κόρες τους, μήτε να λες ψέμματα για να καλύψεις και να δικαιολογήσεις τον εαυτό σου. Αγάπησε σε παρακαλώ τους συνανθρώπους σου, όπως ακριβώς αγαπάς και τον εαυτό σου. Δώσε δε και την πρέπουσα τιμή που αξίζει στην μητέρα και στον πατέρα σου, που σε έφεραν στην ζωή.
Αλήθεια ποιοι από εμάς ζουν σύμφωνα με αυτή τη διδασκαλία του Χριστού μας; Πόσο διαφορετική αλήθεια θα ήταν η κοινωνία και η πόλη μας εάν εφαρμόζαμε όσα ζήτησε ο Ιησούς από εμάς;
Θα υπήρχαν αδικίες, κλοπές, φόνοι, μοιχείες, ψέμματα και δικαστήρια; Όταν αγαπάς τον διπλανό σου σαν τον εαυτό σου, δεν τον αδικείς, δεν τον βλάπτεις, δεν τον κλέβεις, δεν τον οδηγείς στα δικαστήρια με ψέμματα, δεν μοιχεύεις με την γυναίκα του ή τις κόρες του, δεν ασεβείς στους γονείς. Αντιθέτως, μοιράζεσαι ό,τι καλό και ωφέλιμο έχεις για τον εαυτό σου προσφέροντας πάντοτε και στον διπλανό σου. Έτσι όλοι αποκτούν τα ίδια αγαθά, απολαμβάνουν τις ίδιες χαρές και μοιράζονται ακόμα και τις θλίψεις ή τις δυσκολίες της ζωής, στηρίζοντας ο ένας τον άλλο.
Αυτός είναι ο νέος και ανώτερος τρόπος ζωής που δίδαξε ο Χριστός. Δυστυχώς εμείς και σήμερα εξακολουθούμε να κοιτούμε μόνο το ίδιον συμφέρον. Κοιτούμε μόνο την οικογένειά μας και μόνο αν περισσεύει κάτι, ίσως τότε το δίνουμε και στον διπλανό μας. Αυτά όμως μας δίδαξε αδελφοί μου, ο Χριστός; Όχι. Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός δίδαξε όπως προσέχουμε τον εαυτό μας και την οικογένειά μας το ίδιο να κάνουμε ακριβώς και για τους διπλανούς συνανθρώπους μας.
Αυτό σημαίνει θυσία και αγάπη στον συνάνθρωπο. Μάλιστα για όσους θέλουν να τελειοποιηθούν, ο Κύριος σήμερα ζητά και κάτι επιπλέον: «Δώστε όλα τα υπάρχοντά σας στους φτωχούς και τότε ακολουθήστε με». Τίποτε μη κρατάτε για τον εαυτό σας, τα πάντα για τον συνάνθρωπο! Αυτό ζήτησε ο Χριστός μας για όσους ποθούν τις πνευματικές κορυφές των ορέων και όχι τους χαμηλούς πρόποδες των βουνών. Δώστε, λέγει, ό,τι έχετε και δεν έχετε στους φτωχούς και πεινασμένους. Αρκεί σε εσάς ότι έχετε Εμένα. Όποιος έχει τον Χριστό, έχει τα πάντα!
Αλλά εμείς πότε θα το κατανοήσουμε αυτό; Πότε θα εγκολπωθούμε τα λόγια του Κυρίου μας, ώστε να τα κάνουμε πράξη στην καθημερινότητά μας; Λέτε να είναι ουτοπία, να είναι ιδέες ανεφάρμοστες όλα τα ανωτέρω που δίδαξε ο Κύριός μας σε μια ανθρώπινη κοινωνία; Άπαγε της βλασφημίας. Έρχου και ίδε. Ο Χριστός τα είπε, οι άγιοι άνθρωποι τα ζουν και είναι η Αλήθεια!
Ολιγόπιστε άνθρωπε γιατί εδίστασες και δεν ακολούθησες τα λόγια του Κυρίου μας; Όσοι πιστοί, λοιπόν, προσέλθετε. Οι πιστοί ας ακολουθήσουμε έστω και την εντεκάτη ώρα τα λόγια του Ιησού Χριστού. Και ας είμαστε βέβαιοι, όσοι ζητούμε πρώτα την Βασιλεία του Θεού, ότι ο Ίδιος θα φροντίσει να μας δώσει και όλα τα επίγεια αγαθά Του, όπως φροντίζει για τα πτηνά του ουρανού και για τα λουλούδια του αγρού. Αμήν.
4.
Ἕvας παράξενος νεαρὸς (Ματθ ιθ΄16-26)
Βαρνάβας Λαμπρόπουλος (Ἀρχιμανδρίτης)
Ὁ ἀρκετὰ ἀσυνήθιστος νεαρός, ποὺ πλησιάζει τὸν Χριστὸ στὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, εἶναι κατ’ ἀρχὴν προφανὲς ὅτι δὲν εἶχε πονηρὴ διάθεση. Δὲν πῆγε «πειράζων», ὅπως ἐκεῖνος ὁ νομικὸς καὶ κάποιοι Φαρισαῖοι. Ἦταν εἰλικρινής. Αὐτὸ τεκμαίρεται καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι ἀκούγοντας τὴν τελικὴ προτροπὴ τοῦ Χριστοῦ «ἀπῆλθεν λυπoύμεvoς». Ἀναζητοῦσε πραγματικὰ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος, «συμπληρώνει» τὸν Ματθαῖο λέγοντας ὅτι «ἐμβλέψας αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς ἠγάπησεν αὐτόν».
Νέoς καὶ πλούσιος, καὶ νὰ ἀγωνιᾶ γιὰ τὴν αἰώνια ζωὴ μᾶλλον εἶναι σπάνιο φαινόμενο. Οἱ νέοι ἀνέκαθεν δὲν τὰ πᾶνε τόσο καλὰ μὲ τοὺς ἱεροκήρυκες. Οἱ σημερινοὶ μάλιστα νέοι, καὶ ὄχι μόνο, ὅταν ἀκούσουν κάποιον νὰ τοὺς μιλάει γιὰ αἰώνια ζωή, ἀπαντοῦν συνήθως μὲ τὴν παροιμία «κάλλιο πέντε καὶ στὸ χέρι, παρὰ δέκα καὶ καρτέρει».
Ὅμως ἀπὸ ὅ,τι φαίνεται, ὁ νέος ποὺ πῆγε στὸν Χριστὸ δὲν συμβιβαζόταν οὔτε μὲ τὰ «δέκα», ἀλλὰ ἤθελε πολὺ περισσότερα, καὶ μάλιστα ἐδῶ καὶ τώρα. Ἀπὸ μικρὸ παιδὶ κρατοῦσε τὴ συνείδησή του καθαρὴ τηρώντας κατὰ δύναμη τὸ θεῖο θέλημα, τὸ ὁποῖο γνώριζε καλά. Σίγουρα δὲν εἶναι λίγο, ἕνας νέος ἄνθρωπος νὰ κάνει συνειδητὸ ἀγώνα γιὰ νὰ ἐφαρμόζει τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Ἀκόμα ὅμως πιὸ ἐντυπωσιακὸ εἶναι ὅτι, παρὰ τοὺς ὄχι ἀσήμαντους κόπους του, δὲν εἶχε βουλιάξει οὔτε στὴν αὐτάρκεια οὔτε στὴν κενοδοξία. Ἔτσι, συνειδητοποιώντας ὅτι μᾶλλον εἶχε κατορθώσει ἀρκετὰ γιὰ τὴν αἰώνια ζωή, δὲν εἶπε «μπράβο μου», ἀλλὰ ρώτησε «τί ἔτι ὑστερῶ;». Αὐτὴ ἡ ἐρώτηση εἶναι δεῖγμα ὡριμότητας καὶ σύνεσης, ἀρετῶν δυσεύρετων σὲ νέους.
Τί ἔτι ὑστερῶ;
Μὲ τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο ἐγωιστικὸ φρόνημα κάποιος ἄλλος νέος, στὴν προτροπὴ ἑνὸς μεγάλου χριστιανοῦ λογοτέχνη νὰ γνωρίσει τὸν Χριστὸ καὶ νὰ τὸν κάνει ὁδηγὸ τῆς ζωῆς του, ἀπάντησε: «Φοβᾶμαι ὅτι ὁ Χριστὸς μὲ τὶς ἐντολές του θὰ εὐνουχίσει τὶς ἱκανότητές μου καὶ θὰ μοῦ κόψει τὰ φτερὰ νὰ πραγματώσω τὰ ὄνειρά μου». Τότε ὁ πιστὸς νομπελίστας τοῦ εἶπε: «Ἂν γνωρίσει σωστὰ τὸν Χριστὸ καὶ μπεῖς στὸ στάδιο ἀσκήσεως τῆς Ἐκκλησίας του, δὲν θὰ σὲ ἀφήσει σὲ ἡσυχία μέχρι νὰ ἀξιοποιήσεις στὸ ἔπακρο τὰ χαρίσματά σου».
Ἐρωτώντας ὁ ἄνθρωπος τὸν Χριστὸ «τί ἔτι ὑστερῶ;», βάζει τὸ πιὸ γερὸ θεμέλιο γνήσιας πνευματικῆς προκοπῆς. Ὁ ἅγιος Σισώης, κάνοντας αὐτὴ τὴν ἐρώτηση καθημερινὸ ἐφαλτήριο γιὰ νέους ἀγῶνες, ἔφτασε στὴν κορυφὴ τῆς ὑψοποιοῦ ταπεινώσεως: Ἔβλεπε τὸν Χριστὸ νὰ ἔρχεται «ἐν δόξῃ» γιὰ νὰ παραλάβει τὴν ψυχή του, καὶ τὸν παρακαλοῦσε νὰ τὸν ἀφήσει νὰ ζήσει λίγο ἀκόμα γιὰ νὰ βάλει ἀρχὴ μετανοίας. Ἀντίθετα, ὅποιος ἐπαναπαύεται στὶς ὑποτιθέμενες ἀρετές του καὶ αὐτοθαυμάζεται γιὰ τὰ ἠθικά του κατορθώματα, στὴν καλύτερη περίπτωση βαλτώνει σὲ μία ἐπικίνδυνη στασιμότητα, γιὰ νὰ ξυπνήσει κάποια νύχτα καὶ νὰ ἀκούσει μαζὶ μὲ τὸν ἄφρονα πλούσιο: «ἃ δὲ ἡτοίμασας, τίνι ἔσται;».
Ὁ οὐράνιος θησαυρός σου
Ὁ κατὰ τὰ ἄλλα ἀξιοθαύμαστος νεαρὸς ποὺ πῆγε στὸν Χριστό, ἐνῶ δὲν εἶχε κολλήσει στὸν βάλτο τῆς αὐτάρκειας, εἶχε πιαστεῖ στὴν παγίδα ἑνὸς πάθους, τῆς φιλοκτημοσύνης. Καὶ ἀπὸ ὅ,τι φαίνεται, εἶχε γερὰ γαντζωθεῖ στὴν ἀγάπη τῶν κτημάτων του. Ἐκπλήσσεται ἀκόμη καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, βλέποντας αὐτὸν ποὺ μὲ τόση χαρὰ καὶ προθυμία προσῆλθε στὸν Χριστό, ὅταν τοῦ ζήτησε νὰ τὰ ἀφήσει ὅλα καὶ νὰ τὸν ἀκολουθήσει, νὰ μὴ βρίσκει τὸ κουράγιο «μηδὲ ἀποκρίνασθαι, ἀλλὰ σιγήσαντα καὶ κατηφῆ γενόμενον ἀπελθεῖν». Καὶ νὰ σκεφθεῖ κανεὶς ὅτι ἡ πρόταση τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἄκρως δελεαστική. «Εἶδες πόσα βραβεῖα, πόσους στεφάvους τίθησι τῷ σταδίῳ τούτῳ;», ρωτάει ὁ Χρυσορρήμων. Δὲν εἶναι λίγο νὰ σοῦ λέει ὅτι ἀπέχεις ἕνα βῆμα ἀπὸ τὴν τελειότητα. Δὲν εἶναι ἀμελητέο νὰ σοῦ ὑπόσχεται «θησαυρὸν ἐν οὐραvοῖς».
Ἂν ὁ νεαρὸς τὸ σκεφτόταν καλύτερα, θὰ συνειδητοποιοῦσε ὅτι τελικά, ὄχι μόνο δὲν θὰ ἔχανε τίποτε, ἀλλὰ ὁ Χριστὸς θὰ τοῦ πρόσθετε «ὄχι ἁπλῶς περισσότερα ἀλλὰ καὶ τόσο μεγαλύτερα, ὅσο μεγαλύτερος εἶναι ὁ οὐρανὸς ἀπὸ τὴ γῆ». Ἂν εἶχε ἀκολουθήσει τὸν Χριστό, ἴσως νὰ εἶχε φτάσει κι αὐτὸς στὰ μέτρα τῶν ἁγίων Ἀποστόλων ἢ τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου καὶ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ἀφοῦ καὶ γιὰ τοὺς δύο αὐτοὺς κολοσσοὺς ἁγιότητας (ὅπως καὶ γιὰ πολλοὺς ἄλλους) αὐτὸ τὸ εὐαγγέλιο ἔγινε ἡ ἀφετηρία τῆς θαυμαστῆς ἀφιέρωσής τους στὸν Χριστό.
Σὲ ἐποχὲς πενίας λόγω τῆς οἰκονομικῆς κρίσης ἴσως πολλοὶ ἰσχυριστοῦν ὅτι ἡ εὐαγγελικὴ αὐτὴ περικοπὴ δὲν ἔχει καὶ πολλὰ νὰ μᾶς πεῖ. Ὅμως δὲν εἶναι μόνο τὰ πολλὰ κτήματα ποὺ μᾶς κρατᾶνε δεμένους καὶ δὲν μᾶς ἀφήνουν νὰ ἀκολουθήσουμε τὸν Χριστό. Ὁ ἀββὰς Δωρόθεος δὲν κινδυνολογεῖ, ὅταν συμβουλεύει: «Πιστέψτε με, ἀδελφοὶ μου· ἂν ἔχει παραδοθεῖ κάποιος καὶ μόνο σὲ ἕνα πάθος, κινδυνεύει νὰ χάσει τὴν ψυχή του. Μπορεῖ νὰ κάνεις δέκα καλὰ ἔργα καὶ νὰ τὰ νικάει τὸ ἕνα κακὸ στὸ ὁποῖο ἔχεις ὑποδουλωθεῖ. Ὅπως ἀκριβῶς ὁ ἀετός, ἂν ξεφύγει ὁλόκληρος ἀπὸ τὴν παγίδα καὶ πιαστεῖ μόνο τὸ νύχι του, δὲν γλιτώνει, ἔτσι καὶ ἡ ψυχή. Ἂν ἔχει καὶ μὲ ἕνα μόνο πάθος δεθεῖ, ὅποία ὥρα θέλει ὁ ἐχθρὸς τὴ νικάει». Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα ἀποτελεῖ ὁ ἱερέας Σαπρίκιος, ὁ ὁποῖος, ἐνῶ ἄντεξε βασανιστήρια γιὰ τὴν πίστη του στὸν Χριστό, ἔχασε ὄχι μόνο τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου, ἀλλὰ καὶ τὴν ψυχή του, λόγῳ τῆς ἐπίμονης μνησικακίας του πρὸς τὸν φίλο του καὶ μετέπειτα ἅγιο μάρτυρα Νικηφόρο, ὁ ὁποῖος τὸν ἐκλιπαροῦσε γιὰ συγχώρηση.
Μετὰ ἀπὸ αὐτά, ἂν κι ἐμεῖς «ἐκπληττόμενοι σφόδρα» ρωτήσουμε μαζὶ μὲ τοὺς μαθητὲς τὸν Κύριο «τὶς ἄρα δύναται σωθῆναι;», ἂς παρηγορηθοῦμε μὲ τὴν ἀπάντησή του – πρόσκληση σὲ θερμοτερη πίστη: «Παρὰ τῷ Θεῷ πάντα δυνατὰ ἐστίν».
5.
Περὶ πλούτου καὶ πλουσίων (Ματθ. ιθ΄16-26)
Ἄγιος Λουκᾶς ὁ ἰατρός (Ἀρχιεπισκόπος Κριμαίας)
Ἀκούσατε σήμερα τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα περὶ τοῦ πλούσιου νεανίσκου, ὁ ὁποῖος δὲν ἤθελε νὰ μοιράσει τὴν περιουσία του γιὰ νὰ γίνει κληρονόμος τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Τότε ὁ Κύριος εἶπε στοὺς μαθητές του ὅτι εἶναι πιὸ εὔκολο νὰ περάσει καμήλα ἀπὸ βελονότρυπα παρὰ νὰ μπεῖ πλούσιος στὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
Πρὶν δώσουμε ἑρμηνεία γιὰ τὸν λόγο ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς στὸν πλούσιο νεανίσκο, ἀκοῦστε τί λέει ὁ ἀπόστολος Ἰάκωβος γιὰ τοὺς πλούσιους: «Ἄγε νῦν οἱ πλούσιοι, κλαύσατε ὁλολύζοντες ἐπὶ ταῖς ταλαιπωρίαις ὑμῶν ταῖς ἐπερχομέναις· ὁ πλοῦτος ὑμῶν σέσηπε καὶ τὰ ἱμάτια ὑμῶν σητόβρωτα γέγονεν, ὁ χρυσὸς ὑμῶν καὶ ὁ ἄργυρος κατίωται, καὶ ὁ ἰὸς αὐτῶν εἰς μαρτύριον ὑμῖν ἔσται καὶ φάγεται τὰς σάρκας ὑμῶν· ὡς πῦρ ἐθησαυρίσατε ἐν ἐσχάταις ἡμέραις· ἰδοὺ ὁ μισθὸς τῶν ἐργατῶν τῶν ἀμησάντων τὰς χώρας ὑμῶν ὁ ἀπεστερημένος ἀφ’ ὑμῶν κράζει, καὶ αἱ βοαὶ τῶν θερισάντων εἰς τὰ ὦτα Κυρίου Σαβαὼθ εἰσεληλύθασιν· ἐτρυφήσατε ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐσπαταλήσατε, ἐθρέψατε τὰς καρδίας ὑμῶν ὡς ἐν ἡμέρᾳ σφαγῆς, κατεδικάσατε, ἐφονεύσατε τὸν δίκαιον οὐκ ἀντιτάσσεται ὑμῖν» (Ἰακ. 5, 1-6).
Βλέπετε τί φοβερὰ λόγια εἶπε ὁ ἀπόστολος Ἰάκωβος γιὰ τοὺς πλούσιους καὶ πόσο βαριὰ τοὺς κατηγόρησε; Καὶ τί μπορεῖ νὰ εἶναι πιὸ φοβερὸ ἀπὸ τὰ λόγια του Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ ποῦ λέει ὅτι δύσκολο εἶναι γιὰ ἕναν πλούσιο νὰ εἰσέλθει στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ;
Γιατί εἶναι δύσκολο; Κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ μεταξύ τοῦ λαοῦ τοῦ Ἰσραὴλ κυριαρχοῦσε ἡ γνώμη ὅτι ὁ πλοῦτος εἶναι εὐλογία τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτὸ τοὺς πλούσιους ἀνθρώπους τοὺς σέβονταν καὶ τοὺς ἐκτιμοῦσαν πολύ.
Ὅταν ὁ Κύριος εἶπε ὅτι ὁ πλοῦτος εἶναι ἐμπόδιο νὰ εἰσέλθει κανεὶς στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, οἱ κατάπληκτοι μαθητὲς του Τὸν ρώτησαν: «Τὶς ἄρα δύναται σωθῆναι» (Μτ. 19, 25). Καὶ αὐτοὶ εἶχαν τὴν γνώμη ὅτι οἱ πλούσιοι ἔχουν τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Ἂν οἱ πλούσιοι δὲν θὰ σωθοῦν, τότε ποιὸς θὰ σωθεῖ; Ὁ Κύριος τοὺς ἀπάντησε: «Τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστὶν» (Λκ. 18, 27).
Ἂς σκεφτοῦμε καλύτερα αὐτὰ τὰ λόγια. Ὅταν ἐκεῖνος ὁ νέος εἶπε στὸν Κύριον τὴν ἐπιθυμία του νὰ Τὸν ἀκολουθήσει, ὁ Κύριος τὸν ρώτησε: «Γνωρίζεις τὶς ἐντολές;» «Ναί, -ἀπάντησε ἐκεῖνος-, βεβαίως, γνωρίζω ὅλες τὶς ἐντολὲς καὶ ἀπὸ μικρὸς τὶς τηρῶ». Ἀλλὰ ὁ Κύριος ἔδειξε, καὶ σ’ αὐτὸν καὶ σ’ ὅλους τοὺς ἄλλους ὅτι δὲν εἶναι ἀρκετὸ νὰ τηρεῖ κανεὶς μόνο τὶς ἐντολὲς τοῦ παλαιοῦ νόμου, δηλαδὴ ἐκεῖνες τὶς δέκα ἐντολὲς ποὺ καὶ ἐσεῖς τὶς γνωρίζετε.
Γιατί δὲν εἶναι ἀρκετό; Οἱ Ἑβραῖοι ἦταν σίγουροι ὅτι οἱ ἐντολὲς εἶναι τὸ πᾶν· ὅποιος τηρεῖ τὶς ἐντολὲς εἶναι καθαρὸς καὶ ἅγιος καὶ θὰ γίνει κληρονόμος τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ὁ Κύριος ὅμως εἶπε ὅτι τὰ πράγματα καθόλου δὲν εἶναι ἔτσι.
Τί ζητᾶνε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους οἱ ἐντολὲς τοῦ παλαιοῦ νόμου; Ἡ πρώτη ἐντολὴ διδάσκει νὰ προσκυνοῦν οἱ ἄνθρωποι τὸν ἕνα καὶ μοναδικὸ Θεό, μόνο Αὐτὸν νὰ τιμοῦν καὶ νὰ μὴν ἔχουν ἄλλους θεοὺς ἐκτὸς ἀπ’ Αὐτόν. Ἡ δεύτερη ἐντολὴ ἀπαγορεύει νὰ προσκυνᾶνε οἱ ἄνθρωποι τὰ εἴδωλα. Αὐτὸ τί σημαίνει; Ὅτι ὅλοι ὅσοι δὲν προσκυνοῦν τὰ εἴδωλα αὐτόματα γίνονται καθαροὶ καὶ ἅγιοι; Ἐμεῖς ὅλοι προσκυνᾶμε ἕναν Θεό. Ὅλοι εἴμαστε ἅγιοι;
Ὁ νόμος ὑπαγορεύει νὰ σεβόμαστε τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα μας. Μήπως αὐτὸ σημαίνει ὅτι εἴμαστε ἅγιοι ἐπειδὴ σεβόμαστε τοὺς γονεῖς μας καὶ δὲν τοὺς πετᾶμε στὸ δρόμο ὅταν γερνᾶνε; Μήπως αὐτὸ καὶ μόνο μᾶς κάνει δίκαιους ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ;
Οἱ ἐντολὲς λένε νὰ μὴν μοιχεύουμε, νὰ μὴν φονεύουμε, νὰ μὴν κλέβουμε, νὰ μὴν ζηλεύουμε τὸν πλησίον μας, νὰ μὴν ἐπιθυμοῦμε τίποτα ἀπ’ τὰ δικά του καὶ νὰ μὴν ἐπιθυμοῦμε τὴ γυναίκα του. Καὶ αὐτὸ τί σημαίνει; Ἂν δὲν εἴμαστε δολοφόνοι, δὲν εἴμαστε κλέφτες, οὔτε πόρνοι, οὔτε ψευδομάρτυρες, ἂν ἀπὸ ζήλεια δὲν ἁρπάζουμε τὴν περιουσία τῶν συνανθρώπων μας, αὐτὸ σημαίνει ὅτι εἴμαστε καθαροὶ καὶ ἅγιοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ;
Ὅλες οἱ ἐντολὲς τοῦ παλαιοῦ νόμου εἶναι ἀρνητικὲς καὶ λένε νὰ μὴν εἴμαστε αὐτοὶ καὶ αὐτοί. Δὲν λένε ὅμως πῶς πρέπει νὰ εἴμαστε. Ἀπαγορεύουν μόνο νὰ κάνουμε τὶς πιὸ χονδρές, τὶς πιὸ ἄσχημες ἁμαρτίες. Οἱ ἐντολὲς αὐτὲς προορίζονταν γιὰ ἕναν λαὸ σκληρό, ὅπου οἱ ἄνθρωποι ἔκαναν τὰ πρῶτα ἁπλὰ βήματα στὴν διόρθωσή τους.
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς εἶπε ὅτι δὲν ἦλθε νὰ καταργήσει τὸ νόμο ἀλλὰ νὰ τὸν «πληρώσει». Ἡ λέξη αὐτὴ στὴ σλαβικὴ γλώσσα ἔχει δύο σημασίες -«ἐκπληρώνω» καὶ «συμπληρώνω».
Ὁ Κύριος μᾶς ἔδωσε ἕναν καινούριο νόμο, ὁ ὁποῖος εἶναι πιὸ τέλειος σὲ σύγκριση μὲ τὸν παλαιὸ νόμο τοῦ Μωυσέως. Μᾶς ἔδωσε τὶς ἐννέα σωτήριες ἐντολὲς τῶν μακαρισμῶν. Μᾶς λέει ὅτι καθαροὶ καὶ ἅγιοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι αὐτοὶ ποὺ δὲν κλέβουν καὶ δὲν φονεύουν, δὲν εἶναι αὐτοὶ ποὺ τηροῦν τὶς ἐντολὲς τοῦ νόμου τοῦ Σινᾶ, ἀλλὰ αὐτοὶ ποὺ εἶναι πνευματικὰ τέλειοι. Αὐτοὶ ποὺ εἶναι γεμάτοι ταπείνωση, αὐτοὶ ποὺ χύνουν δάκρυα γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους καὶ τὴν ἀδικία ποὺ βλέπουν στὸν κόσμο. Αὐτοὶ ποὺ μὲ συντετριμμένη καρδιὰ βλέπουν τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ. Αὐτοὶ θὰ κληρονομήσουν τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
Μακαρίζει τοὺς πράους, αὐτοὺς ποὺ διψᾶνε καὶ πεινᾶνε τὴν ἀλήθεια, τοὺς ἐλεήμονες καὶ τοὺς εἰρηνοποιούς. Ὑπόσχεται τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ σ’ αὐτοὺς ποὺ διώκονται γιὰ τὴν ἀλήθεια, σ’ αὐτοὺς ποὺ οἱ ἄλλοι τοὺς χλευάζουν καὶ λοιδοροῦν γιὰ τὸ ὄνομά Του.
Αὐτός, συνεπῶς, εἶναι καθαρὸς καὶ ἅγιος ποὺ εἶναι τέλειος πνευματικά. Καὶ ὁ Κύριος ἀπὸ ὅλους μας ζητάει νὰ εἴμαστε τέλειοι πνευματικὰ ὅπως εἶναι τέλειος ὁ Ἐπουράνιος Πατέρας μας.
Ὁ Κύριος στὴν ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλία Του μᾶς ἔδωσε τέτοιες ἐντολὲς ποὺ κάνουν τὴν καρδιά μας νὰ τρέμει. Πῶς νὰ μὴν φροντίζουμε γιὰ τὸ αὔριο, πῶς νὰ συγχωροῦμε τοὺς ἐχθρούς μας καὶ νὰ τοὺς ἀγαπᾶμε, πῶς νὰ δώσουμε στὸν ἄλλον τὸ τελευταῖο μας πουκάμισο. Καὶ ὅμως ὅλα αὐτὰ πρέπει νὰ τὰ κάνουμε γιὰ νὰ γίνουμε τέλειοι.
Στὸν νεαρὸ ποὺ ἤθελε νὰ γίνει τέλειος καὶ εἶχε ἤδη ἐκπληρώσει ὅλο τὸν παλαιὸ νόμο ὁ Χριστὸς εἶπε: «Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι» (Μτ. 19, 21). Καὶ μόλις τὸ ἄκουσε ὁ νεαρὸς ἐκεῖνος ἔφυγε λυπημένος γιατί εἶχε μεγάλο πλοῦτο καὶ δὲν μπόρεσε νὰ κάνει αὐτὸ ποὺ τοῦ ζητοῦσε ὁ Κύριος.
Γιατί ὁ Κύριος τοῦ ζήτησε νὰ πουλήσει ὅλα ὅσα εἶχε καὶ νὰ δώσει στοὺς φτωχούς; Γιατί τὸ νὰ ἔχει κανεὶς μεγάλο πλοῦτο εἶναι τελείως ἀσυμβίβαστο μὲ τὸ νὰ ζεῖ σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ. Πῶς μπορεῖ ἕνας ἄνθρωπος πράος καὶ ταπεινὸς νὰ χύνει συνέχεια δάκρυα βλέποντας νὰ ὑποφέρουν οἱ ἀδελφοί του καὶ νὰ πολλαπλασιάζει ταυτόχρονα τὸν πλοῦτο του, νὰ χτίζει καινούρια σπίτια, νὰ ἀγοράζει καινούρια ἄλογα καὶ ἀκριβὰ ροῦχα;
Σίγουρα δὲν μπορεῖ, γιατί ἂν εἶναι σπλαχνικὸς θὰ μοιράζει συνέχεια αὐτὰ ποὺ ἔχει. Καὶ τότε ὅταν μοιράσει ὅλα θὰ ἐκπληρώσει τὸν νόμο τοῦ Χριστοῦ. Ἂν κρατάει γιὰ τὸν ἑαυτὸ του τὸν πλοῦτο του, αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἀγαπάει τὸν ἑαυτὸ του πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸν πλησίον του. Ἀλλὰ ὁ Κύριος εἶπε νὰ ἀγαπᾶμε τὸν πλησίον μας σὰν τὸν ἑαυτό μας. Καὶ ἂν ἔτσι ἀγαπᾶμε τὸν πλησίον μας δὲν θὰ δώσουμε στὸν ἀνήμπορο καὶ τὸν πεινασμένο ὅλα ὅσα ἔχουμε; Θὰ μπορέσουμε τότε νὰ ζοῦμε ἔτσι ὅπως ζοῦν οἱ πλούσιοι στὴν Ἀμερική;
Στὶς ἀνούσιες καὶ τρελὲς διασκεδάσεις σπαταλᾶνε τὰ χρήματα ποὺ κερδίζουν γι’ αὐτοὺς οἱ ἐργάτες μὲ δικό τους ἱδρώτα καὶ αἷμα…
Γὶ αὐτὸ καὶ λέει ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ὅτι, ἂν δὲν θέλουμε νὰ ἀφήσουμε τὸν πλοῦτο μας, δὲν θὰ εἰσέλθουμε στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, διότι σ’ αὐτὴ τὴν περίπτωση παραμένουμε σκληρόκαρδοι καὶ μισάνθρωποι ἐγωιστές. Ἀλλὰ μποροῦν νὰ ἔχουν τέτοιοι ἄνθρωποι θέση στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ; Πιὸ εὔκολα νὰ περάσει καμήλα ἀπὸ βελονότρυπα, παρὰ νὰ μπεῖ πλούσιος στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ποιὰ σχέση ὅμως ἔχουν ὅλα αὐτὰ μέ μᾶς, τοὺς ἀνθρώπους ποὺ δὲν ἔχουν πλοῦτο; Ἔχουν ἄμεση σχέση. Σκεφθεῖτε τί εἶναι αὐτὸ ποὺ βλάπτει τὴν ψυχὴ ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἔχουν πλοῦτο; Τὴν βλάπτει τὸ ὅτι τὰ γήινα ἀγαθά, τὶς διάφορες ἀπολαύσεις, τὴν πολυτέλεια αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι βάζουν πάνω ἀπ’ ὅλα. Τὰ θεωροῦν πιὸ σημαντικὰ καὶ ἀπὸ τὰ πνευματικὰ ἀγαθά, τὰ ὁποῖα ἀποκτοῦν οἱ ἄνθρωποι ποὺ μπορεῖ νὰ μὴν ἔχουν ὑλικὰ ἀγαθά, ἔχουν ὅμως τὸν μεγάλο πλοῦτο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ πλησίον.
Αὐτὸς ποὺ εἶναι προσκολλημένος στὰ γήινα, ποὺ ζητᾶ ἀπολαύσεις, αὐτὸς πάσχει ἀκριβῶς ἀπ’ ἐκεῖνο τὸ πάθος ποὺ δὲν ἀφήνει τοὺς πλούσιους νὰ εἰσέλθουν στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Εἶναι λίγοι μεταξὺ μας αὐτοὶ ποὺ ἂν καὶ δὲν ἔχουν λεφτὰ καὶ κάποιες φορὲς δὲν ἔχουν καὶ τὰ ἀπαραίτητα, θέλουν ὅμως λεφτά, θέλουν ἀπολαύσεις καὶ διασκεδάσεις καὶ δὲν ἁμαρτάνουν, γιατί ἁπλῶς δὲν ἔχουν τὴν δυνατότητα νὰ ἁμαρτήσουν. Καὶ ἂν εἶχαν θὰ ἔκαναν καὶ ἐκεῖνοι τὶς ἴδιες ἁμαρτίες σὰν ἐκεῖνον τὸν πλούσιο στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ τοῦ ὁποίου καθόταν ὁ Λάζαρος ἕτοιμος νὰ πεθάνει ἀπὸ φτώχεια καὶ πείνα.
Ἂν ἐμεῖς, παρ’ ὅλο ποὺ δὲν εἴμαστε πλούσιοι, ζητᾶμε τὶς ἀπολαύσεις καὶ τὶς χαρὲς τῆς ζωῆς· ἂν ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι ἡ εὐημερία, ἂν ὅλες οἱ σκέψεις μας εἶναι πῶς νὰ περάσουμε καλύτερα σὲ αὐτὴ τὴν ζωὴ καὶ μόνο αὐτὸ ἐπιδιώκουμε, τότε σίγουρα εἴμαστε μακριὰ ἀπ’ αὐτὸ ποὺ ζητάει ὁ Κύριος. Διότι ἄνθρωποι ποὺ ἐπιζητᾶνε τὴν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, ἄνθρωποι ἐλεήμονες, αὐτοὶ ἐπιδιώκουν μόνο τὸ νὰ εἶναι κοντὰ στὸν Θεό, νὰ ἔχουν κοινωνία μαζί του, ζητᾶνε τὴν χάρη καὶ τὴν ἀγάπη Του, θέλουν νὰ εἶναι ἀδέλφια τοῦ Χριστοῦ.
Πολλὲς φορὲς ὁ φτωχότερος ἄνθρωπος, ποὺ δὲν ἔχει τίποτα πάνω στὴ γῆ, ἀλλὰ διακονεῖ τὸν Θεό, πολλὲς φορὲς αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, εἶναι πιὸ πλούσιος ἀκόμα καὶ ἀπὸ τοὺς πλουσιότερους ἀνθρώπους τοῦ κόσμου. Ὁ πλοῦτος του εἶναι ἡ θεία χάρη, ἡ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ συμπάθεια γιὰ τοὺς πεινασμένους καὶ δυστυχισμένους ἀδελφούς του. Ἀλλὰ πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα ὁ πλοῦτος τους εἶναι ἡ θερμὴ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τοῦ Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Τώρα εἶναι εὔκολο νὰ καταλάβουμε τὴν ἀπάντηση ποὺ ἔδωσε o Χριστὸς στὴν γεμάτη ἀπορία ἐρώτηση τῶν μαθητῶν του: «Καὶ τὶς δύναται σωθῆναι;» (Λκ. 18, 26). Ἡ ἀπάντησή του ἦταν: «Τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστὶν» (Λκ. 18, 27).
Γιὰ τὸν Θεὸ τὰ πάντα εἶναι δυνατά. Αὐτὸς μπορεῖ νὰ στερήσει τῶν πνευματικῶν ἀγαθῶν τοὺς σκληρόκαρδους καὶ ἄσπλαχνους πλούσιους ἀνθρώπους. Καὶ μπορεῖ νὰ δώσει τὴν μεγαλύτερη χαρὰ ἐν Κυρίῳ στοὺς πιὸ φτωχοὺς καὶ τοὺς πιὸ περιφρονημένους ἀνθρώπους ποὺ πεθαίνουν τῆς πείνας.
Ὁ Θεὸς μπορεῖ ὅλους νὰ σώσει. Μπορεῖ νὰ σώσει καὶ τὸν πλούσιο, ἂν ἐκεῖνος μετανοήσει, ἂν μισήσει τὸν πλοῦτο του καὶ κάνει πράξη τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ: «Ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καί… δεῦρο ἀκολούθει μοι» (Μτ. 19, 21). Αὐτὸ τὸ ἔκανε ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους ἁγίους ὁ ὅσιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας. Ὅταν ἦταν εἴκοσι χρονῶν οἱ γονεῖς του πέθαναν καὶ ἐκεῖνος ἔγινε κληρονόμος μιᾶς μεγάλης περιουσίας. Μία μέρα ἄκουσε στὴν ἐκκλησία αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου: «Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι» (Μτ. 19, 21).
Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ ἔκαναν μεγάλη ἐντύπωση, μπῆκαν βαθιὰ μέσα στὴν καρδιά του καὶ κυρίεψαν ἐξολοκλήρου τὸ νοῦ του. Ὁ Μέγας Ἀντώνιος πῆγε, πούλησε τὴν περιουσία του, μοίρασε τὰ χρήματα στοὺς φτωχοὺς καὶ ὁ ἴδιος ἔφυγε στὴν ἔρημο, ὅπου ἔζησε μέχρι τὸ βαθὺ γῆρας. Εἶχε ἀρνηθεῖ ὅλα τὰ γήινα ἀγαθὰ ἀλλὰ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ πλοῦτο ἀσύγκριτα μεγαλύτερο. Ὁ Θεὸς τοῦ ἔδωσε τὸ χάρισμα τῆς προφητείας καὶ τῆς θαυματουργίας καὶ ὁ Μέγας Ἀντώνιος ἔγινε ἀδελφὸς καὶ φίλος τοῦ Χριστοῦ.
Ἔτσι πρέπει καὶ ἐμεῖς νὰ δεχθοῦμε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ περὶ τοῦ γήινου πλούτου. Νὰ διώξουμε ἀπὸ τὴν καρδιά μας τὴν προσκόλληση στὰ γήινα ἀγαθά. Καὶ μόνο ἕνα πράγμα νὰ ἐπιδιώκουμε: τὸ νὰ εἴμαστε φίλοι καὶ ἀδελφοί τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀγαπᾶνε τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς ὁποίους ἀγαπᾶ Ἐκεῖνος.
6.
Ἡ εὐλογία τοῦ κόπου
«Περισσότερον αὐτῶν πάντων ἐκοπίασα, οὐκ ἐγὼ δέ, ἀλλ᾿ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σὺν ἐμοὶ»
Στὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα ἀκούσαμε τὸν ἀπόστολο Παῦλο νὰ ἀναφέρει συγκεντρωτικὰ τὶς ἐμφανίσεις τοῦ ἀναστάντος Κυρίου στοὺς ἁγίους Ἀποστόλους.
Τελευταῖα ἀπὸ ὅλους ἐμφανίσθηκε καὶ σ᾿ ἐμένα, γράφει. Μὲ ἀξίωσε κι ἐμένα τὸν διώκτη νὰ γίνω Ἀπόστολος. Ὡστόσο ἡ Χάρις αὐτὴ δὲν ἔμεινε χωρὶς ἀποτέλεσμα, προσθέτει, διότι ὑπέβαλα τὸν ἑαυτό μου σὲ περισσότερους κόπους ἀπὸ ὅ,τι οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι. Ἀλλὰ δὲν ἦταν δικό μου κατόρθωμα αὐτοὶ οἱ κόποι. Τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ ποὺ μὲ ἐνίσχυε ἦταν ἔργο.
Μὲ αὐτὴ τὴν ἀφορμὴ ἂς δοῦμε σήμερα πῶς πρέπει νὰ βλέπει ὁ συνειδητὸς Χριστιανὸς τὸν κόπο στὴ ζωή του.
- Ὁ κόπος εἶναι προνόμιο
Ὑπάρχει δυστυχῶς στὴν κοινωνία μας ἡ ἀντίληψη ὅτι ὁ κόπος εἶναι ταλαιπωρία καὶ ταπείνωση καὶ ὅτι καταστρέφει τὴ χαρὰ τῆς ζωῆς. Ἔξυπνος καὶ ἐπιτυχημένος θεωρεῖται ὅποιος βγάζει πολλὰ χρήματα μὲ λίγο κόπο· ἀντίθετα δὲν εἶναι ἀξιοζήλευτος ὁ ἄνθρωπος τοῦ μόχθου.
Ὡστόσο ὁ ἀπόστολος Παῦλος βλέπει τὸ θέμα διαφορετικά. Τὸν ἀκούσαμε στὴ σημερινὴ περικοπὴ νὰ λέει: Ἂν καὶ κλήθηκα στὸ ἀποστολικὸ ἀξίωμα τελευταῖος, μετὰ ἀπὸ τοὺς ἄλλους Ἀποστόλους, κουράστηκα ὅμως περισσότερο ἀπὸ αὐτούς. Δηλαδὴ εἶναι σὰν νὰ λέει: Μὲ ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ ταλαιπωρηθῶ περισσότερο ἀπὸ ἐκείνους γιὰ τὴ διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου, γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ψυχῶν. Ἀναφέρει δηλαδὴ τοὺς κόπους του ὡς προνόμιο, ὡς εὐλογία, ὡς Χάρι καὶ δωρεά.
Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στὴν ἐπὶ γῆς ζωή Του κουράστηκε πολὺ καὶ ἁγίασε τὸν κόπο. Κουρασμένος ἀπὸ τὴν πεζοπορία κάθισε δίπλα στὸ πηγάδι τοῦ Ἰακώβ (βλ. Ἰω. δ´ 6). Ἄλλοτε κατάκοπος ἀποκοιμήθηκε στὴν πρύμνη τοῦ μικροῦ πλοίου στὸ ὁποῖο ἐπέβαινε. Καὶ ἦταν τόσος ὁ κόπος Του, ὥστε δὲν Τὸν ξύπνησε ἡ σφοδρὴ θαλασσοταραχή, ἐξαιτίας τῆς ὁποίας κινδύνευε τὸ πλοιάριο νὰ βυθισθεῖ, ἀλλὰ οἱ Μαθητές, ποὺ φοβήθηκαν τὸ ναυάγιο (βλ. Μάρκ. δ´ 37-39).
Εὐλογημένος λοιπὸν καὶ προνομιοῦχος εἶναι ὅποιος κουράζεται περισσότερο. Εὐλογημένος ὁ οἰκογενειάρχης ποὺ κουράζεται νὰ ζήσει τὴν οἰκογένειά του μὲ τὸν τίμιο ἱδρώτα του. Εὐλογημένος ὁ φιλότιμος ὑπάλληλος ποὺ σηκώνει τὸ κύριο βάρος τῆς ἐργασίας στὴν ὑπηρεσία του. Γιατὶ ὁ κόπος εἶναι δεμένος μὲ τὴ χαρὰ τῆς δημιουργικότητος καὶ τῆς προσφορᾶς. Αὐτὴ τὴ χαρὰ δὲν μποροῦν νὰ τὴ ζήσουν οὔτε νὰ τὴν καταλάβουν οἱ φυγόπονοι καὶ ράθυμοι. Καὶ ἔρχεται ὥρα ποὺ ὁ Θεὸς εὐλογεῖ φανερὰ τὸν εὐσυνείδητο καὶ ἐργατικό, καὶ σ᾿ αὐτὴ τὴ ζωή, ἰδιαιτέρως ὅμως στὴ Βασιλεία Του.
- Ὁ Θεὸς μᾶς ἐνισχύει νὰ καταβάλλουμε κόπους
Ἀλλὰ ὁ θεῖος Ἀπόστολος μὲ τὰ ὅσα γράφει, μᾶς διδάσκει ὄχι μόνο νὰ μὴ μειονεκτοῦμε ἢ νὰ μὴν ἀγανακτοῦμε ἀπέναντι σὲ ὅσους κουράζονται λιγότερο ἀπὸ ἐμᾶς, ἀλλὰ καὶ νὰ μὴν ὑπερηφανευόμαστε ἀπέναντί τους. Γράφει: Κουράστηκα περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους Ἀποστόλους· ἡ πραγματικότητα ὅμως εἶναι ὅτι δὲν κατέβαλα τοὺς κόπους ἐγώ, ἀλλὰ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ποὺ ἦταν μαζί μου καὶ μὲ ἐνίσχυε.
Ὁ Θεὸς μᾶς ἐνισχύει νὰ ὑποβαλλόμαστε σὲ κόπους γιὰ νὰ φέρουμε σὲ πέρας τὰ διάφορα ἔργα μας. Ἐκεῖνος μᾶς δίνει τὴν προθυμία, τὴν ὑγεία, τὶς δυνάμεις καὶ τὰ προσόντα, πτυχία καὶ δεξιότητες, ἀλλὰ καὶ τὶς κατάλληλες συνθῆκες. Πόσοι συνάνθρωποί μας θέλουν, ἀλλὰ δὲν μποροῦν νὰ ἐργασθοῦν, διότι γιὰ ὁποιονδήποτε λόγο τοὺς λείπει ἕνα ἢ περισσότερα ἀπὸ τὰ παραπάνω!
Ὅποια ἀρετή, ὅποιο κατόρθωμα καὶ ἐπίδοση ἔχουμε, ὅλα μὲ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ τὰ κατορθώνουμε. Αὐτὸ νὰ τὸ πιστεύουμε βαθιὰ μέσα μας καὶ νὰ εὐχαριστοῦμε πάντοτε τὸν Θεό. Νὰ ἀποδίδουμε σταθερὰ τὴ δόξα στὸν μόνο Αἴτιο κάθε ἀγαθοῦ, ὅπως ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος, ἂν καὶ εἶχε καταβάλει ὑπεράνθρωπους κόπους καὶ εἶχε νὰ ἐπιδείξει ἐκπληκτικὲς ἐπιτυχίες στὴν ἀποστολική του διακονία, παρέμενε τόσο ταπεινός.
Ἡ σύγχρονη ἐποχὴ προβάλλει ὡς ἰδανικὸ τὴν ὑλικὴ εὐμάρεια, τὴν ἄνεση, τὴν καλοπέραση. Δὲν ἀγαπᾶ τὸν κόπο, τὴν προσφορά, τὴν αὐτοθυσία. Εἶναι ἐποχὴ ἀντισταυρική. Γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ σύγχρονοι ἄνθρωποι, κατὰ κανόνα, δὲν ἀντέχουμε στὴν κακοπάθεια, τὴ στέρηση, τὶς δυσκολίες, ἔχουμε πολὺ μικρότερες ἀντοχὲς ἀπὸ ὅ,τι οἱ παλαιότεροι, καὶ ἔχουμε χάσει τὴν ἀληθινὴ χαρά. Ἡ σεμνὴ καύχηση τοῦ ἀποστόλου Παύλου γιὰ τοὺς πολλούς του κόπους ἀποτελεῖ γιὰ ὅλους μας ἐγερτήριο σάλπισμα. Ὁ «ὑπὲρ πάντας τοὺς ἀποστόλους κοπιάσας» μᾶς καλεῖ νὰ γίνουμε ἄνθρωποι τοῦ εὐλογημένου κόπου, τῆς θεάρεστης φιλοπονίας, τῆς χριστομίμητης αὐταπαρνήσεως, ἀληθινοὶ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, πεπληρωμένοι ἀπὸ τὴ χαρὰ τῆς προσφορᾶς καὶ τῆς ἀγάπης.
Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”
7.
«Τις άρα δύναται σωθήναι;»
Το σπουδαιότερο ερώτημα, αγαπητοί μου αδελφοί, της ανθρώπινης ύπαρξης είναι αν υπάρχει σωτηρία από τον θάνατο και το κακό, αν υπάρχει αιώνια ζωή. Ο θάνατος είναι ο φαινομενικά ακατάλυτος εχθρός μας. Μας προκαλεί βαθύ άγχος, διότι φοβόμαστε την ανυπαρξία, η οποία φαίνεται ότι τον συνοδεύει. Κανείς δεν έχει επιστρέψει στη ζωή, όπως τουλάχιστο την βλέπουμε, για να μας βεβαιώσει ότι υπάρχει με τον τρόπο των αισθήσεων. Έτσι, ιδίως η θρησκεία, προσπαθεί να παρηγορήσει τον άνθρωπο για την απώλεια αυτού που είναι δεδομένο, δηλαδή της ζωής, και να υποσχεθεί και να οδηγήσει στη συνέχειά της που είναι η υπέρβαση του χρόνου και η αιωνιότητα.
Το ερώτημα της σωτηρίας σήμερα έχει πάψει να είναι αυτονόητο. Ο άνθρωπος, παραδομένος στον υλισμό, έχει υποκύψει σε ένα πνεύμα μηδενισμού που ο ορθολογιστικός πολιτισμός μας έχει επιφέρει. Δεν πιστεύουμε οι περισσότεροι ότι υπάρχει σωτηρία, ότι υπάρχει μεταθανάτια ζωή. Αντίθετα, έχουμε θεοποιήσει τον χρόνο και ιδιαίτερα το παρόν. Το «εδώ και τώρα». Η ζωή περικλείεται στις χρονικές διαστάσεις. Η θρησκεία θεωρείται στοιχείο του χτες. Ακόμη και η αγιότητα, η απτή δηλαδή απόδειξη ότι υπάρχει αιωνιότητα, χλευάζεται. Ακόμη κι αν μας βεβαιώνουν άνθρωποι ότι έζησαν σημεία, τα οποία ξεπερνούν τον ορθολογισμό, δεν θέλουμε οι πολλοί να τους πιστέψουμε.
Αλλά και όσοι πιστεύουν, μάλλον από συνήθεια ακολουθούν οι περισσότεροι την θρησκευτική ζωή. Από παράδοση. Η θέρμη λιγοστή. Το ερώτημα της σωτηρίας τους απασχολεί όταν διαπιστώνουν ότι ο χρόνος και οι δυνάμεις τους εγκαταλείπουν ή όταν βιώνουν τον θάνατο στα πρόσωπα των οικείων. Κι εκεί όμως η πίστη δεν είναι πάντοτε θερμή. Μάλλον λειτουργεί παρηγορητικά. Το παν είναι η εδώ και τώρα ζωή. Για τα υπόλοιπα απομένει μία αδιόρατη ελπίδα.
Κάποτε ένας πλούσιος νεαρός ρώτησε τον Χριστό: « τι αγαθόν ποιήσω ίνα έχω ζωήν αιώνιον;» (Ματθ. 19, 16). Ο άνθρωπος αυτός είχε έντονη μέσα του την υπαρξιακή αγωνία της σωτηρίας. Ήταν πιστός στον Θεό και στην πατροπαράδοτη θρησκεία και τηρούσε όλες τις κύριες εντολές του μωσαϊκού νόμου. Δεν είχε φονεύσει, δεν μοίχευε, δεν έκλεβε, δεν ψευδομαρτυρούσε, τιμούσε τον πατέρα και την μητέρα του και αγαπούσε τον πλησίον του όπως τον εαυτό του. Αξιοποιούσε τον χρόνο που του δόθηκε για να είναι εντάξει με τις θρησκευτικές επιταγές. Όμως το υπαρξιακό άγχος παρέμενε έντονο στην ψυχή του. Μήπως του έλειπε κάτι άλλο για να σωθεί; Ένιωθε ότι η θρησκευτικότητα δεν ήταν αρκετή. Και όντως ο Χριστός του προτείνει να πουλήσει τα υπάρχοντά του, να μοιράσει τα χρήματα στους φτωχούς, να αποκτήσει θησαυρό στον ουρανό και να Τον ακολουθήσει. Κι εκείνος, λυπημένος, διότι η ελπίδα του ήταν στα αγαθά του, θα φύγει, προτιμώντας αντί για την αντιμετώπιση και υπέρβαση του υπαρξιακού του άγχους, να παραμείνει στην βεβαιότητα των υλικών πραγμάτων. Αντί για την αιωνιότητα, να κρατήσει το «εδώ και τώρα». Κι έτσι το ερώτημα γι’ αυτόν θα παραμείνει αναπάντητο.
Η απάντηση της χριστιανικής μας πίστης είναι ξεκάθαρη. Για να περάσουμε στην αιωνιότητα, για να υπερβούμε το υπαρξιακό άγχος, χρειάζεται να πάψουμε να εμπιστευόμαστε το «εδώ και τώρα».
Να βλέπουμε τη ζωή στην αιώνια προοπτική της.
Να επιλέξουμε την οδό της αγάπης, μοιραζόμενοι τα τάλαντά μας με όσους δεν έχουν. Και να εμπιστευόμαστε τον ουρανό, δηλαδή με την πίστη στον Θεό να επιλέξουμε να ακολουθήσουμε τον Υιό Του, τον Κύριό μας, έχοντας σχέση μ’ Αυτόν.
Να Τον ακολουθήσουμε στην οδό της αγάπης. Της ταπείνωσης. Της συγχώρεσης. Του φωτός και της θυσίας. Και αυτή η οδός δεν είναι ηθικολογική. Είναι οδός αφιέρωσης και υπέρβασης κάθε φόβου και κάθε υλικού στηρίγματος. Είναι οδός βαθιάς πίστης και εμπιστοσύνης στον ουρανό. Και εκεί που κάποτε αυτή η οδός φαίνεται αδύνατον να κατασταθεί οικεία σε μας, καθώς το «εδώ και τώρα» κυριαρχεί, η πίστη μας δείχνει ότι για τον Θεό είναι όλα δυνατά.
Το υπαρξιακό άγχος δεν λύνεται με τα γιατροσόφια του πολιτισμού, με τα αγαθά, τις απολαύσεις, την δραπέτευση από το ερώτημα της σωτηρίας. Αντίθετα, αυτός που έχει απαντήσει σ’ αυτό το ερώτημα μπορεί μέσα από την πίστη να παλέψει και να νικήσει τον φόβο για τον θάνατο, την μελαγχολία, την αίσθηση της ματαιότητας. Να βρει νόημα στο έργο του. Στις σχέσεις του. Στην πορεία του. Το νόημα έχει να κάνει με τον να ακολουθεί τον Χριστό. Να εμπιστεύεται σ’ Αυτόν ό,τι δεν μπορεί να απαντήσει ο ίδιος, λόγω του πεπερασμένου μας. Ο Χριστός δεν απορρίπτει όποιον δεν είναι έτοιμος. Κρίνει όμως με τους λόγους Του αυτόν που νομίζει ότι μέσα από την αυτάρκεια των αγαθών του έχει εξασφαλιστεί. Ζητά από τους ανθρώπους και επομένως και από εμάς τους χριστιανούς να μην αρκεστούμε ούτε στην θρησκευτική τυπικότητα και παρηγοριά. Δεν είναι η θρησκεία που σώζει, αλλά η σχέση μας μαζί Του. Αυτή θεραπεύει κάθε άγχος και κάθε αγωνία. Η παρουσία του Κυρίου ως Προσώπου της παράδοσης σ’ Αυτόν των καρδιών και των θελημάτων μάς λυτρώνει.
Οι άνθρωποι σήμερα σπεύδουμε στους ειδικούς της επιστήμης της ψυχικής υγείας για να αντιμετωπίσουμε το άγχος της ύπαρξης. Εκείνοι ανοίγουν δρόμους για να παλέψουμε να αξιοποιήσουμε τις δυνατότητές μας και να μας βοηθήσουν ώστε να νικήσουμε τον εαυτό μας. Δεν μπορούν όμως να μας δώσουν την μία και αυθεντική απάντηση στο ερώτημα της σωτηρίας και της αιωνιότητας γιατί η επιστήμη δεν επαρκεί. Δύναται να σωθεί αυτός που εμπιστεύεται τα πάντα στον Χριστό, αυτός που ακολουθεί την οδό του ουρανού. Κάθε ανθρώπινο παρηγορεί ή και εξαπατά. Ακόμη και η θρησκευτικότητα είναι χρήσιμη, αλλά δεν σώζει, γιατί μεταθέτει το ερώτημα όχι στο «Ποιος;» αλλά στο «Πώς;». Η Εκκλησία μας δείχνει το «Ποιος;». Αυτός είναι που καθιστά δυνατή την σωτηρία και υπαρκτή την αιωνιότητα. Με πρότυπα τους Αγίους που Τον έζησαν και Τον ζούνε, μπορούμε κι εμείς τελικά να Τον ακολουθήσουμε, βάζοντας τα τερπνά του κόσμου στην πραγματική τους διάσταση!
Ας ξαναφέρουμε στο προσκήνιο το ερώτημα της σωτηρίας. Και ας αναδιατυπώσουμε το «τις άρα δύναται σωθήναι;» (Ματθ. 19,25) των μαθητών, αντικαθιστώντας το με το «Τις άρα δύναται σώσαι ημάς;» και εμπιστευόμενοι τον Χριστό!
Από το γραπτό κήρυγμα της ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ Κερκύρας
ΚΥΡΙΑΚΗ 19 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2018