Γέρων Ἐφραίμ Βατοπαιδινός (Καθηγούμενος Ἱ. Μονῆς Βατοπαιδίου)

 

 

Κάθε φορὰ ποὺ ἑορτάζουμε τὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου εἶναι σὰν νὰ ἔχουμε Πάσχα· τὸ Πάσχα τοῦ καλοκαιριοῦ. Πάσχα μᾶς ἑτοιμάζει ἡ Κυρία Θεοτόκος. Διάβαση ἔνδοξη «ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν». Δεύτερο Πάσχα, ἅγιο, ἄμωμο, ζωοποιὸ γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος, γιατί πράγματι σήμερα «νενίκηνται τῆς φύσεως οἱ ὅροι».

 

«Πῶς ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς πηγαίνει πρὸς τὴν ζωὴ περνώντας ἀπὸ τὸν θάνατο!», ἀναφωνεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός. Ὁ θάνατος τῆς «ζωαρχικῆς Μητρὸς» τοῦ Κυρίου ὑπερβαίνει τὴν ἔννοια τοῦ θανάτου, ὥστε δὲν ὀνομάζεται κἄν θάνατος, ἀλλὰ «κοίμησις» καὶ «θεία μετάστασις» καὶ ἐκδημία ἢ ἐνδημία πρὸς τὸν Κύριο. Καὶ ἂν ἀκόμη λεχθεῖ θάνατος, ὅμως εἶναι θάνατος ζωηφόρος, ἀφοῦ μεταβιβάζει σὲ οὐράνια καὶ ἀθάνατη ζωή.

 

Ἡ μετάσταση τῆς Θεοτόκου ὡς ἕνα γεγονὸς ἀναμφισβήτητο, ποὺ διασώθηκε ἀπὸ τὴν ἱερὰ Παράδοση, ἔχει ἐνσωματωθεῖ στὴν διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ δὲν ἔχει σχέση μὲ τὶς εὐσεβιστικὲς δοξασίες τῶν Δυτικῶν περὶ ἀσπόρου συλλήψεως καὶ ἄνευ θανάτου ζωῆς τῆς Θεοτόκου.

 

Ἡ Παρθένος ἦταν ἐκεῖνο τὸ ἰδιαίτερο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ ποὺ ὑπερέβη ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἀγγέλους. Αὐτὴ μόνη ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἔζησε βίο πανάμωμο, καὶ τὸ ἀκατάληπτο γιὰ ὅλα τὰ λογικὰ ὄντα, κατέστη Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Ἐπειδὴ δὲν εἶχε ποτὲ ἁμαρτήσει, δὲν ὑποχώρησε σὲ κάποιο φιλήδονο λογισμὸ δικαίως καὶ δὲν ἔζησε ἐπὶ τῆς γῆς μὲ ὀδύνες τῆς σαρκός, μὲ ἀσθένειες. Ἂν καὶ εἶχε σῶμα ζωαρχικὸ ἐν τούτοις ὡς ἄνθρωπος ὑπέρχεται στὴν ἀσθένεια τοῦ θανάτου καὶ πεθαίνει. Χωρὶς ὅμως νὰ χωρισθεῖ ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα Της ἀπὸ τὸν Θεό· λύνεται προσωρινὰ ὁ σύνδεσμος ποὺ τὰ ἐνώνει μεταξύ τους, ὅπως εἶχε γίνει καὶ μὲ τὸν Χριστό. Μετὰ τὸν θάνατο ἡ ψυχὴ Της ἐνώνεται ἀμέσως μὲ τὸν Χριστό. Διότι ὁ Κύριος κατὰ τὴν ὥρα τῆς Κοιμήσεως τῆς Μητέρας Του συνοδευόμενος ἀπὸ τὰ ὑπερκόσμια τάγματα τῶν ἀγγέλων καὶ ἁγίων παίρνει τὴν ἱερὰ ψυχὴ Της ὄχι ἁπλῶς στὸν οὐρανό, ἀλλὰ «ἕως αὐτοῦ τοῦ βασιλικοῦ θρόνου Του, εἰς τὰ ἐπουράνια Ἅγια τῶν Ἁγίων», ὅπως ἀναφέρει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός. Ἐνῶ τὸ ζωαρχικὸ καὶ θεοδόχο σῶμα τῆς Παναγίας μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες μετατίθεται στοὺς ὑπερουρανίους χώρους, ἄφθαρτο, πρὸς τὸν Μονογενῆ καὶ ἀγαπημένο Υἱό Της. Δηλαδὴ μποροῦμε νὰ μιλήσουμε καὶ γιὰ ἐν σώματι ἀνάσταση τῆς Θεοτόκου. Ἀνάσταση ὅμως ποὺ δὲν ἐνεργήθηκε ἀπὸ τὴν ἴδια, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν Υἱὸ καὶ Θεό Της.

 

Μάρτυρας αὐτῆς τῆς ἀναστάσεως-μεταστάσεως τῆς Θεοτόκου εἶναι ὁ ἀπόστολος Θωμᾶς, ὁ ὁποῖος δὲν παρευρισκόταν στὴν ὁσία ταφή Της, ἀλλὰ ἐρχόμενος καθυστερημένος ὡς συνήθως, μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες, καὶ μετὰ ἀπὸ παράκλησή του ἀνοίγουν οἱ ὑπόλοιποι ἀπόστολοι τὸν τάφο καὶ δὲν βρίσκουν τὸ θεοδόξαστο ἐκεῖνο σῶμα. Βλέπουν ὅμως τὴν Θεοτόκο νὰ ἀνεβαίνει στοὺς οὐρανοὺς καὶ νὰ παραδίδει στὸν ἀπόστολο Θωμᾶ τὴν Τιμία καὶ Ἁγία Της Ζώνη ὡς τεκμήριο τῆς μεταστάσεώς Της, κάτι ἀντίστοιχο ποὺ εἶχε γίνει καὶ μὲ τὴν ψηλάφηση τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὸν ἴδιο ἀπόστολο.

 

Τὸ σῶμα τῆς Παναγίας –ὅπως καὶ τὸ σῶμα τοῦ Υἱοῦ Της– δὲν ὑπέστη διαφθορὰ στὸν τάφο, δηλαδὴ δὲν ἀλλοιώθηκε, δὲν διαλύθηκε ἀπὸ τὰ ὑλικὰ στοιχεῖα ποὺ τὸ συνέθεταν. Ἐξάλλου μετὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ τὰ σώματα πολλῶν ἁγίων Του δὲν διαφθείρονται καὶ γίνονται μερικῶς ἄφθαρτα λείψανα· πόσο μᾶλλον ἦταν λογικὸ νὰ μὴν φθαρεῖ καὶ τὸ «θεοδόχον σκήνωμα» τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ.

 

Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης λέγει ὅτι τὸ ἀδιάφθορο τῆς παρθενίας τῆς Θεοτόκου κατὰ τὴν γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἔχει ὡς φυσικὸ ἐπακόλουθο καὶ τὴν μὴ διαφθορὰ τοῦ σώματός Της κατὰ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου. «Ὁ τόκος διέφυγε τὴν φθορὰ καὶ ὁ τάφος δὲν δέχτηκε τὴν διαφθορά».

 

Ἡ Παναγία Θεοτόκος μετὰ τὴν κοίμησή Της καθίσταται ἡ Μητέρα τῆς νέας κτίσεως, τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἐπειδὴ Αὐτὴ εἶχε τὴν κεντρικὴ θέση στὴν οἰκονομία τῆς σωτηρίας, ἀφοῦ ἀπὸ Αὐτὴν σαρκώθηκε ὁ Κύριος ποὺ εἶναι ἡ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἔχει τώρα στὴν ἐπουράνιο Ἐκκλησία ὅλο τὸ πλήρωμα τῆς Χάριτος καὶ δόξας καὶ παρρησίας. Ἔγινε ἡ εὐεργέτιδα πάσης της φύσεως καὶ κτίσεως, γι’ αὐτὸ προσκυνεῖται ἀπὸ ὅλη τὴν κτίση ὡς Κυρία καὶ Δέσποινα καὶ Βασίλισσα καὶ Θεομήτορα.

 

Διὰ τῆς Θεοτόκου καὶ ἐξαιτίας Αὐτῆς ἡ ἱστορία ὅλου τοῦ κόσμου εἰσῆλθε σὲ νέα τροχιά, ἀσύγκριτα μεγαλειωδέστερη καὶ ἀνώτερη ἀπ’ ὅ,τι ὑπῆρχε πρὶν ἀπὸ Αὐτήν. Δὲν μποροῦσε καὶ οὔτε μπορεῖ κάποιο δημιούργημα νὰ γίνει τελειότερο ἀπὸ Αὐτήν, οὔτε ἡ ἴδια μποροῦσε νὰ γίνει τελειότερη ἀπ’ ὅ,τι εἶναι. Ἀλλὰ καὶ σύμφωνα μὲ τοὺς Πατέρες τρία πράγματα δὲν μποροῦσε νὰ κάνει τελειότερα ὁ παντοδύναμος Θεός. Τὴν σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου, τὴν Παρθένο Θεοτόκο καὶ τὴν μακαριότητα ποὺ θὰ ἀπολαμβάνουν οἱ σεσωσμένοι.

 

Ἡ Παναγία μετὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἦταν τὸ στήριγμα τῶν ἀποστόλων καὶ τῆς νεοϊδρυθείσης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴ δίδασκε τοὺς νέους χριστιανούς, τοὺς καθοδηγοῦσε, τοὺς παρηγοροῦσε στὶς θλίψεις τους. Στὸν κατὰ πλάτος βίο Της διαβάζουμε ὅτι ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ τρεῖς ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὴν κοίμησή Της, τὴν ἐπισκέπτεται ὅπως καὶ στὸν Εὐαγγελισμό, καὶ τῆς ἀναγγέλει τὴν ἔνδοξη μετάστασή Της ἀπὸ τὸν θάνατο στὴν ζωή. Κατόπιν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μὲ τρόπο θαυματουργικὸ συγκέντρωσε ὅλους τοὺς ἀποστόλους στὴν Γεθσημανή, στὸν οἶκο τῆς Θεοτόκου, γιὰ νὰ παραστοῦν στὴν ὁσία ταφή Της καὶ νὰ πάρουν τὴν εὐλογία Της. Ἀφοῦ ἐγκωμίασαν τὴν ὑπερύμνητο Μητέρα τοῦ Θεοῦ τὴν παρακαλοῦσαν νὰ τοὺς πεῖ κάποια τελευταία διδαχή Της ὡς παρακαταθήκη. Τότε ἡ Θεοτόκος τοὺς λέγει μία παραβολή, στὴν ὁποία ὁ κόσμος τοῦτος παρομοιάζεται μὲ μία ἐμποροπανήγυρη καὶ ὅποιος κάνει τὴν καλὴ ἐμπορία, ὅποιος δηλαδὴ κάνει τὴν καλύτερη ἀγορὰ αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ πιὸ κερδισμένος. Καὶ στὴν συνέχεια τοὺς ἐξηγεῖ ὅτι ἔτσι εἶναι καὶ στὰ πνευματικά. Ὅποιος τηρήσει μὲ μεγαλύτερο ζῆλο καὶ ἀκρίβεια τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, αὐτὸς θὰ πετύχει τὸ μεγαλύτερο κέρδος, θὰ δοξασθεῖ περισσότερο στὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Καὶ τοὺς προτρέπει νὰ ἐπιμένουν στὸν «καλὸν ἀγώνα».

 

Πράγματι πόσο εὐαρεστεῖται ἡ Παναγία μας ὅταν βλέπει ὅτι ἀγωνιζόμαστε γιὰ τὴν σωτηρία μας! Πόσο ἀναπαύεται! Καὶ ἡ ἴδια ὅμως πόσο ἀγωνίστηκε ἐπὶ τῆς γῆς μὲ ἀφανῆ τρόπο –ἐνῶ ὡς ἀναμάρτητη δὲν ὄφειλε νὰ τὸ κάνει– τὸ ἔκανε ὅμως γιὰ νὰ μᾶς ἀφήσει παράδειγμα τελείας ἀσκήσεως. Στὴν Γεθσημανὴ ἐκεῖ ποὺ ἔμενε, μετὰ τὴν κοίμησή Της, βρῆκαν στὶς πλάκες ὅπου ἔκανε μετάνοιες νὰ ἔχουν σχηματισθεῖ βαθουλώματα, λακκοῦβες ἀπὸ τὴν πολλὴ χρήση καὶ τριβή.

 

Ἂς μιμηθοῦμε καὶ ἐμεῖς τὴν ἄμεση ὑπακοή Της, τὴν προσφιλῆ Της ταπείνωση, τὴν μυστικὴ ἐσωτερική Της πνευματικὴ ἐργασία, τὴν πυριφλεγῆ προσευχή Της, τὴν συνεχῆ νήψη ποὺ ἀσκοῦσε, τὸν θεῖο ἔρωτά Της, τὸν πνευματικὸ πόνο ποὺ ὡς ρομφαία ἔνιωσε κάτω ἀπὸ τὸν Σταυρὸ τοῦ Υἱοῦ Της.

 

Σὲ ὅσους ἀγωνίζονται Αὐτὴ γίνεται «ὑπέρμαχος σύμμαχος», ἀσχέτως ἂν πρὶν ζοῦσαν ἀσώτως. Ἂς θυμηθοῦμε ὅτι καὶ γιὰ τὴν ὁσία Μαρία τὴν Αἰγυπτία ἡ Θεοτόκος ἔγινε ἡ «Ἐγγυήτρια» γιὰ τὴν μετάνοιά της. Καὶ ἀφοῦ ἡ ὁσία Μαρία ἀναχώρησε στὴν ἔρημο, ὅπου ἐκεῖ ἀγωνιζόταν μὲ ἀπαράκλητο τρόπο, ἡ ἴδια ἡ Παναγία τὴν παρηγοροῦσε μὲ τὶς θεῖες ἐμφανίσεις Της.

 

Ἡ Θεοτόκος ὡς κουροτρόφος τῶν μοναχῶν εἶναι καὶ ἡ χορηγὸς τῶν θείων χαρίτων γιὰ τοὺς μοναχοὺς καὶ ἰδιαίτερα γιὰ τοὺς Ἁγιορεῖτες. Αὐτὴ ἔδωσε τὸ χάρισμα τῆς νοερᾶς προσευχῆς στὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Καυσοκαλύβη, τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, τὸν ἅγιο Σιλουανὸ τὸν Ἀθωνίτη, ἀλλὰ καὶ στὸν μακάριο Γέροντα Ἰωσὴφ τὸν Ἡσυχαστή, ὁ ὁποῖος συνδέεται ἄμεσα μὲ τὴν συνοδεία μας. Καὶ κατὰ ἕνα λόγο περισσότερο ἡ σημερινὴ ἡμέρα ἔχει ἰδιαίτερη σημασία γιὰ ἐμᾶς τὰ πνευματικὰ ἐγγόνια τοῦ Γέροντος Ἰωσὴφ τοῦ Ἠσυχαστοῦ, ἀφοῦ σὰν σήμερα, μετὰ τὴν θεία Λειτουργία, κοιμήθηκε μὲ ὀσιακὸ θάνατο τὸ 1959. Αὐτὸς ποὺ τόσο ἀγάπησε τὴν Παναγία μας –τὴν γλυκιά του Μανούλα καθὼς τὴν ἀποκαλοῦσε– ἐνῶ πάμπολλες ἀντιλήψεις, θεῖες ἐμφανίσεις καὶ χαρίσματα ἔλαβε ἀπὸ Αὐτήν. Καὶ πράγματι ἕνα ἰδιαίτερο χαρακτηριστικὸ γιὰ τοὺς ὁσίους Ἀθωνίτες Πατέρες ἦταν ἡ Θεοτοκοφιλία τους. Καὶ στὸ ἄκουσμα τοῦ ὀνόματός Της δὲν μποροῦσαν νὰ συγκρατήσουν τὰ δάκρυά τους, τὰ προερχόμενα ἀπὸ τὸν παναγνὸ μητροπαρθενικὸ ἔρωτα. Μόνο ποὺ ἀκούγεται τὸ ὄνομά Της ἡ φιλόθεος ψυχὴ κινεῖται σὲ θαυμασμό, σὲ εὐχαριστία καὶ εὐγνωμοσύνη. Ἔτσι καὶ ἡ μνήμη καὶ μόνο τῆς Θεοτόκου, δηλαδὴ ἡ διανοητικὴ ἐνασχόληση μὲ τὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας, ἁγιάζει αὐτὸν ποὺ τὴν χρησιμοποιεῖ. Ἔλεγε ὁ μακαριστὸς π. Ἀθανάσιος ὁ Ἰβηρίτης ὅτι ἡ ἀγάπη πρὸς τὴν Θεοτόκο σώζει τὸν ἄνθρωπο καὶ ἂς μὴν ἔχει ἔργα.

 

Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος θὰ πρέπει νὰ ἀξιοποιήσει τὴν μεσιτεία τῆς Θεοτόκου, ἡ ὁποία εἶναι σωστική. Σὲ κάθε θλίψη καὶ πρόβλημά του νὰ μὴν ξεχνᾶ ὅτι ὑπάρχει «ἡ τῶν θλιβομένων βοηθός, ἡ προστάτις, ἡ ἀντιλήπτωρ, ἡ παραμυθία τῶν ὀλιγοψυχούντων» στὴν ὁποία μπορεῖ νὰ προστρέχει καὶ νὰ βρίσκει παρηγορία, ἄμεση λύση καὶ ἀπάντηση. Εὐχόμεθα ἡ Κυρία Θεοτόκος, ἡ ὁποία «μετέστη πρὸς τὴν Ζωήν», νὰ δίδει πάντοτε τὴν εὐλογία Της σὲ ὅλους μας ὥστε νὰ περάσουμε τὴν παροῦσα ζωὴ ὅσο τὸ δυνατὸν ἀβλαβῆ καὶ ἀκίνδυνο ἀπὸ τὶς πλάνες καὶ μεθοδεῖες τοῦ πονηροῦ καὶ νὰ μᾶς ἀξιώσει τῆς ἐπουρανίου βασιλείας τοῦ Υἱοῦ Της. Ἀμήν.