1.

Ἡ παραβολὴ τοῦ ἀγνώμονος δούλου (Ματθ.18,23-35)

Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))

Εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός, καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Συχνὰ οἱ ἄνθρωποι ταλαιπωροῦνται ἀπὸ τὸ ἐρώτημα: πῶς μπορεῖ κάποιος νὰ σωθεῖ; Καὶ βρίσκουμε σ’αὐτὸ τὸ ἐδάφιο τοῦ Εὐαγγελίου, ὅπως σὲ μιὰ ὁλοκληρη σειρὰ ἀπὸ ἄλλα, μιὰ τόσο ἁπλὴ καὶ συγκεκριμένη ἀπάντηση. Ἡ σωτηρία σας βρίσκεται στὰ χέρια σας: συγχωρῆστε – καὶ θὰ συγχωρηθεῖτε. Καὶ τήν στιγμή ποὺ θὰ ἔχετε συγχωρηθεῖ, σημαίνει ὅτι ἡ αἰώνια ζωὴ εἶναι ἀνοιχτὴ γιὰ σᾶς.

 

Στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο ὁ Χριστός μᾶς μιλάει γιὰ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ ὄφειλε ἕνα τεράστιο χρηματικὸ ποσὸ στὸν κύριό του ἀλλὰ δὲν εἶχε τὰ μέσα νὰ τοῦ τὸ ξεπληρώσει κι ὁ κύριος τοῦ τά διέγραψε ὅλα γιατὶ τὸν λυπήθηκε. Φεύγοντας αὐτός ὁ ἄνθρωπος συνάντησε κάποιον ὁ ὁποῖος τοῦ χρωστοῦσε ἕνα μικρὸ χρηματικὸ ποσό, κι ἄρχισε νὰ ἀπαιτεῖ τὴν πληρωμή του χωρίς ἔλεος. Ἀκούγοντας αὐτὸ ὁ κύριός του, εἶπε: Ἐγώ σοῦ συγχώρησα ἕνα τεράστιο χρέος, πῶς μπορεῖς ἐσὺ νὰ μὴν συγχωρεῖς στὸν ὀφειλέτη σου αὐτὴ τὴν μικρὴ ὀφειλή; Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο περιμένουμε ὅτι μὲ μιὰ λέξη συγχώρησης ἀπ’ τὸν Θεό, οἱ πύλες τῆς αἰώνιας ζωῆς μποροῦν ν’ ἀνοίξουν γιά μᾶς, ἀλλά ἐμεῖς κλείνουμε αὐτὲς τὶς πόρτες – τὶς μικρὲς πόρτες αὐτῆς τῆς ἐφήμερης ζωῆς, σ’ἕνα ἄλλο πρόσωπο. Σὲ τὶ μποροῦμε νὰ ἐλπίζουμε;

 

Τό Εὐαγγέλιο λέει σ’ ἕνα ἄλλο σημεῖο: μ’ ὅποιο μέτρο μετρᾶμε, μὲ τὸ ἴδιο μέτρο θά μετρηθοῦμε. Στοὺς Μακαρισμοὺς λέει: εὐλογημένοι εἶναι αὐτοί ποὺ συγχωροῦν, γιατί κι αὐτοί θά συγχωρηθοῦν, καί στήν Κυριακή προσευχή: συγχώρησε μας ὅπως συγχωροῦμε. Πόσο ἁπλὰ φαίνονται ὅλα, κι ὅμως πόσο δυσκολευόμαστε. Θὰ ἦταν ἁπλό ἄν οἱ καρδιές μας ἀνταποκρίνονταν στήν λύπη, στήν ἀνάγκη· εἶναι δύσκολο γιατὶ οἱ καρδιές μας μένουν σιωπηλές. Ἀλλὰ γιατὶ συμβαίνει αὐτό; Ἴσως νὰ μὴν ἦταν ἔτσι, ἐπειδὴ, ὅταν κάποιος φέρεται ἄσχημα, πάντα θεωροῦμε ὅτι εἶναι κακός ἄνθρωπος, χωρίς νὰ συνειδητοποιοῦμε ὅτι ἕνας ἄνθρωπος θέλει τόσο πολύ νὰ εἶναι καλός, θέλει τόσο κάθε λέξη του, οἱ σκέψεις του κι ἡ καρδιά του νὰ εἶναι ἁγνὲς, οἱ πράξεις του νὰ ἔχουν ἀξία, ἀλλὰ ἁπλὰ δὲν ἔχει τὴν δύναμη, μπλέκεται ἀπὸ παλιές συνήθειες, ἀπὸ τὴν πίεση τοῦ περιβάλλοντός του, ἀπὸ μιὰ ψεύτικη ντροπή, κι ἀπὸ τόσα ἄλλα. Καὶ συνεχίζει νὰ φέρεται ἄσχημα· ἀλλὰ θὰ μπορούσαμε νὰ τὸν ξεμπερδέψουμε. Μποροῦμε νὰ τὸν κοιτάξουμε, ὅπως θὰ τὸν ἔβλεπε ὁ Θεός, μὲ συμπόνοια, ὅπως θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ δεῖ ἕναν ἄρρωστο ἄνθρωπο ποὺ πεθαίνει ἀπὸ κάποια ἀσθένεια ποὺ θὰ μπορούσε νὰ γιατρευτεῖ ἄν μοναχὰ τοῦ δίναμε τὴν κατάλληλη θεραπεία.

 

Καὶ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς μπορεῖ νὰ κάνει αὐτὸ ποὺ εἶναι ἀναγκαῖο. Κοιταξτε κάποιον, καί σπλαχνισθεῖτε τον ἐπειδὴ μὲ τὸν ἕνα ἤ μὲ τὸν ἄλλο τρόπο εἶναι ἀδύναμος, ὀργισμένος, ἐκδικητικός, κακός. Σπλαχνισθεῖτε τον καί στρέψτε τήν φωτεινή πλευρά τῆς ψυχῆς σας πρὸς αὐτόν, πέστε του ὅτι οἱ πράξεις καὶ τὰ λόγια του δὲν σᾶς ἐξαπατοῦν, ὅσο κακός κι ἄν μπορεῖ νὰ δείχνει, γιατὶ ξέρετε ὅτι αὐτὸς εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, σπιλωμένη καὶ παραμορφωμένη, κι ὅμως ἐσεῖς στὸ πρόσωπο του προσκυνᾶτε τόν Θεό, καὶ τὸν ἀγαπᾶτε σὰν ἀδελφό σας. Κάνοντας αὐτὸ μπορεῖ νὰ σᾶς κοστίσει πάρα πολύ, ἀλλά, ἄν μπορούσατε νὰ τὸ κάνετε μία ἤ δύο φορὲς, τότε θὰ βλέπατε πῶς μπορεῖ ἕνα πρόσωπο ν’ ἀλλάξει ἐπειδὴ πιστέψατε σ’ αὐτό, ἐπειδὴ ἀποθέσατε τὴν ἐλπίδα τοῦ Θεοῦ σ’ αὐτό, ἄραγε σὲ τὶ κόσμο θὰ ζούσαμε – σ’ ἕνα κόσμο ἀμοιβαίας ἐμπιστοσύνης. Ἀλήθεια, πρέπει νά πληρώσουμε γι’ αὐτὸ μὲ τὸ αἷμα τῆς καρδιᾶς μας, μὲ δάκρυα συμπόνιας, μὲ τὴν ἀγωνία τῆς καρδιᾶς μας, ἀλλά τὶ χαρά θά ὑπάρχει ὄχι μόνον ἀνάμεσα στούς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ στὸν οὐρανὸ, ὅταν θὰ δοῦν νὰ σώζεται ἕνας ἁμαρτωλός, ἀλλὰ καὶ στὶς καρδιές μας, ὅταν ξαφνικὰ δοῦμε, ὅτι σὲ ἀπάντηση τῆς συμπόνοιας καὶ τῆς ἀγάπης μας, ἕνα πρόσωπο γέμισε μὲ τὸ φῶς τῆς αἰώνιας ζωῆς! Ἀμήν.

2.

Ἡ Παραβολὴ τοῦ ἀσπλάχνου δούλου(Ματθ.18,23—35)

Γιαννακόπουλος Ἰωήλ (Ἀρχιμανδρίτης)

Μετὰ τοὺς λόγους περὶ ἀδελφικῆς συνεξηγήσεως καὶ τὴν διακοπὴν τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου ποσάκις πρέπει νὰ συγχωρῶμεν τὸν ἀδελφόν μας καὶ τὴν ἀπάντησιν, ὅτι πρέπει νὰ συγχωρῶμεν 7X70 ἤτοι πάντοτε, ἀναφέρει ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν τοῦ ἀσπλάγχνου δούλου, ἵνα δείξῃ, διατὶ πρέπει νὰ συγχωρῶμεν πάντοτε. Μετὰ τὴν ἀριθμητικὴν συγγνώμην (7X70) ἀκολουθεῖ ἡ δραματικὴ συγγνώμη καὶ λέγει.

 

«Διά τοῦτο ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ, ὃς ἠθέληοε συνᾶραι λόγον μετὰ τῶν δούλων αὐτοῦ». Ἐν τῇ βασιλείᾳ δηλαδὴ τῶν Οὐρανῶν συμβαίνει, ὅ,τι καὶ ἔν τινι βασιλεῖ, ὁ ὁποῖος ἠθέλησε νὰ λογαριασθῇ μὲ τοὺς δούλους του, τοὺς αὐλικούς του, εἰς τοὺς ὁποίους εἶχε δώσει ἐντολὴν διαχειρίσεως βασιλικοῦ χρήματος καὶ ἑπομένως ἦσαν εἰς αὐτὸν χρεωφειλέται. «Ἀρξαμένου αὐτοῦ συναίρειν, προσηνέχθη αὐτῷ εἷς ὀφειλέτης μυρίων ταλάντων». Ὅταν δηλαδὴ ἤρχισε νὰ λογαριάζεται, ὡδηγήθη πρὸς αὐτὸν εἷς δοῦλος αὐλικός, ὁ ὁποῖος ὤφειλεν εἰς αὐτὸν μύρια τάλαντα ἤτοι 10.000 τάλαντα, ἕκαστον τῶν ὁποίων εἶχεν ἀξίαν 6.000 δηναρίων, 6.000 προπολεμικῶν δραχμῶν, ποσὸν δηλαδὴ ἀνεξόφλητον ὑπὸ τοῦ δούλου. Τὸ ποσὸν τοῦτο μόνον ὑπὸ αὐλικοῦ ὑπουργοῦ πρὸς βασιλέα ὀφειλόμενον δύναται νὰ εἶναι ἐξ εἰσπράξεων μὴ καταβληθεισῶν.

 

«Μὴ ἔχοντος δὲ αὐτοῦ ἀποδοῦναι ἐκέλευσεν αὐτὸν ὁ Κύριος αὐτοῦ πραθῆναι καὶ τὴν γυναῖκα καὶ τὰ τέκνα καὶ πάντα ὅσα εἶχε καὶ ἀποδοθῆναι». Ἐπειδὴ δηλαδὴ δὲν εἶχεν ὁ δοῦλος οὗτος νὰ πληρώσῃ τὸ χρέος αὐτό, διότι τὸ κατεχράσθη, διετάχθη νὰ πωληθῇ ἡ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιὰ του κατὰ τὸν νόμον (1) καὶ ὅ,τι ἄλλο εἶχε, ἵνα ἐξοικονομηθῇ μέρος τοῦ ὀφειλομένου τούτου ποσοῦ. Τότε ὁ δοῦλος «πεσών προσεκύνει αὐτῷ λέγων μακροθύμησον ἐπ’ ἐμοὶ καὶ πάντα ἀποδώσω σοι». Ἰδοὺ ὁ σκοπὸς τῆς προτάσεως τοῦ βασιλέως. Ἦτο νὰ παρακίνησῃ τὸν δοῦλον εἰς ἱκεσίαν. Ὁ δοῦλος ζητεῖ ἀναβολὴν πληρωμῆς τοῦ χρέους, διότι τοῦτο μόνον ἠδύνατο νὰ ἐπιτύχῃ. Ὁ Βασιλεὺς ἰδὼν ὄχι τὴν δυνατότητα τῆς καταβολῆς τοῦ χρέους, ἀλλὰ τὴν ἀναγνώρισιν καὶ προθυμίαν τῆς ἐπιστροφῆς τούτου, ἀμείβει βασιλικῶς ταύτην ὡς ἑξῆς: «Σπλαγχνισθείς δὲ ὁ Κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου ἀπέλυσεν αὐτὸν καὶ τὸ δάνειον ἀφῆκεν αὐτῷ», χαρίζει τὸ ὀφειλόμενον χρέος ὁ βασιλεὺς καὶ ἀφίνει ἐλεύθερον τὸν χρεωφειλέτην του.

 

Ὁ τέως χρεωφειλέτης καὶ νῦν ἐλεύθερος παντὸς χρέους δοῦλος «ἐξελθών» ἐκ τοῦ βασιλικοῦ ἀνακτόρου «εὗρεν ἕνα τῶν συνδούλων αὐτοῦ, ὃς ὤφειλεν αὐτῷ» ὁ ὁποῖος ὤφειλεν εἰς αὐτὸν «ἑκατὸν δηνάρια καὶ κρατήσας αὐτὸν» ἀπὸ τὸν λαιμὸν «ἔπνιγε λέγων ἀπόδος εἴ τι ὀφείλεις» δός μου ὅ,τι μοῦ ὀφείλεις. Τὰ ἑκατὸν δηνάρια ἦσαν ἑκατὸν περίπου προπολεμικαί δραχμαί, ποσὸν δηλαδὴ ἀσήμαντον ἐν συγκρίσει πρὸς τὰ μύρια τάλαντα, τὰς 60.000 δραχμάς, τὰς ὁποίας ὤφειλεν αὐτὸς εἰς τὸν Κύριόν του. «Πεσών οὖν ὁ σύνδουλος αὐτοῦ» εἰς τὰ γόνατα «παρεκάλει αὐτὸν λέγων. Μακροθύμησον ἐπ’ ἐμοὶ καὶ ἀποδώσω σοι» φανοῦ μακρόθυμος καὶ θὰ σοῦ δώσω ὅ,τι σοῦ ὀφείλω. Ὁ δοῦλος ὅμως ἐκεῖνος «οὐκ ἤθελεν ἀλλὰ ἀπελθών ἔβαλεν αὐτὸν εἰς φυλακήν, ἕως ἀποδῷ τὸ ὀφειλόμενον». Ὁ Χρυσόστομος παρατηρεῖ τὰ ἑξῆς ὡραῖα διὰ τὸν ἄσπλαγχνον αὐτὸν δοῦλον καὶ λέγει: «οὔτε τὸ σχῆμα τῆς ἱκεσίας ᾐδέσθη, δὶ’ οὗ καὶ οὗτος ἠλεήθη, οὔτε τὸν λόγον ἔλαβεν ὑπ’ ὄψιν, δὶ’ οὗ καὶ αὐτὸς ἐσώθη οὔτε τῆς ἰδίας ἀνεμνήσθη συμφορᾶς ἀπὸ τῆς ὁμοίας, ἀλλὰ ἔμεινε θηρίου ὠμότερος». Ὁ ἄσπλαγχνος δηλαδὴ αὐτὸς δοῦλος δὲν ἐντράπηκε τὸν τρόπον τῆς παρακλήσεως καὶ τὰ λόγια τοῦ συνδούλου του, τὰ ὁποῖα καὶ αὐτὸς ἐχρησιμοποίησεν εἰς τὸν Κύριόν του καὶ ἔλαβεν ἄφεσιν τοῦ χρέους του. Ὁ ἄσπλαγχνος οὗτος δοῦλος δὲν ἐθυμήθηκε τὴν συμφορὰν του ἐνώπιον τοῦ Κυρίου του βλέπων τὴν συμφορὰν τοῦ συνδούλου του. Διά τοῦτο ἐφάνη σκληρότερος καὶ ἀπὸ τὸ θηρίον.

 

Ὁ Κύριος συνεχίζει τὴν παραβολήν: «Ἰδόντες οὖν οἱ σύνδουλοι αὐτοῦ τὰ γενόμενα ἐλυπήθησαν σφόδρα καὶ ἐλθόντες διεσάφησαν τῷ κυρίῳ ἑαυτῶν πάντα τὰ γενόμενα». Σύνδουλοι ἐνταῦθα εἶναι οἱ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι εἶδον τὴν διαγωγὴν τούτου. Οὗτοι ἰδόντες τὴν ἀνάρμοστον διαγωγὴν τοῦ δούλου τούτου ἀνέφερον λεπτομερῶς ταύτην εἰς τὸν βασιλέα. «Τότε προσκαλεσάμενος αὐτὸν ὁ Κύριος αὐτοῦ λέγει αὐτῷ˙ δοῦλε πονηρέ, πᾶσαν τὴν ὀφειλὴν ἐκείνην ἀφῆκά σοι» ὅλον τὸ χρέος σοῦ τὸ ἐχάρισα «ἐπεί παρεκάλεσάς με» διότι μόνον μὲ παρεκάλεσας. «Οὐκ ἔδει καὶ σὲ ἐλεῆσαι τὸν σύνδουλὸν σου, ὡς καὶ ἐγὼ σὲ ἠλέησα;»

 

Δὲν ἔπρεπε νὰ εὐσπλαγχνισθῇς καὶ σὺ τὸν σύνδουλόν σου, ἀφοῦ καὶ ἐγὼ σὲ εὐσπλαγχνίσθηκα; Ὀνομάζει πονηρὸν τὸν δοῦλον ὄχι ὅταν ὤφειλε τὰ μύρια τάλαντα, ἀλλὰ ὅταν δὲν συνεχώρει τὰ 100 δηνάρια! Ὁ δοῦλος σιωπᾷ, διότι αἰσθάνεται τὴν ἐνοχήν του. Δὲν ὑπόσχεται ὅμως τὴν διόρθωσιν. Διά τοῦτο «ὀργισθείς ὁ Κύριος αὐτοῦ παρέδωκεν αὐτὸν τοῖς βασανισταῖς, ἕως οὗ ἀποδῷ πᾶν τὸ ὀφειλόμενον αὐτῷ». Ἐπειδὴ ὅμως τὸ χρέος του εἶναι μέγα καὶ ἀνεξόφλητον, ἡ τιμωρία του θὰ εἶναι παντοτεινή. Βασανισταί, εἰς τοὺς ὁποίους παρεδόθη, εἶναι οἱ δήμιοι.

 

Ὁ Κύριος θέτει τὴν σφραγῖδα τῆς παραβολῆς λέγων. «Οὕτω καὶ ὁ Πατήρ μου ὁ ἐπουράνιος ποιήσει ὑμῖν, ἐὰν μὴ ἀφῆτε ἕκαστος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ἀπὸ τῶν καρδιῶν ὑμῶν τὰ παραπτώματα αὐτῶν». Κατὰ παρόμοιον τρόπον καὶ ὁ Θεὸς θὰ φανῇ ἄσπλαγχνος εἰς τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι δὲν συνεχώρησαν τοὺς συνανθρώπους των ἐκ βάθους καρδίας. Ἡ ἐντολὴ αὕτη εἶναι μόνον χριστιανική. Πρὸ Χριστοῦ ὑπῆρξαν σοφοὶ μεγαλόκαρδοι, οἱ ὁποῖοι συνεχώρησαν τοὺς νικημένους ἐχθροὺς των, ἀλλὰ τὴν κατ’ ἐπανάληψιν καὶ ἄνευ ὅρων συγγνώμην τῶν ἐχθρῶν οὐδεὶς ἐσκέφθη πλὴν τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Λουκᾶς προσθέτει τὸ ἑξῆς. «Προσέχετε ἑαυτοῖς» προσέξατε. «Ἐὰν δὲ ἁμάρτῃ εἰς σὲ ὁ ἀδελφός σου» ἐὰν πταίσῃ ὁ ἀδελφός σου εἰς σὲ «ἐπιτίμησον αὐτῷ» ἐπιπληξον αὐτὸν «καὶ ἐὰν μετανοήσῃ, ἄφες αὐτῷ» συγχώρησον αὐτόν. «Καὶ ἐὰν ἑπτάκις τῆς ἡμέρας ἁμάρτῃ εἰς σὲ καὶ ἑπτάκις τῆς ἡμέρας ἐπιστρέψῃ πρὸς σὲ λέγων, μετανοῶ, ἀφήσεις αὐτῷ» πρέπει νὰ τὸν συγχωρήσῃς. Λουκ. 17, 3—4.

 

Ὁ Ματθαῖος δηλαδὴ μὲ τὴν παραβολὴν ἔχει ὑπ’ ὄψιν του, ὅτι πρέπει νὰ συγχωρῶμεν ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι δὲν μετανοοῦν, ὁ δὲ Λουκᾶς ἀναφέρεται εἰς τὴν μετάνοιαν τοῦ κατ’ ἐπανάληψιν ἁμαρτάνοντος ἀδελφοῦ.

 

Ἐδῶ βασιλεὺς εἶναι ὁ Θεός, ὀφειλέται οἱ ἄνθρωποι, ὀφειλὴ ἡ ἁμαρτία. Τὰ 10.000 τάλαντα εἶναι αἱ πολλαὶ ἁμαρτίαι τῶν ἀνθρώπων πρὸς τὸν Θεόν. 100 δηνάρια εἶναι τὰ σφάλματα τοῦ πλησίον μας. Φυλακὴ δὲ ὅπου ἐρρίφθη ὁ δοῦλος οὗτος, εἶναι ἡ κόλασις, βασανισταὶ οἱ δαίμονες.

 

 

Θέμα: Ἡ Συγγνώμη

 

Ἡ κεντρικὴ ἰδέα τῆς παραβολῆς εἶναι ἡ ἄρνησις τῆς συγγνώμης τοῦ δούλου ὑπὸ τοῦ συγχωρηθέντος συνδούλου καὶ ἡ τιμωρία ὑπὸ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀσπλάγχνου τούτου δούλου. Ἐπὶ τῆς ἀρνήσεως ταύτης ῥητῆς καὶ καμουφλαρισμένης παρ’ἡμῖν καὶ τῶν συνεπειῶν ταύτης θὰ ἀσχοληθῶμεν εἰς τὸ παρὸν θέμα.

 

1) Ῥητὴ ἄρνησις συγγνώμης. Δὲν τὸν συγχωρῶ, λέγουσί τινες, διότι μὲ εἶπε ψεύτην ἤ μοῦ εἶπε ψέμματα Ἀπαντῶ. Σὺ δὲν εἶπες ποτὲ τὸν ἄλλον ψεύτην; Ὄχι; Ἔστω! Δὲν εἶπες ποτέ σου ψέμματα; Κἄποτε. Ἀφοῦ εἶπες καὶ σὺ ψέμματα, διατὶ δὲν συγχωρεῖς ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος σοῦ εἶπε ψέμματα; Δὲν τὸν συγχωρῶ, διότι μὲ εἶπε πονηρὸν ἤ μοῦ ἐφέρθηκε πονηρῶς, λέγει ἄλλος. Σὺ δὲν εἶπες ποτὲ τὸν ἄλλον πονηρόν; Ἀδύνατον! Ὄχι; Ἔστω! Πόσες ὅμως φορὲς δὲν ἔβαλες πονηρίες διὰ τὸν ἄλλον, τὰς ὁποίας μάλιστα ὀνομάζεις ἐξυπνάδες σου; Ἐὰν δὲν συγχωρήσῃς σὺ αὐτόν, οὔτε αὐτὸς σέ, τί κοινωνίαν θὰ ἔχωμεν; Ζούγκλαν! Δὲν τὸν συγχωρῶ, λέγει τρίτος, διότι μὲ ἐκουτσομπόλευε. Σὺ κανέναν δὲν ἔχεις κουτσομπολεύσει; Ὄχι; Λέγεις ψέμματα. Εἰς τὸ ἁμάρτημα αὐτὸ ὅλοι πίπτομεν.

 

Ἄλλος λέγει. Δὲν τὸν συγχωρῶ, διότι μοῦ ἐσκότωσε τὸ παιδί μου, τὸν πατέρα, τὸν ἀδελφόν. Βαθὺς εἶναι ὁ πόνος σου, μεγάλο τὸ φαρμάκι σου. Πρέπει νὰ σοῦ δοθῇ δραστικὸν φάρμακον. Τοιοῦτον δὲν θὰ εἶναι σκέψις ἀνθρωπίνη. Εἶναι ἡ θεία ἀπόφασις. Ἄκουσέ την. Ὁ Θεὸς ὁ γνωρίζων, ὅτι οἱ ἄνθρωποι δύσκολα συγχωροῦν, προβάλλει πρὸς θεραπείαν τῆς κακίας ταύτης τὴν στέρησιν τῆς ἰδικῆς Του συγγνώμης. Ἂν δὲν συγχωρήσῃς—ἕνα καὶ ἕνα κάμνει δύο—δέν θὰ συγχωρηθῇς. Τοῦτο φαίνεται ἐκ τῆς σημερινῆς παραβολῆς, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ Κύριος ἦρε τὴν συγγνώμην τοῦ δούλου, διότι δὲν συνεχώρησε οὗτος τὸν σύνδουλόν του. Τὸ λέγει ὅμως καὶ ῥητῶς: «Ἐὰν μὴ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, οὐδὲ ὁ Πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν». Ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας μεγάλος ἔμπορος πολυτίμων εἰδῶν. Τὴν χάριν Του τὴν δίδει δωρεάν, τὴν ἀμοιβὴν τῆς ἐλεημοσύνης σου διὰ χρημάτων σου, τὴν συγγνώμην ὅμως τῶν ἁμαρτιῶν μας δὲν τὴν δίδει οὔτε δωρεὰν οὔτε διὰ χρημάτων, ἀλλὰ Κλῆριγκ ἤτοι πρᾶγμα μὲ πρᾶγμα. Ὄχι μὲ ἄλλο πρᾶγμα, ἀλλὰ μὲ τὸ ἴδιο πρᾶγμα, συγγνώμην ἀντὶ συγγνώμης, θὰ συγχωρηθῇς, ἂν συγχωρήσῃς. Τόσον εἶναι πολύτιμον τὸ πολύτιμον τοῦτο εἶδος, ὥστε ὁ Θεὸς μόνον ἐπ’ ἀνταλλαγῇ τὸ δίδει. Εἶναι δὲ τόσον φθηνόν, ὥστε, ὅταν συγχωρήσῃς ἕνα κακόν, θὰ σοῦ συγχωρήσῃ ὁ Θεὸς ἑκατόν!

 

Τόσον ὁ Θεὸς ἀγαπᾷ τὴν συγγνώμην, ὥστε ἐνῷ διὰ σὲ ὁ σκοτωμὸς τοῦ υἱοῦ σου εἶναι αἰτία ἀδιαλλάκτου μίσους, ὁ θάνατος τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ εἶναι αἰτία συμφιλιώσεως Οὐρανοῦ καὶ γῆς! Πρὶν σκοτωθῇ ὁ υἱός σου, ἦσο ἀγαπημένος μὲ τὸν ἐχθρόν σου. Ὁ φόνος σᾶς διῄρεσε. Πρὶν σταυρωθῇ ὅμως ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, εἴμεθα ἐχθροί τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὸν θάνατο τοῦ Υἱοῦ Του συνεφιλιώθημεν. Ὁ Θεὸς συγχωρεῖ οὐχὶ ἀδαπὰνως, ἀλλὰ δαπάνῃ τοῦ Υἱοῦ Του. Ὦ βάθος σοφίας καὶ δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ!

 

Ἀρκετοὶ τῶν πιστῶν συνειδητῶς ἤ ἀσυνειδήτως καμπτόμενοι ὑπὸ τὸ βάρος τῶν σκέψεων τούτων δὲν ἀρνοῦνται τὴν συγγνώμην ῥητῶς, ἀλλὰ ἔχουν καμουφλαρισμένην συγγνώμην.

 

 

2)Καμουφλαρισμένη συγγνώμη: Τὸν συγχωρῶ, λέγει Χριστιανὸς τις, τὸν ἐχθρόν μου. Κακὸ δὲν θὰ τοῦ κάμω. Ἀλλὰ ἀπὸ τὸν Θεὸν νὰ τὸ εὕρῃ, αὐτὸ πού μοῦ ἔκανε. Ἀπαντῶ: Αὐτὸ δὲν εἶναι συγγνώμη, ἀλλὰ ἀδυναμία νὰ τοῦ κάμῃς κακό. Ἂν μποροῦσες, θὰ τὸν ἔπνιγες σὲ μία σταλιὰ νερό. Αὐτὸ λέγεται ὑποκρισία! Ἴσως μοῦ εἴπης. Δύναμαι νὰ τοῦ κάμω κακό, ἀλλὰ δὲν θέλω. Ἐὰν συμβαίνῃ, ὥστε νὰ δύνασαι, ἀλλὰ νὰ μὴ θέλῃς νὰ τοῦ κάμῃς κακό, δὲν τὸν συγχωρεῖς ὅμως, εἶναι ἀτέλεια, διότι δὲν τὸν συγχωρεῖς ἀπὸ καρδίας, ὅπως διατάσσει ὁ Κύριος. Ἑπομένως ἤ δύνασαι, ἀλλὰ δὲν θέλεις, τὸ ὁποῖον εἶναι ἀτέλεια ἤ θέλεις, ἀλλὰ δὲν δύνασαι, τὸ ὁποῖον εἶναι ἀδυναμία. Καὶ εἰς τὰ δύο δὲν συγχωρεῖς ἀπὸ καρδίας.

 

Τὸν συγχωρῶ, λέγει ἄλλος, τὸν ἐχθρόν μου, δὲν θέλω νὰ πάθῃ κακό. Ἀλλὰ δὲν θέλω νὰ τὸν ἴδω στὰ μάτια μου. Αὐτὸ δὲν λέγεται συγγνώμη. Συγγνώμη σημαίνει νὰ ἔχῃς τὴν δύναμιν ὄχι μόνον νὰ τὸν ἴδῃς μὲ τὰ μάτια σου, ἀλλὰ νὰ τὸν κυττάξῃς καὶ εἰς τὰ μάτια του. Εἶναι δηλαδὴ παρατηρημένον, ὅτι ὅταν δύο ἐχθροὶ συναντηθῶσιν, οἱ ὁποῖοι δὲν συνεχωρήθησαν ἀπὸ καρδίας κυττάζονται εἰς τὰ πόδια, εἰς τὸ στῆθος, εἰς τὴν πλάτην, φθάνει τὸ βλέμμα μέχρι τῆς σιαγῶνος, κατόπιν πηδᾷ εἰς τὸ καπέλλο, τὰ μάτια δὲν τὰ βλέπουν. Δεῖγμα συγγνώμης εἶναι, ἂν ἔχῃς τὴν δύναμιν νὰ τὸν κυττάξῃς εἰς τὰ μάτια! Τὸν συγχωρῶ, ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ τοῦ ὁμιλήσω. Ἡ καλημέρα εἶναι τοῦ Θεοῦ. Ἂν δὲν τὴν εἴπῃς, δὲν ἐπιτρέπεται νὰ κοινωνήσῃς. Σχέσεις δὲν νομίζω, ὅτι εἶσαι ὑποχρεωμένος νὰ ἔχῃς. Ὁ χαιρετισμὸς ὅμως εἶναι τοῦ Θεοῦ.

 

3) Ποῖον τὸ ἀποτέλεσμα τῆς μὴ συγγνώμης; Θὰ ὑποφέρῃς. Θὰ ἀκούῃς τὸ ὄνομά του καὶ θὰ αἰσθάνεσαι βελόνια εἰς τὴν ψυχήν σου. Θὰ τὸν συναντᾷς καθ’ ὁδὸν καὶ ἀπὸ τὸ κακό σου θὰ πιάνεται ἡ ἀναπνοή σου, θὰ τρέμουν τὰ πόδια σου. Συναντῶν αὐτὸν θὰ ἀναγκασθῇς νὰ στρίψῃς ἀπὸ ἄλλο στενὸ ἤ ἂν δὲν ὑπάρχῃ σταυροδρόμι θὰ διασταυρωθοῦν τὰ βλέμματά σας. Ὁποία ἀγωνία κατὰ τὴν ὥραν αὐτήν! Καὶ ταῦτα ἐδῶ. Ἐκεῖ εἰς τὴν ἄλλην ζωήν; Ὅπως ἀποστρέφεις τὸ βλέμμα σου ἀπὸ αὐτόν, ἔτσι θὰ ἀποστρέψῃ καὶ ὁ Θεὸς ἀπὸ σέ. Μαντεύω ἀπορίαν τινά: Λογικὰ εἶναι αὐτά, ἀλλὰ δύσκολα καὶ βαρειά! Δύσκολα; Ἀφοῦ δύσκολη εἶναι ἡ συμφιλίωσις, νὰ προσέχωμεν νὰ μὴ τὰ χαλᾶμε Εἶναι βαρειά; «Βαρὺς ὁ χειμών, ἀλλὰ γλυκὺς ὁ παράδεισος» ἔλεγον οἱ 40 μάρτυρες. Πῶς θέλεις νὰ ἴδῃς τὸν Θεὸν χωρὶς νὰ ἀτενίσῃς τὸν ἀδελφόν σου; Πόσοι ἄνθρωποι καὶ πόσα ἔθνη ἦσαν εἰς τὰ μαχαίρια ὄχι μὲ ἕνα φόνον, ἀλλὰ μὲ ποταμοὺς αἱμάτων καὶ διὰ συμφεροντολογικοὺς σκοποὺς τὰ ἔφτιασαν; Ἑπομένως δὲν εἶναι καὶ τόσον δύσκολος ἡ συμφιλίωσις, ἂν σκεφθῶμεν, ὅτι γίνεται πρὸς συμφέρον τῆς ψυχῆς μας. Ἴσως εἴπῃ τις, ὅτι ὁ χρόνος θὰ θεραπεύσῃ τὴν ἔχθραν μου. Ἀπαντῶ: Εἶναι τιμητικὸν διὰ σὲ τὸν χριστιανὸν νὰ ἀφίνῃς τὰ πράγματα εἰς τὸν χρόνον καὶ οὐχὶ εἰς τὴν θείαν χάριν; Ἐκεῖνο πού θὰ φέρῃ ὁ χρόνος, διατὶ νὰ μὴ τὸ προλάβῃ ἡ θεία χάρις;

 

Διδακτικώτατον παράδειγμα, τὸ ὁποῖον δεικνύει τὸ κατάντημα τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος δὲν συγχωρεῖ, εἶναι τὸ γνωστὸν τραγικὸν γεγονὸς κατὰ τοὺς πρώτους Χριστιανικοὺς χρόνους τῶν δύο Χριστιανῶν φίλων Σαπρικίου καὶ Νικηφόρου, τὸ ὁποῖον εἴδομεν καὶ ἐν τρίτῳ τόμῳ σελίδι 67. Τοῦτο ἔχει ὡς ἑξῆς: Ὁ Χριστιανὸς Σαπρίκιος συνεδέετο φιλικώτατα μετὰ ἄλλου τινὸς κληρικοῦ ὀνομαζόμενου Νικηφόρου. Ἡ φιλία των ὅμως ἔπειτα ἀπὸ ἔτη ἔσπασε. Κηρύσσεται ὁ διωγμὸς τῶν Χριστιανῶν ἐπὶ Βαλεριανοῦ. Ὁ Σαπρίκιος συλλαμβάνεται καὶ ὁδηγεῖται εἰς φρικτὰ μαρτύρια. Ὁ Νικηφόρος σπεύδει, γονατίζει ἐνώπιόν του, καὶ ζητεῖ συμφιλίωσιν μαζί του. Ὁ Σαπρίκιος ἀρνεῖται. Ὁδηγεῖται εἰς τὸ μαρτύριον ὁ Σαπρίκιος καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ ἀρνῆται τὴν συμφιλίωσιν μετὰ τοῦ Νικηφόρου. Ὅταν ἦτο ἕτοιμος ὁ δήμιος νὰ καταφέρῃ τὴν μάχαιραν, ὁ Σαπρίκιος δειλιάζει καὶ ἀρνεῖται τὸν Χριστόν, ὑποσχόμενος νὰ θυσιάσῃ εἰς τὰ εἴδωλα. Βλέπων ὁ Νικηφόρος τοῦτο σπεύδει ὁμολογῶν, ὅτι εἶναι Χριστιανὸς καὶ λαμβάνει οὗτος τὸν στέφανον τοῦ Μαρτυρίου. Ὁ Σαπρίκιος ἐκολάσθη, διότι ἔχασε τὴν χάριν, ἐπειδὴ δὲν συνεχώρησε τὸν πνευματικόν του ἀδελφὸν καὶ φίλον.

 

Ἂς μάθωμεν νὰ συγχωρῶμεν, ἵνα συγχωρηθῶμεν καὶ μὴ κατακριθῶμεν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ!

(1) Λευϊτ. 25,39.

3.

Ἡ εὐθύνη τῆς ἀγάπης

Νικολόπουλος Ἱερώνυμος (Ἀρχιμανδρίτης)

 

Ἕνα ἀπό τά χαρακτηριστικά της κοινωνίας μας εἶναι ἡ αἴσθηση τῆς ἀνομίας. Κοινό πίστευμα ὅλων εἶναι ὅτι ὑπάρχει προνομιακή μεταχείριση «κάποιων», ὅτι οἱ νόμοι ἐνῶ ὑπάρχουν δέν ἐφαρμόζονται, ἤ τουλάχιστον δέν ἰσχύουν γιά ὅλους, ἐνῶ ταυτόχρονα θεωρεῖται στήν πράξη «λογικό» καί ἀναμενόμενο τό νά ἐκμεταλλευθεῖ ὁ ἄνθρωπος ὅσες «εὐκαιρίες» τοῦ δοθοῦν, γιά νά προσπορισθεῖ ὄφελος μέ κάθε τρόπο, ἀκόμη καί παράνομο ἤ ἀνήθικο. Ταυτόχρονα «ἠθικολογοῦν» ὅλοι καταγγελτικά, μόνο καί μόνο γιά νά μεταθέσουν τήν εὐθύνη στούς ἄλλους καί νά ἀποφύγουν τόν ἔλεγχο καί τίς συνέπειες τῶν δικῶν τούς πράξεων, ἐνῶ ἡ συνηθέστερα προβαλλόμενη δικαιολογία εἶναι: «Ὅλοι ἔτσι κάνουν». Μέ ἄλλα λόγια, ἐνῶ ἐπαναστατοῦμε ἐναντιόν τῆς ἀδικίας σέ θεωρητικό ἐπίπεδο, καί πάντως ὅταν τήν ὑποστοῦμε, τελικά τή δικαιολογοῦμε καί τήν ἀποδεχόμαστε ὅταν μᾶς συμφέρει, μᾶλλον γιατί εὔκολα συμβιβαζόμαστε μαζί της ἔχοντας ἀμβλύνει τό ἠθικό μας αἰσθητήριο.

 

Πάντως, ἐπειδή θυμόμαστε ὅτι μᾶς ἀδίκησαν, ἐνῶ ξεχνᾶμε ὅτι μπορεῖ κι ἐμεῖς νά ἀδικοῦμε, ἡ γεύση τῆς ἀδικίας βρίσκεται στή γλώσσα ὅλων μας, γι’ αὐτό καί πολλές φορές κυριαρχεῖ ἡ ἀνεξέλεγκτη ὀργή, τό καταγγελτικό ξέσπασμα, ἡ τυφλή ἀνταπόδοση εἴτε μέ βαριά λόγια, εἴτε μέ ἀπαράδεκτα ἔργα ἐναντίον τοῦ ἄλλου, συνήθως ἐξίσου ἀθώου καί στήν ἴδια μοίρα μ’ ἐμᾶς. Ἡ εὔκολη παρατήρηση εἶναι ὅτι αὐτό ὄχι ἁπλῶς ἀποδομεῖ, ἀλλά διαλύει τήν κοινωνία, ἀφοῦ πρῶτα τή χαρακτηρίσει ὡς παρακμιακή. Ἡ δύσκολη ἐπισήμανση εἶναι ὁ προσδιορισμός τοῦ τί φταίει καί φθάνουμε στή συσσώρευση ἐπιθετικοῦ θυμοῦ ὡς τοῦ κατεξοχήν χαρακτηριστικοῦ τῆς καθημερινότητάς μας.

 

 

Διεκδίκηση τοῦ ὀφειλόμενου χρέους

 

Μέ παραβολή μιλᾶ καί σήμερα ὁ Χριστός μας, θέλοντας μέσα ἀπό μιά ἱστορία ὄχι πραγματική, νά προσδιορίσει τήν πραγματικότητα στίς ἀνθρώπινες σχέσεις καί νά ὑποδείξει τήν ἐπιθυμητή καί πλέον συμφέρουσα γιά τόν ἄνθρωπο ὁδό. Ἕνας δοῦλος βρῆκε στόν δρόμο του ἕναν σύνδουλό του, στόν ὁποῖο εἶχε δανείσει ἕνα εὐτελές ποσό, πού ὅμως ἀκόμη δέν τοῦ εἶχε ἐπισταφει. Ὅρμησε λοιπόν ἐπάνω του καί τόν ἔπνιγε, ἀπαιτώντας τήν ἐπιστροφή τοῦ ὀφειλόμενου μικροδανείου. Παρά τίς ἱκεσίες τοῦ ὀφειλέτη, ὁ ὁποῖος γονατιστός τόν παρακαλοῦσε γιά μιά πίστωση χρόνου, μέχρι νά βρεῖ τό ὀφειλόμενο ποσό, ὁ δανειστής δοῦλος ἔσυρε τόν σύνδουλό του καί τόν ἔκλεισε στή φυλακή. Θά μποροῦσε κανείς νά πεῖ ὅτι αὐτή ἡ συμπεριφορά τοῦ δανειστῆ δούλου πρός τόν ὀφειλέτη σύνδουλό του εἶναι καθόλα νόμιμη καί λογική. Στό κάτω κάτω, κατά τήν κυρίαρχη παγκόσμια οἰκονομική ἀρχή, «οἱ συμφωνίες πρέπει νά τηροῦνται».

 

Μέ βάση τήν τετράγωνη αὐτή λογική, εἶναι ἀπολύτως φυσιολογικό νά διεκδικεῖται καί νά ἐπιβάλλεται ἡ ἐφαρμογή ὅσων ἔχουν συμφωνηθεῖ, κυρίως γιατί εἶναι εὐθύνη τοῦ καθενός συμβαλλομένου νά σκέπτεται τά συμφέροντά του καί μόνον, νά τά ὑπερασπίζεται καί νά τά κατοχυρώνει, θεωρώντας ἐκ προοίμιου ἄκαμπτη καί σκληρή τή στάση τοῦ ἀντισυμβαλλομένου του. Μέ ἄλλα λόγια, ἐάν κανείς ὑποστεῖ τά δεινά πού ἡ μή ἐκτέλεση τῆς σύμβασης ἐπιφέρει, «καλά παθαίνει», καθώς ὄφειλε νά εἶχε προνοήσει εἴτε νά μή συμφωνήσει τέτοιους ὅρους, εἴτε νά εἶχε μεριμνήσει γιά τήν ἐκτέλεσή τους. Ὁ συλλογισμός αὐτός ἀποτελεῖ καί τήν πεμπτουσία τῆς «καπιταλιστικῆς ἠθικῆς», ὡς ἐξέλιξης τῆς προτεσταντικῆς ἠθικῆς.

 

 

Οἱ εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ

 

Τί ξεχνᾶ ὁ δανειστής δοῦλος; Τί καθιστᾶ τή συμπεριφορά του πρός τόν ὀφειλέτη σύνδουλό του ἀπαράδεκτη; Ὅτι τήν ἀμέσως προηγούμενη στιγμή, ὄχι ἄλλος σύνδουλός του, ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ Κύριός του, τοῦ εἶχε χαρίσει ἕνα δυσθεώρητο πόσο, πού χρωστοῦσε καί δέν ὑπῆρχε περίπτωση ν’ ἀποπληρώσει, ἀκόμη κι ἄν ξεπουλοῦσε ὅλα τά ὑπάρχοντά του, ἀκόμη καί τά μέλη τῆς οἰκογένειάς του καί τόν ἑαυτό του τόν ἴδιο. Μάλιστα τοῦ τό χάρισε συγκατανεύοντας στή σχετική, ἔντονη παράκληση καί ἱκεσία τοῦ ὀφειλέτη δούλου.

 

Μέ ἄλλα λόγια ,ὁ Χριστός μας ἔρχεται νά μᾶς θυμίσει τίς ἄπειρες εὐεργεσίες τοῦ Ἁγίου Θεοῦ πρός ἐμᾶς. Εὐεργεσίες πού ὄντας πλούσιες μᾶς δωρηθηκαν χωρίς νά τίς ἀξίζουμε, καθώς εἴχαμε παραπικράνει τόν Θεό. Ἤμασταν χρεῶστες σέ τέτοιο σημεῖο, πού τίποτε δέν θά ἦταν ἱκανό νά ἀντισταθμίσει τήν ἁμαρτητική ἀποστασία μας καί νά δώσει κάποια ἐλπίδα σωτηρίας. Κι ὅμως, ὁ Πλάστης δέν παροργίστηκε μέ τό πλάσμα του. Ὁ κάθε δημιουργός –ἕνας ζωγράφος, ἕνας ποιητής, ἕνας τεχνίτης, ἕνας συνθέτης, ἕνας γλύπτης, ἕνας συγγραφέας, ὅταν δέν τοῦ ἀρέσει τό δημιούργημά του, ὅταν δέν ἀνταποκρίνεται στίς προσδοκίες του, ὅταν κάπου ἀστοχήσει, ἔχει τό δικαίωμα νά τό καταστρέψει καί νά ξεκινήσει κάτι ἄλλο. Ὁ Θεός μας ὅμως δέν ἔκανε τό ἴδιο ὅταν τό δημιούργημά του δέν ἀνταποκρίθηκε στίς προσδοκίες του καί τόν πολέμησε ἐπαναστατώντας. Ἔστειλε τόν Μονογενή του Υἱό καί Λόγο ὥστε μέ τή σάρκωσή του ν’ ἀνασκευάσει τήν ἀνθρώπινη φύση, ὄχι ἁπλῶς παρέχοντας ἄφεση ἁμαρτιῶν, ἀλλά κάτι πολύ ἀνώτερο, τόν ἁγιασμό, τή θέωση, τήν αἰώνια ἀποκατάσταση στή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν.

 

Ἄν λοιπόν ἐμεῖς εἴμαστε ὠφελημένοι ἀπό μιά τέτοια θεία ἀγάπη, δέν εἴμαστε καί ὑπόλογοι καί ὑπεύθυνοι ἀπέναντί της γιά τό πῶς τήν ἀπολαμβάνουμε καί τή διαχειριζόμαστε στή ζωή μας; Κι ἄν ἄξιοι ὄντες τῶν χειρότερων τιμωριῶν ἀπολαμβάνουμε τίς μεγαλύτερες εὐεργεσίες, μέ ποιό δικαίωμα δέν θά μιμηθοῦμε ἔστω στό ἐλάχιστο τόν Θεό Πάτερα, ἀντιγράφοντας μέ ψήγματα ἀγάπης πρός τούς συνδούλους μας τόν χειμαρρώδη ποταμό τῆς διαρκῶς ἀγαπώσης καρδιᾶς του; Μέ ποιό δικαίωμα σκανδαλωδῶς εὐνοημένοι ἀπό τή λογική τῆς ἀγάπης, θά τήν ξεχάσουμε γιά νά πορευθοῦμε μέ τή λογική της διεκδίκησης πρός τούς ἄλλους;

 

4.

Ἀνάλυση στὸ Α΄ Κορ. 9,2-12

Καραβιδόπουλος Ἰωάννης (Καθηγητής Πανεπιστημίου)

Οἱ ἄνθρωποι συνήθως ἀγωνίζονται γιὰ νὰ ἐξασφαλίσουν τὰ δικαιώματά τους μέσα στὴν κοινωνία, κάνουν τὸ πᾶν γιὰ νὰ ἀποκτήσουν στηρίγματα ποὺ θὰ τοὺς βοηθήσουν νὰ αἰσθανθοῦν ἀσφαλεῖς καὶ νὰ ἐπιβληθοῦν στοὺς ἄλλους. Ἀμυντικοὶ καὶ ἐπιθετικοὶ ψυχικοὶ μηχανισμοὶ τίθενται σὲ ἐνέργεια γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτό. Ἀπεναντίας, εἶναι σπάνιες οἱ περιπτώσεις ποὺ παραιτεῖται κανεὶς θεληματικὰ ἀπὸ δικαιώματα ποὺ ἔχει, ἀπὸ προνόμια καὶ ἐξουσίες ποὺ τοῦ ἀνήκουν. Μία ἀπὸ τὶς σπάνιες αὐτὲς καὶ χαρακτηριστικὲς περιπτώσεις εἶναι ὁ Ἀπ. Παῦλος, ὁ ὁποῖος γράφει στὴν Α΄ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολὴ του τὰ ἑξῆς:

 

«Ἀδελφοί, πάρτε παράδειγμα ἐμένα. Δὲν εἶμαι ἀπόστολος; δὲν εἶμαι ἐλεύθερος; δὲν εἶδα ἀναστημένο τὸν Ἰησοῦ, τὸν Κύριό μας; δὲν εἶστε ἐσεῖς ὁ καρπὸς τοῦ κόπου μου στὴν ὑπηρεσία τοῦ Κυρίου; Κι ἂν ἀκόμα ἄλλοι ἀρνοῦνται νὰ μὲ ἀναγνωρίσουν ὡς ἀπόστολο, γιὰ σᾶς ὁπωσδήποτε εἶμαι· γιατί ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξη τῆς ἐκκλησίας σας εἶναι ἡ ἀπόδειξη πὼς εἶμαι ἀπόστολος.

 

Νὰ πῶς ἀπολογοῦμαι σ’ αὐτοὺς ποὺ ἀμφισβητοῦν καὶ συζητοῦν τὴν αὐθεντία μου ὡς ἀποστόλου: Δὲν ἔχω τάχα δικαίωμα νὰ συντηροῦμαι μὲ δαπάνη τῆς ἐκκλησίας ποὺ ὑπηρετῶ; Μήπως δὲν ἔχω δικαίωμα νὰ ἔχω μαζὶ στὰ ταξίδια μου ἀδερφὴ χριστιανὴ ὡς σύζυγο, (ἢ ὡς οἰκονόμο), ὅπως κάνουν καὶ οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι καὶ τὰ ἀδέρφια τοῦ Κυρίου καὶ ὁ Κηφᾶς; Ἤ μήπως εἴμαστε οἱ μόνοι, ἐγὼ κι ὁ Βαρνάβας, ποὺ δὲν ἔχουμε δικαίωμα συντηρήσεως, ἀλλὰ πρέπει νὰ ζοῦμε μὲ τὴν ἐργασία μας; Ποιὸς πάει ποτὲ στρατιώτης στὸν πόλεμο μὲ δικά του ἔξοδα; ποιὸς φυτεύει ἀμπέλι καὶ δὲν τρώει ἀπὸ τὸν καρπό του; ἢ ποιὸς βόσκει πρόβατα καὶ δὲν τρώει ἀπὸ τὸ γάλα τοῦ κοπαδιοῦ; Μήπως αὐτὰ ποῦ λέω εἶναι σύμφωνα μόνο μὲ τὴν ἀνθρώπινη καθημερινὴ πείρα; Κι ὁ νόμος δὲν λέει τὰ ἴδια; Πράγματι, στὸν Μωσαϊκὸ νόμο εἶναι γραμμένο: Μὴ βάλεις φίμωτρο στὸ βόδι ποὺ ἁλωνίζει. Μήπως γιὰ τὰ βόδια νοιάζεται ὁ Θεός; Μήπως αὐτὰ ποὺ λέει ἀναφέρονται πραγματικὰ σ’ ἐμᾶς; Ἀσφαλῶς αὐτὰ γράφτηκαν γιά μᾶς. Αὐτὸς ποὺ ὀργώνει κι αὐτὸς ποὺ ἁλωνίζει πρέπει νὰ κάνουν τὴ δουλειά τους μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς συμμετοχῆς στὴ συγκομιδή. Ἐμεῖς σπείραμε ἀνάμεσά σας πνευματικὸ σπόρο· σᾶς φαίνεται πάρα πολὺ ἂν θερίσουμε ἀπὸ σᾶς τὰ ὑλικά, ποὺ εἶναι ἀναγκαῖα γιὰ τὴ συντήρησή μας; Ἂν ἄλλοι κάνουν χρήση αὐτοῦ τοὺ δικαιώματος ἀπέναντί σας, δὲν θὰ ταιρίαζε νὰ τὸ κάνουμε περισσότερο ἐμεῖς; Ἐμεῖς ὅμως δὲν κάναμε χρήση τοῦ δικαιώματος αὐτοῦ, ἀλλὰ ὑπομένουμε κάθε στέρηση, γιὰ νὰ μὴ δημιουργήσουμε κανένα ἐμπόδιο στὴ διάδοση τοῦ εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ» (Α΄ Κορ. 9,2-12).

 

Ἀνῆκε στὰ ἤθη τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἀπ. Παύλου νὰ τρέφονται οἱ ἐργάτες τοῦ Εὐαγγελίου ἀπὸ τοὺς πιστούς, ὥστε ἀπερίσπαστοι ἀπὸ τὶς βιοτικὲς φροντίδες νὰ ἐπιδίδονται στὸ ἱεραποστολικὸ καὶ κηρυκτικὸ ἔργο. Ἦταν ἕνα δικαίωμα ποὺ κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ τοὺς τὸ ἀμφισβητήσει. Ἦταν δίκαιο καὶ στηριγμένο στὸν Νόμο τοῦ Θεοῦ. Πράγματι, στὸν Μωσαϊκὸ νόμο εἶναι γραμμένο: «Μὴ βάλεις φίμωτρο στὸ βόδι ποὺ ἁλωνίζει. Μήπως γιὰ τὰ βόδια νοιάζεται ὁ Θεός; Μήπως αὐτὰ ποὺ λέει ἀναφέρονται πραγματικὰ σ’ ἐμᾶς; Ἀσφαλῶς αὐτὰ γράφτηκαν γιά μᾶς».

 

Ὁ Ἀπ. Παῦλος ὅμως παραιτεῖται θεληματικὰ ἀπὸ τὸ προνόμιο αὐτό. «Ἐμεῖς ὅμως δὲν κάναμε χρήση τοῦ δικαιώματος αὐτοῦ», γράφει πρὸς τὸ τέλος τῆς περικοπῆς. Καὶ ἡ σκέψη ἀκόμη, μήπως κανένας χριστιανὸς θεωρήσει τὸν Ἀπόστολο σὰν ἕνα ἐπαγγελματία ποὺ βρῆκε ἕναν εὔκολο τρόπο διατροφῆς σὲ βάρος ἄλλων, τὸν κάνει νὰ ἀρνηθεῖ κάθε ὑλικὴ προσφορά. Προτιμᾶ νὰ ἐργάζεται μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια, αὐτὸς καὶ οἱ συνεργάτες του, ὥστε νὰ μὴ δώσει ἀφορμὴ πονηρῶν λογισμῶν σὲ κανένα καὶ ἔτσι ἀποβεῖ αὐτὸ σὲ βάρος τῆς διαδόσεως τοῦ Εὐαγγελίου.

 

Συγκινητικὸ πράγματι παράδειγμα ἐσωτερικῆς ἐλευθερίας ποὺ γίνεται ἀκόμη πιὸ φωτεινὸ καὶ καθοδηγητικό, ὅταν σκεφθεῖ κανεὶς πόσο ὁ ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς μας προσπαθεῖ νὰ ἐπωφεληθεῖ ὑλικὰ ἀπὸ κάθε ἐνέργειά του, πόσο ἀποβλέπει συνεχῶς στὸ ὁποιοδήποτε κέρδος, στὴν ἀπόκτηση προνομίων καὶ δικαιωμάτων. Δείγματα ὅλα αὐτὰ ἀνελευθερίας καὶ ὑποταγῆς τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἀβεβαιότητα ποὺ δημιουργεῖ ἡ ὕπαρξη τοῦ κακοῦ μὲ κάθε μορφὴ μέσα στὸν κόσμο. Τὰ δῶρα καὶ τὰ ἀγαθά, ποὺ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πλούσια προσφέρει στὸν ἄνθρωπο, τὸν παγιδεύουν καὶ τὸν ὑποδουλώνουν, τὸν κάνουν αἰχμάλωτο, ἐνῶ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι κύριος αὐτῶν καὶ νὰ μπορεῖ σὲ ὁποιαδήποτε στιγμὴ νὰ παραιτηθεῖ ἀπὸ αὐτά.

 

Ἡ ἐλευθερία ἀπὸ ὅλα τὰ ὑλικὰ ἀποκτήματα, δικαιώματα ἢ προνόμια, εἶναι χαρακτηριστικό τοῦ λυτρωμένου ἀνθρώπου, αὐτοῦ ποὺ δέχτηκε τὴ δωρεὰ τοῦ σταυροῦ καὶ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, αὐτοῦ ποὺ συνδέει τὴ βεβαιότητα καὶ ἀσφάλειά του μέσα στὸν κόσμο ὄχι μὲ μία καλὴ κοινωνικὴ θέση ποὺ κατέχει ἢ μὲ μία ἐξουσία ποὺ ἀσκεῖ ἐπάνω στοὺς ἄλλους ἢ μὲ ὀ,τιδήποτε ἄλλο τὸν κατοχυρώνει φαινομενικά, ἀλλὰ μὲ τὸν Θεὸ καὶ μὲ τὴν ἐλπίδα γιὰ τὸ μέλλον.

 

Ἕνα μήνυμα ἐλευθερίας ἀπὸ ἐγκόσμιες ἀπαιτήσεις καὶ ἀποκτήματα κοσμικὰ ἀπηύθυνε ὁ Παῦλος στοὺς Κορινθίους σὲ μία συγκεκριμένη στιγμὴ τῆς ζωῆς τους, τὸ ἴδιο ἀπευθύνει καὶ στὸν σημερινὸ ἄνθρωπο: Ἐλεύθερος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ μπορεῖ ὁποιαδήποτε στιγμὴ νὰ παραιτηθεῖ ἀπὸ κάτι ποὺ κατέχει, γιὰ ἕνα σκοπὸ ἀνώτερο, χωρὶς νὰ ταράζεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ χάνει. Ἀλλιῶς εἶναι δοῦλος τῆς φθορᾶς, αἰχμάλωτός τῆς φοβίας καὶ ἀνασφάλειας ποὺ χαρακτηρίζουν τὸν χωρὶς Χριστὸ ἀλύτρωτο ἄνθρωπο.

5.

Η ΕΜΗ ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΙΣ ΕΜΕ ΑΝΑΚΡΙΝΟΥΣΙΝ

π.Θεμιστοκλής Μουρτζανός

 

Οι άνθρωποι στις καθημερινές μας σχέσεις διαμορφώνουμε άποψη ο ένας για τον άλλο, για τους χαρακτήρες μας, για το τι ζητούμε και τι περιμένουμε αναμεταξύ μας. Οι απαιτήσεις οδηγούν στα παράπονα. Και τα παράπονα γεννούν την ανάγκη για εξηγήσεις. Για απολογία. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι όταν έχουμε παράπονα από τους άλλους αυτό πηγάζει είτε από το γεγονός ότι δεν ανταποκρίνονται στην αγάπη μας με τον τρόπο που εμείς θέλουμε είτε από το ότι ο χαρακτήρας μας είναι ιδιότροπος είτε από τις απόψεις μας που δεν συνοδοιπορούν με τις δικές τους είτε επειδή όντως εκείνοι είναι προβληματικοί στην συμπεριφορά και στον χαρακτήρα. Η απολογία αντιμετωπίζεται καλοπροαίρετα ή με προκατάληψη. Βοηθά στην απόδοση δικαιοσύνης ή επικυρώνει την ήδη διαμορφωμένη άποψη ή λειτουργεί στην λογική του “ου με πείσεις καν με πείσεις”. Πάντως είναι απαραίτητη. Κανέναν δεν μπορείς να καταδικάσεις ή να δικαιώσεις αν δεν ακούσεις την άποψή του.

Κρίσεις στις σχέσεις των χριστιανών υπήρχαν από την πρώτη Εκκλησία. Ακόμη και οι απόστολοι, οι ιδρυτές των κατά τόπους Εκκλησιών, αντιμετώπιζαν την αμφισβήτηση από ομάδες χριστιανών ή συγκεκριμένα πρόσωπα. Οι απόστολοι ένιωθαν την ανάγκη να απολογηθούν. Δεν περιφρονούσαν κανέναν. Έδιναν τις απαντήσεις που χρειάζονταν. Δεν έμεναν όμως σε μία συνεχή απολογητική διάθεση. Δεν είχαν σκοπό να πείσουν εκβιαστικά με την επιχειρηματολογία τους. Η απολογία τους ήταν καρπός αγάπης. Δεν ήθελαν οι χριστιανοί να σκανδαλίζονται χωρίς να ακούνε και την δική τους γραμμή. Μπορεί οι απόστολοι να ήταν οι αυθεντίες της κάθε κοινότητας. Δεν είχαν όμως το πνεύμα της απολυταρχίας, ότι δεν έδιναν λόγο σε κανέναν. Με αγάπη, με φώτιση, με διάκριση πάλευαν η αλήθεια να ακουστεί. Παρέμεναν όμως ανυποχώρητοι σ᾽ αυτήν. Και προσπαθούσαν  να μην χρησιμοποιούν την εξουσία που η ιεραρχία της κάθε εκκλησιαστικής κοινότητας με σεβασμό τους αναγνώριζε, αλλά να πορεύονται με τον κόπο της αγάπης.

“Η εμή απολογία τοις εμέ ανακρίνουσιν αύτη εστί” (Α᾽  Κορ. 9, 3), λέει ο απόστολος Παύλος στους Κορινθίους, όταν πληροφορείται ότι οι εκεί πιστοί αμφισβητούν το δικαίωμά του να συντηρείται από την κοινότητα και μάλιστα να έχει άνεση. “Να πώς απολογούμαι σ᾽ αυτούς που με αμφισβητούν”.  Ο Παύλος μιλά με επιχειρηματολογία. Ξεκάθαρα. Δεν αφήνει αναπάντητη καμία αιχμή. Δείχνει όμως ότι έχει αποφασίσει να μην αξιοποιήσει τα προνόμια που του δίδονται, να υποστεί στερήσεις, για να μην δημιουργήσει κανένα εμπόδιο στην διάδοση του ευαγγελίου του Χριστού. Δεν θέλει τα δικά του δικαιώματα να γίνουν αφορμή σκανδαλισμού. Δεν αφήνει όμως και περιθώριο αμφισβήτησής τους. Είναι απόστολος. Είναι ηγέτης. Είναι αυθεντία. Όμως δεν στηρίζεται στην εξουσία και σε ό,τι απορρέει από αυτήν, αλλά στην αγάπη, η οποία ξέρει να μην ζητά τα εαυτής.

Δύο προβληματισμοί αναφύονται από την απολογία του Παύλου. Ο πρώτος έχει να κάνει με το γιατί οι άνθρωποι που ανήκουμε σε μία κοινότητα ή έχουμε σχέση, είτε προσωπική, είτε οικογενειακή, είτε επαγγελματική είτε κοινωνική, αμφισβητούμε αυτούς που εκφράζονται και ζούνε μία αυθεντική αγάπη προς εμάς;  Δεν μιλούμε για όσους εξουσιάζουν την ζωή μας, διότι αυτοί είτε έχουν εκλεγεί προς αυτό και ανά πάσα στιγμή μπορεί να καθαιρεθούν, άρα δεν είναι μόνιμη η εξουσία τους, όπως επίσης και δεν είναι απαραίτητο να τους έχουμε επιλέξει εμείς ή να το κάναμε από αγάπη. Μιλούμε για εκείνους που είτε η Εκκλησία είτε εμείς οι ίδιοι διαλέξαμε για αρχηγούς μας γιατί τους εμπιστευθήκαμε. Η αμφισβήτηση πηγάζει από τον φθόνο. Πηγάζει από το αταπείνωτο φρόνημα. Από το αίσθημα ότι δεν μπορεί να γνωρίζουν περισσότερα από εμάς. Πηγάζει από ένα θέλημα ισχυρό, το οποίο ταλαιπωρεί την ύπαρξή μας και δεν μας αφήνει να αναγνωρίσουμε ελεύθερα την αξία και τον ρόλο του άλλου. Ένας εγωκεντρισμός και ένας πειρασμός να κρίνουμε, να κατακρίνουμε, να ανακαλύψουμε, να μεγεθύνουμε στοιχεία της ζωής και της αποστολής του άλλου, προκειμένου να δοξάσουμε τον εαυτό μας. Διότι αυτός είναι ο τελικός σκοπός. Να αυτοδοξαστούμε είτε θεωρώντας πως εμείς αξίζουμε περισσότερο είτε να δοξάσουμε αυτόν ή αυτούς που κατά την γνώμη μας θα ήταν καλύτεροι και επομένως κοντά στους δικούς μας, να δοξαστούμε κι εμείς. Έτσι όμως γεννιούνται τα σχίσματα και οι διχασμοί.

Αυτό δεν συνεπάγεται την απόρριψη οιασδήποτε κριτικής, όταν αυτή γίνεται καλοπροαίρετα και με αγάπη. Ουδείς αλάνθαστος. Ουδείς αναμάρτητος. Είναι άλλο όμως να επιζητούμε την αλήθεια και άλλο την αυτοδικαίωση. Άλλο να θέλουμε η κοινότητα ή η σχέση να προχωρήσει καλύτερα, με την δική μας πρώτα αυτοκριτική και με την υπόδειξη εν αγάπη των δυσκολιών της ζωής και της συμπεριφοράς των άλλων και άλλο να θέλουμε να τους μειώσουμε ή να τους απορρίψουμε, για να κερδίσουμε την εξουσία. Το πρώτο είναι ευλογημένο και συμβάλλει στην καλλιέργεια της ποιότητας και στην σχέση και στην ομάδα. Το δεύτερο οδηγεί σε ρήξη, ανταγωνισμό, κακία, παιχνίδια εξουσίας που αφήνουν πικρή γεύση πίσω τους, διότι αργότερα θα συμβεί το ίδιο και σε μας.

Ο δεύτερος προβληματισμός έχει να κάνει με το μέχρι πού παραιτείται κάποιος από τα δικαιώματά του χάριν των άλλων, χάριν της αγάπης. Πόσο απόλυτη μπορεί να είναι αυτή η αγάπη;

Ίσως δύο σπουδαία κριτήρια να είναι η παιδαγωγία και η διάκριση. Αν η παραίτηση οδηγεί τους ανθρώπους σε μίμηση και τους παραδειγματίζει, παιδαγωγώντας τους, τότε είναι ευλογία. Αν η παραίτηση όμως γεννά χάος, τότε δεν είναι η καλύτερη επιλογή. Γι’ αυτό χρειάζεται διάκριση. Το μόνο που δεν χρειάζεται είναι η απουσία απολογίας. Ο αυταρχισμός. Το να μην διαλεγόμαστε. Το να μην εξηγούμε. Η περιφρόνηση του λογισμού του άλλου δεν είναι επίδειξη ορθότητας, αλλά απουσία έγνοιας γι’ αυτόν. Ο απόστολος Παύλος νοιάζεται και για τον τελευταίο άνθρωπο και εξηγεί και στον τελευταίο τι είναι αληθινό και τι όχι. Γι’ αυτό και είναι πατέρας και μάλιστα διακριτικός και αγαπητικός.

Ο Παύλος μας δείχνει και κάτι τελευταίο. Ότι ο ηγέτης δεν πρέπει να αγκιστρώνεται ούτε στην εξουσία και τα προνόμιά της ούτε καν στο δικαίωμα να είναι πρώτος. Ο ηγέτης στερείται για να δώσει το παράδειγμα. Εργάζεται όπως οι άλλοι. Και ακόμη κι αν κάνει χρήση κάποιων δικαιωμάτων, δεν το απαιτεί. Δείχνει την τάξη. Δείχνει την αλήθεια. Αφήνει όμως να καταλάβουν όλοι ποιο είναι το σημαντικό. Στην περίπτωση του αποστόλου είναι το Ευαγγέλιο και όχι το δικό του εγώ. Στην δική μας ζωή το σημαντικότερο είναι να φυλαχθεί η αγάπη. Όχι εις βάρος της αλήθειας, γι’ αυτό και χρειάζεται να εξηγούμε. Όχι με έπαρση, απαίτηση, εξουσιαστικότητα, αλλά με την ταπεινοσύνη που αναπαύει τελικά και πείθει τους πολλούς σε Ποιον Θεό πιστεύουμε.

Κέρκυρα, 12 Αυγούστου 2018

6.

Κυριακή ΙΑ΄Ματθαίου –«ΘΥΜΟΣ», «ΟΡΓΗ» ΚΑΙ «ΤΙΜΩΡΙΑ» ΤΟΥ ΘΕΟΥ (Μητροπολίτου Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως Ιερεμία)

IEΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ

 

  1. Παρακαλῶ, ἀδελφοί μου χριστιανοί, νά προσέξετε τά ὅσα θά σᾶς πῶ σήμερα, σάν ἕνα ταπεινό κήρυγμα στήν σημερινή εὐαγγελική περικοπή.

Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός μᾶς μίλησε παραβολικά καί μᾶς εἶπε ὅτι πρέπει νά συγχωροῦμε τά ἁμαρτήματα τῶν ἄλλων, γιά νά συγχωρέσει ὁ Θεός καί τά δικά μας ἁμαρτήματα. Καί τά πταίσματα τῶν ἄλλων ἀπέναντί μας, ἀγαπητοί, εἶναι λίγα, ἐνῶ τά ἁμαρτήματα τά δικά μας ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ εἶναι πολλά καί μεγάλα. Eἶπε λοιπόν ὁ Κύριός μας στό σημερινό Εὐαγγέλιο γιά ἕναν βασιλιά, ὁ ὁποῖος θέλησε νά λογαριαστεῖ μέ τούς δούλους του στά χρέη τους. Ἔτσι τοῦ ἔφεραν ἕναν χρεώστη, ὁ ὁποῖος ὄφειλε δέκα χιλιάδες τάλαντα. Πολύ μεγάλο ποσό, γιά τήν ἐποχή μάλιστα ἐκείνη! Δέν εἶχε ὅμως τήν δύναμη ὁ χρεώστης νά τό πληρώσει, γι᾽ αὐτό καί ὁ βασιλιάς διέταξε νά πωληθεῖ αὐτός καί ἡ γυναίκα του καί τά παιδιά του καί ὅλα ὅσα εἶχε, γιά νά πληρωθεῖ τό χρέος.

 

Ἔπεσε ὅμως στά γόνατα ὁ χρεώστης δοῦλος καί προσ­κυνοῦσε τόν βασιλιά καί τόν παρακαλοῦσε νά τοῦ δώσει παράταση καί αὐτός μέ τόν καιρό θά ἐξοφλήσει τό χρέος του. Ὁ βασιλιάς τότε φάνηκε πολύ σπλαγχνικός καί ἔδειξε συμπάθεια στόν χρεώστη δοῦλο καί τοῦ χάρισε ἐντελῶς τό μεγάλο χρέος. Ἀκοῦστε ὅμως τήν συνέχεια, ἀδελφοί μου. Ὁ δοῦλος αὐτός συνάντησε ἕναν ἄλλο δοῦλο, πού τοῦ ὄφειλε ἑκατό δηνάρια, δηλαδή, ἕνα πολύ – πολύ μικρό ποσό σχετικά μέ τό δικό του πρῶτο χρέος στόν βασιλιᾶ. Τόν σταμάτησε λοιπόν καί τοῦ ζητοῦσε μέ σκληρότητα νά τοῦ δώσει ὅ,τι τοῦ ὀφείλει. Ὁ δεύτερος χρεώστης δοῦλος ἔπεσε στά γόνατα τοῦ συνδούλου του καί τόν παρακαλοῦσε νά δείξει ὑπομονή καί θά τόν ξεχρεώσει. Ἀλλά ὁ πρῶτος δοῦλος, ἄν καί προηγουμένως εἶχε λάβει τήν μεγάλη χάρη ἀπό τόν βασιλιά, ὅμως αὐτός δέν φάνηκε καθόλου σπλαγχνικός στόν δικό του χρεώστη. Τόν πῆγε στόν δικαστή, τόν ἔριξε στήν φυλακή, μέχρις ὅτου ἐξαντλήσει τό χρέος του. Τήν σκληρή ὅμως αὐτή συμπεριφορά τοῦ ἀγνώμονα δούλου τήν ἀνέφεραν οἱ σύνδουλοι στόν βασιλιά. Καί ὁ βασιλιάς «θύμωσε» (στίχ. 34), τόν κάλεσε καί τοῦ μίλησε ἐλεγκτικά καί αὐστηρά καί τόν τιμώρησε γιά τήν ἀσπλαγχνία του. Τόν ἔριξε στήν φυλακή μέ τήν ἐντολή μάλιστα νά τόν βασανίζουν σάν φυλακισμένο, μέχρις ὅτου ἐξοφλήσει τό χρέος του.

Καταλαβαίνετε, ἀδελφοί χριστιανοί, ποιός εἶναι ὁ βασιλιάς τῆς παραβολῆς. Εἶναι ὁ Θεός μας, ὁ Ὁποῖος, γιά τήν πολλή Του ἀγάπη σέ μᾶς συγχωρεῖ τά ἁμαρτήματά μας, ὅποια καί ὅσα κι᾽ ἄν εἶναι αὐτά, ἄν βέβαια μετανοοῦμε. Αὐτό ὅμως δημιουργεῖ καί σέ μᾶς τήν ὑποχρέωση νά συγχωροῦμε τά ἁμαρτήματα τῶν ἀδελφῶν μας. Αὐτό εἶναι τό κύριο μήνυμα καί δίδαγμα τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς. Ἐξ ἄλλου αὐτό, τό νά συγχωροῦμε δηλαδή τά ἁμαρτήματα τῶν ἄλλων, τό λέμε στήν Κυριακή προσευχή μας, σάν προϋπόθεση γιά νά συγχωρηθοῦν καί τά δικά μας ἁμαρτήματα ἀπό τόν Θεό Πατέρα. «Καί ἄφες ἡμῖν – λἐγουμε – τά ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καί ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν».

  1. Ἀλλά κάτι ἄλλο, ἀδελφοί, θέλω νά πῶ ἀπό τήν παραβολή τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς. Θέλω νά τονίσω κάποια μυστική ἀλήθεια ἀπό τό ἱερό κείμενο. Τήν πρώτη φορά, πού ὁ χρεώστης δοῦλος τῶν μυρίων ταλάντων ζήτησε ἀπό τόν βασιλιά μέ πολλή ταπείνωση νά τόν εὐσπλαγχνιστεῖ, ὁ βασιλιάς – δηλαδή ὁ Θεός μας – φάνηκε πολύ-πολύ εὐσπλαγχνικός καί τοῦ συγχώρησε τό χρέος. Τήν δεύτερη ὅμως φορά πού ὁ ἴδιος δοῦλος ἔδειξε ἀσπλαγχνία στόν σύνδουλό του, ἔκανε τόν βασιλιά – δηλαδή τόν Θεό μας – νά «θυμώσει», λέγει τό κείμενο, καί νά τοῦ φανεῖ πολύ αὐστηρός καί νά τόν τιμωρήσει σκληρά. Καί νά τί θέλω τώρα νά πῶ: Ὁ Θεός τήν πρώτη φορά μᾶς παρουσιάζεται μέ πολλή ἀγάπη καί εὐσπλαγχνία, ἀλλά τήν δεύτερη φορά μᾶς παρουσιάζεται μέ θυμό καί μέ ὀργή πρός τόν ἄσπλαγχνο δοῦλο του καί τόν τιμωρεῖ σκληρά μέ φυλακή – δηλαδή μέ κόλαση.

Τί λοιπόν; Τρέπεται καί μεταστρέφεται ὁ Θεός καί ἀπό ἀγάπη τήν μιά φορά, θυμώνει τήν ἄλλη φορά καί ὀργίζεται καί τιμωρεῖ; Ὄχι, ἀγαπητοί μου! Ὁ Θεός εἶναι ἄτρεπτος, ὁ Θεός εἶναι πάντοτε ἀγάπη. Ἀλλά ἡ ἀγαπητική Του Χάρη, πού εἶναι θεϊκή καί ἄκτιστη, γίνεται δεκτή ἀπό μᾶς ἀνάλογα μέ τήν δική μας ψυχική καθαρότητα. Ὅταν ἡ καρδιά μας ἔχει μίσος καί σκληρότητα πρός τόν ἄλλον, τότε δέν μπορεῖ νά ἔρθει καί νά κατοικήσει σ᾽ αὐτήν τήν φθονερή καρδιά ἡ θεϊκή ἀγάπη. Αὐτό ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι τό λέμε ὅτι ὁ Θεός μᾶς ἀποστρέφεται, ὅτι θυμώνει καί ὀργίζεται ἐναντίον μας. Ἔ, λοιπόν, ἡ Ἁγία Γραφή, γιά νά ἐκφράσει θεολογικές ἀλήθειες, μεταχειρίζεται τήν γλώσσα τῶν ἀνθρώπων. «Ἀνθρωπομορφισμός» λέγεται αὐτό. Ἔτσι στήν Ἁγία Γραφή, ἀλλά καί στά ἱερά τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας μας συναντᾶμε ἐκφράσεις πού μιλᾶνε γιά θυμό καί γιά ὀργή τοῦ Θεοῦ. Ὁ ψαλμωδός λέγει: «Κύριε, μή τῷ θυμῷ σου ἐλέγξῃς με, μηδέ τῇ ὀργῇ σου παιδεύσῃς με». Στήν Παράκληση τῆς Παναγίας Προυσιωτίσσης ὁ ὑμνωδός λέει στήν Παναγία: «Τήν ὀργήν τοῦ Υἱοῦ Σου καί τήν ἀγανάκτησιν, Παρθένε, πρόφθασον». Ἤ ἀκοῦμε στήν Θεία Λειτουργία τόν ἱερέα νά λέγει νά μᾶς σώσει ὁ Θεός «ἀπό πᾶσαν θλίψιν καί ὀργήν». Ὅταν λοιπόν, χριστιανοί, στά ἱερά μας κείμενα διαβάζετε ἤ ἀκοῦτε γιά θυμό καί ὀργή τοῦ Θεοῦ, θά τό ἐννοεῖτε αὐτό ὅτι ὁ Θεός μᾶς παίρνει τήν Χάρη Του. Καί δέν ὑπάρχει μεγαλύτερο καί χειρότερο κακό ἀπό αὐτό, τό νά μᾶς πάρει ὁ Θεός τήν Χάρη Του. Ἀλλά θέλω κάποια ἐξήγηση νά δώσω σ᾽ αὐτό πού εἶπα: Δέν μᾶς παίρνει ὁ Θεός τήν Χάρη Του, γιατί ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ εἶναι σάν τόν ἥλιο, πού ἀνατέλλει γιά ὅλους. Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, μέ τά πονηρά μας ἔργα πού κάνουμε, ἐμεῖς οἱ ἴδιοι καταστήσαμε τόν ἑαυτό μας ἀνάξιο γιά τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Γιατί, κατά τήν πατερική διδασκαλία, δέν μπορεῖ τό θεϊκό νά συγκατοικήσει μέ τό ἁμαρτωλό! Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι κάναμε τόν ἑαυτό μας ἀνάξιο νά δεχτεῖ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, σάν κάποιον πού κλείνει τά παράθυρα τοῦ σπιτιοῦ του καί δέν μπαίνει σ᾽ αὐτό τό φῶς τοῦ ἡλίου.

  1. Στήν Ἁγία Γραφή, ἀδελφοί χριστιανοί, ἀλλά καί στήν ἀνθρώπινη ζωή μας, ἐφαρμόζεται αὐτό τό δόγμα, αὐτή ἡ ἀλήθεια: ΑΜΑΡΤΙΑ – ΤΙΜΩΡΙΑ. ΜΕΤΑΝΟΙΑ – ΣΩΤΗΡΙΑ. Μάθετε ἀπ᾽ ἔξω τήν ἔκφραση αὐτή τῶν τεσσάρων λέξεων, γιατί εἶναι ἡ βάση τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης. Πάνω σ᾽ αὐτό τό σχῆμα πλέκονται τά βιβλικά γεγονότα. Ἡ ἁμαρτία φέρει τήν τιμωρία. Ὄχι ὅτι ὁ Θεός τιμωρεῖ, ἀλλά ἀφοῦ ἐμεῖς μέ τά πονηρά μας ἔργα κάναμε πέρα τόν Θεό, τό ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς ἀποστασίας μας εἶναι τό νά μᾶς ἔρθει μόνη της ἡ τιμωρία. Δέν μᾶς τιμωρεῖ ὁ Θεός, ἀλλά τά ἔργα πού κάνουμε, αὐτά τά ἁμαρτωλά μας ἔργα μᾶς τιμωροῦν. Καλά τό εἶπε ἀπό παλαιά ὁ προφήτης Ἰερεμίας: «Θά σέ παιδεύσει ἡ ἀποστασία σου καί θά σέ ἐλέγξει ἡ ἁμαρτία σου» (Ἰερ. 2,19). Δηλαδή, ὅπως τό ἔλεγε ὁ μακαριστός π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος, ὁ καταγόμενος ἀπό ἐδῶ κοντά μας, ἀπό τήν Καλαμάτα, μέ τό ἑξῆς ἐντυπωσιακό παράδειγμα: Τά μικρά παιδά – ἔλεγε –ἔβρισκαν παλαιότερα στά χωράφια χειροβομβίδες καί τίς ἔπαιρναν στά χέρια τους καί τίς ἔπαιζαν, μή γνωρίζοντας ὅτι εἶναι ἐπικίνδυνες. Καί οἱ χειροβομβίδες ἐκρηγνύονταν καί σκότωναν τά παιδιά. Ἔτσι καί ἐμεῖς! Παίζουμε μέ τήν ἁμαρτία, χαιρόμαστε μ᾽ αὐτήν καί αὐτή ἡ ἁμαρτία τελικά εἶναι πού μᾶς καταστρέφει.

Ἀδελφοί μου, ἁμαρτήσαμε. Καί ἡ ἁμαρτία, εἴπαμε, φέρνει τήν τιμωρία. Ἀλλά ἡ μετάνοια φέρνει τήν σωτηρία. Μᾶς ἀπομένει λοιπόν ἡ μετάνοια, γιά νά σωθοῦμε ἀπό τά μεγάλα κακά, πού ἔρχονται ὡς ἀποτέλεσμα τῶν ἁμαρτιῶν μας. Μετάνοια, ἀδελφοί μου, μετάνοια! Νά τί σημαίνει μετάνοια: Νά πᾶμε νά ἐξομολογηθοῦμε τά ἁμαρτήματά μας· κάθε Κυριακή νά πηγαίνουμε στήν Ἐκκλησία, γιά νά λειτουργούμαστε καί νά παίρνουμε τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ· νά προσευχόμαστε καί ἰδιαίτερα νά προσευχόμαστε στήν Παναγία, γιατί ἔχει ἔχει ἕνα μυστικό γλυκασμό καί μιά ἰσχυρή δύναμη ἡ προσευχή στήν Παναγία· ὅλα τά σπίτια νά ἔχουν τό ἅγιο Εὐαγγέλιο καί νά διαβάζουμε ἀπ᾽ αὐτό ἕνα κομμάτι καθημερινά· καί ἀκόμη νά διαβάζουμε τούς βίους τῶν ἁγίων μας, γιά νά βλέπουμε πῶς ἔζησαν αὐτοί καί νά τούς μιμούμαστε ὅσο μᾶς εἶναι δυνατόν. Μετάνοια, χριστιανοί μου, μετάνοια! Αὐτό εἶναι πού θά σώσει τίς οἰκογένειές μας καί τήν μεγάλη μας οἰκογένεια, τήν ἀγαπημένη μας πατρίδα τήν Ἑλλάδα, ἀπό τίς καταστροφές πού μᾶς φέρει ἡ ἁμαρτία ὅλων μας, ἀρχόντων καί ἀρχομένων. Ναί, ἡ ἁμαρτία καί ἡ γενική ἀποστασία μας ἀπό τόν Θεό, αὐτή εἶναι ἡ αἰτία ὅλων τῶν κακῶν. Αὐτό εἶναι τό κήρυγμα τῶν Προφητῶν καί τῶν Ἀποστόλων. Καί δέν φορέσαμε ἐμεῖς τά μαῦρα καί δέν γενήκαμε ἱερεῖς γιά νά κηρύξουμε ἄλλο Εὐαγγέλιο καί ἄλλη θεολογία ἀπό αὐτή πού διδάσκει ἡ Ἁγία Γραφή. Καλύτερα νά πᾶμε νά πνιγοῦμε παρά νά ἀλλάξουμε, ἔστω καί στό παραμικρό, τήν θεολογία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων μας. – Μακάρι, χριστιανοί μου, μέ τήν βοήθεια τῆς Παναγίας μας, μακάρινά στραφεῖ ἡ καρδιά μας μέ θερμό πόθο καί μέ δυνατή ἀγάπη στόν Θεό μας καί νά νοιαζόμαστε καί νά ἀγωνιζόμαστε γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς μας καί γιά τήν ἀπόλαυση τῆς Βασιλεία τῶν οὐρανῶν,  τοῦ γλυκυτάτου Παραδείσου, ΑΜΗΝ.

Καλή Παναγιά!

Μέ πολλές εὐχές,

† Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας

 7.

Περὶ σκληροκαρδίας

Ἄγιος Λουκᾶς ὁ ἰατρός (Ἀρχιεπισκόπος Κριμαίας)

 

Ποιὸς ἄνθρωπος δὲν θὰ θυμώσει καὶ δὲν θὰ διαμαρτυρηθεῖ ἀκούγοντας τὴν παραβολὴ τοῦ κάκου δούλου στὸν ὁποῖο ὁ κύριός του συγχώρεσε ἕνα μεγάλο χρέος ἐνῶ αὐτὸς δὲν ἤθελε νὰ συγχωρέσει στὸν πλησίον του ἕνα μικρό;

 

Ταράζεται ἡ καρδιά μας ὅταν βλέπουμε τὶς χειρότερες ἐκδηλώσεις τῶν παθῶν καὶ τῆς ἁμαρτωλότητας τῶν ἀνθρώπων. Σωστὰ εἶπε ὁ προφήτης Δαβὶδ «καὶ ἐῤῥύσατο τὴν ψυχήν μου ἐκ μέσου σκύμνων. ἐκοιμήθην τεταραγμένος· υἱοὶ ἀνθρώπων, οἱ ὀδόντες αὐτῶν ὅπλα καὶ βέλη, καὶ ἡ γλῶσσα αὐτῶν μάχαιρα ὀξεῖα.» (Ψαλ. 56, 5). Καὶ δὲν τὸ λέει γιὰ τοὺς φονιάδες καὶ τοὺς κακούργους ἀλλὰ γιὰ μᾶς τοὺς ἁπλοὺς ἀνθρώπους. Ἐμᾶς μᾶς ἀποκαλεῖ λιοντάρια καὶ λέει ὅτι τὰ δόντια μας εἶναι ὅπλα καὶ βέλη καὶ ἡ γλώσσα ἀκονισμένο σπαθί. Καὶ τὸ σπαθὶ εἶναι ὄργανο τοῦ φόνου.

 

Ἂν ἡ γλώσσα μας εἶναι σὰν τὸ αἰχμηρὸ σπαθὶ τότε μποροῦμε νὰ τὴν χρησιμοποιήσουμε γιὰ νὰ φονεύουμε τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ ὄντως πολλὲς φορὲς τὸ κάνουμε καὶ δὲν θεωροῦμε τοὺς ἑαυτοὺς μας δολοφόνους. Πληγώνουμε τὴν καρδιὰ τοῦ πλησίον μὲ συκοφαντία καὶ ψέμμα, προσβάλλουμε τὴ δική του ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπεια, ταράζουμε τὴν καρδιά του μὲ κακολογία, – αὐτὸ δὲν εἶναι πνευματικὸς φόνος;

 

Ἄκουμε πὼς κάποιος ἀπὸ τοὺς γνωστοὺς ἀνθρώπους μοιχεύει καὶ θυμώνουμε μ’ αὐτόν. Δὲν εἶναι δύσκολο νὰ θυμώνεις μὲ τοὺς ἄλλους. Δύσκολο εἶναι νὰ θυμώνεις μὲ τὸν ἑαυτό σου. Ἔχουμε δικαίωμα νὰ θυμώνουμε μὲ τοὺς ἄλλους ἐνῶ οἱ ἴδιοι δὲν ἔχουμε τὴν καθαρότητα ποὺ ζητᾶ ἀπὸ μᾶς ὁ Χριστός; Πόσοι ἀπὸ μᾶς δὲν ἔχουν κοιτάξει ποτὲ γυναίκα ἢ ἄνδρα μὲ πόθο; Λίγοι, πολὺ λίγοι.

Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς κάθε ἀκάθαρτο βλέμμα ποὺ ρίχνουμε στὴ γυναίκα τὸ ὀνομάζει μοιχεία. Καὶ ἂν ἀκόμα δὲν τὴν κάναμε μὲ τὸ σῶμα, στὴν καρδιά μας τὴν εἴχαμε κάνει.

 

Ἕνας μεγάλος ἱεράρχης, ὁ ἅγιος Τύχων τοῦ Ζαντόνσκ, λέει τὸ ἑξῆς: «Τὶς ἁμαρτίες ποὺ βλέπουμε στοὺς ἄλλους τὶς ἔχουμε καὶ ἐμεῖς». Αὐτὸ εἶναι πολὺ σωστό.

 

Ὅλες οἱ ἁμαρτίες ποὺ βλέπουμε στοὺς ἄλλους ὑπάρχουν καὶ μέσα μας, ἴσως σὲ βαθμὸ πιὸ μικρό, ἀλλὰ ἔχουμε τὸ ἴδιο ἀκάθαρτη καρδιὰ ποὺ ἡ ἀκαθαρσία της φανερώνεται μὲ τὶς προσβολὲς τοῦ πλησίον καὶ τὸ μίσος ἐναντίον του. Τέτοια ἀκαθαρσία ὑπάρχει στὴν καρδιὰ κάθε ἀνθρώπου. Γι’ αὐτό, τὸν λόγο τοῦ μεγάλου Ἱεράρχη πρέπει νὰ τὸν θυμόμαστε καὶ νὰ τὸν ἔχουμε πάντα στὴν καρδιά μας.

Ὅταν βλέπουμε τὴν ἁμαρτωλότητα τῶν ἄλλων πρέπει νὰ δοῦμε τὴν δική μας καρδιὰ καὶ νὰ ἀναρωτηθοῦμε «Ἐγὼ εἶμαι καθαρὸς ἀπὸ ἁμαρτία, δὲν ὑπάρχει μέσα μου τὸ ἴδιο πάθος ποὺ βλέπω στὸν ἀδελφό μου;»

 

Πάντα θυμόμαστε αὐτὰ ποὺ μᾶς προκαλοῦν μεγαλύτερη ἐντύπωση. Θυμόμαστε, γιὰ παράδειγμα τοὺς σεισμούς. Καὶ ὅσο πιὸ συμπονετικὴ εἶναι ἡ καρδιὰ μας τόσο περισσότερο χρόνο θυμόμαστε τὰ δυστυχήματα. Ἐνῶ οἱ σκληρόκαρδοι ἄνθρωποι τὰ ξεχνᾶνε πολὺ γρήγορα.

 

Δὲν δουλεύουν ἔτσι οἱ σεισμολόγοι. Πάντα ἔχουν στὸ νοῦ τους τοὺς σεισμοὺς καὶ κάθε μέρα κάνουν τὶς ἀνάλογες μετρήσεις. Ἀπ’ αὐτοὺς πρέπει νὰ παίρνουμε τὸ παράδειγμα. Ὅπως οἱ σεισμολόγοι πάντα μὲ προσοχὴ παρακολουθοῦν τὶς δονήσεις στὸ ἐσωτερικὸ ἢ τὴν ἐπιφάνεια τῆς γῆς, τὸ ἴδιο πρέπει ἐμεῖς νὰ παρακολουθοῦμε ἀκούραστα τὶς κινήσεις τῆς δικῆς μας καρδιᾶς καὶ νὰ διώχνουμε ἀπὸ μέσα της κάθε ἀκαθαρσία. Νὰ προσέχουμε τὶς σκέψεις μας, τὶς ἐπιθυμίες, τὰ κίνητρα καὶ τὶς πράξεις. Νὰ τὰ ἀναλύουμε μὲ προσοχὴ ἐξετάζοντας μήπως ὑπάρχει σ’ αὐτὰ κάτι ἁμαρτωλό.

 

Ἂν μιμηθοῦμε τοὺς σεισμολόγους καὶ παρακολουθοῦμε μὲ προσοχὴ τὶς κινήσεις τῆς δικῆς μας καρδιᾶς, τότε θὰ συνειδητοποιήσουμε τὴν δίκη μας ἁμαρτωλότητα καὶ τὴν ἀναξιότητα καὶ δὲν θὰ δίνουμε προσοχὴ σ’ αὐτὰ ποὺ κάνουν οἱ ἄλλοι καὶ δὲν θὰ τοὺς κατακρίνουμε γι’ αὐτὰ ποὺ κάνουν.

 

Προκαλεῖ ἀγανάκτηση ἡ συμπεριφορὰ τοῦ κακοῦ δούλου ποὺ ὁ εὔσπλαγχνος κύριος μόλις τοῦ ἄφησε μεγάλο χρέος δέκα χιλιάδων ταλάντων καὶ ἐκεῖνος μόλις εἶδε κάποιον ποὺ τοῦ ὀφεῖλε μόνο ἑκατὸ δηνάρια τὸν ἔπιασε καὶ ἄρχισε νὰ τὸν σφίγγει. Ὁ φτωχὸς τὸν παρακαλοῦσε καὶ τοῦ ἔλεγε ἴδια λόγια ποὺ μόλις πρὶν λίγο ὁ ἄσπλαγχνος δοῦλος ἔλεγε μπροστὰ στὸν κύριο «Μακροθύμησον ἐπ’ ἐμοὶ καὶ ἀποδώσω σοι» (Μτ. 18, 29). Ἀλλὰ ἐκεῖνος δὲν θέλει νὰ περιμένει καὶ βάζει στὴν φυλακὴ τὸν ὀφειλέτη του.

Τί πιὸ ἄδικο μπορεῖ νὰ ὑπάρχει;

 

Εἶναι ἔσχατος βαθμὸς σκληροκαρδίας καὶ ἀσπλαγχνίας, εἶναι πλήρης ἀπουσία τῆς εὐσπλαχνίας, τῆς θέλησης καὶ τῆς ἱκανότητας νὰ ἀφήνει κανεὶς στὸν πλησίον τὰ ὀφειλήματά του. Εἶναι ἡ λήθη ἐκείνης τῆς αἴτησης ποὺ κάθε μέρα ἀπευθύνουμε στὸν Θεό: «Καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν». Δὲν θέλουμε νὰ ἀφήνουμε στὸν πλησίον τὰ ὄφειληματά του, περιμένουμε ὅμως ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μᾶς ἀφήσει τὰ δικά μας.

 

Τὴν πιὸ σκοτεινὴ πλευρὰ τῆς ψυχῆς του ἔδειξε αὐτὸς ὁ ἄκαρδος ἄνθρωπος στὸν πλησίον του. Ποιὰ ἦταν ἡ αἰτία νὰ φερθεῖ τόσο σκληρὰ καὶ νὰ καταπατήσει τὸ δίκαιο; Πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα ἦταν ὁ ἐγωισμός του, ἡ φιλαυτία του. Λογαρίαζε μόνο τὸν ἑαυτό του καὶ δὲν σκεφτόταν τοὺς ἄλλους, μόνο γιὰ τὸν ἑαυτὸ του ἤθελε καλό. Ὅλες οἱ σκέψεις καὶ ἐπιδιώξεις του ἦταν στὸ νὰ ἀποκτήσει ὅσο γίνεται πιὸ πολλά.Ἦταν πολὺ μεγάλος ἐγωιστής. Δὲν τοῦ ἀρκοῦσε ὅτι πῆρε ἀπὸ τὸν κύριο δέκα χιλιάδες τάλαντα, δὲν μποροῦσε νὰ ξεχάσει καὶ ἐκεῖνα τὰ ἑκατὸ δηνάρια ποὺ τοῦ χρωστοῦσε ὁ φτωχός.

 

Ἂς δοῦμε ὅμως τὴ δική μας καρδιά. Δὲν ὑπάρχει μέσα μας σκληροκαρδία καὶ φιλαργυρία; Πόσοι ἀπὸ μᾶς περιφρονοῦν τὰ λεφτὰ καὶ δὲν ἐπιδιώκουν τὸν πλοῦτο; Λίγοι, πολὺ λίγοι. Φιλαργυρία εἶναι ἡ ἁμαρτία τῶν περισσότερων ἀνθρώπων. Ἀγανακτώντας γιὰ τὴν φιλαργυρία τοῦ κάλου δούλου, πρέπει μὲ ταπείνωση νὰ παραδεχτοῦμε ὅτι καὶ ἐμεῖς εὐθυνόμαστε γιὰ τὴν ἴδια ἁμαρτία. Στὸ παράδειγμα τοῦ κάκου αὐτοῦ δούλου βλέπουμε τὴν χειρότερη ἐκδήλωση τοῦ πάθους τοῦ ἐγωισμοῦ καὶ τῆς φιλαργυρίας. Ὅμως δὲν ἀγαπᾶμε καὶ ἐμεῖς τὸν ἑαυτό μας πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸν πλησίον μας; Τηροῦμε τὴν ἐντολὴ «Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτὸν» (Μτ. 19, 19);

 

Ἀγαπᾶμε τὸν ἑαυτό μας καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους λίγο νοιαζόμαστε. Αὐτὸ σημαίνει ἐγωισμός, εἶναι τὸ πάθος ποὺ σὲ τέτοια ἄσχημη μορφὴ ἐκδηλώθηκε στὴν περίπτωση τοῦ κάκου δούλου.Ἦταν ἄνθρωπος σκληρόκαρδος καὶ ἄσπλαχνος. Ἐμεῖς ὅμως μποροῦμε νὰ ποῦμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας ὅτι τηροῦμε τὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ1 «Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες, καθὼς καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστι;» (Λκ. 6, 36).

 

Ποιὸς ἀγαπάει τὸν πλησίον του σὰν τὸν ἑαυτό του; Ποιὸς τὸν φροντίζει ὅπως φροντίζει τὸν ἑαυτό του; Μόνο οἱ ἅγιοι. Ἐμεῖς δὲν εἴμαστε ἅγιοι γιατί ὅλοι ἔχουμε τὰ ἴδια πάθη ποὺ βλέπουμε στοὺς ἄλλους, ὅπως εἶπε ὁ ἅγιος Τύχων τοῦ Ζαντόνσκ.

 

Πολλὲς φορὲς δὲν δείχνουμε ἔλεος στοὺς ὀφειλέτες μας. Ἀλλὰ ὁ ἀπόστολος Ἰάκωβος λέει: «Ἡ γὰρ κρίσις ἀνέλεος τῷ μὴ ποιήσαντι ἔλεος» (Ἰακ. 2, 13). Νὰ τρομάζουμε ἀκούγοντας αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ ἀποστόλου γιατὶ θὰ ἔχουμε τὴν ἴδια μοίρα μὲ τὸν ἄσπλαχνο δοῦλο, τὸν ὁποῖο ὀργισμένος ὁ κύριος παρέδωσε στοὺς βασανιστές, ὥσπου νὰ ξεπληρώσει ὅλο τὸ χρέος.

 

Στὸ τέλος τῆς παραβολῆς ὁ Χριστὸς εἶπε: «Οὕτω καὶ ὁ πατήρ μου ὁ ἐπουράνιος ποιήσει ὑμῖν, ἐὰν μὴ ἀφῆτε ἕκαστος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ἀπὸ τῶν καρδιῶν ὑμῶν τὰ παραπτώματα αὐτῶν» (Μτ. 18, 35).

 

Μία ἄλλη φορὰ ὁ Χριστὸς εἶπε «Ἐὰν γὰρ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος· ἐὰν δὲ μὴ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν» (Μτ. 6, 14-15).

 

Ὁ Κύριός μας εἶπε νὰ προσευχόμαστε μὲ τὴν προσευχὴ ποὺ ἔδωσε στοὺς μαθητές του, ἡ ὁποία λέει «Καὶ ἅφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλεταις ἡμῶν». Αὐτὰ τὰ λόγια ἐπαναλαμβάνουμε κάθε μέρα.

 

Βλέπετε ὅτι ἢ ἀπαίτηση εἶναι μεγάλη. Δὲν μποροῦμε ὅταν βλέπουμε τὶς κακίες ποὺ κάνουν οἱ ἄλλοι, μόνο νὰ ἀγανακτοῦμε, – πρέπει νὰ θυμόμαστε τὸν λόγο: «πρόσεχε σεαυτόν».

 

Νὰ προσέχεις πάντα τὴν καρδιά σου, τὴν κάθε κίνησή της, ἀκόμα καὶ τὶς πιὸ ἀσήμαντες ἐκδηλώσεις τῶν παθῶν μέσα της. Ἂς θυμόμαστε πάντα τὸν λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου στὴν ἐπιστολὴ πρὸς Ἔφεσιους: «Γίνεσθε δὲ εἰς ἀλλήλους χρηστοί, εὔσπλαγχνοι, χαριζόμενοι ἑαυτοῖς καθὼς καὶ ὁ Θεὸς ἐν Χριστῷ ἐχαρίσατο ὑμῖν» (Ἐφ. 4, 32). Πρέπει νὰ συγχωροῦμε τοὺς ἄλλους ἔτσι ὅπως τὸ εἶπε ὁ Χριστὸς στὸ τέλος τῆς παραβολῆς, – μὲ ὅλη τὴν καρδιά.

 

Ἂς μάθουμε νὰ κάνουμε αὐτὸ ποὺ ζητάει ἀπὸ μᾶς ὁ Χριστὸς – νὰ εἴμαστε σπλαχνικοί, ὅπως εἶναι εὔσπλαχνος ὁ ἐπουράνιος Πατέρας μας καὶ μὲ ὅλη τὴν καρδιὰ νὰ συγχωροῦμε στὸν πλησίον τὰ παραπτώματά του. Τότε καὶ ἐμᾶς θὰ μᾶς συγχωρήσει ὁ ἐπουράνιος Πατέρας μας. Ἀμήν.