Σωφρόνιος Σαχάρωφ (Ἀρχιμανδρίτης)
Ἐρώτηση πρὸς τὸν π. Σωφρόνιο: Εἴπατε ὅτι ἀρχίσατε νὰ γράφετε, ἐπειδὴ πολλοὶ θέλησαν νὰ γνωρίσουν μὲ εὔκολο τρόπο τὴ σοφία τῆς ζωῆς. Μὰ ὅσο κι ἂν διαβάσουν, δὲν μποροῦν νὰ τὴ γνωρίσουν, διότι γιὰ νὰ τὴν μάθουν, εἶναι ἀπαραίτητο νὰ φοιτήσουν στὸ σχολεῖο τῆς ζωῆς ἀπὸ τὸ ὁποῖο Ἐσεῖς περάσατε.
π. Σωφρόνιος. Ἐν μέρει δὲν τὸ ἀρνοῦμαι αὐτό. Ἀλλὰ γιατί νὰ μὴν ἀποδεχθῶ ὅτι δὲν δημιούργησα ἐγὼ ὅλες αὐτὲς τὶς σκέψεις ποὺ φέρω, ἄλλα ὅτι τὶς δέχθηκα ἀπὸ ἄλλους, ἀπὸ τὴν Καινὴ Διαθήκη, ἀπό τοὺς δασκάλους μου; Καὶ οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἤδη ἔχουν ἐγκαταλείψει ἐντελῶς τὴ μελέτη τοῦ Εὐαγγελίου, ἂν ἀκούσουν αὐτὸ τὸν λόγο, ἴσως ποῦν: «Ναί, θὰ προσπαθήσω κι ἐγώ. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δοκίμασε, ἀποφάσισε καὶ νὰ τί τοῦ δόθηκε». Εἶναι αὐτὸ ποὺ ἔκανε καὶ ὁ Γέροντας Σιλουανός. Τὸ παράδειγμά του ἐνέπνευσε χιλιάδες ἀνθρώπους. Εἶναι πολὺ πιθανὸ ὅτι ἔθεσε τὴ βάση γιὰ μία νέα ἄνθηση τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Στὸν Γέροντα Σιλουανό, ἄνθρωπο ἁπλὸ καὶ φυσικό, δόθηκε νὰ γνωρίσει καὶ νὰ βιώσει ἐκείνη τὴ μορφὴ τῆς ἀγάπης — «ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν»—, μὲ τὴν ὁποία ὁ Κύριος ἀγάπησε τὸν ἄνθρωπο… Τὸ χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῆς ἀγάπης αὐτῆς συνίσταται στὸ ὅτι, ὅταν δίνεται αὐτὸ τὸ αἴσθημα -καὶ αὐτὸ δίνεται μέσῳ τῆς καρδιᾶς—, τότε χωρὶς καμία λογικὴ ἀπόδειξη εἶναι φανερὸ γιὰ τὸν ἄνθρωπο ὅτι δὲν πεθαίνει, ὅτι εἶναι αἰώνιος. Καμιὰ ἐπιστημονικὴ γνώση δὲν ὁδηγεῖ σὲ αὐτό.
Ὁ Ἀϊνστάιν ἔγραψε ἕνα βιβλίο γιὰ τὸν ἑαυτό του, «Πῶς βλέπω τὸν κόσμο». Βίωσε κάποτε μία κατάσταση κάποιου μυστικιστικοῦ δέους, ὁπότε ἡ σκέψη του προχώρησε ἀκόμη καὶ στὸ νὰ ἀνακαλύψει τὸν τύπο ἤ τὴν ἐξίσωση ὄχι μόνο γιὰ τὴν ὕλη ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν Θεό. Ἀλλὰ δὲν γνώρισε τὸν Θεὸ ὡς πρόσωπο. Ἡ ἀντίληψή του ἔφθασε ὡς ἐκεῖνο τὸ ἐπίπεδο ὅπου ὑπερτεροῦν οἱ φιλόσοφοι. Αὐτοί, ἐξετάζοντας τὴν ὕπαρξη, δὲν μποροῦν μὲ κανέναν τρόπο νὰ συμφωνήσουν στὸ ὅτι ἡ ἀρχή τοῦ παντὸς εἶναι τὸ ἄτομο τοῦ ὑδρογόνου καὶ ὅτι ὅλες οἱ μορφὲς τῆς δικῆς μας ὑπάρξεως δημιουργήθηκαν ὡς τυχαῖα ἐπακόλουθα κάποιων συνδυασμῶν αὐτῶν τῶν ἀτόμων. Αὐτὸ κάποτε ἀποτελεῖ στήριγμα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ὥστε μόνοι τους νὰ πορευθοῦν μὲ ἐμπιστοσύνη στὸν δρόμο ἐκεῖνο ποὺ ἔδειξε ὁ Χριστός.
Ἐρώτηση: Εἴπατε ὅτι, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐκτρέπεται πρὸς τὸ κακό, τότε χάνει τὸν σύνδεσμο μὲ τὸν Θεό, δηλαδὴ δημιουργεῖται ἕνα ρῆγμα. Ὅμως αὐτὸ εἶναι μᾶλλον μονόπλευρο ρῆγμα: εἶναι ρῆγμα τοῦ ἄνθρωπου μὲ τὸν Θεὸ καὶ ὄχι τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο;
π. Σωφρόνιος: Ναί. Σὲ αὐτὸ ἐμπεριέχεται καὶ τὸ τραγικό τῆς πτώσεως, ὅτι ὁ Θεὸς ἦρθε καὶ ἔδειξε ὅτι Αὐτὸς δὲν θέλει νὰ μᾶς ἐγκαταλείψει, ἀλλὰ ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀπομακρύνεται. Δηλαδὴ μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἐξαναγκάζει τὸν ἄνθρωπο.
Ὁρίστε, τώρα ζοῦμε τόσο φοβερὰ γεγονότα: πόλεμος στὸ Βιετνάμ, πόλεμος στὴ Νιγηρία, πόλεμος στὴ Μέση Ἀνατολή, πεῖνα στὴ γῆ ποὺ πλήττει μὲ θάνατο χιλιάδες καὶ χιλιάδες ἀνθρώπων. Λογικά μᾶς φαίνεται ὅτι, ἂν ἡ ἀνθρωπότητα ζοῦσε μὲ ἄλλες ἀρχές, τότε θὰ μποροῦσε νὰ τοὺς θρέψει ὅλους- ὅτι οἱ πόροι ποὺ δαπανῶνται γιὰ τὸν πόλεμο, ἀκόμη καὶ ὅταν δὲν ὑπάρχει αὐτός, ὑπερβαίνουν τοὺς πόρους ποὺ θὰ ἱκανοποιοῦσαν τὶς ἀνάγκες ὅλων αὐ-τῶν ποὺ πεθαίνουν. Σὲ σχέση μὲ αὐτὰ ρώτησα στὴν Ἀγγλία ἕναν ἄνθρωπο:
— Ἂν εἴχατε ἀπόλυτη ἐξουσία, τί θὰ κάνατε μὲ ὅσους σᾶς φαίνονται ὑπαίτιοι αὐτοῦ τοῦ κακοῦ;
Ἡ ἀπάντηση ἦταν:
— Ἂν εἶχα τέτοια ἀπόλυτη ἐξουσία, τότε δὲν θὰ μποροῦσα νὰ κινηθῶ- αὐτὴ ἡ ἐξουσία θὰ μὲ παρέλυε.
Καὶ τόσο ἀνίσχυρο βλέπουμε μπροστὰ μας τὸν Χριστὸ Θεὸ ποὺ εἶπε: «Μὴ ἀντιστῆναι τῷ πονηρῷ», δηλαδὴ «δῶσε τὴ ζωή σου, ἀκόμη καὶ ὅταν σοῦ φαίνεται ὅτι σὲ κακοποιοῦν». Ἔτσι, ἂν ὁ Θεὸς δὲν ἔχει σχέση μὲ τὸ κακό, τότε τὸ κακὸ δὲν ἐμπερικλείει αὐτὸ τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ Θεοῦ, καὶ ἔτσι Αὐτὸς φαίνεται σὰν νὰ μᾶς “ρίχνει σὲ κάποια φυλακή”, σὰν νὰ μᾶς ἀπορρίπτει κλπ. Τὰ ἴδια τὰ λόγια «ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν», μαρτυροῦν ὅτι στὸν Θεὸ δὲν ὑπάρχει αὐτὴ ἡ ἀπόρριψη. Εἶναι ἐξωχρονικὸ φαινόμενο – σύμφωνα μὲ τὴ βιβλικὴ ἀποκάλυψη, πρὶν ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ἔπεσε ὁ Ἑωσφόρος. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἀνθρώπινη πτώση, ἡ ὁποία ὑποκινήθηκε ἀπὸ τὸν Ἑωσφόρο, φέρει ἑωσφορικὰ στοιχεῖα. Ἀλλὰ ὡς τώρα μπορεῖ νὰ συναντήσεις στὴ γῆ πάρα πολλοὺς ἀνθρώπους ποὺ σκέπτονται γιὰ τὴν αὐτοθέωση τοϋ ἄνθρωπου: ὅτι δὲν ὑπάρχει κανεὶς καὶ τίποτε ὑψηλότερο, ὅτι στὸ εἶναι βασιλεύει ὁ ἄνθρωπος, ὅτι ὁ ἄνθρωπος θὰ γίνει ὁ ἀπόλυτος κυρίαρχος τοῦ κόσμου.
Ὅταν ὅμως μιλοῦμε γιὰ τὴν ἁμαρτία, αὐτὴ ἡ ἔννοια δὲν εἶναι ἠθική, ἄλλα ὀντολογική, ποὺ ὑπερβαίνει τοὺς κανόνες τῆς κοινωνικῆς ζωῆς. Ὄχι ἐπειδὴ εἶναι ἐνάντια στοὺς κανόνες, ἀλλὰ ἐπειδὴ προχωρεῖ ἀπείρως μακρύτερα ἀπὸ αὐτούς. Οἱ ἠθικοὶ κανόνες μιλοῦν γιὰ τιμωρίες, ἐνῷ ὁ Θεὸς λέει: «Ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν. Μὴ φοβεϊσθε ἀπὸ τῶν ἀποκτενόντων ὑμᾶς». Ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο νὰ τὸ ἐξηγήσεις μὲ λέξεις καὶ νὰ τὸ ἀντιληφθεῖς ἀλλιῶς, παρὰ μέσῳ τῆς καρδιᾶς, γιατί ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ὅσο ἔχουν τὴν αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ θανάτου, εἶναι φυσικὸ νὰ προστατεύουν τὸν ἑαυτό τους ἀπὸ ὅλα τὰ πλάσματα ποὺ ἐπιβουλεύονται τὴ ζωή τους ἤ ἀκόμη καὶ τὶς ἀνέσεις τῆς ζωῆς αὐτῆς. Καὶ μέχρι τώρα ἀκριβῶς γι’ αὐτὸ γίνεται ἡ πάλη στὸν κόσμο. Ὁ Χριστὸς εἶπε: «Εἷς ἐστὶν ὑμῶν ὁ Πατὴρ ὁ οὐράνιος, πάντες δὲ ὑμεῖς ἀδελφοὶ ἐστέ».
Ἔτσι, ὁποιονδήποτε πόλεμο καὶ νὰ διαλέξουμε, αὐτὸς θὰ ἔχει πάντα χαρακτῆρα ἀδελφοκτόνο. Ὁ Κάιν φόνευσε τὸν Ἄβελ καὶ αὐτὸς ὁ καϊνικὸς χαρακτῆρας διακρίνεται ὅλα τὰ χρόνια στὴν ἱστορία. Ὅταν τὸ κατανοήσουμε αὐτό, τότε μᾶς παρουσιάζεται ἡ ἀνάγκη νὰ νικήσουμε μέσα μας αὐτὴ τὴν τάση. Γιατί, ἂν ἔχουμε μέσα μας αὐτὴ τὴν ἑωσφορικὴ κίνηση, ἡ δυναμική τῆς πτώσεως συνεχίζει νὰ αὐξάνεται. Ἕνας ἄνθρωπος εἶπε: «Μπορεῖ γι’ αὐτὸ νὰ ἀπαγορεύθηκε στὸν ἄνθρωπο νὰ γνωρίσει τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό, γιατί μπροστὰ στὴν ἀτέλειά του καὶ τὴν ἐπιδίωξή του νὰ πολεμήσει τὸ κακό, θὰ καταστρέψει ὅλα ὅσα τοῦ φαίνονται φορεῖς τοῦ κακοῦ καὶ θὰ ἀρχίσει ἡ ἀλληλοκαταστροφή».
Ἐρώτηση: Ἀλλὰ καὶ οἱ Ἰησουῖτες δὲν πολιτεύονται μὲ τὸν τρόπο αὐτό;
π. Σωφρόνιος: Δόξα τῷ Θεῷ, δὲν εἴμαστε Ἰησουῖτες. Ἂν οἱ ἄνθρωποι ἦταν σὰν τὰ παιδιά, τότε θὰ ζοῦσαν χωρὶς αὐτὲς τὶς ἀκατάπαυστες ἀδελφοκτόνες μάχες. Νομίζω ὅτι ἡ αἰτία ὅλων τῶν πολέμων καὶ τῶν ταραχῶν δὲν εἶναι ἡ ὑλικὴ κατάσταση, ἄλλα ἡ πνευματική. Καὶ στὴ βάση ὅλων τῶν Ἱστορικῶν γεγονότων δὲν βρίσκονται ὑλικὲς αἰτίες ἄλλα πνευματικές.
Ὅταν θυμᾶμαι πῶς ζοῦσα στὴν ἔρημο τοῦ Ἄθω, νομίζω ὅτι σὲ κανέναν δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ περιγράψει τὴ φτώχεια αὐτῆς τῆς ζωῆς. Παρ’ ὅλα αὐτά, ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται σὲ τέτοια ἐλευθερία πνεύματος, ποὺ δὲν θὰ τὴν ἄλλαζε μὲ τίποτε. Καὶ αὐτοὶ ποὺ μαζεύουν θησαυροὺς ἤ ἀκόμη καὶ σκοτώνουν τ’ ἀδέλφια τους, ὥστε νὰ αὐξηθοῦν οἱ θησαυροὶ αὐτοί, φαίνονται παράφρονες, ἐσκοτισμένοι.
Ὡς τώρα δὲν δέχθηκαν τὸν Χριστό. Ἀκόμη καὶ αὐτοὶ οἱ λαοὶ ποὺ διεκδικοῦν χριστιανικοὺς τίτλους, στὴν πορεία τῆς ἱστορίας ντροπιάστηκαν, γιατί μέχρι καὶ τὰ προηγούμενα χρόνια oἱ πιὸ ἐπικίνδυνοι ἦταν πάντα αὐτοὶ οἱ λαοὶ ποὺ αὐτοαποκαλοῦνταν χριστιανικοί. Οἱ λιγότερο φωτισμένοι λαοὶ δὲν μπόρεσαν νὰ δημιουργήσουν τέτοια μέσα ἐξολοθρεύσεως, ὅπως οἱ λαοὶ ποὺ φωτίσθηκαν μὲ τὸ πνεῦμα τοϋ Χριστοῦ. Αὐτὸ ὅμως δὲν συνέβη ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς εἶναι πατέρας τοῦ κακοῦ, ἀλλὰ, ὅπως εἴπαμε, τὸ μεγάλο δῶρο τῆς ἐλευθερίας πραγματώθηκε σὲ αὐτοὺς τοὺς λαοὺς μὲ ἀρνητικὴ προοπτική.