Του Αρχιμ. Νεοφύτου Μαχού
Σεβασμιώτατε,
Γνωρίζω πολύ καλά πως τα δικά μου χέρια είναι ανάξια να γράψουν λόγο για το δικό σου πρόσωπο, αλλά το κάνω αυτό διότι δεν υπάρχει πλέον κανένας άλλος τρόπος για να σου πω ένα μεγάλο ευχαριστώ, για όσα μου προσέφερες τόσα χρόνια. Από την αρχή ήξερα, ποιος ήταν ο Επίσκοπος που θα με χειροτονούσε και αυτό μου το διαβεβαίωσε αργότερα όλος ο κόσμος ιδιαίτερα Επίσκοποι και Αγιορείτες Πατέρες οι οποίοι όταν τους έλεγα ότι ήμουν χειροτονία σου δεν μου έλεγαν είσαι δηλαδή του Ιγνατίου αλλά του Δεσπότη της αγάπης.
Δεν θέλω όμως να αναφερθώ σε αυτά αλλά προτιμώ ο λόγος μου να μείνει, σε όσα είδα τις δύο ημέρες και νύχτες που έμεινα κοντά στο σκήνωμά σου. Και αυτό ήταν το λιγότερο που μπορούσα να κάνω. Αυτές τις ώρες λοιπόν είδα ανθρώπους από όλη την Ελλάδα που ήρθαν να πάρουν την ευχή σου για τελευταία φορά. Αρχιερείς που πριν ακόμα αρχίσουν το Ιερό Τρισάγιο έρεαν δάκρυα από τα μάτια τους. Μοναχούς -Αγιορείτες και μη- και μοναχές που έβαζαν μετάνοια εδαφιαία και σταύρωναν τα κομποσκοίνια τους επάνω στο σκήνωμά σου. Γυναίκες που έφερναν μικρά παιδιά να πάρουν την ευχή σου καθώς ήξεραν πως αυτά όταν θα μεγαλώσουν, δεν θα έχουν την τύχη να σε δουν και να τα ευλογήσεις. Νέοι και νέες της πόλεώς μας που άναψες μέσα στην καρδιά τους την φλόγα της πίστεως καθώς εδώ συνέχισες το μεγάλο κατηχητικό έργο που άρχισες στην Σαλαμίνα. Ήρθαν άνθρωποι που κάποτε πεινούσαν και θέλησαν για τελευταία φορά να σου πουν ένα μεγάλο ευχαριστώ, διότι τόσα χρόνια τους τάιζες με ένα πιάτο ζεστό φαγητό όπως έλεγες στον «Επιούσιο» τον οποίο εσύ δημιούργησες.Αυτό όμως που με συγκίνησε ποιο πολύ, ήταν το ότι ανάμεσα σε όλους αυτούς ήρθαν άνθρωποι ηλικιωμένοι που ενώ δεν μπορούσαν να ανέβουν ούτε το ένα σκαλί της εξέδρας όπου ήταν επάνω το σκήνωμά σου, μας παρακαλούσαν με δάκρυα στα μάτια λέγοντας: «Πατέρες βοηθήστε με να ανέβω να πάρω την ευχή του καλού μας Δεσπότη».
Όλα αυτά καταμαρτυρούν το πόσο Άξιος Επίσκοπος ήσουν. Πατέρα μου αγαπημένε κάποτε είχα ένα λογισμό και τον φύλαγα μέσα μου, τώρα όμως θα τον φανερώσω γιατί βγήκε αληθινός. Το βράδυ του Εσπερινού της Συγχωρήσεως όταν είπες σας συγχωρώ όλους σε κοίταξα στα μάτια και εκείνη την ώρα ο θρόνος σου μου φάνηκε λες και ήταν Σταυρός και από τα χείλη σου βγήκαν οι λέξεις «Πάτερ άφες αυτοίς» και να που δεν άργησε να έρθει η μέρα και ώρα που στο λόγο της Εξοδίου Ακολουθίας σου ο Πρωτοσύγκελός μας π. Αχίλλιος μας διαβεβαίωσε πως εκείνο το βράδυ χωρίς να το καταλάβει κανείς, μας συγχώρεσες όλους αλλά ζήτησες να σε συγχωρέσουμε και εμείς διότι κατάλαβες πως το έργο σου επί της γης φτάνει στο τέλος του.
Ένα έργο το οποίο όσοι το γνώρισαν και όσοι θα το γνωρίσουν θα καταλάβουν πως από την πρώτη ημέρα μέχρι την τελευταία ήταν ένας Σταυρός που σου δόθηκε από τον Χριστό μας και εσύ τον σήκωσες με αγάπη και υπομονή 24 ολόκληρα χρόνια. Ανέβηκες με αυτόν τον Σταυρό εις τόπον λεγόμενο Γαββαθά. Εκεί ήρθε και ο σωματικός σου θάνατος. Αυτό λοιπόν που σου απομένει είναι η Ανάστασή σου από Αυτόν που τόσο πολύ αγάπησες από μικρό παιδί. Τον Αρχιποίμενα Κύριον Ημών Ιησούν Χριστόν.
Καλή Ανάσταση αγαπημένε μου πατέρα. Ξεκουράσου μέχρι την ημέρα της κοινής Αναστάσεως εκεί που ήθελες. Και ξέρουμε όλοι το γιατί. Διότι τόσο πολύ αγάπησες τους Αγίους της Λάρισας που η τελευταία σου επιθυμία ήταν να ενταφιαστείς στον λόφο του Φρουρίου. Εκεί στα αγιασμένα χώματα όπου περπάτησαν οι προκάτοχοί σου Άγιοι Αχίλλιος, Βησσαρίων, Βησσαρίων, Κυπριανός, Μάρκος, Αντώνιος, Θωμάς και Νεόφυτος.
Καλό Παράδεισο Γέροντά μου. Θα σε θυμάμαι έως την τελευταία Ιερά Πρόθεση που θα τελέσω την οποία μόνο ο Θεός ξέρει πότε θα είναι. Να ξέρεις όλα εμείς τα πνευματικά σου παιδιά θα ομολογούμε πως είχαμε την τιμή και την χαρά να λάβουμε τον βαθμό της Αγίας Ιεροσύνης όχι από τον Μητροπολίτη Ιγνάτιο αλλά από τον «Επίσκοπο της Αγάπης».
Την ευχή σου…